Ἡ ἀληθινὴ πίστη εἶναι θεμέλιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ θύρα τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καὶ νίκη ἄκοπη τῶν ἐχθρῶν, καὶ πιὸ ἀναγκαία ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀρετή, καὶ φτερὰ τῆς προσευχῆς, καὶ κατοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ ὅποιος ποθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει, ἔχει χρέος νὰ ὑπομένει κάθε δοκιμασία ποὺ θὰ τοῦ ἔρθει ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ποικίλους λογισμούς, γιὰ τοὺς ὁποίους κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοήσει τελείως, οὔτε νὰ μιλᾶ γι’ αὐτούς, ἢ νὰ τοὺς βρεῖ, παρὰ μονάχα ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας διάβολος.
Ἀλλὰ ἂς ἔχει θάρρος ὁ ἄνθρωπος αὐτός· γιατί ἂν νικήσει τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται κατεπάνω του μὲ τόση βία καὶ συγκρατεῖ τὸ νοῦ του ὥστε νὰ μὴν ὑποχωρήσει στοὺς λογισμοὺς ποὺ φυτρώνουν μέσα στὴν καρδιά του, θὰ νικήσει μὲ μία ὅλα τὰ πάθη. Γιατί δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ νίκησε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ποὺ ἦρθε μέσα του μὲ τὴν πίστη. Γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους λέει ὁ Χριστὸς ὅτι «ὅποιος ἔχει πίστη σὰν κόκκο σιναπιοῦ κλπ.» (Λουκ. 17, 6).
Ἀλλὰ καὶ ἂν ὁ λογισμὸς του ἐξασθενήσει καὶ ὑποχωρήσει, νὰ μὴ δειλιάσει, οὔτε νὰ ἀπελπιστεῖ, οὔτε νὰ νομίζει ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὴν ψυχὴ του ἐκεῖνα ποὺ λέγονται ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ κακοῦ, τὸν διάβολο. Ἀλλὰ νὰ πράττει μὲ ἐπιμέλεια καὶ ὑπομονὴ τὴν κατὰ δύναμη ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τὴ φύλαξη τῶν ἐντολῶν, μὲ ἡσυχία καὶ σχόλη κατὰ Θεὸν καὶ ἀποχὴ ἀπὸ ἑκούσιους λογισμούς, ὥστε ἀφοῦ κινήσει ὁ ἐχθρὸς κάθε μηχανὴ καὶ φαντασία νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ δεῖ ὅτι δὲν προσέχει στὰ παιχνίδια καὶ τὰ σχήματα καὶ ὅλα τὰ νοήματα μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθεῖ νὰ τὸν τρομάξει, ἐνῶ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ψεύτικα παιχνίδια, νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ φύγει.
Καὶ ἀφοῦ μάθει μὲ τὴν πείρα ὁ ἐργάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἐχθροῦ, δὲν φοβᾶται πλέον τὶς μηχανές του, ἀλλὰ κάνει ἀνεμπόδιστα ὅ,τι θέλει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί μὲ τὴν πίστη στερεώνεται καὶ βοηθεῖται ἀπὸ τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο πίστεψε, ὅπως
εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ὅποιον πιστεύει» (Μάρκ. 9,23). Ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ πολεμᾶ τὸν ἐχθρό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει γι’ αὐτὸν μέσω τῆς πίστεως, ὅπως λέει καὶ ὁ Προφήτης: «Ἔχεις τὸν Ὕψιστο ὡς καταφύγιό σου κλπ.» (Ψαλμ. 90, 9).
εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ὅποιον πιστεύει» (Μάρκ. 9,23). Ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ πολεμᾶ τὸν ἐχθρό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει γι’ αὐτὸν μέσω τῆς πίστεως, ὅπως λέει καὶ ὁ Προφήτης: «Ἔχεις τὸν Ὕψιστο ὡς καταφύγιό σου κλπ.» (Ψαλμ. 90, 9).
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν φροντίζει πλέον καθόλου γιὰ τίποτε, γιατί γνωρίζει ὅτι «τὸ ἱππικὸ ἑτοιμάζεται γιὰ πόλεμο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ ἔρθει ἡ νίκη» (Παροιμ. 21, 31), ὅπως λέει ὁ Σολομῶν.
Καὶ μὲ τὴν πίστη ἔχει τόλμη καὶ ἐπιχειρεῖ τὰ πάντα, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ: «Ἀπόκτησε πίστη καὶ μὲ αὐτὴ θὰ καταπατήσεις τοὺς ἐχθρούς σου». Γιατί δὲ ζεῖ σὰν αὐτεξούσιος, ἀλλὰ ὁδηγεῖται σὰν κάποιο κτῆνος ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ Προφήτης: «Ἔγινα κοντά σου ὅπως τὸ κτῆνος καὶ εἶμαι παντοτινὰ μαζί σου» (Ψάλμ. 72, 22-23). «Θέλεις, —λέει στὸν Θεὸ— νὰ μὲ ἀναπαύσεις δίνοντάς μου τὴ γνώση Σου; δὲν ἀντιλέγω. Θέλεις πάλι γιὰ χάρη ταπεινώσεως νὰ παραχωρήσεις νὰ ἔχω πειρασμούς; Εἶμαι ἐπίσης σύμφωνος· δὲν ἔχω τίποτε δικό μου νὰ κάνω.
Χωρὶς Ἐσένα οὔτε θὰ ἐρχόμουν ἀπὸ τὸ μηδὲν στὴν ὕπαρξη, οὔτε νὰ ζήσω, οὔτε νὰ σωθῶ μπορῶ. Ὅ,τι θέλεις, κάνε στὸ πλάσμα Σου. Πιστεύω ὅτι ἐπειδὴ εἶσαι ἀγαθός, θὰ κάνεις ἀγαθὰ σ’ ἐμένα μὲ τοὺς τρόπους τῆς Θείας οἰκονομίας Σου, καὶ ἂν ἀκόμη γιὰ τὸ συμφέρον μου δὲν τὰ γνωρίζω. Μὰ οὔτε καὶ εἶμαι ἄξιος νὰ τὰ μάθω, οὔτε ζητῶ νὰ τὰ μάθω γιὰ νὰ ἔχω ἀνακούφιση· ἴσως νὰ μὴ μὲ συμφέρει. Οὔτε τολμῶ νὰ ζητήσω ἐλάφρυνση ἀπὸ κάποιο πόλεμο, μ’ ὅλο ποὺ εἶμαι ἀδύνατος καὶ μὲ καταπονοῦν ὅλα, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω τί μὲ συμφέρει.
Ἐσὺ γνωρίζεις τὰ πάντα, καὶ ὅπως γνωρίζεις, κάνε· μόνο νὰ μὴν ἀποτύχω ὅ,τι καὶ ἂν συμβεῖ, ἀλλὰ εἴτε θέλω, εἴτε δὲν θέλω, σῶσε με· κι αὐτὸ πάλι ἄν σοῦ ἀρέσει. Ἐγὼ δὲν ἔχω δικό μου θέλημα. Εἶμαι μπροστά Σου σὰν ἄψυχος. Τὴν ψυχή μου ἐμπιστεύομαι στὰ ἀμόλυντα χέρια Σου, καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ στὴ μέλλουσα. Ἐσὺ Κύριε ὅλα μπορεῖς καὶ ὅλα γνωρίζεις καὶ κάθε καλὸ θέλεις γιὰ ὅλους, καὶ ποθεῖς πάντοτε τὴ σωτηρία μου. Καὶ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ ὅλες τὶς εὐεργεσίες, ποὺ ἔκανες καὶ κάνεις πάντοτε σ’ ἐμᾶς κατὰ χάρη, φανερὰ καὶ κρυφά, ὅσες γνωρίζουμε καὶ ὅσες δὲν γνωρίζουμε, καὶ ἀπὸ τὴν ἀκατανόητη συγκατάβασή Σου σ’ ἐμᾶς, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ.
Ἐγὼ ὅμως ποιὸς εἶμαι πού τολμῶ νὰ ἀναφέρομαι σὲ Σένα, καρδιογνώστη; Ἀλλὰ τὰ λέω αὐτὰ γιὰ νὰ γνωστοποιήσω στὸν ἑαυτό μου καὶ στοὺς ἐχθροὺς ὅτι σὲ Σένα καταφεύγω, τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας μου. Ἰδοὺ ἔμαθα ἀπὸ τὴ χάρη Σου ὅτι Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου, καὶ δὲν τολμῶ πλέον νὰ λέω πολλά, ἀλλὰ θέλω μόνο νὰ παρουσιάσω μπροστὰ σὲ Σένα τὸ νοῦ μου ἀργό, κουφὸ καὶ ἄλαλο.
Ὄχι ἐγώ, ἡ χάρη Σου ἐργάζεται τὸ πᾶν. Γιατί δὲν γνωρίζω νὰ ἔκανα ποτὲ κανένα καλό, παρὰ πλήθη κακῶν, καὶ γι’ αὐτὰ πέφτω μπροστὰ σὲ Σένα μὲ τὸ σχῆμα τοῦ δούλου, ἐπειδὴ μὲ ἀξίωσες νὰ μετανοῶ καὶ ἐπειδὴ εἶμαι δοῦλος Σου καὶ παιδὶ τῆς δούλης Σου (Ψάλμ.115,7).
Ἀλλὰ μὴ μὲ ἀφήσεις Κύριέ μου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ μου, νὰ κάνω ἢ νὰ λέω ἢ νὰ σκέφτομαι ἐκεῖνα ποὺ δὲν θέλεις, γιατί μοῦ φτάνει τὸ πλῆθος τῶν προηγουμένων μου ἁμαρτιῶν· ὅπως θέλεις, ἐλέησέ με. Ἁμάρτησα, ἐλέησέ με ὅπως γνωρίζεις. Πιστεύω Κύριε ὅτι ἀκοῦς τὴν ἐλεεινή μου αὐτὴ φωνή. Βοήθησέ με στὴν ἀπιστία μου (Μαρκ. 9, 24), Ἐσὺ πού μοῦ χάρισες τὴ ζωὴ καὶ μὲ ἀξίωσες νὰ εἶμαι Χριστιανός.
Τὸ θεωρῶ πολὺ μεγάλο, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος, ποὺ μὲ κάλεσες νὰ γίνω μοναχὸς καὶ Χριστιανός. Ὅπως εἶπες, Κύριε, σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους Σου: “Εἶναι μεγάλη τιμή σου τὸ ὅτι καλεῖσαι μὲ τὸ ὄνομά Μου”(Ἡσ. 49, 6). Αὐτὸ εἶναι καλύτερο σὲ μένα ἀπὸ ὅλες τὶς βασιλεῖες τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, μόνο νὰ μὴν ἀποτύχω νὰ καλοῦμαι μὲ τὸ γλυκύτατο ὄνομά Σου. Πολυέλεε Κύριε, σὲ εὐχαριστῶ, κλπ.».
Ὅπως λοιπὸν ἄλλα ἀναγνώσματα ἁρμόζουν στὸν πρακτικὸ καὶ ἄλλα λόγια καὶ δάκρυα καὶ προσευχή, ἔτσι κι αὐτὴ εἶναι διαφορετικὴ πίστη ἀπὸ τὴν πρώτη ποὺ γεννᾶ τὴν ἡσυχία. Γιατί ἐκείνη εἶναι πίστη τῆς ἀκοῆς, ἐνῶ αὐτὴ εἶναι τῆς θεωρίας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, καὶ ἡ θεωρία εἶναι πιὸ σίγουρη ἀπὸ τὴν ἀκοή. Ἀπὸ τὴ φυσικὴ γνώση γεννιέται ἡ πρώτη καὶ κοινὴ πίστη τῶν ὀρθοδόξων, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται ἡ κατὰ Θεὸν σχόλη, ὅπως εἴπαμε, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἀνάγνωση, ἡ ψαλμωδία, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἐρώτηση τῶν ἐμπείρων. Καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ γεννιοῦνται οἱ ἀρετὲς τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ἡ φύλαξη τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες γεννιέται ἡ μεγάλη πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ τέλεια ἀγάπη, ποὺ ἁρπάζει τὸ νοῦ στὸν Θεό, ὅπως εἴπαμε, κατὰ τὴν προσευχή, ὅταν κανεὶς ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ νοερά, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νεῖλος.
Τὰ λόγια της προσευχῆς γράφτηκαν μιὰ φορά, γιὰ νὰ ἀπευθύνει πάντα τὴν ἴδια προσευχὴ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ παραστήσει τὸ νοῦ τοῦ ἀκίνητο μπροστὰ στὴν Ἁγία καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα, πιστεύοντας ὅτι βλέπεται ἀπὸ Αὐτήν, ἂν καὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ βλέπει ὁ ἴδιος τὸ παραμικρό· νὰ ἔχει τὸ νοῦ του ἄμορφο, ἀσχημάτιστο, ἀχρωμάτιστο, ἀτάραχο, ἀπερίσπαστο, ἀκίνητο, ἄυλο, νὰ μὴν βρίσκεται σὲ τίποτε ἀπ’ ὅσα νοοῦνται καὶ κατανοοῦνται στὴν κτίση, ἀλλὰ μέσα σὲ μιὰ βαθιὰ εἰρήνη καὶ τέλεια ἀταραξία νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεό, καὶ νὰ ἔχει μόνο τὴν ἁγία μνήμη Του, μέχρις ὅτου φτάσει στὴν ἁρπαγὴ τοῦ νοῦ καὶ καταξιωθεῖ νὰ λέει ὅπως πρέπει τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου, τὸ Πάτερ ἡμῶν, ὅπως ἔκαναν ὁ ἅγιος Φιλήμων, ἡ ἁγία Εἰρήνη, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Ὁσίους. Τὰ παραπέρα εἶναι αὐταπάτη ποὺ γίνεται ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Γιατί τὸ Θεῖο εἶναι ἀόριστο καὶ ἀπερίγραπτο, καὶ ὁ νοῦς ποὺ συγκεντρώθηκε στὸν ἑαυτό του, ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ κατὰ χάρη νὰ ἐπιφοιτήσει ἐπάνω του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲ βαδίζουμε μὲ τὴν αἴσθηση, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη (Β΄ Κορ. 5, 7). Γι’ αὐτὸ ὀφείλομε νὰ κάνουμε πολὺν καιρὸ στὴν ἄσκηση, γιὰ νὰ σύρεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν πολυκαιρία μὲ πόθο στὰ Θεῖα ἐξαιτίας τῆς συνήθειας. Γιατί ἂν δὲ βρεῖ ὁ νοῦς κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, δὲν στρέφει τὴν ἐπιθυμία του σ’ αὐτό, καὶ δὲν ἀφήνει ἐκεῖνα ποὺ συνήθισε ἀπὸ τὴν πολυκαιρία. Ὅπως λοιπὸν οἱ φιλάνθρωποι καὶ ἀπαθεῖς δὲν βλάπτονται πολὺ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ βίου, γιατί τὰ διευθετοῦν καλά, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μεγάλα χαρίσματα, δεν ζημειώνονται γιατί ἀποδίδουν στὸν Θεὸ τὰ κατορθώματά τους.
Ἁπό το βιβλίο, «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν»,