Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

Ομιλία εις την κατά τον Τελώνην και τον Φαρισαίον του Κυρίου παραβολήν. Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς

Ομιλία εις την κατά τον Τελώνην και τον Φαρισαίον του Κυρίου παραβολήν

Το σύνολο του ανθρωπίνου γένους διαχωρίζεται σε δύο τάξεις, διά της παρουσιάσεως του Τελώνου και του Φαρισαίου, την των ταπεινών και την των υπεροπτών. Το παράδειγμα του πρώτου δεικνύει ότι οφείλει ο άνθρωπος όχι μόνον ν’ απαρνηθεί την κακίαν, αλλά και να φθάσει στο σημείον ταπεινώσεως ώστε ν’ αυτοκατακριθεί.


1. Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν' αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, δια της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλ' επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί δια της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίση δια της υπερηφανείας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένον ήδη.
Αλλά κρατηθήτε, μη πτοηθήτε· διότι ο επιμελής είναι ευμηχανώτερος στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι' αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο τον δυνάμενο τα πάντα και ενδυναμώνοντα από αγαθότητα όλους τους εραστάς της αρετής.
 Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστος από ποικίλα πονηρά μηχανήματα που παρασκευάζει ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρη όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγη εύκολα στον Θεό με την μετάνοια και την ταπείνωση.  
2. Δείγμα δε και διαρκής απόδειξις είναι τούτο. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να ειπούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρώνεται απλώς, αφού εκοινώνησε προς τους εναρέτως ζώντας με μόνο τον λόγο, κι αυτόν σύντομο, ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον αδέκαστο κριτή τον ίδιο, συγκαταλέγεται στο χορό των δικαίων.
Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ' εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν ειναι λιγώτερα από αυτά τα λόγια.

3. Γιατί δε η μεν ταπείνωσις ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι' αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαγχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει, "ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη".

4. Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει· "δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό· ο ένας φαρισαίος και ο άλλος τελώνης". Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το από την ταπείνωση κέρδος και την από την υπερηφάνεια ζημία, διήρεσε σε δύο όλους τους προσερχομένους στο ναό, μάλλον δε τους ανερχομένους σ' αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύσις της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από την γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός.
Αλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως.
Επάνω σ' αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί την ρομφαία κατά της πόλεως, ανέβηκε εκεί και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε  στον Θεό θυσία και εσταμάτησε η φθορά.
Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του δι' αυτής ιλασμού (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για την σωτηρία μας), εάν δε θέλης, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμόν όλου του κόσμου, καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία. 

5. Γι' αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι "προσήλθαν" στον ναό, αλλά "ανέβηκαν"  στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη συναναστροφής και συνομιλίας μεταξύ των, καθώς και όσοι προσφέρουν και αγοράζουν ψώνια· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν ψώνια, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα.
Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον, λέγοντάς τους, "ο οίκος μου καλείται οίκος προσευχής, σεις όμως τον κατεστήσατε σπήλαιο ληστών", έτσι τους εξέβαλε και από τα λόγια τους αυτά, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς. 

6.  Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο. Διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς των ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλ' ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος.
Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι εδιδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του, "εταπεινώθηκα, και μ' έσωσε ο Κύριος". Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, "γι' αυτό ο Θεός τον υπερύψωσε".
Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν ράκος εμμηνορροούσης· διότι δεν άκουσε τον λέγοντα, "κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου", και "ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους", και "αλλοίμονο σ' αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες".  

7. Δεν τους διεχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ' αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στο ναό του Θεού για να δοξάσει κι ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεσις των αμαρτημάτων, και μάλιστα για τους αμαρτάνοντας κάθε ώρα στις ημέρες μας.
Από το άλλο μέρος η υπόσχεσις  των από εμάς ευσεβώς προσφερομένων στον Θεό δεν ονομάζεται  προσευχή αλλά ευχή· και τούτο το εδήλωσε εκείνος που είπε, "κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας", και αυτός που λέγει "καλύτερο είναι να μη κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις".

8. Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απροσέκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και δέηση η πίστις και η κατάνυξις μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό δε η απόγνωσις και η πώρωσις.
Την άλλη την κάμουν ευπρόσδκετη ευχαριστία για όσα έχομε ευεργετηθεί από τον Θεό η ταπείνωσις και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερουμένους, απαράδεκτη δε η έπαρσις γι' αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με ιδική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκρισις εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι δε είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του. Διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση. Διότι, λέγει, αφού εστάθηκε καθ' εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· "Θεέ, σ' ευχαριστώ, που δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί".

9. Η στάσις του Φαρισαίου δεν δηλώνει την δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ' εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς  τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων.
Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε "σ' ευχαριστώ", δεν προσέθεσε, διότι από ευσπλαγχνία, σαν σε ασθενή ν' αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού. Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού επιάσθηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με την μετάνοια.
Γι' αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανωτέρα πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με την βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε την δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζωμε.

10. Ο Φαρισαίος όμως λέγει, "σ' ευχαριστώ, Θεέ", όχι διότι έλαβα καμμιά βοήθεια από σένα, αλλά "διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι"· σαν να διέθετε αφ' εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαξ, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας.
Δεν επρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, κι εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο εθεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· "δεν είμαι" λέγει, "όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης".
Πόση μωρία, θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες , τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ' εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση;
Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και θα ελέγαμε οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και εστεκόταν μακριά σου;
 Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το εγνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το εγνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι  να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι·  αλλ' αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ' απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως δι' όσα αδίκησε, εσύ δε θα καταδικασθείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικώς εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. "Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί".

11. Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους  ανθρώπους, αλλ' επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφ' ενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στην ιδική του.
Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή.
Αλλ' αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκωνται εμπρός των προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου. Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός, "νηστεύω δυο φορές το Σάββατο, δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ".
Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμποδίστως όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι  πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!

12. Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν' αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαξ των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας.
Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, αν δε θέλεις και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία; Αν δε το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε.
Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωσι και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ' αυτόν που το έδωσε και σ' αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για τους βλέποντας. Σάββατο δε ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι' αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.

13. Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Ο δε Τελώνης, στεκόμενος απόμακρα, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλ' εκτυπούσε το στήθος του λέγοντας· Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωσις και η πίστις και η αυτομεμψία;
Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και την συντριβή της καρδίας αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστι, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωσι. Συνεδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα. Διότι, λέγει, «ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα».
Δεν είπε 'σταθείς', όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «εστώς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, επρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνην την μονολόγιστη δέησι, που είναι το αποτελεσματικώτερο είδος προσευχής.

14. «Στεκόμενος λοιπόν ο Τελώνης απόμακρα, λέγει, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό». Αυτή η στάσις ήταν συγχρόνως και στάσις και υπόκυψις, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλ' ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της.
Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκρισι και αυτομεμψία του· διότι εθεωρούσε τον εαυτό του ανάξιον και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι' αυτό του μεν ναού εστεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό δε δεν ετολμούσε ούτε ν' ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την σφοδρά κατάνυξι και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιον τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό κι εζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό».
Διότι επίστευσε στον λέγοντα, «επιστρέψετε προς εμένα και εγώ θα επιστρέψω προς σας», και στον προφήτη που διεβεβαίωσε, «είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και συ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου».

15. Τί συνέβηκε λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβηκε αυτός δικαιωμένος», λέγει ο Κύριος, «και όχι εκείνος· διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι' αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωσις ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη.
Διότι η ταπείνωσις είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν' ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προεφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας, «θ' αρπαγούμε στα σύννεφα για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο».
Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωσις, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονος προαιρέσεως.

16. Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ' έπειτα, εγκαταλείποντας την διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, εδικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, μη οικειοποιούμενος τα ανήκοντα σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς των, τι θα πάθουν;

17. Αλλ' ας αφήσωμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχώμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσωμε την δικαίωσι του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχωμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.

18. Όταν λοιπόν και συ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ' αυτούς που σε  καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και συ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξι δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης.
Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς των αμαρτωλούς, και το λέγομε και το νομίζομε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνησις είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «ευχαριστώ τον Θεό μου που λαλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας» (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι περικάθαρμα όλων των ανθρώπων, για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα τελωνικά λόγια να συνυπάρχει και η μετάθεσις από τα κακά και η ψυχική διάθεσις, η κατάνυξις και η υπομονή εκείνου.
Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δικαία και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους. Διότι μετά την αμαρτία του, όταν ήκουε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ' αυτούς που ήθελαν ν' αντιδράσουν «αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ», λέγοντας ότι η συγχώρησις από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα εκείνου, αν και ο Δαβίδ επάλαιε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.

19. Τότε μάλιστα, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έρριπτε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως.
Και δεν τον άφησε αφού καταράσθηκε μια και δυο φορές, και έρριπτε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικώτερα από τους λίθους· αλλά, λέγει, προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί εβάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίπτοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα. Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς.
Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συνεκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς· «αφήστε τον, για να ιδεί ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού».

20. Αυτό το πράγμα και τότε μεν ετελέσθηκε και επραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι' αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη. Διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πως δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς;
Αυτός δε που δεικνύει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαρειά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δε λυτρώνεται και από τα τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς η θεία χρηστότης λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρεωστείται λόγω της υπομονής. Γι' αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε· «θα υπομείνω την παίδευση από τον Κύριο, διότι ημάρτησα σ' αυτόν»".

21. Είθε κι' εμείς, παιδευόμενοι μ' ευσπλαγχνία, αλλ' όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μη καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος ν' ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και  προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Ομιλία Β', Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ")

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΤΗΣ ΑΡΙΖΟΝΑΣ: “ΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙΤΕ, ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΑ…”

Ο γνωστός γέροντας Εφραίμ της Αριζόνα και αγιορείτης μοναχός προτρέπει πλέον: “ετοιμασία επειδή ΣΥΝΤΟΜΑ θα αρχίσουν τα πολύ δύσκολα”. Η προτροπή αυτή έγινε σε ηγούμενο μονής του Αγίου Όρους, ο οποίος τον επισκέφθηκε πρόσφατα και τον ρώτησε σχετικά με τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Ο γέροντας ήταν απολύτως σαφής: ” Έρχονται πολύ δύσκολες ημέρες”… Και η μονή έχει φτιάξει ήδη την “ομάδα κρίσης”, υπεύθυνη για να προετοιμάσει το μοναστήρι για πολύ δύσκολες ημέρες για άγνωστο χρονικό διάστημα.
 
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι ένα κακόγουστο αστείο. Αλλά δεν είναι… Δυστυχώς, τα επερχόμενα είναι πλέον ορατά και δια γυμνού οφθαλμού, αφού όλοι μας μπορούμε πλέον να δούμε αυτό που έρχεται, δηλαδή την δυστυχία και την πείνα…
“Δεν μπορώ να καταλάβω τον κόσμο. Όλοι ρωτάνε: “εμένα με πιάνουν τα νέα μέτρα;”!!! Ειλικρινά, δεν μπορώ να κατανοήσω πόσο πολύ έχει διαβρωθεί η σύγχρονη κοινωνία και οι άνθρωποι που ζούνε σε αυτή τη χώρα. Κανείς δε νοιάζεται για τον διπλανό του. Κανείς δε νοιάζεται για το πρόβλημα που έχει χτυπήσει την πόρτα του συμπολίτη του, του γείτονά του. Όλοι σκέφτονται αν “τα μέτρα” προσβάλουν τα δικά τους μικροσυμφέροντα…!
 
Ειλικρινά, πιστεύω πως ο Θεός θα δώσει την ευκαιρία για να συνέλθουμε. Η Ελληνική Ορθοδοξία ανέδειξε μεγάλες σύγχρονες μορφές, που πρόσφεραν στο έργο του Θεού, που αγωνίστηκαν για να σώσουν ανθρώπινες ψυχές. Ο Πορφύριος, ο Παΐσιος, ο Ιωσήφ… γέροντες που μάτωσαν στον αγώνα υπέρ των συνανθρώπων τους, στον αγώνα να διώξουν την δυστυχία και το κακό από τις καρδιές ανθρώπων που υπέφεραν… Ποιά ηθική υπάρχει πλέον; Το κακό έχει χτυπήσει την οικογένεια, την Παιδεία. 

Έχει χτυπήσει σε κάθε υγιές κύτταρο της κοινωνίας και σήμερα ζούμε τα αποτελέσματα αυτού του πολέμου. Τρέχουν οι άνθρωποι χωρίς να νοιάζονται για τον διπλανό τους. Η κοινωνία που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Σήμερα κυριαρχεί ο ατομικισμός… Γιατί; Επειδή κάποιοι έπαιξαν με τον χαρακτήρα του Έλληνα και διάβρωσαν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Είναι αδιανόητο! Ο ατομικισμός ζει και βασιλεύει, ενώ η απάτη έγινε “χάρισμα”. Μεγάλωσαν γενιές που διδάχτηκαν πως να αρπάξουν. Και αυτό σε ένα καθεστώς πλήρους ατιμωρησίας… Μάλιστα, όσα πιό πολλά “αρπάζεις” τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι από την τιμωρία. Αυτό το βλέπει ο Θεός. Σήμερα επιτρέπει να δεχτούμε μερικές σφαλιάρες, ελπίζοντας πως θα συνέλθουμε, όπως συμβαίνει και στους μεθυσμένους…”
Αυτά τα συγκλονιστικά μου κατέθεσε σήμερα σε συζήτηση, αγιορίτης μοναχός. Και η φωνή του έτρεμε από συγκίνηση και αγωνία για όσα πρόκειται να συμβούν.
 
“Να προσέχεις”, μου είπε. “Να πεις και σε άλλους να προσέχουν. Μην αφήνετε την λογική σας να παραδίνεται σε όσα σας λένε. Πού είναι μωρέ η λεβεντιά εκείνων που δεν επέπτρεπαν σε κανέναν να τους μειώσει; Πού είναι εκείνα τα λεβεντόπαιδα που έδωσαν το αίμα τους για όλους εμάς; Αυτή η γη ποτίστηκε με αίμα. Είναι μεγάλο κρίμα να την κυβερνάνε ξένοι και ανάξιοι… Να προσέχετε”…
 
Τι να πω; Θυμήθηκα τα λόγια του γέροντα Εφραίμ της Αριζόνα: “Έρχονται πολύ δύσκολες ημέρες. Προσέξτε την ψυχή σας. Μαζευτείτε και δώστε τον αγώνα σας…” Αυτά έλεγε πριν μερικούς μήνες. Και σήμερα γίνεται πιό σαφής: “το Σεπτέμβριο θα αρχίσουν τα πολύ δύσκολα…”.
 
Οι προσευχές του γέροντα είναι πάντα μαζί μας. Όμως, αναρωτιέμαι: Εμείς τι κάνουμε για να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας; Απλά ανησυχούμε για το αν τα μέτρα μας αγγίζουν;
“Κάποιος πρέπει να σας πει πως δεν ζείτε σε όνειρο, ούτε σε εφιάλτη. Ζείτε μία πολύ άσχημη πραγματικότητα, που θα χειροτερέψει…”
 
Κι εμείς αναρωτιόμαστε: 
Εμένα με πιάνουν τα νέα μέτρα; αγνοώντας (ηθελημένα) πως όταν θα μας “πιάσουν”, θα είναι πολύ αργά…

Η αποτέφρωση της παράδοσης


Του π. Γεωργίου Οικονόμου, Δρ. Θεολογίας | Romfea.gr

osteofulakiaΉδη από το 2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε αποφανθεί περί της αποτέφρωσης των κεκοιμημένων ότι η Εκκλησία δέν δέχεται τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων γιά τά μέλη της.
Δέν ἔχει ὅμως ἁρμοδιότητα γιά ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλουν τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τους γιά λόγους προσωπικῆς συνειδήσεως[1].
Σήμερα, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, επίκειται να ψηφιστεί νόμος[2], που θα διευκολύνει την λειτουργία και δημιουργία Κέντρων Αποτέφρωσης (άρθρο 20) αλλά και προσπαθεί να επιβάλλει στην Ορθόδοξη Εκκλησία την τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας προ της αποτέφρωσης (άρθρο 21). Το γεγονός αυτό προκάλεσε και την έντονη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου[3].
Αυτές οι εξελίξεις καλλιεργούν ευρύτερους θεολογικούς προβληματισμούς σχετικά με την εκκλησιαστική θεώρηση του μυστηρίου του θανάτου.
Ο Φώτης Κόντογλου με προφητική διαίσθηση πριν πενήντα και πλέον χρόνια διαμαρτύρεται έντονα για την εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση του ιερού αυτού μυστηρίου και γράφει˙ μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, είχε δύο - τρία μνημόσυνα στην εκκλησία που πήγα.
Κι επειδή βιαζόντανε, παπάδες και ψάλτες, να τελειώνουνε γρήγορα με τον Θεό για να δούνε την πελατεία, τόλμησα να πω δυο λόγια για τα θεατρικά αυτά μνημόσυνα, με τα φρικτά μωβ κρέπια, με τις γλάστρες, με τις κορδέλλες με τα χρυσά γράμματα, και με τους διάφορους χαροεργολάβους.
Τί ήθελα να μιλήσω; Με περιλάβανε όλοι οι ενδιαφερόμενοι της επιχειρήσεως, και πιο λυσσασμένα οι εργολάβοι... «Ποιος θα δούλευε μου λέγανε αν δεν γινόντανε έτσι επίσημα τα μνημόσυνα κι οι κηδείες; Που βρισκόμαστε; Στα βλαχοχώρια;» [4].
Από τότε έως σήμερα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σοβαρά. Η ευλογημένη χριστιανική παράδοση, που εξέφραζε μια βαθειά ποιμαντική αγωνία προ του θανάτου με φροντίδα των οικείων για Εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, τέλεση Ιερού Ευχελαίου, τις ευχές εις ψυχορραγούντα, αλλά και τέλεση Τρισαγίου αμέσως μετά την Κοίμηση, ξενύχτι στην οικία με ανάγνωση του Ψαλτηρίου και την ακολουθία στην ενορία έως την ταφή, εκλείπει.
Και δίνει την θέση της σε νέα ήθη, άγνωστα στον τόπο και την πίστη μας. Ορισμένα από αυτά˙ απαγόρευση εισόδου του σκηνώματος στο σπίτι (ισχύει ήδη στην Πρωτεύουσα), τοποθέτηση σε ψυγεία, έκθεση στα νεκροστάσια του Κοιμητηρίου λίγη ώρα μόνο πριν την ακολουθία, τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας ενίοτε αδικαιολόγητα συντετμημένης αλλά και ταφή με καινούρια αφιλάνθρωπα στοιχεία, που επιδεινώνουν τον ανθρώπινο πόνο.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την αντί της καθόδου του σκηνώματος στον τάφο, το ράντισμα με λάδι και την ρίψη χώματος εκεί, αυτά να γίνονται σε πρόχειρα και κακόγουστα υπερυψωμένα στηρίγματα προ της ταφής.
Επίσης, παρατηρείται ότι συχνά προτιμάται η τέλεση της ακολουθίας στον Κοιμητηριακό Ναό και όχι στην ενορία.
Με την επιλογή αυτή η ενορία δεν έχει την ποιμαντική ευκαιρία να σταθεί παρακλητικά κοντά στους οικείους ούτε να ευχηθεί υπέρ του μέλους της, που μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν[5].
Οι νεοτερικές αυτές συνήθειες και οι επόμενες, που θα έλθουν, με την επιλογή της αποτέφρωσης, με την παράταση των ημερών προ της ταφής στα πρότυπα του εξωτερικού, με τέλεση πολιτικών κηδειών, αναμφίβολα υπηρετούν οικονομικά την σχετική βιομηχανία.
Την ίδια στιγμή επιχειρούν να αποδομήσουν συθέμελα τις ευλογημένες παραδόσεις μας. Παραδόσεις ανθρωπιάς, ευλάβειας, προσευχής, τιμής προς τον κεκοιμημένο, παραδόσεις φιλάνθρωπες και διδακτικές, που καλλιεργούν την φιλοσοφία του μυστηρίου και την ακλόνητη ελπίδα στην αιώνια ζωή.
Ιδιαίτερα η αποτέφρωση των νεκρών εκφράζει και συμβολίζει τον ευρύτερο μηδενισμό της εποχής μας. Απιστία στην αιώνια ζωή και την ανάσταση και έκπτωση του ανθρώπου από κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν δημιούργημα του Θεού, στο οποίο ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆςο Κύριος, έκπτωση σε μια κοινή βιολογική ύπαρξη σαν ζώο ή φυτό. Χωρίς ελπίδα Παραδείσου.
Χωρίς Ανάσταση. Χωρίς Φως. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του μηδενισμού μπορούμε να αναφέρουμε σπουδαίο κατά τα άλλα Έλληνα λαογράφο (δεν αναφέρουμε το όνομά του προς αποφυγήν κρίσεως – δύναται όμως ο καθένας πολύ εύκολα να αναζητήσει τα στοιχεία), ο οποίος εκοιμήθη το 2003 και, σύμφωνα με την διαθήκη του, όχι μόνο αποτεφρώθηκε αλλά και η στάχτη του διασκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού. Ατυχείς και δυστυχείς και αξιολύπητοι οι αδελφοί μας αυτοί, που επιθυμούν την αποτέφρωση.
Και φανερώνεται έστω και τώρα, την ύστατη ώρα, πεδίον λαμπρόν ποιμαντικής και κατηχήσεως, διακονία επανευαγγελισμού του έθνους μας, που έχασε την πίστη στην Ανάσταση αλλά και την πίστη στον Θεό, γενικότερα, ώστε να την επανεύρει.
Για να το επιτύχουμε αυτό οφείλουμε να γίνουμε παιδαγωγοί εἰς Χριστὸν, πρώτα με την ζωή μας και, ύστερα, με τους λόγους μας.
Για να μπορέσει ο πολυτρόπως προδομένος και απελπισμένος λαός μας να αναφωνήσει μαζί με τον Προφητάνακτα· ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ὁ Θεός μου[6].
Να προσδοκά αταλάντευτα ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Και να γνωρίζει, όπως δίδαξε ο Ίδιος ο Κύριος και όπως ακούμε παρακλητικά στο ευαγγέλιο της νεκρώσιμης ακολουθίας ότι όποιος ακούει τον λόγο Του και πιστεύει σε Αυτόν που Τον έστειλε στη γη, δηλαδή τον Πατέρα, δεν κρίνεται αλλά έχει αιώνια ζωή και ο θάνατος είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταβαίνει σε αυτήν.
Γιατί έρχεται ώρα, που οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή του Υιού του Θεού και όσοι την ακούσουν θα ζήσουν αιώνια. Όπως ο Πατέρας έχει ζωήν ἐν ἑαυτῷ την ίδια ζωή έδωσε και στον Υιό, όπως και την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους, διότι ενηνθρώπησε.
Έρχεται ώρα, κατά την οποία όλοι οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή Του και οι αγαθοί θα κληρονομήσουν την αιώνια ζωή ενώ οι πονηροί θα κριθούν ανάξιοι αυτής.
Η κρίση αυτή είναι δίκαια και σύμφωνη με το θέλημα του Πατέρα, στο οποίο ο Υιός κάνει υπακοή, καθώς ποτέ δεν πράττει κάτι από μόνος Του[7].
Ο άνθρωπος, που δέχεται αυτή την θεολογική θεώρηση δεν μπορεί να αποδέχεται ή να ζητά την καύση, αλλά σέβεται την ευλογημένη παράδοση της ταφής.
Η δε έντονη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει φονταμενταλισμό ή έμμονη προσκόλληση σε παραδόσεις, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, αλλά φανερώνει μόνο την βαθειά αγάπη και την φιλανθρωπία της. Και αναπαύει το αλάθητο δογματικό αισθητήριο του λαού του Θεού, που θλίβεται με την κρατική αυτή ανομία.
Έχουν ήδη θεσμοθετηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες οι πολιτικοί γάμοι, τα σύμφωνα συμβίωσης – εσχάτως και των ομοφύλων – τα αυτόματα διαζύγια, οι εκατοντάδες χιλιάδες ετησίως αμβλώσεις αθώων παιδιών, των οποίων το αίμα βοά προς τον Κύριο.
Ας μην προσθέσουμε διά της αποτέφρωσης νέα εθνικά ανομήματα, που επιφέρουν την ενέργεια πνευματικών νόμων, σύμφωνα με τον μακαριστό Όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, ο οποίος έλεγε με πόνο ότι οι Έλληνες έχουν πάρει τον «γλυκύ κατήφορο» της αμαρτίας, και γι'αυτό δεν δικαιούνται την θεία βοήθεια[8].
Αυτός ο γλυκύς κατήφορος ως αποτέφρωση της παράδοσης μας οδήγησε και στην επίκαιρη συζήτηση περί αποτεφρωτηρίων σε έναν κόσμο, που έχασε δυστυχώς την πίστη, την ελπίδα, την εμπιστοσύνη στην θεία πρόνοια και αγάπη και την προσδοκία της αιώνιας ζωής.

[1] http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/egyklioi.asp?id=329&what_sub=egyklioi
[2] http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/c8827c35-4399-4fbb-8ea6-aebdc768f4f7/9421703.pdf
[3] http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/holysynod.asp?id=2079&what_sub=d_typou
[4] Φώτη Κόντογλου, Ξενομανίας το ανάγνωσμα, στα Μυστικά Άνθη, Αθήνα, εκδ. Αστήρ, 1981, σελ. 134
[5] Ιω. 5, 24
[6] Ψαλμ. 30, 15
[7] Πρβλ. Ιω. 5, 24 - 30
[8] Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, εκδ. Ι.Η. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σ. 421

Τελώνου καὶ Φαρισαίου Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Πόσο μικρὴ καὶ γνωστὴ εἶναι ἡ σημερινὴ παραβολὴ καὶ πόσο δυνατὸ καὶ προκλητικὸ εἶναι τὸ μήνυμά της.

Εἶναι δυνατὸ καὶ φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ κειμένου. Δύο ἄνδρες ἦλθαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, σ’ ἕναν χῶρο ἱερό, στὸ Βασίλειό Του, ποὺ σ’ ἕναν κόσμο ποὺ χάνεται μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, Τοῦ ἀνήκει ἀνεπιφύλακτα. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες περπατᾶ ὑπερήφανα πρὸς τὸν ναὸ καὶ παίρνει θέση μπροστὰ στὸν Θεό. Ὁ ἄλλος ἔρχεται καὶ οὔτε κἄν τολμᾶ νὰ διασχίσει τὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ: εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ χῶρος εἶναι ἱερός, ὅπως ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ τὴν Φλεγόμενη Βάτο στὴν ἔρημο ὅπου ὁ Μωυσῆς δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει χωρὶς νὰ λύσει τὰ ὑποδήματά του, παρὰ μόνο μὲ λατρεία καὶ φόβο Θεοῦ.

Καὶ πόσο διαφορετικὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν! Προφανῶς ὁ Φαρισαῖος προσεύχεται στὸν Θεό, Τὸν δοξάζει - ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο; Ἐπειδὴ εἶχε δημιουργήσει ἕνα ἄνθρωπο σὰν αὐτόν, ἕναν ἄνθρωπο τόσο ἅγιο, τόσο ἄξιο γιὰ τὸν Θεὸ· ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ὄχι μόνο δὲν τηρεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, ἀλλὰ πηγαίνει πέρα ἀπὸ ὅ,τι ἔχει προστάξει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ περιμένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πραγματικὰ στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοξολογώντας Τον, ποὺ αὐτός, εἶναι τόσο ὑπέροχος ποὺ εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητάς Του.

Ὁ Τελώνης δὲν τολμᾶ κἄν νὰ εἰσέλθει στὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἡ παραβολὴ εἶναι ξεκάθαρη: ὁ ἄνδρας ποὺ ἦλθε καὶ στάθηκε μὲ συντετριμμένη καρδιά, μὲ ντροπὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιος νὰ εἰσέλθει στὸν ναό, ἐπιστρέφει σπίτι του συγχωρεμένος, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: συντροφευμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ποὺ παραστέκεται σ’ ὅποιον Τὸν χρειάζεται καὶ ἀναγνωρίζει τὴν ἀνάγκη του γιὰ σωτηρία.

Ὁ Φαρισαῖος πηγαίνει σπίτι του, ἀλλὰ ἔχει συγχωρεθεῖ λιγότερο· ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ ἴδια· στὴ σχέση αὐτὴ αὐτὸς βρίσκεται στὸ κέντρο, ὁ Θεὸς στὴν περιφέρεια· ἐκεῖνος βρίσκεται στὸ κέντρο τῶν πραγμάτων, ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχείριό Του. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ὅ,τι ἔκανε ἦταν χωρὶς ἀξία· ἁπλῶς σημαίνει ὅτι ὅσο τὸν ἀφορᾶ, δὲν ὑπῆρξε σ’ ἐκεῖνον καρπὸς ἁγιότητας. Οἱ πράξεις του ἦταν καλὲς ἀλλὰ ἦταν ἀλλοιωμένες, δηλητηριασμένες ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· ἡ ὀμορφιὰ σ’ ὅ,τι ἔκανε εἶχε ἐντελῶς ἀμαυρωθεῖ ἐπειδὴ δὲν ἀπευθυνόταν οὔτε στὸν Θεό, οὔτε στὸν πλησίον του· στρεφόταν στὸν ἑαυτό του. Καὶ λέγεται ὅτι αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια ἀπογύμνωσε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἀφαίρεσε τοὺς καρποὺς τῶν καλῶν του ἔργων, τὸν καρπὸ τῆς ἐξωτερικῆς πίστης του στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόνο ἡ ταπείνωση θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει στὶς πράξεις του νόημα, ποὺ μόνο ἡ ταπείνωση θὰ μεταμόρφωνε σὲ ζωὴ τὶς πράξεις του, στὸ νερὸ τῆς ζωῆς ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα.

Ὅμως μία ἐρώτηση στέκει μπροστά μας: πῶς μποροῦμε νὰ μάθουμε κάτι γιὰ τὴν ταπείνωση ἐὰν εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη προϋπόθεση νὰ μὴν εἴμαστε ὅπως ἡ ἄκαρπη συκιά, ἀλλὰ γόνιμοι, νὰ γίνουμε ἡ πλούσια σοδειὰ ποὺ θὰ τρέφει τοὺς ἀνθρώπους;

Δὲν πιστεύω ὅτι μποροῦμε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὴν ταπείνωση ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀπὸ ματαιότητα, ἐκτὸς ἐὰν μᾶς συμβεῖ κάτι τόσο τραγικὸ ποὺ νὰ δοῦμε, ν’ ἀνακαλύψουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ εἶναι ἐντελῶς στερημένοι ἀπὸ τὸ κάθε τι ποὺ στήριζε τὴν ἁμαρτωλή, καταστροφική, ἄκαρπη κατάστασή μας. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα πράγμα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε: ὅσο πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε κάθε εἴδους χάρισμα τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅσο καρποφόρα μπορεῖ νὰ εἶναι τὰ ἔργα μας, μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: Ὦ ἄνθρωπε, τί ἔχεις ποὺ δὲν σοῦ ἔχει δοθεῖ;!...Καὶ πράγματι, ἠχοῦν σὰν ἀντίλαλος στ’ αὐτιά μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου στὸν πρῶτο Μακαρισμό, στὸν Μακαρισμὸ ποὺ ἀνοίγει τὴν πόρτα σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους : «Εὐλογημένοι εἶναι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα… Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν ὄχι μόνο μὲ τὴ λογικὴ - ἀλλὰ τουλάχιστον μὲ τὴ λογική!- ὅτι εἶναι ἕνα τίποτα, ὅτι δὲν κατέχουν τίποτα ποὺ δὲν εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεὸς μᾶς κάλεσε νὰ ὑπάρξουμε ἀπὸ τὸ μηδέν, δίχως τὴ συμμετοχή μας: ἡ ὕπαρξή μας εἶναι ἕνα δῶρο! Μᾶς δόθηκε ζωὴ ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ δημιουργήσουμε. Μᾶς δόθηκε ἡ γνώση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, καὶ πράγματι μᾶς δόθηκε μία βαθύτερη, πιὸ οἰκεία γνώση τοῦ Θεοῦ- ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνα δῶρο! Καὶ τότε, αὐτὸ ποὺ εἴμαστε εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ: τὸ σῶμα, ἡ καρδιά, ὁ νοῦς, ἡ ψυχὴ μας - ποιὰ δύναμη ἔχουμε σ’ αὐτὰ τὰ δῶρα ὅταν ὁ Θεὸς δὲν τὰ στηρίζει..; Ἡ μεγαλύτερη εὐφυία μπορεῖ ξαφνικὰ ἀπὸ ἕνα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο νὰ χαθεῖ στὸ σκοτάδι· ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ἀντιμετωπίζουμε μία ἀνάγκη ποὺ χρειάζεται ὅλη μας τὴ συμπάθεια, τὴν ἀγάπη - καὶ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἡ καρδιὰ μας εἶναι καμωμένη ἀπὸ πέτρα καὶ πάγο… Καὶ θέλουμε νὰ κάνουμε τὸ καλὸ - καὶ δὲν μποροῦμε καὶ ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ γνώριζε ὅταν εἶπε: Δὲν κάνω αὐτὸ ποὺ ἀγαπῶ, καὶ πράττω συνεχῶς τὸ κακὸ ποὺ μισῶ… Καὶ τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τόσα πολλὰ πράγματα!

Καὶ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν φιλία ποὺ μᾶς προσφέρεται, τὶς σχέσεις μας, τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς στηρίζει, τὴν συντροφικότητα· ὅ,τι εἴμαστε καὶ ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἕνα δῶρο: καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἑπόμενο βῆμα: δὲν εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη; Δὲν μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὸν Θεό, ὄχι σὰν τὸν φαρισαῖο, μὲ ὑπερηφάνεια γι’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ξεχνώντας ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι δικά Του, ἀλλὰ νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τοῦ ποῦμε: Θεέ μου, ὅλα αὐτὰ εἶναι δικό σου δῶρο! Ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιά, ἡ ἐξυπνάδα, ἡ εὐαίσθητη καρδιά, ὅλες ἐκεῖνες οἱ καταστάσεις τῆς ζωῆς εἶναι ἕνα δῶρο! Πράγματι ὅλες αὐτὲς οἱ καταστάσεις, ἀκόμα κι ἐκεῖνες ποὺ μᾶς φοβίζουν εἶναι ἕνα δῶρο ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς λέει: Σᾶς ἐμπιστεύομαι ἀρκετὰ γιὰ νὰ σᾶς στείλω νὰ φέρετε τὸ φῶς στὸ σκοτάδι! Σᾶς στέλνω ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀποσύνθεση νὰ γίνεται τὸ ἁλάτι ποὺ θὰ τὴν σταματήσει! Σᾶς στέλνω ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ φέρετε τὴν ἐλπίδα, νὰ φέρετε τὴν χαρά, νὰ φέρετε τὴν ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει καὶ ὅτι μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς στὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ γίνουμε ἡ παρουσία καὶ ἡ ζωή Του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι μᾶς ἐμπιστεύεται- μᾶς ἐμπιστεύεται, μᾶς πιστεύει, ἐλπίζει τὰ πάντα σέ μᾶς: δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ νὰ μᾶς κάνει εὐγνώμονες;

Ἀλλὰ ἡ εὐγνωμοσύνη δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ παγωμένη λέξη εὐχαριστίας· εὐγνωμοσύνη σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦμε νὰ Τὸν κάνουμε νὰ δεῖ ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν μᾶς δόθηκαν μάταια, ὅτι δὲν ἔγινε μάταια ἄνθρωπος, δὲν ἔζησε, δὲν πέθανε μάταια· εὐγνωμοσύνη σημαίνει μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ ἔδινε χαρὰ στὸν Θεό: αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκληση αὐτῆς τῆς ἰδιαίτερης παραβολῆς.

Ναί, τὸ ἰδανικὸ γιὰ μᾶς θὰ ἦταν νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ- ἀλλὰ τί εἶναι ταπείνωση; Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς γνωρίζει, καὶ ἐὰν κάποιος γνωρίζει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ μεταφέρει στὸν καθένα ποὺ δὲν γνωρίζει; Ἀλλὰ τὴν εὐγνωμοσύνη τὴν γνωρίζουμε ὅλοι· ὅλοι γνωρίζουμε μικρὲς πτυχὲς καὶ τρόπους γιὰ νὰ τὴν ἐκφράσουμε. Ἂς τὸ συλλογιστοῦμε αὐτό, καί, ἂς ἀναγνωρίσουμε, μὲ μία πράξη εὐγνωμοσύνης ὅτι δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ βρισκόμαστε στὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ- καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βρισκόμαστε ἐκεῖ. Δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ κοινωνοῦμε μαζί Του εἴτε στὴν προσευχὴ ἢ στὰ μυστήρια- καὶ μᾶς καλεῖ σὲ κοινωνία μαζί Του! Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ εἴμαστε παιδιά Του, νὰ εἴμαστε τὰ ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἴμαστε ἡ κατοικία τοῦ πνεύματος- καὶ μᾶς τὰ δωρίζει ὅλα μέσα ἀπὸ μία πράξη ἀγάπης!

Ἂς συλλογιστεῖ ὁ καθένας μας καὶ ἂς ρωτήσει τὸν ἑαυτό του: μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο εὐγνώμων ἔτσι ὥστε ὁ Θεὸς νὰ μποροῦσε νὰ χαρεῖ στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν προσφέρθηκε μάταια, δὲν ὑπῆρξε μάταια, δὲν ἔζησε, δὲν πέθανε μάταια, ὅτι ἔχουμε λάβει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας. Καὶ ἂν ἀναπτυχθεῖ βαθιὰ μέσα μας ἡ ἀληθινὴ εὐγνωμοσύνη θὰ λατρεύσουμε τὸν Θεὸ καὶ θὰ μάθουμε ὅτι ταπείνωση δὲν εἶναι ξεπεσμός, ἀλλὰ λατρεία, ἡ ἐπίγνωση ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὅ,τι ἔχουμε, ὅ,τι εἴμαστε, καὶ ὅτι εἴμαστε ἀνοιχτοὶ ὅπως ἡ γῆ, ἡ πλούσια γῆ εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ ὄργωμα, στὴ σπορά, στὸν σπόρο, στὴ λιακάδα, στὴ βροχή, στὸ κάθε τι προκειμένου νὰ καρποφορήσει. Ἀμήν.

Οι φιλότιμοι έχουν λεπτή συνείδηση και βοηθιούνται από τον Θεό

– Γέροντα, όποιος έχει φιλότιμο το καταλαβαίνει ο ίδιος;

– Εσύ έχεις; Αυτό φαίνεται, ευλογημένη!

Λίγο-πολύ καταλαβαίνει κανείς τον εαυτό του, πληροφορείται γιατί έχει εσωτερική ανάπαυση και ειρήνη. Αλλά και όποιος έχει φιλότιμο δεν καυχάται, δεν λέει: «εγώ έχω φιλότιμο», γιατί πάντα σκέφτεται: «Πρέπει να κινούμαι με περισσότερο φιλότιμο».

Ο φιλότιμος άνθρωπος έχει ειλικρίνεια, δεν υπολογίζει τον εαυτό του, είναι απλός, έχει ταπείνωση. Όλα αυτά δίνουν ανάπαυση και στον ίδιο, αλλά είναι αισθητά και στον άλλον• έχει και επικοινωνία εσωτερική με τον άλλον και τον καταλαβαίνει. Και να του λες, ενώ πονάς , «είμαι πολύ καλά», για να μη στενοχωρηθή, εκείνος καταλαβαίνει ότι πονάς και προσπαθεί να μη σε κουράση. Και άλλος, ενώ σε βλέπει να μην έχης κουράγιο, να ζαλίζεσαι, επειδή θέλει να σε απασχολήση, σου λέει: «Σε βλέπω, Γέροντα, πιο καλά από κάθε άλλη φορά, σε βλέπω υγιέστατο!». Και να έχει τουλάχιστον κανένα σοβαρό πρόβλημα, θα ήταν κάπως δικαιολογημένος.

Αντιθέτως ο φιλότιμος, και να έχη ανάγκη, λέει: «Γέροντα, μόνο την ευχή σου να μου δώσης, να μην σε απασχολώ». Τον κρατώ και βουρκώνουν τα μάτια του. «Να φύγω, Γέροντα, λέει, να φύγω, κουρασμένο σε βλέπω». Ε, αυτός πώς να μη δεχθή θεία βοήθεια;

Υπάρχουν άνθρωποι που από το φιλότιμο π[ου έχουν αμέσως καταλαβαίνουν τι βοηθάει και τι ευχαριστεί τον άλλον, με την καλή έννοια, γιατί σκέφτονται συνέχεια τον άλλον και όχι τον εαυτό τους. Μερικοί, ενώ δεν με γνωρίζουν, καταλαβαίνουν από τι έχω ανάγκη• μου στέλνουν κανένα δεματάκι και έχουν μέσα ακριβώς ό,τι μου χρειάζεται. Το δέμα τους σου δίνει να καταλάβης όλον τον εσωτερικό τους κόσμο. Βλέπεις την λεπτή τους συνείδηση να είναι απλωμένη στο κάθε πράγμα.

– Γέροντα, στο Καλύβι σας μερικές φορές καταφέρνουν και σας βλέπουν αυτοί που είναι λίγο αναιδείς και επιμένουν.

– Ναι, αλλά ανταμείβονται οι φιλότιμοι που από λεπτότητα δεν θέλουν να με ανησυχήσουν. Την άλλη φορά ήρθε εδώ να με δη ένας οικογενειάρχης. Τον είδα και χωριστά, τον είδα και με την γυναίκα του και με τα παιδιά του. Μετά από δυό-τρεις μέρες ξαναήρθε.

Εκείνη την ώρα έβλεπα κάποιον άλλον και έξω περίμενε μια κοπέλα που είχε έρθει αεροπορικώς από την Αθήνα, για να με ρωτήση για ένα θέμα που την απασχολούσε. «Μπορώ να απασχολήσω τον Γέροντα για πέντε λεπτά;», της είπε, κι εκείνη του έδωσε την σειρά της. Περίμενε μιάμιση ώρα, για να βγη ο κύριος που της ζήτησε να του δώση την σειρά της μόνο για .. πέντε λεπτά. Όταν βγήκε, είχε έρθει η ώρα να φύγη για το αεροδρόμιο, οπότε η καημένη μου είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, Πάτερ, ήρθα από την Αθήνα, να σε συμβουλευτώ για ένα πρόβλημα που έχω, αλλά τώρα δεν προλαβαίνω• είχα πάρει άδεια από την δουλειά μου για λίγες ώρες και πρέπει να φύγω, για να μη χάσω το αεροπλάνο». Ε, πώς να την ξεχάσω αυτήν την ψυχή! Τελικά μόνο με τον αρχοντικό τρόπο βοηθιέται ο άνθρωπος από τον Θεό.

– Γέροντα, όταν ο φιλότιμος ζη με δύσκολους ανθρώπους, δεν ταλαιπωρείται;

– Σκοπός είναι να δείξη το φιλότιμό του στους ανάποδους ανθρώπους. Το Ευαγγέλιο λέει: «Ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί;».

Οι φιλότιμοι και ευαίσθητοι αδικούνται εκουσίως από τις παραχωρήσεις που κάνουν από αγάπη στους άλλους ή από την πονηρία των άλλων, αλλά ποτέ δεν περιμένουν ούτε επιδιώκουν να δικαιωθούν σ’ αυτήν την μάταιη ζωή. Σε τούτη την ζωή οι φιλότιμοι τα πληρώνουν όλα, αλλά λαμβάνουν και την βοήθεια του Θεού, και στην άλλη ζωή θα έχουν μεγάλο μισθό.

Πηγή: «Γέροντος Παϊσίου Αγιορείοτυ, Λόγοι Ε’, Πάθη και Αρετές»


πηγή

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 19, 2016

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου - Αλύγιστοι στους πειρασμούς

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Β΄ Τιμ. γ΄ 10-15
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Λουκ. ιη΄10-14
ΑΛΥΓΙΣΤΟΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ
1. Κοινς κλρος τν χριστιανν
    Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τοῦ Τριωδίου, μιᾶς μακρᾶς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου ἡ ὁποία μᾶς καλεῖ σὲ αὐτοκριτικὴ καὶ μετάνοια. «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα», ψάλλουμε ἀπὸ σήμερα μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀκόμη κατανυκτικοὺς ὕμνους τοῦ Τριωδίου, ποὺ μᾶς στρέφουν πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Παρομοίως καὶ τὰ ἱερὰ Ἀναγνώσματα μᾶς βοηθοῦν νὰ ἐξετάσουμε τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀναθερμάνουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς Αὐτόν, τὴν ὁποία ψυχραίνει ὁ κόσμος καὶ ἡ ἁμαρτία.

   Ἔτσι στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν μαθητή τουΤιμόθεοΠαιδί μουΤιμόθεετοῦ γράφειἐσὺ ἔχεις παρακολουθήσει τὴ διδασκαλία μουτὴ γενικότερη διαγωγήμουτὶς προθέσεις μουτὴν πίστητὴ μακροθυμίατὴν ἀγάπητὴν ὑπομονήτοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ παθήματά μου,ὅπως αὐτὰ ποὺ ὑπέμεινα στὴν Ἀντιόχειαστὸ Ἰκόνιοστὰ ΛύστραἈλήθεια, τί φοβεροὺς διω­γμοὺς ὑπέφερα! Καὶ ἀπ’ ὅλους μὲ γλύ­τω­­σε ὁ Κύριος.
    Ἀλλὰ ἂς τὸ γνωρίζεις καλά, ὅτι ὄχι μόνο ἐγώ, ἀλλὰ καὶ «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται»· ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν μὲ εὐσέβεια, ὅπως ἁρμόζει στοὺς πιστοὺς ποὺ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, θὰ καταδιωχθοῦν. 
    Φοβερὸς καὶ ἀπόλυτος ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου, ἀλλὰ εἶναι ἀληθινός. Δὲν λέει «κάποιοι» ἢ «λίγοι» ἢ «μερικοὶ» μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ «πάντες»! Ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, θὰ ἀντιμετωπίσουν διωγμούς, θλίψεις, κακοπάθεια. Ἄλλωστε ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος ὁμιλεῖ ἐκ πείρας, καθὼς ἤδη ὁ ἴδιος βρίσκεται φυλακισμένος στὴ Ρώμη, δεμένος μὲ ἁλυσίδες ὡς κατάδικος γιὰ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου. 
    Αὐτὸς εἶναι  κοινὸς κλῆρος τῶν ΧριστιανῶνΔιαβάζουμε τὰ Συναξάρια καὶ βλέπουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει Ἅγιος ποὺ νὰ μὴ διώχθηκε, νὰ μὴν ὑπέμεινε θλίψεις, ταλαιπωρίες ἢ καὶ μαρτύριο. Τὸ βλέπουμε καὶ στὴν καθημερινὴ ζωή: ὅποιος ἀκολουθεῖ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ μὲ τιμιότητα καὶ δικαιοσύνη, δέχεται συχνὰ τὶς εἰρωνεῖες ἢ καὶ τὶς ἀπειλὲς τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴ χάρη ποὺ κρύβουν ἀρετὲς ὅπως: ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ὑποχώρηση στὴν ἀδικία, ἡ πίστη, ἡ ὑπομονή, ἡ ταπείνωση. Ἄλλωστε ὁ εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος καὶ μόνο μὲ τὴν παρουσία του γίνεται ἔλεγχος τῆς ζωῆς τῶν ἀσεβῶν, οἱ ὁποῖοι εἴτε μετανοοῦν εἴτε παραμένουν στὴ σκληροκαρδία τους καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸν ἐξοντώσουν γιὰ νὰ μὴν ἐλέγχονται ἀπὸ τὸ παράδειγμά του. 
    Ἂν λοιπὸν θέλουμε νὰ ζήσουμε μὲ συνέπεια τὴ χριστιανικὴ ζωή, ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε εἰρωνεῖες καὶ χλευασμοὺς γιὰ τὸ πιστεύω μας ἢ νὰ διακινδυνεύσουμε τὴ θέση μας ἢ καὶ τὴ ζωή μας! Ἂς μὴ δειλιάζουμε ὅμως! Ὁ Κύριος θὰ μᾶς ἐνισχύει μὲ τὴν παντοδύναμη χάρη Του καὶ θὰ μᾶς γλυτώνει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς. Ἀρκεῖ νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ θέλημά Του, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίσει. Αὐτὸ τονίζει καὶ στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος Ἀπόστολος.
2. Σταθερο κι συμβίβαστοι
    Εἶναι ἀλήθεια, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ἄνθρωποι πονηροὶ καὶ ἀπατεῶνες, ποὺ καταδιώκουν καὶ βασανίζουν τοὺς εὐσεβεῖς, θὰ προ­χωροῦν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο· θὰ πλανοῦν καὶ θὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι θὰ πλανῶνται καὶ θὰ ἐξαπατῶνται. 
    Ἐσὺ ὅμως, Τιμόθεε, «μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης»· νὰ μένεις ἀκλόνητος σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἔμα­θες καὶ βεβαιώθηκες γιὰ τὴν ἀλήθειά τους ἀπὸ τὴν προσωπική σου πείρα, διότι ξέρεις καλὰ ἀπὸ ποιὸν διδάσκαλο τὰ ἔμαθες. Αὐτὸ μὴν τὸ ξεχνᾶς ποτέ, ἀλλὰ νὰ τὸ διατηρεῖς πάντοτε ζων­τανὸ στὴ μνήμη σου. Νὰ θυμᾶσαι ἀκόμη ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ γνωρίζεις «τὰ ἱερὰ γράμματα», τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν ἀλη­θινὴ σοφία, σοφία ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. 
    Μεῖνε σταθερός! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔντονη προτροπὴ τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου, ὄχι μόνο πρὸς τὸν Τιμόθεο ἀλλὰ καὶ πρὸς κάθε πιστὸ χριστιανό. Καθὼς τὸ κακὸ προχωρεῖ σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος, ποὺ κατακλύζει καὶ παρασύρει στὸ πέρασμά του τὰ πάντα, ἐμεῖς καλούμαστε νὰ στηριχθοῦμε στὴν πέτρα τῆς πίστεως, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Νὰ μένουμε σταθεροὶ σὲ ὅσα διδαχθήκαμε μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ἀνθρώπους πιστοὺς ποὺ μᾶς μετέδωσαν τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ τὸ αὐθεντικὸ ὀρθόδοξο βίωμα. Νὰ μελετοῦμε τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ ἀντίθεες ἀντιλήψεις. Νὰ μετέχουμε στὴ λατρευτικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ παίρνουμε χάρη καὶ δύναμη, ἡ ὁποία μᾶς ἐνισχύει καὶ μᾶς προστατεύει στὸν δύσκολο αὐτὸ ἀγώνα. 
    Εἰδικὰ ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου εἶναι εὐ­καιρία γιὰ πνευματικὴ μελέτη καὶ ἀνασυγκρότηση. Ἂς ἀκολουθοῦμε πορεία με­­τανοίας, στὴν ὁποία μᾶς παρακινεῖ ἡ Ἐκ­κλησία γιὰ νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὴ συμ­μετοχή μας στὸ Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

Ένας Άγιος αναρωτιέται: Που είναι ο Θεός;

Τί αξία έχει αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του; Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους εάν ο Θεός κρύβεται;

Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;

Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ. Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπερασμένους από τον Θεό ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδίες των παιδιών έναντι του Πατέρα τους. Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική του δυνατή γλώσσα λέει.

Τί είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού.

Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα
από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο
βουητό του ωκεανού;

Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη
φύση και στη ζωή;

Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε
οι κεραυνοί δεν είναι σε θέσει να πείσουν;

Πώς θα ζεσταθεί με μία σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;

Δεν σιωπά ο Θεός αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς. Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο.

Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δική Του καλή θέληση. Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός μας, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.

Ο Θεός είναι αυτός που είναι, είτε εμείς τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε.

Ο Θεός θα υπάρχει , φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ηλίου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών...

Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού και της Θείας του Οικονομίας θα καταστρεφόταν αν εξαρτιόταν από τους λόγους μου και από τις δικές σας συνήθειες. Αλλά το ζήτημα του Θεού, ανεξάρτητα απ' όλους εμάς θα πετύχει και θα νικήσει.

Εκείνος του οποίου τα χρόνια δεν έχουν αριθμό και η οντότητά του δεν έχει αρχή και τέλος δεν μπορεί να αφήσει το <<επίγειο σπίτι>> του στις διαθέσεις μας, στα αδύναμα δημιουργήματά του, των οποίων η αρχή και το τέλος σχεδόν συναντιόνται σε ένα σημείο και των οποίων η οντότητα είναι μία κουκκίδα.

Δεν είναι ο άνθρωπος φερέγγυος αλλά ο Θεός και πιστός εγγυητής της
Βασιλείας της αγάπης στη γη...

Από το βιβλίο: Αργά βαδίζει ο Χριστός, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ.Εν πλω.

πηγή

Η πηγή των δύο υδάτων...



Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Η πηγή με τα δύο νερά είναι ο άνθρωπος. Με το ένα νερό ζωντανεύει, με το άλλο νεκρώνει. Μ’ ένα πλένει, με το άλλο λερώνει. Και τα δύο νερά ρέουν ἀπό το ίδιο στόμα. Ο ἂνθρωπος μπορεῖ με το στόμα να παινεύη την αρετή, αλλά μπορεί και να τη μαλώνη, μπορεί να δοξάζη τον Θεό, αλλά μπορεί και να Τον υβρἰζη, μπορεί να σηκώση τον πεσμένο, αλλά μπορεί και να ρίξη τον όρθιο, μπορεί να ενθαρρύνη, αλλά μπορεί και να αποδυναμώση, μπορεί να οδηγήση, αλλά μπορεί και να αποπλανήση.


Στο βιβλίο του σοφού γιού του Σειράχ είναι γραμμένο: «Εὰν φυσήσης εις σπινθήρα, εκκαήσεται και εάν πτύσης επ’ αυτόν, σβεσθήσεται͘ και αμφότερα εκ του στόματος σου εκπορεύεται» (Σοφ. Σειρ.28,12). Η Μαρία, αδελφή του Μωυσή, έψελνε δοξολογία στον Θεό όταν έσωσε τον λαό Του και βύθισε τον Φαραώ λέγοντας: «Άσωμεν τω Κυρίω, ενδόξως γαρ δεδόξασται» (Εξ. 15, 21). Η ίδια Μαρία αργότερα αυθαδίαζε εναντίον του αδελφού της Μωυσή από. Και γι’ αυτό τιμωρήθηκε από τον Θεό, και έγινε λεπρή. Βλέπετε, πως από ένα στόμα βγαίνει και το καλό και το κακό;

Γι’ αυτό, χριστιανέ, να είσαι συνεπής στο καλό. Και όταν βλέπεις τον δίκαιο, μην σβήνεις με το φτύσιμο τη δικαιοσύνη του, αλλά φύσα και αναζωπύρωσε τη θεϊκή σπίθα μέσα του, ώστε να είναι όσο περισσότερο γίνεται φωτεινότερη.

Και όταν βλέπεις ότι ο αμαρτωλός μετανοεί, μην αναφέρεις τις αμαρτίες για τις οποίες μετανόησε εκείνο πού αυτός πετά από πάνω του, τα κουρέλια της αμαρτίας, μην τα πετάς πάλι επάνω του διότι ἡ αμαρτία του θα πέση πάνω σου και θα δικαστής σαν να την έκανες εσύ και όχι αυτός. Μην λερώνεις εκείνον πού άρχισε να πλένεται, αλλά βοήθησέ τον να πλυθή. Μην φοβερίζεις εκείνον πού κατευθύνθηκε στον δρόμο της αρετής, αλλά ενθάρρυνέ τον. Αφού σύμφωνα με αυτά πού βγαίνουν από το στόμα σου σ’ αυτόν τον κόσμο, θα δικαστείς στη φοβερή δίκη του Θεού.


Πηγή: Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Βιβλίο: Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές επιστολές Β΄-

Τι είναι το κόλλυβο;



Υπάρχει μια περιεκτικότατη σε νόημα και περιεχόμενο απάντηση που καλύπτει την παραπάνω ερώτηση, ενώ μας λύνει και άλλες παρόμοιες απορίες. Είναι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το οποίο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι.

Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεουπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει».

Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α' επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο πού εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.

Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά πού προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά πού προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος πού έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τηρών, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και η φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.

Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα όποια έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα όποια συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. γι αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση των νεκρών είναι έργο πού ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...