Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014

Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός Ἡ ἀληθινή πίστη

Ἡ ἀληθινὴ πίστη εἶναι θεμέλιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ θύρα τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καὶ νίκη ἄκοπη τῶν ἐχθρῶν, καὶ πιὸ ἀναγκαία ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀρετή, καὶ φτερὰ τῆς προσευχῆς, καὶ κατοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ ὅποιος ποθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει, ἔχει χρέος νὰ ὑπομένει κάθε δοκιμασία ποὺ θὰ τοῦ ἔρθει ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ποικίλους λογισμούς, γιὰ τοὺς ὁποίους κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοήσει τελείως, οὔτε νὰ μιλᾶ γι’ αὐτούς, ἢ νὰ τοὺς βρεῖ, παρὰ μονάχα ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας διάβολος.

Ἀλλὰ ἂς ἔχει θάρρος ὁ ἄνθρωπος αὐτός· γιατί ἂν νικήσει τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται κατεπάνω του μὲ τόση βία καὶ συγκρατεῖ τὸ νοῦ του ὥστε νὰ μὴν ὑποχωρήσει στοὺς λογισμοὺς ποὺ φυτρώνουν μέσα στὴν καρδιά του, θὰ νικήσει μὲ μία ὅλα τὰ πάθη. Γιατί δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ νίκησε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ποὺ ἦρθε μέσα του μὲ τὴν πίστη. Γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους λέει ὁ Χριστὸς ὅτι «ὅποιος ἔχει πίστη σὰν κόκκο σιναπιοῦ κλπ.» (Λουκ. 17, 6).
Ἀλλὰ καὶ ἂν ὁ λογισμὸς του ἐξασθενήσει καὶ ὑποχωρήσει, νὰ μὴ δειλιάσει, οὔτε νὰ ἀπελπιστεῖ, οὔτε νὰ νομίζει ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὴν ψυχὴ του ἐκεῖνα ποὺ λέγονται ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ κακοῦ, τὸν διάβολο. Ἀλλὰ νὰ πράττει μὲ ἐπιμέλεια καὶ ὑπομονὴ τὴν κατὰ δύναμη ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τὴ φύλαξη τῶν ἐντολῶν, μὲ ἡσυχία καὶ σχόλη κατὰ Θεὸν καὶ ἀποχὴ ἀπὸ ἑκούσιους λογισμούς, ὥστε ἀφοῦ κινήσει ὁ ἐχθρὸς κάθε μηχανὴ καὶ φαντασία νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ δεῖ ὅτι δὲν προσέχει στὰ παιχνίδια καὶ τὰ σχήματα καὶ ὅλα τὰ νοήματα μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθεῖ νὰ τὸν τρομάξει, ἐνῶ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ψεύτικα παιχνίδια, νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ φύγει.
Καὶ ἀφοῦ μάθει μὲ τὴν πείρα ὁ ἐργάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἐχθροῦ, δὲν φοβᾶται πλέον τὶς μηχανές του, ἀλλὰ κάνει ἀνεμπόδιστα ὅ,τι θέλει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί μὲ τὴν πίστη στερεώνεται καὶ βοηθεῖται ἀπὸ τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο πίστεψε, ὅπως 
εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ὅποιον πιστεύει» (Μάρκ. 9,23). Ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ πολεμᾶ τὸν ἐχθρό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει γι’ αὐτὸν μέσω τῆς πίστεως, ὅπως λέει καὶ ὁ Προφήτης: «Ἔχεις τὸν Ὕψιστο ὡς καταφύγιό σου κλπ.» (Ψαλμ. 90, 9).
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν φροντίζει πλέον καθόλου γιὰ τίποτε, γιατί γνωρίζει ὅτι «τὸ ἱππικὸ ἑτοιμάζεται γιὰ πόλεμο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ ἔρθει ἡ νίκη» (Παροιμ. 21, 31), ὅπως λέει ὁ Σολομῶν.
Καὶ μὲ τὴν πίστη ἔχει τόλμη καὶ ἐπιχειρεῖ τὰ πάντα, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ: «Ἀπόκτησε πίστη καὶ μὲ αὐτὴ θὰ καταπατήσεις τοὺς ἐχθρούς σου». Γιατί δὲ ζεῖ σὰν αὐτεξούσιος, ἀλλὰ ὁδηγεῖται σὰν κάποιο κτῆνος ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ Προφήτης: «Ἔγινα κοντά σου ὅπως τὸ κτῆνος καὶ εἶμαι παντοτινὰ μαζί σου» (Ψάλμ. 72, 22-23). «Θέλεις, —λέει στὸν Θεὸ— νὰ μὲ ἀναπαύσεις δίνοντάς μου τὴ γνώση Σου; δὲν ἀντιλέγω. Θέλεις πάλι γιὰ χάρη ταπεινώσεως νὰ παραχωρήσεις νὰ ἔχω πειρασμούς; Εἶμαι ἐπίσης σύμφωνος· δὲν ἔχω τίποτε δικό μου νὰ κάνω.
Χωρὶς Ἐσένα οὔτε θὰ ἐρχόμουν ἀπὸ τὸ μηδὲν στὴν ὕπαρξη, οὔτε νὰ ζήσω, οὔτε νὰ σωθῶ μπορῶ. Ὅ,τι θέλεις, κάνε στὸ πλάσμα Σου. Πιστεύω ὅτι ἐπειδὴ εἶσαι ἀγαθός, θὰ κάνεις ἀγαθὰ σ’ ἐμένα μὲ τοὺς τρόπους τῆς Θείας οἰκονομίας Σου, καὶ ἂν ἀκόμη γιὰ τὸ συμφέρον μου δὲν τὰ γνωρίζω. Μὰ οὔτε καὶ εἶμαι ἄξιος νὰ τὰ μάθω, οὔτε ζητῶ νὰ τὰ μάθω γιὰ νὰ ἔχω ἀνακούφιση· ἴσως νὰ μὴ μὲ συμφέρει. Οὔτε τολμῶ νὰ ζητήσω ἐλάφρυνση ἀπὸ κάποιο πόλεμο, μ’ ὅλο ποὺ εἶμαι ἀδύνατος καὶ μὲ καταπονοῦν ὅλα, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω τί μὲ συμφέρει.
Ἐσὺ γνωρίζεις τὰ πάντα, καὶ ὅπως γνωρίζεις, κάνε· μόνο νὰ μὴν ἀποτύχω ὅ,τι καὶ ἂν συμβεῖ, ἀλλὰ εἴτε θέλω, εἴτε δὲν θέλω, σῶσε με· κι αὐτὸ πάλι ἄν σοῦ ἀρέσει. Ἐγὼ δὲν ἔχω δικό μου θέλημα. Εἶμαι μπροστά Σου σὰν ἄψυχος. Τὴν ψυχή μου ἐμπιστεύομαι στὰ ἀμόλυντα χέρια Σου, καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ στὴ μέλλουσα. Ἐσὺ Κύριε ὅλα μπορεῖς καὶ ὅλα γνωρίζεις καὶ κάθε καλὸ θέλεις γιὰ ὅλους, καὶ ποθεῖς πάντοτε τὴ σωτηρία μου. Καὶ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ ὅλες τὶς εὐεργεσίες, ποὺ ἔκανες καὶ κάνεις πάντοτε σ’ ἐμᾶς κατὰ χάρη, φανερὰ καὶ κρυφά, ὅσες γνωρίζουμε καὶ ὅσες δὲν γνωρίζουμε, καὶ ἀπὸ τὴν ἀκατανόητη συγκατάβασή Σου σ’ ἐμᾶς, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ.
Ἐγὼ ὅμως ποιὸς εἶμαι πού τολμῶ νὰ ἀναφέρομαι σὲ Σένα, καρδιογνώστη; Ἀλλὰ τὰ λέω αὐτὰ γιὰ νὰ γνωστοποιήσω στὸν ἑαυτό μου καὶ στοὺς ἐχθροὺς ὅτι σὲ Σένα καταφεύγω, τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας μου. Ἰδοὺ ἔμαθα ἀπὸ τὴ χάρη Σου ὅτι Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου, καὶ δὲν τολμῶ πλέον νὰ λέω πολλά, ἀλλὰ θέλω μόνο νὰ παρουσιάσω μπροστὰ σὲ Σένα τὸ νοῦ μου ἀργό, κουφὸ καὶ ἄλαλο.
Ὄχι ἐγώ, ἡ χάρη Σου ἐργάζεται τὸ πᾶν. Γιατί δὲν γνωρίζω νὰ ἔκανα ποτὲ κανένα καλό, παρὰ πλήθη κακῶν, καὶ γι’ αὐτὰ πέφτω μπροστὰ σὲ Σένα μὲ τὸ σχῆμα τοῦ δούλου, ἐπειδὴ μὲ ἀξίωσες νὰ μετανοῶ καὶ ἐπειδὴ εἶμαι δοῦλος Σου καὶ παιδὶ τῆς δούλης Σου (Ψάλμ.115,7).
Ἀλλὰ μὴ μὲ ἀφήσεις Κύριέ μου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ μου, νὰ κάνω ἢ νὰ λέω ἢ νὰ σκέφτομαι ἐκεῖνα ποὺ δὲν θέλεις, γιατί μοῦ φτάνει τὸ πλῆθος τῶν προηγουμένων μου ἁμαρτιῶν· ὅπως θέλεις, ἐλέησέ με. Ἁμάρτησα, ἐλέησέ με ὅπως γνωρίζεις. Πιστεύω Κύριε ὅτι ἀκοῦς τὴν ἐλεεινή μου αὐτὴ φωνή. Βοήθησέ με στὴν ἀπιστία μου (Μαρκ. 9, 24), Ἐσὺ πού μοῦ χάρισες τὴ ζωὴ καὶ μὲ ἀξίωσες νὰ εἶμαι Χριστιανός.
Τὸ θεωρῶ πολὺ μεγάλο, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος, ποὺ μὲ κάλεσες νὰ γίνω μοναχὸς καὶ Χριστιανός. Ὅπως εἶπες, Κύριε, σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους Σου: “Εἶναι μεγάλη τιμή σου τὸ ὅτι καλεῖσαι μὲ τὸ ὄνομά Μου”(Ἡσ. 49, 6). Αὐτὸ εἶναι καλύτερο σὲ μένα ἀπὸ ὅλες τὶς βασιλεῖες τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, μόνο νὰ μὴν ἀποτύχω νὰ καλοῦμαι μὲ τὸ γλυκύτατο ὄνομά Σου. Πολυέλεε Κύριε, σὲ εὐχαριστῶ, κλπ.».
Ὅπως λοιπὸν ἄλλα ἀναγνώσματα ἁρμόζουν στὸν πρακτικὸ καὶ ἄλλα λόγια καὶ δάκρυα καὶ προσευχή, ἔτσι κι αὐτὴ εἶναι διαφορετικὴ πίστη ἀπὸ τὴν πρώτη ποὺ γεννᾶ τὴν ἡσυχία. Γιατί ἐκείνη εἶναι πίστη τῆς ἀκοῆς, ἐνῶ αὐτὴ εἶναι τῆς θεωρίας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, καὶ ἡ θεωρία εἶναι πιὸ σίγουρη ἀπὸ τὴν ἀκοή. Ἀπὸ τὴ φυσικὴ γνώση γεννιέται ἡ πρώτη καὶ κοινὴ πίστη τῶν ὀρθοδόξων, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται ἡ κατὰ Θεὸν σχόλη, ὅπως εἴπαμε, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἀνάγνωση, ἡ ψαλμωδία, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἐρώτηση τῶν ἐμπείρων. Καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ γεννιοῦνται οἱ ἀρετὲς τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ἡ φύλαξη τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες γεννιέται ἡ μεγάλη πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ τέλεια ἀγάπη, ποὺ ἁρπάζει τὸ νοῦ στὸν Θεό, ὅπως εἴπαμε, κατὰ τὴν προσευχή, ὅταν κανεὶς ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ νοερά, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νεῖλος.
Τὰ λόγια της προσευχῆς γράφτηκαν μιὰ φορά, γιὰ νὰ ἀπευθύνει πάντα τὴν ἴδια προσευχὴ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ παραστήσει τὸ νοῦ τοῦ ἀκίνητο μπροστὰ στὴν Ἁγία καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα, πιστεύοντας ὅτι βλέπεται ἀπὸ Αὐτήν, ἂν καὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ βλέπει ὁ ἴδιος τὸ παραμικρό· νὰ ἔχει τὸ νοῦ του ἄμορφο, ἀσχημάτιστο, ἀχρωμάτιστο, ἀτάραχο, ἀπερίσπαστο, ἀκίνητο, ἄυλο, νὰ μὴν βρίσκεται σὲ τίποτε ἀπ’ ὅσα νοοῦνται καὶ κατανοοῦνται στὴν κτίση, ἀλλὰ μέσα σὲ μιὰ βαθιὰ εἰρήνη καὶ τέλεια ἀταραξία νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεό, καὶ νὰ ἔχει μόνο τὴν ἁγία μνήμη Του, μέχρις ὅτου φτάσει στὴν ἁρπαγὴ τοῦ νοῦ καὶ καταξιωθεῖ νὰ λέει ὅπως πρέπει τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου, τὸ Πάτερ ἡμῶν, ὅπως ἔκαναν ὁ ἅγιος Φιλήμων, ἡ ἁγία Εἰρήνη, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Ὁσίους. Τὰ παραπέρα εἶναι αὐταπάτη ποὺ γίνεται ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Γιατί τὸ Θεῖο εἶναι ἀόριστο καὶ ἀπερίγραπτο, καὶ ὁ νοῦς ποὺ συγκεντρώθηκε στὸν ἑαυτό του, ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ κατὰ χάρη νὰ ἐπιφοιτήσει ἐπάνω του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, δὲ βαδίζουμε μὲ τὴν αἴσθηση, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη (Β΄ Κορ. 5, 7). Γι’ αὐτὸ ὀφείλομε νὰ κάνουμε πολὺν καιρὸ στὴν ἄσκηση, γιὰ νὰ σύρεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν πολυκαιρία μὲ πόθο στὰ Θεῖα ἐξαιτίας τῆς συνήθειας. Γιατί ἂν δὲ βρεῖ ὁ νοῦς κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, δὲν στρέφει τὴν ἐπιθυμία του σ’ αὐτό, καὶ δὲν ἀφήνει ἐκεῖνα ποὺ συνήθισε ἀπὸ τὴν πολυκαιρία. Ὅπως λοιπὸν οἱ φιλάνθρωποι καὶ ἀπαθεῖς δὲν βλάπτονται πολὺ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ βίου, γιατί τὰ διευθετοῦν καλά, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μεγάλα χαρίσματα, δεν ζημειώνονται γιατί ἀποδίδουν στὸν Θεὸ τὰ κατορθώματά τους.

Ἁπό το βιβλίο, «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν»,

ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ Η πάλη με την αμαρτία, η ελεημοσύνη και ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κόνονωφ.










ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ Η πάλη με την αμαρτία, η ελεημοσύνη και ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κόνονωφ. 


1. Ερώτηση: Υπάρχει και ελεημοσύνη πνευματική; Μας είναι δυνατόν να μην ελεούμε μόνο με χρήματα ή με κάτι υλικό, μα και με κάτι άλλο;


Απάντηση: Βεβαίως. Με μια συμβουλή. Με την συμπόνια. Με το δάκρυ. Με ένα δάκρυ σου. Όταν χαίρεις μετά χαιρόντων. Όταν δίνης στον καθένα εκείνο πού του ανήκει- εκείνο πού του χρειάζεται. Σύμφωνα με τον κανόνα, δεν πρέπει να λέμε όχι ποτέ σε κανένα. Μα συμβαίνει και δεν έχεις μαζί σου τίποτα. Δός του το μαντήλι σου, αν είναι καθαρό. Δώσε κάτι. Κρατάς ένα ραβδί; Δώσε το ραβδί σου. Πήγαινε στο σπίτι σου χωρίς μαντήλι- χωρίς ραβδί. 

Σάς έλεγα κάποτε, πώς ενώ βαδίζαμε στον δρόμο με τον πάτερ Ιωάννη Κόνονωφ, τον άκουσα να λέει σ' ένα φτωχό: «Μια στιγμή- να πάω μέχρι την γωνία εκεί και θα σου φέρω κάτι». Επήγε στη γωνία. Έβγαλε το ένα και μοναδικό του, το τελευταίο του υποκάμισο και το έφερε στο φτωχό. «Να, πάρε»! Έμεινε με το αντερί του. Τα τελείωσε τα πράγματα του. Και στο σπίτι του δεν είχε πια ούτε εσώρουχα, ούτε άλλα είδη. Άρχισε ό ίδιος να φοράει τα ρούχα της παπαδιάς του. Μα και αυτά σιγά-σιγά τα έδωκε στους φτωχούς. Ή γυναίκα άρχισε να κλαίει. Δεν είχε κάτι να φορέσει! Μα ευτυχώς πέθανε. Και ησύχασε!... 

Πόσο του άρεσε να δίνη! Κατάντησαν στο σπίτι να του τα κρύβουν όλα. Του έκρυβαν την ζάχαρη, το αλάτι- ακόμη και το χυλάλευρο! Όλα τα μοίραζε. Τα βιβλία τα μοίρασε. Τις εικόνες της έδωκε! Τόση ήταν ή αγάπη του! Έλεγε: «Πώς να μη τον παρηγορήσω; Πώς να μη τον ενισχύσω; Πώς να μη τον κάνω κι εγώ να χάρη»; Ευωδίαζε από ένα σωρό θαυμάσιες αρετές. Είχε τελειώσει την Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Κάναμε μαζί στη φυλακή. Πήγαινα στην ενορία του και λειτουργούσα. Και εκείνος ερχόταν σε μένα και λειτουργούσε. Είμαστε φίλοι. Και οί φιλαράκοι μας, μας έβαλαν μαζί στην φυλακή. Στην αρχή σε διαφορετικούς θαλάμους. Μα μετά αποφάσισαν να μας ενώσουν. Έτσι μείναμε σχεδόν ένα χρόνο οι δυο μας σ' ένα θάλαμο! Δεν το ήξεραν, πώς ήμαστε φίλοι. Μα μετά κάποιος μας χώρισε. Έμεινα εγώ μόνος μου. Εκείνον τον επήραν. Τον απεφυλάκισαν. Μα όχι για πολύ. 

Ήταν ένας θαυμάσιος ιεροκήρυκας. Και θαυμάσιος πνευματικός. Βαθύς ψυχολόγος. Είχε κάμει καλά δαιμονισμένους. Είχε θεραπεύσει αρρώστους. Οι ακολουθίες πού κάναμε μαζί, κρατούσαν έξη ώρες. «Ας τα πούμε άλλη μια φορά»! Στο Κύριε εκέκραξα τα τροπάρια τα κάναμε δώδεκα. Δυο φορές από δώδεκα! «Τι γλυκά πού είναι! Τι ωραία πού είναι! Ας τα ειπούμε άλλη μια φορά ακόμη»! Ευτυχώς δεν είχαμε ψάλτες. Τα λέγαμε μόνοι μας. Εμείς και ό λαός. «Πάτερ Συμεών, μου έλεγε, ας τα ψάλλομε μια φορά ακόμη»!... 

Τα τροπάρια του κανόνα τα κάναμε σε δώδεκα. 
Σπανίως, Σάββατο ή σε μεγάλη εορτή τα κάναμε οχτώ. 
Φυσικά τον «άρπαξαν»! Μετά από λίγο «άρπαξαν» ξαφνικά και μένα. 

2. Ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος. Ήταν ένας πραγματικός άγιος. Πήγαινε δείξε σ' ένα δαιμονισμένο ένα κομματάκι χαρτί του, και αρχίζει αμέσως ό δαιμονισμένος να γαβγίζει!... 


Ερώτηση: Με ένα του χαρτάκι μόνο;


Απάντηση: Ναι. Με μια φωτογραφία. Με την φωτογραφία του. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ό πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κόνονωφ. Υπηρετούσε κοντά στην Σταυρούπολη. Εξορία τον έστειλαν στο Μπορισογλιέμπσκ. Εκεί είχαν στείλει και έμενα. Εξορία με όλη την σημασία της λέξης. Εκεί, πού τα λέμε, γνωριστήκαμε. Δώδεκα φορές επήγε φυλακή! Χωρίς λόγο. Χωρίς αφορμή. Δεν ασχολιόταν ποτέ με πολιτική. Και δεν έκανε ποτέ αντισοβιετικές συζητήσεις. Ήταν πολύ έξυπνος, ήταν πολύ μυαλωμένος άνθρωπος. Ήταν απλώς, όπως λέμε, ένας «καλός ποιμήν». 

Το Ευαγγέλιο το ήξερε ολόκληρο απ' έξω! Από την αρχή ως το τέλος! Και ξέρετε, ποια ήταν ή διδακτορική του διατριβή; Εξέταζε από χριστιανική άποψη την σκηνή των Αδελφών Καραμαζώφ και του Στάρετς Ζωσιμά. Με την μελέτη του αυτή έγινε διδάκτωρ. 

πηγή  

Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή (Μέρος 2ο)

Το α΄ Μέρος εδώ

Ο Σταυροαναστάσιμος αυτός χαρακτήρας της ζωής είναι απλωμένος παντού.
Κάθε μια παρηγοριά και χάρη δίδεται στην ‘Ορθοδοξία και το μοναχισμό της διά του θανάτου.
Παρηγοριά είναι το ξεπέρασμα του θανάτου, σε κάθε μορφή ζωής.
Αυτό μπορούμε να το δούμε και στις μεγάλες μοναχικές ακολουθίες, στις νηστείες, στην όλη τακτική της ασκητικής. Είναι σκληρά τα ‘Ορθόδοξα; Είναι αυστηρά; Ξεπερνούν την αντοχή του ανθρώπου; Έτσι φαίνονται απ’ έξω. Έτσι είναι εν μέρει και στην ουσία τους. («Μοναχός εστί βία φύσεως» λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Μόνο που δεν είναι ποτέ ανέλπιδα, όσο σκληρά και αν  φαίνονται. Δενείναι ποτέ πνιγηρά και αφύσικα, όσο σκοτεινά και αν παρουσιάζωνται.
Πηγή: http://i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr/
Πηγή: http://i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr/
Γιατί στο τέλος μέσα από τον πολύ κόπο, την άσκηση, την αγρυπνία, που ξεπερνά, συχνά, την ανθρώπινη αντοχή, πετάγεται ένα βλαστάρι, καινούργιο, άφθαρτο, αμάραντο, που δίνει καρπό εκατονταπλασίονα. Και τότε μακαρίζεις τους κόπους και τους πόνους. Τα θυσιάζεις όλα. Γιατί τούτη η χαρά που ανέτειλε, είναι φως του μέλλοντος αιώνος, που φωτίζει χαρούμενα και ζωοποιεί τα παρόντα και τα μέλλοντα. Έτσι αυθόρμητα ζητάς στη συνέπεια τα πιο σκληρά, τα πιο σκοτεινά, τα πιο μόνα για να προχωρής στα ακαται-σχύντως παρήγορα,αδύτως φωτεινά, και συμφιλιούντα τον άνθρωπο με όλους και με  όλα.
Φτάνουν στο τέλος οι αληθινοί μοναχοί να δέχωνται ευγνώμονα και ευχάριστα τη θλίψη και τον πόνο, η την περιφρόνηση και τον εξευτελισμό των ανθρώπων, γιατί έτσι ελευθερώνονται, από τις απατηλές παρηγοριές τούτου του κόσμου, και γίνονται κοινωνοί της αιωνίουδόξης του Κυρίου από σήμερα.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας λέει: «Ελογάριαζα για το ουδέν τους πειρασμούς και τας θλίψεις όπου μου ήρχοντο αποβλέποντας όχι εις την μέλλουσαν άλλα εις την παρούσαν δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Είναι χαρακτηριστικό το εξής γεγονός: Στο μοναστήρι μας έρχεται κάθε τόσο ένας γέρος ασκητής και ζητά λίγη βοήθεια. Μ’ αυτά που παίρνει τρέφεται εκείνος και βοηθεί και άλλους πιο γέρους απ’ αυτόν.
Μια μέρα. που ήλθε για την συνηθισμένη του επίσκεψη, είπε σε κάποιο αδελφό του Μοναστηρίου: «Δεν πιστεύω να στενοχωριέστε που έρχομαι και ζητώ βοήθεια. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνη, δεν πειράζει, μπορώ να μην έλθω άλλη φορά. Μη στενοχωριέστε, γιατί ο μοναχός είναι σαν ένας σκύλος. Αν του δώσης μια κλωτσιά, καλό του κάνεις, αν δεν του δώσης κλωτσιά αλλά του δώσης ένα κομμάτι ψωμί, κι’ αυτό καλό είναι».
Ο Γέροντας αυτός παρ’ όλον ότι έχει περάσει τα 75 του χρόνια, δεν έχει απαίτηση να τον σέβεται κανείς. O ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν ένα σκύλο. Βάζει μετάνοια και ζητά ευλογία από όλους μοναχούς, δοκίμους και προσκυνητές.
‘Έχει όμως ντυθή με μια τέτοια ανέκφραστη χάρη, που γίνεται πανηγύρι χαράς κάθε φορά που θα έλθη στο Μοναστήρι. ‘Όλοι, μοναχοί και προσκυνητές συγκεντρωνόμαστε γύρω του για να ακούσωμε τους λόγους της χάριτος που βγαίνουν από το στόμα του, για να φωτισθούμε από τη χαρά που εκπέμπει το πρόσωπο του, χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται. Μοιάζει με τον Αββά που, ζήταγε από το Θεό. να μην τον δοξάση επί της γης, και τόσο πολύ έλαμψε το πρόσωπό του, που δεν μπορούσε κανείς να το ατενίση κατάματα.
Σ’ αυτούς τους ταπεινούς που λάμπουν από τη χάρη, νοιώθεις να ιερουργούνται ακατάπαυστα μέσα τους δυο αρετές: Το μυστήριο της μετανοίας και της αγάπης.
Δεν είναι οι μετανοήσαντες αλλά οι μετανοούντες.
Το «μετανοείτε» του Κυρίου δεν νοείται ως «μετανοήσατε» μια φορά, ούτε σημαίνει το να μετανοή κανείς κάθε τόσο (ίσως απ’ εκεί θα αρχίση), αλλά το να γίνη η ζωή του μια μετάνοια. Να υπάρχη μια παντοτεινή στάση μετανοίας και συντριβής μέσα του. Να μη μιλά κανείς, να μη σκέπτεται, να μη κάνη τίποτε έξω από το κλίμα και το ήθος της συντριβής. Αυτή να διαποτίζη την ύπαρξή του.
Κάθε στιγμή να λειτουργή το μυστήριο της μετανοίας, της συντριβής, και ανορθώσεως από την άλλη Δύναμη. Κάθε στιγμή όντας πεσμένος να νοιώθης ότι σηκώνεσαι από Αυτόν, νοιώθης ότι είσαι πτώση και Αυτός είναι Ανάσταση. Είσαι μη ων και Αυτός είναι ο Ων. Και από το άμετρο Του έλεος σε έφερε στο είναι, παραπεσόντα σε ανέστησε και σε ανιστά ακατάπαυστα.
‘Έτσι με το να ωριμάση το πνεύμα της μετανοίας μέσα μας, οδηγούμαστε στο «Πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωή του ‘Ιησού εν τω σώματι, ημών φανερωθή» (Β’ Κοριν. 4, 10).
Βρίσκονται στη Μεγάλη Παρασκευή και στην Κυριακή του Πάσχα συγχρόνως. Ζουν τη «ζωηφόρο νέκρωση», το «χαροποιόν πένθος» ακατάπαυστα.
Το ίδιο -όπως στη μετάνοια- είναι ευαίσθητοι στο μυστήριο της αγάπης. Βλέπουν και εδώ πάλι το δρόμο της θυσίας, που οδηγεί αμέσως και σίγουρα στην αιώνια ζωή. Κανείς κόπος που προσφέρεται από αγάπη στο Θεό δεν πάει χαμένος. Και ο, τι προσφέρεται, χάνεται, δοσμένο από αγάπη στον αδελφό, αυτό σώζεται, ευρίσκεται ανέπαφο και αυξημένο εις ζωήν αιώνιον.
Ο άλλος δεν είναι απλώς απαραίτητος σύντροφος της ζωής μας, μα αναπόσπαστο στοιχείο της πνευματικής μας αυτοσυνειδησίας. Μόνο χαμένος για το Θεό και τον άλλο (τον αδελφό) ο άνθρωπος μπορεί να βρη τον εαυτό του στις αληθινές του διαστάσεις. «Ος αν απολέση, ούτος ευρήσει». Μόνον έτσι ανορθώνεται μέσα του το θεανθρώπινο και απεριόριστο μεγαλείο του ανθρώπου. Μόνο τότε νοιώθει κανείς πως οι βάσεις που στηρίζεται ο άνθρωπος δεν σαλεύουν ποτέ. Οι βάσεις είναι ο θάνατος, ο αφανισμός. Η δε ανθρωπολογική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζη στη συνέχεια ο καινός άνθρωπος, είναι η χάρη που αγκαλιάζει τα πάντα.
Ο μισθός, που δεν θα χαθή για το ποτήρι νερού που προσφέρεται στον αδελφό, είναι η νέα Τριαδική συνείδηση του ανθρώπου» που ανατέλλει μέσα του: O άλλος δεν είναι το σύνορο που ορίζει τον ατομικό εαυτό μας, που κλείνει το χώρο μας η απλώς κολακεύει την αυταρέσκειά μας. Δεν είναι το σάβανο που τυλίγει τη νεκρωμένη μόνωσή μας. Δεν «είναι η κόλαση». Ο άλλος είναι οικεία χώρα ζωής, ο πιο ακριβός και αμετάθετος εαυτός μας, που μας χαρίζει -δια της προσφοράς μας σ’ αυτόν- την έννοια και την πραγματικότητα της αιώνιας ζωής, που ήδη άρχισε: «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς» (Ιωάν. α’ 3, 14).
Πλησιάζοντας ένα ώριμο μοναχό δεν βρίσκεις κάτι το υπεράνθρωπο, που παραξενεύει και δημιουργεί ίλιγγο, αλλά κάτι το βαθειά ανθρώπινο, ταπεινό, που φέρνει γαλήνη και παρηγοριά. Μ’ όλη τους την άσκηση και αναχώρηση δεν απομακρύνθηκαν από τον άνθρωπο, επέστρεψαν σ’ αυτόν. Αγκάλιασαν όλους τους ανθρώπους και τους πόνους τους. ‘Έγιναν αληθινοί άνθρωποι.
Και η πρόοδος η μοναχική δεν εξαρτάται από το πόσο νήστεψε ή κακουχήθηκε ο μοναχός, αλλά από το πόσο, με όλη την άσκησή του, έγινε κοινωνός της  χάριτος του Παρακλήτου, αναπαύθηκε ο ίδιος και είναι ανάπαυση και για τον αδελφό  του τον άνθρωπο.
Στους μοναχούς μιας συνοδείας μπήκε ο λογισμός ότι ξεπερνούν στην αρετή τους άλλους μοναχούς, επειδή κάνανε πιο πολλές νηστείεςκαι μακρές ακολουθίες.
Γι’ αυτό το θέμα ένας παληός Γέροντας είπε:
«Μη μου λέτε πόσο νηστεύουν ή πόσες ώρες κρατά η ακολουθία τους. Άλλο πράγμα μ’ ενδιαφέρει. Μπορεί ένας απ’ αυτούς και ο πιο προχωρημένος να καταλάβη το σημερινό κουρασμένο άνθρωπο, να παρηγορήση τον πονεμένο; Μπορεί να ελευθερώση το μπλεγμένο στις μεθοδείες του διαβόλου; Αν αυτό κάμη, αν μπορέση και ανάπαυση τον αδελφό του και τον κάμη να αγαπήση τη ζωή, να χαρή και να ευγνωμονήση το Θεό, αυτό θα δείξη ότι ο μοναχός αυτός προχώρησε πνευματικά»).
Αυτή η θέση του Αγιορείτη Γέροντα είναι χαρακτηριστική. Δείχνει πόσο ο μοναχισμός είναι φιλάνθρωπος. Μετρά τα πάντα με το μέτρο της αγάπης, της καθολικής σωτηρίας των πάντων, όχι της φανταστικής τακτοποιήσεως του καθενός χωριστά.
[Συνεχίζεται]

Αικατερίνα Δέρβα



Βιογραφικά 
Γεννήθηκε στην Βλάστη Κοζάνης το 1890 και ήταν η έκτη θυγατέρα του Γιάννη Βλαχογιάννη και της Μαρίας, που ήταν πολύ ευλαβής γυναίκα και πολύ συνετή. Διηγείτο η μητέρα της ότι οι πρόγονοί της φιλοξένησαν στο σπίτι τους δύο φορές τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και τους ευλόγησε. 
Η Κατερίνα παρακολούθησε μερικές τάξεις στο Δημοτικό Σχολείο, έμαθε να διαβάζη και σ’ όλη της την ζωή μελετούσε πολύ. Ήταν πολύ όμορφη και όταν ήρθε στο χωριό τους ένας νέος δάσκαλος, του άρεσε και την έκλεψε. Ο πατέρας της έδωσε την ευχή του, έγινε ο γάμος της Κατερίνας με τον Κωνσταντίνο Δέρβα και 


εγκαταστάθηκαν στο χωριό του συζύγου της, στην Τσαρίτσανη Ελασσώνος. Όταν η Κατερίνα περίμενε το τρίτο της παιδί, τον άνδρα της κάποιος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Έτσι σε ηλικία 27 ετών έμεινε χήρα με τρία μωρά. Για να ζήση εμαθε να ράβη. Αργότερα οι συγγενείς της της έκτισαν ένα σπίτι στην Βλάστη δίπλα στο πατρικό της. Εκεί έμαθε και πλεκτομηχανή. Ο γυιός της, ο Γιώργος, έμαθε και αυτός ραπτική και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, όπου τον ακολούθησε και η μητέρα του Κατερίνα. 
Η εγκατάστασή της στην πόλη του Αγίου Δημητρίου ήταν δώρο Θεού για την Κατερίνα, γιατί αξιοποίησε τις πνευματικές ευκαιρίες που υπήρχαν. Εκκλησιαζόταν στον Άγιο Μηνά, στην Παναγία Χαλκέων, στην Αγία Αικατερίνη και κυρίως στην Αγία Σοφία, την οποία θεωρούσε σπίτι της. Εκεί βρήκε τον π. Βασίλειο Καϊμάκη, τον ενάρετο πνευματικό, στον οποίον εξωμολογείτο. 
Είχε μεγάλη ευλάβεια στα θεία και εσέβετο πολύ τους ιερείς. Είχε άνεψιό τον π. Ευσέβιο Βίττη, τον οποίον υπεραγαπούσε. Στην ζωή της αξιώθηκε δύο φορές να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους. 
Στην εξωτερική της εμφάνιση ήταν μικρόσωμη. Φορούσε πάντα μανδήλα στο κεφάλι και μαύρα ρούχα. Ήταν περιποιημένη, δεν ήταν ρακένδυτη και ατημέλητη. «Αυτά είναι υπερβολές», έλεγε. «Ο άνθρωπος να είναι καθαρός και περιποιημένος». 
Ζούσε την μετάνοια και πενθούσε για τις αμαρτίες της, αλλά εκφραζόταν αυτό ως χαρά. Ζούσε το χαροποιό πένθος, την χαρμολύπη, όπως λέγουν οι πατέρες. Ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την ζωή, την ομορφιά της ζωής, την καθημερινή πραγματικότητα. Δεν ένιωθε μέσα της ότι εστερήθη, ότι εταλαιπωρήθη, ότι υπέφερε. Δεν παραπονείτο για τίποτε, όλα τα ξεπέρασε με την εμπιστοσύνη της στον Θεό και την προσευχή. 
Όπου πήγαινε άλλαζε την ατμόσφαιρα. Μετέδιδε αυτό που βίωνε, και όταν την ρωτούσαν κάτι, μετέδιδε τον λόγο του Θεού. Δεν είχε μονοτονία στην συμπεριφορά της. Ήταν πάντα ένας δροσερός άνθρωπος. Έλεγε: «Μία καινούργια μέρα, μία καινούργια ζωή». Δεν αγωνιούσε για τίποτε. Αν και είχε περάσει πολλές δυσκολίες στην ζωή της, έλεγε: «Αν ξαναερχόμουν στην ζωή, πάλι εύκολα θα την περνούσα. Εμένα ο Θεός με αξίωσε να περνώ άνετα, χωρίς να έχω ούτε κτήμα ούτε σπίτι στο όνομά μου. Δεν ξέρω τι θα πει εφορία, τι θα πει δικηγόρος. Πέρασα σαν βασίλισσα». Ήταν πάντα ειρηνική χωρίς εκρήξεις και θυμούς. 


Το τυπικό της 
Ο γυιός της είχε αγοράσει ένα κτήμα κοντά στην Σχολή Πολέμου και αυτό για την Κατερίνα ήταν σαν παράδεισος. Εργαζόταν εκεί και η ίδια, αλλά πιο πολύ επιστατούσε στους εργάτες που καλλιεργούσαν τις φυστικιές. Η ίδια ανέβαινε, στα δένδρα και προσευχόταν. Αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. 
Ξυπνούσε πολύ πρωί και έλεγε: «Εγώ αργότερα θα κοιμάμαι αιώνια. Όταν θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, τότε θα χορτάσω ύπνο. Τώρα πρέπει να προλάβω να χαρώ αυτό το δώρο του Θεού, να σκεφτώ και να φιλοσοφήσω». 
Εκτός από την πρωινή προσευχή συνήθιζε να προσεύχεται τα μεσάνυχτα αφού προηγουμένως ξεκουράζετο λίγο. Έλεγε: «Τα μεσάνυχτα, όταν όλα ησυχάζουν αφού ξεκουραστή λίγο ο άνθρωπος, η ψυχή του εχει ανάγκη να μιλήση με τον Θεόν». Αγαπούσε πάρα πολύ να προσεύχεται με το κομποσχοίνι, και έλεγε να προσέχουμε πως κάνουμε την προσευχή μας. 
Έλεγε στον εαυτό της όταν έπεφτε να κοιμηθή: «Η νύχτα πέφτει, η ζωή μου πλησιάζει στο τέρμα της». Και στη νυχτερινή προσευχή της μεταξύ άλλων ελεγε: «Είμαι μπροστά Σου, κλαίω ζητώντας να καταλάβω τι έκανα σήμερα. Τα λουδούδια Σου τα πάτησα, στον κήπο μου δεν έχω άλλα λουλούδια, μόνο αγκάθια φυτρώνουν. Κάνε, Χριστέ μου, να ανθίσουν άλλα». 
Εκκλησιάζετο κάθε Κυριακή και εορτή και κοινωνούσε συχνά, αφού εξωμολογείτο. Παρακολουθούσε και κηρύγματα. Τις υπόλοιπες προσευχές τις έκανε στην καλύβα της. Ήταν γι’ αυτήν ένας χώρος που την ανέβαζε στον ουρανό. Αν και ζούσε μόνη της, σε μία παράγκα στην ερημιά, όχι στο μεγάλο σπίτι που υπήρχε εκεί δίπλα, δεν φοβόταν. «Τί να φοβηθώ;», έλεγε. «Στα φτωχά και στα ταπεινά κλέφτες δεν πάνε. Μου είπαν να καθήσω εδώ• κάθησα και βρήκα μεγάλη ωφέλεια». 
Αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Εκτός από την Αγία Γραφή και τα πνευματικά βιβλία, διάβαζε και λογοτεχνικά για να εμβαθύνη στις έννοιες και να μάθη να ψυχολογή τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ό,τι διάβαζε δεν το προσπερνούσε τυπικά αλλά εμβάθυνε. Είχε την ικανότητα να παίρνη μία λέξη, να την αναπτύσση, να κάνη ολόκληρο κήρυγμα. Επειδή μιλούσε για πνευματικά και ενέπνεε σεβασμό, μερικοί νόμιζαν ότι είναι πρεσβυτέρα και την προσφωνούσαν κυρα-παπαδιά. Είχε δυνατή μνήμη και αποστήθιζε όσα διάβαζε. Κάποτε είπε: «Θεέ μου, έμαθα πολλά για σένα, διάβασα πολλά, άκουσα πολλά, ας κλείσω τώρα τα βιβλία και ας μιλήση η ψυχή μου μαζί Σου». 
Έλεγε στην προσευχή της: «Πολυεύσπλαχνε, δώσε μας να αισθανθούμε το φως της Μεταμορφώσεως, την δύναμη της Αναστάσεως και την φλόγα της Πεντηκοστής». 
«Ιησού, εσύ είσαι η ζωή και το φως, ο λόγος και ο άρτος, η αλήθεια και η αγάπη. Δώσε μας τον εαυτό σου για να βρούμε τον εαυτό μας». 
Νήστευε και έκανε όσα ορίζει η Εκκλησία, αλλά είχε ξεπεράσει το τυπικό. Όταν έψαλλε και προσευχόταν ήταν συγκεντρωμένη στον εαυτό της και φαινόταν ότι τα αισθανόταν, τα ζούσε. Ήταν πολύ αδύνατη. Έτρωγε ελάχιστα. «Δεν θυμάμαι ποτέ να έφαγα και να χόρτασα», ελεγε. 
Της άρεσε πολύ ν’ ανάβη κερί και να θυμιάζη. Έλεγε: «Να καίη το κερί πάντα μπροστά στην εικόνα. Όπως λάμπει το φως του κεριού, να λάμπη και η ψυχή μου, να φωτισθή με το φως της Μεταμορφώσεως». 
Αν και είχε πολλή αγάπη στους ανθρώπους δεν είχε στο τυπικό της να κάνη ελεημοσύνες. Όπως έλεγε δεν είχε τίποτε, όλα ήταν του γυιού της και αυτή δεν μπορούσε να τα διαθέση. Δεν είχε χρήματα και περιουσίες για να εκδηλώνεται η υλική ελεημοσύνη της, αλλά η ελεήμων ψυχή της εδινε άφθονη πνευματική ελεημοσύνη. Όποιος πήγαινε κοντά της, ήταν σαν να του έδινε ολόκληρο το είναι της, εάν ο επισκέπτης το ζητούσε αλλοιώς σιωπούσε. «Στα πνευματικά δεν μπορείς να βοηθήσης, αν δεν έχη ο άλλος διάθεση», έλεγε. Δεν ήταν μέλημά της να πηγαίνη σε Νοσοκομεία και φυλακές, αλλά έδινε ό,τι είχε με διάθεση, με εγκαρδιότητα• όσο ασήμαντο κι αν ήταν αυτό, σε γέμιζε. 

Η πνευματική της εργασία 
Η Κατερίνα ζούσε έντονα πνευματική ζωή, καθοδηγούμενη από τα πατερικά βιβλία, σαν να ήταν θεοδίδακτη. Είχε όμως την καλή ανησυχία και εφοβείτο μην είναι σε πλάνη. Είπε στον π. Μεθόδιο, γνωστό της ιερομόναχο που σύχναζε στο Άγιον Όρος, αν βγή κάποιος αγιορείτης διακριτικός Γέροντας, να την πάη να τον συμβουλευτή. Όταν ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης επαθε κυάμωση και πήγε στο Νοσοκομείο, πήγε να τον δή με τον π. Μεθόδιο. Ο Γέροντας την είδε ιδιαιτέρως και, ενώ έξω περίμεναν πολλοί, αυτήν την κρατούσε και της έλεγε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Την κοίταζε έκπληκτος και με θαυμασμό της επαναλάμβανε: «Γερόντισσα, πές κι άλλα». Η Γερόντισσα του είπε: «Εγώ ήρθα εδώ για να ρωτήσω και ν’ ακούσω, όχι να πώ». Και ο Γέροντας της είπε: «Έτσι να συνέχισης. Μή φοβάσαι. Εγώ θα εύχομαι για σένα». Την κράτησε πάνω από ώρα, ενώ οι άλλοι περίμεναν απ’ εξω και χτυπούσαν την πόρτα• στον π. Μεθόδιο είπε ιδιαιτέρως: «Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε λίγα χρόνια». Όταν πήγε αργότερα στον παπα-Εφραίμ του είπε πάλι: «Η Γερόντισσα θα κοιμηθή σε ένα χρόνο. Αυτή θα είναι πρώτη στον Παράδεισο, μπροστά από πολλούς Αγιορείτες. Δεν έχω δει τέτοια ψυχή στην ζωή μου, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει τέτοια ψυχή μέσα στον κόσμο. Είναι μία ψυχή που εχει ζήσει την θεολογία στην πράξη και εχει ξεπεράσει όλα τα πνευματικά στάδια. Αυτή η γιαγιά με την απλότητά της, με την εσωτερική κοινωνία με τον Θεό διά της προσευχής, με την πολλή της ταπείνωση και την δίψα και την λαχτάρα που έχει για τον Χριστό, έφθασε σε τέτοια μέτρα και δεν της χρειάσθηκε η άσκηση σε Μοναστήρι. Θα εύχομαι εγώ γι’ αυτήν, αλλά πές την να εύχεται κι αυτή για μένα». 
Η Κατερίνα ζούσε αθόρυβα και εν κρυπτώ την πνευματική ζωή. Δεν μιλούσε για υπερφυσικές καταστάσεις και χαρίσματα, και δεν της άρεσε που έλεγαν μερικοί ότι είδαν τον Χριστό και την Παναγία. Έλεγε: «Είδε κάποιος αυτό ή δάκρυσε μία εικόνα και τρέχει ο κόσμος. Πως κάνουν ετσι; Τι ζητούν αποδείξεις και τι χρειάζεται να δης αυτά; Εγώ τα πιστεύω αυτά και δεν αισθάνομαι την ανάγκη να πάω». 
Είχε περάσει σε άλλα επίπεδα. Μιλούσε κυρίως για την ουσία της πνευματικής ζωής, για την εσωτερική εργασία και για την αίσθηση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το ένιωθε πολύ έντονα και έλεγε: «Το Άγιο Πνεύμα ζωοποιεί την ψυχή του ανθρώπου». 
Αγάπησε πολύ τον Χριστό και προσευχόταν με αίσθηση σαν να ήταν ενώπιόν της ο Χριστός και η Παναγία. Δινόταν ολόκληρη στην προσευχή, ξεχνούσε τα πάντα. Στην θεία Λειτουργία, εστέκετο σ’ ένα ήσυχο μέρος και αφοσιωνόταν τελείως στο Μυστήριο. 
Αισθανόταν ότι ποτέ δεν ήταν εντάξει ενώπιον του Θεού, ότι δεν είχε ανταποκριθή. Είχε μεγάλη μετάνοια και αυτομεμψία. Έλεγε: «Από την ζωή μου αυτό που ξέρω είναι ότι 85 χρόνια είναι γεμάτα αμαρτίες. Βάρυναν οι ώμοι μου. Τίποτα δεν έκανα για την μετάνοια και την σωτηρία μου». 
Ήταν συνήθως σιωπηλή, δεν έλεγε πολλά λόγια. Καθόταν συμμαζεμένη με σκυφτό το κεφάλι, φορώντας μαντήλα σαν μοναχή και πάντα με το κομποσχοίνι στο χέρι. Έλεγε: «Καλύτερη είναι η σιωπή παρά να λέμε άχρηστα πράγματα». 
Μερικές φορές ελεγε κάτι και όταν την ξαναρωτούσαν να το ξαναπή, έλεγε: «Πότε το είπα εγώ αυτό; Δεν το θυμάμαι. Αν είπα κάτι και ήταν καλό, αυτό δεν το είπα εγώ. Εγώ μόνο ανοησίες λέω, τίποτε καλό». 
Όλα όσα έλεγε δεν τα είχε προετοιμασμένα στο μυαλό της. Απορούσε κάποιος πως δεν θυμόταν τα τόσο ωραία και πνευματικά λόγια που του έλεγε και αυτή απάντησε: «Αυτά δεν είναι ποίημα να τα πης. Άμα βγή βγήκε, άμα δε βγή… δεν λες τίποτε». Μιλούσε δηλαδή κατ’ έμπνευση και φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και όχι ανθρώπινα. 
Έλεγε: «Σκέφτηκα τον Παράδεισο και είπα στον εαυτό μου, “θα μείνω απ’ εξω. Ποιός θα δώσει σημασία σ’ εμένα, μία φτωχή, αμαρτωλή και τιποτένια; Είμαι γυμνή από αρετές, δεν εχω τίποτε να παρουσιάσω. Πόσο θάθελα να είχα μερικούς αγίους φίλους, να μεσιτεύουν για μένα και να πουν ότι με γνωρίζουν!”. Μεγάλο πράγμα! Να κάνουμε φίλους τους αγίους στον Παράδεισο». 
Αγαπούσε πολύ την ταπείνωση και μιλούσε συχνά γι’ αυτήν. Έλεγε ότι είναι μία βασική εργασία του ανθρώπου. Πρέπει ο άνθρωπος να ασκήται στην ταπείνωση, να την ζη βαθειά. Βίωνε την ταπείνωση και είχε πλήρη αυτογνωσία με την πατερική έννοια. Ό,τι καλό έβλεπαν οι άλλοι σ’ αυτήν, το θεωρούσε δώρο Θεού, ενώ θεωρούσε ότι η ίδια ήταν μόνο μία γριά. 
Είχε χάρι Θεού και αυτό το αισθάνοντο οι πολλοί επισκέπτες της. Εγίνετο κοσμοσυρροή στην καλύβα της. Πήγαιναν άλλοι για να την δούν και να την συμβουλευτούν, και ασθενείς για να παρηγορηθούν. Έλεγε γνωστός της ιερομόναχος: «Ένιωθα το ίδιο πράγμα, την ίδια ειρήνη, όπως όταν επισκεπτόμουν τον γερο-Παΐσιο και τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια. Είχε το νού της στα πνευματικά και στον Θεό και όλα τα περιστατικά της καθημερινότητας τα ανήγαγε στον Κύριο. Αυτά που έλεγε σε έβαζαν σε μία άλλη πραγματικότητα. Μερικές φορές δεν μιλούσε. Εφαίνετο ότι ζούσε αλλού, ότι βίωνε κάτι υπερφυσικό. Έσκυβε το κεφάλι της και μονολογούσε: “Αχ, Πατερούλη μου!… πώ, πώ, πώ!… Μεγάλα μυστήρια έχει ο Θεός, αλλά ποιός δίνει σημασία;”». 
Δεν έκανε παρέα με γιαγιάδες αλλά με νέους. Την ρώτησε κάποιος πως τα καταφέρνει να επικοινωνή με τους νέους και απάντησε: «Μεγαλώνουν αυτοί καμμιά δεκαριά χρόνια, μικραίνω εγώ καμμιά τριανταριά και έτσι πλησιάζομε και συναντιώμαστε. Τους γέρους δεν τους θέλω. Τί να τους κάνω; Οι γέροι τρων καλά, πίνουν καλά, καλοπερνούν και πάνε και στην Εκκλησία. Αλλά και στην Εκκλησία είναι έτοιμοι να φωνάξουν “γκαρσόν, φέρε μας και ένα καφέ”. Καλά περνάνε και λίγο τους λείπει να καθήσουν και σταυροπόδι. Τελειώνει η Λειτουργία και είναι έτοιμες οι γιαγιάδες να μιλήσουν και να πούνε. Που την βρίσκουν αυτήν την διάθεση; Εγώ φεύγω γρήγορα μετά την Λειτουργία και όταν με ρωτούν που πάω, τους λέω, “πάω στο κελλάκι μου”, για να μη δώ, να μην ακούσω και να μην ξέρω τίποτε. Άμα βλέπης άνθρωπο μετά την Λειτουργία που γελάει και είναι έτοιμος να πή και αστεία, δεν ξέρει αυτός, δεν κατάλαβε τι είναι η Λειτουργία. Δεν εκκλησιάστηκε». 
Αυτά τα έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα με παράπονο όχι με διάθεση κατακρίσεως, και πρόσθετε: «Όταν σκανδαλίζεσαι στην Εκκλησία, να κλείνης τα μάτια σου, διότι οι αρνητικές εικόνες θα σε επηρεάσουν δυσμενώς. Πές στον εαυτό σου ότι είσαι χειρότερος από όλους. Τα λόγια που λέει ο παπάς όσο αμαρτωλός και νάναι, είναι λόγια Χριστού και παίρνεις ευλογία. Και στον πιο παράφωνο παπά και στον πιο παράφωνο ψάλτη αν βρεθής, πές μέσα σου εδώ είναι ο Παράδεισος. Άνοιξε ο Παράδεισος». 

Συμβουλές 
Έλεγε η γερόντισσα Κατερίνα: «Καταρράκτης Χάριτος και ευλογίας πέφτει κάθε πρωί από τον ουρανό. Ρίχνει ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι κοιμώμαστε. Δεν ενδιαφέρεται κανείς να γυρίση να κοιτάξη τι αγάπη έχει ο Θεός για μας, και ετσι οι Άγγελοι παίρνουν πίσω την Χάρι». 
Έλεγε σε γνωστό της νέο κληρικό: «Έχεις ένα καλό. Σε παίρνουν τηλέφωνο το πρωί, και είσαι όλος διάθεση. Σε παίρνουν το μεσημέρι, δεν λες ποτέ “τρώω”. Σε παίρνουν το βράδυ, δεν λες ποτέ “κοιμάμαι”. Αυτό να το κράτησης σε όλη σου την ζωή για όλους τους ανθρώπους. Ποτέ να μην είσαι απασχολημένος για τον εαυτό σου. Να είσαι πάντα στην διάθεση των άλλων. Είναι μεγάλο καλό αυτό, εύχομαι να σε βοηθήση ο Θεός να το κρατήσης σ’ όλη σου την ζωή». 
«Δεν μπορώ να καθήσω με ανθρώπους της ηλικίας μου, γιατί βλέπω ότι σ’ αυτήν την ηλικία μοιάζουν σαν να είναι μαθητές επί 80 χρόνια στην πρώτη τάξη. Δεν μπορούμε να είμαστε τόσα χρόνια στην ίδια τάξη. Πρέπει να προχωράμε παραπάνω. Και δεν εχω να πώ και τίποτε, διότι άλλα λέω εγώ, άλλα καταλαβαίνουν». 
Έλεγε για την ταπείνωση: «Μία μέρα είπα στο βασιλικό, όταν έσκυψα να τον μυρίσω: “Γιατί έχεις τόση ευωδία και είσαι τόσο χαμηλός; Ψήλωσε για να μυρίζουν πιο εύκολα οι άνθρωποι το άρωμά σου”. Και ο βασιλικός απάντησε: “Γερόντισσα, αν ψηλώσω θα χάσω την ευωδία μου”». 
Για την ματαιότητα του κόσμου έλεγε: «Βγήκα στον κήπο, είδα τα μαραμένα τριαντάφυλλα και τα έκοψα. Δίπλα έβλεπα τα μπουμπούκια, ήταν όλο χαρά και δεν έδιναν καμμία σημασία στα μαραμένα. Υπήρχε μία μεγάλη αντίθεση και είπα στα μπουμπούκια: “Μήν υπερηφανεύεστε, γιατί, σε λίγες μέρες που θα ξανάρθω, θα έχετε μαραθή και σεις”». 
Είπε σ’ ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου μία μέρα: «Εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θάρθεις. Έτσι ήμουν κάποτε και εγώ μπουμπούκι και δες πως έγινα τώρα». 
«Η φύση είναι ενα βιβλίο ανοιχτό. Χιλιάδες φωνές μυστικές μιλούν για τον Δημιουργό. Όμως πρέπει να είσαι μάστορας, αλλά και χασομέρης, και τότε θα μπορέσεις να μάθης την γλώσσα τους». 
«Αραδιάζω κομποσχοίνια. Είναι κανένας κόμπος γόνιμος ή είναι όλα άδεια κομπολόγια;». 
«Οι ιερείς όλο τρέχουν, όλο ακολουθίες κάνουν, όλο ακούν και διαβάζουν. Πολλές φορές όλα αυτά μπορεί να είναι ψεύτικα». (Δηλαδή, αν δεν γίνωνται με την καρδιά). 
«Μή χαίρεσαι, όταν κερδίζης οποιοδήποτε κέρδος, ακόμη και πνευματικό να είναι και ανεβαίνεις. Υπάρχει φόβος να πέσης». 
«Μη στενοχωριέσαι, όταν χάνης. Αυτό σε κατεβάζει. Πατάς χαμηλά στην γή και δεν υπάρχει φόβος να πέσης». 
«Στα φτωχά και στα χαμηλά κλέφτες δεν πάνε. Στα μεγάλα και στα πλούσια οι κλέφτες στρέφουν το βλέμμα τους πάντοτε». 
«Μη βασίζεσαι στην βιτρίνα που βλέπεις στον κάθε άνθρωπο εξωτερικά. Την αποθήκη (καρδιά) δεν βλέπεις τι εχει μέσα». 
«Αν με ρωτήσης θα σου πώ, αν δεν με ρωτήσης τι να σου πώ; Εγώ ποιήματα δεν ξέρω». 
«Η Χάρις πέφτει πριν να την δή ο ήλιος. Η ψυχή δροσίζεται πριν να ξημερώση». 
«Ξύπνα τα μεσάνυχτα, κάνε την προσευχή σου, ρίξε ενα δάκρυ καυτερό με πόνο ψυχής, με βαθειά μετάνοια, να γιάνης την ψυχή σου». 
«Αν η καθημερινή ζωή σου είναι φτωχή, μην την περιφρονήσης. Κρίνε τον εαυτό σου που δεν είναι αρκετά ποιητής για να κάνη την ζωή ενα ωραίο ποίημα και μία όμορφη μουσική». 
«Πρέπει να συντομεύσουμε τον δρόμο μας για να πάμε εκεί που θέλει ο Θεός. Εμείς κοιτάζομε τα απ’ εξω. Με τ’ απ’ έξω δεν μπαίνεις μέσα. Θα πας μέσα για να βρής». 
«Τους πειρασμούς μην τους φοβάσαι. Είναι κοπριά. Το δένδρο που εχει κοπριά στην ρίζα του μην το φοβάσαι. Θα μεγαλώσει. Αλλοίμονο στο δένδρο που δεν εχει κοπριά». (Πειρασμούς). 
Πάντα όταν μιλούσε δεν καθόταν σαν γερόντισσα να πή συμβουλές υψηλής πνευματικότητος, αλλά μιλούσε απλά με βάθος και προσπαθούσε να σε κρατά σε βαθύτερη σχέση με το ουσιαστικό. Έλεγε: «Δεν καθόμαστε σταυροπόδι έτσι για να καθήσουμε. Πρέπει κάτι να ζούμε. Δεν μπορούμε να χάνουμε χρόνο. Πόσο είναι ακόμη η ζωή μας;». 
«Πες μία καλημέρα στον εχθρό σου με αγάπη και να ξέρης ότι εκείνη την ώρα κάνεις ένα μεγάλο δώρο στον Θεό». 
Έλεγε για τα Μοναστήρια: «Όλα είναι τέλεια (τα εξωτερικά). Αν πάη στο βάθος των πραγμάτων ο μοναχός, τότε είναι μοναχός. Διαφορετικά, και όλα τέλεια να είναι τα απ’ εξω και οι ωραιότερες φωνές και οι καλύτερες ακολουθίες και όλα αυτά… ακόμα δεν φθάσαμε εκεί που έπρεπε». 
«Πώ, πώ, πώ! Τι κάνει ο ιερέας όταν είναι μπροστά στην Αγία Τράπεζα! Τι γίνεται εκείνη την ώρα! Κατεβάζει τον ουρανό στην γή». 
«Ο εγωιστής είναι αλάδωτη μηχανή που κάνει θόρυβο, τρώει τα σωθικά της και κουράζει και τους άλλους». 
«Υπάρχουν δάκρυα ανθρώπινα και υπάρχουν δάκρυα κατά Χριστόν. Τα δάκρυα τα ανθρώπινα μπορεί να είναι παράπονο και διαμαρτυρία. Τα δάκρυα κατά Χριστόν δεν βάζουν κανέναν σαν αιτία των δακρύων, αλλά ο άνθρωπος αισθάνεται μέσα στα δάκρυα την αγάπη του Χριστού γι’ αυτόν, και τότε ανακαλύπτει το βάθος και το πλάτος της αναισθησίας και της αμαρτωλότητός του». 
«Όταν οι Άγιοι μιλούν για δάκρυα μετανοίας που μας καθαρίζουν και μας αγιάζουν, εννοούν αυτά, τα γόνιμα δάκρυα, και όχι τα ανθρώπινα δάκρυα που μπορεί να είναι και διαβολικά κάποτε. Να μη μας συγκινούν τα οποιαδήποτε δάκρυα, αλλά τα κατά Χριστόν δάκρυα». 
«Οι Πατέρες δεν μιλούν για τα δάκρυα που είναι διαμαρτυρία, παράπονο, άπογοήτευση και κλαψουρί- σματα, αλλά για δάκρυα ευγνωμοσύνης. Αυτά είναι δάκρυα συναισθήσεως της άγάπης του Θεού, και μέσα σ’ αυτά τα δάκρυα είναι η λύτρωση του άνθρώπου. Έκεί καθαίρεται η ψυχή, εκεί βρίσκει παρηγοριά». 
Έλεγε στα εγγόνια της: «Όποια ώρα με βάλεις να κοιμηθώ, θα κοιμηθώ, γιατί η συνείδησή μου είναι αναπαυμένη. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Να φροντίζετε κάθε βράδυ να κάνετε αυτοέλεγχο και μετά να κοιμάσθε». 
Συμβούλευε με παραβολές τα εγγόνια της και Ελεγε: «Εγώ έρριξα τον σπόρο. Αν είναι καλό το χωράφι θα φυτρώσει. Αν όχι δεν θα φυτρώσει». 
«Στη ζωή σας ναα μην είστε άκαμπτοι. Για να φθάσετε εκεί που θέλετε, θα πρέπει να πάτε λίγο από δώ, λίγο από κει, να σκύβετε το κεφάλι. Ποτέ να μήν πηγαίνετε κατ’ ευθείαν επάνω». 
«Να μή διαλέγετε τον εύκολο δρόμο πάντα. Δέν είναι ο καλύτερος. Στόν δύσκολο δρόμο θα μάθεις πως να περπατάς και θα μάθεις να σηκώνεσαι, όταν πέφτης. Στην ευθεία δέν μαθαίνεις τίποτε». 
«Άν οι πράξεις μας είναι καλές και η συνείδησή μας καθαρή, δέν φοβόμαστε τον Θεό». 
«Να είσαι ταπεινός σε όλες τις εκδηλώσεις γιατί η έπαρση δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στον Θεό ούτε στους ανθρώπους». 
Σε κάποια που παντρεύτηκε πλούσιο, την συμβούλευε: «Να είσαι ταπεινή, να μην πετάς. Τα χρήματα σήμερα τάχεις, αύριο δέν τάχεις. Αν εχης ταπείνωση και πέσης, θα πέσεις μαλακά. Άμα όμως είσαι πολύ ψηλά (εχεις υπερηφάνεια) και πέσης, θα τσακιστής». 


Η κοίμησή της 
Στα τελευταία της έβλεπε ένα φως και έλεγε οτι περιμενει να δη ποιός θάρθει να τήν πάρη. Θα είναι καλός ή κακός; Έλεγε: «Δεν πρέπει να φοβώμαστε τον θάνατο. Δεν είναι τίποτε. Είναι ένα φως». 
Ενώ την περίμεναν να πεθάνη τους είπε: «Δεν θα φύγω ακόμη. Θα περιμένω τον π. Μεθόδιο να γυρίση από το Παρίσι, διότι του το υποσχέθηκα». Και πράγματι, όταν γύρισε, την επισκέφθηκε με άλλα πνευματικά της παιδιά και τον Νομάρχη. Της έκαναν Ευχέλαιο και το χάρηκε, γιατί το ήθελε πολύ. Της πήγαν και μία ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα που τα αγαπούσε, και τους είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ. Πάντα μου άρεσαν τα τριαντάφυλλα. Καλά κάνατε και τα φέρατε τώρα γιατί στο φέρετρο δεν θα τα έβλεπα». Την παραμονή ζήτησε να της διαβάσουν ευχή και ευχαρίστησε με νεύμα. 
Λίγο πριν κοιμηθή, πήγε ενας νεαρός Γάλλος υποψήφιος ιερέας και ζήτησε μία συμβουλή: «Τι να σου πώ! Μεγάλο πράγμα η Ιερωσύνη! Αν ήμουν άνδρας θα ήθελα να γίνω παπάς. Ταπείνωση και πάλι ταπείνωση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο από την ταπείνωση. Αυτό να κρατήσης στην ζωή σου». 
Ύστερα σηκώθηκε, πήγε πλύθηκε μόνη της, μάζεψε τα μαλλιά της, χαιρέτησε τους παρευρισκομένους και ξάπλωσε. Περίμενε να κοιμηθούν οι άλλοι και αυτή έφυγε για την άλλη ζωή ήσυχα, ειρηνικά και αθόρυβα στις 18-11-1978. 
Στην κηδεία της μαζεύτηκαν πολλοί. Ήταν περίπου 20 Ιερείς, καθηγητές Πανεπιστημίου και άλλοι άνθρωποι της Εκκλησίας που την γνώριζαν και την αγαπούσαν. Εφαίνετο σαν διαδήλωση και επικρατούσε χαρμόσυνη ατμόσφαιρα. Την πήγαν με τιμή μέσω της οδού Ερμού, που ήταν γεμάτη κόσμο, στην Αγία Σοφία, όπου της έψαλαν την νεκρώσιμη ακολουθία. 
Αιωνία η μνήμη της. Αμήν. 


Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 
1. Πληροφορίες για την Αικατερίνα Δέρβα έδωσαν ο Πανοσιολογιώτατος Άρχιμ. Μεθόδιος Αλεξίου, Εφημέριος του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσ/νίκης, η ανεψιά της Αικατερίνης κ. Ευαγγελία Βίττη και τα εγγόνια της Αικατερίνα Δέρβα και ο μακαριστός πλέον Κωνσταντίνος Δέρβας. Τους ευχαριστούμε.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ 
πηγή  το είδαμε εδώ

Η θύμηση των αμαρτημάτων




Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει αμαρτωλούς, από τους οποίους πρώτος είμαι εγώ (Α' Τιμ. 1, 15). Δεν είπε, ήμουν, αλλά, είμαι. Η συγχώρηση δόθηκε από το Θεό. Ο Παύλος όμως δεν ξεχνούσε, θυμόταν τα αμαρτήματα, που του συγχώρησε ο Θεός. Αυτά που του εξάλειψε ο Κύριος, ο Παύλος τα φανέρωνε, τα έκαμε θέαμα σε όλους. Για να καταλάβετε όμως γιατί ο Παύλος θυμόταν τις αμαρτίες, που του συγχωρήθηκαν από το Θεό, ακούσατε τον Προφήτη που λέγει: Δεν θα θυμηθώ πια τις αμαρτίες σου. Συ όμως θυμήσου (Ησ. 43, 25).
Ο Θεός ονομάζει τον Παύλο «σκεύος εκλογής», εκλεκτό όργανό Του. Αυτός όμως θεωρεί και αποκαλεί τον εαυτό του πρώτο αμαρτωλό. Και αφού δεν λησμονούσε τις αμαρτίες που του συγχωρήθηκαν, σκέψου πόσο θυμόταν τις ευεργεσίες του Θεού... Η θύμηση των αμαρτημάτων συγκρατεί τη σκέψη, την κάνει να νοιώθει ταπεινή, και με την ταπεινοφροσύνη κερδίζει ο άνθρωπος την εύνοια, τη συμπάθεια του Θεού.

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ”
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...