Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

Κυριακή Θ Λουκά-«Λήθη θανάτου ή «Μνήμη θανάτου»;



«Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου άπαιτοϋσιν από σου...»
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη ζωή, γεννήθηκε για να ζήσει, βγήκε άπ' τα «χέρια» του Θεού για να ρουφήξει τη ζωή. Δεν είναι φτιαγμένος για τον τάφο, ούτε προορισμός του είναι κάποιο χορταριασμένο μνημούρι. Δεν παύει όμως να ζει ένα τραγικό «αδιέξοδο», για το οποίο υπεύθυνος είναι μόνο ό ίδιος κι οι επιλογές του. Ζώντας το ρεύμα του ποταμού της ζωής, χαίρεται ν' απολαμβάνει τη μια του όχθη καί καυχιέται πώς στέκεται αμετακί­νητα σ' αυτήν, κλείνοντας τα μάτια στην άλλη όχθη. Λες καί μπορεί να στα­ματήσει τη ροή του χρόνου στη μια πλευρά του ποταμού, αποφεύγοντας το «πέρασμα» στην άλλη, πέρασμα καθολικό πού σφραγίζει την πανανθρώπινη βιοτή καί ύπαρξη.
Μα έρχεται αδυσώπητα ή φθορά κι ό χρόνος καί το βαθύ κι αδάμαστο αυτόν πόθο τον εμπαίζουν, μάλλον δε τον περιπαίζουν. Καί βλέπεις τον άν­θρωπο να κατατρύχεται άπ' το τραγούδι γι' ατέλειωτη συνέχεια της ζωής από τη μια, κι άπ' τίς αδυσώπητες, αλλά πραγματικές, συμπληγάδες του οριστικού τέλους απ' την άλλη. Μα το πέρασμα άπ' τη μια όχθη στην άλλη είναι μονόδρομος, είναι το πιο βέβαιο γεγονός του ανθρώπινου βίου. Θες σήμερα, θες αύριο θ' ακούσεις να στο πουν: «Τη νύχτα αυτή ζητούν χωρίς άλλο να πάρουν την ψυχή σου» (Λουκ. ιβ' 20)! Καί συ ανυποψίαστος, με­τρώντας τη ζωή σου σαν «μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων... κρύα κεριά λυωμένα καί κυρτά», θρηνείς καί στενάζεις μαζί με τον Αλεξανδρινό Κ. Καβάφη: «Δώδεκα καί μισή. Πώς πέρασεν ή ώρα. Δώδεκα καί μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!».
"Αραγε τί να 'ναι προτιμότερο: να κλείνεις τα μάτια στο «πέρασμα» απ τη μια όχθη της ζωής στην άλλη, να αρνείσαι να το αντιμετωπίσεις καί έτσ να το απωθείς, να γίνεσαι εραστής της «λήθης του θανάτου», ή ενσυνείδητο ν' ατενίζεις την αλήθεια του «περάσματος», ζώντας στο αναστάσιμο κλίμα της «μνήμης του θανάτου»;
Ό θάνατος με τον Χριστό παίρνει άλλες διαστάσεις
Ή Εκκλησία, βαθύς γνώστης των υπαρξιακών ανθρώπινων προβλημά­των, απέναντι οτόν στρουθοκαμηλισμό ή τον τρόμο, τον τεχνητό ή τεχνικό αποπροσανατολισμό του ανθρώπου σχετικά με το συγκλονιστικό καί καθολικό μυστήριο του θανάτου, δεν κλείνει τα μάτια. Δεν πλέκει θεωρίες αντιμετωπί­σεως του, δίπλα στίς τόσες πού υπάρχουν, αλλά βλέπει κι αντιμετωπίζει αλη­θινά καί πνευματικά το γεγονός αυτό πού προκαλεί το λογικό, μέσα άπ' την αναστάσιμη δωρεά, χάρη καί προοπτική της εν Χριστώ ζωής· «δέχεται την τραγικότητα του θανάτου, την κοιτάζει κατά πρόσωπο, γιατί ό Θεός περνά άπ' αυτόν το δρόμο κι όλοι τον ακολουθούν» (π. Παύλος Εύδοκίμοφ).
Χωρίς τον Χριστό ό θάνατος θα διαιωνιζόταν ως το τρομακτικότερο καί βασανιστικότερο μυστήριο για το ανθρώπινο λογικό, την ψυχή καί το σώμα. Με τον Σταυρό καί την Ανάσταση του Χριστού καταργείται ή τρομάρα καί γιορτάζεται ή νέκρωση του θανάτου. Ό θάνατος παύει να 'ναι τρομερός για τον άνθρωπο- αντίθετα ό άνθρωπος γίνεται φοβερός στο θάνατο, γιατί ό κόσμος ολάκερος, ή ζωή κι ό θάνατος, τα παρόντα καί τα μέλλοντα καί ιδίως ό ανακαινισμένος άνθρωπος ανήκουν όλα στον Χριστό (Α' Κορ. γ' 22-23).
Ό Μάξιμος ό Όμολογητής θα πει: «Δεν νομίζω ότι είναι δίκαιο να όνομάζομε τον θάνατο πέρας (δηλ. τέλος) της παρούσης ζωής, αλλά απαλλαγή από τον θάνατο, χωρισμό από τη φθορά, ελευθερία από τη δουλεία, κατά­παυση της ταραχής, αναίρεση των πολέμων, υποχώρηση του σκοταδιού, άνε­ση στους πόνους, ηρεμία της αναταραχής, συγκάλυψη της ντροπής κι άποφυγή των παθών. Μ' ένα λόγο, κατάλυση όλων των κακών, πού με τη νέκρω­ση τους κατόρθωσαν οϊ 'Αγιοι καί παρέστησαν τους εαυτούς τους ξένους του βίου καί παρεπίδημους, μαχόμενοι γενναία με τον κόσμο και το σώμα και τίς επαναστάσεις πού πηγάζουν άπ' αυτά».
Αξίζει να μας ερμηνεύσει ό ίδιος ό Όσιος περαιτέρω αύτη της Εκκλησίας την αναστάσιμη θέση: «Όπως στο πρόσωπο του Αδάμ ό θάνατος έγινε κατάκριση της ανθρωπινής φύσεως, πού είχε αρχή της την ηδονή, την οποία έγέννησε ή ίδια, έτσι ό θάνατος εν Χριστώ γίνεται κατάκριση της αμαρτίας καί πάλι ηδονή εν Χριστώ, πραγματο­ποιεί την καθαρή γένεση της φύσεως. Όπως ή ένήδονη ζωή του Αδάμ έγινε μητέρα του θανάτου, έτσι κι ό θάνατος του Κυρίου για τον Αδάμ, ελεύθερος όμως από την ηδονή του Αδάμ, γίνεται γεννήτορας αθάνατης ζωής...».
"Εργο του Χριστιανού δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ή μνήμη του θανάτου
Ή ορθόδοξη πνευματικότητα κηρύττει ότι έργο του πιστού «δεν είναι άλλο, παρά ή μνήμη του θανάτου» (Ειρηναίος), πράγμα πού μας βοηθά να κατανοήσαμε την αγάπη των Μαρτύρων καί των ασκητών —νηπτικών Πατέ­ρων προς το μαρτύριο, τον σταυρό, τον πόθο της «αναλύσεως» και κυρίως το «χάρισμα» να πεθαίνει κανείς γεμάτος χαρά.
Ό χριστιανός, βέβαια, δεν είναι ό εραστής του θανάτου καί της μελαγχολίας. Μη γένοιτο! Ή αδιάλειπτη «μνήμη του θανάτου» προσβλέπει σ' ένα γεγονός: πώς ό άνθρωπος θα βρε­θεί «συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Α' Κορ. γ' 15,53), πώς ό πιστός θα συντάμει τον καιρό της εδώ παρουσίας του για να βρεθεί μαζί με τον Χριστό, μέτοχος της νίκης της ζωής καί του θριάμβου της Αναστάσεως, δηλαδή στην πραγμάτωση του αυθεντικού προορισμού του άνθρωπου, στην εν Χρι­στώ ελευθερία κι εγρήγορση.
Αποβλέπει στην βαθμιαία απόσπαση του ανθρώπου άπ' τη ματαιότητα καί τη φθορά της επαναστατημένης κι αυτονομημένης φύσεως καί τη μετά­θεση της καρδιάς, τη μετάβαση της στα αιώνια κι άφθαρτα. Σημαίνει την εγρήγορση σώματος καί πνεύματος, για άμεση μετοχή στον μεταμορφωμένο κι αναπλασμένο κόσμο του Θεού- στόχος της είναι ό αγιασμός, ή θέωση του ανθρώπου, ή όριστική καί πλήρης κοινωνία με τον Θεό, πού κατέστρεψε ό θάνατος, ως τόκος της αμαρτίας καί ουσιαστικός χωρισμός άπ' τον Θεό.
«Ας θυμόμαστε, αν είναι δυνατόν, άκατάπαυστα τον θάνατο, θα γράψει ό όσιος Ησύχιος. Έτσι γεννιέται μέσα μας ή απόθεση των φροντίδων καί κάθε ματαιότητας, ή φύλαξη του νου, ή ακατάπαυστη δέηση, ή απάθεια του σώματος καί ή αποστροφή της αμαρτίας. Καί σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε, κάθε αρετή πηγάζει άπ' τη μνήμη αυτή. Γι' αυτό ας την χρησιμοποιή­σαμε όπως την ίδια την αναπνοή μας».
Καί πραγματικά «ή ζωηρή μνήμη του θανάτου περιέχει πολλές αρετές.Γεννά το πένθος, προτρέπει σε εγκράτεια άπ' όλα, υπενθυμίζει τη γέεννα, είναι μητέρα της προσευχής καί των δα­κρύων, φρουρεί την καρδιά, παύει την εμπαθή προσκόλληση στη σάρκα άφού είναι από πηλό, αναβλύζει την οξύτητα του νου μαζί με διάκριση. Παιδιά αυτών είναι ό διπλός φόβος του Θεού καί ή κάθαρση της καρδιάς από εμπα­θείς λογισμούς. Περιέχει πολλές δεσποτικές εντολές. Σ' αυτήν παρατηρείται ό πάρα πολύ δύσκολος αγώνας κάθε στιγμής, για τον όποιο φροντίζουν οι περισσότεροι αθλητές του Χριστού» (όσιος Φιλόθεος ό Σιναΐτης).
Για την ασκητική πείρα το ύψιστο έφετό είναι ή «μνήμη του Θεού», κάτι πού το ζουν οι αναχωρητές ως δωρεά καί χάρη. Γι' αυτό ακούς άπ' τα άσκηταριά τους Πατέρες να κράζουν: «Τίποτε άλλο δεν είναι πιό φοβερό άπ' τη μνήμη του θανάτου, ούτε πιο θαυμάσιο από τη μνήμη του Θεού. Ή πρώτη προξενεί σωτήρια λύπη, ενώ ή άλλη χαρίζει ευφροσύνη... Είναι όμως αδύνα­το να κάνει κάποιος κτήμα του το δεύτερο, αν δεν λάβει προηγουμένως πεί­ρα της στρυφνότητας του πρώτου» (όσιος Ηλίας ό "Εκδικος).
«Όταν λοιπόν οι δαίμονες πού πολεμούν την ψυχή μας διεγείρουν ατά ψυχικά πάθη καί μάλιστα στην οίηση, ή οποία είναι μητέρα όλων των κακών, ας θυμόμαστε τον θάνατο μας καί τότε καταντροπιάζομε το φούσκωμα της φιλοδοξίας. Το ίδιο ας κάνομε κι όταν οι δαίμονες πού πολεμούν το σώμα ερεθίζουν την καρδιά μας σε αισχρές επιθέσεις. Γιατί μόνο ή ενθύμηση του θανάτου μπορεί να καταργήσει όλες τίς προσβολές των δαιμόνων, επειδή μας επαναφέρει στη μνήμη του Θεού» (άγιος Διάδοχος Φωτικής).
Στόν σύγχρονο άνθρωπο πού θέλει να λησμονά ή τρομάζει μπροστά στο γεγονός του θανάτου, ή Εκκλησία συμβουλεύει:«"Οποιος κατορθώνει να λέει κάθε μέρα στον εαυτό του: σήμερα είναι ή τελευταία ήμερα της ζωής μου, ουδέποτε θα αμαρτήσει θεληματικά προς τον Θεό. Εκείνος όμως πού περι­μένει πώς έχει πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει, δίχως άλλο θα περιπλακεί στα βρόχια της αμαρτίας» (άββάς Ησαΐας ό Αναχωρητής).
Άρχιμ. Θ. Άθαν

Κυριακή Θ’ Λουκά – Η παραβολή του άφρονος πλουσίου

Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ιβ΄ 16-21
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολὴν ταύτην· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

Κέρδη επίγεια και ουράνια

Δεν δίνουν ευτυχία

Θέλοντας ο Κύριος να δείξει πόσο ολέθριο είναι το πάθος της πλεονεξίας είπε την παρακάτω Παραβολή: Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα χωράφια απέδωσαν πλούσια παραγωγή. Κι αντί ο πλούσιος αυτός να χαρεί και να ευχαριστήσει το Θεό για την πλούσια σοδειά, κυριεύθηκε από έγνοιες και συλλογισμούς: Τι να κάνω; Πού να μαζέψω τους καρπούς που μου περισσεύουν; Έχασε την ειρήνη του, έχασε και τον ύπνο του. Επιτέλους κάποτε βρήκε τη λύση: Αυτό θα κάνω! Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες. Και θα μαζέψω εκεί όλα τα αγαθά μου. Κι ύστερα θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά και σου φθάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε. Τώρα πλέον ήρθε η ώρα να χαρείς με φαγοπότια και διασκεδάσεις.
Ο δύστυχος! Νόμιζε ότι θα ευτυχήσει με τα πλούτη! Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι αυτά δεν κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Άλλωστε ο ίδιος ζούσε τη δυστυχία και μόνο με τη σκέψη των πολλών αγαθών, πριν ακόμη τα συγκεντρώσει και τα αποθηκεύσει. Δεν μπορούσε να χαρεί τίποτε, διότι η πλεονεξία του τον ταλαιπωρούσε και τον βασάνιζε. Ήθελε να κρατήσει όλους τους καρπούς για τον εαυτό του. Κι επειδή δεν μπορούσε να το κατορθώσει αυτό, βυθιζόταν σε εναγώνιες σκέψεις. Θα μπορούσε βέβαια να γίνει ευτυχισμένος, εάν έπαιρνε μία γενναία απόφαση. Να δωρίσει τα αγαθά που του περίσσευαν στους φτωχούς, να χορτάσει τα πεινασμένα τους στόματα, και να ευχαριστήσει το Θεό που του δώρισε μια τέτοια ευφορία και δυνατότητα φιλανθρωπίας. Αλλά επειδή σκοτίσθηκε από την πλεονεξία κατάντησε δυστυχισμένος κι άρρωστος.
Τι κερδίζουμε λοιπόν από την προσκόλληση στα περιττά αγαθά μας; Ανάπαυση δεν κερδίζουμε. Ανήσυχες και βασανιστικές φροντίδες μας αιχμαλωτίζουν. Όσο περισσότερα αποκτούμε, τόσο περισσότερο βυθιζόμαστε σε συλλογισμούς και ανησυχίες: πώς θα διατηρήσουμε αυτά που αποκτήσαμε, πώς θα προσθέσουμε κι άλλα. Και συμβαίνει να χάνουμε συχνά και τον ύπνο μας με τις εναγώνιες σκέψεις μας. Τα θέλουμε όλα δικά μας για να τα απολαμβάνουμε μόνο εμείς, νομίζοντας ότι όσα έχουμε είναι όλα δικά μας.
Και πολύ περισσότερο δεν θέλουμε να καταλάβουμε ότι η ψυχή μας δεν χορταίνει με τα υλικά αγαθά. Η ψυχή ως πνευματική οντότητα ζει και ευτυχεί μόνο με ουράνια, πνευματικά αγαθά. Η αφθονία των υλικών αγαθών, των φαγητών, των διασκεδάσεων δεν μας κάνουν ευτυχισμένους. Κι έπειτα στη ζωή υπάρχουν προβλήματα που δεν λύνονται με το χρήμα, αρρώστιες και θλίψεις, πειρασμοί και εντάσεις, οικογενειακά και άλλα προβλήματα που αφαιρούν συχνά κάθε χαρά και ειρήνη. Μη γελιόμαστε λοιπόν. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι τα αγαθά που δίνουν ανάπαυση και ευτυχία προέρχονται από τον ουρανό κι εκεί καταλήγουν. Αυτά να αναζητούμε κι αυτά να επιδιώκουμε.

Η τελευταία μας ώρα

Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως περίμενε ο πλούσιος. Πριν ακόμη προφθάσει να πει στην ψυχή του τα όσα σχεδίαζε, του μίλησε πρώτα ο Θεός: Άμυαλε άνθρωπε! Τη νύχτα αυτή, που την ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας, απαίσιοι δαίμονες ζητούν να πάρουν την ψυχή σου, σε λίγο θα πεθάνεις. Κι όλα αυτά που αποθήκευσες, σε ποιον θα ανήκουν; Κι ο Κύριος έκλεισε την Παραβολή λέγοντας: Τέτοιο τέλος θα έχει κι όποιος μαζεύει μόνο για τον εαυτό του τα υλικά αγαθά και δεν αποταμιεύει θησαυρούς στον ουρανό με τα έργα της αγάπης. Θα καταλήξει την τελευταία μέρα ή νύχτα της ζωής του στην αιώνια νύχτα της κολάσεως.
Αλήθεια· έχουμε σκεφθεί εμείς ποτέ πώς θα είναι το δικό μας τέλος, η δική μας τελευταία μέρα ή νύχτα; Η νύχτα αυτή του πλουσίου της Παραβολής ήταν η πιο εφιαλτική και αποτρόπαιη νύχτα της ζωής του. Ήταν η νύχτα την οποία ονειρευόταν ως νύχτα ευτυχίας, και την περίμενε με τη βεβαιότητα ότι θα άρχιζε να απολαμβάνει για πολλά χρόνια ακόμη τα πλούτη του. Εκείνη η νύχτα όμως έγινε γι’ αυτόν νύχτα αγωνίας και τρόμου. Μια νύχτα ατελείωτη και φρικτή.
Διότι όσοι είναι προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά, την ώρα του θανάτους τους εισέρχονται σε μία νύχτα φοβερή και ατελείωτη. Εγκαταλείπουν πίσω τους όλα εκείνα για τα οποία μόχθησαν και με πολλές αγωνιώδεις φροντίδες συγκέντρωσαν και απέρχονται πάμφτωχοι, άδειοι από καλά έργα κι απ’ τη χάρη του Θεού. Σκοτάδι απογνώσεως απλώνεται γύρω τους καθώς παραλαμβάνουν την ψυχή τους οι σκοτεινοί δαίμονες.
Για τους δικαίους όμως, για τους ελεήμονες και φιλάνθρωπους, η τελευταία μέρα ή νύχτα είναι η ωραιότερη ανατολή μιας ημέρας ατελεύτητης και άδυτης. Είναι η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού. Εμείς άραγε πώς θα βρεθούμε την τελευταία μας ώρα; Είναι φοβερό να έχουμε την κατάληξη του πλουσίου της Παραβολής. Γι’ αυτό ας καταπολεμούμε κάθε πλεονεξία, κι ας αποταμιεύουμε τα αγαθά μας στις αποθήκες του ουρανού, μοιράζοντάς τα στους πεινασμένους και ενδεείς. Για να μην παραλάβουν την ψυχή μας οι απαίσιοι δαίμονες αλλά οι αγαθοί άγγελοι και να την οδηγήσουν στην αγκαλιά του Θεού.
Περιοδικό «Ο Σωτήρ», τ. 1989

Ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἄφρονος Πλουσίου

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)




Ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἄφρονος πλουσίου, Λουκ. 12,13—21.

Εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος δίδει εἰς τοὺς μαθητάς Του τὰς ἀνωτέρω ἀναφερθείσας συμβουλάς, ὅτε «εἶπε τις ἐκ τοῦ ὄχλου αὐτῷ. Διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι μετ' ἐμοῦ τὴν κληρονομίαν». Ὁ παραπονούμενος οὗτος ἀδελφὸς ἦτο προφανῶς ὁ νεώτερος. Παρεπονεῖτο, διότι ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του δὲν ἤθελε νὰ μοιρασθῇ τὴν περιουσίαν μαζί του καὶ τὴν ἐξεμεταλλεύετο. Ὁ νεώτερος οὗτος ἀδελφὸς θέλων νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὴν ἠθικὴν ἐπιρροὴν τοῦ Κυρίου, παρακαλεῖ νὰ τὸν βοηθήσῃ εἰς τὴν διανομὴν τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς. Ὁ Κύριος δηλῶν, ὅτι ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, δὲν εἶναι ν' ἀναμιγνύεται εἰς οἰκονομικὰ ζητήματα, λέγει πρὸς αὐτόν: «Ἄνθρωπε, τίς μὲ κατέστησε κριτὴν ἢ μεριστὴν ἐφ' ὑμᾶς;» Ἡ προσφώνησις τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν παραπονούμενον ἀδελφὸν «ἄνθρωπε» δεικνύει ἀποδοκιμασίαν Του πρὸς αὐτόν, διότι μέσα εἰς τόσα πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου ὁ νοῦς τούτου ἦτο κολλημένος εἰς ὑλικὰ ζητήματα. Ποῖος Μὲ διώρισε, λέγει ὁ Κύριος, κριτήν, ὥστε νὰ δικάσω τὴν διαφοράν σας καὶ μεριστήν, ὥστε νὰ διανείμω τὴν περιουσίαν μεταξύ σας; Αὐτὸ δὲν εἶναι δουλειὰ ἰδική Μου, εἶναι δουλειὰ τῶν ἐπιγείων ἀρχῶν.

Ὁ Κύριος ἀντιληφθείς, ὅτι αἰτία τῆς διαφορᾶς τῶν δύο ἀδελφῶν ἦτο ἡ πλεονεξία καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν, διορθώνων βαθύτερον τὰ πράγματα καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν λαὸν «εἶπε πρὸς αὐτούς˙ ὁρᾶτε» προσέχετε «καὶ φυλάσσεστε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ». Δὲν ἐξαρτᾶται δηλαδή, λέγει ὁ Κύριος, ἡ ζωὴ τοῦ ἄνθρωπου ἐκ τῶν πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δυνατὸν νὰ ἔχῃ, ἀλλὰ ἐκ τοῦ Θεοῦ. Πρὸς τοῦτο φέρει τὴν ὡραίαν παραβολὴν καὶ λέγει τὰ ἑξῆς.

« Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα». Ἑνὸς πλουσίου ἐκαρποφόρησαν τὰ χωράφια του πολύ. Ἔγινε πλούσιος οὐχὶ ἐξ ἀδικιῶν ἢ δικαίων μόχθων ἀλλὰ διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία αὕτη ἔγινεν εἰς αὐτὸν σκάνδαλον, «καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ» ἐσκέπτετο καθ' ἑαυτὸν «λέγων τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;». Αἱ ἀποθῆκαι του ἦσαν μικραὶ καὶ δὲν ἐχώρουν τοὺς καρπούς. Σκέπτεται ποῦ νὰ τοποθέτησῃ τὰ ἀγαθά του. Κατόπιν σκέψεως «εἶπε˙ τοῦτο ποιήσω» αὐτὸ θὰ κάμω «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας» θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας «καὶ μείζονας οἰκοδομήσω» καὶ θὰ τὰς μεγαλώσω. «Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» ἐκεῖ θὰ συγκεντρώσω ὅλους τοὺς καρποὺς καὶ λοιπὰ κινητὰ ἀγαθά μου, ποίμνια, ἀντικείμενα κ.λπ. καὶ τότε «ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου» θὰ εἴπω εἰς τὸν ἑαυτόν μου «ψυχή μου ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» πολλὰ ἀγαθὰ διὰ πολλὰ χρόνια. «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός˙ ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου» τὴν ζωήν σου «ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» ἀπροσδόκητοι ἐχθροί σου˙ «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» ὅσα ἐμάζευσες, εἰς ποῖον θὰ μείνουν; «Οὕτως ὁ θυσαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Τὸ ἴδιον θὰ πάθῃ καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θησαυρίζει οὐχὶ κατὰ Θεὸν ὑλικὰ ἀγαθά.

Ἡ κυρία ἰδέα ἐδῶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ πλεονεξία δὲν κάμνει τὴν ζωήν μας μεγαλυτέραν καὶ εὐτυχεστέραν, διότι ὁ θάνατος ἀναμένεται ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν. Ἐπίσης ἡ πλεονεξία θέτει τὴν ψυχὴν εἰς κίνδυνον, διότι πνίγει τὸν ἀγαθὸν σπόρον τοῦ θείου λόγου καὶ δυσκολεύει τὴν σωτηρίαν μας.


Θέμα: Ἡ ἀφροσύνη τῶν πλουσίων

Δύο πρόσωπα ἐν τῇ παραβολῇ βλέπομεν. Τὸν ἀνώνυμον πλούσιον καὶ τὸν πολυώνυμον Θεόν. Τὸν πλούσιον σκεπτόμενον καὶ τὸν Θεὸν ἀπαντῶντα εἰς τὰς ἐνδομύχους σκέψεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ πλουσίου. Μὲ βαθεῖαν ὁ πλούσιος, ὡς νομίζει, σκέψιν καὶ σύνεσιν ἀρχίζει τοὺς συλλογισμούς του «διελογίζετο», μὲ μομφὴν ἀφροσύνης ἀπαντᾷ ὁ Θεὸς εἰς τὰς σκέψεις τοῦ πλουσίου λέγων αὐτὸν ἄφρονα. Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ποία ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου καὶ ἡ τοῦ Κυρίου ἀπάντησις καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν ὠφέλεια.

Α'. Ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου. Διὰ πάντα ἄνθρωπον τοῦ κόσμου τούτου δύο εἶναι τὰ πολύτιμα ἀγαθά: ἡ ζωή του καὶ τὰ πρὸς συντήρησιν ταύτης ἀγαθά. Καὶ τὰ δύο ἀνήκουσιν εἰς τὸν Θεόν. Διὰ τὸν πλούσιον ὅμως καὶ τὰ δύο ἀνήκουσιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, εἰς τὴν ἐξουσίαν του, διότι λέγει «τὰ γεννήματά μου», «τὰ ἀγαθά μου», «τὰς ἀποθήκας μ ο υ» «τῇ ψυχῇ μ ο υ», «τοὺς καρπούς μ ο υ». Ἡ ἐσφαλμένη αὕτη βάσις γίνεται πηγὴ πολλῶν ἀνοησιῶν. Καὶ πρῶτον ὁ πλεονέκτης λέγει: «τί ποιήσω;» Πρὶν ἀποκτήσῃ τὰ ἀγαθά του, ἐνόμιζε, ὅτι ὅταν τὰ ἀπέκτα, θὰ εἶχεν εἰρήνην. Καὶ ὅμως! Τώρα ἀρχίζουν αἱ φροντίδες, αἱ σκοτοῦρες. Πρὶν εἶχε τὴν φροντίδα τῆς ἀποκτήσεως ἢ τῆς ὑπομονῆς τῆς στερήσεως. Τώρα μὲ τὸν πλουτισμὸν περιπίπτει καὶ εἰς φροντίδας διατηρήσεως. Βηματισμοὶ ἐν τῷ δωματίῳ, στριφογυρίσματα ἐν τῇ κλίνῃ, ἀνησυχία! «Τί ποιήσω;» Πόση ἀνησυχία καὶ ἀνοησία!

Δευτέρα ἀνοησία. «Εἶπε˙ τοῦτο ποιήσω˙ καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας...καὶ τότε ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου...». Αἱ πρὶν θεωρητικαὶ σκοτοῦρες γίνονται πραγματικαί. Γκρεμίζονται αἱ ἀποθῆκαι πρὸς ἀνοικοδόμησιν ἄλλων. Ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀγαθῶν ἀναβάλλεται. «Τότε ἐρῶ...». Λύεται ἡ μία σκοτοῦρα, ἀφοῦ γεννηθοῦν ἄλλες μεγαλύτερες κατὰ τὸν τρόπον τῆς Λερναίας ὕδρας καὶ ἀναβάλλεται ἡ ἀπόκτησις τῆς εὐτυχίας του. Πόσον τρομερὰ ἡ δευτέρα διπλῆ αὕτη ἀνοησία! Τρίτη ἀνοησία. Ὁ πλούσιος λέγει. «Ἔχεις ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά.» Ἡ ἀνοησία αὕτη ἀφορᾷ τὰ ἀγαθά του. Ἰδικά σου, λέγει, εἶναι αὐτὰ καὶ οὐδενὸς ἄλλου ἀνθρώπου ἢ Θεοῦ. Πολλὰ εἶναι τὰ ἀγαθά, μεγάλη θὰ εἶναι καὶ ἡ ἰδική σου ἐπίγειος διάρκεια. Πόσον μεγάλη εἶναι ἡ διπλῆ αὕτη ἀνοησία, ὅταν νομίζῃ, ὅτι ἰδικά του εἶναι τὰ ἀγαθὰ καὶ δι' αὐτῶν θὰ παρατείνῃ τὴν ζωήν!

Ἀποτέλεσμα τῶν βασικῶν τούτων ἀνοησιῶν τοῦ πλουσίου ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι τετάρτη ἀνοησία˙ «φάγε, πίε, εὐφραίνου. Ἰδικά σου εἶναι ταῦτα καὶ οὐδενὸς ἄλλου. Ἀπόλαυσέ τα! Οὔτε ὁ πλούσιος Θεὸς oὔτε οἱ πτωχοὶ συνάνθρωποί σου ἔχουν δικαίωμά τι ἐπ' αὐτῶν. Κάμε τα ὡραῖα φαγητά, οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ πᾶν ὅ,τι σὲ εὐφραίνει καὶ ἀπόλαυσέ τα. Ἐκεῖ θὰ εὕρῃς τὴν εὐτυχίαν σου.» Πόση ἀνοησία εἶναι νὰ νομίζῃ, ὅτι μὲ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θὰ εὕρῃ τὴν εὐτυχίαν του!

Β'. Ἡ Σοφία τ ο ῦ Θ ε ο ῦ. «Ἄφρον» λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν πλούσιον. Ποῦ εἶναι ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου, εἴπομεν ἀνωτέρω. Ποῦ ὅμως εἶναι ἡ εὐφυΐα τοῦ ἐρωτοῦντος αὐτὸν Θεοῦ; Ἰδού˙ «ψυχὴ» λέγει ὁ πλούσιος «ἔχεις ἀγαθά...». «Τὴν ψυχήν σου ἀπὸ σοῦ αἰτοῦσι» λέγει ὁ Θεός. «Κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» λέγει ὁ πλούσιος. «Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσι» λέγει ὁ Θεός. «Φάγε, πίε, εὐφραίνου » λέγει ὁ πλούσιος. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται», λέγει ὁ Θεός. Ἰδοὺ ἡ λακωνικωτάτη ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ. Πόσον βάθος νοημάτων! Καὶ συγκεκριμένως: «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» λέγει ὁ Θεὸς πρὸς αὐτόν. Ἔναντι τῆς νομιζομένης ὑπὸ τοῦ πλουσίου ἀπολύτου κυριότητος ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ Θεὸς προβάλλει εἰς αὐτὸν τοὺς μύριους κινδύνους «ἀπαιτοῦσι», τοὺς ὁποίους διατρέχει ἡ ζωή, ἰδιαιτέρως τοῦ πλουσίου, θάνατος αἰφνίδιος δι' ἀποπληξίας λόγῳ τῶν πολλῶν φροντίδων, θάνατος βίαιος διὰ τῶν λῃστῶν τῶν ὀρέων καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπαναστάσεων τῶν πόλεων, δολοφονίαι, ἀπαγωγαί.

Διὰ δὲ τὰ ἀγαθά του πόσοι κίνδυνοι! Ἦσαν ὑποκείμενοι εἰς κατάρρευσιν ἐκ σεισμοῦ, εἰς ἀποτέφρωσιν ἐκ κεραυνοῦ ἢ ἐκ πυρκαϊᾶς. «Ταύτῃ τῇ νυκτί». Ἔναντι τῆς νομιζομένης μακροβιότητας τοῦ πλουσίου ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: «ταύτῃ τῇ νυκτί». Ὄχι ἔτη πολλὰ ἀλλ' οὐδὲ ὀλίγα, ὄχι μῆνες ἀλλ' οὐδὲ ἑβδομάδες, ὄχι ἑβδομάδες ἀλλ' οὐδὲ ἡμέραι, οὐδὲ ἓν εἰκοσιτετράωρον θὰ ζήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ ταύτῃ τῇ νυκτί. Ἡ ὀνειρευομένη νὺξ εὐτυχίας θὰ γίνῃ νὺξ δυστυχίας. Ἔναντι τῆς τοῦ πλουσίου ἀνοησίας «φάγε, πίε, εὐφραίνου, προβάλλεται ἡ τρίτη αὕτη ἀπάντησις τοῦ Κυρίου» ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμα τῆς σοφίας τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μωρίας τοῦ πλουσίου. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Εἶναι σὰν νὰ ἔλεγεν εἰς τὸν πλούσιον. Τὰ ἀγαθά σου δὲν θὰ τὰ χαρῇς. Αὐτὸ σὲ πικραίνει εἰς τὸ σῶμα καὶ σὲ πειράζει εἰς τὴν ψυχήν, διότι τὸ μὲν σῶμα σου στερεῖται τῆς ἀπολαύσεως αὐτῶν, ἡ δὲ ψυχὴ πικραίνεται, διότι τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔκαμες τὸ εὐφρόσυνον μέλλον, αἰφνιδίως σοῦ ἀφαιρεῖται ἐκ τῆς ψυχῆς σου πᾶσα ἐλπὶς ἀπολαύσεως. Εἰς ποίους θὰ περιέλθουν;



Φίλους ἢ ἐχθρούς;

Γ'. Ἡ μ ε ῖ ς; Τὸ βάθος τῶν νοημάτων, τὸ ὁποῖον ἔχουν αἱ ἐρωτήσεις αὗται τοῦ Θεοῦ, κλείει μὲν τὸ στόμα τοῦ πλουσίου πρὸς ἀπάντησιν, ἀνοίγει ὅμως τὴν ψυχήν σου, ἀναγνῶστα μου, εἰς σκέψεις. Καὶ ἰδού! Ὁ αἰώνιος Λόγος τοῦ Κυρίου ἔχει πάντοτε τὴν ἐφαρμογήν του, περισσότερον ὅμως σήμερον. Καὶ σήμερον αἱ αὐταὶ ἀνοησίαι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ αὐτὴ ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐφορία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γεννᾷ πολλὰς ἀνοησίας καὶ ἀνησυχίας. «Τί ποιήσω;» Τί νὰ κάμω; λέγει ὁ πτωχός, διότι δὲν ἔχει τί νὰ φάγῃ˙ τί νὰ κάμω; λέγει καὶ ὁ πλούσιος, διότι δὲν γνωρίζει τί νὰ πρωτοφάγῃ καὶ τί νὰ κάμῃ τὸν πλοῦτον του, χρῆμα ἢ εἶδος; «Ἔχεις ἀγαθὰ» λέγει ὁ πλούσιος εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς ἐὰν ἦτο ἀπόλυτος κύριος τῶν ὑλικῶν του ἀγαθῶν. Καὶ ὅμως σήμερον πόσον ἄπιστος δοῦλος εἶναι ὁ πλοῦτος! Φεύγει χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσωμεν. «Κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» λέγει διὰ τὰ ἀγαθά του ὁ πλούσιος σήμερον. Καὶ ὅμως πόσοι πλούσιοι ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ τόσων ἀγαθῶν χωρὶς νὰ δυνηθοῦν τὰ ἀγαθὰ νὰ βοηθήσουν αὐτούς! «Φάγε, πίε, εὐφραίνου» φωνάζουν οἱ σημερινοὶ πλούσιοι, ὡς ἐὰν τὸ φαγητὸν καὶ τὸ ποτόν, τὰ ὁποῖα διέρχονται διὰ τοῦ λάρυγγος καὶ εἰσέρχονται εἰς τὴν κοιλίαν δύνανται νὰ δώσουν χαρὰν καὶ εὐτυχίαν εἰς τὴν ψυχήν. Οἱ πλούσιοι γενικῶς λησμονοῦν, ὅτι εἶναι πρόσκαιροι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, πολὺ περισσότερον τὰ ὑλικά των ἀγαθά. Ἐπίσης οἱ πλούσιοι λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ταμίαι ἐπὶ τῶν ὑλικῶν των ἀγαθῶν, διὰ τὰ ὁποῖα θὰ δώσουν λόγον, πῶς διεχειρίσθησαν αὐτά. Ἔχουν τὴν νομὴν καὶ ὄχι τὴν κυριότητα ἐπ' αὐτῶν. Πόσας ἀνησυχίας καὶ ἀνοησίας γεννοῦν ταῦτα!

Καὶ σήμερον ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὡς ἑξῆς: «Τί ποιήσω» λέγει ὁ πλούσιος, ὅταν ζῇ, «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται» ἐρωτᾷ ὁ Θεὸς κάθε πλεονέκτην πλούσιον, ὅταν ἀποθνῄσκῃ. Τί νὰ κάμω δηλαδή, ἐρωτᾷ, ὅταν ζῇ, ὁ πλούσιος τὸν ἑαυτόν του. Τί θὰ τὰ κάμῃς, ἐρωτᾷ ὁ Θεὸς κάθε πλούσιον, ὅταν ἀποθνῄσκῃ. Ἀνησυχίαν καὶ ἀνοησίαν εἶχεν ὁ πλούσιος, ὅταν ἔζη, τρομερωτέραν ἀνησυχίαν καὶ ἀνοησίαν αἰσθάνεται, ὅταν ἀποθνῄσκῃ, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ μείνουν τὰ ἀγαθά του εἰς τοὺς ἐχθρούς του.

Παράδειγμα ἀφροσύνης πλουσίου εἶναι τὰ ἑξῆς: Κάποιος, πολὺ φιλάργυρος, εἶχε κατασκευάσει εἰς τὸ ὑπόγειον τοῦ σπιτιοῦ του ἕνα διαμέρισμα, ὅπου ἔθετε τὰ χρήματά του. Τὸ διαμέρισμα τοῦτο ἔκλεινε μὲ μία σιδερένια πόρτα, ἡ ὁποία ἦτο ἀφανής. Μία ἡμέρα κατέβηκε ἐκεῖ φέρων πολλὰ χρήματα. Ὅταν εἰσῆλθεν, ἐλησμόνησε νὰ βγάλῃ τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὴν κλειδαριὰ ἀπερροφημένος ὅπως ἦτο ἀπὸ τὰ χρήματά του. Ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἔμεινε τὸ κλειδὶ πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἤρχισε νὰ μετρᾷ μὲ ἡδονὴ τὸν θησαυρόν του. Ἦλθεν ἡ στιγμὴ νὰ ἐξέλθῃ, ἀλλὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐξέλθῃ. Φωνάζει, κτυπᾷ τὴν πόρτα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Οὐδεὶς ὑποπτεύεται τὸ μέρος ἐκεῖνο. Ἐπειδὴ ὅμως πέρασαν ὧρες, ἡμέρες καὶ δὲν ἐνεφανίσθη, ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀναζητεῖ, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ τὸν εὕρῃ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπληροφορήθηκεν ἕνας σιδηρουργός. Οὗτος ἐνεθυμήθη, ὅτι κατὰ παραγγελίαν του εἶχε κατασκευάσει μία πόρτα μὲ κλειδαριὰ σούστινη. Ἴσως νὰ ἦτο ἐκεῖ. Πράγματι μεταβαίνουν, ὁ σιδηρουργὸς καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ πλουσίου, εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἀνοίγουν τὴν πόρτα καὶ βλέπουν τὸν φιλάργυρον νεκρὸν ἀπὸ τὴν πεῖναν!

Ὅλαι αἱ ἀνησυχίαι καὶ ἀνοησίαι τοῦ πλουσίου ἔγκεινται εἰς τὸ ὅτι δὲν ἤθελε οὗτος νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνην, ὥστε νὰ στείλῃ τὰ ἀγαθά του εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.

Ἀνάλυση στὸ Ἐφεσ. β΄ 4-10

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

6 Νοεμβρίου 1966


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Κι ἂν τύχη νὰ μὴν ἔχουμε στὸ σπίτι μας τὴν Ἁγία Γραφή, ποὺ δὲν θὰ πρέπει· κι ἂν τύχη νὰ μὴν ξέρουμε γράμματα, ποὺ δὲν μπορεῖ· ὅμως ὅταν ἐρχώμαστε ταχτικὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ δίνουμε προσοχὴ στὶς περικοπὲς ποὺ διαβάζονται ἐδῶ, ἀκοῦμε λοιπὸν τὸ θεῖο λόγο, διδασκόμαστε τὴν πίστη μας καὶ μαθαίνουμε τὸ θεῖο θέλημα.

Γιατί οἱ περικοπές, ὅπως τὸ βλέπουμε, πᾶνε μὲ τὴ σειρά, ὥστε μέσα σ' ἕνα χρόνο νὰ διαβάζεται ὅλη ἡ Καινὴ Διαθήκη. Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Γαλάτας ἀρχίζουμε ἀπὸ σήμερα νὰ διαβάζουμε περικοπὲς ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους. Ἂς ξανακούσουμε τώρα τὴ σημερινὴ περικοπή, ἐξηγημένη στὴ δική μας γλώσσα.

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πλούσιος στὸ ἔλεος, γιὰ τὴν πολλή του ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε κι ὅταν ἐμεῖς ἤμαστε πεθαμένοι ἐξαιτίας τῶν παραπτωμάτων, ἐκεῖνος μᾶς ἐζωντάνεψε μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ (μὲ τὴ χάρη εἴσαστε σωσμένοι) καὶ μᾶς ἀνάστησε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μᾶς ἐκάθησε μαζί του στὰ ἐπουράνια, γιὰ νὰ δείξη στοὺς κατοπινοὺς αἰώνας τὸν ὑπερβολικὸ πλοῦτο τῆς χάρης του καὶ τὴν καλωσύνη του σὲ μᾶς διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἴσαστε λοιπὸν σωσμένοι μὲ τὴ χάρη διὰ μέσου τῆς πίστεως· κι ἐτοῦτο δὲν ὀφείλεται σὲ σᾶς, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· δὲν ὀφείλεται στὰ ἔργα, γιὰ νὰ μὴν καυχηθῆ κανένας. Εἴμαστε λοιπὸν δικό του ποίημα, ποὺ μᾶς ἔφτιαξε διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ἐργασθοῦμε καλὰ ἔργα, ἐκεῖνα ποὺ προετοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ αὐτά.

Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς μιλάει στὸ σημερινὸ Ἀνάγνωσμα γιὰ τὸ ἔλεος, γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ μαζί, μᾶλλον δὲ τὰ τέσσερα, γιατί ὁ Ἀπόστολος μᾶς μιλάει καὶ γιὰ τὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ λοιπὸν τὰ τέσσερα εἶναι ἕνα πράγμα· εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, ποὺ φανερώνεται σὰν ἔλεος, σὰν χάρη καὶ σὰν καλωσύνη. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει κι ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει γι' αὐτὸ μᾶς λυπᾶται καὶ μᾶς χαρίζεται κι εἶναι σὲ μᾶς ὅλο καλωσύνη. Ὠκεανὸς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πέλαγος καὶ πλατειὰ θάλασσα εἶναι τὸ ἔλεος, ἡ χάρη του κι ἡ καλωσύνη του. Χάνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, χάνονται τὰ ἔργα μας ὅποια καὶ νὰ 'ναι, χάνεται ἡ φτωχὴ ἀρετὴ μας μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ γράφει ὁ Ἀπόστολος πὼς ἡ ἀγάπη «πάντα στέγει»· ὅλα τὰ σκεπάζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιὰ ὅλα φτάνει καὶ περισσεύει. Γιατί ἀλλιῶς πῶς θὰ βρίσκαμε σωτηρία; Τί θὰ εἴχαμε νὰ δώσουμε ἐμεῖς γιὰ τὴ σωτηρία μας; Ὅλη μας ἡ ἀρετή, ὅπως τὸ λέγει ὁ Προφήτης, ἀξίζει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅσο ἕνα βρώμικο κουρέλι. Γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος τὸ λέγει καὶ τὸ ξαναλέγει πὼς εἴμαστε σωσμένοι μὲ τὴ χάρη· δὲν εἶναι τὰ ἔργα μας ποὺ μᾶς ἔσωσαν, μὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Τὸ ἀνθρώπινο γένος γιὰ τὰ παραπτώματά του ἦταν καταδικασμένο σὲ θάνατο, κι ὁ Θεός, παρόμοια ὅπως ὁ βασιλιὰς δίνη χάρη στοὺς κατάδικους, τοῦ ἔδωκε χάρη· ἤμαστε πεθαμένοι κι ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωκε ζωή, μᾶς ἀνάστησε, μᾶς ἀνέβασε στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μᾶς κάθισε στὰ δεξιά του. Ὄργανο σ' ἐτοῦτο τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ τὸ Λόγο του ὁ Θεός, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς φωνή, μὰ εἶναι λόγος μὲ προσωπικὴ ὑπόσταση, ποὺ εἶναι ὁ μονογενής του Υἱός, μὲ τὸ Λόγο του λοιπὸν ὁ Θεὸς ἔχτισε τὸν κόσμο καὶ μὲ τὸ Λόγο του πάλι τὸν ξανάχτισε, ὅταν ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος καὶ στὴν πτώση του τράβηξε μαζί του καὶ τὴν ὑλικὴ δημιουργία.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ ὄργανο τῆς θείας ἀγάπης, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦρθε κομίζοντας τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, φέρνοντας τὴ σωτηρία καὶ ξαναχτίζοντας καινούργιο τὸν παλιὸ κόσμο.

Ὅλα ἐτοῦτα, χριστιανοί μου, θὰ πῆτε πὼς εἶναι δύσκολα γιὰ νὰ τὰ καταλάβουμε. Μὰ κι ἂν τυχὸν δὲν τὰ καταλαβαίνουμε, ἀρκετὸ εἶναι νὰ τὰ δεχώμαστε ὅπως τ' ἀκοῦμε. Μάλιστα αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο, νὰ δεχώμαστε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅπως τὸν ἀκοῦμε νὰ μᾶς τὸν κηρύττη ἡ Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀρχαίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας λέγει πώς, ὅταν σοῦ μιλάη ὁ Θεός, ἂν μπορῆς νὰ βαθίνης μὲ τὸ μυαλό σου στὸ λόγο του, βάθαινε· ἂν δὲν μπορῆς, πίστευε. Γιατί ὁ Θεὸς δὲν μᾶς μιλάει γιὰ νὰ τὸν καταλάβουμε, μὰ γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε. Γιατί καὶ πῶς μπορεῖ τὸ μυαλό μας νὰ χωρέση τὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; Ὁ κατάδικος, ποὺ ἀκούει πὼς ὁ βασιλιὰς τοῦ δίνει χάρη, ἕνα πράγμα καταλαβαίνει πὼς γλύτωσε τὴ ζωή του· καὶ πιὰ μὲ τὸ μυαλό του δὲν σκέπτεται τίποτε, μόνο πετάει ἡ καρδιά του πὼς μὲ τὴ βασιλικὴ χάρη εἶναι σωσμένος. Δὲν κάθεται νὰ μπῆ στὸ μυαλὸ τοῦ βασιλιᾶ καὶ νὰ καταλάβη γιατί καὶ πῶς τοῦ 'δωκε τὴ χάρη· τοῦ φτάνει ἡ χάρη, ποὺ εἶναι γι' αὐτὸν γεγονός. Ἐτούτη τὴ χαρὰ κι ἐμεῖς, χριστιανοί μου, τὴ χαρὰ γιὰ τὴ σωτηρία μας νὰ αἰσθανώμαστε, ἀκούοντας τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι, ὅπως ἄλλη φορὰ τὸ εἴπαμε, τὸ χαροποιὸ μήνυμα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Νὰ αἰσθανώμαστε χαρὰ καὶ νὰ 'μαστε γεμάτοι εὐγνωμοσύνη, ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει τόση σὲ μᾶς ἀγάπη, ὥστε, σκεπάζοντας τὰ παραπτώματά μας, δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ χαθοῦμε· μᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὸ θάνατο, μᾶς ἀνασταίνει σὲ καινούργια ζωὴ καὶ μᾶς ἀνεβάζει μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ καθίσουμε στὰ δεξιά του.

Σ' ἐτούτη τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, θὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ ἀγάπη. Τὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης· «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς»· ἐμεῖς, λέγει, ἀγαποῦμε τὸ Θεό, γιατί ἐκεῖνος μᾶς ἀγάπησε πρῶτος. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι πρώτη, εἶναι ἔλεος, καλωσύνη καὶ χάρη· ἡ δική μας ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι δεύτερη, εἶναι ὀφειλή, καθῆκον καὶ χρέος. Καὶ πῶς, θὰ πῆς, νὰ ἀγαπήσω τὸ Θεό; Καὶ τί θὰ πῆ νὰ ἀγαπῶ τὸ Θεό; Καὶ τάχα τί κερδίζει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη μου; Μήπως λείπει τίποτα ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ τοῦ χρειάζεται ἡ ἀγάπη τοῦ ἄνθρωπου; Τωόντι τίποτα δὲν τοῦ λείπει τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ χρειάζεται τὴ δική μου ἀγάπη· καὶ τίποτα δὲν κερδίζει ὁ Θεός, ὅταν ἐγὼ τὸν ἀγαπῶ· καὶ τίποτα δὲν χάνει ὅταν ἐγὼ εἶμαι ἀχάριστος. Ἐγὼ μόνο χάνω μὲ τὴν ἀχαριστία μου κι ἐγὼ κερδίζω μὲ τὴν ἀγάπη μου· μὲ τὴν ἀχαριστία μου χάνω τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἀγάπη μου κερδίζω τὴ χάρη του. Καὶ πάλι νὰ μὴ μοῦ περάση ἀπὸ τὸ μυαλὸ πὼς μὲ τὴν ἀγάπη μου ἀγοράζω τὴ θεία χάρη· γιατί κι ἡ ἀγάπη μου, ὅπως κι ἡ πίστη μου, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ χάρη πάντα μένει χάρη. Ἕνα μόνο εἶναι δικό μου, ἡ προαίρεσή μου, ἡ καλή μου διάθεση, νὰ δεχθῶ μέσα μου τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λατρέψω τὸ ἔργο του γιὰ τὴ σωτηρία μου· ὄχι νὰ τὸ καταλάβω μὲ τὸ μυαλό μου, νὰ τὸ λατρέψω μὲ τὴν ἀγάπη μου καὶ νὰ φιλοτιμηθῶ νὰ περπατήσω τὸ δρόμο τῆς ἁγιωσύνης ποὺ ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ Σωτήρα μου Ἰησοῦ Χριστοῦ μοῦ ἔδειξε. Τὸ παραπέρα, τὸ πῶς θὰ 'χω τὴ θέρμη τῆς ἀγάπης, τὸ ποῦ θὰ βρῶ τὴ δύναμη νὰ ἐπιτελέσω ἁγιωσύνη, εἶναι πάλι καλωσύνη καὶ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν μὲ σώζουνε τὰ ἔργα μου· ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ σώζει. Μὰ ἡ σωτηρία μου μὲ ὑποχρεώνει νὰ ἔχω ἔργα ἀντάξια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, νὰ πράττω ἔργα ἄξια τῆς μετανοίας. Ὁ Θεός, ὅπως τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος σήμερα, μᾶς ἔσωσε «ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς ἃ προητοίμασεν, ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν»· χάραξε δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἕνα δρόμο δικό του γιὰ τοὺς δικούς του. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἁγιωσύνης, ποὺ τὸν περπατοῦνε ὅσοι δέχθηκαν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τωόντι ἀγαποῦνε τὸ Θεό. Βλέπουμε λοιπὸν πὼς ἐνῶ τὰ ἔργα δὲν μποροῦν νὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας μας, ὅμως πρέπει νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ καρπὸς τῆς σωτηρίας μας.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὠκεανὸς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πέλαγος καὶ πλατειὰ θάλασσα εἶναι ἡ χάρη του. Κι ἐμεῖς πέφτοντας σήμερα σ' ἐτοῦτον τὸν ὠκεανὸ καὶ στὰ νοήματα ἐτούτης τῆς θάλασσας κινδυνεύουμε νὰ πνιγοῦμε. Εἶναι σὰν καὶ ν' ἀκοῦμε κάποιους νὰ μᾶς λένε. Πιὸ ἁπλά, πιὸ πρακτικὰ νὰ μᾶς τὰ λές, γιατί ἔτσι δὲν καταλαβαίνουμε τίποτα, μὰ κι ἂν καταλαβαίνουμε, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν τὰ θεολογικά. Ὅμως ἐγώ, χριστιανοί μου, μὲ τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχω νὰ σᾶς κηρύξω τὸ Εὐαγγέλιο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας, ξέρω πὼς ἐτοῦτα πρέπει νὰ μᾶς ἐνδιαφέρουν κι ὄχι τὰ λεγόμενα πρακτικά. Μὰ καὶ τί πιὸ πρακτικὸ ὑπάρχει ἀπὸ τὴ σωτηρία μας; Ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὰ πρακτικὰ του ἔργα δὲν ἀξίζει ὅσο ἡ ψυχή μας κι ἡ σωτηρία μας. Ἂς ἀρχίσουμε λοιπὸν γιὰ ἐτοῦτα τὰ δυὸ νὰ ἐνδιαφερώμαστε, γιὰ τὴν ψυχή μας δηλαδὴ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας, καὶ θ' ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια μας καὶ θὰ φωτισθῆ τὸ μυαλό μας νὰ καταλάβουμε πολλά. Θὰ καταλάβουμε προπαντὸς ἕνα, πὼς τὴ χάρη καὶ τὴ σωτηρία ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς θὰ τὴν κάνουμε δική μας, ὄχι μὲ τὴ γνώση τοῦ μυαλοῦ μας, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας. Ἀμήν

Κυριακή Θ΄ Λουκά. Του άφρονος πλουσίου


Του άφρονος πλουσίου
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Είπε δε ο Θεός: Άφρων…»
α. Αν η προηγουμένη Κυριακή πρόβαλε ως πρότυπο ζωής προς ένταξη στη Βασιλεία του Θεού τον εύσπλαχνο Σαμαρείτη, τον ανιδιοτελή άνθρωπο της έμπρακτης αγάπης, η σημερινή Κυριακή προβάλλει το αρνητικό κακέκτυπο: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Είπε δε ο Θεός: Άφρων

β. 1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. Ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; «Ο νόμος του ανθρωπίνου μυαλού είναι η πλάνη» σημειώνουν οι άγιοι Πατέρες μας. Ούτε πρόκειται για μία κρίση, που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Μία τέτοια εμπαθής κρίση δεν επιτρέπεται από τον ίδιο τον νόμο του Θεού, διότι υφαρπάζει δικαίωμα που ανήκει μόνον σ’ Εκείνον. Ο ίδιος ο Κύριος το επισημαίνει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». «Εάν δε κάποιος χαρακτηρίσει τον αδελφό του «ανόητο» είναι ένοχος ενώπιον της κρίσεως του Θεού».
Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνά και τετραχηλισμένα τα πάντα ενώπιόν Του», συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αληθινότητα της κρίσεώς Του.
2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, και μετά τούτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.
3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;
(α) Όχι ασφαλώς επειδή «ευφόρησεν η χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο. Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούς μου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.
(β) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τω Θεώ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξώφθαλμα σχετιζόταν μ’ Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού∙ ουκ έστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.
(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό, τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν του «έκλεβε» και το μυαλό του: τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.
(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’ αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.
4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου, που οδηγούν, όπως είπαμε, σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, που κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη, όπως είπαμε, συνιστά καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού. Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον, δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως, τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’ ημέραν αποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.
γ. Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.

Ακολουθείν

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ ΛΟΥΚΑ - ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΚΑΙ Ο... ΠΛΟΥΤΟΣ

Με αταλάντευτα σαφή τρόπο και φιλάνθρωπα σοφό λόγο το ιερό Ευαγγέλιο παραμένει σταθερά στις αμετακίνητες ράγες της αλήθειας προκειμένου να διαφυλάξει και να διασώσει τον άνθρωπο και τΆανθρώπινα. Με παραδειγματική τόλμη και αδιαπραγμάτευτη ελευθερία απαντάει στον ανήσυχο προβληματισμό του ανίσχυρου, «ευκολόπιστου και πάντα προδωμένου», ανθρώπου.

Έτσι και σήμερα, διαζωγραφίζοντας την εσωτερική τρικυμία και προβάλλοντας την πνευματική τραγωδία, με τις απίθανα υπαρξιακές προεκτάσεις, του «πλουσίου» της παραβολής οριοθετεί τα ανθρώπινα και υποδεικνύει την ασχήμια ή το μεγαλείο, την πνυκτική βαρβαρότητα ή την γόνιμη δημιουργικότητα, την αστοχία ή την επιτυχία, το λάθος ή το κέρδος των επιλογών του ανθρώπου.
Ενώ την ίδια στιγμή, με απόλυτα πετυχημένη σιωπηρή αξιολογική προέκταση, δίδει άμεση απάντηση στο διαχρονικό δράμα του ανθρώπου, που συχνά οδηγεί σε εκρηκτικές περιπέτειες τις κοινωνίες. Που μέσα από την πνευματική του ατροφία μολύνει ηθικά, απονευρώνει αξιολογικά, εκτροχιάζει διαπροσωπικά και παγιδεύει, δίχως διάκριση, στο πληκτικό, άγονο και ατροφικό υλιστικό «εδώ και τώρα», που ασύδοτα δηλητηριάζει και αδιάκοπα φθείρει ο ανεξέλεγκτος και τυφλός οχετός του εγωισμού. Αυτός ο επικίνδυνος και εσωτερικός υδροφόρος ορίζοντας, ο οποίος επιμένει να αγνοεί και αρνείται να υπηρετεί την μεταμορφωτική αγωνία του πνεύματος και προκλητικά στηρίζει την τυφλή ύλη και το άγονο υλιστικό συμφέρον.

Εκφραστικό παράδειγμα αστοχίας, εκτροπής και μολυσμού, όχι μονάχα της σκέψης αλλά και της συνείδησης του ανθρώπου, είναι ο πλούσιος της παραβολής. Στενόψυχη η λογική του, κοντόφθαλμη η σκέψη του, προβληματική η απόφαση του να εγκλωβιστεί στην πληθωρικότητα των αδιέξοδων υλιστικών του επιτυχιών, αγνοώντας επιδεικτικά την φιλάνθρωπη θέση και στάση του πολυεύσπλαχνου Θεού. Μέχρις ότου η φωνή της Αγάπης να φρενάρει την κατηφορική του πορεία και να θέση σε τροχιά «έντονης προβληματικής την επικίνδυνη απόφαση του».


Σίγουρα ο πλούσιος επιδεικτικά αγνοούσε πως ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα ισχυρό στοιχείο ύλης, δύναμη χοϊκή, γήινη αλλά και πνευματική. Δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η μέριμνα της διαφύλαξης της πνευματικής του μεγαλωσύνης, αφού αυτή αποτελούσε δυνατό και μαρτυρικό άθλημα ζωής. Πάνω στου πλούτου την εύθραυστη επιφάνεια πύργωνε τα όνειρα, τους στόχους και τις επιδιώξεις της παρούσης ζωής. Ενώ ταυτόχρονα πεισματικά αρνιόταν και τον υποψιασμό ακόμη της ύπαρξης της μέλλουσας ζωής.

Με μια τέτοιας τακτικής υλιστική αντίληψη ήλθε αντιμέτωπος με τον Θεό και τον άνθρωπο. Εγκλωβίστηκε στα πληθωρικά και φθοροποιά αδιέξοδα της μοναδικής έγνοιας του να διασώσει τον πλούτο του, να διασφαλίσει την άνεση του μέσα από το πελώριο κέρδος των «αγαθών» του, γιατί μονάχα εκεί πίστευε πως θα στηρίξει την ευτυχία του. Έτσι σύρθηκε αιχμάλωτος στην ταραγμένη και φθοροποιό αγωνία του σκληρού «εδώ και τώρα». Η συλλογή της καθημερινής του ζωής ήταν το φθοροποιό άγχος? η διαλυτική αγωνία? η παραλυτική αβεβαιότητα? η αδύναμη ψευδαίσθηση της «καλής ζωής» μέσα από του υλικού πλούτου την παρουσία? ο τρόμος για κάποια απάντεχη ανατροπή κι ο αδιέξοδος φόβος, που κυοφορεί η λαχτάρα να παραμένουν τα «αγαθά» αυξημένα.

Και η ζωή μιάς τέτοιας αντίληψης ανθρώπου είναι αγκυλωμένη στα υλικά αγαθά και αφτέρουγη πνευματικά πελαγοδρομεί, βασανίζεται και φθείρεται. Διαρκώς κινείται, υπάρχει και δημιουργεί μέσα στην ολισθηρότητα και την αβεβαιότητα της καθημερινότητας. Δεν ησυχάζει, αφού ο πνευματικός του ορίζοντας είναι κενός και θολός. Υποχωρεί εύκολα στις πρώτες προκλήσεις και βασανιστικά επιβιώνει ανάμεσα από ποικίλα ερωτηματικά. Μοιάζει με το φτερό στον άνεμο των καιρών. Είναι το ευτελισμένο καρυδότσουφλο στον ανταριασμένο ωκεανό της ζωής. Δεν πατάει σε ακλόνητες αξιολογικά βάσεις και κινείται ασυγκίνητα, όπως το αερόστατο.

Κι η συμπεριφορά του, την οποία τροφοδοτεί η άγονη και στραγγισμένη καρδιά, η ατροφική συνείδηση, είναι το ίδιο προβληματική. Ο άγιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας ερμηνεύοντας την λέξη «ευφραίνου» μιλάει για τα πληθωρικά πάθη, τα σκληρά σαρκικά λάθη, που συνταράσσουν, συγκλονίζουν, φθείρουν και ευτελίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Το μετατρέπουν σε «σπασμό οδύνης» και ευτελές «δοχείο ηδονής». Μιλάει για την τυραννία των μεγάλων σαρκικών δεινών, που ψαλιδίζουν τα νοητικά νεύρα, νεκρώνουν την ψυχική ικμάδα, κατακρεουργούν την καρδιά και αποδυναμώνουν πολύμορφα τον άνθρωπο. Τον μεταβάλλουν σε ασυγκίνητο και ακατανόητο ναυαγό, ξεπεσμένο στις άγριες ξέρες του εξαγριωμένου σήμερα.

Του προσφέρουν την ικανότητα να διαχειρίζεται με εγωϊστική αντίληψη τα αγαθά, που του χαρίζει ο Θεός, να αισθάνεται ευχαριστημένος, όταν κολυμπάει στα λιμνάζοντα τέλματα της υλιστικής αυτάρκειας, να τον «γεμίζει» εσωτερικά η αίσθηση των «πολλών αγαθών» και να αφήνεται κυριολεκτικά δέσμιος αυτών. Δίχως εσωτερική αναπνοή, που την δωρίζει η αγάπη για τον «άλλον», τον συνάνθρωπο, ο οποίος υπάρχει δίπλα και συνοιδοιπορεί μαζί του. Η αντίληψη για την αξία του πλούτου στην ατομική χρήση και ζωή νεκρώνει κάθε πνευματική εσωτερική αντίσταση υποδουλώνει σε πολύ φτηνές αναζητήσεις, εγκλωβίζει στην ψυχρή και άφιλη ατομικότητα. Έτσι καταστρέφει την ιερότητα και την ένθεη αξία του προσώπου. Μεταβάλλει αυτό το θεούφαντο ανθρώπινο πρόσωπο σΆ ένα ευτελισμένο «κινούμενο μηδενικό που διαρκώς τρέχει πίσω από ψευδαισθήσεις». Δεν διαθέτει την δύναμη, ούτε την δυνατότητα να ξεγλυστρά πέρα από τα πυκνά και πνιγηρά οδοφράγματα των υλιστικών του αναζητήσεων και απολαυών. Και σταθερά οδηγείται, όπως ο τραγικός πλούσιος, σε μια ανεπανόρθωτη αυτοκαταστροφή.

Η φωνή του Θεού «άφρων, άφρων ταύτη τη νυκτί?» τον αιφνιδιάζει. Του αφαιρεί την ανάσα της συνέχειας. Του ακρωτηριάζει την δυνατότητα της επιβίωσης μέσα στο χαλασμό και τον χορτασμό της ύλης. Τον απελευθερώνει από τον μετεωρισμό των ψευδαισθήσεων και τον οδηγεί σε σοβαρούς προβληματισμούς, μέσα από την εικόνα των οποίων αντιλαμβάνεται το αδύναμο, το ευτελές, το ψεύτικο και το ανόητο της κυριαρχίας της ύλης.


ΒΆ
Κι ενώ ακόμη η φωνή της ελπίδος και της ανάστασης ηχεί στο βάθος της συνείδησης του πλούσιου, η πρόκληση της ελευθερίας αποτελεί την επίσημη διαβεβαίωση του Ουρανού σε κείνον, που αντέχει, μπορεί να θέλει να ιεραρχεί τις αξίες και ανάλογα να τις υπηρετεί. Γιατί η ελευθερία δεν αποτελεί τον μυρωμένο καρπό της δένδρου των πλούσιων αγαθών του κόσμου τούτου. Δεν ευρίσκεται στον εξαντλητικό και καρπογόνο βηματισμό του ανθρώπου μέσα στον πλούτο και την ασυνόρευτη διασκέδαση. Τότε χορταίνει το σώμα, αναπαύονται οι αισθήσεις, δυναμώνουν τα ένστικτα. Αδειάζει όμως η καρδιά, ξηραίνονται τα πνευματικά αιμοφόρα αγγεία, αποδυναμώνονται οι ψυχές από αισθήματα φιλανθρωπίας και φιλαδελφείας, παύει ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος. Παύει να είναι άνθρωπος.

Η ελευθερία είναι δύναμη πνευματική, δώρο της αγάπης του Θεού στον δραπέτη του παραδείσου άνθρωπο. Για να μπορεί αυτός να διακρίνει το «άγιο, το αληθινό και ωραίο» από το ευτελές, το επικίνδυνο και το βέβηλο. Για να είναι σε θέση να υψώνεται πάνω από τα υλιστικά ναρκοπέδια, έξω από τα παθογόνα σχήματα, μακρυά από το άστοχο και το α-νόητο, έστω και αν αυτό καταλαγιάζει τους πυρωμένους ατμούς των ενστίκτων και κλονίζει τα σαθρά θεμέλια των υλιστικών ψευδαισθήσεων. Για να διαθέτει την νοητική ευελιξία και την ψυχική τόλμη να συμπορεύεται με τον «άλλον» δίπλα του και να βρίσκεται σε μία θαυμαστή συνεργασία.

Τότε μπορεί να κάνει την σωτήρια έξοδο από την πνιγηρό εαυτό του, στους άλλους, που κινούνται δίπλα του. Τότε ακριβώς ζει μία ζωντανά αληθινή και τίμια ελεύθερη κοινωνική σχέση, που αποτελεί το εφαλτήριο προς την αμόλευτη συνεργατικότητα. Φεύγει από το ταραχώδες, μονόχνωτο και υποκριτικό «εγώ» και απλώνεται στο δημιουργικό, ειρηνοφόρο και γόνιμο «εμείς». Δίχως αυτή την κίνηση δεν υπάρχει ελεύθερο φρόνημα, αγονάτιστη συνείδηση, ισορροπημένη εσωτερικότητα, γνησιότητα σχέσεων, αλήθεια εκφράσεων, πόθος και πάθος ιερής αγάπης. Δεν υπάρχει ανθρώπινη σχέση, γιατί ο συνδετικός κρίκος που ονομάζεται σεβασμός στον άνθρωπο έχει χαθεί πίσω από τους φονικούς ογκόλιθους των υλιστικών απολαυών και αναζητήσεων.

Ο πλούσιος, παγιδευμένος στα «αγαθά» του εγκλωβισμένος στην αγωνία της υλιστικής του περιουσίας, εξαντλούσε κάθε αναζήτησή του σε κείνον τον ογκόλιθο, ο οποίος συνέτριβε και την καρδιά του. Ο άγιος Θεοφύλακτος μας λέει πως ο πλούσιος μιλάει για τον εαυτό του και υποστηρίζει πως «δεν έχω κανέναν που να συμμεριστεί τα πλούτη μου, κανένας δεν θα τα μοιραστεί μαζί μου, δεν είναι του Θεού, τα δικά μου μόνος μου θα τα απολαύσω». Η σύγχυση, ο παραλογισμός και η οδύνη της αιχμαλωσίας ξεπηδούν σαν λάβα ηφαιστείου από το μαρτυρικό βάθος της τραγικής ύπαρξης του.

Πόσο όμως εκφραστικά και πονεμένα η ιστορία επαναλαμβάνεται! Σε κείνους που επένδυσαν σε ποικίλα υλιστικά ή ιδεολογικά σχήματα της εποχής, σε κοινωνικά συστήματα, που έδιωξαν τον Θεό από τον άνθρωπο και νόμισαν πως θα ευτυχίσουν με τα «αγαθά» της γης. Εύκολα και απλά κατέστρεψαν την ύπαρξη τους κι έσπειραν τον θάνατο στις κοινωνίες των ανθρώπων.

Πρωτοπρεσβύτερος ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ-Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
                                                            Λουκά ΙΒ΄ 16-21
Ο αγώνας του ανθρώπου εναντίον των παθών και των αδυναμιών, είναι συνεχής και ισόβιος. Κι ακριβώς αυτές τις αδυναμίες εκμεταλλεύεται ο εχθρός μας ο διάβολος και ζητά να μας υποδουλώσει σε φοβερά πάθη, που τελικώς οδηγούν στην κόλαση.
Την φρικτή κατάσταση του πάθους της πλεονεξίας μας αποκαλύπτει ο κύριος Ιησούς με την παραβολή του άφρονος πλουσίου που θα ακούσουμε την Κυριακή στην Θεία Λειτουργία.
Λίγο έως πολύ όλοι μας έχουμε ακούσει για τον πλούσιο κτηματία του οποίου έδωσαν μεγάλη παραγωγή τα εκτεταμένα του χωράφια. Και αυτός, αντί να ευχαριστήσει τον Θεό, και μέσω της ευχαριστίας και δοξολογία του Θεού να χαρεί και ο ίδιος, αυτός, βασανιζόταν τώρα με σκέψεις και συλλογισμούς για το πώς θα συνάξει τους καρπούς που του περίσσευσαν.
Και ενώ τον βασάνιζαν οι σκέψεις αυτές, τελικώς κατέληξε στο να γκρεμίσει τις αποθήκες του για να οικοδομήσει μεγαλύτερες και ευρυχωρότερες, ώστε να συνάξει εκεί όλα τα γενήματά του και τα αγαθά του.
Μα γιατί όλα αυτά; Διότι τον κυρίευσε το απαίσιο δαιμόνιο της πλεονεξίας. Τον «βραχυκύκλωσε» το καταραμένο αυτό πάθος, για το οποίο ο ιερός Χρυσόστομος λέγει: «ουδέν πλεονεξίας ακαθαρτότερον».
Είχε φθάσει μάλιστα σε τέτοιο είδους ψυχικής διαστροφής, ώστε όλα αυτά τα σχεδίαζε για να απολαμβάνει εντελώς μόνος τις δωρεές που του είχε χαρίσει ο Θεός, πιστεύοντας ταυτοχρόνως ότι θα ζούσε αιώνια επάνω στη γη. Φυσικά, ούτε σκέψη περνούσε απ’ το μυαλό του, να προσφέρει έστω και κάτι, με την σειρά του και αυτός, ως διαχειριστής των δωρεών του Θεού, στους αδελφούς του.
Είναι τόσο χαρακτηριστική η φράση με την οποία ο Ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει την απόφαση του πάθους του: «Τούτο ποιήσω, καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου. Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου». (Λουκ. ΙΒ’ 18-19). Δηλ. Τούτο θα κάνω. Θα γκρεμίζω τις αποθήκες μου, και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες, και θα συνάξω εκεί όλα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου. Και θα πω στον εαυτό μου: Εαυτέ μου, έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για έτη πολλά. Αναπαύου, λοιπόν, φάγε, πίε, ευφραίνου.
Βεβαίως και στο σημείο αυτό, αν σταματούσε η Ευαγγελική περικοπή, μετά βεβαιότητος θα μας παρουσίαζε το κατάντημα που μπορεί να φθάσει κανείς όταν αφήσει την ύπαρξή του να κυριευθεί από το πάθος της πλεονεξίας. Από την ψυχική αυτή ασθένεια, που κάνει τον άνθρωπο να λησμονεί ότι την ευτυχία και την ευδαιμονία δεν την προσφέρει η συσσώρευση των αγαθών, αλλά η αδελφική αγάπη, που εκφράζεται μέσω της αθόρυβης και διακριτικής προσφοράς...
Όμως, η παραβολή συνεχίζει με μια εντελώς δραματική εξέλιξη, που κάνει το αίμα του  ακροατή του λόγου του Θεού, στην κυριολεξία να παγώνει. 
Τι συνέβη; Ακριβώς εκείνη τη νύχτα που ο πλούσιος ετοίμασε τα σχέδιά του, αδιαφορώντας για τις ανάγκες των αδελφών του, ακριβώς τότε άκουσε τον Θεό να του απαγγέλει την καταδικαστική του απόφαση. «Είπε δε αυτώ ο Θεός: Άφρoν! Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, ά δε ητοίμασας, τίνι έσται;» (Λουκ. ΙΒ΄20). Δηλ. ο Θεός του είπε: «Ανόητε! Αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα τη ζωή σου. Αυτά δε, που ετοίμασες, τίνος θα είναι;»
Είναι συγκλονιστικό φίλοι μου, το ότι ο Θεός δεν προσφωνεί τον πλούσιο με το όνομα που προφανώς είχε, ούτε καν τον ονομάζει άνθρωπο. Τον αποκαλεί άφρονα, δηλ. ανόητο. Και ενώ θα μπορούσε με αυτά τα αγαθά της γης να εξασφαλίσει την Βασιλεία των Ουρανών, τώρα μέσω της διεστραμμένης του συνειδήσεως, μέσω του αρρωστημένου ψυχισμού της πλεονεξίας «εξαγοράζει» την αιώνια κόλαση!
Αλλά και αυτό το «απαιτούσιν», η λέξη αυτή, τι «καμπανάκι» είναι για την κοιμισμένη μας συνείδηση! Αλήθεια, ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι απαιτούν την ψυχή του άφρονος πλουσίου; Και γιατί δεν λέγει ο Κύριος ότι την ψυχή την απαιτεί ο ίδιος ο Θεός; Γιατί τίθεται σε τρίτο πληθυντικό (απαιτούσιν); Μα, διότι την ψυχή του μακράν του Θεού ανθρώπου, την ψυχή αυτού που ζει μέσα στην αποστασία και στην αμαρτία, την ψυχή αυτού που δουλεύει μέσα στα πάθη της ατιμίας και εν προκειμένω μέσα στην παραφροσύνη της πλεονεξίας, φυσικά, δεν την παραλαμβάνει ο Θεός. Την ψυχή του πλουσίου την απαιτούν τα φοβερά τελώνια. Τα ζοφερά δαιμόνια στα οποία και υπήκουε και εργαζόταν εν’ όσο ζούσε σε αυτή την πρόσκαιρη ζωή, ξεγελώντας τον ταλαίπωρο εαυτό του ότι δήθεν είναι ελεύθερος και ότι ζει όπως θέλει τη ζωή του.
Αντιθέτως, του δικαίου η ψυχή «ουκ απαιτείται, αλλά παρατίθεται τω Θεώ, χαίρων και αγαλλόμενος». Οπωσδήποτε και σύμφωνα πάντοτε με τον αψευδή λόγο του Θεού, μόνο των δικαίων οι ψυχές «εν χειρί Θεού».
Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια που θα πρέπει να συγκλονίζει τον κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. Όχι μόνο δηλ. ν’ αποφεύγει την πλεονεξία με όλα τα επακόλουθα αμαρτήματά της, αλλά να τρέμει μήπως την φοβερή ώρα του θανάτου που έρχεται ως «κλέπτης εν νυκτί», ακούσει ότι την ψυχή του την απαιτούν τα φοβερά δαιμόνια για να την οδηγήσουν στην δική τους αιώνια καταδίκη.
Αδελφοί μου. Όταν γίνεται λόγος περί πλεονεξίας, ο νους μας συνήθως πηγαίνει στα εκατομμύρια, στα ομόλογα, στα ακίνητα και γενικώς στον ποικίλο πλούτο. Έτσι όμως, ο πονηρός εχθρός, κατορθώνει να μας ξεγελάει με το ότι δήθεν εμείς δεν κινδυνεύουμε, διότι δεν διαθέτουμε υλικό πλούτο ή ακόμα περισσότερο διότι τώρα βρισκόμαστε (και φυσικά θα βρισκόμαστε...) σε περίοδο κρίσεως.
Πόσο όμως πέφτουμε έξω θα το κατανοήσουμε, όταν συνειδητοποιήσουμε πως πλεονεξία είναι όχι μόνο όταν διαθέτουμε την ύλη, αλλά και όταν υπάρχει η επιθυμία του πλουτισμού μέσα στην καρδιά μας. Αν υπάρχει, που είναι και το πιθανότερο αυτό, τότε δεν έχουμε παρά να καταφύγουμε στην Χάρη του Θεού, δια των μυστηρίων της Εκκλησίας μας, και έτσι να την εκριζώσουμε πριν προλάβει ν’ απλωθεί και μας καταπνίξει.
Η επισήμανση του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού: «Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών» (Ματθ. ΙΒ’ 21), δηλ. Έτσι παθαίνει όποιος θησαυρίζει για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει για τη δόξα του Θεού (για να κάνει καλά έργα). Αυτή λοιπόν η πραγματικότητα, θα πρέπει να μας κάνει άμεσα ν’ αναθεωρήσουμε την στάση μας και να ερευνήσουμε «τα άδηλα και τα κρύφια της καρδίας μας», αφού, εννοείται διαθέτουμε αυτιά, κυρίως για ν’ ακούμε τον αποκαλυπτικό λόγο του Θεού.  
Είθε, να δώσει ο Θεός (ο οποίος κρατάει στα χέρια του την ζωή μας), με τα όσα μας χαρίζει, να τον δοξάζουμε καθημερινώς και ταυτοχρόνως να ζούμε με ειρήνη και αγάπη, σκορπίζοντας τα αγαθά στους συνανθρώπους μας. Τούτο είναι αναγκαίο συν τοις άλλοις, τώρα που οι ξένες δυνάμεις επιβάλλουν στην δύστυχη Πατρίδα μας την πτωχεία, τον πόνο και την δυστυχία...
Αμήν.
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Ιεροκήρυξ Ι.Μ. Δρ. Πωγ. & Κονίτσης
Κόνιτσα.
e-mail:p.ioil@freemail.gr

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...