Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2014

Ἡ Θεολογική σημασία τῆς καμπάνας


Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ
 
Τοῦ πρωτοπρ. Βασιλείου Κοκολάκη, ἐφημερίου Ἱ. Ν. Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ Χολαργοῦ
 
«Γιά τήν Ἐκκλησιά ἡ καμπάνα, ἡ «καμπάνα». Τί ὡραῖα πού σημαίνει, πού «σημαίνει». Ντίν ντάν, «ντίν ντάν»…»


ΕΙΝΑΙ μερικές φορές πού ὅταν δέν ἔχουμε κατανοήσει το βαθύτερο νόημα προσώπων, καταστάσεων, ἀντικειμένων καί λέξεων, εὔκολα, ἀζύγιστα, ἐπιπόλαια καί ἐπιδερμικά τά πολεμοῦμε. Και πρωτίστως μιλῶ γιά τόν ἑαυτό μου.
Γιʼαὐτό καί ταπεινά καταθέτω τά ἑξῆς, γιά τά ὁποῖα ἄν ἔχω λάθος διορθῶστε με. Καί γιά νά γίνουμε σαφέστεροι τό θέμα εἶναι περί καμπανῶν.
Ἄς δοῦμε πρῶτα σύντομα την ἱστορική τους προέλευση καί σημασία, ἀντλώντας στοιχεῖα α) ἀπό τήν «Ἀργολική ἀρχειακή βιβλιοθήκη ἱστορίας καί πολιτισμοῦ», και συγκεκριμένα ἀπό τό ἄρθρο μέ τίτλο ¨Καμπαναριά¨τοῦ πρωτοπρ. Γεωργίου Σελλῆ καί β) ἀπό τόν ἱστότοπο «Συν-οδοιπορία» καί συγκεκριμένα τό ἄρθρο μέ τίτλο ¨Τό σήμαντρο-Σύμβολο μοναχισμοῦ¨.
Πῶς καθιέρωσαν τὰ σήμαντρα
Ἀρχικά εἴχαμε τό σήμαντρο. Τὸ κάλεσμα μὲ σήμαντρα εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ λαοῦ σὲ τελετὲς καὶ συναθροίσεις χρησιμοποιοῦνταν μεγάλα τεμάχια μετάλλου, κρεμασμένα σὲ σχοινιὰ ποὺ τὰ ἔκρουαν μὲ μεταλλικὲς ἢ ξύλινες ράβδους. Ἡ χρήση ἐπίσης μικρῶν κωδώνων ἀναφέρεται καὶ στὴ λατρεία τῶν ἀρχαίων λαῶν: Σύρων, Αἰγυπτίων, Ρωμαίων κ.ἄ.
Στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη χρυσῶν κωδωνίσκων στὶς ἀρχιερατικὲς στολές. Ἀντιθέτως, γιὰ τὸ κάλεσμα τῶν Ἰσραηλιτῶν στὶς θρησκευτικὲς συγκεντρώσεις χρησιμοποιοῦνταν σάλπιγγες, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ ἱερεῖς γνωστοποιοῦσαν στὸ λαὸ τὶς νουμηνίες καὶ τὰ Ἰωβηλαῖα. Εἶχε θεσπιστεῖ ἡ Ἑορτὴ τῶν Σαλπίγγων τὴν πρώτη τοῦ ἑβδόμου μηνός.

 
Εἶναι ἄγνωστο πότε ἔγινε ἡ χρήση κωδώνων στὴ χριστιανικὴ λατρεία γιὰ πρώτη φορά. Κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν οἱ πιστοὶ καλοῦνταν εἴτε μὲ ἐνημέρωση στὴν ἀπόλυση τῆς προηγούμενης σύναξης εἴτε μὲ τοὺς «Θεοδρόμους» ἢ «Λαοσυνάκτες», οἱ ὁποῖοι, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους εἰδοποιοῦσαν ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸ χρόνο τῆς ἑπομένης. Κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, τὴν εἰδοποίηση ἀνελάμβανε ὁ λεγόμενος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες «κράκτης», ἀπὸ δὲ τοὺς Τούρκους «τσεχενδεμὶν νταβετσί» (δηλ. κλητήρας τοῦ Ἅδη).


 
Μετὰ τοὺς διωγμοὺς εἰσήχθησαν στοὺς ναοὺς καὶ στὰ μοναστήρια τὰ λεγόμενα «ἁγιοσίδερα», δηλ. σιδερένια ἢ ξύλινα σήμαντρα, ποὺ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα.
Τί συμβολίζει ἡ κροῦσις τῶν σημάντρων
Ἀρχικῶς ἡ κρούση τοῦ σημάντρου εἶναι συμβολική. Τό μέν μικρό σήμαντρο πού χρησιμοποιεῖται στόν Ὄρθρο συμβολίζει ὅσα διδάσκει ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἐνῶ τό μεγάλο σήμαντρο τονίζει τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ κρούση τοῦ σιδηροῦ σημάντρου θυμίζει τή σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, τήν ὁποία θά ἀκούσουν μέ ἀγαλλίαση οἱ ἐκλεκτοί κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Παράλληλα, ἡ κρούση τοῦ ξυλίνου σημάντρου ἤ ταλάντου θυμίζει τήν κρούση τοῦ ξύλου ἀπό τό Νῶε πρίν ἀπό τόν κατακλυσμό καί ἔτσι κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες στά μοναστήρια, τό σήμαντρο συμβολίζει τόν ἐρχομό τῶν πιστῶν ἐντός τῆς Νέας Κιβωτοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά σωθοῦν ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ καμπάνα, βεβαίως καί κυριάρχησε στίς πολυπληθεῖς πλέον πόλεις ὡς τό δυνατότερο σέ ἐμβέλεια μέσο κλήσεως κυρίως τῶν πιστῶν στοὺς ἱεροὺς ναούς. Τὸ σήμαντρο ἐπανῆλθε στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς κατὰ τὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, κυρίως λόγω τῆς ἀνάγκης τῶν πιστῶν νὰ συγκεντρώνονται καὶ νὰ ἐκκλησιάζονται κρυφά, χωρὶς κωδωνοκρουσίες.
Γνωρίζοντας μάλιστα ὅτι πολλὰ μοναστήρια λειτούργησαν καὶ ὡς «κρυφὰ σχολειά» τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ κρούση τοῦ σημάντρου ἐξυπηρετοῦσε καὶ ἐκπαιδευτικοὺς σκοπούς, χωρὶς νὰ γίνονται ἀντιληπτοὶ οἱ συμμετέχοντες ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατακτητές.
Σήμερα, τὰ ξύλινα καὶ τὰ σιδηρά σήμαντρα παραμένουν ἐν χρήσει μαζὶ μὲ τοὺς κώδωνες μόνο στὶς ἱερὲς μονές, ἐνῶ καθένα ἀπὸ αὐτὰ κρούεται σὲ ὁρισμένο χρόνο ποὺ ὁρίζει ἡ τάξη τοῦ μοναστηριοῦ.
Μπορεῖ μάλιστα νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κρούεται τὸ σήμαντρο σὲ κάθε μονὴ ὑποδηλώνει καὶ τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα αὐτῆς, τόν χαρμόσυνο ἤ πένθιμο, εἴτε πρόκειται γιὰ ἀνδρικὸ εἴτε γιὰ γυναικεῖο μοναστήρι.
Πάντως εἶναι γεγονός τό εὖρος τῶν συναισθημάτων πού προκαλεῖ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας καὶ τῶν σημάντρων ποὺ κοσμοῦν τὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια τῆς πατρίδας μας: ἀπὸ τὸ κάλεσμα στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ τὴν ἐπισήμανση τῶν ἱερῶν στιγμῶν τῆς λατρείας ἕως τὴν εἰδοποίηση γιὰ χαρμόσυνα ἢ δυσάρεστα γεγονότα.
Οἱ μεγάλες καμπάνες γιὰ τὴν πρόσκληση τοῦ λαοῦ στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἐμφανίζονται ἀρχικὰ στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία. Ἔχουν πάρει τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ τὴν Καμπανία, περιοχὴ τῆς Ἰταλίας, στὴν ὁποία πρωτοκατασκευάστηκαν. Συμβολίζουν τὶς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων, πού ἀφυπνίζουν γιὰ ἐγρήγορση.
Στὴν Ἀνατολὴ κάποιος Βυζαντινὸς χρονογράφος ἀναφέρει ὅτι τὸν Θ΄ αἰ. ὁ δούκας τῆς Ἑνετίας Οὖρσος χάρισε στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ δώδεκα μεγάλες καμπάνες, τὶς ὁποῖες κρέμασε σὲ ἰδιαίτερο πύργο στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Πρώτη φορά τὶς ἔβλεπαν οἱ Βυζαντινοί, ὅμως τοὺς ἄρεσαν τόσο, ὥστε γενικεύτηκε ἡ χρήση τους.
Οἱ Τοῦρκοι ἀπαγόρευσαν τὴ χρήση τους κατὰ τὴ δουλεία, μὲ ἐξαίρεση τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὰ Ἰωάννινα καὶ μερικὰ νησιά, γιὰ νὰ μὴ ταράσσεται ὁ ὕπνος τῶν νεκρῶν Μουσουλμάνων, γιατί «ὁ κώδων εἶναι τὸ μυστικὸν ὄργανον τοῦ διαβόλου». Ἀντίθετα, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανὸς γράφει: «τὸ σήμαντρο αἰνίττεται (ὑμνεῖ καί δοξάζει) τάς τῶν ἀγγέλων σάλπιγγας· διεγείρει δὲ καὶ τοὺς ἀγωνιστάς πρὸς τὸν τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν πόλεμον».
Οἱ πιὸ παλιὲς γνωστὲς καμπάνες συναντῶνται τὸν ὄγδοο αἰώνα. Ἡ κατασκευὴ τους εἶναι χονδροειδὴς καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ μεταλλικὲς πλάκες, συναρμολογημένες μὲ σφυρηλατημένα καρφιά, ὅπως οἱ κατοπινοὶ λέβητες. Ἀργότερα ἐπικράτησε ἡ κατασκευή τους ἀπὸ χυτὸ ὀρείχαλκο ἄριστης ποιότητας. Ἡ χρήση χρυσοῦ ἢ ἀσημιοῦ γιὰ καλύτερη ἠχητικὴ ἀπόδοση ἐλέγχεται. Τὸ καμπαναριὸ εἶναι ἡ θέση ἀπὸ ὅπου ἀντηχεῖ ἡ καμπάνα μὲ τὴ γλυκιὰ φωνή της.
Ἕνα τρανό παράδειγμα πρὸς μίμησιν
Ὅπως μαθαίνουμε α) ἀπό τον ἱστότοπο agiosnikolaoskozanis και συγκεκριμένα ἀπό τήν εἰδικότερη ἀναφορά περί τοῦ κωδωνωστασίου τοῦ ἐν λόγῳ Ναοῦ καί β) ἀπό το ἄρθρο τῆς Κατερίνας Μάτσου ὅπου ἀναφέρεται ἐπίσης στό καμ- παναριό τής Ἐκκλησίας, γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Κοζάνης ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τὸ καμπαναριό.
Ἀξίζει, λοιπόν, μικρὸς λόγος νὰ γίνει καὶ γιὰ τὸ κτίσμα αὐτό. Μέχρι τὰ 1728 ὁ ναὸς δὲν εἶχε οὔτε καμ- πάνες οὔτε σήμαντρα. Ὁ δυνάστης θεωροῦσε πρόκληση καὶ ἀπαράδεκτη ἐνόχληση τὴν ὕπαρξή τους καὶ αὐστηρὰ ἀπαγόρευε τὴ χρήση τους.
Χρειάστηκαν καὶ πάλι παρεμβάσεις ἐπισήμων καὶ μεσιτεῖες διάφο- ρες γιὰ νὰ δοθεῖ στὰ 1728 στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τὸ δικαίωμα νὰ ἔχει σήμαντρα σιδερένια καὶ ξύλινα, ὄχι ὅμως καὶ καμπάνες. Τὸ γεγονὸς χαιρετίστηκε ἀπὸ τοὺς Κοζανίτες μὲ πολλὴ χαρά, ἔκφραση δὲ τῆς χαρᾶς τους ἀποτελεῖ καὶ ἡ σημείωση στὴν πίσω πλευρὰ τοῦ σχετικοῦ φιρμανιοῦ ποὺ φυλάγεται στὴ δημοτικὴ βιβλιοθήκη· «Τό φερμάνι τοῦ Σουλτάνου Μεϊμὲτ ἀπό ὅπου ἔλεος τοῦ ἔκαμεν σεφέρι διά νά ἔχωμεν στην ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Νικολάου σήμαντρα σιδερένια καί ξύλινα». Πότε δόθηκε ἄδεια νὰ ἠχοῦν καὶ καμπάνες δὲν εἶναι γνωστό. Ὁπωσδήποτε αὐτὸ συνέβη πρὶν ἀπὸ τὰ 1855 ποὺ στήθηκε τὸ κωδωνοστάσι καὶ τοποθετήθηκαν σ᾿ αὐτὸ καὶ σήμαντρα καὶ καμπάνες.
Τὸ φιρμάνι τοῦ 1728 διὰ τὴν χρῆσιν σημάντρων
Μέ τὴν ἀνέγερση τοῦ κωδωνοστασίου οἱ Κοζανίτες «ἔβγαλαν τὸ ἄχτι τους». Καθὼς δὲν μποροῦσαν νὰ χτίσουν ψηλὲς καὶ ἐπιβλητικὲς ἐκκλησίες, ἔχτισαν ψηλὸ καὶ ἐπιβλητικὸ καμπαναριό. Δὲν τοὺς ἐνδιέφερε ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση καὶ ἡ λεπτὴ τέχνη, ὅσο τοὺς ἐνδιέφερε ὁ ὄγκος καὶ προπαντὸς τὸ ὕψος του. Καὶ ἔγινε γιὰ τὴν ἐποχὴ του πραγματικὰ ψηλὸ -ἔφτανε στὰ εἴκοσι ἕξι μέτρα, μὲ ἕξι ὀρόφους καὶ τροῦλο. Καὶ κατασκευάστηκε τετράγωνο καὶ ἀπὸ πελεκητὴ πέτρα, ἔργο τοῦ κάλφα Ἀνδρέα ἀπὸ τὴ Σέλιτσα (σημ. Ἐράτυρα Βοΐου). Ἡ δαπάνη, 62.152 γρόσια καὶ 37 παράδες, καλύφτηκε ἀπὸ τὸ εἰδικὸ ταμεῖο ποὺ προοριζόταν γιὰ τὴ βελτίωση τῆς λειτουργίας τῆς σχολῆς. Μὲ δωρεὰ δὲ τοῦ Ἠλία Κουτσιμάνη στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοποθετήθηκε ὡρολόγι, χρήσιμο πολὺ γιὰ τὴν ἐποχή του.
Τέλος, στὰ 1939 μὲ δωρεὰ τοῦ Κωνσταντίνου Μαμάτσιου προστέθηκε ὁ ἕβδομος ὄροφος καὶ τοποθετήθηκε σύγχρονο ὡρολόγι μὲ δεῖκτες καὶ στὶς τέσσερις πλευρὲς καὶ στὰ 1954 ἐπανεγκαταστάθηκε ὁ τροῦλος, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐντοιχισμένη ἀναμνηστικὴ πλάκα.
Τὸ κωδωνοστάσι δὲν ἔχει ἰδιαίτερη ἀρχιτεκτονικὴ ἀξία οὔτε στὴ συνολική του μορφὴ οὔτε σὲ λεπτομέρειες, μέ ἐξαίρεση δυὸ γλυπτὲς παραστάσεις στοὺς τρίτο καὶ τέταρτο ὀρόφους τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς. Εἶναι ὅμως μεγάλη ἡ ἱστορική του σημασία καὶ ἡ συναισθηματική του ἀξία. Καθὼς οἱ Κοζανίτες «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» περιβάλλονταν ἀπὸ πολλὰ ἀμιγῆ τουρκοχώρια, μὲ τὴν καμπάνα τὴ μεγάλη τοῦ Ἅι-Νικόλα διατράνωναν τὰ χριστιανικὰ καὶ ἐθνικὰ τους αἰσθήματα κι ἔστελναν μηνύματα ὑπομονῆς καὶ ἐλπίδων ἀλλὰ καὶ μηνύματα ὑπεροχῆς τῆς διδασκαλίας τοῦ «Ναζωραίου» ἀπέναντι στὰ μουσουλμανικὰ κηρύγματα τῶν χοτζάδων τῆς περιοχῆς.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Τοῦρκοι τῶν γειτονικῶν χωριῶν ζήτησαν νʼ ἀπαγορευθεῖ ἡ χρήση τῆς μεγάλης καμπάνας. Ἀλλὰ οἱ Κοζανίτες κατάφεραν νὰ διατηρήσουν τὸ δικαίωμα νὰ τὴ χρησιμοποιοῦν καὶ μὲ τὸ γλυκό της τὸν ἦχο καὶ τοὺς συμβολισμούς του νὰ γιορτάζουν ὅλα τὰ μεγάλα ἐθνικὰ γεγονότα καὶ νὰ καταστεῖ ἔτσι τὸ καμπαναριὸ φορέας τῶν παραδόσεων τῆς πόλης καὶ τὸ «ἐμφανὲς σύμβολόν» της.
Σχόλιο τοῦ συντάκτη: Ἐκεῖ πρέπει νά φθάσουμε;…νά αἰσθανόμαστε καί σήμερα, μέσα στό σπίτι μαςκιόλας, ὅτι κρατᾶμε Θερμοπῦλες; ἔ καί μή χειρότερα…Ἀκόμη καί σήμερα στήν Ἰορδανία καί στά Ἱεροσόλυμα, παρά τήν παρουσία μουσουλμανικοῦ καί ἑβραϊκοῦ πληθυσμοῦ, ἠχοῦν διάτρανα καί ἀνεμπόδιστα οἱ καμπάνες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Εἴχαμε τὴν Τρόϊκα, τώρα ἔχομεν καὶ τὸν Μουφτή
Ἐν κατακλεῖδι, καί ἀπό μία ἄλλη σκοπιά,  οἱ ἐπαναλαμβανόμενοι ἦχοι γίνονται μιά βιολογική συνήθεια για τόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Μετά ἀπό μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή δέν ἀκούει ὁ ἄνθρωπος τούς τακτικούς καθιερωμένους ἤχους τοῦ γύρωθεν περιβάλλοντός του ὅταν π. χ. μένει μόνιμα σε κάποια περιοχή. Οἱ κάτοικοι δηλ. πού διαβιοῦν κοντά σέ ἀεροδρόμια ἤ σέ κομβικά σημεῖα σιδηροδρομικῶν ραγῶν, μετά ἀπό ἕνα χρονικό διάστημα δέν ἐνοχλοῦνται στούς ἐκκωφαντικούς ἤχους τῶν ἀεροπλάνων καί τῶν τραίνων ἀντιστοίχως, κατά τό συχνότατο πέρα- σμά τους, καθ᾿ ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός ἔχει προσαρμοσθεῖ στό ἄκουσμά τους. Πῶς ἐξηγεῖται λοιπόν νά ἐνοχλοῦν κάποιους μόνο οἱ καμπάνες;
Εὔλογες βεβαίως εἶναι καί οἱ ὑποψίες περί μουσουλμανικοῦ δακτύλου, ὅπως ἐνημερωνόμαστε ἀπό ἄλλα σάϊτ. Πραγματικά ὅμως ἀναρωτιέται κανείς, γιατί τώρα να ἐνοχληθοῦν κάποιοι καί νά βγεῖ σχετικό ἐγκύκλιο σημείωμα; Μέχρι τώρα ἀπό τότε πού ὑπάρχουν καμπάνες, δέν ἠνοχλεῖτο κανείς!! Οὔτε μωρά οὔτε γέροι οὔτε ὑγιεῖς οὔτε ἀσθενεῖς. Τώρα τάχα ὅλοι ταυτό- χρονα διαμαρτυρήθηκαν; Δεν εἴμαστε τόσο ἀφελεῖς. Εἴχαμε την Τρόϊκα, τώρα καί τόν Μουφτή;
Δέν εἶναι ὑπερβολικά παράδοξο γιά τό ἕνα λεπτό καί ἄν, πού χτυπᾶ ἡ καμπάνα τρεῖς φορές τήν Κυριακή, καί σέ κάποιες γιορτές τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας μας και τῶν ἁγίων μας μέσα στήν ἑβδομάδα, νά ἔχουν ἐνοχληθεῖ οἱ πάσχοντες ἀπό ὑπερευαισθησία ὠτίων;
Ὑπερβολικό!
Προσκαλεῖ τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἀπίστους εἰς τὸν Παράδεισον
Ἡ καμπάνα ἔχει δυναμικό ρόλο στή λατρευτική μας παράδοση. Προσκαλεῖ τούς πιστούς καί τους ἀπίστους στόν Παράδεισο.Ὅπως ὁ Νῶε τότε προσκαλοῦσε τούς πάντες στήν Κιβωτό γιά νά σωθοῦν. Ὑπάρχει δηλαδή θεολογική σημασία στήν καμπάνα.Τό νά γίνεται ἠπιότερη καί συντομότερη κρούση τῶν καμπανῶν στήν ἤδη ἤπια και σύντομη κρούση τους, σημαίνει κατάργηση τοῦ χτυπήματος.
Ἡ Ἐκκλησία μας ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί μάλιστα μέσα στό λίκνο τῆς ὀρθοδοξίας, τήν Ἑλλάδα, θα πρέπει νά συνεχίσει νά χτυπᾶ ὄχι ὅπως πάντα ἀλλά καί ἀκόμη δυνατότερα καί περισσότερο τίς καμπάνες της, στίς δύσκολες ἡμέρες τῆς πολύπλευρης ἐξαθλιωτικῆς καί θανατηφόρου κρίσεως. Νά βοήσουν καί νά κραυγάσουν στόν Θεό ὡς σεμνή παράκληση γιά τό ἔλεός Του. Εἶναι ἡ μόνη μας ἐλπίδα! Δεν ἐννοοῦμε βεβαίως νά σημαίνουν εὐκαίρως ἀκαίρως, γιά νά σπᾶνε τά νεῦρα τῶν γύρωθεν κατοίκων, ἀλλά στίς προβλεπόμενες διατεταγμένες στιγμές. Ἄν σιγήσουν οἱ καμπάνες, θά κράξουν οἱ λίθοι. Με τίς καμπάνες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διάτρανα τό πανηγῦρι της, ἔτσι ὁμολογεῖ τήν πίστη της. Σέ ὅποιον ἀρέσει. Ἄς πᾶνε ἀλλοῦ σέ ἄλλες γειτονιές ἤ χῶρες ὅσοι ἐνοχλοῦνται καί προτιμοῦν νά ἀκοῦν ἄλλους ἤχους καί κραυγές μουφτήδων, χεβιμεταλλάδων, δαιμονι- σμένων ἤ δαιμονίων. Ἔχουν το ἐλεύθερο ἐπιλογῆς. Ἄς μή μᾶς ἐπιβάλλουν ὅμως τίς δικές τους προτιμήσεις. Ἡ ἱστορία ἔχει δείξει πώς ἡ στέρηση τῆς ἐλευθερίας ὁδηγεῖ πάντοτε σέ ἀπρόσμενες καταστάσεις…
Ταπεινά φρονοῦμε πώς ἡ βασική αἰτία πού ἐνοχλοῦνται κάποιοι ἀπό τίς καμπάνες, εἶναι τό ὅτι δέν ἀγαποῦν ὅσο θά ᾿πρεπε τόν ἴδιο τον Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του και ὄχι ὁ ἀνυπόφορος ἦχος. Ἀκόμη και στίς ἠλεκτρικές καμπάνες ὑπάρχουν συνδυασμοί πλήκτρων πού παράγουν γλυκεῖς εὐχάριστους ἤχους.
Ἐπιτέλους: Ἂς ποῦμε τώρα καὶ ἕνα ὄχι Ἄς ἀναλογισθοῦμε τί λόγο θάδώσουμε ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ; Μήπως καί αὐτό τό Βῆμα νά τό ἐξαφανίσουμε, ἐπειδή ἐνδεχομένως μᾶς κατηγορήσουν γιά ρατσισμό; Μήπως ἐν τέλει κάποιους, ὅλα τους ἐνοχλοῦν;
Μά ἐπιτέλους ἄς ποῦμε καί ἕνα «ΟΧΙ» τώρα μάλιστα πού καί στον τόπο μας ἔχουν λυσσάξει α) γιά να φτιάξουν τζαμιά, β) νά καταργήσουν τήν εὐλογημένη γιά πολλούς λόγους ἀργία τῆς Κυριακῆς, ὡς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς θεσμοθετημένης ἀπό Μεγάλου Κωνσταντίνου και διατηρουμένης ἕως σήμερα, ἀλλά καί πού σφάζουν πλέον στή Συρία συστηματικά καί ἀνελέητα Χρι- στιανούς. Τυχαῖος αὐτός ὁ ἰσλαμικός συνδυασμός; Γιατί ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἔρχεται ἄσχημος καιρός, ὅταν ἀπό μακριά βλέπουμε τά μαῦρα σύννεφα, καί λαμβάνουμε τά μέτρα μας, ἐνῶ τώρα προφασιζόμαστε πώς ἡ κοινωνία μας ἔχει γίνει πλέον πολυπολιτισμική, ἄρα πρέπει νά ὑποταγοῦμε στά ἄλλης μορφῆς μαῦρα σύννεφα;
Οἱ καμπάνες τούς πειράζουν;
Και ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι «Ναί, οἱ καμπάνες», γιατί νά μή ὀργανωθεῖ μια ἄλλου εἴδους καμπάνια κατηχήσεως, πού νά ἑρμηνεύει ὄχι μόνο το βαθύτερο νόημα τῆς ὑπάρξεώς τους, ἀλλά καί τή μοναδική ἀληθινή πίστη τῶν Χριστιανῶν σέ σύγκριση μέ αὐτήν τήν ψεύτικη, αἱμοδιψῆ καί δαιμονιώδη τοῦ Ἰσλάμ. Θα προτείναμε στούς ἀναγνῶστες να μελετήσουν τούς σχετικούς ἐν προκειμένῳ καταπληκτικούς διαλόγους τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός τούς Χιόνες.


Oρθόδοξος Τύπος,13/09/ 2013

πηγή   το είδαμε εδώ

Η άγνωστη ιστορία του Ιούδα του Ισκαριώτη, από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους




ioudas-iskariotis-kremasmenos
Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της Ιεράς Μονής Ιβήρωνν, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (†) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.
Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ. Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. 

Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. 

Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. 
Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν
ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.

Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. 
Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. 

Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. 

Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας. 

Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του.

Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. 

Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα. 

Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. 

Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ.

Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα.

Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ. 

Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της.

Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν. Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. 

Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του.

Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του. Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9).

Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια.

 Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. 

Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.


ΠΗΓΗ : Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων, Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του εκ Ρώμης, Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει, Εν Βάρνη 1896, σσ. 78 – 85.

πηγή

Η φιλανθρωπία στη σύγχρονη εποχή της φτώχειας και η αληθινή αγάπη.


Η φιλανθρωπία στη σύγχρονη εποχή της φτώχειας και η αληθινή αγάπη
 Του μητροπολίτη Παροναξίας κ. Καλλινίκου
 
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας, διακρινόμενοι για τη σοφία των λόγων τους, έλεγαν: «Ουδέν κακόν αμιγές καλού». 
Πράγματι, με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, η φράση αυτή βλέπουμε να γίνεται πραγματικότητα, όταν τα δεινά έρχονται να ταράξουν τα νερά της καθημερινότητάς μας.
Η σύγχρονη πραγματικότητα της λεγομένης οικονομικής κρίσης έρχεται και αυτή να επιβεβαιώσει την αρχαία ρήση, καθώς καθημερινά διαπιστώνουμε ότι στη δύσκολη αυτή για τον τόπο μας συγκυρία έχουν ξυπνήσει έννοιες και αρετές οι οποίες το προηγούμενο διάστημα της ευημερίας ήταν εν υπνώσει.
 Μία από αυτές είναι και η έννοια της φιλανθρωπίας. Το φαινόμενο της φτώχειας, το οποίο ολοένα και αυξάνεται, έχει ξυπνήσει στη συνείδηση των ανθρώπων την ανάγκη ηθικής αλλά και υλικής συμπαραστάσεως προς εκείνους οι οποίοι αντιμετωπίζουν πρακτικές δυσκολίες στην καθημερινότητά τους, στερούμενοι ακόμα και τα στοιχειώδη προς το ζην αγαθά. Σωματεία, σύλλογοι, φορείς αλλά και ιδιώτες, απλοί πολίτες δραστηριοποιούνται σε αυτό το επίπεδο κυρίως συλλέγοντας και διανέμοντας σε όσους το χρειάζονται είδη πρώτης ανάγκης και σε πολλές περιπτώσεις και χρήματα, προσφέροντας έτσι μια ανάσα σε όσους ασφυκτιούν από το γεγονός της φτώχειας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ως ο κατεξοχήν χώρος της φιλανθρωπίας, δεν θα μπορούσε να είναι απούσα από αυτό το γεγονός. Εξάλλου η Εκκλησία μας δεν περίμενε την περίοδο της κρίσης για να προσφέρει την αγάπη της. Ολα τα προηγούμενα χρόνια, όταν ακόμα ο λαός μας ευημερούσε, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος δραστηριοποιούνταν στον τομέα της φιλανθρωπίας, καθώς άνθρωποι με ανάγκες υπήρχαν και τότε. Αναπόσπαστο μέρος της ποιμαντικής δραστηριότητάς της ήταν πάντα η φιλανθρωπία. Τα φιλόπτωχα ταμεία αλλά και ένας μεγάλος αριθμός συσσιτίων αγάπης εδώ και χρόνια προσφέρουν έμπρακτα στήριξή στους πάσχοντες ή εμπερίστατους συνανθρώπους μας. Η Εκκλησία μας ήταν εκείνη η οποία, ακόμα και τις εποχές όπου η κοινωνία δεν αισθανόταν την ανάγκη να εκφράσει τα φιλάνθρωπα αισθήματά της, ήταν εκεί για να προσφέρει τη βοήθειά της στους πάσχοντες και τους αδυνάτους.
Βέβαια στις μέρες μας βλέπουμε παράλληλα η φιλανθρωπία να είναι και μια λέξη παρεξηγημένη, διότι πολλοί, ηθελημένα ή αθέλητα, την εκλαμβάνουν ως έκφραση και εκδήλωση μείωσης και υποτίμησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κι όμως! Είναι μία από τις ωραιότερες και ιερότερες λέξεις και έννοιες. Απλά και μόνο αν την ετυμολογήσουμε (φίλος + άνθρωπος), μπορούμε να κατανοήσουμε το μεγαλείο της. Τη συνθέτουν δύο από τις πιο σημαντικές λέξεις της ελληνικής γλώσσας, που συγχρόνως είναι και δύο από τις πιο ουσιαστικές έννοιες του Ευαγγελίου. Ισως να οφείλεται αυτή η παρεξήγηση στο γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η φιλανθρωπία δεν πραγματοποιείται με ανιδιοτελή κίνητρα, αλλά «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» και όχι όπως προστάζει ο ευαγγελικός λόγος «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου...».
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, γεγονός παραμένει ότι η φιλανθρωπία, είτε σε καιρούς κρίσης είτε σε καιρούς ευημερίας, παραμένει έμπρακτη έκφραση και γλυκό καρπό πραγματικής αγάπης, παντελώς ανιδιοτελούς, χωρίς όρους και όρια. Τουλάχιστον έτσι βιώνεται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. 
Ουδέν κακόν λοιπόν αμιγές καλού! Κι αν αυτή η κρίση κατάφερε έστω και λίγο να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, όταν με το καλό περάσει, ας μην πάρει μαζί της όσα καλά κατάφερε και δημιούργησε. Γιατί μπορεί το κακό κάποτε να γίνεται αφορμή του καλού, αλλά και το καλό, όταν λείπει, μόνο κακό αφήνει στη θέση του. Και ο έχων ώτα ακούειν... ακουέτω!
 
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία

Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΜΑΣΟΝΙΑΣ!


Μέχρι πόσο πιο κάτω θα φτάσει αυτή η ελληνική κυβέρνηση… Με τις ευλογίες της η χώρα μας την ερχόμενη εβδομάδα θα μετατραπεί σε παγκόσμια πρωτεύουσα της Μασονίας. Τι ακριβώς θα συμβεί; Ελευθεροτέκτονες από Στοές όλου του κόσμου θα συγκεντρωθούν στην Αθήνα όπου και θα πραγματοποιήσουν παγκόσμιο συνέδριο για την ανάδειξη του νέου τους αρχηγού.




Το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί στο «Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας», με την ημέρα διεξαγωγής του να παραμένει μέχρι στιγμής κρυφή για ευνόητους λόγους. Οι Ελευθεροτέκτονες έχουν μάλιστα αρχίσει να κατακλύζουν την Αθήνα και μέσα στις επόμενες ημέρες αναμένεται να υπάρξει κοσμοπλημμύρα. Πληροφορίες από ξενοδοχειακές πηγές κάνουν λόγο για 800 χιλ. τέκτονες!!!!

Το τελευταίο διάστημα αρκετοί τουρίστες επικοινώνησαν με ξενοδοχεία των Αθηνών έτσι ώστε να κλείσουν τη διαμονή τους για το τελευταίο 10ημερο του Ιουνίου στην πόλη. Ωστόσο, τα περισσότερα τους ενημέρωναν για πληρότητα λόγω του Παγκόσμιου Συνεδρίου των Μασόνων. Προσεχώς περισσότερες λεπτομέρειες για το πολύ σοβαρό αυτό θέμα, για το οποίο σκόπιμα δεν αναφέρεται τίποτα από την Κυβέρνηση και τα ΜΜΕ που σιωπούν…


πηγή

Εκταφή και μεταφορά λειψάνων του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς



Πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες προσκυνητές έφθασαν στην Ιερά Μονή Τσέλιε του Βάλιεβο, για να συμμετάσχουν στο ιστορικό γεγονός της εκταφής του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Romfea.gr την περάσμενη Πέμπτη πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή των Αρχαγγέλων η εκταφή των ιερών λειψάνων του Αγίου Ιουστίνου, και στη συνέχεια με τις δέουσες τιμές τοποθετήθηκαν σε ειδική λάρνακα.
Το Σάββατο, στην Ιερά Μονή Τσέλιε τελέστηκε Πατριαρχική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Πατριάρχη Σερβίας κ. Ειρηναίου.
Επίσης συλλειτουργήσαν Αρχιερείς από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ από την Ελλάδα ο Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος, από την Κύπρο ο Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος, και από το Άγιον Όρος ο Ηγούμενος της Μονής Χιλανδαρίου Αρχιμ. Μεθόδιος.
Ο Προκαθήμενος της Σερβικής Εκκλησίας στο κήρυγμά του αναφέρθηκε στην αγιοκατάταξη του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς πριν από 4 χρόνια, ενώ τόνισε ότι ο Άγιος Ιουστίνος ήταν ένας πνευματικός ηγέτης και θεολόγος της Εκκλησίας της Σερβίας.
Στη συνέχεια με ευλογία του Πατριάρχη Ειρηναίου τον λόγο έλαβε ο Επίσκοπος Μπάτσκας πνευματικό παιδί του Αγίου Ιουστίνου, ο οποίος αναφέρθηκε στη ζωή του Αγίου Ιουστίνου.
"Πολλοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν του γέροντα Ιουστίνο, διότι ήταν μια καθολική προσωπικότητα, ένας πραγματικός άνθρωπος της Εκκλησίας, και ήταν δύσκολο να κάποιοι να κατανοήσουν και να ερμηνέυσουν αυτά που βίωναν κοντά του", τόνισε μεταξύ άλλων ο Επίσκοπος Ειρηναίος.
Τέλος να σημειωθεί ότι η λάρνακα με τα ιερά λείψανα του Αγίου Ιουστίνου τοποθετήθηκαν στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε.
popovits

stobioy
popovits5
popovits7
popovits13

Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος



Προϋπόθεση τῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ γνώση δηλαδὴ ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας μας νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοητικῆς ὁδοῦ. Παρὰ ταῦτα ὁ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία Θεὸς γνωρίζεται καὶ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν νοεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν βιώνει. Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὸν εἶναι βιωματική, εἶναι μία πορεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς τέρμα τὴν θέωση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἀ-λογίας φτάνει στὴν δοξο-λογία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι μὲν ἀπρόσιτος, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Εἶναι ὅμως προσιτὸς σὲ μᾶς κατὰ τὴν ἐνέργεια: διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο. Στὴν πραγματικότητα λοιπὸν δὲν πρόκειται γιὰ ἀντίφαση, ἀλλὰ γιὰ μία διαλεκτικὴ σύνθεση. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτὰ πιὸ ἀναλυτικά.

Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση, τί εἶναι Θεός. Θεὸς εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ τὸ τελείως ἀπρόσιτο. Ἂν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι Θεός, αὐτὴ εἶναι μία ἀνόητη ἐρώτηση, δὲν ἔχει νόημα, γιατί Θεὸς εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ ρωτήσουμε, νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι: γιατί ὁ Θεὸς ἁπλὰ εἶναι. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ εἶναι. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τὸ Θεὸ στὴ φλεγομένη βάτο, «ἀπὸ ποιὸν ἐγὼ θὰ πῶ ὅτι ἔχω τὴν ἐντολὴ αὐτή, ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου», ἐκεῖνος ἀπάντησε «ἐχγιὲ ἀσὲρ ἐχγιέ», ἐγὼ εἶμαι ὁ «ἐγὼ εἶμαι», αὐτὸς ποὺ ἐγὼ εἶμαι. Αὐτὸ τὸ μετέφρασαν οἱ Ἑβδομήκοντα «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Αὐτὸ τὸ «ὁ ὤν», ποὺ σημαίνει ὁ ὑπάρχων, ἀποδίδει κατὰ κάποιον τρόπο τὸ Γιαχβὲ τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶναι παλαιότερη μορφὴ τοῦ «ἐχγιέ». Τὸ Γιαχβὲ σημαίνει, λοιπόν, «ἐγὼ εἰμί». Ὅταν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο κυρίως, ὁ Χριστὸς ἀναφέρει τὶς λέξεις «ἐγὼ εἰμί», αὐτὸ τὸ «ἐγὼ εἰμὶ» εἶναι τὸ Γιαχβέ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Κάθε Εὐαγγελιστὴς ἔχει ἕναν εἰδικὸ θεολογικὸ σκοπό. Ὁ σκοπὸς τοῦ Ἰωάννη εἶναι αὐτός. Ὅσες φορὲς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐγὼ εἰμί», ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»…

Ὁ Χριστὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Γιαχβέ, εἶναι ἐκεῖνος, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύφθη ὁ Γιαχβέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Γιαχβέ, ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου πηγαίνει κανεὶς στὸν Γιαχβέ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»• «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» «ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμί». Ἐὰν κανεὶς δὲν ξέρει, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε: «Τίνα ζητεῖτε»; Καὶ ὅταν αὐτοὶ εἶπαν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ Χριστὸς ἀπάντησε «ἐγὼ εἰμί». Ἀκούγοντας «ἐγὼ εἰμὶ» ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν πρηνεῖς, σὰν μία δύναμη νὰ τοὺς ἔσπρωξε, γιατί ἄκουσαν τὴ λέξη, τὴ φράση αὐτή, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ. Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς «ἐγὼ εἰμί», τοὺς ἔλεγε ἐγὼ εἶμαι ὁ Γιαχβέ. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε δύο δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀποφατικός, δηλαδὴ ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ εἶναι ὁ ἀποφατικὸς δρόμος. Λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀναφής, ἀπρόσιτος, στὴν πραγματικότητα λέμε τί δὲν εἶναι. Λέμε τί εἶναι, λέγοντας τί δὲν εἶναι. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὁ καταφατικός. Λέμε, ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἤ, στὴν εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, («Σὺ γὰρ εἰ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…»), «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν»· ἐδῶ μιλᾶμε καταφατικά. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καταφατικὰ ποὺ λέμε γιὰ τὸν Θεό, πάλι δὲν λέμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ: λέμε τὰ περὶ τὸν Θεό, λέμε ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ· «ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀνεπλάσθη τὰ τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ὑπάρχουμε ἐν χρόνῳ, ὁ Θεὸς εἶναι ἀεὶ ὤν· ἐμεῖς ἀλλοιούμεθα, ὁ Θεὸς εἶναι ὡσαύτως ὤν. Αὐτὰ ὅλα, ἡ καταφατικὴ ὁδός, δὲν μᾶς λέει πάλι τί εἶναι ὁ Θεός.

Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, στὸ 6ο κεφάλαιο, ὁ Θεὸς ἀναφέρεται ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν» (πάλι ἀποφατικὸς δρόμος), «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Τὸ ἀναλύσαμε ἤδη. Ἀπρόσιτο φῶς, τὸ ὁποῖο «οὐδεὶς ἀνθρώπων εἶδεν ἢ ἰδεῖν δύναται» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ὅμως, «φῶς οἰκῶν». Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ καταφατικὸς δρόμος, συνδυασμένος ἐδῶ μὲ τὸν ἀποφατικό.


*****

Γιὰ νὰ προσεγγίσει τὴν ἔννοια τοῦ ἀπροσίτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὅλως ἄλλου, τοῦ ὁλοκληρωτικὰ διαφορετικοῦ ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ συλλάβουμε, ἡ κλασικὴ θεολογία, ἀκολουθοῦσα τὴ φιλοσοφία, κυρίως τὴν ἀριστοτελική, διακρίνει μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ. Βέβαια ὁ Ἀριστοτέλης δὲν εἶπε τίποτε περὶ τῆς ἐννοίας μεταφυσική, ἁπλῶς μετὰ τὰ Φυσικὰ ἔγραψε ἕνα ἄλλο κείμενο, ποὺ ὀνομάσαμε Μετὰ τὰ Φυσικά, ὅθεν τὰ Μεταφυσικά. Ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ δὲν εἶναι κυρίως εἰπεῖν ὀρθόδοξη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη ὑπερφυσικό. Καὶ αὐτὸ τὸ λέμε πάλι γιὰ νὰ συνεννοηθοῦμε: ὑπὲρ τὴν φύσιν. Ἡ μόνη θεολογικὴ ὀρθόδοξη διάκριση εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπρόσιτος μὲν κατὰ τὴν οὐσία, προσιτὸς δὲ κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές του ἐπίσης ἄκτιστες, ἀλλὰ ὅμως προσιτές. Κτιστὸς εἶναι ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅτι ἄλλο ὑπάρχει ἐκτός τοῦ Θεοῦ.

Ἄλλη διάκριση ποὺ γίνεται, εἶναι ἡ μεταξύ τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅμως τοποθετοῦνται οἱ ἄγγελοι, ἡ ψυχή, ὁ Θεός. Συμφυρμὸς δηλαδὴ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Οἱ δύο ἔννοιες, τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μὴ συμβατές, εἶναι δύο ἔννοιες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμία ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἡ συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου αὐτῆς τῆς ἀποστάσεως μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος. Ἡ προσπάθεια γεφυρώσεως αὐτοῦ τοῦ ἄγχους γεννᾶ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ ὀνομάζουμε θρησκεία. Ἡ θρησκεία δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ προσπαθεῖ νὰ γεφυρώσει τὴν ἀπόσταση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Ζοῦμε στὸν κόσμο καὶ καταλαβαίνουμε ὅτι πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ ὑπὲρ-κόσμος. Ἕνα κάλυμμα σκεπάζει τὸν κόσμο καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ διαπεράσουμε τὸ κάλυμμα, νὰ δοῦμε ἀπὸ πάνω. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια λέγεται θρησκεία.

Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ θρησκεία καὶ τὰ ὑποκατάστατα τῆς θρησκείας νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα, νὰ φτάσει ψηλά. Ὑποκατάστατα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ οἱ ἰδεολογίες, αὐτὲς ποὺ τελειώνουν σὲ ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· ὅλα αὐτὰ εἶναι προσπάθειες νὰ γεφυρώσουμε τὸ χάσμα. Ἄλλος προσπαθεῖ νὰ φτάσει ἐπάνω μὲ μία ἰδεολογία, ἄλλος μὲ τὴν τέχνη, μὲ τὰ ταξίδια, μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, εἴτε αὐτὰ λέγονται χρῆμα, εἴτε δόξα, εἴτε ἡδονή, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑποκατάστατα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦμε νὰ γεμίσουμε τὴν ψυχή μας, τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὸ ὑπαρξιακὸ χάος, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος καὶ νὰ φτάσουμε στὸν ὑπερκόσμο. Ἀκόμη ἔχουμε, χειρότερες μορφὲς ὑποκαταστάτων, τὰ ναρκωτικά, τὰ βαριά, ἢ καὶ πιὸ ἀθώα ναρκωτικά, ὅπως τὸ κάπνισμα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσυνείδητες ἀναζητήσεις μιᾶς χαμένης Ἐδέμ.

Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες τῆς θρησκείας ἢ τῶν ὑποκαταστάτων της, εἶναι ἀνίκανες νὰ λυτρώσουν τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνίκανες νὰ μᾶς δείξουν τί βρίσκεται στὸν ὑπερκόσμο. Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, ὁ Ἐπάνω νὰ ἀνοίξει μία καταπακτή, νὰ ρίξει μία σκάλα, νὰ ἔρθει κάτω ὁ ἴδιος καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐπάνω. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός, αὐτὸ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κατέβηκε κάτω, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Χριστὸς «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» καὶ «ἡ θύρα», γι’ αὐτὸ καὶ λέμε στὴν Παναγία: «Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἦς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».

Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἄλλην εἰκόνα, περπατᾶμε στὸ σκοτάδι, καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπουμε μπροστὰ μας τίποτα, ξαφνικὰ μία ἀστραπὴ μᾶς φωτίζει καὶ βλέπουμε ποῦ βαδίζουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Δὲν ἀνακαλύψαμε μόνοι μας ποῦ βαδίζουμε, αὐτὸ εἶναι ἀποκάλυψη. Κάποιος μοῦ ἀποκαλύπτει κάτι.

Ἄρα λοιπὸν ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία. Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει μόνος, δι΄ ἰδίων δυνάμεων ἐκεῖ πάνω, πράγμα ἀδύνατο. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς, εἶναι ἡ εἰσβολὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ὁ Θεὸς ὁ ἄκτιστος ἔφτιαξε τὸν κτιστὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὁ κτιστὸς ἔπεσε διὰ τῆς ἁμαρτίας στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο. Βρίσκεται στὴν ταλαιπωρία, στὸ ἄγχος, καὶ πρέπει κάποιος νὰ τὸν λυτρώσει. Γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς εἰσέβαλε στὸ χῶρο, στὴν ἱστορία, ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἐν Χριστῷ μᾶς ἔσωσε. Ἄρα τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως δὲν εἶναι μία ἰδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοὶ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο χριστιανικὴ κοσμοθεωρία, ἢ χριστιανικὴ ἰδεολογία. Δὲν πιστεύουμε σὲ μία κοσμοθεωρία. Τὸ πρόβλημά μας δὲν λύνεται μὲ ἰδέες καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε. Σ’ αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὴν κλίμακα, νὰ τοῦ δώσουμε τὸ χέρι νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πάνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ἀποκάλυψη.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως μία ἰδέα καὶ μία θεωρία, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ λένε, ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ἠθικὸς ἀναμορφωτής, κοινωνικὸς ἐργάτης. Ἂν ἦταν κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλίμονό μας. Ἡ σωτηρία μας θὰ ἦταν ἀδύνατη. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ, ὁ Κομφούκιος εἶπε πολὺ ὡραῖα πράγματα, καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ δὲν εἶπε ἄσχημα πράγματα. Καὶ ὁ Μωϋσῆς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶπε ὡραῖα πράγματα, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ὅμως, κανεὶς δὲν εἶναι ὁ σωτήρας. Δὲν σώζουν οἱ ἠθικὲς διδασκαλίες, δὲν σωζόμαστε ἂν γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι. Καὶ ἕνας ἄθεος, βουδδιστής, ἰνδουϊστής, μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Σώζεται κανεὶς ἂν ἀφήσει τὸ χέρι του νὰ τὸ πιάσει ὁ Χριστός, ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐπάνω. Δὲν ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις στὸν Θεό. Σὲ θεὸ πιστεύουν ὅλες οἱ θρησκεῖες. Πρέπει νὰ πιστεύεις στὸν Χριστό. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύφθηκε• «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», λέγει ὁ Φίλιππος (Ἰω. 14, 8). Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν πατέρα»: διότι στὸ πρόσωπό μου βλέπει κανεὶς τὸν Πατέρα. Γι’ αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 4) «τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).

Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.


*****

Ἡ κλασικὴ θεολογία διακρίνει μεταξὺ φυσικῆς καὶ ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη πραγματώνεται στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι στὴ θέα τοῦ κόσμου, «τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 20). Ἄρα λοιπὸν ὑπάρχει ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη. Ὅμως ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Χρειάζεται καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη. Χρησιμοποιοῦμε τὴ λέξη, ὅπως εἶπα, τῆς κλασικῆς, ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοῶ τὴν πατερικὴ θεολογία, αὐτὴ ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής. Οἱ Πατέρες δὲν συμπαθοῦν αὐτὸν τὸν ὅρο. Περισσότερο χρησιμοποιοῦν ἄλλες εἰκόνες:

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Τὰ τρία πρόσωπα περιχωροῦνται καὶ εἶναι ἑνωμένα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὁ Θεός, τὸ μόνο ὄντως μακάριο Ὄν, ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, δὲν θέλησε νὰ κρατήσει τὴ μακαριότητά του γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀνοίγει, τρόπον τινά, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ καὶ δημιουργεῖ ἄλλα ὄντα γιὰ νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του. Τὰ ὄντα αὐτὰ πρέπει, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του, νὰ εἶναι λογικὰ καὶ ἐλεύθερα. Ἂν ἦταν λογικά, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἐλεύθερα, σκεφθεῖτε τὸ βάσανο ἑνὸς λογικοῦ ὄντος ποὺ εἶναι καταναγκασμένο νὰ κάνει κάτι. Ἐὰν ἦταν ἐλεύθερα, ἀλλὰ δὲν ἦταν λογικά, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὶς συνέπειες, ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἀφῆστε τα νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἦταν καταστροφή. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπλάσθη καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκπληρώσει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογικός. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἀξία ἡ προσπάθειά του, δὲν θὰ μποροῦσε τὸ καλὸ νὰ εἶναι καλό. Τὸ καλὸ εἶναι καλό, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ κακὸ εἶναι κακό, γιατί πάλι ἐλεύθερα τὸ ἐπέλεξε ὁ ἄνθρωπος. Καλὸ καὶ κακὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.

Ἀνοίγει λοιπὸν ὁ Θεός, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, δημιουργεῖ τὴν κτίση γιὰ νὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτήν, καὶ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή.

Ἐδῶ θὰ κάνω μία παρένθεση. Ὅλο αὐτὸ τὸ σύμπαν ποὺ ὑπάρχει – ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο ὅπου τὸ ἡλιακὸ σύστημα εἶναι ἕνα μέρος, ἕνας κόκκος, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δισεκατομμύρια ἀστέρια τοῦ γαλαξία μας, καὶ ὑπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – ὅλα αὐτὰ τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ναί, γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ σημερινοὶ φυσικοὶ καὶ οἱ ἀστρονόμοι δέχονται στὴν πλειοψηφία τους ὡς λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε τὸ σύμπαν τὴ λεγόμενη ἀνθρωπικὴ ἀρχή. Τὸ σύμπαν ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συντείνουν στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ τὸ τέρμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ἂν θέλετε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς λεγομένης μεγάλης ἐκρήξεως, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅλα κατατείνουν στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλα ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν… καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς• καὶ ἐγένετο φῶς… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός…» (Γέν. 1, 1 κ. ἑ.). Αὐτὸ τὸ «καὶ εἶπεν» εἶναι μία ἀνθρωποπαθὴς ἔκφραση. Σημαίνει ὅτι διὰ τοῦ Λόγου του ἐποίησε τὰ πάντα, «τῷ λόγω τοῦ Κυρίου ἐστερεώθησαν οἱ οὐρανοί», «αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». «Ὁ Πατὴρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύμαπ ποιεῖ τὰ πάντα». Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποκαλύψεως δηλαδή. Τὸ τέλος; «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. 1, 1-2). «Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1, 18). Ἐκεῖνος. Δὲν χρειαζόμαστε ἄλλον. Δὲν χρειαζόμαστε δηλαδὴ γκουρού, τὸν τεκτονισμό, τὸν ἕνα ὁποιονδήποτε -ισμὸ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πληρότης. «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1,17). Ὁ νόμος ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἐγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετικὴ λέξη, μία διαφορετικὴ ἔννοια. Καὶ τὸ ἴδιο μᾶς λέγει πάλι ὁ Ἰωάννης: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 14). Τὸ ἴδιο ρῆμα. Τὸ ἐγένετο σημαίνει τὴν πραγματοποίηση, τὴν ὑλοποίηση, κάτι τὸ χειροπιαστό. Ὁ Λόγος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ «σὰρξ ἐγένετο». Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον «οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ἀπεκαλύφθη διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ μεσίτης τῆς ἀποκαλύψεως.



Ἐδῶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς βαθμίδες ἀποκαλύψεως. Ἡ πρώτη εἶναι ὅταν ὁ Θεὸς ἀνοίγει, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν κόσμο («Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»)· στὴν δεύτερη ἔχουμε τὴν πλήρωση τῆς ἀποκαλύψεως («Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»)· καὶ ἔχουμε καὶ μίαν τρίτη ἀποκάλυψη, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση, εἶναι ἡ μέλλουσα κρίση. Ἐκεῖ θὰ ἀποκαλυφθεῖ πάλι ὁ Θεός, ἀλλὰ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς φῶς γιὰ τοὺς ἀξίους καὶ ὡς «πῦρ καταναλίσκον» γιὰ τοὺς ἀναξίους («Ἀποκαλύπτεται ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1,18).


*****

Τὸ περιεχόμενο λοιπὸν τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος ἐν Υἱῷ, δηλαδὴ σὲ μία συγκεκριμένη ἀνθρώπινη μορφή, ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο, στὸ ὁποῖο, «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἑνώθηκε ἡ θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.

Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ποῦ φυλάσσεται, ποιὸς τὴν προσφέρει;

Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ, ἔζησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη, ἀλλὰ δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο. Συνεχίζει νὰ ζεῖ παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος μὲ τὴ σταυρική του θυσία, καὶ τὴν ὁποία τρέφει καὶ συντηρεῖ μὲ τὸ αἷμα του διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτὸς ἔστειλε ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ συνήγαγε στὸ ὄνομά του ὅλους ὅσοι πίστευσαν καὶ βαπτίσθηκαν γιὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν μεσσιανικὴ σύναξη, τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, τὸν νέο Ἰσραήλ, τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὴν θεία κοινωνία τῶν πιστῶν, λέει ὁ ἱερέας: «Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαὸς τοῦ Θεοῦ, κληρονομιά του, διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ μόνον στὴν Ἐκκλησία προσφέρεται καὶ ἡ ὁποία μόνον δομεῖ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπου Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία.

Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ μέλη ἐκείνους ποὺ μπολιάσθηκαν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ζωτικοὺς χυμοὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: τρέφονται ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν, ἀπρόσιτο μέν, ἀλλὰ ἀποκαλυπτόμενο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Θεό.

Αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τὴν προσφέρει ὡς θεματοφύλαξ της μὲ δύο τρόπους:

α) ὡς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Παίρνοντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ παίρνουμε τὸν ἴδιο τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεὸ ποὺ κατέβηκε κάτω στὴ γῆ·

β) ὡς κήρυγμα, ὡς προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Τὴν μὲν πρώτη μορφὴ τῆς ἀποκαλύψεως τὴν παίρνουμε διὰ τοῦ στόματος, τὴ δεύτερη διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς· βρώση καὶ ἀκοή. Αὐτὰ συμβολίζουν καὶ οἱ δύο Εἴσοδοι ποὺ γίνονται στὴν Ἐκκλησία, Μικρὰ καὶ Μεγάλη. Στὴ Μικρὰ Εἴσοδο ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας κρατεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο λιτανεύει διὰ μέσου τῶν πιστῶν – ὅλοι, ὅλος ὁ λαὸς μετέχει σ’ αὐτὸ – καὶ λέει: «Σοφία»: αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ἡ Σοφία· «ὁ Χριστὸς ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 1, 30). Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Σοφία. «Ὀρθοὶ» λοιπόν. Καὶ ψάλλεται κατόπιν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ…», δηλαδὴ τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθως ἐναποτίθεται τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ στὴ συνέχεια διὰ τῆς ἀναγνώσεως καὶ τοῦ κηρύγματος γίνεται ὁ ἀποκαλυφθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ προσιτὸς σὲ μᾶς διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς.

Στὴ Μεγάλη Εἴσοδο παίρνει ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας τὰ Τίμια Δῶρα ποὺ δὲν ἔχουν μεταβληθεῖ ἀκόμη σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἔχουν ὅμως προετοιμασθεῖ στὴν Προσκομιδή, καὶ ἐν λιτανείᾳ λέει πάλι: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. Ὅλη αὐτὴ ἡ λιτανεία συμβολίζει τὴν πορεία πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασιλεία ἀνοίχθηκε μὲ τὴν πόρτα τοῦ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» στὴν ἀρχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀνοίγουμε μὲ τὴ Λειτουργία τὶς πύλες: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα» (Ἰω. 10, 7.9), ἐλᾶτε νὰ μπεῖτε δι’ ἐμοῦ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅλοι μας γνωρίζουμε ὅτι στὴ θέση τοῦ τρίτου Ἀντιφώνου, στὸ σημεῖο ποὺ σήμερα ψάλλουμε γιὰ λόγους συντομίας τὸ Ἀπολυτίκιο, κανονικὰ ψάλλονται οἱ Μακαρισμοί, στοὺς ὁποίους ἀναλύεται πὼς ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου καὶ πὼς ὁ ληστὴς «παρεβίασε» τὶς πύλες του μὲ τὸ «μνήσθητί μου». Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἄρα λοιπὸν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μὲ τὶς δύο αὐτὲς πομπές, λιτανεῖες, εἰσόδους, ποὺ εἶναι ἕνα νόμισμα μὲ δύο πλευρές. Δὲ μποροῦμε νὰ τὶς χωρίσουμε. Δὲ μποροῦσε νὰ κάνουμε Θεία Εὐχαριστία χωρὶς ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, οὔτε ἀνάγνωση Εὐαγγελίου χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο πόλοι, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία καὶ συνεπῶς ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας. Ἄρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη, εἶναι κηρυσσομένη καὶ βιουμένη, κηρυγματικὴ καὶ βιωματική. Πρῶτα κηρύσσεται καὶ ὕστερα βιοῦται. Πρῶτα διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μετὰ κοινωνοῦμε. Πῶς θὰ σωθοῦν, ἂν δὲν πιστέψουν; καὶ πῶς θὰ πιστέψουν, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἂν δὲν ἀκούσουν; καὶ πῶς θὰ ἀκούσουν ἂν κάποιος δὲν τοὺς κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Ἀπόστολος, Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Πρὶν ὅμως, ὁμολογοῦμε τί πιστεύουμε. Αὐτὰ ὅλα εἶναι μὲ σοφία, θεόπνευστα βαλμένα ἔτσι. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρόσληψη τοῦ ἀποκαλυφθέντος Χριστοῦ, ἄρα ἡ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρίας. Πρὶν ἀπὸ τὴ βίωση πρέπει νὰ πιστέψουμε. Σ’ αὐτὸ συντελεῖ ἡ Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ κηρυσσομένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, προϋπόθεση γιὰ τὴν βιουμένη. Κηρυσσομένη καὶ βιουμένη ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία. Δὲν χωρίζονται, γιατί καὶ τὰ δύο οἰκοδομοῦν, συντηροῦν, τρέφουν καὶ αὐξάνουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Γραφὴ δὲν εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἐνσωματωμένη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μόνον στὴν Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, μόνον ἐκεῖ βιώνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό.


******

Ἕνα λάθος πολλῶν ποὺ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὅτι βλέπουν σὲ αὐτὴν ἁπλῶς ἕνα ἠθικὸ μήνυμα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς εὐσέβειας. Δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γνωρίζεται, παραλαμβάνεται καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκόμη καὶ ὁ ψάλτης, ποὺ εἶναι κατώτερος κληρικός, καὶ αὐτὸς παραλαμβάνει τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ σ’ αὐτὸν τὸ ἐπιστρέφει· αὐτὴ εἶναι μία συμβολικὴ κίνηση, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Βιβλίο βεβαίως ποὺ οἰκοδομεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ πρωτίστως τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομηθεῖ μόνος του, αὐτόνομα, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν κάνει τίποτα. Ἂν ἀπομονώσουμε τὴ Γραφὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Γραφὴ εἶναι ἕνα ξεριζωμένο δένδρο καὶ δὲν μᾶς χρειάζεται σὲ τίποτε.

Ποιὸς μᾶς λέει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφή; Μᾶς τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς παραδόσεως. Τί εἶναι ἡ παράδοση; Παλιὰ τὰ σχολικὰ βιβλία ἔλεγαν ὅτι, δύο εἶναι οἱ πηγὲς τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις. Αὐτὸ τὸ ἀντιγράψαμε ἀπὸ ἐγχειρίδια Δογματικῆς τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ θέλησαν νὰ ἀπαντήσουν στὸ Λούθηρο, ποὺ ὑποστήριζε τὸ sola scriptura, μόνον ἡ Γραφή.

Δὲν κυριολεκτοῦμε ὅταν λέμε γιὰ τὴν παράδοση, ὅτι εἶναι πηγὴ τῆς πίστεώς μας. Ὡς παράδοση ἐννοοῦμε τὴν πράξη τοῦ παραδίδειν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παραδώσω, τὸ παρέλαβα ἀπὸ κάπου. Τὴν παράδοση παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πατέρες κ.ο.κ., γιὰ νὰ φθάσουμε μέχρι τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολοι τὴν παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αὐτὸ λέγεται ἀποστολικὴ παράδοση καὶ παρεδόθη ὄχι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ Ἐκκλησία μας ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἄρα παράδοση εἶναι, πρῶτα ἡ πράξη τοῦ παραλαμβάνειν καὶ παραδίδειν, καὶ ὕστερα αὐτὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ τί παραλαμβάνουμε καὶ παραδίδουμε.

Τὸ περιεχόμενο τῆς παραδόσεως εἶναι ἡ πίστη μας ποὺ κατεγράφη στὴν Ἁγία Γραφή. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι μέρος τῆς παραδόσεως. Τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφτηκε περὶ τὸ 50 (πρόκειται γιὰ τὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή), τὰ τελευταῖα βιβλία (κατὰ Ἰωάννην, Ἀποκάλυψη) γύρω στὸ 100. Στὸ μεταξὺ διάστημα τῶν 50 ἐτῶν δὲν εἴχαμε πλήρη τὴν Ἁγία Γραφή. Ἤ, ἂν θέλετε, πρὸ τοῦ 50 δὲν εἴχαμε κἄν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ παράδοση καὶ ἡ πίστη. Ἄρα ἡ παράδοση εἶναι κάτι τὸ ζωντανό, κάτι ποὺ περιέχει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ Γραφὴ εἶναι ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ παράδοση εἶναι ἡ ἄγραφη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄγραφο βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι παράδοση τύπων, ἰδεῶν, δογματικῶν ἀπόψεων, παράδοση ἠθῶν ἢ ἐθίμων εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι, εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἱδρυτή της καὶ τὰ πρῶτα βήματά της, εἶναι ἡ καταγραφὴ τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ πιστεύουμε «κατὰ τὰς Γραφάς». Εἶναι θεόπνευστη, γιατί ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη. Ἔτσι στὸ sola scriptura ἢ στὸ sola fide τοῦ Λουθήρου θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε καὶ ἐμεῖς sola ecclesia. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν πίστη, τὴ Γραφή. Ἔτσι Γραφή, παράδοση καὶ Ἐκκλησία περιχωροῦνται, ὅπως τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν χωρίζονται, τὸ ἕνα περιέχεται στὸ ἄλλο, τὸ ἕνα μαρτυρεῖται, ζωοποιεῖται, ἑρμηνεύεται καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ ζεῖ μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀποκαλύπτουσα τὸν ἀπρόσιτο Θεό. Ἡ παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες εἶναι τὰ στόματα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν Γραφὴ ἐφάπαξ ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τοὺς Πατέρες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία μας τὸ λεγόμενο «Συνοδικόν», τὸ ὁποῖο ἐκφράζει ἄριστα ὅσα εἴπαμε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ ποὺ διαφυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία:

«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον [πρβλ. Παλαιὰ Διαθήκη], οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν [πρβλ. Καινὴ Διαθήκη], ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν [πρβλ. Ἱερὰ Παράδοση], οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι], ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν».


*****

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαδρομὴ στὸ μυστήριο τοῦ ἀπροσίτου πλὴν ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, μποροῦμε νὰ κλείσουμε τὴν εἰσήγησή μας συνοψίζοντας ἐν εἴδει συμπεράσματος τὰ λεχθέντα:

Ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς ἀπεκαλύφθη ὅταν «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἡ πληρότης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», εἶναι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Πατρὸς ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰώνας» (ἱ. Αὐγουστίνος). Συνεπῶς: στὴν Ἐκκλησία κηρύσσεται διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ζεῖ, φυλάσσεται καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ὁ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεὶς ἀπρόσιτος Θεός. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πιστὸς ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς καὶ θύρα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὸν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθέντα ἀπρόσιτο Θεό. Ἀκολουθώντας αὐτὴν τὴν ὁδό, περνώντας ἀπὸ αὐτὴν τὴν θύρα, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, παύει νὰ εἶναι ἀπρόσιτος καὶ εἶναι πλέον πατέρας.

Ὁ Ἅγιος Alban (Πρωτομάρτυς Βρεταννίας)



Ὁ Ἅγιος Alban (Ἀλβανός), πρωτομάρτυρας τῆς Βρετανίας, ἦταν Ρωμαῖος πολίτης καὶ ζοῦσε στὴν πόλη Βερουλάμιουμ (Verulamium), λίγα μίλια βόρειά του Λονδίνου κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν καὶ ἦταν ἀρχικὰ παγανιστής.

Ὅταν ὁ διοικητὴς τῆς πόλης ξεκίνησε τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἕνας Χριστιανὸς Ἱερέας, ποὺ πιθανότατα ὀνομαζόταν Ἀμφίβολος, κρύφτηκε στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου Alban. Ὁ Ἅγιος Alban, ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Ἀμφίβολου καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ρωτᾶ γιὰ τὴν πίστη του. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ἦταν ὁ Ἅγιος Alban νὰ πιστέψει στὸν Χριστὸ νὰ ζητήσει νὰ βαπτιστεῖ. Τότε, ὅμως, ὁ διοικητὴς τῆς πόλης πληροφορήθηκε ὅτι στὸ σπίτι τοῦ Alban κρυβόταν ὁ Ἀμφίβολος καὶ ἔστειλε νὰ τὸν συλλάβουν. Ο Alban τὸν φυγάδευσε ἀνταλλάσσοντας ροῦχα μαζί του. Ντυμένος μὲ τὸν μανδύα τοῦ ἱερέα συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν κριτή. Ἐκεῖ κατηγορήθηκε τόσο γιὰ τὴν ὑπόθαλψη τοῦ διωκόμενου κληρικοῦ, ὅσο καὶ γιὰ ἀποστασία ἀπὸ τὴν προγονική του θρησκεία. Ἀρνούμενος νὰ ἀποκηρύξει τὴν πίστη του στὸ Χριστό, ὑπέμεινε βασανιστήρια καὶ τελικὰ ἀποκεφαλίστηκε στὸ λόφο λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν πόλη.

 


Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαήλ

Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀδέλφια ἀπὸ τὴν Περσία (ὁ πατέρας τους ἦταν πυρολάτρης, ἐνῷ ἡ μητέρα τους χριστιανὴ καὶ τοὺς μετέδωσε τὴ χριστιανικὴ ἀγωγή, ἐνῷ τὴ χριστιανικὴ μόρφωση κάποιος εὐλαβὴς ἱερέας ὀνόματι Εὔνικος), καὶ εἶχαν ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ κάποια ἀποστολή. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐκεῖ παραμονῆς τους, συνέβη νὰ δοῦν στὴ Χαλκηδόνα τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανό, ποὺ θυσίαζε στὰ εἴδωλα ἐν μέσῳ πομπῆς.
 
Τὸ θέαμα αὐτὸ τοὺς λύπησε πολὺ καὶ ἐξέφρασαν τὴν δυσαρέσκειά τους γιὰ τὸ κράτος, ποὺ ὁ ἡγέτης του γινόταν ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας. Κάποιοι καταδότες ὅμως, ποὺ τοὺς ἄκουσαν, τοὺς κατάγγειλαν στὸν Ἰουλιανό. Αὐτὸς διέταξε ἀμέσως οἱ τρεῖς Πέρσες ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν σειρὰ τοὺς ἀποκρίθηκαν, ὅτι τοὺς ἑαυτούς τους πρὸ πολλοῦ εἶχαν ἀρνηθεῖ, καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ στὸν ὁποῖο εἶχαν παραδομένη τὴν ψυχή τους, ἦταν ἕτοιμοι νὰ χύσουν γι᾿ Αὐτὸν τὸ αἷμα τους. 

Τότε ἄρχισε ὁ βασανισμός τους. Διαπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους τους μὲ μυτερὸ ἀντικείμενο, καὶ ἔκαψαν τὶς μασχάλες τους μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Κατόπιν τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἀλλ᾿ ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ Ἰουλιανὸς ἐξεστράτευσε κατὰ τῶν Περσῶν, σὲ κάποια μάχη, πληρώνοντας γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἔπεσε νεκρὸς στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ´. Ταχύ προκατάλαβε 
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ΄.
Οἱ τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχοι, καὶ τῆς ἀσεβείας ἀντίπαλοι, Μανουὴλ θεόπνευστε, καὶ Ἰσμαὴλ θαυμάσιε, καὶ Σαβὲλ ἀξιάγαστε, παῤῥησίᾳ τὸν Χριστὸν, Υἱὸν Υεοῦ κηρύξαντες, τὸ αἷμα ὑμῶν ὑπὲρ Αὐτοῦ ἐξεχέατε· ὅν δυσωποῦντες μὴ παύσητε, τοῦ σωθῆναι υὰς ψυχάς ἡμῶν. 

Κοντάκιον 
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῇ πίστει Χριστοῦ, τρωθέντες παμμακάριστοι, καὶ τούτου πιστῶς, πιόντες τὸ ποτήριον, τὰ Περσῶν σεβάσματα, καὶ τὸ θράσος εἰς γῆν κατεβάλετε, τῆς Τριάδος ἰσάριθμοι, πρεσβείας ποιοῦντες, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν. 

Ἕτερον Κοντάκιον 
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Οἱ τρεῖς θεῖοι Μάρτυρες οἱ ἐκ Περσίδος, τὸν Σταυρὸν ἀράμενοι, οὐκ ἐδειλίασαν ποινὰς, ἀλλ’ ἐν σταδίῳ ἐκήρυξαν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν Τρισυπόστατον. 

Ἕτερον Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τοῦ Ἁγίου Μανουήλ
Τῶν τοῦ τυράννου ἀπειλῶν καὶ ὑποσχέσεων, καταφρονήσας ἀνδρικῶς στύλε ἀκλόνητε, σὺν ὁμαίμοσιν ἐνήθλησας μεγαλόφρον· ἀλλ’ ὡς ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Κύριον, Μανουήλ με ἐκ κινδύνων ἐλευθέρωσον· ἵνα κράζω σοι, χαίροις Μάρτυς πανθαύμαστε. 

Ὁ Οἶκος 
Εὐφημήσωμεν φιλέορτοι τοὺς Μεγαλομάρτυρας τρεῖς αὐταδέλφους· Μανουὴλ, Σαβὲλ, καὶ Ἰσμαὴλ, τοὺς ἐκ Περσίδος ὡς ἀστέρας φαεινοὺς ἐκλάμψαντας λέγοντες· χαίρετε οἱ τὰ σώματα παντοίοις αἰκισμοῖς παραδόντες, καὶ τὴν ἄληκτον καὶ ἀγήρῳ ζωὴν τῆς φθαρτῆς προτιμήσαντες· χαίρετε οἱ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς σώμασιν ὑμῶν φέροντες, καὶ διὰ Χριστὸν τοὺς ἀστραγάλους ἥλοις παρέντες· χαίρετε οἱ τὸν διὰ ξίφους θάνατον ἐτοίμως δεξάμενοι, καὶ τῶν γηΐνων τὰ οὐράνια ἀνταλλάξασθαι βουληθέντες· καὶ νῦν ἐν οὐρανοῖς σὺν Ἀγγέλοις ἀγαλλόμενοι, ἀπαύστως ὑμνεῖτε, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν Τρισυπόστατον. 

Ἕτερον Ὁ Οἶκος
Τοῦ Ἁγίου Μανουήλ

Τίς σου τῶν ἐπιγείων Μανουὴλ ἐξισχύσειεν ἐιπεῖν τοὺς Μαρτυρικοὺς ἄθλους, καὶ τῆς ὑπὲρ Χριστοῦ πάλης τὴν ἄμετρο ἔνστασίν τε καὶ καρτερίαν, ἥν ἐπὶ γῆς ὡς ἄσαρκος ἐπεδείξω; Ἀλλ’ ὅμως ἴδε οὕτω σοὶ κράζω· χαίροις Θεοῦ στρατιώτα γενναῖε, χαίροις Χριστοῦ Μάρτυς ὡραῖε· χαίροις ἀστὴρ τοῦ νοητοῦ Ἡλίου παμφαίδιμε· χαίροις καρπὲ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὥριμε, χαίροις Περσίδος ἀθάνατον βλάστημα· χαίροις Θράκης ἀκλόνητον ἔρεισμα· χαίροις τερπνὸν θῦμα τοῦ παντάνακτος Θεοῦ· χαίροις ὁ τὴν πλάνην διελέγξας τοῦ Ἰουλιανοῦ· χαίροις ὁ πῦρ ἥλους καλάμους βέλη καὶ ξίφος εἰς οὐδὲν λογισάμενος· χαίροις οὗ τῇ ἀθλητικῇ ἐνστάσει Σατὰν ὁ δόλιος ὑπῆρξε παιζόμενος· χαίροις τῶν ἑορταζόντων τὴν μνήμην σου ὁ προστάτης· χαίροις δι’ οὗ ἡττήθη ὁ τύραννος παραβάτης· Χαίροις Μάρτυς πανθαύμαστε. 

Κάθισμα 

Ἦχος δ΄. Ὁ Ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ ἑκουσίως.
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκότες, ἐν ἀπτοήτῷ λογισμῷ Ἀθλοφόροι, ὑπὲρ ἥλίου λάμπετε φαιδρότητα· ὅθεν τὴν φαιδρὰ ὑμῶν, ἑορτάζομεν μνήμην, πίστει ἱκετεύοντες, ταῖς ὑμῶν μεσιτείαις, ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν, καὶ ἀγαθῶν αἰωνίων ἀπόλαυσιν.

Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ὁ ἐν Ῥουφινιαναῖς


Αὐτὸς ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Ὀνωρίου καὶ Ἀρκαδίου (395-480) καὶ γεννήθηκε στὴ Φρυγία. Δεκαοκτὼ χρονῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴ Θρᾴκη, ὅπου ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτευε σὲ κάποιο κοινόβιο. Ἀπὸ τὴν Θρᾴκη, μὲ ἄδεια τοῦ ἡγουμένου του πῆγε στὴ Χαλκηδόνα μὲ συνοδεία δυὸ ἄλλων μοναχῶν καὶ ἐκεῖ βρῆκε τὴν Μονὴ τοῦ Ῥουφίνου ἀκατοίκητη, ἔρημη καὶ ἄγρια. 

Τότε ὁ Ὑπάτιος, μαζὶ μὲ τοὺς συνοδίτες του, τὴν καθάρισε ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τὰ τριβόλια, ποὺ εἶχαν φυτρώσει ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ τὴν ἔκανε κατοικήσιμη. Διότι ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κτίτορα τῆς Μονῆς Ῥουφίνου, ὁ ὁποῖος καὶ τάφηκε σ᾿ αὐτή, οἱ μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν αὐτὴ καὶ ἔτσι ἐρημώθηκε. Στὴ Μονὴ αὐτὴ ὁ Ὑπάτιος, μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχούς, πέρασε ἀρκετὰ χρόνια, ἐργαζόμενος καὶ τρεφόμενος ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του. 

Ἀλλὰ κατόπιν ἔφυγε καὶ πῆγε πάλι στὸ προηγούμενο κοινόβιό του στὴ Θρᾴκη. Ὅμως, οἱ μοναχοί της Μονῆς Ῥουφίνου, ἦλθαν τὸν ζήτησαν καὶ τελικὰ τὸν πῆραν στὴ Μονή τους σὰν ἡγούμενο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε μὲ ὁσιότητα καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα. (Περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 29η Μαΐου).

Ὁ Ἅγιος Φιλονείδης Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Κουρίου


Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ ἦταν ἐπίσκοπος Κουρίου, πόλη τῆς νότιας Κύπρου. Γιὰ τὸν ἀποστολικό του ζῆλο συνελήφθη μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους χριστιανοὺς καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ὅταν οἱ τρεῖς συγκρατούμενοί του - Ἀριστοκλής, Δημητριανὸς καὶ Ἀθανάσιος (+ 23 Ἰουνίου) -πέθαναν μαρτυρικά, νέο διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ, προέτρεπε τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἀτιμάζουν παρὰ φύση τὰ σώματα τῶν χριστιανῶν. Τ

ότε ὁ Φιλονείδης γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν βέβαιη ἀτίμωση, ἔδεσε τὸ κεφάλι του, κάλυψε τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ῥοῦχο του καὶ ἔπεσε πρὸς τὰ κάτω, ἀπὸ μέρος ὑψηλό. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμα τὸ σῶμα του φτάσει κάτω στὴ γῆ, ἡ ψυχή του πέταξε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
 
Οἱ δὲ εἰδωλολάτρες, ὅταν βρῆκαν τὸ σῶμα του νεκρό, τὸ ἔβαλαν μέσα σ᾿ ἕνα σάκκο καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα. Ὁπότε τὸ βρῆκαν στὴν παραλία οἱ πιστοί, τὸ παρέλαβαν καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ τιμές. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Ἀρίστων.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...