Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016

Αἰώνιος θάνατος – «εἰς αὔριον τὰ σπουδαία»




Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀμετανοησίας ἀπορρίπτουν τόν Χριστόν δι᾽αὐτό δέν ἔχουν ἀνάπαυσιν καί εἰρήνην. Ἔχουν νομιζομένην ἡσυχίαν. Ἡ στιγμή τῆς πραγματικῆς ἡσυχίας δέν εἶναι ἐκείνη πού κοιμώμεθα, ἀλλά ἐκείνη πού κοιμᾶται ἥσυχη ἡ συνείδησίς μας.

Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀντί νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν γίνονται ἑαυτομάχοι- "αὐτοκτονοῦν". Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ εἰς τήν σωτηρίαν, ἡ δέ ἀναβολή αὐτῆς εἶναι ἐκ τοῦ διαβόλου καί ἔχει ὀλέθρια ἀποτελέσματα.

Νά μήν ἀπελπιζώμεθα, ἀλλά οὔτε νά ἀναπαυώμεθα καί νά ἀναβάλλωμε τήν μετάνοιάν μας.

Εἶπε Γέρων: «Ἄν σοῦ πῇ ὁ λογισμός "ἔχεις χρόνο νά μετανοήσῃς, μπορεῖς ἀκόμη καί αὔριο", ἐσύ νά τοῦ πῇς" μετανοῶ, ἀμέσως τώρα, γιατί στή μετάνοια δέν ὑπάρχει αὔριο, ἀλλά χθές"».
Τό βιβλίον τοῦ Προφήτου Δανιήλ περιγράφει τό τέλος ἐκείνων πού ζοῦν εἰς τήν ἁμαρτίαν ἀλλά καί ἀναβάλλουν τήν μετάνοιάν των: Ἐπάνω εἰς τό γεῦμα καί τό γλέντι, κατά τρόπον θαυμαστόν καί ἐνώπιον ὅλων τῶν συνδαιτυμόνων, ἐνεφανίσθησαν δάκτυλα ἀνθρωπίνης...
χειρός πού ἔγραψαν στόν τοῖχο τῆς αἰθούσης ἀνεξήγητες λέξεις: «Μανή, Θεκέλ, Φάρες». Δηλαδή "ἐμετρήθης, ἐζυγίσθης καί εὑρέθης ἐλλειπής". Τήν ἑρμηνείαν τήν ἔδωσε ὁ Προφήτης Δανιήλ, ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν Βαλτάσαρ (Βασιλεύς τῆς Βαβυλῶνος) εἰς μετάνοιαν.

Τό τραγικόν ὅμως εἶναι, ὅτι ὁ Βαλτάσαρ παρ᾽ ὅ,τι ἐπίστευσε τόν Προφήτην, δέν μετενόησε. Ἐμπρός εἰς τό γλέντι ἀνέβαλε τίς ἀποφάσεις του διά τήν ἑπομένην. «Ἐς αὔριον τά σπουδαῖα» εἶπε εἰς παρομοίαν περίπτωσιν κάποιος ἄλλος. Ἀλλά τό αὔριον δέν ἦλθε ποτέ. Τήν ἰδίαν νύκτα ὁ Βαλτάσαρ ἐφονεύθη ὑπό τῶν Μήδων, οἱ ὁποῖοι κατέλαβον τήν Βαβυλῶνα.
Καί ἄν ἔχωμε χαθῆ λοιπόν εἰς τόν θανάσιμον λαβύρινθον τῆς ἁμαρτίας, ἐπιβάλλεται δίχως ἀπελπισίαν ἀλλά καί δίχως ἀναβολήν νά ψάξωμε νά βροῦμε τήν ἔξοδον, πού ὁδηγεῖ εἰς τήν Ἀλήθειαν πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὄχι ἐπειδή ἡ Ἀλήθεια χάθηκε - οὐδέποτε ἡ Ἀλήθεια χάνεται -, ἀλλά διότι ἐμεῖς εἴμεθα χαμένοι.

To είδαμε εδώ

Ταπείνωση καὶ παγίδες τοῦ διαβόλου



Ἡ ταπείνωση μοιάζει μὲ τὸν ἀνελκυστήρα ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πατέρες τὴν ὀνομάζουν «ὑψοποιό». Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ταπεινὸ φρόνημα εἶναι ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ, ποὺ τὸν θέτει πάντοτε ὑπὸ τὴν προστασία Του. Μᾶς τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος διὰ τοῦ στόματος τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Ἐπί τινα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ εἰ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου» (Ἡσ. ξστ΄ 2). Καὶ τοῦτο γιατὶ ὡς ἀρετὴ ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἄλλων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παροτρύνει νὰ ἐνδυθοῦμε «σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν» (Κολασ. γ΄ 12). 

Ἡ ταπεινοφροσύνη πηγάζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ διαφέρει ἀπὸ τὴν ταπεινολογία ἢ τὴν ταπεινοσχημία ποὺ ὄχι μόνο δὲν χαριτώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν κάνει μισητὸ στὸν Θεό μας, ὁ ὁποῖος «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 5). Ὁ Γέροντάς μας Γαβριήλ, ἀπὸ τὴν Κύπρο, μᾶς νουθετοῦσε λέγοντας: «Ὀφείλουμε μὲ ταπείνωση νὰ διερχόμεθα τὶς ἡμέρες μας καὶ ὅλη μας τὴ ζωὴ μὲ ἀγάπη πρὸς πάντας ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». Καὶ αὐτὴ ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας προϋποθέτει ταπείνωση. Ἡ ὁμολογία ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχει· καὶ ἄν παραλείψουμε κάτι ὁ πνευματικὸς δὲν ἔχει εὐθύνη· ὁ Θεὸς τὰ ξέρει ὅλα καὶ ὁ ἐξομολογούμενος ταπεινώνεται καὶ μισθὸ παίρνει γιὰ τὰ χάρισμα τῆς ταπεινοφροσύνης.

Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος δὲν κρύβει μέσα του καθαρότητα, ἀλλὰ βόρβορο ἀνομιῶν, πλεονεξίας, φθόνου, μίσους, μισαλλοδοξίας, κακίας, ἐμπαθείας καὶ γίνεται κατοικητήριο ἀκαθάρτων πνευμάτων. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μόνο στοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὺς ποὺ διαπνέονται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ θυσιαστικὸ φρόνημα. Ὅταν ἱκανοποιοῦμε τὸ δικό μας θέλημα ἔχουμε ἐγωϊσμὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγαποῦμε. Ὁ Θεὸς θέλει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἔχουμε ταπείνωση, γιὰ νὰ ἀναπληρώσουμε τὸ «ἐκπεσὸν τάγμα» τοῦ ἑωσφόρου. Αὐτὸ τὸ ξέρει καὶ ὁ διάβολος, γι᾽ αὐτὸ ἀπὸ μικρὰ ἀκόμη παιδιὰ μᾶς πειράζει καὶ βάζει μέσα μας τὸ δηλητήριο τῆς ὑπερηφανείας, γιὰ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ προχωροῦμε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. 

Ὁ ταπεινὸς ἅγιος Γέροντας Διονύσιος, ὁ Κολιτσιώτης, τόνιζε ἰδιαίτερα, ὅτι πρέπει νὰ πολεμοῦμε τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ νὰ ἀγαποῦμε τὴν ταπείνωση ποὺ φέρνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας. Συνήθιζε νὰ λέει ὅτι, «ἂν ἔχεις ταπείνωση, ἔχεις ὅλες τὶς ἀρετὲς μέσα σου. Ὁ Σατανᾶς μᾶς πολεμάει νύχτα καὶ ἡμέρα μὲ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγωϊσμὸ δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ καὶ μένει πάντα μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Τὸ ταπεινὸ φρόνημα φέρνει τὸ θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν διάκριση».

Ὁ Γέροντας Διονύσιος ἦταν κάτοχος τῆς μεγαλύτερης ἀρετῆς ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση, τῆς ἀρετῆς τοῦ «δοῦλος Θεοῦ εἰμι». Λέγεται ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀπὸ τὸ Ἔσσεξ σὲ μιὰ σύναξη ρώτησε ποιὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή. Ὁ ἕνας εἶπε ἡ ταπείνωση. Ὄχι τοῦ ἀπάντησε. Ἄλλος εἶπε ἡ ἀγάπη. Ὄχι πάλιν εἶπε. Ἄλλος ἀνέφερε τὴν ὑπακοή. Οὔτε αὐτὴ ξαναεῖπε. Ἐ, τότε ποιὰ εἶναι, τοῦ εἶπαν. Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ ἀπάντησε, εἶναι ἐκείνη τὴν ὁποία ὁ Κύριος, μᾶς δίδαξε λέγοντας ὅτι «ὅταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα ὑμῖν, δηλαδὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση καὶ ὑπακοή, νὰ λέτε ὅτι, «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅ,τι ὀφείλωμεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ΄ 10). Κάποτε ρωτήθηκε ὁ Γέροντας Διονύσιος: «Γέροντα ποιὸς εἶναι ὁ βασικός σας ἀγώνας σὰν ἀσκητής; Οἱ ἀγρυπνίες, οἱ μετάνοιες, ἡ εὐχή, ἡ διακονία»; 

Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε. «Προσπαθῶ νὰ μὴν κατακρίνω κανένα, νὰ μέμφομαι τὸν ἑαυτό μου ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ἔχω χρέος νὰ κάνω σὰν δοῦλος Χριστοῦ. Ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ αὐτομέμφεστε, ὅτι εἶστε οἱ πιὸ ἁμαρτωλοί, ἔστω κι ἂν κάνετε ὅλες τὶς ἀρετές, ἔστω κι ἂν τηρεῖτε ὅλες τὶς ἐντολές. Νὰ σκέφτεστε ὅτι εἴσαστε δοῦλοι Χριστοῦ καὶ κάνετε αὐτὸ ποὺ ἔχετε χρέος νὰ κάνετε».

Οἱ ἄνθρωποι, ἔλεγε ὁ Γέροντας, «καλὸ εἶναι νὰ ἀποκτοῦν ὡς θεμέλιο τὴν ταπεινοφροσύνη! Δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας στεροῦνται ταπεινοῦ φρονήματος καὶ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους, ἀκόμη ἀπὸ τὴ βρεφική τους ἡλικία, μὲ ἀλαζονεία. Τοὺς καυχησιολογοῦν καὶ τοὺς ἀποτυπώνουν στὴν ψυχή τους τὴν ἀντίληψη ὅτι εἶναι “ξεχωριστὰ παιδιά”, εἶναι μοναδικὰ παιδιά, εἶναι πριγκηπόπουλα, καὶ ἔτσι σακατεύουν τὴν εὐαίσθητη ψυχή τους. Βάζουν μέσα τους τὴ σφραγίδα τῆς ἀλαζονείας, ἀπὸ τὴν ὁποία μὲ πολὺ μεγάλη δυσκολία καὶ κόπο ἀπαλλάσσονται. 

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, πίστευε ὅτι μόνη της ἡ ταπείνωση ἔχει τὴ δύναμη νὰ νικήσει τοὺς δελεασμοὺς τοῦ πονηροῦ, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνοιχτὴ πύλη τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη διέκρινε καὶ τὸν Γέροντα Διονύσιο τῆς Κολιτσοῦς, ὁ ὁποῖος ὅταν ἐπιτιμοῦσε κάποιον ἀδελφό, πράγμα ποὺ τὸ ἔκανε πολὺ σπάνια, δὲν ἔλεγε ὅπως ἐμεῖς, ἀνόητε, βλάκα, χαζέ, ἀναίσθητε, καὶ ἄλλα παρόμοια, ἀλλὰ ἔλεγε τὴν ἑξῆς φράση ποὺ δὲν ἔθιγε: «Βρέ, μὴ θεοποιημένε μὲ τὸ μυαλό!». Αὐτὸς ὁ τρόπος ἐπιτιμήσεως ἐξέφραζε τὴν μὲ ταπείνωση ἀγάπη καὶ διάκριση τοῦ Γέροντος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς τὸ νοῦ του στὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη του τοῦ ἀπαγόρευε νὰ κρίνει τὸν ἀδελφό του. 

Ἡ ταπείνωση ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ διαλύει τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ σὸκ γιὰ τὸν διάβολο. Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, δὲν ἔχει θέση ὁ διάβολος. Καὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει διάβολος δὲν ὑπάρχουν πειρασμοί. Μιὰ φορὰ ἕνας ἀσκητὴς ζόρισε ἕνα ταγκαλάκι νὰ πεῖ τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός…» Εἶπε τὸ ταγκαλάκι «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος» καὶ σταμάτησε ἐκεῖ. Τὸ «ἐλέησον ῆμᾶς» δὲν τὸ ἔλεγε. Πές: «ἐλέησον ἡμᾶς», ἐπέμενε ὁ ἀσκητής. Ἐκεῖνο τίποτα! Ἂν τὸ ἔλεγε, θὰ γινόταν Ἄγγελος. Ὅλα τὰ λέει τὸ ταγκαλάκι, τὸ «ἐλέησον ἡμᾶς» δὲν τὸ λέει, γιατὶ χρειάζεται ταπείνωση. Τὸ «ἐλέησόν με» κρύβει ταπείνωση καὶ μὲ αὐτὴ δέχεται ἡ ψυχὴ τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ ζητάει.

Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ταπείνωση, ἀγάπη καὶ ἀρχοντιὰ χρειάζονται. Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλᾶ. Ἐμεῖς τὰ κάνουμε δύσκολα. Ὅσο μποροῦμε στὴ ζωή μας νὰ κάνουμε ὅ,τι εἶναι δύσκολο στὸ διάβολο καὶ εὔκολο στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση δυσκολεύουν τὸν διάβολο καὶ εὐκολύνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἕνας φιλάσθενος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἄσκηση, μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν διάβολο μὲ τὴν ταπείνωση. Σὲ κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει Ἄγγελος ἢ ταγκαλάκι. Πῶς; Μὲ τὴν ταπείνωση ἢ τὴν ὑπερηφάνεια. Μήπως χρειάσθηκαν ὦρες γιὰ νὰ γίνει ὁ Ἑωσφόρος ἀπὸ Ἄγγελος διάβολος; Μέσα σὲ δευτερόλεπτα ἔγινε ἡ κάκιστη ἀλλοίωση καὶ ἡ πτώση. Ὁ εὐκολότερος τρόπος γιὰ νὰ σωθοῦμε εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση νὰ ἀρχίσουμε τὸν ἀνηφορικὸ τῆς ἀρετῆς Γολγοθᾶ καὶ νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι Κυρηναῖο μας θὰ ἔχουμε πάντοτε τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας. 

Ὅταν μᾶς ταπεινώνουν οἱ ἄλλοι καὶ τὸ δεχόμαστε, τότε ἔχουμε πραγματικὴ ταπείνωση ποὺ δὲν μένει στὰ λόγια, ἀλλὰ γίνεται πράξη. Μιὰ φορὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ὁ Αἰτωλός, ρώτησε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεἶ γύρω του: «Ποιός ἀπὸ ἐσᾶς δὲν ἔχει ὑπερηφάνεια;». «Ἐγώ», εἶπε κάποιος. «Ἔλα ἐδῶ ἐσὺ ποὺ δὲν ἔχεις ὑπερηφάνεια, τοῦ λέει. Κόψε τὸ μισὸ μουστάκι καὶ πήγαινε στὴν πλατεία». «Ἀ, αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω», τοῦ ἀπαντᾶ. «Ἐ, τότε δὲν ἔχεις ταπείνωση», τοῦ λέει. Ἤθελε μὲ αὐτὸ ὁ Ἅγιος νὰ πεῖ, ὅτι χρειάζεται ἔμπρακτη ταπείνωση.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν ἑαυτό του πιὸ κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους τότε βγαίνει ἐπάνω στὸν Οὐρανό. Ἐμεῖς, δυστυχῶς, συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ βγάζουμε συμπεράσματα ὅτι εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπὸ ἐκείνους. Ὅταν ποῦμε «Δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτόν», μοιάζουμε μὲ τὸ Φαρισαῖο ποὺ ἔλεγε στὸ Θεό: «Δὲν εἶμαι σὰν κι’ αὐτὸν τὸν Τελώνην». Ἀπὸ τὴ στιγμή, ὅμως, ποὺ ἔχουμε τὸ λογισμό, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι κατώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, δὲν μποροῦμε νὰ βοηθηθοῦμε στὴν ἄνοδο τῆς κλίμακος τῆς ἀρετῆς. Παραμένουμε στὰ πρῶτα σκαλοπάτια, ἂν δὲν παρασυρόμαστε καὶ πιὸ κάτω, μὲ πτώση ἑωσφορική.

Ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πρόοδο τὴν πνευματική, δὲν βλέπει τὴν πρόοδό του, ἀλλὰ μόνο τὶς πτώσεις του. Οἱ ταπεινοὶ καὶ ἀφανεῖς ἀγωνιστὲς εἶναι αὐτοὶ ποὺ φυλάσσουν τὸν πνευματικό τους θησαυρό στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μεγάλη χαρὰ νὰ νιώθουμε ὅταν ζοῦμε στὴν ἀφάνεια, γιατὶ τότε θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ θὰ νιώθουμε καὶ ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὴν παρουσία Του δίπλα μας.

Ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει τὴν ψυχή. Ὁ ταπεινὸς δὲν πέφτει, γιατὶ πετάει χαμηλὰ καὶ ἂν πέσει θὰ πέσει στὰ μαλακά. Ἀντίθετα ὁ ὑπιπέτης, ὁ ἐγωϊστὴς ποὺ πετάει στὰ ὑψηλά, ὅταν πέσει ἡ πτώση του θὰ εἶναι θανατηφόρα. Ὁ Γερο- Ἀββακοὺμ ὁ Λαυρεώτης, ὅταν ἀσκήτευε στὴν ἔρημο τῆς Βίγλας, τί εἶχε πάθει! Μιὰ ἡμέρα ποὺ ἔκανε προσευχὴ μὲ τὸ κομβοσχοίνι ἐπάνω σὲ ἕνα βράχο τοῦ παρουσιάζεται ξαφνικὰ ὁ διάβολος ὡς «ἄγγελος φωτός». «Ἀββακούμ, τοῦ λέει, μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ πάρω στὸν Παράδεισο, γιατὶ ἔγινες πιὰ ἄγγελος. Ἔλα νὰ πετάξουμε». «Μά, ἐσὺ ἔχεις φτερά, τοῦ λέει ὁ Γέροντας, ἐγὼ πῶς θὰ πετάξω;». Καὶ ὁ δῆθεν ἄγγελος τοῦ λέει: «Καὶ ἐσὺ ἔχεις φτερά, ἀλλὰ δὲν τὰ βλέπεις». Τότε ὁ Γερο-Ἀββακοὺμ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε μὲ ταπεινὸ φρόνημα: «Παναγιά μου, τί εἶμαι ἐγώ, γιὰ νὰ πετάξω;». Ἀμέσως ὁ δῆθεν ἄγγελος ἔγινε ἕνα μαῦρο παράξενο κατσίκι μὲ φτερὰ σὰν τῆς νυχτερίδας καὶ ἐξαφανίσθηκε.

Βλέπετε πῶς μὲ τὴν ταπείνωση μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου;

Δρ Χαραλαμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑΝ ΘΑΝΑΤΟ...-π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός


Ο απροσδόκητος θάνατος του γνωστού τραγουδιστή γέννησε προβληματισμούς. Συγκίνηση, σχόλια πάνω στην ματαιότητα της ζωής, ένα αίσθημα αδικίας, οργή εναντίον εκείνων που τόλμησαν να τον κρίνουν για επιλογές του, θαυμασμός για το ότι υπήρξε ουσιαστικά αυτοδημιούργητος, κριτική από κάποιους για το ότι, παρασυρμένος από την επιπολαιότητα της νεότητας, δεν τήρησε τους κανόνες του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, θυμός για το κράτος που δεν συντηρεί τους δρόμους όπως πρέπει και... θέαμα. Όλα ένα θέαμα! Δηλώσεις ανθρώπων του χώρου, αναρτήσεις στο Facebook από επώνυμους και ανώνυμους, μία απόπειρα έκφρασης της κατάπληξης για την απώλεια, αίσθηση συμμετοχής με την παρακολούθηση της κηδείας.
              Είναι σύμπτωμα παρακμής της κοινωνίας μας ό,τι έγινε;
            Όσοι αντιτίθενται στην λαϊκο-ποπ κουλτούρα έσπευσαν να υπενθυμίσουν ότι καθημερινά στην άσφαλτο σκοτώνονται στην Ελλάδα πέντε άνθρωποι. Άλλοι σύγκριναν τον θόρυβο με το ότι ελάχιστοι ασχολήθηκαν με τους τρεις πιλότους που σκοτώθηκαν για την πατρίδα. Άλλοι πάλι επεσήμαναν ότι η κοινωνία μας εκφυλίζεται τόσο ώστε να θεωρεί ως πρότυπα τους διασκεδαστές. Να περιμένει από αυτούς να εκφράσουν συναισθήματα, απορρίψεις, ματαιώσεις. Ο τραγουδιστής δε μιλούσε για έρωτες που ήθελε να ζήσει, αλλά για έρωτες που χάθηκαν, ουσιαστικά εκφράζοντας ασυνείδητα την απογοήτευση της εποχής για την απώλεια της ευμάρειας, της άκριτης κατανάλωσης, της ικανοποίησης κάθε επιθυμίας. Υπήρξαν κι αυτοί που αρκέστηκαν να σχολιάσουν το κύμα συμπάθειας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως ένα ακόμη σημείο κατάρρευσης της παιδείας μας, διότι πολλοί νέοι, μαθητές και φοιτητές συμμετείχαν με τον τρόπο τους στη θλίψη.
         Για μία φορά ακόμη δεν ακούστηκε ο λόγος της Εκκλησίας. Ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ύπαρξης. Βεβαίως είναι χωρισμός. Απώλεια. Ιδίως ο απροσδόκητος, ο αιφνίδιος. Η πίστη στην ανάσταση απαλύνει κάπως τη θλίψη. Από την άλλη δεν μπορούμε παρά να φιλοσοφούμε πάνω στην ροπή που οδηγεί στην διαδοχή των πάντων από τον θάνατο. Και να αισθανόμαστε ότι κάθε στιγμή στη ζωή μας είναι κρίσιμη, όπως και μοναδική. Μετριούνται τα πάντα με την αγάπη που έχουμε και δείχνουμε. Με τη δημιουργικότητα που μας κάνει να γεννούμε αλήθεια και νόημα. Με τη δύναμη που η σχέση με τον Θεό μάς παρέχει. Με τη βεβαιότητα ότι όσα ελπίζουμε θα λάβουν υπόσταση, ακόμη κι αν τα πράγματα του μέλλοντος αιώνος δε φαίνονται.
        Δεν είναι παρακμή η λύπη μπροστά στον θάνατο. Παρακμή είναι να μην υπάρχει το νόημα της ανάστασης. Κι αυτή ξεκινά από το ότι δε βιώνουμε το αναστάσιμο ήθος, μικρότεροι και μεγαλύτεροι. Παραμένουμε στον θαυμασμό για τη δόξα και την επιτυχία, χωρίς να μπορούμε να σκεφτούμε ότι αυτά θα τελειώσουν, και αδιαφορούμε να ερμηνεύσουμε τη ζωή στην προοπτική της συνάντησης με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Εκεί όπου ο εαυτός μας συνειδητοποιεί ότι δεν είναι όλα ένα παιχνίδι, αλλά ότι χρειάζεται ευθύνη για να τον αγαπήσουμε ως εικόνα Θεού και να τον προστατέψουμε από το ψεύτικο. Πρωτίστως όμως να τον μπολιάσουμε όχι με την κατανάλωση κατασκευασμένων συναισθημάτων, όπως η σύγχρονη κουλτούρα επιτάσσει, αλλά με την αυθεντικότητα που πηγάζει από την καρδιά. Αυτή που αισθάνεται, μοιράζεται, δίνει και παίρνει, συγχωρεί, ακόμη κι αν πληγώνεται. Τότε πολλαπλασιάζονται τα χαρίσματα που ο Θεός μας δίνει και τα πάντα φωτίζονται αλλιώς!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 2 Μαρτίου 2016

«Ευλογείτε και μη καταράσθε»


«Ευλογείτε και μη καταράσθε»

 Με ρώτησε κάποιος: « Αυτό που ψάλουμε την Μεγάλη Σαρακοστή ,το “ Πρόσθες αυτοίς κακά, Κύριε, τοις ενδόξοις της γης “, γιατί το λέμε, αφού είναι κατάρα; 

«Όταν κάνουν επιδρομή οι βάρβαροι, του είπα, και πάνε να καταστρέψουν στα καλά καθούμενα έναν λαό και ο λαός προσεύχεται να τους βρουν κακά, δηλαδή να σπάσουν τα αμάξια τους ,και τα άλογά τους να πάθουν κάτι, για να εμποδισθούν, καλό είναι ή κακό; Αυτό εννοεί. Να τους έρθουν εμπόδια. Δεν είναι ότι καταριούνται».
- Γέροντα, πότε πιάνει η κατάρα;

- Η κατάρα πιάνει ,όταν υπάρχη στη μέση αδικία. Αν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη μια πονεμένη ή της κάνει ένα κακό και η πονεμένη την καταρασθή ,πάει, χάνεται το σόι της. Όταν δηλαδή κάνω κακό σε κάποιον και εκείνος με καταριέται, πιάνουν οι κατάρες του. Επιτρέπει ο Θεός και πιάνουν , όπως επιτρέπει λ.χ. να σκοτώση ένας κάποιον άλλον. Όταν όμως δεν υπάρχη αδικία, τότε η κατάρα γυρνά πίσω σε αυτόν που την έδωσε.

- Και πως απαλλάσσεται κάποιος από την κατάρα;

- Με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Έχω υπόψιν μου πολλές περιπτώσεις . Άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από κατάρα, όταν το κατάλαβαν ότι τους καταράσθηκαν γιατί  είχαν φταίξει, μετάνοιωσαν ,εξομολογήθηκαν και τακτοποιήθηκαν. Αν αυτός που έφταιξε πη: « Θεέ μου, έκανα αυτό και αυτό, συγχωρεσέ με …  » και εξομολογηθή με πόνο και ειλικρίνεια, τότε ο Θεός θα τον συγχωρήση. Θεός είναι.

- Και τιμωρείται μόνον αυτός που δέχεται την κατάρα ή και αυτός που την δίνει;

- Αυτός που δέχεται την κατάρα, βασανίζεται σε αυτήν την ζωή ,θα βασανίζεται και στην άλλη, γιατί ως εγκληματίας θα τιμωρηθή εκεί από τον Θεό, αν δεν μετανοήση και δεν εξομολογηθή.  Γιατί, εντάξει, μπορεί κάποιος να σε πείραξε. Εσύ όμως με την κατάρα που δίνεις, είναι σαν να παίρνης το πιστόλι και να τον σκοτώνης. Με ποιο δικαίωμα το κάνεις αυτό; Ό,τι κι να  σου έκανε ο άλλος ,δεν έχεις δικαίωμα να τον σκοτώσης . Για να καταρασθή κανείς, σημαίνει ότι έχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς ,όταν το λέη με πάθος, με αγανάκτηση.

Η κατάρα ,όταν προέρχεται από άνθρωπο που έχει δίκαιο, έχει μεγάλη ισχύ. Ιδίως η κατάρα της χήρας. Θυμάμαι , μια γριά είχε ένα αλογάκι και το έβαζε στην άκρη του δάσους να βοσκήση. Επειδή ήταν λίγο ζόρικο, είχε βρει ένα γερό σκοινί και το έδενε. Μια φορά πήγαν στο δάσος τρεις γυναίκες να κόψουν ξύλα. Η μία ήταν πλούσια , η άλλη χήρα ήταν ορφανή και πολύ φτωχιά . Είδαν το άλογο που ήταν δεμένο με το σχοινί και βοσκούσε και είπαν: « Δεν παίρνουμε το σχοινί να δέσουμε τα ξύλα; » . Το έκοψαν στα τρία και πήρε η καθεμιά από ένα κομμάτι να δέσουν τα δεμάτια τους. Επόμενο ήταν να φύγη το άλογο. Όταν ήρθε η γριά και δεν βρήκε το ζώο, αγανάκτησε. Άρχισε να το ψάχνη παντού . Παιδεύτηκε πολύ να το βρη. 

Τελικά ,όταν το βρήκε, είπε αγανακτισμένη: « Με το ίδιο το σχοινί να την κουβαλήσουν αυτήν που το πήρε » . Μια μέρα, ο αδελφός της πλούσιας έκανε αστεία με ένα όπλο από αυτά που είχαν αφήσει οι Ιταλοί – και χτύπησε την αδελφή του στο λαιμό. Έπρεπε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο και χρειάσθηκε σχοινί, για να την δέσουν επάνω σε μια ξύλινη σκάλα. Εκείνη την ώρα βρέθηκε το ένα κομμάτι σχοινί, το κλεμμένο, αλλά δεν έφθανε. Έφεραν και οι δύο άλλες γειτόνισσες τα δικά τους κλεμμένα κομμάτια και την έδεσαν στην σκάλα και την μετέφεραν στο νοσοκομείο. Έτσι πραγματοποιήθηκε η κατάρα της γριάς. « Με το ίδιο σχοινί να την κουβαλήσουν » . Και τελικά πέθανε η καημένη. Ο Θεός να την αναπαύση. Βλέπετε, έπιασε η κατάρα στην πλούσια, που δεν είχε οικονομική ανάγκη. Οι άλλες είχαν την φτώχεια τους, είχαν κάποια ελαφρυντικά.  

Από το βιβλίο «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο» - ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Α’
To είδαμε εδώ

Η ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΥΠΟΚΡΙΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΤΗ


Η ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΥΠΟΚΡΙΤΗ...

«Η κατάσταση στην Ελλάδα αναφορικά με το προσφυγικό  θα μπορούσε να επιδεινωθεί τις προσεχείς ημέρες. Πρέπει να αποφευχθεί μια ανθρωπιστική καταστροφή και η περαιτέρω αποσταθεροποίηση ενός κράτους μέλους της ΕΕ. Ως εκ τούτου, στηρίζουμε τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για παροχή οικονομικής και πρακτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και σε άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Πρόκειται για κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πρέπει, με κάθε μέσο, να βοηθήσουμε την Ελλάδα στην αντιμετώπιση της κρίσης.

...ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΤΗ

»Από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας δεν θα πρέπει να συνδέει την προσφυγική  κρίση με τις μεταρρυθμίσεις στη χώρα του. Η στρατηγική του, να "αποφεύγει" τις μεταρρυθμίσεις, απέτυχε πέρυσι και θα αποτύχει και πάλι. Μόνον όταν η Ελλάδα εφαρμόσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, θα είναι σε θέση να επιστρέψει στο δρόμο της οικονομικής ανάκαμψης προς όφελος όλων των Ελλήνων. Και επιπλέον, η χώρα θα ανακτήσει την δύναμη να ξεπεράσει τις σημερινές δυσκολίες».

Μάνφρεντ Βέμπερ, πρόεδρος της πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο , φίλος του Κυριάκου Μητσοτάκη και γνωστός υποστηρικτής της άτεγκτης  γραμμής του Σόιμπλε
Μ.Βέμπερ: Η προσφυγική κρίση να μην συνδέεται με τις μεταρρυθμίσεις
πηγή

Τί σημαίνει ἡ φράση «αἰωνία ἡ μνήμη» - Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς



Αἰωνία ἡ μνήμη» σημαίνει: αἰώνια νὰ ὑπάρχει ἡ μνήμη γιὰ σένα. Ἄκουσα μία φορὰ πὼς κάποιος στὸν ἐπικήδειο λόγο ἐπάνω ἀπὸ τὸ νεκρὸ φώναξε: «αἰωνία ἡ μνήμη σου στὴ γῆ!». Παραξενεύτηκα σὲ μία τόσο λανθασμένη ἑρμηνεία τῆς πίστης μας.
Μὰ μπορεῖ κάτι νὰ εἶναι αἰώνιο στὴ γῆ, ὅπου ὅλα περνοῦν βιαστικὰ σὰν προσκεκλημένοι σὲ γάμο;
Ὄντως, δὲν εὐχόμαστε στὸν νεκρὸ ἐντελῶς μηδαμινὸ πλοῦτο, ὅταν τοῦ εὐχόμαστε νὰ τὸν μνημονεύουν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος καὶ ὁ ἴδιος πλησιάζει στὸ τέλος του.
Ἀλλὰ ἂς ποῦμε πώς τὸ ὄνομα κάποιου μνημονεύεται στὴ γῆ ἕως τὸ τέλος τοῦ χρόνου· τί κερδίζει αὐτὸς ἀπ’ αὐτό, ἐὰν ἡ μνήμη του στὰ οὐράνια ἔχει ξεχαστεῖ; Τὸ σωστὸ εἶναι νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ νὰ μνημονεύεται αἰώνια στὴν αἰωνιότητα, στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο εἶναι καὶ τὸ νόημα τῶν λέξεων « αἰωνία σου ἡ μνήμη».
Μία φορὰ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καυχήθηκαν λέγοντας: « Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου». Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπάντησε νὰ μὴν χαίρονται γι’ αὐτὸ ἀλλά: «χαίρεται δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς», δηλ. νὰ χαίρονται ἐπειδὴ τὰ ὀνόματά τους εἶναι γνωστὰ καὶ τὰ θυμοῦνται καὶ τὰ μνημονεύουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Στὴν Ἁγία Γραφὴ συχνὰ λέγεται πὼς τὰ ὀνόματα τῶν δικαίων θὰ εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τῶν ζωντανῶν, ἐνῶ τὰ ὀνόματα τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ σβήσουν καὶ θὰ ξεχαστοῦν. Ἀπὸ τὴν ἱστορία περὶ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου βλέπουμε ὅτι ὁ Κύριος λέει τὸ ὄνομα τοῦ Λαζάρου, ἀλλὰ ἀποσιωπᾶ τὸ ὄνομα τοῦ ἄδικου πλουσίου.
Ὁ Λάζαρος σημαίνει ὅτι μπῆκε στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν αἰώνια μνήμη, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλὸς πλούσιος ἔχασε καὶ τὴ βασιλεία καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ὄνομα. Στὴ Ἁγία Γραφὴ πολλὲς φορὲς τὸ ὄνομα ταυτίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο. Στὴν Ἀποκάλυψη  γράφεται: «Καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγένετο σεισμὸς μέγας…. καὶ ἐπεκτάνθησαν ἐν τῷ σεισμῷ ὀνόματα ἀνθρώπων χιλιάδες ἑπτά».
Ὑπὸ τὸν σεισμὸ τῆς γῆς πρέπει νὰ κατα«λάβουμε μεγάλους πειρασμούς, στοὺς ὁποίους οἱ ἑπτὰ χιλιάδες ἀνθρώπων ὑπέκυψαν, ἀποστάτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἔχασαν τὶς ψυχές τους. Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν καταστράφηκαν μόνο τὰ σώματά τους -αὐτὸ εἶναι ἐλάχιστης σημασίας- ἀλλὰ οἱ ψυχὲς καὶ τὰ ὀνόματα ἐκμηδενίστηκαν καὶ σβήστηκαν ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν ζωντανῶν.
Ὅποιος ἐπιθυμεῖ ἀθάνατη μνήμη στὴν αἰωνιότητα, ἐπιθυμεῖ εὐαγγελικὸ πράγμα. Ἐὰν κάποιος ἐπιθυμεῖ ἀθάνατο ὄνομα στὴ γῆ, θέλει ματαιόδοξο πράγμα. Νὰ ξέρεις ὅτι πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ τοὺς προσέξουν πέρασαν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀπέκτησαν ἀθάνατο ὄνομα σ’ ἐκεῖνο τὸν κόσμο.
Νὰ σκέπτεσαι περὶ αὐτοῦ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀποκαλύψει ἀκόμα πολλά. Καὶ ὅταν ἀκούσεις γιὰ τὸ δικό μου θάνατο, πὲς στὴν προσευχή σου: «αἰωνία του ἡ μνήμη»!

« Καί ἐρχόμενον ἐν δόξῃ κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς…» Ἁγίου ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων


Α’ Σύμφωνα μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, σᾶς διδάσκουμε καί σᾶς πληροφοροῦμε ὅτι ὁ Χριστός θά παρουσιαστεῖ στούς ἀνθρώπους δύο φορές καί ὄχι μόνο μία καί ὅτι ἡ δεύτερη Παρουσία Του θά εἶναι ἀσύγκριτα πιό λαμπρή καί πιό ἔνδοξη ἀπό τήν πρώτη. Διότι στήν πρώτη φανερώθηκε σέ ὅλη τήν ἔκτασή της ἡ ὑπομονή τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στή δεύτερη θά φανερωθεῖ ὅλη ἡ δύναμη καί ἡ δόξα τῆς Βασιλείας Του.
…Λοιπόν νά μήν μένουμε στήν πρώτη Παρουσία μόνο, ἀλλά νά περιμένουμε καί τή δεύτερη. Καί ἄν εἴπαμε στήν πρώτη «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ματθ. 21, 9), τότε πού ἔγινε ἡ θριαμβευτική Του εἴσοδος στά Ἱεροσόλυμα, καί στή δεύτερη θά Τοῦ ποῦμε λατρευτικά: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου», ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς τό ἔχει ἀποκαλύψει (Ματθ. 23, 39).
Ἔρχεται ὁ Σωτήρας, ὄχι γιά νά δικαστεῖ πάλι, ἀλλά γιά νά δικάσει αὐτούς πού Τόν δίκασαν. Αὐτός, πού στήν πρώτη Του παρουσία σιωποῦσε ὅταν Τόν ἔκριναν, λέει προφητικά καί ἀποκαλυπτικά στούς παράνομους Ἰουδαίους, πού τόν καιρό τῆς Σταύρωσης ἔπραξαν ἐκεῖνα τά τολμηρά: «Αὐτά ἔκανες λαέ μου, καί σιώπησα» (Ψαλμ. 49, 21). Στήν πρώτη Παρουσία ἦρθε γιά νά οἰκονομήσει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί δίδασκε μέ λόγια πειστικά. Στή δεύτερη ὅμως οἱ ἄνθρωποι, ἔστω καί ἄν δέν θέλουν, θά ἀναγκαστοῦν νά παραδεχτοῦν ὅτι Αὐτός εἶναι «ὁ Μόνος Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων».
Γ’ Θά ἔρθει λοιπόν ὁ Κύριός μας, Ἰησοῦς Χριστός, ἀπό τόν οὐρανό. Θά ἔρθει μέ δόξα, ὅταν πρόκειται νά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου τούτου, στίς ἔσχατες ἡμέρες. Διότι θά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου τούτου καί ὁ κτιστός κόσμος πάλι θά ἀνακαινιστεῖ. «Ἐπειδή δηλαδή ἁπλώθηκε στή γῆ διαφθορά, κλοπή, μοιχεία καί κάθε εἶδος ἁμαρτίας ξεχύθηκε σ᾽ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη καί ὁ κόσμος πνίγηκε στίς αἱματοχυσίες καί αἱμομιξίες» (πρβλ. Ὡσ. 4, 2), γιά νά μή μείνει τό θαυμάσιο καί ἀπέραντο τοῦτο κατοικητήριο τοῦ ἀνθρώπινου γένους κατάμεστο ἀπό ἀνομία, θά παρέλθει αὐτός ὁ κόσμος, γιά νά ἀναφανεῖ ὁ τελειότερος.
….
Δ’ Θά παρέλθουν λοιπόν ὅσα τώρα βλέπουμε καί θά ἔρθουν ὅσα πρόκειται νά γίνουν, πού θά εἶναι τελειότερα. Ἀλλά τό πότε, κανείς νά μήν τό πολυεξετάζει. Διότι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος «πώς δέν εἶναι τῆς δυνατότητάς μας νά μάθουμε τούς χρόνους καί τούς καιρούς, τούς ὁποίους ὅρισε ὁ Πατέρας μέ τήν ἐξουσία πού ἔχει» (Πράξ. 1, 7). Μήν τολμήσεις λοιπόν νά προσδιορίσεις τό πότε θά γίνουν αὐτά, οὔτε πάλι νά κοιμᾶσαι ἥσυχος1. Διότι λέει «ἀγρυπνεῖτε γιατί δέν γνωρίζετε τήν ὥρα πού θά ἔρθει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (πρβλ. Ματθ. 24, 44).
Ἀλλά ἐπειδή ἔπρεπε νά γνωρίζουμε τά σημεῖα τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου, μιά καί περιμένουμε τόν Χριστό γιά τή δεύτερη Παρουσία Του, γιά νά μήν πεθάνουμε ἀπατημένοι καί γιά νά μήν πέσουμε σέ πλάνη ἀπό τόν ψεύτη Ἀντίχριστο, οἱ Ἀπόστολοι, «κατ᾽ οἰκονομίαν» κινήθηκαν μέ θεόσδοτη προαίρεση καί πῆγαν καί ρώτησαν τόν ἀληθινό Διδάσκαλο, λέγοντας: «Πές μας, πότε θά γίνουν αὐτά καί ποιό θά εἶναι τό σημάδι τῆς Παρουσίας Σου καί τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου;» (Ματθ. 24, 3). «Σέ περιμένουμε πάλι νά ἔρθεις, ἀλλά ὁ Σατανάς μετασχηματίζεται σέ ἄγγελο φωτός» (Β’ Κορ. 11, 14). Ἀσφάλισέ μας λοιπόν, γιά νά μήν προσκυνήσουμε κάποιον ἄλλο, ἐκτός ἀπό Σένα.
Καί Ἐκεῖνος ἄνοιξε τό θεϊκό καί ὑπερένδοξο στόμα Του καί εἶπε: «Προσέξτε μήπως σᾶς πλανήσει κανείς» (Ματθ. 24, 4). Καί σεῖς τώρα, οἱ ἀκροατές, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, σάν νά Τόν βλέπετε μπροστά σας, ἀκοῦτε νά σᾶς λέει καί σᾶς τά ἴδια: «Προσέξτε μήπως σᾶς πλανήσει κανείς». Καί σᾶς παρακαλεῖ ὅλους ὁ Λόγος νά προσέχετε στά λεγόμενα. Διότι δέν εἶναι ἱστορία πραγμάτων πού πέρασαν, ἀλλά προφητεία μελλόντων πού ὁπωσδήποτε θά ἔρθουν. Δέν τό προφητεύουμε ἐμεῖς ‒ διότι εἴμαστε ἀνάξιοι ‒ ἀλλά φέρνουμε στό μέσο ὅσα ἔχουν γραφεῖ καί ἀναφέρουμε τά σχετικά χαρακτηριστικά «σημεῖα». Κοίτα λοιπόν τώρα μόνος σου, ποιά ἔχουν ἤδη γίνει, τί ἀπολείπεται νά γίνει καί ἀσφάλισε τόν ἑαυτόν σου2
Ε’ Προσέξτε μήπως σᾶς πλανήσει κανείς. «Διότι πολλοί θά παρουσιαστοῦν μέ τό ὄνομά μου καί θά λένε, ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός καί πολλούς θά πλανήσουν» (Ματθ. 24, 4-5). Αὐτά ἐν μέρει ἔχουν γίνει. Διότι ἤδη κάτι τέτοιο τό ἔχει πεῖ ὁ Σίμων ὁ Μάγος καί ὁ Μένανδρος καί μερικοί ἄλλοι ἀπό τούς αἱρεσιάρχες. Θά τό ποῦν σίγουρα καί μερικοί ἄλλοι στήν ἐποχή μας ἤ καί ἄλλοι, μετά ἀπό μᾶς3.
ΣΤ’ Δεύτερο σημεῖο: «Θά ἀκούσετε πολέμους καί φῆμες πολέμων» (Ματθ. 24, 6). Ἀλλά κι ἐμεῖς τώρα δέν ἔχουμε πόλεμο τῶν Περσῶν μέ τούς Ρωμαίους γιά τή Μεσοποταμία ἤ ὄχι; Ξεσηκώνεται «τό ἕνα ἔθνος ἐναντίον τοῦ ἄλλου καί τό ἕνα βασίλειο κατά τοῦ ἄλλου» (Ματθ. 24, 7) ἤ ὄχι; «Καί θά γίνουν πεῖνες, ἐπιδημίες, σεισμοί σέ διάφορους τόπους» (Ματθ. 24, 7). Αὐτά ἤδη ἔχουν γίνει.4 Καί συνεχίζει: «Θά γίνουν φοβερά σημεῖα ἀπό τόν οὐρανό» (Λουκ. 21, 11) καί θά πέσουν βαρεῖς χειμῶνες. «Νά εἶστε λοιπόν ἄγρυπνοι, γιατί δέν ξέρετε ποιά εἶναι ἡ Ἡμέρα πού θά ἔρθει ὁ Κύριός μας» (Ματθ. 24, 42).
Ζ’ Ἀλλά ἐπιζητοῦμε δικό μας σημεῖο τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐμεῖς οἱ ἐκκλησιαστικοί ζητοῦμε ἐκκλησιαστικό σημεῖο.5 Καί ὁ Σωτήρας λέει: «τότε λοιπόν θά σκανδαλιστοῦν πολλοί καί θά παραδώσει ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί θά μισεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο» (Ματθ. 24, 10). Ἄν ἀκούσεις τώρα ὅτι Ἑπίσκοποι ἐναντίον Ἐπισκόπων καί κληρικοί ἐναντίον κληρικῶν καί λαοί ἐναντίον λαῶν φτάνουν μέχρι νά χυθεῖ αἷμα, μήν ταραχθεῖς. Διότι εἶναι γραμμένο κάτι τέτοιο. Νά μήν προσέχεις τόσο σ᾽ αὐτά πού γίνονται, ὅσο σ᾽ αὐτά πού ἔχουν γραφεῖ6 Οὔτε πάλι ἄν ἐγώ πού σέ διδάσκω χαθῶ, νά χαθεῖς καί σύ μαζί μέ μένα. Ἀλλά πρέπει ὁ ἀκροατής νά γίνει καλύτερος ἀπό τόν δάσκαλο πού τοῦ μιλάει. Καί αὐτός πού ἦρθε τήν ἔσχατη ὥρα νά γίνει πρῶτος (πρβλ. Ματθ. 20, 16), ἐπειδή ὁ Δεσπότης δέχεται καί αὐτούς πού φτάνουν τήν ἑνδέκατη ὥρα (πρβλ. Ματθ. 20, 6-7). Ἐφόσον ἀνάμεσα στούς Ἀποστόλους βρέθηκε προδοσία, ἀπορεῖς πού ἀνάμεσα στούς Ἐπισκόπους ὑπάρχει μισαδελφία7;
Τό σημεῖο ὅμως αὐτό δέν ἀναφέρεται μόνο στούς ἄρχοντες, ἀλλά καί στούς λαούς. Διότι λέει: «Ἐπειδή θά πληθυνθεῖ ἡ ἀνομία, θά ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν περισσοτέρων» (Ματθ. 24, 12). Μπορεῖ λοιπόν νά καυχηθεῖ κανείς ἀπό τούς παρόντες ὅτι ἔχει ἀνυπόκριτη φιλία πρός τόν πλησίον; Δέν συμβαίνει πολλές φορές τά χείλη νά φιλοῦν, τό πρόσωπο νά χαμογελᾶ, τά μάτια νά ἔχουν ἱλαρό βλέμμα, ἡ καρδιά ὅμως νά μηχανεύεται δόλους καί νά κατασκευάζει κακά, ἐνῶ κανείς μιλάει εἰρηνικά; (Πρβλ. Ψαλμ. 27, 3).
Η’ Ἔχεις καί αὐτό τό σημεῖο: «Θά κηρυχθεῖ τοῦτο τό Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας σ᾽ ὅλη τήν οἰκουμένη, γιά νά τό γνωρίσουν ὅλα τά ἔθνη. Καί τότε θά ἔρθει τό τέλος» (Ματθ. 24, 14). Ἀλλά σχεδόν, ὅπως βλέπουμε, ὅλος ὁ κόσμος πληρώθηκε ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ8.
Θ’ Καί τί γίνεται μετά ἀπ᾽ αὐτό; «Ὅταν λοιπόν θά δεῖτε τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, γιά τό ὁποῖο μίλησε ὁ Δανιήλ ὁ προφήτης, νά στέκεται στόν ἅγιο τόπο ‒ ὁ ἀναγνώστης ἄς ἐννοήσει» (Ματθ. 24, 15) ‒ καί παρακάτω «τότε ἄν κάποιος σᾶς πεῖ, νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός ἤ ἐκεῖ, μήν τόν πιστέψετε» (Ματθ. 24, 23). Ἡ μισαδελφία δίνει λοιπόν τόπο στόν Ἀντίχριστο. Δηλαδή προετοιμάζει ὁ διάβολος διαιρέσεις τῶν λαῶν, γιά νά γίνει εὐπρόσδεκτος ὁ ἐρχόμενος Ἀντίχριστος. Μακάρι κανένας ἀπό τούς δούλους τοῦ Χριστοῦ, πού βρίσκονται ἐδῶ ἤ καί σέ ἄλλα μέρη, νά μήν τόν πλησιάσει καί νά μήν τόν ἀκολουθήσει.
…..
Ι’ Ὁ Χριστός ὁ ἀληθινός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Μονογενής, δέν ἔρχεται ἀπό κάποιο μέρος τῆς γῆς. Ἄν κάποιος ἀπατεώνας τερατουργός καί θαυματουργός, παρουσιαστεῖ στήν ἔρημο, ἰσχυριζόμενος ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, μήν πηγαίνεις (πρβλ. Ματθ. 24, 26). Ἄν σοῦ ποῦν «νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἤ ἐκεῖ, μήν πιστέψεις» (πρβλ. Μαρκ. 13, 21). Μήν προσέχεις δηλαδή κάτω στή γῆ, διότι ἀπό τόν οὐρανό κατεβαίνει ὁ Δεσπότης, ὄχι μόνος, ὅπως ἔγινε πρίν, στήν πρώτη Παρουσία, ἀλλά ἀνάμεσα σέ πολλούς, ἀπό μυριάδες Ἀγγέλους περιφρουρούμενος. Οὔτε ἔρχεται κρυφά καί ἀθόρυβα, ὅπως ἡ δροσιά ἡ πρωϊνή στό ποκάρι τοῦ μαλλιοῦ (πρβλ. Ψαλμ. 71, 6), ἀλλά σάν ἀστραπή (πρβλ. Λουκ. 17, 24) ἐκτυφλωτική καί ὁλόλαμπρη καί ἀντιληπτή ἀπό ὅλους. Διότι, Αὐτός ὁ Ἴδιος ἔχει πεῖ: «Ὅπως ἡ ἀστραπή ξεπετάγεται ἀπό τήν ἀνατολή καί φαίνεται ὡς τή δύση, ἔτσι θά εἶναι καί ἡ Παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24, 27). Καί πάλι: «Θά δοῦν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νά ἔρχεται πάνω στίς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ, μέ δύναμη καί δόξα πολλή. Καί θά ἀποστείλει τούς Ἀγγέλους Του μέ μεγάλη σάλπιγγα» (Ματθ. 24, 30-31) καί ὅσα ἄλλα ἀναφέρονται στό ἴδιο χωρίο.
…..
ΚΒ’ Ἀλλά ποιό θά εἶναι τό σημεῖο τῆς δεύτερης αὐτῆς Παρουσίας Του; Μήν τυχόν τολμήσει καμιά ἐνάντια δύναμη καί τή μιμηθεῖ. «Καί τότε θά φανεῖ, λέει, στόν οὐρανό τό σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24, 30). Καί τό σημεῖο τό ἀληθινό, τό διακριτικό τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ Σταυρός. Τό σημεῖο τοῦ φωτόμορφου Σταυροῦ προηγεῖται ἀπό τό Βασιλιά καί δηλώνει ὅτι Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού εἶχε σταυρωθεῖ παλιότερα, γιά νά Τόν δοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, αὐτοί πού Τόν κέντησαν στήν πλευρά καί συνωμότησαν γιά νά φονευτεῖ καί νά θρηνήσουν πανεθνικά καί χωριστά κάθε φυλή (πρβλ. Ζαχ. 12, 10. 12), λέγοντας: Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού ραπίσαμε, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού φτύσαμε στό πρόσωπο, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού Τοῦ βάλαμε δεσμά, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού, ἀφοῦ πρῶτα Τόν σταυρώσαμε, Τόν ἐξευτελήσαμε. Θά ποῦν τότε: Ποῦ νά πᾶμε γιά νά ἀποφύγουμε τήν ὀργή Σου; Ἀφοῦ ὅμως Ἀγγελικά στρατεύματα θά περιβάλλουν καί θά φρουροῦν τόν κόσμο, πουθενά δέν θά μπορέσουν νά πᾶνε. Φόβος γιά τούς ἐχθρούς θά εἶναι τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, χαρά θά εἶναι γιά τούς φίλους πού πίστεψαν σ᾽ Αὐτόν ἤ Τόν κήρυξαν στά ἔθνη ἤ μαρτύρησαν γιά τό ὄνομά Του.
Ποιός θά εἶναι ἄραγε τόσο εὐλογημένος, ὥστε τότε θά βρεθεῖ φίλος τοῦ Χριστοῦ. Δέν καταφρονεῖ τούς δικούς Του δούλους ὁ τόσο ἔνδοξος Βασιλιάς, Αὐτός πού Τόν δορυφοροῦν Ἄγγελοι, πού εἶναι σύνθρονος τοῦ Πατέρα. Καί γιά νά μήν ἀναμειχθοῦν οἱ ἐκλεκτοί μαζί μέ τούς ἐχθρούς, «θά στείλει τούς Ἀγγέλους Του μέ σάλπιγγα μεγάλη καί θά συνάξουν τούς ἐκλεκτούς τοῦ Κυρίου ἀπό τούς τέσσερεις ἀνέμους» (Ματθ. 24, 31). Γιατί, ἀφοῦ δέν καταφρόνησε ἕναν, ἐννοῶ τόν Λώτ, πῶς εἶναι δυνατόν νά καταφρονήσει πολλούς δικαίους μαζί; Θά πεῖ τότε σ᾽ αὐτούς πού θά εἶναι ἀνεβασμένοι πάνω στά νεφελώδη ἅρματα καί θά ἔχουν συναχθεῖ ἀπό τούς Ἀγγέλους: «Ἐλάτε ἐσεῖς, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου» (Ματθ. 25, 34).
ΚΓ’ Ἀλλά θά πεῖ κάποιος ἀπό τούς παρόντες: Εἶμαι φτωχός ἤ μπορεῖ τότε ἴσως νά βρεθῶ ἄρρωστος στό κρεββάτι. Ἤ μπορεῖ νά πεῖ κάποια: Εἶμαι γυναίκα καί μπορεῖ νά βρεθῶ στό μύλο. Τί θά γίνει; Μήπως γι᾽ αὐτούς τούς λόγους θά μᾶς περιφρονήσουν καί θά μᾶς καταδικάσουν; Ἔχε θάρρος, ἄνθρωπε. Ὁ Κριτής εἶναι ἀπροσωπόληπτος. «Δέν πρόκειται νά κρίνει μέ βάση τά φαινόμενα, οὔτε σκοπεύει νά ἐλέγξει μέ βάση τά λόγια» (Ἡσ. 11, 3), οὔτε προτιμάει τούς μορφωμένους ἀπό τούς ἁπλούς καί ἀπαίδευτους, οὔτε τούς πλούσιους ἀπό τούς φτωχούς. Καί στό χωράφι ἄν βρίσκεσαι, θά σέ πάρουν οἱ Ἄγγελοι.
Μή νομίσεις πώς θά προτιμήσει τούς κτηματίες καί σένα τό γεωργό θά σέ ἀφήσει. Εἴτε δοῦλος εἶσαι, εἴτε φτωχός, μή ἔχεις καμιά ἀγωνία. «Αὐτός πού ἔλαβε δούλου μορφή»9 (Φιλιπ. 2, 7), δέν περιφρονεῖ τούς δούλους. Ἄν τύχει πάλι καί εἶσαι ἄρρωστος στό κρεββάτι, ἔχει γραφεῖ: «Τότε θά εἶναι δύο στό ἴδιο κρεββάτι, τόν ἕνα θά τόν πάρουν, τόν ἄλλο θά τόν ἀφήσουν» (Λουκ. 17, 34). Ἔστω κι ἄν ἀπό ἀνάγκη εἶσαι ἀπασχολημένος στό μύλο, εἴτε εἶσαι ἄνδρας εἴτε γυναίκα, ἤ ἔχεις δοῦλο στό μύλο καί ἀναγκάζεσαι νά παραμένεις ἐκεῖ, δέν πρόκειται νά σέ περιφρονήσει Αὐτός «πού κάνει ἐλεύθερους καί ἀνδρειωμένους τούς ἁλυσοδεμένους» (πρβλ. Ψαλμ. 67, 7), Αὐτός πού ὁδήγησε τόν Ἰωσήφ στή βασιλεία ἀπό τή δουλεία καί τή φυλακή. Αὐτός καί σένα θά σέ λυτρώσει ἀπό τίς θλίψεις καί θά σέ ὁδηγήσει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μόνο ἔχε θάρρος, μόνο νά ἐργάζεσαι τό ἀγαθό, νά ἀγωνίζεσαι πρόθυμα, διότι τίποτε δέν πάει χαμένο.
Εἶναι γραμμένη κάθε σου προσευχή καί ψαλμωδία, εἶναι γραμμένη κάθε σου ἐλεημοσύνη, κάθε σου νηστεῖα. Εἶναι γραμμένος κάθε γάμος πού διαφυλάχτηκε στά ὅρια τά ἠθικά, εἶναι γραμμένη κάθε εἴδους ἐγκράτεια πού ἔγινε γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσα ὅμως σ᾽ ὅλα, ὅσα ὁ Θεός καταγράφει γιά νά μᾶς στεφανώσει, τήν πρώτη θέση τήν ἔχει ἡ παρθενία καί ἡ ἁγνεία καί πρόκειται νά λάμπεις σάν Ἄγγελος.
Ἀλλά ὅπως ἄκουσες μέ εὐχαρίστηση τά καλά, ἄκουσε πάλι χωρίς νά ταραχθεῖς καί τά ἀντίθετα. Εἶναι ὅλα γραμμένα, κάθε σου πλεονεξία, κάθε σου πορνεία, κάθε σου ὅρκος πού ἀθέτησες, κάθε βλασφήμια, κάθε μαγεία, κάθε κλοπή καί κάθε φόνος. Ὅλα αὐτά θά καταγραφοῦν, ἐάν μετά τό Βάπτισμα πράξεις τά ἴδια πάλι, διότι τά προηγούμενα ἐξαλείφονται ὅλα.
ΚΔ’ «Ὅταν θά ἔρθει», λέει, «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέ ὅλη τή δόξα Του, ὅλοι οἱ Ἄγγελοι θά εἶναι μαζί Του» (Ματθ. 25, 31). Κοίτα, ἄνθρωπε, μπροστά σέ πόσο πλῆθος θά βγεῖς νά κριθεῖς. Σύμπαν τό γένος τῶν ἀνθρώπων τότε θά παρίσταται. Ἀναλογίσου λοιπόν πόσο πολυάριθμος εἶναι ἠ φυλή τῶν Ρωμαίων, ἀπό πόσα πλήθη ἀποτελοῦνται οἱ βάρβαρες φυλές πού τώρα ζοῦν καί πόσες ἀπό αὐτές τίς βάρβαρες φυλές ἔχουν πεθάνει ἐδῶ καί ἑκατό χρόνια. Λογάριασε πόσοι θάφτηκαν μέσα σέ χίλια χρόνια ἀπό ὅλες αὐτές τίς φυλές καί τόσες ἄλλες. Λογάριασε ὅλους, ὅσοι ἔζησαν στή γῆ ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι σήμερα. Εἶναι πραγματικά ἀπειροπληθεῖς ἀλλά, παρόλα αὐτά, μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι εἶναι καί λίγοι, ἄν τούς συγκρίνουμε μέ τούς Ἀγγέλους, πού σίγουρα εἶναι κατά πολύ περισσότεροι. Ἐκεῖνοι εἶναι τά ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα, ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μόνο τό ἕνα (πρβλ. Ματθ. 18, 12. Λουκ. 15, 4). Σύμφωνα μέ τό μέγεθος τῶν τόπων πρέπει νά ὑπολογίζουμε καί τό πλῆθος τῶν κατοίκων τους11. Ἡ γῆ πού κατοικεῖται ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, σύμπασα ἡ οἰκουμένη, ἔτσι ὅπως βρίσκεται στό μέσον τοῦ οὐρανοῦ πού τήν περιβάλλει, εἶναι μόνο τό κέντρο ἑνός κύκλου καί ὅμως βαστάζει πάνω της τόσα πλήθη.
Σκεφτεῖτε λοιπόν ὁ οὐρανός πού τήν περιβάλλει σάν κύκλος, πόσο πιό ὑπερμεγέθης εἶναι ἀπό αὐτήν. Καί σκεφτεῖτε ὅτι ὑπάρχουν ἄπειροι ἄλλοι οὐρανοί, πού δέν μποροῦμε οὔτε κάν νά φανταστοῦμε τά πλήθη τῶν Ἀγγέλων πού τούς κατοικοῦν. Διότι ἔχει γραφεῖ: «Χίλιες χιλιάδες Τόν ὑπηρετοῦσαν καί μύριες μυριάδες ἔστεκαν μέ δέος μπροστά Του» (πρβλ. Δαν. 7, 10). Καί ὄχι βέβαια πώς εἶναι μόνο τόσο τό πλῆθος τῶν Ἀγγέλων, ἀλλά περισσότερο ἀπ᾽ αὐτό δέν μποροῦσε νά μᾶς παραστήσει ὁ Προφήτης. Θά εἶναι παρών λοιπόν τότε στήν Κρίση ὁ Θεός, ὁ Πατέρας ὅλων, θά παρακάθεται καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα θά παρευρίσκεται καί Αὐτό. Ἀγγελική σάλπιγγα θά προσκαλέσει ὅλους ἐμᾶς, πού ἔχουμε σάν ἔνδυμά μας ὅλα μας τά ἔργα.
Μήπως λοιπόν καί μόνο μ᾽ αὐτή τήν εἰκόνα, δέν εἶναι φυσικό ἀπό τώρα νά ἔχουμε κάποια αἴσθηση ἀγωνίας; Μήν τό θεωρήσεις, ἄνθρωπε, ὅτι εἶναι μικρή καταδίκη, ἀκόμα καί τότε πού δέν θά κολαστεῖς αἰώνια, τό νά ἔρθουν στό φῶς ὅλα τά κρυφά καί φανερά ἔργα σου, μπροστά στά ἄπειρα πλήθη ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὅλων τῶν Ἀγγέλων. Μήπως δέν ἔρχονται στιγμές στή ζωή μας πού προτιμᾶμε νά πεθάνουμε πολλούς θανάτους, παρά νά μάθουν κάποιοι φίλοι μας τά μυστικά μας, γιά τά ὁποῖα θά ἔπρεπε νά μᾶς ἀποδοκιμάσουν12.
ΚΕ’ Κάτω ἀπό τή συναίσθηση αὐτῆς τῆς τόσο κρίσιμης περιστάσεως, ἀδελφοί μου, ἄς φροντίσουμε μέ ζῆλο νά μή μᾶς ἀποδοκιμάσει καί καταδικάσει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν χρειάζεται νά διενεργήσει καμιά ἐξέταση καί κανένα ἔλεγχο, προκειμένου νά γνωρίσει ἐμᾶς καί τά ἔργα μας. Μήν πεῖς ὅτι νύχτα ἔπεσα σέ πορνεία ἤ ἔκανα μαγεῖες ἤ ἔπραξα κάτι ἄλλο καί ἄνθρωπος δέν βρισκόταν ἐκεῖ. Ἀπό τή συνείδησή σου κρίνεσαι, ἀπό τούς λογισμούς σου. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τότε πού θά κρίνει ὁ Θεός τά κρυφά ἔργα τῶν ἀνθρώπων, οἱ λογισμοί τοῦ ἀνθρώπου μέσα στή συνείδησή του θά λειτουργοῦν σάν μάρτυρες κατηγορίας ἤ σάν μάρτυρες ὑπερασπίσεως (πρβλ. Ρωμ. 2, 15-16). Σέ ἀναγκάζει νά πεῖς τήν ἀλήθεια τό Πρόσωπο τοῦ Κριτῆ-Θεοῦ, πού σοῦ ἐμπνέει τό δέος. Καί ἀκόμα πιό ἔντονα, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι σέ ἐλέγχει ἀκόμα καί τότε πού ἐσύ δέν θά φανερώσεις τήν ἀλήθεια. Γιατί, ὅπως εἴπαμε, θά ἀναστηθεῖς καί θά παρουσιαστεῖς στόν Κριτή, σάν νά εἶσαι ντυμένος μέ τίς ἁμαρτίες σου ἤ, ἄν ἔχεις βέβαια, καί μέ κάποιες καλές καί ἐνάρετες πράξεις σου.
Καί τό δήλωσε τοῦτο ὁ Κριτής ‒ διότι ὁ Χριστός θά εἶναι Ἐκεῖνος πού θά κρίνει‒ λέγοντας:«Ἐπειδή δέν δικάζει ὁ Πατέρας κανέναν, ἀλλά τήν κρίση τήν ἄφησε στόν Υἱό» (Ἰωάν. 5, 22). Καί αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀποξενώνεται ἀπό τήν ἐξουσία Του, ἀλλά ὅτι κρίνει «διά τοῦ Υἱοῦ»13. Βέβαια ὁ Υἱός κρίνει μέ τή συγκατάνευση τοῦ Πατέρα. Καί ἀσφαλῶς ἡ κρίση καί ἡ ἀπόφαση τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἴδια μέ τήν κρίση καί τήν ἀπόφαση τοῦ Πατέρα, γιατί Πατέρας καί Υἱός ἔχουν μία καί τήν αὐτή γνώμη. Τί λέει ὅμως ὁ Κριτής γιά τό ἄν ἀποτελοῦν ἤ ὄχι τό ἔνδυμά σου οἱ πράξεις σου καί τά βιώματά σου; «Καί θά συναχθοῦν μπροστά Του πάντα τά ἔθνη» (πρβλ. Ματθ. 25, 32). Διότι πρέπει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ νά γονατίσουν καί τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια (πρβλ. Φιλιπ. 2, 10). Καί θά χωρίσει τούς μέν ἀπό τούς δέ, «ὅπως χωρίζει ὁ βοσκός τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια» (Ματθ. 25, 32).
Πῶς τά χωρίζει ὁ βοσκός; Ἄραγε τά ἐξετάζει βάσει κανενός βιβλίου, γιά νά δεῖ ποιό εἶναι πρόβατο καί ποιό κατσίκι; Ἤ τά διακρίνει ἀπό τήν ἐμφάνιση; Δέν εἶναι τό σγουρό καί ἀφράτο μαλλί πού φανερώνει τό πρόβατο καί τό σκληρό καί ἄγριο τρίχωμα πού φανερώνει τό κατσίκι; Ἔτσι εἶναι καί μόλις καθαριστεῖς ἀπό τίς ἁμαρτίες σου. Ἔχεις στό ἑξῆς τό μαλλί καθαρό καί μένει ἡ στολή σου ἀμόλυντη καί λές πάντοτε: «Ξεντύθηκα τό χιτώνα τῆς ἁμαρτίας, πῶς νά τόν ξαναβάλλω;» (Ἆσμ. 5, 3). Ἀπό τό ἔνδυμα γνωρίζεσαι σάν πρόβατο, ἄν ὅμως βρεθεῖς τριχωτός σάν τόν Ἡσαῦ, πού ἦταν πυκνότριχος καί ἐλαφρόμυαλος, πού ἔχασε τά πρωτοτόκια γιά τό φαΐ καί πούλησε τό ἀξίωμά του, θά πᾶς στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου. Ἄς μή γίνει κανείς ἀπό τούς παρόντες νά χάσει τή Χάρη, οὔτε μέ τά ἄδικά του ἔργα νά βρεθεῖ στά ἀριστερά τάγματα τῶν ἁμαρτωλῶν.
ΚΣΤ’ Πραγματικά, μᾶς προκαλεῖ τό φόβο ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ καί μᾶς τρομάζουν ὅσα μᾶς πληροφοροῦν γιά τό πῶς θά γίνει. Ἐνῶ προβάλλεται σάν σκοπός τῆς ζωῆς μας ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔχει ἑτοιμαστεῖ καί ἡ αἰώνια φωτιά τῆς κολάσεως. Καί θά πεῖ εὔλογα κάποιος: «Πῶς θά ἀποφύγουμε τή φωτιά τῆς κολάσεως. Καί πῶς θά μποῦμε στή Βασιλεία;». «Πείνασα», λέει, «καί μοῦ δώσατε νά φάω» (Ματθ. 25, 35). Μάθετε λοιπόν τόν τρόπο. Δέν χρειάζεται ἐδῶ νά κάνεις ἀλληγορία, ἀλλά νά κάνεις πράξη τά λεγόμενα. «Πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ξένος εἴμουνα καί μέ φιλοξενήσατε, γυμνός καί μέ ντύσατε, ἀρρώστησα καί μέ ἐπισκεφθήκατε, στή φυλακή ἤμουνα καί ἤρθατε νά μέ δεῖτε» (Ματθ. 25, 35-36). Αὐτά ἄν πράξεις, θά εἶσαι μαζί Του στή Βασιλεία, βασιλιάς14. Ἄν ὅμως δέν τά πράξεις, θά κατακριθεῖς.
Ἄρχισε λοιπόν ἀπό τώρα νά τά κάνεις πράξη καί ἔχε ζωντανή καί σταθερή πίστη. Πρόσεξε νά μήν κλειστεῖς ἔξω, ὅπως οἱ μωρές παρθένες, ἀναβάλλοντας νά ἀγοράσεις λάδι15. Μή θαρρευτεῖς ἐπειδή ἔχεις ἁπλῶς τή λαμπάδα, ἀλλά νά τήν ἔχεις νά καίει. «Ἄς λάμπει τό φῶς τῶν καλῶν σου ἔργων μπροστά στούς ἀνθρώπους» (πρβλ. Ματθ. 5, 16) καί νά μή βλασφημεῖται ἐξαιτίας σου ὁ Χριστός. Φόρεσε ἔνδυμα ἀφθαρσίας, διαπρέποντας στά καλά καί θεάρεστα ἔργα. Καί ὅποια ὑπόθεση «κατ᾽ οἰκονομίαν», σοῦ ἐμπιστευτεῖ ὁ Θεός, διοίκησέ την εὐάρεστα καί καρποφόρα. Χρήματα σοῦ ἐμπιστεύτηκε; Κάνε καλή καί χρηστή διαχείρηση. Λόγο διδασκαλίας σοῦ ἐμπιστεύτηκε; Μεταχειρίσου τό χάρισμα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖς νά φέρνεις καί ἄλλους νά ἀκοῦν τό λόγο, τό κήρυγμα τῆς πίστεως; Κάνε το μέ ζῆλο.
Ὑπάρχουν τόσες πολλές μορφές ζωῆς καί δράσεως, μέσα στίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀναδειχθεῖ πιστός καί καλός οἰκονόμος τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε μόνο νά μή βρεθεῖ κανείς νά σφάλλει καί ἀπορριφθεῖ, ὥστε νά συναντήσουμε μέ παρρησία τόν αἰώνιο Βασιλέα Χριστό, πού βασιλεύει στούς αἰῶνες. Διότι θά βασιλέψει στούς αἰῶνες. Αὐτός πού θά κρίνει ζῶντες καί νεκρούς, Αὐτός ὁ Ὁποῖος πέθανε γιά χάρη τῶν ζώντων καί τῶν νεκρῶν, καθώς καί ὁ Παῦλος τό λέει: «Γι᾽ αὐτό ὁ Χριστός πέθανε καί ἔζησε, γιά νά γίνει Κύριος καί Βασιλέας ζώντων καί νεκρῶν» (Ρωμ. 14, 9).
…..
ΛΓ’ …Καί εἴθε ὁ Θεός τῶν ὅλων, ὅλους ἐσᾶς νά σᾶς διατηρήσει ἱκανούς καί φωτισμένους, ὥστε νά ἔχετε στή μνήμη σας τά σημεῖα τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου καί νά μείνετε ἀκατανίκητοι ἀπό τόν Ἀντίχριστο. Τώρα πιά γνώρισες τά ἰδιαίτερα σημάδια πού θά φανερώνουν τόν ἐρχομό τοῦ πλάνου. Ἔχεις καί τίς ἀποδείξεις τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ, πού φανερά πρόκειται νά κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό. Τόν ἕνα ἀπόφευγέ τον, τόν πλάνο. Τόν Ἄλλο περίμενέ Τον, τόν Ἀληθινό. Ἔμαθες τόν τρόπο, μέ ποιά κριτήρια δηλαδή θά βρεθεῖς στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Τήρησε ὅ,τι σοῦ ἔχω ἐμπιστευθεῖ σχετικά μέ τόν Χριστό (πρβλ. Α’ Τιμ. 6, 20), διαπρέποντας σέ ἔργα θεάρεστα (πρβλ. Α’ Τιμ. 2, 10), ὥστε νά κληρονομήσεις τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ παρασταθεῖς μέ παρρησία ἐνώπιον τοῦ Κριτῆ, διά τοῦ Ὁποίου καί μετά τοῦ Ὁποίου ἡ δόξα ἀνήκει στόν Θεό, μαζί καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ἡ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου Πατρός ἔχει διαχρονική σημασία καί ἀξία καί πρέπει, νά λαμβάνεται σοβαρῶς «ὑπ᾽ ὄψιν» ἀπό ὅλους ἐκείνους πού στήν ἐποχή μας συγκινοῦνται καί ὑπερφορτίζονται σέ σχέση μέ τό θέμα τῆς ἔλευσης τοῦ Ἀντιχρίστου.
2. Ὁ ἅγιος Διδάσκαλος δέν θέλει νά ὑποδείξει τόν ἐξυποκειμενισμό τοῦ θέματος. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι δυνατόν ὁ νηφάλιος καί διακριτικός νοῦς νά κάνει μιά σωστή προσέγγιση στό θέμα, ἀναλαμβάνοντας τίς δικές του εὐθύνες καί ἐμπιστευόμενος τά περαιτέρω στόν Θεό καί στήν Ἐκκλησία.
3. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Ἅγιος ἀφήνει περιθώρια γιά ἐπανάληψη τοῦ φαινομένου τῆς παρουσίας ψευδόχριστων, ἄν καί στίς μέρες του ὀνομάζει κάποιους συγκεκριμένους. Ἄλλη μιά ἔνδειξη τῆς χαρισματικῆς νηφαλιότητάς του.
4. Τόν τέταρτο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος διαπίστωνε ὅτι εἶχαν πραγματοποιηθεῖ μερικά ἀπό τά σημεῖα καί ὅμως ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἔχουμε ἴδια καί παρόμοια φαινόμενα. Αὐτό ὑπαγορεύει στούς νηφάλιους νά μήν ἀπολυτοποιοῦν τίς δικές τους ἐκτιμήσεις καί νά προσέχουν ὥστε, ὄχι μόνο νά μή τρομοκρατοῦνται, ἀλλά καί νά μή πανικοβάλλουν τούς ἄλλους.
5. Δέν πρόκειται γιά ρητορικό ἑλιγμό προκειμένου νά μεταβεῖ στήν ἑπόμενη θέση του, ἀλλά γιά ἐπιτυχημένη ἐφαρμογή κοινωνικῆς καί ψυχολογικῆς ἀρχῆς στό ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο. Πρέπει νά μποροῦμε νά βλέπουμε πόσο μεταπτωτικά κινούμαστε μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί πόσο «τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο» πάσχει σάν νά μήν εἶναι «ἐκκλησιασμένο»!
6. Ἔχει ἀφάνταστα μεγάλη καί καθοριστική σημασία αὐτή ἡ σύσταση τοῦ Ἁγίου. Δέν θά κάναμε τόσο σάλο, στίς μέρες μας, ἄν ἐφαρμόζαμε αὐτή τή σύστασή του. Πράγματι μερικοί ἀπό μᾶς σχηματίζουμε, χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα, μιά γνώμη γιά τά πράγματα καί μετά ψάχνουμε νά βροῦμε ποῦ συμφωνεῖ ἡ Γραφή μέ μᾶς. Ἀντίστροφα, ὁ Ἅγιος ζητάει ἀπό μᾶς νά γνωρίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τή διδαχή τῆς Γραφῆς καί βάσει αὐτῆς νά κρίνουμε τά πράγματα.
7. Ἕνα ἐρώτημα πού ἀσφαλῶς εἶναι ἀναμοχλευτικό συνειδήσεων. Παρά ταῦτα θά μποροῦσε νά παρατηρηθεῖ ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας δέν θά ἔπρεπε νά λειτουργοῦν στό ἐπίπεδο πού λειτουργοῦσαν οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ πρίν ἀπό τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξασφαλίζεται ἀπό τήν ἀναμαρτησία τῶν μελῶν Της, ἀλλά ἀπό τήν ἁγιότητα τῆς Κεφαλῆς Της, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά «φερόμαστε», νά ὁδηγούμαστε πρός τήν τελειότητα (Ἑβρ. 6, 1).
8. Ἤδη ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο (Κολ. 1, 23) θεωρεῖται τό Εὐαγγέλιο κηρυγμένο σέ ὅλη τήν κτίση. Ὅμοια ἄποψη ἔχει καί ὁ ἅγιος Κύριλλος τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. Ὅμως δημιουργεῖται εὔλογα ἡ ἀπορία· ποιά ἦταν ἡ ἀντίληψη τῆς τότε ἐποχῆς γιά τήν ἔκταση τῆς κτίσης; Πέρασαν δεκαέξι αἰῶνες καί ἀκόμα δέν ἔχει ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος… (Μαρκ. 13, 10). Πόση δυσπιστία πρέπει νά ἔχουμε στήν ἀνθρώπινη ἐμβέλεια! Παράλληλα, πρέπει νά ἐρευνηθεῖ καί τί σημαίνει «νά κηρυχθεῖ τό Εὐαγγέλιο». Μέ τή σύγχρονη πληροφορική, θά ἦταν δυνατόν νά ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι τό Εὐαγγέλιο ἔχει πραγματικά κηρυχθεῖ. Κήρυγμα ὅμως σημαίνει, ἠχητική διάδοση τοῦ λόγου;
9. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι δέν περιφρονοῦμε αὐτό γιά τό ὁποῖο θυσιαζόμαστε. Πολλές φορές ὅμως, λειτουργώντας κατακτητικά καί δυναστευτικά τήν ἀγάπη μας, ὄχι μόνο περιφρονοῦμε, ἀλλά καταστρέφουμε-ἐξαφανίζουμε αὐτόν πού ἀγαπᾶμε, ἄν ἀρνηθεῖ νά γίνει «κτῆμα» μας.
10. Ἡ ἀξιολογική προβολή στά «ἔσχατα» κάθε μορίου τῆς πραγματικότητας (θετικῆς ἤ ἀρνητικῆς) τῆς ζωῆς μας εἶναι ὄντως ἀπόλυτα καθαρτική διεργασία. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ διάβολος δέν μᾶς ἀφήνει νά ζοῦμε αὐτή τήν πραγματικότητα. Μᾶς πείθει ὅτι «ὅλα ἐδῶ τελειώνουν». Εἴμαστε εὔκολοι νά δεχόμαστε τίς διαβολικές «πληροφορίες» καί νά περιφρονοῦμε τίς πληροφορίες πού τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς χαρίζει μέ ἅγια στόματα ἤ κείμενα. Ἔτσι βυθιζόμαστε μέσα στό διαβολικό καί μυωπικό ρεαλισμό καί χάνουμε τά κριτήρια τῆς αὐτογνωσίας μας σέ τέτοιο βαθμό πού δέν μποροῦμε νά χαροῦμε οὔτε τή ζωή τῆς ἁγνείας καί παρθενίας πού ὁ Ἅγιος ἀποτιμᾶ σάν τό πιό ἀξιόλογο μέγεθος τοῦ ἐσχατολογικοῦ πλούτου μας.
11. Καί οἱ Ἄγγελοι εἶναι κτιστά δημιουργήματα καί μέ αὐτή τή βάση ὁ Ἅγιος βάζει καί τή διάσταση τοῦ χώρου ἀναφερόμενος σ᾽ αὐτούς. Κινεῖται μέσα στό πλαίσιο τῶν κοσμογεωγραφικῶν γνώσεων τῆς ἐποχῆς του καί θεολογεῖ μέ χαρισματική «αἴσθηση» πού τοῦ χαρίζει ἔμμεσα ἤ ἄμεσα τό Ἅγιο Πνεῦμα.
12. Εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἱκανότητα τοῦ Ἁγίου νά κατεβαίνει στά ἐπίπεδα τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου καί μέ τήν ἀξιοποίηση τῆς ἁμαρτωλῆς ἐμπειρίας του νά τόν βοηθήσει νά ἀναχθεῖ στήν ὀρθή ἀντίληψη τῶν πραγμάτων μέσα στήν ἐσχατολογική προοπτική τους. Εἶναι πλούσιος σέ ἀνθρωπολογικές, κοινωνιολογικές καί ψυχολογικές γνώσεις, ἀλλά τίς ἐντάσσει καί τίς ὑποτάσσει στίς χαρισματικές θεολογικές στοχεύσεις του.
13. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ρώτησε τόν Κύριο ποιά θά εἶναι ἡ ἔκβαση τῆς προσωπικῆς ζωῆς κάθε Ἀποστόλου (Ματθ. 19, 27), ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «καθίσεσθε ἐπί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ» (Ματθ. 19, 28). Καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (5, 22) μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι θά κριθοῦμε ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, στόν Ὁποῖο ὁ Θεός-Πατέρας ἔχει δώσει μιά ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα. Αὐτές οἱ δύο θέσεις μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε τήν ἔννοια τῆς κρίσης πού θά μᾶς βρεῖ. Δέν πρόκειται γιά δικαστική αὐθεντική-θεϊκή ἐτυμηγορία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά ἐνυποστασιωθοῦμε στήν Ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, πού πέρασε νικητικά τήν κρίση, ὡς «ὁ Ἄνθρωπος», γιά χάρη κάθε ἀνθρώπου.
14. Οἱ καλές πράξεις μας δέν εἶναι αὐτόνομα ἀτομικά κατορθώματα. Εἶναι χαρισματική συλλειτουργία μας μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, μέσα στή ζωή καί τήν Ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς μακαριότητας τῶν ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένων.
15. Συχνά, ἡ ἀναβολή δέν εἶναι μόνο «κλέπτης τοῦ χρόνου», εἶναι καί ματαίωση τοῦ σκοποῦ, τοῦ στόχου καί τοῦ ἀποτελέσματος καρποφορίας. Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Ἅγιος μᾶς θυμίζει τήν ἀναβλητικότητα πού στηρίζεται πάνω στήν ὕπαρξη καλῆς προαίρεσης. Πολλοί ἀπό μᾶς ἀπατῶνται μέ τήν ἑξῆς σκέψη: Ἀφοῦ ἔχω τήν προαίρεση καί τή δύναμη νά κάνω κάτι πού δέν εἶναι καί τόσο σημαντικό, γιατί νά δώσω χρόνο καί δυνάμεις νά τό πραγματοποιήσω καί νά μήν κάνω κάτι ἄλλο πιό σημαντικό; Νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νά ἀντικαταστήσουμε τήν πράξη μέ ἰδεολογήματα!
Ἁπό τό βιβλίο:
 ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία»
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέας 1999

Η κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἡ συγχώρηση τῶν ἀνθρώπων - ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

imagesCA5ZE9GQ
Σήμερα, ὁδεύοντας πρός τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, φθάνουμε στό τελικό στάδιο· ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τήν Κρίση. ῎Αν τῆς δώσουμε τήν πρέπουσα προσοχή, τήν ἑπόμενη ἑβδομάδα, ὁ πνευματικός μας προορισμός θά εἶναι στό χέρι μας· ἡ ἑπόμενη Κυριακή εἶναι ἡ μέρα τῆς συγχώρησης.
῾Ο σύνδεσμος ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές μέρες εἶναι πάρα πολύ προφανής. ῎Αν μπορούσαμε νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλοι μας καί κάθε ἕνας ἀπό μᾶς στεκόμαστε μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί στήν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἄν μπορούσαμε νά θυμηθοῦμε καί νά ἀντιληφθοῦμε βαθιά καί ὁλόψυχα, μέ φιλότιμο καί εὐσυνειδησία ὅτι εἴμαστε ὅλοι χρεωμένοι ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ὑπεύθυνοι μεταξύ μας γιά κάποιους ἀπό τούς πόνους καί τά βάρη τῆς ζωῆς, τότε θά μᾶς ἦταν εὔκολο, ὄχι μόνο νά συγχωρήσουμε ὅταν μᾶς ζητηθεῖ, ἀλλά καί, ὡς ἀνταπόκριση στό αἴτημα αὐτό, νά ζητήσουμε κι ἐμεῖς συγνώμη.
Δέν εἶναι μόνο μ’ αὐτά πού κάνουμε, δέν εἶναι μόνο μ’ αὐτά πού παραλείπουμε, ἀλλά εἶναι ὅτι κατά ἕνα τρόπο ἐκπληκτικό ἀγνοοῦμε τήν εὐθύνη πού φέρουμε ἀπέναντι τῶν ἄλλων· ἀγνοοῦμε αὐτό πού θά μπορούσαμε νά εἴμαστε γι’ αὐτούς, αὐτό πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε γι’ αὐτούς… ῎Οχι, δέν ἐκπληρώνουμε τήν ἀνθρώπινη κλήση μας. Θά μπορούσαμε καί θά ἔπρεπε νά εἴμαστε, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί γιά κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά καί πέρα ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλο τόν κόσμο, μιά εὐλογία καί μιά ἀποκάλυψη· νά εἴμαστε μιά ἀποκάλυψη ἐκείνης τῆς μεγάλης καί τόσο ὑψηλῆς Πραγματικότητας, ὥστε οἱ ἄνθρωποι γύρω μας (κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρῶτοι) νά μποροῦν νά συνειδητοποιήσουν ὅτι εἴμαστε στή ζυγαριά τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ κλήση μας δέν εἶναι νά εἴμαστε ἁπλῶς ἠθικά καλοί, ἀλλά νά εἴμαστε μεγάλοι ὅπως Αὐτός. ῞Ενας Γερμανός μυστικός θεολόγος ἔγραφε σ’ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του, «Εἶμαι μεγάλος ὅσο ὁ Θεός, ὁ Θεός εἶναι τόσο μικρός, ὅσο κι ἐγώ».
῎Αν μπορούσαμε νά μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό! ᾿Επειδή ἡ κρίση δέν εἶναι μόνο μιά στιγμή κατά τήν ὁποία ἀντιμετωπίζουμε τόν κίνδυνο νά καταδικαστοῦμε· στήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς κρίσης ὑπάρχει κάτι μεγάλο, κάτι πού ἐμπνέει. Δέν θά κριθοῦμε σύμφωνα μέ τά ἀνθρώπινα πρότυπα συμπεριφορᾶς καί κοσμιότητας, ἀλλά σύμφωνα μέ πρότυπα πέραν τῆς συνηθισμένης ἀνθρώπινης ζωῆς. Θά κριθοῦμε στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζυγαριά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη· ὄχι ἡ ἀγάπη πού νιώσαμε, ὄχι ἡ συναισθηματική ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη πού ζήσαμε καί ἐκπληρώσαμε, ἡ βιωμένη ἀγάπη. Τό γεγονός ὅτι πρόκειται νά κριθοῦμε, ὅτι ὄντως κρινόμαστε κάθε στιγμή, πέρα ἀπ’ τή μετριότητα καί μικρότητά μας πρέπει, θά ἔπρεπε, νά μᾶς ἀποκαλύπτει τό ἐν δυνάμει μεγαλεῖο μας. Καί ὑπό τούς ὅρους ἀκριβῶς αὐτούς μποροῦμε νά ἐξετάσουμε τήν παραβολή τῶν ἀμνῶν καί τῶν ἐριφίων.
Οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ἀπό τόν Χριστό μέ βάση τήν ἀνθρωπιά τους. ῾Υπῆρξαν ὅλοι αὐτοί ἄνθρωποι ἤ ὄχι; Εἶχαν μάθει νά ἀγαποῦν μέ τήν καρδιά τους πρῶτα, ἀλλά καί στήν πράξη, μέ τά ἔργα τους; Διότι, ὅπως τό θέτει ὁ Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, ἐκεῖνος πού λέει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του ἔμπρακτα καί δημιουργικά εἶναι ψεύτης. Δέν ὑπάρχει ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄν δέν ἐκφράζεται σέ κάθε λεπτομέρεια τῶν σχέσεών μας μέ τούς ἀνθρώπους, στό σύνολό τους ἀλλά καί σέ κάθε ἕναν ξεχωριστά.
῎Ετσι λοιπόν, ἄς ἑτοιμαστοῦμε αὐτή τήν ἑβδομάδα γιά τό τελικό στάδιο τοῦ ταξιδιοῦ μας, καί, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θείας κρίσεως, ἄς ἀναρωτηθοῦμε· «Εἶμαι ἄνθρωπος; Εἶμαι ἄνθρωπος μέσα μου, στή συμπεριφορά μου, ὄχι στή γενική μου στάση, ἀλλά στούς τρόπους μου· ἔχω ἀνθρώπινους τρόπους; Εἶναι ἡ ζωή μου ἡ ἔκφραση μιᾶς λεπτῆς, στοχαστικῆς, δημιουργικῆς ἀγάπης; Μιᾶς ἀγάπης πού κλείνει μέσα της κατανόηση καί εἶναι ἀνάλογα μέ τήν περίσταση γενναιόδωρη καί θυσιαστική; Καί καθώς τό ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καί τό κριτήριό της, αὐτό πρέπει νά εἶναι ὁ διπλανός μου, τό νά ἀγαπᾶς τόν Θεό πού δέ ζητάει τίποτε εἶναι τόσο εὔκολο!».
Καί ἄν στό πέρασμα τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς ἐπισημάνουμε ποῦ βρισκόμαστε, τότε θά ἔχουμε βρεῖ τόσο τήν ἀδυναμία μας ὅσο καί τό μεγαλεῖο τῆς κλήσης μας· ἐάν εἰρηνεύσουμε μ’ ἐκείνους πού ἔχουμε χρέος, τότε, ὅταν ἔρθει ἡ στιγμή νά συγχωρήσουμε -ὅταν κάποιος ἄλλος θά ἔχει ἀνακαλύψει τό δικό του χρέος πρός ἐμᾶς- θά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε μέ χαρά τήν εἰρήνη καί τή συγνώμη μας, μέσα ἀπό ἕνα αἴσθημα εὐθύνης καί μέ τήν εὐφροσύνη πού χαρίζει ἡ μετάνοια.
ΙΙ.
Γιά κάποιον ἀνεξήγητο λόγο, ἡ παραβολή αὐτή, περισσότερο ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη, θεωρεῖται ὡς μιά εἰκόνα τῆς Κρίσεως, ἡ διακήρυξη τῆς ἀμετάκλητα τελικῆς αὐτῆς πράξης τῆς ἱστορίας. ῾Ωστόσο, μᾶς λέει κάτι οὐσιαστικό, ὄχι γιά τή μετά θάνατον καταδίκη ἤ σωτηρία μας, ἀλλά γιά τή ζωή μας· ὁ Θεός δέν θά ρωτήσει οὔτε τούς δικαίους οὔτε τούς ἁμαρτωλούς ὁτιδήποτε σχετικό μέ τίς πεποιθήσεις τους ἤ μέ τήν τήρηση τοῦ τελετουργικοῦ· αὐτό πού ὁ Θεός θά ἀξιολογήσει εἶναι ὁ βαθμός στόν ὁποῖον ὑπήρξαμε ἄνθρωποι· «δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί μέ πήρατε κοντά σας, γυμνός καί μέ ντύσατε· ἤμουν ἄρρωστος καί μέ ἐπισκεφθήκατε, ἐν φυλακῇ καί ἤρθατε κοντά μου». Τό νά εἴμαστε ἄνθρωποι ὅμως, ἀπαιτεῖ φαντασία, ἀπαιτεῖ μιά αἴσθηση χιοῦμορ, μιά αἴσθηση τῆς «στιγμῆς», ἕνα ἀγαπητικό καί ρεαλιστικό ἐνδιαφέρον γιά τίς ἀληθινές ἀνάγκες καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ ἀντικειμένου τῆς προσοχῆς μας, ἤ μᾶλλον τοῦ θύματος, θά λέγαμε, τῆς προσοχῆς μας.
῾Η ἱστορία πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπό τή ζωή τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου καί διευκρινίζει αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο· Μετά ἀπό μιά λαμπρή κοινωνική καί πολιτική δράση στήν Αὐλή τοῦ Βυζαντίου, ὁ ῞Αγιος ᾿Αρσένιος ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, γιά νά ἐπιτύχει τήν ἀπόλυτη μόνωση καί ἡσυχία. Μιά Κυρία τῆς Αὐλῆς πού ἦταν μεγάλη θαυμάστριά του, τόν ἀναζήτησε στήν ἐρημιά ὅπου ζοῦσε. ῎Επεσε στά πόδια του· «Πάτερ, ξεκίνησα γι’ αὐτό τό ἐπικίνδυνο ταξίδι μόνο καί μόνο γιά νά σέ δῶ καί νά ἀκούσω ἀπό σένα μία καί μόνη ἐντολή, τήν ὁποία ὑπόσχομαι νά τηρήσω σέ ὅλη μου τή ζωή!». Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε· «῎Αν πραγματικά δεσμεύεσαι νά μήν παρακούσεις ποτέ τήν ἐντολή μου, τότε ἄκουσέ την· ῎Αν ποτέ μάθεις ὅτι εἶμαι σ’ ἕνα τόπο, ἐσύ νά πᾶς σ’ ἕναν ἄλλον!». Αὐτό δέν εἶναι πού θά ἔλεγαν πολλοί σ’ ἐκεῖνο τόν ἀγαθιάρη, τοῦ ὁποίου τήν «ἀρετή» εἶναι καταδικασμένοι νά ὑφίστανται;
Κατά τή γνώμη μου, τό νόημα τῆς παραβολῆς τῶν προβάτων καί τῶν ἐριφίων εἶναι τό ἑξῆς· ῎Αν ὑπῆρξες ἀληθινά καί συνετά «ἄνθρωπος», τότε εἶσαι ἕτοιμος νά εἰσέλθεις στή Βασιλεία, νά μοιραστεῖς αὐτά πού ἀνήκουν στόν Θεό, ἀφοῦ ἡ αἰώνια ζωή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ζωή τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, πού τή μοιράζεται μέ τά πλάσματά Του. «᾿Επί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω» (Ματθ. 25, 21)• ὑπῆρξες ἄξιος στή γῆ, θά ἀξιωθεῖς νά ζήσεις καί τήν οὐράνια ζωή, μετέχοντας στή φύση τοῦ Θεοῦ, πλήρης τοῦ Πνεύματός Του. ῎Αν ἀποδειχθοῦμε πιστοί οἰκονόμοι σέ ὅ,τι δέν ἦταν δικό μας -ὅλα δηλαδή τά δῶρα τοῦ Θεοῦ- θά εἰσέλθουμε καί σέ ὅ,τι εἶναι δικό μας, ὅπως φαίνεται τόσο καθαρά στήν παραβολή τοῦ οἰκονόμου τῆς ἀδικίας (Λουκ. 16, 1-12).
῾Η κρίση θά ἦταν αἰτία τρόμου γιά μᾶς, ἄν δέν εἴχαμε βεβαία τήν ἐλπίδα τῆς συγχωρήσεως. Καί τό δῶρο τῆς συγνώμης εἶναι αὐτονόητο συστατικό τῆς ἀγάπης καί τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἀρκεῖ ὅμως νά μᾶς παραχωρεῖται ἡ ἄφεση, πρέπει νά εἴμαστε προετοιμασμένοι καί νά τή δεχθοῦμε.
Πάρα πολύ συχνά, ἡ συγνώμη μᾶς προσφέρεται, ἀλλά ἐμεῖς «κλωτσᾶμε»· γιά τόν ἐγωισμό μας, ἡ συγνώμη ἠχεῖ ὡς κάτι ἐξαιρετικά ταπεινωτικό, καί προσπαθοῦμε νά τό παρακάμψουμε «φορώντας» μιά ψευτο-ταπείνωση. «Δέν μπορῶ νά συγχωρήσω τόν ἑαυτό μου γι’ αὐτό πού ἔκανε, πῶς νά δεχτῶ τή συγχώρησή σου; ᾿Εκτιμῶ τήν καλωσύνη σου, ἀλλά ἡ συνείδησή μου εἶναι πάρα πολύ ἀπαιτητική, πολύ εὐαίσθητη γιά νά ἐκμεταλλευθῶ τήν εὐγενική σου διάθεση»· καί χρησιμοποιοῦμε ἀκριβῶς τήν ἔννοια «εὐγενική διάθεση» γιά νά κάνουμε τό δῶρο πού μᾶς προσφέρεται νά φαίνεται ὅσο γίνεται πιό ἀσήμαντο καί τήν ἄρνησή μας ὅσο γίνεται πιό ἀπογοητευτική γιά τόν γενναιόδωρο φίλο μας. Βεβαίως, δέν μποροῦμε, δέν θά ἔπρεπε ποτέ νά συγχωρήσουμε τούς ἑαυτούς μας! Θά ἦταν τερατῶδες ἄν τό μπορούσαμε. Γιατί τότε, θά σήμαινε «πολύ ἁπλά», ὅτι παίρνουμε πολύ ἐλαφρά τό χαστούκι, τήν πληγή πού προκαλέσαμε, τόν πόνο, τή δυστυχία πού ἐπιφέραμε. (Καί, ἀλίμονο! Αὐτό ἀκριβῶς κάνουμε ὅταν εἴμαστε ἀνυπόμονοι ἐνώπιον κάποιου τόν ὁποῖον πληγώσαμε καί ὁ ὁποῖος φαίνεται νά πονᾶ «ὑπερβολικά». «Πόσον καιρό θά δυσανασχετεῖς πιά; ῎Ω, σταμάτα ἐπιτέλους νά κλαῖς! Δέ σοῦ ζήτησα συγνώμη; Τί ἄλλο θέλεις;». Τό ὁποῖο σημαίνει· «᾿Εγώ ἔχω πρό πολλοῦ συγχωρήσει τόν ἑαυτό μου. Πόσο ἀκόμη πρέπει νά περιμένω μέχρι νά μέ συγχωρήσεις κι ἐσύ;»).
῾Ο Θεός δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά συγχωροῦμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, ἀλλά πρέπει νά μάθουμε ποτέ νά μήν τοῦ ἐπιτρέπουμε νά πληγώνει τούς ἄλλους καί, ἄν κάποτε συμβεῖ, νά δεχόμαστε τό δῶρο τῆς συγνώμης τοῦ ἀδελφοῦ μας. ῎Αν τό ἀρνηθοῦμε εἶναι σάν νά λέμε· «Δέν πιστεύω ὅτι ὄντως ἡ ἀγάπη σβήνει ὅλα τά ἁμαρτήματα, οὔτε ἔχω ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη σου». Πρέπει νά συναινέσουμε στό νά συγχωρηθοῦμε μέσα ἀπό μία πράξη τολμηρῆς πίστης καί γενναιόδωρης ἐλπίδας, νά ὑποδεχθοῦμε τό δῶρο ταπεινά, ὡς ἕνα θαῦμα πού μόνον ἡ ἀγάπη, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, μποροῦν νά ἀπεργαστοῦν, καί νά εἴμαστε παντοτινά εὐγνώμονες γιά τή δωρεάν προσφερόμενη δύναμή της πού ξέρει νά γιατρεύει, νά ἀποκαθιστᾶ, νά ἀνορθώνει.
Δέν θά πρέπει νά προσδοκοῦμε τή συγχώρηση ἐπειδή ἀλλάξαμε πρός τό καλύτερο· οὔτε θά ’πρεπε νά θεωροῦμε μία τέτοια ἀλλαγή ὡς προϋπόθεση γιά νά συγχωρήσουμε τούς ἄλλους. Μόνο ὅταν κάποιος νιώθει ὅτι συγχωρήθηκε καί ὅτι ἀγαπᾶται, μόνο τότε μπορεῖ νά ἀρχίσει νά ἀλλάζει, καί ὄχι ἀντίστροφα. Νά κάτι πού δέν θά πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε, ἀλλά τό ξεχνᾶμε τόσο συχνά! Καί ἄς μήν συγχέουμε ποτέ τό «συγχωρῶ» μέ τό «ξεχνῶ», οὔτε νά φανταστοῦμε ὅτι αὐτά τά δυό πᾶνε μαζί. ῎Οχι μόνο δέν προσιδιάζει τό ἕνα στό ἄλλο, ἀλλά τό ἕνα ἀποκλείει τό ἄλλο. Τό νά διαγράψουμε τό παρελθόν ἔχει πολύ μικρή σχέση μέ τήν οἰκοδομητική, εὑρηματική, καρποφόρα συγχώρεση· τό μόνο πράγμα πού πρέπει νά ἀποβληθεῖ, νά διαγραφεῖ ἀπό τό παρελθόν εἶναι τό δηλητήριό του· ἡ πικρία, ἡ μνησικακία, ἡ ἀποξένωση· ἀλλά ὄχι ἡ ἀνάμνηση.
῾Η ἀληθινή συγχώρηση ἀρχίζει τή στιγμή πού τό θύμα τῆς ἀδικίας, τῆς σκληρότητας, τῆς συκοφαντίας, δέχεται τόν προσβολέα ὅπως εἶναι, γιά τόν λόγο καί μόνο ὅτι ἐπέστρεψε. ῞Οπως ὁ ῎Ασωτος γιός, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας δέν ἄρχισε τίς ἐρωτήσεις, δέν διεκδίκησε τίποτε, δέν ἔθεσε ὅρους προκειμένου νά τόν ἐπανεντάξει στήν οἰκογένεια. ῾Η συγνώμη τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας ἀπό τή στιγμή πού Χριστός παίρνει πάνω Του τό φορτίο καί ὅλες τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως, ὅταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁ ῎Ανθρωπος «ὁ ἐν πληγῇ ὤν» (῾Ησ. 52-53). Καί σίγουρα ὄχι ἀφοῦ πρῶτα γίνουμε ῞Αγιοι! ῾Ο Θεός εἶχε ἤδη δώσει τήν ἄφεση ὅταν εἶπε· «Εἶμαι ἕτοιμος νά πεθάνω γιά σένα· σέ ἀγαπῶ».
῎Ετσι ἀκριβῶς ἀρχίζει καί ἡ συγνώμη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. ᾿Εάν σέ μία οἰκογενειακή κρίση ὁ ὑπαίτιος ἁπλῶς ἐπιστρέψει, καί, εἴτε ἀπό πολύν ἐγωισμό, εἴτε ἀπό ὑπερβολική συστολή, εἴτε ἀκόμη καί ἀπό τό σφίξιμο τοῦ φόβου, παραμένει διστακτικός, ἡ λύτρωσή του ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ἡ οἰκογένειά του τοῦ λέει· «Μά ἐμεῖς ποτέ δέν πάψαμε νά σέ ἀγαπᾶμε· διῶξε τόν φόβο, σέ ἀγαπᾶμε σέ τέτοιο σημεῖο πού νά πονᾶμε! Τώρα πού γύρισες ὅλα θά γιατρευτοῦν». Γιά κεῖνον μάλιστα πού ἔχει τό δίκιο εἶναι εὔκολο νά πεῖ αὐτά τά λόγια, πολύ εὐκολότερο ἀπ’ ὅσο γιά κεῖνον πού ἔκανε τό λάθος· ἀλλά καί διότι ἡ πλευρά πού ἔχει τό δίκιο ἔχει κι αὐτή ἕνα μέρος τῆς εὐθύνης γιά τή ρήξη, γιά τόν καβγά καί πρέπει καί αὐτή νά ἐπανορθώσει. Δικό της πρέπει νά εἶναι τό πρῶτο βῆμα πρός τή συμφιλίωση. Θυμᾶμαι ἕναν ἄνδρα πού κατεῖχε κάποιο ἀξίωμα· ἦρθε κάποτε νά μοῦ πεῖ ὅτι ἕνας φίλος του, ἄνθρωπος μέ πνευματικά ἐπιτεύγματα ὄχι μικρά, τόν εἶχε προσβάλει· «Ποιός πρέπει νά κάνει τό πρῶτο βῆμα γιά τή συμφιλίωση», μέ ρώτησε. «Δέν μπορῶ νά ἀπαντήσω στήν ἐρώτησή σου», τοῦ εἶπα, «ἐπειδή δέν μπορῶ νά παίξω τόν ρόλο τοῦ δικαστῆ ἀνάμεσά σας, ἀλλά ἕνα πράγμα εἶναι βέβαιο· ὅποιος εἶναι πιό ποταπός, αὐτός θά περιμένει τόν ἄλλον νά κάνει τό πρῶτο βῆμα». ῾Ο ἐπιφανής ἄνδρας, χωρίς νά πεῖ τίποτε, πῆγε καί συμφιλιώθηκε μέ τόν φίλο του. ῾Η ματαιοδοξία ἔκανε αὐτό πού οὔτε ἡ ταπείνωση οὔτε ἡ σοφία οὔτε ἀκόμη καί ἡ ἁπλή φιλία δέν εἶχαν μπορέσει νά ἐπιτύχουν. Τί λυπηρό… Πόσο διαφορετική ἦταν ἡ γενναιόδωρη, γεμάτη ἀγάπη, δωρεάν συγνώμη πού πρόσφερε ὁ Πατέρας στόν ῎Ασωτο γιό του!
῾Ωστόσο, ἡ συγχώρηση δέν ἀποτελεῖ σέ καμία περίπτωση τό τέλος ὅλων τῶν προβλημάτων· στή μακρινή, ξένη χώρα τῆς ἐρημιᾶς του, ὁ παραπεταμένος παραβάτης, δέν μπορεῖ παρά νά ἀπέκτησε ἀπωθητικούς γιά τήν οἰκογένειά του καί τούς φίλους του τρόπους· ἡ μυρωδιά τῶν χοίρων θά εἶχε γιά καλά κολλήσει πάνω στό κορμί τοῦ ἄσωτου γιοῦ, καί οἱ συνήθειες τῆς ἀλλοπρόσαλλης ζωῆς δέν μποροῦν νά ἐξαφανιστοῦν μέσα σέ μιά νύχτα· θά πρέπει νά τίς ξεμάθει σιγά σιγά, ἴσως πολύ πολύ ἀργά· εἶναι πιθανόν, ἴσως ἀναπόφευκτο νά ἔχει χάσει πολλούς ἀπό τούς ἐκλεπτυσμένους τρόπους τοῦ ἀρχικοῦ του περιβάλλοντος· θά πρέπει νά τούς ξαναβρεῖ σιγά σιγά. Καί ἡ οἰκογένεια θά μπορέσει νά τόν ἐπανεντάξει, νά τόν ἀναγεννήσει καί νά τόν συγχωρήσει μόνο στόν βαθμό πού τά μέλη της θά θυμοῦνται (δέν θά ξεχνοῦν) τίς ἀδυναμίες του, τά ἐλαττώματα τοῦ χαρακτήρα του, τίς κακές συνήθειες πού ἀπέκτησε. Νά τά θυμοῦνται χωρίς μνησικακία, χωρίς τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς, χωρίς ντροπή, ἀλλά μέ τόν πόνο πού γεννᾶ ἡ συμπάθεια, ἐκείνη ἡ συμπόνοια πού κάνει νά «ὑπερπερισσεύει ἡ χάρη ἐκεῖ ὅπου πλεονάζει ἡ ἁμαρτία». Μέ θέληση καί αὐστηρή ἀποφασιστικότητα ποτέ ἄς μήν ξεχάσουν ἀπό τί πρέπει ὁ ἀγαπημένος νά προστατευθεῖ ἀπό τή φυσική του εὐθραυστότητα, ἀπό τήν ἐπίκτητη ἀδυναμία.
Διαφορετικά, ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἰαματική καί προστατευτική μας βοήθεια θά ὑποβληθεῖ σέ συντριπτικά ἰσχυρούς πειρασμούς καί θά γίνει τό θύμα μιᾶς ἀτέλειωτης, πικρῆς ἀλληλοκατηγορίας. Συγχωρῶ καί θέτω ὑπό ἐπιτήρηση εἶναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Συγχωρῶ σημαίνει δέχομαι τόν ἄλλον «καθώς ὁ Χριστός ἐδέξατο ἡμᾶς», σημαίνει «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε», ὅπως ᾿Εκεῖνος βαστάζει τά δικά μας, τά βάρη τοῦ θύματος καί τά βάρη τοῦ ἐνόχου, ἀγαπώντας τούς μέν μέ μία ἀγάπη χαρούμενη, τούς δέ μέ μία ἀγάπη θυσιαστική, μέ τή χαρά τῆς αὐτο-προσφορᾶς.
Α
ὐτός εἶναι ὁ τρόπος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Σταυρός Του μαρτυρεῖ τήν πίστη Του στό ἀνθρώπινο γένος καί στόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, τήν ἀκατάβλητη ἐλπίδα Του. ῎Ετσι ὁ θάνατός Του γίνεται ζωή μας καί ἡ ᾿Ανάστασή Του, ἡ δική μας Αἰωνιότητα.
Ἀπό τό βιβλίο:
ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡίΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ἐκδ. «Ἐν πλῷ»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...