1. Τὴν περασμένη Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία ἐμνημόνευε τὴν ἀπερίγραπτη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς πού παρουσιάζεται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σεσωσμένου Ἀσώτου. Τὴν σημερινὴ Κυριακὴ διδάσκει περὶ τῆς μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας μία καλή τάξι καὶ ἀκολουθώντας τίς προφητικὲς φωνές· διότι, λέγει, «θὰ σοῦ ψάλω, Κύριε, ἔλεος καὶ κρίσι», καὶ «μία φορὰ ἐλάλησε ὁ Θεὸς καὶ ἄκουσα τὰ δύο αὐτά, ὅτι τὸ κράτος εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδικό σου, Κύριε, τὸ ἔλεος, διότι ἐσὺ θ’ ἀποδώσης στόν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του».
2. Τὸ ἔλεος λοιπὸν καὶ ἡ μακροθυμία προηγεῖται τῆς Θείας κρίσεως. Πραγματικὰ ὁ Θεός, ἔχοντας καὶ περιέχοντας κατ’ ἐξοχὴν ὅλες τίς ἀρετές, καὶ ὄντας συγχρόνως δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ἐπειδὴ τὸ ἔλεος δέν συμβαδίζει μὲ τὴν κρίσι, σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο, «νά μὴ εὐσπλαγχνισθῆς πτωχὸ κατὰ τὴν κρίσι», εὐλόγως ὁ Θεὸς κατένειμε τὸ καθένα στόν καιρὸ του· τὸν παρόντα καιρὸ τὸν ὥρισε γιά τὴν μακροθυμία, τὸν μέλλοντα γιά τὴν ἀνταπόδοσι. Γι’ αὐτὸ τὰ τελούμενα στήν Ἐκκλησία ἡ Θεία Χάρις διέθεσε κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμενοι τοῦτο, ὅτι τὴν συγγνώμη γιά τὰ ἁμαρτήματα λαμβάνομε ἀπὸ τὰ ἐδῶ συμβαίνοντα, νά σπεύσωμε, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη στόν παρόντα βίο, νά ἐπιτύχουμε τὸ αἰώνιο ἔλεος καὶ νά καταστήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀξίους τῆς Θείας φιλανθρωπίας. Διότι ἐκείνη ἡ κρίσις, ἡ τελευταία,εἶναι ἀνηλέητος γι’ αὐτόν πού δέν ἔδειξε ἔλεος.
3. Περὶ τῆς ἀπερίγραπτης λοιπὸν γιά μᾶς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ ὁμιλήσαμε μόλις πρὸ ὀλίγου. Σήμερα δὲ θὰ μιλήσουμε περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ περὶ τῆς φρικωδεστάτης κρίσεως καὶ περὶ ὅσων θὰ συμβοῦν κατ’ αὐτὴν ἀπορρήτως- πράγματα πού ὀφθαλμὸς δέν εἶδε καὶ οὖς δέν ἤκουσε καί πού δέν ἀνέβηκαν στή σκέψι ἀνθρώπου, ἂν αὐτή εἶναι ἀμέτοχη Θείου Πνεύματος, ποὺ ὑπερβαίνουν ὄχι μόνο τὴν ἀνθρωπίνη αἴσθησι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ λόγο. Διότι, ἂν καὶ αὐτός πού μᾶς διδάσκει γιά ὅλα αὐτά εἶναι ἐκεῖνος πού γνωρίζει τὰ πάντα καὶ πρόκειται νά κρίνῃ ὅλη τή γῆ, ἀλλὰ συγκαταβαίνει πρὸς τὴν δυναμικότητα τῶν διδασκομένων, προσφέροντας τοὺς λόγους συμμέτρους πρὸς αὐτήν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγονται ἀστραπὴ καὶ νεφέλες, σάλπιγξ καὶ θρόνος καὶ τὰ ὅμοια μὲ αὐτά, ἂν καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του περιμένουμε καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴ γῆ, ἀφοῦ τὰ παρόντα θά παρέλθουν.
4. Ἂν δὲ αὐτὰ καὶ μόνο λεγόμενα, μάλιστα δὲ λεγόμενα συγκαταβατικῶς, γεμίζουν τὴν ψυχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν μὲ φρίκη καὶ δέος, ποιός θὰ βαστάση τότε πού θὰ τελοῦνται τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Πόσο ἄξιοι πρέπει νά εἴμαστε στά ἅγια σπουδάσματα καὶ στήν εὐσέβεια, ὅταν προσδοκοῦμε τὴν παρουσία τῆς ἡμέρας τοῦ Θεοῦ, γιά τὴν ὁποία, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Πέτρος, «οἱ μὲν οὐρανοὶ πυρακτωμένοι θὰ διαλυθοῦν, τὰ δὲ στοιχεῖα καιόμενα θὰ λειώσουν, ἐνῶ ἡ γῆ καὶ τὰ κτίσματα πού ὑπάρχουν σ’ αὐτὴν θὰ κατακαοῦν;». Πρὶν δὲ ἀπὸ αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ σκληρὴ παρουσία καὶ ἐπήρεια τοῦ Ἀντιχρίστου κατὰ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία, ἂν δέν ἐκολοβωνόταν ἐπιτραπεῖσα γιά λίγον χρόνο, δέν θὰ σωζόταν κανένας ἄνθρωπος, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στά εὐαγγέλια. Γι’ αὐτὸ παραγέλλει στούς μαθητὰς Του «ἀγρυπνεῖτε λοιπὸν παρακαλώντας ὅλον τὸν καιρό, γιά νά καταξιωθῆτε ν’ ἀποφύγετε ὅλα ὅσα πρόκειται νά συμβοῦν καὶ νά σταθῆτε ἐμπρὸς στόν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου».
5. Βέβαια ὅλα ἐκεῖνα εἶναι γεμάτα ὑπερβολικὴ φρίκη, ἀλλὰ γι’ αὐτούς πού δαπανοῦν τὸν βίο τους σὲ ἀπιστία καὶ ἀδικία καὶ ῥᾳθυμία ἀπειλοῦνται ἀκόμη δεινότερα ἀπὸ αὐτά, καθὼς λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος· «τότε θὰ κλαύσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς». Φυλὲς δὲ τῆς γῆς εἶναι αὐτοί πού δέν ἐπειθάρχησαν στόν ἐλθόντα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ δέν ἀναγνωρίζουν καὶ δέν ἐπικαλοῦνται τὸν οὐράνιο Πατέρα οὔτε ἀνεβάζουν πρὸς αὐτὸν τὸ γένος διὰ τῆς ὁμοιότητος τῶν ἔργων. Λέγει πάλι ὅτι «ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ ἐπέλθει σὰν παγίδα σὲ ὅλους ὅσοι κάθονταν ἐπάνω στό πρόσωπο τῆς γῆς, δηλαδὴ σ’ ἐκείνους πού μὲ τὴν κραιπάλη καὶ μέθη, μὲ τίς τρυφὲς καὶ τὶς βιωτικὲς μέριμνες εἶναι προσηλωμένοι στή γῆ καὶ στά γήινα καὶ ἔχουν προσκολληθῆ ὁλοσχερῶς στά φαινόμενα κατὰ τὴν αἴσθησι λαμπρά, στόν πλοῦτο, στή δόξα καὶ στήν ἡδονή. Πραγματικὰ μὲ τὴν λέξι «πρόσωπο τῆς γῆς» αἰνίχθηκε τὸν φαινομενικῶς χαρωπὸ χαρακτῆρα της, ἐνῶ μὲ τὴν λέξι «κάθονται» ὑπονοεῖ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἐνδόμυχη προσήλωση. Μὲ τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς συνάπτει πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς αὐτούς πού ἁμάρτησαν ἀμετανοήτως ἕως τὸ τέλος, ὅπως προεῖπε καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὅτι «θὰ πάρουν φωτιὰ οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ συγχρόνως, καὶ δέν θὰ ὑπάρξει κανεὶς νά τὴν σβήση». «Ἡ ἰδικὴ μας ὅμως πολιτεία εὑρίσκεται στούς οὐρανούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἀναμένουμε τὸν Σωτήρα», λέγει ὁ ἀπόστολος· καὶ «ἐσεῖς δέν εἶσθε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο», ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητὰς Του ὁ Κύριος, πρὸς τοὺς ὁποίους πάλι λέγει ὅτι, «ὅταν θὰ τελοῦνται ὅλα αὐτά, ν’ ἀνασηκωθῆτε καὶ νά ὑψώσετε τὰ κεφάλια σας, διότι προσεγγίζει ἡ ἀπολύτρωσίς σας».
6. Βλέπετε ὅτι οἱ ζῶντες κατὰ τὸν Χριστὸ γεμίζουν ἀνεκφράστη χαρὰ καὶ παρρησία γιά τὰ συμβαίνοντα εὐθὺς ἔπειτα ἀπὸ ἐκεῖνα, ἐνῶ οἱ ζῶντες κατὰ τὴν σάρκα εἶναι γεμᾶτοι αἰσχύνη καὶ ὀδύνη καὶ κατήφεια; Καθὼς φωνάζει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας, «ὁ Θεὸς θ’ ἀποδώσει στόν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του, σ’ ἐκείνους δηλαδή πού ἐπιζητοῦν μὲ ἔργο ἀγαθὸ κατὰ ὑπομονὴ δόξα καὶ τιμὴ καὶ ἀφθαρσία θὰ ἀποδώσει ζωὴ αἰώνια, ἐνῶ γιά τοὺς ἀπειθοῦντας στήν ἀλήθεια, πειθομένους δὲ στήν ἀδικία θὰ ὑπάρξει θυμὸς καὶ ὀργή, θὰ ὑπάρξει θλῖψις καὶ στενοχώρια σὲ κάθε ἀνθρωπο ποὺ κατεργάζεται τὸ κακό». Πραγματικὰ παλαιὰ ἐπὶ τοῦ Νῶε, ὅταν αὐξήθηκε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐπικράτησε σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἦλθε ἀπὸ τὸν Θεὸ κατακλυσμός, ποὺ κατέστρεψε κάθε πνοή, ἐνῶ μόνο ὁ δίκαιος αὐτὸς μὲ τὴν οἰκογένειά του διαφυλάχθηκε γιά χάρη τῆς γενέσεως ἑνὸς δευτέρου κόσμου. Πάλι δὲ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς τὴν αὐξηθεῖσα κακία περιέκοπτε μερικῶς, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅταν ἀποτέφρωσε μὲ πῦρ τοὺς Σοδομίτες, κατεπόντισε στή θάλασσα τοὺς Φαραωνίτες, τὸ δὲ πάντολμο γένος τῶν Ἰουδαίων ἀπεδεκάτισε μὲ πεῖνα καὶ στάση, μὲ νόσους καὶ πικρὲς ποινές.
7. Ὁ κοινὸς ὅμως ἰατρός, ποὺ ἐχρησιμοποίησε χάριν τοῦ γένους μας τὰ αὐστηρὰ φάρμακα καὶ ἰατρεύματα, δέν παρέλειψε ἐκεῖνα πού εἶναι εὐάρεστα καὶ ὠφελοῦν μ’ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ ἀνύψωσε πατέρες, ἀνέδειξε προφῆτες, ἐτέλεσε σημεῖα, ἔδωσε τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἔστειλε ἀγγέλους. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὰ ἦσαν ἀνίσχυρα γιά τὴν ἀσυγκράτητη ὁρμὴ τῆς κακίας μας, κατῆλθε στή γῆ κλίνοντας πρὸς τὰ κάτω τοὺς οὐρανοὺς ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ μεγάλο ἰατρικό πού καταπαύει τὶς βαρειές ἁμαρτίες· καὶ ἀφοῦ ἔγινε γιά μᾶς τὰ πάντα, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, κατήργησε τὴν ἁμαρτία στόν ἑαυτὸ Του· ἔπειτα ἐνίσχυσε κι’ ἐμᾶς, ὥστε νά ἀμβλύνη τὸ κεντρὶ ἐκείνης, καὶ ἐπαραδειγμάτισε στόν σταυρὸ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ συνεργοὺς αὐτῆς καταργώντας διὰ τοῦ θανάτου τὸν ἔχοντα τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου.
8. Καί, ἀφοῦ ὅπως στήν ἐποχὴ τοῦ Νῶε κατέκλυσε μὲ ὕδωρ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἔτσι ὕστερα κατέκλυσε τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς δικαιοσύνης καὶ χάριτός Του, ἀνέστησε τὸν ἑαυτὸ Του ἀθάνατο, σὰν σπέρμα καὶ ἀπαρχὴ τοῦ αἰωνίου κόσμου, σὰν παράδειγμα καὶ παράστασή τῆς, μὲ βεβαιότητα ἐλπιζομένης ἀπὸ ἐμᾶς, ἀναστάσεως. Ἀφοῦ δὲ ἀνέστη καὶ ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ἐξαπέστειλε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη ἀποστόλους, προέβαλε μέγα στῖφος μαρτύρων, προέστησε πλῆθος διδασκάλων, ἀνέδειξε συνάξεις ὁσίων. Ἐπειδὴ δέ, ἐνῶ ἔκαμε τὰ πάντα, χωρὶς νά παραλείψει τίποτε ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα, εἶδε πάλι τὴν κακία λόγῳ τοῦ αὐτεξουσίου τῆς προαιρέσεώς μας νά κορυφώνεται τόσο πολύ, ἢ μᾶλλον τότε θὰ τὴν ἴδει νά ἀνυψώνεται, ὥστε τότε πλέον οἱ ἄνθρωποι νά προσκυνήσουν καὶ νά ὑπακούσουν στόν Ἀντίχριστο, ἐγκαταλείποντας τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀληθινὸ Χριστὸ Του· γι’ αὐτὸ θὰ κατέλθῃ πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μὲ πολλὴ δύναμι καὶ δόξα, ὄχι γιά νά μακροθυμήσει, ἀλλὰ γιά νά τιμωρήσει ἐκείνους πού διὰ τῶν πονηρῶν ἔργων ἐθησαύρισαν στούς ἑαυτοὺς των τὴν ὀργὴ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μακροθυμίας Του· καὶ τοὺς μὲν ἀθεραπεύτους θ’ ἀποκόψει ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς ὡς σάπια μέλη καὶ θὰ τοὺς παραδώσῃ στό πῦρ, τοὺς δὲ ἰδικοὺς Του θ’ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν ἐπήρεια καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ τοὺς καταστήσει κληρονόμους τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
9. Εὐθὺς λοιπὸν μετὰ τὴν βδελυρὰ παρρησία τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ κλονήσει τὰ πάντα Αὐτός πού συγκρότησε τὰ πάντα, κατὰ τὸ λεχθὲν ἀπὸ τὸν προφήτη, ὅτι ἀκόμη μία φορὰ «ἐγὼ θὰ σείσω ὄχι μόνο τὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανό». Εὐθὺς λοιπὸν κλονίζει τὸν κόσμο καὶ λύει τὸ ἀνώτατο ὅριο τοῦ σύμπαντος, συμπτύσσει τὸ οὐράνιο κύτος καὶ ἀναμιγνύει τὴν γῆ μὲ πῦρ καὶ συγχέει τὸ πᾶν, ἀπὸ κάτω μὲν ἀναμοχλεύοντας τὰ παγκόσμια θὰ λέγαμε θεμέλια, ἀπὸ ἄνω δὲ στέλλοντας τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων σὰν ἀπερίγραπτους κεραυνοὺς ἐπάνω στά κεφάλια τῶν θεοποιησάντων τὸν πονηρό, ἔτσι ὥστε δι’ αὐτῶν πρῶτα νά τιμωρηθοῦν ὅσοι ἐπίστευσαν στόν Ἀντίχριστο, διότι προσηλώθηκαν μὲ τὸν νοῦ καὶ ἐπείσθηκαν στόν ἀντίθεο ὡς Θεό. Ἔπειτα δέ, ἀφοῦ ἐπιφανεῖ ὁ Ἴδιος μὲ ἄφατη δόξα, διὰ δυνατῆς σάλπιγγος, ὅπως παλαιὰ δι’ ἐμφυσήματος τὸν προπάτορα, θὰ ζωώσει ὅλους καὶ θὰ παρουσιάσει ἐνώπιόν Του ζωντανοὺς ὅλους τοὺς ἀπὸ τοὺς αἰῶνος νεκρούς. Καὶ τοὺς μὲν ἀσεβεῖς δέν θὰ φέρει σὲ κρίση οὔτε θὰ τοὺς ἀξιώσει κανένα λόγο· διότι οἱ ἀσεβεῖς, κατὰ τὸ γεγραμμένο, δέν θ’ ἀναστηθοῦν γιά κρίσι, ἀλλὰ γιά κατάκρισι.
10. Θὰ προβάλει δὲ γιά τὴν κρίσι ὅλα τὰ δικὰ μας, κατὰ τὴν ἀναγινωσκομένη σήμερα φωνὴ τοῦ εὐαγγελίου· διότι, λέγει, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου στή δόξα Του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζὶ Του». Κατὰ τὴν πρώτη Του παρουσία ἡ δόξα τῆς θεότητός Του ἐκρυπτόταν κάτω ἀπὸ τὴν σάρκα τὴν ὁποία ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπὲρ ἡμῶν, τώρα κρύπτεται πρὸς τὸν Πατέρα στόν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὴν ὁμόθεη σάρκα, τότε δὲ θὰ ἀποκαλύψει ὅλη τή δόξα· διότι θὰ φανεῖ ὁλόλαμπρος ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως τή δύση, περιαυγάζοντας τὰ πέρατα μὲ ἀκτῖνες θεότητος, ἐνῶ παγκόσμιος καὶ ζωοποιὸς σάλπιγγα θὰ ἠχεῖ παντοῦ καὶ συγχρόνως θὰ συγκαλεῖ πρὸς Αὐτὸν τὰ πάντα. Προηγουμένως ἔφερε μὲν καὶ τοὺς ἀγγέλους μαζὶ Του, ἀλλὰ ἀφανῶς, συγκρατώντας τὸν ζῆλο τους κατὰ τῶν θεομάχων ὕστερα ὅμως θὰ φθάσει φανερὰ καὶ δέν θὰ ἀποσιωπήσει, ἀλλὰ θὰ ἐλέγξει καὶ θὰ παραδώσει τοὺς ἀπειθεῖς στίς ποινές.
11. «Ὅταν λοιπὸν ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στή δόξα Του καὶ ἔλθουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζὶ Του, τότε», λέγει, «θὰ καθίσει ἐπάνω στόν θρόνο δόξας Του». Διότι ἔτσι προεῖδε καὶ προεῖπε ὁ Δανιήλ· «ἰδού», λέγει, «ἐτοποθετήθηκαν θρόνοι καὶ ἐκάθισε ὁ Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν καὶ εἶδα ὡσὰν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου νά ἔρχεται ἐπάνω στίς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔφθασε ἕως τὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν καὶ τοῦ ἐδόθη ὅλη ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία- χίλιες χιλιάδες ἐλειτουργοῦσαν σ’ Αὐτὸν καὶ μύριες μυριάδες παραστέκονταν σ’ Αὐτόν». Σὲ συμφωνία μὲ αὐτὸν λέγει καὶ τὸ Ἱερὸ εὐαγγέλιο, τότε «θὰ συναχθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη ἐμπρὸς Του· καὶ θὰ τοὺς ξεχωρίσει ἀνάμεσά τους, ὅπως ὁ ποιμὴν ξεχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια». Πρόβατα καλεῖ τοὺς δικαίους ὡς πράους καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ ἐβάδισαν τὴν ὁμαλὴ ὁδὸ τῶν ἀρετῶν, τὴν πατημένη ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο, καὶ ὡς ἀφομοιωμένους μὲ Αὐτὸν ἐπειδὴ καὶ Αὐτὸς ὀνομάσθηκε Ἀμνὸς ἀπὸ τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστή πού εἶπε, «ἰδοὺ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ πού ἀπαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου». Γίδια δὲ καλεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὡς θρασεῖς καὶ ἀτάκτους, καὶ φερομένους πρὸς τοὺς κρημνοὺς τῆς ἁμαρτίας. Καὶ λέγει, τοὺς πρώτους θὰ τοποθετήσει δεξιὰ Του ὡς ἐργάτες δεξιῶν ἔργων, τοὺς ἄλλους πού δεν εἶναι ἐργάτες τέτοιων ἔργων θὰ τοποθετήσει στ’ ἀριστερά. «Τότε θὰ εἴπη ὁ Βασιλεύς», λέγει, χωρὶς νά προσθέσει ποῖος ἢ ποιῶν βασιλεύς, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν διότι μὲ ὅλο πού καὶ ἐκεῖ εἶναι πολλοὶ κύριοι καὶ βασιλεῖς, ἀλλὰ Ἕνας εἶναι πραγματικὰ Κύριος, Ἕνας βασιλεύς, ὁ φυσικός δεσπότης τοῦ σύμπαντος. Θὰ εἰπεῖ λοιπὸν τότε στούς ἀπὸ τὰ δεξιὰ Του ὁ μόνος βασιλεύς• «ἐμπρὸς οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἑτοιμασμένη γιά σᾶς ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου βασιλεία».
12. Πραγματικὰ πρὸς αὐτὸ ἀπέβλεπε ἡ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σύστασις τοῦ κόσμου καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἀπέβλεπε ἡ ἐπουράνια ἐκείνη καὶ ἀρχαιοτάτη βουλὴ τοῦ Πατρός, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Πατρὸς ἐπεξεργάσθηκε τὸν ἄνθρωπο ὡς ζῶο ὄχι μόνο κατ’ εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὁμοιώσή Του, γιά νά δυνηθεῖ κάποτε νά χωρέσει τὴν μεγαλειότητα τῆς θείας βασιλείας, τὴν μακαριότητα τῆς θείας κληρονομίας, τὴν τελειότητα τῆς εὐλογίας τοῦ ἀνωτάτου Πατρός, γιά τὴν ὁποία ἔγιναν ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα. Διότι δέν εἶπε “τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου”, ἀλλὰ ἀπροσδιορίστως «τοῦ κόσμου», τόσο τοῦ οὐρανίου, ὅσο καὶ τοῦ ἐπιγείου. Ὄχι δὲ μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ ἡ θεία καὶ ἀπόρρητη κένωσις, ἡ θεανδρικὴ πολιτεία, τὰ σωτήρια πάθη, ὅλα τὰ μυστήρια, γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἐρρυθμίσθηκαν προνοητικῶς καὶ πανσόφως, ὥστε αὐτός πού θὰ φανεῖ πιστὸς στά παρόντα ν’ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Σωτήρα· «εὖγε, δοῦλε ἀγαθέ, ἀφοῦ ἐφάνηκες πιστὸς στά ὀλίγα, θὰ σὲ ὁρίσω οἰκονόμο σὲ πολλά· εἴσελθε στή χαρὰ τοῦ Κυρίου σου». Ἔλθετε λοιπόν, λέγει, ὅσοι ἐχρησιμοποιήσατε κατὰ τὴν γνώμη μου τὸν ἐπίγειο καὶ φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο κόσμο καλῶς, κληρονομήσατε καὶ τὸν ἐπικείμενο καὶ μόνιμο καὶ ἐπουράνιο κόσμο. Διότι «ἐπείνασα καί μοῦ ἐδώσατε νά φάγω, ἐδίψασα καὶ μ’ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ μὲ περιμαζεύσατε, γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε, ἀσθένησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, ἤμουν στίς φυλακές καὶ ἤλθατε πρὸς ἐμένα».
13. Ἐδῶ πρέπει νά συζητηθεῖ γιά ποιό λόγο ἐμνημόνευσε μόνο τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γι’ αὐτὴν μόνο ἔδωσε ἐκείνη τὴν εὐλογία καὶ τὴν κληρονομία· καὶ τὴν βασιλεία. Ἀλλὰ δέν ἐμνημόνευσε μόνο αὐτὴν γιά ὅσους ἀντιλαμβάνονται τὰ ἀκουόμενα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ προηγουμένως ἐκάλεσε πρόβατα τοὺς ἐργάτες της, μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ ἐπιβεβαίωσε τόσο τὴν πρὸς Αὐτὸν ὁμοίωση καὶ κάθε ἀρετὴ τους, ὅσο καὶ ὅτι ἦσαν ἕτοιμοι συνεχῶς γιά τὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ καλοῦ, ὅπως βέβαια καὶ Αὐτὸς ὁδηγήθηκε «ὡς πρόβατο γιά σφαγή καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐμπρὸς σ’ αὐτόν πού τὸν κουρεύει», κατὰ τὸ γεγραμμένον.
14. Ἀφοῦ λοιπὸν τέτοιοι εἶναι καὶ αὐτοί, ἐγκωμιάζει ἰδιαιτέρως τὴν φιλανθρωπία· διότι πρέπει καὶ αὐτήν, ὡς δεῖγμα καὶ καρπὸ τῆς ἀγάπης, νά τὴν ἔχει σὰν κεφαλή πού ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν αὐτός πού πρόκειται νά κληρονομήσει τὴν ἀΐδια ἐκείνη βασιλεία. Αὐτὸ τὸ ἔδειξε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων· διότι δέν εἰσάγονται στόν θεῖο νυμφῶνα ὅσες τύχουν, ἀλλὰ οἱ στολισμένες μὲ παρθενία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ χωρὶς ἄσκησι καὶ ἐγκράτεια, καθὼς καὶ χωρὶς πολλοὺς καὶ ποικίλους γιά τὴν ἀρετὴ ἀγῶνες, προσέτι δὲ αὐτές πού κρατοῦν λαμπάδες στά χέρια, δηλαδὴ τὸν νοῦ τους καὶ τὴν μέσα σ’ αὐτὸν ἄγρυπνη γνώση, ποὺ ἐπιβαίνει καὶ στηρίζεται στό πρακτικὸ τῆς ψυχῆς, τὸ δηλούμενο μὲ τὰ χέρια, καὶ ἀφιερώνεται διὰ βίου στόν Θεὸ καὶ συνάπτεται μὲ τὶς ἀπὸ αὐτὸν λάμψεις. Χρειάζεται ὅμως καὶ ἄφθονο ἔλαιο, ὥστε νά διαρκεῖ τὸ ἄναμμά τους. Ἔλαιο δὲ εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. Ὅπως λοιπόν, ἂν θέσεις θεμέλια καὶ οἰκοδομήσεις ἐπάνω σ’ αὐτὰ τοὺς τοίχους, δέν προσθέσεις δὲ τὴν ὀροφή, τὰ ἀφήνεις ὅλα ἐκεῖνα ἄχρηστα, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἂν ἀποκτήσεις ὅλες τίς ἀρετές, δέν προσαποκτήσεις δὲ τὴν ἀγάπη, ὅλες ἐκεῖνες εἶναι ἄχρηστες καὶ ἀνωφελεῖς• καὶ ἡ ὀροφὴ τῆς οἰκίας ὅμως, χωρὶς τὰ στοιχεῖα πού τὴν συγκρατοῦν, δέν μπορεῖ νά οἰκοδομηθεῖ.
15. Καὶ ὁ Κύριος λοιπὸν προσφέρει τὴν κληρονομία Του σὲ ὅσους ἔχουν σφραγίσει τίς ἄλλες ἀρετὲς διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης καὶ ἀνέβηκαν σ’ αὐτὴν διὰ τοῦ ἀνεπιλήπτου βίου ἢ κατέφυγαν πρὸς αὐτὴν διὰ μετανοίας. Ἀπὸ αὐτοὺς ἐγὼ τοὺς μὲν πρώτους καλῶ υἱούς, διότι εἶναι φύλακες μυστικῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀναγεννήσεως, τοὺς δὲ δευτέρους μισθωτούς, διότι ξαναποκτοῦν τὴν χάρη διὰ τῶν πολυειδῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ διὰ τῆς ταπεινώσεως ὡς μισθόν.
16. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ προηγουμένους στά θεῖα εὐαγγέλια ἐξήγησε πολυειδῶς τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Κρίση, ἔπειτα ἐξέθεσε τὰ περὶ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν ἄποψη ὅτι τελειοποιεῖ ἢ ἐπαναφέρει τὶς ἐκεῖ ἀπαριθμούμενες ἀρετές. Ἀλλὰ οἱ δίκαιοι θ’ ἀποκριθοῦν μὲ τὰ λόγια· «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νά πεινᾷς καὶ σ’ ἐθρέψαμε, ἢ νά διψᾷς καὶ σ’ ἐποτίσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ξένο καὶ σὲ συμμαζεύσαμε, ἢ γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ἀσθενῆ ἢ στήν φυλακὴ καὶ σ’ ἐπισκεφθήκαμε;». Βλέπετε ὅτι οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ καλοῦνται καὶ δίκαιοι; Ἑπομένως γι’ αὐτοὺς ὁ ἔλεος προέρχεται ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη καὶ εἶναι μὲ δικαιοσύνη. Βλέπετε δὲ ἄλλην ἀρετή, τὴν ταπείνωσι, νά προσμαρτυρεῖται στούς δικαίους ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης; Διότι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἀνάξιοι τῆς ἀνακηρύξεως καὶ τῶν ἐπαίνων, σὰν νά μὴν ἔπραξαν κανένα ἀγαθόν, αὐτοί πού μαρτυροῦνται ὅτι δέν ἄφησαν κανένα ἀγαθὸ ἄπρακτο.
17. Γι’ αὐτό, νομίζω, ὁ Κύριος ἀποκρίνεται σ’ αὐτοὺς παρρησία, γιά ν’ ἀναφανοῦν ὅτι εἶναι τέτοιας μορφῆς καὶ ἀνυψωθοῦν μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ δικαίως εὕρουν ἀπὸ Αὐτὸν χάρη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος παρέχει ἀφθόνως στούς ταπεινούς, «διότι ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στούς ὑπερηφάνους, ἐνῶ στούς ταπεινοὺς δίδει χάρι», ὁ ὁποῖος καὶ τώρα λέγει πρὸς αὐτούς• «πραγματικὰ σᾶς λέγω, ἐφ’ ὅσον τὰ ἐπράξατε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, τὰ ἐκάματε σ’ ἔμενα». Καλεῖ τὸν ἄλλο ἐλάχιστον γιά τὴν πτωχεία καὶ τὴν εὐτέλεια, ἀδελφὸν δέ, διότι καὶ αὐτὸς ἔτσι ἔζησε κατὰ σάρκα ἐπὶ τῆς γῆς.
18. Ἀκούσετε καὶ εὐφρανθεῖτε, ὅσοι εἶσθε πτωχοὶ καὶ ἐνδεεῖς· διότι κατὰ τοῦτο εἶσθε ἀδελφοὶ τοῦ Θεοῦ· κι ἂν εἶσθε πτωχοὶ καὶ εὐτελεῖς ἀκουσίως, καταστήσατε ἑκούσιο γιά τὸν ἑαυτὸ σας τὸ ἀγαθὸ διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐχαριστίας. Ἀκούσετε οἱ πλούσιοι καὶ ποθήσετε τὴν εὐλογημένη πτωχεία, γιά νά γίνετε κληρονόμοι καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, γνησιώτεροι μάλιστα ἐκείνων πού ἐπτώχευσαν ἀκουσίως· διότι ἐκεῖνος ἐπτώχευσε γιά μᾶς ἑκουσίως. Ἀκούσετε καὶ στενάξετε ἐσεῖς πού περιφρονεῖτε τοὺς ἀδελφοὺς σας, ὅταν ὑποφέρουν, μᾶλλον δὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ δέν μεταδίδετε στούς ἐνδεεῖς ἀπὸ ὅσα διαθέτετε ἄφθονα, τροφή, σκέπη, ἐνδυμασία, ἐπιμέλεια κατάλληλη, καὶ δέν προσφέρετε τὸ περίσσευμά σας στό ὑστέρημα ἐκείνων. Μᾶλλον δὲ ἂς ἀκούσωμε καὶ ἂς στενάξωμε, ἀφοῦ κι ἐγὼ ὁ ἴδιος πού σᾶς λέγω αὐτά, ἐλέγχομαι ἀπὸ τὴν συνείδησί μου ὅτι δέν εἶμαι τελείως ἔξω ἀπὸ τὸ πάθος· διότι, ἐνῶ πολλοὶ ῥιγοῦν καὶ στεροῦνται, ἐγὼ εἶμαι γεμάτος καὶ ἐνδεδυμένος. Πολὺ δὲ περισσότερο ἄξιοι πένθους εἶναι αὐτοί πού ἔχουν καὶ κατέχουν θησαυροὺς περισσοτέρους ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἀνάγκη ἢ καὶ φροντίζουν νά τοὺς αὐξήσουν· ἐνῶ εἶναι προσταγμένοι ν’ ἀγαποῦν τὸν πλησίον σὰν τοὺς ἑαυτοὺς των, δέν τοὺς θεωροῦν οὔτε σὰν τὸ χῶμα. Διότι τὶ ἄλλο εἶναι ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος, πού ἀγαπήσαμε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς;
19 Ἀλλὰ ἂς ἐπιστραφοῦμε, ἂς μετανοήσωμε καὶ ἂς κοινωνήσωμε ἐξυπηρετώντας τίς ἀνάγκες τῶν ἀνάμεσά μας πτωχῶν ἀδελφῶν μὲ ὅσα ἔχουμε. Καὶ ἂν δέν εἴμαστε διατεθειμένοι ν’ ἀδειάσωμε θεοφιλῶς ὅλα τὰ ὑπάρχοντα, τουλάχιστον νά μὴ τὰ κατακρατήσουμε ὅλα γιά τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀσπλάγχνως· ἀλλὰ τὸ μὲν ἕνα ἂς τὸ πράξωμε, γι’ αὐτὸ δέ πού θὰ παραλείψωμε, ἂς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἐπιτύχωμε ἀπὸ αὐτὸν συγγνώμη, διότι ἡ φιλανθρωπία Του ἀναπληρώνει τὴν ἔλλειψί μας, γιά νά μή, ὃ μὴ γένοιτο, ἀκούσωμε τὴν ἀπαίσια φωνή· διότι, λέγει, «τότε θὰ εἰπεῖ καὶ στούς ἀπὸ τὰ ἀριστερά·φεύγετε ἀπὸ ἔμενα οἱ καταράμενοι». Πόσο φοβερὸ εἶναι τοῦτο! Ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τή ζωή, ἐκβληθεῖτε ἀπὸ τὴν τρυφή, στερηθεῖτε τὸ φῶς!
20. Καὶ δέν λέγει μόνο τοῦτο, ἀλλὰ προχωρεῖ·«φεύγετε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι, στό αἰώνιο πῦρ, τὸ ἑτοιμασμένο γιά τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του». Ὅπως δηλαδὴ οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ θὰ ἔχουν ζωή, καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω, ζωὴ μὲν ἀφοῦ θὰ συνευρίσκωνται μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸ παραπάνω δὲ ἀφοῦ θὰ εἶναι υἱοὶ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του, ἔτσι καὶ οἱ ἀπὸ τὰ ἀριστερά, ἀποτυγχάνοντας ν’ ἀποκτήσουν τὴν ἀληθινὴ ζωὴ λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ εὕρουν καὶ παραπάνω κακό, ἀφοῦ θὰ ἔχουν συνταχθεῖ μὲ τοὺς δαίμονες καὶ θὰ παραδοθοῦν στό κολαστικὸ πῦρ.
21. Ποίου δὲ εἴδους εἶναι τὸ πῦρ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἅπτεται καὶ τῶν σωμάτων καὶ τῶν λογικῶν σὲ σώματα ὄντων, καὶ τῶν ἀσωμάτων πνευμάτων, θλίβοντας καὶ στενοχωρώντας τα παντοτινά, καὶ διὰ τοῦ ὁποίου θὰ λειώσει καὶ τὸ δικὸ μας πῦρ, κατὰ τὸ γεγραμμένο, «τὰ καιόμενα στοιχεῖα θὰ λειώσουν»; Πόση προσθήκη φέρει στήν ὀδύνη τὸ ἀνέλπιδο τῆς ἀπολυτρώσεως; Διότι, λέγει, ὑπάρχει ποταμός, ποὺ παρασύρει τὸ πῦρ ἐκεῖνο, ὅπως φαίνεται, καὶ τὸ φέρει μακρύτερα ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ δέν εἶπε “πορευθεῖτε”, ἀλλὰ «πορεύεσθε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι»· διότι ἔχετε ἀφθόνως δεχθεῖ τίς κατάρες ἀπὸ τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ ὅλο πού ὑπέφεραν ἐκεῖνοι, ἐσεῖς πάντως εἶσθε ἄξιοι κατάρας. Λέγει δὲ πρὸς αὐτοὺς «πηγαίνετε στό πῦρ τὸ ἑτοιμασμένο» ὄχι γιά σᾶς, ἀλλὰ γιά τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του· διότι τοῦτο δεν εἶναι προηγούμενο δικό μου θέλημα, δέν σᾶς ἔπλασα γι’ αὐτό, δέν ἑτοίμασα γιά σᾶς τὴν φωτιά. Τὸ ἄσβεστο πῦρ ἔχει ἀναφθεῖ γιά τοὺς δαίμονες πού ἔχουν ἀμετάβλητη τὴν ἕξι τῆς κακίας, μὲ τοὺς ὁποίους σᾶς συνέδεσε ἡ σύμφωνη μ’ ἐκείνους ἀμετανοήτη γνώμη. Εἶναι λοιπὸν ἐθελοντικὴ ἡ συμβίωσις μὲ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους. «Διότι ἐπείνασα καὶ δέν μοῦ ἐδώσατε νά φάγω, ἐδίψασα καὶ δέν μὲ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ δέν μὲ συμμαζεύσατε, γυμνὸς καὶ δέν μὲ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς καὶ στή φυλακὴ ἤμουν καὶ δέν μ’ ἐπισκεφθήκατε». Ὅπως. ἀδελφοί, ἡ ἀγάπη καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἶναι πλήρωμα τῶν ἀρετῶν, ἔτσι τὸ μῖσος καὶ τὰ ἔργα τοῦ μίσους, ὁ ἀσυμπαθὴς τρόπος, ἡ ἀκοινώνητη γνώμη, εἶναι πλήρωμα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως τή φιλανθρωπία ἀκολουθοῦν καὶ συνυπάρχουν μὲ αὐτὴν οἱ ἀρετές, ἔτσι τήν μισανθρωπία ἀκολουθοῦν οἱ κακίες· γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν μόνο καταδικάζονται.
22. Θὰ ἤθελα λοιπὸν νά εἴπω ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα δεῖγμα μίσους μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ νά προτιμοῦμε ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τὸ ἄφθονο ἀργύριο· ἀλλὰ βλέπω τὴν κακία νά ἔχει εὕρει καὶ μεγαλύτερο δεῖγμα τῆς μισανθρωπίας. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι πού ὄχι μόνο δέν ἐλεοῦν ἀπὸ ὅσα διαθέτουν πλουσίως, ἀλλὰ καὶ σφετερίζονται τὰ ξένα. Ἂς συλλογισθοῦν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀπόφαση πρὸς τοὺς μὴ ἐλεήμονες, τὶ θὰ εὕρουν αὐτοὶ καὶ τὶ θὰ πάθουν, καὶ ποίας ἀκατανοήτης καὶ ἀφόρητης καταδίκης εἶναι ἄξιοι, ἂς ἀποστοῦν ἀπὸ τὴν ἀδικία καὶ ἂς ἐξιλεώσουν τὸ θεῖο διὰ τῶν ἔργων τῆς μετανοίας. Ἐκεῖνοι δὲ θ’ ἀποκριθοῦν τότε ὡς ἑξῆς· «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νά πεινᾷς ἢ νά διψᾷς ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενή ἢ φυλακισμένον, καὶ δέν σὲ ὑπηρετήσαμε;».
23. Βλέπετε καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο κακό, τὴν ὑπερηφάνεια, συνεζευγμένη μὲ τὸν ἀσυμπαθὴ τρόπο, ὅπως τὴν ταπείνωσι μὲ τὴν συμπάθεια; Οἱ δίκαιοι ἐγκωμιαζόμενοι γιά τὴν φιλανθρωπία τους, ταπεινώνονται περισσότερο, δέν δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των. Οἱ ὑπερήφανοι, ὅταν κατηγοροῦνται γιά τὴν ἀσπλαγχνία τους ἀπὸ τὸν ἀψευδῆ, δέν προσπίπτουν ταπεινωμένοι, ἀλλὰ ἀντιλέγουν καὶ δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των. Γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀκούσουν τὰ λόγια· «ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἐφ’ ὅσον δέν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐλαχίστους, δέν τὸ ἐκάματε οὔτε σ’ ἔμενα». Κι ἔτσι θὰ μεταβοῦν, λέγει, «αὐτοὶ μὲν σὲ αἰώνια κόλασι. οἱ δὲ δίκαιοι σὲ αἰώνια ζωή».
24. Ἂς ἐλεήσωμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτοὺς μας, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ἐλέους πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἂς ἀποκτήσωμε διὰ τῆς συμπαθείας τὴν συμπάθεια, ἂς εὐεργετήσωμε γιά νά εὐεργετηθοῦμε. Ἡ μὲν ἀνταπόκρισις εἶναι ὁμοία, διότι πρόκειται γιά εὐποιία καὶ φιλανθρωπία, γιά ἀγάπη καὶ ἔλεος καὶ συμπάθεια· ἀλλὰ δεν εἶναι ἴση κατὰ τὴν ἀξία καὶ τὸ μέτρο τῆς ὑπεροχῆς. Διότι ἐσὺ μὲν παρέχεις ἀπὸ ὅσα ἔχει ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὅσο μπορεῖ νά εὐεργετήσει ὁ ἄνθρωπος, παίρνεις δὲ σὲ ἀνταπόδοση ἀπὸ τοὺς θείους καὶ ἀκενώτους θησαυροὺς ἑκατονταπλάσια καὶ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ εὐεργετῆσαι ἀπὸ ὅσα καὶ ὅσο μπορεῖ ὁ Θεὸς νά εὐεργετήσει, «πράγματα πού ὀφθαλμὸς δέν εἶδε καὶ οὗς δέν ἄκουσε καί πού δέν ἀνέβηκαν στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου».
25. Ἂς σπεύσωμε λοιπὸν γιά νά ἐπιτύχωμε τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητος, ἂς ἀγοράσωμε μὲ ὀλίγα ἀργύρια αἰώνια κληρονομία, ἂς φοβηθοῦμε τέλος τὴν ἀπόφαση ἐναντίον τῶν ἀνοικτιρμόνων, γιά νά μὴ κατακριθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν ἐκεῖ• ἂς μὴ φοβηθοῦμε μὴ τυχὸν γίνωμε πτωχοί, δίδοντας ἐλεημοσύνη, διότι θ’ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Χριστό, «ἔλθετε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν γῆ». Ἂς φοβηθοῦμε καὶ ἂς κάμωμε τὸ πᾶν, γιά νά μὴ φανοῦμε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀσπλαγχνίας· «διότι αὐτὸς πού δέν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφὸ του, πού τὸν εἶδε», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «πῶς θ’ ἀγαπήσει τὸν Θεὸ πού δέν τὸν εἶδε», αὐτὸς δὲ πού δέν ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ πῶς θὰ συνυπάρξει μὲ Αὐτόν; Καὶ αὐτός πού δέν συνυπάρχει μὲ Αὐτὸν θ’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ Αὐτόν· ὁ δὲ ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ Αὐτὸν ὁπωσδήποτε θὰ πέσει στή γέεννα τοῦ πυρός.
26. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς ἐπιδείξωμε ἔργα ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μας ἐν Χριστῷ, ἐλεώντας τοὺς πτωχούς, ἐπιστρέφοντας τοὺς πλανημένους, σὲ ὅποια πλάνη καὶ πτώχεια καὶ ἂν εἶναι, δικαιώνοντας τοὺς ἀδικουμένους, δυναμώνοντας τοὺς κατακοίτους ἀπὸ ἀσθένεια, εἴτε πάσχουν τοῦτο διὰ τῶν αἰσθητῶν ἐχθρῶν καὶ νοσημάτων εἴτε διὰ τῶν ἀοράτων πονηρῶν πνευμάτων καὶ τῶν παθῶν τῆς ἀτιμίας, ἐπισκεπτόμενοι τοὺς φυλακισμένους, ἀλλὰ καὶ ἀνεχόμενοι αὐτούς πού μᾶς κτυποῦν, καὶ χαρίζοντας ὁ ἕνας στόν ἄλλο ὅποια μομφὴ ἔχει ἐναντίον του, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς τὴν ἐχάρισε. Καὶ γενικῶς, ἂς ἐπιδείξωμε τὴν μεταξὺ μας ἀγάπη μὲ κάθε τρόπο καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ λόγο, γιά νά ἐπιτύχωμε τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγάπη, νά εὐλογηθοῦμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νά κληρονομήσωμε τὴν ἐπηγγελμένη σ’ ἐμᾶς καὶ γιά μᾶς οὐράνια καὶ αἰώνια βασιλεία ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου.
27. Αὐτὴν εἴθε ν’ ἀποκτήσωμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρη καὶ τήν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο πρέπει στόν Πατέρα, καθὼς καὶ στό Ἅγιο Πνεῦμα, τιμὴ καὶ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.