Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 13, 2011

Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,22-34). H ζωή μας τρικυμισμένη θάλασσα

trikimia2.jpg

H ζωή μας τρικυμισμένη θάλασσα

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄν­θρωπος ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ εἶνε καὶ Θεός· εἶνε Θεάνθρωπος. Τὸ κηρύττει τὸ θαῦ­μα ποὺ ἀ­κούσαμε. Ἕνα θαῦμα μεγάλο, τρισ­μέγιστο, ποὺ ἔγινε ἐν συνεχείᾳ τοῦ ἄλλου ἐ­κείνου θαύ­ματος, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦσε τὸ εὐ­αγ­γέλιο τῆς προηγουμένης Κυριακῆς. Ἐκεῖ ἔλεγε, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους μέσα στὴν ἔρημο.

Μετὰ ἀ­πὸ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀνέβηκε στὸ ὄ­ρος νὰ προσ­ευχηθῇ τὴ νύχτα μόνος. Οἱ μαθηταὶ κατ᾽ ἐντολήν του μπήκαν σ᾽ ἕ­να μι­κρὸ πλοῖο τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ἢ θαλάσ­σης τῆς Γαλιλαίας, γιὰ νὰ βγοῦν στὴν ἀ­πέ­ν­αν­τι ὄχθη. Ταξίδευαν μόνοι χωρὶς τὸν Κύ­ριο. Στὴν ἀρχὴ ἦταν γαλή­νη. Ἀλλ᾽ αἴφνης καὶ ἐνῷ κόν­τευε νὰ ξημερώ­σῃ, σηκώθηκε κῦμα δυνα­τό. Τὸ πλοιάριο βασα­νιζόταν καὶ κινδύνευε νὰ καταποντιστῇ. Τότε φάνηκε ἐκεῖ ὁ Χριστὸς νὰ περπατάῃ ἐπάνω στὰ νερά. Φοβερὸ θέαμα. Μόλις τὸν εἶδαν οἱ μαθηταί, ταράχτηκαν καὶ εἶπαν ὅτι εἶνε φάντα­σμα. Δὲν ἦταν ὅμως φάντασμα· ἦταν ὁ ἴδιος.

Ὁ Πέτρος πῆρε θάρρος καὶ λέει· ―Σύ, Κύριε, εἶσαι; Ἂν εἶσαι σύ, πές μου νὰ ᾽ρθῶ κον­τά σου βαδίζοντας κ᾽ ἐγὼ πάνω στὰ νερά. Ὁ Κύ­ριος τοῦ ἔκανε τὴ χάρι. ―Ἔλα, τοῦ εἶ­πε. Κι ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ περπατάῃ πάνω στὰ κύματα. Βλέποντας ὅμως τὸν ἄνεμο δυνατὸ δείλιασε κι ἄρ­χισε νὰ βουλιάζῃ. ―Κύ­ριε, σῶσε με, φωνά­ζει μὲ ἀγωνία. Ὁ Χριστὸς ἁπλώ­νει ἀ­μέσως τὸ χέρι καὶ τὸν πιάνει. ―«Ὀ­λιγό­πιστε», τοῦ λέει, «εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14,31). Καὶ μόλις μπῆ­καν στὸ πλοῖο, ἔγινε γαλήνη. Δόξασαν ὅλοι τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγαν στὸ Χριστό· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ», ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ (ἔ.ἀ. 14,33).

* * *

Αὐτὸ εἶνε μὲ συντομία τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δείχνει, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα· τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα, τὴ γῆ, τοὺς ἀνέμους, τὴ θάλασσα, τὶς λίμνες, τοὺς ποταμούς, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα, τὰ πάντα. Εἶνε ὁ ἐξουσιαστὴς ὅλων.

Κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, μολονότι εἴμεθα πά­νω στὴν ξηρά, ἐν τούτοις ποντοποροῦμε, εἴ­μεθα μέσα σ᾽ ἕνα πλοῖο. Ποιό εἶνε τὸ πλοῖο; Ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Ἀπ᾽ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος μέχρις ὅτου τελειώσῃ τὴ ζωή του, εἶνε μέσα στὸ πλοῖο αὐτό, ποὺ κινδυνεύει ἀπὸ τὰ κύματα, τὰ ἄγρια κύματα.

Ποιά εἶνε τὰ κύματα αὐτά; Ἕνα κῦμα εἶνε ἡ ἀσθένεια· ἐνῷ εἶσαι ὑγι­ής, αἴφνης ἀρρωσταίνεις, πέφτεις στὸ κρεβάτι, κινδυνεύεις νὰ πεθάνῃς· κῦμα πελώριο αὐτό. Θέλεις ἄλ­λο; Νά, ἡ χηρεία· ἐνῷ εἶσαι παντρεμένος, χάνεις τὴ γυναῖκα σου καὶ μένεις μόνος. Τί πλῆ­γμα εἶνε καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα νὰ χάσῃ τὸν ἄν­τρα της καὶ νὰ μείνῃ χήρα μὲ μικρὰ παιδιά! Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ μεγάλο κῦμα ἡ ὀρφάνια. Κῦμα ἀκόμη ἡ ἀνεργία· νὰ εἶνε κανεὶς χω­ρὶς ἀπασχόλησι, νὰ ζητάῃ ἐργασία καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ βρῇ. Κῦμα εἶνε ἡ φτώχεια· νὰ μὴν ἔ­χῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀπαραίτητα νὰ καλύψῃ τὶς ἀνάγκες του. Κύματα ὅμως δὲν εἶνε καὶ ἡ ἀδικία ἢ ἡ συκοφαντία ἢ τὸ διαζύγιο;… Γεμάτη κύματα ἡ ζωὴ αὐτή. Καὶ τέλος τὸ ἀγριώτερο κῦμα· ὁ θάνατος, τὸ ναυάγιο τῆς ζωῆς, ποὺ ἔρχεται νὰ βυθίσῃ τὸ σῶμα μας στὸν τάφο. Ἀλλὰ μιλώντας τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐ­αγγελίου πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι τὸ φοβερώ­τερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ κύματα εἶνε – ποιό; ἡ ἁμαρτία! Ὅποιος ­μέ­νει ἀμετανόητος στὴν ἁμαρτία, εἴτε ὀργὴ καὶ θυ­μὸς λέγεται αὐτὴ εἴτε ἀσέλγεια καὶ πορνεία ἢ μοιχεία εἴτε κλοπὴ εἴτε φόνος εἴτε ἄλ­λο ἔγκλημα, αὐτὸς καταποντίζεται ὄχι στὸν τάφο ἀλλὰ στὸν ᾅδη ψυχικῶς καὶ σωματικῶς.

Τί πρέπει τώρα νὰ κάνουμε, ν᾽ ἀπελπιστοῦ­με; Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Νὰ λάβουμε κ᾽ ἐμεῖς θάρρος καὶ νὰ ἔχουμε ἀκράδαντη πίστι στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἀφήνει. Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει παντοῦ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ βλέπει διαρκῶς στὴ ζωή του· κι ὅταν εἶνε μικρός, κι ὅταν μεγα­λώνει, κι ὅταν φτάνει στὰ γεράματά του, πάν­τοτε βλέπει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο τὰ ἄτομα, ἀλλὰ καὶ σύνολα, οἰκογένειες καὶ ἔθνη καὶ κοινωνίες, βλέπουν τὴν προστασία του.

Ἡ μικρή μας πατρίδα πολλὲς φορὲς στὴν ἱ­στορία της εἶδε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ 1922 στὴ Μικρὰ Ἀσία λ.χ. ἔγινε μεγάλη συμφορά. Ἦρ­θαν οἱ Τοῦρκοι, ἔσφαξαν, σκότωσαν, ἔκαψαν, ἀνέτρεψαν τὰ πάντα, βάφτηκε μὲ αἷμα τὸ κῦ­μα τοῦ Αἰγαίου, ἡ θάλασσα κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν θυμάτων. Ὅλοι ἦταν ἀπελπισμένοι. Ἕνας δὲν ἀπελπίστηκε· ὁ ἐπίσκοπος τῆς Σμύρ­νης, ὁ τελευταῖος ἱεράρχης τῆς πόλεως, ὁ ἐ­θνομάρτυς Χρυσόστομος. Λειτούργησε γιὰ τε­­λευταία φορὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια· «Ὁ Θεὸς δοκιμά­ζει τὴν πίστι μας. Θαρσεῖτε, Ἕλληνες, θὰ ξη­μερώσουν καλύτερες ἡμέρες…». Καὶ ἦρθαν πρά­γμα­τι καλύτερες ἡμέρες. Τὰ 2 περίπου ἑ­κατομμύρια τῶν προσφύγων, ποὺ ἔφυγαν τότε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, δούλεψαν φιλότιμα καὶ ἔκαναν τὴ γῆ νὰ τινά­ξῃ ῥόδα. Μὲ τὸ δικό τους ἱδρῶτα ἡ χώρα μας σὲ λίγο ἔγινε αὐ­τάρκης· τόσο αὐ­τάρκης, ὥστε ἄρ­χισε νὰ κά­νῃ καὶ ἐξ­αγωγὲς ἐκλεκτῶν προϊόν­των της σὲ ἄλλες χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Καὶ μόνο ὑ­λι­κῶς; Καὶ ἐ­θνολογικῶς ἀ­κόμη πολὺ εὐ­εργετήθηκε ἡ χώρα μας. Βγῆκε καὶ ἐδῶ «ἐκ τοῦ πικροῦ γλυκύ», ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ συμφο­ρὰ σημαντικὴ ἐ­θνι­κὴ ὠ­φέ­λεια. Βρέθηκαν δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὰ ἐδάφη της καὶ Τοῦρκοι καὶ Βούλγαροι καὶ Σέρβοι καὶ ἄλλοι, καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπέκτησε θαυμαστὴ ὁμοιογέ­νεια, ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ὁμοιογενῆ κράτη. Νά τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.

Τὰ τίμια καὶ ἀκριβὰ τὸ ξέρουμε κινδυνεύουν.

Καὶ σήμερα ἡ πατρίδα μας δοκιμάζεται. Ὅ­πως στὰ χρόνια τῶν προγόνων μας, ἔτσι καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας δοκιμάζεται μέσα στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα τῶν δι­πλωματι­κῶν ἀπειλῶν καὶ παγίδων. Μόνο ἡ πίστι, ἡ ἀ­κράδαντη πίστι, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα. Ἀρκεῖ ἡ Ἑλλὰς νὰ ἐπαναλάβῃ στὸν Κύριο τὴ φωνὴ τοῦ Πέτρου «Κύριε, σῶσόν με» (ἔ.ἀ. 14,30).

 Καὶ σήμερα ἡ οἰκογένεια ὡς θεσμὸς πλήττεται ἀπὸ τὰ κύματα μοντέρνων ἀντιλήψεων, συνηθειῶν καὶ νομοθετημάτων. Ἡ παιδικὴ ἐγ­κληματικότης βρίσκεται σὲ ἔξαρσι. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἑορτάζει τὸν Αὔγουστο, ἔλεγε· Ὅταν δῆτε νὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκ­κλη­­σιές, θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Καὶ γέμισαν ἤδη ἀπὸ ἐγκληματίες καὶ τρομοκράτες. Αὐτὰ παθαίνει ὅποιος φεύγει ἀπ᾽ τὸ Θεό. Οἱ σύζυγοι, ποὺ βλέπουν τὸ σκάφος τους νὰ κά­νῃ νερά, ἂς γονατίσουν καὶ ἂς φωνάξουν· «Κύ­ριε, σῶ­σε τὸ σπίτι μας, ἅπλωσε τὸ χέρι σου καὶ κράτησέ μας, νὰ μὴ καταποντισθοῦμε!».

 Καὶ ἡ πίστι τοῦ καθενός μας δοκιμά­ζεται σήμερα. Ἔχει ν᾽ ἀντιπαλαίσῃ μὲ ἀνέμους πλά­νης, μὲ ῥεύματα ὀρ­θολογισμοῦ, μὲ καταιγίδες αἱ­­ρέσεων, μὲ κύματα εἰρωνείας, χλεύης, ὀλιγο­πι­στίας. «Κύριε, σῶσε μας», ἂς πῇ ὁ καθένας μας, καὶ «πρόσθεσέ μας πίστι» (ἔ.ἀ. 14,30· Λουκ. 17,5).

* * *

Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ πῶ, ἀγαπητοί μου.

Ὅλοι στὴ ζωὴ αὐτὴ δοκιμάζουμε θλίψεις. Οἱ θλίψεις εἶ­νε τὰ κύματα, ποὺ χτυποῦν τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας καθημερινῶς. Ταξιδεύου­με σὲ τρικυμισμένη θάλασσα. Ἀλλὰ μὴ ἀπελπισθοῦμε· στὸ τέλος μᾶς περιμένει τὸ λιμάνι.

Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς περιφερείας μας συνέβη θάνατος. Πέθανε ὄχι κάποιος γέρος ἀλλὰ μία νέα κοπέλλα εἴκοσι ἐτῶν, στὸ ἄν­θος τῆς ἡλικίας της. Ἦρθε ὁ θάνατος καὶ πῆρε τὴν εὐλογη­μένη αὐ­τὴ κόρη, γιὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς της ἔπλεκαν χρυσᾶ ὄνειρα· τὴν πῆρε, καὶ θλίβεται τώρα ὅλο τὸ χωριό. Θὰ πᾶμε νὰ ψάλουμε ἐκεῖ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, τὴν κηδεία, καὶ νὰ παρηγορήσουμε τοὺς πενθοῦντας. Παρηγορία μας εἶνε ἡ πίστι στὴν κοινὴ ἀνάστασι.

Ὅσοι θέλουμε νὰ σωθοῦμε, ἐδῶ σ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ θὰ περάσουμε θλίψεις, πολλὲς θλίψεις. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ θεόπνευστος λόγος· «Διὰ πολ­λῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22)· γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε δηλαδὴ τῆς οὐρανίου βασιλείας, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ θύελλα θλίψεων. Ἀλλ᾽ ἂς μὴ ἀ­πελπιζώμεθα. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ καὶ μένει πιστὸς σ᾽ αὐτόν, στὸ τέλος καὶ ἀπὸ τὶς θλίψεις θὰ βγῇ ὠφελημένος.

Γι᾽ αὐτὸ ἂς ὑπομένουμε τὶς θλίψεις μὲ ἐλ­πί­δα στὸ Θεὸ καὶ θάρρος στὴ νίκη. Ἕνας πιστὸς ποιητὴς ἔγραψε·

«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου

ποῦ ν᾽ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ,

ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾽ ὁ Θεός μου·

πῶς ἠμπορῶ ν᾽ ἀπελπισθῶ;».

Κι ἂν ὑποτεθῇ ὅτι μὲ ἐγκατέλειψαν ὅλοι, καὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι καὶ γνωστοί, καὶ βρίσκομαι σὲ δύσκολη θέσι καὶ δὲν ἔχω ποῦ νὰ στηριχθῶ καὶ ποῦ νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶνε ὁ Θεός μου, πῶς μπορῶ νὰ ἀπελπιστῶ;

Στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ λοιπόν, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας, νὰ ἔ­χουμε τὴν ἐλ­πίδα μας, τὴν πίστι μας, καὶ ὁ Θεὸς δὲ θὰ μᾶς ἐγκαταλείψῃ ποτέ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Τριποτάμου – Φλωρίνης 16-8-1992)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...