Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαΐου 14, 2013

Αν οι νεκροί συνεχίζουν να ζούν, τότε ποιο είναι το νόημα της Ανάστασης;




Για να εννοήσουμε την σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα της Αναστάσεως θα πρέπει να κατανοήσουμε (όσο είναι δυνατόν) το γεγονός του θανάτου.
Ο θάνατος είναι εχθρός του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός που θα βιώσει ένας άνθρωπος καθώς έρχεται από την μη ύπαρξη εις την ύπαρξη. Και όμως ο άνθρωπος ζει και κινείται σε αυτήν την ζωή ως αθάνατος και αυτό συμβαίνει επειδή η ζωή του βυθίζεται μέσα στην πλάνη των εγκοσμίων αλλά συγχρόνως συμπεριφέρεται δι’ αυτού του τρόπου διότι δημιουργήθηκε για την αιωνιότητα, δημιουργήθηκε για να ζήσει χωρίς τέλος.
Λέμε ότι οι νεκροί μας δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί, γι’ αυτό τον λόγο και αποφεύγουμε την λέξη νεκρός και την αντικαθιστούμε με την λέξη κεκοιμημένος. Πως λοιπόν ένας ζωντανός μπορεί να αναστηθεί, αφού δεν είναι νεκρός; Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο (να είναι κάποιος νεκρός).
Όταν ομιλούμε για τους κεκοιμημένους και λέμε ότι είναι ζωντανοί ακόμα και μετα τον θάνατό τους εννοούμε ότι υπάρχει η ψυχή τους. Η ψυχή είναι αυτή που διατηρεί την ύπαρξη-συνείδηση κάποιου ανθρώπου. Όμως η ψυχή από μόνη της δεν είναι αρκετή για να είναι κάποιος ζωντανός άνθρωπος!
Ο θάνατος όπως αναφέραμε είναι εχθρός του ανθρώπου, διότι δια του θανάτου ο άνθρωπος παύεται. Ο άνθρωπος είναι σωματοψυχή, δηλαδή αποτελείται από σώμα αλλά και από ψυχή. Όταν λοιπόν δια του θανάτου χωρίζεται βιαίως το σώμα από την ψυχή τότε παύει να υφίσταται και ο άνθρωπος. Και ακριβώς αυτό το φοβερό γεγονός καθιστά τον Θάνατο εχθρό του Ανθρώπου. Δικαιολογημένα λοιπόν ο υμνωδός ερωτά σε ένα τροπάριο της εξοδίου ακολουθίας: « πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται, ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας, ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται…»
Τι υπάρχει λοιπόν μετά τον θάνατο; Υπάρχει η ψυχή του τάδε ανθρώπου. Το σώμα του λοιπόν λόγο της απουσίας της ψυχής αλλοιώνεται, φθείρεται και τελικά γίνεται χώμα.
Η Ανάσταση λοιπόν είναι απαραίτητη, διότι οι ψυχές των κεκοιμημένων την περιμένουν ώστε να λάβουν και πάλι τα σώματά τους, όχι όμως εκείνα που είχαν πιο πριν στην επίγεια ζωή τους, ούτε εκείνο το σώμα των πρωτόπλαστων πριν την πτώση, αλλά ακόμα πιο ανώτερο. Στην Ανάσταση (στην Δευτέρα Παρουσία) οι κεκοιμημένοι θα λάβουν ένα αφθαρτοποιημένο σώμα, ένα σώμα το οποίο δεν θα υπόκεινται πλέον στην φθορά, ούτε θα βιώνει τον χωροχρόνο όπως το βιώνουμε τώρα. Οι ψυχές των κεκοιμημένων επιζητούν την Ανάσταση για να λάβουν τα σώματά τους για να γίνουν άνθρωποι, γι’ αυτό και η Ορθόδοξη θεολογία υποστηρίζει ότι στην Βασιλεία του Θεού δεν έχουν μπει ακόμα ούτε και οι άγιοί μας (αλλά την προγεύονται), διότι για να μπουν και να λάβουν εξ’ ολοκλήρου την άκτιστη ενέργεια της Αγίας Τριάδος στην οποία ο καθένας είναι δεκτικός θα πρέπει να έχουν και το σώμα τους, ώστε σαν άνθρωποι (σώμα και ψυχή) να λαμβάνουν αυτήν την κοινωνία αγάπης που θα τους χαρίζεται από τον Θεό.
Και όλα αυτά βεβαίως μπορούν να πραγματοποιηθούν διότι ο Χριστός πήρε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε αλλά και διότι αφού εμείς οι άνθρωποι τον σταυρώσαμε και τον θανατώσαμε Αυτός μας πρόσφερε την Ανάσταση.
Να λοιπόν γιατί η Ανάσταση είναι τόσο σημαντική για όλους τους ανθρώπους: διότι δια της Αναστάσεως (κατά την Δευτέρα Παρουσία) θα αποκατασταθεί και πάλι η ανθρώπινη φύσις μας η οποία με τον θάνατο αλλοιώνεται.
Η Ανάσταση αποτελεί την αρχή μιας ατέλεστης τελειότητας που θα πραγματοποιηται με την Χάρη του Θεού. Χωρίς αυτήν οι άνθρωποι θα πάψουν να υπάρχουν μιας και ο θάνατος έρχεται αδυσώπητος λόγο της φθοράς και της αμαρτίας.
Η Ανάσταση θα έρθει για όλους τους ανθρώπους. Για άλλους ώστε να εισέλθουν εις κρίσιν αιώνια και για άλλους ώστε να εισέλθουν εις Ζωήν αιώνιαν.
Τον θάνατο θα τον γευτούμε, όμως σίγουρα θα γευτούμε και την δική μας ανάσταση. Με την Χάρη του Θεού και με τον προσωπικό μας πνευματικό αγώνα ας ελπίσουμε να αναστησούμε εν Χριστώ ώστε να ζήσουμε μέσα στην ατέρμονη αγάπη Του.
Αρχιμανδρίτης Παύλος Παπαδόπουλος

Διαχρονικές ἀλήθειες ἐν μέσῳ Παγκοσμιοποίησης Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας Ἀναστάσιος



 

Ἀντιφωνώντας τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κατά τήν ἐπίσημη ὑποδοχή πού τοῦ ἔγινε στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος ἀναφέρθηκε σέ τρεῖς διαχρονικές ἀλήθειες πού ἀκολουθοῦν τόν ἄνθρωπο ἀπό ὑπάρξεώς του καί οἱ ὁποῖες, ἔλαβαν ἄλλη διάσταση μέ τήν ἐμφάνιση καί καθιέρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Γι’ αὐτό καί ὁ κ. Ἀναστάσιος τίς ἀνέλυσε μέ βάση τήν ὁριοθέτηση πού ἔκανε σέ αὐτές ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Ὁ προκαθήμενος τῆς Ἀλβανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶπε συγκεκριμένα:
Ὅταν λειτουργεῖ κανείς (κληρικός) στήν Ἀθήνα, αὐθόρμητα n σκέψη στρέφεται στόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν ὁ ὁποῖος, μέ τόν πιό συνεκτικό τρόπο, μίλησε γιά τό μυστήριον τοῦ Χριστοῦ στόν Ἄρειο Πάγο. Ἐκεῖ, ὄχι ἁπλῶς ἔθιξε, ἀλλά καί καθόρισε αἰώνια κριτήρια γιά τή λύση θεμάτων πού ἐξακολουθοῦμε νά ἀντιμετωπίζουμε καί σήμερα. Ἐπισημαίνω τρία:
Πρῶτον, τό θέμα ἔθνος καί οἰκουμένη.
Δεύτερον, πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση.
Τρίτον, παρόν καί ἔσχατα γιά κάθε ἄνθρωπο καί γιά ὅλο τόν κόσμο.
1. Ἡ οἰκουμενική διάσταση καί προοπτική δέν εἶναι κάτι πού σήμερα ἀνακαλύφθηκε μέ τίς πολλές συζητήσεις περί παγκοσμιoποιήσεως. Ἤδη, στό σύντομο κείμενο πού περιεκτικά μᾶς διέσωσε ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρεται μέ σαφήνεια, καί ὡς ἔννοια καί ὡς λέξη, τό ἔθνος καί ἡ οἰκουμένη. Ὁ Θεός «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. ιζ΄ 26).
Σέ μεταγενέστερες ἐποχές δέν ἔλειψαν διάφορες παρερμηνεῖες αὐτῆς τῆς πρωταρχικῆς ἀλήθειας. Ἡ παλαιά βιβλική ἀρχή, «μακάριον τό ἔθνος οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεός αὐτοῦ» (Ψαλμ. λβ΄:12), ἑρμηνεύθηκε μέ ἐθνικιστικά κριτήρια πού ἀναδύθηκαν στόν 19ο αἰώνα.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ καί ἱδρυτής τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων στίς περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ἐπανέλαβε ὅτι «ὁ Θεός, ὁ ποιήσας τόν κόσμον καί πάντα τά ἐν αὐτῷ» (στίχ. 24), αὐτός δίδει «πάσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα. Ἐποίησε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» (στίχ. 25 – 26). Ὅλα τά ἔθνη ἀνήκουν στήν ἴδια ἀνθρωπότητα, πού πλάστηκε ἀπό τόν ἴδιο Δημιουργό. Κανένα ἔθνος, ἀνεξάρτητα ἀπό τό πόσο θρησκεύεται, δέν ἔχει ἀποκλειστικότητα στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μετά μάλιστα τή σταυρική θυσία καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, κάθε διαχωρισμός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καταργεῖται καί ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας Του ἀποβλέπει στό νά «εἶναι τά ἔθνη συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγyελίας αὐτοῦ ἐν Χριστῷ διά τοῦ εὐαγγελίου» (Ἐφεσ. γ΄ 6). Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, «ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. α΄ 23), ἔχει ἀνέκαθεν παγκόσμιο ὁρίζοντα καί αὐτό καλούμεθα ἰδιαίτερα, τόσο οἱ ποιμένες ὅσο καί οἱ θεολόγοι, νά τό ἐνισχύσουμε στή συνείδηση κάθε πιστοῦ καί κάθε λαοῦ. Ὅ,τι συμβάλλει στήν οὐσιαστική ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά ἐνισχυθεῖ.
Ἡ παγκοσμιότητα δέν ἔρχεται στίς μέρες μας ἀπ' ἔξω. Βλάστησε μέσα στόν χῶρο τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ὡς οἰκουμενικότητα καί ἀναπτύχθηκε κάτω ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία στό δρόμο της ὑπῆρξε οἰκουμενική. «Ὁ Θεός τά νῦν (καί αὐτό ἀρχίζει ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους καί φθάνει μέχρι σήμερα γιά νά συνεχισθεῖ στόν αἰώνα) παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (στίχ. 30). Ἡ προοπτική εἶναι παγκόσμια. Δέν ἀφορᾶ μόνο ἕναν λαό, μερικούς ἀνθρώπους ἐκλεκτούς. «ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾖ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (στίχ. 31). Δέν αἰφνιδιαζόμαστε λοιπόν σήμερα μέ τή διαδικασία αὐτή τῆς προσεγγίσεως τῶν λαῶν καί τῶν ἀνθρώπων. Ἀνησυχοῦμε βεβαίως γιά τίς κατευθύνσεις πού μπορεῖ νά λάβει καί τήν ἐκμετάλλευση ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος ἀπό ὁμάδες ἰδιοτελῶν ἀτόμων, αἰχμαλώτων στά ἐγωκεντρικά τους κίνητρα. Πρόκειται γιά μία πιθανή καταιγίδα. Ἀλλά δέν ἔχει νόημα νά πεῖ κανείς ὅτι εἶναι ἐναντίον τῆς θυέλλης. Τό ζητούμενο εἶναι, πῶς θά προετοιμασθεῖ γιά νά ἀντιμετωπίσει τή θύελλα πού ἔρχεται καί νά ὁδηγήσει σωστά τό πλοῖο μέσα στά ἐπικίνδυνα κύματα καί ρεύματα.
2. Καί τώρα, δύο λόγια γιά τό δεύτερο θέμα:
Πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση. Ὁ ρηξικέλευθος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν στάθηκε μέ εὐλαβικό σεβασμό στά ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί δέν δίστασε νά τά τοποθετήσει μέσα στήν πρόνοια τοῦ θεοῦ, νά τά ἐντάξει μέσα στή βιβλική παράδοση. «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν» (στίχ. 28). Μία σαφής παραπομπή στόν Ἄρατο (Φαινόμενα, 5).
Τήν ὥρα πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τολμάει νά ἀρθρώσει τή χριστιανική πρόταση στήν πρωτεύουσα τοῦ ἀρχαίου πνευματικοῦ κόσμου, ὁ ἑλληνικός κόσμος - ὅπως ἔχουν ἐπισημάνει πολλοί στοχαστές - εἶχε διανύσει μία ἐκπληκτική πορεία πνευματικῆς ἀναπτύξεως, μέ θαυμαστή ἀξιοποίηση τοῦ λόγου ὡς καθολικῆς καί ἀνωτέρας ἀξίας. Φθάνoντας ὕστερα ἀπό μία φωτεινή τροχιά στό σύνορο της λογικῆς, εἶχε ἀρχίσει νά διαβλέπει ὅτι πέρα ἀπό αὐτήν ἐκτείνεται ὁ ἀνεξερεύνητος χῶρος τοῦ Ἀρρήτου. Καί νά συνειδητοποιεῖ ὅτι σέ αὐτόν τόν χῶρο ἦταν ἀδύνατο νά διεισδύσει μέ τίς δικές του δυνάμεις. Σέ αὐτήν τήν ἔντονη ἐσωτερική λαχτάρα γιά νέες ἐξερευνήσεις, γιά νέα δημιουργία ἔρχεται ἡ παρέμβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Μέχρι τότε, ὁ ἑλληνική διανόηση εἶχε στηριχθεῖ καί ἀναδιπλωθεῖ στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτόμενου ὄντος, πού συνειδητοποιεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν γύρω του κόσμο μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς του. Γιά τόν Παῦλο, ἡ βασική στροφή, ἡ «μετάνοια» τῆς ἀνθρωπότητος, πρέπει νά γίνει πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀπροσπέλαστης γιά τόν νοῦ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀπoκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «Τούς μέν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδών ὁ Θεός τά νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (στίχ. 30). Ἡ ἀνάγκη τῆς μετανοίας θά παραμείνει συνεχής, μόνιμη πηγή ἀνανεώσεως. Γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο τελικό κριτήριο παραμένει ἀκριβῶς ὁ σταυρωθεὶς καί ἀναστὰς Ἰησοῦς, βάσει τοῦ παραδείγματος καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁποίου ὁ Θεός «μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (στίχ. 31).
Ὁ Παῦλος δέν ἀνησύχησε ἄν χαμογέλασαν καί χλεύασαν τό ἐπαναστατικό μήνυμά του. Ὁ Ἀπόστολος φύτευσε στήν καρδιά τοῦ ἀρχαίου πολιτισμένου κόσμου μίαν ἀλήθεια. Ἤξερε ὅτι αὐτή ἔκρυβε μία ἐκπληκτική δυναμική ἀναπτύξεως καί πολιτισμοῦ. Οὔτε κἄν διανοήθηκε νά τήν ἐπιβάλει πολιτικά ἤ στρατιωτικά, ὅπως θά ἔκανε ἀργότερα, ὕστερα ἀπό 7 αἰῶνες κάποιος ἄλλος ἱδρυτής θρησκείας. Οἱ μεγάλες ἀλήθειες δέν χρειάζονται τεχνική στήριξη. Ριζώνουν ἀθόρυβα καί καρποφοροῦν μακροπρόθεσμα. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι πάντοτε νά εἶναι φορέας ἀλήθειας καί ζωῆς ἐν Χριστῷ, χωρίς διάθεση ἐπιθετικότητας, ὅπως συμβαίνει σέ ἄλλα θρησκευτικά συστήματα.
3. Κάθε Θεία Λειτουργία μᾶς ἐπανατοποθετεῖ στήν προοπτική πού ὁ Παῦλος καθόρισε σχετικά μέ «τό παρόν» καί «τά ἔσχατα». Μέ τό «τά νῦν» καί τήν «ἡμέραν ἐν ᾖ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην». Τό προσωπικό παρόν, τό παρόν τοῦ λαοῦ μας, τῆς περιοχῆς, τοῦ κόσμου, μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα. Καί ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, ἡ συναγμένη στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καλεῖται νά δώσει ὅ,τι πιό πολύτιμο ἔχει.
Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά παραμείνει φορέας πνευματικῆς ἐλευθερίας, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδος στόν σύγχρονο κόσμο. Φιλάνθρωπη, στήν ἀρχική ἔννοια τοῦ ὅρου. Γεμάτη συμπόνοια καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τόν εὑρισκόμενο σέ ἀνάγκες καί στενοχωρίες, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φυλῆς, χρώματος, φύλου, θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Τόν ἀδικούμενο ἤ διωκόμενο λόγω κοινωνικῶν ἤ πολιτιστικῶν διαφορῶν. Ὑποστηρίζοντας ἀνεπιφύλακτα τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τό χρέος τῆς ἀδελφοσύνης. Καλεῖται νά ἔρχεται ἀρωγός πρός πάντα ἄνθρωπον, μάλιστα τόν ἁμαρτωλό καί τόν ἐλάχιστο ἀδελφόν, τόν ὁποῖο διάφοροι κατά τόπους καί θέσεις ἰσχυροί ὑποτιμοῦν καί περιφρονοῦν. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταγμένη νά τονίζει τήν ἀξία καί τό κάλλος τοῦ ἁγίου βίου καί νά καλλιεργεῖ πρόσωπα ἐλεύθερα πού μέ τό ἦθος, τόν χαρακτήρα, τό δημιουργικό τους πνεῦμα ἀνυψώνουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κοινωνία.
Στίς διάφορες ἀναστατώσεις, στίς παγκόσμιες κοινωνικές καί πολιτικές ἀνακατατάξεις πού μᾶς τρομάζουν, τό βλέμμα μας ἠρεμεῖ, καθώς εἶναι στραμμένο πρός τό τέ
λος, τή βεβαιότητα ὅτι ἡ ἱστορία δέν ἐξελίσσεται ἐρήμην Ἐκείνου στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη΄ 18), ὁ ὁποῖος καί θά ἔλθει «κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ». Οἱ χριστιανοί ἐπ' οὐδενί λόγῳ πρέπει νά παρασυρθοῦμε ἀπό τή μέθοδο τοῦ ἀντιπάλου, τήν ἐπιθετικότητα καί τήν ἐκδικητικότητα, ἀλλά ὀφείλουμε σταθερά νά εἴμαστε παράγοντες δικαιοσύνης. Τό ἄλλο ὄνομα τῆς δικαιοσύνης λέγεται ἀνάπτυξη, ἀνάπτυξη γιά ὅλους, μέσα στόν τόπο μας, ἔξω ἀπό τόν τόπο μας. Ἡ Ἑλλάδα σήμερα ἔχει ἀποκτήσει προνομιακή θέση στά Βαλκάνια, καί ἐν πολλοῖς στόν κόσμο. Ἐπί 20 αἰῶνες δέχεται τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ὅσο ἐλάχιστες ἄλλες χῶρες. Ὅμως, ἡ ὁποιαδήποτε δωρεά τοῦ Θεοῦ παρέχεται γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης στούς ἄλλους πού τίς στεροῦνται. «Παντί ᾦ ἐδόθη πολύ, πολύ καί ζητηθήσεται παρ' αὐτοῦ, καί ᾦ παρέθετο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν» (Λουκ. ιβ΄ 48).

Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


Μία από τις πρωτεύουσες επιθυμίες και ανάγκες που πρέπει να αισθάνεται εκ βάθους καρδίας ο χριστιανός είναι και η μελέτη των Θείων Γραφών. Της Παλαιάς, δηλαδή και της Καινής Διαθήκης. Είναι τα μοναδικά Βιβλία, τα οποία λύνουν κάθε απορία σε οποιοδήποτε ζήτημα.
Διαβάζοντας κανείς την Αγία Γραφή καταλαβαίνει τον πλούτο της αλήθειας και την μοναδικότητα τού Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Καταλαβαίνει ότι δεν είναι ένα συνοθύλευμα από φιλοσοφίες, φυσιολατρικές παρατηρήσεις, θεοσοφικές επιστήμες ή αρχές κοινωνικών συστημάτων, που όλα μαζί συνθέτουν κάποιες θεωρίες οι οποίες θα μας κάνουν πιο έξυπνους, ή πιο ευγενικούς, ή πιο καλούς. Είναι κάτι πολύ πιο ουσιώδες. Είναι η αποκάλυψη τού ίδιου τού Θεού στον άνθρωπο. Είναι ο τρόπος τής ζωής που μας έδειξε και μας δίδαξε ο ίδιος ο Υιός του Θεού για να κατακτήσουμε την σωτηρία μας και να γίνουμε συγκληρονόμοι του στη Ουράνια Βασιλεία!
Και ένα μέσον που μας προτρέπει να χρησιμοποιήσουμε ο ίδιος ο Χριστός, γι’ αυτόν τον ανώτερο σκοπό, είναι η μελέτη των Γραφών. Όχι η ανάγνωση και τήρηση τού τύπου τού γράμματος αλλά η κατανόηση τού πνεύματος που περικλείεται στις Θείες Γραφές. Μελετάτε λοιπόν και όχι απλά αναγιγνώσκετε.

Και βεβαίως, εδώ δημιουργείται ένα ερώτημα: ποιες γραφές να ερευνήσουμε; Την εποχή που ο Χριστός είπε αυτή τη φράση, η Καινή Διαθήκη δεν έχει ακόμα γραφτεί, δεν υπάρχει. Πολύ απλά, ο Κύριος με τον λόγο αυτό δεν εννοεί παρά την Παλαιά Διαθήκη. Και το αποδεικνύει περίτρανα ο ίδιος με τα λόγια Του.
Τον ακούμε, μέσα στην έρημο και μετά από τη σαρανταήμερο νηστεία Του, να αντικρούει τους πειρασμούς τού διαβόλου με αποσπάσματα και εντολές της Π.Δ.
Σε άλλο σημείο, τον ακούμε να λέει «μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον Νόμον, ή τους Προφήτας∙ ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι». Ο Νόμος, οι Προφήτες και οι Ψαλμοί είναι τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης. Δηλαδή είναι σα να μας λέει πως δεν ήρθα να καταλύσω, να απαξιώσω και να βάλω στην άκρη την Π.Δ. Ήλθα να την επαληθεύσω και να συμπληρώσω ότι παρανόησε ή άλλαξε από τους Θείους Νόμους το ανθρωποπαθές χέρι κάποιων νομοδιδασκάλων (Φαρισαίων). 
Αλλού πάλι, τον ακούμε να λέει ότι ο ουρανός και η γη μπορεί να παρέλθουν, από τις Γραφές όμως ούτε ένα γιώτα δεν θα αλλάξει. Διότι πολύ απλά οι Γραφές είναι η αλήθεια και η αλήθεια δεν μπορεί να αλλάξει. Εάν αλλάξει σημαίνει ότι αυτό που πιστεύαμε ως αλήθεια δεν ήταν αλήθεια.
Όταν αυτό λοιπόν, το λέει ο ίδιος ο Θεός, καταλαβαίνουμε ότι το Ιερό αυτό Βιβλίο μόνο παραμύθι ή μυθολογία των Εβραίων (όπως διαδίδουν κάποιοι επιτήδειοι) δεν είναι. Και πολύ περισσότερο δε, ότι δεν είναι βλάσφημο και αισχρό (όπως έλεγε μία καθηγήτρια Πανεπιστημίου!!! σε τηλεοπτικές εκπομπές) βιβλίο. 

Όταν ο ίδιος ο Χριστός που είπε «Εγώ ειμί το Φως και η Αλήθεια» προτρέπει στην μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης, είναι δυνατόν να προτρέπει σε ένα ψέμα ή σε μια μυθοπλασία; Είναι δυνατόν το Φως να σου δείχνει το σκότος της αισχρότητας και η Αλήθεια την δύνη τής πλάνης; Τι Θεός θα ήταν τότε; Πως λοιπόν, μπορούν να λένε οι νέοι διανοούμενοι τής φτωχής μας σύγχρονης Ελλάδας αυτά τα πράγματα; Μάλλον έχει σκοτιστεί τόσο το μυαλό τους, που βλέπουν το Φως για σκότος και το σκότος για φως. Και το μέγα δυστύχημα; Λόγω του ότι όλοι αυτοί κατέχουν το αξίωμα τού γονέα, του δασκάλου, και τού καθηγητή, οδηγούν στην ίδια πλάνη ολόκληρη τη νεολαία μας! 
Ακούμε συχνά τελευταία, από στόματα χριστιανών νέων, τον φοβερό λόγο «Τι δουλειά έχουμε εμείς οι Έλληνες με την μυθολογία των Εβραίων; Εμείς έχουμε δικιά μας και μάλιστα ανώτερη»!!! «Στην εκκλησία πηγαίνω και πιστεύω στον Χριστό, όμως την Π.Δ. δεν τη δέχομαι»!!! 
Αλήθεια, πως μπορείς να πιστεύεις τον Χριστό και ταυτόχρονα να τον λες ψεύτη; Πως γίνεται να κοινωνάς αυτόν που θεωρείς αληθινό Θεό και την ίδια στιγμή να διαλαλείς και να προτρέπεις τους άλλους να μην κάνουν αυτά που Εκείνος είπε για να σωθεί ο άνθρωπος; 
Πόσο υποκριτές και βλάσφημοι έχουμε γίνει! Πόσο εύπιστοι και απαίδευτοι, ώστε εύκολα να λέμε κουβέντες βαριές κι ανόητες, χωρίς να καταλαβαίνουμε το κακό που κάνουμε και σε εμάς αλλά και στους άλλους;

Από διακεκριμένους επιστήμονες θεολόγους (καθ.πρ.Γεώργιο Μεταλληνό, καθ.Νικ.Μπρατσιώτη, αείμνηστο καθ.πρ.Ι.Ρωμανίδη κ.α.) ακούμε διαρκώς να λένε πως δεν υπάρχει μύθος στην Π.Δ. Μαθαίνουμε ότι Γερμανοί μελετητές (οι οποίοι θεωρούνται εκ των αυστηρότερων μελετητών) των Εβραϊκών κειμένων, γράφουν και διαβεβαιώνουν ότι στην Π.Δ. δεν υπάρχει μυθοπλασία. Και ακόμα ότι οι ίδιοι οι Εβραίοι ήταν κατά των μύθων και καταδίκαζαν τις μυθοπλασίες, αφού ο νόμος τους δεν το επέτρεπε. 
Στο Ιω. κεφ.5 στ.39, ακούμε πάλι τον ίδιο τον Κύριο να λέει για τις Γραφές: «…και εκείναι εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού». Δηλαδή όχι μόνο μας προτρέπει να ερευνούμε την Παλαιά Διαθήκη, αλλά μας πληροφορεί και για κάτι άλλο. Ότι η Π.Δ. μαρτυρεί και μιλάει για Εκείνον. Ότι η Παλαιά είναι ο Πρόδρομος της Καινής! Και όπως λένε οι Πατέρες, χωρίς Παλαιά δεν μπορεί να υπάρξει Καινή. 
Έτσι λοιπόν, διερωτώμαι πώς γίνεται άραγε, ένας λαός να … φτιάχνει την ιστορία του (ιστορία των Εβραίων, όπως λένε μερικοί την Π.Δ.) και μέσα στα ‘μαγειρέματά’ του να φορτώνει διαρκώς τους προγόνους του με αμαρτίες, ανήθικες πράξεις και βλασφημίες απέναντι στον Δημιουργό του και να βάζει συνεχώς να έρχονται Προφήτες και Κριτές για να τους βάλουν μυαλό; Πως δικαιολογείται ο Θεός που…έπλασαν, συχνά πυκνά να τον βάζουν να κατακεραυνώνει τους προγόνους τους; Μάλλον θα πρέπει να ήταν ανόητοι!
Ακόμα δε, πως εξηγείται όλη αυτή η τέλεια νοηματική και πνευματική συνέχεια όλων αυτών των πολλών βιβλίων τής Π.Δ. τη στιγμή που γράφτηκαν με απόσταση δεκάδων ετών μεταξύ τους, από διάφορους και «τυχαίους» συγγραφείς και σε διάφορα μέρη;
Πώς γίνεται άραγε να φτιάχνει ένας λαός «ιερά» βιβλία (μυθολογία των Εβραίων όπως λένε πάλι κάποιοι) και όλη αυτή η φτιαχτή θεολογία με τις πολλές δεκάδες ψεύτικες μαντεύσεις και διαδόσεις, να έρχεται η στιγμή που όλες αυτές να επαληθεύονται έως κεραίας, την συγκεκριμένη στιγμή, στα συγκεκριμένα πρόσωπα και στους συγκεκριμένους τόπους; 
Και τέλος πως γίνεται άραγε όλη αυτή η ‘φτιαχτή’ ιστορία, η οποία τρανώς απεδείχθη ως η αποκάλυψη τού Αληθινού Θεού, να φεύγει από τα χέρια των δημιουργών της και να περνάει στα χέρια άλλων λαών και μάλιστα εχθρών τους, και μάλιστα στιγματίζοντας αιωνίως πλέον τούς ίδιους, ως λαό της ανομίας; 

Εάν όλα αυτά ήταν ανθρώπινα μαγειρέματα, θα άφηνε ο ιστορικός μάγειρας τον λαό του απ’ έξω και μάλιστα σφραγίζοντάς τον με ονειδισμούς και αμαρτίες;
Και αναρωτιέμαι, όλα αυτά δεν τα σκέφτονται αυτοί που λένε περί μυθολογίας των Εβραίων και άλλες τέτοιες ανοησίες; Χλευάζουν τη λέξη «περιούσιος», (αφού αποδίδεται στον Ισραήλ) και δεν καταλαβαίνουν οι φτωχοί ότι μέσα στους περιούσιους είναι πλέον και οι ίδιοι. Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Ισραήλ (δηλ. ισχυρός, δυνατός) δεν είναι πλέον οι Ισραηλίτες αλλά όλοι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι που έχουν μέσα τους τον Αληθινό Θεό ο οποίος απεκαλύφθη μέσω των Γραφών που αυτοί κοροϊδεύουν!
Για το πόση αλήθεια μπορούμε να βρούμε στην Π.Δ., και πώς η Παλαιά στηρίζει και επεξηγεί την Καινή, θα αναφέρω εδώ το εξής παράξενο αλλά συνάμα ασύλληπτο κι υπέροχο: Κάποτε διερωτόμουν πώς μπορεί η ταφή τού Κυρίου να είναι τριήμερος, αφού η σταύρωση και ο θάνατός Του έλαβαν χώρα την Μ.Παρασκευή και η Ανάστασή Του ξημερώματα Κυριακής; Έστω ότι υπολογίζουμε την Μ.Παρασκευή για μία ημέρα, και άλλη μία το Μ.Σάββατο. Τα ξημερώματα της Κυριακής, όμως, ο Χριστός έχει ήδη αναστηθεί. Όπως και να τα μετρούσα, τρεις ημέρες δεν έβγαιναν. Ακόμα και το ότι η ημέρα, εκείνη την εποχή υποτίθεται ότι υπολογίζονταν από τις 18:00 της προηγούμενης, και πάλι δεν μπορούσε η Μ.Παρασκευή να νοηθεί σαν δύο ημέρες, αφού η ώρα μετρούσε από την έκτη πρωινή της. Πως γίνεται λοιπόν να είναι τρεις οι ημέρες; 
Η απάντηση βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο τής Γενέσεως στην Παλαιά Διαθήκη, στην οποία με παρέπεμψε ο πνευματικός μου. Τι διαβάζουμε στην αρχή τού κεφαλαίου; Ότι σκότος υπήρχε παντού και το πρώτο που δημιούργησε ο Θεός ήταν το φως, και ο στίχος 5 λέει το εξής: «και εκάλεσεν ο Θεός το φως ημέρα και το σκότος εκάλεσε νύκτα, και εγένετο εσπέρα (νύχτα, σκότος) και εγένετο πρωί (φως), ημέρα μία». Δηλαδή η εναλλαγή τού σκότους με το φως, θεωρείται η πρώτη ημέρα. Και είναι λογικό αφού δεν υπάρχει ήλιος ακόμα. 

Και ερχόμαστε στην Καινή Διαθήκη. Τι μας λένε τα Ευαγγέλια; Ότι «Γενομένης δε ώρας έκτης σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης». Όχι έκλειψη ηλίου που λένε κάποιοι, διότι εάν ήταν έτσι κάπου άλλού θα ήταν μέρα. Όχι! Ο ήλιος έσβησε και σκοτάδι απλώθηκε σε όλη τη γη. Και αυτό έρχεται να μας το επιβεβαιώσει ο λόγος τού Αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου, «σήμερον ή Θεός αποθνήσκει ή το παν απώλεται» τον οποίο λόγο είπε όταν είδε το πυκνό και απόλυτο σκοτάδι που ξαφνικά έπεσε στην Αθήνα την ώρα εκείνη. Σκοτάδι λοιπόν έγινε σε όλη τη γη και την ένατη ώρα το φως επανήλθε. Έχουμε λοιπόν, μία εναλλαγή σκοταδιού και φωτός, όπως ακριβώς κατά την πρώτη ημέρα τής δημιουργίας τού κόσμου. Να η ημέρα που έλειπε! Να λοιπόν πως εξηγείται αυτό το «τριήμερος». Όπως ακριβώς ξεκινά η πρώτη ημέρα τής δημιουργίας έτσι ακριβώς ξεκινά και η πρώτη ημέρα τής Καινής δημιουργίας, με μία ημέρα υπερφυσική, που δεν μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Αρχή τής κτίσης τότε, καινή αρχή τής καινής κτίσης τώρα. 
Πού είναι το κέντρο σου Άδη; Που μπορούν να σταθούν τα ψέματά σου μισόκαλε; Ποιον μπορείς να πείσεις πλέον παλαιέ κόσμε τού διαβόλου; Δεν έχεις επάνω μας κανένα δικαίωμα εάν δεν στο δώσουμε εμείς. Δεν έχουμε τίποτε να φοβηθούμε, εάν έχουμε στις καρδιές μας τις Γραφές, την Αλήθεια, τον Λόγο του Θεού.

Ας προσέξουμε λοιπόν καλά, πρώτα οι γονείς και μετά οι δάσκαλοι. Ας προσέξουμε καλά τι κουβέντες ξεστομίζουμε, τι συμβουλές δίνουμε και τι δρόμους προτρέπουμε τα παιδιά μας να πάρουν. Ακούμε κάτι που μας φαίνεται, την στιγμή εκείνη, σωστό; Ας το κουβεντιάσουμε πρώτα με κάποιον γνώστη τού θέματος. Ας ρωτήσουμε έναν καλό ιερέα. Ας ανοίξουμε τα Ιερά Βιβλία να δούμε εμείς οι ίδιοι πρώτα, τι λένε, πώς το λένε και γιατί το λένε. Ας διαμορφώσουμε πρώτα εμείς δική μας άποψη τεκμηριωμένη χωρίς κενά και προχειρότητες. Και όταν καταλήξουμε πια και διαμορφώσουμε άποψη και δούμε ότι το ζήτημα αυτό είναι καίριο για την σωτηρία τού ανθρώπου, τότε το λέμε και στο παιδί μας ή στον φίλο μας. Και βέβαια πάντα με φόβο Θεού στην ψυχή μας, διότι τα θεολογικά θέματα είναι λεπτά με αποτέλεσμα εύκολα να γκρεμίζεις αλλά με αίμα να χτίζεις.
Καλή Ανάσταση και ο Θεός μαζί μας.

Μυρίλλας Αναστάσιος

 πηγή

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ



Η ιστορία μας πληροφορεί, ότι η όλη Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία διοικείται δημοκρατικά· απ’ την αρχή, απ’ την ίδρυσή της, μέχρι σήμερα. Σε μια εποχή που ο τότε πολιτισμένος κόσμος, χρησιμοποιούσε για διοικητικό σύστημα της πολιτείας, την πιο απόλυτη μοναρχία, την αυτοκρατορία, η Εκκλησία πρωτοτύπησε κτυπώντας και στο θέμα της διοικήσεως, τον ατομικό εγωισμό.
Στο Συνοδικό της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου συνοψίζονται οι οικουμενικοί αγώνες των πατέρων υπέρ της Ορθοδοξίας, καθορίζεται όμως και η οικουμενική αποστολή της Ορθοδοξίας· «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν η οικουμένη ως συμπεφώνηκεν…» Και συνεχίζει πιο κάτω· «Αύτη η πίστις των αποστόλων, αύτη η πίστις των πατέρων, αύτη η πίστις των ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν».
Στηρίζει λοιπόν την οικουμένη η ορθόδοξη πίστι, η ορθόδοξη Εκκλησία και συνεπώς η αποστολή της είναι οικουμενική. Βέβαια οικουμενικότητα για την Ορθοδοξία δεν είναι ένας όρος εδαφικός, δεν σημαίνει την έκτασι της Εκκλησίας, ούτε μια παγκόσμια οργάνωση – που έγινε ο μεγάλος πειρασμός της Δύσεως. Οικουμενικότητα είναι η κατάλυσι των ανθρωπίνων φραγμών, έθνους, φυλής, γλώσσας, μέσα στην «καινή κτίσι» της Βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό στην Ορθοδοξία υπήρχε πάντοτε σεβασμός των εθνολογικών, γεωγραφικών, γλωσσικών και εθιμικών ιδιαιτεροτήτων. Οι ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας ποτέ δεν επέβαλαν κάποια γλώσσα ή κάποιο πολιτισμό. Βοήθησαν τους διαφόρους λαούς ν’ αναπτύξουν τη δική τους γλώσσα και τη δική τους παράδοσι, σε βαθμό που να μπορή η ορθόδοξη πίστι να κατανοηθή απ’ αυτούς. Κλασσικό παράδειγμα ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, που δημιούργησαν το αλφάβητο των Σλάβων. Μέσα στο πλαίσιο του οικουμενικού χαρακτήρα της Ορθοδοξίας κατανοείται ή ύπαρξι πατριαρχείων και αυτοκεφάλων Εκκλησιών εντός της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Γιατί η οικουμενικότητα στην Εκκλησία δεν σχετίζεται με την ύπαρξι μιας ανωτάτης Εκκλησιαστικής αρχής· ούτε με την υποταγή των τοπικών Εκκλησιών στην αρχαιότερη ή επισημότερη. Όλες οι Εκκλησίες είναι ισότιμες καθολικές Εκκλησίες. Όλοι οι επίσκοποι ίσοι.
Η οικουμενικότητα στην Ορθοδοξία εκφράζεται ως ταυτότητα πίστεως, ως ταυτότητα λατρευτικής ζωής και ως διοικητική ταυτότητα, που σχετίζεται με την αποστολική διαδοχή. Και τα Πατριαρχεία ακόμη δεν είναι θεσμοί πάνω από την Εκκλησία αλλά εκφράσεις της συνοδικότητός της. Αναπτύχθηκαν ως συνοδικοί θεσμοί σε διάφορες περιοχές. Το ίδιο και οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Διότι ενώ οι τοπικές Εκκλησίες μεταξύ τους είναι ανεξάρτητες, οργανικά συνδέονται και εκφράζονται δια του θεσμού των Συνόδων. Και για να υπάρξη σύνοδος χρειάζεται μια κεφαλή. Έτσι ο 34ος κανών των αποστόλων ορίζει, ότι οι επίσκοποι ενός τόπου πρέπει ν’ αναγνωρίσουν μια κεφαλή. Αλλά ο κανόνας τονίζει, ότι αφ’ ενός οι επίσκοποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς τον πρώτο, αλλά και ο πρώτος τίποτα χωρίς αυτούς. Εκτροπές στη πράξι συμβαίνουν αλλά η δεοντολογία της Ορθοδοξίας είναι αυτή.
Είναι ολοφάνερο επίσης ότι μέσα στα πλαίσια του οικουμενικού χαρακτήρος της Ορθοδοξίας δεν έχει καμμία θέσι ο εθνικισμός.




Στην Αποκάλυψι ο Κύριος μας, παραγγέλει στον επίσκοπο της Εκκλησίας των Θυατείρων και μέσου αυτής στην Εκκλησία όλων των αιώνων· «ού βάλλω εφ’ υμάς άλλο βάρος, πλην ό έχετε κρατήσατε άχρις ού αν ήξω». Ποιο είναι το βάρος το οποίο πρέπει να κρατήσουμε μέχρι την Β΄ παρουσία του Κυρίου; Το βάρος το οποίο δεν αυξομειώνεται αλλά παραμένει σταθερό; Λέγουν οι ερμηνευτές ότι υπό την φράσι αυτή νοείται το παραδεδομένο ευαγγέλιο, η παραδεδομένη πίστι, η ορθοδοξία μας.
Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί πρέπει να συνειδητοποιούν σαφώς ότι η πίστη την οποία διατηρούν και ομολογούν έχει οικουμενικό και καθολικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία δεν καλείται μόνο να διδάσκει τα δικά της τέκνα αλλά και να μαρτυρεί την αλήθεια σε όσους την εγκατέλειψαν. «Πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;» (Ρωμ. 10.14). Το χρέος των Οροδόξων χριστιανών είναι να μαρτυρούν εκείνη την αλήθεια, τη διαφύλαξη της οποίας ανέλαβε για πάντα η Εκκλησία, διότι, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο «Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί» (Α Κορ. 3.9).
 H δράση του ΠΣΕ
 Ο οικουμενισμός αναμφισβήτητα διέρχεται μια σοβαρή και παρατετα­μένη κρίση. Πολλοί κάνουν λόγο για «οικουμενικό χειμώνα».Η παρου­σία της Ορθοδοξίας στην ενεργό δράση του ΠΣΕ είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Και αυτή της την υποχρέωση η επίσημη Ορθοδοξία πρόσφατα την επαναβεβαίωσε με το Μήνυμα των Προκαθημένων της, παρά τις αντί­ξοες ιστορικές συγκυρίες. Η παρουσία όμως αυτή είναι εφικτή και αποτε­λεσματική μόνο στη βάση μιας κοινής ή τουλάχιστο κοινά αποδεκτής θεο­λογικής μεθοδολογίας. Αυτό ακριβώς συνέβη με τεράστια επιτυχία κατά την πρώτη φάση του οικουμενικού διαλόγου, όταν η Ορθόδοξη θεολογία με τον πλούτο της ανατολικής πατερικής κληρονομιάς συνέβαλε αποφασι­στικά σε όλα τα μείζονος σημασίας θέματα.
Η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να πραγματοποιήσει ένα δημιουργικόάνοιγμα προςτον πολυπολιτισμικόκόσμο μας προσλαμβάνονταςτα προβλήματα και τουςπροβληματισμούςτου. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση των σημερινών κοινωνικών και πολιτιστικών πραγματικοτήτων του κόσμου μας μέσα από μια θεολογία τηςπολυπολιτισμικότητας, που δεν θα έχει ωστόσο τίποτε κοινό με το πνεύμα του συγκρητισμού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ακαταπαύστως προσεύχεται «υπέρ της των πάντων ενώσεως», συμμετέχει στην Οικουμενική Κίνηση από την έναρξή της και έχει συμβάλει στο σχηματισμό και την περαιτέρω ανάπτυξή της. Στην πραγματικότητα, η Ορθόδοξη Εκκλησία, λόγω του οικουμενικού πνεύματος από το οποίο διακρίνεται, καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας, αγωνίζεται για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Επομένως, η συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση δεν είναι καθόλου ξένη προς τη φύση και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεί συνεπή έκφραση της αποστολικής πίστεως μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και για την αντιμετώπιση νέων υπαρξιακών αιτημάτω.

14 Μαΐου γιορτάζουμε την απελευθέρωση της Θράκης.

 Η Ιστορική σημαία της Κομοτηνής!!!
600836_432792950150919_1104346960_n 
Η Θράκη υποδουλώνεται στους Οθωμανούς γύρω στο 1360. Τότε αρχίζει και μια ιστορία αιώνων γεμάτη αγώνες και θυσίες. Κάποια εποχή η Οθωμανική αυτοκρατορία παραχωρεί στους υπόδουλους την αυτοδιαχείριση των κοινοτικών πραγμάτων που αφορούσαν τη λατρεία, την εκπαίδευση, το οικογενειακό δίκαιο. Με αυτά τα δεδομένα προχώρησε η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη όλης της Θράκης στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς.
 
Το 1821 η Θράκη προσφέρει στον Αγώνα πλοία, χρήματα, ήρωες και ποταμούς αίματος. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο Μητροπολίτης Σωζοπόλεως Παΐσιος, ο Κάρπος Παπαδόπουλος, ο Αντώνιος και η Δόμνα Βυζβίζη κα. Όλες οι επαναστατικές ενέργειες διαλύθηκαν και οι επαναστάτες εξοντώθηκαν. Στη Φιλιππούπολη, στη Βάρνα, στην Αγχίαλο , στη Μεσημβρία, στη Μάκρη, στη Μαρώνεια, στην Αίνο, στη Σαμοθράκη κ.α.
Πολλά χρόνια αργότερα, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913 η Δυτική Θράκη επιδικάζεται στους Βούλγαρους. Ο Θρακιώτικος λαός εξεγείρεται, απωθεί τις Βουλγαρικές δυνάμεις, κηρύσσει την αυτονομία της περιοχής και σχηματίζει προσωρινή Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως, τηρώντας τους όρους της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, εγκαταλείπει τη Θράκη , η οποία παραδίνεται στους Βούλγαρους τον Οκτώβριο του 1913. Η ελευθερία κράτησε λοιπόν μόνο τρεις μήνες και έμελλε να αργήσει άλλα έξι χρόνια. Η Βουλγαρική κατοχή κατέστρεψε στα χρόνια που ακολούθησαν τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της τοπικής κοινωνίας. Σταμάτησε τον πολιτισμό και ερήμωσε όλη την περιοχή. 250.000 Έλληνες της Θράκης οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Δεκάδες χιλιάδες σφαγιάσθηκαν.Το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου βρίσκει την Τουρκία ηττημένη. Η Ελλάδα διεκδικεί ξανά όλη τη Θράκη. Τότε η Γαλλία, για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, δια του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής Γάλλου Φρανσουά ντ Εσπεραί διατάσσει τα συμμαχικά στρατεύματα να καταλάβουν τη Δυτική Θράκη, επίσημα, για λογαριασμό της συμμαχίας, ουσιαστικά όμως για την επίτευξη των δικών της βλέψεων. Το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919 τα συμμαχικά στρατεύματα με επικεφαλής τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο μπαίνουν στην Ξάνθη και στη συνέχεια ελευθερώνουν όλη τη Δυτική Θράκη από τους Βούλγαρους.Οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν στη Θράκη καθεστώς διασυμμαχικής κατοχής, ονομάζοντάς την “Χώρα της Θράκης”. Επίσημη γλώσσα ήταν η Γαλλική. Τη Διοίκηση της Θράκης ανέλαβε κατ΄ εξουσιοδότηση του Αρχιστράτηγου ο Στρατηγός Σαρπύ.Φτάνουμε έτσι στην 14η Μαΐου του 1920, ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός διατάσσεται να αναλάβει εξ ονόματος των συμμάχων την κατάληψη και διοίκηση της Δυτικής Θράκης, αντικαθιστώντας τα Γαλλικά στρατεύματα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Θράκη προσαρτάται οριστικά στην Ελλάδα.Οι Θρακιώτες μαθαίνουν το πολυπόθητο γεγονός στις 30 Ιουλίου 1920 από το εξής τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο της Θράκης: «Χαίρω μεγάλως αγγέλων υμίν ότι σήμερον εβδόμην επέτειον Συνθήκης Βουκουρεστίου υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μετά Τουρκίας, δι’ ης αι κυριότεραι σύμμαχοι δυνάμεις μεταβίβασαν ημίν Δυτικήν Θράκην».Σήμερα στη χαραυγή του 21ου αιώνα, η Θράκη στέκεται πια υπερήφανη και στολισμένη με τις ομορφιές της. Τις φυσικές, τις πολιτιστικές, τις πνευματικές. Αποτελώντας το ανατολικό άκρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχοντας αναγνωριστεί επιτέλους η σημασία της για την Ελλάδα, ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Η γεωπολιτική της θέση καθίσταται όλο και πιο σημαντική.Οι αγώνες και οι θυσίες των προγόνων μας δικαιώθηκαν. Ελεύθεροι συνεχίζουμε το έργο της ανάπτυξης και της προόδου. Το νόημα της σημερινής Επετείου είναι το χρέος μας να μη λησμονούμε την ιστορία μας και να αποτείουμε φόρο τιμής στους πρωταγωνιστές της.
Η Ιστορική σημαία της Κομοτηνής
Την παραμονή της 14ης Μαΐου, επετείου απελευθερώσεως της Κομοτηνής από τον ξένο ζυγό και την ημέρα της γιορτής, κατά τη παρέλαση αρχών και λαού, τιμάται ξεχωριστά η ιστορική σημαία της πόλης της Κομοτηνής.
Όπως βλέπουμε όλοι, η ιστορική σημαία της πόλης, είναι ένα πανί, ραμμένο κάπως βιαστικά, χωρίς μάλιστα τις κανονικές διαστάσεις της Σημαίας, που έχει γύρω του κρόσια. Πάνω στη σημαία είναι κεντημένες με άσπρη κλωστή, πέντε χρονολογίες. Στα 1913, 14 Ιουλίου, ήλθε στην Κομοτηνή τμήμα του Ελληνικού Στρατού. Η υποδοχή που του έγινε από το λαό, δεν περιγράφεται. Ο ενθουσιασμός και το παραλήρημα Ελλήνων και Μουσουλμάνων ήταν κάτι το ασύλληπτο. Επειδή δε το στρατιωτικό τμήμα δεν είχε δική του σημαία ο επί κεφαλής αξιωματικός ζήτησε μία σημαία από τους Κομοτηναίους. Τότε, κορίτσια της Κομοτηνής έραψαν βιαστικά και αμέσως τη σημαία αυτή, τη φιλοτέχνησαν με τα κρόσια και την παρέδωσαν στον επί κεφαλής του Στρατού. Η Σημαία υψώθηκε τότε στο Διοικητήριο – σημερινό κτίριο των δικαστηρίων – και κυμάτιζε εκεί επί όσες μέρες έμεινε ο στρατός μας στην πόλη.Όταν όμως ο στρατός πήρε διαταγή να αποσυρθεί για μεγάλη λύπη του πληθυσμού, την 6ην Αυγούστου του 1913, ο Κρητικός δεκανέας Παπαηλιάκης(δικηγόρος αργότερα Κρήτης) και με πρωτοβουλία του, πήρε μαζί του τη σημαία. Όταν δε πήγε με άδεια στην πατρίδα του, την παρέδωσε στον παππού του, οπλαρχηγό, με την παράκληση να την αποστείλει στο δήμαρχο Κομοτηναίων, όταν θα ελευθερωθεί πάλι η Κομοτηνή. Ο Παπαηλιάκης, τήρησε το λόγο του. Το 1920, όταν δήμαρχος Κομοτηνής ήταν ο αείμνηστος Απόστολος Σούζος, παρέλαβε τη σημαία αυτή, που συνοδεύονταν από μια συγκινητική και εμπνευσμένη επιστολή του κ. Παπαηλιάκη. Ο ίδιος ο Παπαηλιάκης αργότερα, ευτύχησε να επισκεφθεί ο ίδιος την πόλη μας και να εκφράσει προς αυτή και το λαό της τα αισθήματά του.
Η σημαία από τότε διαφυλάχθηκε στο Δημαρχείο Κομοτηνής, ιερό, ιστορικό κειμήλιο. Από του 1928, επί Δημαρχίας Σοφοκλή Κομνηνού καθιερώθηκε να γίνεται σε επίσημη τελετή, η έπαρσή της κάθε 14η Μαίου. Το 1941, όταν ξανά μπήκαν στην Κομοτηνή οι Βούλγαροι κατακτητές, ο τότε δημοτικός υπάλληλος αείμνηστος Νικόλαος Μακαρώνης, με κίνδυνο της ζωής του, παρέλαβε την ιστορική αυτή σημαία από το δημαρχείο και τη φύλαξε, μέσα σε σωλήνες θερμάστρας στο σπίτι του. Κι όταν ξαναγύρισαν οι νόμιμες ελληνικές αρχές, μετά το τέλος του πολέμου, την παρέδωσε και πάλι στο Δήμο και γι’ αυτό έτυχε μάλιστα ειδικής ευαρέσκειας από το Δήμο για τη πατριωτική του αυτή χειρονομία.
Περισσότερα εδω



πηγή
 

Ανθολόγιο κειμένων Μητροπολίτου Χαλεπίου Παύλου Yazigi


A.Η ΘΕΙΚΗ ΕΥΔΟΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΓΑΠΗ
«Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα»
«εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν».
Κατά την εορτή των Αγίων Θεοφανείων ψάλλει η εκκλησία αυτόν τον ύμνο, ο οποίος εξυμνεί δυο γεγονότα: την φανέρωση του Τριαδικού Θεού σ΄εμας, και τον ερχομό «ἐν ὀνόματι Κυρίου» του Ανθρώπου-Θεού Ιησού Χριστού.
mitrxalepioupaulos
Την ημέρα των Θεοφανείων αποκαλύφτηκε ο Τριαδικός Θεός στον άνθρωπο, αλλά και ο Άνθρωπος στον Θεό, δηλαδή ο άνθρωπος ο οποίος ευαρέστησε την καρδιά του Θεού. Αυτός είναι ο αγαπητός υιός και άνθρωπος «ἐν ᾧ εὐδόκησε» ο Θεός.
Αποκαλύφτηκε σ΄εμάς επίσης πως πραγματοποιείται η του Θεού ευδοκία, και έγινε φανερή η προτύπωση της εικόνας που οφείλουμε να την έχουμε και να την διατηρούμε για να ευαρεστούμε τον Θεό.
Την ωραιότητη αναφώνηση με την οποία ονομάζει ο Θεός Πατέρας τον ευάρεστο προς αυτόν άνθρωπο ήταν: «ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Ο Θεός «ἀγάπη ἐστί», αγαπά όλους χωρίς διάκριση, αλλά ο αγαπητός από τον Πατέρα υιός, είναι ακριβώς εκείνος ο οποίος αγαπά τον Πατέρα. Δηλαδή το χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εικόνας που εμφανίστηκε και ευφραίνει την καρδιά του Θεού δεν είναι μόνο η εικόνα του αγαπημένου ανθρώπου που τον δημιούργησε ο Θεός, όσο είναι η εικόνα του ανθρώπου ο οποίος αγαπά τον ουράνιο Πατέρα μέχρι τέλους, μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού.
Κατά καιρούς προσπάθησαν οι άνθρωποι, χριστιανοί ή μη, να ικανοποιούν τους Θεούς τους, ο καθένας ανάλογα με την πίστη του. Και πρόσφεραν στους θεούς λατρείες και θυσίες με σκοπό να κερδίσουν την ικανοποίησή τους. Έτσι οι πατέρες της Παλιάς Διαθήκης φύλαξαν τις εντολές του Θεού κατά γράμμα, και πρόσφεραν θυσίες και ολοκαυτώματα ως σημάδι συμφιλίωσης με τον Θεό. Οι προφήτες όμως ανάγγελλαν πολλές φορές ότι ο Θεός δεν ευαρεστείται με ολοκαυτώματα, ούτε συμφιλιώνεται με προσφορές, διότι η μετάνοια είναι η αληθινή εκδήλωση συμφιλίωσης, και η θυσία «τῷ Θεῷ» είναι πνεύμα συντετριμμένο και ταπεινωμένο.
Ο Θεός «ἀγάπη ἐστί», και θέλει όλα τα παιδιά Του να είναι πάντοτε «αγαπητά». Η σχέση μας με τον Θεό δεν μπορεί να είναι ούτε από φόβο ούτε για συμφέροντα, αλλά μόνο σχέση αγάπης, γι΄αυτό εκείνο που προσδοκεί και προσμένει από μας είναι η αγάπη.
Οι νηστείες, οι προσευχές, οι αγαθοεργίες, οι ελεημοσύνες, και όλες οι ποικίλες αρετές δεν τις χρειάζεται από μας ο Θεός, αλλά εμείς τις έχουμε ανάγκη, όχι για να τις προσφέρουμε σαν λύτρα ή εξιλέωση, διότι ο Θεός ούτε κριτής είναι ούτε δικαστής. Αλλά είναι Θεός της αγάπης. Όλες οι αρετές είναι αναγκαίες για να πλημμυρίζουν την καρδιά μας με την αγάπη του Θεού και του συνανθρώπου. Οι αρετές είναι τα μέσα που η αξιολόγησή τους βρίσκεται στο κατά πόσο μπορούν να μας μεταβάλλουν από σκληρούς ανθρώπους σε ευσπλαχνικούς, και να μεταστρέφουν την αγάπη μας από ασταθές πράγματα προς το Ένα, που είναι ο Ουράνιος μας Πατέρας.
Νηστεύουμε για να αγαπάμε τον Θεό, προσευχόμαστε και ευεργετούμε για τον ίδιο σκοπό… Όποια αρετή που δεν μας οδηγεί σε περισσότερη αγάπη και σε μεγαλύτερο έρωτα προς το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και του πλησίον μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο κόποι χωρίς καρπούς.
Ο Θεός είναι αγάπη και προσμένει από μας να τον αγαπούμε, και σ΄αυτό το σημείο εντάσσεται η σωτηρία μας.
Ο Θεός ευδόκησε όταν μπόρεσε να καλεί τον Μονογενή του Υιό «αγαπητό», και περιμένει να μας αποκαλεί με το ίδιο επίθετο. Ο Θεός φανερώθηκε την ημέρα των Θεοφανείων ως φιλάνθρωπος Πατέρας, και οφείλουμε σ΄αυτή την γιορτή να προσευχόμαστε για να γινόμαστε και εμείς παιδία Του αγαπητά και ευσπλαχνικοί άνθρωποι, τότε μπορεί να καλεί τον καθένα από μας: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Άμην.
B.Ο Κόσμος
kosmos
Η Εκκλησία δεν είναι κάποιο καταφύγιο που μας απομονώνει από τον κόσμο για να μας προφυλάξει από αυτόν, αλλά ένα σχολείο που μας προετοιμάζει και μας αποστέλλει για να κηρύξουμε στον κόσμο. Η Θεία Λειτουργία αρχίζει με τη είσοδο στη Βασιλεία: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός….» και τελειώνει με τη έξοδο προς τον κόσμο: «εν ειρήνη προέλθωμε»!
Η στάση μας απέναντι του Κόσμου δεν είναι ο φόβος ούτε η ανασφάλεια ούτε η περιφρόνηση ή αναχώρηση , αλλά η ευθύνη
Γ.Η Πρόνοια
Όσο αν και διαταράσσεται η Ζωή, θα μείνουμε σταθεροί και εν ειρήνη. Διότι όσο υπερβαίνουν οι δοκιμασίες της τις δυνάμεις μας περισσότερο υπερβαίνει Η πρόνοια του Θεού για μας τις δοκιμασίες της.
kosmos2
Υποστηρίζει ο Νίτσε πως «αν οι έγγαμοι δεν ζούσαν μαζί, θα πετυχαίναν οι περισσότεροι γάμοι”.
Όμως ο Ψαλμός 133 λέει: ” «Πόσο ωραίο είναι, πόσο ευχάριστο, να κατοικούν μαζί τα αδέρφια».
Στην πρωτότυπη γλώσσα του Ψαλμού (Εβραϊκά) η λέξη «μαζί» δεν σημαίνει απλώς «ο ένας με τον άλλον», αλλά «ο ένας για τον άλλον», δηλαδή να εργαζόμαστε με ενότητα και ομόνοια για ένα κοινό μέλλον. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον Νίτσε εμείς οι χριστιανοί λέμε πως “αν ζούμε ο ένας για τον άλλον και είμαστε μαζί, καμία διαφορά ή διαφωνία ή διαφορετικότητα, δεν μπορεί να βλάψει την επιτυχία της κοινής μας ζωής”.
Δ.«Μετανοεῖτε• ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»
Την πρώτη Κυριακή μετά των Θεοφανείων, αναγιγνώσκεται στην εκκλησία μας η ευαγγελική περικοπή που διηγείται την εξαφάνιση του λυχναριού και την εμφάνιση του Φωτός, την δύση του αστέρος και την ανατολή του ηλίου, την αναχώρηση του Προδρόμου και την έλευση του Χριστού. Ακούγοντας τότε ο Χριστός ότι ο Ιωάννης ο βαπτιστής συνελήφθη και εγκλείστηκε στη φυλακή, ήρθε στη Γαλιλαία και φανερώθηκε εκεί στους ανθρώπους, αφού πρώτα βαπτίστηκε από τον Ιωάννη και άρχισε την διδασκαλία Του. Έτσι εξαφανίζεται ο πρόδρομος και εμφανίστηκε ο ίδιος ο Κύριος, ο Ιησούς.
Όπως άλλοτε και σήμερα και πάντοτε, η ζωή συνδέθηκε, στη διάνοια των ανθρώπων, με το φως, γι’ αυτό ο Ιησούς ονόμασε τον εαυτό Του «φῶς τοῦ κόσμου», δηλώνοντας ότι είναι «η ζωή του κόσμου». Γι’ αυτόν το λόγο η ημέρα των Θεοφανείων λέγεται και ημέρα των φώτων, όπως ψάλλουν οι ύμνοι: «ἐπεφάνης σήμερον, τῆ οἰκουμένη, καὶ τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ΄ἡμᾶς». Και έτσι επαληθεύεται η προφητεία που έλεγε ότι: «Ὁ λαός Ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἷδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χῶρα καὶ σκιά θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αủυτοῖς» (Ησ. 8, 23. 9, 1).
Το φως όμως όταν φανερώθηκε στον κόσμο δεν το δέχτηκαν όλοι. Οι άνθρωποι αγάπησαν το σκότος περισσότερο από το φώς, διότι τα έργα τους ήταν πονηρά, όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του. Επομένως η αποδοχή του Φωτός προϋποθέτει και απαιτεί δυο πράγματα: πρώτα την φανέρωσή Του, και αυτό πραγματοποιήθηκε, και δεύτερον την από μας όρασή Του, και αυτό ελπίζεται. Πόσο σαφής είναι ο ευαγγελικός μακαρισμός που λέει: «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Συνήθως τα πάθη μας και οι υλικές και οι χοϊκές μας επιθυμίες γίνονται σαν κάλυμμα που μας εμποδίζει να αντικρίσουμε το φως, τα πάθη μας μάς αναγκάζουν να αποστρέψουμε την όρασή μας από το φως, κοιτάζοντας προς εκεί όπου φωλιάζουν μερικές επιθυμίες, διότι το φως τις βλάπτει.
Γενικώς το φως είναι αρεστός από τους ανθρώπους για πολλούς σπουδαίους λόγους. Το φως είναι ζωή, όπως λέγει η Άγια Γραφή, ότι από το ύδωρ και το φως διαμορφώθηκε η ζωή. Το φως επίσης φέρνει ζεστασιά και υγεία. Τα όντα συντηρούνταν με το φως. Μέσα στο φως μπορούμε να πορευόμαστε… Το σκοτάδι όμως, ήταν πάντοτε και παντού τόπος φόβου, ανησυχίας και αναμονής. Το φως αναδείχνει τους καιρούς και μας δίνει την αίσθηση της ζωντάνιας και της κίνησης. Το φως για τους ανθρώπους είναι σημείο αφετηρίας της ίδιας της ζωής. Γι΄ αυτό στο ευαγγέλιο του Ιωάννη ειδικά, και όταν γίνεται αναφορά στη ζωή, χρησιμοποιούμε την εικόνα του φωτός, επειδή η ζωή, όπως είναι χαραγμένο στη συνείδηση των ανθρώπων, προέρχεται από το φως.
Ταυτόχρονα όμως, το φως γίνεται δυσάρεστο όταν κυριαρχούν τα έργα του σκότους. Το ανθρώπινο δράμα είναι ήδη πραγματικότητα. Τούτο έγκειται στο ότι οι άνθρωποι αγάπησαν το σκότος και μίσησαν το φως, επειδή τους είναι ενοχλητικό.
Το φως μού αποκαλύπτει τον άλλον. Όποιος κάθεται σε ένα αφώτιστο σκοτεινό τόπο δεν μπορεί να αντιληφτεί κανέναν άλλον, εκτός από τον εαυτό του, κι’ αυτό είναι πράγμα ευχάριστο για τον εγωιστή. Όπως είπε ένας σύγχρονος φιλόσοφος ότι ο άλλος είναι η κόλασή μου. Εκείνος που αγαπά τον εαυτό του μόνο, μισεί το φως, διότι το φως τον αναγκάζει να δει πως κάποιος άλλος είναι πλησίον του. Το φως αποδεικνύει ότι εκεί βρίσκεται κάποιος που έχει ανάγκη, πράγμα το οποίο προκαλεί ενόχληση για τους αμέτοχους. Το φως με πιέζει να δω τα βάσανα και τους πόνους των ανθρώπων, κι’ αυτό δεν βολεύει τους αμελείς. Εκείνος που ζει μέσα στο σκοτάδι αναπαύεται κι εφησυχάζει μέσα στην ατομικότητά του και στην εσωστρέφειά του , εγκαθιστά τον εαυτό του πάνω σε κυρίαρχο και δεσποτικό θρόνο. Η αναρρίχησή του τούτη αποτελεί μοναδικό σκοπό της όλης ζωής του. Το φως όμως ελέγχει, διότι φανερώνει αυτό το ψέμα, και ενδεικτικά μας βεβαιώνει ότι η ζωή δεν υφίσταται στη φιλαυτία, αλλά στην αυτοθυσία, και ότι ο άλλος είναι ο κύριος και δεσπότης μου .. Η ζωή του ανθρώπου επομένως δεν επικεντρώνεται στην απομόνωσή του, αλλά στη έξοδό του από τον εαυτό του.
Η κόλασή μου λοιπόν, είναι ο ίδιος ο εαυτός μου, ενώ ο παράδεισος είναι ο άλλος ,ο κάθε πλησίον μου δηλ.. Το φως με καλεί να εξέρχομαι από τον εαυτό μου προς τον άλλο, έχοντας υπόψη μου ότι αυτή η κίνηση είναι μεν οδυνηρή, αλλά ταυτοχρόνως είναι η στενή και η μοναδική οδός που οδηγεί προς την ζωή. Το σκοτάδι είναι η αδιαφορία, ενώ το φως είναι η ευθύνη και η φροντίδα μου για τους άλλους. Το φως καθιστάει την ανάγκη του άλλου ως την δική μου ανάγκη.
Το φως δεν είναι ευχάριστο πολλές φορές διότι φανερώνει μια εικόνα του εαυτού μου ,την οποία προσπαθούσα παντοτινά να μη την αντικρίζω. Ο άνθρωπος τον γοητεύει ο έπαινος, και τον έλκει η εγωπάθεια να θεωρεί τον εαυτό του ως μεγάλη αξία. Έρχεται το φως και καταργεί αυτή τη μεγάλη του φαντασία και αποκαλύπτει την μικρότητά του. Μέσα στο φως δεν υπάρχει ούτε αλαζονεία ούτε υπεροψία και έπαρση , αντιθέτως, στο ουράνιο φως θρονιάζει η ταπεινοφροσύνη, επί της οποίας αποκτάει κανείς την αυτογνωσία. Στο φως βλέπω τα πλεονεκτήματά μου συνάμα και τα ελαττώματά μου. Και αναγνωρίζω στ’ αλήθεια ότι είμαι η αιτία πολλών προβλημάτων κι άλλων ζητημάτων και όχι ο άλλος όπως νόμιζα. Ακούσαμε ποτέ κάποιο υπερόπτη υπερήφανο να ομολογεί την υπερηφάνειά του; Ο υπερήφανος νομίζει ότι είναι ταπεινός και ο ταπεινόφρονας θεωρεί τον εαυτό του υπερήφανος . Το φως μάς εκπλήσσει, διότι αυτός ο παλαιός άνθρωπος, για τον οποίο κάνει λόγο ο απόστολος Παύλος, φανερώνεται. Τότε μόνο συνειδητοποιώ ότι οφείλω να γίνομαι αλλιώτικος. Το φως με διδάσκει την γλώσσα της αγάπης, και με πείθει ειλικρινά το να κατακρίνω τον εαυτό μου και όχι τους άλλους.
Υποσχεθήκαμε να γινόμαστε «υἱοὶ του φωτὸς» και να πορευόμαστε «ἕως τὸ φῶς ἔχουμε», και να ζούμε μέσα στο φως, να δεχτούμε την επιτίμηση και να αγαπούμε την ταπείνωση θυσιάζοντας τον εαυτό μας για τους άλλος.
Ποια είναι λοιπόν τα όπλα και τα μέσα που μας οδηγούν στου φωτός την οδό;
Οι βίοι των αγίων είναι φως που ρίχνουν άπλετο ουράνιο φως, που φωτίζει την ζωή μας. Το ευαγγέλιο είναι φως, η ζωή του Χριστού είναι φως. Το καλύτερο πρίσμα όμως του θείου φωτός είναι το μυστήριο της εξομολόγησης.
Στην εξομολόγηση αντιμετωπίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του σε σχέση με τον Θεό και τον πλησίον. Εκεί αντιλαμβάνεται τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του , αντιμετωπίζει τον εαυτό του ταπεινά, καταργώντας κάθε είδους υπεροψίας. Η εξομολόγηση, η Αγία Γραφή και η πνευματική καθοδήγηση, μας βοηθούν να προσεγγίζουμε την πραγματικότητα.
Η εκκλησία ορίζει αυτό το ιερό μυστήριο ως βάση της χριστιανικής μας ζωής. Η εξομολόγηση μάς κάνει «καθαρούς τῇ καρδίᾳ» και τότε μπορούμε να αντικρύσουμε τον Επιφανή Θεό ως φως του κόσμου. Ο Θεός χορηγεί το φως Του, αλλά η αποδοχή του φωτισμού παραμένει έργο του ανθρώπου. Το φως είναι εκδήλωση αγάπης του Θεού, και ο φωτισμός είναι η δίκη μας απόκριση στην αγάπη Του, είναι δηλαδή η απόφασή μας να ζούμε μονίμως γι’ αυτόν μέσα στο φως.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο όταν ο Ιησούς φανερώθηκε στους ανθρώπους ως φως, εγκαινίασε την δημόσια δράση Του με τη φράση: «μετανοεῖτε• ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Αμήν.

Η κατάργηση της ατομικότητας μέσα στη Θεία Λατρεία


anagnostis_
Η Ορθόδοξη χριστιανική λατρεία δεν είναι μια προσπάθεια εξιλέωσης ενός θυμωμένου Θεού· δεν είναι καθήκον που αν παραλείψουμε θα έχουμε νομικές συνέπειες· δεν είναι αναπαράσταση σκηνών και εικόνων που μας βοηθούν να νοιώθουμε καλύτερα· δεν είναι ανάμνηση παλαιών ιστορικών γεγονότων που δεν πρέπει να ξεχάσουμε· δεν είναι προσπάθεια να φαντασθούμε έναν πολύ ωραίο πνευματικό κόσμο για να εμπνευσθούμε· δεν είναι έξοδος στην ανάγκη συναισθηματικά κάπως να ανακουφισθούμε. Η ορθόδοξη λατρεία είναι μία κίνηση να διακρίνουμε τον αληθινό Θεό, ο οποίος διαρκώς φανερώνεται στην καθημερινότητα και πραγματικότητα της ζωής μας, να τοποθετηθούμε μέσα στους κόλπους της αγάπης Τον, να εκφράσουμε ανταποδοτικά την ευχαριστία και την αγάπη μας, να κοινωνήσουμε τελικά μαζί Του, να περιχωρήσουμε στη χάρη και ενέργειά Του, να ζήσουμε τη συγγένεια μαζί Του. [...]
Μέσα στη Θεία Λατρεία φανερώνεται ο Χριστός και δοξάζεται ο πιστός· «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθί εν δόξη». Τί όμως σημαίνει η με τον Χριστό φανέρωση του ανθρώπου εν δόξη;» Η έννοια του χωρίου είναι ασφαλώς εσχατολογική. Τότε θα γίνει η πλήρης φανέρωση της δόξης του Θεού, τότε θα δοξασθεί το τέλειον, δηλαδή ο Θεός, και τότε θα φανερωθεί και ο κάθε άνθρωπος εν δόξη. Εκτός όμως από την εσχατολογική διάσταση, η με τον Χριστό φανέρωση του ανθρώπου εν δόξη έχει να κάνει και με τον ανώτερο στόχο και προορισμό του καθενός μας. Στη Θεία Λατρεία οι πιστοί αποθέτουν όλες τις μέριμνες, αποχωρίζονται από τα γήινα, εικονίζουν μυστικώς τα Χερουβείμ, κοινωνούν του Αγίου Πνεύματος, αποθνήσκουν, ζουν τα έσχατα. Τα Άγιο Πνεύμα φανερώνει το Θεό στην ιστορία και στην Εκκλησία. Τον φανερώνει στην αιώνια βασιλεία Του· φανερώνει όμως και τον κάθε πιστό, το μυστήριο του ανθρώπου. [...]
Η λατρεία διαφέρει από την προσευχή – μεταξύ των άλλων – και κατά το ότι τελείται εν τω Ναώ, όχι εν τω ταμείω· σε συγκεκριμένες ώρες, όχι όποτε θέλουμε· με προσδιορισμένες εκφράσεις, όχι όπως επιλέγουμε.[...] Η λατρεία νοείται μόνο συλλογικά, εκκλησιαστικά. Δεν λατρεύει το Θεό κανείς μόνος του, ούτε ατό σπίτι του· Τον λατρεύει μαζί με άλλους και μέσα στο Ναό, με τους αδελφούς του και τους αδελφούς του Χριστού, σε ένα χώρο που δεν είναι δικός τον για κοινή χρήση, αλλά πιο κοντινός του γιατί είναι του Θεού. Δεν μαζευόμαστε στην εκκλησία για κανέναν άλλο λόγο παρά για να λατρεύσουμε όλοι και μαζί. Δεν γίνεται η λατρεία αν είμαστε αρκετοί αλλά όχι όλοι· ούτε πάλι αν είμαστε μεν όλοι αλλά χωριστά. Ο Θεός δεν λατρεύεται από τον καθένα μόνο του, αλλά λατρεύεται μόνον από την Εκκλησία ως καθολική οντότητα. Γι’ αυτό και η Θεία Λειτουργία κάνει το χώρο σημείο, μεταποιεί την ιστορία σε διαρκές «σήμερον» και παρόν, ενώνει τους πάντες, αφού και «τους κοσμικώς διεσπαρμένους ομοχώρους ποιεί».
Μέσα στη Θεία Λειτουργία οι λέξεις «πάντων», «πάσα» και «όλοι» διαπερνούν όλες σχεδόν τις ευχές· «πάντων των αγίων μνημονεύσαντες», αναφέρουμε όλους τους Αγίους μην μας ξεφύγει κανένας. Και όταν μνημονεύουμε τις ψυχές και τα ονόματα, καταλήγουμε με την ευχή κανείς να μην εξαιρεθεί: «Και πάντων και πασών». Η Θεία Λατρεία λοιπόν προσφέρεται από όλους και επίσης από όλους μαζί. Γι’ αυτό και δεν απορεί να είναι τοπική ούτε μερική, αλλά καθολική και οικουμενική. Η Εκκλησία ζει όλες τις λειτουργίες σαν μία· συγκεντρώνει
όλους τούς Ναούς, όλες τις αναίμακτες θυσίες που προσφέρονται από όλον τον κόσμο, συλλέγει τους πάντες και τα πάντα και τα προσφέρει θυσία ευάρεστη τω Θεώ. Αυτή η καθολικότητα εκφράzει τό μυστήριο της ενότητας.
Ποιός όμως είναι ο βαθύτερος λόγος να είμαστε όλοι και μαζί; Ας ανατρέξουμε στη δημιουργία μας. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και έπλασε και τον Αδάμ, είπε ότι «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον», γι’ αυτό και προχώρησε στη δημιουργία της Εύας. Και από τους πρωτοπλάστους γεννάται το ανθρώπινο είδος με όλες του τις ευλογίες και με όλο το στραβό πτωτικό φύραμα που στη συνέχεια απέκτησε. «Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον». Δεν είναι εγωισμός μόνο το να θέλει κανείς να είναι πρώτος, αλλά υπάρχει ένας άλλος ύπουλος εγωισμός, το να θέλει να είναι κανείς μόνος. Και αυτό είναι τραγικό. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα που ίσως ξαφνιάσει. Συχνά πηγαίνουμε στην εκκλησία, κρατούμε ένα βιβλιαράκι, κρυβόμαστε σε μια σκοτεινή γωνιά, δεν θέλουμε, να ασχολούμαστε με τίποτε άλλο και αν κανείς δίπλα μας κουνηθεί διαμαρτυρόμαστε ότι μας εμποδίζει να συγκεντρωθούμε. Μα στο Ναό δεν πηγαίνουμε για να συγκεντρωθούμε. Αν σκοπός μας ήταν η αυτοσυγκέντρωση, τότε ο χώρος του κελλιού μας θα ήταν καταλληλότερος. Στον Ναό πηγαίνουμε για να κοινωνήσουμε. Ο ένας να περιχωρήσει στη ζωή του άλλου και να ανοίξει τις πόρτες του και προς τα έξω, για να βγει ο ίδιος, και προς τα μέσα, για να μπουν οι άλλοι που θα φέρουν το Θεό. Πηγαίνουμε για να συγ-χωρηθούμε δηλαδή να μπούμε στον ίδιο χώρο. Πηγαίνουμε για να συγ-χρονισθούμε· δηλαδή να είμαστε ταυτόχρονοι στη δόξα μας προς το Θεό και στην παράστασή μας ενώπιόν Του. Πηγαίνουμε για να συν-αδελφωθούμε. Δεν πηγαίνουμε για να βάλουμε το μυαλό μας να πονοκεφαλιάσει με φίλαυτες απομονωτικές σκέψεις. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, χωρίς να δέχεται την ασεβή φασαρία, είναι ανεκτική στη σχετική αταξία, στη φυσική ανησυχία των μικρών παιδιών, στη δυσκολία απόλυτης προσαρμογής των ασθενών, των γερόντων ή των ψυχικά ασταθών, που όμως όλοι τα μέγιστα συμβάλλουν στην κοινωνία της θείας λατρείας. Οι Ναοί μας δεν αποτελούν χώρους απόλυτης συμμετρίας ή επιβεβλημένης τάξης και οργάνωσης, αλλά χώρους όπου το τυπικό, η ευταξία, οι διατάξεις διευκολύνουν την μεταξύ μας και μετά του Θεού κοινωνία. Αυτός είναι και ο λόγος που οι λατρευτικές ευκαιρίες μας αποκαλούνται συνάξεις, το κατ’ εξοχήν μυστήριο κοινωνία, το δε σώμα του Χριστού Εκκλησία. Δεν γίνεται να κοινωνήσουμε το Θεό χωρίς να μπορέσουμε να κοινωνούμε μεταξύ μας• και δεν γίνεται να κοινωνούμε μεταξύ μας, αν δεν μπορέσουμε κάποτε να βγούμε από τον εαυτό μας. Και για να βγούμε από τον εαυτό μας, μάς βάζει η Εκκλησία εδώ που όλοι μαζί μαζευόμαστε, ξεχνώντας ο καθένας τη δική του αυτοσυγκέντρωση, το δικό του εαυτό.
Στη Θεία Λειτουργία πηγαίνουμε για να βρούμε τη θέση μας μέσα στο Άγιο Ποτήριο, να ακουμπήσουμε το Χριστό, να βρεθούμε με όλο τον κόσμο, όλη την κτίση, να συγχωρηθούμε με τους συνανθρώ-πους μας, να τους νιώσουμε ότι είναι κομμάτια της υποοστάσεώς μας, μέλη τού δικού μας σώματος, για να αισθανθούμε ότι όλοι μαζί είμαστε μέλη του Χρι¬στού. Αυτό είναι η ζωή και η πίστη που εμπερικλείει η Θεία Λατρεία μας. Όταν ζει κανείς τη χάρη του συνδέσμου με το Χριστό, όχι μόνον ως προσωπικό γεγονός αλλά κυρίως ως εκκλησιαστικό γεγονός, όταν δηλαδή ζει το ότι όλοι μας είμαστε μέλη του αιωνίου σώματος του Χριστού, πολίτες της βασιλείας Του, μέτοχοι της αιωνιότητας από αυτήν τη στιγμή, τότε αρχίζει να χαράζει ο καρπός του μυστηρίου στην καρδιά. Συγχωρεμένοι, αγαπημένοι, ενωμένοι εν τη Εκκλησία μπορούμε να μυσταγωγηθούμε στό μυστήριο του Θεού και να προετοιμάσουμε έτσι το έδαφος της ψυχής μας για να δέχεται τη χάρη του Θεού. Τότε κανείς παύει να παρακολουθεί, αλλά συμμετέχει στη θεία Λατρεία.
(Από εισήγησή του που έγινε στο Στ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 23 Σεπτεμβρίου 2004)

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς--Ανακοίνωσις Απέτυχε η ημερίδα «Κρίση και δημοκρατική νομιμότητα»


 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 14ῃ  Μαΐου 2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ



Ἡ ἡμερίδα πρωτοβουλίας μελῶν τῆς ΣΦΕΑ (1967-1974) «Κρίση καί δημοκρατική νομιμότητα» στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Δήμου Ἀθηναίων μέ τήν συμμετοχή ἐκλεκτῶν ὁμιλητῶν δυστυχῶς ἀπέτυχε παταγωδῶς νά προσδιορίση καί νά καταδείξη τήν αἰτία τοῦ προβλήματος πού μελέτησε. Εἶναι ἐξόχως λυπηρό ὅτι ἰδεοληψίες καί κατευθυνόμενη σκέψη ἀποστεροῦν ἀπό πολυσήμαντες προσωπικότητες τήν δυνατότητα ὀρθῆς διάγνωσης ἑνός προβλήματος καί αὐτό κατεδείχθη πληρέστατα στό συγκεκριμένο forum διότι ὅσα ἐτονίσθησαν ἀπό τούς ὁμιλητές ἦταν πράγματι ἀξιόλογα καί ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρα ἀλλά ἀγνόησαν παντελῶς τήν οὐσία τοῦ προβλήματος τήν ὁποία καί δέν τόλμησαν νά ψαύσουν οὔτε κἄν ἀκροθιγῶς.


Ὅπως ἔχει πλέον ἀποδειχθῆ τό κόμμα τοῦ Λαϊκοῦ Συνδέσμου «Χρυσή Αὐγή» ἐμπεριέχει ἀποκρυφιστικές καί παγανιστικές θέσεις καί ἀπόψεις καί ὅπως προκύπτει ἀπό τήν παλαιότερη ἀναφορά τοῦ Γενικοῦ του Γραμματέως στόν Ἰρλανδό ἀποκρυφιστή ποιητή Οὐΐλιαμ Γιέιτς τό κοσμοείδωλο τοῦ χώρου εἶναι δάνειο ἀπό τό ἑρμητικό ἀποκρυφιστικό-παγανιστικό τάγμα Χρυσή Αὐγή τοῦ 19ου αἰ., τοῦ ὁποίου ἐπίλεκτο στέλεχος ὑπῆρξε ὁ Γιέιτς καθώς καί ὁ μαῦρος μάγος σατανιστής ἀποκρυφιστής Ἄλιστερ Κρόουλι καί τό ὁποῖο εἶναι «στρατιωτικῶς» συντεταγμένο μέ πρόταγμα τόν ἐθνικισμό, ὁ ὁποῖος διακρίνεται οὐσιωδῶς ἀπό τήν ὀρθή ἰδεολογική στάση τόν ἐθνισμό, πού προωθεῖ τήν καλλιέργεια τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως χωρίς νά δείχνει περιφρόνηση στήν ἱστορία καί τήν ταυτότητα ἄλλων ἐθνῶν. Μνημειώδης παραμένει ἡ ρήση τοῦ ἀειμνήστου Σ. Ντέ Γκώλ: «Πατριωτισμός εἶναι ὅταν βάζεις πάνω ἀπ’ ὅλα τήν ἀγάπη γιά τήν χώρα σου. Ἐθνικισμός εἶναι ὅταν βάζεις πάνω ἀπ’ ὅλα τό μῖσος γιά τίς ἄλλες».
Στό συγκεκριμένο forumἀπέτυχαν νά προσεγγίσουν τήν οὐσία τῆς δημοσκοπικῆς ἀνόδου τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς στήν ἑλληνική κοινωνία καί νά τήν ἀναλύσουν καί περιορίστηκαν σέ παρωχημένες διαπιστώσεις καί σέ ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις. Αὐτό λοιπόν πού δέν εἰπώθηκε στό forumκαί ἀποστελεῖ τήν αἰτία τῆς ἀνόδου τοῦ Λαϊκοῦ Συνδέσμου Χρυσή Αὐγή εἶναι ἡ ἀνυπαρξία τοῦ Κράτους καί ἡ συμπόρευση τῶν λεγομένων «προοδευτικῶν» δυνάμεων στό μεῖζον καί κεφαλαιῶδες θέμα τῆς λαθρομετανάστευσης πού ἀναλύεται σέ «εἰρηνική κατάληψη» τῆς χώρας, σέ ἀλλοίωση τῆς δημογραφικῆς καί ἐθνοτικῆς συνθέσεως τοῦ τόπου, σέ γκετοποίηση πολλῶν περιοχῶν τοῦ λεκανοπεδίου καί σέ τραγική αὔξηση τῆς ἐγκληματικότητος.
Ὅσο λοιπόν τό ἀνύπαρκτο Ἑλληνικό κράτος, ἡ γελοιοδεστάτη Εὐρωπαϊκή ἀστυνομία Frontex καί ἡ ἐφαρμογή τῆς συμφωνίας Δουβλῖνο2, πού περιορίζονται στό νά καθιστοῦν τήν Ἑλλάδα μέ τήν σφραγίδα τους ἀνθρωποαποθήκη καί οἱ λεγόμενες «προοδευτικές» πολιτικές δυνάμεις ἀνέχονται ἤ συντηροῦν ἤ προωθοῦν τό τρομακτικό πρόβλημα τῆς λαθρομετανάστευσης καί τίς πρόδηλες συνέπειές του, τόσο ἡ Χρυσή Αὐγή δημοσκοπικά θά αὐξάνει παρ’ ὅλες τίς δημοκρατικές κορῶνες τῶν ἀγωνιστῶν τῆς δημοκρατίας.
Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...