Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 18, 2017

Εἰς τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀποκρέω Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς


1. Τὴν περασμένη Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία ἐμνημόνευε τὴν ἀπερίγραπτη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς πού παρουσιάζεται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σεσωσμένου Ἀσώτου. Τὴν σημερινὴ Κυριακὴ διδάσκει περὶ τῆς μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας μία καλή τάξι καὶ ἀκολουθώντας τίς προφητικὲς φωνές· διότι, λέγει, «θὰ σοῦ ψάλω, Κύριε, ἔλεος καὶ κρίσι», καὶ «μία φορὰ ἐλάλησε ὁ Θεὸς καὶ ἄκουσα τὰ δύο αὐτά, ὅτι τὸ κράτος εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδικό σου, Κύριε, τὸ ἔλεος, διότι ἐσὺ θ’ ἀποδώσης στόν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του».

2. Τὸ ἔλεος λοιπὸν καὶ ἡ μακροθυμία προηγεῖται τῆς Θείας κρίσεως. Πραγματικὰ ὁ Θεός, ἔχοντας καὶ περιέχοντας κατ’ ἐξοχὴν ὅλες τίς ἀρετές, καὶ ὄντας συγχρόνως δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ἐπειδὴ τὸ ἔλεος δέν συμβαδίζει μὲ τὴν κρίσι, σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο, «νά μὴ εὐσπλαγχνισθῆς πτωχὸ κατὰ τὴν κρίσι», εὐλόγως ὁ Θεὸς κατένειμε τὸ καθένα στόν καιρὸ του· τὸν παρόντα καιρὸ τὸν ὥρισε γιά τὴν μακροθυμία, τὸν μέλλοντα γιά τὴν ἀνταπόδοσι. Γι’ αὐτὸ τὰ τελούμενα στήν Ἐκκλησία ἡ Θεία Χάρις διέθεσε κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμενοι τοῦτο, ὅτι τὴν συγγνώμη γιά τὰ ἁμαρτήματα λαμβάνομε ἀπὸ τὰ ἐδῶ συμβαίνοντα, νά σπεύσωμε, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη στόν παρόντα βίο, νά ἐπιτύχουμε τὸ αἰώνιο ἔλεος καὶ νά καταστήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀξίους τῆς Θείας φιλανθρωπίας. Διότι ἐκείνη ἡ κρίσις, ἡ τελευταία,εἶναι ἀνηλέητος γι’ αὐτόν πού δέν ἔδειξε ἔλεος.

3. Περὶ τῆς ἀπερίγραπτης λοιπὸν γιά μᾶς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ ὁμιλήσαμε μόλις πρὸ ὀλίγου. Σήμερα δὲ θὰ μιλήσουμε περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ περὶ τῆς φρικωδεστάτης κρίσεως καὶ περὶ ὅσων θὰ συμβοῦν κατ’ αὐτὴν ἀπορρήτως- πράγματα πού ὀφθαλμὸς δέν εἶδε καὶ οὖς δέν ἤκουσε καί πού δέν ἀνέβηκαν στή σκέψι ἀνθρώπου, ἂν αὐτή εἶναι ἀμέτοχη Θείου Πνεύματος, ποὺ ὑπερβαίνουν ὄχι μόνο τὴν ἀνθρωπίνη αἴσθησι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ λόγο. Διότι, ἂν καὶ αὐτός πού μᾶς διδάσκει γιά ὅλα αὐτά εἶναι ἐκεῖνος πού γνωρίζει τὰ πάντα καὶ πρόκειται νά κρίνῃ ὅλη τή γῆ, ἀλλὰ συγκαταβαίνει πρὸς τὴν δυναμικότητα τῶν διδασκομένων, προσφέροντας τοὺς λόγους συμμέτρους πρὸς αὐτήν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγονται ἀστραπὴ καὶ νεφέλες, σάλπιγξ καὶ θρόνος καὶ τὰ ὅμοια μὲ αὐτά, ἂν καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του περιμένουμε καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴ γῆ, ἀφοῦ τὰ παρόντα θά παρέλθουν.

4. Ἂν δὲ αὐτὰ καὶ μόνο λεγόμενα, μάλιστα δὲ λεγόμενα συγκαταβατικῶς, γεμίζουν τὴν ψυχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν μὲ φρίκη καὶ δέος, ποιός θὰ βαστάση τότε πού θὰ τελοῦνται τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Πόσο ἄξιοι πρέπει νά εἴμαστε στά ἅγια σπουδάσματα καὶ στήν εὐσέβεια, ὅταν προσδοκοῦμε τὴν παρουσία τῆς ἡμέρας τοῦ Θεοῦ, γιά τὴν ὁποία, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Πέτρος, «οἱ μὲν οὐρανοὶ πυρακτωμένοι θὰ διαλυθοῦν, τὰ δὲ στοιχεῖα καιόμενα θὰ λειώσουν, ἐνῶ ἡ γῆ καὶ τὰ κτίσματα πού ὑπάρχουν σ’ αὐτὴν θὰ κατακαοῦν;». Πρὶν δὲ ἀπὸ αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ σκληρὴ παρουσία καὶ ἐπήρεια τοῦ Ἀντιχρίστου κατὰ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία, ἂν δέν ἐκολοβωνόταν ἐπιτραπεῖσα γιά λίγον χρόνο, δέν θὰ σωζόταν κανένας ἄνθρωπος, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στά εὐαγγέλια. Γι’ αὐτὸ παραγέλλει στούς μαθητὰς Του «ἀγρυπνεῖτε λοιπὸν παρακαλώντας ὅλον τὸν καιρό, γιά νά καταξιωθῆτε ν’ ἀποφύγετε ὅλα ὅσα πρόκειται νά συμβοῦν καὶ νά σταθῆτε ἐμπρὸς στόν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου».

5. Βέβαια ὅλα ἐκεῖνα εἶναι γεμάτα ὑπερβολικὴ φρίκη, ἀλλὰ γι’ αὐτούς πού δαπανοῦν τὸν βίο τους σὲ ἀπιστία καὶ ἀδικία καὶ ῥᾳθυμία ἀπειλοῦνται ἀκόμη δεινότερα ἀπὸ αὐτά, καθὼς λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος· «τότε θὰ κλαύσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς». Φυλὲς δὲ τῆς γῆς εἶναι αὐτοί πού δέν ἐπειθάρχησαν στόν ἐλθόντα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ δέν ἀναγνωρίζουν καὶ δέν ἐπικαλοῦνται τὸν οὐράνιο Πατέρα οὔτε ἀνεβάζουν πρὸς αὐτὸν τὸ γένος διὰ τῆς ὁμοιότητος τῶν ἔργων. Λέγει πάλι ὅτι «ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ ἐπέλθει σὰν παγίδα σὲ ὅλους ὅσοι κάθονταν ἐπάνω στό πρόσωπο τῆς γῆς, δηλαδὴ σ’ ἐκείνους πού μὲ τὴν κραιπάλη καὶ μέθη, μὲ τίς τρυφὲς καὶ τὶς βιωτικὲς μέριμνες εἶναι προσηλωμένοι στή γῆ καὶ στά γήινα καὶ ἔχουν προσκολληθῆ ὁλοσχερῶς στά φαινόμενα κατὰ τὴν αἴσθησι λαμπρά, στόν πλοῦτο, στή δόξα καὶ στήν ἡδονή. Πραγματικὰ μὲ τὴν λέξι «πρόσωπο τῆς γῆς» αἰνίχθηκε τὸν φαινομενικῶς χαρωπὸ χαρακτῆρα της, ἐνῶ μὲ τὴν λέξι «κάθονται» ὑπονοεῖ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἐνδόμυχη προσήλωση. Μὲ τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς συνάπτει πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς αὐτούς πού ἁμάρτησαν ἀμετανοήτως ἕως τὸ τέλος, ὅπως προεῖπε καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὅτι «θὰ πάρουν φωτιὰ οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ συγχρόνως, καὶ δέν θὰ ὑπάρξει κανεὶς νά τὴν σβήση». «Ἡ ἰδικὴ μας ὅμως πολιτεία εὑρίσκεται στούς οὐρανούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἀναμένουμε τὸν Σωτήρα», λέγει ὁ ἀπόστολος· καὶ «ἐσεῖς δέν εἶσθε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο», ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητὰς Του ὁ Κύριος, πρὸς τοὺς ὁποίους πάλι λέγει ὅτι, «ὅταν θὰ τελοῦνται ὅλα αὐτά, ν’ ἀνασηκωθῆτε καὶ νά ὑψώσετε τὰ κεφάλια σας, διότι προσεγγίζει ἡ ἀπολύτρωσίς σας».

6. Βλέπετε ὅτι οἱ ζῶντες κατὰ τὸν Χριστὸ γεμίζουν ἀνεκφράστη χαρὰ καὶ παρρησία γιά τὰ συμβαίνοντα εὐθὺς ἔπειτα ἀπὸ ἐκεῖνα, ἐνῶ οἱ ζῶντες κατὰ τὴν σάρκα εἶναι γεμᾶτοι αἰσχύνη καὶ ὀδύνη καὶ κατήφεια; Καθὼς φωνάζει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας, «ὁ Θεὸς θ’ ἀποδώσει στόν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του, σ’ ἐκείνους δηλαδή πού ἐπιζητοῦν μὲ ἔργο ἀγαθὸ κατὰ ὑπομονὴ δόξα καὶ τιμὴ καὶ ἀφθαρσία θὰ ἀποδώσει ζωὴ αἰώνια, ἐνῶ γιά τοὺς ἀπειθοῦντας στήν ἀλήθεια, πειθομένους δὲ στήν ἀδικία θὰ ὑπάρξει θυμὸς καὶ ὀργή, θὰ ὑπάρξει θλῖψις καὶ στενοχώρια σὲ κάθε ἀνθρωπο ποὺ κατεργάζεται τὸ κακό». Πραγματικὰ παλαιὰ ἐπὶ τοῦ Νῶε, ὅταν αὐξήθηκε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐπικράτησε σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἦλθε ἀπὸ τὸν Θεὸ κατακλυσμός, ποὺ κατέστρεψε κάθε πνοή, ἐνῶ μόνο ὁ δίκαιος αὐτὸς μὲ τὴν οἰκογένειά του διαφυλάχθηκε γιά χάρη τῆς γενέσεως ἑνὸς δευτέρου κόσμου. Πάλι δὲ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς τὴν αὐξηθεῖσα κακία περιέκοπτε μερικῶς, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅταν ἀποτέφρωσε μὲ πῦρ τοὺς Σοδομίτες, κατεπόντισε στή θάλασσα τοὺς Φαραωνίτες, τὸ δὲ πάντολμο γένος τῶν Ἰουδαίων ἀπεδεκάτισε μὲ πεῖνα καὶ στάση, μὲ νόσους καὶ πικρὲς ποινές.

7. Ὁ κοινὸς ὅμως ἰατρός, ποὺ ἐχρησιμοποίησε χάριν τοῦ γένους μας τὰ αὐστηρὰ φάρμακα καὶ ἰατρεύματα, δέν παρέλειψε ἐκεῖνα πού εἶναι εὐάρεστα καὶ ὠφελοῦν μ’ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ ἀνύψωσε πατέρες, ἀνέδειξε προφῆτες, ἐτέλεσε σημεῖα, ἔδωσε τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἔστειλε ἀγγέλους. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὰ ἦσαν ἀνίσχυρα γιά τὴν ἀσυγκράτητη ὁρμὴ τῆς κακίας μας, κατῆλθε στή γῆ κλίνοντας πρὸς τὰ κάτω τοὺς οὐρανοὺς ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ μεγάλο ἰατρικό πού καταπαύει τὶς βαρειές ἁμαρτίες· καὶ ἀφοῦ ἔγινε γιά μᾶς τὰ πάντα, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, κατήργησε τὴν ἁμαρτία στόν ἑαυτὸ Του· ἔπειτα ἐνίσχυσε κι’ ἐμᾶς, ὥστε νά ἀμβλύνη τὸ κεντρὶ ἐκείνης, καὶ ἐπαραδειγμάτισε στόν σταυρὸ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ συνεργοὺς αὐτῆς καταργώντας διὰ τοῦ θανάτου τὸν ἔχοντα τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου.

8. Καί, ἀφοῦ ὅπως στήν ἐποχὴ τοῦ Νῶε κατέκλυσε μὲ ὕδωρ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἔτσι ὕστερα κατέκλυσε τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς δικαιοσύνης καὶ χάριτός Του, ἀνέστησε τὸν ἑαυτὸ Του ἀθάνατο, σὰν σπέρμα καὶ ἀπαρχὴ τοῦ αἰωνίου κόσμου, σὰν παράδειγμα καὶ παράστασή τῆς, μὲ βεβαιότητα ἐλπιζομένης ἀπὸ ἐμᾶς, ἀναστάσεως. Ἀφοῦ δὲ ἀνέστη καὶ ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ἐξαπέστειλε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη ἀποστόλους, προέβαλε μέγα στῖφος μαρτύρων, προέστησε πλῆθος διδασκάλων, ἀνέδειξε συνάξεις ὁσίων. Ἐπειδὴ δέ, ἐνῶ ἔκαμε τὰ πάντα, χωρὶς νά παραλείψει τίποτε ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα, εἶδε πάλι τὴν κακία λόγῳ τοῦ αὐτεξουσίου τῆς προαιρέσεώς μας νά κορυφώνεται τόσο πολύ, ἢ μᾶλλον τότε θὰ τὴν ἴδει νά ἀνυψώνεται, ὥστε τότε πλέον οἱ ἄνθρωποι νά προσκυνήσουν καὶ νά ὑπακούσουν στόν Ἀντίχριστο, ἐγκαταλείποντας τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀληθινὸ Χριστὸ Του· γι’ αὐτὸ θὰ κατέλθῃ πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μὲ πολλὴ δύναμι καὶ δόξα, ὄχι γιά νά μακροθυμήσει, ἀλλὰ γιά νά τιμωρήσει ἐκείνους πού διὰ τῶν πονηρῶν ἔργων ἐθησαύρισαν στούς ἑαυτοὺς των τὴν ὀργὴ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μακροθυμίας Του· καὶ τοὺς μὲν ἀθεραπεύτους θ’ ἀποκόψει ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς ὡς σάπια μέλη καὶ θὰ τοὺς παραδώσῃ στό πῦρ, τοὺς δὲ ἰδικοὺς Του θ’ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν ἐπήρεια καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ τοὺς καταστήσει κληρονόμους τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

9. Εὐθὺς λοιπὸν μετὰ τὴν βδελυρὰ παρρησία τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ κλονήσει τὰ πάντα Αὐτός πού συγκρότησε τὰ πάντα, κατὰ τὸ λεχθὲν ἀπὸ τὸν προφήτη, ὅτι ἀκόμη μία φορὰ «ἐγὼ θὰ σείσω ὄχι μόνο τὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανό». Εὐθὺς λοιπὸν κλονίζει τὸν κόσμο καὶ λύει τὸ ἀνώτατο ὅριο τοῦ σύμπαντος, συμπτύσσει τὸ οὐράνιο κύτος καὶ ἀναμιγνύει τὴν γῆ μὲ πῦρ καὶ συγχέει τὸ πᾶν, ἀπὸ κάτω μὲν ἀναμοχλεύοντας τὰ παγκόσμια θὰ λέγαμε θεμέλια, ἀπὸ ἄνω δὲ στέλλοντας τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων σὰν ἀπερίγραπτους κεραυνοὺς ἐπάνω στά κεφάλια τῶν θεοποιησάντων τὸν πονηρό, ἔτσι ὥστε δι’ αὐτῶν πρῶτα νά τιμωρηθοῦν ὅσοι ἐπίστευσαν στόν Ἀντίχριστο, διότι προσηλώθηκαν μὲ τὸν νοῦ καὶ ἐπείσθηκαν στόν ἀντίθεο ὡς Θεό. Ἔπειτα δέ, ἀφοῦ ἐπιφανεῖ ὁ Ἴδιος μὲ ἄφατη δόξα, διὰ δυνατῆς σάλπιγγος, ὅπως παλαιὰ δι’ ἐμφυσήματος τὸν προπάτορα, θὰ ζωώσει ὅλους καὶ θὰ παρουσιάσει ἐνώπιόν Του ζωντανοὺς ὅλους τοὺς ἀπὸ τοὺς αἰῶνος νεκρούς. Καὶ τοὺς μὲν ἀσεβεῖς δέν θὰ φέρει σὲ κρίση οὔτε θὰ τοὺς ἀξιώσει κανένα λόγο· διότι οἱ ἀσεβεῖς, κατὰ τὸ γεγραμμένο, δέν θ’ ἀναστηθοῦν γιά κρίσι, ἀλλὰ γιά κατάκρισι.

10. Θὰ προβάλει δὲ γιά τὴν κρίσι ὅλα τὰ δικὰ μας, κατὰ τὴν ἀναγινωσκομένη σήμερα φωνὴ τοῦ εὐαγγελίου· διότι, λέγει, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου στή δόξα Του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζὶ Του». Κατὰ τὴν πρώτη Του παρουσία ἡ δόξα τῆς θεότητός Του ἐκρυπτόταν κάτω ἀπὸ τὴν σάρκα τὴν ὁποία ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπὲρ ἡμῶν, τώρα κρύπτεται πρὸς τὸν Πατέρα στόν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὴν ὁμόθεη σάρκα, τότε δὲ θὰ ἀποκαλύψει ὅλη τή δόξα· διότι θὰ φανεῖ ὁλόλαμπρος ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως τή δύση, περιαυγάζοντας τὰ πέρατα μὲ ἀκτῖνες θεότητος, ἐνῶ παγκόσμιος καὶ ζωοποιὸς σάλπιγγα θὰ ἠχεῖ παντοῦ καὶ συγχρόνως θὰ συγκαλεῖ πρὸς Αὐτὸν τὰ πάντα. Προηγουμένως ἔφερε μὲν καὶ τοὺς ἀγγέλους μαζὶ Του, ἀλλὰ ἀφανῶς, συγκρατώντας τὸν ζῆλο τους κατὰ τῶν θεομάχων ὕστερα ὅμως θὰ φθάσει φανερὰ καὶ δέν θὰ ἀποσιωπήσει, ἀλλὰ θὰ ἐλέγξει καὶ θὰ παραδώσει τοὺς ἀπειθεῖς στίς ποινές.

11. «Ὅταν λοιπὸν ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στή δόξα Του καὶ ἔλθουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζὶ Του, τότε», λέγει, «θὰ καθίσει ἐπάνω στόν θρόνο δόξας Του». Διότι ἔτσι προεῖδε καὶ προεῖπε ὁ Δανιήλ· «ἰδού», λέγει, «ἐτοποθετήθηκαν θρόνοι καὶ ἐκάθισε ὁ Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν καὶ εἶδα ὡσὰν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου νά ἔρχεται ἐπάνω στίς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔφθασε ἕως τὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν καὶ τοῦ ἐδόθη ὅλη ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία- χίλιες χιλιάδες ἐλειτουργοῦσαν σ’ Αὐτὸν καὶ μύριες μυριάδες παραστέκονταν σ’ Αὐτόν». Σὲ συμφωνία μὲ αὐτὸν λέγει καὶ τὸ Ἱερὸ εὐαγγέλιο, τότε «θὰ συναχθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη ἐμπρὸς Του· καὶ θὰ τοὺς ξεχωρίσει ἀνάμεσά τους, ὅπως ὁ ποιμὴν ξεχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια». Πρόβατα καλεῖ τοὺς δικαίους ὡς πράους καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ ἐβάδισαν τὴν ὁμαλὴ ὁδὸ τῶν ἀρετῶν, τὴν πατημένη ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο, καὶ ὡς ἀφομοιωμένους μὲ Αὐτὸν ἐπειδὴ καὶ Αὐτὸς ὀνομάσθηκε Ἀμνὸς ἀπὸ τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστή πού εἶπε, «ἰδοὺ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ πού ἀπαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου». Γίδια δὲ καλεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὡς θρασεῖς καὶ ἀτάκτους, καὶ φερομένους πρὸς τοὺς κρημνοὺς τῆς ἁμαρτίας. Καὶ λέγει, τοὺς πρώτους θὰ τοποθετήσει δεξιὰ Του ὡς ἐργάτες δεξιῶν ἔργων, τοὺς ἄλλους πού δεν εἶναι ἐργάτες τέτοιων ἔργων θὰ τοποθετήσει στ’ ἀριστερά. «Τότε θὰ εἴπη ὁ Βασιλεύς», λέγει, χωρὶς νά προσθέσει ποῖος ἢ ποιῶν βασιλεύς, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν διότι μὲ ὅλο πού καὶ ἐκεῖ εἶναι πολλοὶ κύριοι καὶ βασιλεῖς, ἀλλὰ Ἕνας εἶναι πραγματικὰ Κύριος, Ἕνας βασιλεύς, ὁ φυσικός δεσπότης τοῦ σύμπαντος. Θὰ εἰπεῖ λοιπὸν τότε στούς ἀπὸ τὰ δεξιὰ Του ὁ μόνος βασιλεύς• «ἐμπρὸς οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἑτοιμασμένη γιά σᾶς ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου βασιλεία».

12. Πραγματικὰ πρὸς αὐτὸ ἀπέβλεπε ἡ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σύστασις τοῦ κόσμου καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἀπέβλεπε ἡ ἐπουράνια ἐκείνη καὶ ἀρχαιοτάτη βουλὴ τοῦ Πατρός, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Πατρὸς ἐπεξεργάσθηκε τὸν ἄνθρωπο ὡς ζῶο ὄχι μόνο κατ’ εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὁμοιώσή Του, γιά νά δυνηθεῖ κάποτε νά χωρέσει τὴν μεγαλειότητα τῆς θείας βασιλείας, τὴν μακαριότητα τῆς θείας κληρονομίας, τὴν τελειότητα τῆς εὐλογίας τοῦ ἀνωτάτου Πατρός, γιά τὴν ὁποία ἔγιναν ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα. Διότι δέν εἶπε “τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου”, ἀλλὰ ἀπροσδιορίστως «τοῦ κόσμου», τόσο τοῦ οὐρανίου, ὅσο καὶ τοῦ ἐπιγείου. Ὄχι δὲ μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ ἡ θεία καὶ ἀπόρρητη κένωσις, ἡ θεανδρικὴ πολιτεία, τὰ σωτήρια πάθη, ὅλα τὰ μυστήρια, γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἐρρυθμίσθηκαν προνοητικῶς καὶ πανσόφως, ὥστε αὐτός πού θὰ φανεῖ πιστὸς στά παρόντα ν’ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Σωτήρα· «εὖγε, δοῦλε ἀγαθέ, ἀφοῦ ἐφάνηκες πιστὸς στά ὀλίγα, θὰ σὲ ὁρίσω οἰκονόμο σὲ πολλά· εἴσελθε στή χαρὰ τοῦ Κυρίου σου». Ἔλθετε λοιπόν, λέγει, ὅσοι ἐχρησιμοποιήσατε κατὰ τὴν γνώμη μου τὸν ἐπίγειο καὶ φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο κόσμο καλῶς, κληρονομήσατε καὶ τὸν ἐπικείμενο καὶ μόνιμο καὶ ἐπουράνιο κόσμο. Διότι «ἐπείνασα καί μοῦ ἐδώσατε νά φάγω, ἐδίψασα καὶ μ’ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ μὲ περιμαζεύσατε, γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε, ἀσθένησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, ἤμουν στίς φυλακές καὶ ἤλθατε πρὸς ἐμένα».

13. Ἐδῶ πρέπει νά συζητηθεῖ γιά ποιό λόγο ἐμνημόνευσε μόνο τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γι’ αὐτὴν μόνο ἔδωσε ἐκείνη τὴν εὐλογία καὶ τὴν κληρονομία· καὶ τὴν βασιλεία. Ἀλλὰ δέν ἐμνημόνευσε μόνο αὐτὴν γιά ὅσους ἀντιλαμβάνονται τὰ ἀκουόμενα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ προηγουμένως ἐκάλεσε πρόβατα τοὺς ἐργάτες της, μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ ἐπιβεβαίωσε τόσο τὴν πρὸς Αὐτὸν ὁμοίωση καὶ κάθε ἀρετὴ τους, ὅσο καὶ ὅτι ἦσαν ἕτοιμοι συνεχῶς γιά τὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ καλοῦ, ὅπως βέβαια καὶ Αὐτὸς ὁδηγήθηκε «ὡς πρόβατο γιά σφαγή καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐμπρὸς σ’ αὐτόν πού τὸν κουρεύει», κατὰ τὸ γεγραμμένον.

14. Ἀφοῦ λοιπὸν τέτοιοι εἶναι καὶ αὐτοί, ἐγκωμιάζει ἰδιαιτέρως τὴν φιλανθρωπία· διότι πρέπει καὶ αὐτήν, ὡς δεῖγμα καὶ καρπὸ τῆς ἀγάπης, νά τὴν ἔχει σὰν κεφαλή πού ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν αὐτός πού πρόκειται νά κληρονομήσει τὴν ἀΐδια ἐκείνη βασιλεία. Αὐτὸ τὸ ἔδειξε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων· διότι δέν εἰσάγονται στόν θεῖο νυμφῶνα ὅσες τύχουν, ἀλλὰ οἱ στολισμένες μὲ παρθενία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ χωρὶς ἄσκησι καὶ ἐγκράτεια, καθὼς καὶ χωρὶς πολλοὺς καὶ ποικίλους γιά τὴν ἀρετὴ ἀγῶνες, προσέτι δὲ αὐτές πού κρατοῦν λαμπάδες στά χέρια, δηλαδὴ τὸν νοῦ τους καὶ τὴν μέσα σ’ αὐτὸν ἄγρυπνη γνώση, ποὺ ἐπιβαίνει καὶ στηρίζεται στό πρακτικὸ τῆς ψυχῆς, τὸ δηλούμενο μὲ τὰ χέρια, καὶ ἀφιερώνεται διὰ βίου στόν Θεὸ καὶ συνάπτεται μὲ τὶς ἀπὸ αὐτὸν λάμψεις. Χρειάζεται ὅμως καὶ ἄφθονο ἔλαιο, ὥστε νά διαρκεῖ τὸ ἄναμμά τους. Ἔλαιο δὲ εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. Ὅπως λοιπόν, ἂν θέσεις θεμέλια καὶ οἰκοδομήσεις ἐπάνω σ’ αὐτὰ τοὺς τοίχους, δέν προσθέσεις δὲ τὴν ὀροφή, τὰ ἀφήνεις ὅλα ἐκεῖνα ἄχρηστα, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἂν ἀποκτήσεις ὅλες τίς ἀρετές, δέν προσαποκτήσεις δὲ τὴν ἀγάπη, ὅλες ἐκεῖνες εἶναι ἄχρηστες καὶ ἀνωφελεῖς• καὶ ἡ ὀροφὴ τῆς οἰκίας ὅμως, χωρὶς τὰ στοιχεῖα πού τὴν συγκρατοῦν, δέν μπορεῖ νά οἰκοδομηθεῖ.

15. Καὶ ὁ Κύριος λοιπὸν προσφέρει τὴν κληρονομία Του σὲ ὅσους ἔχουν σφραγίσει τίς ἄλλες ἀρετὲς διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης καὶ ἀνέβηκαν σ’ αὐτὴν διὰ τοῦ ἀνεπιλήπτου βίου ἢ κατέφυγαν πρὸς αὐτὴν διὰ μετανοίας. Ἀπὸ αὐτοὺς ἐγὼ τοὺς μὲν πρώτους καλῶ υἱούς, διότι εἶναι φύλακες μυστικῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀναγεννήσεως, τοὺς δὲ δευτέρους μισθωτούς, διότι ξαναποκτοῦν τὴν χάρη διὰ τῶν πολυειδῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ διὰ τῆς ταπεινώσεως ὡς μισθόν.

16. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ προηγουμένους στά θεῖα εὐαγγέλια ἐξήγησε πολυειδῶς τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Κρίση, ἔπειτα ἐξέθεσε τὰ περὶ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν ἄποψη ὅτι τελειοποιεῖ ἢ ἐπαναφέρει τὶς ἐκεῖ ἀπαριθμούμενες ἀρετές. Ἀλλὰ οἱ δίκαιοι θ’ ἀποκριθοῦν μὲ τὰ λόγια· «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νά πεινᾷς καὶ σ’ ἐθρέψαμε, ἢ νά διψᾷς καὶ σ’ ἐποτίσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ξένο καὶ σὲ συμμαζεύσαμε, ἢ γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ἀσθενῆ ἢ στήν φυλακὴ καὶ σ’ ἐπισκεφθήκαμε;». Βλέπετε ὅτι οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ καλοῦνται καὶ δίκαιοι; Ἑπομένως γι’ αὐτοὺς ὁ ἔλεος προέρχεται ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη καὶ εἶναι μὲ δικαιοσύνη. Βλέπετε δὲ ἄλλην ἀρετή, τὴν ταπείνωσι, νά προσμαρτυρεῖται στούς δικαίους ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης; Διότι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἀνάξιοι τῆς ἀνακηρύξεως καὶ τῶν ἐπαίνων, σὰν νά μὴν ἔπραξαν κανένα ἀγαθόν, αὐτοί πού μαρτυροῦνται ὅτι δέν ἄφησαν κανένα ἀγαθὸ ἄπρακτο.

17. Γι’ αὐτό, νομίζω, ὁ Κύριος ἀποκρίνεται σ’ αὐτοὺς παρρησία, γιά ν’ ἀναφανοῦν ὅτι εἶναι τέτοιας μορφῆς καὶ ἀνυψωθοῦν μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ δικαίως εὕρουν ἀπὸ Αὐτὸν χάρη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος παρέχει ἀφθόνως στούς ταπεινούς, «διότι ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στούς ὑπερηφάνους, ἐνῶ στούς ταπεινοὺς δίδει χάρι», ὁ ὁποῖος καὶ τώρα λέγει πρὸς αὐτούς• «πραγματικὰ σᾶς λέγω, ἐφ’ ὅσον τὰ ἐπράξατε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, τὰ ἐκάματε σ’ ἔμενα». Καλεῖ τὸν ἄλλο ἐλάχιστον γιά τὴν πτωχεία καὶ τὴν εὐτέλεια, ἀδελφὸν δέ, διότι καὶ αὐτὸς ἔτσι ἔζησε κατὰ σάρκα ἐπὶ τῆς γῆς.

18. Ἀκούσετε καὶ εὐφρανθεῖτε, ὅσοι εἶσθε πτωχοὶ καὶ ἐνδεεῖς· διότι κατὰ τοῦτο εἶσθε ἀδελφοὶ τοῦ Θεοῦ· κι ἂν εἶσθε πτωχοὶ καὶ εὐτελεῖς ἀκουσίως, καταστήσατε ἑκούσιο γιά τὸν ἑαυτὸ σας τὸ ἀγαθὸ διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐχαριστίας. Ἀκούσετε οἱ πλούσιοι καὶ ποθήσετε τὴν εὐλογημένη πτωχεία, γιά νά γίνετε κληρονόμοι καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, γνησιώτεροι μάλιστα ἐκείνων πού ἐπτώχευσαν ἀκουσίως· διότι ἐκεῖνος ἐπτώχευσε γιά μᾶς ἑκουσίως. Ἀκούσετε καὶ στενάξετε ἐσεῖς πού περιφρονεῖτε τοὺς ἀδελφοὺς σας, ὅταν ὑποφέρουν, μᾶλλον δὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ δέν μεταδίδετε στούς ἐνδεεῖς ἀπὸ ὅσα διαθέτετε ἄφθονα, τροφή, σκέπη, ἐνδυμασία, ἐπιμέλεια κατάλληλη, καὶ δέν προσφέρετε τὸ περίσσευμά σας στό ὑστέρημα ἐκείνων. Μᾶλλον δὲ ἂς ἀκούσωμε καὶ ἂς στενάξωμε, ἀφοῦ κι ἐγὼ ὁ ἴδιος πού σᾶς λέγω αὐτά, ἐλέγχομαι ἀπὸ τὴν συνείδησί μου ὅτι δέν εἶμαι τελείως ἔξω ἀπὸ τὸ πάθος· διότι, ἐνῶ πολλοὶ ῥιγοῦν καὶ στεροῦνται, ἐγὼ εἶμαι γεμάτος καὶ ἐνδεδυμένος. Πολὺ δὲ περισσότερο ἄξιοι πένθους εἶναι αὐτοί πού ἔχουν καὶ κατέχουν θησαυροὺς περισσοτέρους ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἀνάγκη ἢ καὶ φροντίζουν νά τοὺς αὐξήσουν· ἐνῶ εἶναι προσταγμένοι ν’ ἀγαποῦν τὸν πλησίον σὰν τοὺς ἑαυτοὺς των, δέν τοὺς θεωροῦν οὔτε σὰν τὸ χῶμα. Διότι τὶ ἄλλο εἶναι ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος, πού ἀγαπήσαμε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς;

19 Ἀλλὰ ἂς ἐπιστραφοῦμε, ἂς μετανοήσωμε καὶ ἂς κοινωνήσωμε ἐξυπηρετώντας τίς ἀνάγκες τῶν ἀνάμεσά μας πτωχῶν ἀδελφῶν μὲ ὅσα ἔχουμε. Καὶ ἂν δέν εἴμαστε διατεθειμένοι ν’ ἀδειάσωμε θεοφιλῶς ὅλα τὰ ὑπάρχοντα, τουλάχιστον νά μὴ τὰ κατακρατήσουμε ὅλα γιά τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀσπλάγχνως· ἀλλὰ τὸ μὲν ἕνα ἂς τὸ πράξωμε, γι’ αὐτὸ δέ πού θὰ παραλείψωμε, ἂς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἐπιτύχωμε ἀπὸ αὐτὸν συγγνώμη, διότι ἡ φιλανθρωπία Του ἀναπληρώνει τὴν ἔλλειψί μας, γιά νά μή, ὃ μὴ γένοιτο, ἀκούσωμε τὴν ἀπαίσια φωνή· διότι, λέγει, «τότε θὰ εἰπεῖ καὶ στούς ἀπὸ τὰ ἀριστερά·φεύγετε ἀπὸ ἔμενα οἱ καταράμενοι». Πόσο φοβερὸ εἶναι τοῦτο! Ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τή ζωή, ἐκβληθεῖτε ἀπὸ τὴν τρυφή, στερηθεῖτε τὸ φῶς!

20. Καὶ δέν λέγει μόνο τοῦτο, ἀλλὰ προχωρεῖ·«φεύγετε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι, στό αἰώνιο πῦρ, τὸ ἑτοιμασμένο γιά τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του». Ὅπως δηλαδὴ οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ θὰ ἔχουν ζωή, καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω, ζωὴ μὲν ἀφοῦ θὰ συνευρίσκωνται μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸ παραπάνω δὲ ἀφοῦ θὰ εἶναι υἱοὶ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του, ἔτσι καὶ οἱ ἀπὸ τὰ ἀριστερά, ἀποτυγχάνοντας ν’ ἀποκτήσουν τὴν ἀληθινὴ ζωὴ λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ εὕρουν καὶ παραπάνω κακό, ἀφοῦ θὰ ἔχουν συνταχθεῖ μὲ τοὺς δαίμονες καὶ θὰ παραδοθοῦν στό κολαστικὸ πῦρ.

21. Ποίου δὲ εἴδους εἶναι τὸ πῦρ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἅπτεται καὶ τῶν σωμάτων καὶ τῶν λογικῶν σὲ σώματα ὄντων, καὶ τῶν ἀσωμάτων πνευμάτων, θλίβοντας καὶ στενοχωρώντας τα παντοτινά, καὶ διὰ τοῦ ὁποίου θὰ λειώσει καὶ τὸ δικὸ μας πῦρ, κατὰ τὸ γεγραμμένο, «τὰ καιόμενα στοιχεῖα θὰ λειώσουν»; Πόση προσθήκη φέρει στήν ὀδύνη τὸ ἀνέλπιδο τῆς ἀπολυτρώσεως; Διότι, λέγει, ὑπάρχει ποταμός, ποὺ παρασύρει τὸ πῦρ ἐκεῖνο, ὅπως φαίνεται, καὶ τὸ φέρει μακρύτερα ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ δέν εἶπε “πορευθεῖτε”, ἀλλὰ «πορεύεσθε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι»· διότι ἔχετε ἀφθόνως δεχθεῖ τίς κατάρες ἀπὸ τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ ὅλο πού ὑπέφεραν ἐκεῖνοι, ἐσεῖς πάντως εἶσθε ἄξιοι κατάρας. Λέγει δὲ πρὸς αὐτοὺς «πηγαίνετε στό πῦρ τὸ ἑτοιμασμένο» ὄχι γιά σᾶς, ἀλλὰ γιά τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του· διότι τοῦτο δεν εἶναι προηγούμενο δικό μου θέλημα, δέν σᾶς ἔπλασα γι’ αὐτό, δέν ἑτοίμασα γιά σᾶς τὴν φωτιά. Τὸ ἄσβεστο πῦρ ἔχει ἀναφθεῖ γιά τοὺς δαίμονες πού ἔχουν ἀμετάβλητη τὴν ἕξι τῆς κακίας, μὲ τοὺς ὁποίους σᾶς συνέδεσε ἡ σύμφωνη μ’ ἐκείνους ἀμετανοήτη γνώμη. Εἶναι λοιπὸν ἐθελοντικὴ ἡ συμβίωσις μὲ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους. «Διότι ἐπείνασα καὶ δέν μοῦ ἐδώσατε νά φάγω, ἐδίψασα καὶ δέν μὲ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ δέν μὲ συμμαζεύσατε, γυμνὸς καὶ δέν μὲ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς καὶ στή φυλακὴ ἤμουν καὶ δέν μ’ ἐπισκεφθήκατε». Ὅπως. ἀδελφοί, ἡ ἀγάπη καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἶναι πλήρωμα τῶν ἀρετῶν, ἔτσι τὸ μῖσος καὶ τὰ ἔργα τοῦ μίσους, ὁ ἀσυμπαθὴς τρόπος, ἡ ἀκοινώνητη γνώμη, εἶναι πλήρωμα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως τή φιλανθρωπία ἀκολουθοῦν καὶ συνυπάρχουν μὲ αὐτὴν οἱ ἀρετές, ἔτσι τήν μισανθρωπία ἀκολουθοῦν οἱ κακίες· γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν μόνο καταδικάζονται.

22. Θὰ ἤθελα λοιπὸν νά εἴπω ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα δεῖγμα μίσους μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ νά προτιμοῦμε ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τὸ ἄφθονο ἀργύριο· ἀλλὰ βλέπω τὴν κακία νά ἔχει εὕρει καὶ μεγαλύτερο δεῖγμα τῆς μισανθρωπίας. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι πού ὄχι μόνο δέν ἐλεοῦν ἀπὸ ὅσα διαθέτουν πλουσίως, ἀλλὰ καὶ σφετερίζονται τὰ ξένα. Ἂς συλλογισθοῦν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀπόφαση πρὸς τοὺς μὴ ἐλεήμονες, τὶ θὰ εὕρουν αὐτοὶ καὶ τὶ θὰ πάθουν, καὶ ποίας ἀκατανοήτης καὶ ἀφόρητης καταδίκης εἶναι ἄξιοι, ἂς ἀποστοῦν ἀπὸ τὴν ἀδικία καὶ ἂς ἐξιλεώσουν τὸ θεῖο διὰ τῶν ἔργων τῆς μετανοίας. Ἐκεῖνοι δὲ θ’ ἀποκριθοῦν τότε ὡς ἑξῆς· «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νά πεινᾷς ἢ νά διψᾷς ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενή ἢ φυλακισμένον, καὶ δέν σὲ ὑπηρετήσαμε;».

23. Βλέπετε καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο κακό, τὴν ὑπερηφάνεια, συνεζευγμένη μὲ τὸν ἀσυμπαθὴ τρόπο, ὅπως τὴν ταπείνωσι μὲ τὴν συμπάθεια; Οἱ δίκαιοι ἐγκωμιαζόμενοι γιά τὴν φιλανθρωπία τους, ταπεινώνονται περισσότερο, δέν δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των. Οἱ ὑπερήφανοι, ὅταν κατηγοροῦνται γιά τὴν ἀσπλαγχνία τους ἀπὸ τὸν ἀψευδῆ, δέν προσπίπτουν ταπεινωμένοι, ἀλλὰ ἀντιλέγουν καὶ δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των. Γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀκούσουν τὰ λόγια· «ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἐφ’ ὅσον δέν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐλαχίστους, δέν τὸ ἐκάματε οὔτε σ’ ἔμενα». Κι ἔτσι θὰ μεταβοῦν, λέγει, «αὐτοὶ μὲν σὲ αἰώνια κόλασι. οἱ δὲ δίκαιοι σὲ αἰώνια ζωή».

24. Ἂς ἐλεήσωμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτοὺς μας, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ἐλέους πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἂς ἀποκτήσωμε διὰ τῆς συμπαθείας τὴν συμπάθεια, ἂς εὐεργετήσωμε γιά νά εὐεργετηθοῦμε. Ἡ μὲν ἀνταπόκρισις εἶναι ὁμοία, διότι πρόκειται γιά εὐποιία καὶ φιλανθρωπία, γιά ἀγάπη καὶ ἔλεος καὶ συμπάθεια· ἀλλὰ δεν εἶναι ἴση κατὰ τὴν ἀξία καὶ τὸ μέτρο τῆς ὑπεροχῆς. Διότι ἐσὺ μὲν παρέχεις ἀπὸ ὅσα ἔχει ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὅσο μπορεῖ νά εὐεργετήσει ὁ ἄνθρωπος, παίρνεις δὲ σὲ ἀνταπόδοση ἀπὸ τοὺς θείους καὶ ἀκενώτους θησαυροὺς ἑκατονταπλάσια καὶ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ εὐεργετῆσαι ἀπὸ ὅσα καὶ ὅσο μπορεῖ ὁ Θεὸς νά εὐεργετήσει, «πράγματα πού ὀφθαλμὸς δέν εἶδε καὶ οὗς δέν ἄκουσε καί πού δέν ἀνέβηκαν στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου».

25. Ἂς σπεύσωμε λοιπὸν γιά νά ἐπιτύχωμε τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητος, ἂς ἀγοράσωμε μὲ ὀλίγα ἀργύρια αἰώνια κληρονομία, ἂς φοβηθοῦμε τέλος τὴν ἀπόφαση ἐναντίον τῶν ἀνοικτιρμόνων, γιά νά μὴ κατακριθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν ἐκεῖ• ἂς μὴ φοβηθοῦμε μὴ τυχὸν γίνωμε πτωχοί, δίδοντας ἐλεημοσύνη, διότι θ’ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Χριστό, «ἔλθετε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν γῆ». Ἂς φοβηθοῦμε καὶ ἂς κάμωμε τὸ πᾶν, γιά νά μὴ φανοῦμε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀσπλαγχνίας· «διότι αὐτὸς πού δέν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφὸ του, πού τὸν εἶδε», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «πῶς θ’ ἀγαπήσει τὸν Θεὸ πού δέν τὸν εἶδε», αὐτὸς δὲ πού δέν ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ πῶς θὰ συνυπάρξει μὲ Αὐτόν; Καὶ αὐτός πού δέν συνυπάρχει μὲ Αὐτὸν θ’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ Αὐτόν· ὁ δὲ ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ Αὐτὸν ὁπωσδήποτε θὰ πέσει στή γέεννα τοῦ πυρός.

26. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς ἐπιδείξωμε ἔργα ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μας ἐν Χριστῷ, ἐλεώντας τοὺς πτωχούς, ἐπιστρέφοντας τοὺς πλανημένους, σὲ ὅποια πλάνη καὶ πτώχεια καὶ ἂν εἶναι, δικαιώνοντας τοὺς ἀδικουμένους, δυναμώνοντας τοὺς κατακοίτους ἀπὸ ἀσθένεια, εἴτε πάσχουν τοῦτο διὰ τῶν αἰσθητῶν ἐχθρῶν καὶ νοσημάτων εἴτε διὰ τῶν ἀοράτων πονηρῶν πνευμάτων καὶ τῶν παθῶν τῆς ἀτιμίας, ἐπισκεπτόμενοι τοὺς φυλακισμένους, ἀλλὰ καὶ ἀνεχόμενοι αὐτούς πού μᾶς κτυποῦν, καὶ χαρίζοντας ὁ ἕνας στόν ἄλλο ὅποια μομφὴ ἔχει ἐναντίον του, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς τὴν ἐχάρισε. Καὶ γενικῶς, ἂς ἐπιδείξωμε τὴν μεταξὺ μας ἀγάπη μὲ κάθε τρόπο καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ λόγο, γιά νά ἐπιτύχωμε τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγάπη, νά εὐλογηθοῦμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νά κληρονομήσωμε τὴν ἐπηγγελμένη σ’ ἐμᾶς καὶ γιά μᾶς οὐράνια καὶ αἰώνια βασιλεία ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου.

27. Αὐτὴν εἴθε ν’ ἀποκτήσωμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρη καὶ τήν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο πρέπει στόν Πατέρα, καθὼς καὶ στό Ἅγιο Πνεῦμα, τιμὴ καὶ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Ἀγάπη: Τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25, 31- 46)



Ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός, ποὺ θὰ τερματίσει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ θὰ σφραγίσει τὴν προσωπική μας ζωή, παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τῆς μέλλουσας κρίσης, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο τολμηρὸ καὶ παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ξαναέρθει, ἀφοῦ ἤδη εἶναι πανταχοῦ παρὼν στὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας, «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,22). Κάποτε, στὸν ἐπίλογο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἁπλῶς θὰ φανερωθεῖ, καὶ θὰ λάμψει αὐτὸ ποὺ τώρα δὲν βλέπουμε, καὶ ὅμως ὑπάρχει, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα Του. Τότε τὰ σκηνικά του κόσμου καὶ τὰ παρασκήνια τῆς ἱστορίας θὰ πέσουν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ κριθεῖ.


Ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Δυστυχῶς στὴ σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων τὸ προφητικὸ βάθος τῆς παραβολῆς τῆς μέλλουσας κρίσης διαστρέφεται ἐπικίνδυνα, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πανικοβάλλει καὶ τρομοκρατεῖ μὲ ἀπειλές, καταδίκες καὶ τιμωρίες. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς συμπεριφορές του, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ Χριστός, ὅταν λέει «καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστὶν» (Ἰω. 5,30). Ὁ Χριστὸς ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ δική μας ἀπόφαση. Ἀπὸ τὴ δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση Του. Κάθε φορὰ ποὺ ἀρνούμαστε τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτό, ἂν ἀδιαφορήσουμε καὶ δὲν ἀγαπήσουμε τὸν συνάνθρωπο, τότε θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, γίνεται τὸ ἀπόλυτο καὶ διαχρονικὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο κριτήριο τῆς κρίσεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλον ἀσφαλῆ τρόπο καὶ δρόμο, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπαρξιακή του εὐτυχία (αὐτὸ ποὺ λέμε σωτηρία), παρὰ μόνο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐδῶ σημασία δὲν ἔχει τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ σταθοῦμε ἐμεῖς «πλησίον», δηλαδή, κοντὰ στὸν ἄλλο.

Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι «ὅταν φθάνουμε στὴν ἀγάπη, φθάνουμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα μας τελειώνει». Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς θλιμμένους, τοὺς καταφρονημένους. Μᾶς ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ αὐτούς. Ὅταν πάσχει ὁ ἄνθρωπος, συμπάσχει μαζί του καὶ ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ἀποδεικνύει μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ χειροπιαστὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεό.



Ἡ ἀγάπη ὡς διακονία

«Καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι»; Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν διακονεῖ, τότε δὲν εἶναι γνήσια καὶ ξεπέφτει. Ἡ διακονία εἶναι κορυφαῖος τρόπος χριστιανικῆς παρουσίας καὶ μαρτυρίας. Εἶναι θυσία χωρὶς ὑπολογισμό, ἡ ὁποία θεραπεύει ὅ,τι πονάει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ φυλακισμένος, ὁ ἄρρωστος εἶναι καταστάσεις ζωῆς ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ δημιουργοῦν συνεχῶς ἀναρίθμητες ἑστίες καὶ πλέγματα ἀνάγκης ποὺ μᾶς κυκλώνουν. Ἀσθένειες, δυστυχία, θεομηνίες, πείνα, ἐγκληματικότητα, περιφρόνηση, μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἐκμετάλλευση, μετανάστευση, ἀδικία, ἀνεργία, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις ὕπαρξης τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, Πῶς τοὺς ἀντιμετωπίζουμε; Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἤ τοὺς «προσφέρουμε» ἁπλῶς τὸν οἶκτο μας. Περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ γεννᾶ μέσα μας ἡ ἀνωνυμία τοῦ ἀγνώστου συνανθρώπου μας, τοῦ πρόσφυγα καὶ τοῦ λαθρομετανάστη, τοῦ ἀποξενωμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου. Εἴμαστε τραγικὰ ἀνίκανοι νὰ κατέβουμε στὸν «ἅδη τῆς ζωῆς του», ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναστήσουμε στὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διπλανός, ὁ κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεινάει καὶ διψάει μόνο γιὰ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

Τῆς Μελλούσης Κρίσεως (Ματθ. 25, 31-46) Anthony Bloom



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σήμερα, στὴν διαδικασία τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Σαρακοστή, φθάσαμε στὸ τελευταῖο στάδιο: ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κρίση. Ἂν δώσουμε προσοχὴ σ’ αὐτό, προετοιμαζόμαστε πνευματικὰ γιὰ τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα (ἡ πνευματική μας κατεύθυνση θάναι στὸ χέρι μας), γιατί τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Συγχώρησης.

Ἡ σύνδεση μεταξὺ τῶν δύο ἡμερῶν εἶναι προφανής. Καὶ μόνο ἂν μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν συναίσθηση ὅ,τι ὅλοι μας κι ὁ καθένας χωριστὰ θὰ βρεθοῦμε μπροστὰ στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κρίση τοῦ ἀνθρώπου, ἂν μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε σ’ ὅλο του τὸ βάθος, μ’ ἀνοιχτὴ τὴν καρδιά, στὰ σοβαρά, πόσο εἴμαστε, ὅλοι μας, ὑπόχρεοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ἔχουμε ὅλοι εὐθύνη ἀπέναντι στὸν ἄλλο γιὰ κάποιο πόνο καὶ βάρος τῆς ζωῆς, τότε θὰ μᾶς φανεῖ εὔκολο, ὅταν μᾶς ζητιέται νὰ συγχωρήσουμε, ὄχι μόνο νὰ συγχωρήσουμε, ἀλλὰ σὰν ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ αἴτημα, νὰ ζητήσουμε νὰ συγχωρηθοῦμε.

Δὲν εἶναι μόνο γιὰ ὅ,τι ἔχουμε κάνει, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα δὲν κάναμε, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἔλλειψη εὐαισθησίας τῆς ὑπευθυνότητάς μας, ἀπ ὅλα ὅσα θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε γιὰ τοὺς ἄλλους, νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιατί δὲν ἐκπληρώνουμε τὴν ἀνθρώπινη κλίση μας. Μποροῦμε καὶ πρέπει σ’ ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ἀκόμα παραπέρα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ποὺ εἶναι δικός μας, νὰ εἴμαστε μία εὐλογία καὶ μία ἀποκάλυψη γιὰ τὰ μεγάλα, γιὰ πράγματα τόσο μεγάλα καὶ τόσο βαθιά, ποὺ οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς πρῶτ’ ἀπ ὅλα, νὰ μποροῦμε νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι εἴμαστε στὴν κλίμακα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ κλίση μας εἶναι ὄχι μόνο ἠθική, ἀλλὰ τόσο μεγάλη ὅσο κι ὁ Θεός. Ἕνας μυστικιστὴς Γερμανὸς λέει σ’ ἕνα ἀπ’ τὰ ποήματά του «εἶμαι τόσο μεγάλος ὅπως ὁ Θεός, ὁ Θεὸς εἶναι τόσο μικρὸς ὅσο ἐγώ.»

Ἂν μποροῦμε νὰ θυμόμαστε μόνο αὐτὸ, κι αὐτὸ εἶναι ὅτι ἡ κρίση δὲν εἶναι μία στιγμὴ μόνο, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἔρθουμε ἀπέναντι στὸν φόβο τῆς καταδίκης· αὐτὸ εἶναι κατὰ τὴν ἀπόλυτη ἔννοια τῆς κρίσης κάτι μεγάλο καὶ ἐμπνευσμένο. Δὲν θὰ κριθοῦμε μὲ βάση τὰ ἀνθρώπινα πρότυπα συμπεριφορᾶς καὶ κοσμιότητα. Θὰ κριθοῦμε σύμφωνα μὲ δεδομένα πέραν τῆς συνηθισμένης ἀνθρώπινης ζωῆς. Θὰ κριθοῦμε στὴν ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ, κι ἡ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὄχι ἡ ἀγάπη ποὺ νιώσαμε, ἡ συναισθηματική, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ζήσαμε καὶ ἐκπληρώσαμε. Τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ κριθοῦμε, ὅτι πράγματι κρινόμαστε συνέχεια, μ’ ὅλους τοὺς τρόπους, πέρα ἀπ’ τὰ μικρότερα πρέπει μας, θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸ ἐν δυνάμει μεγαλεῖο μας. Κι ἡ παραβολὴ ποὺ διαβάζουμε σήμερα, μπορεῖ νὰ εἰδωθεῖ ἀπὸ τόσες σκοπιές: οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ἀπὸ τὸν Χριστό, στὴν παραβολή Του, μὲ βάση τὴν ἀνθρωπιά τους. Ὑπῆρξαν αὐτοὶ ἄνθρωποι ἢ ὄχι; Ἤξεραν πῶς ν’ ἀγαποῦν, πρῶτα μὲς τὴν καρδιά τους, ἀλλὰ καὶ μὲ πράξεις, στὸ βάθος τῶν πράξεων, γιατί ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τὸ θέτει, ὅποιος λέει, ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἀγαπᾶ τὸν διπλανό του ἐνεργά, δημιουργικά, εἶναι ἕνας ψεύτης. Καὶ δὲν εἶναι ἀγάπη Θεοῦ, ἂν δὲν ἐκφράζεται σὲ κάθε λεπτομέρεια τῆς σχέσης μὲ τοὺς ἀνθρώπους συνολικὰ, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε πρόσωπο ξεχωριστά. 

Κι ἐπίσης, ἂς προετοιμαστοῦμε αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα γιὰ τὸ τελευταῖο στάδιο τῆς πορείας ρωτώντας τοὺς ἑαυτούς μας ἐμπρὸς σ’ αὐτὴ τὴν θεία κρίση «εἶμαι ἄνθρωπος; Εἶμαι ἄνθρωπος μέσα μου, στὴν συμπεριφορά μου- ὄχι γενικὰ στὴν στάση μου, ἀλλὰ στοὺς τρόπους μου: εἶναι ἀνθρώπινοι οἱ τρόποι μου; Εἶναι ἡ ζωή μου μία ἔκφραση λεπτῆς, στοχαστικῆς, μὲ ὀξυδέρκεια καὶ δημιουργικότητα, καὶ κάποιες φορὲς γενναιόδωρης καὶ θυσιαστικῆς ἀγάπης; Σὰν ἀντικείμενο ἀγάπης στὸ τέστ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, πρέπει νὰ ’ναι ὁ διπλανός μου· τὸ ν΄ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ ποὺ δὲν ζητᾶ τίποτα εἶναι τόσο εὔκολο.»

Κι ἂν στὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας βροῦμε ποῦ ἀνήκουμε, θὰ ἔχουμε βρεῖ καὶ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς κλίσης μας· ἀφοῦ εἰρηνεύσουμε μ’ ἐκείνους στοὺς ὁποίους ὀφείλουμε, ἔπειτα, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς συγχώρεσης, κι ὅταν κάποιος ἄλλος ἔχει ἀνακαλύψει τὸ δικό του χρέος πρὸς ἐμᾶς, θὰ μποροῦμε μὲ χαρὰ νὰ δώσουμε συγχώρεση κι εἰρήνη, μὲ αἴσθηση ὑπευθυνότητας καὶ μὲ μιὰ χαρὰ ποὺ χαρίζει ἡ μετάνοια.

Ἀμήν.

Τούς πονεῖς τούς φτωχούς; Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Ἀργά τά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό τήν πόρτα του!

Καί τότε τό κατάλαβε καλά, τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού λίγο πρίν ποτέ δέν θέλησε νά τό καταλάβει.

Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ, ἀναγκάσθηκε νά ψάξει νά ἰδεῖ, τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει, ἡ κακή του ἐκείνη διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά ἰδεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του: δηλ. ἕναν συνάνθρωπο, πού ἔπρεπε νά τόν περιμένει ὅτι μποροῦσε κάποτε νά βρεθῆ καί ὁ ἴδιος στήν θέση του· καί εἶχε γι᾿ αὐτό χρέος νά τόν συμπονάει.

Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθῆ τότε ὁ πλούσιος. Τώρα εἶχε φθάσει στό ἄκρο ἀντίθετο! Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά εἶχε χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν ἔτσουζε. Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά "βουτήξει" ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλώσσα· γιατί ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).

Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἀκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά ἀνακουφίσει καί νά δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ· ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά· ἀπο τήν αἴσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.

Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι:

Στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου ἡ ποινή θά εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.

Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό!

Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό!

Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι᾿ αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή;

Ζητάει μιά σταγόνα νερό!

Ποῖος;

Ἐκεῖνος, πού στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ψίχουλο ψωμί.

Τόν ἔκαμε ὁ Θεός, νά ποθήσει σταγόνα νερό! Γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια. Καί ποσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί στήν φτώχεια.

 
Μετάφρ.: Ἀρχιμ. Α.Μ.

Γέρων Σίμων Αρβανίτης: «Πάρα πολλά θα δείτε. Πάρα πολλά για να δοκιμαστεί ο λαός που δεν καταλαβαίνει»

Τι γίνεται με τις βόμβες που πέφτουν συνέχεια στην Αθήνα; Ήταν η χρονιά του 1982 ή 83 και ο Γέροντας είπε: «Αυτά δεν είναι τίποτα. Πάρα πολλά θα δείτε. Πάρα πολλά για να δοκιμαστεί ο λαός που δεν καταλαβαίνει»Αποφθέγματα του π. Σίμωνος Αρβανίτη (+1988), επιλεγμένα από τα πέντε βιβλία που έγραψε γι’ αυτόν ο μαθητής του π. Ζωσιμάς.

Αρρώστιες, από κατάργηση των νηστειών. Μια συμβουλή, που έδινε σε όλους ο μακαριστός Γέροντας Σίμων, ήταν: Όποιος νηστεύει την νηστεία που λέει η Εκκλησία μας γίνεται καλά. Γι’ αυτό όλος ο κόσμος είναι γεμάτος αρρώστιες σήμερα, διότι κατήργησαν τις νηστείες.

Δύσκολες μέρες. Ο Γέροντας έλεγε πολλά για την κατάσταση της κοινωνίας. Θα έλθουν, έλεγε, πολύ δύσκολες ημέρες. Ο κόσμος έχει ξεφύγει από τον δρόμο. (Α-353). Μια φορά ρωτήθηκε ο πατήρ Σίμων: Τι γίνεται με τις βόμβες που πέφτουν συνέχεια στην Αθήνα; Ήταν η χρονιά του 1982 ή 83 και ο Γέροντας είπε: «Αυτά δεν είναι τίποτα. Πάρα πολλά θα δείτε. Πάρα πολλά για να δοκιμαστεί ο λαός που δεν καταλαβαίνει».

Ίαση και προφητεία. Μια χριστιανή, η οποία είχε ζήσει από κοντά και είχε λάβει πολλές χάρες από τον Γέροντα, σε μια περίπτωση που η κόρη της, ενώ ήταν καταδικασμένη από τους γιατρούς του Νοσοκομείου Παίδων «ΑΓΛΑΪΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ» και ανέμεναν την κατάληξη του παιδιού μέσα σε λίγες ώρες, η μικρή ασθενής «γύρισε» και έγινε γρήγορα καλά. Η μάνα έκανε τάμα, μόλις έπαιρνε την κόρη της από το Νοσοκομείο, να πήγαινε πρώτα το παιδί της στον Γέροντα και μετά στο σπίτι της. Επί πλέον, να πουλούσε ένα οικόπεδο που είχε προίκα της και να έδινε τα χρήματα στο Μοναστήρι. Όταν, όμως, πήγε με το παιδί στον Γέροντα και του τα είπε όλα αυτά, εκείνος της είπε: «Τι είναι αυτά που λες, παιδί μου; Ο Θεός δεν πληρώνεται. Να αγαπάτε τον κόσμο, να μην κ ρατάτε μίσος στην κ αρδιά σας, ν α μη σας ενδιαφέρει τι κάν ει ο διπλανός σας κ αι να βοηθάτε, όταν βλέπετε άνθρωπο να υποφέρει. Και όταν οι άνθρωποι καταλάβουν ποιο είναι το φάρμακο, θα σωθούνε, ειδεμή θα πάνε χαμένοι». Η μάνα τον ρώτησε: Ποιό είναι το φάρμακο Γέροντα; Και ο Γέροντας της είπε: «Η Αγία Κοινωνία με την Ιερά Εξομολόγηση και μετάνοια, παιδί μου. Θα έρθει ημέρα που δεν θα έχετε μέρος να θάβετε τους νεκρούς και θα τους θάβετε ομαδικά σε λάκκους από τα ατυχήματα και τις αρρώστιες. Αυτή είναι η κατάντια του ανθρώπου από την αμαρτία. Ξέχασε τον Θεό, τις νηστείες. Δεν προσέχει τίποτα ιερό».

Ξεκαθάρισμα. Ο Γέροντας συχνά έλεγε: «Έρχεται η ώρα που θα ξεχωρίσει η ήρα από το σιτάρι», εννοώντας πολέμους και ακαταστασίες (υλικές και πνευματικές) και ημέρες εκδικήσεως.

Ανάγκη, για αγιότητα! Ο Γέροντας έλεγε στους πατέρες της Μονής: Ο κόσμος ένα πράγμα έχει περισσότερο ανάγκη, την αγιότητα! Ο άνθρωπος πρέπει να μιμηθεί την απλότητα των μικρών παιδιών και, απευθυνόμενος προς τον Θεόν, να λέγει: «Τι θέλεις, Κύριε, να κάμω»; Προσέχετε τον διάβολο. Θέλει τη διχόνοια, τη σύγχυση, την ακαταστασία. Μην ακούτε τους λογισμούς, που σας ενσπείρει. Ο Χριστός μας, η Παναγία μας, οι Άγιοί μας, είναι γλυκύτατοι, ωραιότατοι, με πολλή αγάπη. Σ’ αυτούς να καταφεύγετε, για να σας προστατεύουν από τους δαίμονες. Όταν κάνεις κάτι από ζήλο και μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό μας, και στραβό να είναι, ο Θεός, επειδή γίνεται από ζήλο και αγάπη για κείνον, το δέχεται και το ευχαριστείται.

Σταύρωμα στα φαγητά. Ο Γέροντας έλεγε, ό,τι πίνουμε ή τρώμε να το κάνουμε πρώτα «στριφτό», εννοώντας να το σταυρώνουμε, γιατί την εποχή μας όλα τα τρόφιμα είναι γεμάτα ορμόνες και φυτοφάρμακα. Έτσι, με το «στριφτό», δεν θα έχουμε πρόβλημα.

Ο κόσμος γεμίζει δαιμονικούς γορίλες. Στη μαρτυρία του για τον Γέροντα, γράφει, μεταξύ άλλων, ένα πνευματικό του τέκνο: «Κοιμάμαι ξανά και βλέπω πάλι τον Γέροντα, με τα πνευματικά του παιδιά, στην κορυφή ενός ψηλού βουνού. Κάποιο απ’ τα παιδιά τόλμησε, ενώ γνώριζε ότι ο Γέροντας είχε κοιμηθεί, να τον ρωτήσει, πώς θα πορευθούμε στη ζωή χωρίς εκείνον. Οδήγησε τότε την ομάδα σε ένα τέτοιο σημείο του βουνού, ώστε να φαίνονται οι πρόποδές του. Στο αντίκρισμα, όλοι τρόμαξαν. Υπήρχε ένας κόσμος γεμάτος από τεράστιους γορίλες. Και λέγει ο Γέροντας. Αυτός θα είναι ο κόσμος σε μερικά χρόνια. Στην ερώτηση, πως θα ανταπεξέλθουμε, απάντησε προφητικά: «Εσείς θα έχετε το αρνί, κι’ εγώ θα σας δίνω το χορτάρι». Το αρνί είναι ο Χριστός, ήθελε να πει ο Γέροντας, όπως αναφέρει και το Ευαγγέλιο. Όταν λοιπόν θα είμαστε στον Χριστό, θα έχουμε την προστασία του Θεού με την ευχή τη δική του».


πηγή


το είδαμε εδώ

Ο βαθύπλουτος Ελληνας που ζούσε σαν ασκητής και τα έδωσε όλα στην πατρίδα του


Πάνω στην ταφόπλακα του Καπλάνη μέσα στο κοιμητήριο ρωσικού μοναστηριού της Μόσχας, κάποιος χάραξε μια επιτύμβια επιγραφή.

Παρά την τραχιά γλώσσα και τους προχειρογραμμένους δεκαπεντασύλλαβους, ένα από τα δίστιχα παρέχει μια καλή εικόνα για το ποιος ήταν ο Καπλάνης: «Όλην του την κατάσταση έθυσε μ’ ευκαρδίαν / για φωτισμό Πατρίδος του και για φιλοπτωχίαν».

Ο ελληνικός λαός το έλεγε βέβαια καλύτερα και πιο απλά: «όλα για τους άλλους, τίποτα για τον εαυτό του».

Όλα αυτά για ένα ορφανό από ξεχασμένο χωριό των Ιωαννίνων που τόσο αλύπητα το είχε χτυπήσει η μοίρα που όλοι το φώναζαν «Πικροζώη». Ο Ζώης όμως μεγάλωσε και έγινε πλούσιος στο εξωτερικό, στο Βουκουρέστι και τη Μόσχα, αν και δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του που στέναζε κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

Κι έτσι χάρισε πρόθυμα τους κόπους μιας ζωής για να αλλάξει λίγο το πρόσωπο της Ελλάδας, σε μια εποχή μάλιστα (πριν από την απελευθέρωση) που ο όρος «εθνικός ευεργέτης» ήταν ακόμα άγνωστος.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που πρέπει να ειπωθεί για τον «ερημίτη της Μόσχας», όπως τον φώναζαν πια για τον ασκητικό του βίο, μιας και κάθε δεκάρα που είχε βγάλει έπρεπε τώρα να πάει στην Ελλάδα. Ό,τι έκανε, δεν το έκανε για οικονομικά παιχνίδια ή ακόμα και την υστεροφημία του, καθώς όπως θα δούμε τέτοια θέματα δεν τον απασχόλησαν ποτέ.

Ήταν ο άδολος πατριωτισμός του και η αγνή αγάπη του για την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Γιάννενα, που τον ώθησαν να δώσει τα πάντα για την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων και τον φωτισμό του γένους. Ορφανός από παιδί και «ιδεολόγος άγαμος» αργότερα, σαν το πρότυπό του τους Ζωσιμάδες, ο Καπλάνης μετατράπηκε σε αυθεντικό σύμβολο εθνεγερσίας για τους υπόδουλους Ηπειρώτες και όχι μόνο, μιας και ο ίδιος καταφρονούσε τον πλούτο και ζούσε σαν ασκητής!

Υπόδειγμα εθνικής προσφοράς, τόσο το όνομα όσο και οι ευεργεσίες του έμειναν θρυλικά στα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς προέρχονταν όλα από τον «Πικροζώη» που τόσο τον είχε καταραστεί η ζωή στα μικράτα του. Ήταν προφανώς αυτές οι κακουχίες του βίου του, σε συνδυασμό με τον πλουτισμό του μετά κόπων και βασάνων, που του δημιούργησαν συναισθήματα βαθιάς και ανιδιοτελούς προσφοράς τόσο στο ελληνικό έθνος όσο όμως και σε κάθε συνάνθρωπο.

Ο Καπλάνης ανήκει στην κατηγορία των πρωτοπόρων εθνικών ευεργετών, μιας και έδρασε και πέθανε πριν από την Επανάσταση του 1821. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που του απονεμήθηκε επισήμως ο χαρακτηρισμός του «εθνικού ευεργέτη» και για τον Καπλάνη ήταν απόλυτα ταιριαστό, καθώς τόσο η επιχειρηματική ηθική του όσο και η φιλανθρωπική του πορεία δύσκολα θα βρουν όμοιό τους στο διηνεκές. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που πλούτισε κυριολεκτικά με τον σταυρό στο χέρι και δώριζε τεράστια ποσά μόνο για το καλό του τόπου και του ανθρώπου.

Η Καπλάνειος Σχολή στα Γιάννενα παραμένει το μεγαλύτερό του έργο, αν και η δράση του δεν εξαντλείται μόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, αγγίζοντας πολλές ακόμα ελληνικές πόλεις, ακόμα και τη Ρωσία.

Όταν το 2007 καθιερώθηκε από την πολιτεία να γίνει η 30ή Σεπτεμβρίου η Ημέρα Μνήμης των Εθνικών Ευεργετών, όλοι θυμήθηκαν αβίαστα τον Ζωή Καπλάνη, που οι παλιότεροι τον μνημόνευαν ακόμα από τα αναγνωστικά του Δημοτικού…

Πρώτα χρόνια

kaplanjisissesef1
Ο Ζώης Καπλάνης γεννιέται το 1736 στο Γραμμένο της Ηπείρου, με τη μοίρα να του δείχνει από νωρίς το σκληρό της πρόσωπο: στα τέσσερα ορφανεύει από μητέρα και σύντομα θα βρεθεί στα χέρια της μητριάς, μιας και ο ξαναπαντρεμένος πατέρας χάθηκε κι αυτός. Πριν φύγει βέβαια από τον κόσμο, ο μορφωμένος Κωνσταντίνος Καπλάνης μαθαίνει στον γιο του λίγα γράμματα.

Ο Ζώης έχει τώρα να συντηρήσει και τον εαυτό του και τη μητριά, χωρίς γρόσι στην τσέπη. Κι έτσι καθημερινά φορτώνει το γαϊδουράκι με καυσόξυλα και κατεβαίνει στην αγορά των Ιωαννίνων, πουλώντας την πραμάτεια του. Παρά τη φτώχεια και την εξαθλίωση, ο μικρός είναι πραγματικός οικονόμος και δεν χαλά δεκάρα. Οι συγχωριανοί τον φωνάζουν «Πικροζώη» για την αθλιότητα στην οποία είναι βουτηγμένος.
kaplanjisissesef8
Στα δεκατέσσερα κατεβαίνει μόνιμα στα Γιάννενα, περιμαζεύοντάς τον κάτι συγγενείς του. Ο ίδιος θυμόταν πάντα τη μέρα που εγκατέλειψε το Γραμμένο, ζητώντας αργότερα στη διαθήκη του να τελείται το μνημόσυνό του τη μέρα της φυγής από το χωριό.

Σχολείο αν πήγε στα Γιάννενα δεν ξέρουμε, δεν αποκλείεται πάντως να φοίτησε για μερικά χρόνια σε νυχτερινή σχολή και να έλαβε την τυπική εκπαίδευση του καιρού του. Το 1754 θα πιάσει δουλειά στον γνωστό γουνέμπορο Παναγιώτη Χατζηνίκο και σύντομα θα επιδείξει το εμπορικό του δαιμόνιο.
Το 18χρονο παιδί για όλες τις δουλειές του γιαννιώτη μεγαλέμπορου εξελίσσεται γρήγορα και ο Χατζηνίκος διαπιστώνει πως έχει στα χέρια του σωστό θησαυρό. Γρήγορα τον απαλλάσσει από τη χειρωνακτική δουλειά, ώστε να γίνει άσος στη γουναρική αλλά και να έχει χρόνο για μελέτη και περαιτέρω εκπαίδευση…

Ο «Πικροζώης» πλουτίζει

kaplanjisissesef2
Ο Χατζηνίκος θα τον προβιβάσει κάποια στιγμή από βοηθό σε συνέταιρό του, αλλάζοντας καθοριστικά την τύχη του. Τον παίρνει μαζί του στο Βουκουρέστι, όπου διατηρεί μεγάλο γουναράδικο, αφού είναι το δεξί του χέρι και έχει ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη του μεγαλέμπορου.
Ο Καπλάνης οργώνει τα πανηγύρια στην Ελλάδα ως πωλητής του γουναράδικου και αποκτά πολύτιμη εμπειρία. Ταυτοχρόνως, έρχεται και σε επαφή με τη γενικευμένη εξαθλίωση του πληθυσμού και καταλαβαίνει πως δεν είναι μόνο αυτός «πικρός», αλλά όλοι οι υπόδουλοι ραγιάδες.

Συνεργάτης πια του Χατζηνίκου, ο Καπλάνης αναχωρεί το 1768 για τη Νίζνα της Ουκρανίας (τμήμα τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας), όπου υπήρχε ισχυρή ηπειρώτικη παροικία, την οποία κάνει βάση των δραστηριοτήτων του. Εκεί θα περάσει τα υπόλοιπα τρία χρόνια περιοδεύοντας εκτεταμένα στη ρωσική επικράτεια αλλά και την Κεντρική Ευρώπη και οργώνοντας τις εμποροπανηγύρεις.

Οι δουλειές πήγαιναν ιδιαιτέρως καλά και ο Ζώης μετακομίζει το 1771 στη Μόσχα, το μεγαλύτερο κέντρο εμπορίας γούνας εκείνη την εποχή. Σύντομα αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στη Ρωσία, γι’ αυτό και επιστρέφει στο Βουκουρέστι για να λύσει την εμπορική σχέση με τον μέντορά του, τακτοποιώντας όλους τους κοινούς λογαριασμούς και μένοντας πάντα καλοί φίλοι.

Παρά το γεγονός ότι στη Μόσχα οι προσωπικές πια δουλειές του πάνε από το καλό στο καλύτερο, ο Καπλάνης ζει ασκητικά! Διαμένει σε ένα κελί του γραικικού μοναστηρίου του Αγίου Νικολάου, μετόχι της Μονής Ιβήρων, και διάγει λιτότατο βίο. Μετρημένος και ολιγοδάπανος, μαζεύει κάθε δεκάρα, καθώς μέχρι τότε έχει αποφασίσει τι θέλει να κάνει με τα λεφτά που του εξασφαλίζουν το εμπορικό του δαιμόνιο και η παροιμιώδης τιμιότητά του.
kaplanjisissesef7
Δουλευταράς και πανέξυπνος, δεν θα του πάρει πολύ να γίνει ένας από τους πιο πετυχημένους μεγαλέμπορους γουναρικών της Ευρώπης. Συγκεντρώνει αμύθητη για την εποχή περιουσία, καθώς ο εμπορικός κόσμος της Γηραιάς Ηπείρου εκτιμά την αξιοπιστία και την ευθύτητά του και τον εμπιστεύεται πια με τα μάτια κλειστά.

Τα πλούτη δεν τον ξεστρατίζουν όμως, μοιάζοντας ανίσχυρα να τον δελεάσουν να ζήσει μέσα στην πολυτέλεια και την τρυφή. Αντιθέτως, πιάνει φιλίες με τον συμπατριώτη του Ζώη Ζωσιμά, καθώς μοιράζονταν το ίδιο πάθος για την ανιδιοτελή προσφορά στον συνάνθρωπο. Ο επίσης εθνικός ευεργέτης Ζωσιμάς θα τον μυήσει στα «μυστικά» της προσφοράς, αλλά και σε ένα μοντέλο λιτού ασκητικού βίου αλλιώτικο από τα άλλα.

Όπως και το πρότυπό του, οι έξι αδερφοί Ζωσιμάδες, ο Καπλάνης μένει άγαμος ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος «στο πρώτον και θείο έργον, το οποίον είναι διά παντός το καλόν της πατρίδος», όπως έλεγε. Και όπως έκανε φυσικά πράξη σε όλη του τη ζωή.

Ο Καπλάνης παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη Μόσχα, πάντα στο ίδιο μοναστικό κελί, ζώντας μια απλή και ήρεμη ζωή. Ήρεμη εξωτερικά, μιας και μέσα του βασανιζόταν διαχρονικά από τη σκέψη της πατρίδας του να στενάζει κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Πριν στραφεί με ορμή στο φιλανθρωπικό έργο στην Ελλάδα, θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην ανιδιοτελή προσφορά στην πόλη όπου ζούσε, έχοντας ωστόσο ακόμα και στο πρώιμο αυτό στάδιο των ευεργεσιών τη σκέψη στην υπόδουλη Ελλάδα.

Ο μακρύς δρόμος της ευεργεσίας

kaplanjisissesef3
Ό,τι έκανε ο Καπλάνης, το έκανε με μια απροσχημάτιστη απλότητα και ανιδιοτέλεια που πιστοποιήθηκε από τόσους και τόσους που έλαβαν το ζεστό άγγιγμά του. Ήταν φυσικότατο γι’ αυτόν να βοηθά οικονομικά τους φτωχούς ομογενείς και ιδιαίτερα τους συντοπίτες του, ήδη από τις πρώτες ημέρες της εγκατάστασής του στη Μόσχα.

Η ηθική αυτή επιταγή θα γενικευτεί λίγο αργότερα και θα περιλαμβάνει πια όλους τους ανθρώπους, αν και ο νόστος για τα πατρώα εδάφη θα τον κάνει να στραφεί σύντομα στην Ελλάδα. Η πρώτη του φανερή δωρεά είχε εξάλλου ελληνικό άρωμα: καταθέτει ένα τεράστιο ποσό στο Αυτοκρατορικό Ορφανοτροφείο της Μόσχας το 1797, 10.000 ρούβλια, και παραγγέλνει οι τόκοι του ποσού να κατευθύνονται κάθε χρόνο στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
kaplanjisissesef5
Την επόμενη χρονιά, ανέλαβε τη λειτουργία και τη συντήρηση των διδακτηρίων της Μαρουτσαίας Σχολής στα Γιάννενα, την οποία εφοδίασε με βιβλία και επιστημονικά όργανα. Τον ίδιο χρόνο, σηκώνει νέο κτίριο στη σχολή, πιο μεγάλο και με σημαντική βιβλιοθήκη, το οποίο θα πάρει αργότερα το όνομά του και θα γίνει το έργο της ζωής του. Ταυτόχρονα, θέτει την Καπλάνειο Σχολή στην κηδεμονία της Εκκλησίας, κατοχυρώνοντάς την με πατριαρχικό σιγίλιο. Τοποθετεί σχολάρχη τον επιφανή και προοδευτικό δάσκαλο Αθανάσιο Ψαλίδα, καθιερώνει πρωτοποριακό για την εποχή πρόγραμμα σπουδών και καταφέρνει να μετατρέψει το σχολείο του σε ένα από τα λίκνα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά και λαμπρό κέντρο εθνεγερσίας για τον υπόδουλο ελληνισμό. Η σχολή κάηκε το 1821, ξαναχτίστηκε ωστόσο το 1926 και λειτουργεί μέχρι και σήμερα ως σχολικό συγκρότημα.

Ο Καπλάνης δεν σταμάτησε όμως εδώ, αφού στην πραγματικότητα τώρα ξεκινούσε. Ανάμεσα στις πολυπληθείς δωρεές του συγκαταλέγονται η ενίσχυση της Ελληνικής Σχολής της Πάτμου και της Αθωνιάδας Σχολής του Αγίου Όρους, η αποστολή χρημάτων στον Πανάγιο Τάφο και στο Σιναίο Όρος στην Ιερουσαλήμ, η προίκιση άπορων κοριτσιών των Ιωαννίνων, η βελτίωση των συνθηκών στις φυλακές της ηπειρώτικης πρωτεύουσας και η ενίσχυση του Νοσοκομείου της Νίζνας.
kaplanjisissesef4
Ταυτοχρόνως, καταθέτει εφάπαξ οικονομική βοήθεια στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, συντηρώντας παράλληλα πλήθος εκκλησιών και μοναστηριών στην Ελλάδα. Όταν δεν ασχολείται με τις επιχειρήσεις του, περνά τον καιρό του σχεδιάζοντας προσεκτικά την επόμενη αγαθοεργία του, κι αυτό θα γίνει το μοτίβο της λιτής ζωής του στην τελευταία δεκαετία του.

Τέσσερις μήνες μάλιστα πριν από τον θάνατό του, αισθανόμενος τις δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν από τη μακροχρόνια ασθένεια που τον ταλαιπωρεί, αποφασίζει να συντάξει τη διαθήκη του. Μέσω των εικοσιπέντε άρθρων τής με ημερομηνία 15 Αυγούστου 1806 διαθήκης του, παραχωρεί μερικές ακόμα χιλιάδες ρούβλια για την κοινωνική μέριμνα, την εκπαίδευση και τη φροντίδα των Ελλήνων.

Ορίζει μάλιστα ρητά να κατατίθενται «αιωνίως» -καθώς λέει- χρηματικά ποσά για να προικίζονται τα άπορα κορίτσια των Ιωαννίνων αλλά και να επιβιώνουν οι άποροι και οι κατατρεγμένοι Ηπειρώτες. Τα 188.000 ρούβλια που διέθεσε συνολικά ήταν ένα πραγματικά τεραστίων διαστάσεων ποσό. Είπαν μετά πως ξόδεψε τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής για την πατρίδα. Και το σχολείο του βέβαια, το μεγάλο του μέλημα, στο οποίο και κατευθύνθηκε το 73% της περιουσίας του.
kaplanjisissesef6
Η Καπλάνειος Σχολή του «Γλυκοζώη», όπως τον αποκαλούσαν τώρα για τη δυναμική φιλανθρωπική του δράση, ήταν το έργο της ζωής του. Πέρα από τη λειτουργία της και την οικονομική ενίσχυση των φτωχών μαθητών, ο Καπλάνης προέβλεψε ακόμα και τη μισθοδοσία τριών καθηγητών ξένων γλωσσών!

Τον ενδιέφερε να εξασφαλίσει τη διάρκεια και τον αντίκτυπο της Σχολής για τον φωτισμό του ελληνικού γένους, γι’ αυτό και τοποθέτησε διευθυντή τον λόγιο Ψαλιδά, κορυφαίο εκπρόσωπο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος με την προοδευτικότητα, την ελευθεροφροσύνη και τον παιδαγωγικό του ζήλο εγκαινίασε μια νέα εποχή άνθησης της παιδείας στον τόπο μας. Ο Ψαλίδας διηύθυνε την Καπλάνειο επί 15 ολόκληρα χρόνια και την κατέστησε το ανώτερο εκπαιδευτήριο του ελλαδικού χώρου, θέτοντας τις βάσεις για την αναγέννηση του έθνους.

Ο Ζώης Καπλάνης έφυγε από τον κόσμο στις 20 Δεκεμβρίου 1806 και ενταφιάστηκε σε μοναστήρι του Ντονσκόι. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, εκδόθηκε στη Μόσχα η ρωσική βιογραφία του, αφού άφησε και εκεί σοβαρό φιλανθρωπικό έργο. Τα «Σπάνια έργα ευποιίας του Ζώη Καπλάνη» μεταφράστηκαν αργότερα στα ελληνικά.

Ο μεγάλος Ηπειρώτης ήταν ο πρώτος που έλαβε επισήμως τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη και γράφτηκε με χρυσά γράμματα στον μακρύ κατάλογο των μεγάλων ανθρωπιστών και πατριωτών που άλλαξαν το πρόσωπο του τόπου μας…

 

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2017

Ὁ Ἐλάχιστος τῆς Βασιλείας

Φώτης Κόντογλου
chamomile2[1][…]Οἱ παλαιοὶ ζωγράφοι ποὺ ζωγραφίζανε τὴ Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στὸν οὐρανὸ τὸν Χριστὸ καθισμένον στὸν θρόνο του γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, κι ἀπὸ τὶς δύο μεριὲς καθισμένους τοὺς Δώδεκα Ἀπόστολους. Ἀπὸ τὸ ὑποπόδιο τοῦ θρόνου βγαίνει ὁ πύρινος ποταμός, ποὺ μέσα σ’ αὐτὸν καίγουνται οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ τοὺς καταπίνει ὁ βύθιος δράκων. Οἱ ἀρχάγγελοι κράζουνε μὲ τὶς σάλπιγγες, καὶ σηκώνουνται ἀπὸ τὰ μνήματα οἱ νεκροὶ τρομαγμένοι. Ἕνας ἄγγελος τυλίγει τὸν οὐρανὸ σὰν νὰ ‘ναι χαρτί, κι ἄλλος ζυγιάζει τὶς ψυχές. Οἱ ἄνεμοι φυσοῦνε θυμωμένοι ἀπὸ τὶς τέσσερες μεριὲς τῆς οἰκουμένης, θηρία καὶ τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ἀνθρώπινα. Οἱ δαίμονες τρίζουνε τὰ δόντια τους. Ἡ κτίση ὅλη ταράζεται ἀπὸ τὰ θεμέλια της. Οἱ ψυχὲς τρέμουνε σὰν τὰ ξερὰ φύλλα ποὺ τὰ παίρνει ὁ δρόλαπας. Ὁ ἥλιος μαύρισε καὶ καρβούνιασε, καὶ τὸ φεγγάρι ἔσβησε. Φόβος καὶ τρόμος πλακώνει ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Μονάχα ἕνας ἄνθρωπος δὲν ταράζεται, ἕνα γεροντάκι, ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, ποὺ ἀργοπερπατᾶ μὲ τὸ ραβδάκι του, μέσα στὴν κοσμοχαλασιά, καὶ πορεύεται θαρρετὰ πρὸς τὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ «Ἐλάχιστος», ὅπως εἶναι γραμμένο στὴν εἰκόνα, δηλαδὴ ὁ πιὸ τιποτένιος, ὁ πιὸ καταφρονεμένος σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τοῦτος ὁ «Ἐλάχιστος» εἶναι …, πού ἀνοίξανε οἱ πόρτες τ’ οὐρανοῦ γιὰ νὰ μπεῖ μέσα στὸν Παράδεισο.
 Ἀπὸ τὸ διήγημα,” Ὁ μπάρμπα-Μανώλης ὁ βασιλὲς

Κυριακή των Απόκρεω


Αποτέλεσμα εικόνας για kyriaki tis mellousis kriseos



Η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στο πιο φοβερό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, στη μέλλουσα Κρίση, ως απαραίτητος προβληματισμός των πιστών αυτή την αγωνιστική αυτή περίοδο. 
Η μέλλουσα Κρίση είναι θεμελιώδης πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία θα επισυμβεί στο τέλος αυτού του πρόσκαιρου κόσμου και περιγράφεται σαφέστατα στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (25,31-46). Ο Κύριος, λίγο πριν το πάθος Του, ομιλώντας για τα έσχατα και μετά τις παραστατικές παραβολές των δέκα παρθένων και των ταλάντων είπε πως, όταν έρθει ο Ίδιος στη Δεύτερη και φοβερή παρουσία Του «εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ' αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των εριφίων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού΄ δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλαθατε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες΄ Κύριε πότε σε είδομεν πεινόντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς΄ αμήν λέγω υμίν , εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ' ευωνύμων΄ πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού… εφ' όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ.25,31-46). 
Η μέλλουσα κρίση είναι αναπόφευκτη και απορρέει από την απόλυτη δικαιοσύνη του Θεού. Την παρέλευση αυτού του φθαρτού και τραυματισμένου από την αμαρτία κόσμου θα επισφραγίσει η μεγάλη και αδέκαστη κρίση του Χριστού, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο στη νέα πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού. Οι άνθρωποι, ως ελεύθερα όντα, πρέπει να τοποθετηθούν στη βασιλεία του Χριστού ανάλογα με τη δική τους επιλογή σε αυτή τη ζωή. Ύψιστο κριτήριο της κρίσεως θα είναι η στάση και συμπεριφορά τους απέναντι στους συνανθρώπους τους. Η θετική ή η αρνητική στάση τους θα κρίνει τελικά αν θα είναι κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού, ή θα είναι προορισμένοι να ριχτούν στην αιώνια κόλαση, όπου «εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ.24,51). 
Η ενθύμηση της φοβερής μελλούσης Κρίσεως στην αρχή του Τριωδίου είναι απαραίτητη, διότι απώτερος σκοπός του όλου πνευματικού αγώνα μας είναι να βρεθούμε εκ δεξιών του Δεσπότη Χριστού, κατά τη μεγάλη K ρίση. Αυτό είναι αποτυπωμένο κάλλιστα στην υπέροχη υμνωδία της ημέρας. Οι άγιοι υμνογράφοι συνέθεσαν διδακτικότατα τροπάρια, τα οποία προτρέπουν τους πιστούς να συναισθανθούν την επερχόμενη βεβαία και φοβερή Κρίση. Σε ένα από αυτά ψάλλουμε: «Την φοβεράν της κτίσεως, και αρρήτου σου δόξης, ημέραν ενθυμούμενος, φρίττω, Κύριε, όλως και τρέμων φόβω κραυγάζω΄ Επί γης όταν έλθης, κρίναι, Χριστέ, τα σύμπαντα, ο Θεός μετά δόξης, τότε οικτρόν, από πάσης ρύσαί με τιμωρίας, εκ δεξιών σου, Δέσποτα, αξιώσας με στήναι».

Ποιός είναι ο ποιητής των Τριωδίων;



άγιος κοσμάς

Ως ο πρώτος ποιητής των Τριωδίων αναφέρεται ο Κοσμάς ο Μαϊουμά, ο οποίος συνέθεσε άσματα της Μεγάλης Εβδομάδας. Τον 9o αι., όταν ανανεώθηκαν τα λειτουργικά βιβλία, οι ύμνοι που περιέχονταν σε αυτά αντικαταστάθηκαν από κανόνες κυρίως Στουδιτών ποιητών.
Στη βιβλιοθήκη του Βατικανού υπάρχει χειρόγραφο του Τριωδίου, το οποίο περιέχει κανόνες των αδελφών Θεόδωρου και Ιωσήφ Στουδίτη. Αξιόλογοι επίσης ποιητές του είδους υπήρξαν ο Ανδρέας Κρήτης, ο Κασσίας κ.ά. Η πρώτη έκδοση του Τριωδίου έγινε στη Βενετία το 1522, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εικονογραφημένα Τριώδια.
Ποιος ο ποιητής Κοσμάς ο Μαϊουμά;
Ο Κοσμάς ο επονομαζόμενος και Μελωδός, μοναχός, ποιητής, Μαϊουμά, Ξένος, Ικέτης, Ιεροσολυμίτης, Αγιοπολίτης ή Ασύγκριτος ήταν μοναχός που έζησε τον 8ο αιώνα. Ήταν δάσκαλος του Ιωάννη Δαμασκηνού, διαπρεπής επίσκοπος και ασματογράφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Καταγόταν από την Καλαβρία της Κάτω Ιταλίας. Γεννήθηκε περί το 685. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και υιοθετήθηκε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Σέργιο Μανσούρ, τον πατέρα του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο οποίος ήταν «υπουργός» οικονομικών του χαλίφη τωνΑράβων. Διαπαιδαγωγήθηκε από τον λόγιο Καλαβρό μοναχό Κοσμά Ξένο ή Ικέτη. Μαζί με τον Ιωάννη Δαμασκηνό εγκαταβίωσε από το 726 στην περιώνυμη μονή του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων, μελετώντας μαζί του στην πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής. Γυρνώντας στην πατρίδα του έγινε μοναχός και κατόπιν χειροτονήθηκε ιερέας. Πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα, συνελήφθη αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στη Δαμασκό της Συρίας. Εκεί τον συνάντησε ο πατέρας του Ιωάννη του Δαμασκηνού, Σέργιος, ο οποίος είχε κάποιο πολιτικό αξίωμα στο κράτος των Σαρακηνών. Μαθαίνοντας ότι ο αιχμάλωτος από την Καλαβρία ήταν άνθρωπος μορφωμένος και με ήθος, προσπάθησε και κατάφερε να τον πάρει στην υπηρεσία του. Του ανέθεσε να διδάξει τον γιο του Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον θετό γιο του, Κοσμά τον Μελωδό, αργότερα επίσκοπο Μαϊουμά. Συμπαραστάθηκε δε αυτόν στον αγώνα του κατά των εικονομάχων. Το 743 (κατ’ άλλη άποψη το 735) εξελέγη επίσκοπος Μαϊουμά της Φοινίκης (επίνειο της Γάζας, η αρχαία Ανθηδών). Εκεί πέθανε περί το 740 ή 750-752. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 14 Οκτωβρίου.
Ο Κοσμάς συνέθεσε πλήθος θαυμάσιων ύμνων, το σύνολο σχεδόν των οποίων ενσωματώθηκε στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ψέλνονται μέχρι σήμερα. Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι μερικοί από του ύμνους αυτούς είναι δημιουργήματα του δασκάλου του, Κοσμά του Ξένου, και εσφαλμένα αποδίδονται σε αυτόν. Μερικοί από τους γνωστότερους ύμνους που συνέθεσε είναι:
–Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, Χριστούγεννα
–Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα, Θεοφάνεια
–Κύματι θαλάσσης, Μεγάλο Σάββατο
Από μορφολογικής άποψης, ο Κοσμάς χρησιμοποιεί στους κανόνες του διάφορες ακροστιχίδες, ενώ τους έχει συνθέσει μόνο στους 7 ήχους (εκτός του πλάγιου α΄). Χρησιμοποιεί ως πηγές του της Αγία Γραφή και την πατερική παράδοση, ενώ το ύφος του προσομοιάζει με αυτό του Ιωάννη Δαμασκηνού, αλλά με ιδιαίτερη προτίμηση σε αρχαϊκούς γλωσσικούς τύπους.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...