Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 04, 2018

Εἰσαγωγὴ στὰ πάθη


Α

Ἡ ἑβδομάδα τῶν παθῶν κεντρίζει τή μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ξαναφέρνει στή θύμησή τους τή μορφή τοῦ Χριστοῦ καί κάθε ἄνθρωπος ἀνασυνθέτει αὐτή τή μορφή, κατά τήν πίστη του, ἤ τά κριτήρια τῆς ἀπιστίας του.

Ἡ μόρφωση, ἤ ἡ ἀμάθεια τῶν ἀνθρώπων, δέν ἔχουν στήν προκειμένη περίπτωση καμμιά σημασία. Ὑπάρχουν σοφοί πού εἶναι πιστοί καί σοφοί πού εἶναι ἄπιστοι. Κι ὑπάρχουν «πτωχοί τῷ πνεύματι» πού λάμπουν σάν τόν ἥλιο κι ἀγράμματοι πού εἶναι ἀδιάφοροι, ἤ προληπτικοί. Ὁ καθιερωμένος τρόπος, πού οἱ διανοούμενοι καιροί μᾶς προσφέρουν γιά τή γνωριμία τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ βιογραφίες του. Βίοι τοῦ Χριστοῦ γραμμένοι ἀπό πιστούς καί βίοι τοῦ Ἰησοῦ σχεδιασμένοι ἀπό ἄπιστους. Ἡ βιογραφία εἶναι τό ἀγαπημένο λογοτεχνικό εἶδος τοῦ καιροῦ μας, γιατί μᾶς βγάζει ἀπ’ τόν κόπο τῆς ἀπευθείας γνωριμίας, τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ μέσα στό αὐθεντικώτερο τεκμήριο πού σώζεται, τήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Χριστός ὅμως δέν βιογραφεῖται, γιατί εἶναι μορφή πού ξεπερνᾶ τά πλαίσια τῆς ἱστορίας καί σάν τέτοια δέν μπορεῖ νά βρῆ βιογράφο μέ ὑπεριστορικό ἀνάστημα. Τό μόνο πού εἶναι κατορθωτό, στήν περίσταση, εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐξηγηθῆ καί νά κατανοηθῆ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶν’ ὁ μόνος δρόμος γιά νά προσεγγίση ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό, ὁ μόνος ἔναστρος οὐρανός, πού ὅσες φορές κι ἄν τόν μελετήσουμε μᾶς φανερώνει καινούργια ἀστέρια.

Τ’ ἀνθρώπινα βιβλία κι οἱ ἱστορίες δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν βιβλική πληρότητα, γιατί ἔχουν ὅλο τόν ἐφήμερο χαραχτήρα πού παρουσιάζει κάθε ἐκδήλωση τ’ ἀνθρώπου. Κι ὅταν ἱστορικές μορφές, ὅπως ὁ Σωκράτης, μᾶς παρουσιάζεται τόσο διαφορετικά στόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα, κι ὅταν τόση ἀπόσταση χωρίζει τόν Χριστόφορο Κολόμπο τοῦ Βάσερμαν ἀπ’ τόν Κολόμπο τοῦ Σαρκώ, κι ὁ πιό κοινός ἄνθρωπος μπορεῖ νά καταλάβη τί σημαίνει ἀπόπειρα βιογραφίας τῆς μοναδικῆς ὑπεριστορικῆς μορφῆς, δηλαδή τοῦ Θεοῦ.

Τά Εὐαγγέλια καί τούς Ἀποστόλους τά διαβάσαμε καί τ’ ἀκοῦμε. Ἀλλά δέν φτάνει. Ἄν δέν φουντώση μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ πραγματική λαχτάρα γιά τήν ἀλήθεια, τό Εὐαγγέλιο δέν ἀποκαλύπτει τούς μυστικούς θησαυρούς του κι ὁ Χριστός ὀρθώνεται στά μάτια μας μονάχα σάν ἱστορική μορφή. Εἶναι ἀδύνατο νά φτάσωμε στή γνώση, λέει ὁ Ματθαῖος, ἄν δέ νοιώσουμε κατάπληξη. Κι ὁ Κλήμης τῆς Ἀλεξάντρειας, λογαριάζει τό θαυμασμό ἀρχή κάθε γνώσης. Ἡ διαφορά τῶν Εὐαγγελίων πρός τ’ ἄλλα βιβλία εἶναι πώς τά Εὐαγγέλια δέν ἱστορᾶνε μία ζωή, πού ἀρχίζει ἀπό ἕνα λίκνο καί τελειώνει σ' ἕνα τάφο, ἀλλά φανερώνουν τή μοναδική κι ἀπροσμέτρητη προσφορά τοῦ θείου πρός τόν ἄνθρωπο. Μ' ἄλλα λόγια, τά Εὐαγγέλια ἀφοροῦν περισσότερο τή δική μας ζωή, παρά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Γιατί γιά μᾶς εἶπεν ὅσα εἶπε, γιά μᾶς ἔπραξε ὅσα ἔπραξε, γιά τή λύτρωση τή δική μας μετρήθηκε μ’ ὅλη τήν κλίμακα τῶν πειρασμῶν καί γιά τή σωτηρία μας μαρτύρησε κι ἔχυσε τό αἷμα του στό Σταυρό. Ἄν πίσω ἀπ’ τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στά Εὐαγγέλια, δέν ἀνακαλύψουμε τό πρῶτο καί τό τελευταῖο λυτρωτικό μήνυμα χαρᾶς, ἄν στό λόγο του δέ συλλάβουμε τό κενό τῆς δικῆς μας ζωῆς καί τό δρόμο πρός τό «χαροποιόν πένθος», τότε δέν ὑπάρχει κανένας τρόπος νά γνωρίσουμε τό Χριστό, ὅσα βιβλία κι ἄν διαβάσουμε, ὅσες σοφίες κι ἄν μᾶς παρασταθοῦν γιά νά βοηθήσουν στήν κατανόησή του. Ἡ θεϊκή του ἀχτινοβολία θά μᾶς ξεφεύγη.

 
* * *

Πόσο πιστή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη εἰκόνα μέσα στά Εὐαγγέλια καί πόση ἀπροσμέτρητη ἀπόσταση χωρίζει τό γήινο αὐτό τοπίο ἀπ’ τό Χριστό, φαίνεται θαυμαστά στήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα. Στόν πίνακα αὐτόν τρία εἶναι τά χαραχτηριστικά γνωρίσματα. Πρῶτα, ὁ τρόπος πού προκρίνει ὁ Ἰησοῦς νά μπῆ στά Ἱεροσόλυμα, δεύτερο τό στοιχεῖο πλῆθος, καί τρίτο ὅσα εἶπε κι ἔπραξε κείνη τή μέρα. Ἡ μόνη διαφορά ἀπ' τίς προηγούμενες φορές πού μπῆκε στήν Ἁγία Πόλη, εἶναι πώς τούτη μόνος του ζήτησε νά μπῆ «ἐπί πῶλον ὄνου».

Τό γνώριζε πώς ἔμπαινε θριαμβευτής. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λάζαρου εἶχε γίνει τό θέμα τῆς ἡμέρας. Λογαριάστηκε τό ἐπιστέγασμα τῶν θαυμάτων του καί τό πλῆθος τρέχει πάντα πίσω ἀπ' τό νικητή. Ὡστόσο ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἡ νίκη πού ἐννοοῦσε τό πλῆθος καί γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα τοῦ θριάμβου του δέν εἶχε κανένα ἀπ’ τά γνωστά χαραχτηριστικά τῶν Καισαρικῶν θριάμβων, πού δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ ἀποθέωση τῆς βίας κι ἡ κυνική προβολή τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας. Γι’ αὐτή τήν τελευταία του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ ζήτησε νά καθήση πάνω στό πιό ταπεινό πλάσμα τῆς δημιουργίας καί τό πιό περιφρονημένο. Σ' ἕνα γαϊδούρι. Τό ἴδιο ταπεινό ὑποζύγιο στάθηκε μάρτυρας στή γέννησή του καί τό ἴδιο, πού τόν φυγάδεψε μειράκιο, γιά νά σωθῆ ἀπ’ τό φονικό μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη, στήν Αἴγυπτο, τόν ὁδηγᾶ τώρα στήν ἁμαρτωλή πόλη τοῦ μαρτυρίου του. Καί δέν πρόκειται γιά τυχαία σύμπτωση. Ὁ Ἰησοῦς τό ζήτησε. Κι ἔστειλε μάλιστα δύο μαθητές του νά φέρουν τόν πῶλο καί τούς ὥρισε προκαταβολικά ποιά δικαιολογία νά προβάλουν στόν κτήτορα τοῦ ζώου. Δέν ἦταν διόλου δύσκολο στόν Ἰησοῦ νά ἐπιδίωξη διαφορετικήν εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ, κι ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα βοηθοῦσε σέ τέτοιαν ἐγκόσμιαν ἐπίδειξη. Ὁ θρίαμβος του ὅμως δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου καί γιά τοῦτο θέλησε ἡ εἴσοδός του νάχη ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ταπεινοφροσύνης καί κανένα ἀπό κεῖνα πού συνθέτουν τήν αἴγλη τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς.

Κι ἀπ' τήν ὥρα πού πατᾶ τούς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ, φουντώνει στήν ψυχή του ἡ μεγάλη δοκιμασία, ποὖχε ἀρχίσει κιόλας στήν Καπερναούμ. Κι ἡ δοκιμασία αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς λαϊκῆς παραφορᾶς, αὐτοῦ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, πού δέν ἦταν κεῖνο πού Αὐτός ζητοῦσε.

Οἱ ὕμνοι καί τά «ὡσαννά» ἦταν μία φευγαλέα ἀναλαμπή μέσα στήν ψυχή τῆς μάζας. Κι ὁ λόγος ἦταν ἕνας καί πολύ ἁπλός. Πὼς ἦταν μάζα.

Τό σωτήριο μήνυμά του δέν ἀπευθυνόταν στά πλήθη, ἀλλά στά ἄτομα. Τό αἴτημα τῆς ἀγάπης δέν μπορεῖ νἄναι ὁμαδικό, ἀλλ’ ἀτομικό. Τόν καθένα ξεχωριστά καλοῦσε ν’ ἀγαπήση τόν πλησίον του σάν τόν ἑαυτό του. Κι ἡ λευτεριά πού εὐαγγελιζόταν δέν ἦταν ἡ λευτεριά τῶν ὁμάδων, ἐθνικῶν, φυλετικῶν ἤ θρησκευτικῶν, ἀλλ’ ἡ λευτεριά τοῦ ἀτόμου. Τόν ἄνθρωπο ἤθελε νά λευτερώση κι ἀπ’ τά δεσμά τῆς ὁμαδικῆς σκλαβιᾶς κι ἀπ’ τά χειρότερα δεσμά πού ἁλυσοδένουν τό νοῦ καί τήν ψυχή του, τά πάθη του. Σέ πόλεμο κατά τοῦ ἑαυτοῦ του κάλεσε τόν ἄνθρωπο καί τό πεδίο αὐτοῦ του πολέμου εἶν’ ὄξω ἀπ’ τά πλαίσια τῆς μάζας. Ὁ ἀγωνιστής γιά ν’ ἀναπτύξη τή στρατηγική σ’ αὐτόν τόν πόλεμο, χρειάζεται πρίν ἀπ' ὅλα ν’ ἀπαγκιστρωθῆ ἀπ' τή μάζα καί νά πάψη νἄναι πλῆθος. Μονάχα αὐτά, τά πνευματικά λευτερωμένα ἄτομα, ἀδερφωμένα μέ τῆς ἀγάπης τό μυστικό δεσμό, θεμελιώνουν τήν καθαγιασμένη κοινότητα, πού λέγεται Ἐκκλησία. Τ’ ἄλλα, εἶναι τό πλῆθος πού τήν Κυριακή τῶν Βαΐων φώναζε «ὡσαννά» καί μετά τρεῖς μέρες ὠρυόταν «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν». Μπροστά στήν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ πλήθους, ἡ ψυχή του γινότανε περίλυπη κι ἀκόμη βαθύτερος ἦταν ὁ πόνος του ὅταν ἔβλεπε τή χαρούμενη ἱκανοποίηση τῶν μαθητῶν του μπροστά στόν ἐνθουσιασμό, πού σέ λίγο θά μετάλλαζε σ' ἀνάθεμα καί κραυγή ὀργῆς καί θανάτου. Τῶν μαθητῶν πού ἦταν οἱ διαλεχτοί του, πού εἶχαν ἀκούσει τό λόγο του κι ἦταν μάρτυρες στά θαύματά του, τῶν μαθητῶν πού θά κοιμόνταν τήν ὥρα τῆς ἀγωνίας του, πού θά τόν πρόδιναν, πού θά τόν ἀρνιόνταν καί κυριεμένοι ἀπό δειλία, θά τρέπονταν σέ φυγή, τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ μεγάλος πόνος τοῦ Ἰησοῦ, τό φοβερό μαρτύριο τῆς ψυχῆς του, ἀρχίζει ἀκριβῶς ὅταν γίνεται αἰσθητὴ ἡ μόνωση, ἐπειδή κανείς δέν τόν καταλαβαίνει. Γιατί δέν εἶναι μονάχα τό πλῆθος πού ἀλαλάζει, οὔτε οἱ Φαρισαῖοι κι οἱ Ἑλληνίζοντες Σαδουκαῖοι, πού εἶναι μακρυά του καί ξεσηκώνουνται καταπάνω του, ἀλλά οἱ δώδεκα ἀφοσιωμένοι μαθητές του, πού δέν τόν καταλαβαίνουν. Ἀπ’ τήν Καπερναούμ ὡς τή Σταύρωση ζοῦμε ἀλλεπάλληλα τά στάδια σ’ αὐτό τό δράμα τῆς ἀσυνεννοησίας. Ὅταν, λίγο πρίν, εἶχεν ἀναστήσει τό Λάζαρο, γιά τήν ἴδια ἀφορμή εἶχε δακρύσει. Δέν τόν τρόμαζε ὁ θάνατος, πού τόν νίκησε, ἀλλά τ’ ἁμαρτωλά ἀνθρώπινα κριτήρια καί κείνων πού ἦταν οἱ ἀγαπημένοι του, κι ἡ ἀδύναμη πίστη τους. Τόν γνώριζαν καλά οἱ ἀδερφές τοῦ Λάζαρου κι ὅμως τό μόνο πού μπόρεσαν νά σκεφτοῦν καί νά τοῦ ποῦν κι οἱ δύο σέ διαφορετικές στιγμές εἶναι «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἄν ἐτεθνήκει». Πιστεύανε στή θεραπευτική δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν τολμοῦσαν νά σκεφτοῦν πώς μποροῦσε νά τόν ἀναστήση. Τό θέαμα τοῦ θανάτου εἶχε παραλύσει τήν πίστη, ὄχι μόνο τῆς πραχτικῆς Μάρθας, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς Μαρίας, πού «ἐξελέξατο τήν ἀγαθήν μερίδα». Ὁ Χριστός δέν δάκρυσε γιά τό Λάζαρο—τὸ θάνατό του τόν εἶχεν ἀναγγείλη στούς μαθητές του, πολύ πρίν φτάσει μπροστά στόν τάφο τοῦ Λάζαρου—αλλα γιά τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά σήκωση τ’ ἀβάσταχτο βάρος τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς.

Πλημμυρισμένος ἀπό τέτοια θλίψη φτάνει στό Ναό καί κεῖ ξεσπᾶ ἡ ὀργή του πάνω στούς κάπηλους πού εἶχαν μεταλλάξει τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ σέ «σπήλαιο ληστῶν» τούς μαστιγώνει καί καθαρίζει τό Ναό ἀπ' τά μολυσματικά παράσιτα.


 
Β

Ἀπ' τή μέρα πού ἀκολουθᾶ τήν εἴσοδό του στήν Ἱερουσαλήμ, οἱ ἄρχοντες κι οἱ ἰσχυροί τοῦ καιροῦ τόν κεραυνώνουν μέ παραπειστικά ρωτήματα, μόνο καί μόνο, γιά νά βροῦν τή ζητούμενη ἐνοχή στίς ἀπαντήσεις του, ὥστε νά οἰκοδομήσουν τό σῶμα τοῦ ἐγκλήματος καί νά τόν θανατώσουν. Τά ρωτήματα πού τοῦ θέσανε διαδοχικά, εἶναι τ' ἀκόλουθα:

1ον) Μέ ποιό δικαίωμα κάνεις ὅσα κάνεις καί ποιός σούδωκε αὐτή τήν ἐξουσία;

2ον) Πρέπει νά πληρώνουμε τό φόρο στόν Καίσαρα ἤ ὄχι;

3ον) Ἄν ἑφτά ἀδέρφια παντρευτοῦν τήν ἴδια γυναίκα, ὁ καθένας μετά τό θάνατο τοῦ προηγούμενου, καί τέλος μετά τόν θάνατο καί τοῦ ἕβδομου ἄντρα, πεθάνη κι ἡ γυναίκα ἄτεκνη, τίνος ἀπ’ τούς ἑφτά θἄναι γυναίκα στή μέλλουσα ζωή;

4ον) Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολή τοῦ Θεοῦ;

Ὁ Ἰησοῦς γνώριζε καλά καί τούς ἰσχυρούς πού τόν ρωτοῦσαν καί τούς Σαδουκαίους καί τούς Φαρισαίους, κι ἔβλεπε πόσο ὅλ’ αὐτά ἐκφράζανε περισσότερο τό χάσμα πού χώριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, παρά μία κοινή συνωμοσία ἀνθρώπων ἐνάντια σ’ ἕναν ἄνθρωπο. Ὁ ἀνθρωπος—μάζα, μιλοῦσε πάλι θέλοντας νά χρησιμοποίηση γήινα κριτήρια, γιά νά μέτρηση καί νά καθορίση τά Οὐράνια. Ἄν εἶχαν λευτερωθῆ ἀπ’ τά πάθη τους, ἄν στή θέση τοῦ ἐπίγειου εὐδαιμονισμοῦ ἄφηναν νά βλάστηση ἡ ἀγάπη, ἄν λευτέρωναν τό πνεῦμα ἀπ’ τά βαρειά δεσμά τῆς ὕλης, δέν θά ρωτοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἀπό ποιόν ἀντλεῖ τήν ἐξουσία του. Θά τό γνώριζαν καί θάχανε ζήσει τή μεγάλη καί συγκλονιστική ὥρα τοῦ θαυμασμοῦ. Μή θέλοντας ὅμως οἱ ἴδιοι νά δοῦν, εἶχαν καταντήσει ἀθεράπευτα τυφλοί. Ὁ ἀνθρωπος—μάζα δέν νοιάζεται γιά τήν ἀλήθεια. Μόνο τό λευτερωμένο πνεῦμα νοιάζεται γι’ αὐτήν, καί γι’ αὐτό στέκεται πάνω ἀπ' τή μάζα. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπαντᾶ στό πρῶτο ρώτημα, ἀλλά ὑπόσχεται v’ ἀπάντηση, ἄν πρῶτοι αὐτοί ποὺ τόν ρώτησαν ἀποκριθοῦν στό δικό του ρώτημα, ἄν τό βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη γίνεται κατά θεία προσταγή, ἤ εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση; Κι οἱ ἀνθρωποι—μάζα ἀπαντοῦν πώς δέν γνωρίζουν, ἐπειδή, ἄν ὁμολογοῦσαν πώς εἶναι ἐκτέλεση θείας προσταγῆς, θάπρεπε ν’ ἀπολογηθοῦν γιά τήν ἀπιστία τους, κι ἄν λέγανε πώς εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, κινδυνεύανε νά ἐρεθίσουν τά πλήθη, πού πιστεύανε πώς ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης.

Τό δεύτερο ρώτημα εἶναι ὁ γνησιώτερος καρπός τῆς σύγχυσης τοῦ ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ, τοῦ ἀνθρώπινου καί τοῦ θείου, τῆς ἐγκόσμιας σκοπιμότητας καί τῆς ἱερῆς μανίας, τῆς γήινης βασιλείας καί τῆς οὐράνιας. Ἡ σύγχυση τῆς ὀφειλῆς πρός τόν Καίσαρα κάθε ἐποχῆς καί τῆς ὀφειλῆς πρός τό Θεό, εἶναι τό σατανικώτερο ὅπλο, πού ἐπιτρέπει στόν ἄρχοντα τοῦ σκοταδιοῦ νά ταράζη ἀδιάκοπα τήν ἀδύνατη ἀνθρώπινη κοινότητα. Τό, κεῖνο πού ἀνήκει στόν Καίσαρα, δῶστε στόν Καίσαρα, καί κεῖνο πού ἀνήκει στό Θεό, δῶστε το στό Θεό, σημαίνει ξοφλῆστε τούς λογαριασμούς σας μέ τό ἐγκόσμιο στοιχεῖο καί καταπιαστῆτε μέ τή μεγάλη ὀφειλή πρός τόν πλάστη σας.

Ἡ ἴδια σύγχυση πεπερασμένου καί ἄπειρου, ἡ ἴδια μαζική προσήλωση στή γήϊνη νομοτέλεια φανερώνεται στό τρίτο ρώτημα. Οἱ Σαδουκαῖοι πού τό ὑποβάλανε δέν πιστεύανε στή μεταθάνατο ζωή. Ἦταν οἱ «προοδευτικοί» Ἑλληνίζοντες, καί τό ρώτημά τους ἦταν ἕνας καθαρός ἐμπαιγμός. Ὁ Χριστός ὅμως, παρά τό ἠλίθιο ρώτημα, δέν χάνει τήν εὐκαιρία ν’ ἀποδείξη πώς ἡ γήϊνη προβληματική δέν ὑπάρχει στή σφαίρα τῆς αἰωνιότητας, πώς ὅσοι περάσουνε τήν ἀθανασία δέν χρειάζουνται γάμους γιά νά διαιωνίσουνε τό εἶδος, ἀφοῦ τέτοιαν ἀνάγκη ἔχουν μονάχα οἱ θνητοί, ἀλλ' ὄχι οἱ ἀθάνατοι καί πώς ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ αὐτόματα φανερώνει τήν ἀλήθεια τῆς μέλλουσας ζωῆς, ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ Θεός δέν μπορεῖ νἄναι Θεός νεκρῶν, ἀλλ’ ὁ Θεός τῶν αἰωνίως ζώντων.

Τό τέταρτο ρώτημα, μολονότι εἶναι κι αὐτό καρπός τοῦ ἴδιου δέντρου, δίνει τήν εὐκαιρία στόν Ἰησοῦ ν' ἀποκάλυψη τό θεμελιακό νόημα τοῦ Λόγου του καί τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς Χριστιανικῆς Οἰκοδομῆς. Κι αὐτά συνοψίζουνται σέ δύο ἐντολές, πού ὁ ἴδιος χαραχτηρίζει ἰσότιμες: Ν’ ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μ' ὅλη σου τήν καρδιά, μ’ ὅλη σου τήν ψυχή, καί μ’ ὅλη σου τή διάνοια, καί ν’ ἀγαπήσης τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου.

Μόνο τό λεύτερο ἄτομο μπορεῖ νά προχώρηση σέ τέτοια ὁλοκληρωτική ἀγάπη. Τρίπτυχη εἶναι ἡ ἀγάπη αὐτή, γιατί τριαδική εἶν’ ἡ ἀλήθεια. Δέν περιορίζεται ὁ Θεϊκός ἐντολέας νά κερδίση τόν αἰσθηματικόν ἄνθρωπο, δέν φτάνει ἡ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς, οὔτε ὁλοκληρώνεται ἡ προσφορά μέ τήν ἀγάπη τῆς ψυχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀναγκαία κι ἡ προσχώρηση τοῦ «λογικοῦ ὄντος» σ’ αὐτό τό κλίμα τῆς ἀγάπης, γιά νἄναι ἡ προσφορά ὁλοκληρωμένη καί νά γίνη δυνατή ἡ πιθανότητα τῆς οὐράνιας βασιλείας. Ἡ κλιμάκωση τῆς ἀγάπης, ὅπως γίνεται σ’ αὐτή τή θεμελιακή ἐντολή, φανερώνει τή βασική διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα ἐγκόσμιας καί πνευματικῆς διαδικασίας. Στόν Σαίξπηρ, ὅταν ὁ Ἀμλέτος βλέπει τόν ἠθοποιό νά συγκινιέται καί νά κλαίη γιά τά παθήματα τῆς Ἑκάβης, λέει:

«Δέν εἶναι τερατῶδες αὐτός ὁ θεατρίνος, ἔτσι γιά ἕνα ψέμμα νά μπόρεση νά ὑποτάξη τήν ψυχή του στοῦ νοῦ τή σύλληψη, ὥστε τό πρόσωπό του νά χλωμιάζη, μέ δάκρυα στά μάτια». κ.λ.π.

Ξεκάθαρα ἡ γήϊνη δοκιμασία τῆς γνώσης κάνει τήν ἐκ διαμέτρου ἀντίστροφη πορεία ἀπό κείνην πού χρειάζεται γιά νά πλησίαση ὁ ἄνθρωπος τή γνώση πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος. Τή σχετική ἀλήθεια, τή μερική, τήν ἀλήθεια τοῦ κόσμου τῶν αἰστήσεων, τή συλλαβαίνει πρῶτα ὁ νοῦς, καί στή νοητική αὐτή σύλληψη ὑποτάσσεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τ’ ἀνθρώπου, ὥστε νά μπορῆ νά κάνη τό πρόσωπό του νά χλωμιάζη, νά γεμίζη δάκρυα τά μάτια του καί νά οἰκοδομᾶ ὅλη τήν ἐγκόσμια ψευταίσθηση, πού λέγεται πολιτισμός. Στήν ἀπόλυτη ἀλήθεια ἡ κλιμάκωση εἶναι διαφορετική. Ἀρχίζει ἀπ' τήν καρδιά, ἁπλώνεται στήν ψυχή, κι ὁλοκληρώνεται στή διάνοια. Μπροστά στή μεγάλη ἀποκάλυψη σταματοῦν πρῶτα οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς, ἔπειτα φουντώνει στήν ψυχή ὁ συγκλονιστικές κεῖνος θαυμασμός, πού ὁ Κλήμης τῆς Ἀλεξάντρειας λογαριάζει προθάλαμο τῆς πίστης, κι ἀκολουθᾶ ἡ νόηση, πού λογικοποιεῖ καί σταθεροποιεῖ, ὅσα δέχτηκαν οἱ μυστικοί δέχτες τῆς καρδιᾶς καί τῆς ψυχῆς. Ἡ προβληματική αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὑπάρχει ἀκριβῶς σ' αὐτή τήν τριαδική κλιμάκωση, ὅπως ἡ προβληματική στή δεύτερη ἐντολή ὑπάρχει στόν ἑνικό ἀριθμό πού μεταχειρίζεται ὁ Χριστός γιά νά ὁρίση τόν «πλησίον» καί στίς λέξεις «ὡς ἑαυτόν».

Ὁ Ἰησοῦς δέν ὁρίζει ν' ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τούς πλησίον του, ἀλλά τόν πλησίον του. Ἀπ’ τήν ἐντολή ἀποκλείουνται οἱ ἀφηρημένες κεῖνες γενικεύσεις, πού δέν ὁδηγοῦνε παρά στήν σύγχηση καί στήν ἁμαρτία. Δέν ὁρίζει νά ἀγαποῦμε τήν ἀνθρωπότητα, γιατί αὐτό δέν σημαίνει ἀπολύτως τίποτα. Οὔτε κι ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους, ἀλλά στόν ἄνθρωπο, σάν ἄτομο λευτερωμένο, πού καλεῖται ν’ ἀγαπήση τό διπλανό του, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός ὁ διπλανός. Καί συνεχίζοντας μέ τήν ἴδια σαφήνεια τήν ἐντολή, δέν ὁρίζει στόν ἄνθρωπο ν’ ἀγαπᾶ μονάχα, ἀλλά τοῦ καθορίζει καί πῶς ν’ ἀγαπᾶ. Σάν τόν ἑαυτό του. Ἀλλά τό πρόβλημα στό σημεῖο τοῦτο εἶναι ἐξαιρετικά πολύπλοκο. Γιατί πῶς ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του; Νά ἡ μεγάλη καί ἡ τραγική ἀπορία. Ὑπάρχουν δύο ἑαυτοί μας, ὁ ἐσωτερικός κι ὁ ἐξωτερικός. Πολύ συχνά ὁ ἐξωτερικός ἔχει τόση κυριαρχική ἐπιβολή, ὥστε ὁ ἐσωτερικός σχεδόν ἐξαφανίζεται. Τό πρόβλημα ἔτσι τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον συνοψίζεται πάλι στήν ἀποκάθαρση τοῦ ἀνθρώπου, στήν λύτρωσή του ἀπ’ τά δεσμά τῶν παθῶν, στό πρόβλημα τοῦ λευτερωμένου ἀτόμου, πού μόνο στά σπλάχνα του μπορεῖ νά ριζώση ἡ πίστη καί ν’ ἀνθίση τό πλατύφυλλο δέντρο τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Μ’ ἄλλα λόγια, ἄν δέν ὕπαρξη «κεκαθαρμένος» ἑαυτός, θέμα ἀγάπης πρός τόν πλησίον δέν ὑπάρχει. Γι’ αὐτό σοφώτατα ἡ πρώτη ἐντολή ὁρίζει ν’ ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μ’ ὅλη σου τήν καρδιά, μ' ὅλη σου τήν ψυχή καί μ’ ὅλη σου τή διάνοια, γιατί ὁ ἄνθρωπος πού δέν κατάφερε, μέ τέτοιον ἀπόλυτο τρόπο, ν' ἀγαπήση τόν Πλάστη του, εἶν’ ἀδύνατο ν’ ἀνακάλυψη τόν ἐσωτερικό ἑαυτό του, νά τόν ἀγαπήση καί νά τόν ὑψώση ὥστε ν’ ἀγαπήση καί τόν πλησίον του, εἴτε δίκαιος εἶναι, εἴτε ἁμαρτωλός, εἴτε ἄντρας εἶναι, εἴτε γυναίκα, εἴτε Ἰουδαῖος εἶναι, εἴτε Ἕλληνας, εἴτε δοῦλος εἶναι, εἴτε λεύτερος.

Δύσκολος ὁ δρόμος καί στενή ἡ πύλη. Ἀλλά πῶς νά γίνη διαφορετικά, ἀφοῦ εἶν’ ὁ μόνος κι ὁ ἀποκλειστικός δρόμος ποὺ ὁδηγᾶ πρός τή λύτρωση;

Ἡ λυτρωτική προσφορά τοῦ Ναζωραίου δέν ἀπευθύνεται σέ ὁλότητες, ἀλλά στόν ἀπομαζοποιημένον ἄνθρωπο. Ἡ ὁδός πού χαράζει, εἶναι δρόμος ἀτομικῆς σωτηρίας κι ὅταν ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος ἀπευθύνεται στά πλήθη, ἤ στά Ἔθνη, δέν ἀπευθύνεται στήν ὁμαδική τους ὑπόσταση, ἀλλά στά ἄτομα πού τ’ ἀπαρτίζουνε καί καλεῖ τό καθένα ξεχωριστά, σάν μονάδα— προσωπικότητα, ν' ἀνοίξη τήν καρδιά, τήν ψυχή καί τό πνεῦμα στήν ἀλήθεια πού ἀποκαλύφτηκε.


 
Γ

Ἡ Εὐαγγελική διαλεχτική-ἀνατρέπει ὅλα τά δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας καί τήν καθιερωμένη ἱστορική ἱεράρχηση. Ὅταν οἱ μαθητές φιλονικούσανε γιά τό ποιός θἄναι ὁ πρῶτος μεταξύ τους, ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πώς πρῶτος θάναι κεῖνος πού θά μπόρεση νά φερθῆ σάν ἔσχατος καί νά ὑπηρετῆ σάν νἄταν ὁ νεώτερος. Δηλαδή πρῶτος θάναι ὁ ταπεινές κι ὁ ἔσχατος, ἐνῶ στά πλαίσια τῆς ἱστορίας, πρῶτος εἶναι κεῖνος πού ξέρει καί μπορεῖ νά ἐκμεταλλεύεται τήν ὑλική δύναμη καί νά χορταίνη μέ κολακεῖες.

Γι’ αὐτό ὅταν θέλη νά φάη μαζί τους, στέλνει τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη νά ἑτοιμάσουν τό Πασχαλινό δεῖπνο καί τούς ὁρίζει νά πορευτοῦν στήν πόλη ὅπου θά συναντήσουν ἕναν ὑπηρέτη πού θά κρατᾶ ὑδρία μέ νερό. Αὐτόν θ’ ἀκολουθήσουν κι αὐτός θά τούς ὁδηγήση στό σπίτι τοῦ κυρίου του, πού θά τούς δώση καί τήν κατάλληλη αἴθουσα κι ὅλα τά χρειαζούμενα. Ἕναν ταπεινό δοῦλο τούς στέλνει ν’ ἀκολουθήσουν καί δέν τούς στέλνει ἀπ’ εὐθείας στόν κάτοχο τοῦ σπιτιοῦ. Δέν εἶναι κι ἐδῶ τυχαία αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλ’ ἀπόλυτα ἐναρμονισμένη μέ τή βασική Εὐαγγελική ἀρχή τῆς ταπεινοφροσύνης. Τό ζητούμενο δέν βρίσκεται παρά ἄν ἀκολουθήσουμε τόν ταπεινό δοῦλο, πού σηκώνει στούς ὤμους του τήν ὑδρία μέ τό καθαρτήριο νερό, κι ὄχι τόν κύριο τοῦ δούλου, κι ὅταν ἀκόμα εἶναι πρόθυμος κι ἕτοιμος νά μᾶς δεχτῆ.

Ἴσως σκεφτῆ ὁ ἱστορικός πώς τρία χρόνια μαθητεία, θἄπρεπε νάχη βάλει τουλάχιστο τούς δώδεκα μαθητές, στό δρόμο τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης ! Ἦταν οἱ προνομιοῦχοι πού ὁ Χριστός διάλεξε καί τράβηξε ἀπό τό ἄμορφο καί ἀσυναίστητο πλῆθος. Εἶχαν ζήσει μαζί Του, εἶχαν ἀκούσει, ὅσο κανένας ἄλλος, τό λόγο Του, εἶχαν δεῖ ὅλα τά θαύματά Του. Κι ὅμως. Μέσα σ’ αὐτούς τούς δώδεκα, διατηροῦσαν τή θέση τους κι ἡ δειλία κι ὁ εὐδαιμονισμές κι ὁ θυμός κι ἡ φιλαρχία καί τό φοβερώτερο ἀπ’ ὅλα ἡ προδοσία. Ἄν ἡ εἰκόνα τῆς μάζας, πού ἄφηνε κραυγές ἐνθουσιασμοῦ καί φώναζε «Ὡσαννά», ὅταν πραγματοποίησε τήν τελευταία Του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ, κι ἔστρωνε τούς δρόμους, πού πέρασε, μέ τά ροῦχα της, ἀνεμίζοντας βάγια, ἀποτελοῦσε ἕνα τεκμήριο τῆς σύγκρουσης τῆς Ἱστορίας πρός τήν Ὑπεριστορία, ἡ εἰκόνα τῆς μικρῆς κοινότητας τῶν μαθητῶν του, ἀποτελοῦσε μία δραματική ἀκόμα φάση αὐτῆς τῆς σύγκρουσης.

Οἱ δώδεκα, πού θά κατηχοῦσαν ὅλα τά ἔθνη, ἔπρεπε νά καταλάβουν, πώς οἱ δρόμοι πού ὁδηγᾶνε στήν ἀπόλυτη ἀλήθεια, δέν ἔχουν καμμιά συγγένεια μέ τούς δρόμους πού εἶχε χαράξει γιά τόν ἴδιο σκοπό ἡ ἐγκόσμια σοφία. Δέν τούς κάλουσε ν’ ἀντιγράψουν τή μεθοδολογία τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων, νά ἱδρύσουν νέα Ἀκαδημία ἤ νέα Στοά, νά συμπληρώσουνε τήν Ἀθήνα ἤ τήν Ἀλεξάντρεια, ἀλλά νά τίς ἀνατρέψουνε καί νά παραμερίσουνε τή φιλοσοφία, γιά ν’ ἀποκαταστήσουνε τήν ἀλήθεια ποῦχε σπαρῆ στή γῆ τοῦ Ἰσραήλ, ἀπό τούς Πατριάρχες, τούς Κριτές, τούς μεγάλους Βασιλιάδες, καί τούς Προφῆτες, γιά νά βρῆ τήν ἔκφρασή της στόν Ἐνσαρκωμένο Λόγο. Ἡ φιλοσοφία μέ τά χείλη τοῦ Σωκράτη διακήρυξε πώς «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα». Κι ὁ Ἰησοῦς κήρυξε μέ παρρησία ὀλότελ’ ἄγνωστη στή φιλοσοφία, «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή», καί τό «ὁ Οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν». Ἡ ὁδός ἀκριβῶς πού χάραζε, τούς ἔβγαζε ἀπό magna ignorantia τῆς φιλοσοφίας καί, τό σπουδαιότερο, παρουσιαζόταν ριζικά διαφορετική ἀπ’ τή φιλοσοφία» Δέν προβαδίζει πιά «τοῦ νοῦ ἡ σύλληψη», τοῦ Ἀμλέτου, ἀλλά τό σταμάτημα τῶν χτύπων τῆς καρδίας, μπροστά στήν ἐκτυφλωτική ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Ἡ ὁλοκληρωτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, πού κήρυξε, εἶναι τοπίο ὅπου μονάχα ἕνας δρόμος ὁδηγᾶ. Ὁ δρόμος τοῦ Πάθους.

Κεῖνος πού δέν εἶν’ ἕτοιμος νά ταπεινωθῆ, δέν μπορεῖς ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού δέν ἀντέχει στόν περίγελο τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού τρέμει γιά τό σαρκίο του δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού πουλᾶ ὅλα γιά νά μή χάση ἕνα μαλακό κρεββάτι, ἕνα ζεστό σπίτι, ἤ ἕνα καλό φαγητό, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού θέλει νἄναι πρῶτος καί πουλᾶ τά πρωτοτόκια γι’ αὐτό τό πινάκιο φακῆς, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού ἀποζητᾶ τόν κόλακα ἔπαινο τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού δέν καταφέρνει νά ξεριζώση ἀπό μέσα του τή Λερναία Ὕδρα τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς περηφάνειας, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κι ὅποιος δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση δέν μπορεῖ νά γνωρίση, γιατί μονάχα ὅποιος ἀγαπᾶ γνωρίζει, καί μονάχα αὐτός μπορεῖ νά πέραση μέσα στόν κύκλο τῆς ὑπερλογικῆς γνώσης, δηλαδή τῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄλλοι δρόμοι, εἴτε φιλοσοφία λέγουνται, εἴτε ποίηση, εἴτε τέχνη, εἴτε ἐπιστήμη, μονάχα ὡς τήν ὑποψία τῆς γνώσης μποροῦν νά φτάσουν, ἀλλ’ ὄχι στή γνώση καί τήν ἀλήθεια.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού μπορεῖ ν’ ἀγαπήση, εἶναι κεῖνος πού μπορεῖ νά σηκώση στούς ὤμους του τὸ βάρος τοῦ Πάθους.

Στήν ἀρχαία φιλοσοφία οἱ ἥρωες δέν μποροῦν νά σηκώσουν τό βάρος τοῦ πάθους. Τό προσπερνοῦν, τό παρακάμπτουν καί τό πράμμα διαφέρει. Ἡ εἰκόνα τοῦ Πάθους εἶναι ὁλότελα σβυσμένη ἀπ’ τό θάνατο τοῦ Σωκράτη. Προχωρεῖ πρός τό θάνατο μέ ἀποκρουστική ἀδιαφορία, κι ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφική καί ζωϊκή ἐμπειρία του κατάφεραν νά τόν ὁδηγήσουν στήν ἀπάθεια. Στήν ἀρχαία τραγωδία ὑπάρχει ἕνα πλῆθος πού παθητικά ὑποφέρει κι ἕνας ἄλλος κόσμος, ἰδανικός, πού τά πιό ψηλά του αἰστήματα εἶναι νοθεμμένα ἀπ' τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου, ὅπως μετροῦν αὐτό τό μεγαλεῖο τά μέτρα τοῦ περήφανου ἀνθρώπου.

Θρύψαλα λευτεριᾶς ὑπάρχουν στόν ἀρχαῖο κόσμο, κι ὄχι ἡ λευτεριά ποὔναι γέννημα ἀπόλυτης «κι-ὁλοκληρωμένης ἀγάπης. Στόν Χριστιανικὸ κόσμο δέν ὑπάρχουν οἱ διαχωρισμοί πού ὑπάρχουν στόν ἑλληνικό κόσμο. Γιατί γιά τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀνώτεροι κι ἄνθρωποι κατώτεροι, ἄνθρωποι λεύτεροι κι ἄνθρωποι δοῦλοι, ἀλλά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν τά ἴδια χρέη πρός τόν Πλάστη τους καί τήν ἴδια νόμιμη μοίρα στήν ἀγάπη του, στή συγνώμη καί τό ἔλεός του.

Ὁ Ἀριστοτέλης τόσο ἦταν σίγουρος γιά τή φυσική ἀναγκαιότητα τῆς δουλείας, ὥστε δικαιολογώντας τή διατήρησή της ἔγραφε πώς: «Εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον οὐδέν ἄν ἔδει. Οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων».

Ἐπειδή ὅμως οἱ μηχανές εἶν’ ἀδύνατο νά κινηθοῦν μόνες τους, ἔβγαζε τό συμπέρασμα πώς ὁ θεσμός τῆς δουλείας εἶναι νόμος φυσικός κι ἀκατάλυτος. Ποῦ ὠδήγησε ἡ ἀρχαία φιλοσοφία καί τέχνη τό ξέρουμε ὅλοι. Γιατί δέν εἶναι ἄγνωστα τά αἴτια πού ὠδήγησαν τήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία στήν κατάρρευση. Οὔτε χρειαζόταν ἡ δραματική φυγή τοῦ Εὐριπίδη κι οἱ «Βάκχες» του, γιά νά μᾶς τό φανερώσουν. Κι ἡ φιλανθρωπία ἀκόμα ἄν κι ὀργανωμένη, δέν ἦταν καρπός ἀγάπης, ἀλλά κοινωνική δικαιοσύνη στήν ὑπηρεσία τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητας. Ὑπῆρχε μέριμνα γιά τά ὀρφανά καί τίς χῆρες τῶν πολέμων, προσπάθειες γιά τήν ἀσφάλεια τῶν γηρατιῶν ἀλλά ὅλα αὐτά ἦταν πολιτική δημαγωγία. Μᾶς τό φανερώνει ὁ ἴδιος ὁ Σοφοκλῆς στόν «Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ», ὅταν αὐτή ἡ Ἀθήνα, ἡ φημισμένη γιά τή φιλοξενία της καί τό φιλάνθρωπο τῶν πολιτῶν της, ἀρνιέται ἄσυλο στόν συντριμμένον Οἰδίποδα. Ψεύτικη τή φήμη της διακηρύσσει ὁ Οἰδίποδας, ὅπως ψεύτικη εἶναι κάθε φιλάνθρωπη ἐκδήλωση, πού δέν εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης, σ’ ὅποιον τόπο καί σ’ ὅποιαν ἐποχή κι ἄν φανερώνεται.

Τό Ἑλληνικό μεγαλεῖο καί τό Χριστιανικό, δέν εἶναι μονάχα δύο κόσμοι διαφορετικοί, ἀλλά κι ἀντίθετοι. Τό ἀρχαῖο τραγικό κλίμα εἶναι ἕνας κλειστός χῶρος, πού δέν ἔχει διέξοδο, γιατί στό ἀρχαῖο τραγικό δίλημμα δέν ὑπάρχει λύση. Ἡ λύση τῶν ἀπό μηχανῆς θεῶν στό θέατρο τοῦ Εὐριπίδη δέν ὀφείλεται σέ τεχνική ἀπορία τοῦ ποιητῆ, ἀλλά σέ ἀδυναμία νά ὁδηγήση τόν ἥρωά του στήν ποθητή ἐσωτερική λύτρωση. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, στόν ἀρχαῖο κόσμο ὑπάρχει τραγωδία καί στόν Χριστιανικόν ὑπάρχει πάθος, πού δέν εἶναι διόλου τό ἴδιο πράμμα. Τό ἀρχαῖο τραγικό κλίμα εἶναι τόπος χωρίς διέξοδο, καί τό Χριστιανικό πάθος εἶναι πένθιμη ὁδοιπορία πρός τό φῶς. Τό πρῶτο εἶναι πόνος θανάτου καί τό δεύτερο πόνος τοκετοῦ, πού ὁδηγᾶ πρός τήν ἀλήθεια καί τή ζωή. Ὁ Χριστιανισμός ἀπ’ τήν ἄποψη αὐτή, ὄχι μονάχα δέν εἶναι τραγικός, ἀλλ' εἶν’ ἀπόλυτα ἀντιτραγικός.

Ἄν ὁ Χριστός ἦταν τραγικός ἥρωας, κατά τήν ἑλληνικήν ἀντίληψη, θἄχε κιόλας ταφῆ κάτω ἀπ' τίς ἀδυναμίες καί τήν ἄρνηση τῶν μαθητῶν του. Ἀλλά μονάχα πάσχει. Γνωρίζει πώς κάτω ἀπ’ τή λάσπη τῶν ἀδυναμιῶν κρύβουνται θησαυροί, πού θά φανερωθοῦν σ' ὅλη τήν κατοπινή σταδιοδρομία τους καί στόν μαρτυρικό τους θάνατο. Ξέρει πώς στό πάθος ὡριμάζει πνευματικά ὁ ἄνθρωπος καί νοιώθει πώς στό πάθος αὐτό εἶναι ὁλότελα μόνος. Ὄχι μονάχα δέν βλέπει γύρω του κανέναν καρπό τῆς διδαχῆς Του, ἀλλά κι αὐτούς τούς δώδεκα νά βρίσκουνται πνευματικά τόσο μακρυά του, σάν νά τούς χωρίζει ἄβυσσος.

Αὐτή ἡ μόνωση, μετά τόση ἄσκηση, τόσο πλούσιο κήρυγμα καί τόσα θαύματα, ἔκανε τό πάθος Του ἀληθινά ἀβάσταχτο.


 
Δ
Ποιό εἶναι ὅμως τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ πάθους, ποὺ ὠνομάσαμε μόνωση στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ; Ἡ ἀσυνεννοησία. Ἀλλά σέ τί ἀκριβῶς δέν μπόρεσε νά συνεννοηθῆ ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές του; Στό ἕνα καί βασικό: Πώς ἡ βασιλεία Του δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου. Τή λέξη «βασιλεία» καί «δόξα» τίς ἐξήγησαν πάντα μέ κριτήρια ὁλότελα γήϊνα, μέχρις ὅτου μετά τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λευτερώθηκαν ἀπ’ τά γήϊνα κριτήρια. Αὐτή ἦταν ἡ βασική ἀφορμή, πού δέν τούς ἄφησε νά νοιώσουν τό σωστό νόημα τῶν θαυμάτων του. Κι οἱ ὄχλοι κι οἱ μαθητές, ὡς ἕνα βαθμό πιστέψανε πώς ὁ Κύριος, πού γιάτρεψε τυφλούς καί παραλυτικούς καί δαιμονισμένους, ὁ γυιός τοῦ Θεοῦ, πού κατάφερε νά χόρταση χιλιάδες ἀνθρώπους μέ πέντε ἄρτους καί ν’ ἀνασταίνη νεκρούς, θά ἐξαφάνιζε τούς ἐχθρούς του μ’ ἕνα ἁπλό κίνημα τοῦ χεριοῦ Του καί δέν θ’ ἄφηνε τήν ἐγκόσμια ἁμαρτία νά ξευτελίση, νά ταπείνωση, νά βασανίση, καί νά θανάτωση τόν Γιό τοῦ Ἀνθρώπου. Περίμεναν μία τελική νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν Του, μία νίκη πού νά ξεπεράση τίς νίκες τοῦ Σολομώντα, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τοῦ Μεγαλέξαντρου καί τοῦ Καίασαρα. Μία νίκη, πού νά θαμπώση τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, κι ἕναν θρίαμβο, πού νά ξεπερνᾶ τούς μεγαλύτερους τῶν Καισάρων. Δέν τούς περνοῦσε κἄν ἡ ὑποψία, παρ’ ὅλα ὅσα εἶχαν δεῖ κι εἶχαν ἀκούσει πώς σ' ἄλλο δρόμο ὁδηγούσανε κι ὁ λόγος Του καί τά θαύματά Του. Καί, τό σπουδαιότερο, δέν εἶχαν καταλάβει τήν παρουσία τοῦ διαβόλου σέ τέτοιου εἴδους κριτήρια. Βλέπανε τό θαῦμα σάν δικαιολογία τῆς πίστης, σάν τό κίνητρο πού ὁδηγᾶ στήν πίστη, καί ὄχι σάν τόν καρπό στό πλατύφυλλο δέντρο τῆς πίστης! Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν δῆ κανείς ὁλότελα δαιμονιακή αὐτή τήν ἑρμηνεία τοῦ θαύματος. Μήπως ὁ σατανᾶς δέν εἶχ' ἐπιχειρήση νά καθιέρωση αὐτήν τήν ἑρμηνεία ὅταν, μετά τήν ἄσκηση τοῦ Χριστοῦ στήν ἔρημο, τρεῖς φορές ἔθεσε μπροστά του τόν ἀμείλιχτο πειρασμό; Καί δέν ἦταν πιά, οἱ πειρασμοί αὐτοί, πειρασμοί πού ἀφοροῦσαν τή σάρκα, ἀλλά πειρασμοί πού χτυποῦσαν ὁλόϊσια τό πνεῦμα. Καθαρά ὁ ἑωσφόρος ἀμφισβητεῖ τή θεϊκή του φύση λέγοντάς του νά μετάλλαξη τίς πέτρες σέ ἄρτους τήν ὥρα πού πεινᾶ κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίνεται μέ μίαν ἀπόκριση πού ξεπερνᾶ τό θαῦμα πού ζητοῦσε τό πνεῦμα τοῦ κάκου. «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπί παντί ρήματι Θεοῦ».

Ὁ σατανᾶς ὅμως δέν ἀποκαρδιώνεται, ἀλλ’ ἐπιμένει.

Τόν ἀνεβάζει στό βουνό καί κεῖ καλεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση Του νά νικήση τή θεϊκή. Καλεῖ τή σάρκα νά νικήση τό πνεῦμα, χαρίζοντάς της ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου κι ὅλα τά γήϊνα ἀγαθά. Τό πνεῦμα ὅμως μένει ἀδάμαστο κι ἀδούλωτο σέ τέτοιο θαυμαστό βαθμό, ὥστε ἀπ' αὐτό τό καταπληχτικό θαῦμα τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς ἐπηρεασμένος ὁ Παῦλος νά διακήρυξη στήν πρός Γαλάτες ἐπιστολή του πώς «ὁ σπείρων εἰς τήν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκός θερίσει φθοράν, ὁ δέ σπείρων εἰς τό πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωήν αἰώνιον ».

Ὁ σατανᾶς ὅμως ἐπίμονα προβάλλει καί τόν τρίτο πειρασμό. Ὁδηγᾶ τόν Ἰησοῦ στό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ καί τόν καλεῖ, ἄν εἶναι ἀληθινές γυιός τοῦ Θεοῦ, νά πέση ἀπό κεῖ γιά νά τρέξουν οἱ ἄγγελοι τοῦ πατέρα Του νά τόν σώσουν, ὥστε νά μήν χτυπήση οὔτε τό πόδι του. «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου», στάθηκε ἡ ἀποστομωτική ἀπόκριση τοῦ Ἰησοῦ, πού ἡ ἐγκόσμια σοφία δέν μπόρεσε νά συλλάβη τό βαθύ της νόημα. Ἀναρωτήθηκαν ὅλοι γιατί δέν προχώρησε σ’ αὐτό τό θαῦμα, πού θά φανέρωνε σ’ ὅλη της τήν παντοδυναμία τή θεϊκή του φύση καί θ’ ἀποστόμωνε κάθε ἀμφιβολία. Αὐτό τό ρώτημα εἶναι τό μεγαλύτερο ἔρεισμα τῆς ἀντιχριστιανικῆς φιλοσοφίας καί κρύβεται πίσω ἀπό κάθε ἀντιχριστιανική κριτική. Τά ἐγκόσμια κριτήρια συμφωνοῦν πώς ὁ Χριστός ἔπρεπε νά δεχτῆ τήν πρόκληση καί νά σταθῆ καταφατικός κι ἀποφασιστικά ἀποκαλυπτικός. Ἔπρεπε νά μετάλλαξη τίς πέτρες σέ ἄρτους, ἔπρεπε νά πέση ἀπ’ τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ χωρίς νά πάθη τίποτα, γιά νά σκορπιστῆ κάθε ἀμφιβολία καί νά διαλυθῆ τό πυκνό νέφος τῆς ἀπιστίας. Ἡ διαλεκτική αὐτή, πού εὐσταθεῖ μπροστά στά κριτήρια τοῦ λογικοῦ, σωριάζεται σάν χάρτινος πύργος μπροστά στή χριστιανική νόηση τῆς ζωῆς.

Γιά νά κατανοηθῆ αὐτή ἡ νόηση ἄς παραδεχτοῦμε, ἔστω κι ὑποθετικά, πώς ὁ Ἰησοῦς δεχόταν τήν πρόκληση κι ἔπεφτε ἀπ' τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ κι ἄς ὑποθέσουμε πώς ὁ οὐράνιος πατέρας Τοῦ ἔστελνε τούς ἀγγέλους Του νά Τόν κρατήσουν, ὥστε νά μήν πάθη οὔτε τό μικρό δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ Του κι’ ἄς ἐξετάσουμε ποιά θἄταν ἡ λογική συνέπεια τέτοιου θαύματος. Μία καί μόνη. Ὁ φόβος! Ὁ πανικός θἄταν ἀπό κείνη τή στιγμή ὁ ἠθικός κανόνας τῆς ζωῆς, κι οἱ ἄνθρωποι τρέμοντα σαρκία μπροστά στόν Θεό, πού εἶχαν τόσο ἀσύστολα προκαλέσει. Ὁ τρόμος λοιπόν θἄταν ἡ συνέπεια τέτοιου θαύματος, κι ἡ μεταβολή τῶν ἀνθρώπων σέ δούλους τῆς βίας. Θέμα λευτεριᾶς δέν μποροῦσε πιά νά ὑπάρξη, οὔτε καί θέμα ἀγάπης. Καί ρωτῶ τόν ἁπλοϊκό ἤ σκεπτόμενο, ἄν θά μποροῦσε νά ζήση κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη μ' ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, πού ἔχει τή μαγική δύναμη νά τοῦ ἐπιβάλλεται μέ τή βία τῆς μαγείας κι ὄχι μέ τήν δύναμη τῆς ἀγάπης καί τῆς λευτεριᾶς. Εἶμαι σίγουρος πώς τέτοια ζωή θά τή λογαρίαζε περισσότερο θάνατο παρά ζωή. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού θά γνωρίση τέτοια ἐμπειρία, πού θ' ἀντικρύση τόν ὁριστικό θάνατο τῆς προσωπικότητας παύει πιά νά ζῆ κι ἀναδεύει σ' ἕνα σκοτεινό τάφο. Τό θαῦμα ὡς μέσο βίαιου πειθαναγκασμοῦ καί καταναγκαστικῆς μετατροπῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ σέ ἐνάρετο, εἶναι ὁ ἀντίποδας τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος. Δέν μποροῦσε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς νά δεχτῆ πρόκληση πού θά εἶχε ὡς συνέπεια τή δουλεία καί τό μίσος, πού τήν συνακολουθεῖ. Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἕνα τέτοιο θαῦμα θἄταν ἀρκετό γιά νά καταρρεύση ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ θείου πρός τόν ἄνθρωπο καί νά θρυμματιστῆ τό δῶρο πού ἔστελνε ὁ Πλάστης πρός τό πλάσμα, μέσω τοῦ ἐνανθρωπισμένου Λόγου, ἡ Ἐλευθερία. Ὁ Χριστός ἦρθε λυτρωτής καί τά θαύματα πού ἔκανε δέν ἦταν ἐγκόσμια διανοητικά ἐπιχειρήματα γιά νά τρομοκρατήσουν τούς ἄπιστους, ἀλλά δῶρα πού στεφανώσανε τούς πιστούς. Ἄν ὁ Ἰησοῦς δεχόταν τή σατανική πρόκληση δέ θά θεμελίωνε Ἐκκλησία λεύτερων πνευματικά ἀνθρώπων, ἀλλά στρατόπεδο συγκέντρωσης δούλων. Στήν πρώτη ριζώνει τό δέντρο τῆς ἀγάπης, πού καρπός του εἶναι ἡ ἐλευθερία καί δεύτερο ριζώνει τό δέντρο τοῦ τρόμου, πού καρπός τοῦ εἶναι τό μίσος.

Στό σημεῖο αὐτό προβάλλει ἕνα ρώτημα, πού δέν ἀναφέρεται πιά στή Χριστολογία, ἀλλά στήν δαιμονολογία. Δέν γνώριζεν ὁ σατανᾶς τήν ἀήττητη θεϊκή φύση τοῦ Χριστοῦ; Κι ἄν τήν γνώριζε, γιατί ματαιοπονοῦσε, περιμένοντας νά πέση ἀπό τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ; Καί δῶ εἶναι τό παράδοξο.

Καί τό πρῶτο γνώριζε καί τό δεύτερο περίμενε. Τό γιατί δέν εἶναι καί τόσο ἄγνωστο. Ἡ σατανική ὀντολογία, ἔχει κι αὐτή τό μυστικό της δράμα. Γνωρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ Θείου καί τήν αἰώνια κι ἀκατάλυτη δύναμή του, ἀλλά δέν γνωρίζει τό περιεχόμενο τοῦ Θείου. Ὁ σατανᾶς γνωρίζει, τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶν’ ὁλότελα ἀνίκανος νά συλλάβη τούς ἀπέραντους ὠκεανούς τῆς ἀγάπης Του. Ἄν εἶχε συλλάβει τό περιεχόμενο τῆς θείας ὀντότητας δέν θἄχε ξεπέσει. Τό δράμα του μοιάζει μέ τό δράμα τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν κατά σάρκα. Ἀπό τά δικά του κρίνει τ’ ἀλλότρια. Τό φαινόμενο αὐτό μᾶς τό προσφέρει καθημερινά ἡ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι, πού εἶναι δουλωμένοι στό χρῆμα, πιστεύουνε πώς μ’ αὐτό μποροῦν ν' ἀγοράσουν τά πάντα. Ἀπ’ τά ὑλικά ἀγαθά, ὡς τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων. Τό δράμα τους ὅμως εἶναι πώς κάποια μέρα φεύγουν ἀπ’ τόν κόσμο, χωρίς νάχουν καταλάβει πώς μ’ ὅλους τους θησαυρούς τους δέν ἀγοράσανε τίποτα, ἀφοῦ δέν καταφέρανε νά κερδίσουνε τήν ἀγάπη ἔστω καί μίας ψυχῆς.

Ἔτσι κι ὁ σατανᾶς. Ἀγνοώντας ὁλότελα τό μαγευτικό τοπίο τῆς ἀγάπης, πιστεύει, πώς κάθε φύση εἶναι καταδικασμένη, ἀπό τήν ἴδια της τή σάρκα νά ὑποκύψη στούς πειρασμούς του. Ὁ Γκαῖτε εἶδε ὁλοκάθαρα τό Μεφιστοφελικό αὐτό δράμα. Τή μοίρα τοῦ Ἑωσφόρου νά γίνεται, μ’ ὅλους τους πειρασμούς κι ἄθελά του, ὄργανο τῆς θείας οἰκονομίας.

«Κομμάτι εἶμαι αὐτῆς τῆς δύναμης

Ποὺ θέλοντας νά πράττη τό κακό

ὑπηρετεῖ αἰώνια τό καλό».

Τό «ἀνάγκη γάρ ἐλθεῖν τό σκάνδαλον», εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς σατανικῆς ἀναγκαιότητας, μέσα τήν οἰκονομία τοῦ κόσμου, χωρίς ἡ ἀναγκαιότητα αὐτή νἄναι συντριπτική γιά τή Θεία οἰκονομία.

Αὐτή τή βασική οὐσία τῆς διδασκαλίας του καί τῶν θαυμάτων του εἶχαν παρανοήσει ὅλοι κι αὐτό στάθηκε τό πνευματικό μαρτύριο τοῦ Ἰησοῦ, κατά πολύ μεγαλύτερο ἀπ' τό σωματικό. Τό μέγα πάθος. Αὐτό τό ἴδιο κριτήριο πνευματικῆς λευτεριᾶς, ὑπάρχει σ’ ὅλη του τή στάση ἀντίκρυ στούς μαθητές του. Τρία χρόνια τοὺς δίδαξε, τρία χρόνια πρόσφερε τή ζωή του φωτεινό παράδειγμα, τόσα θαύματα ἔκανε κι ὅμως τίποτα δέν ἔπραξε καί δέν εἶπε, πού νά φανερώνει διάθεση νά ἐκβιάση τήν πνευματική τους ὡρίμνση. Ὅσο κι ἄν αὐτός ἔπασχε, ἔπρεπε νά ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ Πατέρα πού τόν εἶχε στείλει. Ἔπρεπε νά ταπεινωθῆ αὐτός, ὁ ἀναμάρτητος, νά σταυρωθῆ σάν κακοῦργος, ν’ ἀτιμαστῆ, νά ταφῆ καί ν’ ἀναστηθῆ, γιά νά καταλάβουνε οἱ μαθητές τή σημασία ὅλων αὐτῶν, πού εἶδαν κι ἄκουσαν. Ἔπρεπε νά προσευχηθῆ γι' αὐτούς περισσότερο, νά μεσολάβηση γιά νά πετύχη κείνη τή χάρη, πού χωρίς αὐτήν δέν θά μποροῦσαν νά ὑψωθοῦν στίς ἀπροσπέλαστες σφαῖρες τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς, ὥστε οἱ δειλοί τῶν ὡρῶν τῆς δίκης τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φυγάδες, αὐτοί πού τόν ἀρνήθηκαν ἀπό φόβο, νά νικήσουν ὅλους τους πειρασμούς τοῦ νοῦ καί τῆς σάρκας κι ὑμνολογώντας τον νά μαρτυρήσουνε γιά τή δόξα του.


 
Ε
Ὅσα εἶπε κι ἐπραξεν ὁ Χριστός ἀπό τή μέρα πού μπῆκε στήν Ἱερουσαλήμ, ὡς τήν ὥρα πού πιάστηκε, εἶναι καταπληχτικά καί βαθύτατα. Οἱ μαθητές του ἦταν ἀδύνατο νά σηκώσουν τό βάρος πού ἔκλειναν οἱ τελευταῖες του ὑποθῆκες. Ἀδιάκοπα ἀποροῦν μέ τούς λόγους του καί τόν ἀναγκάζουνε νά τούς κατηγορήση πώς δέν τόν καταλαβαίνουν. Ἡ νοοτροπία τους δέν βρίσκεται ἀκόμα πολύ μακρυά ἀπ’ τή νοοτροπία τοῦ πλήθους, πού εἶχε πιστέψει στό Χριστό. Ὅπως αὐτό, ἔτσι καί κεῖνοι δέν μποροῦσαν νά πιστέψουνε πώς οἱ ἰσχυροί τοῦ Ἰσραήλ μποροῦν νά θανατώσουν τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Κι ὅμως ὁ Χριστός, πραγματιστικώτερος ἀπ' ὅλον τόν ἐπιστημονισμό τῶν αἰώνων, τούς ἔχει κιόλας διδάξει, πώς ἄν ὁ σπόρος πού πέση στή γῆ δέν θαφτῆ καί δέν πεθάνη, θ’ ἀπομείνη μία ἔρημη καί ξεκομμένη μονάδα. Ἄν ὅμως θαφτῆ καί πεθάνη, τότε μονάχα θά φέρη τόν πλούσιο καρπό. Αὐτό τό νόμο, αὐτή τή διαδικασία τοῦ Πάθους εἶναι ὑποχρεωμένος ν’ ἀκολουθήση ὁ θεῖος φορέας τῆς ἀλήθειας. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά φιλοσοφικά συστήματα, θεωρίες κι ἰδέες. Αὐτά ἦταν ἡ σπορά τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, πού ἀναζητοῦσε τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν ἦταν ἡ ἀλήθεια. Δέν μιλεῖ ποτέ μέ τόν ἀφηρημένο τρόπο τῶν φιλοσόφων, ἀλλά μέ τόν συγκεκριμένο τῆς ζωῆς. Δέν λέει ν’ ἀγαπήσουμε τήν ἀνθρωπότητα ἀλλά τόν πλησίον μας. Δέν μᾶς καλεῖ νά γίνουμε κοινωνοί στήν ἀφηρημένη ἰδέα τῆς ἐλεημοσύνης, ἀλλά νά δώσουμε σ’ αὐτόν τόν ἴδιο ψωμί ὅταν πεινᾶ, νερό ὅταν διψᾶ, ροῦχα ὅταν εἶναι γυμνός. Στήν ἐχτέλεση τοῦ χριστιανικοῦ χρέους δίνει ἕναν τόνο ἄμεσης σχέσης κι ἐπαφῆς μέ τόν ἴδιον. Κι ὅ,τι δίνουμε στόν πλησίον, σ' αὐτόν τό δίνουμε καί ὅ,τι δέν δίνουμε, ἀπ’ αὐτόν τό στεροῦμε. Τήν Πλατωνική ἰδέα ἀντικαθιστᾶ ἀπόλυτα, ὄχι ἄλλη ἰδέα, ἀλλά ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος. Γίνεται ὁ ἴδιος προσωπικά, κανόνας ζωῆς, γίνεται κι ἡ ὁδός κι ἡ ζωή κι ἡ ἀλήθεια «εἰ ἐγνώκειτε μέ καί τόν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν». Καί πιό κάτω ἐπιπλήττοντας τό Φίλιππο γιά τήν ἀδυναμία του νά καταλάβη, τοῦ λέει: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα».

Ἕνα ἄλλο σημαντικό γεγονός φανερώνεται στίς τελευταῖες συγκεντρώσεις τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του κι αὐτό σημειώνεται μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἰούδα ἀπό τό μυστικό δεῖπνο. Τούς ἀποκαλεῖ γιά πρώτη φορά Φίλους. Ἡ περικοπή εἶναι καταπληχτική:

«Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος• ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἅ ἤκουσα παρά τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν».

Δέν ἔχει γιά τόν Χριστό σημασία ὅτι δέν εἶχαν ἀκόμη τή χάρη νά καταλάβουν. Ὅταν θά κατανοοῦσαν, δηλαδή μετά τό θάνατο καί τήν Ἀνάστασή του, ἡ σπορά αὐτή θά φούντωνε σέ καταπληχτική βλάστηση.

Τό πνεῦμα τῆς ἀπιστίας πού ζητοῦσε τό θαῦμα ὡς ὄργανο πειθαναγκασμοῦ καί τρομοκρατίας, τό ἴδιο ἀπορεῖ πάλι γιά τήν ἀργή νόηση τῶν μαθητῶν. Κι ἀναρωτιέται γιατί τόσα γεγονότα, ἀφοῦ αὐτοί ἦταν οἱ διαλεγμένοι τοῦ Ἰησοῦ καί μποροῦσε τό πνεῦμα νά ἐπιφοιτήση συντομώτερα. Ἦταν ἀληθινά οἱ διαλεγμένοι, ὅπως διαλεχτός ἦταν κι ὁ Ἰούδας καί διαλεχτός ἦταν κι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ. Κι ὅμως πρίν ἀπ’ τήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχει ἡ Παληά καί τά ἐκτρωτικά μέσα τῆς ἐγκόσμιας ἐπινοητικότητας εἴν’ ἄγνωστα στή θεία οἰκονομία. Ὑπάρχει μία θαυμαστή περικοπὴ τοῦ Χρυσοστόμου πού ξηγᾶ τήν ἀνάγκη νά προϋπάρξη ὁ παληός νόμος πρίν ἀπ’ τό νέον.

«Εἰ δέ τίς τοῦ παλαιοῦ νόμου κατηγορεῖ, σφόδρα μοι δοκεῖ ἄπειρος σοφίας πρεπούσης νομοθέτην εἶναι καί καιρῶν δύναμιν ἀγνοεῖν καί συγκαταβάσεως κέρδος. Ἄν γάρ ἐννοήσης τίνες ἦσαν οἱ ταῦτα ἀκούοντες καί πῶς διακείμενοι καί πότε τήν νομοθεσίαν ἐδέξαντο ταύτην, σφόδρα ἀποδέξη τοῦ νομοθέτου τήν σοφίαν καί ὄψει ὅτι εἷς καί ὁ αὐτός ὁ ἐκεῖνα καί αὐτά νομοθετήσας ἐστι. Εἰ δέ παρά τήν ἀρχήν τά ὑψηλά καί ὑπέρογκα εἰσήγαγε παραγγέλματα, οὔτ' ἄν ταῦτ' ἐδέξαντο, οὔτ’ ἐκεῖνα. Νῦν δέ ἐν καιρῶ τῷ προσήκοντι ἑκατέρα διαθεῖς τήν οἰκουμένην δι' ἀμφοτέρων καί κατώρθωσεν ἅπασαν».

Γνωρίζει ὅτι ἡ ὡρίμανση πρέπει νἄρθη ὄχι γιά νά καταπλήξη τήν ἀπιστία, ἀλλά γιά v’ ἀποδώση ὁ σπόρος πού σπάρθηκε καρπούς στόν ἀγρό τοῦ Κυρίου καί νά ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ πέμψαντος ΙΙατρός.

Ὁ νέος κανόνας ζωῆς, σ’ ἀντίθεση μέ τόν ἑλληνικό, εἶναι Λόγος ἐνανθρωπισμένος, εἶναι ὁ κανόνας πού κάνει τόν Παῦλο νά γράψη πρός τούς Γαλάτες! «Χριστῷ συνεσταύρομαι ζῶ δ' οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός, ὁ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ νέα σχέση πού καθιερώνεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, σχέση ριζικά διαφορετική ἀπό κείνη πού προϋπῆρχε. Ἡ ὑποθήκη ὅμως, πού ξεπερνᾶ τά πλαίσια τοῦ γνωστοῦ ἀνθρώπινου τοπίου, εἶναι κεῖνο, πού τίς τελευταῖες αὐτές μέρες τῆς γήινης ζωῆς του, προσφέρει ὡς τήν ἀνώτατη ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Τήν ταπείνωση. Ἀλλά τί εἶναι ἡ ταπείνωση; Εἶναι πάθος. Νά σταθῆ ὁ ἄνθρωπος μέ ταπεινοφροσύνη μπροστά στόν πνευματικά ἀνώτερό του, ἤ στόν ὑλικά δυνατώτερο, δέν εἶναι ταπείνωση. Εἶναι σωφροσύνη. Ταπείνωση εἶναι νά πλύνη τά πόδια τῶν ἀνθρώπων, πού ὄχι μονάχα ἦταν κατώτεροί του, ἀλλά οὔτε κἄν τόν καταλάβαιναν. Κατάπληκτοι μένουνε οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μπροστά στήν ὑπέρτατη αὐτή ἔκφραση τῆς ἀγάπης, πού μονάχα ὁ Θεός μποροῦσε νά συλλάβη καί νά πραγματοποιήση. Ὡς τή στιγμή τοῦ νιπτήρα, ἡ ἀγάπη δέν εἶχε βρῆ ἀκόμα τήν πνευματική της ἔκφραση. Ἀπό κείνη ὅμως τή στιγμή, μέ τό δρόμο τῆς ταπείνωσης φωτίζεται ἀπό οὐράνιο μυστηριακό φῶς, ἄγνωστο στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἕνα χάσμα ὡστόσο χωρίζει τό Δάσκαλο ἀπ’ τούς μαθητές, πού μόνο ὁ Σταυρός θά γεφύρωση. Τά κριτήρια τοῦ κόσμου. Οἱ νόμοι τῆς ἱστορίας κυριαρχοῦνε ἀσυναίσθητα καί κυβερνοῦνε ἀκόμη κι αὐτή τή μικρή καί διαλεγμένη κοινότητα. Ἡ ἰδέα ἑνός Μεσσία, πού θανατώνεται ἀπό ταπεινούς ἐχθρούς, εἶναι σχῆμα γι’ αὐτούς ἀπαράδεχτο. Στά βάθη τῆς ψυχῆς τους περιμένουν νά συμβῆ κάτι τό ἀπροσδιόριστο. Τό δράμα τους ἦταν ὅτι ἄν οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἐγκόσμιες θά εἶχαν φανερώσει πολύ νωρίτερα τ’ ἀποθέματα τοῦ φυσικοῦ τους θάρρους. Ἀλλά ἡ γενναιότητα πού τούς ζητοῦσε ἦταν κατά πρῶτο λόγο γενναιότητα πνευματική. Ὁ Πέτρος εἶχε πρόχειρο τό μαχαίρι γιά νά κόψη τ’ αὐτί τοῦ ἐχθρικοῦ δούλου, τή στιγμή πού πιάνουν τόν Χριστό, ἀλλά δέν εἶχε τό πνευματικό μαχαίρι πού χρειαζόταν γιά ν’ ἀνοίξη πόλεμο μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ποῦνε κι ὁ δυσκολώτερος πόλεμος. Τό πνευματικό του μαχαίρι εἶχε στομώσει τήν ὥρα τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ κι ὅταν ὁ ἱδρώς του ἔσταζε «ὡσεί θρόμβοι αἵματος, καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» αὐτός κοιμόταν, ἐνῶ τόν εἶχε παρακαλέσει ν’ ἀγρυπνᾶ καί τρεῖς φορές ἀρνιόταν τό Χριστό γιά νά μήν κακοπάθη σωματικά.

Αὐτή τήν πνευματική γενναιότητα, πού ἀτσαλώνει πρῶτα τήν ψυχή κι ὕστερα τό σῶμα, τήν ἀγνοοῦσαν ἀκόμη καί δέν τή γνώρισαν παρά ὅταν εἶχε ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ Πατρός. Δέν ἦταν διόλου δύσκολο στόν Ἰησοῦ νά ξεσηκώση τίς μάζες σ' ἐπανάσταση, νά στρέψη τούς Φαρισαίους νά χτυπήσουν τούς Σαδουκαίους, ν’ ἀγωνιστῆ μέ τά μέσα πού ἔχουν καθιερώσει οἱ ἄνθρωποι γιά νά ἐπιβάλουν ἰδέες ἤ πολιτικά καί κοινωνικά καθεστῶτα. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἦρθε νά ἐπιβάλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά νά τήν ἀποκαλύψη καί νά τήν κηρύξη. Νά φανέρωση μιὰ γιά πάντα πώς ὁ Ἐνανθρωπισμένος Λόγος εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια καί πώς χωρίς τό πάθος καί τή σταύρωση, ὁ σπόρος δέν ἀποδίνει καρπό. Γι’ αὐτό ὀνομάζει τό σταυρό δόξα καί βλέπει στέφανο στό μαρτύριο.

Τίποτα ἀπ' τά λόγια του καί τά ἔργα του δέν ἔχει τόν ἐλαχιστώτερο σπόρο τῆς βίας. Ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἱστορία τῆς βίας, εἶναι ὁλότελα ξένη πρός τό δικό Του αἴτημα. Αὐτό εἶναι κεῖνο πού σκαντάλισε τόν Ἰούδα, πού ἦταν φυλακισμένος στά πλαίσια τῆς ἱστορίας, ἐνῶ ὁ Χριστός εἶχεν ἔρθη γιά νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο ἀπ' τά δεσμά τῆς ἱστορίας καί στή θέση τῆς ἱστορίας τοῦ ἐπαναστατημένου ἀνθρώπου, ν’ ἀποκαταστήση τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου πού ξανάφτιαξε τό δεσμό μέ τόν πλάστη του.


 
ΣΤ

Τό πρόβλημα Ἰούδας ἔχει ἀπασχολήσει καί τούς θεολόγους καί τούς φιλόσοφους καί τούς ἱστορικούς καί τούς ποιητές. Νομίζω πώς δέν ὑπάρχει ἀπομονωμένο πρόβλημα Ἰούδα καί πώς ἡ ἀνασύνθεση τῆς μορφῆς του ἀπό ἀμφίβολα ἱστορικά κριτήρια, συσκοτίζει τό θέμα ἀντί νά τό ξεκαθαρίση. Τό ἴδιο μπορεῖ νά πῆ κανείς καί γιά κείνους πού θέλουν νά ἡρωοποιήσουνε τόν Ἰούδα, μέ τόν ἰσχυρισμό πώς ἦταν ἀπαραίτητος στό θεῖο δράμα καί στήν οἰκονομία του καί κατά συνέπεια ἀνεύθυνος.

Δέν εἶναι λιγώτερο αὐθαίρετες οἱ θεωρίες γιά τόν τάχα ὑπερπατριωτισμό τοῦ Ἰούδα κι ἡ προσπάθεια νά δικαιολογηθῆ ἡ προδοσία μέ τήν ἐκδοχή ὅτι ὁ Ἰούδας πίστεψε πώς ὁ Ἰησοῦς θἄταν ὁ ἐλευθερωτής τοῦ σκλαβωμένου Ἰσραήλ κι ὅταν τόν εἶδε νά διστάζη σ' αὐτό τό δρόμο, τόν πρόδωσε γιά νά λυγίση τούς δισταγμούς του.

Οὔτε ἀπαραίτητος ἤτανε στό θεῖο δράμα καί τήν οἰκονομία του, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶχε ἀρκετούς ἐχθρούς γιά νά τόν δείξουνε στή φρουρά καί νά τόν παραδώσουνε. Οὔτ’ ὁ Ἰησοῦς ζοῦσε στήν παρανομία ἀφοῦ κήρυττε μέσα στίς συναγωγές καί μπῆκε τόσο πανηγυρικά στά Ἱεροσόλυμα, ὥστε ν' ἀποτελῆ κατόρθωμα ἀστυνομικό ἡ ἀνακάλυψή του. Οὔτε ἰδεολογικά ἦταν τά κίνητρα τοῦ Ἰούδα, οὔτε ἦταν μοιραῖο πρόσωπο προκαθωρισμένο ἀπό τήν Πρόνοια, γιά τήν οἰκονομία τοῦ πάθους, οὔτε ἦταν τόσο φιλάργυρος, ὥστε νά γίνη προδότης, οὔτε τόσο ἠλίθιος, ὥστε νά μή καταλάβη τρία ὁλόκληρα χρόνια, πώς ἄν αὐτός ἐνδιαφερόταν γιά τήν λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Χριστός ἔπασχε γιά λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅλου του κόσμου. Ἀλλά τό πιό σημαντικό ἀπ’ ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι ὁ Ἰούδας γνώριζε πώς ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά παρασυρθῆ ἀπό κανέναν ἐκβιασμό καί ν’ ἀλλάξη, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τή γραμμή του. Αὐτό τό τελευταῖο, τό γνώριζεν ὁ Ἰούδας περισσότερο ἀπ’ τό νόημα τῶν λόγων καί τῶν ἔργων τοῦ δάσκαλου, ἀπ' τά θαύματα καί τίς προφητεῖες του, πού δέν κατόρθωσε ποτέ νά συλλάβη τό νόημά τους, ὅπως δέν εἶχαν κατορθώσει κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Εἶχε συλλάβει μέ τό κοινό ἀνθρώπινο αἰσθητήριο, τή συντριπτική ἀνωτερότητα καί τό δυσβάσταχτο μεγαλεῖο του Δάσκαλου. Στή μικρή κοινότητα ἦρθε κι αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἦρθε μ’ ὅλα του τά ἐλαττώματα καί τίς ἀδυναμίες, ἀλλά μ’ ἀγαθή διάθεση. Ἡ διαφορά του μέ τούς ἄλλους μαθητές, δέν ἦταν, πώς αὐτός ἦταν γραμματισμένος κι ἐκεῖνοι ἀγράμματοι, οὔτε πώς αὐτός εἶχε ἐλαττώματα καί κεῖνοι δέν εἶχαν, ἀλλά κάπου ἄλλου. Διαφέρανε στήν ἀνθρωπιά. Μπορεῖ νἄταν εὐέξαπτος καί βίαιος ὁ Πέτρος, πάνω ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτά ἦταν μεγαλόκαρδος κι ἄδολος. Ὁ Ἰωάννης μπορεῖ νάχε φανατικές ἀδιαλλαξίες, ἀλλ’ ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀφοσίωσης καί τῆς θυσίας. Κι ὁ Θωμᾶς παρ’ ὅλη τήν παθολογική δυσπιστία του, ἦταν ἡ εὐθύτητα ἐνσαρκωμένη. Μπορεῖ νἄταν χωράφια μέ τριβόλους κι ἀγκάθια, στό βάθος τούς ὅμως κρύβανε ἀγαθή γῆ, πρόσφορη νά καρπίση πλούσια, μετά τό βοτάνισμα.

Ἀντίκρυ σ' αὐτούς ὁ Ἰούδας ἦταν ἄνθρωπος μικρός καί ψυχή στενή κι ἄγονη. Στά σπλάχνα τῶν ἄλλων μποροῦσε νά ριζώση ἡ ἀγάπη, ἐνῶ στά δικά του δέν μποροῦσε. Τόν Ἰησοῦ δέν τόν καταλάβαιναν οἱ ἄλλοι μαθητές, ὅπως δέν τόν καταλάβαινε κι ὁ Ἰούδας. Οἱ ἄλλοι ὅμως τόν ἀγαποῦσαν, ἐνῶ ὁ Ἰούδας δέν μποροῦσε νά τόν ἀγαπήση. Τό δράμα τοῦ Ἰούδα στάθηκε ἡ ἀδυναμία του ν’ ἀγαπήση. Εἶν' εὔκολο νά καταλάβη καθένας, ποῦ μπορεῖ νά φτάση ἕνας ἄνθρωπος, πού δέν ἀγαπᾶ τό δάσκαλό του, πού δέν τόν καταλαβαίνει καί παρά ταῦτα νοιώθει συντριπτικό τό μεγαλεῖο του. Στό μίσος πού καρπός του εἶναι τό ἔγκλημα κι ἄνθος του ἡ προδοσία. Τρία χρόνια ἔζησε τό μαρτύριο τοῦ μικροῦ ἀνθρώπου, πού ἀνάγκασε τόν ἑαυτό του νά ζῆ κοντά σ' ἕναν τιτάνα, κι ὑποχρέωσε τό φθόνο νά συζῆ μέ τήν ἁγιότητα καί τήν πονηρή συνείδηση, νά μοιράζεται τό χρόνο καί τό ψωμί μέ τήν ἁγνότητα. Ὅλα τ’ ἄλλα, ὅσα κι ἄν πέρασαν ἀπό τό μυαλό του, εἶναι δευτερογενεῖς καταστάσεις. Καί τό δράμα γίνεται ἀκόμη πιό φοβερό, ὅταν ἀναλογιστοῦμε πώς ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τόν Ἰούδα, ὅσο ἀγαποῦσε καί τούς ἄλλους μαθητές του. Γιατί δέν ὑπάρχει τυραννικώτερο μαρτύριο γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν ἀγαπᾶ, νά δέχεται τήν ἀγάπη τοῦ προσώπου πού μισεῖ. Πρίν ἀπ' τήν προδοσία, ἕνας λόγος τοῦ Ἰούδα, στό σπίτι τοῦ Λάζαρου, ἐνισχύει ἀπόλυτα τήν ἑρμηνεία αὐτή τοῦ Ἰούδα. Ὅταν ἡ ἀδερφή τοῦ Λάζαρου, ἡ Μαρία, γονατίζη κι ἀλείφη τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο, ὁ μόνος πού ἀποδοκιμάζει αὐτήν τήν ἐκδήλωση ἱερῆς λατρείας, εἶν’ ὁ Ἰούδας. Ἄν πουλούσανε αὐτό τό μύρο, λέει, θά μαζεύανε τρακόσα δηνάρια, πού θά μποροῦσαν νά μοιράσουν στούς φτωχούς. Δέν νομίζω πώς ἡ κατηγορία τοῦ αὐστηροῦ Ἰωάννη, πώς αὐτό τό ζήτησε ὁ Ἰούδας γιά νά κλέψη τά τρακόσα δηνάρια ἐνδιαφέρει τούτη τή στιγμή. Νομίζω πώς περισσότερο ἀπ’ τή φιλαργυρία, τόν Ἰούδα τόν ἔσπρωξε σ’ αὐτή τήν παρατήρηση ὁ φαρμακερός του πόθος νά μειώση τόν Ἰησοῦ, νά τόν παραστήση σ' ἀντίφαση μέ τή διδαχή τῆς ἁπλότητας, νά τόν κατεβάση στό ἐπίπεδό του ναρκισσευάμενου ματαιόδοξου, νά χαμηλώση αὐτό τό πνευματικό καί ἠθικό μεγαλεῖο, πού τοῦ εἶχε γίνει ἐφιάλτης. Ἡ ἀποστομωτική ἀπάντηση πού τούδωκεν ἡ καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ, χειροτερεύει τήν κατάσταση, γιατί συσσωρεύει βαθύτερα τό μίσος, πού διοχετεύεται πιά πρός τό δρόμο τῆς προδοσίας.

Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης δέν ἐπιτρέπει στόν Ἰούδα νά ξεπεράση τ' ἀνθρώπινα κριτήρια. Δέν βλέπει στό Χριστό παρά μία μεγαλειώδη ἀνθρώπινη φύση, πού δέν μποροῦσε νά ξεφύγη τό νόμο τῆς φθορᾶς. Τό ρυθμό αὐτοῦ του νόμου θέλει νά ἐπιταχύνη μέ τήν προδοσία, γράφοντας μία σελίδα ἱστορίας.

Ἀλλά γιατί πῆγε κοντά στό Χριστό, ἀφοῦ δέν ἀγαποῦσε καί γιατί δέν ἔφυγε νωρίτερα, χωρίς νά προδώση; Τήν ἀπάντηση δέν χρειάζεται νά μᾶς τήν δώση, οὔτ’ ἡ φιλοσοφία, οὔτ' ἡ ποίηση. Μᾶς τήν δίνει καθημερινά ἡ ζωή. Κι ἀκόμα πιό πραγματικόν μᾶς ξαναζωντανεύει τόν Ἰούδα, ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας. Μήπως ἀπ’ ἀγάπη ζυγώνει ὁ καθένας μας τήν θρησκεία, τήν ἐπιστήμη, τήν τέχνη, ἤ τήν διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ; Μήπως ἡ ἀγάπη εἶναι τό θεμέλιο τῶν θεσμῶν μας; Καί μήπως ἡ προδοσία δέν ἔχει γίνει κανόνας τῆς πολιτικῆς, τῆς κοινωνικῆς καί τῆς πνευματικῆς ἀκόμη ζωῆς; Γιατί ἀποροῦμε μέ τίς ἐσωτερικές ἀντιφάσεις τοῦ Ἰούδα καί τίς βρίσκουμε ἀσυνήθιστες καί τερατώδεις καί δέν παραξενευόμαστε διόλου, οὔτε βρίσκουμε τερατώδεις τίς δικές μας ἀντινομίες; Ἐμεῖς δέν εἴμαστε κεῖνοι πού ἕξη μέρες κουρελιάζουμε τό νόμο καί τήν ἕβδομη, τήν Κυριακή, τόν προσκυνοῦμε; Ἐμεῖς δέν ἔχουμε διακηρύξει, πὼς δέν χρειάζεται νἄναι κανείς πιστός γιά νἄναι θεολόγος; Δέν εἴμαστε ἀκόμα ἐμεῖς κεῖνοι πού ἔχουμε ὑποβιβάσει τή μελέτη τῆς Θείας Διαθήκης σέ παιχνίδι μίας λαίμαργης καί περίεργης διάνοιας; Ἤ μήπως ξεχνᾶμε πὼς παίζουμε τήν κωμωδία τῶν αὐστηρῶν συζύγων, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἴμαστε ἡ ἐνσάρκωση τῆς μοιχείας; Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, ποὺ παρασταίνουνε τό πρωί τούς Ἡρακλεῖς τῆς ἠθικῆς, δέν εἶναι οἱ κυνικώτεροι πορνοβοσκοί; Καί στούς ἴδιους ἀνθρώπους δέν συναντᾶμε ταυτόχρονα, τόν πατριώτη καί τόν κάπηλο, τόν κήρυκα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τόν ματαιόδοξο εὐδαιμονιστή καί τόν διανοούμενο, ποὺ δέν ἔχει οὔτε τήν πιό παραμικρή δυνατότητα νά σκεφτῆ; Μέ τοῦ νοῦ τή σύλληψη, ὅπως λέει κι ὁ Ἄμλετ, πλησίασε ὁ Ἰούδας τό Χριστό κι ὁ ἁμαρτωλός του νοῦς τόν κράτησε κοντά του κι ὁ ἴδιος νοῦς τόν ἔσπρωξε στήν προδοσία. Ἔτσι ὁ Ἰούδας γίνεται ὁ φυσικός πρόγονος τοῦ ἐπαναστατημένου διανοούμενου ὅλων τῶν καιρῶν κι ὅλου τοῦ κόσμου. Γίνεται τό σύμβολο ὅλων κείνων πού σπρώχνουν τό νοῦ νά προβαδίση κι ἀφίνουν ἄτονη καί βραδυποροῦσα τήν καρδιά. Θάνατος τῆς ἀγάπης, πού σημαίνει θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή εἶναι στήν οὐσία της ἡ πραγματικότητα τοῦ Ἰούδα. Εἶναι ἡ αἰώνια νύχτα. Ἐνῶ στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ἀναστηνόταν τό αἰώνιο ἀνέσπερο φῶς.

Τὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου





Τό εὐχέλαιο εἶναι ἕνα ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποιο τελεῖται στόν ναό ἤ στο σπίτι γιά τήν ἴαση σωματικῶν καί ψυχικῶν ἀσθενειῶν.


Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Ἡ σύσταση τοῦ εὐχελαίου, ὅπως καί τῶν ὑπόλοιπων μυστηρίων, ἀνάγεται στήν Καινή Διαθήκη καί μάλιστα τήν Καθολική Ἐπιστολή Ἰακώβου:
(κεφάλαιο ε´, στίχοι 14 -15).
Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας καί προσευξάσθω ἐπ' αὐτόν ἀλείψαντες αὐτόν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ἤ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ.

(ἀπόδοση στήν νεοελληνική)

Εἶναι κάποιος ἀπό σᾶς ἄρρωστος; Νά προσκαλέσει τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας νά προσευχηθοῦν γι' αὐτόν καί νά τόν ἀλείψουν μέ λάδι, ἐπικαλούμενοι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Καί ἡ προσευχή πού γίνεται μέ πίστη θά σώσει τόν ἄρρωστο· ὁ Κύριος θά τόν κάνει καλά. Κι ἄν ἔχει ἁμαρτίες, θά τοῦ τίς συγχωρέσει.

Καθώς ἡ πρώτη μαρτυρία περί τοῦ εὐχελαίου συναντᾶται στήν Καθολική Ἐπιστολή Ἰακώβου, ἡ συγγραφή τῆς ἀκολουθίας τοῦ εὐχελαίου ἀποδόθηκε στόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν ἀδελφόθεο, χωρίς ὄμως κάτι τέτοιο νά ἰσχύει στήν πραγματικότητα. Ἡ ἀπόδοση τῆς πατρότητας τῆς ἀκολουθίας τοῦ εὐχελαίου στόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν ἀδελφόθεο ὀφείλεται καί στή συχνότατη μνεία τοῦ ὀνόματός τους στίς εὐχές, καθώς καί στήν παρεμβολή τροπαρίων πρός τιμήν του.


Η ΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Ἡ ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου τελεῖται "ἐν ἐκκλησίᾳ ἤ ἐν οἴκῳ". Στά ἀρχαῖα λειτουργικά βιβλία ὑπάρχουν εἰδικές εὐχές γιά τήν εὐλογία τοῦ ἐλαίου, ὥστε αὐτό νά ἀποκτήσει ἰαματική δύναμη. Οἱ ἁπλές αὐτές εὐχές ἐξελίχθηκαν μέ τόν καιρό σέ πλήρη ἀκολουθία, πού τελοῦνταν στό ναό μαζί μέ τή θεία λειτουργία, ὅπως καί ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας . Και ἐάν μέν ὁ ἀσθενής ἦταν σέ θέση νά μετακινηθεῖ, παρευρίσκονταν κι ἐκεῖνος κατά τήν τέλεσή της. Διαφορετικά, μετά τό πέρας τῆς θείας λειτουργίας, οἱ ἱερεῖς μετέβαιναν στό σπίτι τοῦ ἀσθενῆ καί τόν ἔχριαν μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο.

Ἀργότερα ἡ ἀποδέσμευση τῆς ἀκολουθίας τοῦ εὐχελαίου ἀπό τή θεία λειτουργία ὁδήγησε στή γενίκευση της τελέσεώς της στά σπίτια. Σ' αὐτό συνετέλεσε καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰακώβου "προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους " ὁπότε ἐννοεῖται ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου στά σπίτια.

Ἡ ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου τελεῖται "εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος ". Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ σωματική ἀσθένεια θεωρεῖται ὡς ὁ πικρός καρπός τῆς ἁμαρτίας. Ὁποιαδήποτε ἀσθένεια, ὡς διαταραχή τῆς ἁρμονικῆς λειτουργίας τοῦ σώματος, ὀφείλεται σέ πνευματικά αἴτια καί κυρίως στή διαταραχή τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ παράβαση, συνεπῶς, τοῦ θείου νόμου ἔχει συνέπειες καί στήν ἴδια τήν ὑγεία μας.

Στά ἱερά κείμενα δέν παρουσιάζεται μόνο ἡ στενή σύνδεση τῆς ἀσθένειας μέ τήν ἁμαρτία ἀλλά συγχρόνως ὑποδεικνύεται καί ὁ τρόπος τῆς θεραπείας: ἡ εἰλικρινής μετάνοια καί ἡ ἐπιστροφή στόν Θεό. Δέν εἶναι σπάνια καί τά περιστατικά, κατά τά ὁποῖα καί οἱ ἴδιοι οἱ γιατροί ὁμολογοῦν ὅτι παρίσταται ἀνάγκη ἀντιμετωπίσεως διαφόρων ἀνιάτων κυρίως, ἀσθενειῶν καί διά πνευματικῶν μέσων τῆς χάριτος . Αὐτά διεγείρουν στόν ἀσθενῆ τήν ἀπαραίτητη μετάνοια καί τήν ἀνάκτηση τῆς εἰρηνικῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό.

Συχνά οἱ βαρειές σωματικές παθήσεις καταδεικνύουν τήν εἰδική μέριμνα τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ στόν ἀσθενῆ ἄνθρωπο. Αὐτές οἱ παθήσεις θεραπεύονται εἴτε μέ τήν ἐπίκληση τῆς θείας βοηθείας εἴτε μέ τή χρησιμοποίηση , παράλληλα πρός τά φυσικά μέσα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, καί τῶν ὑπερφυσικῶν μέσων τῆς θείας χάριτος διά τῶν σχετικῶν μυστηρίων, ὅπως τοῦ εὐχελαίου.


ΤΑ ΟΡΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Ἡ ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου, ὅπως συνήθως τελεῖται σήμερα, ἀποτελεῖται ἀπό διάφορα λειτουργικά στοιχεῖα: εἰρηνικά καί ἁγιάστική εὐχή τοῦ ἐλαίου, ἑπτά ζεύγη βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων (ἀποστολικά καί εὐαγγελικά) μέ ἰσάριθμες αἰτήσεις καί εὐχές καί τέλος ἱλαστική (συγχωρητική) εὐχή γιά τούς παρευρισκομένους.

Γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοποθετεῖται πάνω σέ κάποιο τραπέζι τό εὐαγγέλιο, μικρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, κανδήλα ἀναμμένη καί δοχεῖο μέ ἀλεύρι, στό ὁποῖο ἀνάβονται ἑπτά κεριά.

Ἡ κανδήλα πρέπει νά εἶναι καθαρή καί νά τοποθετεῖται στό κέντρο τοῦ τραπεζιοῦ μαζί μέ μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Στήν κανδήλα μέσα τοποθετεῖται ἁγνό λάδι, ἔνδειξη καθαρῆς καί ὁλοπρόθυμης προσφορᾶς στόν Θεό. Τό λάδι δέν ὑπῆρξε γιά πολλούς ἀνθρώπους μόνο βασικό εἶδος διατροφῆς, ἀλλά καί πολύτιμο φάρμακο. Γι' αὐτό καί ὁ καλός Σαμαρείτης στήν ὁμώνυμη παραβολή (Εὐαγγέλιον κατά Λουκᾶν) περιποιεῖται στοργικά τόν τραυματία ρίχνονας στίς πληγές του λάδι. Ἡ θεραπευτική, μαγική ἤ συμβολική χρήση τοῦ λαδιοῦ εἶναι εὐρύτερα διαδεδομένη σέ πολλούς λαούς καί θρησκεῖες.

Ἄλλο, ὅμως, τό ἔλαιο τοῦ εὐχελαίου. Οὔτε ἡ θεραπευτική χρήση τοῦ ἐλαίου, οὔτε ἡ μαγική χρήση του σέ ἀρχαίους λαούς, οὔτε ἡ θρησκευτική του χρήση στή λατρεία τῆς Π. Διαθήκης, μειώνει τήν ἀξία τοῦ χριστιανικοῦ αὐτοῦ μυστηρίου. Γενικά, τό ἔλαιο, χρησιμοποιούμενο στή θ. λατρεία, ἐκλαμβάνεται ὡς σύμβολο τοῦ θείου ἐλέους, τῆς πνευματικῆς δύναμης καί τῆς ἄφθονης παροχῆς στούς πιστούς τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, τό ἔλαιο, μετά τίς εὐχές τῶν ἱερέων, δέν εἶναι πιά κοινό λάδι· ὅπως καί στή βάπτιση: τό νερό τῆς κολυμβήθρας, μετά τίς εὐχές τοῦ λειτουργοῦ, δέν εἶναι πιά κοινό νερό.

Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας γίνεται ἡ χρίση μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο. Συνήθως χρίεται σταυροειδῶς τό μέτωπο, τό σαγόνι, οἱ δύο παρειές καί τά χέρια μέσα στήν παλάμη καί στό ἐξωτερικό τους μέρος. Μ' αὐτή τή χρίση, ζητοῦμε ἀπό τόν Κϋριο νά θεραπεύσει τό πνεῦμα, τίς σκέψεις καί ὁλόκληρο τόν ἐσωτερικό κόσμο. Ἀκόμη, νά δίνει δύναμη σ' ἐκεῖνα τά μέλη τοῦ σώματος μέ τά ὁποῖα κάνουμε τίς περισσότερες πράξεις· τά χέρια εἶναι τά μέλη πού ἐκτελοῦν τίς ἐντολές τοῦ μυαλοῦ μας.

Δέν εἶναι ἐπισης ἄτοπο, σέ περίπτωση ἀσθενείας , νά χρείεται, ἐάν εἶναι δυνατό, καί τό μέλος πού πάσχει. Ἡ χρίση τῶν ἄλλων προσώπων ἤ μελῶν τῆς οἰκογενείας, πού ἦταν ἀπόντα κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου, μπορεῖ νά γίνει καί ἀπό κάποιο λαϊκό χριστιανό, μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ ἱερέα. Ἡ χρίση ἀποτελεῖ τό ὁρατό καί αἰσθητό σημεῖο τοῦ μυστήριου τοῦ εὐχελαίου.

Στό δοχεῖο μέ τό ἀλεύρι ἀνάβουμε ἑπτά κεριά. Πρόκειται γιά ἐκσυγχρονισμό ἑνός παλιοῦ ἐθίμου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν σιτάρι. Τό σιτάρι ἦταν ἕνας εἶδος πού ὑπῆρχε σέ ὄλα τά σπίτια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως σήμερα τό ἀλεύρι πού τό ἀντικατέστησε. Σήμερα μέ τό ἀλεύρι αὐτό κατασκευάζουν πρόσφορο γιά τή θ. λειτουργία· ἔτσι εἶναι καλό νά ἐπακολουθεῖ καί τό μυστήριο τῆς θ. εὐχαριστίας. Τό ἀλεύρι δέν συμβολίζει κάτι ἰδιαίτερο· πρόκειται γιά ὑλικό, ἁπλό καί κατάλληλο γιά τή σταθεροποίηση τῶν ἑπτά κεριῶν. Ὁ ἀριθμός ἑπτά εἶναι συμβολικός "εἰς τύπον τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος", ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.


ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Μέ τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου ἔχουν συνδεθεῖ ὁρισμένες παρεξηγήσεις, ἐνστάσεις ἤ δεισιδαιμονίες.

Καί πρῶτα ἀπ' ὅλα, ὁρισμένοι θεωροῦν ὅτι μέ τήν ἱλαστική (συγχωρητική ) εὐχή τοῦ εὐχελαίου ἀναπληρώνουν τήν ἐξομολόγηση, πού δέν κάνουν γιά διάφορους λόγους. Πρέπει, λοιπόν, νά ἐπισημάνουμε ὅτι κάθε μυστήριο ἔχει τή δική του ἀξία κανένα δέν ὑποκαθιστᾶ τό ἄλλο. Ἡ συμμετοχή σέ ὅλα τά μυστήρια καί, γενικότερα στό σύνολο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζει στούς πιστούς τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐν Χριστ ῷ σωτηρία.

Μέ τή συγχωρητική εὐχή πού διαβάζει στόν ἐξομολογούμενο ὁ ἱερέας στό τέλος τῆς ἐξομολόγησής του ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες γιά τίς ὁποῖες ἐκεῖνος μετανόησε καί τίς ὁποῖες ἤδη ἔχει ἐξομολογηθεῖ. Μέ τήν ἱλαστική συγχωρητική εὐχή τοῦ εὐχελαίου, ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά θεραπεύσει τόν ἄρρωστο τήν ἀσθένειά του, ἀκόμη καί ἐάν ἡ αἰτία της εἶναι ἡ ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία στό μεταξύ ἐκεῖνος μετανόησε καί ἐξομολογήθηκε. Στό εὐχέλαιο, δηλαδή, ζητοῦμε τήν ἐνίσχυση τῆς ἀδυναμίας μας. Ἡ συγχωρητική εὐχή τοῦ εὐχελαίου δέν καταργεῖ τήν ἐξομολόγηση ἀλλά τή συμπληρώνει ἐπαναδιατυπώνει τό αἴτημα τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.

Μιά ἄλλη παρεξήγηση συμβαίνει μέ τό ἀλεύρι, πού χρησιμοποιεῖται για τή στήριξη τῶν κεριῶν. Ὁρισμένοι πιστοί δέν ἀρκοῦνται στή χρίση μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο, ἀλλά ζητοῦν καί ἀλεύρι γιά διάφορες χρήσεις: νά τό βάλουν κάτω ἀπό τό μαξιλάρι τοῦ παιδιοῦ τους, γιά νά δείξει ὁ Θεός τό τυχερό τους ἤ γιά νά φύγει τό κακό ἀπό τό σπίτι ἤ γιά νά τό ἀραιώσουν μέ νερό καί νά τό πιεῖ ὁ ἀσθενής. Ἐπειδή τά παραπάνω ἐγγίζουν τή δεισιδαιμονία, πρέπει νά τονίσουμε ὅτι τό μυστήριο ὀνομάζεται εὐχέλαιο καί ὄχι "εὐχάλευρο" . Ἐκεῖνο πού ἁγιάζεται εἶναι τό λάδι καί ὄχι τό ἀλεύρι. Τό τελευταῖο χρησιμοποιεῖται μόνο γιά πρακτικούς λόγους. Θά μποροῦσε καί νά μήν ὑπάρχει. Χωρίς ἀλεύρι μπορεῖ νά τελεστεῖ τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου· χωρίς λάδι δέν γίνεται. Ἁπλά ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γίνει, ὅπως καί γίνεται ἄλλωστε, εἶναι νά κατασκευάζεται πρόσφορο γιά τή θεία λειτουργία μέ τό ἀλεύρι τοῦ εὐχελαίου. Ὁποιαδήποτε ἄλλη χρήση του, ξεφεύγει ἀπό τό ὀρθό.

Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη παρεξήγηση, πού συνιστᾶ σύγχυση τοῦ σκοποῦ τοῦ εὐχελαίου. Πολλοί ζητοῦν εὐχέλαιο γιά νά ἐγκαινιάσουν τό καινούργιο τους σπίτι ἤ τό κατάστημα. Παραπάνω περιγράψαμε μέ σαφήνεια τόν σκοπό τοῦ εὐχελαίου: ἡ θεραπεία σωματικῶν καί ψυχικῶν ἀσθενειῶν. Εἶναι ξεκάθαρο. Γιά τά σπίτια, τά καταστήματα, τά ὀχήματα καί ὅλα τά ὑπόλοιπα ὑπάρχουν οἱ ἀντίστοιχες ἁγιαστικές πράξεις. Ἀκόμη, δέν εἶναι καί λίγοι ἐκεῖνοι πού ζητοῦν ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει ἁγιασμό καί εὐχέλαιο μαζί, πράγμα πού δείχνει σύγχυση καί παρεξήγηση. Λές καί χρειάζεται περισσότερες ἀπό μία ἁγιαστικές πράξεις γιά νά ζητήσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα ἐρώτημα πού συνδέεται μέ τήν τέλεση τοῦ εὐχελαίου, εἶναι ἐάν μποροῦμε νά χρίουμε μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο τοῦ εὐχελαίου τά ἀβάπτιστα βρέφη. Εἶναι γνωστό ὅτι τό βάπτισμα ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση συμμετοχῆς καί στά ὑπόλοιπα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, κάποιος πού δέν ἔχει βαπτιστεῖ δέν μπορεῖ οὔτε νά κοινωνήσει, οὔτε νά χρισθεῖ στό εὐχέλαιο. Ἀντίθετα, ἕνα βαπισμένο παιδί, ἀκομη κι ἄν βρίσκεται σέ βρεφική ἡλικία, ὁπότε στερεῖται τῶν ἁμαρτιῶν τῶν μεγάλων γιά τίς ὁποῖες ζητεῖται ἡ ἄφεση, μπορεῖ νά λάβει τόν ἁγιασμό τοῦ εὐχελαίου.

Τέλος, μιά ἄλλη παρεξήγηση συνδέεται μέ τήν ἀντίληψη ὅτι τό εὐχέλαιο ἀφορᾶ τούς ἑτοιμοθάνατους καί ὅσους γενικά βρίσκονται στήν τελική φάση τῆς ἀσθένειάς τους. Αὐτή ἡ ἀντίληψη καλλιεργήθηκε κυρίως μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων Ρώσων μᾶλλον ἀπό ἐπιρροή τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Παρατηρεῖται καί σέ μᾶς, ἄν καί σπάνια, μιά ἀποφυγή τελέσεως τοῦ εὐχελαίου ἀπό τό φόβο μήπως προκληθεῖ ἤ ἐπισπευσθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ἀσθενῆ. Ὁ φόβος αὐτός, ὅμως, εἶναι ἀδικαιολόγητος. Οἱ συγγενεῖς φοβοῦνται νά τό ποῦν στόν ἀσθενῆ. Ὁ ἀσθενής φοβᾶται να τό ζητήσει. Τό εὐχέλαιο εἶναι γιά τήν ὑγεία καί τή ζωή. Γιά ὑγεία καί ζωή μιλοῦν ὅλες οἱ αἰτήσεις καί οἱ εὐχές τοῦ μυστηριου.

Τέλος, εἶναι δυνατό νά διατυπωθεῖ καί μία ἔνσταση: γιατί δέν θεραπεύει παντοτε; τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου δέν συστάθηκε γιά νά καταργεῖ κάθε ἀσθένεια, τόν θάνατο καί τήν ἰατρική ἐπιστήμη. Πολλές φορές φέρνει ἔμμεση θεραπεία. Ἄλλωστε, ἡ θεραπεία ἐξαρτᾶται ἀπο τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια χάρη παρέχεται σέ ὅλους, ὅλοι ὅμως δέν θεραπεύονται. Ἡ θεραπεία μπορεῖ νά μήν εἶναι πάντοτε γιά τό εὐρύτερο συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Παραμένει γιά νά παιδαγωγήσει ἴσως τόν ἀσθενή καί νά τόν ὁδηγήσει μέ βεβαιότητα στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία· ὁποτε καί πάλι ἐπιτυγχάνεται ὁ ἀπώτερος σκοπός τοῦ μυστηρίου.


Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Ἀπ' ὅλα ὅσα ἐκτέθηκαν παραπάνω συνοπτικά, γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἀξία τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου. Ἡ ἀξία αὐτή δέν εἶναι μόνο μυστηριακή ἤ λειτουργική. Τό εὐχέλαιο ἔχει καί ἀξία παιδαγωγική.

Τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα (ἀποστολικά καί εὐαγγελικά), οἱ αἰτήσεις καί οἱ εὐχές ἀσκοῦν εὐεργετική ἐπίδραση τόσο στόν ἴδιο τόν ἀσθενῆ ὅσο καί στό περιβάλλον του. Ὅπως παρατηρήθηκε πολύ εὔστοχα, μέ τό εὐχέλαιο ἐπιτελεῖται ἕνα εἶδος οἰκογενειοθεραπείας.

Ἀκόμη καί ἐάν δέν συντρέχει λόγος σοβαρῆς ἀσθένειας ἡ τέλεση τοῦ εὐχελαίου εἶναι ἐπιβεβλημένη. Πρῶτον· ἐκτός ἀπό μιά σοβαρή ἀσθένεια, ἐνδέχεται νά ὑπάρχει καί κάποια ἄλλη, λανθάνουσα, πού ἐνδεχομένως δέν ἔδωσε συμπτώματα γιά νά γίνει ἄμεσα ἀντιληπτή. Καί δεύτερον ὑποδεικνύεται στούς πιστούς μιά ἄλλη διάσταση ἀντιμετώπισης τῆς ἀσθένιας. Ἐκτιμᾶται ἀπ' τούς μετέχοντες στό μυστήριο τό ἀγαθό τῆς ὑγείας καί ὑποδεικνύεται ἕνας ἄλλος τρόπος ἀντιμετώπισης τῆς ἀσθένειας: ἡ πνευματικότητα. Ὁ ἀσθενής καί οἱ συμπάσχοντες οἰκεῖοι του καλοῦνται νά βαστάσουν μέ καρτερία καί ὑπομονή τήν προκείμενη σωματική δοκιμασία. Ἀκόμη δέ, καί στήν περίπτωση πού αὐτή παραμένει ἀνίατη, ἀναδεικνύεται ἡ πρός τόν Θεό ἐλπίδα καί ἀφοσίωση τοῦ ἀσθενῆ, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖται μέ πλήρη ἐμπιστοσύνη καί ἀγάπη πρός τόν Θεό σέ εἰρηνικό χριστιανικό τέλος τῆς παρούσας βιοτῆς του, πράγμα πού ἀποτελεῖ καί ἕνα ἀπό τά βασικά λειτουργικά αἰτήματα τοῦ εὐχελαίου.

Τέλος, ἡ τέλεση τοῦ εὐχελαίου στό σπιτι δίνει μιά καλή εὐκαιρία ἐπικοινωνίας τοῦ ἱερέα μέ τά μέλη τῆς οἰκογένειας. Αὐτή, ἐκτός ἀπό τόν μυστηριακό της χαρακτήρα, μπορεῖ νά ἐπεκταθεῖ καί σέ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, γεγονός πού θά βοηθήσει τούς συμμετέχοντες, ἰδιαίτερα τά παιδιά καί τούς νέους, σέ μιά στενότερη ἐπαφή μέ τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐνορίας καί τίς διάφορες δραστηριότητές της. Τό λιγότερο: θά δώσει μιά πολύτιμη, ἴσως πρωτόγνωρη, ἐμπειρία ἀκόμη καί σέ πιστούς πού ἀπέχουν ἀπό τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Μεγάλη Τετάρτη: Αφιερωμένη σε δύο αντίθετες φυσιογνωμίες

  • Μεγάλη Τετάρτη: Αφιερωμένη σε δύο αντίθετες φυσιογνωμίες
Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φυσιογνωμίες, δύο ψυχικές καταστάσεις, δύο πράξεις: μία γυναίκα έρχεται να αλείψει την κεφαλή του Ιησού με πανάκριβα μύρα κι ένας μαθητής, ο Ιούδας, προδίδει τον Διδάσκαλο. Αυτές οι δύο πράξεις δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους, γιατί ο ίδιος μαθητής διαμαρτύρεται γι΄ αυτή την ολοφάνερη σπατάλη.
Το γεγονός μας το διηγείται το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (26:6-16). Για το Μύρον της Γυναικός επικαλούμεθα κείμενο που βρίσκεται στο αρχείο μας, του Μακαριστού Μητροπολίτου πρώην Πατρών  κυρού Νικοδήμου, ενώ, η περίπτωση του Ιούδα είναι τόσο τρομερή και σκοτεινή που δεν τολμούμε να διεισδύσουμε σ΄ αυτή και να την εξηγήσουμε.
Ας κρατήσουμε όμως μια φράση από την ακολουθία του Νυμφίου της χθεσινής Μ. Τρίτης: «…καπηλεύων ο δεινός Ιούδας την φιλόθεον χάριν…». Είναι δυνατόν να καπηλευτούμε τη χάρη, αφού πρώτα έχουμε γεμίσει από αυτή.
Και πόσοι δεν είναι οι χριστιανοί που στη διάρκεια  της ζωής τους έχουν πει στο κυρίαρχο πάθος τους – τη σάρκα, το χρήμα, το εγώ-: «είμαι έτοιμος να πουλήσω τον Ιησού. Πες μου τι θα μου προσφέρεις και εγώ θα σου τον παραδώσω»

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2018

Μεγάλη Δευτέρα «Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται» (Θεολογικὸ σχόλιο στὸ περιεχόμενο καὶ τὰ νοήματα τῆς Μεγάλης Δευτέρας)


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητοῦ 
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτὸς καὶ μακάριος ὁ δοῦλος ὂν εὐρήσει γρηγορούντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὂν εὐρήσει ραθυμούντα. Βλέπε οὒν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνω κατενεχθῆς, ἴνα μὴ τῷ θανάτω παραδοθεῖς καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῆς. Ἀλλὰ ἀνανηψον κράζουσα, Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἰ ὁ Θεὸς ἠμῶν. Δία τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἠμᾶς». Μὲ αὐτὸ τὸ θεσπέσιο τροπάριο ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος μᾶς εἰσάγει στὸ κατανυκτικὸ κλίμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, παροτρύνοντάς μας νὰ ἑτοιμάσουμε κατάλληλα τὸν ἑαυτό μας, προκειμένου νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸ Νυμφίο τῆς ψυχῆς μᾶς Χριστὸ καὶ νὰ λάβουμε μέρος στὴν πνευματικὴ γαμήλια πανδαισία. Αὐτὴ εἶναι ἄλλωστε καὶ ἡ κύρια ἐπιδίωξη τῆς βιώσεως ὅλων τῶν μεγάλων γεγονότων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν παθόντα καὶ ἀναστάντα Σωτήρα μᾶς Χριστό! 
Τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος τιμᾶμε μία μεγάλη προσωπικότητα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν Ἰωσὴφ τὸν Πάγκαλο, τὸ γιὸ τοῦ Ἰακώβ, τὸν ὁποῖο πούλησαν, ἐξαιτίας... μεγάλου φθόνου, τὰ ἀδέλφια του ὡς δοῦλο στὴν Αἴγυπτο (Γέν. κέφ.37-50). Ἡ πολύπαθη ἱστορία τοῦ μᾶς εἶναι λίγο πολὺ γνωστή. Ἡ φιλήδονη γυναίκα τοῦ Πεντεφρῆ, αὐλικοῦ του Φαραώ, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν παρασύρει στὴν ἁμαρτία τῆς μοιχείας, τὸν συκοφάντησε καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ στὰ φοβερὰ κάτεργα τοῦ δεσμωτηρίου ὑπέμενε μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὸ ἄδικο πάθος του. Προσευχόταν στὸ Θεὸ τῶν πατέρων του καὶ ἤλπιζε σ’ Αὐτὸν τὴν ἐλευθερία του. Μετὰ τὴν ἐξήγηση τῶν περιέργων ὀνείρων τοῦ Φαραὼ κατέστη ἀντιβασιλέας τῆς μεγάλης χώρας της Αἰγύπτου. Συνάντησε τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς ὁποίους ὄχι μόνο δὲν τὰ τιμώρησε, ἀλλὰ τοὺς εὐεργέτησε καὶ τοὺς ἐγκατέστησε στὸ πιὸ ἔφορο μέρος τῆς Αἰγύπτου, προκειμένου νὰ ζήσουν εὐτυχισμένοι. 

Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα προβάλλεται ἡ ὑπέροχη μορφὴ τοῦ Παγκάλου Ἰωσήφ, γιατί αὐτὸς σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀποτελεῖ προτύπωση καὶ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅπως ὁ Κύριος ὑπέφερε ἄδικα ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης κακίας τῶν ὁμοφύλων Του, τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος ὑπέφερε ἐξαιτίας τῆς κακίας τῶν ἀδελφῶν του καὶ ἔδειξε, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ἀπέραντη ἀνεξικακία. Εἶχε ὅλη τὴ δύναμη, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ὡς κραταιὸς ἡγεμόνας τῆς ἀχανοῦς χώρας τῆς Αἰγύπτου, νὰ ἐκδικηθεῖ τὰ ζηλόφθονα ἀδέλφια του, ποὺ τὸν ἔριξαν σὲ μία τέτοια ἀνείπωτη περιπέτεια. Εἶχε ἐπίσης τὴ δύναμη νὰ συντρίψει ἐκείνη τὴ φιλήδονη καὶ δολερὴ αἰγύπτια γυναίκα, ἡ ὁποία τὸν συκοφάντησε καὶ τὸν ἔριξε ἄδικα στὴ φυλακή. Ὅμως αὐτὸς ἀντὶ ἐκδίκηση ἀνταπέδωσε ἔλεος καὶ καλοσύνη. Νὰ γιατί τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα τιμᾶμε τὸν Πάγκαλο Ἰωσήφ. 

Ἐπίσης τὴν ἡμέρα αὐτὴ κάνουμε ἀνάμνηση τοῦ διδακτικοῦ γεγονότος τῆς ξηρανθείσης συκῆς ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ συνέβηκε σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια τὴν ἑπομένη ἡμέρα τῆς θριαμβευτικῆς Του εἰσόδου στὴν Ἱερουσαλὴμ (Μάτθ.21,19. Μάρκ.11,13). Βαδίζοντας ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητές Του σὲ κάποια ὁδὸ πλάι σὲ συστοιχίες καρποφόρων δένδρων, φοινίκων, καρυῶν καὶ συκιῶν, πείνασε καὶ πλησίασε σὲ κάποια συκιὰ γιὰ νὰ συλλέξει ὁρισμένους καρπούς. Ὅμως τὸ συγκεκριμένο δένδρο, ἐνῶ εἶχε πλούσιο φύλλωμα, δὲν εἶχε καρπούς. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στὴ συκιά: «Μηκέτι ἔκ σοὺ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰώνα΄ καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ» (Μάτθ.21,19). Μὲ αὐτὸν τὸν περίεργο καὶ παραστατικὸ τρόπο θέλησε ὁ Κύριος νὰ διδάξει στοὺς μαθητές Του καὶ ὅλους ἐμᾶς, τὴν ἀνάγκη νὰ παράγουμε πνευματικοὺς καρπούς. Ἐπίσης ἡ ἄκαρπος συκῆ, σύμφωνα μὲ σύγχρονο λόγιο κληρικὸ «ἤτις διὰ τῶν πλουσίων φύλλων τῆς ἐσυμβόλιζε τὴν ὑποκρισίαν τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων, δὲν ἐτιμωρήθη ἁπλῶς ὡς ἄψυχος συκῆ, ἀλλ’ ὡς ἐκπροσωποῦσα καθόλου μὲν τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος, ἰδιαιτέρως δὲ τὴν Ἰουδαϊκὴν Συναγωγήν, ἤτις μόνον φύλλα ἔφερεν, ἤτοι ἁπλῶς περιωρίζετο εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, οὐδένα δὲ καρπὸν εἶχε νὰ ἐπιδείξη. Ὁ Ἰησοῦς ἐλθῶν εἰ μὴ μίαν ψευδῆ ὑποκρισίαν κατεδίκασε ταύτην εἰς διηνεκῆ ἀποξήρανσιν» (Θ. Σπυροπούλου, Ὁ Βίος καὶ ἡ Διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ἀθῆναι 1933, σέλ.372). 

Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἀναφέρει πὼς τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος ἐπιτίμησε τὴ συκῆ καὶ ξηράθηκε, κατέπεσαν ἀμέσως τὰ καταπράσινα φύλλα της καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα ξεράθηκε καὶ ἡ ρίζα τῆς (Μάρκ.11,21). Οἱ μαθητὲς ἔκθαμβοι ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ζητοῦσαν νὰ μάθουν τὴν βαθύτερη ἔννοιά του, ἀλλὰ εἶχαν τὴν ἀπορία «πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ;» (Μάτθ.21,20). Πρώτη φορὰ εἶχαν δεῖ τιμωρία τῆς ἄψυχης φύσεως ἀπὸ τὸ Δάσκαλό τους. 

Ὁ Κύριος παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἀπορία τῶν μαθητῶν, χωρὶς νὰ ἐξηγήσει τὴν συμβολικὴ σημασία τοῦ θαύματος, τοὺς δίδαξε γιὰ τὴ μεγάλη δύναμη τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ ἐσωτερικὴ θέρμη καὶ χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμὸ μπορεῖ νὰ κατορθώσει ἀφάνταστα πράγματα. Τοὺς εἶπε: «Ἐὰν ἔχετε πίστιν ὡς κόκκον συνάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτω, μετάβα ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται» (Μάτθ.21,21). Αὐτὴ τὴν πίστη θέλει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μεταδώσει καὶ σέ μας. 

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ κάνουμε μνεία τὴν Μ. Δευτέρα ἀφ’ ἑνὸς μὲν τοῦ δικαίου Ἰωσὴφ καὶ ἀφ’ ἑτέρου τοῦ γεγονότος τῆς ξηρανθείσης συκῆς γιὰ νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν Πάγκαλο Ἰωσὴφ στὶς ἀρετὲς τῆς πίστεως, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀνεξιακακίας καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὴν στειρότητα τῆς ἄκαρπης συκῆς. Νὰ στολίσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀρετὲς καὶ νὰ παράγουμε πνευματικοὺς καρπούς, προκειμένου νὰ ἀκολουθήσουμε ἐπάξια καὶ χωρὶς ὑποκριτικοὺς συναισθηματισμοὺς τὸν Κύριο στὸ σωτήριο Πάθος Του. 

Ἡ χριστιανικὴ βιωτὴ εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη μὲ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι στὴν οὐσία ἡ ἀνάκτηση τῆς προπτωτικῆς αὐθεντικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ἀνάκτηση τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας του. Ἡ ὑπέροχη καὶ στολισμένη μὲ ἀρετὲς προσωπικότητα τοῦ Παγκάλου Ἰωσὴφ εἶναι ἕνα τρανὸ παράδειγμα λαχτάρας γιὰ ἐπιστροφὴ πρὸς τὴν ἀρχέγονη αὐθεντική μας φύση. Βεβαίως ἡ πραγματικὴ ἀνάκτηση συντελέσθηκε στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος καταδέχθηκε νὰ δεχθεῖ ἑκούσια τὰ ἄδικα παθήματα, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν αὐτὰ τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ Του ἔργου. 

Ὑπέροχη εἶναι πραγματικὰ ἡ ὑμνολογία τῆς Μ. Δευτέρας, ὅπως καὶ ὁλοκλήρου της Μ. Ἑβδομάδος, ἡ ὁποία ἔχει ὡς στόχο νὰ εἰσαγάγει τοὺς πιστοὺς στὸ κατανυκτικὸ καὶ πένθιμο κλίμα τῆς ἑβδομάδος τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ἀρχίζει μὲ τὸ ὑπέροχο καὶ πασίγνωστο τροπάριο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός…». Ἀκολουθοῦν τὰ καθίσματα «Τὰ πάθη τὰ σεπτά…» , «Ἀόρατε κριτά…» καὶ «Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχᾶς…», εἰσαγωγικά του Θείου Πάθους. Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ψάλλεται ὁ περίφημος κανόνας «Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν…» ποίημα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ. Παρεμβάλλεται τὸ γνωστὸ κοντάκιο «Ὁ Ἰακὼβ ὠδύρετο τοῦ Ἰωσὴφ τὴν στέρησιν…». Ἀκολουθεῖ τὸ κατανυκτικότατο ἐξαποστειλάριο «Τὸν νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον…». Στοὺς Αἴνους ψάλλονται τὰ περίφημα τροπάρια, ἐπίσης ποιήματα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος…», «Φθάσαντες, πιστοί, τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ…». Στὰ ὑπέροχα τροπάρια τῶν ἀποστίχων, ποιήματα καὶ αὐτὰ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, γίνεται μνεία τοῦ ἐπεισοδίου μὲ τοὺς υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν πρωτοκαθεδρία στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. «Κύριε πρὸς τὸ μυστήριον τὸ ἀπόρρητόν της σῆς οἰκονομίας…», «Κύριε, τὰ τελεώτατα φρονεῖν τοὺς οἰκείους παιδεύων μαθητᾶς, μὴ ὁμοιοῦσθε τοῖς ἔθνεσιν ἔλεγες…» καὶ τὸ δοξαστικὸ «Δευτέραν Εὔαν τὴν Αἰγυπτίαν εὐρῶν ὁ δράκων διὰ ρημάτων, ἔσπευδε κολακίαις ὑποσκελίσαι τὸν Ἰωσήφ…», ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τοῦ πάθους τοῦ Παγκάλου Ἰωσήφ. 


Εἶναι ἀνάγκη αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες νὰ διορθώσουμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, νὰ στραφοῦμε στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματά Του πρὸς τὸ Πάθος. Πρέπει νὰ ἀντιταχθοῦμε σθεναρὰ στὸν κακὸ ἑαυτό μας, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς ἰσχυρὲς ἑλκτικές του ἕξεις πρὸς τὴν ἁμαρτία, θέλει νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια καὶ στὸν πνευματικὸ θάνατο. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ποὺ δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ ὑπερβοῦμε τὸν παλαιὸ πτωτικὸ ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο κρύβουμε μέσα μας, θὰ παραμείνουμε γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ ἀμέτοχοι τῶν δωρεῶν, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὰ ἑκούσια Παθήματα καὶ τὴ Σταυρικὴ Θυσία τοῦ Λυτρωτῆ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἔχουμε ἐν τέλει τὴν τύχη τῆς ἀκάρπου συκῆς. 

Αγιος Παίσιος: « Την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα εάν θέλει κάποιος να νιώσει κάτι, δεν πρέπει να κάνει τίποτε άλλο εκτός από..

123 (524)
Αγιος Παίσιος: «Την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα εάν θέλει κάποιος να νιώσει κάτι, δεν πρέπει να κάνει τίποτε άλλο εκτός από προσευχή»
– Γέροντα, πως μπορεί να ζήση κανείς
πνευματικά τις γιορτές;
– Τις γιορτές για να τις ζήσουμε, πρέπει να έχουμε τον νού μας στις άγιες ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε για τις άγιες ημέρες.
Να σκεφτώμαστε τα γεγονότα της κάθε άγιας ημέρας (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πάσχα κ.λπ.) και να λέμε την ευχή δοξολογώντας τον Θεό.
Έτσι θα γιορτάζουμε με πολλή ευλάβεια κάθε γιορτή.
Οι κοσμικοί ζητούν να καταλάβουν τα Χριστούγεννα με το χοιρινό, το Πάσχα με το αρνί, τις Αποκριές με το κομφετί.
Οι αληθινοί μοναχοί όμως κάθε μέρα ζούν τα θεία γεγονότα και αγάλλονται συνέχεια.
Κάθε εβδομάδα ζούν την Μεγάλη Εβδομάδα.
Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή ζούν την Μεγάλη Τετάρτη, την Μεγάλη Πέμπτη, την Μεγάλη Παρασκευή, δηλαδή τα Πάθη του Χριστού, και κάθε Κυριακή το Πάσχα, την Ανάσταση.
Τι, θα πρέπη να έρθη η Μεγάλη Εβδομάδα, για να θυμηθή κανείς τα Πάθη του Χριστού;
Πρέπει να έρθη το Πάσχα με το αρνί, για να καταλάβω το «Χριστός ανέστη» σαν τους κοσμικούς;
Ο Χριστός τι είπε;
«Έτοιμοι γίνεσθε» είπε.
Δεν είπε, «ετοιμασθήτε τώρα!»
Από την στιγμή που λέει ο Χριστός, «έτοιμοι γίνεσθε», πρέπει ο άνθρωπος, και ιδίως ο μοναχός, να είναι έτοιμος συνέχεια.
Να μελετάη και να ζη τα θεία γεγονότα συνέχεια.
Όταν κανείς μελετάη τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθή και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθή.
Έπειτα στις Ακολουθίες ο νούς να είναι στα γεγονότα που γιορτάζουμε και με ευλάβεια να…
παρακολουθούμε τα τροπάρια που ψάλλονται.
Όταν ο νούς είναι στα θεία νοήματα, ζη τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι αλλοιώνεται.
Στην γιορτή, για να νιώση κανείς το γεγονός, δεν πρέπει να δουλεύη.
Την Μεγάλη Παρασκευή λ.χ., εάν θέλη να νιώση κάτι, δεν πρέπει να κάνη τίποτε άλλο εκτός από προσευχή. Στον κόσμο οι καημένοι οι κοσμικοί την Μεγάλη Εβδοβάδα έχουν δουλειές.
Μεγάλη Παρασκευή να δίνουν ευχές.
«Χρόνια πολλά! Να ζήσετε!
Με μία νύφη!»
Δεν κάνει!
Εγώ την Μεγάλη Παρασκευή κλείνομαι στο Καλύβι. Όπως και μετά το Αγγελικό Σχήμα η εβδομάδα της ησυχίας που ακολουθεί, βοηθάει, γιατί ποτίζει η θεία Χάρις την ψυχή και καταλαβαίνει ο μεγαλόσχημος τι έγινε, έτσι και στις γιορτές η ησυχία πολύ βοηθάει.
Μας δίνεται περισσότερη ευκαιρία να ξεκουρασθούμε λίγο, να μελετήσουμε και να προσευχηθούμε.
Θα έρθη ένας καλός λογισμός, θα εξετάσουμε τον εαυτό μας, θα πούμε λίγο την ευχή και θα νιώσουμε έτσι κάτι από το θείο γεγονός της ημέρας.

Σάββατο, Μαρτίου 31, 2018

Φώτης Κόντογλου: Χαρμολύπη ἢ τὸ Χαροποιὸν Πένθος

«Ταῦτα λελάληκα ὑμὶν ἴνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμὶν μείνη καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῆ» (Ἰω. ΙΕ’.11). 
«Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτη, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτής• ὅταν θὰ γεννήση τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὒν λύπην μὲν νῦν ἔχετε• πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν.» (Ἰω. ΙΣΤ’. 20).
Ἀληθινὴ κι’ ὄχι ψεύτικη χαρὰ νοιώθει μονάχα ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα του, κ’ εἶναι ταπεινός, πράος, γεμάτος ἀγάπη. Ἀληθινὴ χαρὰ ἔχει μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ξαναγεννήθηκε στὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ... Κι’αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ πονᾶ καὶ θλίβεται γιὰ τὸν Χριστό, καὶ βρέχεται ἀπὸ τὸ παρηγορητικὸ δάκρυο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ γνωρίζουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου : «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι...
αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Μάτθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι λυπημένοι, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει : «Καλότυχοι ὅσοι κλαῖτε τώρα, γιατί θὰ γελάσετε.» (Λούκ. ΣΤ’. 21). Ὅποιος λυπᾶται καὶ ὑποφέρνει γιὰ τὸν Χριστό, πέρνει παρηγοριὰ οὐράνια καὶ εἰρήνη ἀθόλωτη. Παράκληση δὲν θὰ πεῖ παρακάλεσμα, ἀλλὰ παρηγοριά. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής, ἐπειδὴ ὅποιος τὸ πάρει, παρηγοριέται σὲ κάθε θλίψη του καὶ βεβαιώνεται καὶ δὲν φοβᾶται τίποτα. Κι’ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά. Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία : «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Μάτθ. Ε’, 11). Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμὶν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται• ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ἰστ’ 20). Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές• μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά, τούτη ἡ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ξαγοράζεται μὲ τὴ θλίψη, γιὰ τοῦτο κι’ ὁ Κύριος τὴ λέγει «πεπληρωμένη», δήλ. τέλεια, ἀληθινή, σίγουρη. (Ἰω. ἰστ’ 25). Κι’ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ λέγει πολλὰ γι’αὐτὴ τὴ βλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δήλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιος πιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10). Κι’ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι, μὰ στ’ ἀληθινὰ χαίρουνται :»ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Ἀπ’ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοένα στοὺς μαθητάδες του : «Χαίρετε ἐν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β’28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16).
Μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ εἶναι ὁ ἴσκιος τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι παραστημένα ὅλα σὰν σκεπασμένα, συμβολικά, ὅπως εἶναι ἡ θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τύπος τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ δώδεκα γυιοὶ τοῦ Ἰακὼβ τύπος τῶν δώδεκα ἀποστόλων, κ.λ.π. Ἔτσι καὶ τὸ πικρὸ νερὸ τῆς Μερρᾶς ποὺ τὸ ἔκανε γλυκὸ ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, παριστάνει τὴ λύπη τῆς ἁμαρτίας ποὺ τὴν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς σὲ χαρά, «εἰς ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον.» Τούτη τὴν πνευματικὴ Χαρὰ ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἐνοίωσε μέσα του κι’ ὁ Δαυΐδ κ’ ἔλεγε: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνας μέ», «Κύριε, μὲ τὴ λύπη ἄνοιξες τὴν καρδιά μου.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις.» (Ψάλμ. κθ’.) καὶ πάλι λέγει : «Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔτρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί.» (Ψάλμ. κθ’.) Κι’ ἀλλοῦ λέγει : «Γεύσασθε καὶ ἴδατε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος. Μακάριος ἀνὴρ ὁ ἐλπίζων ἐπ’ αὐτόν.» (Ψάλμ. λγ’.). Κι’ ἀλλοῦ λέγει : «Πολλαὶ αἳ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ ἐκ πασῶν αὐτῶν ρύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος.» (Ψάλμ. λγ’).
Γὶ’ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ χαρὰ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ ὅσους τὸν ἀγαποῦνε καὶ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ θλίψη, γράψανε πολλὰ καὶ θαυμαστὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τὴ λέγει Χαροποιὸν πένθος καὶ Χαρμολύπη. «Πένθος γιὰ τὸν Θεό, λέγει, εἶναι τὸ νάναι σκυθρωπὴ ἡ ψυχή σου, κ’ ἡ καρδιά σου νὰ ποθεῖ νὰ πικραίνεται, καὶ ν’ ἀποζητᾶ ὁλοένα αὐτὸ ποὺ διψᾶ, κ’ ἐπειδὴ δὲν τὸ βρίσκει, νὰ τὸ κυνηγᾶ μὲ πόνο καὶ νὰ τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας ἀπαρηγόρετα». «Βάστα γερὰ τὴ μακάρια τούτη χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνει νὰ ὑψωθεῖς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήσει καθαρὸν στὸν Χριστό».»Ὅποιος πορεύεται ἀδιάκοπα μὲ θλίψη, αὐτὸς γιορτάζει ἀκατάπαυστα• κι’ ὅποιος ὁλοένα διασκεδάζει, αὐτὸς μέλλεται νὰ ἀπολάψει θλίψη αἰώνια». «Ἐγὼ λογιάζοντας τὸ λογὴς εἶναι τούτη ἡ θλιμένη κατάνυξη, ἀπορὼ• πῶς γίνεται, κάποιο πράγμα ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, νὰ ἔχει μέσα τοῦ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη περιμπλεγμένα συναμεταξύ τους σὰν τὸ μέλι μὲ τὸ κερὶ .» Αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ξαλάφρωση ποὺ παρηγορὰ τὴν πονεμένη καὶ λυπημένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες της. Αὐτὴ ἡ βοήθεια εἶναι μία θεϊκὴ ἐνέργεια ποὺ ξανανηώνει καὶ καινουργιεύει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὁπού κατάπεσε στὴν πίκρα καὶ στὴ σκληρὴ λύπη, καὶ στέκεται καταφαρμακωμένη ἀπὸ τὴν ἀμέτρητη πίκρα της, ἀπελπισμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυά της σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστὴ κι’ ἀνακουφιστική». «Κανένα πράγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο αὐτὸ τὸ χριστιανικὸ πένθος». « Ὅποια ἐνάρετη ζωὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι’ ἀδιαφόρετη λογαριάζεται}. Τοῦτο τὸ βλογημένο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητή της ψυχῆς, μία ὄρεξη πονεμένη τῆς καρδιᾶς, ποὺ ζητᾶ μὲ δάκρυα καὶ μὲ μεγάλον πόθο τὸν Θεό».
Κι’ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει : «Σὰν λυτρωθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, καὶ σὰν περάσει μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ τὴν πονηρὴ θάλασσα, καὶ βλέπει μπροστά της τοὺς ἐχθρούς της νὰ χάνουνται, στοὺς ὁποίους ἤτανε πρωτήτερα δούλα, ἀναγαλλιάζει μὲ μία χαρὰ ἀνεκλάλητη καὶ δοξασμένη, γιατί παρηγοριέται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ξεκουράζεται στὸν Κύριο. Τότε τὸ πνεῦμα ποὺ ἔλαβε, τραγουδᾶ κάποιο καινούριο τραγούδι μὲ τὸ τύμπανο, ἤγουν μὲ τὸ σῶμα, καὶ μὲ τῆς κιθάρας, ἤγουν τῆς ψυχῆς, τὶς λογικὲς κόρδες καὶ τοὺς λεπτότατους λογισμούς, καὶ μὲ τὸ δοξάρι τῆς θείας χάρης, καὶ ψέλνει ὕμνους στὸν ζωοδότη Χριστό.» «Σὲ τοῦτο οἱ χριστιανοὶ εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ μεγάλη ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσά τους, γιατί ἔχουνε τὸν νοῦ τους καὶ τὴ διάνοιά τους στὸ οὐράνιο φρόνημα, καὶ καθρεφτίζουνε μέσα τοὺς τὰ αἰώνια ἀγαθά, ἐπειδῆς ἔχουνε τὸ ἅγιον Πνεύμα• γιατί γεννηθήκανε ἄνωθεν κι’ ἀξιωθήκανε νὰ γίνουνε τέκνα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀλήθεια καὶ μὲ δύναμη, καὶ κατασταθήκανε σταθεροὶ καὶ στέρεοι κι’ ἀσάλευτοι κι’ ἀναπαυμένοι ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες καὶ κόπους, χωρὶς νὰ ταράζονται πιὰ ἀπὸ ἄστατους καὶ μάταιους λογισμούς. Σ’ αὐτὸ εἶναι πιὸ μεγάλοι καὶ πιὸ καλοὶ ἀπὸ τὸν κόασμο, ἐπειδῆς ἔχουνε τὸ νοῦ τους καὶ τὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς τους στὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει γιαυτὰ τὰ βλογημένα δάκρυα : «Ἂν δὲν φτάξεις στὰ δάκρυα, μὴν νομίσεις πὼς ἔφταξες κάπου στὴ διαγωγή σου καὶ στὴν πολιτεία σου, γιατί ὡς τὰ τότε, τὸν κόσμο ὑπηρετοῦνε οἱ κρυφοὶ διαλογισμοί σου, δηλαδὴ μὲ τὸν ἔξω ἄνθρωπο κάνεις τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα ἄκαρπος• ἐπειδὴ ὁ καρπὸς τοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὰ δάκρυα. Γιατί σὰν φτάξςεις στὴ χώρα τους, τότε νὰ ξέρεις πὼς βγῆκε ἡ διάνοιά σου ἀπὸ τὴ φυλακὴ τούτου τοῦ κόσμου κι’ ἔβαλε τὸ πόδι της στὴ στράτα τοῦ καινούριου κόσμου,, κι’ ἄρχισε νὰ μυρίζει ἐκεῖνον τὸν καινούριον ἀέρα τὸν θαυμαστόν. Καὶ τότε ἀρχίζουνε νὰ τρέχουνε τὰ δάκρυα, ἐπειδὴ κοντεύει νὰ γεννηθεῖ τὸ πνευματικὸ νήπιο. Γιατί ἡ χάρη, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων, βιάζεται νὰ γεννήσει στὴν ψυχὴ κάποιον θεϊκὸ τύπο μυστικὰ στὸ φῶς τῆς μέλλουσας ζωῆς. Καὶ σὰν φτάξει ἡ ὥρα νὰ γεννηθεῖ, τότες ὁ νοῦς ἀρχίζει νὰ κινιέται σὲ κάποια πράγματα τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ ἀναπνοὴ ποὺ παίρνει τὸ ἀγέννητο μωρὸ μέσα στὴν κοιλιὰ καὶ θρέφεται• κ’ ἐπειδὴ δὲ μπορεῖ νὰ βαστάξει σὲ κάποιο πράγμα ποὺ δὲν εἶναι συνηθισμένο, συνειθισμένο, ἄξαφνα ἀρχίζει νὰ σαλεύει τὸ κορμί του σὰν νὰ θέλει νὰ κλάψει μ’ ἕνα κλάψιμο ἀνακατεμένο μὲ τὴ γλυκύτητα τοῦ μελιοῦ. Κι’ ὅσο θρέφεται τὸ μέσα βρέφος, τόσο περισσότερα δάκρυα ἔρχουνται.» Κι’ ἀλλοῦ γράφει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος: «Πρῶτα δοκιμάζει μὲ πειρασμοὺς ὁ Θεός, ὕστερα δείχνει τὸ χάρισμα. Δόξα στὸν δεσπότη ποὺ μᾶς δίνει τὴν ὑγεία μας μὲ γιατρικὰ στυφά.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅλοι οἱ ἅγιοι θλιμένοι μισέψανε ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ• κι’ ἂν οἱ ἅγιοι πενθούσανε καὶ τὰ μάτια τοὺς γεμίζανε πάντα δάκρυα, ὥσπου φύγανε ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, ποιὸς δὲν θὰ κλάψει; Ἡ παρηγοριὰ τοῦ χριστιανοῦ γεννιέται ἀπὸ τὸ κλάψιμο• κι’ ἂν οἱ τέλειοι κ’ οἱ νικηφόροι κλάψανε ἐδῶ κάτω, πῶς θὰ παραδεχτεῖ νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τὸ κλάψιμο αὐτὸς ποῦ εἶναι γεμάτος πληγές; αὐτὸς ποὺ ἔχει μπροστά του κειτάμενο τὸ κουφάρι του, καὶ ποὺ βλέπει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ τοῦ νεκρωμένον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, χρειάζεται καὶ διδασκαλία μὲ ποιὸν λογισμὸ θὰ μεταχειρισθεῖ τὰ δάκρυα;» Κι’ ἀλλοῦ γράφει: «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι καθαροὶ στὴν καρδιά, γιατί δὲν περνᾶ ὥρα ποὺ δὲν νοιώθουνε τούτη τὴ χαρὰ τῶν δακρύων, καὶ μέσα σ’ αὐτὴ βλέπουνε τὸν Κύριο. Κ’ ἐνῶ ἀκόμα τὰ δάκρυα εἶναι στὰ μάτια τους, ἀξιώνουνται νὰ θωροῦνε τὰ μυστήριά του μὲ τὸ ὕψος τῆς προσευχῆς τους, καὶ δὲν κάνουνε ποτὲ προσευχὴ ποὺ νὰ μὴν εἶναι βρεγμένη μὲ δάκρυα. Κι’ αὐτὸ εἶναι ποὺ λέγει ὁ Κύριος «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.» Γιατί ἀπὸ τὸ πένθος ἔρχεται κανένας στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, γιὰ τοῦτο εἶπε μὲν ὁ Κύριος πὼς αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε, μὰ δὲν ἐξήγησε ποιὰ παρηγοριὰ θὰ παρουνε• γιατί σὰν ἀξιωθεῖ ὁ χριστιανὸς μὲ τὰ δάκρυα νὰ περάσει τὴ χώρα τῶν παθῶν καὶ νὰ φτάξει στὸν κάμπο τῆς καθαρότητας τῆς ψυχῆς, τότε τὸν βρίσκει αὐτὴ ἡ παρηγοριὰ ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, τότε καταλαβαίνει ποιὰ παρηγοριὰ βρίσκει στὸ τέλος τῆς λύπης, ποὺ τὴν δίνει ὁ Θεὸς μὲ τὴν καθαρότητα σ’ ὅσους θλίβουνται• γιατί δὲν γίνεται νὰ θλίβεται κανένας ἀδιάκοπα καὶ νὰ πειράζεται κι’ ἀπὸ τὰ πάθη, ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ χάρισμα δίνεται σὲ κείνους ποὺ δὲν ἔχουνε πάθη, τὸ νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θλίβουνται. Τὴ βοήθεια ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ κλάψιμο, κανένας δὲν τὴ γνωρίζει, παρὰ μονάχα ἐκεῖνοι ποὺ παραδώσανε τὶς ψυχὲς τοὺς σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Ὁ πλοῦτος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι παρηγοριὰ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ πένθος, καὶ ἡ χαρὰ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ποὺ λάμπει στὰ κατάβαθά της διανοίας.» Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Οἱ καλὲς πράξεις ποὺ γίνουνται χωρὶς τὴ λύπη τῆς διάνοιας, εἶναι σὰν ἕνα σῶμα ἄψυχο».
Κι’ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λέγει: «Καλότυχος ἐκεῖνος ποὺ μὲ γνώση θὰ ἐπιθυμήσει νὰ κλαίγει, καὶ ποὺ θὰ χύσει δάκρυα μὲ κατάνυξη ἀπάνω στὴ γῆ σὰν καλὰ μαργαριτάρια μπροστὰ στὸν Κύριο».
Πολλὰ γράφει γιὰ τὸ χαροποιὸ πένθος κι’ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: «Ἂς ποθήσουμε, λέγει, μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ μᾶς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Θεός, φτώχια πνευματική, ἤγουν ταπείνωση, παντοτινὴ θλίψη, νύχτα καὶ μέρα, ἀπ’ ὅπου ἀναβρύζει κάθε ὥρα ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς κ’ ἡ παρηγοριὰ σὲ κείνους ποὺ ἀγαπᾶνε τὸν Θεό. Γιατί ἀπ’ αὐτὴ τὴ θλίψη ἀποχτιέται κ’ ἡ πραότητα σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται ἀληθινά. Ἀπὸ τὸ πένθος «πεινοῦνε καὶ διψοῦνε τὴν δικαιοσύνη», ἤγουν ὅλες τὲς ἀρετές, καὶ ζητᾶνε πάντα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ξεπερνᾶ κάθε νοῦ ἀνθρώπινον. Ἀπὸ τὴν παντοτινὴ θλίψη γίνουνται κ’ ἐλεήμονες καὶ καθαροὶ στὴν καρδιὰ καὶ γεμάτοι ἀπὸ εἰρήνη κ’ εἰρηνοποιοὶ κι’ ἀνδρεῖοι στοὺς πειρασμούς. Ἀπὸ τὸ πένθος μισεῖ κανένας τὰ κακά. Ἀπὸ τὸ πένθος ἀνάβει στὴν ψυχὴ ὁ θεϊκὸς ζῆλος ποὺ δὲν τὴν ἀφήνει πιὰ νὰ ἡσυχάσει ὁλότελα, εἴτε νὰ γυρίσει στὸ κακὸ μαζὶ μὲ τοὺς κακούς. Ἀλλὰ τὴν γεμίζει ἀπὸ ἀνδρεία καὶ δύναμη στὸ νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τέλος στοὺς πειρασμούς.» Καὶ σ’ ἄλλο μέρος λέγει: «Πρωτήτερα ἀπὸ τὸ πένθος γιὰ τὸν Θεό, εἶναι ἡ ταπείνωση, κ’ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ ἀκολουθεῖ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη ἀνέκφραστη. Κι’ ὁλόγυρα στὴν ταπείνωση ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Θεὸ φυτρώνει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας• γιατί ὅσο νομίζει κανένας μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ τοῦ τὸν ἑαυτὸ τοῦ πιὸ ἁμαρτωλὸν ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, τόσο πληθαίνει μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση ἡ ἐλπίδα, κι’ ἀνθίζει μέσα στὴν καρδιά του, καὶ τὴν πληροφορεῖ πὼς μέλλει νὰ σωθεῖ μὲ τὴν ταπείνωση. Ὅσο κατεβαίνει κανένας σὲ βάθος ταπείνωσης καὶ καταδικάζει καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του γιὰ ἀνάξιο νὰ σωθεῖ, τόσο πικραίνεται καὶ βγάζει πηγὲς ἀπὸ δάκρυα, καὶ κατ’ ἀναλογία μὲ τὰ δάκρυα καὶ μὲ τὴ θλίψη τοῦ ἀναβρύζει στὴν καρδιά του ἡ πνευματικὴ χαρά, καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴ ἀναβρύζει ἡ ἐλπίδα καὶ μεγαλώνει μαζί της καὶ δίνει τὴν πληροφορία βεβαιότερη.» Κι’ ἀλλοῦ γράφει: «Πρέπει κάθε ἕνας νὰ στοχάζεται τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ προσέχει μὲ φρονιμάδα, ὥστε νὰ ἔχει τὸ θάρρος σὲ μονάχη τὴν ἐλπίδα, χωρὶς τὴ λύπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ταπείνωση, οὔτε πάλι νὰ θαρεύεται στὴν ταπεινοφροσύνη καὶ στὰ δάκρυα, χωρὶς τὴν πνευματικὴ ἐλπίδα καὶ χαρὰ ποὺ ἔρχονται μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα.» Κι’ ἀλλοῦ πάλι γράφει: «Γίνεται καὶ λύπη χωρὶς πνευματικὴ ταπείνωση, κι’ ἐκεῖνοι ποὺ θλίβονται ἔτσι, νομίζουνε πὼς αὐτὸ τὸ πένθος καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ μάταια πλανιοῦνται, ἐπειδῆς εἶναι στερημένοι ἀπὸ τὴ γλυκύτητα τοῦ πνεύματος ποὺ γίνεται μυστικὰ μέσα στὸ νοερὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς καὶ δὲν γεύουνται ἀπὸ τὴ χρηστότητα τοῦ Κυρίου. Γιὰ τοῦτο οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνάβουνε γλήγορα καὶ θυμώνουνε καὶ δὲν μποροῦνε νὰ καταφρονήσουνε ὁλότελα τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Μὰ ὅποιος δὲν τὰ καταφρονέσει ὁλότελα τοῦτα, καὶ δὲν ἀποχτήσει μίσος μ’ ὅλη τὴν ψυχὴ τοῦ γι’ αὐτά, δὲν εἶναι δυνατὸ ν’ ἀποχτήσει ποτὲ βέβαιη κι’ ἀδίσταχτη ἐλπίδα πὼς θὰ σωθεῖ, ἀλλὰ τριγυρίζει παντοτινὰ μὲ ἀμφιβολία ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν ἔβαλε θεμέλιο ἀπάνω σὲ πέτρα.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος: «Τὸ πένθος εἶναι διπλὸ κατὰ τὶς ἐνέργειες: σὰν νερὸ σβύνει μὲ τὰ δάκρυα ὅλη τὴ φλόγα τῶν παθῶν, καὶ ξεπλύνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν μολυσμὸ ποὺ προξενοῦσε στὴν ψυχὴ• καὶ πάλι σὰν φωτιὰ ζωοποιεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος κι’ ἀνάβει καὶ πυρώνει καὶ ζεσταίνει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀνάβει στὸν ἔρωτα καὶ στὸν πόθο τοῦ Θεοῦ.» Καὶ σὲ ἄλλο μέρος πάλι γράφει: Ὅποιος συλλογίζεται μὲ αἴσθηση τῆς ψυχῆς πὼς εἶναι ἀνάξιος νὰ δεχτεῖ τὸν Θεὸ καὶ πὼς ἡ πολιτεία του, ὅσο καλὴ κι’ ἂν εἶναι, εἶναι τιποτένια μπροστὰ στὴν πολιτεία τῶν ἁγίων, χωρὶς ἄλλο θὰ πενθήσει μὲ κεῖνο τὸ πένθος ποὺ εἶναι ἀληθινὰ μακαριώτατο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔρχεται κι’ ἡ παρηγοριά, καὶ κάνει τὴν ψυχὴ πραεία• γιατί ἡ χαρὰ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ θλίψη εἶναι ὁ ἀραβώνας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅπου εἶναι ταπεινοφροσύνη, ἐκεῖ εἶναι κι’ ἡ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι’ ὅπου εἶναι φώτιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ εἶναι καὶ φωτοχυσία τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς μὲ σοφία καὶ γνώση τῶν μυστηρίων του. Κι’ ὅπου εἶναι αὐτά, ἐκεῖ εἶναι κ’ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κ’ ἡ γνώση τῆς βασιλείας, κ’ οἱ κρυφοὶ θησαυροὶ τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μέσα τοὺς εἶναι καὶ τὸ φανέρωμα τῆς πνευματικῆς φτώχιας. Κι’ ὅπου εἶναι αἴσθηση πνευματικῆς φτώχιας, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ χαρούμενο πένθος, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὰ παντοτινὰ δάκρυα, ποὺ καθαρίζουνε ἐκείνη τὴν ψυχὴ ποὺ τὰ ἀγαπᾶ καὶ τὴν κάνουνε ὁλόκληρη φωτεινή. Ώ, δάκρυα ποὺ ἀναβλύζετε ἀπὸ θεϊκὸν φωτισμὸ κι’ ἀνοίγετε τὸν οὐρανὸ καὶ μοῦ προξενᾶτε θεϊκὴ παρηγοριά! Γιατί ἀπὸ τὴ χαρὰ κι’ ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ ἔχω, λέγω πάλι καὶ πολλὲς φορὲς τὰ ἴδια; Γιατί ὅπου εἶναι πλῆθος δάκρυα μὲ γνώση ἀληθινή, ἐκεῖ εἶναι καὶ λάμψη θείου φωτός, κι’ ὅπου εἶναι λάμψη θείου φωτός, ἐκεῖ εἶναι κι’ ὅλα τὰ καλά, κ’ ἐκεῖ εἶναι τυπωμένη μέσα στὴ καρδιὰ κ’ ἡ σφραγίδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀπ’ ὅπου προέρχονται ὅλοι οἱ καρποὶ τῆς ζωῆς. Ἀπὸ τὰ δάκρυα γιὰ τὸν Χριστὸ βγαίνουνε τοῦτοι οἱ καρποί, ἡ πραότητα, ἡ εἰρήνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια. Ἀπὸ τὰ δάκρυα βγαίνει τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανένας τοὺς ἐχθρούς του καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ γὶ αὐτούς, τὸ νὰ χαίρεται στοὺς πειρασμούς, τὸ νὰ καυχιέται στὶς θλίψεις, τὸ νὰ στοχάζεται σὰν δικές του τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀλλουνῶν καὶ νὰ κλαίγει γι’ αὐτές, τὸ νὰ βάζει τὴ ζωή του σὲ θάνατο γιὰ τοὺς ἀδελφούς του μὲ προθυμία».
πηγή: Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τ.61, 1950 και Μυριόβιβλος

π. Αρσένιος Βλιαγκόφτης, Κυριακή των Βαΐων



Εκπομπή που μεταδίδεται από τα κανάλια Atlas TV και Αχελώος TV.

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2018

ΜΠOPEI O IOYΔΑΣ ΝΑ ΣΩΘΕΙ;


Ένα Κατοχικό μπακαλόχαρτο. Άνθρωποι, ποντίκια και ψείρες στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά, στην Θεσσαλονίκη. Η κτηνωδία της παγκοσμιοποίησης κάνει για μια ακόμη φορά την εμφάνισή της. Ένας ρουφιάνος αρκεί και άνθρωποι αθώοι ή άνθρωποι της συνείδησης και του καθήκοντος να βρεθούν σε μια στιγμή στην Κίτρινη Αποθήκη του Βόλου ή σε ένα βαγόνι με προορισμό την Γερμανία.

Υπά
ρχουν και οι μυθοποιήσεις που σκοπό έχουν να παρουσιάσουν τους σημερινούς παγκόσμιους εγκληματίες - ειρήνης και πολέμου - ως διαχρονικά θύματα, με την μέθοδο της ομογενοποίησης. Που παρουσιάζουν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σαν αποκλειστική εσωτερική υπόθεση ενός μόνο λαού και μιας μόνο θρησκείας, όταν εκατομμύρια τάφοι έχουν επάνω σταυρούς και όταν τουλάχιστον στο δικό μας το σόι 3 άτομα βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης - τα δυο στην Γερμανία. Τους ενοχλουν όμως οι σταυροί και γι' αυτό είχαν την αναιδεια να απαιτήσουν την αφαίρεσή τους από το Αουσβιτς. Λες και ήταν οι μονοι που μαρτύρησαν εκεί.

Είναι λιγάκι σαν τον τεμπέλη τσιγγάνο-παράσιτο που βγάζει τα κακόμοιρα τα αθώα παιδάκια του στα φανάρια να τα δει ο κόσμος και να τα λυπηθεί προκειμένου να κονομήσει από το δράμα τους ο ίδιος και εάν στραφείς εναντίον του σου λέει την παραμύθα ότι είτε τα βάζεις με αθώα παιδάκια είτε ότι μισείς τους τσιγγάνους.
Από την άλλη υπάρχει και η ομογενοποίηση του "μαζί τα φαγαμε" του Θεόδωρου Πάγκαλου. Αθώοι και ενοχοι στο ιδιο τσουβάλι. Ειναι τόσο άρρωστο, όσο και η ταύτιση του κάθε Έλληνα μετο Πασοκολαμόγιο. Οι άνθρωποι ομαδοποιούνται εκόντες-άκοντες σύμφωνα με ένα τους μόνο χαρακτηριστικό, αυτό που βολεύει εκείνον που το επικαλείται για την ηθική ή και βιολογική τους εξόντωση. Ο όρος "Εβραίος" είναι αυτομάτως αρκετός για πολλούς για να τον στείλει συνειδησιακά σε καποιο στρατόπεδο κοινωνικής απαξίωσης.

Υπάρχει τέλος και η δογματικοποίηση για το ποιοί είναι οι αθώοι και ποιοί οι ένοχοι ή μάλλον για το ποιοί μπορούν να είναι αθώοι ή ένοχοι. Ένα από τα πιο αισχρά παραδείγματα σήμερα είναι η μετάλλαξη των πνευματικών απογόνων του Χότζα και του Τσαουσέσκου που με σταλινική εμπάθεια προσπαθούν να επιβάλλουν στους άλλους την πίστη της πορωμενης συνειδησης - Αθεΐας καμουφλαρισμένης όμως ως ανεξιθρησκείας, απαξιώνοντας και καθυβριζοντας οτιδήποτε κατά προτίμηση Χριστιανικο. Γι αυτό και δεν δισταζουν να προβουν σε ανίερες συμμαχίες ακόμα και με σεχτες, θρησκευματα και ομαδες που καταπατουν ανθρωπινα δικαιωματα, κατά το "ο εχθρος του εχθρου μου φίλος μου".
Μια άλλη έκφραση αρρωστημένης δογματικοποίησης αφορά στο ποιοί δικαιούνται να υπάρχουν σε κάποια άλλη ζωή και ποιοί όχι με βάση κάποιο εγχειρίδιο ή ένα καλουπι στο οποίο κατά βάθος δεν χωράει κανένας. Απελθετω απ΄ εμού οι οικουμενισμοι, οι συγκρητισμοί, οι ουμανισμοι, οι αγαπητισμοί και άλλες παρόμοιες ανοησίες. Αλλα το να παίζουμε το ρόλο του Θεού κρίνοντας τους άλλους με βάση όχι αυτό που στην πράξη είναι αλλά με βάση αυτό που ισχυρίζονται ότι είναι δεν είναι λιγάκι αλαζονικό; Ιδιαίτερα στην θρησκεία της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη.

Και ναι, σίγουρα εκείνος ο Ιούδας, ο θησαυροφύλαξ, ο ταμίας, ο φιλοχρήματος με τις επιχειρήσεις στο Μανχάταν, τις κλεμμένες πετρελαιοπηγές στο Ιράκ και τα οικόπεδα στη Θεσσαλονίκη που οραματιζόταν Μεσσία παγκόσμιο επικυρίαρχο (γι' αυτό και του κρατούσε το ταμείο) έχει μια σίγουρη θέση με τους αγαπημένους του διαβόλους. Αλλά οι υπόλοιποι ένδεκα;
Και εκείνος ο Ιούδας ο Σαμπετάιο Σαλονικιός, πού έδωσε μαζί με άλλους Έλληνες Χριστιανούς 180.000 (κατοχικές) δραχμές σε έρανο για να επιβιώσουν οι συνανθρωποί του Βολιώτες κρατούμενοι στο στρατόπεδο Παύλου Μελά να σώθηκε άραγε; Μην ήταν εκείνο το μπακαλόχαρτο σαν το βιβλίο της ζωής;

Τα τραίνα που οδηγούσαν στο Νταχάου διακρίσεις δεν έκαναν.
Να κάνουν άραγε διακρίσεις τα τραίνα που οδηγούν στη Σωτηρία;

και ειδον θρονον μεγαν λευκον και τον καθημενον επ αυτου ου απο του προσωπου εφυγεν η γη και ο ουρανος και τοπος ουχ ευρεθη αυτοις 
και ειδον τους νεκρους τους μεγαλους και τους μικρους εστωτας ενωπιον του θρονου και βιβλια ηνοιχθησαν και αλλο βιβλιον ηνοιχθη ο εστιν της ζωης και εκριθησαν οι νεκροι εκ των γεγραμμενων εν τοις βιβλιοις κατα τα εργα αυτων
και εδωκεν η θαλασσα τους νεκρους τους εν αυτη και ο θανατος και ο αδης εδωκαν τους νεκρους τους εν αυτοις και εκριθησαν εκαστος κατα τα εργα αυτων
Αποκάλυψη 20: 11-13

_______

Φωτο 1. Πρόχειρο χαρτί καταγραφής ποσών εράνου που έγινε για φυλακισμένους Βολιώτες από τους Ναζί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Παύλος Μελάς πριν πάρουν το δρόμο για το Dahau μεταξύ των οποίων και δεκαεξάχρονος θείος μου.
Αγνοούσε ότι ο συγκρατούμενος πατέρας του είχε ήδη απαγχονιστεί με άλλους 30 στο Ορμάν Μαγουλα Φαρσάλων ύστερα από ένα μήνα φυλάκιση στην Κίτρινη Αποθήκη του Βόλου, παρά τις προσπάθειες του τοπικού Μητροπολίτη Ιωακείμ να τον σώσει ενώ είχε καταφέρει να σώσει νωρίτερα τους Εβραίους της πόλης του με την συνεργασία του Αρχιραββινου Μωϋση Πεσαχ.

Φωτο 2-3. Την ημέρα της απελευθέρωσης του από το Dahau, απόκομμα από τοπική εφημερίδα.

ΣΗΜ. Η ασέβεια προς τους νεκρούς σήμερα κάνει την ναζιστική θηριωδία να φαίνεται πταίσμα αφού οι Νεοταξιτες Σιωνιστές του Φιλελευθερισμού της Αριστεράς και της Προόδου που θέλουν να επιβάλουν την αποχριστιανοποίηση των κοινωνιών, αποκαλούν τα λείψανα των αγίων και τους νεκρούς βρωμερά πτώματα [βλέπε blog Ροΐδη Εμμονές] ξεχνώντας ότι χιλιάδες δικοί τους άνθρωποι τελείωσαν την ζωή τους με μαρτύριο για να φθάσουμε σήμερα στην εποχή που μερικοί βαθύτατα πνευματικά και ψυχικά άρρωστοι άλλοτε να βρίζουν τους νεκρούς και άλλοτε να θερμαίνουν με την καύση τους πισίνες.
 Η απόλυτη απαξίωση της ανθρωπινης ζωής από αυτούς που πετάνε βόμβες σε αμάχους και συνεργαζονται με εμπόρους οργάνων.
Εξ όνυχος τον λέοντα...
πηγή

Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2018

Λεμεσού Αθανάσιος: «Οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο επικίνδυνο είδος μέσα στην Εκκλησία».


Απόσπασμα από την ομιλία «Η θεραπεία από την αρρώστια του Φαρισαϊσμού»
Αυτοί οι άνθρωποι να ξέρετε, αυτοί οι άνθρωποι, οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο επικίνδυνο είδος μέσα στην εκκλησία. Αυτοί οι θρήσκοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι.

Ο Θεός να μας φυλάει απ’αυτούς. Έλεγε ένας αγιορείτης όταν έκαμνα μία φορά λειτουργία και λέγαμε «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» λέει αστειευόμενος «Κύριε σωσον ημάς από τους ευσεβείς» δηλαδή ο Θεός να σε φυλάει από τους θρήσκους ανθρώπους, διότι θρήσκος άνθρωπος σημαίνει μία προσωπικότης διεστραμμένη η οποία ουδέποτε είχε προσωπική σχέση με τον Θεό. Απλώς μόνον κάμνει τα καθήκοντα της απέναντί Του, αλλά καμιά σοβαρή σχέση δεν είχε για αυτό και ο Θεός δεν λέει αυτόν τον άνθρωπο τίποτε. Και σας ομολογώ και εγώ από την πείρα μου ότι δεν είδα χειρότερους εχθρούς της εκκλησίας από τους θρήσκους ανθρώπους. 
Όταν παιδιά θρήσκων ανθρώπων που μεσ’ την εκκλησία η και παπάδων ακόμα και θεολόγων και ανθρώπων που κάνουν τους θρήσκους και τους πολλούς εδοκίμασαν τα παιδιά τους να γίνουν μοναχοί η ιερείς αυτοί οι άνθρωποι έγιναν χειρότεροι και από δαίμονες. Εξανέστησαν εναντίον των πάντων. Έγιναν οι χειρότεροι εχθροί των ανθρώπων. Θυμάμαι γονείς που έφερναν τα παιδιά τους εις τις ομιλίες και όταν το παιδί τους κάποια στιγμή έκαμε ένα βήμα παραπάνω έγιναν οι χειρότεροι άνθρωποι που έλεγαν τα χειρότερα λόγια. Και εγώ τους λέω: Mά εσύ έφερες το παιδί σου στην ομιλία, δεν το έφερα εγώ. Και μία φόρα είπα σε έναν πατέρα όταν έβλεπα ότι η κόρη του ,τέλος πάντων, είχε ζήλο στην εκκλησία του λέω: Κοίταξε μην την ξαναφέρεις στην ομιλία. Μην την ξαναφέρεις να της μιλήσω διότι η κόρη σου θα γίνει μοναχή και….
αύριο θα σου φταίω εγώ. Όχι πάτερ μου, αλλοίμονο, εμείς σε λατρεύουμε. Και έγινε η κόρη του μοναχή εφτά χρόνια και δεν μου μιλά ακόμα. Άνθρωποι που δεν έχαναν ομιλία, έτσι, δεν έχαναν ομιλία. Ήταν πάντοτε οι πρώτοι. Ομιλίες, αγρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γω τα πάντα. Και έφερναν και τα παιδιά τους και όταν ήρθεν η ώρα που το παιδί τους μέσα στην ελευθερία του, τέλος πάντων, αποφάσισε έναν δικό του δρόμο τότε οι άνθρωποι αυτοί έγιναν τελείως στο αντίθετο στρατόπεδο και απέδειξαν ότι για αυτούς ο Χριστός δεν είχε μιλήσει ποτέ μες την δική τους την καρδιά. Απλώς ήταν θρήσκοι άνθρωποι. Για αυτό οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο δύσκολο είδος μεσ’ την εκκλησία. Γιατί ξέρετε κάτι . Αυτοί οι άνθρωποι καμιά φορά δεν θα θεραπευθούν. Γιατί νομίζουν ότι είναι κοντά στον Θεό. Ενώ οι αμαρτωλοί, ξέρω γῶ, οι χαμένοι ας πούμε, έτσι, αυτοί ξέρουν ότι είναι αμαρτωλοί. Για αυτό ο Χριστός είπε ότι οι τελώνες και οι πόρνες θα παν στην Βασιλεία του Θεού, ενώ είπε στους Φαρισαίους: Εσείς, εσείς που είσαστε θρήσκοι δεν θα πάτε ποτέ στην Βασιλεία του Θεού. Γιατί ουδέποτε ο λόγος του Θεού άλλαξε την καρδιά τους. Απλώς αρκούνταν στην τήρηση των θρησκευτικών τύπων.
 Έτσι λοιπόν εμείς ας προσέξουμε τον εαυτόν μας να καταλάβομε ότι η εκκλησία είναι ένα νοσοκομείο που μας θεραπεύει μας κάνει να αγαπούμε τον Χριστόν και η αγάπη του Χριστού είναι μία φλόγα που ανάβει μεσ’ την καρδιά μας και να εξετάζομε τον εαυτό μας εάν βρισκόμαστε στην αγάπη του Θεού. Εάν βλέπομε μέσα μας όλες αυτές τις κακίες και τις ανιδιοτέλειες και τις πονηρίες τότε πρέπει να ανησυχούμε. Γιατί δεν είναι δυνατό ο Χριστός να είναι μέσα στην καρδιά μας και να ‘μαστε γεμάτοι ξύδι.

Πως είναι δυνατό να προσεύχεσαι και να είσαι γεμάτος χολή εναντίον του άλλου ανθρώπου. Πως είναι δυνατό να διαβάζεις το ευαγγέλιο και να μην δέχεσαι τον αδερφό σου. Πως είναι δυνατό να λες έχω τόσα χρόνια στην εκκλησία, έχω τόσα χρόνια που ‘μαι μοναχός κληρικός η οτιδήποτε και όμως το άλφα της πνευματικής ζωής που ‘ναι η αγάπη. Που ‘ναι το νά υπομένεις τον αδερφό σου, να κάνεις λίγο υπομονή με το να μην το δέχεσαι σημαίνει τίποτα δεν έκαμες. Τίποτα απολύτως τίποτα. Τίποτα απολύτως. Εδώ ο Χριστός έφτασε στο σημείο να πει για τις παρθένες εκείνες ότι δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους. Τους πέταξε έξω από τον νυμφώνα παρ’ όλα που ‘χαν όλες τις αρετές γιατί δεν είχαν την αγάπη. Διότι ήθελε να τους πει ότι μπορεί να έχετε αρετές εξωτερικές , μπορεί να μείνατε παρθένες, μπορεί να κάματε χίλια πράματα αλλά δεν κατορθώσατε την ουσία αυτού που είχε σημασία απ’ όλα. Εάν αυτό δεν το καταφέρεις τι τα θέλεις τα άλλα όλα; Τι τα θέλω εγώ τώρα αν τρώω λάδι σήμερα και δεν τρώω λάδι. Μπορεί να μην τρώω λάδι ,ας πούμε και να τρώω τον αδερφό μου από το πρωί ως τη νύχτα. Έλεγαν εις το Άγιο Όρος λέει μην ρωτάς αν τρώω ψάρι. Τον ψαρά να μην φαείς και ψάρι φάε. Η τον λαδά να μην φαείς και φάε μία σταξιά λάδι. Το να φάεις τον άλλον από την γλώσσα είναι πολύ χειρότερο από το να φας μία κουταλιά λάδι. Και όμως στέκομεν εκεί . Τρώμε λάδι, δεν τρώμε λάδι, τρώμε ψάρι, δεν τρώμε ψάρι. Ξέρω ‘γω βούτηξε το κουτάλι στο άλλο φαγί και μπορεί να τσακωθούμε εκεί, να σκοτωθούμε με τον άλλον άνθρωπο γιατί εβούτηξε το κουτάλι προηγουμένως σε έναν άλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία είναι ετούτα τα πράγματα και μας κοροϊδεύουν και οι δαίμονες αλλά και οι άνθρωποι που είναι εκτός εκκλησίας. Και όταν μπαίνουν κοντά μας αντί να βλέπουν τους ανθρώπους της εκκλησίας μεταμορφωμένους σε Χριστό Ιησού, να ‘ναι γλυκύς άνθρωποι και νά’ναί ώριμοι άνθρωποι, ισορροπημένοι, ολοκληρωμένοι άνθρωποι, άνθρωποι γεμάτοι αρμονίας ας πούμε μέσα τους μας βλέπουν δυστυχώς με όλα αυτά τα πάθη μας και όλες εκείνες τις ξινίλες μας και λένε: E, να γίνω έτσι; Καλύτερα να μου λείπει.
Εσύ που πας στην εκκλησία τι σε ωφέλησε η εκκλησία; Όπως λέγαμε χτες πήγες στα προσκυνήματα, είδες τους πατέρες, είδες τα άγια λείψανα, είδες το Άγιον Όρος, την Παναγία της Τήνου όλα αυτά πήγαμε, ήρθαμε. Ποιό το όφελος τελικά από όλα αυτά τα πράγματα; Μεταμορφώθηκε η καρδιά μας; Γίναμε πιο ταπεινοί άνθρωποι; Γίναμε πιο γλυκύς άνθρωποι; Γίναμε πιο πραείς άνθρωποι εις το σπίτι μας εις την οικογένειά μας στο μοναστήρι μας; Ξέρω ‘γω εκεί που εργαζόμαστε. Αυτό έχει σημασία. Εάν δεν τα καταφέραμε αυτά τα πράγματα τουλάχιστον ας γίνομεν ταπεινοί. Μέσα από την μετάνοια. Ας γίνομαι ταπεινοί. Εάν ούτε και αυτό το καταφέραμε τότε είμαστε άξιοι πολλών δακρύων, έτσι. Είμαστε για κλάματα. Διότι δυστυχώς ο χρόνος περνά και χάνεται και εμείς μετρούμε χρόνια.
Έλεγε ο γέρων Παίσιος όταν τον ρωτούσαν: Γέροντα πόσα χρόνια έχεις εσύ στο Άγιο Όρος; Λέει: Εγώ ήρθα την ίδια χρονιά που ήρθε το μουλάρι του γείτονα. Ο γείτονας του ο γερό-Ζήτος είχε ένα μουλάρι και ξέρετε στο Άγιο Όρος κάθε κελί έχει και ένα ζώο, ένα μουλάρι που κουβαλούν τα πράγματά τους. Ε, το ζώο αυτό ζει πολλά χρόνια δεν αγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια, είναι ακριβά. Λοιπόν, την χρονιά που ήρθα εγώ λέει στο Άγιο Όρος αγόρασε και ο γείτονας το μουλάρι του. Έχομε τα ίδια χρόνια στο Άγιο Όρος, αλλά το καημένο εκείνο έμεινε μουλάρι και εγώ το ίδιο έμεινα. Δεν άλλαξα. Λοιπόν λέμε πολλές φορές εγώ έχω σαράντα χρόνια και το λέμε εμείς οι παπάδες και οι καλόγεροι αυτά τα πράγματα. Έχω σαράντα χρόνια στο μοναστήρι. Μα τα χρόνια είναι εις βάρος σου. Ο Θεός θα σου πει: Σαράντα χρόνια και ακόμα δεν κατάφερες να γίνεις τίποτα; Έχεις σαράντα χρόνια ακόμα θυμώνεις, ακόμα κατακρίνεις, ακόμα αντιλογείς, ακόμα αντιστασαι, ακόμα δεν υποτάσσεσαι; Έχεις σαράντα χρόνια και δεν έμαθες το άλφα, το πρώτο πράγματα της μοναχικής ζωής της χριστιανικής ζωής; Τι να κάμω τα χρόνια σου; Τι να σε κάμω αν έχεις πενήντα χρόνια με ψωμολογήσε και δεν μπορείς να απαντήσεις στον άλλον με έναν καλό του λόγο. Τι να κάμω όλα αυτά τα πράγματα.
vimaorthodoxias.gr

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2018

Παραμύθι για πολύ… τρανούς!


                   Αθανάσιου Γκάτζιου
Μια φορά κι έναν καιρό  ήταν ένας Βασιλιάς που πάντα ονειρευόταν  να αγγίξει το φεγγάρι. Δε σκεφτόταν τίποτε άλλο και αδιαφορούσε παντελώς για το βασίλειό του. Μια μέρα κάλεσε τον ξυλουργό του και του είπε: «Η επιθυμία μου είναι να αγγίξω το φεγγάρι. Πρέπει να μου κατασκευάσεις έναν πύργο τόσο υψηλό, ώστε να μπορέσω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου».
Ο ξυλουργός ήξερε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, αλλά   ό,τι διέταξε ο Βασιλιάς. Έτσι άρχισε να εργάζεται για την κατασκευή του πύργου. Σύντομα όμως τελείωσαν όλα τα ξύλα των εργαστηρίων του βασιλείου καθώς  χρησιμοποιήθηκαν για τον πύργο. Εξήγησε την κατάσταση στο Βασιλιά, αλλά εκείνος επέμενε: «Εγώ πρέπει να αγγίξω το φεγγάρι. Έχω μια ιδέα. Κάθε πρόσωπο του βασιλείου μου θα φέρει στο Παλάτι μου  όσα  κιβώτια  διαθέτει  και έτσι θα κατορθώσουμε να τελειώσουμε τον πύργο».
 Κάθε  πολίτης του βασιλείου έφερε τα ξύλινα κιβώτιά του στο Παλάτι. Συγκεντρώθηκαν εκατομμύρια  κιβώτια και ο ξυλουργός στρώθηκε στη δουλειά τοποθετώντας τα το ένα πάνω στο άλλο. ‘Όταν ο βασιλιάς αντίκρισε τον πύργο, ούρλιαξε: «Δεν είναι αρκετά ψηλός. Πελεκήστε όλα τα δέντρα του Βασιλείου μου και φτιάξτε όσα περισσότερα κιβώτια μπορείτε». Κάθε δέντρο στο Βασίλειο κόπηκε. Όλα   έγιναν κιβώτια που τοποθετήθηκαν στον πύργο, ο οποίος  έφτασε  πλέον ως τα σύννεφα.
Ο Βασιλιάς άρχισε να σκαρφαλώνει στον πύργο. Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό, ώσπου μπήκε μέσα στα σύννεφα. Επιτέλους ο βασιλιάς έφτασε στην κορυφή του πύργου! Το φεγγάρι φαινόταν πολύ κοντά. Άπλωσε το χέρι του για να το αγγίξει , αλλά  ήταν ακόμη μερικά εκατοστά πιο ψηλά.  Ένα ακόμη κιβώτιο και το όνειρό του θα γίνει πραγματικότητα!
Ο Βασιλιάς έγινε έξαλλος,  μα ξαφνικά ηρέμησε. «‘Έχω μια λαμπρή ιδέα∙   πάρε το κιβώτιο από το κάτω μέρος του πύργου και φέρε το   επάνω σ’ εμένα», είπε στον ξυλουργό.
«Τι; Ένα από το κάτω μέρος;», απάντησε  με κομμένη την ανάσα του ο ξυλουργός.
«Ναι, ένα  από το κάτω μέρος και καν’ το αμέσως, προτού σου πελεκήσω το κεφάλι», ξεφώνησε  ο Βασιλιάς απ’ την κορυφή.
Έτσι, ο ξυλουργός έκλεισε τα μάτια του, τράβηξε από τη λαβή το τελευταίο κιβώτιο και απομακρύνθηκε γρήγορα.  
Ο πύργος σωριάστηκε!
 Και κάπου, κάτω από τα εκατομμύρια   κιβώτια ήταν εγκλωβισμένος  ο Βασιλιάς. Κανείς δε γνωρίζει τι  συνέβη με το Βασιλιά! 
Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά  ότι δεν άγγιξε ποτέ το φεγγάρι!
Θαρρώ ότι δεν διαφέρουμε και πολύ από τη φιγούρα του άφρονα βασιλιά της Καραϊβικής Παράδοσης. 
Πασχίζουμε στη ζωή μας να ακροβατούμε στον απατηλό και ονειρικό παρόντα χωροχρόνο, στηριζόμενοι πάνω στα ποικιλόχρωμα «κιβώτιά» μας στα οποία στηρίζουμε την «απογείωσή» μας για να γίνουν κάποια στιγμή τα «μπάζα» που θα εξαφανίσουν την ύπαρξή μας, ακόμη και αυτό το   στίγμα μας από τη ζωή!  Γινόμαστε όμως ζωντανό παράδειγμα βαβελικής αλαζονείας κυρίως για τα παιδιά μας,  τα οποία ζυγίζουν και σταθμίζουν κάθε λόγο, κίνηση, πράξη και συμπεριφορά μας! Την καταγράφουν στο «σκληρό» δίσκο της ψυχής τους και όλως ασυνείδητα σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους την μιμούνται! Εμείς όμως απτόητοι συνεχίζουμε το χτίσιμο  του «πύργου» μας  για να  επαληθευθεί για μια ακόμη φορά και προσωπικά  για μας ο λόγος του Θεού:
« Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον, και ιδού ουκ ην, και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού». (Ψαλμ.λστ΄, 35-37).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...