Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016

Εἰς τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀποκρέω-Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς


Δευτερα Παρουσια1. Τὴν περασμένη Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία ἐμνημόνευε τὴν ἀπερίγραπτη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς πού παρουσιάζεται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σεσωσμένου Ἀσώτου. Τὴν σημερινὴ Κυριακὴ διδάσκει περὶ τῆς μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας μία καλή τάξι καὶ ἀκολουθώντας τίς προφητικὲς φωνές· διότι, λέγει, «θὰ σοῦ ψάλω, Κύριε, ἔλεος καὶ κρίσι», καὶ «μία φορὰ ἐλάλησε ὁ Θεὸς καὶ ἄκουσα τὰ δύο αὐτά, ὅτι τὸ κράτος εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδικό σου, Κύριε, τὸ ἔλεος, διότι ἐσὺ θ’ ἀποδώσης στόν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του».
2. Τὸ ἔλεος λοιπὸν καὶ ἡ μακροθυμία προηγεῖται τῆς Θείας κρίσεως. Πραγματικὰ ὁ Θεός, ἔχοντας καὶ περιέχοντας κατ’ ἐξοχὴν ὅλες τίς ἀρετές, καὶ ὄντας συγχρόνως δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ἐπειδὴ τὸ ἔλεος δέν συμβαδίζει μὲ τὴν κρίσι, σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο, «νά μὴ εὐσπλαγχνισθῆς πτωχὸ κατὰ τὴν κρίσι», εὐλόγως ὁ Θεὸς κατένειμε τὸ καθένα στόν καιρὸ του· τὸν παρόντα καιρὸ τὸν ὥρισε γιά τὴν μακροθυμία, τὸν μέλλοντα γιά τὴν ἀνταπόδοσι. Γι’ αὐτὸ τὰ τελούμενα στήν Ἐκκλησία ἡ Θεία Χάρις διέθεσε κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμενοι τοῦτο, ὅτι τὴν συγγνώμη γιά τὰ ἁμαρτήματα λαμβάνομε ἀπὸ τὰ ἐδῶ συμβαίνοντα, νά σπεύσωμε, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη στόν παρόντα βίο, νά ἐπιτύχουμε τὸ αἰώνιο ἔλεος καὶ νά καταστήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀξίους τῆς Θείας φιλανθρωπίας. Διότι ἐκείνη ἡ κρίσις, ἡ τελευταία,εἶναι ἀνηλέητος γι’ αὐτόν πού δέν ἔδειξε ἔλεος.
3. Περὶ τῆς ἀπερίγραπτης λοιπὸν γιά μᾶς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ ὁμιλήσαμε μόλις πρὸ ὀλίγου. Σήμερα δὲ θὰ μιλήσουμε περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ περὶ τῆς φρικωδεστάτης κρίσεως καὶ περὶ ὅσων θὰ συμβοῦν κατ’ αὐτὴν ἀπορρήτως- πράγματα πού ὀφθαλμὸς δέν εἶδε καὶ οὖς δέν ἤκουσε καί πού δέν ἀνέβηκαν στή σκέψι ἀνθρώπου, ἂν αὐτή εἶναι ἀμέτοχη Θείου Πνεύματος, ποὺ ὑπερβαίνουν ὄχι μόνο τὴν ἀνθρωπίνη αἴσθησι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ λόγο. Διότι, ἂν καὶ αὐτός πού μᾶς διδάσκει γιά ὅλα αὐτά εἶναι ἐκεῖνος πού γνωρίζει τὰ πάντα καὶ πρόκειται νά κρίνῃ ὅλη τή γῆ, ἀλλὰ συγκαταβαίνει πρὸς τὴν δυναμικότητα τῶν διδασκομένων, προσφέροντας τοὺς λόγους συμμέτρους πρὸς αὐτήν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγονται ἀστραπὴ καὶ νεφέλες, σάλπιγξ καὶ θρόνος καὶ τὰ ὅμοια μὲ αὐτά, ἂν καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του περιμένουμε καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴ γῆ, ἀφοῦ τὰ παρόντα θά παρέλθουν.
4. Ἂν δὲ αὐτὰ καὶ μόνο λεγόμενα, μάλιστα δὲ λεγόμενα συγκαταβατικῶς, γεμίζουν τὴν ψυχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν μὲ φρίκη καὶ δέος, ποιός θὰ βαστάση τότε πού θὰ τελοῦνται τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Πόσο ἄξιοι πρέπει νά εἴμαστε στά ἅγια σπουδάσματα καὶ στήν εὐσέβεια, ὅταν προσδοκοῦμε τὴν παρουσία τῆς ἡμέρας τοῦ Θεοῦ, γιά τὴν ὁποία, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Πέτρος, «οἱ μὲν οὐρανοὶ πυρακτωμένοι θὰ διαλυθοῦν, τὰ δὲ στοιχεῖα καιόμενα θὰ λειώσουν, ἐνῶ ἡ γῆ καὶ τὰ κτίσματα πού ὑπάρχουν σ’ αὐτὴν θὰ κατακαοῦν;». Πρὶν δὲ ἀπὸ αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ σκληρὴ παρουσία καὶ ἐπήρεια τοῦ Ἀντιχρίστου κατὰ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία, ἂν δέν ἐκολοβωνόταν ἐπιτραπεῖσα γιά λίγον χρόνο, δέν θὰ σωζόταν κανένας ἄνθρωπος, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στά εὐαγγέλια. Γι’ αὐτὸ παραγέλλει στούς μαθητὰς Του «ἀγρυπνεῖτε λοιπὸν παρακαλώντας ὅλον τὸν καιρό, γιά νά καταξιωθῆτε ν’ ἀποφύγετε ὅλα ὅσα πρόκειται νά συμβοῦν καὶ νά σταθῆτε ἐμπρὸς στόν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου».
5. Βέβαια ὅλα ἐκεῖνα εἶναι γεμάτα ὑπερβολικὴ φρίκη, ἀλλὰ γι’ αὐτούς πού δαπανοῦν τὸν βίο τους σὲ ἀπιστία καὶ ἀδικία καὶ ῥᾳθυμία ἀπειλοῦνται ἀκόμη δεινότερα ἀπὸ αὐτά, καθὼς λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος· «τότε θὰ κλαύσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς». Φυλὲς δὲ τῆς γῆς εἶναι αὐτοί πού δέν ἐπειθάρχησαν στόν ἐλθόντα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ δέν ἀναγνωρίζουν καὶ δέν ἐπικαλοῦνται τὸν οὐράνιο Πατέρα οὔτε ἀνεβάζουν πρὸς αὐτὸν τὸ γένος διὰ τῆς ὁμοιότητος τῶν ἔργων. Λέγει πάλι ὅτι «ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ ἐπέλθει σὰν παγίδα σὲ ὅλους ὅσοι κάθονταν ἐπάνω στό πρόσωπο τῆς γῆς, δηλαδὴ σ’ ἐκείνους πού μὲ τὴν κραιπάλη καὶ μέθη, μὲ τίς τρυφὲς καὶ τὶς βιωτικὲς μέριμνες εἶναι προσηλωμένοι στή γῆ καὶ στά γήινα καὶ ἔχουν προσκολληθῆ ὁλοσχερῶς στά φαινόμενα κατὰ τὴν αἴσθησι λαμπρά, στόν πλοῦτο, στή δόξα καὶ στήν ἡδονή. Πραγματικὰ μὲ τὴν λέξι «πρόσωπο τῆς γῆς» αἰνίχθηκε τὸν φαινομενικῶς χαρωπὸ χαρακτῆρα της, ἐνῶ μὲ τὴν λέξι «κάθονται» ὑπονοεῖ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἐνδόμυχη προσήλωση. Μὲ τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς συνάπτει πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς αὐτούς πού ἁμάρτησαν ἀμετανοήτως ἕως τὸ τέλος, ὅπως προεῖπε καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὅτι «θὰ πάρουν φωτιὰ οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ συγχρόνως, καὶ δέν θὰ ὑπάρξει κανεὶς νά τὴν σβήση». «Ἡ ἰδικὴ μας ὅμως πολιτεία εὑρίσκεται στούς οὐρανούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἀναμένουμε τὸν Σωτήρα», λέγει ὁ ἀπόστολος· καὶ «ἐσεῖς δέν εἶσθε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο», ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητὰς Του ὁ Κύριος, πρὸς τοὺς ὁποίους πάλι λέγει ὅτι, «ὅταν θὰ τελοῦνται ὅλα αὐτά, ν’ ἀνασηκωθῆτε καὶ νά ὑψώσετε τὰ κεφάλια σας, διότι προσεγγίζει ἡ ἀπολύτρωσίς σας».
6. Βλέπετε ὅτι οἱ ζῶντες κατὰ τὸν Χριστὸ γεμίζουν ἀνεκφράστη χαρὰ καὶ παρρησία γιά τὰ συμβαίνοντα εὐθὺς ἔπειτα ἀπὸ ἐκεῖνα, ἐνῶ οἱ ζῶντες κατὰ τὴν σάρκα εἶναι γεμᾶτοι αἰσχύνη καὶ ὀδύνη καὶ κατήφεια; Καθὼς φωνάζει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας, «ὁ Θεὸς θ’ ἀποδώσει στόν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του, σ’ ἐκείνους δηλαδή πού ἐπιζητοῦν μὲ ἔργο ἀγαθὸ κατὰ ὑπομονὴ δόξα καὶ τιμὴ καὶ ἀφθαρσία θὰ ἀποδώσει ζωὴ αἰώνια, ἐνῶ γιά τοὺς ἀπειθοῦντας στήν ἀλήθεια, πειθομένους δὲ στήν ἀδικία θὰ ὑπάρξει θυμὸς καὶ ὀργή, θὰ ὑπάρξει θλῖψις καὶ στενοχώρια σὲ κάθε ἀνθρωπο ποὺ κατεργάζεται τὸ κακό». Πραγματικὰ παλαιὰ ἐπὶ τοῦ Νῶε, ὅταν αὐξήθηκε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐπικράτησε σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἦλθε ἀπὸ τὸν Θεὸ κατακλυσμός, ποὺ κατέστρεψε κάθε πνοή, ἐνῶ μόνο ὁ δίκαιος αὐτὸς μὲ τὴν οἰκογένειά του διαφυλάχθηκε γιά χάρη τῆς γενέσεως ἑνὸς δευτέρου κόσμου. Πάλι δὲ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς τὴν αὐξηθεῖσα κακία περιέκοπτε μερικῶς, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὅταν ἀποτέφρωσε μὲ πῦρ τοὺς Σοδομίτες, κατεπόντισε στή θάλασσα τοὺς Φαραωνίτες, τὸ δὲ πάντολμο γένος τῶν Ἰουδαίων ἀπεδεκάτισε μὲ πεῖνα καὶ στάση, μὲ νόσους καὶ πικρὲς ποινές.
7. Ὁ κοινὸς ὅμως ἰατρός, ποὺ ἐχρησιμοποίησε χάριν τοῦ γένους μας τὰ αὐστηρὰ φάρμακα καὶ ἰατρεύματα, δέν παρέλειψε ἐκεῖνα πού εἶναι εὐάρεστα καὶ ὠφελοῦν μ’ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ ἀνύψωσε πατέρες, ἀνέδειξε προφῆτες, ἐτέλεσε σημεῖα, ἔδωσε τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἔστειλε ἀγγέλους. Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὰ ἦσαν ἀνίσχυρα γιά τὴν ἀσυγκράτητη ὁρμὴ τῆς κακίας μας, κατῆλθε στή γῆ κλίνοντας πρὸς τὰ κάτω τοὺς οὐρανοὺς ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ μεγάλο ἰατρικό πού καταπαύει τὶς βαρειές ἁμαρτίες· καὶ ἀφοῦ ἔγινε γιά μᾶς τὰ πάντα, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, κατήργησε τὴν ἁμαρτία στόν ἑαυτὸ Του· ἔπειτα ἐνίσχυσε κι’ ἐμᾶς, ὥστε νά ἀμβλύνη τὸ κεντρὶ ἐκείνης, καὶ ἐπαραδειγμάτισε στόν σταυρὸ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ συνεργοὺς αὐτῆς καταργώντας διὰ τοῦ θανάτου τὸν ἔχοντα τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου.
8. Καί, ἀφοῦ ὅπως στήν ἐποχὴ τοῦ Νῶε κατέκλυσε μὲ ὕδωρ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἔτσι ὕστερα κατέκλυσε τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς δικαιοσύνης καὶ χάριτός Του, ἀνέστησε τὸν ἑαυτὸ Του ἀθάνατο, σὰν σπέρμα καὶ ἀπαρχὴ τοῦ αἰωνίου κόσμου, σὰν παράδειγμα καὶ παράστασή τῆς, μὲ βεβαιότητα ἐλπιζομένης ἀπὸ ἐμᾶς, ἀναστάσεως. Ἀφοῦ δὲ ἀνέστη καὶ ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ἐξαπέστειλε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη ἀποστόλους, προέβαλε μέγα στῖφος μαρτύρων, προέστησε πλῆθος διδασκάλων, ἀνέδειξε συνάξεις ὁσίων. Ἐπειδὴ δέ, ἐνῶ ἔκαμε τὰ πάντα, χωρὶς νά παραλείψει τίποτε ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα, εἶδε πάλι τὴν κακία λόγῳ τοῦ αὐτεξουσίου τῆς προαιρέσεώς μας νά κορυφώνεται τόσο πολύ, ἢ μᾶλλον τότε θὰ τὴν ἴδει νά ἀνυψώνεται, ὥστε τότε πλέον οἱ ἄνθρωποι νά προσκυνήσουν καὶ νά ὑπακούσουν στόν Ἀντίχριστο, ἐγκαταλείποντας τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀληθινὸ Χριστὸ Του· γι’ αὐτὸ θὰ κατέλθῃ πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μὲ πολλὴ δύναμι καὶ δόξα, ὄχι γιά νά μακροθυμήσει, ἀλλὰ γιά νά τιμωρήσει ἐκείνους πού διὰ τῶν πονηρῶν ἔργων ἐθησαύρισαν στούς ἑαυτοὺς των τὴν ὀργὴ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς μακροθυμίας Του· καὶ τοὺς μὲν ἀθεραπεύτους θ’ ἀποκόψει ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς ὡς σάπια μέλη καὶ θὰ τοὺς παραδώσῃ στό πῦρ, τοὺς δὲ ἰδικοὺς Του θ’ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν ἐπήρεια καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ τοὺς καταστήσει κληρονόμους τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
9. Εὐθὺς λοιπὸν μετὰ τὴν βδελυρὰ παρρησία τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ κλονήσει τὰ πάντα Αὐτός πού συγκρότησε τὰ πάντα, κατὰ τὸ λεχθὲν ἀπὸ τὸν προφήτη, ὅτι ἀκόμη μία φορὰ «ἐγὼ θὰ σείσω ὄχι μόνο τὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανό». Εὐθὺς λοιπὸν κλονίζει τὸν κόσμο καὶ λύει τὸ ἀνώτατο ὅριο τοῦ σύμπαντος, συμπτύσσει τὸ οὐράνιο κύτος καὶ ἀναμιγνύει τὴν γῆ μὲ πῦρ καὶ συγχέει τὸ πᾶν, ἀπὸ κάτω μὲν ἀναμοχλεύοντας τὰ παγκόσμια θὰ λέγαμε θεμέλια, ἀπὸ ἄνω δὲ στέλλοντας τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων σὰν ἀπερίγραπτους κεραυνοὺς ἐπάνω στά κεφάλια τῶν θεοποιησάντων τὸν πονηρό, ἔτσι ὥστε δι’ αὐτῶν πρῶτα νά τιμωρηθοῦν ὅσοι ἐπίστευσαν στόν Ἀντίχριστο, διότι προσηλώθηκαν μὲ τὸν νοῦ καὶ ἐπείσθηκαν στόν ἀντίθεο ὡς Θεό. Ἔπειτα δέ, ἀφοῦ ἐπιφανεῖ ὁ Ἴδιος μὲ ἄφατη δόξα, διὰ δυνατῆς σάλπιγγος, ὅπως παλαιὰ δι’ ἐμφυσήματος τὸν προπάτορα, θὰ ζωώσει ὅλους καὶ θὰ παρουσιάσει ἐνώπιόν Του ζωντανοὺς ὅλους τοὺς ἀπὸ τοὺς αἰῶνος νεκρούς. Καὶ τοὺς μὲν ἀσεβεῖς δέν θὰ φέρει σὲ κρίση οὔτε θὰ τοὺς ἀξιώσει κανένα λόγο· διότι οἱ ἀσεβεῖς, κατὰ τὸ γεγραμμένο, δέν θ’ ἀναστηθοῦν γιά κρίσι, ἀλλὰ γιά κατάκρισι.
10. Θὰ προβάλει δὲ γιά τὴν κρίσι ὅλα τὰ δικὰ μας, κατὰ τὴν ἀναγινωσκομένη σήμερα φωνὴ τοῦ εὐαγγελίου· διότι, λέγει, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου στή δόξα Του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζὶ Του». Κατὰ τὴν πρώτη Του παρουσία ἡ δόξα τῆς θεότητός Του ἐκρυπτόταν κάτω ἀπὸ τὴν σάρκα τὴν ὁποία ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπὲρ ἡμῶν, τώρα κρύπτεται πρὸς τὸν Πατέρα στόν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὴν ὁμόθεη σάρκα, τότε δὲ θὰ ἀποκαλύψει ὅλη τή δόξα· διότι θὰ φανεῖ ὁλόλαμπρος ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως τή δύση, περιαυγάζοντας τὰ πέρατα μὲ ἀκτῖνες θεότητος, ἐνῶ παγκόσμιος καὶ ζωοποιὸς σάλπιγγα θὰ ἠχεῖ παντοῦ καὶ συγχρόνως θὰ συγκαλεῖ πρὸς Αὐτὸν τὰ πάντα. Προηγουμένως ἔφερε μὲν καὶ τοὺς ἀγγέλους μαζὶ Του, ἀλλὰ ἀφανῶς, συγκρατώντας τὸν ζῆλο τους κατὰ τῶν θεομάχων ὕστερα ὅμως θὰ φθάσει φανερὰ καὶ δέν θὰ ἀποσιωπήσει, ἀλλὰ θὰ ἐλέγξει καὶ θὰ παραδώσει τοὺς ἀπειθεῖς στίς ποινές.
11. «Ὅταν λοιπὸν ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στή δόξα Του καὶ ἔλθουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μαζὶ Του, τότε», λέγει, «θὰ καθίσει ἐπάνω στόν θρόνο δόξας Του». Διότι ἔτσι προεῖδε καὶ προεῖπε ὁ Δανιήλ· «ἰδού», λέγει, «ἐτοποθετήθηκαν θρόνοι καὶ ἐκάθισε ὁ Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν καὶ εἶδα ὡσὰν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου νά ἔρχεται ἐπάνω στίς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔφθασε ἕως τὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν καὶ τοῦ ἐδόθη ὅλη ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία- χίλιες χιλιάδες ἐλειτουργοῦσαν σ’ Αὐτὸν καὶ μύριες μυριάδες παραστέκονταν σ’ Αὐτόν». Σὲ συμφωνία μὲ αὐτὸν λέγει καὶ τὸ Ἱερὸ εὐαγγέλιο, τότε «θὰ συναχθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη ἐμπρὸς Του· καὶ θὰ τοὺς ξεχωρίσει ἀνάμεσά τους, ὅπως ὁ ποιμὴν ξεχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια». Πρόβατα καλεῖ τοὺς δικαίους ὡς πράους καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ ἐβάδισαν τὴν ὁμαλὴ ὁδὸ τῶν ἀρετῶν, τὴν πατημένη ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο, καὶ ὡς ἀφομοιωμένους μὲ Αὐτὸν ἐπειδὴ καὶ Αὐτὸς ὀνομάσθηκε Ἀμνὸς ἀπὸ τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστή πού εἶπε, «ἰδοὺ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ πού ἀπαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου». Γίδια δὲ καλεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὡς θρασεῖς καὶ ἀτάκτους, καὶ φερομένους πρὸς τοὺς κρημνοὺς τῆς ἁμαρτίας. Καὶ λέγει, τοὺς πρώτους θὰ τοποθετήσει δεξιὰ Του ὡς ἐργάτες δεξιῶν ἔργων, τοὺς ἄλλους πού δεν εἶναι ἐργάτες τέτοιων ἔργων θὰ τοποθετήσει στ’ ἀριστερά. «Τότε θὰ εἴπη ὁ Βασιλεύς», λέγει, χωρὶς νά προσθέσει ποῖος ἢ ποιῶν βασιλεύς, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν διότι μὲ ὅλο πού καὶ ἐκεῖ εἶναι πολλοὶ κύριοι καὶ βασιλεῖς, ἀλλὰ Ἕνας εἶναι πραγματικὰ Κύριος, Ἕνας βασιλεύς, ὁ φυσικός δεσπότης τοῦ σύμπαντος. Θὰ εἰπεῖ λοιπὸν τότε στούς ἀπὸ τὰ δεξιὰ Του ὁ μόνος βασιλεύς• «ἐμπρὸς οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἑτοιμασμένη γιά σᾶς ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου βασιλεία».
12. Πραγματικὰ πρὸς αὐτὸ ἀπέβλεπε ἡ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σύστασις τοῦ κόσμου καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἀπέβλεπε ἡ ἐπουράνια ἐκείνη καὶ ἀρχαιοτάτη βουλὴ τοῦ Πατρός, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Πατρὸς ἐπεξεργάσθηκε τὸν ἄνθρωπο ὡς ζῶο ὄχι μόνο κατ’ εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὁμοιώσή Του, γιά νά δυνηθεῖ κάποτε νά χωρέσει τὴν μεγαλειότητα τῆς θείας βασιλείας, τὴν μακαριότητα τῆς θείας κληρονομίας, τὴν τελειότητα τῆς εὐλογίας τοῦ ἀνωτάτου Πατρός, γιά τὴν ὁποία ἔγιναν ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα. Διότι δέν εἶπε “τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου”, ἀλλὰ ἀπροσδιορίστως «τοῦ κόσμου», τόσο τοῦ οὐρανίου, ὅσο καὶ τοῦ ἐπιγείου. Ὄχι δὲ μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ ἡ θεία καὶ ἀπόρρητη κένωσις, ἡ θεανδρικὴ πολιτεία, τὰ σωτήρια πάθη, ὅλα τὰ μυστήρια, γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἐρρυθμίσθηκαν προνοητικῶς καὶ πανσόφως, ὥστε αὐτός πού θὰ φανεῖ πιστὸς στά παρόντα ν’ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Σωτήρα· «εὖγε, δοῦλε ἀγαθέ, ἀφοῦ ἐφάνηκες πιστὸς στά ὀλίγα, θὰ σὲ ὁρίσω οἰκονόμο σὲ πολλά· εἴσελθε στή χαρὰ τοῦ Κυρίου σου». Ἔλθετε λοιπόν, λέγει, ὅσοι ἐχρησιμοποιήσατε κατὰ τὴν γνώμη μου τὸν ἐπίγειο καὶ φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο κόσμο καλῶς, κληρονομήσατε καὶ τὸν ἐπικείμενο καὶ μόνιμο καὶ ἐπουράνιο κόσμο. Διότι «ἐπείνασα καί μοῦ ἐδώσατε νά φάγω, ἐδίψασα καὶ μ’ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ μὲ περιμαζεύσατε, γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε, ἀσθένησα καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε, ἤμουν στίς φυλακές καὶ ἤλθατε πρὸς ἐμένα».
13. Ἐδῶ πρέπει νά συζητηθεῖ γιά ποιό λόγο ἐμνημόνευσε μόνο τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γι’ αὐτὴν μόνο ἔδωσε ἐκείνη τὴν εὐλογία καὶ τὴν κληρονομία· καὶ τὴν βασιλεία. Ἀλλὰ δέν ἐμνημόνευσε μόνο αὐτὴν γιά ὅσους ἀντιλαμβάνονται τὰ ἀκουόμενα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ προηγουμένως ἐκάλεσε πρόβατα τοὺς ἐργάτες της, μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ ἐπιβεβαίωσε τόσο τὴν πρὸς Αὐτὸν ὁμοίωση καὶ κάθε ἀρετὴ τους, ὅσο καὶ ὅτι ἦσαν ἕτοιμοι συνεχῶς γιά τὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ καλοῦ, ὅπως βέβαια καὶ Αὐτὸς ὁδηγήθηκε «ὡς πρόβατο γιά σφαγή καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐμπρὸς σ’ αὐτόν πού τὸν κουρεύει», κατὰ τὸ γεγραμμένον.
14. Ἀφοῦ λοιπὸν τέτοιοι εἶναι καὶ αὐτοί, ἐγκωμιάζει ἰδιαιτέρως τὴν φιλανθρωπία· διότι πρέπει καὶ αὐτήν, ὡς δεῖγμα καὶ καρπὸ τῆς ἀγάπης, νά τὴν ἔχει σὰν κεφαλή πού ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν αὐτός πού πρόκειται νά κληρονομήσει τὴν ἀΐδια ἐκείνη βασιλεία. Αὐτὸ τὸ ἔδειξε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων· διότι δέν εἰσάγονται στόν θεῖο νυμφῶνα ὅσες τύχουν, ἀλλὰ οἱ στολισμένες μὲ παρθενία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ χωρὶς ἄσκησι καὶ ἐγκράτεια, καθὼς καὶ χωρὶς πολλοὺς καὶ ποικίλους γιά τὴν ἀρετὴ ἀγῶνες, προσέτι δὲ αὐτές πού κρατοῦν λαμπάδες στά χέρια, δηλαδὴ τὸν νοῦ τους καὶ τὴν μέσα σ’ αὐτὸν ἄγρυπνη γνώση, ποὺ ἐπιβαίνει καὶ στηρίζεται στό πρακτικὸ τῆς ψυχῆς, τὸ δηλούμενο μὲ τὰ χέρια, καὶ ἀφιερώνεται διὰ βίου στόν Θεὸ καὶ συνάπτεται μὲ τὶς ἀπὸ αὐτὸν λάμψεις. Χρειάζεται ὅμως καὶ ἄφθονο ἔλαιο, ὥστε νά διαρκεῖ τὸ ἄναμμά τους. Ἔλαιο δὲ εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. Ὅπως λοιπόν, ἂν θέσεις θεμέλια καὶ οἰκοδομήσεις ἐπάνω σ’ αὐτὰ τοὺς τοίχους, δέν προσθέσεις δὲ τὴν ὀροφή, τὰ ἀφήνεις ὅλα ἐκεῖνα ἄχρηστα, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἂν ἀποκτήσεις ὅλες τίς ἀρετές, δέν προσαποκτήσεις δὲ τὴν ἀγάπη, ὅλες ἐκεῖνες εἶναι ἄχρηστες καὶ ἀνωφελεῖς• καὶ ἡ ὀροφὴ τῆς οἰκίας ὅμως, χωρὶς τὰ στοιχεῖα πού τὴν συγκρατοῦν, δέν μπορεῖ νά οἰκοδομηθεῖ.
15. Καὶ ὁ Κύριος λοιπὸν προσφέρει τὴν κληρονομία Του σὲ ὅσους ἔχουν σφραγίσει τίς ἄλλες ἀρετὲς διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης καὶ ἀνέβηκαν σ’ αὐτὴν διὰ τοῦ ἀνεπιλήπτου βίου ἢ κατέφυγαν πρὸς αὐτὴν διὰ μετανοίας. Ἀπὸ αὐτοὺς ἐγὼ τοὺς μὲν πρώτους καλῶ υἱούς, διότι εἶναι φύλακες μυστικῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀναγεννήσεως, τοὺς δὲ δευτέρους μισθωτούς, διότι ξαναποκτοῦν τὴν χάρη διὰ τῶν πολυειδῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ διὰ τῆς ταπεινώσεως ὡς μισθόν.
16. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ προηγουμένους στά θεῖα εὐαγγέλια ἐξήγησε πολυειδῶς τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Κρίση, ἔπειτα ἐξέθεσε τὰ περὶ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν ἄποψη ὅτι τελειοποιεῖ ἢ ἐπαναφέρει τὶς ἐκεῖ ἀπαριθμούμενες ἀρετές. Ἀλλὰ οἱ δίκαιοι θ’ ἀποκριθοῦν μὲ τὰ λόγια· «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νά πεινᾷς καὶ σ’ ἐθρέψαμε, ἢ νά διψᾷς καὶ σ’ ἐποτίσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ξένο καὶ σὲ συμμαζεύσαμε, ἢ γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμε; Πότε σὲ εἴδαμε ἀσθενῆ ἢ στήν φυλακὴ καὶ σ’ ἐπισκεφθήκαμε;». Βλέπετε ὅτι οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ καλοῦνται καὶ δίκαιοι; Ἑπομένως γι’ αὐτοὺς ὁ ἔλεος προέρχεται ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη καὶ εἶναι μὲ δικαιοσύνη. Βλέπετε δὲ ἄλλην ἀρετή, τὴν ταπείνωσι, νά προσμαρτυρεῖται στούς δικαίους ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης; Διότι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἀνάξιοι τῆς ἀνακηρύξεως καὶ τῶν ἐπαίνων, σὰν νά μὴν ἔπραξαν κανένα ἀγαθόν, αὐτοί πού μαρτυροῦνται ὅτι δέν ἄφησαν κανένα ἀγαθὸ ἄπρακτο.
17. Γι’ αὐτό, νομίζω, ὁ Κύριος ἀποκρίνεται σ’ αὐτοὺς παρρησία, γιά ν’ ἀναφανοῦν ὅτι εἶναι τέτοιας μορφῆς καὶ ἀνυψωθοῦν μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ δικαίως εὕρουν ἀπὸ Αὐτὸν χάρη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος παρέχει ἀφθόνως στούς ταπεινούς, «διότι ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στούς ὑπερηφάνους, ἐνῶ στούς ταπεινοὺς δίδει χάρι», ὁ ὁποῖος καὶ τώρα λέγει πρὸς αὐτούς• «πραγματικὰ σᾶς λέγω, ἐφ’ ὅσον τὰ ἐπράξατε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, τὰ ἐκάματε σ’ ἔμενα». Καλεῖ τὸν ἄλλο ἐλάχιστον γιά τὴν πτωχεία καὶ τὴν εὐτέλεια, ἀδελφὸν δέ, διότι καὶ αὐτὸς ἔτσι ἔζησε κατὰ σάρκα ἐπὶ τῆς γῆς.
18. Ἀκούσετε καὶ εὐφρανθεῖτε, ὅσοι εἶσθε πτωχοὶ καὶ ἐνδεεῖς· διότι κατὰ τοῦτο εἶσθε ἀδελφοὶ τοῦ Θεοῦ· κι ἂν εἶσθε πτωχοὶ καὶ εὐτελεῖς ἀκουσίως, καταστήσατε ἑκούσιο γιά τὸν ἑαυτὸ σας τὸ ἀγαθὸ διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐχαριστίας. Ἀκούσετε οἱ πλούσιοι καὶ ποθήσετε τὴν εὐλογημένη πτωχεία, γιά νά γίνετε κληρονόμοι καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, γνησιώτεροι μάλιστα ἐκείνων πού ἐπτώχευσαν ἀκουσίως· διότι ἐκεῖνος ἐπτώχευσε γιά μᾶς ἑκουσίως. Ἀκούσετε καὶ στενάξετε ἐσεῖς πού περιφρονεῖτε τοὺς ἀδελφοὺς σας, ὅταν ὑποφέρουν, μᾶλλον δὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ δέν μεταδίδετε στούς ἐνδεεῖς ἀπὸ ὅσα διαθέτετε ἄφθονα, τροφή, σκέπη, ἐνδυμασία, ἐπιμέλεια κατάλληλη, καὶ δέν προσφέρετε τὸ περίσσευμά σας στό ὑστέρημα ἐκείνων. Μᾶλλον δὲ ἂς ἀκούσωμε καὶ ἂς στενάξωμε, ἀφοῦ κι ἐγὼ ὁ ἴδιος πού σᾶς λέγω αὐτά, ἐλέγχομαι ἀπὸ τὴν συνείδησί μου ὅτι δέν εἶμαι τελείως ἔξω ἀπὸ τὸ πάθος· διότι, ἐνῶ πολλοὶ ῥιγοῦν καὶ στεροῦνται, ἐγὼ εἶμαι γεμάτος καὶ ἐνδεδυμένος. Πολὺ δὲ περισσότερο ἄξιοι πένθους εἶναι αὐτοί πού ἔχουν καὶ κατέχουν θησαυροὺς περισσοτέρους ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἀνάγκη ἢ καὶ φροντίζουν νά τοὺς αὐξήσουν· ἐνῶ εἶναι προσταγμένοι ν’ ἀγαποῦν τὸν πλησίον σὰν τοὺς ἑαυτοὺς των, δέν τοὺς θεωροῦν οὔτε σὰν τὸ χῶμα. Διότι τὶ ἄλλο εἶναι ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος, πού ἀγαπήσαμε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς;
19 Ἀλλὰ ἂς ἐπιστραφοῦμε, ἂς μετανοήσωμε καὶ ἂς κοινωνήσωμε ἐξυπηρετώντας τίς ἀνάγκες τῶν ἀνάμεσά μας πτωχῶν ἀδελφῶν μὲ ὅσα ἔχουμε. Καὶ ἂν δέν εἴμαστε διατεθειμένοι ν’ ἀδειάσωμε θεοφιλῶς ὅλα τὰ ὑπάρχοντα, τουλάχιστον νά μὴ τὰ κατακρατήσουμε ὅλα γιά τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀσπλάγχνως· ἀλλὰ τὸ μὲν ἕνα ἂς τὸ πράξωμε, γι’ αὐτὸ δέ πού θὰ παραλείψωμε, ἂς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἐπιτύχωμε ἀπὸ αὐτὸν συγγνώμη, διότι ἡ φιλανθρωπία Του ἀναπληρώνει τὴν ἔλλειψί μας, γιά νά μή, ὃ μὴ γένοιτο, ἀκούσωμε τὴν ἀπαίσια φωνή· διότι, λέγει, «τότε θὰ εἰπεῖ καὶ στούς ἀπὸ τὰ ἀριστερά·φεύγετε ἀπὸ ἔμενα οἱ καταράμενοι». Πόσο φοβερὸ εἶναι τοῦτο! Ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τή ζωή, ἐκβληθεῖτε ἀπὸ τὴν τρυφή, στερηθεῖτε τὸ φῶς!
20. Καὶ δέν λέγει μόνο τοῦτο, ἀλλὰ προχωρεῖ·«φεύγετε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι, στό αἰώνιο πῦρ, τὸ ἑτοιμασμένο γιά τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του». Ὅπως δηλαδὴ οἱ ἀπὸ τὰ δεξιὰ θὰ ἔχουν ζωή, καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω, ζωὴ μὲν ἀφοῦ θὰ συνευρίσκωνται μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸ παραπάνω δὲ ἀφοῦ θὰ εἶναι υἱοὶ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του, ἔτσι καὶ οἱ ἀπὸ τὰ ἀριστερά, ἀποτυγχάνοντας ν’ ἀποκτήσουν τὴν ἀληθινὴ ζωὴ λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ εὕρουν καὶ παραπάνω κακό, ἀφοῦ θὰ ἔχουν συνταχθεῖ μὲ τοὺς δαίμονες καὶ θὰ παραδοθοῦν στό κολαστικὸ πῦρ.
21. Ποίου δὲ εἴδους εἶναι τὸ πῦρ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἅπτεται καὶ τῶν σωμάτων καὶ τῶν λογικῶν σὲ σώματα ὄντων, καὶ τῶν ἀσωμάτων πνευμάτων, θλίβοντας καὶ στενοχωρώντας τα παντοτινά, καὶ διὰ τοῦ ὁποίου θὰ λειώσει καὶ τὸ δικὸ μας πῦρ, κατὰ τὸ γεγραμμένο, «τὰ καιόμενα στοιχεῖα θὰ λειώσουν»; Πόση προσθήκη φέρει στήν ὀδύνη τὸ ἀνέλπιδο τῆς ἀπολυτρώσεως; Διότι, λέγει, ὑπάρχει ποταμός, ποὺ παρασύρει τὸ πῦρ ἐκεῖνο, ὅπως φαίνεται, καὶ τὸ φέρει μακρύτερα ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ δέν εἶπε “πορευθεῖτε”, ἀλλὰ «πορεύεσθε ἀπὸ ἐμένα οἱ καταραμένοι»· διότι ἔχετε ἀφθόνως δεχθεῖ τίς κατάρες ἀπὸ τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ ὅλο πού ὑπέφεραν ἐκεῖνοι, ἐσεῖς πάντως εἶσθε ἄξιοι κατάρας. Λέγει δὲ πρὸς αὐτοὺς «πηγαίνετε στό πῦρ τὸ ἑτοιμασμένο» ὄχι γιά σᾶς, ἀλλὰ γιά τὸν Διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του· διότι τοῦτο δεν εἶναι προηγούμενο δικό μου θέλημα, δέν σᾶς ἔπλασα γι’ αὐτό, δέν ἑτοίμασα γιά σᾶς τὴν φωτιά. Τὸ ἄσβεστο πῦρ ἔχει ἀναφθεῖ γιά τοὺς δαίμονες πού ἔχουν ἀμετάβλητη τὴν ἕξι τῆς κακίας, μὲ τοὺς ὁποίους σᾶς συνέδεσε ἡ σύμφωνη μ’ ἐκείνους ἀμετανοήτη γνώμη. Εἶναι λοιπὸν ἐθελοντικὴ ἡ συμβίωσις μὲ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους. «Διότι ἐπείνασα καὶ δέν μοῦ ἐδώσατε νά φάγω, ἐδίψασα καὶ δέν μὲ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ δέν μὲ συμμαζεύσατε, γυμνὸς καὶ δέν μὲ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς καὶ στή φυλακὴ ἤμουν καὶ δέν μ’ ἐπισκεφθήκατε». Ὅπως. ἀδελφοί, ἡ ἀγάπη καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἶναι πλήρωμα τῶν ἀρετῶν, ἔτσι τὸ μῖσος καὶ τὰ ἔργα τοῦ μίσους, ὁ ἀσυμπαθὴς τρόπος, ἡ ἀκοινώνητη γνώμη, εἶναι πλήρωμα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως τή φιλανθρωπία ἀκολουθοῦν καὶ συνυπάρχουν μὲ αὐτὴν οἱ ἀρετές, ἔτσι τήν μισανθρωπία ἀκολουθοῦν οἱ κακίες· γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν μόνο καταδικάζονται.
22. Θὰ ἤθελα λοιπὸν νά εἴπω ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα δεῖγμα μίσους μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ νά προτιμοῦμε ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τὸ ἄφθονο ἀργύριο· ἀλλὰ βλέπω τὴν κακία νά ἔχει εὕρει καὶ μεγαλύτερο δεῖγμα τῆς μισανθρωπίας. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι πού ὄχι μόνο δέν ἐλεοῦν ἀπὸ ὅσα διαθέτουν πλουσίως, ἀλλὰ καὶ σφετερίζονται τὰ ξένα. Ἂς συλλογισθοῦν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀπόφαση πρὸς τοὺς μὴ ἐλεήμονες, τὶ θὰ εὕρουν αὐτοὶ καὶ τὶ θὰ πάθουν, καὶ ποίας ἀκατανοήτης καὶ ἀφόρητης καταδίκης εἶναι ἄξιοι, ἂς ἀποστοῦν ἀπὸ τὴν ἀδικία καὶ ἂς ἐξιλεώσουν τὸ θεῖο διὰ τῶν ἔργων τῆς μετανοίας. Ἐκεῖνοι δὲ θ’ ἀποκριθοῦν τότε ὡς ἑξῆς· «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νά πεινᾷς ἢ νά διψᾷς ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενή ἢ φυλακισμένον, καὶ δέν σὲ ὑπηρετήσαμε;».
23. Βλέπετε καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο κακό, τὴν ὑπερηφάνεια, συνεζευγμένη μὲ τὸν ἀσυμπαθὴ τρόπο, ὅπως τὴν ταπείνωσι μὲ τὴν συμπάθεια; Οἱ δίκαιοι ἐγκωμιαζόμενοι γιά τὴν φιλανθρωπία τους, ταπεινώνονται περισσότερο, δέν δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των. Οἱ ὑπερήφανοι, ὅταν κατηγοροῦνται γιά τὴν ἀσπλαγχνία τους ἀπὸ τὸν ἀψευδῆ, δέν προσπίπτουν ταπεινωμένοι, ἀλλὰ ἀντιλέγουν καὶ δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των. Γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀκούσουν τὰ λόγια· «ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἐφ’ ὅσον δέν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐλαχίστους, δέν τὸ ἐκάματε οὔτε σ’ ἔμενα». Κι ἔτσι θὰ μεταβοῦν, λέγει, «αὐτοὶ μὲν σὲ αἰώνια κόλασι. οἱ δὲ δίκαιοι σὲ αἰώνια ζωή».
24. Ἂς ἐλεήσωμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτοὺς μας, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ἐλέους πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ἂς ἀποκτήσωμε διὰ τῆς συμπαθείας τὴν συμπάθεια, ἂς εὐεργετήσωμε γιά νά εὐεργετηθοῦμε. Ἡ μὲν ἀνταπόκρισις εἶναι ὁμοία, διότι πρόκειται γιά εὐποιία καὶ φιλανθρωπία, γιά ἀγάπη καὶ ἔλεος καὶ συμπάθεια· ἀλλὰ δεν εἶναι ἴση κατὰ τὴν ἀξία καὶ τὸ μέτρο τῆς ὑπεροχῆς. Διότι ἐσὺ μὲν παρέχεις ἀπὸ ὅσα ἔχει ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὅσο μπορεῖ νά εὐεργετήσει ὁ ἄνθρωπος, παίρνεις δὲ σὲ ἀνταπόδοση ἀπὸ τοὺς θείους καὶ ἀκενώτους θησαυροὺς ἑκατονταπλάσια καὶ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ εὐεργετῆσαι ἀπὸ ὅσα καὶ ὅσο μπορεῖ ὁ Θεὸς νά εὐεργετήσει, «πράγματα πού ὀφθαλμὸς δέν εἶδε καὶ οὗς δέν ἄκουσε καί πού δέν ἀνέβηκαν στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου».
25. Ἂς σπεύσωμε λοιπὸν γιά νά ἐπιτύχωμε τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητος, ἂς ἀγοράσωμε μὲ ὀλίγα ἀργύρια αἰώνια κληρονομία, ἂς φοβηθοῦμε τέλος τὴν ἀπόφαση ἐναντίον τῶν ἀνοικτιρμόνων, γιά νά μὴ κατακριθοῦμε ἀπὸ αὐτὴν ἐκεῖ• ἂς μὴ φοβηθοῦμε μὴ τυχὸν γίνωμε πτωχοί, δίδοντας ἐλεημοσύνη, διότι θ’ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Χριστό, «ἔλθετε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν γῆ». Ἂς φοβηθοῦμε καὶ ἂς κάμωμε τὸ πᾶν, γιά νά μὴ φανοῦμε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀσπλαγχνίας· «διότι αὐτὸς πού δέν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφὸ του, πού τὸν εἶδε», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «πῶς θ’ ἀγαπήσει τὸν Θεὸ πού δέν τὸν εἶδε», αὐτὸς δὲ πού δέν ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ πῶς θὰ συνυπάρξει μὲ Αὐτόν; Καὶ αὐτός πού δέν συνυπάρχει μὲ Αὐτὸν θ’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ Αὐτόν· ὁ δὲ ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ Αὐτὸν ὁπωσδήποτε θὰ πέσει στή γέεννα τοῦ πυρός.
26. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς ἐπιδείξωμε ἔργα ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μας ἐν Χριστῷ, ἐλεώντας τοὺς πτωχούς, ἐπιστρέφοντας τοὺς πλανημένους, σὲ ὅποια πλάνη καὶ πτώχεια καὶ ἂν εἶναι, δικαιώνοντας τοὺς ἀδικουμένους, δυναμώνοντας τοὺς κατακοίτους ἀπὸ ἀσθένεια, εἴτε πάσχουν τοῦτο διὰ τῶν αἰσθητῶν ἐχθρῶν καὶ νοσημάτων εἴτε διὰ τῶν ἀοράτων πονηρῶν πνευμάτων καὶ τῶν παθῶν τῆς ἀτιμίας, ἐπισκεπτόμενοι τοὺς φυλακισμένους, ἀλλὰ καὶ ἀνεχόμενοι αὐτούς πού μᾶς κτυποῦν, καὶ χαρίζοντας ὁ ἕνας στόν ἄλλο ὅποια μομφὴ ἔχει ἐναντίον του, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς τὴν ἐχάρισε. Καὶ γενικῶς, ἂς ἐπιδείξωμε τὴν μεταξὺ μας ἀγάπη μὲ κάθε τρόπο καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ λόγο, γιά νά ἐπιτύχωμε τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγάπη, νά εὐλογηθοῦμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νά κληρονομήσωμε τὴν ἐπηγγελμένη σ’ ἐμᾶς καὶ γιά μᾶς οὐράνια καὶ αἰώνια βασιλεία ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου.
27. Αὐτὴν εἴθε ν’ ἀποκτήσωμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρη καὶ τήν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο πρέπει στόν Πατέρα, καθὼς καὶ στό Ἅγιο Πνεῦμα, τιμὴ καὶ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Περί ἐλεημοσύνης - Ἁγίου Ἰωάννου Κρονστάνδης


[1]Ἀτένισε τόν ἀδελφόν σου μέ ἀγάπη καί οἰκτιρμούς καί βοήθησέ τον πρόθυμα. Εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ καί δικό σου ‒«ἀλλήλων μέλη ἐσμέν» (Ἐφ. 4, 25)‒, εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ καί τόν ὑπολήπτεται ὅπως καί σένα.
 Δέν δίνεις τίποτε τό ἀληθινά δικό σου. Δίνεις ὅ,τι ἀνήκει στόν Θεόν, στά πενόμενα παιδιά τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶσαι τίποτε ἄλλο παρά οἰκονόμος καί διαχειριστής τῆς θείας περιουσίας. Νά θεωρῆς τόν ἑαυτό σου ταπεινό ὑπηρέτη τῶν «ἐλαχίστων» ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου…
Νά μή δίδης στούς ἄλλους ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τους, ἀλλά ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τους.
Ἡ ἐλεημοσύνη κάνει καλό, πρίν ἀπ᾽ ὅλα, στόν ἴδιο τόν ἐλεήμονα.
Ἀληθινά ἐλεήμων εἶναι ὅποιος ὅλα τά ἐναγκαλίζεται καί δέν ἀφήνει κανέναν ἄνθρωπον ἔξω ἀπό τήν καρδιά του.Πῶς εἶναι δυνατόν ἀξίως, «μετά πίστεως καί ἀγάπης», νά δεχθῆς μέσα σου τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν περιφρονῆς καί δέν ἀγαπᾶς τά μέλη Του; Ὅλοι οἱ Χριστιανοί εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ, ἀνάμεσά τους καί ὁ πτωχός. Ἀγάπα τά μέλη Του, ἔχε συμπάθεια γι᾽ αὐτά καί ὁ Κύριος θά σέ ἀξιώση τό πλούσιο ἔλεός Του…
Κάνε τό καλό ἀκόμη καί στούς ἀχαρίστους καί τούς κακούς, ὥστε νά εἶσαι γνήσιο παιδί τοῦ Ὑψίστου…
Τί εἶναι ψευδής εὐγνωμοσύνη στόν Θεό; Τό νά εὐχαριστῆ κανείς τόν Θεό μονάχα μέ τά χείλη γιά τά ἀγαθά πού ἔλαβε καί νά χρησιμοποιῆ αὐτά τά ἀγαθά μονάχα γιά τόν ἑαυτό του, χωρίς νά νοιάζεται γιά τόν πλησίον του… Τί νά τίς κάνη ὁ Θεός τίς εὐχαριστίες μας, ὅταν δείχνουμε ἀχαριστία στήν πράξι; Ὅταν δέν δίνουμε στούς ἄλλους ἀπό ἐκεῖνα πού μᾶς δίνει;
Θεία σοφία, τέλος, εἶναι νά μή σωρεύουμε πλούτη γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά δίνουμε στόν φτωχό, ὥστε νά θησαυρίζουμε θησαυρούς ἀσυλήτους καί ἀφθάρτους στόν οὐρανό, ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο (Λουκ. 12, 33).
Κύριε, δίδαξέ με νά ἐκτελῶ τά ἔργα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον μέ προθυμία καί χαρά καί νά πιστεύω ὅτι προσφέροντας στούς ἄλλους δέν χάνω, ἀλλά κερδίζω… Κύριε, δέξου τίς προσφορές μου στό πρόσωπο τῶν πτωχῶν…
Νά εἶσαι ζηλωτής τῆς ἀγάπης. Ὅλα θά παρέλθουν, ἡ ἀγάπη ὅμως θά μείνη, στόν αἰῶνα, ὅπως καί ὁ Θεός, πού εἶναι Ἀγάπη.

Για μια αγάπη που κατακτά και ξεπερνά τον θάνατο

Για μια αγάπη που κατακτά και ξεπερνά τον θάνατο


Η δική μου πίστη γεννήθηκε από την εμπειρία του ζώντος Χριστού. Πώς και πότε γεννήθηκε; Δεν γνωρίζω, δεν θυμούμαι.

Το μόνο που ξέρω είναι πως κάθε φορά που ανοίγω το Ευαγγέλιο και διαβάζω για το Χριστό, διαβάζω τους λόγους Του, διαβάζω τη διδασκαλία Του, επαναλαμβάνω συνειδητά, με όλη μου την καρδία και την ύπαρξη, όσα είπαν, εκείνοι που εστάλησαν να συλλάβουν τον Χριστό και που επέστρεψαν στους Φαρισαίους χωρίς Αυτόν: «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτως ο άνθρωπος».
Συνεπώς αυτό που ξέρω πρώτα από όλα είναι πως η διδαχή του Χριστού είναι ζωντανή και πως τίποτε το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Και πως αυτή η διδασκαλία είναι γι’ Αυτόν, για την αιώνια ζωή, για τη νίκη πάνω στο θάνατο, για μια αγάπη που κατακτά και ξεπερνά τον θάνατο.

Γνωρίζω επίσης πως σε μια ζωή όπου το κάθε τι φαίνεται τόσο δύσκολο και επίμονο, η μόνη σταθερά που ουδέποτε μεταβάλλεται και ουδέποτε εκπίπτει είναι αυτή η εσωτερική γνώση πώς ο Χριστός είναι μαζί μου. «Ουκ αφήσω υμάς ορφανούς. έρχομαι προς υμάς».

Έρχεται δε και δίνει το αίσθημα της παρουσίας Του μέσα από την προσευχή, από το ρίγος της ψυχής,μέσα από μια χαρά, τόσο ζωντανή όσο και ακατανόητη, μέσα από τη μυστηριακή, αλλά και τόσο βέβαιη παρουσία Του στις ακολουθίες και στα μυστήρια της Εκκλησίας.

Αυτή δε η ζωντανή εμπειρία διαρκώς αναπτύσσεται, αυτή η γνώση, αυτή η συνειδητοποίηση που κάνει τόσο εμφανές πως ο... Χριστός είναι εδώ, και πως ο λόγος Του έχει εκπληρωθεί: όποιος Με αγαπά, «και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». 

Και είτε βρίσκομαι μέσα στο πλήθος, είτε είμαι μόνος, αυτή η βεβαιότητα της παρουσίας Του, αυτή η δύναμη του λόγου Του, αυτή η χαρά της πίστης σ’ Αυτόν παραμένει κοντά μου. Αυτή είναι η μόνη απάντηση και απόδειξη.

π.Αλέξανδρος Σμέμαν

π.ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ, Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Μακαριστού Μητροπολίτη Πατρών κυρού Νικοδήμου



      Εις την πόλιν των Αθηνών, παρά τους παλαιούς στρατώνες και την πλατείαν Μοναστηρακίου υπήρχε ιδιωτικό παρεκκλήσιο, έπ' ονόματι τού Προφήτου Ελισαίου  εις την οδόν Άρεως 14. Αργότερο κατηδαφίσθη.
Eις το εκκλησάκι αυτό ελειτούργει ο απλούς τον τρόπο σεβάσμιος ιερέας Νικόλαος Πλανάς, εκ της νή­σου Νάξου καταγόμενος. Ακαταπόνητος, περίπου επί πεντηκονταετία (18841932) ετελούσε καθημερινά την θ. Λειτουργία, πλην Σαββάτων και Κυριακών και επισήμων εορτών, οπότε ιερούργει εις την ενορία του, τού Αγίου Πα­ντελεήμονος  Ιλισσού αρχικά και ακολούθως εις την τού Αγ. Ιωάννου τού Προδρόμου της οδού Βουλιαγμένης. Την δε Μ. Τεσσαρακοστή ετελούσε καθ' εκάστην Προηγιασμένας λειτουργίας.
 Την εποχή εκείνη που εχειροτονήθη (Διάκονος την 28ην Ιουλίου 1879 και Πρεσβύτε­ρος, μετά πενταετία την 2α Μαρτίου 1884, άγων το 33ο έτος της ηλικίας του) η πόλις των Αθηνών, κατά μαρτυρία τού ιδίου, έφθανεν από την Ακρόπολη ως την Παναγία Βλασαρού (παρά τον Άγιο Φίλιππο  Μοναστηρακίου). Και αι ενορίαι απηρτίζοντο από ελαχίστες οικογενείας (13 οικο­γενείας η τού Αγ. Παντελεήμο­νος και 8 οικογενείας η τού Αγ. Ιωάννου, αμφότερες διαδοχικά της εφημερίας τού π. Νικολάου Πλανού!).
 Απέριττος λειτουργός
 Ο απέριττος λειτουργός τού Θεού ήτο ησκημένος εις την λιτότητα. Ορφανός πατρός από της ηλικίας των 14 ετών, ήλθε εις Αθήνας μετά της μητρός του και της μό­νης αδελφής του, αφού εμοιράσθηκε μετά της αδελφής την πατρική περιουσία, αξιόλογο ίσως, άλλ' εδέησε να ενεχυριάση το μερίδιό του, χάριν εμπεριστάτου συμπατριώτου του, χωρίς ποτέ να την ανακτήση. Και διέμεινε πτωχός.
 Κατ' επιθυμία της μητρός του, δεκαεπταετής ενυμφεύθηκε την Ελένη το γένος Προβελεγγίου, εκ Κυθή­ρων. Και απέκτησε υιόν εξ αυτής, τον Ιωάννην· άλλ' η σύζυγος απέθανε κατά τον τοκετό. Ο ίδιος αφιέρωσε έκτοτε, νεαρώτατος, τον εαυτόν του εις τον Θεόν και την Εκκλησία. Και γενόμενος ιερέας ηρκείτο συνήθως εις τεμάχιο άρτου και ολίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε μόνος του, ενίοτε δε και εις ολίγον γάλα που τού προ­σέφεραν ποιμένες της περιοχής, ερημικής τότε, και σή­μερο πολυανθρωποτάτης και αστικής, εν μέσαις Αθήναις. Και τα ελάχιστα διδόμενα εις αυτόν χρήματα ή άλλο τι διέθετεν εις αγαθοεργίας. Ό,τι τού εδίδετο το έδιδε ευθύς, εις ορφανά, εις σπουδαστές, εις πτωχές οικογε­νείας, δια τον επιούσιο και τας ανάγκας που ανεκάλυπτε και εκάλυπτεν αθορύβως, αφανά και με πάσαν εχεμύθεια.
Πλούτος και θησαυρός του, και κέντρο και άξων της ζωής και της υπάρξεώς του ήτο η λει­τουργική ζωή της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ο ναός τού Θεού και τα τελούμενα εν αυτώ.
Προφανώς και κατ' αλήθεια εχαρακτηρίσθη ως ο λειτουργικώτερος ιερέας της εποχής μας, άνθρωπος της προσευχής, τού οποίου η ζωή υπήρξε συ­νεχής διακονία τού θυσιαστηρί­ου, αληθής μύστης της χάριτος, την οποία, δια των έργων και τού παραδείγματός του, μετέδιδε εις τους πιστούς (Θ. Η. Εγκυκλοπαίδεια, τ. 10, Ε. Ν. Τζιράκης). Κατά πλήρη εφαρμογή, θα προσθέσουμε, τού αποστολικού παραγγέλματος· τον κόπτωντα γεωργό δει πρώτον των καρπών μεταλαμβάνειν (Β' Τιμ. 2, 6).
 Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός διέτριβεν εις τον Ναόν, κατά το ψαλμικό ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων· επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς τού Κυρίου (Ψαλ. 831).Ήρχιζε την ιερά Ακολουθία το πρωί και ετελίωνε τας μεταμεσημβρινάς και πολλάκις τας απογευματινάς ώρας! Κατά δε την ιερά Προσκομιδήν των Τιμίων Δώρων εμνημόνευεν σωρίαν ονομάτων. Διετήρει όλα τα κοινά λεγόμενα ψυχοχάρτια πού τού έφερον  έστω και με μία δραχμήν ή μία δεκάραν συνοδευόμενα  και τα εμνημόνευε συνεχώς και αδιαλείπτως, επί ώρας καθ' εκάστην. Λέγεται δε ότι, φειδόμενοι τού κόπου της αγάπης του, κάποτε εκ των υπη­ρετούντων αυτόν κατά την Θ. Λειτουργία, αφαιρούσαν μέρος εξ αυτών, δια να τον ανακουφίσουν.
 Ένθεος ζήλος
 Άλλ' όχι απλώς το μήκος και η διάρκεια της ιερουρ­γίας ήτο ενδεικτική τού ένθεου ζήλου του. Έτι μάλλον συνήρπαζε η κατάνυξη, η αίσθηση της αγιότητας τού ιερουργούντος και η μεταδιδομένη γαλή­νη και ο μετεωρισμός τού εκκλησιάσματος προς τα άνω ου ο Χριστός έστιν εν δεξιά τού Θεού καθήμενος (Κολ. 3, 1). Αναφέρο­νται μαρτυρίαι παιδιών ότι τον έβλεπο μετάρσιο, μη πατούντα επί της γης εν ώρα θ. Λειτουργίας!
 Ονομαστές και αλησμόνηται είναι αι αγρυπνίαι, τας οποί­ας ετελούσε εις τον ναόν τού Αγ. Ελισαίου. Ιερατικά συνέπραττε με αυτού ο ιερεύς της ενορίας μου (αγ. Νικολάου Πευκακίων  Αθηνών), π. Αντώνιος Νικηφόρος, εκ Θουρίας Καλαμών (1937). Κατ' επανάληψη δε τον ηκολούθησα, κατά τα μαθητι­κά μου χρόνια και μού εδόθη η ευκαιρία  η ευλογία μάλλον  να ιδώ ιερουργούντα τον μακαριστόν π. Νικόλαο Πλανάν.
Ήτο πολύ μικρός το δέμας. Και κυρτός πλέον σωματικά εκ της ηλικίας. Θα αναφέρω όμως όποιο σεβασμό και ευλάβεια ενέπνεε το πρόσωπόν του και η παρουσία του. Εις μία αγρυπνία μετέβημεν μαζί με την μητέρα μου. Αναγνώστης εγώ τότε  χειροθετημένος υπό τού προκατόχου μου μητροπολίτη Πατρών και έπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Παναγιωτοπούλου (+ 8.1.1962), τότε βοηθού επισκόπου Σταυρουπόλεως ανέγνωσα πολλάκις των ί. αναγνωσμάτων. Ενώ δε, πέρα το μεσονύκτιο, ανεγίνωσκον την ακολουθία της Θείας Μεταλήψης, εσημειώθηκε μικρά κίνηση τού εκκλησιάσματος διανοίγοντος δίοδον και υποκλινομένου ευλαβώς. Η μητέρα μου ενόμισε δτι εισήρχετο Αρχιερέας, ινα ιερουργήση και επί τη εισόδω του ο λαός έκυπτε την κεφαλή, δια να λάβη την ευλογία του. Άντ' αυτού όμως βλέπει μικρόσωμο ιερέα εισερχόμενο υπό την τόσον έκδηλο ευλάβεια των υποδεχομένων αυτόν χριστιανών. Ήτο ο π. Νικόλαος Πλανάς. Το κεντρικό πρό­σωπο της ιερουργίας. Με ταπεινή όψη και φωνή. Και με πανθομολογουμένη αγιότητα, ενώπιο της οποίας υπεκλίνοντο ευλαβώς οι γινώσκοντες αυτόν. Ηξιώθημεν να αγιασθούμε δια της ευλογούσης χειρός του· και να κοινωνήσουμε της χάρι­τος δια της ύπ' αυτού τελεσιουργηθείσης θείας Ευχαριστίας.
 Με τους δύο Αλεξάνδρους
 Παλαιότερο εις τας παννυχίδας αυτάς επλαισιώνετο από τούς γνωστούς διη­γηματογράφους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντην και Αλέξανδρο Μωραϊτίδην (έπειτα μοναχό Ανδρόνικον) άδοντας και ψάλλο­ντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω, εις την εκκλησία τού Προφήτου Ελισαίου.[...]
 Όταν έφθασε εις ώριμο γήρας (ογδοηκοντούτης), εκάμφθη υπό το βάρος των κοπώσεων. Και μετά εννεάμηνο παροπλισμό του (από Ιουνίου 1931 μέχρι και Φεβρουαρίου 1932) εκτός ενεργού ιερατείας, λόγω εξαντλήσεως των σωματικών του δυνάμεων, εκοιμήθη εν Κυρίω την 2α Μαρτίου 1932, επέτειο της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του.
 Το τέλος αυτού  γράφει ο μακαριστός Μητροπο­λίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης, διατελέσας πνευματικό τέκνο τού αοιδίμου γέροντος  υπήρξε τέλος όντως αγίου. Συνωμίλει μετά τού Σωτήρος Χρι­στού, ικετεύων αυτόν όπως λάβη την ψυχή αυτού και αναπαύση το βεβαρημένο σώμα του. Έζησε ως δίκαιος και εκοιμήθη ως άγιος τον ύπνο τού ανθρώπου τού Θεού ηρέμως...
 Η είδηση της κοιμήσεως αυτού διεδόθη αστραπιαί­ος εις την ενορία του και καθ' άπασαν την πόλιν των Αθηνών. Το σεπτό σκήνωμα του, μετακομισθέν εις τον ναόν τού Αγ. Ιωάννου (της οδού Βουλιαγμένης), ετέθη εις προσκύνημα επί τριήμερο, τη επιμόνω αξιώσει των ενοριτών αυτού  συνεχίζει ο πρ. Παραμυθίας Τίτος χωρίς να προηγηθή ουδεμία ταρίχευση αυτού ουδέ να υποστή αλλοίωσίν τινά.
 Χιλιάδες λαού στην κηδεία του
 Χιλιάδες λαού συνέρρευσαν, άνθρωποι πάσης ηλικίας και τάξεως, ίνα προσκυ­νήσουν το σεπτό αυτού σκήνωμα. Εκηδεύθηκε τη 5η Μαρτίου εν μέσω χιλιάδων λαού. Της κηδείας αυτού προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Πα­παδόπουλος (+1938), ο οποίος εκφωνήσας επικήδειον λόγον, ανεφέρθηκε εις τας πολλάς και σπανίας αρετάς τού κοιμηθέντος... εξάρας δεόντως τα πολλά αυτού χαρίσματα και την εξαίρετο ιερατική αυτού δράσιν εν τω αμπελώνι τού Σωτήρος Χριστού. Ως απόδειξη δε της μεγάλης τιμής ηξιώθηκε ούτος εν τη Εκκλησία επεκαλέσθη το πλήθος των πιστών, όπερ παρηκολούθησε την κηδείαν αυτού. Κατόπιν ανεφέρθηκε εις την φήμην την αγαθή, ην απέκτησε ως εξομολόγος και παρωμοίασε αυτόν προς μεγάλον της Εκκλησίας ημών Πατέρα.
 Η κηδεία αυτού ενεθύμιζε ημέραν Μεγάλης Παρα­σκευής. Ως δ' εάν επρόκειτο περί κηδείας Πατριάρχου ή Βασιλέως, ο λαός είχε κατακλύσει την πλατείαν τού Ναού και τας παρόδους, η συγκοινωνία είχε διακοπή, επιμόνω δ' αξιώσει αυτού δεν ετάφη ευθύς αμέσως μετά την ακολουθία της κηδείας. Περαιωθείσης την 12ην μεσημβρινή ώραν, αλλά περί την 4ην απογευματινή, αφού περιεφέρθηκε επί των ώμων των ευσεβών αυτού ενοριτών το σκήνωμα αυτού εις τας κυριωτέρας οδούς της ενορίας ταύτης... Το τι επηκολούθησε κατά τας τέσσαρας ταύτας ώρας μέχρι της ταφής αυτού δεν περιγράφεται. Όλοι ωμίλουν περί γενομένης εις αυτούς εκ μέρους τού κοιμηθέντος καλωσύνης, βοηθείας, παρηγορίας, σωτηρίας. Τούς πάντας είχε ευεργετήσει καθ' όλη την μακρά ιερατική του υπηρεσία. Ετάφη εις ανοιγέντα τάφο παρά τω ιερώ βήματι τού ναού τούτου (Περιοδ. Εκκλησία έ. 1966, σελ. 632).
 Δημοσιεύματα εκκλησιαστικών εντύπων
 Έγραψαν σχετικά περί αυτού τα τότε εκδιδόμενα φύλλα: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ της 12ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων: Κατά τα υπερπεντήκοντα έτη της υπηρεσίας του ο αείμνηστος ιερεύς Νικόλαος δια της εξομολογήσεως εγνωρίσθη ευρύτατα, χιλιάδες δε πιστών προσήρχοντο προς αύτόν. Ήσκει έπ' αυτών, δια της ιεροπρεπείας του και των μεγάλων αρετών ύφ' ων περιεκοσμείτο ευεργετικώτατη επίδρασιν.
 Ο ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ της 1ης Απριλίου 1932 έγραφεν:  Ο  παπα-Νικόλαος των αγρυπνιών τού Αγίου Ελισαίου απεδήμησε εις την αιώνιο χαρά... Λέ­γων προσευχές εφαινόταν εμπνευσμένος. Ο πλούτος του ήτο η ευτέλεια της πε­ριβολής του η δόξα του, η καλωσύνη και η προθυ­μία του να εξυπηρετεί τούς ζητούντας την φωτισμένη διάνοιάν του η εξωτερική του εμφάνισις, συγκριτικά προς τας επιδεικτικές εμφανίσεις, ήτο ανυπαρξία αξίας τινός, αλλά δια μέσου αυτής της ανυπαρξίας εφαινόταν το μεγαλείον της εσωτερικής αγιότητος... Ήτο φοβερό φαινόμενο εξουθενητού της επιδεικνυομένης πορφύρας και βύσσου, τού χρυσού και τού αργύρου... Δίκαιο είναι να κληθή ζωντανή εικών μακαρίου πτωχού τω πνεύματι χριστιανού άξιου της βασιλείας των ουρανών, καθώς ο Κύριος ρητώς εδίδαξε και εχαρακτήρισε.
 Οι ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ έγραψαν: ...Ο αείμνηστος ιερεύς ήτο τύπος σεμνού και ευσεβεστάτου κληρικού, κεκοσμημένου όλων των αρετών, διο και απήλαυε τού γενικού σεβασμού και της αγάπης εκ μέρους της κοινωνίας. Η εφημερίς ΕΣΠΕΡΙΝΗ της 7ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων, γράφει: ... Είναι άπειροι εκείνοι πού εσώθησαν από την ελεημοσύνη τού ιερέα αυτού... Υπολογίζεται ότι από της προχθές παρήλασαν προ της σορού του και το ησπάσθηκαν περισσότεροι των οκτώ χιλιάδων....
Η αυτή δε εφημερίς της 6ης Μαρτίου 1932 δημοσίευ­σε στην 1ην σελίδα την φωτογραφία τού αγίου ανδρός υπό τους τίτλους «Τα σπάνια ανθρώπινα φαινόμενα της εποχής μας. Ένας άγιος ιερέας που απέθανε πάμπτω­χος. Τον θρηνούν χιλιάδες πιστών. Ο Νικόλαος Πλανάς και το χριστιανικώτατο έργον του. Υπήρξε ο μοναδικός προστάτης χιλιάδων πτωχών. Παν ότι συνέλεγε το εμοίραζε αμέσως. Η αυτοθυσία του θα μείνη αλησμόνητος. Τα οράματα που είδε προ τού θανάτου του. Ήλθε ένας άγγελος και εκάθησε παρά το προσκέφαλό του».
 Θαυμαστοί ιάσεις ασθενών
 Τελευταίο πρέπει να μνημονεύσουμε ότι και θαύμα­τα μαρτυρούνται τελεσθέντα δια των ευχών και της ενώ­πιο τού Κυρίου παρρησίας του. Εις εκδοθέν περί αυτού βιβλίο, υπό τον τίτλο ‘Ο παπα-Νικόλαος Πλανάς:  ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων» (Εκδ. Οίκος Αστήρ Α.Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1965. Πρόλο­γος Φ. Κόντογλου, Επίλογος Άρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου) η συγγραφέας μοναχή Μάρ­θα, εκ τού αμέσου περιβάλ­λοντος τού μακαριστού Γέ­ροντος και τακτική συνοδός αυτού, διηγείται τινά εκ των θαυμάτων των ύπ' αυτού συντελεσθέντων υπό της Χάρι­τος τού Θεού. Περί ενός δ' εξ αυτών (μνημονευομένου εν σελ. 37-38) ο προδιαληφθείς Μητροπολίτης πρ. Παραμυ­θίας Τίτος βεβαιεί ότι έτυχε να είναι παρών ότε συνέβη τούτο, επαληθεύσαντος τού λόγου τού Σωτήρος Χριστού· καν θανάσιμό τι πίωση, ου μη αυτούς βλάψη (Μαρκ. 16, 18). Πρόκειται δε δια το φάρμακον με το οποίον ετέλεσε τη θεία Λειτουργία, όπερ κατά λά­θος παρέλαβε μεθ' εαυτού, αντί τού νάματος (Περιοδ. Εκκλησία, ένθ. άνωτ., έτ. 1966, σ. 631).
 Εν δε τω περιοδικώ ‘Ενορία’ τού Ανδρέου Κεραμίδα, αρθρογραφών περί αυτού ο ιερέας Ιωάννης Αδαμόπου­λος  εφημέριος τού Ι. Ναού Αγ. Κωνσταντίνου Ομονοί­ας, Αθηνών γνωρίσας προσωπικά τον αείμνηστον τω 1930 και συνδεθείς στενά με αυτού ως διάκονος, γράφει το και ανωτέρω μνημονευθέν, ότι παιδάκια αθώα  κατά τας μαρτυρίας πολλών  τον έβλεπαν ιστάμενο υψηλότερο τού εδάφους όταν ιερουργούσεν. Ιστορεί δε και τέσσερα εκ των γνωσθέντων θαυμάτων αυτού, λία χαρακτηριστικά, δύο θαυμαστές ιάσεις ασθενών, θαυμαστήν κάλυψη στρατιώτου εν πολέμω και ημέρωσιν αποθηριωθέντος αμαξηλάτου μετά θεραπείας τού ημιθανούς ίππου του και ανανήψης και μετανοίας τού βλασφήμου εκείνου, όστις εφεξής αφωσιώθηκε εις τον γέ­ροντα και τον πηγαινοέφερνε από το σπίτι του εις τον Προφήτην Ελισαίον. (Περιοδ. Ενορία έ. 1949, σελ. 296 και 313-14). Ικανά ταύτα, νομίζουμε, και ενδεικτικά της αγιότητας τού ανδρός.
 Εν όψει δε πάντων των ανωτέρω, εκ των οποίων διαπιστούται η γενική έξωλθε μαρτυρία της αγιότητας τού ιερέα Νικολάου Πλανά ουδεμία ουδαμόλθε υπήρξε διαμφισβήτηση αυτής. Νωπαί δε είναι εξ άλλου εις τας ακοάς ημών μαρτυρίαι φθάσασαι μέχρις ημών δια στόματος πολλών επιζώντων μέχρι πρότινος πνευματικών αυτού τέκνων και άλλων εκ τού κύ­κλου τού περιβάλλοντος και της με αυτού ανάστροφης ειδότων την αυτού θεάρεστον βιωτήν και πολιτείαν, ευλαβώς εισηγούμεθα την υπό της καθ' ημάς αγιωτάτης Εκκλησίας ανομολόγησιν της αγιότητας αυτού και την ενέργεια των δεόντων δια την υπό της Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, επίσημο ανακήρυξη ταύτης και καθορισμό της εορτίου μνήμης αυτού τη 2α Μαρτί­ου εκάστου έτους, επετείω της τε χειροτονίας αυτού ως πρεσβυτέρου και της μακαρίας κοιμήσεως αυτού εν Κυρίω.
  Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγηση προς τη διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος γύρω από της αναγνωρίσεως της αγιότητας τού οσίου Νικολάου τού Πλανά.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Όσιος Ιωακείμ Παππουλάκης ο Βατοπαιδινός ο εξ Ιθάκης (Κοίμηση 2-3-1868. Ανακομιδή λειψάνων 23-5-1992)

Agios Ioakeim Pappoulakis 2
Γεννήθηκε στον οικισμό Καλύβια της Ιθάκης το 1786. Οί απλοί και ευσεβείς γονείς του ονομάζονταν Άγγελος Πατρίκιος και Αγνή. Στην αγία κολυμβήθρα έλαβε τ’ όνομα Ιωάννης. Επτά ετών ορφάνεψε από μητέρα. Ό πατέρας του ξαναπαντρεύθηκε και η μητριυά του δεν του φερόταν καθόλου καλά. Παρηγορούνταν στα εκκλησάκια του νησιού του. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στην πατρίδα του. Εργάσθηκε στο καράβι του πατέρα του και ενός συμπατριώτη του. Από μικρός αγάπησε την προσευχή, τη νηστεία και την ελεημοσύνη.
Κάποτε το καράβι πού εργαζόταν έφθασε στο λιμάνι της μονής Βατοπαιδίου για εργασίες. Ό μικρός Ιωάννης θαυμάζοντας την ιερότητα του τόπου θέλησε να μείνει για πάντα, ικανοποιώντας ενδόμυχο παιδικό του πόθο ολοκληρωτικής αφιερώσεως στον Θεό. Ενεγράφη δόκιμος στη μονή Βατοπαιδίου το 1803. Μετά από ευδόκιμη δοκιμή εκάρη μοναχός με τ’ όνομα Ιωακείμ, διακρινόμενος στις μοναχικές του υποχρεώσεις, την προθυμία του στα διακονήματα και τον ακέραιο χαρακτήρα του. Κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 εξήλθε με την ευλογία της μονής του στον κόσμο, για να στηρίξει, νουθετήσει και διδάξει τους κατατρεγμένους χριστιανούς στην Πελοπόννησο. Ό πρώτος βιογράφος του οσίου Π. Ραυτόπουλος, αναφέρει πώς εργάσθηκε ιεραποστολικά στην Ηπειρο και στη Στερεά Ελλάδα. Ό π. Γεράσιμος Ζαμπέλης μετά από έρευνα καταλήγει: «Το έργο πάντως του Όσιου Ιωακείμ, ολοκάθαρο και συγκλονιστικό, δεν αφήνει περιθώρια αρνητικών προβληματισμών». Φαίνεται πώς την δια εποχή κυκλοφορούσαν και κάποιοι εκμεταλλευόμενοι τον πόνο των υποδούλων, ώς αγύρτες και λαοπλάνοι.
Περί το 1827 ό όσιος επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ιθάκη, συνδυάζοντας ασκητικό και ιεραποστολικό βίο. Επί μία πενταετία έζησε σε μια λαγγαδιά με αυστηρή άσκηση, πιο πάνω από το χωριό Περαχώρι. Κατόπιν για περισσότερη άσκηση πήγε σε μια σπηλιά στο φαράγγι της Γούβας. Μερικοί χριστιανοί έφθαναν μέχρι τους τόπους των ασκήσεων του, ζητώντας την προσευχή του, τη συμβουλή και την ευχή και ευλογία του. Για πολλούς ήταν ό άγιος Παππουλάκης. Κατέβαινε και εκείνος στα χωριά, για να συνδράμει με τον βιωματικό λόγο του και το ακέραιο παράδειγμα του. Μοιράζοντας όσα του έδιναν, ελεημοσύνη στους φτωχούς, μερικές φορές δίχως να γίνεται αντιληπτός. Τ΄ άφηνε και έφευγε κρυφά. Οι φτωχοί τον αγαπούσαν και μερικοί πλούσιοι τον φθονούσαν, πού τους έλεγχε για τη φιλαργυρία τους.
Με την προτροπή του κτίσθηκε ό ιερός ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ράχης, όπου και στη μονή της μετανοίας του ετιμάτο το Καθολικό στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, της Αγίας Βαρβάρας-Σταυρού, του Αγίου Αθανασίου-Ανωγής και του Τιμίου Προδρόμου-Σπαρτοχωρίου Μεγανησίου. Η σαραντάχρονη παραμονή του στο νησί του ήταν πηγή αστείρευτης και συνεχόμενης ευλογίας. Υπήρξε προστάτης των φτωχών, εμπνευστής μετάνοιας των αμαρτωλών, ισόβιος ασκητής, αληθινός μοναχός.
Προείδε το τέλος του και αποσυρμένος σε μια φιλό ξενη οικία στο Βαθύ της Ιθάκης, άφού εξομολογήθηκε για τελευταία φορά στον Πνευματικό του ιερομόναχο Αγάπιο Δενδρινό, τελείωσε ειρηνικά τον βίο του τα χαράματα της 2ας Μαρτίου του 1868. Το τίμιο λείψανο του μεταφέρθηκε στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου. Στο δεξί του χέρι βρέθηκε ένα χαρτί με την τελευταία του επιθυμία: «Απαιτώ, αγαπητοί μου, να ενταφιασθώ στο Σταυρό, στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, όπισθεν του Αγίου Βήματος, όπου βρίσκεται μυρσίνη φυτευμένη με τα χέρια μου. Αγαθόν το εξομολογείσθαι τω Κυρίω και ψάλλειν τω ονόματι σου Ύψιστε, του αναγγέλειν το πρωί το έλεος σου και την αλήθειάν σου καθ’ εκάστην». Έτσι και έγινε. Όλοι οι κάτοικοι του νησιού ήλθαν να τον αποχαιρετήσουν. Περπάτησαν έξι ώρες για να τον μεταφέρουν στον τάφο του. Τον συνόδευαν και πολλά πουλιά. Ενώ έβρεχε το λείψανο του δεν βράχηκε καθόλου.
Ό όσιος Ιωακείμ είχε πλούσια από τον Θεό χαρίσματα· της προοράσεως και της ιάσεως, καθώς έχουμε πλήθος παλαιών και πρόσφατων μαρτυριών. Η καθαρότητα, η ασκητικότητα και η ταπεινότητά του τον έκαναν δεκτικό δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, τα όποια μοίρασε στους έχοντες ανάγκη πιστούς. Πολλά θαύματα του έγιναν όσο ζούσε, αλλά και μετά την κοίμηση του και μέχρι σήμερα. Αρκετοί έγραψαν περί αυτού.
Στις 23 Μαΐου 1992 κατόπιν διαβημάτων μονής της μετανοίας του προς τον Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης και με την προσωπική συμμετοχή του Καθηγουμένου και αδελφών της μονής πραγματοποιήθηκε στον Σταυρό της Ιθάκης η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του, τα όποια είχαν κιτρινωπό χρώμα και άρρητη ευωδία. Οί κάτοικοι του νησιού πάντα στις καρδιές τους τιμούσαν τον όσιο Ιωακείμ ώς άγιο. Η επίσημη αναγνώριση και αγιοκατάταξή του έγινε άπό το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 19 Μαρτίου 1998. Μέρος των τιμίων λειψάνων και της κάρας του οσίου φυλάσσονται στον ιερό ναό Αγίας Βαρβάρας και το υπόλοιπο μέρος των λειψάνων και της κάρας του στην ιερά μονή Βατοπαιδίου. Πλήρη ασματική ακολουθία, Παρακλητικό Κανόνα, Χαιρετισμούς και εγκώμια συνέταξε ό υμνογράφος Χαραλάμπης Μπούσιας.
Η μνήμη του τιμάται στις 2 Μαρτίου και η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του στις 11 Μαΐου.
Πηγή:
Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου
Άγιον Όρος, 2007

Εορτή του Αγίου Ησυχίου του Συγκλητικού

Εορτή του Αγίου Ησυχίου του Συγκλητικού

Τη μνήμη του Αγίου Ησυχίου του Συγκλητικού τιμά σήμερα, 2 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.
O Άγιος Ησύχιος έζησε στο χρόνια του Γαλερίου Μαξιμιανού, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., και κατείχε το αξίωμα του Συγκλητικού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των Χριστιανών, του προτείνεται να αρνηθεί την πίστη του και να σώσει τη ζωή του και το αξίωμά του.
Όμως ο Ησύχιος δε δίστασε να περιφρονήσει όλες τις τιμές και τις υποσχέσεις και με θαυμαστή προθυμία ομολόγησε τη πίστη του. Τότε ο βασιλιάς εξαγριώθηκε και διέταξε να του αφαιρέσουν τα διάσημα του αξιώματός του και να του φορέσουν ταπεινωτικά ενδύματα και στη συνέχεια τον γελοιοποιεί μπροστά σ' όλους τούς αξιωματούχους.
Όμως, ο Άγιος δέχεται τα πάντα αδιαμαρτύρητα, διότι γνωρίζει ότι οι ανθρώπινες τιμές είναι πρόσκαιρες, ενώ οι ουράνιες τιμές είναι αιώνιες. Εξοργισμένος από την ηρωική στάση του Ησύχιου, ο Μαξιμιανός διατάσσει την θανάτωσή του.
Οι στρατιώτες οδηγούν τον Άγιο στον ποταμό Ορόντη, όπου αφού του έδεσαν μία πέτρα στο λαιμό τον έριξαν στο πλέον βαθύ μέρος. Έτσι αξιώθηκε να γίνει μάρτυρας για την πίστη του στο Χριστό.
Απολυτίκιο:
Ήχος α'. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Άξιας κοσμικής, απορρίψας το κλέος, την δόξαν του Χριστού, ωμολόγησας χαίρων, Ησύχιε πανένδοξε, Αθλητών εγκαλλώπισμα, όθεν έφερες, ώσπερ τιμήν την αισχύνην, και τον θάνατον, εν πνιγμονή των υδάτων, δυνάμει του Πνεύματος.

Ἡ Φιλοκαλία, ὁ μηδενισμός καί ἡ κρίση

π. Νικόλαος Λουδοβῖκος


Σέ περιόδους μεγάλων κρίσεων στούς λαούς, ἡ κύρια ἐργασία τοῦ διανοούμενου ὀφείλει νά εἶναι ἡ ἀνάδειξη ἐκείνων τῶν στοιχείων τοῦ πολιτισμοῦ καί τῶν παραδόσεων πού μποροῦν νά βοηθήσουν στήν ἀνάταξη τῆς συλλογικῆς κατάθλιψης καί τήν ἀναζωπύρωση τῶν ἑστιῶν δημιουργικῆς δράσης.

Αὐτό ἀκριβῶς ἔκαναν αἴφνης ἄνθρωποι σάν τόν Χέγκελ ἤ τόν Γιάσπερς σέ ἀντίστοιχα πολύ δύσκολες στιγμές τοῦ ἔθνους τους. Ἄλλωστε τό νά κατηγορεῖ ἡ Ἰνδία τόν ἰνδουισμό ἤ τό Ἰράκ τόν μουσουλμανισμό γιά τίς κακοτυχίες τους, αὐτό μόνο σέ βαθύτερη παρακμή, λόγω ἀπελπισίας, θά μποροῦσε νά ὁδηγήσει. Σέ στιγμές κρίσης, λοιπόν, ἀναζητοῦμε καταρχήν τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ἐπιτρέπουν τήν ἀναγέννηση καί τήν ἐλπίδα. Ἄραγε αὐτό εἶναι πού κάνει ὁ Στέλιος Ράμφος μέ τό τελευταῖο του βιβλίο, ὅσο καί μέ τό μπαράζ τῶν συνεντεύξεων ποῦ ἀκολούθησε;

Στήν εἰκοσαετία πού διδάσκω στήν τριτοβάθμια θεολογική ἐκπαίδευση, στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, ἔχω συναντήσει μόλις δύο ἤ τρεῖς ἀνθρώπους πού ἔχουν διαβάσει ὁλόκληρη τή Φιλοκαλία. Τό βιβλίο αὐτό, πού δημιουργήθηκε ἀπό μοναχούς γιά μοναχούς, ἐκδόθηκε μετά τό '60 στήν Ἑλλάδα καί διαβάστηκε γενικῶς ἐλάχιστα. Τό πρόβλημα ὡστόσο εἶναι πώς τό περιεχόμενό του ἐλάχιστα ταυτίζεται μέ αὐτό πού προτείνει ὁ Ράμφος. 

Καταρχήν ἡ Φιλοκαλία δέν περιέχει μόνο μία ἀνθρωπολογία, ἀλλά σειρά ἀνθρωπολογιῶν, μέ σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ἀνταποκρίνονται στή μακρά ἐξέλιξη δεκατεσσάρων αἰώνων: εἶναι ἐντελῶς διαφορετική ἡ Πλατωνίζουσα καί καθαρά νοησιαρχική ἀνθρωπολογία καί γνωσιολογία τοῦ συγγραφέα τῶν ἀπόψεων τοῦ Ἀντωνίου ἤ τοῦ Εὐάγριου (Νεῖλος ὁ Ἀσκητής), ἀπό τή μυστηριοκεντρική ἀνθρωπολογία τοῦ Μάρκου τοῦ Ἀσκητῆ, ἤ τόν ἐσωτερισμό τοῦ Μακάριου, ἤ ἀκόμα, φυσικά, ἀπό τόν μοντέρνο ψυχοσωματικό ὁλισμό τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ καί τήν ἱερή σωματοκεντρικότητα τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Εἶναι ἐντελῶς παράδοξη ἄλλωστε ἡ θέση τοῦ Ράμφου πώς ὁ ἀνατολικός χριστιανισμός δέν διαθέτει κἄν ἀνθρωπολογία: ἡ ἀπόλυτη ἰσότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ στή Δ' Οἰκουμενική Σύνοδο, καθώς καί ὁ μακρύς ἀντί-μονοφυσιτικός ἀγώνας, πού κατέληξε στή λαμπρή διατύπωση τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας τῆς ἀνθρώπινης βούλησης, γιά πρώτη φορά στήν Ἱστορία, στόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τή Στ' Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐνάντια στήν παθητικότητα τῆς βουδιστικῆς Ἀνατολῆς, θά ἀρκοῦσαν γιά νά τό ἀποδείξουν αὐτό. Ὑπάρχει μιὰ διαδικασία ὡρίμανσης τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας, τῆς ὁποίας τά ἴχνη φαίνονται καί στή Φιλοκαλία καί πρός τήν ὁποία σήμερα στρέφεται τό ἐνδιαφέρον πολλῶν εἰδικῶν στή Δύση. 

Πέραν αὐτῶν καμιά πρωτοκαθεδρία τοῦ αἰσθήματος δέν ἐπιτρέπει ἡ Φιλοκαλία. Τόσο τό αἴσθημα ὅσο καί ὁ νοῦς περιορίζονται, στή διαδικασία τῆς προσευχῆς, τόσο ὅσο χρειάζεται γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ πιθανή εἰδωλοποιητική τους λειτουργία - κυρίως μάλιστα τοῦ αἰσθήματος! Παραμένει βεβαίως παράδοξη ἡ θέση τοῦ Ράμφου πώς μηδενιστής εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰσθήματος• κατά τόν Χάϊντεγκερ (στό ἔργο του γιά τόν Νίτσε) αἰτία τοῦ μηδενισμοῦ εἶναι μᾶλλον, ἀντιθέτως, ἡ αὐτοτοποθέτηση τοῦ σκεπτόμενου ὑποκειμένου ὡς προϋπόθεση κάθε ἀντικειμενικῆς μεταφυσικῆς του Εἶναι - καί ἡ βούληση γιά δύναμη πού ἀκολουθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰσθήματος δέν εἶναι μηδενιστής, ἀντίθετα πιστεύει σέ ἀξίες. Γίνεται μηδενιστής ὅμως ὅταν γίνει φίλαυτος, ὅταν χάσει δηλαδή τήν κοινότητα. Ἀλλά αὐτός ὁ «θερμός» μηδενισμός θεραπεύεται μᾶλλον πιό εὔκολα ἀπό τόν «ψυχρό» μηδενισμό τοῦ λογικισμοῦ. 

Τό μεγαλύτερο ὅμως σφάλμα εἶναι τό νά ταυτίζει κανείς τή Φιλοκαλία μέ τόν ὀρθόδοξο χριστιανισμό ἐν γένει, ἤ ἀκόμα μέ τόν τρόπο βίωσης τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας ἀπό μέρους τῶν πιστῶν ἀνά τούς αἰῶνες. Ὑπάρχει σχέση ἀλλά ὄχι ταύτιση. Πέραν αὐτοῦ, ἄλλωστε, γιά νά μείνουμε στό θέμα μας, ἡ Ἑλλάδα κατά τόν τελευταῖο αἰώνα ὑπέφερε πολύ περισσότερο ἀπό τόν ἠθικισμό, τόν εὐσεβισμό καί τόν νομικισμό πού ἔφεραν κάποιες ὀργανώσεις, παρά ἀπό τή Φιλοκαλία, πού ἀγνοεῖ ὅλα τά παραπάνω! 

Ποιά εἶναι τά στοιχεῖα τῆς Φιλοκαλίας ὅμως πού θά μποροῦσαν νά βοηθήσουν μιὰ σύγχρονη ἀνθρωπολογία ἡ ὁποία θά μποροῦσε ἐπίσης νά ὁδηγήσει καί σέ ἱστορική ἀνάπτυξη; Ἀναφέρω μερικά ἐπιγραμματικά: ἡ ἔμφασή της στήν ἀνάγκη ρεαλιστικῆς αὐτογνωσίας (κάτι στό ὁποῖο περιλαμβάνεται καί τό ἀσυνείδητο), ἡ ἔμφαση στήν ἀνάγκη κοινωνικοποίησης τοῦ φίλαυτου θελήματος, ὁ τελικός τονισμός τῆς ψυχοσωματικῆς ὑφῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀνάγκη ψυχοσωματικῆς μετοχῆς/συναλήθευσης τοῦ ἀνθρώπινου ὅλου, ἡ ἀποφασιστική συναίρεση ἀτομισμοῦ-κοινωνικότητας καί συν-εὐθύνης ὅλων γιά ὅλα καί ὅλους. Δέν εἶναι καλύτερα νά ἀρχίσουμε νά συζητοῦμε αὐτά παρά ὁτιδήποτε ἄλλο; 



(Ὁ π. Νικόλαος εἶναι ἀναπληρωτής καθηγητής στήν Ἀνώτατη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Θεσσαλονίκης, ἐπισκ. καθ. στό Ὀρθόδοξο Ἰνστιτοῦτο τοῦ Κέμπριτζ, ἐπίκ. καθ. στό Πάν/μιο Οὐαλίας)


πηγή

Τρίτη, Μαρτίου 01, 2016

Πόση ώρα να Προσεύχομαι; (Υπέροχο δίδαγμα)

Πόση ώρα να Προσεύχομαι; (Υπέροχο δίδαγμα)
Πόση ώρα να προσεύχομαι;
Ρώτησα κάποτε ένα νέο 16 ετών:
-Αγαπάς, παιδί μου, το Θεό;
-Τον αγαπώ πολύ, πάτερ μου, μου απάντησε αυθόρμητα.
-Προσεύχεσαι σ’ Αυτόν τακτικά;
-Όχι! μου είπε με ειλικρίνεια.
Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να συλλάβει την αντίθεση που υπήρχε μεταξύ των δύο απαντήσεών του. Γιατί είναι αδύνατον να αγαπά κανείς πραγματικά το Θεό και να μην προσεύχεται.
Αν έχεις ένα φίλο εξαιρετικά αγαπητό, δεν προσπαθείς να βρεις τρόπους να επικοινωνείς συχνά μαζί του και να συζητάς διάφορα ζητήματα; Έτσι δεν είναι;
Παρακολούθησε, παιδί μου, αυτούς τους αριθμούς που θα σου πω. Είναι εξακριβωμένοι. Ένας άνθρωπος που πέθανε 70 ετών διέθεσε τα χρόνια της ζωής του ως εξής: 15 χρόνια εργάσθηκε, 20 κοιμήθηκε, 2 έτρωγε, 1 ντυνότανε, 9 μήνες πλυνότανε, 7 μήνες ξυριζότανε, 4 μήνες καθάριζε τη μύτη του, 2 μήνες τα δόντια του κλπ.
Παρατήρησες κάτι; Όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω αφορούν εξωτερικές ασχολίες. Φροντίδες και μέριμνες για το σώμα.
Όταν όμως, παιδί μου, παρουσιασθείς ενώπιον του Θεού πολύ διαφορετικός θα είναι ο λογαριασμός τον οποίο θα υποχρεωθείς να κάνεις. Θα σε ρωτήσει τότε ο δίκαιος Κριτής:
«Πόσα καλά έκανες; Πόσα κακά;»
«Πόσα καθήκοντα εκτέλεσες και πόσα όχι;»
«Πόσον καιρό προσευχόσουν;»
Μέσα σ’ ένα χρόνο η καρδιά σου χτύπησε 36.792.000 φορές. Απ’ το τεράστιο αυτό ποσό, πόσους παλμούς διέθεσες για το Θεό σου;
«Μα πόσο λοιπόν πρέπει να προσεύχομαι;»
Πρέπει να ξέρεις, παιδί μου, πως ο Θεός δεν υπολογίζει την προσευχή με τη χρονική της διάρκεια, αλλά με το ζήλο, με τη διάθεση, με την καρδιά. Μια μικρή, ζωντανή, ολόθερμη προσευχή αξίζει πολύ περισσότερο από μια άτονη, τυπική, ξερή, έστω και πολύωρη.
Εκείνο που προέχει είναι ο ζήλος και η θερμή διάθεση της καρδιάς. Κάνε την πρωινή και βραδινή σου προσευχή. Μην παραλείπεις όμως καθ’ όλη την ημέρα πολλές φορές να στρέφεις τη σκέψη και την καρδιά σου στο Θεό.
Θα ‘ναι, παιδί μου, ευλογημένη η μέρα σου, όταν τις πρώτες σου τις σκέψεις τις αφιερώνεις στο Θεό. Κι ο ύπνος σου θα είναι ήρεμος και γαλήνιος όταν, πριν παραδοθείς στα χέρια του, στρέψεις και πάλι σ’ Αυτόν τους λογισμούς σου.
Δε σου συνιστώ να προσεύχεσαι στο κρεβάτι! Αν όμως δεν πρόκειται καθόλου να προσευχηθείς αλλιώς, τότε μη σταματήσεις τη συνήθειά σου. Πιστεύω όμως ότι κι εσύ δε θα το βρίσκεις τόσο σωστό, να συνομιλείς με το Θεό και Κύριό σου, και να ‘σαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου! Αφήνω πως μπορείς να πάθεις, αυτό που πολλοί νέοι το παθαίνουν, να μην προλάβεις δηλαδή να τελειώσεις την προσευχή σου και… να σε πάρει ο ύπνος!
Σαν φρόνιμος λοιπόν νέος, κάνε την πρωινή σου προσευχή αφού ντυθείς και τη βραδινή σου πριν βγάλεις τα ρούχα σου. Κατόπιν δε, όταν θα πέσεις στο κρεβάτι, εξακολούθησε, αν θέλεις, τις ευσεβείς σου σκέψεις· θα κοιμηθείς έτσι πιο γαλήνια.
Ξέρεις εκείνο το σοφό γνωμικό που λέει «Τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει, αν δεν το ευλογήσει ο Θεός»;
Εάν λοιπόν τις μέρες σου δεν τις αρχίζεις ζητώντας τη βοήθεια του Θεού, πώς περιμένεις την ευτυχία;
Κοίταξε γύρω σου, παιδί μου. Όλα τα πλάσματα με το δικό του το καθένα τρόπο, προσεύχονται κι υμνούν τον πάνσοφο Δημιουργό.
Τα φυτά ανοίγουν τ’ άνθη τους και στέλλουν το ζωογόνο άρωμά τους στο Θρόνο του Πλάστη.
Τα πουλιά με τις γλυκές μυριότονες φωνές τους, ποιον άλλον παρά τον Παντοδύναμο υμνούν;
Γι’ Αυτόν βομβίζει η μέλισσα.
Γι’ Αυτόν πετά χαρούμενη η πεταλούδα.
Αυτόν δοξάζουν με τη λάμψη τους οι αστραπές.
Αυτόν υμνολογούν και οι βροντές μ’ όλο το τρομερό τους μεγαλείο.
Ναι! ολόκληρη η φύση θερμά προσεύχεται σ’ Αυτόν, αν και δεν έχει τη συναίσθηση αυτού που κάνει. Κι εσύ, παιδί μου, άνθρωπος με θέληση ελεύθερη, θα αρνηθείς αυτό που πρόθυμα εκτελεί η άλογη φύση;
«Το πιο όμορφο πράγμα που μπορείς ν’ αντικρίσεις στον κόσμο είναι ο άνθρωπος που προσεύχεται».
Αυτή η πρόταση είναι πολύ σωστή. Εκείνος που προσεύχεται ζει σ’ έναν άλλο κόσμο. Άφθονη αναπνέει τη χάρη του Θεού και ξεδιψάει απ’ το γλυκύτατο νερό της θείας παρουσίας.
Σου είπα, παιδί μου, πιο πάνω, ότι η φύση ολόκληρη προσεύχεται. Θέλησα να σου κάνω ένα συμβολισμό, γιατί η προσευχή η αληθινή είναι προνόμιο του ανθρώπου. Μόνο αυτός μπορεί συνειδητά να ανυψώνει την ψυχή του στο Θεό, και να συνομιλεί μαζί Του.
Είναι αλήθεια τιμή μεγάλη για τον άνθρωπο η προσευχή· κι αυτή είναι ένα ακόμη στοιχείο που κάνει να ξεχωρίζει ο άνθρωπος απ’ τ’ άλλα τα δημιουργήματα.
Όταν προσεύχομαι, βρίσκεται σ’ έξαρση η ψυχή μου! Ουράνια αισθήματα με πλημμυρίζουν. Χαρά, ευγνωμοσύνη, αγάπη. Όλα τα νιώθω στον υπέρτατο βαθμό. Πώς λοιπόν να μη δοξολογήσω το Θεό μου για το υπέροχο αυτό δώρο Του;
Με τα φτερά της προσευχής, μπορούμε ν’ ανεβούμε σε ύψη δυσθεώρητα. Μπορούμε να πετάξουμε μέχρις αυτόν τον θρόνο του Θεού, μακριά από τον κόσμο με τις τόσες του μικρότητες.
Με τα φτερά της προσευχής φθάνουμε εκεί, όπου άπληστα χαιρόμαστε το ζωογόνο αέρα της θείας παρουσίας.
Η προσευχή είναι πηγή δυνάμεως για τον αγώνα το σκληρό που φέρνει εμπρός μας η κάθε μέρα.
Λες και αλλάζει ο εαυτός σου, όταν πετάς με τα φτερά της προσευχής.
Έλα λοιπόν, παιδί μου!
Σαν έρχονται οι θλίψεις και σε χτυπούν σα μανιασμένες θύελλες, πέσε στα γόνατα κι άνοιξε την καρδιά σου στον Πατέρα σου.
Μετά την προσευχή θα δεις πόσο θα είσαι αλλαγμένος! Γαλάζιο θα τον βλέπεις τώρα τον ουρανό κι η θάλασσα θα έχει γαληνέψει.

Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου,
εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται.
Ερεί τω Κυρίω· αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου,
και ελπιώ επ᾿ αυτόν,
ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών
και από λόγου ταραχώδους.
εν τοις μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι,
και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς·
όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού.
Ου φοβηθήση από φόβου νυκτερινού,
από βέλους πετομένου ημέρας,
από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου,
από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού.
Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου,
προς σε δε ουκ εγγιεί·
Πλην τοις οφθαλμοίς σου κατανοήσεις
και ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει.
Ότι συ, Κύριε, η ελπίς μου·
τον ῞Υψιστον έθου καταφυγήν σου.
Ου προσελεύσεται προς σε κακά,
και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου.
Ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται
περί σού του διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταίς οδοίς σου.
[Από τον 90ο Ψαλμό]

Αυτές οι σκέψεις που γεμίζουν παρηγοριά την ψυχή σου γράφτηκαν απ’ τον μεγάλο εκείνο εστεμμένο Ψαλμωδό, κι είναι ένα άριστο βοήθημα γι’ αυτούς που θέλουν να βαδίζουν στη ζωή τους ίσια και τίμια.
Και εσύ, παιδί μου, είσαι ασφαλώς ένας από αυτούς. Γι’ αυτό έχεις μεγάλη ανἀγκη από τη χάρη του Θεού, που ένας μόνο τρόπος υπάρχει να την κερδίσεις. Η προσευχή.
Μη στερείς λοιπόν, παιδί μου, την ατίμητη ψυχή σου απ’ τη ζωογόνα αναπνοή της, αλλά προσεύχου, προσεύχου με ζήλο, ώστε να έλθει η μυριοπόθητη μέρα που θα στεφανωθείς με το στεφάνι της δόξης.
(Από το βιβλίο του Tihamer Toth «Αντίθετα στο ρεύμα» των εκδόσεων «Φώς»)

Πώς μαλακώνει μια σκληρή καρδιά;(Από το βίο του Αγ.Νικολάου Πλανά)






Στην οικογένεια που συχνότατα πήγαινε ο Παππούς (άγιος Νικόλαος Πλανάς), τον χώρο τους εντός της αυλής τον είχε νοικιάσει ένας τσαγκάρης κομουνιστής, εκ των σημαινόντων στελεχών. Το μίσος του προς όλους, και εξαιρετικώς προς τους ιερείς, δεν είχε όρια. Εκεί που εργαζόταν παραληρούσε μονολογώντας, από πού θα αρχίσει με την παρέα του να σφάζουν τους παππάδες.
Και έλεγε:
- «Πρώτα – πρώτα, θα σφάξουμε τους παπάδες της Ζωοδόχου Πηγής».
Και έλεγε συνέχεια και για τους άλλους. Όπως σας είπα αυτός εργαζόταν εντός της αυλής. Ο Παππούς με την καλοσύνη του πήγε κοντά του και του λέει:
- «Καλησπέρα, παιδί μου».
Εκείνος, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από την δουλειά του, κάτι μουρμούρισε. Το άλλο Σάββατο πήγε πάλι ο Παππούς:
- «Καλησπέρα, Λουκά μου».
Εκείνος του απάντησε «καλησπέρα», και πάλι χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Σε τρίτη επίσκεψη, του λέει πάλι ο Παππούς:
- «Καλησπέρα, Λουκά μου, τι κάνεις παιδί μου»;
Εδέησε να πει «καλά, παππού».
Συνέχεια ο Παππούς να τον επισκέπτεται εκεί που δούλευε, ώσπου έσπασε ο πάγος. Σηκώνεται από τη δουλειά του, τού ασπάζεται με σεβασμό το χέρι, και λέει σε μας:
- «Όταν θα σκοτώσουν τους παπάδες, εγώ θα πω για τον παπα-Νικόλα να μην τον σκοτώσουν. Και όχι μόνο θα πω, αλλά θα τον περιφρουρήσω».
Κατόπιν όταν ερχόταν ο Παππούς, έσπευδε αυτός να τον συναντά και να του φιλά το χέρι. Ούτε ήξερε ο Παππούς τις προθέσεις του, ούτε από κομμουνισμό είχε ιδέα, ούτε και την μεταβολή του κατάλαβε -έτσι νομίζουμε εμείς.- Ποιος ξέρει πώς έβλεπε αυτός με το διορατικό της ψυχής του.

Λοιπόν, ο κομμουνιστής αυτός, όσα κηρύγματα και αν άκουγε και όσες συμβουλές να του έλεγαν, τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να επιδράσει στην πωρωμένη ψυχή του, όσο η αγαθότητα του πολιού αυτού γεροντάκου, με το να τον επισκέπτεται όρθιος κάθε φορά, αδιαφορώντας αν αυτός κατ’ αρχήν τον περιφρονούσε. Με την ευχούλα του Παππούλη μετανόησε. Και όταν σε λίγο καιρό αρρώστησε με μία ασθένεια (παράλυση των κάτω άκρων των ποδιών του) και πέθανε σε ηλικία 30 ετών, εκοιμήθη ως καλός χριστιανός και χωρίς να… σκοτώσει κανέναν.
Αυτήν την επίδραση είχε η φυσιογνωμία του Παππού σε όσους τον γνώριζαν. Και για αυτό δεν είχε εχθρό κανέναν. Μόνο τον σατανά, αλλά και αυτόν τον εκμηδένιζε δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που είχε εγκατασταθεί στην ψυχή του».
''Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς'', εκδόσεις Αστήρ σελ. 62-63

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...