Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

Κυριακή ΙΓ. Λουκά. Λόγοι Μ. Βασιλείου και Μ. Αθανασίου περι ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής.


Α) Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου
Β) Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του Μεγάλου


Λόγοι περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής
«Έτι εν σοι λείπει. Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς,
και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς, και δεύρο ακολούθει μοι»

Α.Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για την σωτηρία μας, όρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενίαν. Ώστε όποιος δεν ημπορεί να υπομείνη το άθλημα της παρθενίας, να έρθη σε κοινωνία γάμου με γυναίκα, γνωρίζοντας ότι θα ζητηθή λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσή του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και ετεκνοτρόφησαν.
Τοιούτος ήταν στην Παλαιά Διαθήκη ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προετίμησε τον Θεόν και εδέχθη να θυσιάση τον μονογενή υιόν του χωρίς οίκτον.
Είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχθή αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν ήκουσε το «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς». Ακόμη μεγαλυτέραν αρετήν επέδειξεν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυίδ και ο Σαμουήλ. Στην Καινή Διαθήκη τοιούτοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι.

Θα ζητηθούν λοιπόν από κάθε άνθρωπον οι καρποί της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθή όποιος παραβή αυτές ή κάποιες από τις άλλες εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», και «oς ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής».

Άραγε το σκέπτεσαι, ότι και στους εγγάμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιον θα ζητηθή από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και εγγάμους. Διότι θα είναι αρκετή, γι’ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνίαν, η παραχώρησις της ακρατείας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ.
Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές, έχουν νομοθετηθή για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευηγγελίζετο τις εντολές του Πατρός, απηυθύνετο προς αυτούς που ζουν στον κόσμο. Και κάποτε που συνέβη να ερωτηθή ιδιαιτέρως από τους μαθητάς του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω».

Μην επαναπαυθής λοιπόν εσύ, που προετίμησες τον γάμον, σαν να έχης δικαίωμα να ζήσης με τρόπον κοσμικόν. Οφείλεις να καταβάλης περισσοτέρους κόπους και προσοχήν για να επιτύχης την σωτηρίαν, αφού εξέλεξες να ζης μέσα στις παγίδες και στο βασίλειον των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις εμπρός στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμίαν αυτών.
Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγης την πάλη προς τον αποστάτην, ούτε θα ημπορέσης να τον νικήσεις χωρίς να κοπιάσης πολύ για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Διότι πώς θα αρνηθής την μάχη προς τον εχθρόν, ενώ ζης μέσα στο σκάμμα της μάχης;
Και αυτό είναι ολόκληρος η γη, στην οποίαν ο εχθρός, όπως διδασκόμεθα από το βιβλίον του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίον να καταπίη. Εάν λοιπόν αρνήσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστήν, να μεταβής σε άλλον κόσμον, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθης πώς να αγωνίζεσαι εναντίον του, διδασκόμενος την τέχνη της πάλης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθής από αυτόν εξ αγνοίας, και παραδοθής στο αιώνιον πυρ.
Και αυτά μεν ελέχθησαν προς τους εγγάμους, εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικόν φρόνημα και αμελούν όσον αφορά στην τήρηση των εντολών του Χριστού.
Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνης συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτόν σου προς υπομονήν των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στην σύγκλητο των μοναχών.
Στην αρχή της αποταγής σου να φερθής με γενναιότητα ώστε να μην παρασυρθής από την σφοδρά συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξης τα θνητά με τα αθάνατα. Και όταν εγκαταλείπης τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτης στους κόλπους των πτωχών, τα ευρίσκεις πολύ επηυξημένα κοντά στον Θεόν.
Όσον αφορά στην ιδική μου ζωήν, και εγώ εδαπάνησα πολύν χρόνον στην ματαιότητα και ηφάνισα όλην σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψη των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας».
Όταν όμως κάποτε, σαν να εξύπνησα από βαθύν ύπνον, έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φως της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστον «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», εθρήνησα πολύ για την ελεεινήν μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθή χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας.
Και μάλιστα πριν από όλα, εφρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίον από την μακροχρόνιο συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστραφή. Διαβάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιον, είδα εκεί ότι το μεγαλύτερον εφόδιο προς τελείωσιν είναι η πώλησις των υπαρχόντων και η διάθεσίς των προς τους πτωχούς αδελφούς, και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωήν αυτήν και το να μην επιστρέφη η ψυχή προς καμμίαν συμπάθεια προς τα παρόντα.

Πράγματι, αυτός που κατέχεται από την σφοδράν επιθυμία να ακολουθήση τον Χριστόν, δεν ημπορεί πλέον να επιστρέψη σε κανένα από τα εγκόσμια ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων. Όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου, τότε έχει θέση και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά─. Ούτε να υποχωρήση στον ανθρώπινον φόβον, όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατώρθωσαν οι άγιοι, ούτε να δειλιάση από τον χλευασμόν των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας, ώστε να νικηθή από την περιφρόνησή των.
Εάν όμως θέλη να γνωρίση ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθον αυτών που ακολουθούν τον Κύριον, ας ενθυμηθή τον Απόστολον, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτόν του και προς ιδικήν μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασισθή δηλαδή στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον.
Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ., φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον φαρισαίος, κατά ζήλον διώκων την Εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος. Αλλά άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι δια τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και θεωρώ πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι’ ον τα πάντα εζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδίσω».
Και πράγματι, για να είπω κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινόν, εάν ο Απόστολος παρομοίασε τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποιαν εποχήν, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινεν ως εμπόδια για την γνώση του Χριστού και την δικαιοσύνην αυτού και για την συμμόρφωσή μας προς τον θάνατον αυτού, τι θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους;
Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσωμε τον λόγο με ιδικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότης να παραθέσωμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσωμε την φοβισμένην ψυχήν, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως: «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναταί μου είναι μαθητής», και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι».
Αλλά και στη παραβολή του εμπόρου είναι, για κάθε συνετόν άνθρωπο, σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί», λέγει «η βασιλεία των ουρανών, ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν».
Είναι πράγματι φανερόν, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθή εδώ ως παρομοίωσις της επουρανίου βασιλείας, την οποίαν ο λόγος του Κυρίου μάς δεικνύει ότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε εάν δεν θυσιάσωμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας, και πλούτον και δόξαν και οικογένειαν και ό,τι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο.
Έπειτα ο Κύριος διεκήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθή το επιζητούμενον, όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες: «Ουδείς δύναται», είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν», και πάλιν, «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Έναν θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξωμε, τον επουράνιον, ώστε σ’ αυτόν να έχωμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδία σου έσται», λέγει ο Κύριος.
Εάν λοιπόν αφήσωμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινον και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάπτεται σ’ αυτά ωσάν σε βόρβορον, η ψυχή κατ’ ανάγκη δεν θα ημπορή να ιδή τον Θεόν ούτε να κινηθή προς επιθυμίαν του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμασθή για εμάς. Την απόκτησιν αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχωμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγή να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζη τον κόπο που τα συνοδεύει.
Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξεν ο λόγος, είναι λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής, και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρωμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεόν.
Είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» και, με λίγα λόγια, μετάθεσις της ανθρωπίνης καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμεν ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Και το ακόμη μεγαλύτερον, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος «δι’ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ων».
Εάν δεν κατορθώσωμε αυτή την ομοίωση, είναι αδύνατον να φθάσωμε στον κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού τρόπον ζωής. Διότι πώς ημπορεί να κατορθωθή η συντριβή της καρδίας, ή η ταπείνωσις του φρονήματος, ή η απαλλαγή από τον θυμόν, από την λύπην, από τις φροντίδες, και με ένα λόγον, από τα ολέθρια πάθη της ψυχής, μέσα στον πλούτο, στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλληση και εξοικείωση με όλα αυτά;
Πράγματι, όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι’ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποία λογική του επιτρέπει να συμπνίγεται, ως από ακάνθες, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας είπε: «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται, και ου τελεσφορούσιν». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.

Β. Πράγματι, τα χρήματα είναι το όργανον του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα την εμπαθή σου τέχνην, δηλαδή την γαστριμαργία και την καλοπέραση, και έτσι θα ημπορέσης ευκόλως να περικόψης τον όγκο των χρημάτων σου. Είναι βαρύ, πιστεύω, ενώ υπάρχει αυτή η τέχνη, να μην υπάρχει το όργανο.
Διότι όποιος δεν απέβαλε το πρώτο, πώς θα ημπορέση να εκδιώξη το δεύτερο; Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Σωτήρ, κατά την συζήτησή του με τον πλούσιο νεανία, δεν τον προστάσσει αμέσως να αποβάλη τα χρήματα, αλλά προηγουμένως τον ερωτά εάν έχη τηρήσει τις εντολές του νόμου. Και όπως θα έκαμε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τον ερωτά: Εάν έμαθες τα γράμματα του αλφαβήτου, εάν εδιδάχθης τις συλλαβές, εάν έχης μάθει τουλάχιστον τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και στην τελειοτάτην ανάγνωση.
Δηλαδή «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι». Και νομίζω ότι εάν δεν έδιδε την διαβεβαίωσιν ότι έχει εκτελέσει αυτά τα οποία του εζητήθησαν, δεν θα τον προέτρεπε προς την ακτημοσύνη. Διότι ποίος θα ημπορούσε να προχωρήση στην ανάγνωσιν, αφού δεν εγνώριζε να συλλαβίζη;

Είναι τέλειον αγαθόν η ακτημοσύνη, για όσους έχουν την δυνατότητα. Αυτοί που την υπομένουν, αισθάνονται στην σάρκα μίαν στενοχωρία, στην ψυχήν όμως έχουν άνεση. Όπως ακριβώς τα στερεά ενδύματα, εάν πατηθούν και περιστραφούν βιαίως, πλένονται και καθαρίζονται, έτσι και η δυνατή ψυχή, με την εκούσια πτωχεία γίνεται πολύ σταθερά.
Αυτοί όμως που έχουν ασθενέστερον λογισμό, παθαίνουν το αντίθετο. Διότι μόλις ολίγον πιεσθούν, καταστρέφονται σαν τα εσχισμένα ενδύματα, χωρίς να ημπορούν να υπομείνουν την πλύση που προξενεί η αρετή. Και ενώ ένας είναι ο τεχνίτης, το τέλος των ενδυμάτων είναι διαφορετικό. Διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνο καθαρίζεται και ανανεώνεται. Θα ημπορούσε λοιπόν κανείς να ειπή ότι η ακτημοσύνη είναι κειμήλιον αγαθόν για όσους έχουν ανδρείον φρόνημα. Διότι αποτελεί χαλινόν των πρακτικών αμαρτημάτων.

Πρώτα όμως πρέπει κανείς να εξασκηθή με τους κόπους. Εννοώ την νηστεία, την χαμαικοιτία και την λοιπήν άσκηση και με τον τρόπον αυτό να αποκτήση αυτήν την αρετή. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, αλλά έσπευσαν αιφνιδίως να απορρίψουν την περιουσία των, ως επί το πλείστον μετενόησαν. Καλή λοιπόν η ακτημοσύνη, γι’ αυτούς που είναι συνηθισμένοι στις αρετές.
Διότι, αφού απέβαλαν όλα τα περιττά, στρέφουν το βλέμμα προς τον Κύριον, ψάλλοντας καθαρώς το Θείον εκείνο λόγιον το οποίο λέγει: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι. Και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία (στην κατάλληλη στιγμή δηλαδή)». Και με άλλον τρόπο πάλιν ωφελούνται από την αποβολήν του πλούτου.
Επειδή δεν έχουν τον νου των στους θησαυρούς της γης, ενδύονται την βασιλεία των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβεια αυτό που λέγει ο υμνωδός Δαυίδ. «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι (δηλαδή υπάκουος και χωρίς απαιτήσεις)».
Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα, κάμνουν την εργασία τους και αρκούνται μόνο στις τροφές που έχουν ανάγκη για να ζήσουν, έτσι και οι εργάτες της ακτημοσύνης, Θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνον για την καθημερινήν τροφήν που χρειάζεται το σώμα. Αυτοί κρατούν το θεμέλιον της πίστεως.
Προς αυτούς έχει λεχθή από τον Κύριο, να μη μεριμνούν για την αύριον, και ότι «τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Σε αυτά τα λόγια εβασίσθησαν, αφού είναι λόγια του Θεού και λέγουν με παρρησία το γραφικόν εκείνο λόγιον: «Επίστευσα, διό ελάλησα».

Αλλά και ο εχθρός, από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλυτέραν ήττα, διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψη. Επειδή οι περισσότερες από τις θλίψεις και τους πειρασμούς προέρχονται από τις χρηματικές ζημίες. Πράγματι, τι έχει να κάμη στους ακτήμονες; Τίποτε. Να κάψη χωράφια; Δεν έχουν. Να αφανίση τα ζώα τους; Ούτε από αυτά διαθέτουν. Να κάμη κακό στα φίλτατά των πρόσωπα; Αλλά και αυτά τα αποχαιρέτησαν προ πολλού. Είναι μεγίστη λοιπόν μάστιγα κατά του εχθρού, και πολύτιμος θησαυρός για την ψυχήν η ακτημοσύνη.

Αυτά σας τα λέγω για να σας ασφαλίσω από τον εχθρόν. Δεν αρμόζουν όμως οι λόγοι μου σε όλους, αλλά μόνον σε αυτούς που επιθυμούν τον μοναχικόν βίον. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι κατάλληλος μία και η αυτή τροφή για όλα τα ζώα, έτσι και σε όλους τους ανθρώπους δεν συμφέρει ο ίδιος λόγος. «Ου δει γαρ οίνον νέον», λέγει, «βαλείν εις ασκούς παλαιούς».
Πράγματι, διαφορετικά διατρέφονται εκείνοι που εμφορούνται από την επιθυμία της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά εκείνοι που γεύονται την ασκητικήν και πρακτικήν ζωή, διαφορετικά δε, κατά την δύναμή τους, εκείνοι που ζουν στον κόσμο και επιδιώκουν τα έργα της δικαιοσύνης.
Όπως δηλαδή από τα ζώα άλλα μεν ζουν στην ξηράν, άλλα στο ύδωρ και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι: άλλοι μεν κατέχουν τον μέσον τρόπον ζωής, όπως τα χερσαία, άλλοι δε ατενίζουν προς τα ύψη ωσάν τα πετεινά, άλλοι δε έχουν καλυφθή από τα ύδατα των αμαρτιών όπως οι ιχθύες.
Διότι λέγει: «Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και κατεπόντισέ με καταιγίς πολλών αμαρτημάτων». Και αυτή μεν είναι η φύσις των ζώων.
Εμείς όμως, αναπτερωμένοι σαν τους αετούς, ας ανέλθωμε στα υψηλότερα και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα». Ας γίνομε κύριοι εκείνου που κάποτε ήταν άρχοντας. Αυτό όμως θα το επιτύχωμε εάν όλην μας την διάνοια την προσφέρωμε στον Σωτήρα.

Ο πόθος αυτής της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεόν των όλων είναι που παρακινεί όσους θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογήν του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης. Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες και, ακολουθώντας το πατερικόν απόφθεγμα: «ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης», καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται αποκλειστικώς στον μεγαλειώδη αγώνα της ενώσεως με τον Θεόν.
Αυτήν την οδόν ηκολούθησαν όλοι οι πατέρες του μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων ας αναφέρωμε τον ηγέτην και καθηγητήν της ερήμου Αντώνιον τον Μέγαν, ο οποίος από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτόν τον προβληματισμό.
Δεν ήταν ακόμη είκοσι ετών όταν, καθώς επήγαινε μίαν ημέρα προς τον ναό, συγκέντρωσε τον νου του και περιπατώντας εσυλλογίζετο πώς οι μεν Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ηκολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε χριστιανοί των Πράξεων επωλούσαν τα υπάρχοντά των και τα έφερναν και τα άφηναν εμπρός στα πόδια των Αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους έχουν ανάγκη, ποία δε και πόση αμοιβή τους αναμένει στους ουρανούς.
Ενώ λοιπόν εσκέπτετο αυτά, εισήλθε στην Εκκλησία, και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμήν εκείνη το Ευαγγέλιον. Ήκουσε τότε τον Κύριο να λέγη προς τον πλούσιον: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ».
Και ο Αντώνιος, επειδή είχε, ως από θείον χάρισμα, ζωντανήν μέσα του την μνήμην των αγίων, σαν να έγινε μόνο γι’ αυτόν το ανάγνωσμα, εξήλθεν αμέσως από την Εκκλησία, και τα μεν κτήματα που είχεν από τους προγόνους του (ήσαν περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα εχάρισε στους συγχωριανούς του, για να μην ενοχλήσουν σε τίποτε αυτόν και την μικρή του αδελφή με την οποίαν έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο των γονέων του.
Όσα δε άλλα είχαν κινητά τα επώλησεν όλα, και, αφού συγκέντρωσε αρκετά χρήματα, τα έδωσε στους πτωχούς, κρατώντας μόνον ολίγα για την αδελφή του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησίαν ήκουσε να λέγη ο Κύριος στο Ευαγγέλιον: «Μη μεριμνήσητε περί της αύριον». Δεν άντεξε τότε να περιμένη άλλο, και αφού εξήλθεν εμοίρασε και εκείνα στους πτωχούς.
Ενεπιστεύθη την αδελφή του σε γνωστές και εμπείρους παρθένους, και αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να ανατρέφεται, ήρχισεν ο ίδιος την ζωήν της ασκήσεως πλησίον της οικίας του, προσέχοντας στον εαυτόν του και ζώντας με καρτερίαν και υπομονήν. Αργότερα, ο πόθος που είχε προς τον Θεόν, τον οδήγησε στην βαθυτέραν έρημον, όπου κατέστη φωστήρ της οικουμένης…
Αλλά και το ότι η φήμη του είχε επεκταθή παντού και εθαυμάζετο μεν από όλους, τον αγαπούσαν δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν ιδεί, είναι γνώρισμα της αρετής του και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος, καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα ούτε από την ανθρωπίνην σοφίαν ούτε από κάποια τέχνην, αλλά μόνον από την θεοσέβειάν του.
Και κανείς δεν ημπορεί να αρνηθή ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού. Διότι ποίος, ενώ ήταν κρυμμένος και διέμενε στο όρος, θα εγίνετο πασίγνωστος και στην Ισπανία και την Γαλλία και την Αφρικήν, εάν δεν είχε μέσα του τον Θεόν, ο οποίος κάνει γνωστούς παντού τους ιδικούς τον ανθρώπους και μάλιστα το είχε υποσχεθή αυτό και στον Αντώνιον από την αρχή;
Και αν αυτοί αποκρύπτουν την ζωή και τις πράξεις των και αν επιδιώκουν να διαφεύγουν της προσοχής των ανθρώπων, ο Κύριος όμως τους προβάλλει ενώπιον όλων ωσάν φώτα, ώστε και με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν όσοι πληροφορούνται περί αυτών, ότι οι εντολές είναι δυνατόν να κατορθωθούν, και έτσι να αυξάνουν τον ζήλο τους για την οδό της αρετής.

Αυτά όλα ας τα ακούσουν και οι άλλοι αδελφοί, για να μάθουν ποίος πρέπει να είναι ο βίος των μοναχών και να πεισθούν ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν», και εκείνους που τον υπηρετούν μέχρι τέλους” όχι μόνον στην Βασιλεία των Ουρανών τους οδηγεί, αλλά και στην παρούσα ζωήν, μολονότι αυτοί κρύπτονται και προσπαθούν συνεχώς να αναχωρούν, τους καθιστά παντού φανερούς και περιβοήτους τόσον για την αρετή τους όσον και για την ωφέλεια που προξενούν στους άλλους.
Και εάν χρειασθή, ας αναγνωσθούν αυτά και στους εθνικούς. Ώστε να αντιληφθούν, έστω και με αυτόν τον τρόπον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όχι μόνον Θεός είναι και Υιός του Θεού, αλλά ότι και εκείνοι που τον λατρεύουν γνησίως και πιστεύουν σ’ αυτόν ευσεβώς, δηλαδή οι χριστιανοί, αποδεικνύουν εμπράκτως ότι οι δαίμονες, τους οποίους αυτοί οι ειδωλολάτρες θεωρούν ως Θεούς, όχι μόνο δεν είναι θεοί, αλλά και καταπατούνται και καταδιώκονται από αυτούς ως πλάνοι και φθορείς των ανθρώπων, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 421 και εξής.

Επιμέλεια Δημήτρης Δημουλάς.
Ορθόδοξη Πορεία

Κυριακή ΙΓ Λουκᾶ (ΙΗ 18-27). (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ    (Λουκ. ιη΄18-27)                          

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

Τί μαζεύομεν;
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας
ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;»

Νοσταλγὸς τῆς αἰωνιότητος ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, πλανᾶται στὰ μονοπάτια τῆς ζωῆς καὶ δὲν ἀναπαύετε, παρὰ μόνον ὅταν εὑρεθῇ πλησίον Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ μακαριότης.  Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν πλούσιον νέον, ποὺ ἦλθε σήμερον εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐρωτᾷ μὲ ἐνδιαφέρον τί πρέπει νὰ κάμῃ διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν.  Βλέπετε, τούς βαθύτερους πόθους τῆς ψυχῆς μας δὲν ἡμποροῦμεν νὰ τοὺς ἱκανοποιήσωμεν μὲ ὅ,τι μᾶς δίδει ἡ παροῦσα ζωή.  Δηλαδὴ μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, δόξαν, ἀπολαύσεις..... Ὅλοι μας ἔχομεν μέσα μας τὸν πόθον καὶ τὴν βαθεῖαν νοσταλγίαν τοῦ χαμένου παραδείσου, ἀλλά, συχνά, δέν ξέρομεν πῶς νὰ τὰ ἱκανοποιήσωμεν.
Ἄς ἴδωμεν, λοιπὸν, τί ἀπαντα ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτῆν τοῦ πλουσίου νεανίσκου.

1.«Τ ὰ ς   ἐ ν τ ο λ ὰ ς   ο ἶ δ α ς....»
Ξέρεις, τοῦ λέγει, τίς δέκα ἐντολές ποὺ ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους.  Καὶ ὁ Κύριος, διὰ νὰ τὸν διευκολύνῃ, τοῦ ἀπαριθμεῖ μερικάς. «Μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».
Ὁ νέος περιχαρὴς ἀπήντησεν: «Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχω τηρήσει ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια.  Σὲ τί ἄλλο ἀκόμη ὑστερῶ;»
Νὰ σταματήσωμεν, ἀγαπητέ μου ὀλίγον εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ.
Πρώτη, λοιπόν, προϋπόθεσις εἶναι ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, βέβαια, μία χονδροειδὴς καὶ ἐπιπόλαια ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος.  Δὲν φθάνει αὐτό.  Ὁ θεῖος νόμος ἔχει καὶ βάθος καὶ πλάτος ἀπέραντον.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀγκαλιάσῃ ὅλας τὰς ἐντολάς.  Εἰς ὅλη των τὴν ἔκτασιν.  Δὲν φθάνει, δηλ. νὰ μὴ σκοτώσῃ κανείς, ἤ νὰ μὴ κλέψῃ μεγάλα ποσά, ἤ νὰ μὴ διαπράξῃ ἀνηθικότητας, διὰ νὰ εἶναι ἐν τάξει μὲ τὸν Θεόν.
Δὲν φθάνει.  Καὶ πολλοὶ, δυστυχῶς, κάμνομεν αὐτὸ τὸ λάθος.  Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ δικαιώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας, διότι δὲν ἐπέσαμε εἰς πολὺ σοβαρὰ παραπτώματα. «Τί ἔκαμα», σοῦ λέγει, «διὰ νὰ μετανοήσω; Εἶμαι καλὸς Χριστιανός, καλύτερος ἀπὸ τόσους ἄλλους».  Καὶ ὅμως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ εὐρήτερος ἀπὸ ὅ,τι νομίζομεν ἡμεῖς.
Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα ἁμαρτήματα, ἐπίσης σοβαρά, ποὺ λησμονοῦμεν. Ὅταν εἰς τὰς συναλλαγὰς μας δὲν εἴμεθα ἀπολύτως δίκαιοι·  ὅταν δὲν φροντίζωμεν νὰ ἐπιτελοῦμεν τὸ καθῆκον μας μετὰ τῆς ὀφειλομένης προθυμίας καὶ ἀκριβείας· ὅταν ὡς γονεῖς δὲν καταβάλλωμεν τὰς ἀναγκαίας φροντίδας διὰ τὴν χριστιανικὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν παιδιῶν μας· ὅταν οἱ διδάσκαλοι τῆς νεότητος ἀμελοῦν καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τὸν ἠθικὸν ἐξοπλισμὸν τῶν αὐριανῶν στελεχῶν τῆς κοινωνίας· ὅταν ὁ ἄλλος συκοφαντῇ καὶ διασύρῃ τὴν ὑπόληψιν τῶν ἀδελφῶν του· ὅταν δηλητηριάζεται ἔπειτα ἡ σενεργασία τῶν συνεργατῶν ἀπὸ τὴν πικρίαν καὶ τὴν χολὴν, ποὺ ξεχύνει ὁ Α ἤ ὁ Β, χωρὶς λόγον πολλὲς φορές· ὅταν τὰ παιδιὰ ἀδιαφοροῦν ἀδικαιολογήτως διὰ τὴν συντήρησιν τῶν γονέων, ὅταν.. ὅταν....., τί εἶναι αὐτά; Δὲν εἶναι παραβάσεις;

Πιθανὸν νὰ μὴ συνεπάγωνται δικαστικὴν δίωξιν· πιθανὸν νὰ μὴ φαίνεται, ὅτι ἔχουν ὡς συνέπειαν πληγὰς καὶ αἵματα.  Εἶναι ὅμως παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, βαρύταται συχνὰ, αἱ ὁποῖαι καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπον ἔνοχον καὶ ὑπόδικον ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ.
Παραβάσεις ἀκόμη εἶναι καὶ αἱ ἁπλαῖ παραλείψεις τῶν καθηκόντων. Ὁ Χριστιανικὸς νόμος εἶναι πολὺ εὐρύτερος ἀπὸ ὅσον νομίζουν πολλοί.
Ἠμπορεῖ νὰ μὴ ἔβλαψα ἀλλ’  ἄν δὲ σὲ ἀγαπῶ εἶμαι ἔνοχος. Ἠμπορεῖ νὰ μὴ σὲ κατηγορῶ· ἀλλὰ ἄν δὲν σὲ ὑπερασπίζωμαι, ὅταν οἱ ἄλλοι σὲ κατηγοροῦν ἀδίκως, εἶμαι ἔνοχος. Ἠμπορῶ νὰ μὴ σοῦ βάζω φωτιὰ στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἄν δὲν πιάσω τὸ χέρι τοῦ ἐμπρηστοῦ, ἐνῷ μπορῶ, εἶμαι ἔνοχος καὶ συνένοχος.
Περιορίζομεν, λοιπόν, πολὺ τὸν κύκλον τῶν παραβάσεων καὶ στενεύομεν ὑπερβολικὰ τὴν ἔκτασιν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.  Καὶ ὅμως, διὰ νὰ κατακτήσωμεν τὴν αἰωνιότητα, ἀπαιτεῖται πιστὴ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Πιστή.  Ναί. Ἀλλὰ καὶ ὡλοκληρωμένη. Εἴς ὅλα τὰ σημεῖα. Νὰ μὴ ὑπάρχῃ πουθενὰ ἀδυναμία.  Πουθενὰ ρωγμή. Ὁ Κύριος, αὐτὸ διέβλεψεν εἰς τὸν σημερινὸν νέον τοῦ Εὐαγγελίου.  Παρεδέχθη μέν, ὅτι εἶχε φυλάξει ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας τὰς ἐντολάς, ἀλλὰ ἤθελε νὰ τοῦ εἰπῇ, ὅτι δὲν ἦτο ὡλοκληρωμένη ἡ νίκη του.  Γι’ αὐτὸ συνέχισε:

2. «Ἔ τ ι  ἕ ν  σ ο ι  λ ε ί π ε ι...»
Ναί, συμφωνῶ, ὅτι ἐτήρησες αὐτὰς τὰς ἐντολάς, πού σοῦ ἀνέφερα. Ἀλλὰ, ξέρεις, κάτι σοῦ λείπει, πού δὲν σὲ ἀφήνει νὰ ὁλοκληρώσῃς τελείως τὴν ἐφαρμογήν.  Πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου, μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχούς καὶ ἔπειτα ἀκολούθησέ με. Ἄλλους θησαυροὺς θὰ σοῦ χαρίσω τότε. Αἰωνίους.
«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».  Κρῖμα!  Εἶχε τηρήση τὰς ἐντολάς.  Δὲν εἶχεν ὅμως νικήσει τελείως τὸ κακόν.  Δὲν εἶχεν ἄλλα ἐλαττώματα.  Μίαν μόνον ἀδυναμίαν εἶχε.  Τὴν φιλοχρηματίαν. Ἡ καρδιά του ἦτο δεμένη ἐκεῖ. Ἔφθασε τὸ πάθος αὐτὸ νὰ τὸν καταστρέψῃ. Ἔχασε τὴν αἰωνιότητα, τὴν ὁποίαν ἐζήτησεν. Ἀπὸ ἕνα μόνον ἐλάττωμα.

Ἀδελφέ μου. 
Ἴσως ἀγωνιζόμεθα καὶ ἡμεῖς νὰ ἐφαρμόσωμεν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.  Καὶ ἀπαλλασσόμεθα ἀπὸ συνήθειες τοῦ παρελθόντος.  Καὶ κόβομεν ἐλαττώματα.  Πολλά.  Καί μεγάλα.  Καί, αἴφνης, κάποια ἀδυναμία, κάποιο σχοινί, μᾶς κρατεῖ δεμένους μὲ τὸ παρελθόν, δὲν μᾶς ἀφήνει τελείως ἐλευθέρους.  Γιὰ τὸν ἕνα εἶναι ἡ φιλοχρηματία· γιὰ τὸν ἄλλον εἶναι ἡ φιληδονία καὶ ἡ ἀνηθικότης· γιὰ τὸν τρίτον εἶναι ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ ἀρχομανία· γιὰ τὸν τέταρτον ὁ φθόνος καὶ ἡ ζηλοτυπία·  γιὰ τὸν πέμπτον ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή.  Γιὰ τὸν ἄλλον κάτι ἄλλο.... Ἕνα σχοινάκι εἶναι. Ἄν τὸ κόβαμε!
Πόσες φορὲς πικραθήκαμε διὰ τὴν ἀδυναμία μας αὐτὴν !  Πόσα δάκρυα ἐχύσαμε !  Πόσες φορὲς ἐπήραμε τὸ ψαλίδι, τὴν ἀπόφασιν, νὰ ἀπαλλαγοῦμε, νὰ κόψωμεν αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν ! Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν... -ἀλλοίμονον! – μᾶς ἔπεφτε τὸ ψαλιδι ἀπὸ τὰ χέρια.  Δὲν εἴχαμε τὴν δύναμι.  Μᾶς νικοῦσεν ἡ συνήθειαν.... Μᾶς νικοῦσε...
Θέλομεν νὰ εἴμεθα καὶ μὲ τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὴν ἀδυναμίαν.  Ὅπως ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν γίνεται ὅμως αὐτό.  Δὲν γίνεται. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6,24).  Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμεθα μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὴν ἁμαρτία. Ἄν δὲν κόψωμεν τὸ σχοινί, τὸ ἕνα, δὲν μᾶς ὠφελεῖ ὅτι ἐκόψαμε τὰ ἄλλα.
Διότι εἴτε μὲ ἕνα, εἴτε μὲ 100 σχοινιὰ εἶσαι δεμένος μὲ τὸ κακόν, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ ἴδιο· δεμένος πάντως εἶσαι, αἰχμάλωτος. «Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰάκ. β΄10), σημειώνει ὁ θεῖος Ἰάκωβος. Εἴς ἕνα νὰ πταίσῃς, εἶναι σὰν νὰ ἔπταισες εἰς ὅλα.  Εἶσαι παραβάτης εἰς ὅλα.  Καὶ ἡ ζημία εἶναι ἀφάνταστη.  Τρομερή !  Χάνει κανεὶς τὴν αἰωνιότητα.  Δηλαδὴ τὸ πᾶν. Ἔτσι συνέβη μὲ τὸν νεόν τοῦ Εὐαγγελίου.  Καὶ μὲ τόσους ἄλλους στὴ ζωή.  Δυστυχῶς, καὶ μὲ τόσους ἄλλους !
3. «Τ ὰ  ἀ δ ύ ν α τ α   π α ρ ὰ   ἀ ν θ ρ ώ π ο ι ς...»
Ὅταν ἔφυγεν ὁ νέος, λυπημένος διότι τοῦ ἐζητήθη μιὰ τέτοια θυσία, ὁ Κύριος εἶπε μὲ παράπονον: «Πόσον δύσκολον πρᾶγμα εἶναι νὰ κερδίσουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ χρήματος !  Εἶναι εὐκολώτερον πρᾶγμα νὰ περάσῃ μιὰ γκαμήλα ἀπὸ τὴν μικρὰν τρύπα, ποὺ ἀνοίγει μιὰ βελόνα, παρὰ νὰ εἰσέλθῆ ἕνας πλούσιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Ἀλήθεια, δύσκολο πρᾶγμα νὰ νικήσῃ κανεὶς τὰ ἐλαττώματά του.  Νὰ κόψῃ τὸ σχοινί, εἴτε αὐτὸ λέγεται φιλοχρηματία εἴτε ἄλλη ἀδυναμία.  Βλέπετε, συνηθίζομεν ἔτσι. Χρόνια ὁλόκληρα. Ἔπειτα, μᾶς φαίνεται ἀκατόρθωτον. Αὑτὴν τὴν δυσκολίαν εἶδαν καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ νεανίσκου, καὶ εἶπαν: «Καὶ τίς δύναται σωθῆναι;»
Ποιός ἠμπορεῖ νὰ καυχηθῇ, ὅτι μὲ τὰς ἀσθενεῖς ἀνθρωπίνας δυνάμεις θὰ κατορθώσῃ νὰ σωθῇ; Χρειάζεται μεγάλη δύναμις, διὰ νὰ ὑπερπηδήσωμεν τὰ ἐμπόδια, νὰ νικήσωμεν τὰς ἀδυναμίας μας, νὰ κόψωμεν τὰ ἐλαττώματά μας ὅλα.
Δρόμος ἀνηφορικὸς καὶ δύσβατος καὶ γεμᾶτος ἐμπόδια καὶ χαράδρες καί κινδύνους εἶναι ἡ ζωή.  Καὶ τά χάνει ὁ ἄνθρωπος. «Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».  Αὐτὴν τὴν ἀπάντησιν ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τὴν ἀνήσυχον ἐρώτησιν τῶν μαθητῶν. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ φαίνεται ἀκατόρθωτον εἰς τὴν ἀνθρωπίνην προσπάθειαν, ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ζητήσῃ τὴ βοήθεια τοῦ «ἰσχυροῦ βραχίονος» ὁλοψύχως. Ἔρχεται τότε ὁ Κύριος.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται δυνατός. Ἀπαλλάσσεται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ δεσμά, κρύβει τὰ σχοινιά, ἐξαγιάζεται, σκορπᾷ γύρω του ἀγάπην καὶ καλωσύνην, παύει νὰ λατρεύῃ εἴδωλα, προχωρεῖ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς σταθερά, φθάνει εἰς τὴν κορυφὴν νικητής.
Ἔτσι ἐνίκησαν οἱ ἅγιοι, παλαιοὶ καὶ σύγχρονοι. Ἔτσι ἐκέρδισαν τὸν μεγαλύτερον ἀγῶνα εἰς τὴν ζωὴν οἱ μαχηταί.  Τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι κατέκτησαν τὴν αἰωνιότητα. Μὲ τὸν προσωπικόν των ἀγῶνα. Ἀλλά, κυρίως, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ (Φιλιπ. δ΄ 13), διακηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος.
Γεμάτη ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ νικητάς, Ἀπὸ στεφανωμένους ἀγωνιστάς. Ὅλοι, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐπέτυχαν νὰ κατακτήσουν τὴν αἰωνιότητα.
Γιατί νὰ μὴ εἴμεθα καὶ ἡμεῖς μεταξὺ αὐτῶν; Ἠμποροοῦμεν.  Καὶ πρέπει νὰ εἴμεθα.  Θὰ εἶναι τρομερὸν νὰ χάσωμεν τὸ στεφάνι τῆς αἰωνιότητος. Θὰ εἶναι· τρομερόν !

Ἀγαπητοί,
Ἦταν, κάποτε ἕνας, πού ἐμάζευε μὲ τὸ δίχτυ του (ἀπόχη) σ’ ἕνα δάσος πολύχρωμες πεταλοῦδες. Πολὺν καιρὸν ἔκαμεν τὸ πρᾶγμα αὐτό. Εἶχα μαζέψει ἑκατοντάδες.  Νεκρὲς πιὰ τὶς ἐτοποθετοῦσε μεταξὺ τῶν σελίδων ἑνὸς εἰδικοῦ βιβλίου. Ἦταν τὸ καμάρι του. Ἐπέρασαν χρόνια.... Οἱ πεταλοῦδες εἶχαν ξεραθῇ.  Μιὰ μέρα ὅμως τοῦ ἔπεσε τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀπὸ τὰ χέρια στὸ πάτωμα.  Τὰ ξερὰ τότε φτερὰ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς πολύχρωμες πεταλοῦδες ἔγιναν σκόνη, ποὺ σκορπίσθηκε γύρω.  Καὶ τὸ βιβλίον μὲ τὸν πολύτιμον «θησαυρὸν» ἔμεινε.... ἀδειανό.
Τόσοι κόποι, τόσων ἐτῶν, χαμένοι ! ... Τόσοι κόποι !  Μήπως ἀληθεια, παθαίνωμεν καὶ ἐμεῖς τὸ ἴδιο; Ὁ ἕνας ἠμπορεῖ νὰ μαζεύῃ χρήματα, ὁ ἄλλος δόξαν, ὁ τρίτος διασκεδάσεις.  Καμμία φροντὶς διὰ τὴν αἰωνιότητα! Ὅταν ὅμως θὰ ἔλθῃ κάποτε ἡ ὥρα καὶ θὰ πέσῃ μὲ τὸν θάνατον τὸ βιβλίον μας στὸ χῶμα, τὶ θὰ μᾶς μείνῃ τότε; Σκόνη καὶ μηδέν; !.... Ὀδυνηρόν !  Ἄδικα ἡ ψυχή μας θὰ περιμένῃ τοῦ Θεοῦ τὴν αἰωνίαν μακαριότητα;
Ἀδελφέ, κοίτα κάτω τὸ πεσμένο βιβλίο μὲ τὶς πεταλοῦδες.  Μήπως καὶ ἀπὸ ἡμᾶς μερικοὶ μαζεύουν στὴ ζωή τους νεκρές, ἄχρηστες πεταλοῦδες; Ἀληθεια, μήπως; 

«Τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Κυριακή ΙΓ΄Λουκά)

 
Του πρ. Επισκ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, Αθαν. Γιέβτιτς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Ευαγγέλιο, από τόσους που μνημονεύονται και αναφέρονται, κανείς δεν έχει θέσει τέτοια ριζική, οριακή, θα έλεγα, ερώτηση στον Χριστό, όσον ένας νέος.  Σημειώνουν οι Ευαγγελιστές ότι προσήλθε στον Χριστό ένας νέος και του έθεσε την πιο μεγάλη, την πιό ριζική, την πιο οριακή ερώτηση:
«Διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τί να κάνω να κερδίσω, να έχω τη ζωή την αιώνια; Βέβαια προσήλθε προς τον Χριστό ως, ένα μεγάλο σοφό διδάσκαλο, γι’ αυτό ο Χριστός του απάντησε: «Γιατί με λέγεις αγαθόν, μόνον ο Θεός είναι αγαθός». Του υπενθυμίζει την ιδιότητα του Θεού και με αυτόν τον τρόπο σαν να του λέει, «μήπως θέλεις να πιστέψεις ότι είμαι και πάρα πέρα από σοφός διδάσκαλος;». Εν πάσει περι­πτώσει, η ερώτηση αυτή είναι η πιο ριζική ερώτηση σ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητος. Και ο νεαρός δεν ρώτησε  από εγωισμό, «Κύριε, τί να κάνω για να ζήσω αιώνια», αλλά διότι είναι το πιο φυσικό πράγμα στο νέο άνθρωπο να ζητήσει πλήρες νόημα και περιεχόμενο της ζωής.
 Η ζωή αυτή στον κόσμο και κυρίως όπως την ζει ο νέος άνθρωπος, σαν να ανοίγει μόνον τις ορέξεις για τη ζωή. Και στην συνέχεια έρχεται η ζοφερή πραγματικότητα και σαν να δηλητηριάζει αυτές τις αγνές ορέξεις, εφέσεις, επιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ελπίδες που έχει ο άνθρωπος. Όλα αυτά σαν να τον ερεθίζουν, σαν να αυξάνουν την πείνα και τη δίψα του, σε σημείο που όλος ο κόσμος δεν φθάνει να τις χορτάσει. Γι’ αυτό, είναι φυσική η ερώτηση του νέου, «τί να κάνω για να έχω ζωήν αιώνιον;». Διότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για τη ζωή την αιώνιο. Γι’ αυτό ο θάνατος είναι τόσο τραγικός για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Και οι Χριστιανοί, όταν παραδέχονται τον βίαιο θάνατο για τον Χριστό, όπως οι Μάρτυρες, ή τον εκούσιο θάνατο, όπως οι Όσιοι, τον παραδέχονται επειδή ακριβώς έχουν μεταβεί ήδη από αυτή τη ζωή  στην αιώνια ζωή. Ο θάνατος είναι μια μετάβαση, θλιβερή όμως και αυτή, διότι μας υπενθυμίζει τη δυνατότητα ότι μπορούμε να πεθάνουμε, ότι μπορούμε να χάσουμε και το Θεό και την αιώνια ζωή και τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας.
Ίσως δεν είναι αυτή η ώρα κατάλληλη να μιλήσω περισσότερο, αλλά, εν πάσει περιπτώσει, και στην ψυχανάλυση του Φρόυντ και  στην κοινωνιολογία του Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ότι ο θάνατος είναι ένα παράλογο, διότι κατ’ αρχήν κόβει τις δημιουργημένες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και κυρίως την αγάπη. Κόβει και  απονοηματοποιεί.
Η αγάπη, ως η πιο δυνατή σχέση στην ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη, διεκδικεί για τον εαυτόν της αθανασία, αιωνιότητα. Γι’ αυτό και θλίβεται ο άνθρωπος όταν έρχεται ο θάνατος, που απειλεί αυτή τη σχέση, αν όχι και την κόβει, για εκείνους που δεν πιστεύουν. Επομένως, αν ο άνθρωπος έχει μέσα του και δύναμη και έφεση αγαπητική, και αυτή η αγάπη διεκδικεί από τη φύση της αιωνιότητα, την μη διακοπή, την αφθαρσία, την αθανασία δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για αιωνιότητα.
Απ’ αυτό προήλθαν όλες των ανθρώπων οι επιθυμίες, οι δόξες, οι θρησκείες, οι προσδοκίες για την αιώνια ζωή. Ας έχουν πάρει πολλές απ’ αυτές διαφορετική ερμηνεία, θα έλεγα λάθος ερμηνεία, αλλά ως επιθυμίες είναι αγνές και γνήσιες. Ακόμη και σε εκείνους που δεν πιστεύουν στο Θεό, η αίσθηση της δυνάμεως, της προοδευτικότητας του ανθρώπου, της ελπίδας, της προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος και πίστεως ότι μπορεί να γίνει καλύτερο μέλλον, είναι δεδομένο,  δοσμένο από τον φιλάνθρωπο Θεό στον άνθρωπο, για να θυμάται ότι είναι φτιαγμένος για την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό, η ερώτηση του νέου στο ευαγγέλιο ήταν η πιο ριζική, η οριακή ερώτηση: «τί πρέπει να κάνω για να έχω ζωήν αιώνιον;»
Ο άνθρωπος είναι καλεσμένος ήδη με την ύπαρξή του (με την είσοδό του στον κόσμον και τη ζωή αυτή)  στην αιώνια ζωή. Αλλά τί είναι αιώνια ζωή, τί περιεχόμενο θα έχει; Δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό κήρυγμα, ή, με τα λόγια τα σημερινά, μια προπαγάνδα για να ξεγελούμε τους ανθρώπους, αλλά είναι μία κλίση  στην πιο βαθειά διαίσθηση που έχει ο άνθρωπος για ζωή, άλλα ζωή «εν κοινωνία», ζωή προσώπων, αδελφών εν αγάπη. Και αυτή είναι ακριβώς η Εκκλησία του Χριστού, και σ’ αυτό μας καλεί ακριβώς η θεία Λειτουργία ως μία πρόγευση, ως μία προετοιμασία, ως μία προειδοποίηση. Έτσι κάπως θα είναι η αιώνια ζωή, όλοι μαζί με αγάπη, αδελφοί, σε χαρά, σε πανηγύρι.
Αποτελείται η κοινωνία και μπορεί να αποτελείται μόνον από πρόσωπα· και όσο πιο ανεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιο καλή κοινωνία. Κι’ από την άλλη μεριά, τα ανθρώπινα πρόσωπα αναπτύσσονται και ζουν φυσικά μόνον «εν κοινωνία». Ένας ατομισμός (το κάθε άτομο για τον εαυτό του), μία ιδιοτέλεια, ένας εγωισμός δεν δημιουργεί κοινωνία προσώπων. Γι’ αυτό η αγάπη (και ο Θεός είναι αγάπη, ο Χριστός είναι αγάπη) είναι αλληλοπεριχώρηση, αλληλοπληροφορία (με την πρωταρχική έννοια της λέξεως πληροφορία, ότι κυκλοφορεί, φορείται μέσα μας πλήρως ένα περιεχόμενο, που λέγεται αγάπη), αλληλοδιείσδυση· είναι αλληλοπεριχώρηση των προσώπων «εν κοινωνία», και της κοινωνίας της αγάπης «εν τοις προσώποις». Γι’ αυτό, όταν λέμε ως Ορθόδοξοι ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Θεού, ή ο Θεός τον έχει δημιουργήσει κατ’ εικόνα Του, είναι κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος, που είναι η κοινωνία Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, κοινωνία αγάπης (γι’ αυτό λέγεται ο Θεός αγάπη), και ο άνθρωπος είναι καλεσμένος σ’ αυτήν την κοινωνία.
Θυμάμαι ένα φίλο μου που είχε έναν αδελφό θα έλεγα λίγο άρρωστο, λίγο πολύ απασχολημένο με τον εαυτόν του, που αγνόησε το σπίτι του, τους συγγενείς, τους φίλους και κινδύνευσε να χάσει την ψυχική του υγεία. Πίστευε βέβαια στο Θεό, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι και τον Θεό τον χρησιμοποιούσε για τον εαυτόν του, για ένα σκοπό του εαυτού του. Του είπε μία ημέρα ο φίλος μου (είναι μεγάλος ο λόγος αυτός): « Αδελφέ μου, ξέχασες ότι είμαστε καλεσμένοι σε μία μεγάλη, αιώνια σύναξη, σε μία σύνοδο, να είμαστε όλοι μαζί και να ασχολούμεθα όλοι με όλους με αγάπη, και όχι ο καθένας με τον εαυτό του;» Είμαστε καλεσμένοι στην Εκκλησία. Μη ξεχνάμε τη μεγάλη σοφία των σοφών  Ελλήνων που αυτή τη λέξη βρήκανε να μιλήσουν για την εκκλησία του δήμου, τους καλεσμένους πολίτες μίας πόλεως να λάβουν μέρος σε μία κοινή υπόθεση.  Η εβραϊκή λέξη που μεταφράσθηκε στα ελληνικά ως συναγωγή είναι το ίδιο. Πάρθηκε λοιπόν η ελληνική λέξη ως πιο κατανοητή, αλλά το ίδιο περιεχόμενο έχει, μόνον που ο Χριστός είναι εκείνος που μας καλεί, και καλεί τους πολίτες που όλοι είναι ίσοι, που όλοι είναι αδέλφια· όλοι έχουμε και δικαιώματα και ευθύνες, όλοι μετέχουν σ’ αυτή την κοινή σύναξη, την σύνοδο αυτή. Αυτό είναι η Εκκλησία. Αλλά ο Χριστός, όταν καλεί, καλεί πια ως Θεός που έγινε άνθρωπος, που έχει φανερώσει εδώ, απτά, προσιτά σε μας, το Θεό. Έχει γίνει αληθινός άνθρωπος για να μας αναγάγει στην αιώνια πια και άφθαρτη κοινωνία, στην Εκκλησία, αλλιώς, φθείρεται ο κόσμος, φθείρεται η ύπαρξή μας, φθείρεται το σύμπαν. Μόνον ο Θεός μπορεί να δώσει αφθαρσία και αθανασία. Γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός, να μας αναγάγει  στην αιώνια σύναξη, στην αιώνια σύνοδο, στην αιώνια Εκκλησία, και εκεί θα είναι το πλήρωμα της ζωής, η χαρά, η πανήγυρις, η θεία Λειτουργία στην αιωνιότητα, όπου όλοι με όλους θα συναντηθούμε ενώπιον του Θεού και μαζί με το Θεό και με τους ανθρώπους. Όλοι επικοινωνούμε και αναδεικνύεται το πρόσωπο του καθενός, διότι είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο·  όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο ένα και μόνο πρόσωπο ενός ανθρώπου· ταυτόχρονα όμως αναδεικνύεται σε κοινωνία με άλλα πρόσωπα, με αγάπη, διότι η αγάπη εξισώνει όλους, όπως εξίσωσε το Θεό με τους ανθρώπους.
Κι’ αυτό ο Χριστός με πολύ απλά λόγια το είπε στο Ευαγγέλιο. Όλο το Ευαγγέλιο έχει την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον και σαν σήμα, σαν σημείο φανερώνεται ο Σταυρός. Είναι πολύ απλά αυτά, αλλά τόσο αληθινά. Ο Σταυρός έχει δύο ξύλα που τον δημιουργούν, ένα κάθετο, είναι η αγάπη προς το Θεό, και ένα οριζόντιο, είναι η αγάπη προς τον πλησίον. Εάν αφαιρέσουμε το οριζόντιο δεν έχουμε Σταυρό, έχουμε ένα δοκάρι. Εάν αφαιρέσουμε πάλι το κάθετο δεν έχουμε Σταυρό. Μόνον οι δύο αγάπες αποτελούν την ουσία του Χριστιανισμού αλλά και την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Είναι πάρα πολύ ανθρώπινα αυτά, μία ανθρωπιά πρωταρχική και για όλη την αιωνιότητα. Να έχουμε σχέση με το Θεό και με τους άλλους· έτσι οικοδομούμεθα ως πρόσωπα, αλλά και ως κοινωνία.
Έτσι, το Ευαγγέλιο είναι πολύ απλό, αλλά είναι πράγματι για την αιώνια ζωή. Διότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μία δέσμη πρωταρχικών αληθινών σχέσεων, προσωπικών σχέσεων. Γι’ αυτό μιλάει για Πατέρα, για Υιό, για φίλους, για οικογένεια, για σπίτι. Έτσι είναι κατανοητό και σε απλά παιδιά· και δεν είπε τυχαία ο Χριστός ότι θα γίνουμε όλοι σαν παιδιά. Ο μόνος στην ιστορία της ανθρωπότητας που απευθύνεται προς τα παιδιά είναι ο Χριστός, διότι ήξερε γιατί είναι δημιουργημένα, και τι δυνάμεις έχει η παιδικότητα και η νεότητα, τι γνησιότητα έχει για να διψάει την αιώνια ζωή. Εγώ προέρχομαι από μία γειτονική, αδελφική χώρα, στην οποία προσπάθησαν να αλλάξουν την πορεία των ψυχών των ανθρώπων, κυρίως δε των νέων. Σήμερα, δόξα σοι ο Θεός, οι νέοι είναι οι περισσότεροι που γυρίζουν ακριβώς προς την Εκκλησία, προς τον Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι άφθαρτο, αθάνατο περιεχόμενο της ζωής τους, και εδώ, αλλά και ανοικτά σ’ όλη την αιωνιότητα. Αυτό προσφέρει η θεία Λειτουργία. Μας μαζεύει όλους και μας δείχνει, μας φανερώνει πως θα είναι όλη η αιωνιότητα: Χαρά όλων με όλους, με αγάπη και με κοινωνία προσώπων. Το κάθε ένα πρόσωπο, αντάξιο όλων των άλλων αλλά μη χωρισμένο απ’ όλους τους άλλους, βρίσκει τη χαρά του, το πλήρωμά του στην αγάπη με όλους.
      Εμείς, ως Ορθόδοξοι, αυτό το νοιώθουμε με όλες τις αδυναμίες μας, με όλες τις ελλείψεις μας, με όλες τις αποτυχίες μας θα έλεγα. Παρά ταύτα μένουμε σ’ αυτή την ερώτηση του νέου ανθρώπου του Ευαγγελίου, αλλά και προχωρούμε πέρα από τον νέο, διότι αυτός, ναι μεν ήθελε την αιώνια ζωή, αλλά δεσμεύτηκε με πάρα πολλά άλλα, που αυτά καθ’ εαυτά δεν ήτανε κακά (π.χ. τα υπάρχοντά του, τα κτήματα), αλλά δεσμεύτηκε περισσότερο με αυτά παρά με την αιώνια ζωή, με τον Χριστό. Όλα της ζωής αυτής είναι ευλογημένα, είναι οίκος του Θεού ο κόσμος, και ο Θεός τα έχει δώσει όλα για μας. Αλλά ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει ότι πρέπει να ανυψωθεί πάνω απ’ αυτά, και έτσι θα είναι πλήρης η χαρά μας, η χαρά της αιώνιας αγάπης σε κοινωνία με τον Θεό εν τω Χριστώ. Από τον Θεό προσφέρθηκε ως δυνατότητα, ως παροχή δυνατότητας, για να μπορεί ο άνθρωπος να πραγματοποιήσει αυτό για το οποίο τον έχει καλέσει ο Θεός. Γι’ αυτό ο Χριστός δεν είναι πολυτέλεια, αλλά είναι πράγματι η οδός, η αλήθεια και η αιώνια ζωή για μας τους ανθρώπους, είναι ο χώρος όπου χωράμε όλοι, είναι η Χώρα των ζώντων (όπως λέγεται και η μεγαλοπρεπής Μονή της Κωνσταντινουπόλεως, η Μονή της Χώρας), και θα ζήσουμε εκεί ως πρόσωπα, ως αδελφοί με αγάπη, με κοινωνία, διότι γι’ αυτό μας έχει δημιουργήσει ο Θεός.
Ας είναι ευλογημένος και Εκείνος και όσοι τον ζητάνε, διότι ζητάνε την πιο αληθινή ανθρωπιά, την πιο αληθινή γνησιότητα, την εκπλήρωση της πιο αληθινής δίψας και ελπίδας της ανθρωπινής ζωής.


(Απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα του πρ. Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης  Αθανασίου Γιέβτιτς)

Kάτω απ’ τη ματιά της μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν..

 


«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ’ τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν…»
Kωστής Παλαμάς 
misha.pblogs.gr

Αρχιμ. Τιμόθεος Παπασταύρου, Κρίσις (οικονομική;)

Η Φωτό Μουπηγή: arpati.blogspot.com
ΚΡΙΣΙΣ (ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ;)
του Αρχ. Τιμόθεου Παπασταύρου, ιεροκ. Ι.Μ. Πατρών
Ὅλοι τοῦτο τὸν καιρό, μιλοῦν ἤ μᾶλλον παραμιλοῦν γιὰ τὴν οἰκονομική κρίση. Εἶναι δέ, τέτοιος ὁ τρόπος πού ἀναφέρονται σ΄ αὐτή, πού νομίζει κανείς, ὅτι γι' αὐτή, εὐθύνονται κάποιοι συγκεκριμένοι ἄρχοντες ποὺ σέ συνεργασία μέ ξένες καί ἀντίχριστες δυνάμεις μᾶς τήν ἐπέβαλαν.
Ἀς μοῦ ἐπιτραπεῖ λοιπόν νά κάνω κάποιες ἐπισημάνσεις ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ.
1. Δέν θά μέ ἐξέπληται τό γεγονός ἄν αὐτοί ποῦ μιλοῦσαν ἦσαν ἄνθρωποι κοσμικοί πού κοιτοῦν τά πράγματα ἀπό καθαρά κοσμική ἄποψη. Ὅμως δυστυχῶς αὐτές οἱ ἀπόψεις ἀκούγονται καί ἀπό χριστιανούς πού θρησκεύουν συνειδητά, μή ἐξαιρουμένων ἀκόμη καί κληρικῶν καί δή ἀνωτάτων...

2. Δέν ἀκούστηκε τό παραμικρό καὶ ἀπό κανένα γιά τά αἴτια τῆς κρίσης πού σίγουρα δέν εἶναι ΜΟΝΟ ἡ διασπάθιση τοῦ δημοσίου χρήματος, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως ἡ πνευματική κρίση. Ἀπό αὐτή ἀκριβῶς τήν πνευματική κρίση, προῆλθαν ὅλα ἐκεῖνα τά ἄθλια ἀποτελέσματα πού σήμερα μαστίζουν τόν τόπο μας.

3. Τό πρόβλημα ἆραγε εἶναι ἡ μείωση μισθῶν καί συντάξεων καί ἡ προαναφερθεῖσα διασπάθισις τοῦ δημοσίου "κορβανᾶ";

Ἀγαπητοί μου φίλοι, μᾶλλον δέν θέλουμε νά βάλουμε τόν "δάκτυλο ἐπί τόν τῦπον τῶν ἤλων". Φυσικά καί συμπαθοῦμε ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ὑποφέρουν ἀπό τήν οἰκονομική δυσχέρεια καί πολύ περισσότερο τούς ἤρωες πολυτέκνους πού ὑπό τίς δυσχερέστατες σημερινές συνθῆκες, στόν τομέα τῆς τεκνογονίας "φυλάσσουν θερμοπῦλες". Ὅμως "ἕτερον ἐκάτερον"! Καί θέτω ἀμέσως κάποια ἐρωτήματα πού ὅμως κρύβουν καί τήν ἀπάντησή τους.
α. Ποιοί ἆραγε ἔφεραν μέ τίς ψήφους τους αὐτούς τούς ἄρχοντες τούς ὁποίους σήμερα ὑβρίζουν;
β. Πότε ἀνάμεσα σέ μᾶς τούς λεγόμενους χριστιανούς κυριάρχησαν πνευματικά καί ἠθικά κριτήρια ὡς πρός τήν ἐπιλογή τῶν ἀρχόντων μας;
γ. Πότε μᾶς ἀποσχόλησαν σοβαρά νομοθετήματα καί νόμοι, ὅπως τό αὐτόματο διαζύγιο, ἤ ἡ ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, ἤ οἱ ἐλεύθερες ἐκτρώσεις, ἤ ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἤ ἡ ἀποθρησκευτικοποίηση τοῦ σχολείου, ἤ ἡ ψεύτικη ἱστορία πού διδάσκονται τά παιδιά μας στά σχολεῖα καί τόσα ἄλλα ἄθλια νομοαμβλώματα πού ξεθεμέλιωσαν αὐτόν τόν τόπο;
δ. Ὅταν τό μόνο πού μᾶς ἐνδιέφερε καί ἴσως ἀκόμα μονοπολεῖ τό ἐνδιαφέρον μας, ἦταν καί εἶναι τό πόσα θά πληρωνόμαστε καί τί ὑλικό θά ἀποκτήσουμε καί ξεχάσαμε ἀκόμη καί τίς οὐσιωδέστερες πνευματικές παρακαταθῆκες πού μᾶς ἄφησαν οἱ ἅγιοι πρόγονοί μας, περιμέναμε ἴσως καλύτερες ἐξελίξεις καί ἀποτελέσματα;
ε. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνα τά ἰδανικά πού εἶχαν οἱ ἀγράμματοι γονεῖς καί παπποῦδες μας καί πού μέσα ἀπό τήν ἀνέχειά τους μᾶς δίδαξαν;
στ. Ἀλήθεια ἐμεῖς τί ἔχουμε διδάξει στά παιδιά μας;
Μετά ἀπό τά ἐλάχιστα πού προανέφερα μήπως τελικά ἡ οἰκονομική κρίση πού τόσο πολύ ἀκούγεται τόν τελευταῖο καιρό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς κρίσεως πού χρόνια τώρα μαστίζει τό ἅγιο τοῦτο τόπο;
Μήπως μέ τήν οἰκονομική δυσχέρεια πού μᾶς ἐπισκέφτηκε ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νά τόν πλησιάσουμε καί νά τόν ἐμπιστευθοῦμε;
Μήπως ἐν τέλει ἡ κρίση αὐτή εἶναι εὐλογία Θεοῦ;

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Υπάρχει αγάπη μέσα μας;

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Υπάρχει αγάπη μέσα μας;

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 25/11/2011
ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ;
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
ΑΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ κάποιος ἕνα δελτίο εἰδήσεων στὴν τηλεόραση, θὰ δεῖ ὅτι ἑκατομμύρια ἄνθρωποι στὴ γῆ δυστυχοῦν εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη βασικῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἴτε ἀπὸ τὶς πρωτόγονες συνθῆκες, ποὺ ἀντιμετωπίζουν. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν τὸ συγκρίνει μὲ τὴ δική του ζωή, ἡ ὁποία εἶναι ἐντελῶς διαφορετική, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ δυστυχία. Συγχρόνως, μπορεῖ νὰ καταλήξει καὶ σὲ μερικὰ χρήσιμα συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα θὰ τὸν διευκολύνουν νὰ ἀντιμετωπίζει τὰ δικά του προβλήματα. Θὰ πάψει νὰ εἶναι ἀπαιτητικὸς στὴ ζωή του καὶ δὲν θὰ δημιουργεῖ προβλήματα, γιὰ δευτερεύοντα καὶ ἀσήμαντα θέματα...

Ὅταν ἕνα παιδάκι τῆς Ἀφρικῆς ἢ τῆς Ἀσίας πεθαίνει, γιατί δὲν ἔχει καθαρὸ νερὸ νὰ πιεῖ ἢ ὅταν κατὰ χιλιάδες ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα, πῶς μπορεῖς νὰ σκεφτεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ πῶς θὰ τολμήσεις νὰ ὑπερασπιστεῖς τὰ συμφέροντά σου ἢ νὰ ἀποθηκεύσεις ἀσφαλῶς τὸν πλοῦτο σου;
Ὅταν βλέπεις τόση δυστυχία στοὺς ἄλλους, μπορεῖς νὰ στενοχωρηθεῖς ἢ νὰ ἀπελπιστεῖς ἀπὸ τὴ δική σου μικρὴ καὶ σύντομη δυστυχία; Ἐὰν ἐσὺ τὸ δικό σου πόνο τὸν θεωρεῖς ἀνυπόφορο, τότε τί νὰ πεῖς καὶ τί νὰ σκεφτεῖς γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ γεννήθηκαν, μεγάλωσαν (ὅσοι πρόλαβαν νὰ μεγαλώσουν) καὶ πεθαίνουν γρήγορα;
Πρέπει νὰ διατηροῦμε τὴν εὐαισθησία ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ ζοῦν μέσα στὴ δυστυχία χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν παραμικρὴ ἐλπίδα ὅτι θὰ προλάβουν νὰ ζήσουν καλύτερες μέρες. Εἶναι καθῆκον, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας πίστη. Ὅταν ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν πλησίον, εἶναι δυνατὸ νὰ μένουμε κλεισμένοι στὴ δική μας εὐτυχία, ἀπολαμβάνοντας ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά; Εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχουμε ἥσυχη τὴ συνείδησή μας, ὅταν ἡ φτώχεια
καὶ ἡ ἐξαθλίωση εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα σὲ ἑκατομμύρια ἀδελφοὺς πάνω στὴ γῆ; Ἴσως κάποιος ἀντείπει ὅτι τοῦ εἶναι δύσκολο νὰ ἐκδηλώσει τὴν ἀγάπη τους πρὸς τοὺς μακρινοὺς ἀδελφούς. Ἡ ἀγεφύρωτη ἀπόσταση τὸν ἐμποδίζει. Μπορεῖ νὰ ἔχει δίκαιο. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνα ἐρώτημα. Ἆραγε δείχνει ἀγάπη πρὸς τοὺς κοντινούς του ἀδελφούς; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ κανένα ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του! Δηλαδή, δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη μέσα του, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνει ὅτι καὶ ἡ πίστη του στὸ Θεὸ εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ ἂς ἀρέσκεται μερικὲς φορὲς νὰ ἐμφανίζεται στὸ ἱ. ναὸ, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ἢ νὰ συμμετάσχει σὲ κάποιο μυστήριο ἀπὸ κοινωνικὴ ὑποχρέωση.
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι στὴν ἐποχὴ μας ἔχουν κλειστὰ τὰ χέρια τους. Δὲν προσφέρουν. Τὰ δάχτυλά τους εἶναι μουδιασμένα καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὰ ἀνοίξουν. Ὅταν ὅμως οἱ ἄλλοι τοὺς προσφέρουν κάτι, ἀμέσως ξεμουδιάζουν καὶ ἁπλώνονται. Δὲν θέλουν νὰ χάσουν τὴν εὐκαιρία. Κάθε προσφορὰ δεκτή. Εὔκολα ἐπαινοῦν, ὅταν λαμβάνουν, χωρὶς ὅμως νὰ αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ προσφέρουν καὶ αὐτοὶ καὶ νὰ χαροῦν ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους.

Φύσηξε ο βαρδάρης και οι μάσκες έπεσαν

πηγή: Ορθόδοξο Παρατηρητήριο
"Όταν δεν μένει τίποτα  που να μην έχει ειπωθεί 
οι παραιτημένοι σου λένε να σωπάσεις
οι βιαστικοί  σου λένε  να δοκιμάσεις άλλη γλώσσα 
και κάποιοι λοξοί σουλένε  να βάλεις  φωτιά στην καρδιά σου"
(Απο τη νέα ποιητική συλλογή "Πυραγός επί τιμή" του π. Βασιλείου Θερμού στον οποίο και το αφιερώνουμε εξαιρετικά )

Ο τίτλος της ανάρτησής μας   μπορεί να μην  προδιαθέτει τον αναγνώστη για το τι θα διαβάσει  σε αυτήν, ωστόσο  εκφράζει σε  μεγάλο βαθμό αυτό που έχουμε  αντιληφθεί όχι μόνο εμείς αλλά και όλος σχεδόν  ο ελληνικός λαός  σχετικά  με   τα  πρόσωπα  και τα προσωπεία   του   πολιτικού  , κομματικού  , πνευματικού  αλλά και εκκλησιαστικού   προσκηνίου και παρασκηνίου.
Είδαμε  να  σκίζεται  απο τον  εξ εσπερίας  αέρα  ο φερετζές του "νέου πατριωτισμού",  για τον οποίο  τόσα  "όμορφα λόγια "  είχε πεί  ο  κήρυκάς του  κ. Παπανδρέου...
Είδαμε   να πέφτει η  ελλαδεμπορική - λαϊκή    μάσκα  του  κ. Καρατζαφέρη  ( η Ορθόδοξη  είχε μισοπέσει απο παλιά). 
Είδαμε  επίσης να  φεύγει απο τα χέρια  του κ. Σαμαρά ,η  αντιμνημονιακή - πατριωτική  βεντάλια.
Και όλα αυτά έγιναν  στο πρώτο φύσημα του  "Βαρδάρη".

Τώρα που ορκίστηκε  η  "νέα μεταβατική κυβέρνηση" της τρικομματικής δικτατορίας και  πέρασε ο καιρός της απανεμιάς, άρχισε πάλι  να δυναμώνει  αυτός ο τραχύς  βορειοδυτικός  αέρας,  διαλύοντας  τις ομίχλες και παρασύροντας   σκεπάσματα , τέντες , μάσκες και άχυρα.

 Μια  απο τις ομίχλες που διαλύθηκε ήταν και εκείνη που  σκέπαζε  τον  π. Βασίλειο Θερμό.Αυτή δηλαδή που  εμπόδιζε  να δεί κάποιος  "κοινός θνητός"  το αληθινό  νόημα  της  ..λεπτής  και  εκσυγχρονιστικής  θεολογικής του  αντίληψης.

Δεν έχουν περάσει  παρά λίγες ημέρες  απο τότε που διαβάσαμε   ένα άρθρο του στο  "Amen.gr", και  ακόμα προσπαθούμε να  συνέλθουμε  απο τα όσα  είπε   σχετικά  με τα "βρώμικα νερά της συνωμοσιολογίας και του αντισημιτισμού" και  το " πλήθος από φοβίες που φώλιαζαν στο φαντασιακό των Ελλήνων".

Ειλικρινά  νοιώσαμε  έκπληξη όχι   απο  το αλαζονικό ύφος  με το οποίο  περιγράφει το  "κοινωνιολογικό και ψυχολογικό ενδιαφέρον"  που παρουσιάζει ...μεγάλο  μέρος του ελληνικού λαού  και που κατά τον ίδιο  πρόκειται  για  "άτομα τα οποία διαβάζουν λίγο, σκέφτονται υπεραπλουστευτικά " και   ζούν στην "επαρχία και στα λαϊκά στρώματα των μεγαλουπόλεων", αλλά απο την αυθαίρετη  κρίση  να  ονομάζει   κάθε  αντισιωνιστική  ένσταση-  σημείωση    βασισμένη σε  αδιάσειστα  στοιχεία , δημοσιευμένες  θέσεις  και  δηλώσεις , τεκμήρια ,  ιδιότητες κλπ, ως  "βρώμικα νερά της συνωμοσιολογίας και  αντισημιτισμού ".

Ούτε λίγο , ούτε πολύ  ο  π. Β. Θερμός  σαν άλλος "Πάγκαλος"  ή σαν   εκπρόσωπος  της Ισραηλιτικής κοινότητας  έγραψε  ένα λιβελογράφημα    εναντίον  όλων  εκείνων που  τόλμησαν  να  βάλουν  ως  περιεχόμενο   της πολιτικής τους  σκέψης ή των εκτιμήσεών  τους ,  τις λέξεις  "σιωνισμός" , "εβραϊκά λόμπυ" ,  "Τραπεζοπιστωτικά ιδρύματα  εβραϊκών συμφερόντων"  κλπ. 

Για τον  π. Θερμό όλοι εμείς που αντιδρούμε   και αντιστεκόμαστε   σε αυτή τη  νεοταξική και νεοεποχήτικη λαίλαπα , όλοι εμείς που  μιλάμε   για  ελευθερία και  αξιοπρέπεια  , όλοι εμείς που  αγωνιζόμαστε  εναντίον  εκείνων που με μια   μονοκοντυλιά   παρέδωσαν  τη διαχείριση της ζωής  μας  και την εθνική κυριαρχία  της χώρας μας στα βρώμικα χέρια   των  οικονομικών διολοφόνων  του παγκόσμιου  τραπεζοπιστωτικού  συστήματος , όλοι εμείς  που χτυπηθήκαμε  απο τα  ρόπαλα   των κρατικών και  παρακρατικών δυνάμεων καταστολής  υπερασπιζόμενοι  το δικαίωμα στην  εργασία , στην  ηλεκτροδότηση , στην δημόσια δωρεάν  παιδεία , στην ασφάλιση , στην  υγεία , στην ισονομία , στην  εφαρμογή του  Συντάγματος  , στην  ζωή, είμαστε  μια αμόρφωτη , θλιβερή  και αμαρτωλή  "πλέμπα" , που  βγάζει τις φοβίες  και τις ανασφάλειές της  σε ένα   βρώμικο  αντισημιτισμό.

Αυτά  π. Θερμέ  μας τα έχουν πεί και άλλοι  που τώρα  χορεύουν καντρίλιες  με τον  Σαμαρά και τον Καρατζαφέρη.Αυτοί δηλαδή  που σαν και σας   προσπάθησαν να  προβοκάρουν  τον δίκαιο αγώνα μας   βάζοντας μας στο ίδιο τσουβάλι με τους εξ ορισμού  αντισημίτες   του παλιού και του νέου  ναζισμού.

Ούτε αντισημίτες είμαστε , ούτε  φασίστες , ούτε ναζιστές αλλά  Ορθόδοξοι Χριστιανοί  που κρατούν την ματιά  τους  στα πρόσωπα  του Μακρυγιάννη  , του Παππουλάκου, του Παπαδιαμάντη , του Γέροντα Παϊσίου, του Γέροντα  Πορφυρίου  , του Αγίου Ιωάννου  του Χρυσοστόμου , του  Οσίου  πατρός Φιλοθέου Ζερβάκου  και όλων  των  αγωνιστών και Μαρτύρων του χθές και του σήμερα.

Αφήσατε   τα εκσυγχρονιστικά   κηρύγματα  γύρω απο το πως  εσείς και  οι  φίλοι σας θα "ανακαινίσετε"   το "παλιομοδίτικο"  λατρευτικό  της εκκλησίας μας  και πως θα μας  "σώσετε" με μοντέρνο  και  αποτελεσματικώτερο  τρόπο  απο εκείνον  που περιέγραψαν  οι θεοφώτιστοι ΄Άγιοι Πατέρες , και  μπήκατε  στο ρόλο του  κυβερνητικού  εκπροσώπου προσπαθώντας να μας κάνετε να αισθανθούμε και  ένοχοι  για   εγκλήματα που διέπραξαν  άλλοι.
"...αποπροσανατολίζεται ο πολίτης από την κύρια ευθύνη του, την μετάνοιά του δηλαδή για όσα δεινά και ο ίδιος, με την πονηριά ή με τη ολιγωρία του, επεσώρευσε στον δημόσιο βίο και στην οικονομία. Αποθαρρύνεται από την εσωτερική αλλαγή του για την οποία πρέπει να εργασθή ώστε να επικρατήσει κάποτε επιτέλους και στον τόπο αυτό η ευνομία αντί για τις διαπλοκές συμφερόντων. Με άλλα λόγια, η συνωμοσιολογία και ο αντισημιτισμός είναι κατ’ ουσίαν λαϊκιστικά μεγέθη, διότι χαϊδεύουν τον Έλληνα ψιθυρίζοντάς του πόσο σπουδαίος και αθώος είναι, ένα θύμα των κακών της εκάστοτε εποχής..."
 Όχι  αγαπητέ  π. Θερμέ. 
Δεν   "τα φάγαμε  μαζί"  με τον Πάγκαλο , τον Σημίτη , τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου  ή οποιονδήποτε άλλο  εργάτη  και υπηρέτη   της Siemens , της Thyssen , της Goldman Sachs , της  Group of thirty, της  Trilateral comission, της  λέσχης Μπίλντεμπεργκ και κάθε  άλλου  απατεώνα και οικονομικού δολοφόνου.

Δεν  είμαστε π. Βασίλειε  μια χώρα διεφθαρμένων (όπως είπε ο  τέως   κατοχικός πρωθυπουργός)  η πονηριά   και η ολιγωρία των οποίων  "επεσώρευσε" τα δεινά στον δημόσιο  βίο και την οικονομία, ούτε   η δική μας "εσωτερική αλλαγή" θα  φέρει  την  "ευνομία" (πόσες φορές ακούσαμε τον κ. Παπανδρέου να χρησιμοποιεί αυτήν τη ξεχασμένη λέξη;) και  θα διώξει  μακρυά   τις "διαπλοκές συμφερόντων".

Αν όντως θέλετε να  μιλήσετε  σε κάποιον  για   διαπλοκές συμφερόντων  και ευνομία , μιλήστε  καλύτερα στον φυσικό σας  προϊστάμενο  ο οποίος  αν και  συμμερίζεται τις φιλοεβραϊκές  σας απόψεις ,  ωστόσο   προτιμά να έχει τις δικές του  σχετικά με  όλα τα υπόλοιπα ,  αφού   θεωρεί ως σοβαρό  συζητητή και συνταξιδιώτη   τον "γνωστό  και μη εξαιρετέο" κ. Λαυρεντιάδη. 

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκά ΙΗ΄ 18-27)
Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
Το πόσο θα πρέπει να προσέχει ο άνθρωπος τις αδυναμίες του, τις προσκολλήσεις και τα πάθη, φαίνεται πολύ καθαρά από την ευαγγελική περικοπή στην οποία περιγράφεται η δραματική περίπτωση του πλουσίου νεανίσκου.
Τι κι αν στο βάθος της καρδιάς του διψά, όχι απλώς κάτι το ιδανικό, αλλ’ αυτή την ίδια την Ζωή, ερωτώντας «τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω»; Τι κι αν εφάρμοζε τις εντολές; «Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου» ομολογεί με ειλικρίνεια στον Ιησού...

Στην πράξη, παρά τα σκιρτήματα της καρδιάς, παρά τον πόθο του ουρανού, αποδεικνύεται ένας μεγάλος δεσμώτης. Δεσμώτης σε ένα από τα χειρότερα πάθη που μπορούν να καταστρέψουν τον άνθρωπο. Στο φοβερό και αδυσώπητο πάθος της φιλαργυρίας.
Στο πάθος αυτό, που καταλαμβάνει το τριμερές της ψυχής και τελικώς κάνει το θύμα του να επιλέγει αντί του Χριστού τον χρυσό.
Τι φοβερό κατάντημα! Ένα μόνο του έλειπε για να αγγίξει την κορυφή «έτι έν σοι λείπει», και αντί να σπεύσει να το κατακτήσει, δηλ. να δώσει την περιουσία του στους πτωχούς, ώστε να αξιωθεί να γίνει μαθητής του Θεανθρώπου, αυτός «ακούσας ταύτα, περίλυπος εγένετο». Καταλυπήθηκε, ακριβώς, διότι ήταν «πλούσιος σφόδρα» και δεν δέχθηκε ν’ αποχωριστεί τα πλούτη του. Δηλαδή, δεν θέλησε να εκδιώξει από τη νεανική του καρδιά του το δαιμόνιο του πλούτου και της φιλαργυρίας.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου υπερβολικά τα όσα αποκαλύπτει περί της ψυχικής αυτής διαστροφής ο Κύριος Ιησούς στη συνέχεια της περικοπής. Ότι δηλ. «είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ο πλούσιος να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού».
Και δεν είναι, φίλοι μου, υπερβολή, διότι, πράγματι ο πλούτος αιχμαλωτίζει εύκολα και ισχυρά την ψυχή του ανθρώπου και ταυτοχρόνως την αποξενώνει από το παντοκρατορικό και σωστικό θέλημα του Θεού.
Δυστυχώς, αποτελούν εξαιρέσεις οι πλούσιοι που αγαπούν τον Κύριο πραγματικά. Σπανίζουν όντως οι άνθρωποι που σκορπίζουν το χρήμα τους στους πτωχούς αδελφούς του Ιησού. Που στρέφουν την ψυχή τους στον ουρανό και όχι στον Μαμωνά...
Πράγματι, η προσκόλληση στο χρήμα, δεν αφήνει χώρο για τον Χριστό. Και τούτο, διότι η καρδιά του ανθρώπου, δεν μπορεί να χωρέσει δύο αγάπες συγχρόνως. Εάν δε τούτο συμβαίνει σε όλα τα πάθη, πολύ περισσότερο πραγματοποιείται στην περίπτωση του πλουτισμού, έστω κι αν αυτός εισρέει (σπανιότατο πράγμα) με «ευλογημένο» τρόπο και εισέρχεται μέσω τιμίας οδού...
Δυστυχώς, όπως και σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις, οι άνθρωποι επιμένουν στο να δικαιολογούν τα πάθη τους, έτσι και στο σημείο αυτό, αρκετοί είναι οι «χριστιανοί» που με την κοσμοθεωρία τους περί πλουτισμού, προσπαθούν να «διορθώσουν» τον Χριστό...
Και ναι μεν, θα ομολογήσουν ότι ο Θεός τους ευλογεί, θα δοξάσουν τον Κύριο για τα αγαθά «δόξα τω Θεώ και πεπλουτήκαμεν», ίσως και να παραδεχθούν (σε ελάχιστες βεβαίως περιπτώσεις) ότι όλα είναι του Θεού και αυτά που κατέχουν είναι δανεικά, όταν όμως έρθει η ώρα αυτά τα δανεικά να τα επιστρέψουν στον Θεό, μέσω των πτωχών αδελφών, τότε τα πράγματα αλλάζουν άρδην.
Τότε, βλέπει κανείς ότι ο «μεγάλος αδελφός» (ο πλούσιος δηλ. νεανίσκος της Ευαγγελικής περικοπής), έχει δώσει καλά μαθήματα, και ότι τα «μικρότερα αδελφάκια» (οι άμυαλοι πλούσιοι) της κάθε εποχής, κρατούν καλά τις «πλούσιες παραδόσεις». Γνωρίζουν πολύ καλά το μάθημα, με την μόνη διαφορά ότι, μετά τα «μαθήματα οικονομίας και διοικήσεως», θα επακολουθήσουν νομοτελειακώς και τα πικρά παθήματα των πειρασμών και τέλος της κολάσεως...
Λησμονούν οι ταλαίπωροι αυτοί «άνθρωποι», ότι ο πλούτος, δεν ανήκει σ’ αυτόν που δήθεν τον κατέχει, αλλά σ’ αυτόν που τον διανέμει. Άλλωστε έτσι και τον απολαμβάνει.
Και οπωσδήποτε, ο φτωχότερος άνθρωπος στον κόσμο είναι εκείνος που δεν έχει τίποτε άλλο, εκτός από τα χρήματά του... τον δαίμονά του...
Πόσο δίκαιο είχε αυτός που είπε ότι όποιος έχει δεμένη την καρδιά του στο χρήμα, αγοράζει :
• Κρεβάτι, αλλά όχι ύπνο.
• Βιβλία, αλλά όχι μυαλό.
• Γιατρικά, αλλά όχι υγεία.
• Διασκέδαση, αλλά όχι ευτυχία.
• Θρησκεία, αλλά όχι σωτηρία.
• Και φυσικά, διαβατήριο για παντού, εκτός από τον Παράδεισο.

Και στην ερώτηση τώρα, πώς μπορεί να σωθεί ο πλούσιος; Η απάντηση δίνεται από τον ίδιο τον Κύριο: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστίν». Δηλ. αν ο άνθρωπος, αφήσει την χάρη του Θεού να πνεύσει μέσα στην πορωμένη του καρδιά, αν είναι καλοπροαίρετος, ο Θεός θα λύσει τους δεσμούς του χρήματος, θα εκδιώξει τον δαίμονα του μαμωνά και έτσι θα τον αναδείξει άξιον της σωτηρίας.
Πιο απλά, είναι ανάγκη, ο πλούσιος που είναι προσκολλημένος στο χρήμα, να αφήσει «ελεύθερα τα χέρια του Θεού», ώστε και ο Θεός στη συνέχεια να τον ελευθερώσει.
Επομένως, στην σπάνια αυτή περίπτωση, ο άνθρωπος εξέρχεται νικητής και διά της προσφοράς ή της περιφρονήσεως του πλούτου, «εξαγοράζει» την Βασιλεία του Θεού.
Αμήν.

Υ.Γ. «Οι φτωχοί μιμούμενοι τους πλούσιους γίνονται φτωχότεροι, οι δε πλούσιοι μιμούμενοι τους φτωχούς, γίνονται πλουσιότεροι».
Ταύτα προς όλους και οίκοθεν νοείται, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η ειρήνη του Θεού

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011
Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά
.
πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 18/11/2011
Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Πολὺς λόγος γίνεται στὶς μέρες μας γιὰ τὴν εἰρήνη, ποὺ πρέπει νὰ ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν κρατῶν γενικότερα. Διατυπώνονται πολλὲς θεωρίες, ὑποδεικνύονται πολλοὶ τρόποι γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, ἀλλὰ τὰ πράγματα πολλὲς φορὲς ἐξελίσσονται ἀρνητικὰ καὶ οἱ πόλεμοι δὲν σταμάτησαν πάνω στὴ γῆ. Ἴσως γιατὶ πρέπει νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν ἀνθρώπων...

Ἡ ἀναδημιουργία τῶν ἀνθρώπων μόνο ἀπὸ τὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ γίνει, ἀρκεῖ οἱ ἴδιοι νὰ τὸ θέλουν.Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του αὐτὸ τὸ ἔργο ἐπιτέλεσε καὶ ἐπιτελεῖ. Ἡ διδασκαλία του εἶναι ἐκείνη ποὺ κατάργησε τὰ τείχη, ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τέτοια ἦταν πολλά. Ἦταν τὰ θρησκευτικά, τὰ πολιτιστικά, τὰ φυλετικά, τὰ κοινωνικὰ κ.λπ. Ὁ Χριστὸς τὰ γκρέμισε ὅλα αὐτὰ καὶ μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους, ὄντας ὅλοι παιδιὰ τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε καὶ στὴν πράξη, καθὼς ἀπευθύνθηκε πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ κάνει διακρίσεις καὶ χωρὶς νὰ ὑποστηρίζει μονομερῶς μερικούς. Γιὰ τὸν Χριστὸ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴδιοι, ἔχουν τὰ ἴδια δικαιώματα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἴδιες δυνατότητες νὰ σωθοῦν.
Βέβαια, δὲν ὁλοκληρώθηκε ἀκόμα τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔγιναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέλη τῆς Ἐκκλησίας του. Δὲν γκρεμίστηκαν ὅλα τὰ τείχη.Οἱ ἄνθρωποι κάνουν βήματα καὶ προσέγγισης καὶ ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ διάβολος ἐπηρεάζει ἀκόμα πολλούς.
Ἕνας ἐπίσκοπος σημειώνει σχετικά: «Τὸ δυστύχημα εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔπαυσαν νὰ κτίζουν τείχη μεταξύ τους. Τείχη φυλετικά, πολιτικά, κοινωνικά...Ὅμως ὁ εἰρηνοποιὸς καὶ συμφιλιωτὴς Χριστὸς δὲν σταματᾶ τὸ ἔργο του. Εἴκοσι αἰῶνες τώρα, μὲ τὰ τρυπημένα του χέρια δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ γκρεμίζει τὰ τείχη καὶ συμφιλιώνει τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Θεό».

Κυριακή ΙΓ΄Λουκά – Οι ηθικές μας ελλείψεις. (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


Οἱ ἠθικές μας ἐλλείψεις

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Ἔτι ἕν σοι λείπει…» (Λουκ. 18,22)
Ένας πλούσιος , ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ πρόσωπο τῆς περικοπῆς τοῦ εὐαγγελίου. Εἶνε Νέος καὶ ἀηδιάζει τὴν πεζότητα, θέλει νὰ πετάξῃ ψηλά, νοσταλγεῖ τὴν αἰωνιότητα. Ἔτσι πλησιάζει τὸ Χριστό. Ἀκοῦστε τὴν ἐξομολόγησί του·Κύριε! Ἀπὸ μικρὸς προσπάθησα νὰ ζήσω κατὰ τὶς θεῖες ἐντολές. Δὲν μόλυνα τὰ χέρια μου μὲ αἷμα, δὲν προσέβαλα τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ ἄλλου, δὲν ἔκλεψα, δὲν ψευδώρκησα, τίμησα τοὺς γονεῖς. Ἀλλ᾿ αὐτὰ ἆραγε ἀρκοῦν γιὰ νὰ πάρω εἰσιτήριο γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή;
Μήπως ἔχω κάποια ἔλλειψι; «Τί ἔτι ὑστερῶ; »(Ματθ. 19,20).
Ὁ Κύριος διακρίνει στὸ βυθὸ τῆς ψυχῆς το υἕνα φρικτὸ νόσημα, τὴ φιλαργυρία . Καὶ ὁ Ἰατρὸς συνιστᾷ τὸ φάρμακο, τὴν ἀγάπη, ποὺ θυσιάζει τὰ πάντα γιὰ τοὺς ἀδελφούς. «Πάντα ὅ σα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς»(Λουκ. 18,22).
Νά τὸ δραστικὸ φάρμακο. Ἀλλ᾽ ὁ νέος διστάζει. Ὁ λόγος τοῦ φαίνεται βαρύς· ἑκούσια πενία, φάρμακο πολὺ πικρό. Δὲν θὰ τὸ πάρῃ.
Προτίμησε τὸ χρυσὸ παρὰ τὸ Χριστό. Καὶ χάθηκε.
Ἂς  φοβηθοῦμε, ἀδελφοί, μήπως χαθοῦμε κ᾽ἐμεῖς. Γιατὶ κ᾽ ἐμεῖς ἔχουμε ἐλλείψεις καὶ δὲνφροντίζουμε γιὰ διόρθωσι. Ὡς ἔνοχοι ποὺ εἴμαστε , ἂς πλησιάσουμε τὸν Κύριο  κι ἂς ρωτήσουμε· «Κύριε, ἐσὺ ποὺ διέκρινες στὴν καρδιὰ τοῦ νέου τὴ φιλαργυρία, φανέρωσε καὶ σ᾽ ἐμᾶς ποιά πάθη, ποιές ἐλλείψεις ἔχει ὁ χαρακτήρας μας.
Κύριε, σὲ τί ὑστεροῦμε;». Θὰ μιλήσω, ἀδελφοί μου, παραβολικά.
Κάποιος εἶνε ἀδιάθετος. Νιώθει ἀνορεξία, κόπωσι, ζάλη. Πόνους ὅμως δὲν  ἔχει.
Δὲν εἶνε τίποτα,λέει, θὰ περάσῃ. Ἀλλ᾿ ἡ ἀδιαθεσία συνεχίζεται πολλὲς μέρες. Τὸν πιάνει ἀυπνία. Ἀρχίζει πιὰ ν᾽ἀνησυχῇ κ᾽ ἔτσι πάει στὸ ἰατρεῖο. ―Γιατρέ, εἶνε τώρα μερικὲς βδομάδες ποὺ δὲ νιώθω καλά. Ὁ γιατρὸς  ἐξετάζει,  ἀκροάζεται, μετράει σφυγμούς, ἀλλὰ δὲ βρίσκει κάτι.―Περίεργο, λέει, ὅλα ἐν τάξει· ἀλλ᾿ ἂς  ἐξετάσουμε καλύτερα. Κάνει ἀκτινογραφία καὶ ἀναλύσεις, καὶ τώρα βρίσκεται, ὅτι κάπου στὸν ὀργανισμὸ ἄρχισε νὰ πλέκῃ θανατηφόρο δίχτυ τὸ μικρόβιο μιᾶς νόσου , ποὺ καὶ τ᾽ ὄνομά της ἀκόμα τρομοκρατεῖ. Ὁ γιατρὸς εἰδοποιεῖ· ―Βρέθηκε τὸ μικρόβιο. Μὴν ἀπελπίζεσαι ὅμως· τὸ κακὸ εἶνε στὴν ἀρχή· θὰ σοῦ δώσω ἀγωγὴ καὶ θὰ σωθῇς.
Αὐτὰ εἶνε ἕνα παράδειγμα, μιὰ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ νομίζει ὅτι εἶνε ψυχικὰ ὑγιής .Ἐξετάζει ἐπιπόλαια τὸν ἑαυτό του καὶ λέει·Εἶμαι ἐν τάξει! Νὰ τὸν πιστέψουμε, νὰ τοῦ ἐκδώσουμε πιστοποιητικὸ ψυχικῆς ὑγείας, νὰ τὸν ἀνακηρύξουμε καὶ ἅγιο; Πόσο  ἀπατᾶται ὁ δυστυχής! Ἐνῷ λέει ὅτι εἶνε ἐν τάξει, τὸν πιάνει στενοχώρια, δὲ μενει  εὐχαριστημένος μὲ τὸν ἑαυτό του. ―Κάτι ἔχω, μονολογεῖ, ποὺ δὲ μ᾽ ἀφήνει νὰ χαρῶ… Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ ἐπισκεφθῇ ἕνα ψυχικὸ ἰατρεῖο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἵδρυσε ἐδῶ στὴ γῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.Ποιό εἶνε τὸ ἰατρεῖο; Εἶνε –μὴ εἰρωνευθῆτε–τὸ ἐξομολογητήριο. Ἐκεῖ ἕνας ἐπιστήμονας τῶν ψυχῶν, σεβάσμιος πνευματικὸς πατέρας , ποὺ ἐκπαιδεύτηκε χρόνια στὴν τέχνη τῆς διαγνώσεως καὶ θεραπείας τῶν ψυχικῶν νόσων, τὸν δέχεται. ―Τί πρέπει νὰ κάνω, πάτερ, γιὰ νὰ βρῶ τὴ γαλήνη; Καὶ ὁ πνευματικὸς ἰατρός, ἀφοῦ ἀκροᾶται, «ἀκτινοσκοπεῖ», ἀναλύει τὰ ψυχικὰ φαινόμενα καὶ τὰ διάφορα περιστατικὰτοῦ βίου, μετὰ ἀπὸ κοπιώδη καὶ ἐπιμελῆ ἔρευνα ἀποφαίνεται· ―Παιδί μου, στὸ βάθος τῆςψυχῆς σου μὲ τὸ φακὸ τοῦ Εὐαγγελίου διέκρινα ἕνα πλέγμα κακίας· ὀνομάζεται θυμός . Μὲτὴν παραμικρὴ ἀφορμή, γιὰ μικρὰ καὶ  ἀσήμαντα πράγματα, χάνεις τὴν ἠρεμία σου, ἐξάπτεσαι, γίνεσαι ἔξαλλος, φαρμακώνεις τὴ  ζωή σου, ἀναστατώνεις τὸ περιβάλλον, δημιουργεῖς ἔχθρες, ἐπεκτείνεις τὸ μῖσος . Ἔχεις, παιδί μου, τόσα καλά, ἀλλὰ ὁ θυμὸς θὰ σὲ φάῃ, θὰ γίνῃ ὁ νεκροθάφτης σου.
Εἶνε μία σοβαρὴ ἔλλειψις τοῦχαρακτῆρος σου, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος σοῦ ἀπευθύνει τὴ στιγμὴ αὐτὴ τὴν παρατήρησι· «Ἔτι ἕν σοι λείπει», ἐκρίζωσε τὸ θυμό, καὶ φύτεψε τὸ δένδρο τῆς πραότητος , ποὺ κάτωἀπ᾽ τὴ σκιά του θὰ βρῇ ἀνάπαυσι ἡ ψυχή σου.Αὐτὰ θὰ πῇ στὸν ἕνα ὁ πνευματικός. Στὸν δεύτερο ποὺ θὰ ἔρθῃ καὶ θὰ ρωτήσῃ ― «Τί ἔτι ὑστερῶ;» , ὁ πνευματικὸς θὰ πῇ μὲ στοργή·―Τὸ ἐλάττωμά σου εἶνε ἡ κοσμικότης , ἡ κλίσι πρὸς τὶς τέρψεις καὶ διασκεδάσεις. Ἀπὸ κοσμικὸ  κέντρο σὲ κοσμικὸ κέντρο, ἀπὸ χορὸ σὲ χορό, ἀπὸ θέατρο σὲ θέατρο… τί κερδίζεις; Τὸν καιρό σου χάνεις. Καὶ μόνο αὐτό; Τὸ μυαλό σου γεμίζει μὲ εἰκόνες καὶ παραστάσεις ποὺ δημιουργοῦν θύελλα καὶ δὲ σ᾽ ἀφήνουν νὰ ἠρε- μήσῃς. Ἄσε τὴν τύρβη τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ζῆσε μὲ πνευματικότητα , γίνε ἐσωτερικώτερος, καὶ θὰ δοκιμάσῃς χαρὰ ἀνώτερη, τὴ  χαρὰ τοῦ  Κυρίου.
Στὸν τρίτο, ποὺ ἔρχεται συντετριμμένος , ὁ πνευματικὸς θὰ πῇ· ―Παιδί μου, ἔχεις κάνει ὣς τώρα πολλὰ καλά. Ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος; Ἕνα κακὸ τείνει νὰ σὲ ὑποτάξῃ, νὰ ἀχρηστεύσῃ ὅλεςτὶς καλωσύνες σου. Στὰ βάθη σου ἀναπτύχθηκε καρκίνωμα ποὺ ὁλοένα ἁπλώνεται κι ἀπομυζᾷ τοὺς χυμοὺς τῆς ψυχῆς· εἶνε ἡ μνησικακία .
Κάποιος σοῦ ἔκανε κακὸ κ᾽ ἐσὺ ἀπὸ τότε δὲ θέλεις νὰ τὸ ξεχάσῃς· ἡ ἀνάμνησί του εἶνε ζωηρή. Τὴν εἰκόνα τῆς ἀδικίας σοῦ φρεσκάρει συνεχῶς ὁ Ἑωσφόρος. Γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦς τὸ ὄνομα τοῦ ἐχθροῦ σου καὶ ταράζεσαι, διψᾷς ἐκδίκησι.
Εἶνε  ἀνάγκη  ν᾽ ἀντιδράσῃς. Τὸ  φάρμακο  ποὺ σοῦ δίνω εἶνε δοκιμασμένο, φέρνει ἀποτελέσματα. Λέγεται συγχώρησις · πρέπει νὰ δοθῇ μὲ ὅλη τὴν καρδιά, γιὰ νὰ μὴ μείνῃ μόριο μνησικακίας.
Ἔτσι ἀνακαλύπτονται τὰ πάθη. Διότι οἱ ἠθικὲς ἐλλείψεις εἶνε δυσδιάκριτες ἀπὸ μᾶς τοὺς  ἴδιους καὶ ζοῦμε σὲ ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ μας.Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ ἐξερεύνησε τὸ Βόρειο Πόλο, δὲν ἔχει ἐξερευνήσει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ἄγνωστος. Δὲν γνωρίζειτὴν ψυχική του κατάστασι. Ἡ ὑπερηφάνεια,μὲ τὴν ὁποία ἀνατρέφεται ἀπὸ παιδί, σκεπάζειμὲ πέπλο τὶς ἠθικὲς ἐλλείψεις καὶ δημιουργεῖ  τὴν αὐταπάτη, ὅτι καλύτερος ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει. Πῶς θὰ διαλυθῇ ἡ αὐταπάτη; Ἄριστο μέσο, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια νὰ δοῦμε τὰ βάθη μας, εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις . Μὲ τὸ μυστήριο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τὸν Κύριο καὶ λέει· Κύριε, ἀγνοῶ τὸν ἑαυτό μου. Ζῶ στὸ σκοτάδι. Ἡ ὑπερήφανη ἰδέα ποὺ ἔχω γιὰ ἀσήμαντα ἔργα  μου, οἱ ἔπαινοι, οἱ κολακεῖες, τὰ ψέματα τῶν γύρω, ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τυφλώνουν. Σύ, ὁ καρδιογνώστης, γνωρίζεις καὶ τὴ δική μου καρδιά, ποιά εἶ νε τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματά της. Αὐτὴ τὴν ἱ-ερὴ στιγμὴ θέτω τὸν ἑαυτό μου ὑπὸ τὴν ἔρευ-να τοῦ πνευματικοῦ. Βάλε τὸ δάκτυλό σου στὴ μυστικὴ πληγή μου . Ὑπόδειξε τί δίαιτα πρέπειν᾿ ἀκολουθήσω, ποιά φάρμακα νὰ πάρω γιὰ νὰ ξαναβρῶ τὴν ψυχική μου ὑγεία. Εἶνε αὐτὴ τόσο πολύτιμη, ὥστε ὅ,τι διατάζεις θὰ τὸ κάνω.Καὶ ὁ Κύριος διὰ τοῦ πνευματικοῦ ἀπαντᾷ·
―Παιδί μου, σὲ ἐξέτασα.
Ἔχεις ῥωγμὲς - ἐλλείψεις ποὺ σὲ ἀσχημίζουν. Ἀλλὰ μὴ φοβᾶσαι.
Πίστευε σ᾽ ἐμένα. Ἐγώ, ποὺ ἔδωσα τὴ θεραπεία σὲ σωματικῶς ἀνιάτους, θὰ δώσω καὶ σ᾽ ἐσένα τὴν ψυχικὴ ὑγεία ποὺ ποθεῖς. Ἀρκεῖ νὰ ἐκτελέσῃς τὴ συνταγὴ ποὺ σοῦ δίνει ἐκ μέρους μουὁ πνε ματικός. Ὑπ᾽ αὐτὸ τὸν ὅρο, θ᾽ ἀναλάβῃς, θὰ νικήσῃς τὰ πάθη, θὰ βγῇς ἀπὸ τὸ θεραπευτήριό μου ὑγιὴς καὶ θὰ φωνάξῃς· «Τὰ ἀδύνατα  πα ρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18,27)
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅσοι βαπτισθήκαμε κι ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία, θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἅγιοι. Δυστυχῶς, ὅπως δείχνει ἡ ἔρευνα τοῦ ἐξομολογητηρίου,
εἴμαστε ἀτελεῖς . Ὁ καθέναςμας ἔχει κάποια ἔλλειψι, τὴν ἀχίλλειο πτέρνα,τὴν ἀδύνατη πλευρά του. Ἀλλὰ ἡ θρησκεία μας εἶνε ἡ ἰδεώδης· μᾶς δείχνει τὴν κορυφὴ τῶνἹμαλαΐων τῆς ἀρετῆς καὶ λέει· Ἐμπρός, βαδί-ζετε διαρκῶς πρὸς τὰ ἄνω, «γίνεσθε τέλειοι» (Α΄ Κορ. 14,20) . Ναί, ὁ Κύριος, τὸ πρότυπο τῆς τελειό-τητος, θέλει νὰ γίνουμε κ᾽ ἐμεῖς «τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι»(Ἰακ. 1,4).
Καμμιάἔλλειψι νὰ μὴν παρουσιάζῃ ὁ χαρακτήρας μας.Ὅπως μία μικρὴ ῥωγμὴ στὰ ὕφαλα τοῦ πλοίουμπορεῖ νὰ τὸ βυθίσῃ, ἔτσι κ᾽  ἕνα μικρὸ ἐλάττω μα ποὺ μένει ἀπολέμητο μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψῃ. Ὁ Ἰούδας ἕνα ἐλάττωμα εἶ χε, τὴ φιλαργυρία· τὸ ἄφησε, γιγαντώθηκε καὶ τὸν ἔπνιξε.Ἂς προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας. Γιατὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ θὰ στηθῇ ἡ πλάστιγγα τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ θὰ μᾶς ζυγίσῃ μὲ ἀκρίβεια, κιἀλλοίμονο σ᾽ ὅποιον δώσῃ τὴν ἔνδειξι «μανή,θεκέλ, φάρες» · αὐτὸς μετρήθηκε, ζυγίστηκε, βρέθηκε λειψός (Δαν. 5,25-28) . Λειψὸς στὰ ἔργα ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Λειψός, ἐνῷ τοῦ δόθηκαν τόσες εὐκαιρίες νὰ διορθωθῇ.
Κύριε, τρέμω . Δὲν θέλω νὰ βρεθῶ λειψὸς τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Σὰν τὸ Δαυῒδ πέφτω καὶ παρακαλῶ· «Γνώρισόν μοι, Κύριε, τὸ πέρας μου καὶ τὸν  ριθμὸν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί  ὑστερῶ ἐγώ» (Ψαλμ. 38,5) . Ἀξίωσέ με, πρὶν κλείσω τὰ μά- τια, νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου, ν᾽ ἀναπληρώσω ἐλλείψεις, νὰ ἐκπληρώσω καθήκοντα, καὶ γαλήνιος νὰ πορευθῶ στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητος,γιὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ γλυκειὰ ἐκείνη φωνή· «Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου»(Ματθ. 25,21
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...