Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

Επιστολή του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ προς τον Αρχιεπίσκοπο και την Ιεραρχία, για την αίρεση του Οικουμενισμού



Ἐν Πειραιεῖ τῇ 8ῃ Μαΐου 2013
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ἀπέστειλε πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμο καί τά μέλη τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Ἀριθμ. Πρωτ. 525     Ἐν Πειραιεῖ τῇ 8ῃ Μαΐου 2013
Τῷ Μακαριωτάτῳ
Ἀρχιεπισκόπῳ Ἀθηνῶν
καί πάσης Ἑλλάδος
Κυρίῳ κ. ΙΕΡΩΝΥΜΩι
Προέδρῳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί
τοῖς Σεβασμιωτάτοις Μέλεσι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Εἰς τάς ἕδρας Αὐτῶν
Μακαριώτατε ἍγιεΠρόεδρε,                                                                                                                                                                            
                        Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Πατέρες,
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Άνέστη!
Ὅταν ἐμφανίζεται νέα αἵρεσις, πού δημιουργεῖ σύγχυσιν στά τῆς πίστεως, οἱ ποιμένες κάθε ἐποχῆς, ἐπιβεβαιοῦντες ὅσα κατά τήν χειροτονία τους ὑποσχέθηκαν, προβαίνουν στήν ἀντιμετώπισιν αὐτῆς τῆς αἱρέσεως, διά νά περιχαρακώσουν καί ὁριοθετήσουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ὥστε νά διακρίνεται ἀπό τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπό τήν λύμη τῆς κακοδοξίας. Στίς ἡμέρες μας, Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε καί Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί, ἐμφανίσθηκε ὡς ἕνα ἀπό τά σημεῖα τῶν ἐσχάτων καιρῶν και ὡς «λύκος βαρύς μή φειδόμενος τοῦ ποιμνίου»[1] ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διά τόν λόγον αὐτόν, ἐκφράζοντες τήν ἀγωνία μας, ἀπευθυνόμεθα πρός Σᾶς, τό Σεπτόν Σῶμα τῶν Ἁγιωτάτων Ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς τό ἀνώτατο καί ἁρμόδιοδιοικητικό ὄργανο τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἱκετευτικῶς καί ταπεινῶς παροτρύνοντας καί προτείνοντας ὅπως ἐμεῖς, οἱ Ἐπίσκοποι-ποιμένες, εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου, Ζωοποιοῦ καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ ἐν τρισί ὑποστάσεσι Ζῶντος Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναλάβωμεν τάς εὐθύνας μας ἔναντι Αὐτοῦ καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Tου καί ἀρθῶμεν στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί συγκαλέσωμε Τοπική Σύνοδο, ἡ ὁποία καθηκόντως ὀφείλει νά προχωρήσει στήν ἐπίσημο συνοδική καταδίκη τῆς εἰρημένης κακοδοξίας καί δεινῆς αἱρέσεως.
Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι καθιστοῦν ἀδήριτη τήν ἀνάγκη συγκλήσεως τοιαύτης Τοπικῆς Συνόδου, περιγράφονται κατωτέρω :    
Ὁ Οἰκουμενισμός, ὡς γνωστόν, ἔχει καταγνωστεῖ ὡς παναίρεση ὑπό τοῦ συγχρόνου ἁγίου γέροντος τῆς ἀδελφῆς Ἁγιοσαββιτικῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος στό ἐξαίρετο σύγγραμμά του «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» σημειώνει : «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[2].
Πηγή καί μήτρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τυγχάνει ἡ Μασωνία, πού προωθεῖ δι’ αὐτοῦ τήν παγκόσμια θρησκεία τοῦ Ἐωσφορισμοῦ, ὅπως καί τῆς Μασωνίας πηγή καί μήτρα εἶναι ὁ φρικώδης διεθνής Σιωνισμός[3] ὁ ὁποῖος μετήλλαξε τόν θεϊσμόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῶν Προφητῶν σέ αἴσχιστο Ἑωσφορισμό μέ τήν διαμονική Καμπαλά καί τό χυδαῖο Ταλμούδ, ἔργα τῶν διαμονιώντων Ραββίνων τοῦ ἐκπεσόντος Ἰουδαϊσμοῦ καί τῆς ἰδεοληψίας τους περί τῆς διά τοῦ ἀναμενομένου εἰσέτι ψευδομεσσίου παγκοσμίου κυριαρχίας καί διακυβερνήσης.
Ὁ Οἰκουμενισμός κινεῖται σέ δύο ἐπίπεδα˙ σέ διαχριστιανικό καί σέ διαθρησκειακό. Ἔτσι, διαμορφώνεται ὁ διαχριστιανικόςοἰκουμενισμός καί ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δύο ἀπό τίς βασικές κατευθύνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μέν διαχριστιανικός οἰκουμενισμός προωθεῖ τήν ἕνωση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν αἱρέσεων (Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Ἀγγλικανῶν, Μονοφυσιτῶν) μέ τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία μέ τό κριτήριο τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαχριστιανικοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ» οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἁπλῶς τυπικές παραδόσεις καί πρέπει νά παρακάμπτωνται γιά τό καλό τῆς ἑνότητας τῆς «Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέ τήν ποικιλία διαφόρων μορφῶν καί θέσεων. Ὁ δέ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, θεωρώντας ὅτι σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα, προωθεῖ τήν ἕνωση μεταξύ αὐτῶν  καί κυρίως μεταξύ τῶν λεγομένων τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, δηλ. προωθεῖ τήν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ» πρέπει νά προβάλλωνται τά δῆθεν «κοινά θεολογικά σημεῖα», πού ὑπάρχουν σέ ὅλες τίς «μονοθεϊστικές θρησκεῖες», ὥστε νά οἰκοδομηθῆ ἡ θρησκευτική ἑνότητα τῆς Οἰκουμένης.
Ὁ Οἰκουμενισμός, διά νά ὑλοποιήση τούς στόχους του, ἐφευρίσκει διάφορες θεωρίες, ὅπως τίς κακοδοξίες περί «Διευρημένης Ἐκκλησίας, ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, βαπτισματικῆς θεολογίας, Παγκοσμίου ἀοράτου Ἐκκλησίας, τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καί μαξιμαλισμοῦ, τῆς μεταπατερικῆς, νεοπατερικῆς, συναφειακῆς αἱρέσεως, τῆς εὐχαριστηριακῆς θεολογίας, τῆς μετασυνοδικῆς θεολογίας, τῶν ἐλλειματικῶν καί μή πλήρων «Ἐκκλησιῶν», τῆς περιεκτικότητος, τῆς ἐλλειματικῆς καί μή πλήρους μυστηριολογίας, τῆς μετατροπῆς τῆς οἰκονομίας σέ ἀκρίβεια καί δόγμα», οἱ ὁποῖες, βεβαίως, τυγχάνουν ξένες καί ἀλλότριες τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς διδασκαλίας καί θεολογίας[4].
Ὁ Οἰκουμενισμός προβάλλει τούς συγχρόνους μεθοδευμένους καί ἐπιτηδευμένους ἀτέρμονες οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους, στούς ὁποίους κυριαρχεῖ ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας ἡ ἀπόκρυψη καί ἡ παραποίηση τῶν Γραφικῶν χωρίων ἰδίᾳ τοῦ κατά Ἰωάννην «ἵνα ἕν ὧσιν καθώς ἡμεῖς» (Ἰω. ΙΖ΄ 11), ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης, Χάριτος, μυστηρίων, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὅροις, ἡ ἀμνήστευση, ἀθώωση καί ἐπιβράβευση τοῦ Δούρειου Ἴππου τοῦ Παπισμοῦ, τῆς ἐπαράτου καί δαιμονικῆς Οὐνίας, ἡ συμμετοχή στό παμπροτεσταντικό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον τῶν αἱρέσεων, ἡ ὑπογραφή κοινῶν ἀντορθοδόξων ἀνακοινωθέντων, δηλώσεων καί κειμένων δίχα Συνοδικῆς διαγνώμης καί ἀποφάσεως, ὡς ἀπεδείχθη στήν τακτική ΙΣΙ τοῦ Ὀκτωβρίου 2009 (π.χ. Λίμα Περοῦ Νοτίου Ἀμερικῆς 1982, Balamand Λιβάνου 1993, Σαμπεζύ Ἐλβετίας 1994, PortoAlegre Βραζιλίας 2006, Ραβέννας 2007 κ.ἄ.) καί οἱ συμπροσευχές[5].
Ὁ Οἰκουμενισμός υἱοθετεῖ καί νομιμοποιεῖ ὅλες τίς αἱρέ­σεις ὡς «Ἐκκλησίες» καί προσβάλλει τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Άγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Άνα­πτύσσει, διδάσκει καί ἐπιβάλλει νέο δόγμα περί Ἐκκλησίας, νέα ἐκκλησιολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία καμμία Ἐκκλησία δέν δικαιοῦται νά διεκδικήση ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό της τόν χαρακτήρα τῆς Καθολικῆς καί ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Κάθε μία εἷναι ἕνα κομμάτι, ἕνα μέρος, ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅλες μαζί ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία. Μέ τόν τρόπο, ὅμως, αὐτό γκρεμίζει τά ὅρια μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης, Ὀρθοδοξίας και αἱρέσεως καί ἐπιδίδεται ἄριστα στό ἀγώνισμα τῆς κατεδαφίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες μέ τήν μοναδική, θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπό τόν Ἀναστάντα Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία καί κατά Χριστόν ζωή. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἀναιρεῖ τό δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῶ κόσμω σωτηριώδους ἀποκαλύψεως καί οἰκονομίας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καί τῆς ἐν συνεχεία πραγματώσεως τοῦ σωτηριώδους Αὐτοῦ ἔργου ἀπό τήν Μία καί Μοναδική, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διά τοῦ ἐνεργοῦντος σέ Αὐτή Ἁγίου Πνεύματος. Ὡς ἐκ τούτου συνεπάγεται ἀναμφιβόλως ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός καθίσταται στίς ἡμέρες μας ἡ μεγαλυτέρα ἐκκλησιολογική αἵρεσις ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες καί τίς πίστεις[6].
Μέ πόνο καί θλίψη διαπιστώνεται ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει αἰχμαλωτίσει μέ ἁλυσίδες καί δεσμά ὅλες σχεδόν τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τίς Ἱεραρχίες τους, οἱ ὁποῖες λατινοφρονοῦν καί οἰκουμενίζουν μέ φωτεινές ἐξαιρέσεις τά Σεπτά Πατριαρχεῖα τῆς Γεωργίας καί τῆς Βουλγαρίας, ὅπως ἐν τοῖς πράγμασι ἀποδεικνύουν ἀνήκουστες, ἀνιστόρητες, πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς οἰκουμενιστικές πράξεις καί ἐνέργειες, πραχθέντα καί λεχθέντα τους[7].
Τό τραγελαφικόν ὅμως γιά τούς Ὀρθοδόξους οἰκουμενιστάς εἶναι ὅτι ἐνῶ ἀποδίδουν τίτλους ἐκκλησιαστικότητας στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς δέν τολμοῦν, συνεπεῖς πρός τίς διακηρύξεις τους, τήν μαζί τους μυστηριακή διακοινωνία γιατί γνωρίζουν ὅτι ἀπ’ ἐκείνης τῆς στιγμῆς θά ἀπωλέσουν ἄμεσα τήν ἐκκλησιαστική τους ἰδιότητα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύουν τίς ἀπαράδεκτες καί προκλητικές τους διακηρύξεις ἄς τό τολμήσουν λοιπόν γιατί ἄλλως ἀποδεικνύουν μέ τήν στάση τους τήν ἀνυπαρξία τῶν τίτλων ἐκκλησιαστικότητος, πού ἀποδίδουν στούς ψευδεπισκόπους τῶν κακοδόξων.
Ὁ Οἰκουμενισμός, δυστυχῶς, ἐπέτυχε ἐσχάτως τήν ἀθρόα μεταβολή τῆς μακραίωνης καί δισχιλιετοῦς ἁγιοπατερικῆς καί ἱεροκανονικῆς πορείας τόσο τῆς Μητρός ἡμῶν Ἐκκλησίας, τοῦ Σεπτοῦ Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς εὐσεβοῦς πηγῆς τοῦ Γένους, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[8] (ἀπό τό 1964) ὅσων καί ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν σέ οἰκουμενιστική στάση ζωῆς. Ἀλλά, καί ἡ Κιβωτός τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τό Ἅγιον Ὄρος δέν παρέμεινε ἀλώβητο καί ἀνεπηρέαστο.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει διαβρώσει καί τίς Θεολογικές Σχολές, στίς ὁποίες δέν διδάσκεται πλέον ἡ Ὀρθοδοξοπατερική Θεολογία, ἀλλά ἑδραιώνεται ἀνοικτά, πλέον, μέ τόν πιό πανηγυρικό καί ἐπίσημο τρόπο ἡ οἰκουμενιστική θεολογία.
Ὁ Οἰκουμενισμός εἰσχώρησε καί στά νέα θρησκευτικά βιβλία τοῦ Δημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου καί εἷναι ὁ κύριος ὑπεύθυνος διά τήν ἐφαρμογή τοῦ νέου πιλοτικοῦ προγράμματος σπουδῶν στήν ἐκπαίδευση, ἀπαιτώντας τήν ἀλλαγή τοῦ κατηχητικοῦ καί ὁμολογιακοῦ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογικό καί πανθρησκειακό.
Ἡ ἐξάρτηση ἀπό τόν Οἰκουμενισμό συνεχίζει νά αὐξάνεται, διότι ὑπάρχει α) ἀπουσία κατηχήσεως τῶν πιστῶν σέ θέματα πίστεως, β) τρομερή ἔλλειψη μέσων γνησίας καί ἀντικειμενικῆς ἐνημερώσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί γ) ἐκκοσμίκευση κλήρου καί λαοῦ[9].
Ὁ Οἰκουμενισμός ἀμφισβητεῖ ἔμπρακτα τήν ὀρθοδοξοπατερική μας παράδοσι καί Πίστι, σπέρνει τήν ἀμφιβολία καί τήν σύγχυσηστίς καρδιές τοῦ ποιμνίου καί κλονίζει πολλούς φιλοθέους ἀδελφούς, ὁδηγώντας σέ διαιρέσεις καί σχίσματα (π.χ. παλαιοημερολογιτισμός, ἀποτείχιση) καί παρασύρει ἕνα μέρος τοῦ ποιμνίου στήν πλάνη καί δι’ αὐτῆς στόν πνευματικό ὄλεθρο[10].
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐντέλει ἀποτελεῖ μέγιστο ποιμαντικό καί σωτηριολογικό πρόβλημα, διότι κλονίζει συνθέμελα, ἀκυρώνει τήν σωτηρία καί τήν κατά Χάρη θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ κίνδυνος, βεβαίως δέν ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν πρόκειται νά καταστραφῆ, ἀφοῦ εἷναι Σῶμα Χριστοῦ, ἔχει Κεφαλή τόν Χριστό, εἶναι ὁ Χριστός ὁ εἰς τούς αἰώνας ἐπεκτεινόμενος «καί πύλαι Ἅδου, οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[11], ἀλλά στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι κινδυνεύουν νά χαθοῦν, ὅταν χαθεῖ ἡ ὀρθή πίστη, ἡ Ὀρθοδοξία, καί ἐπικρατήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη[12].
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
                       Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι,
Μετά τήν ἀνωτέρω παρουσίαση τοῦ φαινομένου τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῶν κινδύνων καί τῶν τραγικῶν συνεπειῶν του τόσο στήν δογματική ὅσο καί στήν σωτηριολογική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διαπιστώνομε ὅτι ὄντως τώρα κινδυνεύει σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία. Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ ὅσο τό δυνατόν συντομότερα σύγκλησητῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά ἐξετάση καί ἐρευνήση τά ἀνωτέρω καυτά καί φλέγοντα θέματα, πάντοτε ὑπό τό φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καί Ἱεροκανονικῆς διδασκαλίας καί παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, νά λάβη καταδικαστική ἀπόφαση ἐναντίον τόσο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅσο καί τῶν ἀκολουθούντων, διδασκόντων καί μεταλαμπαδευόντων τήν παναίρεση αὐτήγιά νά παύσουν τά σκάνδαλα καί ἡ σύγχυση κλήρου καί λαοῦ. Τοῦτο ἄλλωστε θά ἀποδείξει ὅτι παραμένωμε ἐπί τῶν ἐπάλξεων καί εἴμεθα συνεπεῖςστούς φρικτούς ὅρκους πού ἐδώσαμε κατά τήν χειροτονία μας, ἐφαρμόζονταςστήν πράξη τήν σχετική ἀπόφαση, πού ἔχομε λάβειστίς συνεδρίες τῆς 15ης - 16ης Ὀκτωβρίου 2009.
Ὅθεν, Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Συνεπίσκοποι, οὕτω ποιοῦντες μέγα καλό θά προξενήσωμε στήν Ἁγία Ὀρθοδοξία μας, στό Ἔθνος μας, στόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ καί μεγάλη χαρά θά γίνηστόν Οὐρανό καί στήν γῆ. Τό δέ μνημόσυνο μας θέλει μείνει στόν αἰῶνα, τῶν ὀνομάτων μας γραφομένων ἐν Βίβλῳ Ζωῆς, συγχωρουμένων τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἄς βαδίσουμε ἑνωμένοι στόν ἀγῶνα τῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως καί εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός «οὐ» κατισχύσει τῆς Ἐκκλησίας, κατά την ἀψευδῆ ρῆσιν τοῦ Κυρίου μας, «πύλαι Ἅδου οὐκατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἄς τολμήσουμε, Μακαριώτατε Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι καί περιπόθητοι ἅγιοι Ἀδελφοί, νά σπάσωμε τά οἰκουμενιστικά δεσμά, νά βγοῦμε ἀπό τήν οἰκουμενιστική φυλακή καί νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆ θεία δυνάμει καί Χάριτι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Διά ταῦτα ταπεινῶς προτείνομε νά ἀποστείλητε σχετική αἴτηση ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Ἱεραρχίας καί νά τήν ὑποβάλητε στόν Μακαριώτατο Πρόεδρο τῆς ΔΙΣ ὥστε κατά τάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 6, ἐδαφ. 1 τοῦ Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» Αὕτη νά προβῆ σέ ἔκτακτη σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν Συνοδική κατάγνωση καί καταδίκη τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς δεινῆς αὐτῆς παναιρέσεως τῶν συγχρόνων καιρῶν.
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀδελφός
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ



[1] Πράξ. 20, 29.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
[3] ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013, ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
  ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Οἱκουμενισμός χωρίς μάσκα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα 1988, σσ. 43-45, 107-108, ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Διακήρυξις διά τήν Μασονίαν, http://www.impantokratoros.gr/67D9F5DF.el.aspx.
[4]ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013.
[5]Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς2004, σσ. 11-18.
[6] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος  2009,  σσ. 23-24.
[7] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία»,Θεοδρομία Θ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007) 94-98.
[8]ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Οἰκουμενισμός», ἐν Οἰκουμενισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικά διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν ΑΠΘ, τ. Α΄, ἐκδ. Θεοδρομία, σσ. 233-250.
[9]Ὅ.π. σσ. 124-126.
[10] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος  2009, σσ. 25-26.
[11]Ματθ. 16,18
[12] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία»,Θεοδρομία Θ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007) 89-94.

Π. Γ.ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: "Η ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΘΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙ ΔΥΝΑΜΗ Ν' ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΜΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΥΜΦΟΡΕΣ"


15Συνέντευξη στον Μάκη Βραχιολίδη
Φίλες και φίλοι των «Νέων Ανθρώπων», δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις και πρόλογοι για τον πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό. Τον ορθόδοξο ιερέα και ομότιμο καθηγητή της θεολογίας, τον συγγραφέα πλέον των 70 θεολογικών βιβλίων.

Ο Ορθόδοξος χριστιανικός του λόγος, αυτές τις άγιες μέρες του Θείου Δράματος, είναι περισσότερο αναγκαίος από ποτέ. Λόγος που με επιχειρήματα αδιάσειστα σε φέρνει πιο κοντά στον Χριστό και σου επεξηγεί τη σημασία που πρέπει να δώσουμε οι Έλληνες στο αναστάσιμο μήνυμα του «Χριστός Ανέστη» ώστε να μπορέσουμε να υπερβούμε τους σκοπέλους που έχουμε μπροστά μας ως έθνος...
Αιδεσιμότατε, ο ελληνικός λαός εδώ και τρία χρόνια ανεβαίνει έναν Γολγοθά που μοιάζει να μην έχει τέλος. Μοιάζει επίσης, σα να έχει χάσει την ελπίδα του στον Χριστό.

π. Γεώργιος: Ένα χωρίο των προφητών της Π. Διαθήκης, που είναι οι άγιοί μας προ των Αποστόλων και των Πατέρων, είναι χριστιανική η Παλαιά Διαθήκη στα θεολογικά της σημεία, έχει έναν στίχο εκπληκτικό σε αυτή την περίπτωση: «πάντες ηχρειώθησαν, μέχρις ενός». Δηλαδή έχουμε εξαχρειωθεί οι πάντες. Μέσα σε αυτή την κατάσταση που χάσαμε σχεδόν όλοι την πίστη μας, την σχέση μας με τον Χριστόν και από την άλλη πλευρά κάποιοι θρασείς, χρεοκοπημένοι πολιτικοί και χρεοκοπημένη είναι όλη η πολιτική τους, έχουν φέρει το έθνος μας σε αυτή την αθλιότητα. Αυτό που μας λείπει, είναι η επανασύνδεσή μας με την πηγή της ζωής μας, του δυναμισμού μας και της δυνάμεως αντιμετώπισης όλων αυτών των συμφορών. Το έχουμε δε αποδείξει κατά την περίοδο της μακράς δουλείας που αρχίζει από τον 7ο αιώνα με την αραβοκρατία και φθάνει μέχρι τον 21ο αιώνα με την ακόμη συνεχιζόμενη αγγλική και τουρκική κατοχή της Κύπρου.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι όσα υποφέρει ο ελληνικός λαός είναι αποτέλεσμα θείας παρέμβασης, θείας δοκιμασίας. Είναι πράγματι έτσι;

π. Γεώργιος: Ο Θεός χρησιμοποιεί όλες τις περιπέτειές μας, για να μας βοηθήσει να βρούμε τον σωστό εαυτό μας. Δεν προκαλεί όμως ο Θεός τίποτε. Δεν τιμωρεί ο Θεός εκδικητικά, αλλοίμονο. Ο Θεός δεν αλλάζει διαθέσεις αλλά η Χάρις του Θεού, όταν εγώ είμαι ανίκανος να την κρατήσω μέσα μου, διότι είναι κλεισμένη τελείως η καρδιά μου, από ευλογία μεταβάλλεται σε κατάρα. Το ίδιο συμβαίνει με τη Θεία Κοινωνία. Κανονικά, αυτός που κοινωνεί πρέπει να ανεβαίνει αγιοπνευματικά, επειδή όμως η κατάστασή μας είναι αθλία, μέσα στην καρδιά μας δηλαδή, μεταβάλλουμε τη ζωή της Θείας Κοινωνίας σε θάνατο. Την υγεία σε αρρώστια. Και ο Θεός δυστυχώς, δεν μπορεί να μας κάνει τίποτε εάν δεν το θέλουμε εμείς. Λέγει στην Αποκάλυψη ο Χριστός: «Στέκομαι έξω από την πόρτα», εννοεί της καρδιάς μας «και χτυπάω. Εάν μου ανοίξει κάποιος θα μπω». Ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει δικτατορία οιασδήποτε μορφής εις την Ορθοδοξία. Διότι ακόμη και για την σωτηρία, ακόμη και για την Ανάσταση από την μεγαλύτερη πτώση εις την οποία ζούμε σήμερα, χρειάζεται η δική μας συγκατάθεση. Και δική μας συγκατάθεση σημαίνει να καθαρίσουμε την καρδιά μας για να έχουμε τον Χριστό μέσα μας.

Το Θείο Πάθος οδηγεί στην Ανάσταση. Ο ελληνικός λαός βλέπετε να μπορεί να φτάσει στην Ανάσταση ή δεν είναι ακόμη έτοιμος;

π. Γεώργιος: Μόνον εφόσον έχουμε κι εμείς τις προϋποθέσεις μας, γιατί ο Χριστός ως Θεάνθρωπος είχε τις προϋποθέσεις της Ανάστασης. Ποια είναι η προϋπόθεση; Η ένωση, ασύγχυτα και αδιαίρετα, του Θεού και του ανθρώπου στον Ιησούν Χριστόν. Επομένως, ο Θεός-Χριστός νικά τον θάνατο και ανιστά τον άνθρωπο-Χριστό. Η επέκταση και η σημασία για μας είναι η εξής: εάν έχουμε κι εμείς Χριστό μέσα μας μπορούμε να πορευόμεθα στην οποιαδήποτε Ανάσταση και να νικούμε την οποιαδήποτε τραγωδία της ζωής μας. Εδώ όμως πρόκειται για κάτι βαθύτερο: τα αντανακλαστικά μας έχουν εξασθενίσει τόσο πολύ ώστε διαπράττονται από τον χώρο της πολιτικής τα μεγαλύτερα εγκλήματα εις βάρος του έθνους κι εμείς δεν αντιδρούμε καθόλου. Θα μου πείτε πώς θα αντιδράσουμε; Άμα είχαμε την κατάλληλη ηγεσία θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Ο λαός είναι αδιοργάνωτος και χωρίς ηγεσία. Και δεν εννοώ βίαια γεγονότα κι επαναστάσεις. Κάποια μέρα μπορεί να γίνουν κι αυτά, δεν αποκλείεται, όταν θα καταλάβουμε πού πηγαίνουμε. Ακόμη όμως δεν το καταλάβαμε. Εννοώ να είμαστε ενωμένοι και να αντιδράσουμε όπως συμβαίνει στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Διερωτώμαι, γιατί μόνο 500 ήσανε έξω από τη Βουλή, όταν εψηφίζετο το δολοφονικό αυτό νομοσχέδιο; Και  την ίδια ώρα εις την Ισπανία και Πορτογαλία μαζεύονται μισό εκατομμύριο άνθρωποι.

Μήπως απολείπει και η ηγεσία της Εκκλησίας; Οι ιεράρχες που θα συνεγείρουν το πλήθος; Παλαιότερα υπήρχε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Παπαφλέσσας.

π. Γεώργιος: Είναι αλήθεια ότι και από την εκκλησιαστική πλευρά δεν στεκόμαστε πάντα στο ύψος μας. Αντί να νουθετούμε τον λαό και να συγκροτούμε την ενότητά του, τον αφήνουμε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα», που λέει κι ο Χριστός μας. Είναι η μεγάλη ευθύνη της πνευματικής ηγεσίας, αρχίζοντας από τους Μητροπολίτες μας και καταλήγοντας σε μας τους απλούς κληρικούς.

Σε τέτοιες στιγμές εθνικής κρίσεως λοιπόν,  η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο;

π. Γεώργιος: Τι θα πει πιο ενεργό; Είναι σχετικό αυτό που λέτε. Πιο «ενεργό», σημαίνει να είμαστε μόνοι μας στον άμβωνά μας και να κηρύττουμε για την κατάσταση που υπάρχει, την ανάγκη ενώσεως όλων μας στην πίστη μας και την παράδοσή μας την ελληνορθόδοξη, για να αντιμετωπίσουμε ενωμένοι τη συμφορά που μας έχει κτυπήσει. Από’ κει και πέρα, όποιος δεν έχει σχέση με την Εκκλησία, το λέγω συνήθως, πώς θα με ακούσει, στην Ομόνοια; Μου λένε «δεν τ’ ακούμε αυτά;» και τους απαντώ: «πού να σας τα πω, στην πλατεία Συντάγματος να τα φωνάζω;». Κυρίως ποιο είναι το πρόβλημα: ουδεμία ταύτιση του εκκλησιαστικού χώρου με οποιαδήποτε κομματική παράταξη. Εδώ δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Έχει χρεοκοπήσει όλος ο πολιτικός μας κόσμος.

Ωστόσο τα τελευταία τρία χρόνια βλέπουμε τις εκκλησίες να είναι γεμάτες. Το Σύνταγμα μπορεί να είναι άδειο αλλά οι εκκλησιές όλο και περισσότερο γεμίζουν.

π. Γεώργιος: Αυτό είναι γεγονός, μην ενθουσιαζόμεθα όμως. Μία μεγάλη ενορία όπως ο Άγιος Παντελεήμονας Αχαρνών πρέπει να έχει πάνω από 200.000 πιστούς ίσως και περισσότερους. Για να πούμε ότι οι Ορθόδοξοι της περιοχής εκκλησιάζονται, θα έπρεπε να έχουμε δέκα «Άγιους Παντελεήμονες» ή είκοσι. Επομένως σε μία εκκλησία που συγκεντρώνονται 200-300, την Κυριακή εάν πάνε 2.000, είναι ακόμη ένα μικρό ποσοστό έναντι των ορθοδόξων της περιοχής αυτής. Έρχεται κόσμος σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες που λειτουργούμε. Το λέω λοιπόν για να μην ενθουσιαζόμεθα.

Το διάστημα της κρίσης έχουν επωφεληθεί και επωφελούνται οι διάφορες αιρέσεις οι οποίες ασκούν πολύ πιο έντονο το έργο προσηλυτισμού τους. Αναφέρομαι κυρίως στους Ιεχωβάδες, οι οποίοι μάλιστα το τελευταίο διάστημα επιστρατεύουν και νέα κορίτσια.

π. Γεώργιος: Δεν είναι οι μόνοι. Οι παροιμίες, όπως ήδη ο Αριστοτέλης είχε υποστηρίξει, είναι η συμπυκνωμένη σοφία του λαού μας, του έθνους μας. Οπότε λέει ο λαός «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται». Δεν είναι λοιπόν περίεργο όπου όλοι αυτοί προσπαθούν να εκμεταλλευθούν και αλλοίμονο σε μας όταν είμαστε τόσο ηλίθιοι, γιατί περί ηλιθιότητος πρόκειται, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το γιατί ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι διάφορες αιρέσεις.

Αυτό που «απαιτεί» η Ορθοδοξία είναι η αγνότητα της καρδιάς και η αλήθεια. Αυτή την έχουν κάνει «σκουπίδι» και την έχουν ποδοπατήσει οι πολιτικοί μας, έτσι;

π. Γεώργιος: Κοιτάξτε, αυτό που μπορώ να πω ως ιστορικός περισσότερο και λυπούμαι που το λέω αυτές τις ημέρες αλλά είναι αλήθεια, οι πολιτικοί μας σκέπτονται πώς θα κρατήσουν την εξουσία ή πώς θα καταλάβουν την εξουσία. Γι’ αυτό τον λόγο, μηδενός εξαιρουμένου, ενεργούν ως ξένοι στην Ελλάδα και όργανα των ξένων και όχι ως Έλληνες προς τα έξω. Αυτή είναι η χρεοκοπία του πολιτικού μας κόσμου. Ακόμη κι εκείνοι που λένε «δεν θέλουμε εξουσία», με τη σιωπή τους και την υποτονικότητα των ενεργειών τους, ενισχύουν το έργο αυτών των πολιτικών. Και καταλαβαίνετε για ποια παράταξη μιλώ.

Αιδεσιμότατε, ο άνθρωπος όταν βρίσκεται ενώπιον του θανάτου καταλαμβάνεται από μεγάλο φόβο και τρόμο. Εάν όμως εγκολπωθεί το νόημα του «Χριστός Ανέστη»,  μπορεί και νικά τον φόβο αυτό. Εξηγήστε μας λοιπόν,  τι νοηματοδοτεί το «Χριστός Ανέστη»;

π. Γεώργιος: Ο αναστάσιμος χαιρετισμός που διαμορφώθηκε στην ελληνική γλώσσα και μεταδόθηκε σε όλους τους Ορθοδόξους και τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, είναι το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ». Δεν είναι λόγος ευχής αλλά χαιρετισμός και διακήρυξη της πίστεως στο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πιστό στον Χριστό άνθρωπο. Πόσοι όμως γνωρίζουμε ότι ο αναστάσιμος χαιρετισμός του Χριστού, αμέσως μετά την ανάστασή Του, είναι ο και ελληνικός λόγος «χαίρετε»! Με αυτό τον χαιρετισμό απευθύνεται ο αναστάς Χριστός στις Μυροφόρες, μόλις βγήκαν από το κενό «μνημείο». Η συνήθης αυτή ελληνική προσφώνηση, από την εποχή των Ομηρικών επών, αποκτά μίαν ιδιαίτερη πνευματική και χριστιανική σημασία. Η λέξη ανανοηματοδοτείται, εντασσόμενη σ’ ένα καθαρά αγιοπνευματικό πλαίσιο και γίνεται το πρώτο «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» της χριστιανικής ιστορίας.

Οι Μυροφόρες βγαίνουν από το μνημείο, στο οποίο πήγαν για να τελέσουν τα συνήθη νεκρικά έθιμα στον νεκρό Χριστό, με ανάμικτα συναισθήματα «φόβου και χαράς» (Ματθ. 28,8) κάτι το φυσιολογικό στη συνταρακτική πνευματική εμπειρία, που ακούοντας από τον Άγγελο ότι ο Κύριός τους «ηγέρθη από των νεκρών» (στ.7). Ο λόγος λοιπόν του Χριστού προς αυτές «Χαίρετε» αποκτά ειδική σημασία που μπορεί να προσδιορισθεί με τα ακόλουθα λόγια: «Μη φοβείσθε, αλλά χαίρετε». Να αισθάνεστε χαρά γιατί η Ανάσταση ως έκφραση της αγάπης  του Θεού, νικά τον φόβο (Α’ Ιω. 1,18), αλλά και τον θάνατο, κάθε είδος θανάτου, είναι πηγή ζωής, ζωής αιωνίου. «Εκ του τάφου ανέτειλε ζωή και ελπίδα». Η Ανάσταση του Χριστού είναι έτσι, πηγή χαράς και δεν μπορεί να εκφρασθεί αποδοτικότερα με τον ελληνικό χαιρετισμό «χαίρετε». Η λέξη δέχεται χριστιανικά μιαν υπέροχη υπέρβαση.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ…

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1940 και περάτωσε εκεί την εγκύκλιο παιδεία του (1958). Σπούδασε Θεολογία (1958-1962) και κλασσική φιλολογία (1964-1967) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου έλαβε τα πτυχία θεολογίας και Φιλολογίας. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, (1963-1965), διορίστηκε επιστημονικός βοηθός στην έδρα Πατρολογίας και το 1969 μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στην τότε Δυτική Γερμανία (Βόννη και Κολωνία), όπου έμεινε μέχρι το 1975. Ενδιάμεσα έκανε σπουδές και έρευνες αρχειακές στην Αγγλία. Το 1971 εισήλθε στις τάξεις του κλήρου στη Γερμανία και έγινε διδάκτωρ Θεολογίας (Αθήνα) και Φιλοσοφίας – Ιστορίας (Κολωνία).

Από το 1984, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών διδάσκοντας «Ιστορία του Πνευματικού Βίου κατά την μεταβυζαντινή περίοδο», «Ιστορία και Θεολογία της Λατρείας» και «Βυζαντινή Ιστορία». Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής από 1/9/2004 έως 31/8/2007, οπότε και αφυπηρέτησε, διατελών πλέον ως Ομ
ότιμος Καθηγητής.

Λειτουργεί στον ιερό ναό (Άγιος Αντίπας) της Οδοντιατρικής Σχολής 
πηγή

Προς Εμμαούς


Από τις ωραιότερες εικόνες και τις πιο ζωντανές, που μας παρέδωσε στο άγιο Ευαγγέλιό του ο ιατρός Ευαγγελιστής, είναι κι αυτή της πορείας προς Εμμαούς (βλ. Λουκ. κδ’ 13-35). Έντεκα περίπου χιλιόμετρα έπρεπε να βαδίσει ο Κλεόπας κι ο σύντροφός του, για να φτάσουν στο χωριό Εμμαούς. Δεν τους κούραζε τόσο η πορεία όσο η ψυχική τους κατάσταση.
Βαρύθυμοι περπατούν. Σκυθρωπού. Είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται. Η συζήτησή τους είναι γεμάτη αμφιβολία. Κρύα η ψυχή. Στεγνό το δάκρυ. Παγωμένη η καρδιά. Χάος βασιλεύει μέσα τους.
Τούτα τα αισθήματα γίνονται εντονότερα, καθώς το δειλινό απλώνει τις σκιές του παντού και το φως αποτραβιέται μπροστά στο σκοτάδι, που έρχεται με αργά βήματα
Η θλίψη, ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, είναι ξεχείλισμα της καρδιάς τους. Είδαν τον θρίαμβο του κακού που κάρφωσε «εν ψυχρώ» στο ατιμωτικό ξύλο έναν αθώο. Είδαν το ψέμα να συσκοτίζει την αλήθεια. Να παραπλανά. Να φανατίζει. Πώς να μην είναι κυριευμένοι από φόβο; Πώς να μην δειλιάζουν μπροστά στο πηκτό υλικό σκοτάδι, μα και το πνευματικό, που απειλεί να τους τυλίξει στο μαύρο πέπλο του;
Έρχεται όμως απρόσμενα ο τρίτος συνοδοιπόρος, ο κάποιος άγνωστος. Του λένε τον πόνο τους, τις αμφιβολίες για τα παράξενα νέα που τους έφεραν κάτι γυναίκες… Τον ακούνε με προσοχή. Κι ευθύς φεύγει η βαρυθυμία. Φουντώνουν οι ελπίδες. Ξαναζούν οι πόθοι. Φωτίζονται οι καρδιές.
Αισθήματα παράξενα αναδεύονται μέσα τους. Κι όταν ύστερα από επίμονες παρακλήσεις κατορθώνουν να τον κρατήσουν κοντά τους και να τον αναγνωρίσουν κατά την «κλάσιν του άρτου», τότε φλογίζονται οι καρδιές! Καίγονται! «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν», του είπαν. Κι αμέσως όλα μέσα τους και γύρω τους έγιναν φως. Τι κι αν το σκοτάδι κάλυψε κιόλας τη γύρω τους φύση; Αυτοί άτρομοι, γοργόφτεροι τρέχουν στην Ιερουσαλήμ να φέρουν το μήνυμα…
Η ψυχολογική κατάσταση των δύο εκείνων συνοδοιπόρων της Εμμαούς έχει και σήμερα το αντίστοιχό της. Δύο οι οδοιπόροι πριν από δύο χιλιάδες περίπου χρόνια. Πολλοί σήμερα. Το δράμα τους ξαναζούν αρκετές εφηβικές, αγνές ψυχές, που εύκολα ενθουσιάζονται και εύκολα οραματίζονται. Που εύκολα ριγούν και συνεπαίρνονται, σαν ακούσουν το μήνυμα το χαρμόσυνο της νέας κοινωνίας την οποία δημιουργεί ο Χριστός. Ξεκινούν οι ψυχές αυτές με την ελπίδα πως «αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ». Πως αυτός είναι, που θα λυτρώσει τον κόσμο. Και δίνονται σ’ Αυτόν ολόψυχα.
Ύστερα όμως…
Κοιτάζουν γύρω τους. Βλέπουν κι ακούν πως το κακό θριαμβεύει. Οι φωνές του κόσμου, του τυφλωμένου από πάθη και μίση, σκεπάζουν τη φωνή Του. Οι αλαλαγμοί του έξαλλου πλήθους, που φανατίζεται από τους επιτήδειους, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα ωραία ιδανικά, κάνουν την ψυχή ν’ ανατριχιάζει.
Οι Φαρισαίοι της εποχής μας, οι «προχωρημένοι διανοητές» του σύγχρονου κόσμου, χαλκεύουν μύθους, για να πολεμήσουν τον Χριστό και την αλήθεια Του. Ειρωνεύονται τους πιστούς. Ασύστολα και ανερυθρίαστα ονομάζουν «σκοταδιστές», όσους αγωνίζονται για την πίστη.
Τούτοι οι νεόκοποι λογοκόποι με τα ψευδοπροοδευτικά συνθήματα, οι δειλοί και τυφλοί, ξοδεύουν όλη τους τη δραστηριότητα για να εξευτελίσουν την ανθρώπινη προσωπικότητα. Το νόμο της αγάπης τον αντικαθιστούν με το νόμο της ζούγκλας. Πασχίζουν με υποκρισία να φανούν, πως είναι οι προασπιστές της ανθρώπινης ελευθερίας, οι φύλακες των ιερών και των οσίων. Πως τάχα οι αγώνες τους γίνονται για την… πρόοδο. Με απειλές αναγκάζουν συχνά άβουλους κυβερνήτες να πολεμήσουν τον Χριστό, να τον διώξουν από την κοινωνία με νομοθετήματα αντιχριστιανικά. Ενώ τους αναγκάζουν να αφήσουν ελεύθερο το Βαραββά, δηλαδή το έγκλημα, την ψευτιά, την ανηθικότητα. Τον Βαραββά, που αντιπροσωπεύεται σήμερα από εκείνους, που δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να ληστεύουν τις ψυχές και να τις αφήνουν λιπόθυμες κι αναίσθητες στους γκρεμούς.
Όταν τα βλέπουν αυτά οι νεανικές ψυχές με τους αγνούς οραματισμούς, τα χάνουν. Βυθίζονται στη θλίψη. Γεμάτες απογοήτευση εγκαταλείπουν την Ιερουσαλήμ -τον τόπο των ωραιότερων ονείρων και των ελπίδων τους. Κι αρχίζουν μια μελαγχολική πορεία σε κάποιες σύγχρονες Εμμαούς…
Πορεύονται με ψυχή παγωμένη και δειλή. Γεμάτοι σκεπτικισμό κι ερωτηματικά. Με σπασμένες φτερούγες. Τους φαίνεται πως το σκοτάδι, που απλώνεται μέσα τους, προοιωνίζεται για την κοινωνία μια νύχτα ασέληνη, σκοτεινή… Νύχτα τρόμου.
«Τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον…» στον τάφο είπαν οι δύο οδοιπόροι στον Άγνωστο Συνοδοιπόρο τους και πρόσθεσαν: «Γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς» και μας εβεβαίωσαν πως άδειος είναι ο τάφος… αλλά Αυτόν κανένας δεν τον είδε! Τέτοια έλεγαν οι κουρασμένοι οδοιπόροι στον τρίτο Συνοδοιπόρο. Αλλά και αρκετοί κλονισμένοι νέοι επαναλαμβάνουν:
–Δύο χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε που ήλθε στον κόσμο ο Χριστός κι όμως… Που είναι η νίκη;
–Μας είπαν για τη δύναμη της Αναστάσεώς Του. Για τις αλλοιώσεις τις θαυμαστές που πραγματοποιεί… Πού είναι, λοιπόν, τώρα; ΠάνεŸ χάθηκαν όλα!… Αίματα χύθηκαν και χύνονται. Διωγμοί έγιναν και γίνονται εις βάρος των Χριστιανών!…
Ζούμε στην αναστάσιμη χαρά. Κι όλα γύρω μας είναι φως. Φτερά φυτρώνουν μέσα μας. Ο τρίτος Συνοδοιπόρος είναι και σήμερα πρόθυμος να συντροφεύσει όσες ψυχές βρίσκονται στην αμφιβολία και στο φόβο. Όσες σέρνουν τα βήματά τους προς Εμμαούς. Έχει και σήμερα τη δύναμη να θερμάνει τις παγωμένες καρδιές τους. Αρκεί να τις βοηθήσουμε να Τον δεχτούν συνοδοιπόρο στο δρόμο, στο δειλινό το μουντό. Φτάνει να συζητήσουν ελεύθερα μαζί Του, ανοίγοντάς Του την καρδιά, όπως τότε οι δύο Μαθητές. Να Του πουν την ολιγοπιστία, τη δειλία, την αμφιβολία, την απορία τους. Αρκεί να Τον ακούσουν.
Και κοντά σ’ αυτά να Του ζητήσουν επίμονα: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Μαζί μας μείνε. Τούτη την ώρα θέλουμε τη συντροφιά Σου. Οπότε Εκείνος θα τους ανοίξει το νόμο Του. Θα τους φωτίσει το νου και την ψυχή. Θα τους βεβαιώσει πως το κοινωνικό κακό βασιλεύει «αλλ’ ουκ αιωνίζει». Πως πάλη γίνεται σήμερα. Πόλεμος σκληρός. Αλλά η νίκη θα ‘ναι δική Του.
Έτσι θα γίνουν γενναίοι και τολμηροί.
Δε θα τους φοβίζει η κοινωνία, που ζει μέσα στο σκοτάδι της πλάνης. Δε θα τους γεμίζει βαρυθυμία η ασέληνη νύχτα του κακού, που απλώνεται γύρω μας. Οι λογοκόποι και οι οχλοκράτες, τα όργανα του σκοταδισμού και της πλάνης, θα ‘ναι γι’ αυτούς αδύναμες και φευγαλέες σκιές.
Νέα πορεία θ’ αναλάβουν τότε οι νεανικές ψυχές. Δημιουργική. Χαράς πορεία. Προς την πόλη των ονείρων τους -την Ιερουσαλήμ- για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με εκείνους που βεβαιώθηκαν κιόλας πως η Ζωή νίκησε τον θάνατο. Κοντά στις ψυχές, που είναι γεμάτες χαρά κι ενθουσιασμό. Μαζί μ’ αυτές θα φωνάξουν και θα σαλπίσουν τον νικητήριο παιάνα: «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως» (Λουκ. κδ’ 34).
Ο Κύριος είναι μαζί μας. Πορευόμαστε το δρόμο μας με προσδοκία κι ελπίδα. Γιατί στον αναστάντα Κύριό μας «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18). Η παντοκρατορική εξουσία του περιλαμβάνει τα πάντα όχι μόνο στη γη, αλλά και στον ουρανό. Γι’ αυτό δεν έχουμε λόγο να φοβούμεθα κανένα και τίποτε!…

Διασκευασμένο Απόσπασμα από το βιβλίο “Στις γιορτές της Ορθοδοξίας:στοχασμοί και ανατάσεις”
του Νικολάου Π. Βασιλειάδη

Ἡ πίστη σήμερα- Ἀβερίντσεφ Σέργιος



Ὁ Σέργιος Ἀβερίντσεφ ἦταν ρῶσσος θεολόγος, ποιητής καί φιλόσοφος, εἰδικευμένος στήν ἀρχαία καί μεσαιωνική λογοτεχνία, καί μέλος τῆς Ρωσσικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν. Ἀπέθανε τό ἔτος 2004 σέ ἡλικία 66 χρόνων. Τό παρόν κείμενο ἀποτέλει ἕνα ἀπάνθισμα ὁμιλίας του στήν Λυών τῆς Γαλλίας, τόν Αὔγουστο τοῦ 1994, λίγο μετά τήν κατάρρευσι τοῦ κομμουνισμοῦ στήν Ρωσσία, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη στό γαλλικό περιοδικό ΣΟΠ, τ. 192, Νοέμ. 1994.




Ἄς ὁμολογήσωμε τήν ἀδυναμία μας: δέν εἴμεθα μήτε τόσο ἄξιοι, μήτε τόσο σοφοί, ὅσο οἱ πρόγονοί μας, κατά τήν χριστιανική πίστι. Μᾶλλον εἴμεθα, φανερά, πιό ἀδύναμοι καί λιγώτερο ἱκανοί στήν αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μία πειθαρχία σώματος, νοῦ καί φαντασίας. Ἡ παιδεία μας, πνευματική, ἐκκλησιαστική ἤ θρησκευτική ἔχει κατά πολύ πτωχεύσει: σχεδόν εἴμεθα ἀκαλλιέργητοι βάρβαροι. Παρά ταῦτα, κυριευόμεθα ἀπό θαυμασμό ἔναντι κάποιας μεγαλοφυοῦς δημιουργίας τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἤ ἔναντι τῆς σοφίας καί ὀρθότητος τῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ τῆς λαμπρότητος μιᾶς βυζαντινῆς καί μιᾶς παλαιορωσικῆς εἰκόνος• διότι ἀνακαλύπτομε ἐκεῖ ἕναν χαμένο πλοῦτο, ξυπνᾶ μέσα μας ἡ νοσταλγία μιᾶς λαμπρῆς χριστιανοσύνης.

Ὅμως, ἡ τραγικότης τῆς ἐποχῆς μας συμβαδίζει καί μέ μία μεγάλη τιμή: τήν δυνατότητα τῶν χριστιανῶν νά βιώσουν καί νά ὁμολογήσουν τήν πίστι τους, μετά τήν «ἐποχή τῆς πίστεως», μετά τήν ἀναγγελία, ἀπό τήν ἀσθμαίνουσα φωνή τοῦ Νίτσε, τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔγινε τό πλέον κοινότυπο ἀξίωμα τῆς νεωτερικότητος, ἐπιβαλλόμενο σχεδόν σέ μία ὁρισμένη “θεολογία”, τήν ψευδο-“θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ”. Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ποὺ ἔκανε καί εἶπε, κατά τῆς πίστεως, περισσότερα ἀπ' ὅσα ὅλες οἱ ἄλλες συνολικά ἱστορικές περίοδοι. Τό ἔτος γεννήσεώς μου, λ.χ., ἦταν ἡ χρονιά ποὺ ἔπρεπε νά περατωθῆ στήν χώρα μου ἕνα “πενταετές σχέδιο ἀπαλλαγῆς ἀπό τόν Θεό”, τό ὁποῖο διεκήρυσσε τήν ὁλοκληρωτική κατάργησι ὅλων τῶν θρησκειῶν ὑπό τό κομμουνιστικό καθεστώς. Καί ὅμως, ἀκόμη σήμερα δοξολογοῦμε τόν Θεό...

Ὄφείλομε, μάλιστα, νά δοξάζωμε περισσότερο τόν Θεό, διότι μᾶς ἔκανε μάρτυρες ἑνός μεγάλου θαύματος, συγκρισίμου μέ ἐκείνου τῆς φλεγομένης βάτου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: τό θαῦμα τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ χριστιανισμοῦ. “Εὐλογητός ὁ Θεός”, διότι ὁ χριστιανισμός δέν “ἐπιβιώνει”, δέν “ψευτο-ζῆ”, ἀλλά ζῆ, ἤ πεθαίνει μέ ἕναν θάνατο τρομερά ἀληθινό καί ἀναγεννᾶται, ἐπανέρχεται στήν ζωή, ὄχι σάν μία ἀρχαία σβησμένη πίστι, ἀλλ' ὡς μία καλή ἀγγελία, ὡς τό “Εὐαγγέλιο”. Ἀνασταίνεται ὁ χριστιανισμός, διαφυλάσσοντας συγχρόνως τήν ταυτότητά του, τήν πληρότητά του, οἱ ὁποῖες πηγάζουν ἀπό τόν ἴδιον τόν Ἰησοῦ. Καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας” (Ἑβρ. ιγ΄, 8). Ἀλλά πάλι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς λέγει: “Ἰδού καινά ποιῶ πάντα” (Ἀποκ. κα΄,5).




Ἕνας κόσμος δίχως τήν θεία σφραγίδα.


Ὁ ρῶσσος μυστικός ποιητής Βιάτσεσλαβ Ἰβανώφ, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1930, στοχαζόμενος περί τοῦ σοβιετικοῦ ἀθεϊσμοῦ, ποὺ, κατ' αὐτόν, ἦταν μία “ἀπόλυτη ἱεροσυλία”, ἕνας “ἐξωφρενικός πόλεμος κατά τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ”, ἐνῶ συγχρόνως διέκρινε μία γενικότερη τάσι, ἴδια σ' ὅλον τόν κόσμο, ἔγραφε: “Θά ἐπιθυμούσαμε νά μήν ὑπῆρχαν πλούσιοι ἄνθρωποι. Δέν θά ὑπάρχη πλέον πλοῦτος. Καταργεῖται ἀφ' ἑαυτοῦ, χάνει ἤδη τήν λαμπρότητά του, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι εἰκόνα τῆς διαφοροποιήσεως• λοιπόν, ἡ διαφοροποίησις παύει. Τό πολύχρωμο πέπλο, ποὺ ἔδιδε στόν διεσπασμένο κόσμο μιά προσποιητή, περίπλοκη ἑνότητα, σχίζεται. Δέν θά ὑπάρξη πλέον παρά ἕνας γυμνός δυϊσμός. Ὅλα περιορίζονται σέ μία τραγική δυάδα... Τελειωμένες, λοιπόν, οἱ οὐδέτερες στάσεις, οἱ συμβιβαστικές ἀναποφασιστικότητες, οἱ μεσαῖες θέσεις στόν τομέα τοῦ πνεύματος• ἀπέβη πλέον πεδίο μάχης• τελειωμένες, καταδικασμένες, ἐκμηδενισμένες... Γιατί ἔφθασε ἡ ὥρα νά ἀποφασίσωμε ὑπέρ ἤ κατά Ἐκείνου, ποὺ εἶναι τό μοναδικό ἀντικείμενο τοῦ μίσους, τῶν κηρύκων τοῦ μίσους... Καθ' ἕνας, λοιπόν, ἄς προκρίνη τήν μία ἤ τήν ἄλλη ἀπό τίς δύο ἐμπόλεμες Πολιτεῖες!...”. (Ὁ ποιητής ἐδῶ ἐπικαλεῖται τήν Πολιτεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπίγεια Πολιτεία, κατά τήν παράδοσι τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου).

Τήν ἐποχή τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ πιστός εὕρισκε πὼς ὅλη γύρω του ἡ πραγματικότης τοῦ προσέφερε ἀποδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τοῦ μιλοῦσαν γιά τόν Θεό, ἀπό τίς πλέον πρωταρχικές ἐμπειρίες, ὅπως λ.χ. ἡ σχέσι πατρός-υἱοῦ, ἡ δομή τῆς οἰκογενείας, ἡ διάρθρωσι τῆς κοινωνίας, κτλ.

Ἔτσι στήν Ρωσσία, ἀλλά καί σέ κάθε ὀρθόδοξη χώρα, ἡ Ἐκκλησία ἔδιδε τόν ρυθμό σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἐμπειρίες, ἀπό τό βάπτισμα ἕως τήν ταφή. Ὅλο τό ἔτος σημαδευόταν ἀπό τίς λειτουργικές ἑορτές καί τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες. Ὅλην τήν ἡμέρα ἀκούγονταν οἱ κωδωνοκρουσίες τῶν διαφόρων ὡρῶν προσευχῆς. Ἡ δομή τῆς ἐπιστημονικῆς καί φιλοσοφικῆς σκέψεως ἐπιβεβαίωνε αὐτό, ποὺ προσέφερε ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς... Καί ὅλα αὐτά ἦσαν πολύ ἐκτενέστερα ἀπό ἐκεῖνα, ποὺ μπόρεσε νά ἐκφράση ἡ λόγια σκέψι τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου.

Ἄλλ’ ὅταν ἡ ἐποχή τῶν ἐμφανῶν ἀποδείξεων πέρασε, ὅλοι αὐτοί, ποὺ δέν εἶχαν μία πίστι ἱκανή νά ζήση ἀφ' ἑαυτῆς, ἀπεφάνθησαν, ἀναμφιβόλως, περί τοῦ τέλους τῆς πίστεως. Ἔτσι ζοῦμε σήμερα σ' ἕναν κόσμο, ποὺ “τίποτε δέν εἶναι αὐτονόητο”. Θά ἦταν, ὅμως, ὑπερβολή νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι δέν ἔχομε πλέον κανέναν τρόπο γιά νά δοῦμε μέσα στόν κόσμο, στίς οἰκογενειακές ἤ, γενικώτερα, στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, ὁδούς γιά τήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ. Βεβαιώνοντας κάτι τέτοιο, θά ἦταν σάν νά κάναμε παραχώρησι στήν προπαγάνδα τοῦ διαβόλου. Ἀλλά δέν μποροῦμε πάλι νά θεωρήσωμε ὅτι αὐτοί οἱ δρόμοι εἶναι πλέον αὐτονόητοι...



Μία ἀνθρωπολογική κρίσις.


Ὅποιες καί ἄν εἶναι οἱ προσπάθειες τοῦ παλαιοῦ, ἀφελοῦς ἀθεϊσμοῦ, τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τοῦ 19ον αἰ., νά στηριχθῆ ἐπί τῆς νέας κοσμολογίας, ἐπί τῆς δαρβινικῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, ἐπί ὅλων τῶν ἄλλων σταθμῶν τῆς διανοητικῆς ἱστορίας τῆς Δύσεως, ἐν τούτοις ὅλες αὐτές οἱ ἡμι-ἐπιστημονικές ἀναφορές δέν εἶναι τουλάχιστον τόσο σοβαρές, ὅσο ἡ εὐρεία ἀνθρωπολογική κρίσι, ποὺ χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας καί ὁλοένα διευρύνεται.

Ἄς διευκρινίσωμε, βεβαίως, ὅτι δέν πρέπει νά ἐξιδανικεύωμε τό παρελθόν, δέν πρέπει κυρίως νά φανταζώμεθα ὅτι ὑπῆρξε μία ἐποχή, ποὺ οἱ σχέσεις γονέων καί παιδιῶν, συζύγων, ἀρχόντων καί ἀρχομένων, ἦσαν ἁρμονικές καί δίχως σκιές. Φανταζόμενοι κάτι τέτοιο, θά ἦταν σάν νά ἀρνούμεθα τήν ἁμαρτωλή φύσι μας. Ἀλλ' ἀκόμη καί χωρίς νά εἶναι ἁρμονικές αὐτές οἱ σχέσεις, ἐν τούτοις διατηροῦσαν, σ' ἕναν ὁρισμένο βαθμό, τήν ὑπαρξιακή τους ταυτότητα. Αὐτή ἡ ταυτότητα ἦταν φανερή τόσο στούς ἐπαναστάτες, ὅσο καί σ' ἐκείνους ποὺ ἐξεγείροντο ἐνάντια στήν ἐξουσία τοῦ πατρός, τοῦ ἱερέως, τοῦ ἡγεμόνος. Θά μπορούσαμε μάλιστα νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐξέγερσι αὐτή, μέσα στά πλαίσια τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ, συνίστατο στό νά μή μείνη “λίθος ἐπί λίθου”. Ἀλλ' ἐπειδή οἱ λίθοι ἦσαν ἀκριβῶς λίθοι, παρέμεναν ἄθικτοι. Τόν 20όν αἰ., ὅμως, φθάσαμε στόν διαχωρισμό τῆς ὕλης σέ μόρια καί ἄτομα... Τό γεγονός αὐτό, τό ὅτι δηλαδή ὁ αἰώνας αὐτός ἔφερε τήν διάσπασι τοῦ ἀτόμου, λαμβάνει μᾶλλον συμβολικές διαστάσεις.

Ἡ βαθειά ἀνθρωπολογική κρίσι, ποὺ διανύομε, κάνει ὥστε νά μήν εἶναι πλέον μόνον τά παιδιά ποὺ ἐξεγείρονται, ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς, μή γνωρίζοντας ποιά ἐξουσία ἀσκοῦν καί ἐν ὀνόματι ποίου. Τοῦτο, ὅμως, ἔχει οὐσιαστικές συνέπειες στήν πορεία τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας.

Ὁ Κίρκεγκαρντ εἶχε κάνει μία παρατήρησι: “Πιστεύομε στόν Θεό, ἐπειδή ὁ πατέρας εἶπε στό παιδί ὅτι ὑπάρχει Θεός”. Αὐτή ἡ ἁπλή φράσι συγκεντρώνει μέσα της τήν αἰώνια ἱστορία τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν χριστιανοί, αὐτό συνέβαινε ἐπειδή οἱ παραδόσεις ἦσαν ριζωμένες μέσα στό πατρικό σπίτι. Ἀργότερα, ὅμως, καί ὁ ἀθεϊσμός, μέ τήν σειρά του, ἔγινε παραδοσιακός, ἕνας ἀθεϊσμός “κατά τόν ἀρχαῖο τρόπο”, ποὺ ἐμφανιζόταν σάν μία ὁμολογία. Στό θαυμάσιο βιβλίο του “Ὁ ἄλλος ἥλιος”, ὁ γάλλος διανοούμενος Ὀλίβιος Κλεμάν, ἀναφέρει: “Στό χωριό, ποὺ κατοικοῦσε ἡ οἰκογένεια τοῦ πατρός μου, ὑπῆρχαν τρεῖς ὁμολογίες: οἱ καθολικοί, οἱ προτεστάντες καί οἱ σοσιαλιστές...”.




Ἡ ἀνακάλυψις τῆς πίστεως.


Ἄλλοτε, λοιπόν, θεωρεῖτο σταθερή ἡ ἰδέα ὅτι οἱ γονεῖς μποροῦσαν νά μεταβιβάσουν τήν πνευματική τους κληρονομιά, πίστι ἤ ἀπιστία, στά παιδιά τους. Καί οἱ ἄθεοι ἐστήριξαν ἐπ' αὐτοῦ τίς ἐλπίδες τους ὡς πρός τήν ἐξαφάνισι τῆς πίστεως: ἐβασίσθηκαν στήν ἐγγυημένη μετάδοσι τῆς ἀπιστίας ἀπό τούς γονεῖς στά παιδιά. Ἀλλ' ὅμως, αὐτό δέν ἦταν καθόλου δικαιολογημένο. Ὅπως ἀδικαιολόγητες ἦσαν καί οἱ ἐλπίδες τῶν χριστιανῶν ὅτι, κερδίζοντας μία γενιά νέων, ἡ πίστι θά ἀναζωογονοῦσε καί θά παλινόρθωνε ὁριστικά τόν χριστιανισμό τῶν παλαιῶν χρόνων. Αὐτή, μάλιστα, ἡ ἐλπίδα τῶν πιστῶν ἦταν τυπική κατά τήν περίοδο τοῦ μέσο-πολέμου, ὅταν οἱ ρωμαιοκαθολικοί, λ.χ., στήν Γαλλία πίστευαν ὅτι, ἐφ' ὅσον πολλοί σπουδαστές μετεστρέφοντο καί πήγαιναν γιά προσκύνημα στήν Σάρτρ, κατά τό ὡραῖο παράδειγμα τοῦ γάλλου ποιητοῦ Καρόλου Πεγκύ, τότε ὅλη ἡ κουλτούρα τους θά μποροῦσε, τελικά, νά ξαναγίνη χριστιανική. Τέτοια ἐλπίδα ἔτρεφαν ἐπίσης καί μερικοί ὀρθόδοξοι ρῶσσοι διανοούμενοι τῶν Παρισίων, ὅπως λ.χ. ὁ Γεώργιος Φεντότωφ .

Προσωπικά, προέρχομαι ἀπό τήν Ρωσσία, μία χώρα ὅπου ἡ ὁριστική ἐξαφάνισι τῆς θρησκείας σχεδιάσθηκε ἀπό τό κόμμα καί τό κράτος, ὅπως σχεδιάσθηκε, λ.χ., ἡ βιομηχανική παραγωγή. Ὅλοι αὐτοί, ὅμως, οἱ ὑπολογισμοί βασίσθηκαν στόν συνήθη μηχανισμό, κατά τόν ὁποῖον οἱ γονεῖς μεταδίδουν, φυσιολογικά, τίς πεποιθήσεις τους στά παιδιά. Ὑπῆρχαν, βεβαίως, πάντοτε ἄνθρωποι, ποὺ ἐγκατέλειπαν τήν πίστι τῶν πατέρων τους γιά νά ἀκολουθήσουν μίαν ἄλλην. Τέτοια ἦταν ἡ περίπτωσι τῶν πρώτων χριστιανῶν, ποὺ προήρχοντο ἀπό τόν ἰουδαϊσμό ἤ τόν παγανισμό. Ἀλλά, διά μέσου τῶν αἰώνων τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σπάνιοι.

Στίς ἡμέρες μας ὅλα εἶναι διαφορετικά. Πρό πολλοῦ ἤδη, καί κυρίως μετά τήν δεκαετία τοῦ 1960, δέν μποροῦμε νά στηριχθοῦμε πλέον σ' αὐτόν τόν μηχανισμό μεταβιβάσεως. Καί τοῦτο μᾶς ἀφαίρει κάθε ψεύτικη σιγουριά, καί συγχρόνως μᾶς ἐμπνέει μιά μεγάλη ἐλπίδα. Ἡ ἐποχή μας ἐκμηδενίζει κάθε πιθανότητα γιά ὅ,τι χριστιανικως τείνει μόνον νά ἐπιβιώνη, καί δίδει ἀληθινές πιθανότητες σέ ὅ,τι χριστιανικῶς γίνεται ἱεραποστολή, θρησκεία νέο-μεταστραφέντων, ἐκκλησία θεμελιωμένη στό “Εὐ-αγγέλιο”, στήν δυναμική αὐτῆς τῆς ἀγγελίας, ποὺ ἤξερε νά διατηρήση τήν ἀρχική της ὁρμή.

Ἔτσι, εἶναι χαρακτηριστικό πὼς ἕνας ἱκανός ἀριθμός σπουδαίων συγχρόνων ἀνθρώπων εἶναι μεταστραφέντες, εἴτε ἀπό τόν ἀθεϊσμό καί τήν ἀδιαφορία, (ὅπως λ.χ. ὁ ρῶσσος π. Παῦλος Φλωρένσκι, ὁ γάλλος Ὀλίβιος Κλεμάν, κτλ), εἴτε ἀπό ἄλλες ὁμολογίες ἤ θρησκεῖες, (ὅπως λ.χ., ἀπό τόν καθολικισμό: ὁ γάλλος π. Πλακίδας Ντεσέιγ, ἀπό τόν προτεσταντισμό: ὁ ἄγγλος π. Κάλλιστος Γουέαρ, ἀπό τόν ἰουδαϊσμό: ὁ ρῶσσος π. Ἀλέξανδρος Μέν, κ.τ.λ).

Ζοῦμε, λοιπόν, σέ μιάν ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀνακαλύπτουν τήν πίστι. Καί ὁ λόγος τοῦ Τερτυλλιανοῦ: “Fiunt, non nascuntur christiani”- “Γινόμεθα, δέν γεννώμεθα χριστιανοί”, εἶναι ὅλο καί πιό ἐπίκαιρος στίς ἡμέρες μας. Συνεπείᾳ ὄχι ἱστορικῶν γεγονότων ἤ καταστροφῶν, ποῦ ἐπέφερε ὁ ἀθεϊσμός, ἀλλά κυρίως, μυστικῶς, ἐκ θελήματος Θεοῦ...




Δύο μορφές ἀθεϊσμοῦ.


Μποροῦμε νά διακρίνωμε δύο τουλάχιστον μορφές τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἄν καί εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἡ πρώτη δέν ἐξυπηρετεῖ παρά μόνον ὡς κάλυψι τῆς δευτέρας, χωρίς ἡ δευτέρα νά ἔχη καί τόσο ἀνάγκη αὐτῆς τῆς συγκαλύψεως. Πρόκειται, λοιπόν, κατ' ἀρχάς γιά τόν ὀντολογικό ἀθεϊσμό καί δευτερευόντως γιά τόν ἀνθρωπολογικό μηδενισμό.

Ὁ ὀντολογικός ἀθεϊσμός εἶναι αὐτός, ποὺ ζῆ στήν παροξυσμένη καί μανιώδη μνήμη τοῦ μεσαιωνικοῦ σχολαστικοῦ, καί ποὺ ἀναιρεῖ μία θέσι κατανοητή καί ἐπεξεργασμένη, ὅπως ἄλλωστε ἁρμόζει σέ μία θέσι. Ἔτσι στήν “θέσι” τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ἀντιπαραθέτει τήν, ἐπίσης ἀντικειμενική καί ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου ἐντοπισμένη, “θέσι” τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ Θεοῦ. Καθώς, ὅμως, οἱ παραδοσιακές διδασκαλίες τοῦ χριστιανισμοῦ εἶχαν μία προτίμησι πρός τίς κοσμολογικές ἀποδείξεις, αὐτός ὁ ξεπερασμένος καί πανάρχαιος ἀθεϊσμός εἶχε πλήρως τήν ἀνάγκη νά ἀναφέρεται στά δεδομένα τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν.

Ἡ ἄλλη μορφή τοῦ ἀθεϊσμοῦ ἔχει ἐντίμως καί σαφῶς διατυπωθῆ ἀπό ἕναν γερμανό ποιητή τοῦ 20ού αἰῶνος, τόν Γότφριδ Μπένν: “Δέν ἀρνοῦμαι τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ• αὐτό ποὺ ἀρνοῦμαι εἶναι τήν ὕπαρξι ἑνός ὁρισμένου ἐγώ, ποὺ θά μποροῦσε νά ἔλθη σέ κοινωνία μέ τόν Θεό”.

Ἐδῶ, θά ἤθελα νά κάνω μία προσωπική ἐξομολόγησι. Ὅταν ὁ διάβολος μέ πολεμᾶ, ὄχι μέ τούς συνήθεις πειρασμούς, ἀλλά προτείνοντάς μου ἕνα κριτικό διάλογο, δέν μοῦ λέγει κοινοτυπίες, λ.χ. γιά τά δεδομένα τῆς ἐπιστήμης, γιά τόν θρίαμβο τοῦ κριτικοῦ λόγου, παρά μόνον μοῦ λέγει: “Ἰδού, ὅλες οἱ προσευχές σου, ὅλ' αὐτά ποὺ ὀνομάζεις προσευχές σου, κάθε τί ποὺ ὀνομάζεις πίστι σου, δέν εἶναι παρά ἕνα ἀνεξάντλητο ψέμα, βαθύτερο καί ἀπό σένα τόν ἴδιον, δέν εἶναι παρά ἕνα θέατρο μόνιμο καί ἀκατάπαυστο• καί τό ξέρεις καλά αὐτό...”. Τό ἀντικείμενο, λοιπόν, τῆς προσβολῆς του δέν εἶναι αὐτὴ καθ' ἑαυτὴ ἡ ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' ἡ ριζική ἀδυναμία μιᾶς αὐθεντικῆς σχέσεως μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ταυτότητός μου καί τοῦ Θεοῦ• διότι, ἀναμφιβόλως, αὐτὴ ἡ ἀνθρωπίνη ταυτότης εἶναι νοθευμένη ἀπό τήν κοινωνική καί προσωπική μου συμπεριφορά.

Ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ μέ ἐντυπωσιάζει, εἶναι ἡ ὁμοιότης καί ἡ ἀντίθεσις μεταξύ αὐτοῦ, ποὺ μᾶς λέγει ὁ διάβολος, καί ἐκείνου, ποὺ μᾶς λέγει ὁ Χριστός. Ὁ σατανᾶς μᾶς λέγει ὅτι ὅλες οἱ προσευχές μας, ὅλη ἡ πίστις μας εἶναι ἕνας θεατρινισμός. Ἀλλά καί ὁ Χριστός, μᾶς ἐπικρίνει καί Αὐτός ἀπό τήν πλευρά Του, νά μήν εἴμεθα ὑποκριτές, δηλαδή ἠθοποιοί, (ἀφοῦ ὑποκριτής, στά ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἐσήμαινε τόν ἠθοποιό).

Ἀπ' αὐτήν τήν φαινομενική ὁμοιότητα, μεταξύ ἐκείνου ποὺ μοῦ λέγει ὁ σατανᾶς καί αὐτοῦ ποὺ μοῦ λέγει ὁ Χριστός, βλέπομε σέ ποιόν βαθμό οἱ θέσεις τους εἶναι ἀντίθετες. Ὁ ἀντίδικός μου λέγει: “Οἱ προσευχές σου καί ἡ πίστι σου δέν μποροῦν νά εἶναι παρά μάταιες, δέν εἶναι παρά θεατρινισμός, κι οὔτε μποροῦν νά εἶναι τίποτε ἄλλο”. Ὁ Κύριος μοῦ λέγει, ἐπικριτικά: “Ἡ πίστι σου καί ἡ προσευχή σου εἶναι προσποιητές, ψεύτικες”. Ἀλλ' αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἐπίκρισις ὑπονοεῖ ὅτι ἡ πίστι μου θά ἔπρεπε νά εἶναι κάτι ἄλλο, καί, συνεπῶς, ὅτι παραμένει ὡς δυνατότης. Γιατί θά ἦταν περιττό νά ἐπικρίνωμε κάποιον γιά τήν στάσι του, ἄν αὐτὴ δέν θά μποροῦσε νά ἦταν διαφορετική.

Συνεπῶς ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός ἀρνεῖται, ἐξ ἀνάγκης, μᾶλλον περισσότερο τήν ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου, παρά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος “ποὺ δέν ὑπάρχει”, (κατά τόν γάλλο φιλόσοφο Φουκώ, κ.ἄ.), δέν μπορεῖ νά συνάψη σχέσεις μέ τόν Θεό...






Μία πίστι, ποὺ νά φωτίζη τόν πολιτισμό.

Ἡ πιό ἀδύναμη πλευρά τοῦ ἀθεϊσμοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποδεικνύει, καί φυσικά δέν ἀποδεικνύει τίποτε. Ἄς ὁμολογήσωμε, βεβαίως, ὅτι καί οἱ ἀπόπειρες ἀποδείξεως τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό “’ἰσχυρό σημεῖο” τῆς παραδοσιακῆς θεολογικῆς διδασκαλίας. Γιατί ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό μέ ἄλλον τρόπο, παρά μέ τίς ἀποδείξεις. Ἐν τούτοις, νομίζω ὅτι ἡ πιό ζωηρή ἀπό τίς παλαιές ἀποδείξεις εἶναι ἡ ἀνσελμιανή, αὐτή ποὺ ὀνομάσθηκε ὀντολογική ἀπόδειξι . 

Ἀλλ' ἀκόμη καί αὐτή ἡ ἀπόδειξι, ποὺ βασίζεται στήν ἔννοια τοῦ “ὄντος”, εἶναι πολύ τρωτή, καί τοῦτο γιά δύο λόγους: Πρῶτον, γιατί ἡ ἔννοια τοῦ ὄντος, κληρονομιά τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, δέν εἶναι πιά σήμερα τόσο καταφανής. Δεύτερον, γιατί οἱ ἕλληνες σοφιστές εἶχαν ἤδη ἀνακαλύψει ἕνα μικρό μυστικό τῆς διανοητικῆς κουλτούρας: ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νά παράγη ἀλληλοαναιρούμενα συστήματα καί, στόν τομέα τῆς φιλοσοφικῆς ρητορικῆς, αὐτό μπορεῖ νά εἶναι τό ἔργο ἑνός καί μόνου ἀνθρώπου! Ἔτσι οἱ βαθύτερες δομές τῆς σκέψεως μποροῦν κάλλιστα νά ἀναθεωρηθοῦν.

Δέν πρόκειται, ὅμως, γιά τήν ὑπεράσπισι τῆς πίστεως, ἀλλά γιά τήν ὑπεράσπισι τοῦ πολιτισμοῦ μας, ποὺ δέν πρέπει ἐπί τούτου νά ἀπορρίψωμε τήν κλασική ἔννοια τοῦ “ὄντος” καί τοῦ “γίγνεσθαι”. Θά ἔπρεπε μάλιστα ἡ χριστιανική πίστι νά ἀναλάβη τήν ὑπεράσπισι αὐτῆς τῆς ἐννοίας, καί ὄχι τό ἀντίθετο. Ἕνα, λοιπόν, ἀπό τά σημαντικότερα συμπεράσματα, ποὺ μποροῦμε νά ἀντλήσωμε ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ 20ού αἰῶνος εἶναι ὅτι, ἡ πίστι θά πρέπη νά φωτίση, νά ἑδραιώση τίς ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ, λ.χ. τήν οἰκογένεια, κ.τ.λ., καί ὄχι τό ἀντίθετο.
Τελικά, κάθε τί στόν κλασσικό ἀθεϊσμό εἶναι κακό, ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά του, ποὺ σήμερα ἀπώλεσε...

Παλιότερα κυριαρχοῦσε ἡ συνήθεια νά συνδέεται ἕνας λαός μέ τήν πίστι του: ὀρθόδοξος, καθολικός, προτεσταντικός λαός. Ἴσως κάποιες πραγματικότητες τοῦ παλαιοῦ καιροῦ θά μποροῦσαν ἀκόμη νά ἐπιβιώσουν σ' ἕνα ἀπολιθωμένο κράτος ἤ σέ κάποιες “ὀάσεις”. Ἀλλά ζοῦμε πλέον στήν ἔρημο καί “ἡ ἔρημος ἐπεκτείνεται”, καθώς εἶπε ὁ Νίτσε. Μέσα σ' αὐτήν τήν νέα ἔρημο, ὅπου εἴμεθα ὅλοι ξερριζωμένοι, δέν μποροῦμε πλέον νά ριζώσωμε παρά μόνον κατακόρυφα, πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί σ’ αὐτήν τήν μεγάλη ἔρημο, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπό τήν βαθειά ἀνθρωπολογική κρίσι τῆς ἐποχῆς μας, ὀφείλομε, κατά τόν λόγο τοῦ Προφήτου, νά “ἑτοιμάσωμε τήν ὁδόν Κυρίου” (Ἠσ. μ΄, 3)...

πηγή

Η κατανόηση της ανάστασης του Ιησού Χριστού ως συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος


Η βιβλική πίστη στην ανάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την ελληνιστική ιδέα περί αθανασίας και γι’ αυτό δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση, όπως συνήθως συμβαίνει με πολλούς κήρυκες και ερμηνευτές, θεολόγους στην προσπάθειά τους να γίνουν κατανοητοί από ένα ευρύτερο κοσμικό κοινό. Σύμφωνα με την ελληνική φιλοσοφία και θεολο¬γία, η ψυχή του ανθρώπου επειδή είναι άφθαρτη από τη φύση της, μετά από την απελευθέρωσή της από τα δεσμά του σώματος με το θάνατο, πιστεύεται, ότι εισέρχεται στην κατάσταση της αθανασίας. Για την Αγία Γραφή, όμως, η όλη ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου ή αποθνήσκει ή ανίσταται. Έτσι, η ιδέα και η πίστη στην ανάσταση για τον ιουδαϊκό κόσμο ήταν από τις βασικότερες θεολογικές ιδέες. Όλοι οι Ιουδαίοι αποδέχονταν ανάσταση δικαίων και αδίκων για να κριθούν κατά τους έσχατους χρόνους. Μόνο κάποια αιρετική ομάδα, εκείνη των Σαδδουκαίων, «λέγουσι μη είναι ανάστασιν» (Πράξ. 23,8). Και αυτή η ασήμαντη εξαίρεση φανερώνει ακριβώς το βασικό και καθολικό χαρακτήρα της πίστης αυτής σε όλο τον ιουδαϊκό κόσμο.
anastasi2
Δεν υπήρχε, επομένως, καμιά δυσκολία στην αποδοχή της ιδέας και της πίστεως στην ανάσταση των νεκρών. Η δυσκολία βρισκόταν στην αποδοχή της ανάστασης ενός συγκεκριμένου προσώπου και μάλιστα της σύγχρονης προς αυτούς ιστορίας. Όταν οι Απόστολοι παρουσιάσθηκαν ευθύς αμέσως μετά τη σταύρωση να κηρύσσουν, όχι μια γενική ιδέα για κάποια γενική ανάσταση, αλλά την πίστη στην ανάσταση του Ιησού από τη Ναζαρέτ, ενός δηλαδή προσώπου σύγχρονου και γνωστού σε όλους, που το είχαν μάλιστα απορρίψει και καταδικάσει σε θάνατο για αποστασία και βλασφημία, το κήρυγμα αυτό θεωρήθηκε πρόκληση και μωρία. Η πίστη στην ανάσταση ενός «βλάσφημου αποστάτη», «ψευδοπροφήτη» και «αιρετικού», κατά τη δική τους γνώμη και εκτίμηση, που οι θρησκευτικοί ηγέτες τους, οι πρεσβύτεροι και οι αρχιερείς είχαν καταδικάσει στον πιο ατιμωτικό θάνατο του σταυρού, ήταν πέτρα ενός άνευ προηγουμένου θρησκευτικού σκανδάλου.
Το ίδιο συνέβη και με τους Έλληνες σοφούς και λογίους, όταν αργότερα ο Απόστολος Παύλος πήγε και μίλησε στην Αθήνα για την πίστη στην ανάσταση. Στην αρχή όλοι νόμισαν, ότι επρόκειτο για κάποια καινούργια «ιδέα», που φέρνει ο «σπερμολόγος» αυτός διδάσκαλος της Ανατολής, διάφορη από εκείνη της αθανασίας που κήρυτταν αυτοί, και έδειξαν ανάλογο φιλοσοφικό ενδιαφέρον να επαναλάβει τη «θεωρία» του ενώπιον του βήματος του Αρείου Πάγου· «ακουσόμεθά σου περί τούτου και πάλιν» (Πράξ. 17,32). Αλλ’ όταν επεσήμανε ότι δεν ομιλεί για κάποια νέα «ιδέα» και κάποια νέα «διδαχή», μα για συγκεκριμένο γεγονός, ενός σύγχρονου ιστορικού προσώπου που ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών, τότε οι επικούρειοι και στωικοί φιλόσοφοι των Αθηνών αντέδρασαν βίαια και τον ονόμασαν φορέα «ξένων δαιμονίων», διότι «τον Ιησούν και την ανάστασιν ευηγγελίζετο» (Πραξ. 17,18).
Είναι ενδεικτικό, επίσης, ότι η φιλελεύθερη σύγχρονη δυτική θεολογία έστρεψε τα πυρά της ιδιαίτερα προς την πίστη της ανάστασης του Χριστού και επιχείρησε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η όλη υπόθεση της ανάστασης ήταν αποτέλεσμα κυρίως ενθουσιαστικών τά-σεων των μαθητών και οπαδών του Ιησού της εποχής εκείνης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη θεωρία της «απομύθευσης», που αναφέραμε πιο πάνω. Εάν, όμως, δεν είχε συμβεί «κάτι» το συγκλονιστικό σχετικά με τον σταυρωθέντα και ταφέντα Ιησού, θα ήταν αδιανόητο, νομίζουμε, να συλλάβουν μια τέτοια θεωρητική «ιδέα», να την συσχετίσουν με συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο της δικής τους γενιάς και να υποστηρίξουν μετά αυτή την «παραδοξολογία» τους ενώπιον αρχόντων και δικαστηρίων με κίνδυνο της ζωής τους. Όχι μόνο από ενθουσιαστικές τάσεις δεν κατέχονταν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά από πλήρη δειλία και μεγάλο φόβο. Είναι γνωστό, ότι ο θάνατος του Ιησού τους οδήγησε σε πανικό, και τρομοκρατημένοι όπως ήσαν μετά τη σταύρωση διασκορπίστηκαν και εξαφανίστηκαν «διά τον φόβον των Ιουδαίων».
Από την άλλη πλευρά, ένας ικανότατος άνθρωπος και με πλήρη θεωρητική και θεολογική κατάρτιση, όπως ο Απόστολος Παύλος, εάν δεν ήταν πεπεισμένος για την ανάσταση του Ιησού και τη δική του προσωπική εμπειρία στην πύλη της Δαμασκού, ουδέποτε θα τόνιζε, και μάλιστα με τόση έμφαση, ότι «ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ. 15,17). Αυτή η βεβαιότητα και η προσωπική εμπειρία όλων οδήγησε τους Αποστόλους να γίνουν πραγματικοί «μάρτυρες» και θερμοί υποστηρικτές της ανάστασης και του Αναστάντος και να επισφραγίσουν τη μαρτυρία τους αυτή με τον προσωπικό τους θάνατο. Για τους Αποστόλους και την πρώτη Εκκλησία δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για την αλήθεια της ανάστασης και ασφαλώς δεν επρόκειτο για κάποια συλλογική θρησκευτική παράκρουση!
Στα ιερά κείμενα των Ευαγγελίων, παράλληλα με τις επιβεβαιώσεις για τις εμφανίσεις του Αναστάντος, έχουμε συνεχώς και αντίστοιχες αμφισβητήσεις και λογικές αντιδράσεις, που φανερώνουν μια πλήρη έλλειψη ενθουσιαστικών τάσεων και εσχατολογικών εξάρσεων. Ούτε μπορούμε να πούμε, πως η ανάσταση ξεπήδησε ως θεολογική «ιδέα» από κάποια θρησκευτική πίστη. Συνέβη μάλλον το εντελώς αντίθετο. Η πίστη ξεπήδησε από το γεγονός της ανάστασης. Και στο χώρο των θεολογικών εκτιμήσεων, η ανάσταση δεν ήταν η απαρχή ή η γενεσιουργός αιτία, αλλά η επιβεβαίωση της μεσσιανικότητας του Ιησού. Η ανάσταση, ασφαλώς, είναι ένα από τα πιο δυναμικά στοιχεία της Χριστολογίας της Καινής Διαθήκης, αλλά όχι το μοναδικό. Η ανάσταση του Χριστού για τους ιερούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και για τους Αποστόλους και πρώτους κήρυκες της χριστιανικής πίστεως ήταν ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.
Στο σημείο αυτό του τονισμού της ιστορικότητας της ανάστασης του Ιησού, πρέπει να γίνει και μια σαφής διευκρίνιση με την ιστορική μορφή των αναστάσεων που πραγματοποίησε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, όπως εκείνες της κόρης του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναΐν και του φίλου του Λαζάρου. Στις περιπτώσεις εκείνες έχουμε ουσιαστικά επάνοδο του ανθρώπου στο φυσικό κόσμο του παρόντος και επανάληψη επομένως της «αναγκαιότητας» και πάλι του θανάτου. Στην περίπτωση του Ιησού έχουμε μια πλήρη διαφοροποίηση. Η ανάσταση του Ιησού είναι μοναδική, έχουμε την ανάσταση στην καθολική και τελική της φάση. Μια ανάσταση ιστορική μεν, αλλά με σαφώς εσχατολογικές προεκτάσεις. Στην ανάσταση του Λαζάρου, ως παράδειγμα, έχουμε με το θάνατό του και «σωματικές» φυσικές καταστάσεις. Ο ίδιος είναι «τεταρταίος» και ήδη «όζει» (Ιωάν. 11,39), ενώ στην περίπτωση του Ιησού δεν έχουμε ούτε «πτώμα», ούτε «αποσύνθεση» πτωματική, αλλά «μορφή» σώματος («εν ετέρα μορφή») που ανίσταται εκ του τάφου.
Σωτηριολογικές και εσχατολογικές προεκτάσεις της ανάστασης του Χριστού
Έτσι, πέρα από τον ιστορικό χαρακτήρα της ανάστασης του Ιησού Χριστού, που αποδεικνύεται από τα ίδια τα γεγονότα και τις μαρτυρίες των μαθητών Αποστόλων, και πέρα από τη γενικότερη θεολογική θεώρηση, χρειάζεται και μια συγκεκριμένη προσέγγιση της σωτηριολογικής σημασίας του γεγονότος αυτού. Γιατί, η ανάσταση του Ιησού είναι βασική προϋπόθεση, καθώς και εγγύηση της δικής μας ανάστασης. Προς την κατεύθυνση αυτή στρέφει την προσοχή μας ιδιαί-τερα το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, σχετικά με την ανάσταση, που είναι ουσιαστικά ένα κήρυγμα ελπίδας και αισιοδοξίας για τον άνθρωπο και την ιστορία. Εάν δεν υπήρχε η ανάσταση του Ιησού και η ελπίδα της δικής μας ανάστασης, τότε θα είμασταν «οι ελεεινότεροι πάντων των ανθρώπων» (Α’ Κορ. 15,19), αφού θα οικοδομούσαμε την πίστη μας και τη ζωή μας σε μια ανέφικτη πραγματικότητα.
Η πίστη σ’ ένα ζώντα Θεό και η πίστη στην ανάσταση του Χριστού και του ανθρώπου είναι μέγιστο γεγονός για την ιστορία. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους αθανασία των ψυχών, ελληνιστικού τύπου, αλλά για μια πραγματική και καθολική ανάσταση όλων και μάλιστα σώματος και ψυχής, φυσικής και πνευματικής δημιουργίας. Γι’ αυτό και η πρώτη Εκκλησία δεν αναφερόταν καθόλου σε κάποια έννοια ανάστασης θεωρητικού και θεολογικού χαρακτήρα, αλλά στο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός της ανάστασης του Ιησού Χριστού, χαρακτήρα καθαρά σωτηριολογικό με προεκτάσεις προς την τελική ανάσταση όλων των ανθρώπων.
Επισημάναμε ως τώρα την ιστορική σπουδαιότητα και τη θεολογική σημασία του γεγονότος της ανάστασης του Χριστού, σε άμεση σχέση και αναφορά προς τις σωτηριολογικές και εσχατολογικές προεκτά-σεις που έχει για τη ζωή και την ιστορία του ανθρώπου. Όλα αυτά θα πρέπει να κατανοούνται παράλληλα προς τα εκκλησιολογικά και ευχαριστιακά πλαίσια της παρουσίας του Κυρίου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ο Αναστάς είναι σήμερα παρών στην πίστη και στη ζωή της Εκκλησίας, όχι μόνο διά μέσου του ιστορικού εκείνου γεγονότος και διά μέσου της μαρτυρίας των πρώτων αυτοπτών μαρτύρων, αλλά κυρίως τώρα διά μέσου των μυστηρίων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, όπου εκεί, και συγκεκριμένα «εν τη κλάσει του άρτου», «αναγνωρίζεται» και πάλι ο Ιησούς από τους πιστούς του ως ο ζων Κύριος της ζωής και της ιστορίας (Λουκ. 24,35).
Πιστεύουμε δε, ότι μόνο μέσα στην εκκλησιολογική και μυστηριακή αυτή πραγματικότητα είναι δυνατόν σήμερα ο άνθρωπος ν’ αποδεχθεί και να κατανοήσει σωστά το γεγονός της ανάστασης και της παρουσίας του Χριστού στην Εκκλησία και στην ιστορία. Διότι, πράγματι, είναι πολύ δύσκολο σήμερα να κατανοηθεί ορθά η ανάσταση από το σύγχρονο άνθρωπο και να βιωθεί σωστά από το σύγχρονο πιστό, αν η θεολογία και το κήρυγμα προσπαθούν να εξηγήσουν το γεγονός αυτό μόνο ιστορικά και θεολογικά, έξω από το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας. Το κήρυγμα και το μήνυμα της ανάστασης του Χριστού και κατ’ επέκταση και της ανάστασης του ανθρώπου αποκτά πραγματικό και ουσιαστικό νόημα κυρίως αν ενταχθεί και κατανοηθεί στο όλο σωτηριολογικά μυστήριο της θείας Οικονομίας. Διαφορετικά δεν έχει νόημα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η χριστιανική πίστη και θεολο-γία ουσιαστικά γίνονται αναστάσιμες και αυτή η ειδοποιός διαφορά μας οδηγεί στην ιδιαιτερότητα της ’Ορθόδοξης θεολογίας και της Ορθόδοξης πνευματικότητας, που οικοδομούνται κυρίως στο πνεύμα της ανάστασης. Η ανάσταση είναι η αποκορύφωση της ιστορίας του Ιησού Χριστού αλλά και της ιστορίας της χριστιανικής πίστεως και ’Εκκλησίας. Κάθε μετακίνηση από το κέντρο αυτό είναι δυνατό ουσιαστικά να εκκοσμικεύσει και την πίστη και την πνευματικότητα. Και πάλι στο βιβλίο μας για το «Αποστολικό κήρυγμα στην πρώτη ’Εκκλησία», γράφαμε σχετικά: «Για τους πρώτους πιστούς και Αποστόλους, η ανάσταση ήταν αναμφισβήτητα πρωταρχικής σημασίας γεγονός. Ήταν το θεμέλιο της πίστεως αλλά και η βάση για κάθε μελλοντική θεολογική ανάπτυξη και επεξεργασία. Ήταν η πηγή εμπνεύσεως για τη διαμόρφωση της χριστιανικής ζωής. Και αργότερα έγινε και πηγή εμπνεύσεως για κάθε μορφή της χριστιανικής τέχνης και της χριστιανικής λατρείας. Η ανάσταση ήταν ανέκαθεν καί τό περιεχόμενο της χριστιανικής μαρτυρίας προς τον κόσμο. Η αμφισβήτηση του περί αναστάσεως κηρύγματος της πρώτης Εκκλησίας και ιδιαίτερα η άρνηση της πραγματικότητας της αναστάσεως του Χριστού, σημαίνει όχι μόνο ότι το κήρυγμα των Αποστόλων αλλά και αυτή η ίδια η πίστη των χριστιανών είναι ένας κενός λόγος» (σελ. 129). Ο χριστιανικός λόγος γίνεται ουσιαστικός και το χριστιανικό βίωμα ενεργό και πραγματικό μόνο μέσα σε μια αναστάσιμη πίστη και μόνο σε μια πασχάλια στάση ζωής μέσα στην ιστορία.
(Γεωργίου Π. Πατρώνου, Η ιστορική πορεία του Ιησού, εκδ. Δόμος, σ. 525-530)


✞ ΤΙ ΣΤΑΥΡΟ ΣΗΚΩΝΟΥΝ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ;



-------------------------------------------------------
Έναν σταυρό απλό, όχι τέτοιο πού σήκωσαν οι άγιοι μάρτυρες και πού σήκωναν όλη τη ζωή τους οι όσιοι πατέρες στην έρημο... Εμείς έχουμε άλλον Σταυρό!
_________________________________
Ή ζωή μας, ή ζωή όλων των ανθρώπων, είναι θλίψη και πόνος. Και όλες αυτές οι θλίψεις στην κοινωνική και την οικογενειακή ζωή μας είναι Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΣ!
_________________________________

✞ Ό αποτυχημένος γάμος, ή ανεπιτυχής επιλογή του επαγγέλματος, δεν μας προκαλούν αυτά πόνο και θλίψη;
Δεν πρέπει ό άνθρωπος πού τον βρήκαν αυτές οι συμφορές να τις υπομένει;

✞ Οι σοβαρές ασθένειες, ή περιφρόνηση, ή ατιμία, ή απώλεια της περιουσίας, ή ζήλεια των συζύγων, ή συκοφαντία και όλα γενικά τα κακά πού μας κάνουν οι άνθρωποι, όλα αυτά δεν είναι ό σταυρός μας;

Ακριβώς αυτά είναι ό σταυρός μας, σταυρός για την μεγαλύτερη πλειοψηφία των ανθρώπων.
Αυτές είναι οι θλίψεις πού υποφέρουν οι άνθρωποι και όλοι μας πρέπει να τις σηκώνουμε, αν και οι περισσότεροι δεν το θέλουν.
Άλλα ακόμα και οι άνθρωποι πού μισούν τον Χριστό και αρνούνται να ακολουθήσουν το δρόμο του και αυτοί ακόμα σηκώνουν το δικό τους σταυρό του πόνου.
-------------------------------------------------
✞ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΑ
ΜΕΤΑΞΥ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ;
-------------------------------------------------

________________________________
Ή διαφορά είναι ότι "ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΗΚΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥΣ ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΟΓΓΥΖΟΥΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ"
_______________________________

Ταπεινά με χαμηλό το βλέμμα σηκώνουν μέχρι το τέλος της ζωής τους το δικό τους σταυρό ακολουθώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Το κάνουν για τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, το κάνουν από θερμή αγάπη προς Αυτόν, γιατί όλη την σκέψη τους την είχε αιχμαλωτίσει ή διδασκαλία του Ευαγγελίου!

(Αγιος Λουκάς Κριμαίας)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...