Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 13, 2011

Η διαμόρφωση του όρου Θεοτόκος

undefined
Βασίλειου Τσίγκου, Λέκτορος Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ένας γέροντας της ορθοδόξου παραδόσεώς μας έλεγε ότι θά πρέπει νά θέτουμε “φυλακήν τώ στόματι ημών”, όταν μιλούμε γιά τά “υπέρ έννοιαν” μυστήρια του Χριστού. Πολύ δέ περισσότερο, οφείλουμε νά ιστάμεθα μέ τόν προσήκοντα σεβασμό, όταν καλούμεθα νά μιλήσουμε γιά τό υπερφυές “μυστήριο των μυστηρίων” του Χριστού, γιά τήν Υπερευλογημένη Θεοτόκο καί Αειπάρθενο Μητέρα Του. Αναφορικά μέ τό όντως “μέγα της Θεοτόκου μυστήριον”, θά μπορούσαμε, μαζί μέ όλο τό πλήρωμα της Εκκλησίας, καί εμείς μέ ζέουσα προσευχητική διάθεση νά επαναλάβουμε τά λόγια του υμνωδού: “Τείχισόν μου τάς φρένας Σωτήρ μου· τό γάρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ, τήν άχραντον Μητέρα σου· εν πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με, καί εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με. Σύ γάρ βοάς των αιτούντων πιστώς τάς αιτήσεις πληρούν. Σύ ούν μοι δώρησαι γλώτταν, προφοράν, καί λογισμόν ακαταίσχυντον· πάσα γάρ δόσις ελλάμψεως παρά Σου καταπέμπεται Φωταγωγέ, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον”.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει εξαρχής παραλάβει καί διαφυλάσσει ακαινοτόμητη, ερμηνεύει αυθεντικά καί βιώνει αδιαλείπτως μία αληθινή περί Θεοτόκου Μαρίας δογματική παράδοση καί διδασκαλία, όπως αυτή έχει εκφρασθεί διά των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων καί των πολυπληθών συγγραμμάτων των θεοφόρων Πατέρων της. Στίς σελίδες πού ακολουθούν, θά συνεισφέρουμε καί εμείς τόν οβολό μας επιχειρώντας νά ανατρέξουμε στά μνημεία της Ιεράς Παραδόσεως, έτσι ώστε νά γίνουμε φορείς καί μεταδότες της παρακαταθήκης της πίστεως, πού παραλάβαμε γιά τά άρρητα μυστήρια του Θεού, τά οποία, μέσα στό προαιώνιο σχέδιο της θείας Οικονομίας γιά τή σωτηρία του ανθρώπινου γένους, πραγματοποιήθηκαν εν χρόνω μέ τή συμβολή της Θεοτόκου. Αρχικά θά μάς απασχολήσουν οι δογματικές διεργασίες καί οι απόψεις εκείνων των προσώπων, πού έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στή διαμόρφωση του όρου “Θεοτόκος” κατά τή διάρκεια των Οικουμενικών Συνόδων, προκειμένου η Εκκλησία νά διατυπώσει επακριβώς καί σαφώς τή δογματική της διδασκαλία. Στή συνέχεια, θά αναπτύξουμε τή θέση ότι ο όρος “Θεοτόκος” είναι στήν πραγματικότητα χριστολογικός καί σωτηριολογικός όρος. Μέ άλλα λόγια, θά καταδείξουμε ότι η ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας περί της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου συνδέεται μέ ακατάλυτο δεσμό καί οργανική, αμφίδρομη σχέση μέ τήν ορθόδοξη Χριστολογία καί Σωτηριολογία, καί γι’ αυτό αποτελεί ένα μόνο, πλήν όμως, αναπόσπαστο κεφάλαιο στή διαπραγμάτευση του δόγματος της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.
Η ορθόδοξη αλήθεια γιά τό πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας μπορεί νά κατανοηθεί σωστά καί νά περιγραφεί μέ ακρίβεια μόνο μέσα σ’ ένα χριστολογικό πλαίσιο, μέσα στό κλίμα της Χριστολογίας. Ο Χριστός είναι ο αληθινός καί τέλειος Θεός καί ο πρώτος αληθινός καί τέλειος άνθρωπος. Οι δύο φύσεις του Χριστού είναι “ασυγχύτως” ενωμένες στό ίδιο καί τό αυτό πρόσωπο, σέ μία άρρητη υποστατική ένωση. Ο Λόγος του Θεού έγινε κατά πάντα τέλειος άνθρωπος ομοούσιος μέ εμάς καί γι’ αυτό καί η μητέρα πού τόν γέννησε είναι αληθινά Θεοτόκος.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ήδη από τήν εποχή του Μεγάλου Αθανασίου αλλά καί πολύ ενωρίτερα, αποκαλούσαν τήν Παρθένο Μαρία ως Θεοτόκο. Γι’ αυτό άλλωστε καί δέν επέτρεπαν κανένα ίχνος αμφιβολίας. “Τό παιδίον Θεός καί πώς ου Θεοτόκος ή τίκτουσα”, επισημαίνει πολύ εύγλωττα ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Δικαίως καί αληθώς, λοιπόν, ονομάζουμε τήν Παρθένο Μαρία “Θεοτόκο”, γιατί τό όνομα αυτό επιβεβαιώνει ότι Εκείνος πού γεννήθηκε από αυτήν ήταν Θεάνθρωπος, Θεός καί άνθρωπος σέ μία μοναδική καί άρρητη υποστατική ενότητα. “Ει γάρ Θεοτόκος η γεννήσασα, πάντως Θεός ο εξ αυτής γεννηθείς, πάντως δέ καί άνθρωπος”. Σ’ αυτήν ακριβώς τήν αρχαιοπαράδοτη δογματική διδασκαλία γιά τή Θεοτόκο στηρίζεται καί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν προειδοποιεί μέ έναν αφοριστικό τρόπο: “Εί τις ου Θεοτόκον τήν Αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστιν της θεότητος”.
Τή σωτηρία του ανθρώπου επετέλεσε ο Χριστός μέ τήν Ενανθρώπησή Του, κατά τήν οποία προσέλαβε τήν ανθρώπινη φύση, τήν ανύψωσε, τή θέωσε καί τήν έσωσε. Η τελειότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού συνδέεται αναπόσπαστα καί οργανικά μέ τή σωτηρία του ανθρώπου. Θά λέγαμε ότι συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση γιά τήν τελειότητα της σωτηρίας. “Όλον γάρ όλος ανέλαβέ με, καί όλος όλω ηνώθη, ίνα όλω τήν σωτηρίαν χαρίσηται· τό γάρ απρόσληπτον καί αθεράπευτον”. Στό Σύμβολο της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, στό Σύμβολο της πίστεως, ομολογούμε: “Τόν δι’ημάς τούς ανθρώπους καί διά τήν ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών καί σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου καί Μαρίας της Παρθένου καί ενανθρωπήσαντα”.
Λίγες μόλις δεκαετίες μετά τό γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Χριστού εμφανίσθηκαν οι πρώτες παραχαράξεις της πίστεως καί αργότερα οι μεγάλες χριστολογικές αιρέσεις στήν Εκκλησία Του, σχετικά μέ τό πρόσωπο καί τήν υποστατική ένωση των δύο εν Χριστώ φύσεων. Ποιός είναι Αυτός; Ποιά είναι η σχέση Του μέ τό Θεό; Πώς κατανοείται η σχέση καί η ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό, η ένωση δηλαδή ακτίστου καί κτιστού από τόν ενανθρωπήσαντα Υιό καί Λόγο του Θεού; Πώς μπορεί νά είναι συγχρόνως “Υιός του ανθρώπου;” Μέ ποιό τρόπο γεννήθηκε από γυναίκα; Πώς είναι δυνατό η μητέρα Του, η Παρθένος Μαρία νά αποκαλείται “Θεοτόκος”; Τά ερωτήματα πού ετίθεντο αφορούσαν όχι μόνο τή θεότητα του Θεού Λόγου, αλλά καί τήν Ενανθρώπησή Του.
Οι προβληματισμοί αυτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. Η Εκκλησία, προκειμένου νά προφυλάξει τά πιστά μέλη της καί νά απαντήσει στίς αποκλίνουσες απόψεις διατύπωσαν αυθεντικά τήν πίστη της καί καθόρισαν Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες διατύπωσαν αυθεντικά τήν πίστη της καί καθόρισαν τά δόγματά της. Οι δογματικές αποφάσεις των Συνόδων, γνωστές ως “όροι”, δηλαδή όρια-οριοθετήσεις, εμπεριέχουν σωτήριες αλήθειες. Συνεπώς, τά δόγματα της Εκκλησίας δέν είναι τίποτε άλλο παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωής, αφού καταγράφουν τήν κοινή πίστη καί τήν καθολική συνείδηση καί διαχρονική εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος.
Οι αμφισβητήσεις γιά τό πρόσωπο του Χριστού εμφανίσθηκαν πολύ νωρίς, καταρχήν μέ τήν αίρεση του Δοκητισμού καί του Μοναρχιανισμού. Αλλά καί κατά τήν περίοδο των μεγάλων τριαδολογικών αιρέσεων τέθηκε εκ νέου τό χριστολογικό ζήτημα, γιατί τόσο οι αρειανοί όσο καί οι ευνομιανοί είχαν δική τους “Χριστολογία”, στήν οποία, ασφαλώς, απάντησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Τήν εποχή αυτή τό ενδιαφέρον εστρέφετο πρωτίστως στό τριαδολογικό δόγμα, πού αφορούσε τή θεότητα του Χριστού καί τή σχέση Του μέ τό Θεό Πατέρα Του. Γι’ αυτό, άλλωστε, καί κατά τήν Α´ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας τό έτος 325, οι Πατέρες δέν συζήτησαν γιά χριστολογικά θέματα, πού αφορούσαν τό μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Θεού-Λόγου καί της σχέσεώς του μέ τή Μητέρα Του. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η άμεση άρνηση της θεότητας του Χριστού είχε ως αποτέλεσμα καί τήν έμμεση άρνηση της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου.
Αργότερα, τό χριστολογικό ζήτημα τέθηκε εξαιτίας της αιρέσεως του Απολιναρίου Λαοδικείας. Ο Απολινάριος (†390), όπως καί η λεγομένη Αλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως τήν ενότητα στό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, συχνά εις βάρος της πληρότητας του ανθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, ο οποίος είναι τέλειος Θεός καί κατά τήν Ενανθρώπηση έλαβε μόνο σάρκα (“Θεός σαρκοφόρος”), δηλαδή ανθρώπινο σώμα καί άλογη ψυχή, όχι όμως καί ανθρώπινο νού, γιατί αυτό θά σήμαινε τήν τελειότητα (ακεραιότητα) της ανθρώπινης φύσεως. Ο Απολινάριος θεωρούσε πώς ο Χριστός γιά τή σωτηρία του ανθρώπου είναι ανάγκη νά είναι τέλειος Θεός. Γιά νά είναι λοιπόν δυνατή η πλήρης ένωση στόν Ένα Χριστό, δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δέν έλαβε κατά τήν Ενανθρώπηση τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο τό ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο μέ ζωϊκή (άλογη) ψυχή καί όχι ανθρώπινο νού. Προτιμούσε νά χρησιμοποιεί τόν όρο “σάρξ”, όχι όμως μέ τή βιβλική του σημασία. Επέμενε στή στενή ένωση Θεού καί ανθρώπου στό Χριστό, αλλά η ανθρώπινη φύση Του δέν ήταν πλήρης. Τήν ένωση Λόγου καί σαρκός σέ μία φύση τήν χαρακτήριζε “ένωσιν ουσιώδη”, “ένωσιν σύνθετον” καί “ένωσιν φυσικήν”. Η “κολοβωμένη” ανθρώπινη φύση μετά τήν ένωση πρέπει νά θεωρηθεί ότι απορροφήθηκε καί χάθηκε μέσα στούς κόλπους του Λόγου, έτσι ώστε ο Χριστός νά μήν είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά μόνο τέλειο Θεός.
Στή διδασκαλία του Απολιναρίου αντέδρασαν από πολύ νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας καί τόν καταδίκασαν πολλές φορές. Η οριστική όμως καταδίκη της αιρετικής του κακοδοξίας έγινε από τήν Β´ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως τό έτος 381. Ορισμένοι εκφραστές της Αντιοχειανής Σχολής, στήν προσπάθειά τους νά αντικρούσουν τόν Απολινάριο, έφθασαν στό άλλο άκρο. Τήν εποχή αυτή κύριος εκπρόσωπός τους ήταν ο επίσκοπος Ταρσού Διόδωρος (†392). Αυτός διέκρινε τίς δύο φύσεις στό Χριστό σέ σημείο πού έφθανε νά δεχθεί σχεδόν καί “δύο Υιούς” κατά τήν Ενανθρώπηση του Χριστού, τόν “Υιό του Θεού” καί τόν “Υιό Δαβίδ”. Ο Διόδωρος μπορούσε νά κάνει λόγο γιά τίς “δύο φύσεις” στό Χριστό καί μετά τήν ένωση, έτσι ώστε οι δύο φύσεις νά μπορούν νά γίνουν αντιληπτές καί ως δύο πρόσωπα στόν Ένα Χριστό.
Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, μαθητής του Διοδώρου, προφανώς γι’ αυτόν τό λόγο, άρχισε νά μιλά καί γιά “δύο Υιούς”. Μέ τίς θέσεις αυτές ο Θεόδωρος θεωρήθηκε ως πρόδρομος καί δημιουργός του Νεστοριανισμού. Υποστήριζε πώς στήν ένωση Θεού καί ανθρώπου στό Χριστό είναι ένα πρόσωπο, ωστόσο δέν δεχόταν πραγματική υποστατική ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό. Τόσο ο Θεόδωρος όσο καί οι υπόλοιποι Νεστοριανοί τήν ένωση Θεού καί ανθρώπου στό Χριστό αποκαλούσαν “ενοίκηση” καί “συνάφεια”, δηλαδή “συνένωση” ως ηθική ένωση. Μεταξύ του Θείου Λόγου καί του ανθρώπου Ιησού αναγνώριζε ότι υπάρχει ενότητα γνώμης, δηλαδή εξωτερική ένωση. Η ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό ήταν “σχετική ένωση”, είχε δηλαδή τήν έννοια της “επαφής” καί “συνάφειας”.
Μ’ αυτό τόν τρόπο, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας καί γενικά η Αντιοχειανή Σχολή, αρνούνταν τήν πραγματική υποστατική ένωση καί χώριζαν τό Χριστό στά δύο. Γι’ αυτό απέφευγαν τή χρήση εκφράσεων ότι ο Θεός γεννήθηκε ή ο Θεός έπαθε. Τή μητέρα του Κυρίου προτιμούσαν νά τήν αποκαλούν “ανθρωποτόκο”, γιατί έλεγαν ότι αυτή εγέννησε τόν άνθρωπο, ο οποίος στά σπλάχνα της, κατά τόν χρόνο διαπλάσεως του εμβρύου (“εν τη διαπλάσει” όπως έλεγε), ενώθηκε μέ τό Λόγο. Η ένωση των δύο φύσεων (Λόγου καί ανθρώπου) κατά τήν Ενανθρώπηση χαρακτηρίζεται από τόν Θεόδωρο ως “συνάφεια”, δηλαδή ως ηθική ένωση.
Οι ακραίες αυτές απόψεις έγιναν ευρύτερα γνωστές κυρίως μέ τό Νεστόριο, μαθητή του Θεοδώρου. Όταν ο Νεστόριος έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περίπου τό έτος 428, έφερε ως σύμβουλο μαζί του από τήν Αντιόχεια τόν ιερέα Αναστάσιο. Ο τελευταίος, σέ κήρυγμα πού έκανε ενώπιον του Νεστορίου, είπε: “Θεοτόκον τήν Μαρίαν καλείτω μηδείς Μαρία γάρ άνθρωπος ήν, υπό ανθρώπου δέ Θεόν τεχθήναι αδύνατον”. Τά λόγια αυτά προκάλεσαν ευλόγως δογματικό σκάνδαλο στόν ευσεβή λαό, ο οποίος αποκαλούσε τή μητέρα του Σωτήρος “Θεοτόκο”, αφού είχε γεννήσει τόν Υιό του Θεού τόν Μονογενή.
Ο πατριάρχης Νεστόριος έσπευσε νά αναλάβει τήν ευθύνη καί μέ τό κύρος του νά καλύψει τόν Αναστάσιο καί μέ σειρά ομιλιών του προσπάθησε νά αναλύσει τήν θεολογική έννοια του όρου “Θεοτόκος” μέ τό “Χριστοτόκος”, καθ’ ότι η Θεοτόκος γι’ αυτόν γέννησε τόν “ψιλόν άνθρωπον Χριστόν”. Απέρριπτε τόν όρο “Θεοτόκος” ως μή αγιογραφικό, αλλά ως εθνικό καί επιδεκτικό ειδωλολατρικής εννοίας καί παρανοήσεως καί κατά συνέπεια δέν δεχόταν τήν προσωνυμία “μήτηρ Θεού”, γιά νά μήν θεωρήσει κάποιος τήν Παρθένο “θεά”, πού γέννησε τό Θεό γυμνό, χωρίς τήν ανθρωπότητά του. Η Παρθένος Μαρία γέννησε μόνο τόν άνθρωπο Ιησού, μέ τόν οποίο ήταν ενωμένος “κατ’ άκραν συνάφειαν” ο Θεός Λόγος. Γι’ αυτό υποστήριζε ότι ο Λόγος απλώς “προήλθε” ή “παρήλθε” ή “διήλθε” διά μέσου αυτής, αλλά δέν “γεννήθηκε” από αυτήν. Μέ τόν άνθρωπο Ιησού ήλθε σέ “συνάφεια” η θεία φύση μέ αποτέλεσμα νά προκύψει ένα όχι πραγματικό, αλλά ηθικό πρόσωπο, στό οποίο ο Νεστόριος απέδιδε τό όνομα “Χριστός”, καί γι’ αυτό ακριβώς η Παρθένος Μαρία θά πρέπει νά ονομάζεται, κατ’ αυτόν, “Θεοδόχος”, “Θεοφόρος”, “ανθρωποτόκος” καί “Χριστοτόκος”, όχι όμως “Θεοτόκος”. Μέ βάση αυτές τίς απόψεις κατέληγε στό αυτονόητο συμπέρασμα ότι η Παναγία γέννησε έναν κοινό άνθρωπο, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα καί τό κατοικητήριο ή όχημα της θεότητας. Πρόκειται, λοιπόν, κατά βάση γιά ενοίκηση της θεότητας στήν ανθρωπότητα, καί όχι γιά “καθ’ υπόστασιν” ένωση.
Μέ τή διδασκαλία του ο Νεστόριος διέστρεφε τή βιβλική έννοια της Ενσαρκώσεως καί Ενανθρωπήσεως του Ιησού, ο οποίος δέν ήταν Θεός, αλλά ο “ψιλός άνθρωπος Ιησούς”, πού ήταν απλώς “κτήτωρ της θεότητος” ή “όργανον μάλλον καί εργαλείον θεότητος καί άνθρωπος θεοφόρος”. Ο Νεστόριος κατέστρεφε κυριολεκτικά τήν έννοια της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων, δυνάμει της οποίας καί ως συνέπεια αυτής ήταν απολύτως δικαιολογημένος ο χαρακτηρισμός της Παρθένου Μαρίας ως “Θεοτόκου”. Αντί γιά τήν υποστατική ένωση των δύο φύσεων “εξ άκρας συλλήψεως” δεχόταν απλή “συνάφεια” καί επαφή, κατά τό παράδειγμα της τοποθετήσεως δύο επαλλήλων σανίδων ή έκανε λόγο γιά ένωση “σχετική”, κατά τό παράδειγμα των δύο συζύγων ή δύο φίλων. Μιλούσε γιά “κατ’ ενοίκησιν”, “κατ’ευδοκίαν”, “κατά θέλησιν” ένωση, δηλαδή όχι πραγματική καί αληθινή καί πλήρη, αλλά μόνο εξωτερική καί φαινομενική καί ηθική ένωση καί τελικώς απέρριπτε τήν “φυσική” ένωση, τήν “υποστατική” ένωση ή τήν “καθ’υπόστασιν ένωσιν” του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
Ο Νεστόριος επέμενε στό ότι ο Λόγος του Θεού “σαρκώθηκε” καί δέν “γεννήθηκε” από τή Θεοτόκο κατά τήν ανθρώπινη φύση. Ακόμη, απέρριπτε τίς δύο γεννήσεις του Λόγου καί τή διπλή ομοουσιότητα Αυτού, ότι δηλαδή “ο Λόγος είναι ομοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί ομοουσίως μέ τή Μητέρα Του καί μέ εμάς τούς ανθρώπους κατά τήν ανθρωπότητα”. Ο Νεστόριος κάνει λόγο γιά “συνάφεια εις έν πρόσωπον” καί εισηγείται μία δυαδικότητα πού δέν κατόρθωσε τελικά νά ξεπεράσει. Καθώς δέ χώριζε τίς δύο εν Χριστώ φύσεις, υπονοούσε ότι ο Χριστός έχει καί δύο πρόσωπα. Διέκρινε τόν ένα Υιό σέ δύο Υιούς, τόν Υιό του Θεού καί τόν Υιό της Παρθένου. Τή διάκριση σέ δύο Υιούς τή συστηματοποίησε καί οδηγήθηκε στήν απόρριψη του όρου “Θεοτόκος”. “Ο άνθρωπος Ιησούς καί ο Λόγος, δύο διαφορετικές υποστάσεις, μολονότι ενώνονται κατά ηθική καί βουλητική σχέση, αποτελούν δύο χωριστά καί διακεκριμένα πράγματα”. Η “συνάφεια” σέ ένα πρόσωπο των δύο φύσεων δέν ήταν ο Θεός Λόγος, αλλά ήταν η “συνάφεια” εκείνη πού προέρχεται από τή “συνάφεια” του Λόγου μέ τόν άνθρωπο Ιησού.
Η άρνηση του Νεστορίου νά δεχθεί τήν υποστατική ένωση των δύο φύσεων στό Χριστό τόν οδηγούσε στήν άρνηση καί της θεότητάς Του. Γιά τό Νεστόριο τό όνομα Χριστός σήμαινε καί τίς δύο φύσεις, γι’ αυτό καί τό θεωρούσε “μήνυμα των δύο φύσεων”. Τόνιζε πώς τό όνομα αυτό δέν αναφέρεται στήν ουσία του Λόγου, αλλά στή θεία οικονομία. Ισχυριζόταν πώς είναι αδιανόητο νά λέμε ότι ο Χριστός, ως Θεός Λόγος, γεννήθηκε, έπαθε, σταυρώθηκε. Αφού προηγουμένως απέρριπτε τό ότι ο γεννηθείς από τήν Παρθένο είναι ομοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί συνεπώς κατά φύσιν Θεός, κατέληγε πώς η Θεοτόκος γέννησε τόν Χριστό πού δέν ήταν ο Θεός Λόγος. Μέ άλλα λόγια, απέρριπτε τό ότι ο γεννηθείς πρό των αιώνων από τόν Πατέρα καί είναι ομοούσιος μέ τόν Πατέρα, γεννήθηκε εν χρόνω κατά τήν ανθρωπότητα από τήν Παρθένο Μαρία, καί συνεπώς είναι κατά φύσιν άνθρωπος καί ομοούσιος μέ εμάς.
Ο Νεστόριος, προφανώς, ταύτιζε καί άρα συνέχεε τίς δύο “γεννήσεις” του Υιού του Θεού. Μέ τίς απόψεις του διέστρεφε καί τήν πραγματική σημασία του όρου “Θεοτόκος”, τόν οποίο από “αμάθεια” ή αδυναμία καί ανεπάρκεια κατανόησης της εκκλησιαστικής παραδόσεως αρνήθηκε νά αποδώσει στή Μητέρα του Θεού αποκαλώντας τήν “Χριστοτόκο”. Γι’ αυτό προέτρεπε όλους τούς χριστιανούς νά μήν αποκαλούν τή Μαρία, τή μητέρα του Χριστού, Θεοτόκο. Όλες αυτές οι δοξασίες οδηγούσαν στήν ουσιαστική αμφισβήτηση του γεγονότος της Ενανθρωπήσεως του Υιού καί Λόγου του Θεού καί, κατ’ επέκταση, στήν πλήρη κατάρρευση του δόγματος της σωτηρίας. Η δέ μετά πείσματος επιμονή του Νεστορίου στίς αιρετικές του δοξασίες, τόν οδήγησε σέ συνοδική καταδίκη από τήν Γ´ καί τήν Δ´ Οικουμενική Σύνοδο. Η Γ´ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τόν αυτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β´ στήν Έφεσο τό έτος 431, μέ βασικό στόχο τήν ανακατασκευή καί καταδίκη των αιρετικών αποκλίσεων του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου. Στή Σύνοδο προήδρευσε ο πατριάρχης Κύριλλος Αλεξανδρείας καί παρευρίσκοντο εκπρόσωποι του Πάπα Ρώμης Κελεστίνου, όπως καί η πλειοψηφία των επισκόπων της Ανατολής. Γιά τούς Πατέρες της Συνόδου μέ τή διδασκαλία του Νεστορίου διακυβεύεται η ακεραιότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού καί άρα αυτή καθ’ εαυτή η πραγματικότητα της σωτηρίας του ανθρώπου. Εάν πράγματι ο Θεός δέν ενώθηκε πλήρως μέ τόν άνθρωπο, τότε πώς είναι δυνατό νά τόν σώσει; Γι’ αυτό επέμεναν στήν πλήρη καί ασύγχυτη εν Χριστώ ένωση Θεού καί ανθρώπου τόσο, ώστε νά ονομάζουν τή Μητέρα του Χριστού όχι απλώς “Χριστοτόκο” (όπως ισχυριζόταν ο Νεστόριος), αλλά αληθινά καί πραγματικά “Θεοτόκο”.
Οι Πατέρες της Συνόδου όχι μόνο καταδίκασαν τόν Νεστόριο, αλλά καί επικύρωσαν καί επιβεβαίωσαν τήν περί Θεοτόκου διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου, σύμφωνα μέ τόν οποίο η Παναγία μητέρα του Κυρίου είναι καί Χριστοτόκος, ακριβώς επειδή είναι καί Θεοτόκος. “Ει γάρ Χριστοτόκος, πάντως ότι καί Θεοτόκος ει δέ ου Θεοτόκος, ουδέ Χριστοτόκος”. Σύμφωνα μέ τόν ιερό πατέρα ο χαρακτηρισμός “Θεοτόκος” γιά τήν Παρθένο Μαρία θεωρείται κατά πάντα παραδοσιακός καί αποτελεί τή λυδία λίθο καί τόν πυρήνα της ορθόδοξης θεολογίας. Η επικύρωση της περί της Παρθένου Μαρίας, ως Θεοτόκου, διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήταν συνάμα καί επιβεβαίωση της αμετακίνητης πίστης γιά τήν Ενσάρκωση του Λόγου του Θεού. Ο τέλειος κατά τήν θεότητα καί τέλειος κατά τήν ανθρωπότητα Ιησούς Χριστός είναι ένας καί ο αυτός, ο Θεός Λόγος. Η ένωση των δύο φύσεων στό πρόσωπο του Λόγου είναι “ένωσις αληθής” ή ακριβέστερα “ένωσις καθ’ υπόστασιν” καί δηλώνεται από τόν άγιο Κύριλλο σαφέστατα μέ τή φράση “μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη. Τό “σεσαρκωμένη ” γιά τόν ιερό πατέρα δηλώνει τήν τελειότητα ( ακεραιότητα) της ανθρωπότητας στή μία υπόσταση του Λόγου καί ασφαλώς σημαίνει τήν πλήρη Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.
Στήν αποκαλούμενη ” Έκθεση Πίστεως των διαλλαγών”, πού έγινε ουσιαστικά ο επίσημος δογματικό “όρος” της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου, διακηρύχθηκε μέ επίσημο τρόπο Θεοτόκος η Παρθένος Μαρία, εντός της οποίας σαρκώθηκε “ασυγχύτως” ο Λόγος του Θεού. Όπως δηλώνεται ρητά στό εν λόγω δογματικό κείμενο, “κατά τήν της ασυγχύτου ενώσεως έννοιαν ομολογύμεν τήν αγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τόν Θεόν Λόγον σαρκωθήναι καί ενανθρωπήσαι καί εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τόν εξ αυτής ληφθέντα ναόν “. Η μελέτη των πηγών καί η σύγχρονη επιστημονική έρευνα οδηγούν στό συμπέρασμα πώς η συμβολή του αγίου Κυρίλλου υπήρξε πρωταγωνιστική καί καθοριστική στήν ανάδειξη καί προβολή του όρου “Θεοτόκος” ο οποίος καθίσταται ο δογματικός ορισμός της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου .
Ωστόσο, παρά τή ρητή συνοδική καταδίκη του Νεστορίου , τό χριστολογικό ζήτημα δέν έληξε οριστικά, αλλά συνεχίσθηκε γιά πολλούς αιώνες καί γιά τή διευθέτησή του χρειάσθηκε νά συγκληθούν καί άλλες Οικουμενικές Σύνοδοι. Μετά τό Νεστόριο καί σέ αντίθεση μέ τίς απόψεις του εμφανίσθηκε ο Μονοφυσιτισμός, μέ κύριο εκπρόσωπό του τόν Ευτυχή. Αυτός επικαλούνταν τόν Κύριλλο, τόν οποίο όμως ερμήνευε μονόπλευρα καί εσφαλμένα, προφανώς γιατί δέν είχε κατανοήσει τόν κυρίαρχο σωτηριολογικό χαρακτήρα της Χριστολογίας του.
Ο Ευτυχής δέν δεχόταν τό ομοούσιο του σώματος του Κυρίου μέ τό σώμα της Μητέρας Του καί μέ τό δικό μας, γιατί, όπως έλεγε, Αυτός είναι Θεός μας. ” Ο Κύριος δέν έλαβε απότήν Παρθένο σάρκα ομοούσια μέ εμάς, αλλά τό σώμα του Κυρίου δέν είναι σώμα ανθρώπου· ανθρώπινο είναι τό σώμα από τήν Παρθένο . Έκανε λόγο γιά αλλοίωση της ανθρώπινης φύσεως στό Χριστό μετά τήν ένωση καί αναγνώριζε στό Χριστό δύο φύσεις πρίν τήν ένωση, μετά όμως τήν ένωση μία, καθ’ ότι η θεία φύση απορρόφησε τήν ανθρώπινη. Ο Ευτυχής, όπως νωρίτερα καί ο Νεστόριος, ταύτιζε τούς όρους “φύση ” καί “πρόσωπο”, θεωρώντας ότι φύση καί πρόσωπο είναι όροι αχώριστοι. Ενδιαφερόταν νά αποδείξει ότι στό Χριστό υπάρχει ένα πρόσωπο καί συνεπώς μία μόνο φύση. Συγκεκριμενα υποστήριζε: ” Ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τόν Κύριον ημών πρό της ενώσεως, μετά δέ τήν ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ” . Ο Ευτυχής καταδικάσθηκε καί αφορίσθηκε ως μονοφυσίτης αιρετικός από τήν “Ενδημούσα” Σύνοδο του 448 καί λίγο αργότερα από τόν Πάπα Ρώμης Λέοντα μέ τήν επιστολή πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό. Πρόκειται γιά μία δογματική χριστολογική επιστολή του Λέοντος, τή γνωσή ως “Τόμος του Λέοντος”.
Η καταδίκη του Ευτυχούς προκάλεσε τήν αντίδραση του Διοσκόρου Αλεξανδρείας. Ο Διόσκορος εναντιώθηκε στόν Νεστοριανισμό, αλλά, παρέχοντας θεολογική καί εκκλησιατική στήριξη στόν Ευτυχή, κατάφερε νά παρασύρει αξιοσημείωτο αριθμό κληρικών καί μοναχών του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Καθώς είχε τήν υποστήριξη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β´, συνεκάλεσε υπό τήν προεδρεία του Σύνοδο τό έτος 449 στήν Έφεσο. Η Σύνοδος δικαίωσε τόν Ευτυχή, καταδίκασε τόν Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, καί όλους τούς “ανατολικούς ” επισκόπους πού ήταν αντίθετοι μέ τή μονοφυσιτική διδασκαλία του Ευτυχούς. Παρά τό γεγονός ότι η Σύνοδος αυτή συγκλήθηκε ως Οικουμενική δέν έγινε δεκτή ως τέτοια από τή συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας καί χαρακτηρίσθηκε ως “Ληστρική .
Προκειμένου νά καταδικασθεί γιά μία ακόμη φορά ο Νεστοριανισμός αλλά καί νά αντιμετωπισθεί η νέα χριστολογική αίρεση του Μονοφυσιτισμού καί επί τέλους νά ειρηνεύσει η Εκκλησία από τή διογκούμενη αντίδραση των πιστών της, συγκλήθηκε η Δ´ Οικουμενική Σύνοδος στή Χαλκηδόνα τό έτος 451. Η Σύνοδος καταδίκασε τούς Νεστοριανούς πού θεωρούσαν τόν Κύριον ψιλόν άνθρωπο, απέρριπταν τόν όρο ” Θεοτόκος” καί διαιρούσαν τό ένα πρσοωπο του Κυρίου σέ δύο. Καταδίκασε τόν Ευτυχή καί τούς οπαδούς της μονοφυσιτικής αιρέσεως πού πρέσβευαν σύγκραση καί σύγχυση των δύο φύσεων, δέχοταν δύο φύσεις πρίν τήν ένωση, μία φύση μετά τήν ένωση καί ότι ο Χριστός δέν είχε ανθρώπινη φύση όμοια μέ εμάς. Η σπουδαιότητα της Συνόδου εντοπίζεται στό γεγονός ότι διατύπωσε μέ ακριβολόγο θεολογική ορολογία τό χριστολογικό δόγμα σχετικά μέ τήν ένωση των δύο φύσεων του Χριστού καί τόν τρόπο της μεταξύ τους σχέσεως στή μία υπόσταση του Θεού Λόγου. Καθόρισε ότι υπάρχουν δύο φύσεις ενωμένες ασυγχύτως καί αδιαιρέτως σέ ένα πρόσωπο ή μία υπόσταση.
Στόν “Όρο Πίστεως” της Συνόδου της Χαλκηδόνος διαβάζουμε: “Επόμενοι τοίνυν τους αγίοις Πατράσιν, ένα καί τόν αυτόν ομολογείν Υιόν τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αυτόν εν θεότητι καί τέλειον τόν αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς καί άνθρωπον αληθώς τόν αυτόν εκ ψυχής λογικής καί σώματος, ομοούσιον τώ πατρί κατά τήν θεότητα, καί ομοούσιον ημίν τόν αυτόν κατά τήν ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας· πρό αιώνων μέν εκ του Πατρός, γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, επ’ εσχάτων δέ των ημερών τόν αυτόν δι’ ημάς καί διά τήν ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά τήν ανθρωπότητα, ένα καί τόν αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον Μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά τήν ένωσιν, σωζομένης δέ μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως καί εις έν πρόσωπον καί μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα καί τόν αυτόν υιόν Μονογενή, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού καί αυτός ημάς ο Κύριος Ιησούς εξεπαίδευσε καί τό των Πατέρων ημίν παραδέδωκε Σύμβολον ” .
Έναν αιώνα αργότερα, συγκλήθηκε τό έτος 553 στήν Κωνσταντινούπολη από τόν αυτοκράτορα Ιουστινιανό η Ε´ Οικουμενική Σύνοδος, προκειμένου αφενός νά διασφαλίσει τό κύρος των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων καί αφετέρου νά καταδικάσει τά λεγόμενα “Τρία Κεφάλαια ” καί τίς κακοδοξίες του Ωριγένη καί των οπαδών του. Στό δογματικό της “όρο” η Σύνοδος μεταξύ άλλων, καταδικάζει τίς νεστοριανικές αιρετικές απόψεις, επαναλαμβάνει όσα η εκκλησιαστική συνείδηση αποδέχεται γιά τίς “δύο γεννήσεις” του Θεού Λόγου καί αναθεματίζει όλους όσους δέν ομολογούν ” κυρίως καί κατ’ αλήθειαν”Θεοτόκο τήν Παρθένο Μαρία.
“Ει τις καταχρηστικώς, αλλ’ ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει τήν αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν, ή κατά αναφοράν, ως ανθρώπου ψιλού γεννηθέντος, αλλ’ουχί του Θεού Λόγου σαρκωθέντος εξ αυτής, αναφερομένης δέ κατ’ εκείνους της του ανθρωπου γεννήσεως επί τόν Θεόν λόγον, ως συνόντα τώ ανθρώπω γενομένω· καί συκοφαντεί τήν αγίαν εν Χαλκηδόνι σύνοδον, ως κατά ταύτην τήν ασεβή επινοηθείσαν παρά Θεοδώρου έννοιαν Θεοτόκον τήν παρθένον ειπούσαν· ή εί τις ανθρωποτόκον αυτήν καλεί ή χριστοτόκον ως του Χριστού μή όντος Θεού, αλλά μή κυρίως καί κατα αλήθειαν Θεοτόκον αυτήν ομολογεί, διά τό τόν πρό αιώνων εκ του Πατρός γεννηθέντα Θεόν Λόγον επ’ εσχάτων των ημερών εξ αυτής σαρκωθήναι,ούτω τε ευσεβώς καί τήν αγίαν εν Χαλκηδόνι σύνοδον Θεοτόκον αυτήν ομολογήσαι, ο τοιούτος ανάθεμα έστω”.
Μέ τό Χριστολογικό ζήτημα ασχολήθηκε καί η ΣΤ´ Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως κατά τά έτη 680 -681, καί ιδιαίτερα μέ μία πλευρά του Μονοφυσιτισμού, τόν Μονοεργητισμό καί Μονοθελητισμό, τόν οποίο καί καταδίκασε επικυρώνοντας ταυτόχρονα τίς αποφάσεις όλων των προηγουμένων Οικουμενικών Συνοδων. Στή Σύνοδο αυτή, μέ συνοδική επιστολή του αγίου Σωφρονίου, πατριάρχου Ιεροσολύμων, πού ανακεφαλαιώνει όλο τό Τριαδολογικό καί Χριστολογικό δόγμα,τονίζεται ότι η Παρθένος Μαρία είναι “Θεοτόκος” καί”Αειπάρθενος” · “πρό του τόκου καί εν τώ τόκω καί μετά τόν τόκον” . Η”αειπαρθενία” της Παναγίας είναι δογματική συνέπεια του γεγονότος ότι αυτή ήταν αληθινά “Θεοτόκος” καί συμβολίζεται εικονογραφικά μέ τήν παράσταση τριών αστεριών πού φέρει στό μαφόριό της. Η Θεοτόκος είναι καί Αειπάρθενος καί αυτό ακριβώς είναι τό κατ’ εξοχήν εκφραστικό όνομα της Θεοτόκου. Στά δύο αυτά ονόματα “Θεοτόκος” καί “Αειπάρθενος” μπορεί νά συνοψισθεί όλη η δογματική διδασκαλία γιά τήν Παρθένο Μαρία.
Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, πού συγκλήθηκε κατά τά έτη 691 -692 στήν Κωνσταντινούπολη, μέ σκοπό νά συμπληρώσει τό νομοθετικό υστέρημα των δύο προηγηθεισών Οικουμενικών Συνόδων, αχολήθηκε καί μέ τήν κατάπαυση ορισμένων παραδοξοτήτων, πού από καιρό είχαν εμφανισθεί καί αναφέρονταν σέ έθιμα των Χριστιανών κατά τά “επιλόχεια” της Θεοτόκου. Μεταξύ των πολλών κανόνων πού εξέδωσε, μέ τόν 79ο κανόνα της όχι μόνο καταπόλεμησε καί καταδίκασε τά λεγόμενα “επιλόχεια” έθιμα, αλλά καί υπογράμμισε τόν αλόχευτο χαρακτήρα της γέννησης του Χριστού από τή Θεοτόκο, σημειώνοντας χαρακατηρισκά”αλόχευτον τόν εκ της Παρθένου θείον τόκον ομολογούντες “.
Η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος συγκληθηκε στή Νίκαια τό έτος 787 , εξ αιτίας της Εικονομαχίας. Στόν “όρο” της πίστεως ανακεφαλαιώνεται ολόκληρη η μακραίωνη ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας καί επαναλαμβάνεται η διδασκαλία ότι η Μητέρα του Κυρίου είναι Αειπάρθενος καί αληθινά Θεοτόκος. “Ομολογούμεν δέ καί τήν δέσποιναν ημών τήν αγίαν Μαρίαν κυρίως καί αληθώς Θεοτόκον, ως τεκούσαν σαρκί τόν ένα της αγίας Τριάδος Χριστόν τόν Θεόν ημών… σύν τούτοις δέ καί τάς δύο φύσεις ομολογούμεν του σαρκωθέντος δι’ημάς εκ της αχράντου Θεοτόκου καί αειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αυτόν Θεόν καί τέλειον άνθρωπον γινώσκοντες.
Μέ όσα αναφέρθηκαν μέ ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο, μπορεί εύκολα νά κατανοηθεί ότι η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας γιά τήν Υπεραγία Θεοτόκο δέν είναι καθόλου άσχετη μέ ολόκληρη τήν δογματική της παράδοση. Αντιθέτως σχετίζεται οργανικά καί συνδέεται πρωταρχικά μέ τή Χριστολογία καί τή Σωτηριολογία, γιατί μέ τή Θεοτόκο σαρκώθηκε, έγινε άνθρωπος , ο Κύριος της Δόξης καί Μεγάλης Βουλής Αγγελος, ο Ασαρκος Λόγος, προκειμένου νά πληρωθεί η σωτηριώδης θεία οικονομία. Μιά διαστρεβλωμένη καί “μειωμένη” Χριστολογία έχει ολέθρια αποτελέσματα, αφού καταλύει τό δόγμα της σωτηρίας. Αλλά καί κάθε ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, όπως η σχετική περί Θεοτόκου, κατανοείται καί ερμηνεύεται αποκλειστικά εντός καί διά της Θεολογίας καί της Χριστολογίας.
Η Ορθόδοξη θεολογία, καθώς έχει στέρεη βάση της τή Χριστολογία, δέν είναι καί δέν επιτρέπεται νά μετατραπεί σέ αυτονομημένη, ανεξάρτητη καί αυτοδύναμη Μαριολογία καί Μαριολατρεία , ή ακόμη σέ ανθρωπολογία μέ κέντρο της τήν Παρθένο Μαρία, αλλά είναι πρωτίστως καί κατεξοχήν Χριστολογία, στήν οποία συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς καί η ανθρωπολογία καί η περί Θεοτόκου διδασκαλία. Οι όποιες παρανοήσεις, παραχαράξεις καί καινοτομίες , πού αφορούσαν τό πρόσωπο καί τό έργο της Παρθένου Μαρίας, προήλθαν σαφέστατα από μία λανθασμένη καί “κολοβωμένη” Χριστολογία, από τήν παρανόηση του δόγματος της Ενανθρωπήσεως. Κατά συνέπεια, η ορθόδοξη αλήθεια γιά τή Μητερα του Χριστύ ως Θεοτόκου δέν μπορεί παρά νά “επιστηρίζεται σέ χριστολογική βάση”!
Οι αστείρευτες πηγές της συνοδικής καί πατερικής παράδοσης της αδιαίρετης Εκκλησίας, από τίς οποίες μικρόν μόνο μέρος αξιοποιήθηκε καί παρουσιάσθηκε εδώ μαρτυρούν ομοφώνως καί διατρανώνουν συνοδικώς ότι η Υπερευλογημένη Παρθένος Μαρία είναι όντως καί αληθώς Θτοόκος, Θεογεννήτρια καί Θεομήτωρ, όπως “θεογράφως διεχάραξαν” καί “πνευματοκινήτως” εδογμάτισαν οι θεοφόροι Πατέρες, πού συγκρότησαν τίς Άγιες καί Οικουμενικές Συνόδους. Η Κυρία Θεοτόκος ” διηκόνησε ” καί “υπούργησε” στό μυστήριο της θείας Οικονομίας καί της σωτηρίας του κόσμου διά της σαρκώσεως του Λόγου καί της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως.
Γιά τή συμβολή της Παρθένου Μαρίας στήν εκπλήρωση του σχεδίου της Οικονομίας, δικαιολογημένα αποδίδεται τιμή, δόξα καί ύμνος στήν “έχουσα τά δευτερεία της Αγίας Τριάδος” , στήν Υπεραγία Θεοτόκο, τό σκεύος εκλογής του Θεού, τό κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, τή Μητέρα του “δεύτερου ανθρώπου του Κυρίου εξ ουρανού, τήν Μητέρα του “εσχάτου Αδάμ” του “καινού ανθρώπου” τήν αληθινή κατά σάρκα Μητέρα του Υιού καί Λόγου. Επειδή ο Χριστός είναι ο ” πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς ” η Παναγία Μητέρα Του είναι Μητέρα μας καί εμείς θετοί υιοί της. Κάθε πιστός έχει μία απροσμέτρητη δυνατότητα καί προοπτική, αφού μπορεί νά γίνει καί αυτός κατά χάριν “Θεοτόκος” καί νά κυοφορήσει κατά χάριν τόν Χριστό ως έμβρυο . Θά πρέπει βεβαίως νά θεωρηθεί ως αυτονόητη προϋπόθεση η ορθοδοξη διδασκαλία γιά τή Θεοτόκο καί Αειπάρθενο Μαρία.
Η μοναδικότητα καί τό ανεπανάληπτο μεγαλείο της Θεομήτορος είναι σχετικά παρόμοια πρός τή μοναδικότητα του Υιού της, πού “επετέλεσεν πάσαν βουλήν του Θεού καί Πατρός”. Τό Πρόσωπο καί η Αποστολή της Παρθένου Μαρίας μένουν μετέωρα καί ακατανόητα, εάν δέν συνδεθούν μέ τό μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Η Παρθένος ” Θεόν σαρκωθέντα τεκούσα, Θεοτόκος ονομάζεται . Ο Χριστός Θεός σεσαρκωμένος καί ενανθρωπήσας”, προσδίδει στήν κατά σάρκα Μητέρα Του τό όνομα “Θεοτόκος”αλλά καί τό όνομα “Θεοτόκος” “άπαν τό μυστήριον της οικονομίας[τής ενανθρώπησεως] συνίστησι. Τό όνομα “Θεοτόκος” είναι μία αναπόφευκτη συνέπεια του ονόματος “Θεάνθρωπος”. Καί τά δύο ονόματα στέκουν καί πέφτουν μαζί. Η απόρριψη του όρου “Θεοτόκος” οδηγεί στήν αναίρεση ολοκλήρου του μυστηρίου της σωτηριώδους θείας Οικονομίας .
Η Εκκλησία είναι τό Σώμα του Υιού της Θεοτόκου. Τίποτε δέν πρόκειται νά παρεμβληθεί μεταξύ τους. Η Θεοτόκος θά είναι πάντοτε αχώριστη από τόν Υιό της ” ουδέν γάρ μέσον Μητρός καί Υιού” . Ιδιαίτερα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία η τιμή καί ο μακαρισμός καί η δόξα της Παναγίας Θεοτόκου δέν τελειώνουν ποτέ γιατί ” η εις αυτήν τιμή, εις τόν εξ αυτής σαρκωθέντα (Υιόν) ανάγεται”. Η μητέρα του Υιού καί Λόγου, η Θεοτόκος, είναι η “Μητέρα της δόξης”. Η μεγαλύτερη δόξα της Παρθένου Μαρίας είναι ο θεανδρικός της τόκος, ο ” καρπός της κοιλίας της”, ο Υιός της, πού της χάρισε και τό μοναδικό όνομα ” Θεοτόκος “.
Η Θεοτόκος δέν ενεργεί καί δέν δοξάζεται αυτονομημένα καί ανεξάρτητα από τόν Υιό του Θεού καί Σωτήρα Χριστό. Έτσι κατανοείται γιατί η ορθόδοξη περί Θεοτόκου διδασκαλία συνδέεται ουσιαστικά καί οργανικά μέ τήν ορθόδοξη Χριστολογία καί κατ’ επέκταση μέ τήν ορθόδοξη Σωτηριολογία. Η ενότητα Χριστολογίας καί Σωτηριολογίας είναι άρρηκτη, ο δεσμός τους ακατάλυτος και η σχέση τους είναι αμφίδρομη. Η Σωτηριολογία είναι στήν ουσία της Χριστολογία, αφού ο Χριστός δέν νοείται παρά μόνο ως Σωτήρας. Γι’ αυτό καί ο όρος “Θεοτόκος” στήν πραγματικότητα είναι χριστολογικός καί σωτηριολογικός όρος. Μέσα στά πλαίσια αυτά κατανοείται καί η ομολογία ότι ” ουκ έστιν άλλη σωτηρία, ει μή τό ορθώς φρονείν και πιστέυειν, κατ’ αλήθειαν Θεοτοκον τήν αγίαν Παρθένον υπάρχειν” .
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, θέλοντας νά διασφαλίσουν τήν ενότητα της πίστεως, τόνιζαν εμφατικά τή δογματική αναγκαιότητα του όρου “Θεοτόκος ” στή λειτουργία του μυστηρίου της σωτηριώδους θείας Οικονομίας. Ο Σωτήρας Χριστός, ο “Είς της Αγίας Τριάδος” είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο εκ Παρθένου Μαρίας σαρκωθείς, Θεός καί άνθρωπος. Η Θεολογία καί η Χριστολογία είναι η καρδιά, η ουσία καί τό περιεχόμενο ολοκλήρου της ορθοδόξου δογματικής παραδόσεως. Γι’ αυτό, λοιπόν, στή δογματική διδασκαλία όλα κατανοούνται, φωτίζονται καί ερμηνεύονται Χριστολογικώς.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως ” στύλος καί εδραίωμα τήςαληθείας”, καυχάται εν Κυρίω ότι συνεχίζει τήν επί γής πορεία της διαφυλάσσοντας αναλλοίωτη καί ακαινοτόμητη μέχρις εσχάτων αυτήν ακριβώς τήν αρχαιοπαράδοτη διδασκαλία καί ” καλήν παρακαταθήκην ” της πίστεως. Στήν αληθινή ορθόδοξη καθολική πίστη της Μίας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, η Παναγία Μητέρα του Χριστού είναι τό “χάραγμα” καί τό “σκήπτρον της Ορθοδοξίας” . Καί ενώ”γυναίκες λέγονται άπειροι καί ανθρωποτόκοι αμέτρητοι καί παρθένοι μύριαι πλείσται καί Μαρίαι εισί ” γιά τήν ορθόδοξη παράδοση καί ζωή δικαίως,”κυρίως καί αληθώς” , μόνον καί ιδιώτατον καί κυριώτατον καί σημαντικώτατον εστι τηαγία αχράντω καί αειδόξω Παρθένω όνομα τό Θεοτόκος “.

Παναγία, η μητέρα του κόσμου.

 



Εορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου και αειταρθένου Μαρίας, της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Είναι εορτή ορθόδοξη και ελληνική. Πολλά λόγια δεν χρειάζονται για να έλθει στο νου και στη καρδιά μας η αγάπη και η ευγνωμοσύνη του έλληνα και του ορθόδοξου για την συμπαράσταση της Παναγίας σε ατομικές και εθνικές δύσκολες ώρες. Όλοι έχομε πείρα της προστασίας και της αγάπης, της συμπαραστάσεως και της στοργής της. Κι όλοι ξέρουμε ότι στις στενοχώριες μας η μόνιμη επίκλησή μας είναι «βοήθα Παναγία μου». Αυτή η πείρα μας, ατομική και συλλογική, δείχνει καθαρά πόση εμπιστοσύνη έχουμε στη Θεοτόκο. Δείχνει πόσο στερεωμένη είναι στη καρδιά μας η αγάπη για την Παναγία Δέσποινα. Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πλήθος από ποιήματα και τραγούδια, παλαιά και σύγχρονα, που αναφέρονται στην Κυρία Θεοτόκο. Θα μπορούσαμε να απαριθμήσαμε εκατοντάδες πίνακες ζωγραφικούς και ο κατάλογος των θαυματουργών εικόνων της μόνο στη χώρα μας θα χρειαζόταν ώρα πολύ. Δεν θα αναφερθούμε όμως σ’ αυτή την πλευρά του εορτασμού. Θα θυμίσομε μόνο μερικές από τις πτυχές της ζωής της Παναγίας, γνωστές σ’ όλους μας άλλωστε. Μ’ ένα μόνο σκοπό: να κάνουμε πιο συνειδητό και πιο γνήσια ορθόδοξο τον εορτασμό.
Εορτάζουμε Μαρία την Παρθένο. Δεν πρόκειται για τονισμό μόνο του υπερφυσικού τρόπου της γεννήσεως του Χριστού. Η ονομασία της Θεοτόκου ως Παρθένου δεν τονίζει μόνο μια πτυχή της ζωής της, αλλά χαρακτηρίζει το σύνολο του βίου της και μας δίνει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμά της. Είναι «παρθένος αγνή» η Παναγία μας. Όχι μόνον εξωτερικά, αλλά σ’ όλη την έκταση, σ’ όλη την ομορφιά και σ’ όλο το βάθος που έχει η έννοια στην αγία Γραφή. Η αγνότητα είναι μια άλλη έκφραση για να τονιστεί η ομορφιά της ψυχής της Θεοτόκου. Αυτό που οι ζωγράφοι το έδωσαν με τη γαλήνια και υπερκόσμια χάρη της μορφής, αυτό το ίδιο γνώρισμα η θεολογία και η ποίηση το εκφράζει με την αγνότητα της Παναγίας. Αγνότητα είναι η δυνατότητα να βλέπει κανείς τον κόσμο, όπως τον έβλεπε ο Αδάμ πριν πέσει. Είναι η αντιμετώπιση πραγμάτων και ανθρώπων ως πλασμάτων του Θεού, χωρίς κανένα τείχος εγωισμού και εκμεταλλεύσεως ανάμεσα τους. Αγνότητα είναι η καθαρότητα της καρδιάς, που αντικρίζει τον συνάνθρωπο ως πλάσμα του ίδιου Θεού -Πατέρα και όχι ως μέσο για την ικανοποίηση του εγωισμού μας. Αγνότητα είναι η καθαρή ματιά, που βγαίνει από μια καθαρή καρδιά, που έχει δεχτεί τη χάρη και την ομορφιά του αγίου Πνεύματος. Αυτή την αγνότητα είχε η Παναγία και αυτή την αγνότητα υμνεί και η Εκκλησία, όταν τονίζει την παρθενική της χάρη. Δεν είναι μια φυσική λεπτομέρεια, αλλά δώρο του Θεού και χάρη του αγίου Πνεύματος, που επισκέφθηκε την ταπεινή κόρη στην Ιουδαία. Είναι μια χάρη που ήλθε να στέψει σαν στέμμα την ταπείνωση της Παναγίας. «Ιδού γαρ επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού», λέγει η ίδια στη γνωστή ωδή  της. Η παρθενία είναι μια πτυχή της αγνότητας. Και η αγνότητα είναι ένα λουλούδι που βλάστησε σε μια καρδιά γεμάτη ταπείνωση. Ταπείνωση που σημαίνει υπακοή στο Θεό, αποδοχή της καθοδηγήσεως από το πανάγιο Πνεύμα του, αντίκρυσμα του κόσμου με το κριτήριο της αγάπης του. Η ταπείνωση, που αποτελεί το υπόβαθρο της αγνότητας της Παναγίας μας, δεν είναι μια πράξη εύκολη ή φυσική τάση μέσα στον άνθρωπο. Είναι πράξη ηρωική, νίκη πάνω στη φυσική ροπή του ανθρώπου προς την ανταρσία, την ύβρη, τον εγωκεντρισμό. Ακόμη και προφήτες, όπως ο Ιωνάς, αισθάνονται αδύναμοι να υπακούσουν απόλυτα στο Θεό. Η Παναγία όμως υπακούει, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς προσωπικά κριτήρια, χωρίς υστερόβουλες σκέψεις. Αύτη η υπακοή της δίνει την καθαρότητα και την αγνότητα της καρδιάς, που λάμπει και στη ζωή της, που δίνει στον χαρακτηρισμό της από τη Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας ως Παρθένου ένα ουσιαστικό νόημα.
Εορτάζουμε την Κοίμηση της Παναγίας Θεοτόκου. Αυτή η ονομασία της ταπεινής κόρης από την Ιουδαία είναι χαρακτηρισμός που δόθηκε στο πανάγιο πρόσωπό της κατά τις μεγάλες χριστολογικές διαμάχες του 4ου  αιώνα. Προφυλάσσει από μια απομόνωση του προσώπου της, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις, κυρίως από τους ειδωλολάτρες της εποχής. Η τιμή στην Παναγία δίνεται από την Εκκλησία, γιατί αυτή γέννησε τον σωτήρα Χριστό, τον σαρκωθέντα Θεό Λόγο. Γι’ αυτό τιμάται από την Εκκλησία και γι’ αυτό ονομάζεται Θεοτόκος. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο στην εικονογραφία μας, όσο και στην υμνογραφία μας συνδέεται πάντοτε με τον σωτήρα Χριστό. Δεν είναι η θεοποίηση της γυναίκας η Παναγία μας. Δεν αντικατέστησε τις θεές του ειδωλολατρικού πανθέου. Είναι η μητέρα του ενανθρωπήσαντος για τη σωτηρία μας Λόγου του Θεού. Είναι πάντα η Θεοτόκος. Πέφτουν στο κενό οι κατηγορίες παλαιών και νέων αιρετικών, όταν μας κατηγορούν για υπερβολική δήθεν τιμή προς την Παναγία. Και είναι άσφαιρα και ακίνδυνα για την πίστη μας τα πυρά των χιλιαστών και ορισμένων προτεσταντών σ’ αυτό το θέμα. Αυτοί δεν μπόρεσαν να καταλάβουν σωστά την τιμή προς τη Θεοτόκο, γιατί ποτέ τους δεν ένιωσαν την αξία και την ομορφιά της εκλογής του Θεού, που διάλεξε τη Μαρία για να γεννήσει το Χριστό. Η Εκκλησία πάντα συνδέει την Παναγία με τον Υιό της και Υιό του Θεού, για να τονίσει πως ο Χριστός είναι αληθινός Θεός και αληθινός άνθρωπος. Κι αυτή η αλήθεια φαίνεται μόνον όταν κατανοηθεί σωστά και ορθόδοξα η θέση της στην εκπλήρωση της θεϊκής βουλής για τη σωτηρία μας. Είναι Θεοτόκος η Παναγία Μαρία, γιατί γέννησε τον σαρκωθέντα Θεό Λόγο. Κι αυτή της ακριβώς η ιδιότητα την κάνει να έχει τη δύναμη της μεσιτείας για όλους μας. Παρακαλεί το Χριστό για μας, επειδή είναι μητέρα του, Θεοτόκος.
Η Παναγία Θεοτόκος είναι ακόμη Μητέρα όλων μας. εδώ δεν πρόκειται πια τόσο για δογματική, θεωρητική αλήθεια, αλλά για πρακτική, καθημερινή εμπειρία της Εκκλησίας στο διάβα των αιώνων. Από τη στιγμή της πρώτης παρεμβάσεως της στο θαύμα της Κανά μέχρι αυτή την ώρα, ποτέ δεν έπαψε ο άνθρωπος να την παρακαλεί να μεσιτεύσει στον Υιό της και Σωτήρα μας για κάποιο αίτημά του. Δεν είναι προσφυγή σε μια βασίλισσα αυτή η ικεσία μας προς τη Θεοτόκο, αλλά καταφυγή στην Μητέρα του Χριστού που τη νιώθομε και ως δική μας Μητέρα. Κι έτσι εξηγείται ότι της λέμε τον καθημερινό μας πόνο, της εξομολογούμαστε τους κρυφούς καημούς και τα βάσανά μας, της εμπιστευόμαστε τις μύχιες σκέψεις μας και τις βαθύτερες επιθυμίες μας. Μερικοί ίσως θεωρούν παιδιάστικα τα αιτήματα των πιστών προς την Παναγία, άλλοι μπορεί να τα βρίσκουν ακόμη και παράλογα Ξεχνούν ότι στη μητέρα του κανείς μπορεί να πει όλα όσα αισθάνεται ακόμη κι αν είναι παράλογα. Γιατί έχει εμπιστοσύνη στη μητρική της αγάπη, που ξέρει να δέχεται τα πάντα, που βρίσκει ένα λόγο συμπόνιας και συμπαράστασης ακόμη και στα πιό παιδιάστικα λόγια μας.
Είναι αληθινά Μητέρα όλων μας η Παναγία Θεοτόκος. Γιατί είναι αυτή που αντιπροσωπεύει το γένος μας στην εκπλήρωση του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία μας. Όπως η Εύα είναι η σαρκική μητέρα μας, έτσι η Θεοτόκος είναι η κατά πνεύμα μητέρα μας. Αυτή βρίσκεται στην αρχή της Εκκλησίας και αυτή αντιπροσωπεύει την Εκκλησία ως τη νέα ανθρωπότητα που διαπνέεται από τη ζωογόνο πνοή του Παρακλήτου. Είναι Μητέρα όλων των πιστών η Παναγία, γιατί δεν παύει ούτε στιγμή να μεσιτεύει για τη σωτηρία όλων μας με τη θέρμη της αγάπης, που μόνο μια πάναγνη μητρική καρδιά μπορεί να έχει.
Είναι όμως και Μητέρα, καθενός από μας η Παναγία. Έτσι την αισθανόμαστε όλοι, γι’ αυτό την επικαλούμαστε σε κάθε δύσκολη ώρα, γι’ αυτό προσφεύγομε σ’ αυτή σε κάθε πόνο ή χαρά. Κι αυτό πολύ δικαιολογημένο. Γιατί έζησε ως μητέρα κατά την επίγεια ζωή της. Πέρασε τα χρόνια που έζησε στη γη μέσα στη φροντίδα για τον Υιό της. Η ταπείνωσή της δεν σταμάτησε με τη γέννηση του Χριστού, αλλά συνεχίστηκε σ’ όλα τα κατοπινά χρόνια. Μέσα στη καθημερινή σιωπή της μητρικής φροντίδας κύλισε ολόκληρη η ζωή της, Έζησε ως μητέρα και αγάπησε ως μητέρα, αλλά και πόνεσε ως μητέρα όλες εκείνες τις δύσκολες ώρες του Πάθους του Χριστού. Αυτή της η ζωή, μέσα στη καθημερινή σιωπή της αγάπης, την κάνει να βρίσκεται πιο κοντά μας, δίπλα μας, έτοιμη να ακούσει κάθε αίτημά μας. Από αυτή τη συναίσθηση πηγάζει και η δική μας εμπιστοσύνη στο μεσιτικό της ρόλο, είτε για παράκληση προς το Θεό για να μας συγχωρήσει κάποιο ανόμημα είτε για την εκπλήρωση κάποιου αιτήματος όταν προσφύγουμε στην αγάπη της.
Εορτάζουμε την Κοίμηση της Παναγίας Παρθένου Θεοτόκου και Μητέρας όλων μας. Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα για τους χίλιους-δυο λόγους που μας κάνουν να την αισθανόμαστε δίπλα μας, έτοιμη να μας συντρέξει, να μας βοηθήσει, να μεσιτεύσει για μας. Ίσως θα έπρεπε να θυμίσουμε πως η τιμή στην Παναγία δεν μπορεί να εξαντληθεί με τη συμμετοχή στον εορτασμό που γίνεται στους ναούς μας. Δεν φθάνει να προσφέρει κανείς ένα δώρο ή να εκπληρώσει ένα τάμα ευγνωμοσύνης. Αυτό είναι καλό, μα δεν αρκεί για να φέρει τη γνήσια χαρά για την προκοπή μας την πνευματική, στη μεγάλη μας Μητέρα. Αυτή προσμένει τη στιγμή που άλλα, πνευματικά ευχαριστήρια θα προσκομίσομε στο Θεό και στον Υιό της για να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας. Περιμένει την ώρα που με την άκακη υπερηφάνεια της Μητέρας θα μπορέσει να δείξει την πνευματική μας προκοπή στον ουράνιο Πατέρα μας. Προσμένει να δει πως ακλουθούμε τα δικά της βήματα, το δικό της τρόπο ζωής. Κι αυτός ο δρόμος ευνή πρώτα – πρώτα ταπείνωση, όπως ήταν πάντα στη δική της ζωή. Είναι η αποδοχή του θελήματος του Θεού στις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, χωρίς καμιά έκφραση πικρίας ή διαμαρτυρία. Είναι αγιότητα σε βάθος και όχι μόνο σε πράξεις που έχουν για στόχο τη διατήρηση του καλού μας ονόματος μεταξύ των ανθρώπων. Είναι αγνότητα νου και καρδιας, που βγαίνει μέσα από την αναγέννησή μας από το άγιο Πνεύμα. Είναι ακόμη ο δρόμος της Παναγίας ο δύσβατος δρόμος της πρακτικής, συγκεκριμένης και καθημερινής αγάπης στη σχέση μας με το Θεό, τους συνανθρώπους και τον κόσμο. Είναι ακόμη θυσία του εαυτού μας και των εγωιστικών επιδιώξεών μας για χάρη των αδελφών. Είναι κοντολογίς δρόμος αγάπης για τα παιδιά του Θεού, ανεξάρτητα από τη στάση τους απέναντί μας, αγάπη για τη νέα γενιά, αγάπη για όσους αγωνίζονται, αγάπη για όσους βρίσκονται στο τέρμα του δρόμου. Η ταπείνωση και η αγνότητα, η αγάπη και η θυσία, να τα γνωρίσματα που η Παναγία προσμένει από όλους μας, από όλα τα πνευματικά της παιδιά. Η προσφορά αυτών των δώρων, στο μέτρο που το μπορούμε, θα είναι και ο σωστότερος εορτασμός της παναγίας μνήμης της.


(Βασίλης Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», εκδ. Π. Πουρναρά – Θεσ/νίκη, σ. 93-98)

Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34). H ζωή μας τρικυμισμένη θάλασσα

trikimia2.jpg

H ζωή μας τρικυμισμένη θάλασσα

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄν­θρωπος ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ εἶνε καὶ Θεός· εἶνε Θεάνθρωπος. Τὸ κηρύττει τὸ θαῦ­μα ποὺ ἀ­κούσαμε. Ἕνα θαῦμα μεγάλο, τρισ­μέγιστο, ποὺ ἔγινε ἐν συνεχείᾳ τοῦ ἄλλου ἐ­κείνου θαύ­ματος, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦσε τὸ εὐ­αγ­γέλιο τῆς προηγουμένης Κυριακῆς. Ἐκεῖ ἔλεγε, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους μέσα στὴν ἔρημο.

Μετὰ ἀ­πὸ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀνέβηκε στὸ ὄ­ρος νὰ προσ­ευχηθῇ τὴ νύχτα μόνος. Οἱ μαθηταὶ κατ᾽ ἐντολήν του μπήκαν σ᾽ ἕ­να μι­κρὸ πλοῖο τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ἢ θαλάσ­σης τῆς Γαλιλαίας, γιὰ νὰ βγοῦν στὴν ἀ­πέ­ν­αν­τι ὄχθη. Ταξίδευαν μόνοι χωρὶς τὸν Κύ­ριο. Στὴν ἀρχὴ ἦταν γαλή­νη. Ἀλλ᾽ αἴφνης καὶ ἐνῷ κόν­τευε νὰ ξημερώ­σῃ, σηκώθηκε κῦμα δυνα­τό. Τὸ πλοιάριο βασα­νιζόταν καὶ κινδύνευε νὰ καταποντιστῇ. Τότε φάνηκε ἐκεῖ ὁ Χριστὸς νὰ περπατάῃ ἐπάνω στὰ νερά. Φοβερὸ θέαμα. Μόλις τὸν εἶδαν οἱ μαθηταί, ταράχτηκαν καὶ εἶπαν ὅτι εἶνε φάντα­σμα. Δὲν ἦταν ὅμως φάντασμα· ἦταν ὁ ἴδιος.

Ὁ Πέτρος πῆρε θάρρος καὶ λέει· ―Σύ, Κύριε, εἶσαι; Ἂν εἶσαι σύ, πές μου νὰ ᾽ρθῶ κον­τά σου βαδίζοντας κ᾽ ἐγὼ πάνω στὰ νερά. Ὁ Κύ­ριος τοῦ ἔκανε τὴ χάρι. ―Ἔλα, τοῦ εἶ­πε. Κι ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ περπατάῃ πάνω στὰ κύματα. Βλέποντας ὅμως τὸν ἄνεμο δυνατὸ δείλιασε κι ἄρ­χισε νὰ βουλιάζῃ. ―Κύ­ριε, σῶσε με, φωνά­ζει μὲ ἀγωνία. Ὁ Χριστὸς ἁπλώ­νει ἀ­μέσως τὸ χέρι καὶ τὸν πιάνει. ―«Ὀ­λιγό­πιστε», τοῦ λέει, «εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14,31). Καὶ μόλις μπῆ­καν στὸ πλοῖο, ἔγινε γαλήνη. Δόξασαν ὅλοι τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγαν στὸ Χριστό· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ (ἔ.ἀ. 14,33).

* * *

Αὐτὸ εἶνε μὲ συντομία τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δείχνει, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα· τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα, τὴ γῆ, τοὺς ἀνέμους, τὴ θάλασσα, τὶς λίμνες, τοὺς ποταμούς, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα, τὰ πάντα. Εἶνε ὁ ἐξουσιαστὴς ὅλων.

Κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, μολονότι εἴμεθα πά­νω στὴν ξηρά, ἐν τούτοις ποντοποροῦμε, εἴ­μεθα μέσα σ᾽ ἕνα πλοῖο. Ποιό εἶνε τὸ πλοῖο; Ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Ἀπ᾽ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος μέχρις ὅτου τελειώσῃ τὴ ζωή του, εἶνε μέσα στὸ πλοῖο αὐτό, ποὺ κινδυνεύει ἀπὸ τὰ κύματα, τὰ ἄγρια κύματα.

Ποιά εἶνε τὰ κύματα αὐτά; Ἕνα κῦμα εἶνε ἡ ἀσθένεια· ἐνῷ εἶσαι ὑγι­ής, αἴφνης ἀρρωσταίνεις, πέφτεις στὸ κρεβάτι, κινδυνεύεις νὰ πεθάνῃς· κῦμα πελώριο αὐτό. Θέλεις ἄλ­λο; Νά, ἡ χηρεία· ἐνῷ εἶσαι παντρεμένος, χάνεις τὴ γυναῖκα σου καὶ μένεις μόνος. Τί πλῆ­γμα εἶνε καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα νὰ χάσῃ τὸν ἄν­τρα της καὶ νὰ μείνῃ χήρα μὲ μικρὰ παιδιά! Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ μεγάλο κῦμα ἡ ὀρφάνια. Κῦμα ἀκόμη ἡ ἀνεργία· νὰ εἶνε κανεὶς χω­ρὶς ἀπασχόλησι, νὰ ζητάῃ ἐργασία καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ βρῇ. Κῦμα εἶνε ἡ φτώχεια· νὰ μὴν ἔ­χῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀπαραίτητα νὰ καλύψῃ τὶς ἀνάγκες του. Κύματα ὅμως δὲν εἶνε καὶ ἡ ἀδικία ἢ ἡ συκοφαντία ἢ τὸ διαζύγιο;… Γεμάτη κύματα ἡ ζωὴ αὐτή. Καὶ τέλος τὸ ἀγριώτερο κῦμα· ὁ θάνατος, τὸ ναυάγιο τῆς ζωῆς, ποὺ ἔρχεται νὰ βυθίσῃ τὸ σῶμα μας στὸν τάφο. Ἀλλὰ μιλώντας τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐ­αγγελίου πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι τὸ φοβερώ­τερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ κύματα εἶνε – ποιό; ἡ ἁμαρτία! Ὅποιος ­μέ­νει ἀμετανόητος στὴν ἁμαρτία, εἴτε ὀργὴ καὶ θυ­μὸς λέγεται αὐτὴ εἴτε ἀσέλγεια καὶ πορνεία ἢ μοιχεία εἴτε κλοπὴ εἴτε φόνος εἴτε ἄλ­λο ἔγκλημα, αὐτὸς καταποντίζεται ὄχι στὸν τάφο ἀλλὰ στὸν ᾅδη ψυχικῶς καὶ σωματικῶς.

Τί πρέπει τώρα νὰ κάνουμε, ν᾽ ἀπελπιστοῦ­με; Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Νὰ λάβουμε κ᾽ ἐμεῖς θάρρος καὶ νὰ ἔχουμε ἀκράδαντη πίστι στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἀφήνει. Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει παντοῦ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ βλέπει διαρκῶς στὴ ζωή του· κι ὅταν εἶνε μικρός, κι ὅταν μεγα­λώνει, κι ὅταν φτάνει στὰ γεράματά του, πάν­τοτε βλέπει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο τὰ ἄτομα, ἀλλὰ καὶ σύνολα, οἰκογένειες καὶ ἔθνη καὶ κοινωνίες, βλέπουν τὴν προστασία του.

Ἡ μικρή μας πατρίδα πολλὲς φορὲς στὴν ἱ­στορία της εἶδε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ 1922 στὴ Μικρὰ Ἀσία λ.χ. ἔγινε μεγάλη συμφορά. Ἦρ­θαν οἱ Τοῦρκοι, ἔσφαξαν, σκότωσαν, ἔκαψαν, ἀνέτρεψαν τὰ πάντα, βάφτηκε μὲ αἷμα τὸ κῦ­μα τοῦ Αἰγαίου, ἡ θάλασσα κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν θυμάτων. Ὅλοι ἦταν ἀπελπισμένοι. Ἕνας δὲν ἀπελπίστηκε· ὁ ἐπίσκοπος τῆς Σμύρ­νης, ὁ τελευταῖος ἱεράρχης τῆς πόλεως, ὁ ἐ­θνομάρτυς Χρυσόστομος. Λειτούργησε γιὰ τε­­λευταία φορὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια· «Ὁ Θεὸς δοκιμά­ζει τὴν πίστι μας. Θαρσεῖτε, Ἕλληνες, θὰ ξη­μερώσουν καλύτερες ἡμέρες…». Καὶ ἦρθαν πρά­γμα­τι καλύτερες ἡμέρες. Τὰ 2 περίπου ἑ­κατομμύρια τῶν προσφύγων, ποὺ ἔφυγαν τότε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, δούλεψαν φιλότιμα καὶ ἔκαναν τὴ γῆ νὰ τινά­ξῃ ῥόδα. Μὲ τὸ δικό τους ἱδρῶτα ἡ χώρα μας σὲ λίγο ἔγινε αὐ­τάρκης· τόσο αὐ­τάρκης, ὥστε ἄρ­χισε νὰ κά­νῃ καὶ ἐξ­αγωγὲς ἐκλεκτῶν προϊόν­των της σὲ ἄλλες χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Καὶ μόνο ὑ­λι­κῶς; Καὶ ἐ­θνολογικῶς ἀ­κόμη πολὺ εὐ­εργετήθηκε ἡ χώρα μας. Βγῆκε καὶ ἐδῶ «ἐκ τοῦ πικροῦ γλυκύ», ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ συμφο­ρὰ σημαντικὴ ἐ­θνι­κὴ ὠ­φέ­λεια. Βρέθηκαν δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὰ ἐδάφη της καὶ Τοῦρκοι καὶ Βούλγαροι καὶ Σέρβοι καὶ ἄλλοι, καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπέκτησε θαυμαστὴ ὁμοιογέ­νεια, ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ὁμοιογενῆ κράτη. Νά τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.

Τὰ τίμια καὶ ἀκριβὰ τὸ ξέρουμε κινδυνεύουν.

Καὶ σήμερα ἡ πατρίδα μας δοκιμάζεται. Ὅ­πως στὰ χρόνια τῶν προγόνων μας, ἔτσι καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας δοκιμάζεται μέσα στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα τῶν δι­πλωματι­κῶν ἀπειλῶν καὶ παγίδων. Μόνο ἡ πίστι, ἡ ἀ­κράδαντη πίστι, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα. Ἀρκεῖ ἡ Ἑλλὰς νὰ ἐπαναλάβῃ στὸν Κύριο τὴ φωνὴ τοῦ Πέτρου «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30).

 Καὶ σήμερα ἡ οἰκογένεια ὡς θεσμὸς πλήττεται ἀπὸ τὰ κύματα μοντέρνων ἀντιλήψεων, συνηθειῶν καὶ νομοθετημάτων. Ἡ παιδικὴ ἐγ­κληματικότης βρίσκεται σὲ ἔξαρσι. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἑορτάζει τὸν Αὔγουστο, ἔλεγε· Ὅταν δῆτε νὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκ­κλη­­σιές, θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Καὶ γέμισαν ἤδη ἀπὸ ἐγκληματίες καὶ τρομοκράτες. Αὐτὰ παθαίνει ὅποιος φεύγει ἀπ᾽ τὸ Θεό. Οἱ σύζυγοι, ποὺ βλέπουν τὸ σκάφος τους νὰ κά­νῃ νερά, ἂς γονατίσουν καὶ ἂς φωνάξουν· «Κύ­ριε, σῶ­σε τὸ σπίτι μας, ἅπλωσε τὸ χέρι σου καὶ κράτησέ μας, νὰ μὴ καταποντισθοῦμε!».

 Καὶ ἡ πίστι τοῦ καθενός μας δοκιμά­ζεται σήμερα. Ἔχει ν᾽ ἀντιπαλαίσῃ μὲ ἀνέμους πλά­νης, μὲ ῥεύματα ὀρ­θολογισμοῦ, μὲ καταιγίδες αἱ­­ρέσεων, μὲ κύματα εἰρωνείας, χλεύης, ὀλιγο­πι­στίας. «Κύριε, σῶσε μας», ἂς πῇ ὁ καθένας μας, καὶ «πρόσθεσέ μας πίστι» (ἔ.ἀ. 14,30· Λουκ. 17,5).

* * *

Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀγαπητοί μου.

Ὅλοι στὴ ζωὴ αὐτὴ δοκιμάζουμε θλίψεις. Οἱ θλίψεις εἶ­νε τὰ κύματα, ποὺ χτυποῦν τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας καθημερινῶς. Ταξιδεύου­με σὲ τρικυμισμένη θάλασσα. Ἀλλὰ μὴ ἀπελπισθοῦμε· στὸ τέλος μᾶς περιμένει τὸ λιμάνι.

Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς περιφερείας μας συνέβη θάνατος. Πέθανε ὄχι κάποιος γέρος ἀλλὰ μία νέα κοπέλλα εἴκοσι ἐτῶν, στὸ ἄν­θος τῆς ἡλικίας της. Ἦρθε ὁ θάνατος καὶ πῆρε τὴν εὐλογη­μένη αὐ­τὴ κόρη, γιὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς της ἔπλεκαν χρυσᾶ ὄνειρα· τὴν πῆρε, καὶ θλίβεται τώρα ὅλο τὸ χωριό. Θὰ πᾶμε νὰ ψάλουμε ἐκεῖ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, τὴν κηδεία, καὶ νὰ παρηγορήσουμε τοὺς πενθοῦντας. Παρηγορία μας εἶνε ἡ πίστι στὴν κοινὴ ἀνάστασι.

Ὅσοι θέλουμε νὰ σωθοῦμε, ἐδῶ σ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ θὰ περάσουμε θλίψεις, πολλὲς θλίψεις. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ θεόπνευστος λόγος· «Διὰ πολ­λῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22)· γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε δηλαδὴ τῆς οὐρανίου βασιλείας, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ θύελλα θλίψεων. Ἀλλ᾽ ἂς μὴ ἀ­πελπιζώμεθα. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ καὶ μένει πιστὸς σ᾽ αὐτόν, στὸ τέλος καὶ ἀπὸ τὶς θλίψεις θὰ βγῇ ὠφελημένος.

Γι᾽ αὐτὸ ἂς ὑπομένουμε τὶς θλίψεις μὲ ἐλ­πί­δα στὸ Θεὸ καὶ θάρρος στὴ νίκη. Ἕνας πιστὸς ποιητὴς ἔγραψε·

«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου

ποῦ ν᾽ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,

ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾽ ὁ Θεός μου·

πῶς ἠμπορῶ ν᾽ ἀπελπισθῶ;».

Κι ἂν ὑποτεθῇ ὅτι μὲ ἐγκατέλειψαν ὅλοι, καὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι καὶ γνωστοί, καὶ βρίσκομαι σὲ δύσκολη θέσι καὶ δὲν ἔχω ποῦ νὰ στηριχθῶ καὶ ποῦ νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός μου, πῶς μπορῶ νὰ ἀπελπιστῶ;

Στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ λοιπόν, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, νὰ ἔ­χουμε τὴν ἐλ­πίδα μας, τὴν πίστι μας, καὶ ὁ Θεὸς δὲ θὰ μᾶς ἐγκαταλείψῃ ποτέ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Τριποτάμου – Φλωρίνης 16-8-1992)

Κυριακή Θ΄ Ματθαίου

pet.jpg
Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας. (Ματθ. Ιδ’ 22-34)
Τω καιρώ εκείνω, ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, έως ού απολύση τους όχλους. Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δέ γενομένης, μόνος ήν εκεί. Το δέ πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ήν, βασανιζόμενον υπό των κυμάτων’ ήν γάρ εναντίος ο άνεμος. Τετάρτη δέ φυλακή της νυκτός, απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επι της θαλάσσης. Και ιδόντες Αυτόν οι μαθηταί επι την θάλασσαν περιπατούντα, εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστί, και απο του φόβου έκραξαν. Ευθέως δέ ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων” θαρσείτε, εγώ ειμί, μή φοβείσθε. Αποκριθείς δέ Αυτώ ο Πέτρος είπε” Κύριε, ει σύ εί, κέλευσόν με προς σε ελθείν επι τα ύδατα. Ο δέ είπεν” ελθέ. Και καταβάς απο του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επι τα ύδατα, ελθείν προς τον Ιησούν. Βλέπων δέ τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων” Κύριε, σώσόν με. Ευθέως δέ ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ” ολιγόπιστε! Εις τί εδίστασας; Και εμβάντων αυτών εις το πλοίον, εκόπασεν ο άνεμος, οι δέ εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν Αυτώ λέγοντες” αληθώς Θεού υιός εί. Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γήν Γεννησαρέτ.
Απόδοση.
Αμέσως ύστερα, ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο καΐκι, και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη. Αφού τους διέλυσε, ανέβηκε μόνος του στο βουνό να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε ήταν μόνος του εκεί. Στο μεταξύ το καΐκι βρισκόταν κιόλας στη μέση της λίμνης και το παίδευαν τα κύματα, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα, ήρθε ο Ιησούς κοντά τους περπατώντας πάνω στη λίμνη. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, τρόμαξαν• έλεγαν πως είναι φάντασμα κι έβαλαν τις φωνές από το φόβο τους. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Θάρρος! Εγώ είμαι• μη φοβάστε». Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, αν πράγματι είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έρθω κοντά σου, περπατώντας στα νερά». Κι εκείνος του είπε: «Έλα». Κατέβηκε τότε από το πλοίο ο Πέτρος κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά για να πάει στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον ισχυρό άνεμο φοβήθηκε, κι άρχισε να καταποντίζεται• έβαλε τότε τις φωνές: «Κύριε, σώσε με!». Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε και του λέει: «Ολιγόπιστε, γιατί σε κυρίεψε η αμφιβολία;». Και μόλις ανέβηκε στο καΐκι κόπασε ο άνεμος. Τότε όσοι ήταν στο καΐκι ήρθαν και τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθινά, είσαι ο Υιός του Θεού!». Αφού διασχίσανε τη λίμνη, ήρθαν στην περιοχή της Γεννησαρέτ.
Το Ευαγγέλιο αναφέρεται στην κατάπαυση της τρικυμίας η οποία βασάνιζε το πλοίο στο οποίο βρισκόταν οι Μαθητές. Και αυτή η κατάπαυση έγινε με την θαυματουργική ενέργεια του Χριστού.
Ο Χριστός, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθή, ενώ στο πλοίο οι Μαθητές υπέφεραν από τα κύματα. Σε αυτήν την δύσκολη στιγμή ο Χριστός ήλθε περπατώντας πάνω στα κύματα και πρώτα θεράπευσε την ολιγοπιστία του Πέτρου και μετά κατέπαυσε τον άνεμο με αποτέλεσμα να ηρεμήσουν οι υπόλοιποι Μαθητές.
Αν διαβάσουμε προσεκτικά την περικοπή αυτή θα δούμε πολλούς τρόπους με τους οποίους μας βοηθά ο Χριστός, αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφοροτρόπως στην Χάρη Του. Πάντως για να γίνη συνάντηση, πρέπει να υπάρχη συντονισμός.
Ο Χριστός κινείται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο προς εμάς. Άλλοτε αποσύρεται από την ζωή μας, αναστέλλει την Χάρη Του και μας αφήνει να δοκιμασθούμε, ώστε έτσι να καταλάβουμε και την αδυναμία μας και να εκφρασθή και η ελευθερία μας. Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην ζωή μας που φαίνεται ότι τα προβλήματα είναι πολλά και είμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι και από αυτόν τον Ίδιο τον Θεό. Άλλοτε ο Χριστός έρχεται μέσα στα κύματα της ζωής μας, στους πειρασμούς που μας βασανίζουν και μας ζητά να βγούμε από το πλοίο της ζωής μας, να βγούμε, δηλαδή, από την φιλαυτία και τον εγωϊσμό μας και να βαδίσουμε πάνω στα κύματα γιατί εκεί θα δοκιμασθή η πίστη μας. Όμως εμείς ολιγοπιστούμε, δεν έχουμε την ψυχική ανδρεία να βγούμε από το καταφύγιο του εαυτού μας, και κλεινόμαστε μέσα στην φυλακή του εγώ μας. Και άλλοτε ο Χριστός εισέρχεται μέσα στο πλοίο της ζωής μας και τότε έρχεται μεγάλη γαλήνη και ειρήνη. Ο Χριστός χρησιμοποιεί και τους τρεις τρόπους για να μας βοηθήση και να μας σώση.
Αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφορετικά σε κάθε κίνηση του Χριστού. Άλλοτε απογοητευόμαστε από την φαινομενική απομάκρυνση του Χριστού και χάνουμε το θάρρος μας η στρεφόμαστε εναντίον Του, χωρίς να καταλαβαίνουμε την σημασία αυτής της παιδαγωγικής ενεργείας του Χριστού. Άλλοτε, ενώ Εκείνος μας καλεί να βγούμε από τον εαυτό μας, από τα πάθη μας και να ελευθερωθούμε από την δουλεία τους, εμείς δυσανασχετούμε και διαμαρτυρόμαστε. Λέμε: «Γιατί Θεέ μας ενοχλείς; Άφησε μας στην ησυχία μας. Δεν θέλουμε να σε ακολουθήσουμε». Και άλλοτε τον αφήνουμε να έλθη μέσα στο πλοίο της ζωής μας και της οικογενείας μας, οπότε δοκιμάζουμε την ευεργετική παρουσία Του.
Πολλούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Χριστός για να μας θεραπεύση, αλλά και εμείς χρησιμοποιούμε πολλούς τρόπους για να τον αποδεχθούμε η να τον αρνηθούμε. Το ευτύχημα θα είναι να συντονιζόμαστε πάντοτε στον τρόπο που χρησιμοποιεί κάθε φορά ο Χριστός για να μας βοηθήση, αν υπομένουμε στην σιωπή Του, αν ανταποκρινόμαστε στην κλήση του για έξοδο από την φυλακή των παθών και αν ανοίγουμε την καρδιά μας για να Τον δεχθούμε μέσα σε αυτήν. Γιατί, αν Εκείνος προτιμά την σιωπή και εμείς θέλουμε λόγο, αν Εκείνος ενδιαφέρεται για την ελευθέρωσή μας από τα πάθη και εμείς αρεσκόμαστε στην ζωή των παθών, αν Εκείνος θέλη να έλθη στην καρδιά μας και εμείς του το αρνούμαστε, τότε δεν μπορεί να γίνη η συνάντηση. Κάθε συνάντηση, και η συνάντηση με τον Θεό, πρέπει να έχη το στοιχείο του συντονισμού. Διαφορετικά ο Θεός θα θεωρήται απροσπέλαστος και άγνωστος.

Από:http://www.monipetraki.gr

Κυριακή Θ Ματθαίου -Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας

 Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε το θαυμαστό γεγονός της γαληνεύσεως της τρικυμισμένης θάλασσας. Οἱ μαθητές βρίσκονται στο πλοίο με σκοπό να περάσουν στην απέναντι ερημική πλευρά της λιμνοθάλασσας της Τιβεριάδος, για να ησυχάσουν και να προσευχηθούν. Το μικρό πλοίο με τους μαθητες ενώ προχωρεί ήσυχα, ξαφνικά άρχισε να κλυδωνίζεται από τον δυνατό άνεμο, που ξέσπασε μέσα στη νύχτα. Ο τρόμος και η ανησυχία τους γίνεται μεγάλη, αν και ήταν έμπειροι ψαράδες και γνώριζαν καλά τις αλλαγές των καιρικών φαινομένων. Οι Πατέρες που ερμηνεύουν πολύ εύστοχα και με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος τα γεγονότα, μας λένε πως το κλυδωνιζόμενο πλοίο είναι η Εκκλησία, η οποία μέσα στο χρόνο και την ιστορία δοκιμάζεται και περνά από μύριους κινδύνους, διωγμούς, αιρέσεις, συκοφαντίες. Γι΄αυτό φαίνεται πως όλοι όσοι είμαστε επιβάτες του πλοίου της Εκκλησίας, πολλές φορές θα χάσουμε την πίστη μας και θα νιώσουμε μόνοι και χωρίς την βοήθεια του Χριστού. Θα νιώσουμε την αγωνία της μοναξιάς μας, την έλειψη στόχων και προορισμού. Είναι αλήθεια ότι στην ζωή του Χριστιανού, πολλές φορές ο Κύριος κρύβεται σκόπιμα, κρύβεται για να Τον αναζητήσουμε, κρύβεται για να δούμε την ματαιότητα των πραγμάτων. Αυτό νιώθει και ο Πέτρος, πως η ζωή αξίζει όταν είναι μαζί μας και ο Χριστός. Έτσι παρακαλεί να περπατήσει και αυτός στα κύματα και καθώς ανθρωπίνως φοβάται, στρέφει το βλέμμα του αλλού, αφήνει την πίστη του, ξεχνά ότι ο Κύριος μας είναι η αρχή και το τέλος όλων των πραγμάτων, επιγείων και ουρανίων. Έτσι αρχίζει να βυθίζεται, να κινδυνεύει. Μπροστά σε αυτό το γεγονός ο Κύριος άμεσα και δυναμικά απαντάει στην κραυγή του Πέτρου για σωτηρία. Και απαντάει ταυτόχρονια και όλους μας που τον ζητάμε με επιμονή και πίστη. Όμως τελειώνοντας το Ευαγγέλιο μάς δίνει και το νόημα όλης της χριστιανικής μας ζωής: Ἀληθώς ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ὑιός τοῦ Θεοῦ. Καμία λοιπόν κρίση, προσωπική ή οικογενειακή, κοινωνική ή οικονομική δεν μπορεί να μάς βλάψει, αφού τίποτα δεν γίνεται αν δεν το επιτρέψει ο Χριστός μας. π. Σ. Τ

Μητροπολίτη Εδέσσης Ιωήλ-Οι πειρασμοί στη ζωή μας

Κυριακή Θ’ Ματθαίου Οι πειρασμοί στη ζωή μας του Σεβ. Μητροπολίτη Εδέσσης Ιωήλ Ο Χριστός έκανε πολλά θαύματα. Έκανε θαύματα στους ανθρώπους όπως π.χ. θεράπευσε τον παραλυτικό της Καπερναούμ, τους δέκα λεπρούς, τον υιό της χήρας της Ναΐν κ.ά. Έκανε θαύματα με τα οποία μας έδειχνε πτυχές του προσώπου Του, όπως το θαύμα της Μεταμορφώσεως, της Αναστάσεως και της Αναλήψεως. Τέλος έκανε θαύματα στην άψυχη ύλη, όπως πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους και καταταράσθηκε την άκαρπη συκιά. Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα γαληνεύει τη θάλασσα και κάνει να κοπάσει ο άνεμος. Η απουσία του Χριστού Μετά τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων ανάγκασε τους μαθητές Του «εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν» (Ματθ. 14,22). Αυτός αφού απέλυσε τους όχλους, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί. Κατά τη διάρκεια της προσευχής Του το πλοίο δοκιμάσθηκε, γιατί άρχισε σφοδρή θαλασσοταραχή και ήταν «βασανιζόμενον υπό των κυμάτων». Τις πρωινές ώρες εμφανίσθηκε κι έλυσε την ταραχή των κυμάτων. Οι μαθητές είχαν συνηθίσει στην παρουσία του Χριστού. Ήθελε να τους δώσει να καταλάβουν πως πρέπει να είναι στενά συνδεδεμένοι μαζί Του. «Όσο ανέβαινε η αγωνία τους, τόσο περισσότερο ήθελαν την παρουσία του Χριστού», γράφει ο ιερός Χρυσόστομος. Σηκώθηκε θύελλα, ο άνεμος αντίθετος, περνούσαν οι ώρες και βοήθεια δεν είχαν από κανέναν. Ο Κύριος ήθελε να τους δοκιμάσει στην υπομονή. Ήθελε να τους δώσει να καταλάβουν «φέρειν τα συμπίπτοντα γενναίως», να αντιμετωπίζουν με γενναιότητα τους πειρασμούς, γράφει ένας Άγιος. Η θαλασσοταραχή ήταν μια εξάσκηση των μαθητών στην υπομονή, στην καρτερία, στην προσευχή. Ο Χριστός, όταν πρόκειται να δώσει σε κάποιον άφθονη χάρη, τον εκπαιδεύει προηγουμένως στους πειρασμούς. Οι Απόστολοι θα κήρυτταν σ’ όλον τον κόσμο, θα έκαναν πολλά θαύματα, θα τους έδινε ο Χριστός τη δύναμη να κάνουν σημεία και υπερφυσικά γεγονότα, γι’ αυτό και τούς εκπαιδεύει στους πειρασμούς, ώστε να μην απελπισθούν, όταν θα συναντούσαν δυσκολίες και αντιξοότητες. Η εμφάνιση του Χριστού τις πρωινές ώρες έλυσε τους φόβους των μαθητών και γαλήνεψε τη θάλασσα. Οι πειρασμοί στη ζωή μας Στη ζωή μας υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Υπάρχουν πειρασμοί που αναφέρονται στην πίστη. Ο άνθρωπος ολιγοπιστεί απέναντι στο Θεό, έχει λογισμούς βλασφημίας, δεν παραδέχεται τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, αρνείται τα ιερά μυστήρια, είναι δίψυχος. Επίσης πολεμάται από την πορνεία και απ’ την υπερηφάνεια και γενικά απ’ τα μεγάλα πάθη. Στους πειρασμούς αυτούς ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να πολεμήσει σωστά. Μόνο με τη βοήθεια του Θεού μπορεί να νικήσει τις καταστάσεις που περιγράψαμε πιο πάνω. Όταν εμφανισθούν τέτοια φαινόμενα στη ζωή μας, λέμε την προσευχή του Χριστού· «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν» (Ματθ. 6,13). Οι πειρασμοί αυτοί μας χωρίζουν από το Θεό. Κάθε τι που μας χωρίζει από το Θεό, πρέπει να το διώχνουμε αμέσως. Αντίθετα υπάρχουν άλλοι πειρασμοί που μας ωφελούν. Π.χ. Οι πειρασμοί της στερήσεως των υλικών αγαθών, η συκοφαντία εις βάρος μας, οι ονειδισμοί των οικείων και φίλων μας, η έλλειψη συμπάθειας εκ μέρους των ανωτέρων μας, οι ασθένειες οι ανίατες και βασανιστικές, αλλά και οι άλλες που πρόσκαιρα μας ταλαιπωρούν κ.ά. Όλοι αυτοί οι πειρασμοί δεν μας κάνουν κακό, όταν τους αντιμετωπίσουμε με το πνεύμα το Ευαγγελικό και τη δύναμη της προσευχής. «Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν ότι δόκιμος γενόμενος λήψεται τον στέφανον της ζωής» (Ιακ. 1,12), γράφει ο Απόστολος. Ο ίδιος λέγει πως πρέπει να νιώθουμε χαρά, όταν περιπέσουμε σε πειρασμό. Αυτοί οι πειρασμοί είναι ευεργέτες μας και μάλιστα μεγάλοι, γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος. Κανένας άνθρωπος που θέλει να αγωνισθεί και να ζήσει ενάρετα, δεν είναι μόνος του στον αγώνα του. Το φορτίο του το σηκώνει ο Θεός και γίνεται ελαφρό. Εμείς οφείλουμε να πιστεύουμε πως δε θα μας εγκαταλείψει ο Θεός. Δεν ωφελεί να πιστεύουμε στο Χριστό, εάν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Του. Πιστεύουμε ακράδαντα πως στο τέλος θα επέμβει ο Θεός στη ζωή μας και θα απαλύνει τους πειρασμούς, ,εάν δεν γογγύσουμε και δεν μεμψιμοιρούμε και έχουμε υπομονή. Αδελφοί μου, Έχουμε πάρει όπλα απ’ το Θεό πνευματικά, για να πολεμούμε τους πειρασμούς κι όχι να περιπίπτουμε σε ακηδία κι απελπισία. Ας έχουμε στραμμένο συνεχώς το πρόσωπο μας στο πρόσωπο του Χριστού για να μη βουλιάζουμε στο πέλαγος των καθημερινών πειρασμών της ζωής μας.

Ιωάννη Δήμου-Κυριακή Θ΄ Ματθαίου

Κυριακή Θ΄ Ματθαίου Το Ευαγγέλιο και το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Κυριακής η απόδοσή τους στην νεοελληνική και κήρυγμα επί του Ευαγγελίου. *** Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο Κεφ. 14, χωρίο 22 έως χωρίο 34 ΙΔ΄/ 22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. 23 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. 24 τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. 25 τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. 26 καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. 27 εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. 28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. 29 ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. 30 βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. 31 εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; 32 καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· 33 οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. 34 Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ. ΑΠΟΔΟΣΗ Και αμέσως ο Ιησούς ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ' αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ώσπου αυτός να βοηθήσει τον λαό να γυρίσουν στα σπίτια τους. Και όταν αυτό έγινε, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί μόνος του· μέχρις ότου βράδιασε ο Χριστός ήταν εκεί μόνος. Το πλοίο βρισκόταν πια στη μέση της θάλασσας και χτυπιόταν με τα κύματα, γιατί ο καιρός ήταν αντίθετος. Στην τέταρτη βάρδια της νύχτας (δηλ. 3-6 το πρωί) ήλθε ο Ιησούς κοντά στους μαθητές περπατώντας επάνω στη θάλασσα. Όταν τον είδαν να περπατάει επάνω στη θάλασσα, ταράχθηκαν οι μαθητές και έλεγαν πώς είναι φάντασμα και από το φόβο τους έβαλαν τις φωνές. Αμέσως τότε τους μίλησε ο Ιησούς και τους είπε· «Έχετε θάρρος. Εγώ είμαι. Μη φοβάστε». Τότε αποκρίθηκε ο Πέτρος και του είπε: Κύριε, αν είσαι εσύ, τότε πες μου να έλθω σε σένα επάνω στα νερά. Και ο Ιησούς του είπε: Έλα. Και κατέβηκε ο Πέτρος από το πλοίο και περπάτησε επάνω στα νερά για να έλθει κοντά στον Ιησού. Βλέποντας όμως τον δυνατό άνεμο φοβήθηκε και αρχίζοντας να βουλιάζει, έβαλε τις φωνές και είπε: «Κύριε, σώσε με». Και ο Ιησούς αμέσως άπλωσε το χέρι, τον κράτησε και του λέγει: «Γιατί δίστασες, ολιγόπιστε;». Όταν ανέβηκαν στο πλοίο, έπαυσε να φυσάει ο άνεμος. Τότε εκείνοι πού ήσαν στο πλοίο ήλθαν και προσκύνησαν τον Ιησού και του είπαν: «Αληθινά είσαι Υιός του Θεού». Και αφού πέρασαν τη λίμνη, ήλθαν στα μέρη της Γεννησαρέτ. *** Από την προς Γαλάτας Επιστολή του Αποστόλου Παύλου Κεφ. 4, χωρία 22 έως 27 Παράδειγμα ἀπὸ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην Δ΄/ 22 ᾿Αδελφοί, γέγραπται γὰρ ὅτι ᾿Αβραὰμ δύο υἱοὺς ἔσχεν, ἕνα ἐκ τῆς παιδίσκης καὶ ἕνα ἐκ τῆς ἐλευθέρας. 23 ἀλλ' ὁ μὲν ἐκ τῆς παιδίσκης κατὰ σάρκα γεγέννηται, ὁ δὲ ἐκ τῆς ἐλευθέρας διὰ τῆς ἐπαγγελίας. 24 ἅτινά ἐστιν ἀλληγορούμενα. αὗται γάρ εἰσι δύο διαθῆκαι, μία μὲν ἀπὸ ὄρους Σινᾶ, εἰς δουλείαν γεννῶσα, ἥτις ἐστὶν ῎Αγαρ· 25 τὸ γὰρ ῎Αγαρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ ᾿Αραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν ῾Ιερουσαλήμ, δουλεύει δὲ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς· 26 ἡ δὲ ἄνω ῾Ιερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ πάντων ἡμῶν. 27 γέγραπται γάρ· εὐφράνθητι στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα, ρῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα. ΑΠΟΔΟΣΗ Αδελφοί, είναι γραμμένο ότι ο Αβραάμ είχε δυο παιδιά, ένα από την δούλη του και ένα από την ελευθέρα. Άλλα το παιδί της δούλης γεννήθηκε κατά το φυσικό νόμο, ενώ της ελευθέρας γεννήθηκε με την δύναμη της υποσχέσεως του Θεού. Αυτά όμως είναι αλληγορικά. Οι δυο αυτές γυναίκες είναι δυο διαθήκες, η μια πού βγήκε από το όρος Σινά και γεννάει παιδιά για τη δουλεία. Αυτή είναι η Άγαρ, γιατί η λέξη Άγαρ σημαίνει το όρος Σινά στην Αραβία και αντιστοιχεί στη σημερινή Ιερουσαλήμ, πού είναι δούλη μαζί με τα παιδιά της. Η άνω όμως Ιερουσαλήμ είναι ελευθέρα και αυτή είναι μητέρα όλων μας, γιατί είναι γραμμένο: Να ευφρανθείς εσύ η στείρα, πού δεν γεννάς. Βγάλε φωνή και φώναξε εσύ, πού δεν κοιλοπονάς, γιατί θα έχεις περισσότερα παιδιά μ' αυτή πού έμεινε έρημη (εγκαταλείφθηκε) παρά εκείνη πού έχει άνδρα. *** Κυριακή θ' Ματθαίου (Η πάλη με τα κύματα) (Ματ. ιδ’, 23-34) κήρυγμα επί του Ευαγγελίου του Ιωάννη Δήμου Θεολόγου - Φιλολόγου από την ιστοσελίδα του: www.sostikalogia.com Μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων οι μαθητές του Χριστού βρέθηκαν στο μέσο της θάλασσας και ταλαιπωρούνταν πολύ από τα κύματα, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα χαράματα δε, ήρθε ο Ιησούς προς τους μαθητές του περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Όταν τον είδαν οι μαθητές να περπατάει πάνω στη θάλασσα, ταράχτηκαν και έλεγαν ότι είναι φάντασμα, και από τον φόβο έκραξαν. Η ταραχή αυτή της θάλασσας και η ταραχή των μαθητών, μας δίνει την αφορμή να πούμε λίγα λόγια για την έννοια της ειρήνης που είναι αντίθετη της ταραχής. Η λέξη ειρήνη ασκεί μεγάλη επίδραση στη ζωή των ανθρώπων σε άτομα, ομάδες και λαούς. Και τα μεν άτομα έχουν ανάγκη εσωτερικής ειρήνης χωρίς την οποία αδυνατούν να σταθούν στη ζωή, η δε οικογένεια, ως ομάδα, έχει επίσης ανάγκη από ειρήνη, γιατί διαφορετικά θα περιπέσει σε διχόνοια και θα διαλυθεί. Αλλά και η κοινωνία χρειάζεται το δώρο της ειρήνης για να αποφύγει τους πολέμους και τον αλληλοσπαραγμό. Η ειρήνη, όπως είναι γνωστό, είναι δώρο του Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός προφητεύεται ως Άρχων ειρήνης και στην Καινή εμφανίζεται ως χορηγός αυτής. Ο Ίδιος είπε. «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Μακαρίζει δε αυτούς που αγωνίζονται για την ειρήνη με το γνωστό μακαρισμό «μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται». Ο δε Παύλος συνιστά προς τους χριστιανούς να επιδιώκουν την ειρήνη με τα λόγια, «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων». Αλλά και η Εκκλησία στη λατρεία της χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως την λέξη ειρήνη. Η εικόνα της εσωτερικής ζωής των ατόμων συγγενεύει κατά πολύ προς την εικόνα της θάλασσας η οποία συχνά μεν είναι ήμερη, αλλά πολλές φορές οργίζεται με το να ορθώνει απειλητικά τα κύματα της. Έτσι και η ανθρώπινη ψυχή, άλλοτε μεν γαληνεύει και ηρεμεί, άλλοτε δε ξεσπά μέσα της λαίλαπα που απειλεί να πνίξει, τον άνθρωπο. Η κυριότερη αιτία αυτής της εσωτερικής αναταραχής είναι η αμαρτία η οποία μοιάζει με ογκόλιθο που ρίπτεται μέσα στην ήρεμη δεξαμενή της ψυχής και έτσι επέρχεται η ταραχή. Η ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου δοκιμάζει τότε μεγάλη δυσφορία, στενοχώρια, νευρική υπερένταση και ενοχές. Όταν ο Χριστός απέστειλε τους μαθητές Του στο έργο Του, τους είπε να λένε κατά την είσοδο στις οικίες, «ειρήνη τω οίκω τούτω» και, εάν ο οίκος θα είναι άξιος, η ειρήνη θα παραμείνει εκεί, διαφορετικά θα επιστρέψει σε σας. Όμως το σώμα του ανθρώπου είναι οίκος του Θεού, και για να βρει έδαφος μέσα του η ειρήνη πρέπει να υπάρχει δεκτικότητα και ταπεινή καρδιά. Διαφορετικά η ειρήνη φυγαδεύεται αφού, «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Ας σημειωθεί ότι η είσοδος του Χριστού στον κόσμο έγινε με την συνοδεία του αγγελικού ύμνου ο οποίος αναφέρεται και στην ειρήνη,«Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Αλλά και μετά την Ανάστασή Του ο Κύριος είπε στους Μαθητές Του, «Ειρήνη υμίν». Ας έχουμε λοιπόν αγαθές σχέσεις με τον Άρχοντα της ειρήνης, γιατί Αυτός θα μας χαρίζει την πραγματική ειρήνη που είναι, «η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νούν». Αμήν.

Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου-Στις κορυφογραμμές της πίστης

Στις κορυφογραμμές της πίστης «Λέγει αυτώ ο Ιησούς, ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;» Προκαλεί σίγουρα μεγάλο θαυμασμό η τόλμη και το θάρρος που επέδειξε ο Πέτρος όταν ζήτησε να περπατήσει πάνω στην ταραγμένη θάλασσα. Παρά την εξοικείωση του με το υγρό στοιχείο, δεν έπαψε να φοβάται τη θάλασσα γιατί είχε πικρή πείρα από τους θυμούς της. Εκείνο όμως που του έδινε τώρα θάρρος και δύναμη για να αψηφά τον φόβο των κυμάτων και τον κίνδυνο του καταποντισμού, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η απέραντη αγάπη του προς το μεγάλο Διδάσκαλο. Γι’ αυτό, διακαής ήταν η επιθυμία του να σπεύσει προς συνάντησή Του, έστω κι αν χρειαζόταν να περπατήσει πάνω στα κύματα. Ξεκίνησε με μεγάλη πίστη και πέτυχε το ανθρωπίνως αδύνατο. Δεν έμεινε όμως σταθερός μέχρι το τέλος, με αποτέλεσμα η ολιγοπιστία του να τον εκθέσει σοβαρά στον κίνδυνο του καταποντισμού. Δίπλα μας ο Χριστός Πόσο αλήθεια διδακτική είναι η διήγηση του Ευαγγελίου; Γιατί αλήθεια κι εμείς πολλές φορές, με αυτή τη λαχτάρα ξεκινάμε στη ζωή μας. Να πάμε κοντά στον Χριστό. Παίρνουμε το δρόμο, άλλος το πρωί, άλλος το μεσημέρι και άλλος αργά το απόγευμα της ζωής μας. Ξεκινάμε με πόθο και ενθουσιασμό, γεμάτοι χαρά για να βρεθούμε κοντά στον Αρχηγό της ζωής. Ας μην νομίσουμε αδελφοί ότι στην πορεία μας αυτή είμαστε μόνοι και εγκαταλειμμένοι. Ας μας βρουν καταιγίδες. Ας μας κτυπούν μανιωδώς οι φουρτούνες. Θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι στο τιμόνι του καραβιού της ψυχής μας στέκει πάντοτε ο Χριστός, μόνιμος οδηγός και ασφαλές στήριγμά μας. Έτοιμος να απλώσει το προστατευτικό και πανίσχυρο χέρι Του. Γιατί λοιπόν να κλονιζόμαστε και να δειλιούμε; Είναι δυνατό να μας αφήσει αβοήθητους ο Κύριος στον τόσο ωραίο αγώνα που εμπνέει η αγάπη Του; Ο Ίδιος μας υπόσχεται: «Ου μη σε ανώ, ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω». Η ολιγοπιστία Παρά τις ισχυρές διαβεβαιώσεις όμως που μας δίνει ο Κύριος, δεν είναι λίγες οι φορές που η ολιγοπιστία λυγίζει τον άνθρωπο μπροστά στις φουρτούνες της ζωής. Όπως συνέβη και με τον Πέτρο. Στην περίπτωση αυτή ο Κύριος αποκάλεσε τον Πέτρο ολιγόπιστο. Το πρώτο του βήμα, να περπατήσει στα κύματα, το κατάφερε με τη δύναμη της πίστης. Στο δεύτερο όμως που βυθίστηκε στα βαθιά νερά φοβήθηκε τον ισχυρό άνεμο. «Ώστε, εάν δεν είχε ασθενήσει η πίστη του, θα αντιστεκόταν εύκολα και στον άνεμο», επισημαίνει με ευστοχία ο ιερός Χρυσόστομος. Ο τολμηρός κατά τα άλλα μαθητής δεν είχε σκεφθεί ότι Εκείνος που τον ενίσχυσε και περπάτησε στα κύματα, θα τον ενίσχυε να αντισταθεί και στον ισχυρό άνεμο. Αδελφοί, είναι καιρός να ριχθούμε όλοι με πραγματική πίστη στον αγώνα για να φθάσουμε στον Χριστό. Ο φόβος και η ολιγοπιστία είναι εκδηλώσεις ανθρώπων που τους διακρίνει επιφανειακή και όχι βαθύτερη βιωματική πίστη. Ο Ίδιος ο Χριστός διαβεβαιώνει: «Θαρσείτε, μη φοβείσθε». Και όταν μας καταλαμβάνει η ολιγοπιστία, ας Τον θυμόμαστε: «Ολιγόπιστε, γιατί δειλίασες;». Όταν συμπορευόμαστε με τον Χριστό θα αισθανόμαστε αυτό που ανέφερε και ο Παύλος: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Στήριγμά μας στους κλυδωνισμούς της ζωής έχουμε και την Παναγία μας, η Χάρη της οποίας μάς συνοδεύει σε κάθε μας βήμα. Με αφορμή την μεγάλη εορτή της αύριο της ζητούμε και την παρακαλούμε: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ-ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Απόστολος: Γαλ. δ΄,22 – 27 Παράγοντες ορθής ανατροφής των παιδιών Στους δύο γιους τού Αβραάμ αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την εορτή της Κοιμήσεως της μητρός της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Αγίας Άννης. Ο πρώτος υιός, που ο Αβραάμ απέκτησε σε νεαρή ηλικία, ήταν καρπός του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ ο δεύτερος, ο Ισαάκ, που απέκτησε με την γυναίκα του Σάρα, σε περασμένη ηλικία, ήταν καρπός της χάριτος του Θεού, ήταν δώρο του Θεού στην ανθρωπότητα, όπως και όλα τα τέκνα της ιεράς ιστορίας που γεννήθηκαν από ηλικιωμένους γονείς και διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στο σχέδιο της αγάπης του Θεού για τον κόσμο. Τέτοια παιδιά ήταν, επίσης, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, καθώς και η Παναγία μας. Κάθε, όμως, παιδί που γεννιέται σ’ αυτό τον κόσμο έχει την αξία και τον προορισμό του. Είναι ανεκτίμητη δωρεά του Θεού. Γι’ αυτό και οι γονείς οφείλουν να εργάζονται με αγάπη και φόβο Θεού για την ανατροφή τους. Σ’ αυτό το θέμα θα επικεντρώσουμε τις σκέψεις μας, διαγράφοντας τους τρεις εκείνους παράγοντες που, για την Εκκλησία μας, είναι απαραίτητοι για την σωστή ανατροφή των παιδιών. Ο πρώτος είναι η αγάπη. «Μια γυναίκα μπορεί να είναι μητέρα, που αγαπά αληθινά, αν έχει την ικανότητα της αγάπης, της Θεϊκής αγάπης. Τότε μεταγγίζει και στο παιδί της την αγάπη προς όλους και προς όλα. Στρέφει αγαπητικά το παιδί της προς τον άνδρα της, προς τα άλλα του αδέλφια, προς τους ξένους, προς την κάθε ύπαρξη. Μόνο η γυναίκα που αγαπά πραγματικά, η γυναίκα που είναι πιο ευτυχισμένη όταν δίνει, παρά όταν παίρνει, μπορεί να είναι πραγματική μητέρα........ Όταν η μάνα βιώνει την ανιδιοτελή – Θεϊκή αγάπη, τότε αποκαλύπτεται γνήσια μάνα. Τότε όλοι μπορούν να μάς εγκαταλείψουν, να μάς περιφρονήσουν, να μάς μισήσουν. Ένας θα μείνει πάντοτε πιστός, η Μάνα. Μια τέτοια μάνα βρίσκεται πάντα κάτω από ένα σταυρό....... Από τη στιγμή που μια γυναίκα θα γίνει πραγματική μάνα, παύει να ανήκει στο εαυτό της» Ο δεύτερος παράγοντας είναι η προσευχή. Στις μέρες μας αυτό το δώρο του Θεού, που διευκολύνει την απευθείας επικοινωνία μαζί Του, παραθεωρείται και, εν πολλοίς, υποτιμάται. Η ζωή μας σήμερα κινείται σε ρυθμούς καταιγιστικούς, όπου η λογικοκρατία επικαλύπτει τα πάντα, οι βιοτικές ανάγκες συντελούν στον κορεσμό της καθημερινότητας σε τέτοιο βαθμό που να ξεχνούμε ότι είμαστε και πνευματικοί άνθρωποι και όχι μόνο σωματικές οντότητες, άρα έχουμε ανάγκη από εσωτερική τροφοδοσία και ψυχική γαλήνη. Αυτής της γαλήνης εγγυητής μπορεί να καταστεί η προσευχή για τους γονείς και, εν προκειμένω, για τη μητέρα που στέκεται καθημερινά απέναντι στις νεανικές εκρήξεις, στην εφηβική αμφισβήτηση, στους εξωτερικούς κινδύνους που χτυπούν με θράσος τις πόρτες των σπιτιών και των σχολείων. Είναι εκείνη που γαληνεύει τον έσω άνθρωπο, που δίδει λύσεις και διέξοδο στα προβλήματα και στ’ αδιέξοδα, απαντήσεις στα ερωτηματικά. Η Εκκλησία μας καλεί τις μητέρες να μιλήσουν στο Θεό για τα παιδιά τους, αλλά δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό. Ζητεί από τις μητέρες να μιλήσουν και στα παιδιά τους για το Θεό, να τους προσφέρουν την άλλη πρόταση ζωής, να τους οδηγήσουν στο δρόμο Εκείνου που δίδαξε και οικειοποιήθηκε την αγάπη και τη θυσία, να καλλιεργήσουν μέσα τους την πνευματικότητα εκείνη που θα λειτουργήσει αργότερα και σε ανύποπτο χρόνο, ως ανάχωμα στους μελλοντικούς πειρασμούς και στις προκλήσεις της ζωής. Ο τρίτος παράγοντας που συντελεί στη σωστή ανατροφή των παιδιών είναι η ενότητα της οικογένειας. Και αυτή η ενότητα σήμερα τίθεται σε αμφισβήτηση με πολλούς και χαρακτηριστικούς τρόπους. Ας απαριθμήσουμε μερικούς από αυτούς. Η προσκόλληση των γονέων και κυρίως της μητέρας στη δημιουργία της προσωπικής καριέρας, που, αυτομάτως, θέτει σε δεύτερο πλάνο την οικογενειακή συνοχή. Η μητέρα, από φυσική τροφός των παιδιών, μεταβάλλεται ξαφνικά σε ευκαιριακό γονεϊκό παράγοντα, καθώς η ανατροφή των παιδιών περνά είτε στα χέρια του παππού και της γιαγιάς, στην καλύτερη περίπτωση, είτε στα χέρια της νταντάς, στη χειρότερη. Εύλογα θα πει κανείς ότι οι οικονομικές ανάγκες είναι πολλές και επιβάλουν να βγει η γυναίκα στην αγορά εργασίας. Σωστά. Εδώ ακριβώς τοποθετούνται και πάλι οι τεράστιες ευθύνες της Πολιτείας που οφείλει να ιεραρχήσει τις πραγματικές ανάγκες της οικογένειας για να εξασφαλίσει τη συνοχή της. Άλλος παράγοντας αμφισβήτησης της οικογενειακής ενότητας είναι τα ξενόφερτα πρότυπα και μοντέλα ζωής που καμία σχέση δε μπορούν να έχουν με την παραδοσιακή και αυθεντική εικόνα της Ελληνικής οικογένειας. Αυτά τα πρότυπα θέλουν να εισαγάγουν το λεγόμενο προγαμιαίο συμβόλαιο που μετατρέπει το γάμο από ιερότατο μυστήριο σε μία στυγνή συμβολαιογραφική συμφωνία και πράξη, είναι ο διαβόητος και πολυδιαφημισμένος «γάμος» των ομοφυλοφίλων που προβάλλεται ως αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα και θέλει να επιβάλει το παρά φύσιν ως κατά φύσιν. Είναι οι προκλήσεις και οι πειρασμοί του κόσμου που χτυπούν ανενδοίαστα τις πόρτες των σπιτιών υποσχόμενοι απατηλούς παραδείσους. Η ανατροφή των παιδιών, τελικά αδελφοί μου, είναι τέχνη και μάλιστα υψηλών απαιτήσεων. Ας την σπουδάσουμε και ας την μελετήσουμε. Σ’ αυτήν δε χωρούν αυτοσχεδιασμοί και εγωισμοί. Απαιτείται ταπείνωση και πνεύμα μαθητείας, γιατί αληθινός γονέας δεν είναι εκείνος που κυοφορεί και γεννά, αλλά εκείνος που αναθρέφει σωστά. ΑΜΗΝ!

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου Ιερόθεου-Τρεις κινήσεις του Θεού προς τον άνθρωπο

(Θ Ματθαίου) Τρεις κινήσεις του Θεού προς τον άνθρωπο Το σημερινό Ευαγγέλιο αναφέρεται στην κατάπαυση της τρικυμίας η οποία βασάνιζε το πλοίο στο οποίο βρισκόταν οι Μαθητές. Και αυτή η κατάπαυση έγινε με την θαυματουργική ενέργεια του Χριστού. Ο Χριστός, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθή, ενώ στο πλοίο οι Μαθητές υπέφεραν από τα κύματα. Σε αυτήν την δύσκολη στιγμή ο Χριστός ήλθε περπατώντας πάνω στα κύματα και πρώτα θεράπευσε την ολιγοπιστία του Πέτρου και μετά κατέπαυσε τον άνεμο με αποτέλεσμα να ηρεμήσουν οι υπόλοιποι Μαθητές. Αν διαβάσουμε προσεκτικά την περικοπή αυτή θα δούμε πολλούς τρόπους με τους οποίους μας βοηθά ο Χριστός, αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφοροτρόπως στην Χάρη Του. Πάντως για να γίνη συνάντηση, πρέπει να υπάρχη συντονισμός. Ο Χριστός κινείται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο προς εμάς. Άλλοτε αποσύρεται από την ζωή μας, αναστέλλει την Χάρη Του και μας αφήνει να δοκιμασθούμε, ώστε έτσι να καταλάβουμε και την αδυναμία μας και να εκφρασθή και η ελευθερία μας. Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην ζωή μας που φαίνεται ότι τα προβλήματα είναι πολλά και είμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι και από αυτόν τον Ίδιο τον Θεό. Άλλοτε ο Χριστός έρχεται μέσα στα κύματα της ζωής μας, στους πειρασμούς που μας βασανίζουν και μας ζητά να βγούμε από το πλοίο της ζωής μας, να βγούμε, δηλαδή, από την φιλαυτία και τον εγωϊσμό μας και να βαδίσουμε πάνω στα κύματα γιατί εκεί θα δοκιμασθή η πίστη μας. Όμως εμείς ολιγοπιστούμε, δεν έχουμε την ψυχική ανδρεία να βγούμε από το καταφύγιο του εαυτού μας, και κλεινόμαστε μέσα στην φυλακή του εγώ μας. Και άλλοτε ο Χριστός εισέρχεται μέσα στο πλοίο της ζωής μας και τότε έρχεται μεγάλη γαλήνη και ειρήνη. Ο Χριστός χρησιμοποιεί και τους τρεις τρόπους για να μας βοηθήση και να μας σώση. Αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφορετικά σε κάθε κίνηση του Χριστού. Άλλοτε απογοητευόμαστε από την φαινομενική απομάκρυνση του Χριστού και χάνουμε το θάρρος μας η στρεφόμαστε εναντίον Του, χωρίς να καταλαβαίνουμε την σημασία αυτής της παιδαγωγικής ενεργείας του Χριστού. Άλλοτε, ενώ Εκείνος μας καλεί να βγούμε από τον εαυτό μας, από τα πάθη μας και να ελευθερωθούμε από την δουλεία τους, εμείς δυσανασχετούμε και διαμαρτυρόμαστε. Λέμε: «Γιατί Θεέ μας ενοχλείς; Άφησε μας στην ησυχία μας. Δεν θέλουμε να σε ακολουθήσουμε». Και άλλοτε τον αφήνουμε να έλθη μέσα στο πλοίο της ζωής μας και της οικογενείας μας, οπότε δοκιμάζουμε την ευεργετική παρουσία Του. Πολλούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Χριστός για να μας θεραπεύση, αλλά και εμείς χρησιμοποιούμε πολλούς τρόπους για να τον αποδεχθούμε η να τον αρνηθούμε. Το ευτύχημα θα είναι να συντονιζόμαστε πάντοτε στον τρόπο που χρησιμοποιεί κάθε φορά ο Χριστός για να μας βοηθήση, αν υπομένουμε στην σιωπή Του, αν ανταποκρινόμαστε στην κλήση του για έξοδο από την φυλακή των παθών και αν ανοίγουμε την καρδιά μας για να Τον δεχθούμε μέσα σε αυτήν. Γιατί, αν Εκείνος προτιμά την σιωπή και εμείς θέλουμε λόγο, αν Εκείνος ενδιαφέρεται για την ελευθέρωσή μας από τα πάθη και εμείς αρεσκόμαστε στην ζωή των παθών, αν Εκείνος θέλη να έλθη στην καρδιά μας και εμείς του το αρνούμαστε, τότε δεν μπορεί να γίνη η συνάντηση. Κάθε συνάντηση, και η συνάντηση με τον Θεό, πρέπει να έχη το στοιχείο του συντονισμού. Διαφορετικά ο Θεός θα θεωρήται απροσπέλαστος και άγνωστος. † Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ

( Α΄ Πρὸς Κορινθίους γ΄ 9-17) «Θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστὶν Ἰησοῦς Χριστὸς». Μὲ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὴν ἀνάγκη ἑνὸς σωστοῦ θεμελίου, σὲ κάθε τί ποὺ πράττουμε στην οἰκογενειακὴ, τὴν ἐπαγγελματικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ μας. Κανεὶς ὅμως, σὲ ὁποιοδήποτε ἔργο του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοποθετήσει δικὸ του θεμέλιο, ἐκτὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς - διδάσκει ὁ Ἀπόστολος - εἴμαστε συνεργοὶ τοῦ Θεοῦ στὸ ὑπερτέλειο οἰκοδόμημά Του, τὴν Ἐκκλησία, διαφωτίζοντας ἀνθρώπους μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ σωθοῦν κληρονομώντας τὴν Βασιλεία Του. Ὡς σοφὸς λοιπὸν ἀρχιτέκτων ἔθεσα τὸν θεμέλιον αὐτὸν λίθον, τὸν ὁποῖον ἡ Θεία Χάρις μοῦ ἐνεπιστεύθη, στὸ οἰκοδόμημα τοῦ Κυρίου μας. Ἔτσι καὶ ἐσεῖς, ὅ,τι και ἐὰν οἰκοδομήσετε, Ἐκεῖνον θὰ ἔχετε θεμέλιον, γιὰ νὰ ἐπιτυγχάνετε ἔργα ἀρετῆς καὶ ὁμονοίας, διαφορετικὰ θὰ παρουσιάζετε πράξεις ποὺ θὰ καταλήγουν σὲ φθόνο, φιλονικία καὶ φιλαυτία. Ἀκροώμενοι τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, ἐνθυμούμεθα τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, νὰ διευκρινίζει στοὺς μαθητάς Του, ποιὸς εἶναι ὁ λίθος αὐτὸς, θέτοντάς τους μία ἁπλὴ ἐρώτηση: «Γιὰ ποιὸν μὲ θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι, ἐμένα τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;». Οἱ μαθητὲς ἀπάντησαν ἀπροσδιόριστα: «Ἄλλοι λέγουν ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας καὶ ἄλλοι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες». «Ἐσεῖς οἱ μαθητὲς μου» τοὺς ἐρωτᾶ «ποιὸς λέγετε ὅτι εἶμαι;» Λαμβάνει τὸν λόγο ὁ Πέτρος καὶ ἀναφωνεῖ: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ του αἰωνίου, ποὺ ἔχει καὶ δίνει ζωὴν αἰώνιον». Τότε ὁ Χριστὸς τοῦ λέγει: «Μακάριος εἶσαι Σίμων (Πέτρε) διότι δὲν στὸ ἀπεκάλυψε ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μου». Στὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου ἐτέθη τὸ θεμέλιον, διότι δὲν ἦταν ἀνθρώπινη σκέψις ἀλλὰ Οὐράνιος ἐπέμβασις. «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Πέτρος καὶ στὴν πέτρα τῆς φωτισμένης ὁμολογίας σου θὰ στερεώσω τὴν Ἐκκλησία μου» (Ματθ. ιστ΄ 13-18), μαρτυρεῖ ὁ παντογνώστης Κύριος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, στὴν ἑρμηνεία τῶν Παροιμιῶν τοῦ Σολομῶντος, ἀναφέρει, ὅτι ὁ Χριστὸς (ὡς ἄνθρωπος) γίνεται σὲ ἐμᾶς θεμέλιος λίθος καὶ οὐδεὶς δύναται νὰ τοποθετήσει ἄλλον δίπλα στὸν ἤδη ὑπάρχοντα. Ἐπάνω σὲ αὐτὸ τὸ θεμέλιο κτίζουμε μὲ τὸν δικὸ του τρόπο ὁ καθένας μας. Ἄλλοι μὲ τὰ καλὰ καὶ ἄλλοι μὲ τὰ κακὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ἔχουν διαβαθμίσειςμεταξύ τους. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος παρομοιάζει τὴν ἀξία τῶν ἔργων μας μὲ τὴν ὑποκριτικὴ τέχνη τῶν ἡθοποιῶν ἐπάνω στὴν σκηνὴ. Ἄλλος ὑποδύεται ἕναν ἔνδοξο βασιλέα, ἄλλος ἕναν πολιτικὸ, ἄλλος ἕναν μεγάλο ἐπιστήμονα καὶ ἄλλος ἕναν δεινό ρήτορα. Ὅταν ὅμως κλείσει ἡ αὐλαία βγάζουν τὶς στολὲς τους καὶ παραμένουν φτωχοὶ βιοπαλαιστὲς, ποὺ παριστάνουν κάποιον γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ «ζῆν». Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, πάνω ἀπὸ τὸ πρόσωπό μας τοποθετοῦμε ἕνα πλαστὸ προσωπεῖο, ὑποδυόμενοι, ἄλλος τὸν πλούσιο, ἄλλος τὸν δυνατὸ, ἄλλος τὸν ἁγιασμένο καὶ ἄλλος τὸν ἀκραιφνῆ Χριστιανὸ, ἐλέγχοντας τοὺς πάντες. Ὅταν ὅμως κλείσει ἡ αὐλαία τῆς ζωῆς αὐτῆς μὲ τηνἐμφάνιση τοῦ θανάτου, τότε θὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ καθενός μας. Ἕνας σοφὸς γέρων προέτρεπε τοὺς ὑποτακτικοὺς του, μὲ ἀφορμὴ αὐτὴν τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ, νὰ προσέχουν τὰ ἀγαθοποιὰ ἔργα τους, διότι θὰ εἶναι τὰ μόνα ποὺ θὰ τοὺς ἀκολουθήσουν. Κάποιος - τοὺς ἔλεγε σὲ μία παραβολὴ - εἶχε τρεῖς ἀχώριστους φίλους γιὰ τοὺς ὁποίους ἐθυσιάζετο. Τοῦ ἀπηγγέλθη ὅμως μιὰ βαρειὰ κατηγορία καὶ ὁδηγήθηκε στὸ ἐδώλιο τοῦ κατηγορουμένου. Ὁ πρῶτος ἀδιαφόρησε, ἀποστασιοποιήθηκε καὶ δὲν συγκινήθηκε γιὰ τὸν φίλο του. Ὁ δεύτερος ἐθλίβη, κινητοποιήθηκε, ἔφθασε μέχρι τὸ δικαστήριο ἀλλὰ τὸ «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» τὸν ἀπεμάκρυνε. Ὁ τρίτος μόνον θυσιάστηκε γιὰ αὐτὸν, παρουσιάζοντας μάρτυρες, ἐπιλέγοντας τὸν συνήγορο καὶ καταθέτοντας τὰ παράβολα γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀθώωση τοῦ φίλου του. Ἡ ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς εἶναι ἡ ἐξῆς: Ὁ καθένας μας θυσιάζεται γιὰ τρεῖς φίλους. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ περιουσία μας, ὁ δεύτερος οἱ συγγενεῖς μας καὶ ὁ τρίτος τὰ φιλανθρωπικὰ μας ἔργα. Μὲ τὴν ἀναχώρησή μας ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ τὴν προσαγωγὴ μας στὸν Οὐράνιο Κριτὴ, ὁ πρῶτος φίλος δηλαδή ἡ περιουσία μας, θὰ παραμείνει ψυχρὴ καὶ ἀμετακίνητη, ὅπου καὶ ἄν βρίσκεται. Ὁ δεύτερος, οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι μας, θὰ πλησιάσουν μέχρι τὸν τάφο μας καὶ σύντομα θὰ ἀποχωρήσουν. Καὶ ὁ τρίτος, δηλαδή τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, θὰ μᾶς ἀκολουθήσουν καὶ θὰ κινήσουν γῆ καὶ οὐρανὸ γιά νὰ μᾶς ἀθωώσουν. Ἄς ἐπιλέξουμε τὸν καλύτερο φίλο μας, ἀναλογιζόμενοι τὴν αἰωνιότητα.

ΜητροπολίτουΝαυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΥ-ΚΥΡΙΑΚΗ θ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Κυριακή Θ' Ματθαίου Το περιεχόμενο, αγαπητοί αδελφοί, του σημερινού αποστολικού αναγνώσματος, είναι συνέχεια του περιεχομένου του αποστολικού αναγνώσματος, που διαβάστηκε στην Εκκλησία την προηγούμενη Κυριακή. Εκεί γινόταν λόγος για τα σχίσματα και τις διαιρέσεις στην Εκκλησία, και στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα αφ’ ενός μεν γίνεται λόγος για τον τρόπο της πνευματικής εργασίας των ποιμένων, αφ’ ετέρου δε για τις συνέπειες μιας κακής πνευματικής εργασίας. Κατ’ αρχάς, για την Εκκλησία χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος δύο εικόνες, ήτοι το γεώργιο και την οικοδομή. Περισσότερο παραμένει στην εικόνα της οικοδομής. Όπως ένα οικοδόμημα έχει ένα θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται, έτσι και το οικοδόμημα της Εκκλησίας έχει ως θεμέλιο τον Χριστό. Κανείς δεν μπορεί να βάλη άλλον θεμέλιο λίθο διαφορετικό από τον Χριστό. Όπως το οικοδόμημα κατασκευάζεται από διαφόρους τεχνίτες, έτσι και οι Απόστολοι είναι τεχνίτες που οικοδομούν. Καί, βέβαια, καθένας πρέπει να προσέχη “πώς οικοδομεί”. Τα υλικά που χρησιμοποιεί κανείς για την οικοδόμηση είναι διαφορετικά, όπως ο χρυσός, ο άργυρος, οι λίθοι οι τίμιοι, τα ξύλα, ο χόρτος, η καλάμη και βέβαια το έργο καθενός θα φανή κατά την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, οπότε “εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται”. Ο τρόπος που οικοδομεί κανείς θα έχη συνέπεια και στην δική του σωτηρία. Αν αντέξη το οικοδόμημα τότε θα λάβη μισθό, διαφορετικά θα τιμωρηθή (Α’ Κορ. γ’, 9-16). Μέσα σε αυτήν την εικόνα του οικοδομήματος πρέπει να ενταχθή και η εικόνα του Ναού. Βέβαια αυτό έχει και μια προσωπική ερμηνεία, αλλά ταυτόχρονα και εκκλησιολογική. Ο Ναός του Θεού είναι η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, και μέσα στην Εκκλησία, στην οποία ανήκουν και οι πιστοί Χριστιανοί, κατοικεί το Πνεύμα του Θεού. Επομένως, “ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός· ο γαρ ναός του Θεού άγιός εστιν, οίτινές εστε υμείς” (Α’ Κορ. γ’, 16-17). Εκείνος που συντελεί στην καταστροφή του Ναού του Θεού, που είναι η Εκκλησία, θα δεχθή την τιμωρία από τον Θεό, θα τον φθείρη ο Θεός. Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι ο θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, και ό,τι εκείνος μας απεκάλυψε. Δεν μπορεί κανείς να ιδρύση Εκκλησίες πάνω σε άλλες ανθρωποκεντρικές βάσεις. Η φιλοσοφία, οι ανθρώπινοι λόγοι δεν έχουν σχέση με τον θεμέλιο της Εκκλησίας που είναι ο Χριστός. Ακόμη φαίνεται ότι οι Χριστιανοί πρέπει να είναι ενωμένοι σε αυτήν την θεία οικοδομή. Όπως σε ένα οικοδόμημα υπάρχει ενότητα έτσι πρέπει να συμβαίνη στην Εκκλησία. Αλλά αυτή η ενότητα συνδέεται αφ’ ενός μεν με το θεμέλιο, αφ’ ετέρου δε με τα υλικά και τον τρόπο της οικοδομήσεως. Δηλαδή, οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν ρυθμίσει όλα εκείνα που πρέπει να ισχύουν στην Εκκλησία. Αυτοί έχουν οριοθετήσει την ορθόδοξη πίστη, αυτοί έχουν καθορίσει και τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα κάθε μέλους της Εκκλησίας. Όλον αυτό τον τρόπο τον βλέπουμε στις αποφάσεις των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων. Και όποιος απομακρύνεται από αυτήν την διδασκαλία και την ζωή αυτοκαταστρέφεται και θα δώση φρικτή απολογία στο φοβερό βήμα του Χριστού. Οι ενέργειες και μέθοδοι που είναι ξένοι με το ήθος της Εκκλησίας, όπως έχει οριοθετηθή από τους αγίους Πατέρες, μπορεί να εντυπωσιάζουν τους ανθρώπους, μπορεί να φαίνονται επιτυχημένες και σύγχρονες, αλλά επειδή δεν σώζουν και δεν συντονίζονται στο ήθος της ορθοδόξου αποκαλυπτικής αληθείας θα κατεδαφιστούν τελικά, θα βλάψουν και τους κατασκευαστές τους. Ο πύργος της Βαβέλ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας. Γι’ αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή, να στεκόμαστε πάνω στο θεμέλιο που λέγεται Χριστός, να ζούμε σε ενότητα με τα άλλα μέλη της Εκκλησίας και να οικοδομούμε με υλικά που έχουν δοκιμασθή δια μέσου των αιώνων με την πείρα των αγίων. † Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανου-Κυριακὴ Θ’ Ματθαίου

Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Γλυκῶν Νερῶν Κυριακὴ Θ’ Ματθαίου «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε γιὰ τὸ θαῦμα τῆς καταπαύσεως τῆς τρικυμίας τῆς θαλάσσης, καθὼς ἐπίσης βλέπουμε καὶ τὴν εἰρηνικὴ κατάπαυση τῆς τρικυμίας τῶν λογισμῶν τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦταν φοβερότερη. Ἔτσι τὴν ἀξιολόγησε ὁ Κύριος, γι᾿ αὐτὸ πρῶτα κατέπαυσε τὴν τρικυμία τῆς ὀλιγοπιστίας τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου λέγοντας: «Ὀλιγόπιστε εἰς τί ἐδίστασας;». Ἔπειτα ἀνέβηκε στὸ πλοῖο καὶ ἀμέσως ἐκόπασε ὁ ἄνεμος. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὴν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου πού, ἐνῶ βάδιζε πάνω στὰ κύματα ὅσο εἶχε τὰ μάτια τοῦ ἐστραμμένα πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ἔπειτα βυθιζόταν, λέγει ὅτι «ὁ Κύριος τὴν στιγμὴ ἐκείνη δὲν κατέπαυσε τὸν ἄνεμο ἀλλὰ ἅπλωσε τὸ χέρι Του καὶ τὸν ἔπιασε λέγοντας; «ὀλιγόπιστε εἰς τί ἐδίστασας». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Κύριος ἔδειξε ὅτι τὴν μεταβολὴ στὸν Πέτρο δὲν τὴν ἔκανε ἡ δύναμη τοῦ ἀνέμου ἀλλὰ ἡ ὀλιγοπιστία του. Ἂν ἡ πίστη του δὲν ἀσθενοῦσε, τότε εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπίση τὸν ἄνεμο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἀφήνει τὸν ἀέρα νὰ πνέη, δείχνοντας ὅτι ὁ ἄνεμος δὲν μπορεῖ νὰ κάνη κανένα κακό, ὅταν ἡ πίστη εἶναι σταθερή. Ἀδελφοί μου, τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως «ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος» σὲ κίνδυνο μεγάλο τὸ πλοῖο καὶ τοὺς ἐπιβαίνοντες μαθητὲς ὑποβάλλουν. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἀφήνει γιὰ πολὺ μόνους τοὺς μαθητὲς καὶ χωρὶς βοήθεια. Ἐμφανίζεται σὲ αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, διαλύει τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ὑποψία τους ὅτι βλέπουν φάντασμα καὶ τοὺς ἐνθαρρύνει λέγοντας «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Ἡ ἐνθαρρυντικὴ αὐτὴ προσφώνηση τοῦ Ἰησοῦ δημιουργεῖ βαθειὰ αἴσθηση καὶ συγκίνηση στοὺς μαθητὲς καὶ τὸ βίωμα αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριός μας εὑρίσκεται συνεχῶς στὸ πλευρὸ τοῦ σκάφους ἢ καλύτερα ἐπάνω σὲ αὐτό, τόσο μὲν τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καὶ στὸ σκάφος ἑνὸς ἑκάστου μέλους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν πρέπει νὰ φοβούμαστε ἢ νὰ χάνουμε τὸ θάρρος μας, ὅταν τὰ κύματα καὶ οἱ τρικυμίες τῆς ζωῆς μᾶς ταράζουν καὶ θέλουν νὰ μᾶς κλονίσουν. Ἂν πάλι συμβεῖ νὰ κλονισθοῦμε, νὰ βυθισθοῦμε, μὴ διστάσουμε νὰ ποῦμε: «Κύριε σῶσόν με» καὶ ὅπως, παρ᾿ὅτι ἐχαρακτήρισε «ὀλιγόπιστον» τὸν Πέτρο, ὁ Κύριος τοῦ ἔδωκε χεῖρα βοηθείας, ἔτσι θὰ κάνει καὶ σὲ ἐμᾶς λέγοντας «θαρσεῖτε ἐγώ εἰμι». Μὲ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, ποὺ ὀφείλεται βέβαια στὸν αὐθόρμητο χαρακτῆρα τοῦ Πέτρου καὶ στὴν ἐλλιπῆ πίστη του πρὸ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνειδητοποιεῖ κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου δίπλα του, λαμβάνει ἐνίσχυση καὶ σταθεροποεῖται στὴν πίστη του. Ἀδελφοί μου, καὶ ἐμεῖς εἴμαστε μέσα στὸ σκάφος, τὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἐκτεθειμένο στὴν τρικυμία τοῦ παρόντος κόσμου. Ὅποιος πρὸς στιγμὴν τρομοκρατηθῆ ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο τῶν φθοροποιῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου, κινδυνεύει νὰ καταποντισθῆ. Ὅποιος ὅμως βεβαιωθῆ ὅτι μὲ τὴν προσευχὴ «Κύριε σῶσόν με» ὁ Κύριος θὰ σπεύση ἀμέσως ὡς βοηθὸς καὶ σωτήρ, ὡς νικητὴς τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων, ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς σωθήσεται. Εἰς τὸ «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ ρητὴ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου μας πρὸς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ὅτι ἐν μέσῳ τῶν τρικυμιῶν τοῦ βίου, τῶν διωγμῶν, τῶν θλίψεων, τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων καὶ τῶν λοιπῶν ἐμποδίων, Ἐκεῖνος θὰ εὑρίσκεται στὸ πλευρό μας «πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Φίλοι μου, ἂν μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ μελετήσουμε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι οἱ μαθητὲς μαζὶ μὲ τὸν ἀγῶνα τους, διακατέχονται καὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἀγωνίας. Ἔχουν βεβαίως τὴ δικαιολογία τους. Δὲν ἦταν μόνο ὅτι ἡ θύελλα μαινόταν, ἀλλὰ ἀπουσίαζε καὶ ὁ Χριστός, στὸν ὁποῖο εἶχαν στηρίξει τὶς ἐλπίδες τους. Μᾶλλον τὸν εἶχαν λησμονήσει μέσα στὴν ταραχὴ καὶ τὸ φόβο τους. Ὁ Κύριος ὅμως προσευχόταν καὶ σὲ λίγο ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων. Ὁ Πέτρος, ὅταν εἶδε τὸν ἄνεμο ἰσχυρό, ἐφοβήθη. Νὰ λοιπὸν ἡ ἀγωνία, ὁ φόβος ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὀλιγοπιστίας. Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς τρικυμίας συνδέεται μὲ τὸν Χριστό. Ἡ τοῦ ἀνέμου κατάπαυση καὶ εἰρήνευση δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα καλῶν καὶ εὐσεβῶν σκέψεων ἀλλὰ προϊόν της θείας χάριτος. Ἐφοβήθη ὁ Πέτρος. Σὲ μία ἔξαρση λυρισμοῦ καὶ ψυχικῆς ἀνατάσεως πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διδάσκει «φόβος οὐκ ἔστι ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει». Πηγὴ τοῦ φόβου εἶναι ἡ ἐνοχὴ ἡ ὁποία ἀποκλείει τὸ συναίσθημα τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, ἄρα καὶ τῆς ἀσφαλείας. Εἶναι φρόνιμο καὶ ἀπαραίτητο νὰ εἶναι ἡ συνείδησή μας τακτοποιημένη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, γιατί μόνο τότε νιώθουμε εἰρήνη καὶ χαρὰ καὶ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ ἰσχύς, τὸ στερέωμα, ἡ καταφυγὴ καὶ ὁ ρύστης μας. Πηγή: www.imml.gr

Ομιλία του Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, εις την πρότασιν του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;»,

Ομιλία του Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, εις την πρότασιν του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;», την οποίαν είπεν ο Κύριος εις τον Πέτρον.
Ο κατά του Πέτρου έλεγχος, τον οποίον ηκούσαμε σήμερα στο Ιερόν Ευαγγέλιον, μας δίδει αφορμή να ερευνήσωμε με ακρίβεια τα περί της ολιγοπιστίας, η οποία ψυχραίνει τον πόθο της αρετής, και κατακρημνίζει εύκολα στα βάραθρα της αμαρτίας.
Ο ολιγόπιστος διαφέρει από τον πιστό και από τον άπιστο, όπως το χλιαρό νερό από το θερμό και το ψυχρό. Το χλιαρό νερό έχει πυρ συσσωρευμένο μέσα του, αλλά λίγο, το θερμό έχει πολύ, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει πίστη, όμως ολίγη, ο πιστός πολλή, ο άπιστος καθόλου. Το χλιαρό νερό έχει δύναμη, όμως ολίγη, το θερμό έχει πολλή, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει ζήλον, όμως πολύ ολίγον, ο πιστός έχει πολύν, ο άπιστος καθόλου. Γι’ αυτό ο άπιστος, επειδή καθόλου δεν πιστεύει στον Θεό, χωρίς καμία συστολή περιφρονεί τις εντολές Του. Επειδή δεν έχει κανένα ζήλο, δεν λαμβάνει καμία φροντίδα για την κατόρθωση της αρετής, ο δε πιστός, επειδή και θερμώς πιστεύει και πολύν ζήλον έχει, δύσκολα παραβαίνει τις εντολές του Θεού, δύσκολα αμελεί της αρετής τα έργα. Ενώ ο ολιγόπιστος, επειδή διστάζει στα λόγια του Θεού και έχει ολίγον ζήλον, εύκολα περιφρονεί τους θείους νόμους, εύκολα απογυμνώνεται από το επουράνιον ένδυμα της αρετής. Αυτό μας διδάσκει ο λόγος, αυτό μας δεικνύουν τα πράγματα.
Η πίστις κηρύττει ότι ο Θεός, ως άπειρος, είναι πάντοτε πανταχού παρών και πληροί τα πάντα: «εάν αναβώ εις τον ουρανόν, Συ εκεί εί. Εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει. Εάν αναλάβομαι τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου». Ουδείς τόπος κατ’ ουδένα καιρόν, ούτε καν εν ριπή οφθαλμού, μένει στερημένος της παρουσίας του Θεού. Ο πιστός, ο οποίος το πιστεύει αυτό αδιστάκτως, βλέπει με τα όμματα της πίστεως τον Δεσπότην Σαβαώθ ιστάμενον πάντοτε ενώπιόν του. Όθεν είναι πολύ δύσκολο να τολμήσει εμπρός στο πρόσωπο του Θεού να πράξει την αμαρτία. Ποίος, ευρισκόμενος ενώπιον επιγείου βασιλέως, πράττει, δεν λέγω καν αμαρτίαν, αλλά και μικροτάτην ακόμα αταξίαν; Ουδείς. Ο Προφήτης Δαυίδ, ο οποίος είχε τη θερμότητα της πίστεως, έλεγε: «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ». Για τον ίδιον λόγο, ο Πατριάρχης Ιωσήφ απέφυγε τη μοιχεία και εφύλαξε τη σωφροσύνη. Η ασελγής αιγυπτία τον επίεζε: «Κοιμήθητι μετ’ εμού» του έλεγε. Ο δε ‘Ιωσήφ, πιστεύοντας αδιστάκτως ότι ο Θεός είναι ενώπιόν του, αντέκρουσε την πίεση λέγοντας: «Και πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι ενώπιον του Θεού;».
Ο ολιγόπιστος, επειδή με τους σωματικούς μεν οφθαλμούς δεν βλέπει ότι παρίσταται ο Θεός ενώπιόν του, οι δε οφθαλμοί της ψυχής του μυωπάζουν και σχεδόν είναι κλεισμένοι εξ αιτίας της ολιγοπιστίας του, γι’ αυτό εύκολα κλονίζεται και σαλεύεται από τον άνεμο των παθών, εύκολα τον καταποντίζουν τα κύματα της αμαρτίας. Τι συλλογίζεσθε για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη; Άραγε αυτός δεν επίστευε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός τού Θεού; Και βέβαια επίστευε. Διότι, εάν δεν επίστευε, δεν θα τον ακολουθούσε, ούτε θα εγίνετο μαθητής του. Επίστευε, άλλα λίγο. Επίστευε, αλλά εδίσταζε. Γι’ αυτό την ολίγη πίστη του την έσβησε το πάθος της φιλαργυρίας, και έτσι από μαθητής έγινε προδότης. Είχε η Εύα πίστη στον Θεό. Αλλά η πίστη της ήταν ολίγη και χλιαρή. Ο Θεός είπε σ’ αυτήν και στον Αδάμ: «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, αποθανείσθε». Ο όφις της είπε το αντίθετο, δηλαδή, το «ου θανάτω αποθανείσθε, αλλά έσεσθε ως θεοί». Αυτή επίστευσε περισσότερο στα λόγια του όφεως, παρά στα λόγια του Θεού. Κι έτσι η ολιγοπιστία την κατακρήμνισε στην αμαρτία της παρακοής, την απογύμνωσε από τη Θεία Χάρη, και την εξώρισε σ’ αυτή την αθλία γη.
Κατεφρονήθη παντελώς η εργασία της αρετής, ελύθη της αμαρτίας ο χαλινός, καθένας από εμάς χωρίς καμία συστολή και φόβο αμαρτάνει κάθε είδος αμαρτίας. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών αγαθόν, ουκ έστιν έως ενός». Πού οφείλεται αυτό; Στην ολιγοπιστία. Πώς, λέγετε, είμεθα εμείς ολιγόπιστοι; Εμείς καθημερινώς αναγινώσκουμε και κηρύττουμε το Σύμβολον της Πίστεως. Εμείς καθημερινώς κραυγάζουμε μεγαλοφώνως «Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης», και τα υπόλοιπα όσα περιέχει το «Πιστεύω». Είμεθα λοιπόν ολιγόπιστοι; Τα έργα, αδελφοί, και όχι τα λόγια είναι η απόδειξη της πίστεως, καθώς θεοπνεύστως εδίδαξεν ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος. «Δείξον μοι», λέγει, «την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου».
Ποίαν όμως πίστη δεικνύουν τα έργα μας; Αυτά δεικνύουν φανερά ότι είμεθα υπερβολικά ολιγόπιστοι. Όχι τα λόγια, αλλά τα πράγματα κηρύττουν ότι έχουμε πολύ ολίγη πίστη στον Θεό.
Ο Θεός προστάσσει να αγαπούμε τους εχθρούς μας: «εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας: «ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». Υπόσχεται δε σε όποιους αγαπούν τους εχθρούς των και τους ευεργετούν, μεγάλες ανταμοιβές: «και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί του Υψίστου». Εκτός αυτού, μας αναγγέλλει ότι Αυτός φροντίζει για την εκδίκηση εκείνων πού μας αδικούν, αυτός υπόσχεται να τους ανταποδώσει την πρέπουσα τιμωρία. «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος». Ο κόσμος συμβουλεύει το αντίθετο. Κατάτρεχε, λέγει, και βλάπτε, όσον ημπορείς τον εχθρόν σου, διότι εάν τον συγχωρήσεις χωρίς την πρέπουσα εκδίκηση, χάνεις την αξιοπρέπειά σου, όλοι σε καταφρονούν, σου επιτίθενται και σε βλάπτουν με κάθε τρόπο. Και εμείς πειθόμεθα περισσότερο στις συμβουλές του κόσμου παρά στα προστάγματα του Θεού, πιστεύουμε περισσότερο στα λόγια του κόσμου παρά στις υποσχέσεις του Θεού’ όθεν μισούμε τους εχθρούς μας και τους εχθρευόμεθα έως θανάτου. Και για να τους εκδικηθούμε, χρησιμοποιούμε ύβρεις, επιβουλές, συκοφαντίες, καταδρομές, προδοσίες, πληγές, φόνους, κακά μέγιστα και αμαρτήματα φοβερότατα.
Είναι αυτά έργα πίστεως; Όχι, αυτά είναι έργα ολιγοπιστίας, για να μην ειπώ απιστίας. Βλέπε τι έπρατταν οι άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι είχαν θερμή την πίστη στον Χριστόν. Αυτοί, «υβριζόμενοι, ευλογούσαν. Διωκόμενοι υπέμεναν, βλασφημούμενοι παρεκάλουν» τους εχθρούς των να μετανοούν. Βλέπε από τα έργα τι πίστη είχεν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αυτός, λιθοβολούμενος, έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη υπέρ εκείνων που τον λιθοβολούσαν, λέγοντας: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη».
Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας, «πλην τα ενόντα (τα υπάρχοντα δηλαδή) δότε
ελεημοσύνην». Θρέψε, λέγει, αυτόν που πεινά, πότισε αυτόν που διψά, ένδυσε τον γυμνόν, υποδέξου τον ξένον, επισκέφου τον ασθενή, επιμελήσου τον φυλακισμένο». Ο πτωχός, λέγει, είναι αδελφός μου, ο πτωχός με αντιπροσωπεύει, ό,τι κάμεις στον πτωχό, σ’ εμέ το κάμεις: «αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Υπόσχεται στους ελεήμονες αμοιβές εκατονταπλάσιες στον κόσμον αυτό, και βασιλείαν αιωνία στη μέλλουσα ζωή. «Εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». Τα πιστεύεις αυτά;
- Ναι, λέγεις, πιστεύω και ομολογώ.
- Καλώς. Αλλά έπειτα παρουσιάζεται ενώπιόν σου ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο γυμνός, ο ξένος, ο ασθενής, και συ όχι μόνον αποστρέφεις το πρόσωπο σου από αυτόν, αλλά μερικές φορές τον περιφρονείς και τον ελέγχεις. Αυτά είναι τα έργα της πίστεώς σου; Αυτή είναι η πίστις σου; Αυτή δεν είναι πίστις, αλλά ολιγοπιστία. Ο πεπλανημένος λογισμός της φιλαργυρίας σου λέγει: μη δώσεις, για να μη γίνεις και συ πτωχός όπως εκείνος. Ο αψευδής Θεός σου λέγει: εάν δώσεις ένα, λαμβάνεις εκατό. Και συ πιστεύεις περισσότερο στην πλάνη του νοός σου παρά στον Παντοκράτορα Θεό.
Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμός είναι ο κόκκος του σινάπεως, θα φοβόμουν την ημέρα της κρίσεως και την κόλαση που περιμένει αυτούς που αμαρτάνουν, και έτσι θα συνέστελλα τα χέρια μου από την αρπαγή και την αδικία, θα έφευγα μακριά από την ξένη κλίνη, θα εδάμαζα τα πάθη της σαρκός μου, θα απέστρεφα τους οφθαλμούς μου από κάθε αμαρτία. Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμή ήταν η πίστις των Αγίων, θα άπλωνα τα χέρια μου σε ευεργεσίες πτωχών, θα ηγόραζα τον άγιο χιτώνα της σωφροσύνης, θα απέφευγα τη ματαιότητα του κόσμου, θα εφύλαττα τις εντολές του Θεού, και θα έτρεχα αόκνως τον δρόμο της αρετής.
Αλλά προς αυτό αποκρίνονται κάποιοι και λέγουν: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Εμείς επιστεύσαμε και βαπτισθήκαμε, άρα είμεθα σωσμένοι. Ναι, αληθώς. Αλλά γιατί ο ίδιος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλεγξε τον Πέτρον ως ολιγόπιστον; «Ολιγόπιστε», είπε, «εις τι εδίστασας;». Τον ήλεγξε για να μάθωμε ότι άλλο πίστις και άλλο ολιγοπιστία. Πίστιν ονόμασεν ο Κύριος την πίστιν την τελείαν, την μεγάλην, την θερμήν, και η πίστις αυτή ποτέ δεν είναι χωρισμένη από τα καλά έργα. Γι’ αυτό και ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος, έλεγε: «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου». Αυτή είναι η σωτηριώδης πίστις, για την οποίαν ο Σωτήρ είπεν: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Η ολιγοπιστία είναι πίστις νεκρά και πολλές φορές ξένη και εντελώς γυμνή από τα καλά έργα. Είναι αυτή για την οποίαν ο ίδιος Ιάκωβος είπε: «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί».
Εμείς θαυμάζουμε και απορούμε που δεν βλέπουμε σήμερα το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία υπεσχέθη ο Κύριος σε όσους πιστεύουν. «Σημεία» είπε «τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι. Καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν». Ευκολότατα όμως λύεται το θάμβος και η απορία. Διότι ο Κύριος είπεν ότι αυτά τα σημεία θα επακολουθήσουν «τοις πιστεύουσι», όχι «τοις ολιγοπίστοις» . Όταν οι θερμοί στην πίστη ήσαν πολλοί, την εποχή δηλαδή των Αποστόλων και στους μετά ταύτα αιώνες, τότε εγίνοντο καθημερινώς αμέτρητα θαύματα. Σήμερα πολύ ολίγοι είναι αυτοί που έχουν τη θερμή και φλογερή πίστη. Όλοι σχεδόν είναι ολιγόπιστοι. Εάν όμως και σήμερα έχει κάποιος πίστη θερμή σαν τον κόκκο του σινάπεως, «ερεί τω όρει τούτω. Μετάβηθι εντεύθεν εκεί», και μεταβήσεται. Έπαυσε λοιπόν το πλήθος των θαυμάτων, επειδή έσβησεν η θερμότης της πίστεως. «Διατί», είπαν στον Κύριον οι Απόστολοι, «ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν το δαιμόνιον;» «Δια την απιστίαν υμών», τους απεκρίθη ο Κύριος, δηλαδή, «δια την ολιγοπιστίαν υμών». Διότι δεν ήσαν άπιστοι οι Απόστολοι, αλλά ατελείς ακόμη στην πίστη.
Βλέπετε, λοιπόν, αδελφοί, ότι η ολιγοπιστία είναι η ρίζα όλων των κακών, η δε πίστις είναι η ρίζα κάθε αρετής και αγαθοεργίας; Αλλά άραγε ημπορεί ο άνθρωπος να θερμάνει την ψυχράν του πίστη; Ναι, ημπορεί, εάν θέλει. Η πίστις οδηγεί στην αρετή, και η αρετή θερμαίνει την πίστη. Γίνε λοιπόν πράος, ταπεινός, φιλοδίκαιος, εύσπλαχνος, σώφρων, μακρόθυμος, «φρόνιμος ως ο όφις, ακέραιος ως η περιστερά», «οικτίρμων ως ο πατήρ σου ο επουράνιος». Αυτά ανάπτουν στην καρδιά του ανθρώπου εκείνο το πυρ, την πίστη δηλαδή, την οποίαν ήλθε να βάλει ο Ιησούς στη γη, δηλαδή στην καρδία όσων θα πιστεύσουν σ’ Αυτόν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, μονογενή Λόγε του Θεού, Συ είσαι και της πίστεως χορηγός, και της αρετής δοτήρ. Εγώ πιστεύω και ομολογώ ότι Συ είσαι αληθώς ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο οποίος ήλθες εις τον κόσμον για να σώσεις τους αμαρτωλούς, ων πρώτος είμαι εγώ, αλλά η πίστις μου είναι ολίγη και ψυχρά, δεν είναι τόσο θερμή όσον είναι αναγκαίο για τη σωτηρία μου. Προς Σε, λοιπόν, πανοικτίρμων, κλίνω τα γόνατά μου και με δάκρυα, όπως ο πατέρας του παιδιού που είχε το πνεύμα το άλαλον, κράζω και βοώ «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 209 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...