Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2018

Οι άγιοι δισμύριοι μάρτυρες οι εν Νικομηδεία καέντες (28 Δεκεμβρίου)

Οι άγιοι δισμύριοι μάρτυρες οι εν Νικομηδεία καέντες
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει στα είδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στη Νικομήδεια, προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιος Άνθιμος τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τον λαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και συνεόρταζε μαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο Μαξιμιανός, πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να αναφτούν, ώστε να κατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο επίσκοπος και έσπευσε να βαπτίσει του κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη θεία Λειτουργία και μετέδωσε σε όλους τους Χριστιανούς τα θεία και άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμένα φρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρη του Θεού, ώστε αφού ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τους οδηγήσει στον Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για να απολαύσει τη βασιλεία των ουρανών».

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί από το συναξάρι των αγίων δυσμυρίων μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τη φωτιά, ώστε και να προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τους πιστούς. Τη φωτιά, διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, την αντιμετωπίζει καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφή αυτών, μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτή του Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της, λειτουργεί μέσα στο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Ου δειλιώμεν πυρ ομόδουλον, οι γενναίοι άμα εκραύγαζον» (Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, που και αυτή είναι δούλη του Θεού σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες). Κι είναι μία αντιμετώπιση που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντός δεν επιτρέψει να γίνει.
Την υπέρβαση του φόβου για τη φωτιά όμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι, διότι δρούσε μέσα στην καρδιά τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη από την αισθητή φωτιά. Κι αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Ωραιοτάτως εκπυρούμενοι τη Χριστού αγάπη Πανεύφημοι, υφαπτομένης της πυράς, ουδαμώς επτοήθητε» (Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού, πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν). Κι είναι τούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του Χριστού κατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι θεωρούμενες δοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν ρίξει στην καμμένη κάμινο πυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροι αυτού («ώσπερ οι τρεις εν Βυβυλώνι θείοι παίδες, του πυρός ανώτεροι ώφθητε, θείω φωτί καταλαμπόμενοι», δηλαδή: όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσι κι εσείς φανήκατε ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκό φως).  Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Πέπεισμαι γαρ ότι ουδεν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού» (Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαι πεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό).
Ο άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητής και ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμό των μαρτύρων. Το πλήθος τους τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, και βεβαίως εννοείται και στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; Όπως είστε τόσοι πολλοί, παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου και να μου δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας. «Πληθύς πολυάριθμε σεπτών μαρτύρων, τα πλήθη εξάλειψον των πολλών πταισμάτων μου, τη μεσιτεία σου, και δίδου λόγον ανυμνείν την σήν πανήγυριν». Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου αποτελεί βεβαίως φανέρωση και του δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπής και εν επιγνώσει πιστός μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθος αμαρτιών. Όσο με άλλα λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο και φωτίζεται να βλέπει το βάθος του εαυτού του. Κι αυτό δυστυχώς δεν είναι ό,τι καλύτερο: εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός κινητοποιείται στην αληθινή μετάνοια.
Και πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, ο κατανυκτικός και θεολόγος ποιητής, αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τον τόπο του μαρτυρίου τους: τον ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιά μέσα σε μία Εκκλησία. Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοι λόγω του αγίου βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαν το μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στον επουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέση τους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος, τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε». Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε αυτήν τη συναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος του Θεού, ο ναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας στον επουράνιο Ναό, την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.

Ακολουθείν

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2018

ΙΣΩΣ ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΣΜΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ



Γράφει ο Νίκος Βαξεβανίδης

Πως θα ένιωθες άραγε αν κοιτούσες τον Χριστό στα μάτια και σου έλεγε αυτά τα λόγια;

~ Όπως θα ξέρεις, πλησιάζουμε ξανά στην ημερομηνία των γενεθλίων μου. Κάθε χρόνο γίνεται γιορτή προς τιμή μου, έτσι και φέτος.

Αυτές τις μέρες ο κόσμος κάνει πολλά ψώνια, γίνονται διαφημίσεις μέχρι και στο ράδιο, την τηλεόραση και παντού κανείς δεν μιλά για κάτι άλλο εκτός από το τι λείπει μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα…

Είναι ευχάριστο να ξέρω ότι τουλάχιστον μία μέρα τον χρόνο κάποιοι με σκέφτονται.

Όπως θα γνωρίζεις πριν από πολλά χρόνια ξεκίνησαν να γιορτάζουν τα γενέθλιά μου. Στην αρχή φαινόντουσαν να καταλαβαίνουν και με ευχαριστούσαν γι’ αυτό που έκανα για εκείνους. Όμως σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τι γιορτάζουν.

Οι άνθρωποι συναντώνται και περνούν πολύ καλά όμως κανείς δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται….

Θυμάμαι πέρυσι, την ημέρα των γενεθλίων που έκαναν μια μεγάλη γιορτή προς τιμή μου. Στο τραπέζι υπήρχαν τα πάντα, όλα ήταν διακοσμημένα όμορφα και υπήρχαν πολλά δώρα, αλλά …; Ξέρεις τι;…

Ούτε που με κάλεσαν, ενώ ήμουν ο επίτιμος καλεσμένος κανείς δεν θυμήθηκε να με καλέσει. Και η γιορτή γινόταν για μένα…

Και όταν έφτασε η μεγάλη μέρα… με άφησαν απ’ έξω, μου έκλεισαν την πόρτα… εγώ ήθελα να βρεθώ στο τραπέζι μαζί τους…

Η αλήθεια είναι ότι δεν εξεπλάγην γιατί τα τελευταία χρόνια όλοι μου κλείνουν την πόρτα. Μιας και δεν με κάλεσαν, σκέφτηκα να παραβρεθώ χωρίς να κάνω θόρυβο κι έτσι μπήκα και στάθηκα σε μια γωνίτσα.

Διασκέδαζαν όλοι, κάποιοι έλεγαν ιστορίες, γελούσαν, πέρναγαν πολύ καλά, μέχρι που έφτασε ένας….

Γέρος χοντρός, ντυμένος στα κόκκινα με άσπρα γένια… Και φώναζε… χο, χο, χο!, λες και είχε πιει λίγο παραπάνω…κάθισε βαριά βαριά σε μια πολυθρόνα και… Όλοι έτρεξαν καταπάνω του λέγοντας…Άγιε Βασίλη! …λες και η γιορτή ήταν γι’ αυτόν…

Ήρθαν τα μεσάνυχτα και όλοι άρχισαν να αγκαλιάζονται, άπλωσα κι εγώ τα χέρια μου ελπίζοντας πως κάποιος θα με αγκαλιάσει… Και ξέρεις; Κανείς δεν με αγκάλιασε.

Ξαφνικά άρχισαν όλοι να ανταλλάσσουν δώρα, ένας ένας τα άνοιγαν μέχρι που τελείωσαν όλα… Πλησίασα να δω μήπως παρ’ ελπίδα υπήρχε κάποιο για μένα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα…

Πώς θα αισθανόσουν αν την ημέρα των γενεθλίων σου αντάλλασσαν δώρα όλοι μεταξύ τους κι εσένα δεν σου δώριζαν τίποτα;

Τότε κατάλαβα ότι εγώ περίσσευα σε εκείνη τη γιορτή, βγήκα χωρίς να κάνω θόρυβο, έκλεισα την πόρτα κι αποσύρθηκα…

Κάθε χρόνος που περνάει είναι χειρότερα, ο κόσμος θυμάται μόνο το δείπνο, τα δώρα και τις γιορτές. Κανείς δεν θυμάται εμένα…

Θα ήθελα αυτά τα Χριστούγεννα να μου επιτρέψεις να έρθω στη ζωή σου, να αναγνωρίσεις ότι πριν από δύο χιλιάδες χρόνια ήρθα σε αυτόν τον κόσμο για να δώσω τη ζωή μου για σένα, στον σταυρό, και να σε σώσω.

Το μόνο που θέλω σήμερα είναι να το πιστέψεις με όλη σου την καρδιά …

Θα σου πω κάτι: σκέφτηκα, μιας και πολλοί δεν με προσκαλούν στη γιορτή που κάνουν, θα κάνω τη δική μου γιορτή και θα είναι σπουδαία, όπως κανένας δεν την έχει φανταστεί, μια γιορτή πολύ μεγάλη. Ακόμη κάνω τις τελευταίες προετοιμασίες, στέλνω πολλές προσκλήσεις και σήμερα υπάρχει μία ειδικά για εσένα.

Θέλω μόνο να μου πεις αν θέλεις να βοηθήσεις, θα σου κρατήσω μια θέση και θα γράψω το όνομά σου, στη μεγάλη λίστα μου με τους καλεσμένους με κράτηση και… Θα πρέπει να μείνουν απ’ έξω εκείνοι που δεν θα απαντήσουν στην πρόσκλησή μου… 

Ετοιμάσου γιατί όταν όλα θα είναι έτοιμα, μια μέρα που δεν θα το περιμένει κανείς, θα κάνω μια μεγάλη γιορτή…

Ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος

Μέσα στην εορτή των γενεθλίων του Σωτήρα Χριστού, Η Εκκλησία εορτάζει σήμερα «την γενέθλιον ημέραν» του αγίου πρωτομάρτυρα και πρωτοδιακόνου Στεφάνου. Γενέθλιος ημέρα των αγίων Μαρτύρων είναι η ημέρα του θανάτου τους τότε, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου στο ευαγγέλιο, οι άγιοι μεταβαίνουν «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Ο ευαγγελιστής Λουκάς, στα κεφάλαια, έκτο και έβδομο των Πράξεων των Αποστόλων, μας δίνει το πρώτο «μαρτύριο της Εκκλησίας», τη δραματική δηλαδή απολογία και το θάνατο του πρωτομάρτυρα, που είναι η πρώτη αιματηρή μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό και την Ανάσταση. Η τελευταία λέξη στη διήγηση του Ευαγγελιστή για τον πρωτομάρτυρα είναι το «εκοιμήθη», γεμάτη παρηγοριά κι ελπίδα, σαν μια φυσική πράξη που κλείνει το βίο του Αγίου· τελευτή του βίου και τελείωση της ζωής.
Γεμάτος ελπίδα και βεβαιότητα, βλέποντας ανοιγμένο τον ουρανό και μπροστά του χαραγμένο το δρόμο, που θα συνέχιζε η ζωή του, σκεπαζόταν κάτω από τις πέτρες κι έλεγε «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου». Ο θάνατος του Στεφάνου κι όλων των Αγίων δεν είναι τέλος, αλλά καθώς διδάσκει η Εκκλησία, τελείωση. Οι μάρτυρες «ξίφει τελειούνται» και οι όσιοι «εν ειρήνη τελειούνται», φτάνουν δηλαδή στον ανώτατο βαθμό και στο ακρότατο όριο της πνευματικής τους προκοπής.
Από το λόγο ενός ιερομάρτυρα επισκόπου, που τον είπε λίγο πριν από το μαρτυρικό του θάνατο που τον έβλεπε να πλησιάζει, παίρνομε τα παρακάτω λόγια, που αφορούν στον άγιο Στέφανο και γενικότερα στο χριστιανικό μαρτύριο. «Την άλλη μέρα από την εορτή των Χριστουγέννων εορτάζουμε το μαρτύριο του πρώτου μάρτυρα, του αγίου Στεφάνου. Αυτό δεν είναι τυχαίο, ότι δηλαδή η ημέρα του πρώτου μάρτυρα έρχεται υστέρα από την ημέρα της γέννησης του Χριστού. Όπως ακριβώς χαιρόμαστε, μαζί και πενθούμε για τη γέννηση και τα πάθη του Κυρίου μας, έτσι σε μικρότερη αναλογία χαιρόμαστε μαζί και πενθούμε για το θάνατο των μαρτύρων. Πενθούμε για τις αμαρτίες του κόσμου, που τους έκαμαν να μαρτυρήσουν και χαιρόμαστε γιατί ένας ακόμα πήγε να προστεθεί στους Αγίους των ουρανών, για τη δόξα του Θεού και για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ένα χριστιανικό μαρτύριο δεν είναι τυχαίο πράγμα. Οι Άγιοι δεν γίνονται στην τύχη. Το χριστιανικό μαρτύριο δεν είναι το αποτέλεσμα της βουλής ενός άνθρωπου να γίνει Άγιος, όπως ένας άνθρωπος με τη θέληση και την προσπάθειά του μπορεί να γίνει κυβερνήτης ανθρώπων. Ο μαρτυρικός θάνατος είναι πάντα βουλή Θεού, είναι σημείο της αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους, για να τους φωτίσει και να τους οδηγήσει, για να τους ξαναφέρει στο δρόμο του. Το μαρτύριο δεν είναι ποτέ ανθρώπινη επιδίωξη· γιατί ο αληθινός μάρτυρας είναι εκείνος που έγινε όργανο του Θεού, που έχασε τη δική του θέληση μέσα στο θέλημα του Θεού και που δεν επιθυμεί πια τίποτε για τον εαυτό του ούτε καν τη δόξα του μάρτυρα».
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε στον πρωτομάρτυρα Στέφανο, στα τελευταία λόγια που είπε το στόμα του, φεύγοντας με μαρτυρική τελείωση από τούτο τον κόσμο. Γιατί πάντα έχει σημασία όχι πότε φεύγει ο καθένας, αλλά πώς φεύγει· με ποιόν τρόπο κάνει το πέρασμα από τα εδώ προς τα εκεί.
Σε κάθε ιερή ακολουθία ακούμε και δέεται η Εκκλησία. «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών…». Μπορεί και να ρωτήσαμε καμιά φορά. Τί τάχα εννοεί εδώ η δέηση της Εκκλησίας και ποιά είναι τα χριστιανά τέλη της ζωής κάθε πιστού; Όπως το βλέπομε στους αγίους και τώρα στον άγιο Στέφανο· γεμάτος ελπίδα και βεβαιότητα φεύγει ο πιστός άνθρωπος, βλέποντας πού πηγαίνει, παραδίνοντας τη ψυχή του στους φωτεινούς Αγγέλους, για να την φέρουν στα χέρια του Θεού. «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου» λέει ο πιστός με την τελευταία του πνοή, κι υστέρα κλείνει τα μάτια του και κοιμάται, για να ξυπνήσει στη δεύτερη παρουσία του Ιησού Χριστού.
Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν νεκροί. Στην Εκκλησία υπάρχουν κεκοιμημένοι, και οι τόποι που αναπαύονται τα σώματά τους είναι και λέγονται κοιμητήρια. Γι’ αυτό η θεία Λειτουργία τελείται και για τους εδώ και για τους εκεί, γιατί όπως υπάρχουμε οι εδώ υπάρχουν και οι εκεί, εκείνοι είναι οι κεκοιμημένοι εμείς είμαστε οι ζώντες. Και εμείς και εκείνοι «ζώντες»· εκείνοι οι «προοδοιπορήσαντες» κι εμείς οι «περιλειπόμενοι». Αυτές είναι λέξεις που σημαίνουν και εκφράζουν την ιερή πραγματικότητα της ύπαρξής μας, που είναι μαζί ζωή και θάνατος· ή, για να το πούμε καλύτερα, που είναι ζωή και εδώ και εκεί, με ένα επεισόδιο στη μέση που λέγεται θάνατος. Κι αυτός ο θάνατος δεν είναι παρά το πέρασμα από εδώ προς τα εκεί, από τη μια όψη της ζωής στην άλλη. Ένας προσωρινός χωρισμός της ψυχής από το σώμα· το σώμα σαν φθαρτό πεθαίνει και διαλύεται, για να αναστηθεί και να ζήσει μαζί με τη ψυχή άφθαρτο και αθάνατο. Αυτό εννοεί ο Ιησούς Χριστός, όταν λέει ότι όποιος τον ακούει και πιστεύει σ’ εκείνον που τον έστειλε δεν πεθαίνει, αλλά «μεταβέβηκεν εκ του θάνατου εις τήν ζωήν».
Αυτή είναι η πίστη μας και η ιερή πραγματικότητα της ύπαρξης και του προορισμού μας. Μέσα σ’ αυτή την πίστη και την αλήθεια που την αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, πρέπει να τοποθετηθεί στερεά κάθε πιστός και να δει τον εαυτό του μέσα στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Και δεν φωτίζεται το μυστήριο αυτό παρά μόνο, όταν ο πιστός μπορεί, σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, να κλείνει τα μάτια του στο φως του κόσμου και να βλέπει τον αναστάντα Ιησού Χριστό «εκ δεξιών του Θεού εστώτα».
Ας κλείσουμε το λόγο, ξαναφέρνοντας τη σκέψη μας στο μαρτύριο του αγίου Στεφάνου. Ο πρωτομάρτυρας στον υπέρτατο βαθμό της τελείωσής του, σαν και να τελούσε τη θεία Λειτουργία, έκανε δέηση στο Θεό. «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Κι έκλεισε τα μάτια του με την ελπίδα και το όραμα της ανάστασης«Και τούτο ειπών έκοιμήθη».
 Αμήν
.
Πηγή: Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου (Ψαριανού), Ο Λόγος του Θεού, τ.Α΄, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Γιατί γιορτάζουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου

Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, μετά από κάθε σημαντικό γεγονός που συνδέεται με την έλευση του Υιού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του, εορτάζεται η σύναξη προς τιμήν του προσώπου που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό.
Για παράδειγμα, όπως μετά τη Βάπτιση του Χριστού έχουμε τη Σύναξη του Αγίου Ιωάννη του  Βαπτιστού, έτσι μετά  τη Γέννησή Του έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου.
Η κάθε Σύναξη  προεκτείνει την καθεαυτό γιορτή εμβαθύνοντας στο νόημά της και επαναλαμβάνοντας τους περισσότερους ύμνους της.
xristou genna2
Συνεπώς,  η Σύναξη της Θεοτόκου τονίζει μεν τη Γέννηση του Κυρίου δίνοντας  όμως έμφαση στην πραγματικότητα της  Σάρκωσής Του, πράγμα που μπορεί να λανθάνει της προσοχής μας σήμερα,  ενώ ήταν ζωτικής σημασίας  για την Εκκλησία κατά τους πρώτους αιώνες που είχε να αντιμετωπίσει  αιρετικούς που αμφισβητούσαν την Ενσάρκωση. Θεωρούσαν την εμφάνιση του Υιού του Θεού «κατά δόκησιν» και πίστευαν ότι η παρουσία του στη γη ήταν φαινομενική. Στην ουσία ήταν οπαδοί του ιρανικού ζωροαστρισμού ο οποίος πρέσβευε τη δυαρχία, την ύπαρξη δηλαδή ενός καλού και ενός κακού θεού  σε συνδυασμό με την δυαλιστική αντίληψη κατά την οποία  ο πρώτος είναι δημιουργός της ψυχής ενώ ο δεύτερος του σώματος και της ύλης του κόσμου. Γι’ αυτό, ήταν ασύλληπτο γι’ αυτούς να διανοηθούν πως ο καλός θεός που ήρθε να σώσει την ψυχή του ανθρώπου,   μπορούσε να προσλάβει και να σώσει την ανθρώπινη σάρκα, την οποία θεωρούσαν δημιούργημα του κακού θεού.
Η Εκκλησία αντέδρασε με σθένος κατά των προαναφερθεισών  δοξασιών γιατί διαστρέφουν την αλήθεια, αφού ο Ένας και  Αγαθός από τη φύση του Θεός δημιούργησε τον κόσμο, δηλαδή την ύλη και το σώμα του ανθρώπου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος επισημαίνει πόσο σημαντική για τη σωτηρία είναι η αλήθεια αυτή  καθώς η  αποδοχή της  πραγματικότητας της Σάρκωσης του Θεού, αποτελεί  ίδιον του Χριστιανού.
Αυτή την αλήθεια τονίζει η Σύναξη της Παναγίας αλλά και το γεγονός ότι από όλα τα δώρα που προσέφερε η  δημιουργία του Θεού προς ευχαριστία για την αποστολή του Υιού Του, το ανώτερο είναι  η Παναγία Παρθένος, που με την  προσφορά τους εαυτού της έγινε συνεργός  στο υπέρτατο μυστήριο, γι’ αυτό και αποτελεί μεσίτρια του ανθρωπίνου γένους, παρηγοριά και ελπίδα μας!

Πώς πέθανε ο Ηρώδης

Πώς πέθανε ο Ηρώδης
Ο Ηρώδης Α’, ο επονομαζόμενος και Μέγας, υπήρξε Βασιλίας της Ιουδαίας από το 37 π.Χ. μέχρι και το έτος της Γέννησης του Ιησού Χριστού. Η άνοδος του Ηρώδη του Μεγάλου στον θρόνο του βασιλείου της Ιουδαίας σηματοδοτεί την αρχή της Ηρωδιανής Δυναστείας.
Αν και στις περισσότερες περιτπώσεις αρχαίων προσωπικοτήτων δεν έχουμε ιδέα για το πώς πέθαναν, στην περίπτωση του Ηρώδη ο Ιώσιππος μας …βγάζει από τη δύσκολη θέση. Αναφερόμενος σε παλαιότερους ιστορικούς, καθώς ο ίδιος έζησε μερικές δεκαετίες μετά τον Ηρώδη, ο Ιώσιππος  περιγράφει τα συμπτώματα και το πώς πέθανε ο Ηρώδης.
Είχε πυρετό, όχι πολύ ψηλό, ανυπόφορη φαγούρα σ’ολόκληρο το σώμα του, συνεχείς πόνους στα έντερα, όγκους στα πόδια, ερεθισμό στην κοιλιακή χώρα και γάγγρενα στους όρχεις. Είχε επίσης σπασμούς, άσθμα και άσχημη αναπνοή’.
Οι γιατροί της εποχής δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τα συμπτώματά του. Χρησιμοποιούσαν, ωστόσο, τα μέσα της εποχής για να τον ανακουφίσουν, περιλαμβανομένου του μπάνιου σε καυτό λάδι. Αυτό, όμως, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα εκτός από το να του κατακαύσει τα μάτια.
Γράφει, λοιπόν, ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία (εκδόσεις ΕΠΕ, τόμος 1):
Και στο δεύτερο δε βιβλίο των Ιστοριών, το οποίο  παραδίδει ο Ιώσιππος περί αυτού παραπλήσια, γράφοντας ως εξής:
«Έπειτα η νόσος αφού κατέλαβε όλο το σώμα του, διαμοίραζε σ’ αυτό ποικίλα πάθη. Πράγματι υπήρχε αρκετός πυρετός, αφόρητος κνησμός σε όλη την επιφάνεια, συνεχείς πόνοι του κόλου, πρήξιμο στα πόδια υδρωπικού χαρακτήρα, φλεγμονή του υπογαστρίου, σήψη στο αιδοίο που δημιουργούσε σκουλήκια, ορθόπνοια και δύσπνοια, σπασμοί όλων των μελών, ώστε οι μάντεις να λέγουν ότι τα νοσήματα ήταν ποινή.
Αυτός όμως, αν και πάλευε με τόσα πάθη, παρέμενε στη ζωή, ήλπιζε σε σωτηρία και εφεύρισκε θεραπείες. Παιρνώντας λοιπόν από τον Ιορδάνη χρησιμοποίησε τα θερμόλουτρα της Καλλιρόης, τα οποία εκβάλλουν στην Ασφαλτίτη λίμνη, λόγω δε της γλυκύτητας είναι και πόσιμα. Εδώ αυτός, καθώς οι γιατροί αποφάσισαν να περιθάλψουν όλο το σώμα με θερμό έλαιο και το ξάπλωσαν σε λεκάνη γεμάτη έλαιο, λιποθύμησε και ανέστρεψε τους οφθαλμούς σαν νεκρός.
Επειδή  οι υπηρέτες θορύβησαν, αναστέναξε για τη συμφορά, και απογοητευμένος στο εξής για τη σωτηρία, διέταξε να διανείμουν στους στρατιώτες από πενήντα δραχμές και πολλά χρήματα στους διοικητές και τους φίλους. Αυτός επέστρεψε και έφθασε στην Ιεριχώ, με μελαγχολία και σχεδόν απειλώντας τον εαυτό του με θάνατο.
Προέβη μάλιστα στο σχεδιασμό μιας αθέμιτης πράξης. Αφού συγκέντρωσε τους επίσημους άνδρες από κάθε κώμη όλης της Ιουδαίας, διέταξε να τους κλείσουν στον καλούμενο ιππόδρομο, και αφού προσκάλεσε την αδελφή του Σαλώμη και τον άνδρα της Αλεξά, είπε «γνωρίζω ότι οι Ιουδαίοι θα γιορτάσουν το θάνατό μου· μπορώ όμως να πενθηθώ με άλλα μέσα και να λάβω λαμπρό επιτάφιο, αν θελήσετε να εκτελέσετε τις εντολές μου. Μόλις εκπνεύσω, φονεύστε τάχιστα αυτούς τους φρουρούμενους άνδρες, αφού τους περικυκλώσετε με τους στρατιώτες, έτσι ώστε όλη η Ιουδαία και κάθε οίκος να δακρύσει για μένα, έστω και ακούσια».
Και με λίγα λόγια  λέει. «Κατόπιν δε [επειδή βασανιζόταν από έλλειψη τροφής και σπασμωδικό βήχα] νικημένος από τους πόνους, επιχείρησε να προφθάσει την ειμαρμένη. Αφού πήρε ένα μήλο, ζήτησε και μαχαίρι γιατί συνήθιζε να τρώει κόβωντας σε τεμάχια. Έπειτα, αφού κοίταξε τριγύρω, μήπως υπάρχει κάποιος ο οποίος θα τον εμπόδιζε, σήκωσε το δεξί του χέρι για να αυτοτραυματιστεί».Πέραν δε τούτων ο ίδιος συγγραφέας ιστορεί ότι αυτός πριν το θάνατό του φόνευσε με εντολή του και άλλον γνήσιο γιό, τρίτο μετά τους δύο φονευθέντες προηγουμένως, και αμέσως έπειτα παρέδωσε τη ζωή του με φοβερούς πόνους».
Τι αποφαίνεται σήμερα η Επιστήμη για το θάνατο του Ηρώδη
Εκείνοι που έχουν περιέργεια για τα κλινικά συμπτώματα του Ηρώδη, δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στην Ιστορική Κλινικοπαθολογική Διάσκεψη του Πανεπιστημίου του Μεριλαντ. Εδώ συγκεντρώνονται οι ειδικοί και αποφαίνονται για τα αίτια θανάτου επιφανών ανδρών, μεταξύ των οποίων έχουν ασχοληθεί και με τον Ηρώδη.
Ο συνδυασμός των συμπτωμάτων του αποτελούσε ιδιαίτερη πρόκληση, ειδικά η γάγγρενα των όρχεων, μιας και δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Ωστόσο αποφάνθηκαν ότι ο Ηρώδης έπασχε από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια αγνώστου αιτίας. Η ανεπάρκεια περιπλεκόταν από την σπάνια, ευτυχώς, γάγγρενα των όρχεων- Φουρνιέρ. Υπάρχουν φυσικά και άλλες πιθανές ασθένειες όπως η σύφιλη και άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα. Ωστόσο, η νεφρική ανεπάρκεια φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα στην κλινική εικόνα των συμπτωμάτων του.

Άγιος Ευθύμιος ο Ομολογητής, επίσκοπος Σάρδεων [26 Δεκεμβρίου].

agios eythymios sardeon 01

Άγιος Ευθύμιος ο Ομολογητής, επίσκοπος Σάρδεων [26 Δεκεμβρίου]
Νίκος Σταμάτουζας, Θεολόγος
Ο Άγιος Ευθύμιος γεννήθηκε περί το 760 μ.Χ στη μικρή πόλη Ούζαρα της επαρχίας της Λυκαονίας της Καππαδοκίας, την εποχή που αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Κωνσταντίνος ο Ε΄.
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, αρκετά εύποροι με κτήματα, αμπέλια και χωράφια.
Ο Ευθύμιος είχε πολλά αδέλφια που ασχολούνταν με διάφορες τέχνες, όμως εκείνος ξεχώριζε για τη φιλομάθειά του και την κλίση που είχε προς τα ιερά γράμματα. Ήταν δε πολύ έξυπνος και επιμελής. Μελετούσε με ζήλο τις Γραφές κάνοντας πράξη τα λόγια του Ιησού: «Ερευνάτε τας Γραφάς, εν αυταίς γαρ ευρήσετε ζωήν αιώνιον».
Ο πατέρας του εκτιμώντας την φιλομάθειά του, τον έστειλε να σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια, όπου εκείνη την εποχή, η ελληνική παιδεία είχε μεγάλη ακμή. Εκεί ο Ευθύμιος επιδόθηκε με ζήλο στην μελέτη και αφού τελείωσε τις σπουδές του, γύρισε πίσω στο πατρικό του σπίτι, κοντά στα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του.

Η ψυχή όμως του Ευθυμίου ζητούσε να έλθει πιο κοντά στο Θεό. Γνώριζε πόσο μάταια είναι τα πράγματα αυτής της ζωής. Ένιωθε πόση ευτυχία και ασφάλεια υπάρχει κοντά σον Θεό και στο θέλημά Του και φλεγόταν από την επιθυμία να Τον πλησιάσει πιο πολύ και να Του αφιερώσει τη ζωή του. Τότε είπε στον πατέρα του.
«Στοχάζομαι την ματαιότητα του κόσμου τούτου που μοιάζει με ένα περιβόλι γεμάτο από διάφορα όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια. Σήμερα τα βλέπεις και τα θαυμάζεις, μετά από λίγες μέρες όμως τα βρίσκεις ξερά και μαραμένα χωρίς ομορφιά, χωρίς άρωμα, πεσμένα στη γη. Βγάζω λοιπόν το συμπέρασμα πως από την ματαιότητα του κόσμου αυτού, δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια για τον άνθρωπο, γι’ αυτό θα ήταν φρόνιμο να καταφρονήσει τον ψεύτικο αυτό κόσμο και να φροντίσει την σωτηρία της ψυχής του.»
Ο πατέρας του ακούγοντας αυτά στεναχωρήθηκε στην αρχή, έπειτα όμως από μικρή σκέψη του είπε: «Αγαπητό μου παιδί, είχα σκοπό να σε παντρέψω και να σε έχω στήριγμα στα γηρατειά μου, αφού όμως αυτή είναι η επιθυμία σου κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός».
Έτσι ο Ευθύμιος με την ευχή του πατέρα του - η μητέρα του είχε στο μεταξύ πεθάνει –πηγαίνει σε μοναστήρι της πατρίδος του και γίνεται μοναχός.
Από την πρώτη στιγμή δείχνει τέτοια αρετή και προθυμία στην ασκητική ζωή ώστε πολλοί από τους πατέρες του μοναστηριού τον είχαν ως πρότυπο και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν. Έτσι ο Ευθύμιος γίνεται «ο επίγειος άγγελος και ο ουράνιος άνθρωπος».
Πολύ σύντομα ο Θεός τον καλεί στο μεγάλο λειτούργημα της Ιεροσύνης. Χειροτονείται διάκονος και λίγο αργότερα Ιερεύς.
Η ασκητική του αυξάνεται και μαζί και η χάρις που λαμβάνει από τον Θεό. Η φήμη του ως αγίου ανθρώπου απλώνεται στη γύρω περιοχή.
Την εποχή αυτή, εχήρευσε ο θρόνος της επισκοπής των Σάρδεων και οι ευσεβείς χριστιανοί έψαχναν να βρουν άξιο και ενάρετο κληρικό για να αναλάβει το αξίωμα αυτό. Κατέληξαν λοιπόν, ότι ο πιο άξιος για να τους ποιμάνει είναι ο Ευθύμιος και έστειλαν αντιπροσωπεία στο μοναστήρι όπου βρισκόταν και τον μετέφεραν σχεδόν με τη βία στις Σάρδεις όπου τον χειροτόνησαν επίσκοπό τους.
Ο Ευθύμιος ως επίσκοπος στέκεται στοργικός πατέρας και διδάσκαλος των χριστιανών της περιοχής του. Φροντίζει ιδιαίτερα τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους. Προστατεύει τα ορφανά, τις χήρες, τους αρρώστους και γίνεται παράδειγμα προς μίμηση με την αγία ζωή του και το ακούραστο ενδιαφέρον του για τον συνάνθρωπο. Ακόμα προσπαθούσε με το κήρυγμά του να ποτίσει τους χριστιανούς με τα αληθινά νοήματα της διδασκαλίας του Χριστού και να τους προφυλάξει από τους αιρετικούς.
Εκείνη την εποχή, η εκκλησία βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή από την ολέθρια αίρεση των εικονομάχων. Οι εικονομάχοι, οι οποίοι είχαν και την υποστήριξη πολλών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, πίστευαν ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να προσκυνούν τις ιερές εικόνες, διότι αυτό είναι ειδωλολατρία. Οι εικόνες που αναπαριστούν τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους, χρησιμοποιήθηκαν από τους χριστιανούς ήδη από την εποχή των διωγμών στις κατακόμβες. Μετά τον 4Ο αιώνα, απελευθερωμένοι από τους διωγμούς οι Χριστιανοί ανέπτυξαν εικονικές παραστάσεις, με θέματα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Οι παραστάσεις κοσμούσαν το εσωτερικό των ναών και ήταν τα βιβλία των αγραμμάτων, που δεν είχαν την δυνατότητα να διαβάσουν την Αγία Γραφή. Οι εικονομάχοι υποστήριζαν, ότι δεν είναι σωστό να προσκυνούμε τις εικόνες, νομίζοντας ότι οι Χριστιανοί έδιναν τιμή στο υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένη η εικόνα. Έτσι ξέσπασε μεγάλη αναταραχή στην ορθοδοξία με τους εικονόφιλους να υποστηρίζουν την προσκύνηση των εικόνων και τους εικονομάχους το αντίθετο. Πολλές εικόνες παραδόθηκαν στην πυρά και την καταστροφή και πολλοί κληρικοί, μοναχοί και απλοί λαϊκοί εικονόφιλοι διώχθηκαν, εξορίστηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια.
Η μεγάλη αυτή αναταραχή που συγκλόνισε την εκκλησία και γενικότερα τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος τελειώνει με την Ζ΄ (έβδομη) Οικουμενική σύνοδο που συγκάλεσε το 787 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία με το γιο της Κωνσταντίνο. Η Σύνοδος έλαβε χώρα στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια της Βιθυνίας και έλαβαν μέρος σ’ αυτή, 367 άγιοι πατέρες. Ανάμεσά τους και ο Ευθύμιος επίσκοπος Σάρδεων.
Ο Ευθύμιος με την βαθιά γνώση της Γραφής που κατείχε, απέδειξε ότι πρέπει να προσκυνούμε τις άγιες εικόνες δίνοντας τιμή στο πρόσωπο που εικονίζεται και όχι βέβαια στο υλικό από το οποίο έχουν κατασκευαστεί.
Οι Άγιοι πατέρες αποφάσισαν:
«ΌΣΤΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΕΝ ΕΙΚΟΝΙ ΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΝ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΝ ΑΥΤΟΥ ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑΝ ΗΜΩΝ, ΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΑ ΕΚΤΥΠΩΜΑΤΑ, ΕΙΗ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ ΥΠΟΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΑΝ ΤΗΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΟΜΗΓΥΡΕΩΣ».
Οι βασιλείς Κωνσταντίνος και Ειρήνη η Αθηναία, τίμησαν πολύ τον Άγιο Ευθύμιο και τον χρησιμοποίησαν ως κήρυκα σε διάφορες αποστολές.
Το 802 μ.Χ. ανεβαίνει στο θρόνο του Βυζαντίου ο Νικηφόρος. Την εποχή αυτή ένας άρχοντας των Σάρδεων ζητούσε να πάρει ως σύζυγό του μια νεαρή κόρη, η οποία δεν επιθυμούσε το γάμο αυτό. Η κοπέλα κατέφυγε στον επίσκοπο Ευθύμιο και εκείνος για να την προφυλάξει, την έκειρε μοναχή. Ο άρχοντας θύμωσε τόσο πολύ, ώστε διέβαλλε τον Άγιο στον αυτοκράτορα και επέτυχε να εξοριστεί ο Άγιος στην Παταλαραία της Δύσεως όπου υπέστη πολλές θλίψεις και δοκιμασίες.
Το 813 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων ο Ε΄ ο Αρμένιος, λιοντάρι πραγματικό που κήρυξε αμείλικτο πόλεμο κατά των αγίων εικόνων. Αυτός ανακάλεσε από την εξορία τον ‘Αγιο, και του είπε: «Άκουσα για την αρετή σου και αν κάνεις το θέλημά μου θα γυρίσεις πάλι στην επισκοπή σου και θα ξεχάσεις όλες τις άσχημες μέρες που πέρασες». ΄Ετσι προσπάθησε να τον πείσει να υποστηρίξει τις θέσεις των εικονομάχων. Ο Άγιος όμως αντιστάθηκε σθεναρά στον αυτοκράτορα, ο οποίος τον εξόρισε στην Άσσο όπου δοκίμασε πολλές ταλαιπωρίες. Εκεί παρέμεινε ως το θάνατο του Λέοντα.
Ο επόμενος αυτοκράτορας, Μιχαήλ ο Τραυλός, ήταν κι αυτός εικονομάχος. Έφερε τον Άγιο Ευθύμιο από την εξορία μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο και τους ρώτησε αν επιμένουν στην προσκύνηση των εικόνων. Ο Άγιος και πάλι με θάρρος έλεγξε τον αυτοκράτορα και τον ονόμασε δυσσεβή και παράνομο και υποστήριξε την ορθόδοξη άποψη υπέρ της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων. Τότε ο αυτοκράτορας θύμωσε παρά πολύ και διέταξε να εξορίσουν τον Άγιο στον Ακρίτα, το ανατολικότερο άκρο της Μαύρης Θάλασσας και εκεί τον έριξαν σε μια σκοτεινή και βρωμερή φυλακή όπου για τρία ολόκληρα χρόνια υπέφερε πολλά βασανιστήρια.
Αφού πέθανε και ο Μιχαήλ, ανήλθε στο θρόνο ο γιος του Θεόφιλος, ο οποίος καλεί τον Άγιο από την εξορία και με φοβέρες προσπαθεί να τον πείσει να αρνηθεί την προσκύνηση των αγίων εικόνων. Ο Άγιος με γενναιότητα αρνείται να συγκατανεύσει στις αιρετικές απόψεις του αυτοκράτορα.
Ο Θεόφιλος τότε τον υποβάλλει σε φρικτά βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους, του έδωσαν 400 ραβδισμούς σε όλο του το σώμα, το οποίο έγινε μια ολόκληρη ανοιχτή πληγή. Και έτσι ενώ μόλις ανέπνεε, τον έρριξαν σε μια βρωμερή φυλακή όπου μετά από 8 ημέρες, έχοντας περάσει ανυπόφορους πόνους, παρέδωσε την αγίαν ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Μόλις συνέβη αυτό, το ταλαιπωρημένο του σώμα έλαμψε σαν ήλιος και γέμισε τον τόπο με θαυμάσια ευωδία. Οι χριστιανοί πήραν κρυφά το σώμα του και το μετέφεραν στο Ναό του Αγίου μάρτυρος Ιουλιανού και το ενταφίασαν ευλαβικά.
Από την πρώτη στιγμή ο Άγιος, επιτελούσε πλήθος θαυμάτων. Η θαυματουργική του χάρις έκανε ώστε τυφλοί να βλέπουν, χωλοί να περπατούν, δαιμονισμένοι να θεραπεύονται. Θα αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά θαύματα από τα πολλά που έγιναν.
Στο Ρύσσειο της Νικομήδειας είχε πέσει επιδημία πανώλης και καθημερινά πέθαιναν πολλοί. Τότε έφεραν την κάρα του Αγίου και έκαναν λιτανεία και η επιδημία της πανώλης σταμάτησε να εξαπλώνεται. Κάποιο παιδί ήταν πολύ άρρωστο από τύφο . Η μητέρα του παρακαλούσε τον Άγιο να το κάνει καλά. Τη νύχτα είδε τον Άγιο να περνά με λιτανεία έξω από το σπίτι της και να λέει στον κόσμο «σιγά γιατί εδώ έχουμε άρρωστο» . Τις στιγμές αυτές δεν ακουγόταν τίποτε, νόμιζες πως περπατούσαν όλοι ξυπόλυτοι. Τότε ο Άγιος ευλόγησε έξω από το παράθυρο τρεις φορές το άρρωστο παιδί και το πρωί έπαυσε ο πυρετός και έγινε τελείως καλά.
Το θείο και ιερό Λείψανο παρέμεινε με τη Χάρη του Θεού άφθορο και τιμόταν ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την άλωση από τους Τούρκους μετεφέρθη από ευσεβείς χριστιανούς στη Χερσώνα της Κριμαίας όπου επιτελούσε και εκεί πολλά θαύματα.
Εκείνη την εποχή είχαν πάει στην Χερσώνα κάποιοι Ευρωπαίοι έμποροι, οι οποίοι βλέποντας τα θαύματα του Αγίου, αποφάσισαν να κλέψουν το λείψανό του. Το βάλανε λοιπόν μέσα σ’ ένα γερό και βαρύτιμο σεντούκι, αγόρασαν και μάρμαρα για να κτίσουν εκκλησία στ’ όνομά του και ανοίχτηκαν στη Μαύρη Θάλασσα. Καθώς όμως περνούσαν κοντά από την κωμόπολη Χηλή της Μικράς Ασίας, ξέσπασε φουρτούνα που τους ανάγκασε να αγκυροβολήσουν εκεί. Τη νύκτα φανερώθηκε ο Άγιος και τους είπε: «Αύριο το πρωί να με βγάλετε σ’ αυτόν τον τόπο και να με αφήσετε. Αν κάνετε αυτό που σας λέγω θα σας βοηθήσω να πάτε σώοι στην πατρίδα σας». Εκείνοι αψήφησαν το όνειρο και ξεκίνησαν να φύγουν. Μόλις ανοίχτηκαν στην θάλασσα ξέσπασε μια φοβερή φουρτούνα και το καράβι έγινε κομμάτια στ’ ανοιχτά της θάλασσας. Το πρωί οι κορδοτζήδες και οι φαροφύλακες του φαναριού της Χηλής, είδαν το σεντούκι του Αγίου που είχε βγει στην παραλία, χωρίς να πάθει τίποτε. Χρυσοστόλιστο και με ζωγραφισμένα εικονίδια που παρίσταναν στάδια του μαρτυρίου του Αγίου, νόμισαν πως περιέκλειε κάποιο θησαυρό. Ο πρώτος που ύψωσε το χαντζάρι του για να σχίσει το σεντούκι έμεινε με ξερά τα υψωμένα χέρια του. Το ίδιο έπαθε και ένας άλλος που προσπάθησε ν’ ανοίξει την κλειδωνιά. Τότε κατάλαβαν πως πρόκειται για ιερό πράγμα και ειδοποίησαν τους ιερείς της Χηλής που κατέβηκαν στο γιαλό με εξαπτέρυγα και λαμπάδες και πήραν τον Άγιο στην Εκκλησία της πόλεως.
Αργότερα έκαναν ειδικό παρεκκλήσι στα δεξιά της εκκλησίας. Τα μάρμαρα που είχαν μαζί τους οι έμποροι έπεσαν στον πάτο της θάλασσας και παρ’ ότι πέρασαν σχεδόν τέσσερις αιώνες από τότε δεν έχουν καλυφθεί από την άμμο και όταν είναι γαλήνη διακρίνονται μέχρι σήμερα καθαρά, όπως διηγούνται οι ευσεβείς Χηλήτες.
Το 1922 , κατά την μικρασιατική καταστροφή, το μισό τμήμα της Χηλής όπου κατοικούσαν μόνο Έλληνες, καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Τον Σεπτέμβριο του 1922 οι Τούρκοι εξόντωσαν με ομαδική σφαγή 150 άνδρες από τον άμαχο πληθυσμό της Χηλής του Ευξείνου Πόντου. Στη μνήμη των μαρτύρων αυτών του έθνους και με την ακλόνητη πίστη για την επάνοδο στην πατρική γη, οι εκ των επιζησάντων Χηλήτες, έστησαν ευλαβικά αυτή την πλάκα σ’ αυτούς που υπήρξαν το τελευταίο και τραγικό εκκλησίασμα του ιερού ναού και οι τελευταίοι που ασπάστηκαν το σεπτό λείψανο του Αγίου Ευθυμίου.Οι ευσεβείς Χηλήτες φεύγοντας κυνηγημένοι από τον τόπο που γεννήθηκαν κατάφεραν να πάρουν την Κάρα του Αγίου Ευθυμίου και να την φέρουν στην Ελλάδα. Τι απέγινε το υπόλοιπο ιερό λείψανο , κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Η κάρα του Αγίου ήρθε αρχικά στη βόρειο Ελλάδα και από κεί με πομπή μεγάλη έφτασε στην Ευγένεια του Κερατσινίου το 1936 και τοποθετήθηκε στο Ναό που έφτιαξαν οι πρόσφυγες Χηλήτες, αφιερωμένο στον Άγιο Ευθύμιο επίσκοπο Σάρδεων.
Από τότε το Κερατσίνι έχει την ευλογία να κατέχει αυτόν τον ανεκτίμητο θησαυρό, θερμό προστάτη της πόλεως και πρεσβευτή προς τον Θεό.
Η ιστορία του Ιερού Ναού του Αγίου Ευθυμίου στο Κερατσίνι
Οι ευσεβείς Χηλήτες ξεριζωμένοι από τον τόπο τους φτάνουν ταλαιπωρημένοι και εγκαθίστανται στο λόφο του Κερατσινίου. Αρχικά μένουν σε παράγκες και αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες. Πρώτο μέλημά τους όμως είναι να φτιάξουν εκκλησία όπου θα λατρεύουν το Θεό και θα τοποθετήσουν τον πολύτιμο θησαυρό που με τόσους κινδύνους έφεραν μαζί τους, την κάρα του Αγίου Ευθυμίου. Έτσι το 1936 εγκαινιάσθηκε ο ναός στο όνομα του Αγίου. Αρχικά ένα ξύλινο παράπηγμα και επειδή φοβόντουσαν μήπως ο Άγιος κλαπεί, το βράδυ φιλοξενούσαν την τίμια Κάρα του σε ιδιωτικές οικίες. Εκείνοι που είχαν την μεγάλη τιμή να έχουν τον Άγιο σπίτι τους, διηγούνται πως όταν τύχαινε να σβήσει το καντήλι του κατά τη διάρκεια της νύχτας, άκουγαν χτυπήματα που τους ειδοποιούσαν να το ανάψουν και πάλι.
Οι φιλόθεοι χριστιανοί της περιοχής Κερατσινίου όμως, βοηθώντας τις πιο πολλές φορές από το υστέρημά τους, κατάφεραν να φτιάξουν τον μεγαλοπρεπή ναό που υπάρχει σήμερα, το μοναδικό σ’ όλη την Ελλάδα που τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου.
Η χάρις του Αγίου δίνεται απλόχερα σε κάθε χριστιανό που προστρέχει με πίστη σ’ εκείνον που είναι πρόθυμος ν’ ακούσει τις ικεσίες μας . Πολλοί χριστιανοί φθάνουν στον Ναό για να ευχαριστήσουν του Άγιο για την θαυματουργική επέμβαση του στη ζωή τους.
Η μνήμη του Αγίου Ευθυμίου επισκόπου Σάρδεων του Ομολογητού, τιμάται την 26Η Δεκεμβρίου (ημέρα που παρέδωσε την αγία ψυχή του στο Θεό).
Από το 1964 και μετά, έχει καθιερωθεί και δεύτερη πανήγυρις, την Κυριακή που είναι αφιερωμένη στην μνήμη των Πατέρων της Ζ΄ (έβδομης) Οικουμενικής Συνόδου που συμπίπτει μεταξύ 11ης και 17ης Οκτωβρίου, λόγω της συμμετοχής του Αγίου Ευθυμίου στη Σύνοδο αυτή.
Στη σημερινή εποχή που τα πάντα αμφισβητούνται, που έχουμε θεοποιήσει το χρήμα και την ηδονή και έχουμε χάσει το αληθινό νόημα της ζωής, ο Άγιος Ευθύμιος ας γίνει ο φωτεινός οδοδείκτης που θα μας επαναφέρει στο σωστό δρόμο.
Ας τον παρακαλούμε μέσα στον κόσμο που λοιδορεί την πίστη στο Θεό, να μας δίνει τη δύναμη να ομολογούμε την Ορθοδοξία όπως με παρρησία έπραξε εκείνος.
«Άγιε του Θεού Ευθύμιε επίσκοπε Σάρδεων και ομολογητά πρέσβευε υπέρ ημών».
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐθυμίας ἔμπλεως καὶ θυμηδίας ἀῤῥήτου, φερωνύμως Ὅσιε ὑπὲρ τῶν θείων εἰκόνων, ἔφερες, πικρῶν βασάνων τὰς ἀλγηδόνας, στέφανον, τῆς ἀφθαρσίας σοὶ προξενούσας, διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχος ἔνδοξος.
Ὁ Οἶκος.
Τῷ ἐν εἰκόνι τυπουμένῳ θεανδρικῷ χαρακτῆρι ἐνατενίζων, καὶ διὰ τῆς προπτύξεως τὴν σχετικὴν ἀπονέμων προσκύνησιν καὶ τιμήν, τὰς ὄψεις καὶ τὰ χείλη καθηγίαζες Ὅσιε·δι᾿ αὐτῆς δὲ πρὸς τὸ θεῖον ἀρχέτυπον διαβιβάζων τὸν νοῦν, καὶ τῷ γλυκυτάτῳ ἔρωτι τῆς αὐτοῦ ἀγαπήσεως τιτρωσκόμενος, τὰ τῆς θεόπαιδος θαύματα καὶ τῶν ἁγίων ἁπάντων τὰ κατορθώματα, ἰστορεῖσθαι καὶ τιμᾶσθαι συνοδικῶς ἐβεβαίωσας· ὦν τὸν βίον καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγῶνας ζηλῶσας, βασιλεῖς παρανόμους διήλεγξας τὴν τῶν θείων εἰκόνων προσκύνησιν δυσσεβῶς ἀθετήσαντας. Ὅθεν καὶ διωγμοὺς ἀνδρειοφρόνως ἐγκαρτερήσας καὶ ὁμολογίᾳ τὸν βίον ἐπισφραγίσας, εἰς οὐρανοὺς σταφανηφόρος περιχαρῶς ἀνελήλυθας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχος ἔνδοξος.
Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε αἱ χορεῖαι τῶν εὐσεβῶν ὕμνοις ἐγκωμίων καταστέψωμεν εὐλαβῶς, Εὐθύμιον ὄντως τὸν θεῖον Ἱεράρχην καὶ Μάρτυρα Κυρίου τὸν μεγαλώνυμον.
Έτερον Μεγαλυνάριον.
Σέβας ἀπονέμων τῷ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου ἐκτυπώματι σχετικῶς, πικραῖς ἐξορίαις ἠλάθης θεοφόρε, καὶ θάνατον ὑπέστης Πάτερ Εὐθύμιε.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2018

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ.



Ένα περιστατικό από τη ζωή του Χριστού ώς Θείου Βρέφους: όταν ή άγια οικογένεια διέφυγε από το ξίφος τού Ηρώδη, και πορευόταν στην Αίγυπτο, εμφανίστηκαν καθ’ οδόν κάποιοι ληστές, με πρόθεση νά κατακλέψουν τούς οδοιπόρους. Ό δίκαιος Ιωσήφ οδηγούσε το γαϊδουράκι, πάνω στο όποιο ήταν φορτωμένα τά λίγα ύπάρχοντά τους και όπου έπέβαινε ή Ύπεραγία Θεοτόκος, κρατώντας στο στήθος της τον Υιό της. 


Οί ληστές άρπαξαν το γαϊδουράκι με σκοπό νά το οδηγήσουν μακριά, και ένας άπ' αυτούς πλησίασε τη Μητέρα τού Θεού γιά νά δει τί κρατούσε κατάστηθα. Μόλις άντίκρισε τον Χριστό-νήπιο, έξεπλάγη άπό την άσυνήθιστη ομορφιά Του και τότε, μέσα στην έκπληξή του, άναφώνησε: «Και ό Θεός αν έπαιρνε σάρκα ανθρώπινη, δεν θά μπορούσε νά είναι πιο όμορφος άπ’ αυτό το Παιδί!». Κατόπιν ό ληστής πρόσταξε τούς συνεργούς του νά μην άρπάξουν τίποτα άπ’ αυτούς τούς οδοιπόρους.

Έμπλεως ευγνωμοσύνης προς τον γενναιόδωρο αυτό ληστή, ή Παναγία Θεοτόκος τού είπε: «Γνώριζε ότι το Παιδί αυτό
θά σέ άνταμείψει μέ άνταμοιβή μεγάλη, επειδή έσύ σήμερα Τον προστατέυσες». Τριάντα τρία χρόνια αργότερα ό ίδιος άνθρωπος κρεμόταν στον Σταυρό, για τα παραπτώματά του, εσταυρωμένος εκ δεξιών του Σταυρού τού Χριστού. 

Το όνομά του ήταν Δυσμάς και το όνομα τού άλλου, έξ άριστερών, ληστή ήταν Γεστάς. Βλέποντας ό Δυσμάς τον Δεσπότη, τον αθώο και αναμάρτητο Ιησού Χριστό, έσταυρωμένο, μετανόησε γιά κάθε κακό πού είχε κάνει στη ζωή του. Όταν ό Γεστάς βλασφήμησε έναντίον του Κυρίου, ό Δυσμάς Τον υπερασπίστηκε λέγοντας: ούτος δε ούδέν άτοπον έπραξε (Λουκ. 23, 41).


Ό Δυσμάς επομένως ήταν ό σοφός ληστής στον όποιον είπε ό Χριστός μας: αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση έν τω παραδείσω (Λουκ. 23, 43). Ό Κύριος χάρισε τον Παράδεισο σ’ αυτόν πού Τού χάρισε τη ζωή, όταν ήταν Παιδί!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΧΡΙΔΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ/ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.

ΠΗΓΗ

Β΄ Ἡμέρα Χριστουγέννων Ἀνεκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ.

Ἀνεκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ.

Ἄν ἀνοίξουμε, ἀγαπητοί μου, τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Γένεση, θά δοῦμε ἐκεῖ πῶς ὁ Θεός μέ τίς συνεχεῖς δημιουργικές ἐπεμβάσεις του ἔκτισε, στόλισε καί διεμόρφωσε τήν γῆ. Ἀνάκτορο, βασιλικό, παλάτι τήν ἔκανε. Αὐτό τό ἀνάκτορο τό ζωγράφισε μέ πολλά καί διάφορα χρώματα. Τό πλαισίωσε μέ κήπους εὐωδιαστούς, πού εἶχαν λουλούδια πολύχρωμα, κρυστάλλινα νερά, μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τά ζῶα καί τά πουλιά. Ἔκανε, αὐτό πού λέμε πιό ἁπλά, τόν παράδεισο.
Ὅταν εἶδε ὁ Θεός, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι καλά λίαν, τότε ἔπλασε καί τόν βασιλέα, τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε νά ζεῖ, νά ἀναπαύεται καί νά χαίρεται μέσα στά βασιλικά ἀνάκτορα. Ὅλα ἔγιναν γιά χάρη του. Ὅλα διετέθησαν στήν ὑπηρεσία του, γιά νά εἶναι ἡ ζωή του ὅσο τό δυνατό πιό εὐχάριστη. Μέσα σ᾿ αὐτά τά ἀνάκτορα δέν ὑπῆρχε πόνος, λύπη, ἱδρώτας, κούραση, δάκρυα. Ζοῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι ζωή χαρισάμενοι.
Ὅμως ὑπῆρχε κάποιος, πού ζήλεψε, φθόνησε αὐτήν τήν εὐτυχία. Ὁ προαιώνιος ἐχθρός τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, μέ ὕπουλο καί σατανικό τρόπο ἔβαλε δυναμίτη στά θεμέλια καί ἀνατίναξε τά βασιλικά ἀνάκτορα. Ἔντρομοι οἱ βασιλεῖς, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα εἶδαν τό παλάτι τους νά γκρεμίζεται καί νά ἐρειπώνεται.
Μέ ἄλλα λόγια μέ ἀπάτη καί πονηρό τρόπο ὁ διάβολος παρέσυρε τούς πρωτοπλάστους στήν πτώση, τούς ὡδήγησε στήν ἁμαρτία, στήν καταπάτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό τούς ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο καί ἔτσι ἔμειναν ἄστεγοι. Ἔγιναν πλέον δυστυχισμένοι. Γνώρισαν τήν ὁδύνη καί τήν δυστυχία καί ἀντί λουλούδια ὁ δρόμος τους ἦταν γεμᾶτος ἀγκάθια καί τριβόλια.
Ὁ Θεός, σάν στοργικός Πατέρας καί ἄριστος παιδαγωγός, μέσα στήν ἀπελπισία τους ἀνοίγει ἕνα παράθυρο στήν ἐλπίδα. Δέν θά εἶστε γιά πάντα σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση. Ἕνας ἀπόγονος αὐτῆς τῆς γυναίκας θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως, θά καταργήσει τόν διάβολο, θά φέρει τήν λύτρωση σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, γιορτάζουμε καί πανηγυρίζουμε αὐτές τίς ἡμέρες. Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ υἱός τῆς παρθένου γίνεται. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦλθε εἰς τά ἴδια, στούς δικούς του ἀνθρώπους. Τά ἀνάκτορα πού ὁ ἴδιος ἔκτισε τά βρῆκε ἀνατιναγμένα καί κατεστραμμένα, τίποτε δέν ἦταν ὄρθιο.
Πράγματι, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι, ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι βρισκόντουσαν στό ἔσχατο σημεῖο καταπτώσεως καί ἐτυραννοῦντο φοβερά ἀπό τούς δαίμονες. Γι᾿ αὐτό ἔχουμε μέσα στά Εὐαγγέλια πολλά θαύματα θεραπείας δαιμονισμένων. Ὅλα λοιπόν κατεστραμμένα εἴτε ὑλικά, εἴτε πνευματικά, κυρίως τό δεύτερο. Γι᾿ αὐτό κανένα σπίτι δέν ὑπῆρχε νά ἀνοίξει τήν πόρτα του στόν Χριστό. Μόνο ὁ σταῦλος ὑπῆρχε. Ἕνα σπήλαιο μέ ζῶα. Καί ὁ Χριστός, χωρίς δισταγμό καί ἐπιφυλάξεις, μπῆκε σ᾿ αὐτόν τόν σταῦλο τῶν ζώων. Ἐκεῖ κατέλυσε καί ἀναπαύθηκε. Αὐτόν χρησιμοποίησε σάν σκάλα, γιά νά κατεβεῖ στήν γῆ. Αὐτό τό σπήλαιο ἔκανε γέφυρα, γιά νά ἔρθει κοντά στούς ἀνθρώπους.
Οἱ ἄνθρωποι, ὅπως διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή, ὡμοιώθησαν τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί σέ πολλές περιπτώσεις ἔγιναν χειρότεροι ἀπό αὐτά. Ὁ Χριστός προτίμησε νά γεννηθεῖ ἀνάμεσα σέ ζῶα παρά σέ ἀνθρώπους. Θεός ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ τροφή τοῦ παντός κόσμου, ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς ἀνακλίνεται μέσα στήν φάτνη, ὥστε τά ζῶα, οἱ ἄνθρωποι, ὅταν θά ἔσκυβαν μέσα στό παχνί, γιά νά πάρουν τήν τροφή τους, ἐκεῖ μέσα θά εὕρισκαν, θά συναντοῦσαν τόν οὐράνιο ἄρτο, τόν Χριστό.
Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός στόν κόσμο καί βρίσκει τά πάντα κατεστραμμένα καί διαλυμένα. Καί τί κάνει; Ἀναλαμβάνει τό ἔργο τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἀνακτόρων. Προσπαθεῖ νά τά ἀνακαινίσει. Τριάντα τρία χρόνια ὁ Χριστός αὐτό ἔργο ἔκαμνε. Ἀνέστησε τήν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔβαλε ἐκεῖ, ὅπου ἦν τό πρότερον. Διαβάζουμε σέ μιά εὐχή τῆς Θείας Λειτουργίας, ἔκανε τά πάντα μέχρι πού μᾶς ἀνέβασε στόν οὐρανό καί μᾶς χάρισε τήν βασιλεία του τήν ἐπουράνια. Μέ τήν ἀνάπλαση καί τήν ἀναδημιουργία ὁ Χριστός μᾶς ἔκανε καλύτερους ἀπό ὅ,τι εἴμασταν, μᾶς ἀνέβασε ψηλότερα καί μᾶς ἔκανε συγκληρονόμους του.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πλέον δέν ἀκοῦμε γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσει, ἀλλά παρ᾿ ὅτι εἶσαι πλασμένος ἀπό γῆ προορίζεσαι γιά τόν οὐρανό. Ὅλα αὐτά τά ὀφείλουμε στόν ἐναθρωπήσαντα Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά ἐξ αἰτίας τῆς φάτνης καί τοῦ σπηλαίου. Δέν εἶναι λοιπόν ψέμα καί ὑπερβολή, ἄν ποῦμε ὅτι ἡ φτωχική φάτνη μᾶς ἐδόξασε, τό ταπεινό σπήλαιο μᾶς ἀνέβασε στούς οὐρανούς.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ὤν, ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος. Ἦρθε, ἀλλά καί πάντοτε ἔρχεται. Ἕνα τροπάριο αὐτῶν τῶν ἡμερῶν λέγει, σπήλαιον εὐτρεπίζου, ἡ παρθένος ἤκει τοῦ τεκεῖν. Ὁ Χριστός ἦρθε καί  ἔρχεται. Γεννήθηκε καί πάντοτε γεννᾶται. Χτυπάει τήν πόρτα καί τῆς δικῆς μας καρδιᾶς.  Ἐπιθυμεῖ νά μπεῖ καί στό δικό μας σπίτι. Θελει νά γεννηθεῖ καί στήν δική μας φάτνη. Θέλει νά μᾶς βγάλει ἀπό τά λιμνάζοντα νερά, νά μᾶς ξεκολλήσει ἀπό τόν βοῦρκο. Θέλει νά μᾶς βοηθήσει νά ἀναγεννηθοῦμε, νά κάνουμε μιά νέα ἀρχή.
Τά Χριστούγεννα ἔγιναν σ᾿ ἕνα κλειστό χῶρο, περιορισμένο καί ἀκάθαρτο, στόν σταῦλο τῆς Βηθλεέμ. Τά  δικά μας Χριστούγεννα νά τά γιορτάσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὄχι σέ κέντρα διακεδάσεως. Μέσα στό σπίτι μας μέ τούς δικούς μας, μέ ὅλους τούς συγγενεῖς, ὄχι μέ ἐκδρομές στήν Εὐρώπη ἤ στήν Ἀσία, ἀνάμεσα σέ ἄπιστους, ἀλλόθρησκους καί αἱρετικούς. Νά γιορτάσουμε μέ καθαρές ψυχές, γιά νά καταδεχθεῖ τό Θεῖο Βρέφος νά ἀναπαυθεῖ καί στήν δική μας φάτνη, στή δική μας καρδιά καί νά μᾶς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ἀνάπαυση. Ἀμήν.-

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...