Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Νοεμβρίου 27, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιη' στίχοι 18-27).Ο πλούσιος νέος και ο Χριστός.




ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιη' στίχοι 18-27).
Ο πλούσιος νέος και ο Χριστός.


Κείμενο:


Τω καιρώ εκείνω άνθρωπός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληονομήσω; είπε δε αυτώ ο Ιησούς· τί με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη είς, ο Θεός. Τάς εντολάς οίδας· μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα Και την μητέρα σου. Ο δε είπε· ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ· έτι έν σοι λείπει· πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι. Ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο· ην γαρ πλούσιος σφόδρα.Ιδών δε αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε- πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού. Ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.Είπον δε οι ακούσαντες· και τίς δύναται σωθήναι; Ο δε είπε· τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεω εστίν».

Μετάφραση:



Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, πειράζοντας τον και λέγοντας· Άγιε διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Και ο Ιησούς του είπε· Γιατί με λες άγιο; Κανένας δεν είναι άγιος παρά μόνο ένας, ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις· μην πειράξεις ξένη γυναίκα, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην πάρεις ψεύτικο όρκο, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Και εκείνος είπε· όλα αυτά τα έχω τηρήσει πιστά από τα μικρά μου χρόνια. Και όταν άκουσε αυτά ο Ιησούς, του είπε· ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πούλησε τα και μοίρασε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό και έλα να με ακολουθείς. Αλλά εκείνος, όταν άκουσε αυτά, έπεσε σε μεγάλη λύπη· γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Όταν τον είδε ο Ιησούς που λυπήθηκε τόσο πολύ, είπε· πόσο δύσκολα εκείνοι που έχουν χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού! Γιατί είναι πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα της βελόνας παρά πλούσιος μπει στη βασιλεία του Θεού. Τότε είπαν εκείνοι που τον άκουσαν: ποιος μπορεί να σωθεί; Και ο Ιησούς είπε τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό.

Σχόλια:


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 18, 18-27)

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ
«Πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες
εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού!»

ΧΡΗΜΑ! ΜΙΑ ΛΕΞΗ που μαγεύει. Χρήμα! Ένα αντικείμενο που πολλοί το θεοποιήσαμε και το λατρεύουμε. Χρήμα! Ο κορυφαίος στόχος της ζωής πολλών ανθρώπων, τον οποίο αγωνίζονται να κατακτήσουν με όλες τους τις δυνάμεις.
Για τα χρήματα μας ομιλεί σήμερα και ο Κύριος. Με αφορμή τον πλούσιο εκείνο νέο που ήρθε να τον ρωτήσει με ποιόν τρόπο θα κληρονομούσε την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς του υπέδειξε τον δρόμο των εντολών. Ο νέος απάντησε ότι τις τηρούσε από τα πρώτα νεανικά του χρόνια. Και τότε ο Κύριος του συνέστησε: «Σου λείπει και κάτι άλλο. Όλα όσα έχεις πούλησε τα. Μοίρασε τα στους φτωχούς. Έτσι θα αποκτήσεις ουράνιο θησαυρό. Και τότε ακολούθησε με».
Ο νέος, ακούγοντας τα λόγια τούτα του Χριστού, λυπήθηκε. «Ήν γαρ πλούσιος σφόδρα», σημειώνει ο ιερός Λουκάς. Γύρισε τις πλάτες κι έφυγε. Τότε ο Κύριος στράφηκε προς τους ακροατές Του και είπε: «Πόσο δύσκολο είναι γι’ αυτούς που έχουν τα χρήματα να μπουν στην Βασιλεία του Θεού!».
Ο Κύριος, λοιπόν, ομιλεί για το χρήμα, τον πλούτο και την ιδιοκτησία, θέματα καυτά σε κάθε εποχή, θέματα που απασχόλησαν βασανιστικά τους ανθρώπους και για τα οποία διεξήχθησαν τόσοι και τόσοι αγώνες. Τι, λοιπόν, έχει να μας πει; Και ευρύτερα; Ποια είναι η θέση του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας;

Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία
από χριστιανική σκοπιά

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ αμφιβολία ότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ο Θεός του έδωσε το δικαίωμα να νέμεται και να απολαμβάνει τα αγαθά της γης. «Κατακυριεύσατε αυτής» (της γης, δηλαδή), ήταν η εντολή του Θεού προς τους πρωτοπλάστους. «Ου κλέψεις» και «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστιν», ήταν δυο από τις εντολές του Δεκαλόγου (Δευτ. 5, 19, 21). Μην κλέψεις κάτι που ανήκει στον άλλον. Μην επιθυμήσεις όσα είναι του πλησίον, του διπλανού σου. Στον πλούσιο νέο του σημερινού Ευαγγελίου ο Κύριος λέει: «Πάντα όσα έχεις πώλησον». Στους μαθητές Του έδινε την εντολή: «Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην» (Λουκ. 12, 33). Κανείς όμως μπορεί να πουλήσει ό,τι είναι δικό του, ό,τι του ανήκει. Ο λόγος του Θεού μακαρίζει το έργο της φιλανθρωπίας: «Μακάριον εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. 20, 35). Αλλά για να δώσει κανείςσημαίνει πως πρέπει να έχει. Σημαίνει ότι μόνο από τα δικά του μπορεί να προσφέρει. Οι μυροφόρες γυναίκες, πιστές μαθήτριες του Κυρίου, ήταν ευκατάστατες. «Διηκόνουν αυτώ από των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8, 3). Ένας από τους δώδεκα μαθητές, ο Ιούδας – ο μετέπειτα προδότης – είχε στα χέρια του το ταμείο συντηρήσεως του Κυρίου και των μαθητών. Ακόμη και τους φόρους προς το κράτος δεν αρνήθηκε να αποδώσει ο Ιησούς (Ματθ. 17, 27 & 21, 21).
Βεβαίως ο Κύριος στάθηκε αυστηρός απέναντι στους πλουσίους. «Ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε παράκλησιν υμών» (Λουκ. 6, 24). Όχι γιατί ο πλούτος από μόνος του είναι κάτι κακό, αλλά διότι εύκολα ο πλούσιος γίνεται δούλος του πλούτου. Λησμονεί τον Θεό. Περιφρονεί τον συνάνθρωπο του. Καταπατά την ηθική. Αρνείται την δικαιοσύνη.
Ακόμη μακάρισε τους φτωχούς. «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 6, 20). Όχι πάλι γιατί από μόνη της η φτώχεια σώζει, αλλά διότι – περισσότερο από τον πλούτο – δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ελπίζει στον Θεό και να κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται στη σωματική του υπόσταση μόνο, αλλ’ ότι περιλαμβάνει και μιαν αθάνατξ ψυχή, η οποία έχει τις δικές της πνευματικές ανάγκες.
Σε τελευταία ανάλυση ο Χριστός και τον πλούτο και την φτώχεια – φαινόμενα που συναντούμε σε όλες τις εποχές, ασχέτως τι είδους κοινωνικά και οικονομικά συστήματα επικρατούν – τα βλέπει από τη σκοπιά της αιωνιότητας. Τα κρίνει με το νόμο του Θεού. Τα αξιολογεί με κριτήριο τη μεγάλη αλήθεια ότι όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού με ίσα δικαιώματα και με ιερές υποχρεώσεις ο ένας απέναντι στον άλλο.

Οι πειρασμοί του χρήματος

ΔΕΝ ΑΡΝΕΙΤΑΙ, λοιπόν, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ύπαρξη του χρήματος το Ευαγγέλιο, μέσα στη ζωή μας. Αυτό όπμως δεν σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και τους πειρασμούς που συνεπάγεται το πράγμα, αν ο άνθρωπος δεν το τοποθετήσει πάνω σε ορθή βάση. Αν δεν κάνει καλή χρήση του χρήματος. Είναι όντως δυνατό το χρήμα. Συγχρόνως όμως και τρομερή αδυναμία! Γιατί;
Πρώτον διότι πολλές φορές υποδουλώνει εκείνον που το έχει. Από κύριο τον μεταβάλλεο σε υπηρέτη. Από ελεύθερο άνθρωπο σε ανδράποδο του μαμμωνά. Από λάτρη του ζώντος και αληθινού Θεού σε ειδωλολάτρη, αφού κατά τον Απόστολο η πλεονεξία είναι «ειδωλολατρεία» (Κολ. 3,5).
Δεύτερον διότι, προκειμένου να αποκτηθούν και να διαφυλαχθούν τα πλούτη, ο άνθρωπος εκτίθεται σε τρομερούς κινδύνους. «Οι βουλόμενοι πλουτείν», υπογραμμίζει με έμφαση ο απόστολος Παύλος, «εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν» (Α’ Τιμ. 6, 9). Το χρήμα μοιάζει λίγο με το νερό. Όταν κυλά ήρεμα, δροσίζει και ποτίζει τα πάντα. Όταν όμως γίνεται ορμητικό και πλημμυρίζει, τότε πνίγει και καταστρέφει οτιδήποτε συναντήσει στο πέρασμα του.
Τρίτον, οι κυνηγοί του χρήματος δοκιμάζουν μεγάλους πειρασμούς, που δυσκολεύουν την απόκτηση της αρετής και διευκολύνουν την διάπραξη της αμαρτίας. Εύκολα καταπατούν τον ηθικό νόμο. Στραγγαλίζουν το δίκαιο. Εκμεταλλεύονται τον μόχθο και τον ιδρώτα των άλλων. Παρανομούν και φοροδιαφεύγουν. Τυφλωμένοι καθώς είναι από τη λάμψη του χρυσού, βλέπουν τα πάντα κάτω από το παραμορφωτικό πρίσμα της μανίας του πλουτισμού που τους τυραννεί.
Γι’ αυτό και ο Κύριος σήμερα επισημαίνει μελαγχολικά ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Δεν λέει ότι είναι αδύνατον αλλά δύσκολο. Και όταν οι ακροατές Του ευθύς αμέσως τον ρωτήσουν «Και τις δύναται σωθήναι;», εκείνος θα απαντήσει: «Τα αδύνατα παρά ανθρώπους δυνατά παρά τω Θεώ εστιν». Κοντά στο Θεό όλα είναι δυνατά. Και η σωτηρία των πλουσίων, αυτών που διαθέτουν άφθονο χρήμα, αρκεί να συνειδητοποιήσουν το χρέος τους και να αγωνιστούν να το εκπληρώσουν.
Η χριστιανική στάση απέναντι στο χρήμα

ΤΟ ΧΡΗΜΑ συνεπάγεται μερικές βασικές υποχρεώσεις για τον χριστιανό που θέλει να το αντιμετωπίζει με τα κριτήρια του Ευαγγελίου του Χριστού.
Υποχρέωση πρώτη, να το κερδίζουμε με θεμιτά μέσα. Με τον τίμιο και ευλογημένο ιδρώτα μας. Όχι με την κλεψιά. Όχι με την εκμετάλλευση από τον εργοδότη, μα ούτε και με την απάτη από την πλευρά του εργαζομένου. Γιατί, δυστυχώς, στις μέρες μας και τα δυο συμβαίνουν.
Υποχρέωση δεύτερη, το χρήμα στην υπηρεσία του ανθρώπου. Υπηρέτης και όχι κύριος μας. Μέσο και όχι σκοπός. Για τις ανάγκες μας και όχι για σπατάλη, για επίδειξη , για ασωτείες. «Το χρήμα», λέει μια γαλλική παροιμία, «είναι καλός υπηρέτης, αλλά κακός κύριος».
Υποχρέωση Τρίτη, το χρήμα στην υπηρεσία της αγάπης. Όσοι διαθέτουμε χρήματα και μάλιστα άφθονα, δεν μπορούμε να αγνοούμε επιδεικτικά τον διπλανό μας που βασανίζεται από την φτώχεια και τη μιζέρια. Δεν είναι επιτρεπτό χριστιανικά να φυλακίζουμε το χρήμα και να το αχρηστεύουμε. Διότι, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος για τη φύση του πλούτου, «το μεν στάσιμον άχρηστον, το δε κινούμενον και μεταβαίνον κοινωφελές τε και έγκαρπον». Ιδιαίτερα σήμερα το χριστιανικό χρέος επιβάλλει σε όλους μας να δώσουμε συνεπέστερα και αποτελεσματικότερα τη μαρτυρία της έμπρακτης αγάπης.
Υποχρέωση τέταρτη, η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεό. Εκείνος είναι ο μεγάλος πλουτοδότης. Κάθε αγαθό Εκείνος μας το χαρίζει. Εμείς είμαστε οι διαχειριστές του. Αυτοί που με φρόνηση , αλλά και γενναιοδωρία, θα πρέπει να τα διαχειριστούμε. Όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους, που κι εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, αδέλφια μας. «Ίνα το σόν περίσσευμα γένηται εις το εκείνον υστέρημα» (Β’ Κορ. 8, 13).
* * *

Αδελφοί μου,
Ο νέος του σημερινού Ευαγγελίου έχασε την αιώνια ζωή. Προτίμησε τα πλούτη του. Αγάπησε περισσότερο τα χρήματα του.
Η δική μας προτίμηση είθε να είναι αντίθετη. Με τα φθαρτά ας αγοράσουμε τα άφθαρτα. Με τα πρόσκαιρα τα αιώνια. Με την ορθή χρήση του χρήματος να εισέλθουμε στην Βασιλεία του Θεού!

Παρασκευή, 18 Νοεμβρίου 2011




To Eυαγγέλιο της Κυριακής 20 Νοεμβρίου 2011.
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιβ', στίχοι 16-21).
Η παραβολή του άφρονα πλούσιου.


Κείμενο:
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν ή χώρα· Και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου; και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τάς αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, Και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δε αυτώ ό Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δ’· ητοίμασας τίνι έσται; ούτως ό θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων εφώνει· ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».


Μετάφραση:
Τους είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ενός ανθρώπου πλούσιου έφεραν τα χωράφια του μεγάλη σοδειά' και σκεφτόταν μέσα του λέγοντας· Τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς μου; Και είπε: αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και στη θέση τους θα χτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα μαζέψω όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου και θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις μαζέψει πολλά αγαθά, που σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Αναπαύου, λοιπόν, τρώγε, πίνε, καλοπερνά. Ο Θεός όμως του είπε· «Ανόητε, αυτή τη νύχτα σου ζητούν ξαφνικά την ψυχή σου. Όσα λοιπόν ετοίμασες, σε ποιον θα ανήκουν τώρα;». Αυτά παθαίνει εκείνος που θησαυρίζει μόνο για τον εαυτό του και δε φροντίζει να πλουτίζει όπως ο Θεός θέλει. Και λέγοντας αυτά τόνιζε: όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.


Σχόλια:

Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ.
«Άφρον. Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου
απαιτούσιν από σου. Ά δε ητοίμασες τίνι έσται;»

ΠΑΘΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ, αρρώστια από τις πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο είναι η πλεονεξία. Ο απόστολος Παύλος την ονομάζει «ειδωλολατρεία» (Κολ. 3, 5) και τη θεωρεί «ρίζα πάντων των κακών» (Α’ Τιμ. 6, 10). Και ο Κύριος για να προφυλάξει τις ψυχές μας από το φοβερό τούτο πάθος διηγήθηκε την παραβολή που ακούσαμε σήμερα.
Αφορμή γι’ αυτό π’ηρε από τη διαφωνία δυο αδελφών, η οποία ανέκυψε όταν κάθισαν να μοιραστούν την πατρική κληρονομιά. Ο ένας από τους δυο απευθύνθηκε στο Χριστό ζητώντας την παρέμβαση Του. «Διδάσκαλε, ειπέ τω αδελφώ μου μερίσασθαι την κληρονομίαν μετ’ εμού». Ο Κύριος αρνήθηκε να αναμιχθεί σ’ ένα τέτοιο ζήτημα, ξένο προς την αποστολή Του: «Άνθρωπε, ποιος με διόρισε δικαστή ή μοιραστή σας, για να επιλύσω εγώ τη διαφορά σας;». βλέποντας όμως ότι κι εκείνος που αδικιόταν ήταν ένοχος, αφού δεν ήθελε να συμβιβαστεί, είπε: «Οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας. Ότι ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού εστιν εκ των υπαρχόντων αυτού». Δηλαδή, προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας, διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περισσά πλούτη, ούτε τα υπάρχοντα του τού εξασφαλίζουν μακροζωΐα και ευχάριστη ζωή». Και για να δείξει ακριβώς τις κακές συνέπειες της πλεονεξίας, διηγήθηκε την παραβολή του άφρονος πλουσίου.
Άφρονα – άμυαλο καιασύνετο δηλαδή – ονομάζει ο Κύριος τον πλούσιο της παραβολής. Γιατί όμως; Που βρίσκεται η αφροσύνη του; Τριπλή μας παρουσιάζεται η αφροσύνη του σημερινού πλουσίου. Πρώτον,

διότι λησμόνησε τον Θεό.

ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟΝ ! Δεν πιστεύει στον Θεό. Δεν αισθάνεται την παρουσία Του. Δεν ζητά την βοήθεια Του. Πιστεύει μόνο στα αγαθά του, στα πλούτη του και τα υπάρχοντα του. Πιστεύει στον εαυτό του, στις ικανότητες και την καπατσοσύνη του.
Αγνοώντας τον Θεό, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα αγαθά του και μόνο. Τι θα τα κάνει. Πως θα τα συγκεντρώσει. Που θα τα αποθηκεύσει. Από την ψυχή του απουσιάζει και η παραμικρή μεταφυσική αναζήτηση. Μένει αδιάφορος και ψυχρός για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα. Τα μάτια του έπαψαν να υψώνονται στον ουρανό. Τα χείλη του δεν κινούνται ποτέ για να ψελλίσουν δυο λόγια προσευχής. Θεός του έγινε ο πλούτος, τα υλικά αγαθά του. Αυτά εξουσιπάζουν την καρδιά του. Προσηλώθηκε σ’ αυτά με πάθος. Έγινε ένας στυγνός υλιστής.
Ακόμη αδυνατεί να τα δει και σαν δώρα του Θεού. Ότι Εκείνος έδωσε τις ευνοϊκές συνθήκες. Εκείνος τον ήλιο. Εκείνος τη βροχή. Κι έτσι καρποφόρησε πλούσια η γη του. Τίποτε από όλα αυτά δεν σκέφτεται και γι’ αυτό στα χείλη του δεν βλέπουμε ίχνος ευχαριστίας κι ευγνωμοσύνης. Ίσως μάλιστα, αν κάποιος τολμούσε να του πει κάτι τέτοιο, να τον ειρωνευόταν και να τον περιγελούσε.
Αλλά μήπως κα ισήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο; Πόσοι και πόσοι μέσα στην αφροσύνη του πλούτου, όταν υπάρχει, ή της ακόρεστης δίψας του, όταν δεν τον έχουμε, δεν λησμονούμε τον Θεό; Δεν πιστεύουμε μόνο σε όσα βλέπουν τα μάτια μας;δεν αιχμαλωτίζεται στην ύλη η καρδιά μας; Δεν λησμονούμε τα καθήκοντα μας προς τον Κύριο; Δεν θολώνει η σκέψη μας από οικονομικούς υπολογισμούς και τα σχέδια που συνεχώς καταστρώνουμε, έστι ώστε στο νου και την καρδιά μας να μη μένει χώρος για Εκείνον; Δεν ξεχνάμε το «ευχαριστώ» και το «Δόξα σοι, Κύριε», την έκφραση δηλαδή της ευγνωμοσύνης μας για τα όσα με τόση αγάπη και απλοχεριά μας χαρίζει; Να γιατί ο απόστολος Παύλοε γράφει στον μαθητή Τιμόθεο: «Τοις πλουσίοις εν τω νυν αιώνι παράγγελλε μη υψηλοφρονείν, μηδέ ηλπικέναι επί πλούτου αδηλότητι, αλλ’ εν τω Θεώ τω ζώντι τω παρέχοντι ημίν πάντα πλουσίως εις απόλαυσιν» (Α’ Τιμ. 6, 17). Άφρονας ο πλούσιος, δεύτερον,

διότι λησμόνησε τον συνάνθρωπο του.

ΕΔΩ Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ του είναι μεγαλύτερη. Για τον Θεό ίσως μπορούσε να δικαιολογηθεί. Δεν τον έβλεπε. Αμφέβαλλε αν υπάρχει. Για τον συνάνθρωπο του, όμως; Για τον διπλανό του; Δεν έβλεπε τόσους φτωχούς και πεινασμένους να στέκονται έξω από τις αποθήκες του; Δεν άκουγε το θρήνο τόσων χηρών, το κλάμα των ορφανών, τα βογγητά των πονεμένων και των αρρώστων; Δυστυχώς όχι! Το πρόβλημα που τον πιέζει, που τον κάνει να αγωνιά, που του αφαιρεί τον ύπνο, έιναι: «Τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;». και όταν θα συλλάβει την ιδέα επεκτάσεως των αποθηκών του, θα απορροφηθεί ολότελα από τη μέριμνα να μεταβάλλει σε πραγματικότητα τους σχεδιασμούς του.
Τι δεν θα μπορούσε να κάνει ο πλούσιος της παραβολής! Πόσα δεν θα μπορούσε να προσφέρει! Το πάθος της πλεονεξίας όμως τον έιχε κυριεύσει. Τον έκανε σκληρό, άπληστο, ατομιστή, πραγματικό καρκίνωμα της κοινωνίας.
Και το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είναι καθόλου ξένο και στη δική μας εποχή. Και σήμερα κυκλοφορούν ανάμεσα μας άνθρωποι που διαθέτουν αμύθητο πλούτο, άφθονα υλικά αγαθά, αλλά καρδιά σκληρή, φτωχή σε αισθήματα αγάπης, άδεια από καλοσύνη και συμπόνοια. Μέσα τους θρονιάζει η πλεονεξία και η απληστία. Και βλέπουν τους άλλους σαν εργαλεία διαμέσου των οποίων επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα τους. Καταπιέζουν, εκμεταλλεύονται, αδικούν, παρανομούν, φοροδιαφεύγουν. Και όλα αυτά με μοναδικό σκοπό τον ατομικό πλουτισμό τους. Έτσι δικαιώνεται ο λόγος του σοφού Σωκράτη: «Ο των φιλαργύρων πλούτος ώσπερ ο ήλιος καταδύς εις την γην ουδένα των ζώντων ευφραίνει».
Άφρονας ο πλούτος, τρίτον,

διότι λησμόνησε και τον ίδιο τον εαυτό του.

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ παραλογισμό στον οποίο τον οδήγησε η πλεονεξία του, ξέχασε ότι ο άνθρωπος δεν έχει σκοπό να τρώει και να πίνει. Τρώει και πίνει για να συντηρείται και να πραγματοποιεί τους ιερούς σκοπούς που έθεσε στη ζωή του ο Δημιουργός. Εξαιτίας του παχυλού υλισμού του λησμόνησε ακόμη ότι η ψυχή έχει υπόσταση πνευματική. Και ότι δεν μπορούν τα υλικά πράγματα να την θρέψουν και να την ευχαριστήσουν. Είναι τόσο παράλογη η αυτοπεποίθηση του, ώστε να νομίζει ότι εξουσιάζει και τον χρόνο. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύσου, φάγε, πίες, ευφραίνου»! Ξεχνά πόσο σύντομη είναι η ζωή. Πόσο γρήγορα κυλά ο χρόνος. Δεν σκέπτεται την αναπόφευκτη πραγματικότητα του θανάτου. Και τότε ακριβώς ακούγεται η φωνή της θείας δικαιοσύνης: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Ά δε ητοίμασας, τίνι έσται;». Ώρα φοβερή! Στιγμή αληθινά τραγική! Τέλος αξιοθρήνητο!
Αλλά και πόσοι από μας πόσοι και πόσοι δεν ολισθαίνουμε στον παραλογισμό τούτον του πλουσίου της παραβολής; Για πόσους ανθρώπους το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στο στομάχι; Στο «τι θα φάνε, τι θα πιούν και πως θα διασκεδάσουν»; Κηρύσσουμε σε ανυπαρξία την ψυχή, σκοτώνουμε τη συνείδηση μας και παραδινόμαστε στο σφιχταγκάλιασμα της ύλης και της φθοράς! Ας μας φωνάζει ο Θεός: «Τι γαρ ωφελεί άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί;» (Ματθ. 16, 26). Είναι τόσος ο παραλογισμός, η αφροσύνη, που ξεχνούμε πόσο πρόσκαιρη, πόσο μάταιη, πόσο απατηλή είναι η επίγεια ζωή. Και ξεγελιόμαστε σε τέτοιο βαθμό που λησμονούμε κι αυτήν την πραγματικότητα του θανάτου! Το ότι δηλαδή θα έλθει οπωσδήποτε ο θάνατος, και μάλιστα με τρόπο αιφνίδιο και αναπάντεχο.

* * *
«Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις Θεόν πλουτών». Με τα λόγια αυτά, αδελφοί μου, επισφραγίζει ο Κύριος την παραβολή Του. Δηλαδή, αυτό θα είναι το τέλος και εκείνου που θησαυρίζει για τον εαυτό του, για να απολαμβάνει αυτός και μόνο εγωιστικά τα αγαθά της γης, και δεν πλουτίζει σε πνευματικούς θησαυρούς, έργα αγάπης, στα οποία ευαρεστείται ο Θεός.
Πέρα από τη θεωρία του μείζονος κέρδους και τη μανία της καταναλώσεως, υπάρχει το πνεύμα και οι δικές του ανάγκες. Πέρα από τα επίγεια αγαθά υπάρχει και ο πλούτος του ουρανού. Πέρα από την ευμάρεια, τον κορεσμό του στομάχου και την μέθη των αισθήσεων υπάρχει και η ζωή του Χριστού. Πέρα από τον εαυτό μας υπάρχουν οι άλλοι, παιδιά κι αυτοί του Θεού, αδέλφια μας.
Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, μέσα στην αφροσύνη της πλεονεξίας του, όλα αυτά τα αντιπαρήλθε. Τα λησμόνησε. Άραγε εμείς τι κάνουμε; Μήπως τον ακολουθούμε

Το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής (ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ)

 Το Ευαγγέλιο της Κυριακής  (Λουκ. ιη΄18 -27)

18.Και επηρώτησέ τις αυτόν άρχων λέγων· διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;
19.είπε δε αυτώ ο Ιησούς· τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός.
20.τας εντολάς οίδας· μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου.
21.ο δε είπε· ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου.
22.ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ· έτι εν σοι λείπει· πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι.
23.ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο· ην γαρ πλούσιος σφόδρα.
24.ιδών δε αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε· πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού!
25.ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.
26.είπον δε οι ακούσαντες· και τις δύναται σωθήναι;
27.ο δε είπε· τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν.

Ο Απόστολος  της Κυριακής  (Εφεσ. β΄14-27)

14.αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας,
15.τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην,
16.καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ·
17.καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς,
18.ὅτι δι΄ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα.
19.ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ,
20.ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
21.ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ·
22.ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

Κυριακή του Λουκᾶ ΙΓ΄. Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας


Κυριακή του Λουκᾶ  ΙΓ΄ (Λ΄)
Λούκ. ιη΄ 18-27
Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας

Περί τοῦ ἐπερωτήσαντος τόν Ἰησοῦν, Κεφάλαιον ΙΗ΄





«Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων, λέγων Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθὸν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 
Ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου, ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 
Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἧν γὰρ πλούσιος σφόδρα». Δοκεῖ μὲν τισιν οὗτος ὁ ἄνθρωπος πανοῦργος τις εἶναι, καὶ οἷον παγιδεύσαι ζητῶν τὸν Ἰησοῦν ἐν λόγοις.  
Οὐκ ἔοικε δὲ τοῦτο, ἀλλὰ φιλάργυρος εἶναι. Ἐπεὶ καὶ ὁ Χριστὸς τοιοῦτον αὐτὸν ὄντα ἤλεγξε.  Καὶ γὰρ Μάρκος φησίν, ὅτι προσδραμὼν καὶ γονυπετῶν παρεκάλει τὸν Ἰησοῦν, καὶ ὅτι ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ἠγάπησεν αὐτὸν· φιλοχρήματος μὲ ἦν ὀ ἄνθρωπος.
Πρόσεισι δὲ τῷ Ἰησοῦ μαθεῖν ἐφιέμενος περὶ ζωῆς αἰωνίου, τάχα ὡς φιλοχρήματος καὶ τοῦτο.  Οὐδὲν γὰρ οὕτω φιλόζωον, ὡς φιλοχρήματος ἄνθρωπος. Ἐνόμισεν οὖν τὸν Ἰησοῦν ὑποθέσθαι αὐτῷ τρόπον, δι’ οὗ αἰωνίως ζήσεται, καταπολαύων τῆς κατασχέσεως τῶν χρημάτων. 
Ὡς δὲ ὁ Κύριος τὴν ἀπόκτησιν εἶναι πρόξενον εἶπε τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὡς περιμεμψάμενος ἑαυτῷ τῆς ἐρωτήσεως, καὶ τῷ Ἰησοῦ τῆς ἀποκρίσεως, ἄπεισιν. 
Αὐτὸς γὰρ τοι ἔνεκεν τοῦ ἔχειν τὰ χρήματα ἐπὶ πολύ, ἔχρηζε τῆς αἰωνίου ζωῆς· ἐπεὶ εἰ τὰ χρήματα ἔμελλεν ἀποκτᾶσθαι, τί ἔδει αὐτῷ τῆς αἰωνίου ζωῆς πένητι μέλλοντι ζῇν, ὥσγε ἐδόκει; Προσέρχεται γοῦν τῷ Κυρίῳ, ὡς ἁπλῶς ἀνθρώπῳ, καὶ διδασκάλῳ.  
Δι’ὅ ὁ Κύριος δεικνύων, ὅτι οὐ δεῖ ὡς ἄνθρωπῳ αὐτῷ προσιέναι ψιλῷ εἶπεν·  «Οὐδεὶς ἀγαθὸς, εἰ μὴ ὁ Θεὸς». Ἀγαθὸν με, φησίν, εἶπας, τί οὖν προσέθηκας τὸ, Διδάσκαλε, Φαίνεται γὰρ ὅτι ἕνα τῶν πολλῶν με ὑπολαμβάνεις. 
Εἰ δὲ τοῦτο, οὐκ εἰμί ἀγαθὸς, οὐδεὶς γὰρ ἀνθρώπων ἀγαθὸς κυρίως, εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Ὥσπερ εἰ θέλεις ἀγαθὸν με λέγειν, ὡς Θεὸν με λέγε ἀγαθὸν, ἀλλὰ μὴ ὡς ἀνθρώπῳ ψιλῷ προσέρχου. Εἰ γὰρ ἄνθρωπόν με κοινόν τινα νομίζεις, μηδὲ ἀγαθὸν κάλει· τῷ ὄντι γὰρ ἀγαθὸς, καὶ πηγὴ ἀγαθότητος καὶ ἀρχὴ τῆς αὐτοαγαθότητος ὁ Θεὸς.  
Οἱ δὲ ἄνθρωποι εἰ καὶ ἀγαθοὶ ἐσμεν,ἀλλ’ οὐ κυρίως, ἀλλὰ κατὰ μετοχὴν, καὶ ἐπίμικτον ἔχοντες τὸ ἀγαθὸν  καὶ τρεπτὸν. Τὰς ἐντολὰς οἶδας Μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, καὶ τὰ ἑξῆς.  
Πρότερον ὁ νόμος τά, ἐν οἷς εὐκολώτερον ὀλισθαίνομεν, διορθοῦται, εἶτα  τὰ ἐν οἷς οὐ πολλοί, οὐδὲ πολλάκις, οἷον τὸ μοιχεύειν, ἐπειδὴ τὸ πῦρ καὶ φυτικὸν καὶ ἔνδοθεν, τὸ φονεύειν, ἐπειδὴ μέγα θηρίον ὁ θυμός.  Τὸ δὲ κλέπτειν ἐλαφρότερον, καὶ τῇ ψευδομαρτυρίᾳ σπανιάκις περιπίπτειν ἔστι. Δι’ ὅ ἐκεῖνα μὲν πρότερον διορθοῦται, οἷα εὐκόλως ἡμῶν εἰς ἐκεῖνα ὀλισθαινόντων, καὶ ἄλλως βαρύτερα ὄντα.  
Ταῦτα δὲ, τὴν κλοπήν φημι, καὶ τὴν ψευδομαρτυρίαν, δεύτερα τίθησιν, ὡς καὶ σπανιάκις ἀπατώντα καὶ ἐλαφρότερα. Ἐπεὶ δὲ τὸ εἰς γονεῖς ἁμαρτάνειν, εἰ καὶ μέγα ἐστι ἁμάρτημα, ἀλλ’ οὖν ὡς μὴ συχνάκις συμβαῖνον· οὐδὲ γὰρ τοσοῦτον θηριώδεις εὐκόλως εὑρίσκονται οἱ πολλοὶ, ὡς εἰς γονεῖς παροινεῖν, ἀλλ’ ὀλιγάκις, καὶ ὀλίγον· ὕστερον τοῦτον τέθεικεν. 
Ὡς δὲ ὁ νεανίσκος εἶπε ταῦτα πάντα φυλάξασθαι ἐκ νεότητος, τὸ κεφάλαιον πάντων τὴν ἀκτημοσύνην ὁ Κύριος αὐτῷ ὑποτίθεται. Ὅρα δὲ νόμους Χριστιανικῆς πολιτείας τῷ ὄντι. Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησων, φυσὶν· εἰ γὰρ τι ἐναπομείνῃ, ἐκείνου δοῦλος εἶ· καὶ διάδος οὐ συγγενέσι πλουσίοις, ἀλλὰ πτωχοῖς. 
Οἷμαι δὲ ὅτι καὶ τὸ Διόδος, ἔμφασιν ἔχειν τοῦ μετὰ κρίσεως, καὶ μὴ ὡς ἔτυχε, τὸν τῶν χρημάτων σκορπισμὸν ποιεῖσθαι. Ἐπεὶ δὲ σὺν τῇ ἀκτημοσύνῃ δεῖ καὶ τὴν ἄλλην ἀρετὴν πᾶσαν προσεῖναι τῷ ἀνθρώπῳ, διὰ τοῦτο εἶπε· Καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, τοὐτέστι.  Καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἴσθι μαθητὴς ἐμός, καὶ ἀεὶ ἀκολούθει, μὴ σήμερον μὲ αὔτιον δ’οὔ. 
Ὡς δὲ φιλοχρημάτῳ ἐπηγγείλατο τὸν ἐν οὐρανοῖς θησαυρόν, ἀλλ’ οὐ προσέσχεν ὁ ἄρχων, δοῦλος γὰρ ἦν τῶν χρημάτων, δι’ ὅ καὶ ἀκούσας ἐλυπήθη, ὅτι στέρησιν αὐτῷ τῆς κτήσεως εἰσηγεῖται, ὅπου γε αὐτὸς καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς διὰ τοῦτο ἐπιθυμεῖ, ὡς ἄν ἐπὶ πολὺ τῇ τῶν χρημάτων περιουσίᾳ καὶ αἰνίως ἐμβιοίη. Καὶ τὸ λυπηθῆναι δὲ αὐτὸν εὐγνώμονα, ἀλλ’οὐ πανοῦργον ὑποδηλοῖ. Οὐδεὶς γοῦν τῶν Φαρισαίων ἐλυπήθη ποτέ, ἀλλὰ μᾶλλον ἠγρίαινον. 
Οὐκ ἀγνοῶ δέ, ὅτι ὁ μέγας τῆς οἰκουμένης φωστὴρ ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶτταν τῆς ὄντως αἰωνίου ζωῆς ἐπιθυμεῖν τὸν νεανίσκον τοῦτον ἐδέξατο, καὶ ἐρᾷν μὲν αὐτῆς, κατέχεσθαι δὲ πάθει μείζονι τῇ φιλαργυρίᾳ πλὴν οὐκ ἄχαρι καὶ ὅ νῦν προσετέθη, ὅτι ὡς φιλοχρήματος ἐπιθύμει ζωῆς αἰωνίου.
«Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον, εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες, εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Εὐκολώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος, διελθεῖν, ἤ πολούσιον ἐις τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες·  Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 
Ὁ δὲ εἶπε. Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις, δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ. Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι οὐδεὶς ἔστιν, ὅς ἀφῆκεν οἰκίαν, ἤ γονεῖς, ἤ ἀδελφούς, ἤ γυναῖκα, ἤ τέκνα ἔνεκεν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅς οὐ μὴ ἀπολάβῃ πολλαπλασίονα ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ καὶ ἐν αἰῶνι τῷ ἐρχόμενῳ ζωὴν αἰώνιον». Ἐπειδὴ ὁ πλούσιος ἀκούσας τὴν τῶν ὑπαρχόντων ἀπόκτησιν ἐλυπήθη, φυσὶν ὁ Κύριος θαυμαστικῷ τῷ σχήματι. 
Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες, εἰσελεύσονται  εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ· οὐκ εἶπεν ὅτι ἀδυνάτως ἔχουσιν εἰσελθεῖν, ἀλλὰ δυσκόλως. Οὐ γὰρ ἀδύνατον σωθῆναι τοὺς τοιούτους. Δυνατὸν γὰρ τὰ χρήματα προεμένους, ἐπιτυχεῖν τῶν ἄνω. Δύσκολον μέντοι τοῦτο· ἰδοὺ γὰρ κολλητικώτερα τὰ χρήματα καὶ δυσκόλως ἀποσπᾶται ὁ τούτοις συσχεθείς. 
Παρακατιών, δὲ καὶ ὡς ἀδύνατον αὐτὸ τίθησι, φησὶ γάρ. Εὐκολώτερον ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσλεθεῖν, ἤ πλούσιον σωθῆναι· ἀδύνατον γὰρ πάντως κάμηλον διὰ τρυπήματος βελονίου χωρῆσαι, εἴτε τὸ ζῶον αὐτὸ νοήσεις κάμηλον, εἴτε σχοῖνόν τινα ναυτικὴν παχεῖαν. 
Εἰ οὖν κάμηλον χωηθῆναι διὰ τρυπήματος βελονίου εὐκοπώτερον, ἤ πλούσιον σωθῆναι, ἀδύνατον δὲ τοῦτο, ἀδυνατώτερον ἅρα τὸ σωθῆναι πλούσιον. Τί οὖν ἔστι εἰπεῖν; Πρῶτον μὲ, ὅτε ἀληθῶς οὕτως ἔχει· πλούσιον γὰρ ὄντα ἀδύνατο σωθῆναι.  
Μὴ γὰρ μοι εἴπῃς ὅτι ὁ δεῖνα πλούσιος ὤν, ἐδίδου τὰ προσόντα καὶ ἐσώθη· οὐ γὰρ πλούσιος ἐσώθη, ἀλλ’ ἤ ἀκτήμων γεγονώς, ἤ τέως οἰκονόμος ὥν ἐσώθη, καὶ οὐχὶ πλούσιος. Ἄλλο γὰρ οἰκονόμος καὶ ἄλλο πλούσιος· πλούσιος μὲν γὰρ, ἐστιν ὁ ἑαυτῷ τηρῶν τὸν πλοῦτον, οἰκονόμως δὲ ὁ δι’ ἑτέρους τοῦτον ἐγχειρισθείς 
Ὥστε καὶ εἰ οὗτος ἐσώθη, οὐ πλούσιος ἐσώθη, ἀλλ’ ἤ, ὡς ἔφημεν, πάντα ἀποκτησάμενος ἅ εἶχεν, ἤ ὡς οἰκονόμος καλῶς αὐτὰ διατιθέμενος. Ἔπειτα καὶ τοῦτο σκόπει, ὅτι τὸν μὲν πλούσιον ἀδύνατο σωθῆναι, τὸν δὲ τὰ χρήματα ἔχοντα δύσκολον, ὡς ἄν εἰ ἔλεγεν· Ὁ μὲν ἐρχόμενος ὑπὸ τῶν χρημάτων, καὶ δουλεύων αὐτοῖς, καὶ κρατούμενος οὐ σωθήσεται, ὁ δὲ ἔχων τὰ χρήματα, τοὐτέστι, κύριος αὐτῶν ὤν, καὶ αὐτὸς ἔχων ταῦτα, οὐκ ἐχόμενος δὲ ὑπ’ αὐτῶν, δυσκόλως σωθήσεται διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν.
Ἀδύνατον γὰρ μὴ παραχρήσασθαι οἷς ἔχομεν· ἕως γὰρ ἔχομεν χρήματα, σπουδάζει ὁ διάβολος ὑποσκελίζειν ἡμᾶς, εἰς τὸ παρὰ τὸν κανόνα, καὶ τὸν νόμον τῆς οἰκονομίας χρήσασθαί ἔστιν ὅτε, καὶ δύσκολον ἐκφυγεῖν τὰς παγίδας αὐτοῦ, Διὰ τοῦτο καλὸν ἡ ἀχρησμοσύνη καὶ σχεδὸν ἀπείραστον. 
Εἶπον δὲ, φυσίν, οἱ ἀκούσαντες· Τίς ἆρα δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ».  Παρὰ μὲ γὰρ τοῖς ἀνθρωπίνην γνώμην ἔχουσιν, ἤτοι κάτω συρομένοις, καὶ ἐπιθυμοῦσι τῶν γηΐνων, ἀδύνατόν ἐστι σωθῆναι, ὡς εἴρηται, παρὰ δὲ Θεῷ δυνατόν, τοὐτέστιν, ὅταν τις σύμβουλον ἔχῃ τὸν Θεὸν, καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰς περὶ ἀσχημοσύνης ἐντολὰς διδασκάλους λάβῃ καὶ τὴν παρ’ ἐκείνου ἐπικαλοῖτο ἐπικουρίαν, δυνατὸν ἔσται τοῦτο· ἡμῶν μὲν γὰρ ἐστι τὸ θελῆσαι τὸ ἀγαθὸν, Θεοῦ δὲ τὸ τελειῶσαι. 
Καὶ ἄλλως δὲ εἴπερ ὑπεραναβάντες πᾶσαν ἀνθρωπίνην ἐπὶ τῷ πλούτῳ μικροψυχίαν, θελήσομεν φίλους ἡμῖν αὐτοὺς ποιῆσαι ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, σωθησόμεθα ὑπ’ αὐτῶν εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς παραπεμπόμενοι..  
Βέλτιον μὲν γὰρ ἐὰν πάντα προώμεθα, εἰ δὲ μὴ πάντα, συμμεριστὰς γοῦν ποιῆσαι τοὺς πένητας, καὶ οὕτως τὸ ἀδύνατον δυνατὸν γίνεται. 
Ἀδύνατον μὲ γὰρ τὸν μὴ πάντα προέμενον σωθῆναι, καὶ πλὴν διὰ φιλανθρωπίαν Θεοῦ γίενται καὶ τὸ μερικῶς μεταδοῦναι εἰς ὠφέλειαν ἀνάλογον.  
Πρὸς ταῦτα ὁ Πὲτρος ἐρωτᾷ: Ἰδοὺ ἠμεῖς ἀφήκαμεν πάντα· καὶ ἐρωτᾷ οὐχ ὑπὲρ ἑαυτοῦ μόνον, ἀλλὰ πρὸς παραμυθίαν πάντων τῶν πενήτων. 
Ἵνα γὰρ μὴ οἱ πλούσιοι μόνοι εὐέλπιδες ὦσιν, ὡς πολλῶν τευξόμενοι, οἷα πολλῶν καταφρονήσαντες, οἱ δὲ πένητες δυσελπισθῶσιν οἷα ὀλίγων ἀποστάντες, καὶ διὰ τοῦτο ὀλίγας ἀμοιβὰς πορσδοκῶντες, ἐρωτᾷ ὁ Πέτρος καὶ ἀκούει, ὅτι ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι τὰς ἀμοιβὰς ἕξει, πᾶς ὁ ὀτιρῦν διὰ Θεὸν καταφρονήσας τῶν ὑπαρχόντων, κἄν μικρὰ εἶεν.  Μὴ γὰρ τοῦτο σκοπήσῃς ὅτι μικρὰ, ἀλλ’ ὅτι βίος ὅλος ἦσαν ἐκεῖνα τὰ μικρὰ τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ὥσπερ σὺ τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις, οὕτως ἐκεῖνος τοῖς ὀλίγοις καὶ μικροῖς ἐμβιῶσαι προσεδόκι, ἵνα μὴ λέγῳ ὅτι ὁ ὀλίγα ἔχων, πλείονα σχέισν ἔχει πρὸς ταῦτα· καὶ δῆλον ἀπὸ τῶν πατέρων, οἵ ὅταν ἕνα παῖδα ἔχωσι, πλείω τὴν σχέσιν ἐπιδείκνυται πρὸς τοῦτον, ἤ πρὸς πλείους.  Οὕτω καὶ ὁ πένης πρὸς τὴν μίαν οἰκίαν, καὶ πρὸς τὸν ἕνα ἀγρὸν δριμύτερον διάκειται, ἤ σὺ πρὸς τοὺς πολλούς.  Εἰ δὲ μή, ἀλλ’ ἴσον γοῦν ἀμφοτέροις τὸ τῆς σχέσεως διὰ τοῦτο καὶ τὸ τῆς περιφρονήσεως. Ἔνθεν τοι καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι πολυπλασίας λαμβάνουσι τὰς ἀμοιβάς, ὡς οἱ ἀπόστολοι αὐτοὶ οὗτοι. Καλύβης γὰρ καταφρονήσαντες ἕκαστος, νῦν λαμπροτάτους ναοὺς ἔχουσι καὶ ἀγροὺς, καὶ προσόδους, καὶ γυναῖκας πολλὰς τὰς τῇ πρὸς αὺτοὺς θερμότητι, καὶ πίστει συνδεδεμένας, καὶ τἆλλα πάντα ἁπλῶς· καὶ ἐν τῷ μέλλοντι δὲ αἰῶνι οὐκ ἀγροὺς τοιούτους πολυπλασίους, καὶ σωματικὰς ἀντιδόσεις λάβωσιν, ἀλλὰ ζωὴν αἰώνιον.
«Τὸν ρώτησε κάποιος ἀπὸ τοῦς ἄρχοντες· Δάσκαλε ἀγαθέ, μὲ τί πράξεις θὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Δὲν εἶναι κανένας ἀγαθὸς παρὰ μόνο ὁ Θεός. Τίς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις.  Μὴ μοιχέψης, μή φονεύσης, μήν κλέψης, μήν ψευδομαρτυρήσης. Νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα καὶ τή μητέρα σου. Κι ἐκείνος εἶπε· αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τὴ νεότητά μου. Ὅταν τ’ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε· Ἕνα σοῦ ἀπομένει μονάχα· πούλησε ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχοὺς· ἔτσι θ’ ἀποχτήσης θησαυρὸ στὸν οὐρανό.  Κί ἔλα, ἀκολούθησέ με. Ἐκεῖνος ὕστερ’ ἀπ’αὐτὸ ἔπεσε σὲ λύπη, γιατὶ ἦταν πολύ πλούσιος».  Μερικοὶ ἔχουν τή γνώμη ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν πανοῦργος καὶ τάχα ζητοῦσε νὰ παγιδέψη μὲ τοὺς λόγους του τὸν Ἰησοῦ.  Δὲ φαίνεται νὰ εἶναι αὐτό· μᾶλλον ἦταν φιλάργυρος.  Γιατὶ κι ὁ Χριστὸς μ’ αὐτὸ τὸ νόημα τὸν κατηγόρησε.  Γιατὶ ὁ Μᾶρκος λέει, ὅτι ἔτρεξε καὶ γονατιστὸς παρακαλοῦσε τὸν Ἰησοῦ κι ὅ,τι ὁ Ἰησοῦς βλέποντάς τον ἔνιωσε συμπάθεια γι’ αὐτόν. Ἀγαποῦσε ὅμως τὰ χρήματα.  Πλησιάζει λοιπὸν τὸν Ἰησοῦ ἐπιθυμῶντας νὰ μάθη γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ τοῦτο σὰν φιλοχρήματος· καμμιὰ ψυχὴ δὲν ἀγαπᾶ τὴ ζωὴ τόσο, ὅσο ὁ φιλοχρήματος ἄνθρωπος.  Νόμισε λοιπὸν ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ τοῦ ἔδειχνε ἕνα τρόπο,νὰ ζῆ στὸν αἰῶνα καὶ νὰ χαίρεται τὴν κατοχὴ τῶν χρημάτων του.  Κι ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ὅτι τὸ χάσιμό τους ἴσα ἴσα προξενεῖ τὴν αἰώνια ζωή, φεύγει σὰν νὰ ἤθελε νὰ κατηγορήση τὸν ἑαυτὸ του γιὰ τὴν ἐρώτηση καὶ τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὴν ἀπάντηση. Αὐτὸς γιὰ νὰ ἔχη πολὺν καιρὸ τὰ χρήματα, εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή. Ἄν ἦταν νὰ ἔχανε τὰ χρήματα, τί τοῦ χρειαζόταν ἡ αἰώνια ζωή, ἀφοῦ ὅπως ἐνόμιζε ἔμελλε νὰ ζῆ φτωχός; Πλησιάζει λοιπὸν  τὸ Χριστὸ σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο, καὶ δάσκαλο.  Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος, δείχνοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸν πλησιάζουν σὰν νὰ ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος εἶπε· Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ ὁ Θεὸς μονάχα. Ἀφοῦ μὲ εἶπες ἀγαθὸ τοῦ λέει, γιατὶ πρόσθεσες τὸ «δάσκαλε;» Φαίνεται ὅτι μὲ θεωρεῖς σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς.Ἄν εἶναι αὐτὸ, τότε δὲν εἶμαι ἀγαθὸς, γιατὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἀγαθὸς κατὰ ἐξουσία, παρὰ ὁ Θεὸς μονάχα.Ὥστε ἄν θέλης νὰ μὲ προσφωνῆς ἀγαθό, νὰ μὲ προσφωνῆς μὲ τὴν πίστη ὅτι εἶμαι Θεός καὶ μὴ μὲ πλησιάζεις σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο Ἄν θεωρῆς κοινό ἄνθρωπο νὰ μὴ μὲ καλῆς μήτε ἀγαθό. Γιατὶ πραγματικά ἀγαθὸς καὶ πηγὴ ἀγαθότητος, κι ἀρχὴ τῆς αὐτοαγαθότητος εἶναι ὁ Θεὸς. Οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα κι ἄν εἴμαστε ἀγαθοί, δὲν εἴμαστε κατὰ ἐξουσία ἀλλὰ κατὰ μετοχὴ κι ἔχομε ἀγαθότηταυ σύμμεικτη καὶ μεταβλητή. Γνωρίζεις τίς ἐντολές. Μὴ μοιχέψης, μὴ φονεύσης, μὴ ψευδομαρτυρήσης καί τά λοιπά. Ὁ νόμος διορθώνει πρῶτα αὐτά, στὰ ὁποῖα πιὸ εὔκολα γλιστροῦμε κι ἔπειτα ἐκεῖνα ὅπου δὲν πέφτουν πολλοὶ οὔτε πολλὲς φορὲς. Στήν πρώτη περίπτωση εἶναι μοιχεία,  ἐπειδή  ἡ  φωτιά εἶναι   ζωική κι ἐσωτερική, κι ὁ φόνος,  ἐπειδή  ὁ θυμὸς εἷναι μεγάλο θηρίο. Ἡ κλοπή ὅμως εἶναι σφάλμα πιὸ ἐλαφρὸ καί σπάνια συμβαίνει νὰ πέφτωμε στὴν ψευδομαρτυρία. Γι’ αὐτό  διορθώνει πρῶτα ἐκεῖνα, ἐπειδὴ εὔκολα γλιστροῦμε σ’ αὐτὰ κι εἶναι ἐξ ἄλλου πιό βαριὰ. Ἐνῶ τὰ δεύτερα τὴν κλοπή καὶ τὴν ψευδομαρτυρία, τὰ θέτει σὲ δεύτερη μοῖρα, ἐπειδὴ καὶ πιὸ σπάνια τὰ συναντοῦμε καὶ εἶναι πιὸ ἐλαφρὰ. Καὶ τὴν ἁμαρτία πρὸς τοὺς γονεῖς, ἄν κι εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα, ἐπειδὴ δὲ συμβαίνει ὅμως συχνὰ, γιατὶ δὲ δείχνουν συχνὰ οἱ πολλοὶ τέτοια ψυχὴ θηρίου, ὥστε νὰ παραφέρωνται πρὸς τοὺς γονεῖς ἀλλὰ πολὺ σπάνια καὶ σὲ μικρὸ βαθμὸ, τὴν ἁμαρτία πρὸς τοὺς γονεῖς τὴ θέτει ὑστερ’ αὐτά.  Κι ὅταν ὁ νέος εἶπε ὅτι εἶχε φυλάξει τὶς ἐντολὲς ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν μικρός, τοῦ ὑποβάλλει τὴν ἀκτημοσύνη, ποὺ εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων. Πρόσεξε νόμους ἀληθινὰ χριστιανικῆς πολιτείας. Ὅλα ὅσα ἔχεις, λέει, πούλησέ τα. Ἄν μείνη κάτι, γίνεσαι δοῦλος σ’ αὐτό.  Καὶ μοίρασέ τα ὄχι σὲ πλούσιους συγγενεῖς ἀλλὰ στοὺς φτωχοὺς. Νομίζω κι ἡ λέξη «μοίρασε» δηλώνει μ’ ἔμφαση ὅτι τὸ σκόρπισμα τῶν χρημάτων πρέπει νὰ γίνεται μὲ σύνεση κι ὄχι ὅπως τύχη. Κι ἐπειδὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀκτημοσύνη πρέπει νὰ συνδυάζεται στὸν ἄνθρωπο κι ὅλη ἡ ἄλλη ἀρετὴ, γι’ αὐτὸ εἶπε· Κι ἔλα, ἀκολούθησέ με. Δηλαδή· καί σ’ ὅλα τ’ ἄλλα γίνε μαθητής μου καὶ πάντα νὰ μ’ ἀκολουθῆς ὄχι μονάχα σήμερα κι αὔριο ὄχι.  Καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε τὸ θησαυρὸ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδὴ ἦταν φιλοχρήματος· ἀλλὰ ὁ ἄρχοντας δὲν ἔδωσε προσοχή, ἐπειδὴ ἦταν δοῦλος τῶν χρημάτων. Γι’ αὐτὸ λυπήθηκε, ὅταν ἄκουσε νὰ τὸν συμβουλεύη νὰ στερηθῆ τὰ χρήματά του, ὅταν ἐκεῖνος καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ γι’ αὐτὸ τὴν ἐπιθυμεῖ, γιὰ νὰ ζῆ ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο μέσα στὴν περιουσία του, παντοτ­ινά. Κι ἡ λύπη του, φανερώνει ἄνθρωπο μ’ εὐγνωμοσύνη κι ὄχι πανοῦργο. Κανένας ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους δὲν ἔνιωθε λύπη ποτέ, ἀντίθετα, ἐρεθίζονταν περισσότερο. Καὶ δὲν ἀγνοῶ ὅτι ὁ μεγάλος Φωστῆρας τῆς οἰκουμένης,ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ χρυσῆ γλῶσσα, παραδέχτηκε ὅτι ὁ νέος τοῦτος ἐπιθυμοῦσε πραγματική, αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν ἀγαποῦσε βέβαια, κατεχόταν ὅμως ἀπὸ μεγαλύτερο πάθος,τὴ φιλαργυρία.Ἔχει ὅμως τὴ χάρη του κι αὐτὸ ποὺ τώρα πρόσθεσα, ὅτι σὰν φιλοχρήματος ἐπιθυμοῦσε τὴν αἰώνια ζωή.
    « Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἔγινε περίλυπος  εἶπε· Πόσο δύσκολα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα θὰ περάσουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  Εἶναι πιό δύσκολο νὰ περάση τὸ παλαμάρι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ βελονιοῦ παρά νὰ μπῆ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  Κι ὅσοι ἄκουσαν ρώτησαν· Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ἐκεῖνος εἶπε· Τὰ ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ στὸ Θεὸ.  Κι ὁ Πέτρος πρόσθεσε·  Νὰ ἐμεῖς, ποῦ τὰ ἀφήσαμε ὅλα.  Κι ἐκεῖνος εἶπε· Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι δὲν εἶναι κανένας ποὺ ἄφησε γιὰ χάρη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ σπίτι,ἤ γονεῖς,ἤ ἀδελφοὺς, ἤ γυναῖκα, ἤ παιδιὰ καὶ δὲ θ’ ἀπολαύση πολλαπλάσια καὶ στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν αἰωνιότητα». Ἑπειδὴ λυπήθηκε ὁ πλούσιος, ὅταν ἄκουσε τὴ στέρηση τῶν ὑπαρχόντων του, λέει ὁ Κύριος μὲ θαυμαστικὸ τρόπο·  Πόσο δύσκολα θὰ μποῦν οἱ πλούσιοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  Δὲν εἶναι ὅτι τοὺς εἶναι ἀδύνατο νὰ μποῦν ἀλλὰ δύσκολο.  Δὲν εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθοῦν οἱ πλούσιοι.  Γιατὶ μπορεῖ νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ χρήματα καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὰ οὐράνια. Τοῦτο ὅμως εἶναι δύσκολο, γιατὶ στὸ χρῆμα κολλοῦν περισσότερο καὶ δύσκολα ἀποσπᾶται ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιάστηκε ἀπ’ αὐτό- λίγο πιὸ κάτω τὸ παρουσιάζει καὶ σὰν ἀδύνατο, γιατὶ λέει ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάση παλαμάρι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ βελονιοῦ παρὰ νὰ σωθῆ ὁ πλούσιος. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Πρῶτα ὅτι ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι· ἀδύνατο νὰ σωθῆ κάποιος, ἄν εἶναι πλούσιος. Μὴ μοῦ πῆς ὅτι ὁ τάδε, ἄν κι ἦταν πλούσιος, ἔδινε τ’ ἀγαθὰ του καὶ σώθηκε.  Δὲ σώθηκε ἐνῶ ἦταν πλούσιος ἀλλὰ ἀφοῦ ἔγινε φτωχὸς ἤ σώθηκε ἐπειδῆ ἦταν οἰκονόμος καὶ ὄχι πλούσιος.  Ἄλλο οἰκονόμος καὶ ἄλλο πλούσιος. Πλούσιος εἶναι αὐτὸς ποῦ διατηρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, οἰκονόμος αὐτὸς ποὺ τὸν δέχθηκε γιὰ χάρη τῶν ἄλλων. Ὥστε κι ἄν ἀκόμα αὐτὸς σώθηκε, δὲ σώθηκε ἐνῶ ἦταν πλούσιος ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε ἤ ἀφοῦ ἔχασε ὅλα ὅσα εἶχε ἤ ἀφοῦ σὰν οἰκονόμος τὰ διαχειρίστηκε σωστά. Ὕστερα πρόσεξε καὶ τοῦτο· ὅτι ὁ πλούσιος εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθῆ καὶ δύσκολο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χρήματα. Σὰ νὰ λέη· Αὐτὸς  ποὺ κυριεύεται ἀπὸ τὰ χρήματα κι εἶναι ὑποταχτικός τους καὶ δεσμώτης τους δὲ θὰ σωθῆ. Αὐτὸς ὅμως ποῦ κρατεῖ τὰ χρήματα, δηλαδὴ ποὺ εἶναι κύριός τους καὶ τὰ ἐξουσιάζει χωρὶς νὰ ἐξουσιάζεται ἀπ’ αὐτὰ, θά σωθῆ δύσκολα ἐξ αἰτίας τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν κάνωμε κατάχρηση σ’ ὅ,τι ἔχομε. Ὥσπου ἔχουμε χρήματα προσπαθεῖ ὁ διάβολος νὰ μᾶς ὑποτάξη γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε κάποτε τὰ χρήματά μας ἀντίθετα μὲ τὸν κανόνα καὶ τὸ νόμο τὴς οἰκονομίας κι εἶναι δύσκολο νὰ ξεφύγης τὶς παγίδες του.  Γι’ αὐτὸ εἶναι καλὴ ἡ ἀκτημοσύη καὶ σχεδὸν ἀνεπίδεχτη ἀπὸ πειρασμοὺς.  Καὶ εἴπανε, λέει, ὅσοι ἄκουσαν·  Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ἐκεῖνος εἶπε· Τὰ ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ στὸ Θεό. Ὅποιοι ἔχουν τὸ ἀνθρώπινο φρόνημα, δηλαδὴ ὅποιοι σέρνονται κάτω, κι ἐπιθυμοῦν τὰ γήινα ἀδύνατο νὰ σωθοῦν, ὅπως εἴπαμε, κοντὰ στὸ Θεὸ ὅμως, ὅταν ἔχη δηλαδὴ κάποιος σύμβουλο τὸ Θεὸ καὶ τὴν δίκαιη κρίση του καὶ πάρη σὰν ὁδηγοὺς τὶς ἐντολὲς γιὰ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ ζητήση τὴ βοήθεια ἐκείνου, γίνεται τοῦτο δυνατό.  Εἶναι στὴν ἐξουσία μας νὰ θελήσωμε τὸ ἀγαθὸ, ἔργο τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι ἡ ἐπιτέλσή του.  Καὶ διαφορετικὰ, ἄν ξεπερνῶντας κάθε ἀνθρώπινη μικροψυχία, ποὺ δημιουργεῖ ὁ πλοῦτος θελήσωμε νὰ τοὺς κάνωμε φίλους μας τραβῶντας τους ἀπὸ τὸν ἄδικο πλοῦτο, θὰ σωθοῦμε, καὶ θὰ μᾶς προπέμψουν στὶς αἰώνιες κατοικίες. Εἶναι βέβαια καλύτερο νὰ τὰ ἐγκαταλείψουμε ὅλα, κι ἄν ὄχι ὅλα, νὰ κάνωμε τουλάχιστο μετόχους τοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι γίνεται δυνατὸ τὸ ἀντίθετο.  Εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθῆ αὐτὸς ποὺ δὲν τ’ ἄφησε ὅλα, ἐξ αἰτίας ὅμως τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ προεξνεῖ ἀνάλογη ὠφέλεια καὶ ἡ μερικὴ μετάδοση. Γι’ αὐτὸ ὁ Πέτρος ρωτᾶ· Νὰ ἐμεῖς ποὺ τ’ ἀφήσαμε ὅλα, καὶ ρωτᾶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του μονάχα ἀλλὰ γιὰ παρηγοριὰ ὅλων τῶν φτωχῶν.  Γιὰ νὰ μὴ γίνουν οἱ πλούσιοι μόνο αἰσιόδοξοι ποὺ θὰ ἐπιτύχουν πολλὰ, ἐπειδὴ καὶ πολλὰ περιφρόνησαν καὶ ἀπογοητευθοῦν οἱ φτωχοί, ἐπειδὴ στερήθηκαν λίγα καὶ γι’ αὐτὸ περιμένουν μικρὴ ἀμοιβή, ρωτᾶ ὁ Πέτρος κι ἀκούει ὅτι καὶ τὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα ζωὴ θὰ ἔχη σὰν ἀμοιβή του, καθένας ποὺ γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ καταφρονύση ὁποιοδήποτε μέρος ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του κι ἄς εἶναι λίγα. Μὴν προσέξεις τοῦτο, ὅτι εἶναι λίγα ἀλλὰ ὅτι αὐτὰ τὰ λίγα ἦταν ὁλόκληρη ζωή γι’ αὐτὸν  κι ὅπως ἐσὺ ἐλπίζεις ὅτι θὰ ζοῦσες μέσα στὰ πολλὰ καὶ στὰ μεγάλα ἔτσι κι αὐτὸς περίμενε ὅτι θὰ ζοῦσε στὰ λιγα καὶ στὰ μικρά.  Δὲν λέγω τὸ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχει λίγα, ἔχει στενώτερο δεσμὸ μ’αὐτὰ.  Εἶναι φανερὸ τοῦτο ἀπὸ τοὺς πατέρες, ποὺ ὅταν ἔχουν ἔνα παιδί, δείχνου ἰσχυρότερο τὸ σύνδεσμό τους μ’ αὐτὸ παρὰ μὲ τὰ περισσότερα. Ἔτσι κι ὁ φτωχὸς νιώθει μεγαλύτερη προσκόλληση στὸ ἕνα σπίτι καὶ στὸ ἕνα χωράφι ἀπὸ ὅ,τι σὺ στὰ πολλὰ. Ἄν δὲν εἶναι ἔτσι ἀλλὰ ὁ βαθμὸς τῆς συνδέσεως εἶναι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὁ ἴδιος, γι’  αὐτὸ ἴση εἶναι καὶ ἡ περιφρόνηση. Ἀπὸ δῶ λοιπὸν καὶ στὴν παροῦσα ζωή, παίρνουν στὸ πολλαπλάσιο τὶς ἀμοιβὲς, ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ ἀπόστολοι.  Καλύβι περιφρόνησε ὁ καθένας καὶ τώρα ἔχουν λαμπρότάτους ναοὺς καὶ χωράφια καὶ εἰσοδήματα καὶ πολλὲς γυναῖκες δεμένες μαζὶ τους ὄχι μὲ συζυγία ἀλλὰ μὲ θερμὴ πίστη, καὶ γενικὰ ὅλα τὰ ἄλλα.  Καὶ στὴν μέλλουσα ζωὴ θὰ λάβουν στὸ πολλαπλάσιο ὄχι τέτοια χωράφια καὶ σωματικὲς ἀνταμοιβὲς ἀλλὰ ζωὴ αἰώνιον.

Συναξαριστής 27 Νοεμβρίου

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, ὁ Μεγαλομάρτυρας
undefined

Ἔζησε τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἀρκαδίας. Κατοικοῦσε στὴν περσικὴ πόλη Βηθλαβὰ καὶ ἀνῆκε σὲ γένος ἐπίσημο.

Ὁ Ἰάκωβος ἦταν πολὺ φίλος με τὸ βασιλιὰ τῶν Περσῶν Ἰσδιγέργη. Ἡ φιλία αὐτὴ ὅμως, δυστυχῶς, τὸν πίεσε καὶ ἀρνήθηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη ποὺ εἶχε.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ λύπησε πολὺ τὴ μητέρα του καὶ τὴ σύζυγό του, ποὺ τοῦ δήλωσαν ὅτι μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ δὲν ἤθελαν οὔτε κὰν νὰ τὸν γνωρίζουν.

Ἡ στάση αὐτὴ τῶν ἀγαπημένων του προσώπων ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ Ἰακώβου, συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του ὀλίσθημα καὶ ἔχυσε δάκρυα μετανοίας πικρά, ἀλλὰ σωτήρια.

Λυπήθηκε πολύ, ἀλλὰ μία λύπη γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ᾿ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν ἐλυπήθητε γὰρ κατὰ Θεόν». Τώρα, δηλαδὴ χαίρομαι, ὄχι γιατί λυπηθήκατε, ἀλλὰ διότι ἡ λύπη ποὺ δοκιμάσατε σᾶς ὁδήγησε στὴ μετάνοια. Διότι λυπηθήκατε ὅπως θέλει ὁ Θεός.

Κατόπιν ὁ Ἰάκωβος μὲ θάῤῥος πῆγε στὸ βασιλιά, καταδίκασε τὴν πρώτη του ἐνέργεια καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι ὁμολογεῖ καὶ πάλι τὸ Χριστό. Ἔκπληκτος ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε πάλι νὰ τὸν μεταστρέψει, ἔκοψε σὲ τεμάχια τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του, καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε (τὸ 421 μ.Χ. στὴ Βηθλαβά).

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.

Ὁ Οἶκος
Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος.


Ὁ Ὅσιος Πινούφριος

Μέγας ἀσκητὴς στὴν Αἰγυπτιακὴ ἔρημο, ἱερέας καὶ ἡγούμενος κοινοβίου κοντὰ στὴν πόλη Πανεφῶ.

Ἐπειδὴ δὲν ἤθελε τιμές, ἐγκατέλειψε τὴν Μονή του καὶ μὲ λαϊκὴ ἐνδυμασία κατέφυγε στὴ Μονὴ Ταβεννησιωτῶν καὶ ὑπηρετοῦσε ὅπως ὁ τελευταῖος ὑπηρέτης. Μετὰ τρία χρόνια ὅμως, τὸν γνώρισε κάποιος μαθητής του καὶ ἐπανῆλθε στὴ Μονή του.

Ἀλλὰ καὶ πάλι γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους τὴν ἐγκατέλειψε καὶ πῆγε στὴν Παλαιστίνη καὶ ἔπειτα ξαναγύρισε στὴ Μονή του, ὅπου μὲ πλήρη ταπεινοφροσύνη ἀφοῦ ἔζησε ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Λόγοι τοῦ ὁσίου αὐτοῦ, σῴζονται στὸν Εὐεργετινό.

Ὁ Ὅσιος Ναθαναήλ

Ἀσκητὴς μὲ τὸν ὁποῖο ἀσχολεῖται ὁ Παλλάδιος στὸ Λαυσαϊκό, ἀφηγούμενος τὰ παράδοξα τῆς ζωῆς του.

Ἔζησε 37 χρόνια μέσα στὸ κελί του, χωρὶς νὰ βγεῖ καθόλου, παρὰ τὶς παγίδες τοῦ δαίμονα νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν καλύβα του. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα.

Ἡ μνήμη του μὲ σύντομο ὑπόμνημα ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621, ὅπου λέγεται ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Φαρά. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς καὶ ἔζησε 85 χρόνια ἀσκούμενος πάνω σ᾿ ἕνα ὄρος, μέσα σὲ μία σπηλιά, μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Βάδισε μὲ θεοπρέπεια τὸν ἀσκητικὸ δρόμο καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Ῥοστοβίας

Ρῶσος, + 1392 μ.Χ.

Ρημαγμένες ψυχές. Ἀπὸ τὶς βαθυστόχαστες θεωρίες

Κόντογλου Φώτης



Σύγχυση καὶ ταραχὴ καὶ χάος ἀνάμεσα στὰ ἔθνη! Ταραχὴ καὶ σάστισμα καὶ χάος καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἕναν - ἕναν. Ποῦ νὰ βρεθεῖ κανένας νὰ πορεύεται στὴ ζωὴ του μ' ἕναν ὑψηλὸν σκοπό, μὲ σταθερότητα καὶ ἐλπίδα! Σπάνιο πράγμα.

Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε γίνει οἱ περισσότεροι κάποια πλάσματα ἄδεια ἀπὸ κάθε ζωντανὴ ἰδέα, ποὺ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀρμενίζουνε μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς χαρούμενοι καὶ ζωηροί, σὰν τὸ καράβι ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ καλὸ φορτίο, καί, γεμάτο ἐλπίδα καὶ λαχτάρα, τραβᾶ κατὰ τὸ περιπόθητο λιμάνι, ἀνάμεσα σὲ ξέρες κι ἄγρια βραχόνησα.

Σήμερα βρίσκει κανένας συχνὰ μπροστά του ἀνθρώπους ποὺ εἶναι τόσο κούφιοι ἀπὸ κάθε τι, ποὺ νὰ ἀπορεῖ, γιατί δὲν πίστευε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο τόση ἀνοησία, τόση στενομυαλιά, τόση στενοκάρδια καὶ μικρολογία. Σ' αὐτὲς τὶς στεγνὲς ψυχὲς δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ σὲ ζεστάνει, ἂς εἶναι καὶ τὸ παραμικρό. Δὲν μιλῶ γιὰ ἐξαιρετικὰ αἰσθήματα, γιὰ κάποια σπάνια εὐαισθησία. Ὄχι! Μιλῶ γιὰ τὰ συνηθισμένα αἰσθήματα, ποὺ ἄλλη φορὰ βρισκόντανε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ναί, σήμερα δὲν ὑπάρχουνε. Σχεδὸν ὅλοι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι περνᾶνε τὴ ζωὴ τους ξεπλυμένοι ἀπὸ κάθε οὐσία, δίχως κανέναν ἀληθινὸν σκοπό, δίχως ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση, δίχως καμμιὰ πίστη, καὶ γιὰ τοῦτο, δίχως ἐλπίδα. Εἶναι γαντζωμένοι ἀπάνω σὲ κάποια πράγματα, ποὺ θέλουνε νὰ τὰ παραστήσουνε γιὰ σπουδαῖα, ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτα. Κι οἱ χαρές τους κι οἱ εὐτυχίες τους καὶ τὰ γλέντια τους, κι οἱ διασκεδάσεις τους, κι οἱ κουβέντες τους καὶ τὰ ἀστεῖα τους, εἶναι ὅλα ἄνοστα καὶ ψεύτικα. Γιατί λείπει τὸ ἁλάτι ποὺ τὰ ἄρτυζε ἄλλη φορά.

Καὶ τὸ ἁλάτι εἶναι ἡ πίστη πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦρθε στὸν κόσμο κατὰ τύχη, ἀλλὰ πὼς ἔχει νὰ κάνει, σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ἕνα ἔργο, μικρὸ ἢ μεγάλο, καὶ πὼς δὲν ξοφλᾶ μὲ τούτη τὴ ζωή, ἀλλὰ πὼς ὑπάρχει κάποια μυστηριώδης τάξη κατὰ τὴν ὁποία ἀνοίγει μία ἄλλη πόρτα, σὰν κλείσει ἡ πόρτα τούτης τῆς ζωῆς. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ὑπάρχει καὶ ἐλπίδα, κι ὅσο δυνατώτερη εἶναι ἡ πίστη, ἄλλο τόσο βεβαιότερη εἶναι ἡ ἐλπίδα. Χωρὶς ἐλπίδα, δὲν γίνεται μήτε εὐτυχία, μήτε εἰρήνη μέσα στὸν ἄνθρωπο. Τ' ἄλλα ὅλα ποὺ λένε οἱ σαστισμένοι φιλόσοφοι, εἶναι ψευτιές. Γιὰ τοῦτο, οἱ ἀπελπισμένοι χαλᾶνε τὸν κόσμο γιὰ νὰ ξεχάσουνε τὴν ἀπελπισία τους, κάνουνε μεγάλη φασαρία γιὰ τὴν καλοπέραση, γιὰ τὶς τέχνες, γιὰ τὰ ταξίδια, γιὰ τὶς ἀπολάψεις.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι μία θλιβερὴ σκηνοθεσία, μία ἀξιοθρήνητη ἀπάτη. Γιὰ νὰ γεμίσουνε τὸ ἄδειο πιθάρι ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός τους, ρίχνουνε μέσα ὅ,τι μπορέσουνε, ὥστε νὰ ξεγελαστοῦνε πὼς ζοῦνε, ἀπολαβαίνουνε τὴ ζωή, ἐνῶ στ' ἀληθινὰ εἶναι σὰν τὰ τρύπια πιθάρια τῶν Δαναΐδων, χαρτοφάναρα ποὺ φαντάζουνε ἀπ' ἔξω πὼς εἶναι κάτι. Τέτοια εἶναι ἡ τρομερὴ δραστηριότητα τοῦ καιροῦ μας, ποὺ γεμίζει τὸν κόσμο ἀπὸ βροντὲς κι ἀστραπές, ἐνῶ, κατὰ βάθος, εἶναι ἕνας γκαζοτενεκές, ποὺ τὸν χτυπᾶνε ἐκεῖνοι ποὺ λένε πὼς ζοῦνε κι ἀπολαβαίνουνε «τὴ μεγάλη ζωή», γιὰ νὰ διώξουνε τὰ μαῦρα κοράκια τῆς ἀπελπισίας, ποὺ τριγυρίζουνε ἀπὸ πάνω τους. Τρομάζουνε ν' ἀπομείνουνε μοναχοὶ μὲ τὸν ἑαυτό τους, μήτε κἄν λίγα λεπτά, γιατί ἀλλιῶς θὰ νοιώθανε τὴν ἀθλιότητά τους. Μὰ πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ φοβᾶται τὸν ἑαυτό του, ποὺ κρύβεται ὁλοένα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του;

Καὶ ὅμως, αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τοὺς περισσότερους σημερινοὺς ἀνθρώπους. Καμμιὰ θέρμη, κανένας ἀνώτερος καὶ σίγουρος σκοπός, κανένα μεράκι, καμμιὰ ἔμορφη μανία ποὺ νά ’χει βαθύτερες ρίζες. Παγερὴ ἀδιαφορία, ὕπνος ψυχικός, ὀκνηρία πνευματική, φόβος, κρυφὴ ἀπελπισία, καὶ πολλὴ φασαρία γιὰ νὰ σκεπαστεῖ ἡ ἀμηχανία. Κι ἡ φασαρία εἶναι ἀνοησίες, κουτσομπολιό, ἀνόητες κουβέντες, χαρτάκια, ποτά, σκάνδαλα, ἐγκλήματα, κάθε μικρολογία, ποὺ τὴν παίρνουνε στὰ σοβαρά, ἐνῶ κανένα σοβαρὸ πράγμα δὲν βρίσκει θέση μέσα στὰ ζαλισμένα μυαλά τους καὶ στὶς ἀποσυντεθειμένες ψυχές τους. Ἀπὸ πνευματικό, δὲν ὑπάρχει τίποτα. Δὲν λέγω πνευματικὸ αὐτὸ ποὺ λένε πνευματικὸ οἱ φιλόσοφοι, οἱ λογοτέχνες καὶ γενικὰ ἐκεῖνοι ποὺ λέγουνται «διανοούμενοι», ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι πνευματικὸ γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία, δηλαδὴ ἡ πίστη στὸν αἰώνιον κόσμο ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Μοναχὰ αὐτὴ ἡ πίστη δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλπίδα, καὶ χωρὶς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ λογῆς – λογῆς εὐδαιμονίες εἶναι λογῆς – λογῆς ψευτιές. Στὸ κουτὶ ποὺ κρατοῦσε τότε ἡ Πανδώρα, ἀπόμεινε ἡ ἐλπίδα, ἀφοῦ πετάξανε ἀπὸ μέσα ὅλα τὰ καλά, μὰ τὸ κουτὶ ποὺ βαστᾶνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, καὶ ποὺ διατυμπανίζουνε πὼς ἔχει μέσα κάθε εὐτυχία, εἶναι ὁλότελα ἄδειο. Γιὰ τοῦτο ὁ θεογλωσσος Ἀπόστολος Παῦλος λέγει πὼς οἱ ἄπιστοι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», οἱ ἀπελπισμένοι.

Λοιπόν, σήμερα βρισκόμαστε σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, κι ἂς μὴ τὸ λέμε, ζητώντας παρηγοριὰ στὴ φασαρία μιᾶς ψεύτικης ζωῆς. Ἡ ἀπιστία εἶναι θρονιασμένη μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ γύρω της εἶναι τὰ παιδιά της, ἡ ἀπελπισία, ἡ πνευματικὴ νάρκη, ἡ ἀναισθησία, ὁ φόβος, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ψευτοπαρηγοριά, ἡ μικρολογία, ἡ καχυποψία, τὸ συμφέρον, τὸ μίσος, ἡ ἀσπλαχνία.

Ἡ νεότητα μαραζώνει γιατί δὲν ἔχει, ἡ δυστυχισμένη, μήτε σκοπὸ στὴ ζωή της, μήτε ἐνθουσιασμὸ γιὰ κάποιες ἰδέες, μήτε ὄρεξη γιὰ τίποτα. Ἄκεφη κι ἀνόρεχτη. Εἶναι σὰν ὑπνοβάτης. Συζητᾶ ὁλοένα γιὰ ἀσήμαντα πράγματα ποὺ τοὺς δίνει μεγάλη σημασία, καὶ εἶναι νὰ κλαίγει κανένας ἀκούγοντας τὶς κουβέντες της, τὰ πειράγματά της, καὶ βλέποντας τὶς ἀνόητες σκηνοθεσίες, ποὺ μ' αὐτὲς προσπαθεῖ νὰ δώσει κάποια σημασία στὴ ζωή. Οἱ ψυχὲς τῶν νέων εἶναι ρημαγμένες ἀπὸ τὰ ἄγρια ἔνστικτα, ποὺ τὰ ἀνεβάσανε στὴν ἐπιφάνεια ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ τάρταρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κάποιοι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου, κάποιοι πνευματικοὶ ἀνθρωποφάγοι, ποὺ ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἕνας τρελλὸς λύκος λεγόμενος Νίτσε, μιὰ μούμια σὰν παληόγρηα λεγόμενη Βολταῖρος, κάποιος ζοχαδιακὸς Φρόϋντ, κι ἕνα πλῆθος ἀπὸ τέτοια ὄρνια καὶ κοράκια καὶ νυχτερίδες. Ὅσοι τοὺς θαυμάζανε, ἂς καμαρώσουνε σήμερα τὰ φαρμακερὰ μανιτάρια ποὺ φυτρώσανε μέσα στὶς καρδιὲς καὶ στὶς ψυχὲς τῆς γαγγραινιασμένης ἀνθρωπότητας

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Πνευματικά σχόλια στο κήρυγμα της Κυριακής

πηγή: Ι.Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου και simeronwordpress

Ιερός Ναός Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης
π. Θεόδωρος Ζήσης Ομ. Καθηγητή Α.Π.Θ.
ΚΥΡΙΑΚΗ 20 Νοεμβρίου 2011

Περί ακτημοσύνης της ουρανοδρόμου-Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου (της Κλίμακος)

undefinedΚυριακή ΙΓ΄ Λουκά: Ο φιλοχρήματος νέος
Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου (της Κλίμακος)
Λόγος ΙΣΤ΄ : Περί φιλαργυρίας και περί ακτημοσύνης 
(απόσπασμα)
Περὶ ἀκτημοσύνης τῆς οὐρανοδρόμου
Ἀκτημοσύνη ἐστὶ φροντίδων ἀπόθεσις, ἀμεριμνία βίου, ὁδοιπόρος ἀνεμπόδιστος, πίστις ἐντολῶν, λύπης ἀλλότριος·
ἀκτήμων μοναχὸς δεσπότης κόσμου, τῷ Θεῷ τὴν φροντίδα πιστεύων, καὶ διὰ πίστεως πάντας δούλους κεκτημένος· οὐκ ἐρεῖ ἀνθρώπῳ περὶ χρείας αὐτοῦ· τὰ δὲ ἐρχόμενα ὡς ἐκ χειρὸς Κυρίου δέξεται.
Ἀκτήμων ἐργάτης, ἀπροσπαθείας υἱὸς, τὰ προσόντα αὐτῷ ὡς μὴ ὄντα λογιζόμενος, ἀναχωρήσεως καταλαβούσης ἡγήσατο πάντα σκύβαλα Εἰ δὲ λυπεῖται ἔν τινι, οὔπω ἀκτήμων γέγονεν.
Ἀκτήμων ἀνὴρ ἐν προσευχῇ καθαρὸς, ὁ δὲ φιλοκτήμων εἰκόνας ὕλης προσεύχεται·
Oἱ ἐν ὑποταγῇ διατρίβοντες, φιλαργυρίας ἀλλότριοι· ὅπου γὰρ καὶ τὸ σῶμα ἐξέδωκαν, τί λοιπὸν κέκτηται ἴδιον; Ἓν οἱ τοιοῦτοι ἀδικεῖσθαι πεφύκασιν, εἰς μετάβασιν εὐχερεῖς καὶ ἕτοιμοι ὑπάρχοντες. Εἶδον ὕλην ὑπομονὴν μοναχοῖς ἐν τόπῳ γεννήσασαν. Ἐκείνων δὲ ἐγὼ τοὺς διὰ Κύριον πελαζομένοις πλέον ἐμακάρισα.
Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς καταφρονεῖ τῶν κάτω· ὁ δὲ ἐκείνων ἄγευστος, ἐπὶ κτήμασιν ἀγάλλεται.
Ἄλογος ἀκτήμων δύο ἀδικεῖται· τῶν παρόντων ἀπεχόμενος, καὶ τῶν μελλόντων στερούμενος. Μὴ οὖν φανῶμεν, ὦ μοναχοὶ, τῶν πετεινῶν ἀπιστότεροι.
Οὐ γὰρ μεριμνῶσιν, οὐδὲ συνάγουσιν· μέγας γὰρ ὁ ἀποκτώμενος εὐσεβῶς χρήματα· ἅγιος δὲ ὁ ἀποκτώμενος τὸ ἑαυτοῦ θέλημα.
Ὁ μὲν ἑκατονταπλασίονα ἢ διὰ χρημάτων, ἢ διὰ χαρισμάτων λήψεται· ὁ δὲ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει·
Oὐκ ἐκλείψει κύματα θάλασσαν, οὐδὲ φιλάργυρον ὀργὴ καὶ λύπη.
Ὁ καταφρονήσας ὕλης, ἐλυτρώθη δικαιολογίας καὶ ἀντιλογίας· ὁ δὲ φιλοκτήμων ὑπὲρ ῥαφίδος ἕως θανάτου πυκτεύει·
Πίστις ἀκλινὴς περικόψει φροντίδας· θανάτου δὲ μνήμη ἀπαρνεῖται καὶ σῶμα.
Οὐκ ἦν ἐν τῷ Ἰὼβ φιλαργυρίας ἴχνος· διὸ καὶ στερηθεὶς, ἀθόρυβος ἔμεινε.
Ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστι καὶ λέγεται ἡ φιλαργυρία· μῖσος γὰρ, καὶ κλοπὰς, καὶ φθόνους, καὶ χωρισμοὺς, καὶ ἔχθρας, καὶ ζάλας, καὶ μνησικακίας, καὶ ἀσπλαγχνίας, καὶ φόνους αὕτη ἐποίησε.
Διὰ μικροῦ πυρός τινες πολλὴν ὕλην κατέκαυσαν, καὶ διὰ μικρᾶς ἀρετῆς ὅλα τὰ παρόντα, καὶ τὰ εἰρημένα ἔφυγον πάθη· αὕτη καλεῖται ἀπροσπάθεια. Ταύτην δὲ ἔτεκε πεῖρα καὶ γεῦσις γνώσεως Θεοῦ, καὶ φροντὶς ἀπολογίας ἐξόδου.
Οὐκ ἠγνόηται μὲν τῷ μετὰ προσοχῆς ἀνεγνωκότι πάσης τῆς μητροκάκου ὁ λόγος. Φησὶ γὰρ ἐν τῇ πονηρᾷ αὐτῆς καὶ ἐπαράτῳ τεκνογονίᾳ, δεύτερον αὐτῆς εἶναι ἀπόγονον, τὸν ἀναισθησίας λίθον· κεκώλυκε δέ με τὴν οἰκείαν αὐτῷ τάξιν ἀπονεῖμαι ὁ πολυκέφαλος τῆς εἰδωλολατρίας ὄφις. Τρίτην πῶς οὐκ οἶδα λαχὼν παρὰ τοῖς διακριτικοῖς τῶν πατέρων ἐν τῇ τῶν ὀκτὼ ἀλύσει· ὃν συμμέτρως ἀποπεράναντες λέγειν λοιπὸν περὶ ἀναισθησίας βουλόμεθα, ὡς τρίτης ὑπαρχούσης τῆςἐν γενέσει δευτέρας, μεθ᾿ ἣν λοιπὸν καὶ περὶ ὕπνου καὶ ἀγρυπνίας· οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς νηπιώδους καὶ ἀνάνδρου δειλίας, βραχέα διαλάβωμεν· εἰσαγωγικῶν γὰρ τὰ τοιαῦτα νοσήματα.

Κυριακή ΙΓ΄Λουκά – Στον δρόμο για την τελειότητα


ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ
«Ἔτι ἕν σοι λείπει»
      Δὲν εἶχε εὐτυχῆ κατάληξη ἡ συνάντηση τοῦ πλούσιου ἐκείνου νεανίσκου μὲ τὸν Κύριο, τὴν ὁποία µᾶς περιγράφει τὸ σηµερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ἔφυγε λυπηµένος ὁ νέος, ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νὰ ἀποχωριστεῖ αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ κρατοῦσε αἰχµάλωτη τὴν ψυχή του: τὸ χρῆµα.

    Γιατί ὅµως νὰ συµβεῖ ἔτσι; Γιατί ὁ Κύριος νὰ µὴ δεχθεῖ κοντά του τὸν πλούσιο νέο, ἔστω μὲ αὐτὴν τὴν ἀδυναµία ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο; Μὰ ὁ Κύριος δὲν θέλει οἱ µαθητές του νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν µὲ ἐπιπολαιότητα ἀλλὰ µὲ σταθερότητα καὶ ἀπόφαση θυσίας. Θέλει νὰ ἀγωνίζονται, ὥστε νὰ µὴν ὑστεροῦν σὲ τίποτε. Νὰ γίνονται τέλειοι! Αὐτὸς εἶναι ὁ τελικὸς στόχος γιὰ κάθε χριστιανό.
    Ἂς δοῦµε λοιπὸν πῶς κι ἐµεῖς µποροῦµε νὰ ἐπιτύχουµε αὐτὴν τὴν τελειότητα.
1. Μὲ αὐτογνωσία καὶ ἀγῶνα
    Πρῶτον, ὀφείλουµε νὰ ἀποκτήσουµε καλὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ µας. Νὰ ἀνακρίνουµε τὴν ζωή µας καὶ νὰ βαθµολογήσουµε τὴν σχέση µας µὲ τὸν Κύριο Ἱησοῦ Χριστό. Ὁ πλούσιος νέος τοῦ σηµερινοῦ Εὐαγγελίου νόµιζε ὅτι εἶναι καλὸς ἐπειδὴ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀποδείχθηκε ὄµως, ἡ θρησκευτικότητά του ἦταν µᾶλλον τυπικὴ καὶ ἐξωτερική. Νόµιζε ὅτι ἡ σχέση του µὲ τὸν Θεὸ καθορίζεται ἀπὸ ἕνα σύνολο καλῶν πράξεων. Ἀπέφευγε τὶς σοβαρὲς παραβάσεις τοῦ νόµου καὶ περίµενε νὰ µάθει ἂν χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο νὰ κάνει γιὰ νὰ εἶναι τελείως ἐντάξει. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ρώτησε «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονοµήσω;» δηλαδή: Τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονοµήσω τὴν αἰώνια ζωή;
    Τὸ ἴδιο λάθος ἐπαναλαµβάνουν πολλοὶ ἄνθρωποι σήµερα. Σκέπτονται µὲ ἀφέλεια: «Ἐγὼ δὲν ἔχω σκοτώσει κανένα, δὲν κλέβω, δὲν λέω ψέµατα, δὲν ἔχω βλάψει κανένα ἄνθρωπο. Τί χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἐξοµολογηθῶ;». Τὰ πράγµατα ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Κάθε ἄνθρωπος, ἂν ἐρευνήσει βαθιὰ µέσα στὴν ψυχή του, θὰ ἀνακαλύψει πολλὰ ἀγκάθια ποὺ οὐσιαστικὰ τὸν κρατοῦν µακριὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό. Ἀγκάθια ποὺ ἂν δὲν τὰ ξεριζώσει, µεγαλώνουν λίγο-λίγο καὶ καταπνίγουν κάθε καλὸ σπόρο, κάθε καλὴ διάθεση καὶ προσπάθεια.
   Ἂς κάνει λοιπὸν ὁ καθένας µας τὴν αὐτοκριτική του µὲ εἰλικρίνεια καὶ εἰς βάθος. Ὄχι ἐπιφανειακά. Ὄχι µόνο τί κάνουµε, ἀλλὰ καὶ τὸ τί σκεπτόµαστε, τί ἐπιθυµοῦµε. Ἂς ἐξετάζουµε σὲ κάθε µας ἐνέργεια ἂν εἶναι καθαρὰ τὰ κίνητρά µας. Μήπως αὐτὸ ποὺ ἔκανα κρύβει κάποια ζήλεια ἢ θυµό; Μήπως ἔχω µεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό µου; Μήπως ἐσωτερικὰ κατακρίνω ἢ ἀδικῶ τοὺς ἄλλους;
   Ἔτσι θὰ ἐντοπίσουµε ὅτι ὄχι µόνο «ἓν» ἀλλὰ πολλά, πάρα πολλὰ µᾶς λείπουν γιὰ νὰ εἴµαστε τέτοιοι ποὺ µᾶς θέλει ὁ Θεός. Καὶ ἑποµένως θὰ πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦµε, ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦµε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀδυναµίες καὶ τὰ πάθη µας. Καὶ µάλιστα νὰ ἀγωνιστοῦµε πολύ, διότι τὸ κακὸ εἶναι ριζωµένο βαθιὰ µέσα µας καὶ µᾶς κρατάει ὑποδουλωµένους, µᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Χριστό.
 2. Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ
   Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα δεύτερο ἀπαραίτητο στοιχεῖο, γιὰ νὰ γίνουµε τέλειοι καὶ πιστοὶ µαθητές του: ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ δρόµος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὁ δρόµος γιὰ τὴν τελειότητα δὲν εἶναι εὔκολος. Ἀπαιτεῖ θυσίες καὶ αὐταπάρνηση. Γιὰ τὸν πλούσιο ὁ Κύριος εἶπε ὅτι εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει µία καµήλα ἀπὸ τὴν µικρὴ τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ νὰ εἰσέλθει ὁ πλούσιος στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι ὅταν οἱ µαθητὲς ρώτησαν μὲ ἔκπληξη «τότε λοιπὸν ποιός µπορεῖ νὰ σωθεῖ;», ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». Δηλαδή: Ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνουν µὲ τὶς ἀσθενικὲς δυνάµεις τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κατορθωτὰ µὲ τὴν χάρη καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
   Κι ἐµεῖς λοιπὸν ἂς καταφεύγουµε στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχὴ µας καὶ τὴν συµµετοχή µας στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας µας. Εἰδικὰ στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξοµολογήσεως ἔχουµε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσουµε τὴν εἰλικρινῆ µας µετάνοια καὶ νὰ καταθέσουµε στὸν Κύριο ὅ,τι νοµίζουµε ὅτι στέκεται πρόσκοµµα στὸν δρόµο γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουµε. Νὰ Τοῦ ἐµπιστευθοῦµε τὶς ἀδυναµίες µας καὶ μὲ τὶς εὐχὲς καὶ συµβουλὲς τοῦ πνευµατικοῦ µας καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ συνεχίσουµε τὸν πνευµατικό µας ἀγώνα. Τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τελειότητα.
   «Ἔτι ἕν σοι λείπει», µᾶς λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μπορεῖ νὰ εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ. Ὁ Κύριος δὲν µᾶς θέλει ἁπλῶς «καλοὺς ἀνθρώπους» ἀλλὰ πιστοὺς καὶ ἀφοσιωµένους µαθητές του. Θέλει νὰ γίνουµε τέλειοι, διότι αὐτὲς εἶναι οἱ προδιαγραφὲς ποὺ µᾶς ἔδωσε, ὅταν µας δηµιούργησε. Μᾶς ἔπλασε «κατ᾽ εἰκόνα» καὶ «καθ᾽ ὁµοίωσίν» του. Ἔχουµε λοιπὸν τὴν δυνατότητα γιὰ πολὺ περισσότερα. Ἔχουµε τὶς προϋποθέσεις ν᾽ ἀνεβοῦµε ψηλότερα. Ἀρκεῖ νὰ ἀνακαλύψουµε αὐτὸ τὸ «ἓν» ποὺ µᾶς χωρίζει ἀπὸ κοντά του καὶ νὰ τὸ ξεπεράσουµε µὲ τὴν χάρη καὶ τὴν βοήθειά του. Τότε θὰ εἴµαστε ἄξιοι µαθητές του!
«Ο ΣΩΤΗΡ», 15/11/2011

Κυριακή ΙΓ΄Λουκά – «Οὐ κλέψεις». (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


«Οὐ κλέψεις» (Λουκ. 18,24)

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Διὰ μέσου αὐτοῦ ὁ Κύριος μᾶς
δίνει σήμερα  ἕνα χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς ν᾽ ἀνοίξῃς τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου.
Ποιό εἶνε τὸ κλειδὶ αὐτό; Ἀκοῦστε.
Μιὰ μέρα, λέει, ἦρθε κάποιος, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Ἦταν νέος, πλούσιος καὶ ἄρχοντας. Σ᾽ αὐτὸν δηλαδὴ ὑπῆρχαν νιᾶτα, πλοῦτος, ἐξουσία, τὰ τρία ἀγαθὰ ποὺ ζηλεύει ὁ κόσμος, ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς μεγάλοι πειρασμοὶ τοῦ βίου. Ὅταν κανεὶς εἶνε νέος, ὅταν τὸ πορτοφόλι του εἶνε γεμᾶτο, ὅταν εἶνε ἀνεβασμένος σὲ ἀξιώματα, λησμονεῖ τὸ Θεό.Τὰ νιᾶτα τὸν σπρώχνουν στὴν ἀκολασία, τὸ χρῆμα στὴν πλεονεξία, καὶ ἡ ἐξουσία στὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶνε χειρότερη ἀπ᾽ τ᾽ ἄλλα.Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν ἀναπαυόταν σ᾽ αὐτά· ζητοῦσε κάτι ἀνώτερο. Γι᾽ αὐτὸ ἔρχεται στὸ Χριστὸ καὶ λέει·«Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή;». Ὁ Κύριος τοῦ λέει· «Τὰς ἐντολὰς οἶδας·  μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς…». (Προσέξατε;πρῶτα βάζει τὸ «μὴ μοιχεύσῃς» · διότι ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἡ μοιχεία εἶνε χειρότερη ἀπ᾽ τὸ φόνο· τὸ νὰ διαλύσῃς ἕνα ἀντρόγυνο εἶνε φοβερώτερο ἀπὸ φόνο).

«Μὴ μοι χεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (Λουκ. 18,20). Ὁ νέος ῥίχνει μιὰ ματιά, ξεφυλλίζει τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς του, καὶ λέει· Ὅλααὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ μικρός. Τότε ὁ Κύριος τοῦ λέει· Ἂν θέλῃς λοιπὸν νὰ πετάξῃς πιὸ ψηλά,τότε πρέπει νὰ βαδίσῃς ἕνα δύσκολο μονοπάτι, τὴν ἄκρα αὐταπάρνησι.
«Πάν τα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς»(ἔ.ἀ.18,22) . Νά μιὰ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σήμερα μέσα στοὺς χι-λιάδες πλουσίους οὔτε ἕνας δὲν παρουσιάζεται πρόθυμος νὰ τὴν ἐκτελέσῃ.Ἀλλ᾽ ἀδελφοί μου, ἐγὼ θ᾽ ἀφήσω αὐτὸ τὸ δύσκολο μονοπάτι, τὴν ἄκρα αὐταπάρνησι, καὶθὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχὴ ἀλλοῦ. Ἐξ ἀφορμῆς αὐτῆς τῆς ἐπισήμου δηλώσεως τοῦ νέου, τὴν ὁποία δέχθηκε καὶ ὁ Κύριος, ὅτι «Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ μικρός», θὰ ἤθελα νὰ βάλουμε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ και νὰ ρωτήσουμε· τηροῦμε ἐμεῖς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Διότι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶνε τὸ χρυσὸ κλειδὶ μὲ τὸὁποῖο μπαίνεις στὸν παράδεισο.Θὰ χρειάζονταν πολλὰ κηρύγματα γιὰ νὰἐξετάσουμε ἐὰν τηροῦμε τὶς ἄλλες ἐντολές·τὸ «μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, …, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» . Ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἐντολὲς θέλω σήμερα νὰ ζυγιστοῦμε σὲ μία μόνο, ἐντολὴ στὴνὁποία ἐμεῖς, τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, εἴμαστε πολὺ ἐλλιπεῖς· ἡ ἐντολὴ αὐτὴ εἶνε τὸ «μὴ κλέψῃς» Ἡ ἐντολὴ αὐτή, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε σεβαστὴ σ᾽ ἐμᾶς. Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἕλληνας μαθαίνει νὰ κλέβῃ.
Τὸ παιδάκι ἁπλώνει τὰ χεράκια του μέσα στὸ σπίτι καὶ κλέβει διάφορα πράγματα· βγαίνει στὴ  γειτονιά, πηδάει φράχτες, ρημάζει ξένα δέντρα. Κι ὅταν μαζεύεται στὸ σπίτι, ἡ μάνα, ἀντὶ νὰ πάρῃ μιὰ βέργα νὰ τοῦσπάσῃ τὰ χέρια, πολλὲς φορὲς τὸ καμαρώνει.Κλέβει ὁ μικρός, κλέβει ἡ ὑπηρέτρια ποὺ καταφέρνει μερικὲς φορὲς νὰ γδύσῃ ὁλόκληρο τὸ σπίτι. Μὰ καὶ ἡ κυρία, ποὺ μαλώνει τὴν ὑπηρέτρια ποὺ ἔκλεψε, κλέβει ἡ ἴδια ἀπὸ τὸ πορτοφόλι τοῦ ἀντρός της, ὄχι γιὰ νὰ δώσῃ ἐλεημοσύνες ἀλλὰ γιὰ δικά της εἴδη πολυτελείας. Κλέβουν μέσ᾽ στὸ σπίτι, ἀλλὰ κλέβουν καὶ ἔξω· κλέβει ὁ ἔμπορος, ποὺ τεντώνει τὸ ὕφασμα γιὰ νὰ κερδίσῃ ἕνα ρούπι· κλέβει ὁ μπακάλης, ποὺ νοθεύει τὰ ἐμπορεύματα ἢ ζυγίζει λειψά· κλέβει ὁ ῥάφτης ἢ ἡ μοδίστρα, ποὺ δὲν σοῦ ἐπιστρέφει τὸ ὕφασμα ποὺ περίσσεψε· κλέβει καὶ ὁ φαρμακοποιὸς –κάτι πολὺ σοβαρώτερο, γιατὶ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὴν ὑγεία– καὶ σοῦ δίνει φάρμακο νοθευμένο, ζυμάρι ἀντὶκινίνη.
Καὶ ποιός δὲν κλέβει! Κλέβουν αὐτοὶ. ποὺ ἔχουν στὰ καταστήματα καὶ τὰ ἐργοστάσιά τους τόσους ἐργάτες καί, ἐνῷ τοὺς στύ-βουν σὰ λεμόνι κι ἀπ᾽ τὴ δουλειά τους κερδίζουν ἑκατομμύρια καὶ γλεντο κοποῦν στὸ ἐξωτερικό, σ᾽ αὐτοὺς δίνουν
ψίχουλα, κι αὐτὰ ὄχιἐγκαίρως ἀλλὰ καθυστερημένα, κ᾽ οἱ ἐργάτες τρέχουν στὸ Ι.Κ.Α. καὶ στὰ δικαστήρια γιὰ νὰ διεκδικήσουν ἕνα μικρὸ  μισθό.  Κλέβουν ὅμως –νά᾽μαστε δίκαιοι– καὶ οἱ ἐργάτες καὶ οἱ ὑπάλλη-λοι, ποὺ δὲν κάνουν τὴ δουλειά τουςὅπωςπρέπει, ἀλλὰ δὲ βλέπουν τὴν ὥρα πότε νὰ τελειώσῃ ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ἑβδομάδα καὶ ὁ μήνας γιὰ νὰ εἰσπράξουν τὸ μισθό· κ᾽ ἔτσι ὅλα ξέφτι-σαν, γιατὶ ἐργασία πραγματικὴ δὲν γίνεται.Νὰ προχωρήσουμε περισσότερο; Τώρα τὰ Χριστούγεννα κάθε βράδυ θὰ διασκεδάζουν. Στρώνουν πράσινο τραπέζι καὶ μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες ἡ ἀριστοκράτισσα κυρία καὶ ὁ κύριος μὲ τὴ λιμουζίνα θὰ κάνουν τὸ σπίτι τους χαρτοπαικτικὴ λέσχη . Ἂν εἶχα δικαίωμα θὰπήγαινα νὰ γράψω ἀπ᾽ ἔξω· «Προσοχή, ἐδῶ λῃσταρχεῖο!». Τώρα τὶς ἅγιες ἡμέρες θὰ κα-ταντήσῃ ὅλη ἡ χώρα ἕνα καζῖνο καὶ ἕνας τζόγος καὶ μία χαρτοπαικτικὴ λέσχη. Τελευταίως ἔφεραν ἀπ᾽ ἔξω κάτι μηχανήματα ποὺ εἶνε παγίδες ποὺ ξαφρίζουν τὰ πορτοφόλια τῶν φτωχῶν. Καὶ τί λένε· «῾Ρίξε μιὰ δραχμούλα, νὰ κερδίσῃς δέκα, ἑκατό, διακόσες, τρακόσες». Καὶὁ φτωχὸς ῥίχνει τὸ φράγκο του, καὶ δὲν κερδίζει τίποτα· χάνει τὸ φράγκο του καὶ τὸ τάλληρό του καὶ τὸ δεκάρικό του καὶ τὸ εἰκοσά-ρικό του, καὶ πάει νηστικὸς στὸ σπίτι, γιὰ νὰπάῃ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ μηχανήματος τὴ νύχτανὰ τὸ ξεκλειδώσῃ καὶ νὰ μαζέψῃ τρακόσες ἢκαὶ πεντακόσες δραχμές. Ὅταν τὸ 1959 βρέθηκα στὴν Κοζάνη ἔγινα ἔξω φρενῶν, κατη-γόρησα εἰσαγγελεῖς - ἀπορῶ πῶς δὲ μὲ πιά-σανε. Διότι πῆγε ἐκεῖ ἕνα τέτοιο ἀμερικάνικομηχάνημα, ρουλέττα , καὶ σὲ μιὰ βδομάδα ξάφρισε τὰ φτωχαδάκια, κι οὔτε εἰσαγγελέας κι-νήθηκε οὔτε πρόεδρος οὔτε ἀστυνομία. Ἂνκανένα παιδάκι πουλάῃ στὸ δρόμο κανένακουλούρι, τὸ πιάνουν· ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ μεγάλοκλέφτη, ποὺ ἐγκατέστησε τὶς ρουλέττες, δὲντὸν πιάνουν. Μία κατάστασι ἀθλιότητος.Τί φωνάζεις; θὰ μοῦ πῆτε. Αὐτὸ μπορῶ νὰκάνω. Δὲν ἔχω ἐγὼ κοσμικὴ ἐξουσία. Ἂν εἴχαμε στὸν τόπο μας μιὰ τίμια διακυβέρνησι ,θὰ βλέπαμε, ἂν θὰ ὑπῆρχαν τότε ρουλέττες,χαρτοπαίγνια, οἶκοι ἀνοχῆς, ἐκφυλισμός.Κλέβουν συνεχῶς. Καὶ μόνο αὐτοί; Στὴ Λά-ρισσα συνάντησα ἕνα συμβολαιογράφο. Τὸνεἶδα καὶ ἔγραφε συνεχῶς συμβόλαια. ―Αὐτὰτὰ νούμερα, τοῦ λέω, ποὺ σημειώνεις στὶς ἀγοραπωλησίες, στὶς προῖκες κ.λπ., εἶνε πραγματικά; ―Οὔτε ἕνα στὰ χίλια, πάτερ, μοῦ λέει·ὅλα εἶνε πολὺ λιγώτερα, γιὰ νὰ γλυτώσουνεἀπὸ τὸ φόρο… Ὅλοι κλέβουν τὸ δημόσιο . Γι᾽αὐτὸ τὸ κράτος μας κατήντησε ψωραλέο. Νομίζουν, ὅτι τὸ νὰ κλέψῃς τὸ γείτονα εἶνε ἁ-μαρτία, τὸ νὰ κλέψῃς τὴν πατρίδα δὲν εἶνε.Καὶ καταρρέει καὶ χρεωκοπεῖ τὸ κράτος. Ἔτσι ξέρετε ποῦ κατήντησε τὸ ὄνομα Ἕλληνας;Πάρτε ἕνα λεξικὸ γαλλικό· Γκρέκ = κλέφτης.Ὅταν συνιστοῦν στὸ ἐξωτερικὸ κάποιον Ἕλληνα, ὁ ἄλλος λέει· Ὄμορφη ἡ Ἑλλάδα, τὰ νησιά της, τὰ βουνά της, τὰ χιόνια της· ἀλλὰ φυλαχτῆτε - κουμπωθῆτε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες…Ὡς Ἕλληνα μὲ ἐνδιαφέρει τὸ καλὸ ὄνοματῆς πατρίδος καὶ ὅλοι πονοῦμε γι᾽ αὐτό. Ἀλλὰ ἐδῶ μέσα στὴν ἐκκλησιὰ θέλω διαφορετικὰνὰ ζυγίσω τὴν κλοπή. Ὄχι ἐξ ἐπόψεως προσβολῆς τοῦ ὀνόματός μας. Ὄχι. Μὲ ἐνδιαφέρει, ὅτι τὸ «Οὐ κλέψεις» εἶνε ἡ ἐντολὴ το ῦΘεοῦ , μία ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολές (Ἔξ. 20,14. Δευτ. 5,19) .Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τὰ ἁμαρτήματα καὶ λέει· «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι,οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, …οὔτε πλε- ονέκται οὔτε κλέπται…, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 6,9-10) . Κα-ταλάβατε; γιὰ τὸν κλέφτη ἡ πόρτα τῆς βασι-λείας τοῦ Θεοῦ εἶνε κλειστή.
Καὶ μὴ νομίσετε ὅτι τὰ κλεμμένα ἔχουν καμμιὰ προκοπή. Λέει κάποιος ἅγιος· Θέλεις νὰ χάσῃς τὴν περιουσία σου; κοντὰ στὶς 100 δρα-χμές, ποὺ ἔβγαλες ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα σου, πρόσθεσε 1 κλεμμένη· θὰ χάσῃς καὶ τὶς ἄλλες 100.
Ἔχεις 100 πρόβατα; ἂν κλέψῃς 1 καὶ τὸ βάλῃς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, θὰ χάσῃς καὶ τὰ 100. Ἔτσι εἶ νε. Τὸ κλεμμένο πρᾶγμα εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ συμπέρασμα;
Προτιμότερο φτωχὸς μὲ τὸ φτωχὸ Χριστό, παρὰ ἑκατομμυριοῦχος μὲ τὸ διάβολο . Αὐτὸ νὰ πιστεύουμε καὶ ἔτσι νὰ ζοῦμε, ἀδελφοί μου, καὶ αὐτὴ θὰ εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου. Ἂς ἀκού-σουμε καὶ τὸ ἄλλο ποὺ λέει ἡ Γραφή· Κι ἂν ἀκόμα μπροστὰ στὰ πόδια σου τρέχῃ ποτάμιτὸ χρυσάφι, μὴ προσηλώνεις σ᾽ αὐτὸ τὴν καρ-διά σου καὶ μὴν ἁπλώσῃς τὸ χέρι σου (Ψαλμ. 61,11) .Ζῆσε μὲ τιμιότητα καὶ ἐργατικότητα. Ἄφησεπαράδειγμα στὸν κόσμο καὶ στὰ παιδιά σου.
Ζῆσε μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Καὶ νά ᾽σαι βέβαιος· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11) . Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸκράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Μαρίνης Ἡλιουπόλεως - Ἀθηνῶν τὴν 27-11-1960.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...