Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2017

Μοναχός Αρσένιος Κουτλουμουσιανοσκητιώτης: Τα δύο άκρα· οικουμενισμός και ζηλωτισμός

Agion-oros

«Μελετώντας, το κατά δύναμιν, το βιβλίο του μακαριστού και σοφού γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου «Τα δύο άκρα», ομολογώ πως βρήκα πολλές απαντήσεις και ανάπαυση ψυχική από τα δύσκολα που διερχόμαστε, δηλαδή από τον οικουμενισμό και τον ζηλωτισμό.
Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η Εκκλησία μας έχει ταλαιπωρηθεί πολύ από τα δύο αυτά άκρα. Το ένα άκρο, ο οικουμενισμός με σύνθημα- μάλλον με δόλωμα- την αγαπολογία προελαύνει με πολύ θράσος και αναίδεια και στο πέρασμα του ισοπεδώνει τα πάντα: αγίες Συνόδους, ιερούς Κανόνες,
παραδόσεις, αλλά τι λέω; 
Ακόμη και την αγία Τριάδα τόλμησε και ύβρισε δια του filioque και αλάθητου του Πάπα, ο οποίος είναι το αφεντικό του οικουμενισμού. 
Και όλα αυτά τα έχει υπεραπλουστεύσει με την καταραμένη αγαπολογία.
Δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο έχει ακριβώς προχωρήσει στην Ελλάδα μας ο οικουμενισμός, αλλά σίγουρα το ρεύμα που κινείται είναι πολύ ανησυχητικό. Έτσι λοιπόν το ένα άκρο, ο οικουμενισμός, μάς ήρθε από την δαιμονοκρατούμενη Δύση.
Το δεύτερο άκρο προήλθε μέσα από τα σπλάχνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και λέγεται ζηλωτισμός. 
Ο ζηλωτισμός γεννήθηκε το 1924 από μία άστοχη ενέργεια των ηγετών της Εκκλησίας μας που άλλαξε το ημερολόγιο για το χατήρι των οικουμενιστών, ωστόσο όμως δεν επέφερε καμία αλλοίωση στο δόγμα της αγίας Τριάδος. Να πούμε πως το μεν παλαιό εορτολόγιο ήταν από ειδωλολάτρη, το δε νέο από οικουμενιστή. Κι ενώ όπως είπαμε δεν ζημιώθηκε η Εκκλησία μας από αυτήν την αλλαγή του εορτολογίου, όμως ζημιώθηκε από τα τέκνα της, που δυστυχώς για χάρη των 13 ημερών δημιουργήθηκε σχίσμα που ταλαιπωρεί την εκκλησία μας αρκετές δεκαετίες, λες και με το παλιό ημερολόγιο δεν πήγαινε κανείς στην κόλαση.
Έτσι λοιπόν βάλλεται η μητέρα μας Εκκλησία από αυτά τα δύο επικίνδυνα άκρα και εμείς που θέλουμε να περπατήσουμε τη βασιλική οδό του Χριστού μας, που μόνον σ΄ αυτήν περπάτησαν όλοι οι άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, βρισκόμαστε και είμαστε αντιμέτωποι ανάμεσα στα δύο αυτά πυρά που εκτοξεύονται από τα δύο άκρα. Οι οικουμενιστές μάς κοιτάζουν καχύποπτα και μάς ονομάζουν καθυστερημένους και ανθρώπους που δεν έχουμε συλλάβει το «μεγάλο» νόημα των καιρών, οι δε ζηλωτές μάς ονομάζουν δειλούς και τον αγώνα μας που κάνουμε εμείς της μέσης και βασιλικής οδού, μάς τον ονομάζουν φλυαρίες και χαρτοπόλεμο!
Κι ενώ οι ζηλωτές έχουν αντιληφθεί τη «δειλία» και «φλυαρία» μας, όπως εσφαλμένα αυτοί νομίζουν, όμως ακόμα δεν έχουν -μάλλον δεν θέλουν να αντιληφθούν -πόση ζημία και ταλαιπωρία έχουν φέρει στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά τα άλλα όμως, εμφανίζονται και λένε πως αυτοί οι ζηλωτές είναι η γνήσια Εκκλησία του Χριστού, οι δε άλλοι που πορεύονται με το νέο εορτολόγιο αλλά και αγιορείτες που μνημονεύουμε τον οικουμενικό Πατριάρχη έχουμε εκπέσει κατά αυτούς από τη Χάρη του Θεού, και τα μυστήρια μας είναι άκυρα! 
Φυσικά τους κανόνες των αποστόλων και των αγίων πατέρων μας τους έχουν κάνει κανόνια για να βομβαρδίζουν όσους από εμάς πορευόμαστε τη μέση και βασιλική οδό του Χριστού.
Είναι γεγονός λοιπόν, πως από το πέρας της συνόδου του Κολυμπαρίου της Κρήτης αυτά τα δύο άκρα σημειώνουν σταδιακή αύξηση. Οι οικουμενιστές με τις υπογραφές της Συνόδου καυχώνται πως ο πόθος τους για την παράνομη ένωση βρίσκεται κοντά και ο καιρός έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να γίνει το ποθούμενό τους. Οι δε ζηλωτές αύξησαν την παράλογη λοιδορία προς εμάς που ακολουθούμε τη μέση και βασιλική οδό.
Βρίζουν ακόμα και τον πιο σοφό στα θεία των τελευταίων δεκαετιών, γέροντα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Όταν διαβάζει κανείς τα συγγράμματα του π. Επιφανίου, το πρώτο που διακρίνει ο αναγνώστης είναι η μεγάλη αρετή της διακρίσεως του σοφού γέροντα. Ίσως να είναι απαράμιλλος και αναντικατάστατος τολμώ να πω, στο είδος του. Επίσης όλα τα κείμενα του πατρός έχουν το άρωμα του πόνου και της αγάπης προς την ορθόδοξη πίστη. Ακόμα θα έλεγα πως για τα σημερινά αδιέξοδα που περνά η Εκκλησία μας, μόνο τα συγγράμματα του π. Επιφανίου φτάνουν για να φέρουν την ισορροπία στην Εκκλησία.
Το Πηδάλιο κι οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας δεν ερμηνεύονται με την απλή λογική του καθενός μας, χρειάζεται απαραιτήτως ο φωτισμός του Αγ. Πνεύματος. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος είναι ο μακαριστός γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Μπορεί να μην υπάρχει ανάμεσά μας σωματικώς, αλλά όμως τα συγγράμματα που μας άφησε νομίζω πως μας λύνουν όλα τα εκκλησιαστικά προβλήματα που μετά την προβληματική σύνοδο της Κρήτης αυξηθήκανε
. Αλλά ας ακούσουμε λίγα από τα θεόπνευστα λόγια του σοφού γέροντα Επιφανίου.
Απαντά ο μακαριστός γέροντας σε επιστολή ενός πατρός Νικοδήμου αγιορείτου για την παύση μνημόσυνου του Πατριάρχου:
 «Η παύσις του μνημοσύνου του Πατριάρχου εις την οποίαν καταλήξατε, είναι το έσχατον όριον το οποίον επιτρέπουν οι ιεροί Κανόνες. 
Μην προχωρήσετε περαιτέρω (δηλαδή εις αποδοχήν μνημοσύνου ετέρων επισκόπων), διότι τότε προσχωρείτε εις σχίσμα!
 Εφ΄όσον νυν αρκείσθε εις αυτό και συνεχίζετε «κοινωνούντες μετά της κρατούσης μητρός εκκλησίας και μετά πασών των ορθοδόξων εκκλησιών» ως γράφεις, ίστασθε επί εδάφους εκκλησιαστικώς ασφαλούς. 
Προσοχή μόνον μη σημειωθή και έτερον βήμα!
 Εφ΄όσον αρκείσθε εις αυτό και δεν προβαίνετε εις αποκήρυξιν του Πατριάρχου (όπως έπραξαν άλλοι), δηλ. εις διακήρυξιν ότι ούτος είναι πλέον έκπτωτος, είναι καθηρημένος, εστερήθη της χάριτος, δεν τελεί έγκυρα μυστήρια κλπ, δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθείτε επί προτεσταντισμώ. 
Ο ΙΕ’ κανών της Πρωτοδευτέρας επιτρέπει μεν εις τα άτομα την παύσιν του μνημοσύνου προ «Συνοδικής διαγνώσεως», δεν ανατίθησιν όμως εις τα άτομα τας δίκας και καταδίκας των αίρετικών επισκόπων. Τούτο είναι έργον ουχί ατόμων, αλλά Συνόδου».
Ποιος να μη θαυμάσει λοιπόν την σοφία του Θεού κατοικούσα μέσα σε αυτόν τον μακαριστό γέροντα;
 Ποιος δεν θα συμφωνήσει πως αυτοί οι λόγοι του πατρός όσοι τους μελετούν και τους ενστερνίζονται δεν θα γλυτώσουν από το βάραθρo της απωλείας των δύο άκρων;
Αλλά ας ακούσουμε πάλι τον σοφό στα θεία να χορηγεί τους υγιείς τρόπους της ορθοδόξου πίστεώς μας: «Περί του παλαιού ημερολογίου έχω γράψει παλαιότερον εκτενές άρθρον, όπερ στέλλω σοι, ελπίζων ότι θα λύσει πολλάς απορίας σου. Όσας δεν λύσει είμαι πρόθυμος να λύσω διά νέας επιστολής μου, αρκεί βεβαίως να μοι γνωρίσεις ταύτας». Εδώ ο σοφός γέροντας απευθύνεται σε έναν πατήρ Νικόδημο ζηλωτή και θαυμάζουμε την ποιμαντική αγάπη του πατρός και το χριστομίμητον ενδιαφέρον του. Συνεχίζει ο άγιος γέροντας: «Ουδείς λόγος υπάρχει να εγκαταλείπητε το παλαιόν ημερολόγιον. Οι Παλαιοημερολογίται είναι υπεύθυνοι ουχί διότι διετήρησαν το παλαιόν ημερολόγιον, αλλά διότι απεκήρυξαν ως σχισματικήν την Εκκλησίαν της
Ελλάδος και διέκοψαν την απ΄αυτής κανονικήν εξάρτησιν. Αν διετήρουν το παλαιόν ημερολόγιον, αλλά δεν απέκοπταν την μετά της Ελλαδικής Εκκλησίας κοινωνίαν, θα ήσαν εν άπολύτω κανονική τάξει». Και πάλι συνεχίζει ο σοφός γέρων: 
«Τα ημερολόγια δεν σώζουσιν, αγαπητέ πάτερ Νικόδημε. Εν μόνο σοι λέγω: το Πάσχα των Ιουδαίων ήτο Θεόθεν καθωρισμένον μέχρι της εσχάτης λεπτομερείας. Κατά τινά εποχήν λοιπόν παρουσιάσθη εις τον Μωυσήν μία ομάς ανδρών και είπον: Ημείς είμεθα ακάθαρτοι προ ημερών, ότε ετελείτο το Πάσχα, δηλαδή κατά την 14ην του πρώτου μηνός, και δι΄αυτό δεν ηδυνήθημεν να εορτάσωμεν. Θα στερηθώμεν λοιπόν ημείς του εορτασμού; Δεν θα προσενέγκωμεν ημείς δώρον εις τον Κύριον; Ο Μωυσής ερωτά περί τούτου τον Θεόν και ακολούθως αποκρίνεται: Οσάκις οιοσδήποτε Ισραηλίτης δεν δυνηθεί, λόγω ακαθαρσίας ή λόγω απουσίας εις μακρινόν ταξίδιον, να εορτάση το Πάσχα κατά την καθορισμένην ημερομηνίαν, ήτοι κατά την δεκάτην τετάρτην του πρώτου μηνός, ας εορτάσει αυτό κατά την δεκάτην τετάρτην του δευτέρου μηνός!…(Ίδε ταύτα εν τη Βίβλω των αριθμών, κεφάλαιον ένατον).
Ακούεις, αγαπητέ πάτερ Νικόδημε; 
Εν τη Παλαιά Διαθήκη εν τη εποχή της κυριαρχίας του νομικού γράμματος και των τελετουργικών τύπων υπήρχε τοσαύτη ελευθερία! Χρειάζονται σχόλια;…». Ύστερα από τις σοφές και θείου φωτισμού εξηγήσεις του μακαριστού γέροντος για το παλαιό ημερολόγιο ποιος λοιπόν παλαιοημερολογίτης θα διαφωνήσει;
 Είναι φανερό λοιπόν πως όποιος δεν θεραπευτεί από τις φωτισμένες τοποθετήσεις του μακαριστού πατρός, αυτός λοιπόν «βαστάζει το κρίμα όστις εάν η».
Ομοίως και προς τους οικουμενιστάς ήταν καταπέλτης ελέγχων αυτούς «ευκαίρως ακαίρως». 
Ποιος να μην θαυμάσει τις δύο ανοιχτές επιστολές του προς τον οικουμενικό πατριάρχη Αθηναγόρα; 
Και τι να πρωτοθαυμάσουμε μέσα σ΄αυτές τις ομολογιακές επιστολές;
 Τη μεγάλη παρρησία του;
 Τα σοφά του επιχειρήματα; 
Ή τον μεγάλο πόνο και την αδημονία του για την Εκκλησία του Χριστού να θαυμάσουμε; 
Και ήταν τέτοια η αδημονία του πατρός που είναι σαν να έλεγε στον Πατριάρχη Αθηναγόρα πως: 
«περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου γι΄αυτά τα τολμηρά σας ανοίγματα με τον Πάπα και τον οικουμενισμό».
Αλλά ας ακούσουμε λίγο τον ίδιο πως απευθυνότανε προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Παναγιώτατε, ψάλλετε και Υμείς και οι ακολουθούντες Υμίν, εις πάντας τους ήχους το τροπάριον της «Αγάπης». Αγάπη, αγάπη! «Αγάπη άνευ όρων και ορίων». Εν ονόματι της αγάπης τούτο, εν ονόματι της αγάπης εκείνο, εν ονόματι της αγάπης το άλλο… Περίεργον όμως! Εφ΄όσον η καρδία Υμών εκχειλίζει εξ αγάπης και εξ αυτής εκπηγάζουσιν πολύρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι των εσχατιών της Δύσεως και δημιουργούντα πελάγη, εις α ανέτως και μετ΄ευφροσύνης κολυμβώσι πασών των αποχρεώσεων οι αιρετικοί, πως δεν διατίθενται ολίγαι σταγόνες αγάπης και διά τους ταλαιπώρους Ορθοδόξους; Δι΄εκείνους εκ των Ορθοδόξων, οίτινες σκανδαλίζονται, βλέποντες τον Ορθόδοξον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως να αθετή- εν ονόματι της αγάπης!- ιερούς Κανόνας, να ανατρέπει αιωνόβιους Παραδόσεις, να κρημνίζει τείχη ασφαλείας, να μεταίρει όρια α έθεντο αγιότατοι Πατέρες της Εκκλησίας;
Δι΄αυτούς εστείρευσαν αι πηγαί της αγάπης Υμών, Παναγιότατε; Δι΄αυτούς δεν υπάρχει ούτε μόριον στοργής; Ούτε καν ίχνος ευσπλαχνίας ή οίκτου; Αγάπη λοιπόν προς τους αιρετικούς, αλλ΄αδιαφορία και περιφρόνησις προς τους Ορθοδόξους! Επιτέλους, Παναγιώτατε, που οδηγείτε την Εκκλησίαν; Άραγε, όμως αγαπάτε πράγματι τους αιρετικούς; Ακούσατε Παναγιώτατε, μίαν παράδοξον αλήθειαν: ΟΧΙ! Ημείς αγαπώμεν πραγματικώς και ειλικρινώς τους αιρετικούς, ημείς οι «στενοκέφαλοι» και «φανατικοί», και ουχί Υμείς και οι μεθ’ Υμών. Η αγάπη Υμών δεν είναι γνησία, αλλ΄επιφανειακή και επίπλαστος. Δεν είναι «άνωθεν κατερχομένη, αλλ΄επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης…».
Εδώ θαυμάζουμε τη μεγάλη κατά Θεόν παρρησία του σοφού γέροντος που πηγάζει απ΄ τη μεγάλη αγάπη του για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ωστόσο όμως στους ζηλωτές δεν αρέσουν τα συγγράμματα του σοφού γέροντα για τους λόγους που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν, διότι είναι σκοτεινό και ανεξήγητο να απαξιούν λόγους που περιέχουν τη θεία Χάρη του Χριστού μας. Αλλά προτρέπω την αγάπη σας όποιος επιθυμεί περαιτέρω να εντρυφήσει στα σοφά λόγια του πατρός Επιφανίου ας καταφύγει στο βιβλίο «Τα δύο άκρα οικουμενισμός και ζηλωτισμός» και εκεί θα θαυμάσει και θα εννοήσει τι σημαίνει αγαπώ την Ορθοδοξία, τι σημαίνει διάκρισις, αυτή η μεγαλειώδης αρετή που στις μέρες μας κοντεύει να γίνει είδος προς εξαφάνιση. Ας πάψουν λοιπόν οι οικουμενιστές να τα υπεραπλουστεύουν όλα και να θυσιάζουν τα ιερά και τα Όσια της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στο βωμό της καταραμένης αγαπολογίας. Ας συνέλθουν και οι ζηλωτές από την παράλογη απαίτηση που ζητούν μανιωδώς «τήν κεφαλήν ἐπί πίνακι» της Ορθοδοξίας, μόνο και μόνο για να αποδείξουν μέσα στη συνείδηση τους πως καλά πράξανε που επιλέξανε το σχίσμα.
Εμείς λοιπόν δεν έχουμε τίποτε περισσότερο άλλο να πούμε γι’ αυτά τα δύο άκρα, αλλά μάλλον οι λόγοι του μακαριστού γέροντος Επιφανίου με πολύ πόνο και αγάπη θα μας πουν πως:
 «Ελάτε όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι από τον βαρύ ζυγό των δύο άκρων και θα σας αναπαύσω. Πάρετε επάνω σας τον ζυγό της μέσης και βασιλικής οδού και θα μάθετε πως εκεί βρίσκεται η πραότητα και η ταπεινοφροσύνη του Χριστού και θα βρείτε ανάπαυση και ειρήνην εις τας ψυχάς σας. Διότι ο ζυγός της μέσης και βασιλικής οδού είναι χρηστός και το φορτίον της πολύ ελαφρύ». Ευχόμαστε όλοι μας ολοψύχως, κανείς ορθόδοξος χριστιανός να μην παραμείνει εγκλωβισμένος σ΄αυτά τα ελεεινά και ψυχοφθόρα δύο άκρα, Αμήν».

Ορθόδοξη σεξουαλική αγωγή – Π. Γεωργίου Μεταλληνού.



Επίμονα προβάλλεται σήμερα η ανάγκη για «σεξουαλική αγωγή» των παιδιών μας, στο πλαίσιο μάλιστα της σχολικής τους παιδείας. Όπως σε πολλούς άλλους τομείς της ζωής μας μάθαμε να ακολουθούμε τυφλά την «πολιτισμένη» Δύση, έτσι και στο θέμα αυτό. Ο φόβος μας είναι πάντα να μην υστερήσουμε απέναντί της. Γι’ αυτό αντιγράφουμε πάντα πρόθυμα τον προβληματισμό και τις μεθόδους της. Επόμενο, λοιπόν, να θεωρούμε απαραίτητο ο «διαφωτισμός» να προχωρήσει και στην προβληματολογία του «γενετησίου ενστίκτου». Βέβαια, το τι διδάσκει η Δύση σχετικά με το ζήτημα αυτό, δεν φαίνεται να θεωρείται πρωταρχικής σημασίας. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Δύση – και μεις μαζί της, αφού είμαστε κομμάτι της – κλυδωνίζεται σε μια λαίλαπα πανσεξουαλισμού.
Ο «φροϋδισμός» έχει καταστεί κυρίαρχη ιδεολογία στην εποχή μας. Η προτεραιότητα δίνεται στο σεξουαλικό ένστικτο και στην κτηνώδη ορμή. Το ανθρώπινο σώμα κατήντησε υποτιμημένη αξία και αντικείμενο-όργανο ηδονής. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα διαμορφώνεται το περιεχόμενο της «σεξουαλικής» διαφώτισης του ευρωπαίου ανθρώπου. Έρχεται όμως από τα βάθη των αιώνων η φωνή του ουρανοβάμονα και θεόπτη Απ. Παύλου να μας παρουσιάσει την «σεξουαλική αγωγή», όπως (πρέπει να) διδάσκεται στο Σώμα του Χριστού, στο «σχολείο» της Εκκλησίας. Παραθέτουμε το σχετικό κείμενό του:
Το σώμα, ναός του Αγίου Πνεύματος
(Α’ Κορ. 6:12-20)
«Αδελφοί, πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει• πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ουκ εγώ εξουσιασθήσομαι υπό τινος. Τα βρώματα τη κοιλία, και η κοιλία τοις βρώμασιν• ο δε Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει. Το δε σώμα ου τη πορνεία, αλλά τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι• ο δε Θεός και τον Κύριον ήγειρε και ημάς εξεγερεί δια της δυνάμεως αυτού. Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστιν; Άρας ουν τα μέλη του Χριστού ποιήσω πόρνης μέλη; Μη γένοιτο! Ή ουκ οίδατε ότι ο κολλώμενος τη πόρνη εν σώμα εστιν; «Έσονται» γαρ, φησίν, «οι δύο εις σάρκα μίαν». Ο δε κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμά εστι. Φεύγετε την πορνείαν. Παν αμάρτημα ο εάν ποιήση άνθρωπος εκτός του σώματος εστιν, ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει. Ή ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών; Ηγοράσθητε γαρ τιμής. Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού.»
Απόδοση: Όλα μου επιτρέπονται, αλλά δεν συμφέρουν όλα. Όλα μου επιτρέπονται, αλλά εγώ δεν θα αφήσω τον εαυτό μου να εξουσιασθεί από τίποτα. Τα φαγητά είναι για την κοιλιά, και η κοιλιά για τα φαγητά• ο Θεός θα καταργήσει και αυτήν και εκείνα. Αλλά το σώμα δεν είναι για την πορνεία• είναι για τον Κύριο και ο Κύριος για το σώμα. Ο δε Θεός και τον Κύριο ανέστησε και εμάς θα αναστήσει δια της δυνάμεως Του. Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού; Να πάρω λοιπόν τα μέλη του Χριστού και να τα κάνω μέλη πόρνης; Μη γένοιτο. Δεν ξέρετε ότι εκείνος που προσκολλάται στην πόρνη είναι ένα σώμα μ’ αυτήν; Γιατί θα γίνουν, λέγει, οι δύο μία σάρκα. Εκείνος δε που προσκολλάται στον Κύριο είναι ένα πνεύμα μ’ Αυτόν. Αποφεύγετε την πορνεία. Κάθε άλλο αμάρτημα που κάνει ο άνθρωπος είναι έξω από το σώμα, εκείνος όμως που πορνεύει, αμαρτάνει προς το ίδιο του το σώμα. Ή δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που είναι μέσα σας και το οποίο έχετε από το Θεό, κι ότι δεν ανήκετε στους εαυτούς σας; Έχετε αγορασθεί αντί τιμήματος. Δοξάστε λοιπόν το Θεό με το σώμα σας και το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν στο Θεό.)
Η ρίζα του προβλήματος
Η απάντηση του Παύλου αρχίζει περίεργα, αλλ’ όχι ανεξήγητα, από την κοιλιοδουλεία. Γιατί οι «σαρκικές επαναστάσεις» έχουν ως βασική τους αιτία την γαστριμαργία. Από αυτήν γεννιέται το πάθος της πορνείας. Και ως «πορνεία» νοεί ο Απόστολος, και μαζί του οι Άγιοι Πατέρες μας, όχι φυσικά μόνο τη σαρκική σχέση με κάποια πόρνη, αλλά κάθε χρήση του γενετησίου ενστίκτου για σκοπούς έξω από το θέλημα του Θεού, που είναι η δημιουργία οικογένειας. «Το σώμα του Χριστιανού δεν επλάσθη δια να τρυφά και εκ της τρυφής να πίπτη εις την πορνείαν, αλλ’ επλάσθη δια να ενωθή με τον Κύριον, Ος τις είναι η κεφαλή του» (άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης). Η νηστεία και η χαλιναγώγηση του σώματος, ουσιαστικά στοιχεία της Ορθόδοξης ασκητικής, αυτόν ακριβώς τον στόχο έχουν: να αποφευχθεί η «θεοποίηση» της κοιλίας (Φιλιππ. 3:19), ώστε να μην υποθάλπωνται τα σαρκικά πάθη, που έχουν ως κύρια αιτία την ευζωία και κοιλιοδουλεία/ «Τι δε σαρκός ευπαθούσης, και νεότητι περιφερομένης, αφρονέστερον;» – θα πει ο Μ. Βασίλειος.
Η διδασκαλία του Απ. Παύλου διαρθρώνεται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
α’) Πόσοι δεν βλέπουν το σώμα τους ως όργανο ηδονής; Όχι, λέγει ο Παύλος. Το σώμα είναι δημιούργημα του Θεού και δεν πλάσθηκε για τις πορνικές σχέσεις, αλλά για να θεωθεί μαζί με την ψυχή, που είναι άρρηκτα δεμένη μαζί του. Θα αναστηθεί μαζί με την ψυχή, για να ζήσει αιώνια, ή στη «δόξα» του Θεού ή στην θέασή της ως «καυστικού πυρός» (πρβλ. Εβρ. 12:29), που είναι η κόλαση. Γι’ αυτό δέχεται το σώμα μας τη χάρη του Θεού, ώστε να μεταβάλλεται σε «ναό του εν ημίν Αγίου Πνεύματος», αφού βέβαια καθαρισθεί πρώτα από τα πάθη του ο άνθρωπος. Πορεία δόξας είναι η ζωή του πιστού μέσα στο Σώμα του Χριστού. Να, λοιπόν, γιατί είναι πτώση και συντριβή η (οποιαδήποτε) πορνεία. Εκτροχιάζει το σώμα μας, αλλά και όλο τον άνθρωπο από τον αιώνιο προορισμό του.
β’) Τα σώματά μας με το βάπτισμα γίνονται μέλη του Χριστού. Όταν λοιπόν χρησιμοποιούμε τα μέλη του σώματός μας, για να διαπράξουμε οποιοδήποτε κακό, χρησιμοποιούμε μέλη του Χριστού για τη διάπραξη της αμαρτίας μας. Έτσι, κάνουμε τα «μέλη του Χριστού» να αμαρτάνουν. Υπάρχει χειρότερο και φοβερότερο από αυτό; Αν λ.χ. φονεύσω κάποιον, με το χέρι του Χριστού τον φονεύω. Όταν βρίζω κάποιον, με το στόμα του Χριστού τον βρίζω. Όταν αδικώ τους γύρω μου, με το χέρι του Χριστού τους αδικώ. Και όταν πορνεύω, με τα μέλη του Χριστού πορνεύω. Αυτή είναι η τραγικότητα και αφροσύνη της «πορνείας»! Αποσπώ τα μέλη μου από το σώμα του Χριστού, και τα καταδικάζω σε θάνατο, καθιστώντας τα όργανα της αμαρτίας μου. Μέσα στον αληθινά εκκλησιαστικό γάμο, με το μυστήριο , την πίστη και τη σωφροσύνη του, το ζευγάρι εντάσσει στη χάρη του Θεού και τη σωματική του σχέση, που γίνεται «δια της τεκνογονίας» μέσο σωτηρίας. Έξω από το μυστήριο και τη χάρη του Θεού (και αυτό συμβαίνει σε κάθε άλλο είδος «γάμου») η σωματική σχέση παύει να είναι κοινωνία εν Χριστώ, και γίνεται σχέση σαρκική, δηλαδή πορνεία, αποκοπή από το Σώμα του Χριστού, θάνατος.
γ’) Η ουσία της «πορνείας» παρουσιάζεται από τον Απόστολο και από μια άλλη οπτική γωνία. «Δικό μου είναι το σώμα και το κάνω ό,τι θέλω»! Αυτή είναι η πρόχειρη επιχειρηματολογία μας. Όχι, απαντά ο Παύλος. Δεν είναι δικό σας τίποτε, συνεπώς ούτε και το σώμα σας. Δεν ανήκετε στον εαυτό σας. Και ως δημιουργήματα του Θεού, αλλά και για ένα εξ ίσου σπουδαίο λόγο. Σας εξαγόρασε ο Χριστός με ατίμητο Τίμημα, το πανάγιο αίμα Του. Είμαστε «εξαγορασμένοι σκλάβοι», κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Δεν είναι δικά μας, λοιπόν τα σώματά μας, αλλά του Χριστού. Περισσότερο δε από κάθε άλλη αμαρτία η πορνεία μολύνει όλο μας το σώμα, σαρκικά και πνευματικά, και ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί με τόση αγωνία φωνάζει ο Παύλος; Φεύγετε (τρέξτε να σωθείτε από) την πορνεία! Τη βλέπει να καταδιώκει απειλητικά τον άνθρωπο: Καμμιά αμαρτία δεν μας κυνηγά τόσο, όσο η σαρκική, γιατί είναι ριζωμένη μέσα μας. Παρατηρεί ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης: «… Όταν μορφή πορνική τοξεύη, νώτα διδόναι (να τρέπεσαι σε φυγή)… Κατατοξεύει γαρ κατ’ οφθαλμών η πορνεία, έστι δε των άλλων πονηρευμάτων φοβερώτερον»!
Αναγκαία προϋπόθεση
Γίνεται, λοιπόν, φανερό, ότι η «σεξουαλική αγωγή» στο χώρο της Ορθοδοξίας δεν είναι παρά θεολογία του ανθρώπινου σώματος, μέρος της Ορθόδοξης ανθρωπολογίας. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για μια «επιστημονική» ανάλυση και περιγραφή της σωματικής λειτουργίας ή για ηθικοκοινωνική καθοδήγηση, αλλά για θεώρηση του ανθρώπου, μέσα από το πρίσμα της θείας αποκαλύψεως. Μια τέτοια αντίληψη, άρα, για τον άνθρωπο και το σώμα του, δεν «διδάσκεται» θεωρητικά, ούτε, πολύ περισσότερο, επιβάλλεται! Εμπνέεται μονάχα στα πλαίσια της εν Χριστώ ζωής και του πνευματικού αγώνα της Ορθοδοξίας. Ο Χριστιανός νέος μαθαίνει κοντά στον Γέροντα-Πνευματικό του να ζει εν Χριστώ, με προσευχή και άσκηση, αγώνα και εγκράτεια, γνωρίζοντας ότι ο στόχος του είναι ο εν Χριστώ δοξασμός του σώματος και της ψυχής του. Αν δεν ισχύει η προϋπόθεση αυτή, δεν είναι περίεργο η διδασκαλία του Απ. Παύλου να απορρίπτεται σαν μύθος.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το σώμα του Χριστού και ο κήπος των τέρψεων»
Εκδόσεις «ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ»)

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΕΙΝΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Η περίοδος του Τριωδίου είναι από τους σημαντικότερους εορτολογικούς σταθμούς του ενιαυτού. Είναι για τη ζωή της Εκκλησίας μας νοητό στάδιο αγώνα, όπου παίρνει μέρος οντολογικά ο πιστός και ασκεί τις σωτήριες αρετές και κυρίως τη μετάνοια προκειμένου να καθαρίσει από τους ρίπους της αμαρτίας την όλη ψυχοσωματική του υπόσταση, ώστε να εορτάσει το υπέρτατο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου ως αναγεννημένος άνθρωπος. Κατά συνέπεια το άγιο Τριώδιο έχει χαρακτήρα κατανυκτικό και πένθιμο, διότι απώτερο στόχο έχει να δημιουργήσει στους πιστούς κατάσταση αυτοσυνειδησίας και να εγείρει πνεύμα εγρήγορσης και επιστροφής στην αυθεντική θεοδημιούργητη ανθρώπινη φύση τους.
Όμως αλίμονο. Ο πολύς κόσμος όχι μόνο δεν θεωρεί την αγία αυτή περίοδο ως ευκαιρία αυτοσυνειδησίας και ασκήσεως, αλλά πράττει τα αντίθετα. Αναβιώνει συνήθειες πρωτόγονες του απώτερου ειδωλολατρικού παρελθόντος, όταν βίωνε η ανθρωπότητα την πιο φρικτή σκοτοδίνη της ιστορίας της, όταν τα κτηνώδη ένστικτα κυριαρχούσαν του λόγου και των αξιών, όταν η μοιρολατρία καθόριζε τυφλά την πορεία της ζωής, όταν η μαγεία και ο φόβος συντάραζαν τον ανθρώπινο ψυχισμό και δεν επέτρεπαν στον άνθρωπο να σκεφτεί λογικά. Πρόκειται για τα γνωστά καρναβαλικά δρώμενα, τα οποία κυριολεκτικά οιστρηλατούν αυτές τις ημέρες την πλειονότητα των ανθρώπων.
Έχει ενδιαφέρον να ανατρέξουμε στην ιστορία για να δούμε τις ρίζες των καρναβαλικών εκδηλώσεων για να καταλάβουμε γιατί υπάρχει σήμερα, στην εποχή της πλήρους πνευματικής συγχύσεως, τέτοια προβολή και ανάπτυξη σε παγκοσμίως.
Η αρχή αυτών των δρώμενων χάνεται στο βάθος του ιστορικού παρελθόντος. Έχουν τις καταβολές τους στην ανάγκη του πρωτόγονου ανθρώπου να νικήσει τις τρομερές φοβίες του μπροστά στη φύση και να υπερπληρώσει τα νοητικά του κενά από την έλλειψη της ορθολογικής σκέψεως και ερμηνείας του κόσμου που τον περιέβαλε. Τότε που δεν υπήρχε σ' αυτόν λογική εξήγηση για τον κόσμο και τα φυσικά φαινόμενα, αλλά πίστευε ότι αυτός κυριαρχούνταν από αόρατες μαγικές δυνάμεις, οι οποίες κανόνιζαν τη ζωή του ανάλογα με τις δικές τους διαθέσεις. Η πρωτόγονη αυτή πίστη τον ανάγκασε να εφεύρει τρόπους να μεταβάλλει τη διάθεση αυτών των δυνάμεων σύμφωνα με το συμφέρον του. Έπρεπε να καλοπιάσει αυτές τις δυνάμεις για να σταθούν απέναντί του ευνοϊκές και καλόβουλες. Με πιο τρόπο; Με παράλογα μαγικά δρώμενα, διότι στερούνταν ο ίδιος, όπως είπαμε, ορθού λόγου.
Πίστευε πως με το θόρυβο, τις ειδεχθείς προσωπίδες, τον ξέφρενο χορό και τις παράλογες πράξεις ήταν δυνατόν να φοβίσει τις κοσμικές δυνάμεις και να ξορκίσει το κακό, από τον ίδιο και το περιβάλλον του. Πίστευε ακόμα πως με διάφορες τελετές, με αποκορύφωμα αυτές που είχαν σχέση με τον αχαλίνωτο ερωτισμό, θα ξυπνούσε τις γονιμοποιές δυνάμεις της φύσεως προκειμένου για να δώσουν πλούσια σοδιά.

Οι ειδωλολατρικές θρησκείες όλων των λαών της αρχαιότητας ήταν πνιγμένες στον αποκρυφισμό, τη μαγεία και φυσικά τα παράλογα δρώμενα. Η απόλυτα ειδωλολατρική αρχαιοελληνική θρησκεία δεν αποτελούσε εξαίρεση, ιδιαίτερα στη λαϊκή της μορφή, η οποία συνέχιζε επακριβώς τον φετιχιστικό, τοτεμιστικό και ανιμιστικό χαρακτήρα των πρωτόγονων στοιχείων της θρησκείας των Πελασγών, Κάρων, Λελέγων και άλλων προελληνικών φυλών.. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα μαγικά και παράλογα αυτά δρώμενα εντάχτηκαν στη διονυσιακή οργιαστική λατρεία, η οποία είναι η μετεξέλιξη της λατρείας του φρυγικού θεού Σαβάζιου και η οποία εισήχθη στην Ελλάδα μέσω της Θράκης μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα και επιβλήθηκε με φοβερές και ανείπωτες βιοπραγίες στον ελληνικό χώρο. Στη Θράκη εντάχτηκε η λατρεία του Σαβάζιου Διόνυσου στην ορφική θρησκεία, διατηρώντας τον οργιαστικό ανατολικό χαρακτήρα και αναμειγνύοντας τα πανάρχαια μαγικά δρώμενα των προελλήνων, με τον δικό της πρωτογονισμό. Δεν είναι τυχαίος ο μύθος του ιδρυτή της ορφικής θρησκείας θράκα Ορφέα, ο οποίος κατασπαράχτηκε και φαγώθηκε από τις μανιασμένες λάτρισσες του Διονύσου, τις απαίσιες μαινάδες! Δεν είναι επίσης τυχαία τα φοβερά διονυσιακά δρώμενα με τον ανείπωτο εκστασιασμό, την ωμοφαγία και κάθε λογίς έκτροπα, που λάβαιναν χώρα στα διαβόητα «διονυσιακά μυστήρια».

Δεν είναι τέλος καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τη λαϊκή θρησκεία του διονυσιασμού την υποστήριξε και την καθιέρωσε η τυραννική δυναστεία των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα τον 6ο π.Χ. αιώνα. Μέσω αυτής μπόρεσαν οι τύραννοι εκείνοι να επιβληθούν στις λαϊκές μάζες, στις οποίες κυριαρχούσε η δεισιδαιμονία και το παράλογο. Η «αιρετική» και απόβλητη από την «επίσημη» αρχαιοελληνική θρησκεία, λατρεία του Διονύσου ανήχθη σε κυρίαρχο θρησκευτικό σύστημα, παίρνοντας πάνδημο χαρακτήρα με τις μεγάλες διονυσιακές εορτές: «Λήναια», «Μικρά Διονύσια», «Μεγάλα Διονύσια» κλπ.
Οι δεισιδαίμονες και αμόρφωτες μάζες του λαού συμμετείχαν με πάθος σε αυτές τις μαγικές (στην ουσία) εορτές, διότι οι ιθύνοντες προνόησαν να προσδώσουν σε αυτές αφάνταστη ελευθερία ακόμη και στα πιο ταπεινά ορμέμφυτα των θρησκευτών. Οι αρχαίες πηγές μας διασώζουν καταπληκτικές λεπτομέρειες για τα δρώμενα στις διονυσιακές εορτές. Ο αχαλίνωτος ερωτισμός, χωρίς κανένα φραγμό και αναστολή, είχε αναχθεί ως η κύρια έκφανση και δρώμενο αυτών των εορτών. Οι ελεύθερες και ανείπωτες ερωτικές μείξεις ήταν το δέλεαρ που προσέλκυε τους θρησκευτές να μετέχουν στις εμετικές εορτές. Θλιβεροί άνθρωποι, οι οποίοι είχαν καταπιεσμένες στην ψυχή τους ανικανοποίητες ερωτικές έξεις, μπορούσαν να τις ικανοποιήσουν στο όνομα του Διόνυσου. Μοιχοί, πόρνοι, ομοφυλόφιλοι και κάθε λογίς ανώμαλοι, μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα αισχρά πάθη τους «νόμιμα», εκτελώντας τα θρησκευτικά τους καθήκοντα! Οι αξίες της συζυγικής πίστης, της ερωτικής αφοσίωσης, της αγνής και άδολης έλξης των ετερόφιλων νέων, οι οποίοι ορκίζονται αιώνια πίστη μεταξύ τους, της αιδούς κλπ, δεν είχαν θέση στις διονυσιακές εορτές. Το χειρότερο απ' όλα είναι ότι αναγκάζονταν με το ζόρι οι γυναίκες που ήταν κλεισμένες στους γυναικωνίτες να βγαίνουν στους θορυβώδεις δρόμους και να παίρνουν μέρος στις τελετές, υποκύπτοντας στις βρωμερές ορέξεις του κάθε θρησκευτή ανώμαλου και αισχρού άνδρα, ως δήθεν υποταγή στο θέλημα του Διόνυσου! Η σεξουαλική κακοποίησή της θεωρούνταν θρησκευτική πράξη λατρείας προς το «θεό»!

Οι βωμολοχίες, οι άσεμνες χειρονομίες, οι περιφορές των φαλλών, δηλαδή τεραστίων ομοιωμάτων του ανδρικού οργάνου, οι ξέφρενοι οργιαστικοί χοροί, η οινοποσία μέχρι και αυτού ακόμη του θανάτου, οι υστερικές κραυγές, οι ειδεχθείς μεταμφιέσεις, ο δαιμονικός θόρυβος και η εκκωφαντική μουσική, των αυλών και των τυμπάνων συνέθεταν ένα νοσηρό μυστικιστικό κλίμα, το οποίο ενείχε το μαγικό στοιχείο. Ήταν μια ανοικτή τεράστια μαγική τελετουργία για να ξορκιστούν οι κακές δαιμονικές δυνάμεις.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε την ιστορική πληροφορία, πως στους ύστερους χρόνους της αρχαιότητας, όταν ο αρχαίος κόσμος βρισκόταν σε τέλεια παρακμή, οι λάτρεις του Διονύσου, είχαν οργανωθεί σε ιδιότυπους θρησκευτικούς συλλόγους των «Βακχών» οι οποίοι τελούσαν τα περιβόητα όργια «Βακανάλια». Ο διαπρεπής μελετητής της αρχαίας Ελλάδος, αείμνηστος Γ. Καψάλης αναφέρει τα εξής σημαντικά γι' αυτούς τους διαβόητους συλλόγους και τα όργιά τους: «Η επιμειξία των δύο φύλων (εν καιρώ νυκτός) εξέτρεπε την εορτήν εις σκηνάς κραιπάλης και παρά φύσιν όργια, δικαιολογούμενα υπό των μεμυημένων εκ της λατρείας του Διονύσου, όστις εθεωρείτο σύμβολον της αναπαραγωγής του ανθρώπου. Παρθένοι και νέοι διεφθείροντο κατ' αυτά και εκορέννυντο εν αυτοίς παν είδος σαρκικών ορέξεων. Συν τω χρόνω δε το έγκλημα δεν περιορίζετο μόνον εις την τέλεσιν ανηθικοτήτων, αλλ' έλαβε μεγάλας διαστάσεις, διότι κατά τα Βακανάλια εφιλοτεχνούντο ψευδομαρτυρίαι και επιορκίαι, εγίνοντο πλαστογραφίαι και ετοιμάζοντο πλασταί διαθήκαι. Ακόμη δε αι δηλητηριάσεις και αι δολοφονίαι εμελετώντο εις τα καταγώγια εκείνα. Και ηκούοντο μεν ενίοτε εις τα καταφύγια ταύτα της διαφθοράς αι φωναί και διαμαρτυρίαι των δι' απάτης εισαχθέντων εκεί, των θυμάτων των δηλαδή, αλλ' αύται κατεπνίγοντο από τας κραυγάς των βακχευόντων και τους κρότους των κυμβάλων και των τυμπάνων. Κατήντησεν τέλος η θρησκευτική εκείνη εορτή να έχει ως αρχήν την παραβίασιν παντός της θρησκείας και της πολιτείας νόμον.»
 (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.ΣΤ΄,σελ.491)! 
Όμως και μετά την κατάρρευση της αρχαίας θρησκείας η συνήθεια του διονυσιασμού παρέμεινε ζωντανή στις ψυχές πολλών ανθρώπων, τους οποίους δεν άγγιξε το ανέσπερο φως του Χριστού και η χριστιανική ψυχική ηρεμία. Άνθρωποι ακόλαστοι συνέχιζαν και συνεχίζουν να τιμούν το ψευτοθεό Βάκχο με τον ίδιο οργιαστικό και μαγικό τρόπο.

Σήμερα διαπιστώνουμε με λύπη μια τρομερή άνθιση του οργιαστικού διονυσιασμού. Τα σύγχρονα λεγόμενα καρναβάλια δεν διαφέρουν σε τίποτε από τις επαίσχυντες βακχικές εορτές της αρχαιότητας. Όποιος αμφιβάλει ας ρίξει μια ματιά στα δρώμενα του καρνάβαλου των πειναλέων της Βραζιλίας, ή των «δικών» μας φαλλικών δρώμενων του Τιρνάβου και θα πεισθεί πως ο μέθυσος θεός ατυχώς συνεχίζει να «ζει» και να κυριαρχεί στις ψυχές μυριάδων ανθρώπων! Εκτός από ιδιωτικούς συλλόγους και αυτό το επίσημο κράτος συμμετέχει γενναιόδωρα στη διοργάνωση των καρναβαλικών εκδηλώσεων, σπαταλώντας πακτωλούς χρημάτων από το υστέρημα του άγρια φορολογούμενου φτωχού Έλληνα πολίτη. Τοπικοί άρχοντες συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιος θα διοργανώσει τον πιο εντυπωσιακό καρνάβαλο!
Το δυστύχημα είναι πως σε αυτές τις μαγικές, οργιαστικές και ανήθικες εκδηλώσεις παίρνουν μέρος και πολλοί χριστιανοί με ελαφριά τη συνείδηση, αγνοώντας προφανώς, ότι εκεί λατρεύονται με κάθε επισημότητα τα ανθρώπινα πάθη και θεοποιούνται τα κτηνώδη ένστικτα. Τα περί «ανάπαυλας χαράς» των ημερών των απόκρεω, είναι αστείες δικαιολογίες, διότι η χαρά είναι μια άκρως υποκειμενική ψυχική κατάσταση σε κάθε άνθρωπο.
Δε καταφερόμαστε εναντίον αυτών των εκδηλώσεων από καμιά παρότρυνση σεμνοτυφίας, αλλά από πραγματική γνώση των πρωτογόνων και μαγικών καρναβαλικών δρώμενων, τα οποία, πέρα από την επίπλαστη ευθυμία, ενέχουν στην ουσία τους το στοιχείο της τραγικότητας, της απαισιοδοξίας και τους αδιεξόδου του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος έχει ανάγκη από μόνιμη έξοδο από την τραγικότητα της ζωής, και όχι από πρόσκαιρη «φυγή»..

Εν κατακλείδι, η αγία περίοδος του Τριωδίου δεν είναι για μας τους πιστούς ευκαιρία για κραιπάλη και εφήμερους αισθησιασμούς, αλλά πρόκληση και προτροπή να ξαναβρούμε το χαμένο αυθεντικό εαυτό μας. Να συναισθανθούμε τη δίνη της τραγικότητάς μας εξαιτίας της αμαρτίας που πρυτανεύει στη ζωή μας και να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση να αλλάξουμε πορεία στη βιωτή μας. Η ειλικρινής μετάνοιά μας και η οντολογική ένωσή μας με το Χριστό θα μας δώσουν ασύγκριτα μεγαλύτερη χαρά από εκείνη των εφήμερων καρναβαλικών αθλιοτήτων και θα πληρώσουν με μόνιμη ιλαρότητα και ουράνια αγαλλίαση τη σκοτισμένη ψυχή μας.





(Πηγή: "Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον",Αlopsis.gr) 

Αρχιμ. Χριστόδουλος Κουτλουμουσιανός: Η τελική κρίση και ο ελάχιστος αδελφός

Αποτέλεσμα εικόνας για Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού
Η πιο χαρακτηριστική εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας είναι εκείνη που μας παρουσιάζει η παραβολή της κρίσεως, όπως την καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος.
Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού … συναχθήσονται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφορίσει αυτούς απ᾽ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού, Δεύτε, οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου· επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες,
Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, η διψώντα και εποτίσαμεν; πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, η γυμνόν και περιεβάλομεν; πότε δε σε είδομεν ασθενούντα η εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς, ᾽Αμήν λέγω υμίν, εφ᾽ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων, Πορεύεσθε απ᾽ εμού [οι] κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού· επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με. Τότε αποκριθήσονται και αυτοί λέγοντες, Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα η διψώντα η ξένον η γυμνόν η ασθενή η εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων, ᾽Αμήν λέγω υμίν, εφ᾽ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. (Ματθ. 25, 31-46).
Η εικόνα της κρίσεως είναι σαφής ως προς τα μηνύματα της. Το κλειδί βρίσκεται στον ελάχιστο αδελφό και στην ταύτιση του με τον Κύριο της δόξης. Ο ίδιος ο Κύριος είναι ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο ξένος, ο γυμνός, ο ασθενής, ο φυλακισμένος. Και η σχέση κάθε πιστού προς αυτόν είναι το ζύγι όπου ζυγοσταθμίζεται η ποιότητα και η γνησιότητα της ζωής του. Οι άγιοι Πατέρες, αναζητώντας τα ίχνη της βασιλείας του Θεού μέσα μας, εμβαθύνουν στην σχέση αυτή και επισημαίνουν τις εκδηλώσεις που μαρτυρούν το νέο ήθος που έφερε ο Χριστός στον κόσμο.
Την ευποιΐα προς τους αδελφούς ο Χριστός «αγαπητικώς μετατρέπει εις εαυτόν» (Κλήμης Αλεξανδρείας). Η ταύτιση αυτή του προσώπου του Κυρίου της δόξης με την ύπαρξη του ελαχίστου, ενδεούς και καταφρονημένου, είναι μια αληθινή επανάσταση, διότι καταργεί κάθε έννοια διακρίσεως φυσικής η κοινωνικής.Και μαζί τονίζει πόση σημασία δίνει ο Θεός στην αγαπητική μας διάθεση προς τον πλησίον. Αφού “ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον”, και εμείς οφείλουμε να μιμηθούμε την ίδια αγάπη. Η μετάδοση της καρδιάς κάνει τον άνθρωπο πραγματικά πλούσιο. Αντιθέτως υπάρχουν πλούσιοι που είναι πραγματικά πένητες, διότι «πένονται μεταδόσεως, ως ούκ έχοντες» (είναι φτωχοί στο να δίνουν, σαν να μην έχουν!).
Η Εκκλησία δεν καταδικάζει τα ίδια τα υλικά αγαθά, αλλά την επιθυμία και την όρεξη του πλούτου,που οδηγεί στην άδικη συσσώρευση και στην αδικώτερη χρήση του. Προϋπόθεση για την δίκαιη χρήση του είναι ο ολοκληρωτικός προσανατολισμός της υπάρξεως προς τον Θεό. Δηλαδή, το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεως σου» και το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν».
Η αγάπη αυτή κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο, αήττητο, άνοσο, άτρωτο, υπό χρημάτων, γι’ αυτό και βλασταίνει φιλανθρωπία. Μάλιστα οι Πατέρες αναφερόμενοι στον λόγο του Κυρίου «ποιήσατε εαυτοίς φίλους εκ του μαμωνά της αδικίας, ίνα όταν εκλίπητε δέξωνται υμάς εις αιωνίους σκηνάς», συνιστούν στον πραγματικό Χριστιανό να μην εφησυχαζει περιμένοντας εκείνους που θα του χτυπήσουν την πόρτα, αλλά να κινηθεί ο ίδιος και να αναζητήσει με ευχάριστη διάθεση τους μαθητές του Κυρίου. Πρόκειται για μια διαρκή κίνηση συνάντησης που μαρτυρεί την συνοχή των μελών του Σώματος του Χριστού. Έτσι μπορεί κάποιος με τα χρήματα να αγοράσει την αφθαρσία. Και ο πλούσιος καλείται «να πλεύση επί ταύτην την πανήγυριν», να αψηφήσει κινδύνους και πόνους για την απόκτηση του αληθινού πλούτου.
Ο Μέγας Αθανάσιος απαντά σε μια σχετική ερώτηση που γίνεται και σήμερα από κάποιους. Τι είναι για τον Θεό τιμιώτερον, οι δωρεές στους ναούς η η προσφορά προς τους δεομένους; Λέει ο ιερός Πατήρ ότι η παραβολή της Κρίσεως μας αποκαλύπτει την προτεραιότητα της βοήθειας προς τους δεομένους. Τους παραβάλλει με κτιστούς ναούς, που έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι των οικοδομημάτων: ότι έχουν κτισθεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Χριστού.
Οι ελεήμονες μακαρίζονται περισσότερο από τους ποιούντας σημεία. Αν και τα θαύματα έχουν ιδιαίτερη θέση στην ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων, ως σημεία της δυνάμεως και της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, ποτέ στην Εκκλησία δεν υπερέβησαν τα λοιπά χαρίσματα και μάλιστα τα μείζονα χαρίσματα του Πνεύματος. Μιλάμε σήμερα για μεγάλα χαρίσματα της προοράσεως και της διοράσεως η για θαυματουργικές ενέργειες. Εάν όμως το θαύμα είναι μέσον προς την γνώση του Θεού, η αγάπη είναι ο σκοπός, διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Και το γνώρισμα της αγάπης είναι το έλεος, η ευσπλαγχνία, το άνοιγμα και η καύσις της καρδίας για όλο τον κόσμο.
Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος, Καθηγούμενος Ι. Μονής Κουτλουμουσίου

Άγιος Βαλεντίνος δεν υπάρχει

Ιωάννης Κοτζάμπασης
Οι Ρωμαίοι, αιώνες π.Χ. γιόρταζαν 14-15 Φεβρουαρίου μια ειδωλολατρική αισθησιακή γιορτή που την έλεγαν Λουπερκάλια, μια ποιμενική γιορτή της γονιμότητας. Τα Λουπερκάλια γιορταζόταν προς τιμή του θεού Λούπερκους, προστάτη των βοσκών και της γονιμότητας. Πολλοί τον συνέκριναν με τον θεό Πάνα καθώς, οι εορτασμοί παρουσίαζαν πολλά κοινά στοιχεία. Γιορταζόταν στην ύπαιθρο και οι ιερείς θυσίαζαν ζώα, όπως πρόβατα, κατσίκια και σκυλιά, που θεωρούσαν ότι είχαν «έντονη σεξουαλική επιθυμία». Οι πιστοί έπιναν άφθονο κρασί και όταν άρχιζαν να μεθούν, έβγαζαν τα ρούχα τους, κάλυπταν μέρος του σώματος με κομμάτια από δέρματα των ζώων που θυσιάστηκαν και έτρεχαν στους δρόμους σχεδόν ημίγυμνοι. Οι νέες γυναίκες έτρεχαν στους δρόμους γυμνές, γίνοταν στόχος των ανδρών και επιθυμούσαν να συνευρεθούν εκείνη την ημέρα, γιατί πίστευαν ότι θα ήταν γόνιμες. Κατά τη διάρκεια της γιορτής έβαζαν τα ονόματα των νεαρών κοριτσιών σ’ ένα κουτί και οι άνδρες έπαιρναν εκείνη που θα τους τύχαινε στο λαχνό το όνομά της. Αυτά τα δρώμενα οδηγούσαν τους νέους στη μοιχεία και την πορνεία.
Θέλοντας να σταματήσει τα δρώμενα αυτά το 496, με απόφασή του, ο Πάπας Γελάσιος Α΄, την 14η Φεβρουαρίου όρισε ως Χριστιανική γιορτή του «αγίου Βαλεντίνου». Ο Γελάσιος Α΄ όμως, δεν ξεκαθάρισε ποιος ήταν ο «άγιος» που ήθελε να τιμήσει, αλλά ίσως να στηρίζεται στον παρακάτω θρύλο.
Όλα όσα αναφέρονται για το πρόσωπο του δήθεν αγίου Βαλεντίνου βασίζονται σε έναν « θρύλο». Για το βίο του Βαλεντίνου ελάχιστες είναι οι πληροφορίες και αυτές είναι συγκεχυμένες. Δεν έχει ποτέ διευκρινισθεί αν πρόκειται για ένα ή δύο πρόσωπα με το ίδιο όνομα. Στον Ορθόδοξο συναξαριστή πουθενά δεν αναφέρεται άγιος με αυτό το όνομα και η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν τον παραδέχτηκε. Ούτε όμως οι παπικοί τον έχουν στο εορτολόγιό τους ως άγιο. Η παπική εφημερίδα «Ενοριακές Καμπάνες» (29/01/2010) γράφει τα εξής: Η εορτή του «αγίου Βαλεντίνου» καταργήθηκε από το ημερολόγιο μας το έτος 1969, όταν αποφασίστηκε να αφαιρεθεί η λειτουργική μνήμη εκείνων των αγίων που δεν στηριζόταν σε ιστορικές μαρτυρίες, αλλά μόνο σε αβέβαιους θρύλους.
Σύμφωνα με το θρύλο, ο Βαλεντίνος, ήταν ιερωμένος, έζησε τον 3ο αιώνα και κρυφά από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο τον Γοτθικό, πάντρευε ερωτευμένα ζευγάρια Χριστιανών. Συνελήφθη για τη δράση του αυτή και φυλακίστηκε. Ωστόσο ο αυτοκράτορας του έδωσε χάρη , αλλά ο Βαλεντίνος προσπάθησε να τον μυήσει στον Χριστιανισμό και ο αυτοκράτορας τον καταδίκασε σε θάνατο και τον αποκεφάλισαν στις 14 Φεβρουαρίου του 269, κατά τον θρύλο πάντα.
Ένας άλλος θρύλος λέει, ότι ο Βαλεντίνος ήταν πρώην επίσκοπος στην κεντρική Ιταλία. Θεράπευσε δήθεν την θετή κόρη του δικαστή Αστερίου και ο δικαστής μετά από αυτό το θαυμαστό περιστατικό έπρεπε να βαπτισθεί ο ίδιος, όλη η οικογένειά του και να καταστρέψει όλα τα ειδωλολατρικά αγάλματα, καθώς είχε υποσχεθεί. Ταπεινωμένος ο δικαστής μέσα σε τρεις μέρες κατέστρεψε τα αγάλματα που είχε και όταν το έμαθε ο αυτοκράτορας Κλαύδιος έδωσε εντολή συνέλαβαν το Βαλεντίνο και η κατάληξη και αυτού του θρύλου είναι ίδια με του προηγούμενου.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, πως ο διάβολος κατόρθωσε κάποιες συνήθειες της αρχαιότητας να τις διαιωνίσει με έναν τρόπο καμουφλαρισμένο, ότι δήθεν υπάρχει ένας άγιος προστάτης των ερωτευμένων, νομίμων και παρανόμων. Αν είναι δυνατόν να έχουμε άγιο που προστατεύει τους πόρνους και τους μοιχούς.
Υπάρχει το σκεπτικό πως, αφού ένας άγιος προστατεύει τέτοιες σχέσεις, τότε αυτό που κάνουν δεν είναι κακό. Η συνείδηση αμβλύνεται δέχοντας οι άνθρωποι πως δεν είναι κακό να είναι ερωτευμένοι, παραμερίζοντας μάλιστα στο κλίμα της γιορτής κάθε ένοχη σκέψη.
Κάποιοι λόγω της εορτής πέφτουν στην πορνεία και άλλοι που είναι, βυθίζονται περισσότερο μέσα στο βούρκο. Λέγεται ακόμη η μέρα αυτή, «ημέρα των ερωτευμένων» και είναι λυπηρό ένα αίσθημα καθαρά πνευματικό, να ταυτίζεται με σαρκικές απολαύσεις. Ίσως ο μοναδικός έρωτας της ζωής μας θα έπρεπε να ήταν ο Θεός μας, ο Χριστός. Η σχέση μας με το Χριστό θα έπρεπε να είναι ερωτική στην κυριολεξία.
Δυστυχώς όσο δεν αντιστεκόμαστε σθεναρά στη λαίλαπα του πανσεξουαλισμού, κερδισμένοι θα είναι ο διάβολος, που παρασύρει ψυχές στην κόλαση και οι έμποροι που στηρίζουν τέτοιες γιορτές όπως οι ανθοπώλες, κοσμηματοπώλες, ζαχαροπλάστες κ.α.
Ίσως μέχρι τώρα, χωρίς να ξέρεις, συμμετείχες σ’ αυτά τα έθιμα και να πίστευες, άθελά σου, από άγνοια στην ύπαρξη του «αγίου Βαλεντίνου». Στο χέρι σου είναι τώρα ν’ αποφασίσεις. Tίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; Τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Τίνα δε συμφωνίαν ο Χριστός με τον Βελίαλ; Ή τίνα μερίδα ο πιστός με τον άπιστον; ( Β’Κορ. 6/ 14-15 )

Διαχρονικές ἀλήθειες ἐν μέσῳ Παγκοσμιοποίησης




Ἀντιφωνώντας τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κατά τήν ἐπίσημη ὑποδοχή πού τοῦ ἔγινε στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν τὸ ἔτος 2001 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος ἀναφέρθηκε σέ τρεῖς διαχρονικές ἀλήθειες πού ἀκολουθοῦν τόν ἄνθρωπο ἀπό ὑπάρξεώς του καί οἱ ὁποῖες, ἔλαβαν ἄλλη διάσταση μέ τήν ἐμφάνιση καί καθιέρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Γι’ αὐτό καί ὁ κ. Ἀναστάσιος τίς ἀνέλυσε μέ βάση τήν ὁριοθέτηση πού ἔκανε σέ αὐτές ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Ὁ προκαθήμενος τῆς Ἀλβανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶπε συγκεκριμένα: 

Ὅταν λειτουργεῖ κανείς (κληρικός) στήν Ἀθήνα, αὐθόρμητα n σκέψη στρέφεται στόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν ὁ ὁποῖος, μέ τόν πιό συνεκτικό τρόπο, μίλησε γιά τό μυστήριον τοῦ Χριστοῦ στόν Ἄρειο Πάγο. Ἐκεῖ, ὄχι ἁπλῶς ἔθιξε, ἀλλά καί καθόρισε αἰώνια κριτήρια γιά τή λύση θεμάτων πού ἐξακολουθοῦμε νά ἀντιμετωπίζουμε καί σήμερα. Ἐπισημαίνω τρία: 

Πρῶτον, τό θέμα ἔθνος καί οἰκουμένη. 
Δεύτερον, πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση. 
Τρίτον, παρόν καί ἔσχατα γιά κάθε ἄνθρωπο καί γιά ὅλο τόν κόσμο.

1. Ἡ οἰκουμενική διάσταση καί προοπτική δέν εἶναι κάτι πού σήμερα ἀνακαλύφθηκε μέ τίς πολλές συζητήσεις περί παγκοσμιoποιήσεως. Ἤδη, στό σύντομο κείμενο πού περιεκτικά μᾶς διέσωσε ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρεται μέ σαφήνεια, καί ὡς ἔννοια καί ὡς λέξη, τό ἔθνος καί ἡ οἰκουμένη. Ὁ Θεός «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. ιζ΄ 26). 

Σέ μεταγενέστερες ἐποχές δέν ἔλειψαν διάφορες παρερμηνεῖες αὐτῆς τῆς πρωταρχικῆς ἀλήθειας. Ἡ παλαιά βιβλική ἀρχή, «μακάριον τό ἔθνος οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεός αὐτοῦ» (Ψαλμ. λβ΄:12), ἑρμηνεύθηκε μέ ἐθνικιστικά κριτήρια πού ἀναδύθηκαν στόν 19ο αἰώνα.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ καί ἱδρυτής τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων στίς περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ἐπανέλαβε ὅτι «ὁ Θεός, ὁ ποιήσας τόν κόσμον καί πάντα τά ἐν αὐτῷ» (στίχ. 24), αὐτός δίδει «πάσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα. Ἐποίησε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» (στίχ. 25 – 26). Ὅλα τά ἔθνη ἀνήκουν στήν ἴδια ἀνθρωπότητα, πού πλάστηκε ἀπό τόν ἴδιο Δημιουργό. Κανένα ἔθνος, ἀνεξάρτητα ἀπό τό πόσο θρησκεύεται, δέν ἔχει ἀποκλειστικότητα στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μετά μάλιστα τή σταυρική θυσία καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, κάθε διαχωρισμός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καταργεῖται καί ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας Του ἀποβλέπει στό νά «εἶναι τά ἔθνη συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγyελίας αὐτοῦ ἐν Χριστῷ διά τοῦ εὐαγγελίου» (Ἐφεσ. γ΄ 6). Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, «ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. α΄ 23), ἔχει ἀνέκαθεν παγκόσμιο ὁρίζοντα καί αὐτό καλούμεθα ἰδιαίτερα, τόσο οἱ ποιμένες ὅσο καί οἱ θεολόγοι, νά τό ἐνισχύσουμε στή συνείδηση κάθε πιστοῦ καί κάθε λαοῦ. Ὅ,τι συμβάλλει στήν οὐσιαστική ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά ἐνισχυθεῖ.

Ἡ παγκοσμιότητα δέν ἔρχεται στίς μέρες μας ἀπ' ἔξω. Βλάστησε μέσα στόν χῶρο τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ὡς οἰκουμενικότητα καί ἀναπτύχθηκε κάτω ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία στό δρόμο της ὑπῆρξε οἰκουμενική. «Ὁ Θεός τά νῦν (καί αὐτό ἀρχίζει ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους καί φθάνει μέχρι σήμερα γιά νά συνεχισθεῖ στόν αἰώνα) παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (στίχ. 30). Ἡ προοπτική εἶναι παγκόσμια. Δέν ἀφορᾶ μόνο ἕναν λαό, μερικούς ἀνθρώπους ἐκλεκτούς. «ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾖ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (στίχ. 31). Δέν αἰφνιδιαζόμαστε λοιπόν σήμερα μέ τή διαδικασία αὐτή τῆς προσεγγίσεως τῶν λαῶν καί τῶν ἀνθρώπων. Ἀνησυχοῦμε βεβαίως γιά τίς κατευθύνσεις πού μπορεῖ νά λάβει καί τήν ἐκμετάλλευση ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος ἀπό ὁμάδες ἰδιοτελῶν ἀτόμων, αἰχμαλώτων στά ἐγωκεντρικά τους κίνητρα. Πρόκειται γιά μία πιθανή καταιγίδα. Ἀλλά δέν ἔχει νόημα νά πεῖ κανείς ὅτι εἶναι ἐναντίον τῆς θυέλλης. Τό ζητούμενο εἶναι, πῶς θά προετοιμασθεῖ γιά νά ἀντιμετωπίσει τή θύελλα πού ἔρχεται καί νά ὁδηγήσει σωστά τό πλοῖο μέσα στά ἐπικίνδυνα κύματα καί ρεύματα.

2. Καί τώρα, δύο λόγια γιά τό δεύτερο θέμα:

Πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση. Ὁ ρηξικέλευθος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν στάθηκε μέ εὐλαβικό σεβασμό στά ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί δέν δίστασε νά τά τοποθετήσει μέσα στήν πρόνοια τοῦ θεοῦ, νά τά ἐντάξει μέσα στή βιβλική παράδοση. «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν» (στίχ. 28). Μία σαφής παραπομπή στόν Ἄρατο (Φαινόμενα, 5).

Τήν ὥρα πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τολμάει νά ἀρθρώσει τή χριστιανική πρόταση στήν πρωτεύουσα τοῦ ἀρχαίου πνευματικοῦ κόσμου, ὁ ἑλληνικός κόσμος - ὅπως ἔχουν ἐπισημάνει πολλοί στοχαστές - εἶχε διανύσει μία ἐκπληκτική πορεία πνευματικῆς ἀναπτύξεως, μέ θαυμαστή ἀξιοποίηση τοῦ λόγου ὡς καθολικῆς καί ἀνωτέρας ἀξίας. Φθάνoντας ὕστερα ἀπό μία φωτεινή τροχιά στό σύνορο της λογικῆς, εἶχε ἀρχίσει νά διαβλέπει ὅτι πέρα ἀπό αὐτήν ἐκτείνεται ὁ ἀνεξερεύνητος χῶρος τοῦ Ἀρρήτου. Καί νά συνειδητοποιεῖ ὅτι σέ αὐτόν τόν χῶρο ἦταν ἀδύνατο νά διεισδύσει μέ τίς δικές του δυνάμεις. Σέ αὐτήν τήν ἔντονη ἐσωτερική λαχτάρα γιά νέες ἐξερευνήσεις, γιά νέα δημιουργία ἔρχεται ἡ παρέμβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Μέχρι τότε, ὁ ἑλληνική διανόηση εἶχε στηριχθεῖ καί ἀναδιπλωθεῖ στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτόμενου ὄντος, πού συνειδητοποιεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν γύρω του κόσμο μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς του. Γιά τόν Παῦλο, ἡ βασική στροφή, ἡ «μετάνοια» τῆς ἀνθρωπότητος, πρέπει νά γίνει πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀπροσπέλαστης γιά τόν νοῦ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀπoκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «Τούς μέν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδών ὁ Θεός τά νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (στίχ. 30). Ἡ ἀνάγκη τῆς μετανοίας θά παραμείνει συνεχής, μόνιμη πηγή ἀνανεώσεως. Γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο τελικό κριτήριο παραμένει ἀκριβῶς ὁ σταυρωθεὶς καί ἀναστὰς Ἰησοῦς, βάσει τοῦ παραδείγματος καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁποίου ὁ Θεός «μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (στίχ. 31).

Ὁ Παῦλος δέν ἀνησύχησε ἄν χαμογέλασαν καί χλεύασαν τό ἐπαναστατικό μήνυμά του. Ὁ Ἀπόστολος φύτευσε στήν καρδιά τοῦ ἀρχαίου πολιτισμένου κόσμου μίαν ἀλήθεια. Ἤξερε ὅτι αὐτή ἔκρυβε μία ἐκπληκτική δυναμική ἀναπτύξεως καί πολιτισμοῦ. Οὔτε κἄν διανοήθηκε νά τήν ἐπιβάλει πολιτικά ἤ στρατιωτικά, ὅπως θά ἔκανε ἀργότερα, ὕστερα ἀπό 7 αἰῶνες κάποιος ἄλλος ἱδρυτής θρησκείας. Οἱ μεγάλες ἀλήθειες δέν χρειάζονται τεχνική στήριξη. Ριζώνουν ἀθόρυβα καί καρποφοροῦν μακροπρόθεσμα. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι πάντοτε νά εἶναι φορέας ἀλήθειας καί ζωῆς ἐν Χριστῷ, χωρίς διάθεση ἐπιθετικότητας, ὅπως συμβαίνει σέ ἄλλα θρησκευτικά συστήματα.

3. Κάθε Θεία Λειτουργία μᾶς ἐπανατοποθετεῖ στήν προοπτική πού ὁ Παῦλος καθόρισε σχετικά μέ «τό παρόν» καί «τά ἔσχατα». Μέ τό «τά νῦν» καί τήν «ἡμέραν ἐν ᾖ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην». Τό προσωπικό παρόν, τό παρόν τοῦ λαοῦ μας, τῆς περιοχῆς, τοῦ κόσμου, μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα. Καί ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, ἡ συναγμένη στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καλεῖται νά δώσει ὅ,τι πιό πολύτιμο ἔχει.

Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά παραμείνει φορέας πνευματικῆς ἐλευθερίας, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδος στόν σύγχρονο κόσμο. Φιλάνθρωπη, στήν ἀρχική ἔννοια τοῦ ὅρου. Γεμάτη συμπόνοια καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τόν εὑρισκόμενο σέ ἀνάγκες καί στενοχωρίες, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φυλῆς, χρώματος, φύλου, θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Τόν ἀδικούμενο ἤ διωκόμενο λόγω κοινωνικῶν ἤ πολιτιστικῶν διαφορῶν. Ὑποστηρίζοντας ἀνεπιφύλακτα τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τό χρέος τῆς ἀδελφοσύνης. Καλεῖται νά ἔρχεται ἀρωγός πρός πάντα ἄνθρωπον, μάλιστα τόν ἁμαρτωλό καί τόν ἐλάχιστο ἀδελφόν, τόν ὁποῖο διάφοροι κατά τόπους καί θέσεις ἰσχυροί ὑποτιμοῦν καί περιφρονοῦν. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταγμένη νά τονίζει τήν ἀξία καί τό κάλλος τοῦ ἁγίου βίου καί νά καλλιεργεῖ πρόσωπα ἐλεύθερα πού μέ τό ἦθος, τόν χαρακτήρα, τό δημιουργικό τους πνεῦμα ἀνυψώνουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κοινωνία.

Στίς διάφορες ἀναστατώσεις, στίς παγκόσμιες κοινωνικές καί πολιτικές ἀνακατατάξεις πού μᾶς τρομάζουν, τό βλέμμα μας ἠρεμεῖ, καθώς εἶναι στραμμένο πρός τό τέλος, τή βεβαιότητα ὅτι ἡ ἱστορία δέν ἐξελίσσεται ἐρήμην Ἐκείνου στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη΄ 18), ὁ ὁποῖος καί θά ἔλθει «κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ». Οἱ χριστιανοί ἐπ' οὐδενί λόγῳ πρέπει νά παρασυρθοῦμε ἀπό τή μέθοδο τοῦ ἀντιπάλου, τήν ἐπιθετικότητα καί τήν ἐκδικητικότητα, ἀλλά ὀφείλουμε σταθερά νά εἴμαστε παράγοντες δικαιοσύνης. Τό ἄλλο ὄνομα τῆς δικαιοσύνης λέγεται ἀνάπτυξη, ἀνάπτυξη γιά ὅλους, μέσα στόν τόπο μας, ἔξω ἀπό τόν τόπο μας. Ἡ Ἑλλάδα σήμερα ἔχει ἀποκτήσει προνομιακή θέση στά Βαλκάνια, καί ἐν πολλοῖς στόν κόσμο. Ἐπί 20 αἰῶνες δέχεται τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ὅσο ἐλάχιστες ἄλλες χῶρες. Ὅμως, ἡ ὁποιαδήποτε δωρεά τοῦ Θεοῦ παρέχεται γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης στούς ἄλλους πού τίς στεροῦνται. «Παντί ᾦ ἐδόθη πολύ, πολύ καί ζητηθήσεται παρ' αὐτοῦ, καί ᾦ παρέθετο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν» (Λουκ. ιβ΄ 48).

Άγιος Μαρτινιανός: Ένα πρότυπο αγνείας, ένας αντί-βαλεντίνος Άγιος

άγιος μαρτινιανός


O Όσιος Μαρτινιανός καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα. Από μικρός ποθούσε τον βίο της άσκησης και της αφοσίωσης.
O Όσιος Μαρτινιανός, σε ηλικία 18 ετών αποσύρθηκε στο όρος του Κιβωτού και ζούσε εκεί ασκούμενος στην προσευχή και την νηστεία. Κάποια γυναίκα αμαρτωλή εμφανίστηκε με δολιότητα στη θύρα του κελιού του Αγίου και παρακαλούσε να την δεχθεί για διανυκτέρευση μέσα στο κελί, διότι έχασε, όπως έλεγε, το δρόμο και κινδύνευε να κατασπαραχθεί από τα θηρία κατά την διάρκεια της νύχτας. Ο Άγιος ενεργώντας με φιλανθρωπία την φιλοξένησε στο εξωτερικό μέρος του ερημητηρίου του. Η γυναίκα αυτή όμως απέβαλε το προσωπείο και ποικιλοτρόπως προκαλούσε τον Άγιο. Ο γενναίος τους Χριστού αθλητής προς κατανίκηση της εμπαθούς επιθυμίας, άναψε φωτιά και έριξε τον εαυτό του εντός αυτής. Μόλις η γυναίκα είδε αυτό, τα μάτια του πνεύματός της που έβλεπαν μόνο την διαφθορά, ανέβλεψαν για πρώτη φορά. Η αμαρτωλή γυναίκα μετανόησε και αφού έφυγε έγινε μοναχή με το όνομα Παύλα και σώθηκε ζώντας οσιακά στη Βηθλεέμ.
Η φήμη του, εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη τη γύρω περιοχή, με αποτέλεσμα να συρρέουν στο κελί του πλήθος κόσμου, που ζητούσε παρηγοριά και τις συμβουλές του. Μεταξύ των άλλων έρχονταν και γυναίκες και κόρες, ζητώντας στήριγμα κατά των καταιγίδων και ασπίδα κατά των πειρασμών της ζωής.
Ο Μαρτινιανός, κάνοντας το έργο του πνευματικού, πήγε σε πολλά μέρη. Τελικά κατέληξε σ’ ένα ησυχαστήριο έξω από την Αθήνα. Συχνά δε έλεγε τα λόγια των αποστόλων Πέτρου και Παύλου: ότι ο Διάβολος περιέρχεται σα θηρίο και ζητά ποιόν να καταπιεί. Οφείλουμε λοιπόν να προφυλαγώμαστε από τις επιθέσεις του, έτοιμοι πάντοτε για να τον αποκρούσομε. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στο ερημητήριό του περί τα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ.
Η Σύναξη του Οσίου ετελείτο στο Αποστολείο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...