Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2013

Τὶ σημαίνει νὰ ἀνήκω στὴν Ἐκκλησία; Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλουπόλεως Ἱερεμίας



- Ἐρ.: Ἂν κανεὶς πιστεύει στὸν Χριστό, διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι καλὸς χριστιανός;

Ἀπ.: Ὄχι! Χριστιανισμὸς δὲν σημαίνει νὰ πιστεύουμε θεωρητικὰ μερικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ὅσα πολὺ ὡραῖα γράφει σχετικὰ ὁ Φλορόφσκυ: «Ὁ Χριστιανισμὸς ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχεν ὡς συγκεκροτημένη πραγματικότης, ὡς κοινότης. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανὸς ἐσήμαινεν ἀκριβῶς τὸ νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν κοινότητα. Κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του, ὡς ἀπομονωμένον ἄτομον, ἀλλὰ μόνον μαζὶ μὲ τοὺς "ἀδελφούς", εἰς συνάφειαν μὲ αὐτούς. Unus Christianus - nullus Chtistianus. Ἡ προσωπικὴ πεποίθηση ἤ ἀκόμη ἕνας κανὼν ζωῆς δὲν καθιστοῦν τὸ ἄτομον Χριστιανόν. Ἡ χριστιανικὴ ὕπαρξις προϋποθέτει ἐν-σωμάτωσιν, συμμετοχὴν εἰς τὴν κοινότητα. 

Αὐτὸ πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ προσδιορισθῆ: εἰς τὴν ἀποστολικὴν κοινότητα, δηλαδὴ εἰς μίαν κοινωνίαν μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ τὸ μήνυμά των. Ἡ χριστιανικὴ "κοινότης" συνεκλήθη καὶ συνετάγη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἰησοῦν κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς του, καὶ ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἐδόθη ἕνας, ἔστω καὶ προσωρινός, καταστατικὸς χάρτης διὰ τῆς ἐκλογῆς καὶ τοῦ διορισμοῦ τῶν Δώδεκα, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν ὀνομασίαν, ἤ μᾶλλον τὸν τίτλον τῶν "Ἀποστόλων", διότι ἡ "ἀποστολὴ" τῶν Δώδεκα δὲν ἦταν μόνον μία ἁπλὴ ἀποστολή, ἀλλ' ἀκριβῶς μία ἐντολὴ ποὺ δι' αὐτὴν περιεβλήθησαν μὲ "ἐξουσίαν" (Μκ. 3, 15• Μθ. 10, 1• Λκ. 9, 1). Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὡς διορισμένοι "μάρτυρες" τοῦ Κυρίου (Λκ. 24, 48• Πρ. 1, 8) μόνον οἱ Δώδεκα ἐδικαιοῦντο νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν συνοχὴν τόσον τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, ὅσον καὶ τῆς ζωῆς τῆς κοινότητος. Ἡ κοινωνία, ἑπομένως, μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἀπετέλει βασικὸν σημεῖον τῆς πρώτης "Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ" εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ (Πρ. 2, 42).

Χριστιανισμὸς σημαίνει "κοινὴ ζωή". Οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ θεωροῦν ἀλλήλους ὡς "ἀδελφοὺς" (αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ὀνόματά τους), ὡς μέλῃ ἑνὸς σώματος, στενὰ συνδεδεμένα. Ἑπομένως ἡ ἐλεημοσύνη ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτον σημεῖον, ἡ πρώτη ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον αὐτῆς τῆς συναδελφώσεως. Δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κοινότης, σῶμα, ἀδελφότης, "κοινωνία", coetus fidelium» 



- Ἐρ.: Γιατί λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας νὰ πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία («Πιστεύω... εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν»), ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, ὅπως τὴν καθορίσαμε, ἡ δὲ πίστη, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἀπόδειξη πραγμάτων μὴ βλεπομένων; (βλ. Ἑβρ. 11, 1).

Ἀπ.: Πρῶτα-πρῶτα τὸ ρῆμα «πιστεύω», ποὺ λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας, ἔχει κυρίως τὴν ἔννοια «ἐμπιστεύομαι». Καὶ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐμπιστευόμαστε στὴν Ἐκκλησία, στὸν θεῖο αὐτὸν ὀργανισμὸ - Θεῖο ὀργανισμὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπινη ὀργάνωση - στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ σ' ὅσους καθαγιάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ὁρατή. Καὶ αὐτό, λοιπόν, τὸ ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη, καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀντικείμενο πίστης. Γιατί αὐτὴ εἶναι ταμιοῦχος τῆς ἀόρατης θείας Χάρης καὶ χρειάζεται πίστη γιὰ νὰ παραδεχτοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ βλέπουμε.

Ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ ὁρατὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι περιλαμβάνει ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν πάνω στὴν γῆ, εἶναι ὅμως καὶ ἀόρατη, γιατί περιλαμβάνει καὶ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ πίστη καὶ ἁγιότητα καὶ βρίσκονται στὸν οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ζεῖ καὶ ὑπάρχει καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ καὶ εἶναι κατὰ μὲν τὴν μία ὄψη τῆς οὐράνια καὶ ἀόρατη, «θριαμβεύουσα Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται, κατὰ δὲ τὴν ἄλλη ὄψη της ἐπίγεια καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορικὴ κοινωνία, «στρατευομένη Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται. Καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ὅμως στρατευόμενη καὶ ἡ εἰς τὸν οὐρανὸ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία εἶναι μία κοινωνία ἁγίων.



- Ἐρ.: Ποῦ βασιζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταυτόχρονα καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό;

Ἀπ.: Σ' αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει στοὺς χριστιανούς: «Ἔχετε προσέλθει στὸ ὄρος τῆς Σιὼν καὶ στὴν πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ, καὶ σὲ μυριάδες ἀγγέλων, σὲ πανήγυρη καὶ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, οἱ ὁποῖοι εἶναι γραμμένοι στὸν οὐρανὸ καὶ στὸν Θεό, τὸν κριτὴ ὅλων καὶ στὰ πνεύματα τῶν δικαίων, ποὺ ἔχουν γίνει τέλειοι καὶ στὸν μεσίτη τῆς Νέας Διαθήκης, τὸν Ἰησοῦ» (Ἑβρ. 12, 22-24).



- Ἐρ.: Κατὰ τὰ παραπάνω μποροῦμε νὰ διαιρέσουμε τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή;

Ἀπ.: Ὄχι, δὲν διαιρεῖται ἡ Ἐκκλησία. Παραθέτουμε σὲ μετάφραση τὰ ὅσα ὡραῖα γράφει πάνω σ' αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ δογματολόγος καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ διαιρεῖται σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή. Γιατί ὑπάρχει μία καὶ μόνο μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ ἀδιάσπαστα καὶ συνηνωμένα στοιχεῖα: Τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀόρατο ἀφ' ἑνὸς καὶ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικὸ καὶ ὁρατὸ ἀφ' ἑτέρου, ὅπως ἀκριβῶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως ἡ θεία καὶ ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως σ' ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ στοιχεῖο ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικό, ποὺ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση τοῦ πρώτου καὶ τὸ ἀναγκαῖο ὄργανο γιὰ τὶς σωτηριώδεις ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. 

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶναι θεῖο, πνευματικό, ἀόρατο καὶ αἰώνιο καθίδρυμα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριὰ εἶναι μία κοινωνία ἀνθρώπων περιγραπτὴ καὶ ἐμπειρικὴ καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορική. Καὶ εἶναι μὲν ἀόρατη ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ἀόρατη εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Κύριος, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐνοικεῖ σ' αὐτὴ· ἀόρατη εἶναι ἡ ὑπάρχουσα σ' αὐτὴ θεία Χάρη, ποὺ δικαιώνει καὶ ἁγίαζει καὶ σῴζει. Περιλαμβάνει δὲ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ ἀόρατο τμῆμα της στὸν οὐρανό, καὶ ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ δυό, καὶ τὸ οὐράνιο καὶ τὸ ἐπίγειο τμῆμα, συναποτελεῖται τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία πνευματικὴ ἑνότητα γιὰ τὴν μία θεία Κεφαλή της καὶ τὸ ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τὴν κατευθύνει εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως συνάμα ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁρατὴ καὶ περιγραπτὴ ὡς στρατευόμενη πάνω στὴν γῆ καὶ ἐπεργαζομένη τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων γιατί μὲ αἰσθητὰ σημεῖα μεταδίδει τὴν θεία Χάρη, ἔχει δὲ λατρεία καὶ ἐξωτερικὴ ὀργάνωση (στὴν ὁποία ἐνεργοῦν καὶ συνεργοῦν Θεὸς καὶ ἄνθρωποι) ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, δηλαδὴ τὴν ποιμένουσα Ἱεραρχία καὶ τοὺς ποιμαινομένους πιστούς, ὅλους ἀδιακρίτως τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς (Σύνοψις τῆς Δογματικῆς... σ. 81).



- Ἐρ.: Πῶς διαβεβαιωνόμαστε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία;

Ἀπ.: Κατὰ πρῶτον, ἀπ' αὐτό: Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια («πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»), καὶ γεμίζει ἐπίσης καὶ τὸ Σῶμα Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μὲ παρόμοια χάρη καὶ ἀλήθεια (βλ. Ἰωάν. 1, 14.17).

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας «Τὸν ἔκανε Κεφαλὴ ὑπεράνω ὅλων στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Σῶμα Του, τὸ συμπλήρωμα ἐκείνου ποὺ γεμίζει τὰ πάντα ἐν πᾶσι» (Ἐφεσ. 1, 22.23).

Καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος λέει στοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας: «Προσέχετε, λοιπόν, τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλόκληρο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό Του Αἷμα» (Πράξ. 20, 28).



- Ἐρ.: Πῶς ἐμεῖς διαβεβαιωνόμαστε ἀκόμη ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία ἀκόμη μέχρι τώρα καὶ θὰ κατοικεῖ σ' αὐτὴν μέχρι τέλος τοῦ κόσμου;

Ἀπ.: Τὸ διαβεβαιωνόμαστε ἀπὸ τὰ ἑπόμενα λόγια του Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἀποστόλου Του: «Θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου καὶ οἱ πύλες τοῦ Ἅδου δὲν θὰ τὴν καταβάλουν» (Ματθ. 16,18). «Ἰδοὺ Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου» (Ματθ. 28, 20). «Σ' Αὐτόν, τὸν Θεὸ τὸν Πατέρα, ἂς εἶναι ἡ δόξα στὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σ' ὅλες τὶς γενεὲς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων. Ἀμὴν» (Ἐφεσ. 3, 21).
πηγή

Η φιλία με Οικουμενιστές διασπά την ενότητα

πηγή


Ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὸ παρακάτω τμῆμα
τοῦ σημερινοῦ Ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος:

Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε
ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος,
μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς Πατὴρ
πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ
ἐν πᾶσιν. Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις
κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

(Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, Λόγος ΙΑ΄,
Πατερικαὶ Ἐκδόσεις ”Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, τόμ. 20, σελ. 686, ἑξ.).



ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΣΧΟΛΙΑ
___________________________


«Εἴ τις αἱρετικῶν φίλος εἴη, οὐχ ἓν πνεῦμα»

ρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοὺς στίχους τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου, στρέφει τὸ λόγο πρὸς τὸ τρίπτυχο ἀλήθειαἀγάπη,ἑνότητα ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ γράφει:
«Ἀγάπην ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Παῦλος, ὄχι οἱανδήποτε, ἀλλ’ αὐτὴν ἡ ὁποία μᾶς συνενώνει μεταξύ μας ἀδιασπάστως, καὶ μᾶς συνενώνει κατὰ τέτοιον τρόπον καὶ τόσον τέλεια, ὡσὰν νὰ εἴμεθα μέλη πρὸς μέλη. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία κατορθώνει τὰ μεγάλα καλά. Διὰ τοῦτο λέγει, “ἕνα σῶμα”, διὰ νὰ δείξῃ καὶ τὴν συμπάθειαν καὶ τὸ νὰ μὴ ἐπιδιώκομεν ν’ ἁρπάσωμεν τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων καὶ τὸ νὰ χαιρώμεθα μαζὶ μὲ αὐτούς, καὶ ὅλα γενικῶς νὰ εἶναι κοινά. Καὶ καλῶς εἶπε, “ἕνα πνεῦμα” διὰ νὰ δείξῃ ὅτι εἰς τὸ ἕνα σῶμα, ἕνα πνεῦμα θὰ ὑπάρχῃ, ἢ ὅτι εἶναι μὲν δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ ἕνα σῶμα, ὄχι ὅμως ἕνα πνεῦμα...»
Καὶ πότε εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκει κανεὶς στὸ ἴδιο σῶμα, ἀλλὰ νὰ μὴ ἔχει τὸ ἴδιο πνεῦμα; Αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ συμβεῖ, λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, καὶ στὴν περίπτωση ποὺ «κάποιος γίνῃ  φίλος  αἱρετικῶν». Μὲ αὐτὴ τὴν διαπίστωση ὁ ἱ. Χρυσόστομος, θίγει τὸ κρισιμότατο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας, τὴν ὅποια σχέση καὶ ἐπαφή μας μὲ τὴν αἵρεση, ἡ ὁποία κομματιάζει τὸ σῶμα τῶν πιστῶν. Ἐπισημαίνει δηλαδή, αὐτὸ ποὺ κατὰ κόρον συμβαίνει σήμερα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο: τὴν ἄμεση ἢ ἔμμεση –ἀλλὰ συνειδητὴ– φιλία τῶν ὀρθοδόξων μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, ποὺ διαδίδουν στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἐσχάτη αἵρεση τῆς ἱστορίας, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ οἱ φίλοι τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐνῶ ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τυπικά, ὅμως δὲν ἀποτελοῦν μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους «ἓν σῶμα», ἀφοῦ διαφοροποιοῦνται ὡς πρὸς τὴν ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἔτσι ἀποδέχονται στὴν πράξη τὴν δράση τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν.
Δηλαδή, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ σθεναρῶς ἀντικρούουν τὶς κακόδοξες θέσεις τῶν “ὀρθοδόξων” Οἰκουμενιστῶν (αὐτὸ τὸ κάνουν οἱ λίγοι), ἐνῶ οἱ πολλοὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό· ἀμφότεροι δέ, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μνημονεύουν τοὺς ἡγέτες τῶν Οἰκουμενιστῶν (π.χ. τοὺς Πατριάρχες Κων/πόλεως Βαρθολομαῖο, Ἀλεξανδρείας Θεόδωρο, Σερβίας Εἰρηναῖο κ.λπ), ἢ τοὺς ὑποδέχονται μετὰ βαΐων καὶ κλάδων στὶς διάφορες ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ἐπισκέψεις τους, ἢ συλλειτουργοῦν μαζί τους, καὶ ἀρνοῦνται νὰ καταγγείλουν ὀνομαστικὰ τὶς κακόδοξες πράξεις καὶ λόγους τους.
Ἂς ἐπανέλθουμε στὴν ἑρμηνεία ἀπὸ τὸν Ἅγιο τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος:
«Ὕστερον, ”Καθὼς καὶ μία εἶναι ”, λέγει, ”ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεώς σας”. Ὁ Θεός, λέγει, εἰς τὰ ἴδια σᾶς ἐκάλεσε· τίποτα περισσότερον δὲν ἐμοίρασεν εἰς τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον· εἰς ὅλους ἐχάρισεν ἀθανάσίαν, εἰς ὅλους ζωὴν αἰώνιον, εἰς ὅλους δόξαν ἀθάνατον, εἰς ὅλους ἀδελφότητα, εἰς ὅλους κληρονομίαν· κοινὴ κεφαλὴ ἔγινεν εἰς ὅλους· ὅλους συνανέστησε καὶ ἐκάθισε μαζί του.
Σεῖς λοιπὸν οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ πνευματικὰ ἔχετε τόσην ἰσοτιμίαν, ἀπὸ ποῦ ὁρμώμενοι μεγαλοφρονεῖτε; ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ τάδε εἶναι πλούσιος καὶ ὁ τάδε ἰσχυρός; Καὶ πῶς δὲν θὰ ἦτο αὐτὸ ἀξιογέλαστον; Διότι εἰπέ μου· ἐὰν κάποτε ὁ βασιλεύς, ἀφοῦ ἐλάμβανε δέκα ἀνθρώπους καὶ ἐνέδυε ὅλους μὲ πορφύραν καὶ τοὺς ἐκάθιζεν εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον καὶ ἔδιδε εἰς ὅλους τὴν αὐτὴν τιμήν, ἆρά γε θὰ εἶχε τὴν τόλμην κάποιος ἐξ αὐτῶν νὰ κατηγορήσῃ τὸν ἄλλον ὅτι εἶναι πλουσιώτερος ἢ λαμπρότερος; Καθόλου. Καὶ ἀκόμη δὲν τὰ εἶπα ὅλα· διότι δὲν εἶναι τόση ἡ διαφορὰ εὶς τοὺς οὐρανούς, ὅσον κάτω εἰς τὴν γῆν» [Μὲ τὴν τελευταία πρόταση ἑρμηνεύεται ἡ φράση:  «οὐ γὰρ τοσοῦτον τὸ μέσον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅσον καὶ κάτω διεστήκαμεν». Εἰς τὸ T.L.G. ὅμως, παραδίδεται ἡ ἑξῆς γραφὴ (ὁπότε ἀλλάζει καὶ τὸ νόημα): «Ἐν οὖν τοῖς οὐρανοῖς ἴσοι, καὶ κάτω διεστήκαμεν;»].
»”Ἕνας Κύριος, μία πίστις, ἕνα βάπτισμα... Ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ ὅλων..., ἀλλ’ εἰς τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς ἐδόθη ἡ χάρις”. Τί λοιπόν; θὰ εἴπῃ κάποιος· ἀπὸ ποῦ εἶναι τότε διάφορα τὰ χαρίσματα; ...Καὶ πρόσεχε τί λέγει. Δὲν εἶπε, “Συμφώνως πρὸς τὴν πίστιν τοῦ καθενός”, διὰ νὰ μὴ ὁδηγήσῃ εἰς μικροψυχίαν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἠξιώθησαν τὰ μεγάλα χαρίσματα. Ἀλλὰ τί λέγει;”Συμφώνως πρὸς τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ”.  Τὰ κυριώτερα ἀπὸ ὅλα, λέγει, εἶναι κοινὰ εἰς ὅλους, δηλαδὴ τὸ βάπτισμα, ἡ διὰ τῆς πίστεως σωτηρία, τὸ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν Πατέρα, τὸ νὰ μετέχωμεν ὅλοι εἰς τὸ αὐτὸ Πνεῦμα. Ἐὰν πάλι ὁ τάδε ἔχει κάποιο χάρισμα περισσότερον, μὴ στενοχωρῆσαι, διότι καὶ ὁ κόπος εἶναι εἰς αὐτὸν περισσότερος...
»Διὰ τοῦτο ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν αἰτίαν παρηγορεῖ τὸν ἀκροατήν. “Πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ καταρτίσουν τοὺς ἁγίους”, λέγει, “διὰ τὸ ἔργον τῆς διακονίας, διὰ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ”. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἔλεγεν ἀλλοῦ· ”Ἀλλοίμονόν μου, ἐὰν δὲν κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον”. Δηλαδή, ἔλαβε τὸ χάρισμα ἀποστολῆς. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἀκριβῶς, διὰ τὸ ὅτι ἔλαβε, ἀλλοίμονον· ἐνῷ ἐσὺ ἔχεις ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν κίνδυνον.
»”Συμφώνως πρὸς τὸ μέτρον”. Τί σημαίνει ”συμφώνως πρὸς τὸ μέτρον”; Δηλαδὴ ὄχι συμφώνως πρὸς τὴν ἰδικήν μας ἀξίαν· διότι δὲν θὰ ἐλάμβανε κανεὶς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔλαβεν, ἀλλ’ ὅλοι ἀπὸ τὴν δωρεάν του ἐλάβομεν. Καὶ διατί ὁ μὲν ἔλαβεν περισσότερον, ὁ δὲ ὀλιγώτερον; Δὲν ἔχει καμμίαν σημασίαν αὐτό, λέγει, ἀλλ’ εἶναι ἀδιάφορον πρᾶγμα· διότι εἰς τὴν οἰκοδομὴν ὁ καθένας συντελεῖ. Καὶ μὲ αὐτὸ δεικνύει ὅτι δὲν ἔλαβεν ἀπὸ τὴν ἰδικὴν του ἀξίαν ὁ μὲν περισσότερον, ὁ δὲ ὀλιγώτερον, ἀλλὰ δι’ ἄλλους λόγους, ὅπως ἀκριβῶς ἔκρινεν ὁ Θεός...
»”Διὰ τοῦτο λέγει· Ὅταν ἀνέβη εἰς τὰ ὕψη... ἔδωκε δῶρα εἰς τοὺς ἀνθρώπους”. Δηλαδή, τί μεγαλοφρονεῖς; ὅλα ἀπὸ τὸν Θεὸν ἔγιναν...
»Ἀλλοῦ ὅμως λέγει ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἔκαμεν αὐτά, λέγων τὰ ἑξῆς· “Εἰς τὸ ὁποῖον ποίμνιον τὸ ἅγιον Πνεῦμα σᾶς ἐτοποθέτησεν ἐπισκόπους, διὰ νὰ ποιμάνετε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ”. Ἐδῶ λέγει ὅτι ὁ Υἱὸς ἔκαμεν αὐτά· ἀλλοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς Πατήρ· ”Καὶ ὁ Θεὸς ἐτοποθέτησεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας”. Εἰς δὲ τὴν πρὸς Κορινθίους λέγει· ”Ἐγὼ ἐφύτευσα, ὁ Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ὁ Θεὸς ὅμως ἔδινε τὴν αὔξησιν”. Καὶ πάλιν·”Ἐκεῖνος ποὺ φυτεύει καὶ ἐκεῖνος ποὺ ποτίζει εἶναι τὸ ἴδιο, ἀλλ’ ὁ καθεὶς θὰ λάβῃ τὸν ἰδικόν του κόπον”.
»Ἔτσι κι ἐδῶ. Τί σημασία λοιπὸν ἔχει ἐὰν ὀλιγώτερον συνεισφέρῃς; Τόσον ἔλαβες...
»”Πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ καταρτίσουν τοὺς ἁγίους, διὰ τὸ ἔργον τῆς διακονίας, διὰ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ”. Βλέπεις τὸ ἀξίωμα; Ὁ καθένας οἰκοδομεῖ, ὁ καθένας καταρτίζει, ὁ καθένας ὑπηρετεῖ. ”Μέχρις ὅτου φθάσωμεν”, λέγει, ”ὅλοι εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς πλήρους γνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς τὸ μέτρον τοῦ τελείου ἀναστήματος τοῦ Χριστοῦ”. Τέλειον ἀνάστημα ὀνομάζει ἐδῶ τὴν τελείαν ἐπίγνωσιν. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἀνὴρ ἵσταται μὲ σταθερότητα, ἐνῷ οἱ νεαροὶ περιπλανῶνται κατὰ τὸν νοῦν, ἔτσι συμβαίνει καὶ εἰς τοὺς πιστούς. ”Εἰς ἑνότητα”, λέγει, ”τῆς πίστεως”· δηλαδή, μέχρις ὅτου ἀποκτήσωμεν ὅλοι μίαν πίστιν. Διότι αὐτὸ εἶναι ἑνότης πίστεως. ὅταν ὅλοι εἴμεθα ἕνα, ὅταν ὅλοι ἀντιλαμβανώμεθα μὲ τὸν ἴδιον τρόπον τὸν σύνδεσμον· μέχρι τότε πρέπει νὰ ἐργαζώμεθα.
»Ἐὰν ἔλαβες χάρισμα διὰ τοῦτο, διὰ νὰ οἰκοδομῇς ἄλλους, πρόσεχε μήπως καταστρέψῃς τὸν ἑαυτόν σου φθονῶν ἄλλον... Μὴ μοῦ εἴπῃς λοιπὸν διὰ τὴν διαφορὰν τῶν χαρισμάτων, ἀλλὰ διὰ τὸ ὅτι ὅλοι εἶχον ἕνα ἔργον. Ὅταν λοιπὸν ὅλοι πιστεύωμεν ὁμοίως, τότε ὑπάρχει ἑνότης...
»”Ὥστε νὰ μὴ εἴμεθα πλέον”, λέγει, “νήπιοι, κλονιζόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμον τῆς διδασκαλίας, μέσα εἰς τὴν δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, μέσα εἰς τὴν πανουργίαν των πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ὁμαδικῆς παραπλανήσεως””Καὶ παρασυρόμενοι”, λέγει, ”ἀπὸ κάθε ἄνεμον”. Ὡμίλησεν ἐναντίον τῆς μεταβολῆς, διὰ νὰ δείξῃ εἰς ποῖον κίνδυνον εὑρίσκονται αἱ ψυχαὶ αἱ ὁποῖαι διστάζουν... ”Ἀλλά, ὁμολογοῦντες τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀγάπῃ, ἂς αὐξήσωμεν τὰ πάντα εἰς αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κεφαλή, δηλαδὴ τὸν Χριστόν”».

Εἶναι σαφὴς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μόνον ἐπίκληση τῆς ἀγάπης, ὅπως κάνουν οἱ Οἰκουμενιστές. Διότι μιὰ ἀγάπη χωρὶς τὴν ΟΜΟΛΟΓΙΑ τῆς Ἀλήθειας, τὴν ὀρθὴ Πίστη, ἀλλὰ καὶ τὶς προϋποθέσεις διδασκαλίας καὶ Ὁμολογίας τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης, δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα· καὶ φυσικά, μιὰ τέτοια μορφὴ ἀγάπης, δὲν εἶναι ἀγάπη, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη εἶναι ἀχώριστη τῆς ἀλήθειας, καὶ μόνο ἡ συμπόρευση ἀγάπης καὶ πίστης φέρνει τὴν ἑνότητα.

«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος

Περί Ρωμανίας και Φραγκίας. Η σημερινή μας κρίση υπό το πρίσμα της συνεχιζόμενης σύγκρουσης των δύο κόσμων


Καθώς ο λαός μας βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, πιστεύω ότι είναι πλέον επείγουσα και sine qua non συνθήκη επιβίωσης για μάς, να αναστοχαστούμε την ιστορία μας, να την προσεγγίσομε με κριτικό βλέμμα και εξ αυτού να καταλάβομε ακριβώς που βρισκόμαστε και πάνω από όλα ποίοι είμαστε εμείς, αλλά και ποιοι είναι οι άλλοι με τους οποίους σχετιζόμαστε και από τους οποίους δυστυχώς εξαρτάται πλέον η ζωή μας. Βασική προϋπόθεση στην προσέγγισή μας αυτή θα πρέπει να είναι ο προσδιορισμός του διπόλου Ρωμανίας - Φραγκίας. Είμαι σίγουρος ότι εάν ερωτηθούν εκατό νεοέλληνες για το τι είναι η Ρωμανία η συντριπτική τους πλειοψηφία είτε θα δηλώσει πλήρη άγνοια, είτε θα αναφερθεί λανθασμένα στο σύγχρονο κράτος της Ρουμανίας. Όλοι έχομε ακούσει και θεωρούμε ότι είμαστε απόγονοι και συνεχιστές του «Βυζαντίου» ή όπως λέμε της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», όμως λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι το πραγματικό όνομα του κράτους μας ήταν Ρωμανία και οι πρόγονοί μας αποκαλούνταν Ρωμηοί και ποτέ «Βυζαντινοί». Οι όροι «Βυζάντιο» και «Βυζαντινοί», όταν αναφέρονται στα μετά το 330 μ.Χ. πράγματα της αυτοκρατορίας είναι ψευδεπίγραφοι, παρελκυστικοί, παραπλανητικοί και καθιερώθηκαν δολίως για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. «Εφευρέθηκαν» τον 16ο αιώνα και η χρήση τους γενικεύθηκε μόλις τα τελευταία 200 χρόνια. Δεν είναι όμως του παρόντος να ασχοληθούμε με την ονοματολογία. Η Ρωμανία λοιπόν ήταν ένα ενιαίο κράτος με πρωτεύουσα αρχικά τη Ρώμη και στη συνέχεια τη Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη. Μετά το διάταγμα του Καρακάλα, αλλά κυρίως μετά το Μέγα Κωνσταντίνο και τη ζύμωση του λαού με το Χριστιανισμό διαμορφώθηκε μια νέα αυτοσυνειδησία, που είθισται να αποκαλούμε «Ρωμαίικη συνείδηση». Μια ρωμαίικη ταυτότητα, που θα ακολουθήσουν οι πρόγονοί μας πιστά και υπερήφανα μέχρι περίπου το 1830. Αυτή η ταυτότητα υπαγόρευε μιαν υπερεθνική πρόσληψη και αντίληψη των πραγμάτων και μια βαθειά αγάπη στο πρόσωπο του Χριστού και της Εκκλησίας και δια αυτής της αγάπης, αγάπη και προς το πρόσωπο του συνανθρώπου. Με άλλα λόγια στα θεμέλια του κοινού ελληνορωμαϊκού πολιτισμού των λαών της αυτοκρατορίας, ο χριστιανισμός θα διαμορφώσει μια νέα πολιτισμική ταυτότητα, τη ρωμαίικη ταυτότητα. Η Ρωμανία αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό της ως τη μόνη, ενιαία, αδιαίρετη, οικουμενική, συντεταγμένη χριστιανική πολιτεία επί της γης. Άξονας, ζητούμενο, λόγος ύπαρξης και πρόταγμά της καθίσταται η «σάρκωση του Λόγου», η βίωση της Βασιλείας του Θεού όχι σε μιαν αφηρημένη, ασαφή, ελπιζόμενη, μεταφυσική διάσταση, αλλά εν τοις πράγμασι και στην καθημερινή βιωτή. Ο Ρωμηός, ο πολίτης της αυτοκρατορίας έχει επίγνωση και συναίσθηση του μεγάλου πολιτισμικού φορτίου που κουβαλά στους ώμους του και είναι βαθύτατα πιστός. Πιστεύει στην Ορθοδοξία και θεωρεί ότι αν απομακρυνθεί από αυτήν, το κράτος γρήγορα θα χαθεί, όπως κάθε τι φθαρτό στον υλικό τούτο κόσμο. Είναι αδιανόητο στη σκέψη του ότι μπορεί να υπάρξει αντίθεση συμφερόντων Κράτους και Εκκλησίας. Θεωρεί ότι η πίστη του είναι αυτή που θα τον διατηρήσει ελεύθερο, ακόμα και στην περίπτωση απώλειας της κρατικής υπόστασης. Ο Ρωμηός ελεύθερα και υπερήφανα ζει, χαίρεται και προασπίζεται αυτόν τον τρόπο ύπαρξης. Από την Αγγλία έως τον Ευφράτη και από το Δούναβη έως την Αίγυπτο οι Ρωμηοί αισθάνονται και είναι αδέρφια. Υπερβαίνουν αβίαστα κάθε εθνική, φυλετική ή γλωσσική διαφορά. Ιδιαίτερα η γλώσσα δεν απετέλεσε ποτέ κανένα πρόβλημα. Απ΄ άκρου εις άκρον της αυτοκρατορίας η ελληνική γλώσσα κυριαρχεί. Ας θυμηθούμε απλώς ότι και η προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου είναι γραμμένη στα Ελληνικά, όπως ελληνόφωνοι είναι και οι 13 από τους 16 πρώτους Πάπες της Ρώμης. Όμως και η Λατινική εχρησιμοποιείτο αρκετά ειδικά σε ορισμένες επαρχίες χωρίς αυτό να διαφοροποιεί την ταυτότητα των Ρωμηών. Ας αναλογιστούμε ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν στην πατρίδα μας δεκάδες χιλιάδες Βλάχοι που μιλούν μια λατινική διάλεκτο, χωρίς αυτό να τροποποιεί ή αλλοιώνει την αυτοσυνειδησία και το φρόνημά τους. Ή ακόμα πόσοι και πόσοι ήρωες της επανάστασης του 1821 δε μιλούσαν αρβανίτικα, αλλά είχαν ακέραιη Ρωμαίικη αυτοσυνειδησία. Εξάλλου πάμπολλοι Ρωμηοί, ειδικά οι μορφωμένοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας ήταν δίγλωσσοι μιλώντας και ελληνικά και λατινικά. Παρά τις αμέτρητες προσωπικές αστοχίες, παρά τα αναμφισβήτητα σφάλματα, τις εντάσεις και τις αποτυχίες, παρά τις αιρέσεις και τις θεολογικές έριδες που κορυφώθηκαν με τον μακροχρόνιο αδελφοκτόνο εμφύλιο για το θέμα των εικόνων, όλοι οι Ρωμηοί από τον τελευταίο πολίτη μέχρι τον αυτοκράτορα αγωνίστηκαν και υπερασπίστηκαν μια καινοφανή προσωπική και κοινωνική συγκρότηση και διαμόρφωσαν ένα πολιτισμικό υπόδειγμα που το πρότειναν και στους άλλους λαούς. Και οι άλλοι λαοί αβίαστα και με βάση τη δικιά τους παράδοση προσέλαβαν ή όχι το μοντέλο αυτό. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, παρότι η Ρωμανία ήταν για πολλούς αιώνες η απόλυτη υπερδύναμη σε όλους τους τομείς, ποτέ δεν θέλησε στην υπερχιλιετή της ζωή να εξέλθει των συνόρων και να κατακτήσει νέα εδάφη. Μονάχα μια φορά ο στρατός βγήκε εκτός συνόρων υπό τον αυτοκράτορα Ηράκλειο και αυτό έγινε για την ανάκτηση του Τιμίου Σταυρού από τους Πέρσες (που τον είχαν προηγουμένως αποσπάσει από τα Ιεροσόλυμα) και γρήγορα ο στρατός επανήλθε στα ίδια. Πάντοτε όμως η Ρωμηοί υπερασπίστηκαν μέχρις εσχάτων τα πάτρια εδάφη και τον πολιτισμό τους ή προσπάθησαν να απελευθερώσουν εδάφη και Ρωμηούς κατακτημένους από άλλους λαούς, όπως έγινε και εδώ στην περίπτωση της Κρήτης. Αναρίθμητοι εχθροί επιτέθηκαν στην αυτοκρατορία. Από τους σημαντικότερους ήταν τα γερμανικά φύλλα. Φράγκοι, Λογγοβάρδοι, Γότθοι, Βαυαροί, Ερούλοι, Βάνδαλοι, Σάξωνες και τόσοι άλλοι. Λαοί εντελώς πρωτόγονοι, παντελώς αμόρφωτοι, με παγανιστικά ήθη και έθιμα, χωρίς αστική ζωή, χωρίς ιστορία, χωρίς τέχνες, χωρίς επιστήμες, χωρίς εμπορικές συναλλαγές, χωρίς νομισματική κυκλοφορία, χωρίς τίποτα. Μόνο εγωισμός και βαρβαρότητα. Ακόμα και σήμερα η έννοια του βανδάλου είναι ταυτισμένη με την ωμή βία και θηριωδία. Το πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα στη Ρωμανία και τους λαούς αυτούς ήταν αβυσσαλέο. Αναφέρεται ότι ακόμα και το 10ο αιώνα όταν η ανηψιά του Τσιμισκή πριγκίπισσα Θεοφανώ παντρεύεται τον Όθωνα Β΄ και πηγαίνει στη Γερμανία, οι Γερμανοί σκανδαλίστηκαν αφόρητα επειδή έκανε μπάνιο και φορούσε μεταξωτά ρούχα, ενώ λίγο αργότερα η ξαδέρφη της Μαρία η Αργυρή έκανε τους Βενετούς να φρίξουν επειδή χρησιμοποιούσε πιρούνι. Το 1125 και ενώ οι δυτικοί θεολόγοι αναρωτιόντουσαν ακόμα αν η γυναίκα έχει ψυχή ή όχι (το θέμα το έλυσαν τελικά τον 16ο αιώνα) στο νοσοκομείο της Μονής του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη υπηρετούσαν μαζί με τους άνδρες ιατρούς, μία γυναίκα ιατρός, τέσσερεις γυναίκες βοηθοί ιατροί, και δύο γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί. Για να μην αναφερθούμε στις πολλές φορές, που η ίδια η διακυβέρνηση ολόκληρης της αυτοκρατορίας ήταν στα χέρια γυναικών. Παρότι οι περισσότεροι από αυτούς τους λαούς ήρθαν σε επαφή με το Χριστιανισμό η επίδραση που τελικά δέχτηκαν ήταν καθαρά επιφανειακή, ενώ οι πιο πολλοί από αυτούς αποδέχτηκαν και προσχώρησαν σε κάποια αίρεση (Αρειανισμός). Από τα πιο ισχυρά Γερμανικά φύλλα ήταν και οι Φράγκοι, που προέρχονταν από τη Βαλτική. Αφού απωθήθηκαν πολλές φορές από τους Ρωμαίους τους επιτράπηκε τελικά το 358 μ.Χ. να εγκατασταθούν στην περιοχή της Τοξανδρίας (Βέλγιο). Παρότι ο βασιλιάς τους Χλωδοβίκος (481-511 μ.Χ.) και μια ελίτ περί αυτόν βαπτίστηκαν χριστιανοί, η επίδραση του Χριστιανισμού σ΄ αυτούς ήταν κατά το μάλλον ή ήττον επιφανειακή. Ο παγανισμός και οι λαϊκές δοξασίες διατηρήθηκαν εξαιρετικά ισχυρές στον εντελώς αμόρφωτο αυτό λαό. Προϊόντος του χρόνου και με συνεχείς λεηλασίες και επιδρομές οι Φράγκοι κατακτούν τη Γαλατία. Θάνατος, οδύνη, καταστροφή και πένθος επικρατούν παντού. Ο Ρωμαίικος πολιτισμός εξαφανίζεται πλήρως από τη Γαλατία, η ελληνική παιδεία, οι αρχαίοι συγγραφείς, οι εκκλησιαστικοί πατέρες και τα έργα τους δεν υπάρχουν πλέον. Ελαχιστότατοι είναι αυτοί που γνωρίζουν να γράφουν και να διαβάζουν. Οι τεχνικές γνώσεις των Ρωμαίων (κατασκευή δρόμων, γεφυρών κλ.) χάνονται. Συσσωρευμένες γνώσεις 1500 ετών εξαφανίζονται. Το νομισματικό, οικονομικό σύστημα και οι εμπορικές συναλλαγές καταρρέουν. Χρήματα δεν κυκλοφορούν και οι συναλλαγές γίνονται σε είδος. Τα αστικά κέντρα παρακμάζουν. Οι επικοινωνίες είναι περιορισμένες. Κάθε περιοχή κλείνεται στο εαυτό της και αυτοσυντηρείται με την τοπική παραγωγή. Τον 8ο αιώνα οι Φράγκοι αισθάνονται πλέον αρκετά δυνατοί για να διεκδικήσουν για αυτούς την αρχηγία της «Χριστιανικής Οικουμένης». Η αντίληψη όμως του απλού λαού ότι στην κορυφή της Οικουμένης βρίσκεται μόνο ο Ρωμαίος αυτοκράτορας είναι τόσο ισχυρή, ώστε θα οδηγήσει τον πιο φιλόδοξο και ικανό Φράγκο βασιλιά, τον Καρλομάγνο σε ανοικτή σύγκρουση με τη Ρωμανία και σε σειρά πρωτοφανών ενεργειών εναντίον της Ρωμηοσύνης με επιπτώσεις που φτάνουν μέχρι σήμερα. Θα πρέπει δε να σημειώσομε ότι τις πολιτικές επιδιώξεις τους οι Φράγκοι τις επένδυαν με θρησκευτικό μανδύα για να μπορέσουν να διαφοροποιηθούν από την Κωνσταντινούπολη και να δικαιολογήσουν κάπως τις πράξεις τους. Στη σύνοδο του Λατερανού το 769, όπου εκτός των 39 Ρωμηών Επισκόπων συμμετέχουν και 12 Φράγκοι Επίσκοποι αποφασίζεται μεταξύ των άλλων και η άνευ όρων υποστήριξη της προσκύνησης των εικόνων. Είναι η εποχή που στην Κωνσταντινούπολη επικρατεί η εικονομαχική άποψη και άρα οι Φράγκοι θα πρέπει να διαφοροποιηθούν. Λίγα χρόνια όμως αργότερα στη Νίκαια το 787 υπό την εικονόφιλη αυτοκράτειρα Ειρήνη γίνεται η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (στην οποία συμμετέχει και αντιπροσωπεία του Πάπα Ρώμης), η οποία και αποφασίζει πανηγυρικά την αναστήλωση των εικόνων. Οι Φράγκοι αντί να χαρούν όπως κάνομε ακόμα και εμείς σήμερα μετά από τόσα χρόνια, διαφοροποιούνται και πάλι τασσόμενοι εναντίον των εικόνων. Ο Καρλομάγνος συγκαλεί μεγάλη Φραγκική σύνοδο στην Φρανκφούρτη το 794, όπου αποδοκιμάζεται ή προσκύνηση των εικόνων, απορρίπτεται ο τίτλος «Οικουμενική» για τη Σύνοδο της Νίκαιας και εισάγεται αυθαίρετα το περίφημο filioque στο Σύμβολο της Πίστεως. Αντιθέτως με τα νομιζόμενα, το Πατριαρχείο Ρώμης αρνείται μετ΄ επιτάσεως τα της Συνόδου της Φρανκφούρτης και μάλιστα ο Πάπας Λέων ο Γ΄ (796-816 μ.Χ.) θα γράψει το ορθό σύμβολο της Πίστεως (χωρίς το filioque) σε δύο ασημένιες πλάκες (Λατινικά και Ελληνικά) και θα τις αναρτήσει μέσα στο ναό του Αγίου Πέτρου για να τις βλέπουν όλοι. Όλοι οι Πάπες Ρώμης έκτοτε θα συνεχίσουν να αρνιούνται το filioque, έως ότου δύο αιώνες αργότερα το 1009 οι Φράγκοι με τη βία ενθρονίζουν Φράγκο Πάπα και τα πράγματα πλέον θα αλλάξουν ριζικά. Για να ελαχιστοποιήσουν τα εμπόδια στην ιμπεριαλιστική τους πολιτική και να αποκόψουν τους Ρωμηούς της Ιταλίας από την πρωτεύουσά τους Κωνσταντινούπολη και από τους λοιπούς ελεύθερους ομοεθνείς τους Ρωμηούς εισάγουν σταδιακά τη χρήση του ονόματος “Graeci” διαφοροποιώντας έτσι τους Ελληνόφωνους Ρωμηούς από τους λατινόφωνους Ρωμηούς. Ένα όνομα ξεχασμένο παντελώς από την αρχαιότητα και για πολλούς αιώνες, επαναχρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει ιμπεριαλιστικές σκοπιμότητες. Και όχι μόνο θα μάς αλλάξει το όνομα, αλλά θα φροντίσουν αυτός και οι επίγονοί του έκτοτε συστηματικά να ταυτίσουν την έννοια του Ρωμηού με κάθε αρνητικό χαρακτηρισμό και ιδιότητα. Το αποκορύφωμα της θρασύτητας του Καρλομάγνου ήταν η μεθοδευμένη στέψη του τα Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. μέσα στο ναό του Αγίου Πέτρου από τον Πάπα σε «Αυτοκράτορα Ρωμαίων», ενώ αργότερα θα ιδρυθεί και η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» που με διάφορους τίτλους θα συνεχίσει την πορεία της μέχρι το 1806, που θα διαλυθεί από το Ναπολέοντα. Η Δύση (η Φραγκία ή Φραγκιά όπως είναι αποτυπωμένη στη Ρωμαίικη συνείδηση) μετά τον Καρλομάγνο θα συνεχίσει αυτόνομη και τυφλή το ατέλειωτο ταξίδι της βαρβαρότητάς της στο χρόνο. Θα ακολουθήσουν η κατάληψη της Ιταλικής χερσονήσου και ο πλήρης αφανισμός της Ρωμηοσύνης της, το φεουδαρχικό σύστημα, ο Καισαροπαπισμός του «αλάθητου» Πάπα, η εξαθλίωση της Εκκλησίας που καθίσταται όργανο τυραννίας, οι Ιερές Εξετάσεις, οι διωγμοί των αντιφρονούντων, τα συγχωροχάρτια, ο πλήρης σκοταδισμός του Μεσαίωνα, οι Σταυροφορίες με τις βαναυσότητες του 1204 και της Λατινοκρατίας που ακολούθησε, η εξαφάνιση των λαών της Αμερικής, η αποικιοκρατία, η καταπίεση και εξαθλίωση τόσων υποταγμένων λαών σε όλο τον κόσμο, το δουλεμπόριο, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, ο ρατσισμός, το Ολοκαύτωμα, η ζούγκλα του αχαλίνωτου καπιταλισμού των ημερών μας, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η πλήρης και χωρίς αναστολές εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο. Τα πάντα θυσιάζονται στο όνομα του δικού τους συμφέροντος, του συμφέροντος του βάρβαρου Δυτικού ανθρώπου. Μια Δυτική κοινωνία χωρίς μεταφυσική, χωρίς Χριστό, μόνο με ίδιον συμφέρον, ανάγκη για δύναμη, «ζωτικούς χώρους» και ικανοποίηση των παθών. Ας μη γελιόμαστε, ας μην έχομε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Πίσω από τα ωραία κουστουμάκια και τα ταγεράκια τους, πίσω από τα χαμόγελα και τα φληναφήματά τους, κρύβεται η ίδια Φράγκικη ταυτότητα και η διαχρονική απαίτησή τους από εμάς «είτε να φραγκέψομε, είτε να χαθούμε». Ποτέ δεν αποδέχτηκαν τον πολιτισμό μας, και πάντα η ύπαρξή μας τους ενοχλούσε. Ας μην έχομε καμιά αμφιβολία και ας είμαστε προετοιμασμένοι, μόλις τα συμφέροντά τους τούς το επιτρέψουν δεν θα διστάσουν να μάς αφανίσουν με όποιο πρόσφορο γι’ αυτούς τρόπο.

 Βιβλιογραφία. Αναστασίου Φιλιππίδη: «Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα». Εκδόσεις Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λιβαδειά. Γ΄ έκδοση, 2007. Π. Ιωάννου Ρωμανίδου: «Ρωμηοσύνη». Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, Γ΄ έκδοση, 2002. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου. «Παλαιά και Νέα Ρώμη, ορθόδοξη και δυτική παράδοση». Εκδόσεις Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λιβαδειά. Α΄ έκδοση, 2009. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου. «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί». Εκδόσεις Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λιβαδειά. Β΄ έκδοση, 2000. Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας. Ιστορικά θέματα για τη Ρώμη. [http://www.oodegr.com/oode/istoria/istoria.htm#rwmi] και [http://www.oodegr.com/english/istorika/istorika.htm#4._Rome] Εκτενή τμήματα του άρθρου στηρίχθηκαν στα προαναφερθέντα βιβλία του αειμνήστου καθηγητού π. Ι. Ρωμανίδου και του κ. Α. Φιλιππίδη, τα οποία ήδη αναγνωρίζονται ως τομή στον τρόπο προσέγγισης και αντίληψης της ιστορίας μας

Ιωάννης Κ. Νεονάκης MD, MSc, PhD.
Ἀντίβαρο

Μια Συγκλονιστική επιστολή...


Μια Συγκλονιστική επιστολή, η οποία αρχίζει ως εξής:

"Δια τουτο εγω ο αμαρτωλος του Χριστου Πατριαρχης Ιωαννίκιος,σας παρακαλω

 αγαπητα τεκνα μου,χαρις υμιν και ειρηνη απο Θεου Πατρος,Κυριου δε ημων 

Ιησου και σας διδω την ευλογιαν,παρακαλω σας με ολους τους αρχιερεις οπου εξηγησαν 

την αγιαν ταυτην επιστολη και την εστειλαν εις τον κοσμον,οπως την δεχθητε μετα πασης

 προθυμιας. Και ευλογημένος ο ανθρωπος,οστις την εχει εις την οικίαν του. Δεν θελει του

 συμβη ποτε ουδεν κακον,ουτε θελει του εγγίσει ο διαβολος τα πραγματα του,και εις την

αιωνιον βασιλειαν του συγχωρεί ο Θεος τας αμαρτιας του και τον δεχεται εις την βασιλειαν 

του. Εις δοξαν Πατρος,Υιου και Αγιου Πνευματος νυν και αει και εις τους αιωνας των 

αιωνων.

ΑΜΗΝ
 πηγή

«Ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι»


«Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης είς δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος». Είμαστε υποχρεωμένοι να ανακαλύψουμε μέσα στην ζωή μας, ποιος είναι εκείνος ο παράγοντας από τον όποιο πηγάζουν οι αφορμές της δικής μας καταστροφής και μας γίνονται εμπόδιο στο να επιστρέψωμε όχι μόνο στην προπτωτική μας θέση, αλλά «ίνα και περισσόν έχωμεν», πού είναι αυτή η υιοθεσία. Φυσικά δεν χρειάζονται πολλές περιστροφές νό: το όνακαλύψωμε αυτό. Διότι όπως είναι γνωστόν, η αιτία πού μας εμποδίζει να γίνωμε μέτοχοι της θείας μακαριότητος, είναι η αμαρτία. Εξ αιτίας της αμαρτίας, και τα «λίαν καλώς ύπό του Θεού ποιήματα» μεταβλή-θησαν και ύπετάγησαν στην φθορά, ώστε να «συστε-νάζουν και να συνοδύνουν» αναμένοντας και αυτά πότε θα δοθή ευκαιρία να επιστρέψουν στην πρώτη τους κατάσταση.


Αυτές τις μέρες, όπως παρακολουθήσατε και ο διάκονος μας απήγγειλε στο ευαγγέλιο των παθών, χάριν της δικής μας αμαρτίας βλέπομεν ότι, «τό απαύγασμα της δόξης του Πατρός» ο «ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», Αυτός ο όποιος, κατά τον Αββά Ισαάκ «αμβλύνει τάς όψεις των Χερουβίμ και των Σεραφείμ», η πατρική μορφή και εικόνα, της οποίας είναι αδύνατο να ύπαρξη ποτέ περιγραφή από τα κτιστά όντα, δεν είχεν «είδος ουδέ κάλλος» καθώς αναφέρει ο Προφήτης. Είναι αδύνατον να περιγράψωμε με την κτιστή μας διάνοια το πώς εκουσίως κατεδέχθη ο Θεός Λόγος με τα άχραντα Του πάθη να ξεπλύνη την παγκόσμια αμαρτία και να επιστρέψη εμάς πίσω από εκεί πού βγήκαμε, έξ αιτίας της αμαρτίας. Εάν λοιπόν δεν άμαρτάναμε, δεν υπήρχε λόγος ο Θεός Λόγος να ύποστή αυτή την φοβερή ατίμωση. Βλέπομε ότι η δική μας αμαρτία ήταν η αφετηρία, ούτως ώστε το «απαύγασμα της πατρικής δόξης» να κοινωνήση με ολόκληρη την ανθρώπινη ατιμία και δυστυχία. Μόνο αυτό, νομίζω είναι ένας πολύ ισχυρός παράγοντας για τις φλεγόμενες καρδίες, για τις ψυχές εκείνες πού λάλησε μέσα τους ο Θεός Λόγος, να τους παρέχει συνεχώς αφορμές να αναζωπυρούν μέσα τους τον θείο φόβο και τον θείο πόθο ταυτόχρονα. Όταν συνεχώς σκεπτόμαστε ότι ο Θεός Λόγος υπέστη την ατίμωση χάριν της δικής μας δυστυχίας και η δική μας απροσεξία προκάλεσε σ’ Αυτόν όλη αυτήν την ταπείνωση, τότε θα κινηθή μέσα μας ο θείος φόβος. Ενεργούμενος κατάλληλα ο θείος φόβος, με την πρακτική υποταγή στο θείο θέλημα, θα μεταφερθούμε από τον φόβο στον πόθο. Και τότε, εισδύοντας βαθύτερα στο νόημα της παναγάπης βάσει της οποίας ο Θεός Λόγος έκινήθη εκουσίως, τότε φυσικά μεταβάλλεται η καρδιά σε μια υψικάμινο, πού είναι ασύλληπτη στην δική μας διάνοια. Βλέπομεν ότι «πρώτος Αυτός ήγάπησεν ημάς»· ότι με τον πόθο της παναγάπης Του αυτής έφθασε σε τόσο βάθος ταπει-νώσεως και εξευτελισμού, για να επιστρέψη πίσω τον άνθρωπο, ο όποιος εκουσίως απέστη, «άντάρτεψιε» καί, χωρίς να ύπάρχη λόγος, πρόδωσε την θείαν αγάπη. Τόση όμως ήταν η θεία αγάπη, ούτως ώστε «αναγκάστηκε» ο

Θεός να ένδυθή όλη αυτήν την ατιμία της ανθρώπινης δυστυχίας και να αποδείξη πρακτικά πόσο αληθινά αγαπά το πλάσμα Του.

Αν σε αυτή την βαθμίδα, Χάριτι Χρίστου, φθά-σωμεν, από εκεί και πέρα δεν υπάρχει κανείς παράγοντας πού να έμποδίση την όρμή μας, όχι προς την επιστροφή, αλλά προς την απόλυτη κατάκτηση ολόκληρων των θείων επαγγελιών. Όπως ξέρετε, ο νόμος της επιρροής, ο κανόνας της επιδράσεως – κατά τον επιστημονικό προσδιορισμό – έχει πάρα πολύ μεγάλη επίδραση πάνω στον ανθρώπινο παράγοντα. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας παρακινούσαν να ενθυμούμαστε αμφότερα τα μέρη, δηλαδή της δυστυχίας πού είναι η κόλαση και της ευτυχίας πού είναι η θεία παναγάπη. Ένθυμούμενοι λοιπόν και τα δύο, δύνανται αυτά να επιδράσουν πάνω μας. Είναι γνωστό ότι η περιγραφή ενός προσώπου πού είναι προικισμένο με κάποια ικανότητα και μας προκαλεί θαυμασμό είτε στο θέμα των φρονημάτων του, είτε στο θέμα του βιώματος του, μας επηρεάζει- εάν προσέξουμε, θα δούμε ότι όντως πάνω στον χαρακτήρα μας άρχισε να αντιγράφεται αυτό το πρόσωπο το όποιο θαυμάζομε. Τούτο το παράδειγμα είναι μέσα στα πλαίσια των φυσικών νόμων. Ουσιαστική όμως σημασία έχει, εάν επίδραση πάνω μας κατ’ ευθείαν Αυτός Τούτος ο Ιησούς μας μαζί με τις επαγγελίες Του. Άρα αξίζει τον κόπο κατά τον Παύλο, «ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορ-φούμεθα από δόξης είς δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος».

Χάριν της θέσεως της υιοθεσίας την οποίαν έχομε με την παναγάπη Του πού έξεχύθη σε μας και με την παρρησία πού μας εδόθη, τότε, «άνακεκαλυμμένω προσώπω», κατ’ ευθείαν άτενίζομε, φυσικά όχι για να περιγράψωμε τον χαρακτήρα του προσώπου πού έλαβε από την Παναγία Παρθένο, αλλά να περιγράψωμεν ολόκληρο τον βίο του. Γι’ αυτόν τον λόγο περπάτησε ανάμεσα μας, για να μας παραδώση, όχι προστακτικά σαν από θέση Κυρίου προς τους δούλους Του, κάποιο διήγημα η κάποια θεωρία, αλλά φόρεσε την δική μας φύση και έγινε άνθρωπος. Όπως λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο όμολογητής, όχι μόνο φόρεσε την δική μας φύση, αλλά και την επανέφερε στην ισορροπία, στο να μην κινείται κατά τον διασπασμένο της παρά φύσιν μεταπτωτικό χαρακτήρα και στον νόμο της συνθέσεως, αλλά στο αρχαίον απλούν στο να κινείται, να επιθυμή και να ενεργή μέσα στα πλαίσια του «κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν». Γι’ αυτό και τονίζει ο Παύλος, ότι «άνακεκαλυμμένω προσώπω», με παρρησία δηλαδή να ανακαλύπτωμε και να ερευνάμε τον βίο του Ιησού μας. Όπως γράφει ο Μ. Βο:σίλειος, αν άτενίσωμε, θα βρούμε ότι από την παιδική μέχρι την ανδρική ηλικία ο Ιησούς μας, σε όλες τις κινήσεις, έδειξε με λεπτομέρεια απόλυτη πειθαρχία στους φυσιολογικούς νόμους. Τότε, μετά παρρησίας ατενίζοντες στο βίωμα Του, «τήν αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα». Εδώ ακριβώς εφαρμόζεται ο νόμος της επιρροής.


Ακούστε όμως και ένα απλό παράδειγμα. Αυτή την ώρα δόθηκε μια αφορμή και κινήθηκε μέσα μας ένα από τα πάθη του παλαιού ανθρώπου, π.χ. ο θυμός. Η αλήθεια είναι πώς δεν μπορεί κανείς να αντίδραση εύκολα στην πίεση του πάθους, όταν κινηθή. Αν αυτή την ώρα προβάλωμε σαν πρότυπο μας, «άνακεκαλυμ¬μένω προσώπω» την δόξαν του Κυρίου, δηλαδή τον χαρακτήρα της πραότητός Του και το γλυκύτατο και μειλίχιο του πρόσωπο, τότε θα αναχαιτιστή μέσα μας η όρμή του πάθους. Όπως έλεγε σήμερα στο ευαγγέλιο, όταν ήλθε ο προδότης Ιούδας, είπε σε αυτούς πού τον ακολουθούσαν. «Όν αν φιλήσω, κρατήσατε αυτόν, εκείνος έστιν»· έρχεται δε και προσποιητά τον αγκαλιά¬ζει και του λέει: «Χαίρε, Ραββί». Ο Ιησούς μας δεν ταράζεται, μόνο λέει, «φιλήματι τον Υιόν του ανθρώπου παραδίδως;» Δηλαδή έτσι αποφάσισες Ιούδα, με τον τρόπο του ψευδούς φιλήματος να με παραδώσης; Και δεν οργίζεται! Βλέπομε πάλι στην συνέχεια. Ανασύρει την μάχαιρα ο Πέτρος, και κόβει το αυτί κάποιου από τους δούλους των Αρχιερέων και δεν κινείται μέσα στην Αγία ψυχή του Ιησού μας θυμός και εκδίκηση, αλλά σκύβει, παίρνει το αυτί και το κολλάει πάλι στη θέση του. Και αυτή ακόμα την ώρα πού τα χέρια Τον τα έδεσαν και δεν ήταν ελεύθερα να κινούνται, πάλι ευεργετούσε εκείνους πού τον κακοποιούσαν. Εάν αυτή η εικόνα παρασταθή μέσα μας την ώρα πού το πάθος μας ωθεί προς εκδίκηση, αμέσως ο νόμος της επιρροής, ο κανόνας της επιδράσεως θα μας αναχαίτιση και θα μας άφοπλίση’ θα στενάξωμε για λίγο, θα βρούμε τον εαυτό μας και θα πούμε: «Δεν θα κάνωμε έτσι, αλλά θα πειθαρχήσωμε στον λόγο του Ιησού μας να συγχωρούμε τον πλησίον μας».

Αν έτσι συνηθίσωμεν σε όλο μας τον βίο, με την καλή αυτή συνήθεια και έξη, «άνακεκαλυμμένω προσώπω» θα άτενίζωμε συνεχώς στην δόξα του Ιησού μας, στον χαρακτήρα Του, «τήν αυτήν εικόνα μετα-μορφούμενοι από δόξης εις δόξαν», δηλαδή από χαρακτήρα σε χαρακτήρα. Από χαρακτήρα εμπαθή και αμαρτωλό, στον πράο και ταπεινό του Κυρίου μας. Από τον θυμό στην προότητα- από εκδίκηση στην άμνησι-κακία- από τον φθόνο και το μίσος στην αγάπη· από τον εγωισμό στην ταπείνωση· από την πλεονεξία στην αυτάρκεια και γενικά στο κόσμιο ήθος, πού η τελειότης της αγάπης «ού φυσιούται και ού περπερεύεται» και γενικά σε όλο τον κύκλο της πνευματικής μεθηλι-κιώσεως.

Αυτός είναι ένας τρόπος ο όποιος θα μας χαρίση την δωρεάν σωτηρία. Φυσικά κάθε αντίδραση προς τις πιέσεις του παλαιού ανθρώπου έχει ένα φυσιολογικό κόπο, διότι συνηθίσαμε να πειθαρχούμε μέχρι τώρα στις παρά φύσιν μας κινήσεις και μας έγινε έξη η επιβολή του παλαιού ανθρώπου σε όλες τις ανάλογες αντιθέσεις. Χρειάζεται μια μορφή κόπου και προσπάθειας για να πέση αυτό το τείχος- και κρατώντας τις πραγματικές θέσεις, θα πέσουν οι αντιθέσεις και έτσι δεν θα επιβληθούν πάνω μας. Όμως δεν είναι τόσο σκληρός ο κόπος αυτός, αρκεί αυτός ο καλός αγώνας να μας γίνη συνήθεια. Τουλάχιστον, σε τούτο επιμένω να σας παρακινώ και ιδίως τώρα πού μπαίνομε στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να θυμηθούμε ότι ο Ιησούς μας μετά το βάπτισμα πήγε στην έρημο και νήστευσε τεσσαρά-κοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας. Ασκήθηκε σαν άθρωπος στην προσευχή, ακτημοσύνη και παρθενία. Ιδού τέλειο πρότυπο σε όσους θέλουν να ζήσουν σωστά την μοναχική πολιτεία. Οι Πατέρες μας αυτό απομιμήθηκαν. Μήπως θα ήταν τολμηρό να πούμε, ότι ο Ιησούς μας έθεσε τα θεμέλια πρώτα της δικής μας προσωπικής ζωής και μετά της κοινωνικής; Ας μην το πούμε όμως εμείς αλλά οι υπεύθυνοι σχολιαστές.

Ας επικαλεστούμε λοιπόν την θείαν Χάριν και την αγάπη του Ιησού μας, ούτως ώστε να επίδραση πάνω μας, μεταφέροντας και μας «από δόξης είς δόξαν καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος». Αμήν.

Πηγή: Αθωνικά Μηνύματα
 πηγή

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Η "δραχμοποίηση" της Χάριτος


  
Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Η "δραχμοποίηση" της Χάριτος.wmv 
13-1-2013, Ιερός Βυζαντινός Ναός Προφήτου Ηλιού της Ι.Μ. Θεσσαλονίκης, Κυριακή μετά τα Φώτα. (Διάρκεια 00:03:19 Μέγεθος 2,72 MB)

Ἡ Ἁγία Νίνα ἡ Ἰσαπόστολος



                                                                       

Ἡ Ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, ὅπου κατοικοῦσαν πολλοὶ Γεωργιανοὶ καὶ φέρεται ὡς συγγενὴς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Ὁ πατέρας της, Ζαβουλῶν, εὐσεβὴς καὶ φημισμένος στρατιωτικός, πρὶν ἀκόμα νυμφευθεῖ, εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του Καππαδοκία, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό. Ἡ μητέρα της, Σωσάννα, ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου. Ὁ πατέρας της, φλεγόμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἔγινε, μὲ τὴν συγκατάθεση τῆς συζύγου του, μοναχὸς στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Νίνας τοποθετήθηκε ὡς διακόνισσα στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Τὴν Ἁγία Νίνα τὴν παρέδωσαν στὴν εὐλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, γιὰ νὰ τὴν ἀναθρέψει.
Ὅταν ἡ Ἁγία Νίνα μελετοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔφθασε στὸ κεφάλαιο ποὺ ἔγραφε γιὰ τὴν σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὁ λογισμός της σταμάτησε στὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. Ἀναρωτήθηκε ποὺ νὰ βρίσκεται ἄραγε ἡ ἐπίγεια πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τῆς εἶπαν, λοιπόν, ὅτι κατὰ τὴν παράδοση, αὐτὴ φυλασσόταν στὴν πόλη Μιτσχέτη τῆς Ἰβηρίας (Γεωργίας). Τὴν μετέφερε ἐκεῖ ὁ ραββίνος τῆς πόλεως ποὺ ὀνομαζόταν Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος τὴν εἶχε παραλάβει ἀπὸ τὸ στρατιώτη ποὺ τὴν κέρδισε στὴν κλήρωση κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό. Τὰ λόγια αὐτὰ χαράχτηκαν βαθιὰ στὴν καρδιά της. Καὶ παρακάλεσε τὴν Θεοτόκο νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ πάει στὴν Χώρα τῶν Ἰβήρων, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν χιτώνα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της. Ἡ Παναγία ἄκουσε τὴν προσευχή της καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν ὕπνο τῆς Ἁγίας. Τὴν προέτρεψε νὰ πάει στὴν Ἰβηρία νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πρόσφερε ἕνα Σταυρὸ  ἀπὸ κληματόβεργες, ποὺ θὰ ἦταν ἡ ἀσπίδα καὶ ὁ φύλακάς της. Ἡ Ἁγία ξύπνησε καὶ εἶδε στὰ χέρια της τὸ θαυμαστὸ Σταυρό. Τὸν ἀσπάσθηκε, ἔκοψε μία κοτσίδα ἀπὸ τὰ μαλλιά της, τὴν ἔπλεξε στὸν Σταυρὸ καὶ πῆγε νὰ συναντήσει ἀμέσως τὸν θεῖο της Ἐπίσκοπο Ἰουβενάλιο. Ἐκεῖνος διέκρινε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἔδωσε τὴν εὐχή του.
Ἔτσι μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου, κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Γεωργία, περὶ τὸν 3ο Αἰώνα μ.Χ. Ἡ ἀποστολική της δράση καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ὁδήγησαν τοὺς βασιλεῖς τῆς Γεωργίας Μιριὰν (265 – 342 μ.Χ.) καὶ Νάνα στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγία βρῆκε τὸν τόπο, ὅπου εἶχε ἐναποτεθεῖ ὁ χιτώνας τοῦ Χριστοῦ, στὸν κῆπο τῶν ἀνακτόρων καὶ ἐκεῖ ἀνήγειρε τὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στύλου.
Ἡ Ἁγία Νίνα κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ ὁ Θεὸς τὴν δόξασε διατηρώντας τὸ τίμιο λείψανό της ἄφθαρτο.

Οἱ Ἅγιοι 38 Ἀββάδες οἱ ἐν τῷ ὄρει Σινᾷ ἀναιρεθέντες

                                                      

Ἡ ἱερότητα τοῦ ὄρους Σινᾶ ἦταν ἑπόμενο νὰ ἑλκύσει ψυχὲς Ὁσίων καὶ Ἀναχωρητῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ζητοῦσαν τὴν ἐλεύθερη λατρεία, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικοὺς τόπους. Ὁ τόπος ἐκεῖνος χωρὶς νὰ δίνει ἀνέσεις ἦταν κατάλληλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τῆς ψυχῆς. Ἐπιπλέον δὲ οἱ ἐντυπώσεις ποὺ ἔρχονταν στὸ νοῦ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ τὸ ὄρος Σινᾶ ἐνίσχυαν τὴν ἡσυχία τοῦ τόπου καὶ τὴν ὁλόψυχη ἀφοσίωση πρὸς τὸν Θεό.
Ἐπειδὴ τότε δὲν ὑπῆρχε κτισμένο μοναστήρι, οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι Ἀναχωρητὲς καὶ Ἀσκητὲς χρησιμοποιοῦσαν ὡς κελιά τους, σπήλαια ἢ καλύβες, τὶς ὁποῖες ἔκτιζαν σὲ μικρὴ ἀπόσταση τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς Βλέμμυες, βάρβαρο λαὸ ποὺ κατοικοῦσε σὲ ὅλη τὴν ἔρημο, ἀπὸ τὴν Ἀραβία μέχρι τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ ἄρχισε τὶς ἐπιδρομὲς τὸ 373 μ.Χ.
Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ) καὶ ὅταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἦταν ὁ Πέτρος (300 – 311 μ.Χ.), ἐφονεύθησαν καὶ ἄλλοι Ὅσιοι Πατέρες ποὺ ἡσύχαζαν στὸ ὄρος Σινᾶ. Συγκεκριμένα, στὸ ὄρος Σινᾶ κατοικοῦσαν καὶ Σαρακηνοί. Αὐτοί, ὅταν πέθανε ὁ ἀρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν καὶ σκότωσαν πολλοὺς ἀσκητές. Ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς διέφυγαν τὸ θάνατο κατέφυγαν σὲ ἕνα ὀχύρωμα. Τότε, κατὰ θεία πρόνοια, φάνηκε τὴν νύχτα στοὺς Σαρακηνοὺς μία φλόγα ποὺ κατάκαιγε ὅλο τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἔφθανε ὡς τὸν οὐρανό. Μόλις εἶδαν τὴν φλόγα αὐτὴ οἱ Σαρακηνοί, φοβήθηκαν πολύ, ἄφησαν κάτω τὰ ὅπλα τους καὶ ἔφυγαν.
Οἱ Ἀσκητὲς ποὺ ἐφονεύθησαν ἦταν τριάντα ὀκτὼ καὶ εἶχαν διάφορες πληγὲς στὰ σώματά τους. Ἄλλων δηλαδὴ εἶχαν ἀποκοπεῖ οἱ κεφαλές, ἐνῶ ἄλλων μόλις κρατοῦνταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ τμῆμα δέρματος. Κάποιους μάλιστα, οἱ βάρβαροί τους ἔκοψαν στὴ μέση καὶ χώρισαν τὰ σώματά τους σὲ δυὸ μέρη.
Ἀπὸ τὰ φονικὰ σπαθιὰ διεσώθησαν δύο Ἅγιοι, ὁ Σάββας καὶ ὁ Ἡσαΐας, οἱ ὁποῖοι καὶ ἔθαψαν τοὺς φονευθέντες καὶ διηγήθηκαν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτούς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ῥαϊθῷ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγῶσιν ἱεροῖς· ἱδρῶσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατῆρα, πνευματικῶς προτίθενται ἡμῖν, ἐξ οὗ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐκ τῆς κοσμικῆς, συγχύσεως ἐφύγετε, καὶ πρὸς γαληνήν, κατάστασιν μετέστητε, μαρτυρίου αἵμασι, καὶ ἀσκήσεως πόνοις στεφόμενοι· ὅθεν ἀνεδείχθητε, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων ὁμόσκηνοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις πανοσία παρεμβολή, Ῥαϊθῶ πολῖται, καὶ Σιναίου οἱ οἰκισταί· χαίρετε οἱ πόνοις, ἀθλητικοῖς στεφθέντες, βαρβαρικῆς μανίας, θύματα ἄμωμα.

Οἱ Ἅγιοι 33 Πατέρες Ἀββάδες οἱ ἐν τῇ Ραϊθῷ ἀναιρεθέντες


                                                                 

Ἕως δύο μέρες μακριὰ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἦταν ἡ ἔρημος Ραϊθώ, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας ζοῦσαν Χριστιανοὶ Ἀναχωρητὲς καὶ Ἀσκητές. Αὐτοὶ οἱ μακαριστοὶ Πατέρες διένυαν τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα ἐκεῖ ποὺ εἶναι οἱ δώδεκα πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ ἑβδομήντα στέλεχοι τῶν φοινίκων. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ πραγματοποιοῦσαν παράλληλα πρὸς τὸ ἀσκητικό τους ἔργο καὶ τὴ μεγάλη ἐντολὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀλλοεθνής. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ σφαγὴ τῶν Πατέρων στὸ Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νὰ ἐξολοθρεύσουν καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ραϊθώ.
Οἱ τριακόσιοι Βλέμμυες πῆραν αἰχμαλώτους τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Φαρανιτῶν καὶ πῆγαν στὸ Κάστρο, ὅπου εἶχαν τὴν ἐκκλησία τους οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἐκεῖνοι, μόλις ἀντελήφθησαν τοὺς βαρβάρους, ἔκλεισαν τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ περίμεναν τὸν θάνατο. Ὁ προεστὸς τῆς μονῆς, Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρῶν, θύμισε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ βασιλεία Του καὶ ὅτι ὑπὲρ αὐτῆς ἦσαν ἡ προσευχή τους, ἡ μελέτη τους, οἱ πόθοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ τώρα παρουσιάζεται λαμπρὴ εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσουν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας καὶ αὐτὸ τὸ αἷμά τους ὑπὲρ τοῦ Κυρίου καὶ μισθαποδότου τους. Τοὺς παρακίνησε δέ, νὰ εὐχηθοῦν ὑπὲρ τῶν φονέων τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν πραγματικὰ δυστυχεῖς καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ θυσία αὐτὴ θὰ συντελέσει στὴν αὔξηση τοῦ δένδρου τῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες ἐπικρότησαν τὰ λόγια αὐτὰ καὶ προσευχήθηκαν. Οἱ Βλέμμυες τότε, ἔσπασαν τὴν πόρτα, εἰσῆλθαν μέσα καὶ ἔσπειραν τὸν θάνατο κατὰ διαφόρους τρόπους. 
Τὶς σφαγὲς αὐτὲς καὶ τὶς ἀναιρέσεις διηγοῦνται ὁ μακάριος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀμμώνιος μοναχὸς στὴ Διήγησή του, καθὼς καὶ ὁ Ἀναστάσιος μοναχὸς ὁ Σιναΐτης κατὰ τὸν 7ο μ.Χ. αἰώνα. Ἀρχικὰ ἡ μνήμη τους ἑορταζόταν στὶς 28 Δεκεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νὰ ἑορτάζεται σήμερα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ῥαϊθῷ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγῶσιν ἱεροῖς· ἱδρῶσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατῆρα, πνευματικῶς προτίθενται ἡμῖν, ἐξ οὗ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐκ τῆς κοσμικῆς, συγχύσεως ἐφύγετε, καὶ πρὸς γαληνήν, κατάστασιν μετέστητε, μαρτυρίου αἵμασι, καὶ ἀσκήσεως πόνοις στεφόμενοι· ὅθεν ἀνεδείχθητε, Μαρτύρων καὶ Ὁσίων ὁμόσκηνοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις πανοσία παρεμβολή, Ῥαϊθῶ πολῖται, καὶ Σιναίου οἱ οἰκισταί· χαίρετε οἱ πόνοις, ἀθλητικοῖς στεφθέντες, βαρβαρικῆς μανίας, θύματα ἄμωμα.

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας καὶ κτήτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου

                                                                           
Ὁ Ἅγιος Σάββας ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα τῆς Σερβίας Στεφάνου Α’ Νεμάνια (στὶς βυζαντινὲς πηγὲς ἀναφέρεται Νεεμὰν) καὶ τῆς πριγκίπισσας Ἄννας. Τὸ λαϊκό του ὄνομα ἦταν Ρέσκο.
Ἡ ἵδρυση καὶ ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπὸ τὸ μέγα ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1167 – 1169), τὸν πατέρα τοῦ Ἁγίου, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συνένωση ὅλων σχεδὸν τῶν Σέρβων σὲ ἑνιαῖο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ κυριαρχία κράτος μὲ ἐπίκεντρο τὴ Ρασκία. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰσαάκιος Β’ Ἄγγελος (1185 – 1195) συνῆψε, τὸ ἔτος 1190, εἰρήνη μὲ τὸ ζουπάνο τῶν Σέρβων. Ἡ ἵδρυση τοῦ κράτους ἀνέδειξε τὴν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων. Σύμφωνα πρὸς τὶς ἱστορικὲς εἰδήσεις, ἂν καὶ ἡ παγίωση τοῦ Χριστιανικοῦ βίου στοὺς Σέρβους ἦταν ἀναντίρρητη, ἡ ἔλλειψη ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς διοργανώσεως παρέτεινε τὴν σύγχυση δικαιοδοσιῶν καὶ διευκόλυνε τὴν δράση τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σὲ ἡλικία μόλις δέκα ἕξι ἐτῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Σάββας. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1195, ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Στέφανο, ποὺ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὀνομάστηκε Συμεὼν ( 13 Φεβρουαρίου), τὴ Μονὴ τοῦ Χιλανδαρίου μὲ χρυσόβουλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).
Στὸ θρόνο τῆς Σερβίας ἀνῆλθε ὁ νέος ἡγεμόνας Στέφανος ὁ Πρωτοστεφῆς (1195 – 1228), υἱὸς τοῦ μοναχοῦ πλέον Συμεών, ποὺ εἶχε νυμφευθεῖ τὴν Εὐδοκία, θυγατέρα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).
Ὁ Ἅγιος Σάββας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη καὶ τὸ 1204 ἐπέστρεψε στὴ Σερβία, ὅπου ἀσχολήθηκε μὲ τὴν εἰρήνευση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ Ἅγιος συνειδητοποίησε πληρέστερα τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ ἀδελφός του Στέφανος δέχθηκε αὐθαίρετα τὸ στέμμα τοῦ κράλη τῆς Σερβίας ἀπὸ τὸν Πάπα Ὀνώριο Γ’ (1204 – 1222) καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μανουὴλ Α’ Σαραντηνὸ (1217 – 1222). Οἱ προτάσεις του ἔγιναν δεκτές, ἀλλὰ ὁ αὐτοκράτορας ἐπέμενε στὴ χειροτονία τοῦ Ἁγίου Σάββα ὡς Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἀντὶ τοῦ προταθέντος προσώπου τῆς συνοδείας τοῦ Ἁγίου. Πράγματι, ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μανουὴλ Α’ μετὰ τὴ συνοδικὴ ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας.
Σὲ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια ἀντέδρασε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Δημήτριος Χωματηνός, ποὺ ἀμφισβήτησε ὄχι μόνο τὴν κανονικότητα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ καὶ τὰ κανονικὰ δίκαια τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς βασιλικῆς αὐθεντίας.
Ὁ Ἅγιος Σάββας, ἀφοῦ ἐργάσθηκε κατὰ Θεόν, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ Τύρνοβο τὸ ἔτος 1236. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο, ἀλλὰ κάηκε τὸ ἔτος 1594 ἀπὸ τὸν Σινὰν πασᾶ στὸ Βελιγράδι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, Ἀρχιερεὺς θεοφόρος ὤφθης καὶ θεῖος ποιμήν, τῆς Σερβίας ὁ φωστὴρ Σάββα μακάριε, καὶ Ἀποστόλων μιμητής, γεγονὼς ὡς ἀληθῶς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τῷ Σωτῆρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἀποστόλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον
Καὶ τῆς Σερβίας ποιμενάρχην καὶ διδάσκαλον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα.
Ἀλλ’ ὡς πλήρης τῆς ἐλλάμψεως τοῦ Πνεύματος
Τῷ φωτὶ τῶν πρεσβειῶν σου φωταγώγησον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Σάββα Πατὴρ ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ ἄστρον λαμπρόν, καὶ τῆς ἐν Σερβίᾳ, Ἐκκλησίας ὑφηγητής, Σάββα Ἱεράρχα, τῆς εὐσεβείας στόμα, καὶ ἀρετῶν ὁσίων, θεῖον κειμήλιον.

Συναξαριστής της 14ης Ιανουαρίου


Οἱ Ἅγιοι 38 Πατέρες ἐν Σινᾷ ἀναιρεθέντες καὶ Ἀπόδοσις ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων

Αὐτοὶ ζοῦσαν μέσα στὶς σπηλιὲς τοῦ ὄρους Σινᾶ τὴν ἁγία μοναχικὴ ζωὴ (κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ.). Ἀλλὰ ἡ εὐσεβὴς ζωή τους ταράζεται ξαφνικὰ μία μέρα, μὲ τρόπο ἄγριο καὶ αἱματηρό. Στίφη βαρβάρων, ποὺ λυσσοῦσαν κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης, φάνηκαν στὶς κατοικίες τῶν χριστιανῶν ἀναχωρητῶν. Στὴν ἐμφάνιση αὐτὴ οἱ Ἅγιοι ταράζονται στὴν ἀρχή. Συνέρχονται, ὅμως, ἀμέσως καὶ μπροστὰ στὴ σφαγὴ καὶ τὸ θάνατο δείχνουν θαυμαστὴ ἀνδρεία καὶ ἀφοβία. Δὲν ἀρνεῖται κανένας τὴν πίστη του. Οἱ βάρβαροι τοὺς σφάζουν μέσα στὶς καλύβες καὶ τοὺς κήπους τους καὶ αὐτοὶ πεθαίνουν προσευχόμενοι, ψάλλοντας ὕμνους, δοξολογίες καὶ εὐχαριστίες στὸ Θεό.

Καὶ ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ θεοκίνητος Ἀπόστολος Παῦλος, «τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς πίστης ἀγωνίστηκαν, τὸ δρόμο τους τελείωσαν καὶ τὴν πίστη τους μέχρι θανάτου ἐτήρησαν».

Ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς λίγοι σώθηκαν. Αὐτοί, ἀφοῦ οἱ βάρβαροι ἔφυγαν, μάζεψαν τὰ λείψανα τῶν σφαγιασθέντων καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ μεγάλη σεμνότητα.

(Ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν πιὸ πάνω Ὁσιομαρτύρων Πατέρων βλέπε καὶ 4η Διακαινησίμου στὸ Συναξάρι τοῦ Πεντηκοσταρίου).

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἁγιόλεκτος τοῦ Λόγου χορεία, ἐν τῷ Σινᾷ καὶ Ραϊθῶ οἱ Ἀββάδες, ἀγγελικῶς ἠρίστευσαν ἀγώσιν ἱεροὶς ἰδρώσι γὰρ ἀσκήσεως, τῶν αἱμάτων τοὺς ὄμβρους, μυστικῶς κεράσαντες, χαρισμάτων κρατήρα, πνευματικῶς προτίθενται ἠμίν, ἐξ οὐ τρυφῶντες, αὐτοὺς μακαρίσωμεν.

 
Οἱ Ἅγιοι Τριάκοντα Τρεῖς (33) Πατέρες ἐν Ῥαϊθῷ ἀναιρεθέντες

Δυὸ μέρες μακριὰ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἦταν ἡ ἔρημος τῆς Ῥαϊθῶ, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας ζοῦσαν χριστιανοὶ ἀναχωρητές. Ἦταν δὲ συγκεντρωμένοι πάνω σ᾿ ἕνα ὄρος. Ἀλλὰ τὴν ἴδια μέρα (κατ᾿ ἄλλους τὴν 22α Δεκεμβρίου), ποὺ ἔγινε ἡ σφαγὴ τῶν πατέρων στὸ ὄρος Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νὰ ἐξολοθρεύσουν καὶ τοὺς πατέρες ποὺ βρίσκονταν στὴν ἔρημο τῆς Ῥαϊθῶ.

Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, Παῦλος, μόλις εἶδε τὸν κίνδυνο, συγκέντρωσε τοὺς ἀδελφοὺς ὅλους μέσα στὸ ναὸ καὶ τοὺς ἀπηύθυνε λόγια γενναῖα καὶ συγκινητικά. Τοὺς θύμισε ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Βασιλεία Του. Ὅτι γι᾿ αὐτὴν ἦταν ὅλες οἱ προσευχές, οἱ μελέτες, οἱ πόθοι καὶ τὰ ἔργα τους. Καὶ ὅτι τώρα τοὺς παρουσιάζεται λαμπρότατη εὐκαιρία ν᾿ ἀποκτήσουν τὰ ὡραιότερα στεφάνια, χύνοντας καὶ αὐτὸ τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν μισθαποδότη Κύριό τους. Τοὺς παρεκίνησε ἐπίσης νὰ εὐχηθοῦν, ἀκόμα καὶ γι᾿ αὐτοὺς τοὺς δυστυχισμένους ποὺ θὰ τοὺς σκότωναν.

Οἱ πατέρες συμφώνησαν μὲ τὰ λόγια αὐτά, καὶ ὅλοι μαζὶ προσευχήθηκαν. Μόλις τελείωσαν τὴν προσευχή τους, μπῆκαν στὸ μοναστήρι οἱ βάρβαροι καὶ ἔσπειραν παντοῦ τὸ θάνατο.

Ἡ δὲ Ἐκκλησία κατέταξε στοὺς Ἁγίους της καὶ τοὺς ἐργάτες αὐτοὺς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ σφράγισαν τὴν πίστη τους μὲ τὸ αἷμα τους.

 
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος υἱὸς τοῦ ὁσίου Νείλου

Ὁ Ὅσιος αὐτός, νέος στὴν ἡλικία, ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀναχωρητὲς τοῦ Ὄρους Σινᾶ, ποὺ τὴν σφαγὴ τοὺς ἀναφέραμε προηγουμένως. Αὐτὸς ὅμως αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους καὶ σύρθηκε δέσμιος στὶς σκηνές τους. Στὴν ἀρχὴ θέλησαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Ἀλλὰ κατόπιν τὸν πούλησαν καὶ τὸν ἀγόρασε ὁ ἐπίτροπος τῆς Λούζης, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἀπέδωσε τὴν ἐλευθερία του.

Κατόπιν ὁ Θεόδουλος συναντήθηκε μὲ τὸν πατέρα του ὅσιο Νεῖλο, ποὺ εἶχε διαφύγει ἀπὸ τὴν σφαγὴ τῶν πατέρων τοῦ Σινᾶ, καὶ πῆγε μαζί του σὲ ἐρημικὸ ἀναχωρητήριο. Ἐκεῖ χρησιμοποίησαν τὴν ζωή τους, ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀτομική τους σωτηρία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν συγγραφὴ λόγων καὶ ἐπιστολῶν, ὅπου βρίσκονται θησαυρισμένες πολύτιμες συμβουλὲς γιὰ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλουν νὰ ζοῦν οἱ χριστιανοὶ ἀναχωρητές, γιὰ νὰ πετύχουν τὸν ἅγιο σκοπό τους. Ἀπεβίωσαν καὶ οἱ δυὸ εἰρηνικά.

Τὰ ἁγία λείψανά τους, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουστινιανός, τὰ ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ τὰ κατέθεσαν στὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

 
Ὁ Ὅσιος Στέφανος, κτήτωρ τῆς Μονῆς Χηνολάκκου

Καταγόταν ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια (ἴσως ἀπὸ τὴν Καππαδοκία), ποὺ τὸν ἀνέθρεψε μὲ μεγάλη εὐσέβεια. Ὅταν μεγάλωσε, θέλησε νὰ περιηγηθεῖ τὰ φημισμένα μοναστηριακὰ κέντρα, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὴν ζωή τους καὶ νὰ συμπληρώσει ἐκεῖ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ θεολογικὲς μελέτες του.

Πῆγε λοιπὸν στὰ Μοναστήρια κοντὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ στὰ ἐρημητήρια τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, τοῦ ἁγίου Σάββα καὶ Θεοδοσίου. Ἀργότερα ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη (710) στὰ χρόνια του Λέοντα Ἰσαύρου, τοῦ εἰκονομάχου. Ὁ τότε Πατριάρχης Γερμανός, ἐκτίμησε πολὺ τὸν Στέφανο καὶ τὸν παρακίνησε νὰ κτίσει Μοναστήρι καὶ νὰ ἐφαρμόσει τὴν μοναχικὴ τάξη καὶ ζωή, σύμφωνα μὲ τὰ σπουδαῖα διδάγματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ πολύχρονη πεῖρα του.

Πράγματι ὁ Στέφανος ἵδρυσε τὴν Μονὴ τοῦ Χηνολάκκου λεγομένη, ποὺ βρισκόταν βορειοανατολικὰ τῆς Τρίγλιας (κοντὰ στὰ Μουδανιὰ τῆς Μ. Ἀσίας) ὅπου προσῆλθαν πολλοὶ μοναχοὶ ἑλκόμενοι ἀπὸ τὴν ἀρετή του. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ὅσιος Στέφανος διακρίθηκε γιὰ τὴν πατρική του διοίκηση καὶ γιὰ τὴν ἠθικὴ ἐπιβολή του στοὺς μοναχούς. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ κυβέρνησε τὸ Μοναστήρι, εἰρηνικὰ ἀπεβίωσε.

 
Ἡ Ἁγία Ἁγνή

Μαρτύρησε ἀφοῦ κλείστηκε μέσα σὲ σκοτεινὴ ἀπομόνωση φυλακῆς.

 
Ὁ Ὅσιος Σάββας πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας κτήτωρ ἱερᾶς Μονῆς Χιλιανδαρίου

 


Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 12ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν δευτερότοκος γιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Σερβίας Συμεών. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε μεγάλη συμπάθεια στὶς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ σὲ ἡλικία 17 χρονῶν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μὲ συγκατάθεση τοῦ βασιλιᾶ πατέρα του ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπεδίου καὶ μετονομάστηκε Σάββας.

Ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τῆς γυναίκας του, ἦλθε ἐκεῖ καὶ ὁ βασιλιὰς πατέρας του, Συμεών. Τὸ βασιλικὸ παράδειγμα ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι Σέρβοι ἰδιῶτες. Ἔτσι κτίστηκε ἡ Σερβικὴ Μονὴ Χιλανδαρίου, μὲ πρωτοβουλία τοῦ ὁσίου Σάββα.

Στὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιᾶ Θεοδώρου Λασκάρεως, ὁ Ὅσιος Σάββας ἐστάλη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴ Νίκαια γιὰ σπουδαῖες ὑποθέσεις της. Τὰ προσωπικὰ ὅμως χαρίσματα τοῦ Ὁσίου ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση στὸν βασιλέα καὶ τὸν Πατριάρχη, καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ δεχτεῖ τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας.

Οἱ Σέρβοι τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ μεγάλη χαρά. Πράγματι ὁ Ὅσιος Σάββας, ἐκτέλεσε τὴν διακονία του μὲ θαυμαστὸ ζῆλο. Ὑπῆρξε ἐλεήμονας, ἀφιλοχρήματος καὶ ἀνακούφιζε τοὺς φτωχούς. Ἀργότερα ξαναπῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ κεῖ γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους, καὶ ἐπέστρεψε στὴ Σερβία γιὰ νὰ στηρίξει τὴν πίστη τῶν ὁμοεθνῶν του. Ἔτσι ἅγια τελείωσε τὸ θεάρεστο ἔργο του καὶ εἰρηνικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό.

 
Ὁ Ὅσιος (κατ᾿ ἄλλους ὁσιομάρτυρας) Ἀδάμ

Δὲν ὑπάρχουν σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἴσως εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς 33 ἐν Ῥαϊθῷ ὁσιομάρτυρες.

 
Ἡ Ὁσία Νίνα

 

 

Ἡ Ἅγια Νινα (ἡ Νινω) γεννηθηκε στήν Καππαδοκια, ὁπού κατοικοῦσαν πολλοι Γεωργιανοι καί φερεται ὦς συγγενεις τοῦ Ἅγιου Μεγαλομαρτυρα Γεωργιου τοῦ Τροπαιοφορου. Ὀ πατεράς τῆς, Ζαβουλων, εὐσεβης καί φημισμενος στρατιωτικος, πρίν ἀκομα νυμφευθει, εἰχε φυγει ἀπο τήν πατριδα τοῦ Καππαδοκια, για νᾶ προσφερει τίς ὑπηρεσιές τοῦ στόν αὐτοκρατορα Μαξιμιανο. Ἡ μητερά τῆς, Σωσαννα, ἦταν ἀδελφη τοῦ Ἐπισκοπου Ἱεροσολυμων Ἰουβεναλιου. Ὀ πατεράς τῆς, φλεγομενος ἀπο ἀγαπη πρός τόν Θεό, ἐγινε, μέ τήν συγκαταθεση τῆς συζυγού τοῦ, μοναχος στήν ἔρημό του Ἰορδανη. Ἡ μητερα τῆς Ἅγιας Νινας τοποθετηθηκε ὦς διακονισσα στό Ναο τῆς Ἀναστάσεως. Τήν Ἅγια Νινα τήν παρεδωσαν στήν εὐλαβεστατη Γεροντισσα Νιοφορα, για νά τήν ἀναθρεψει.

Ὀταν ἡ Ἅγια Νινα μελετουσε τό Εὐαγγέλιο καί ἐφθασε στό κεφαλαιο πού ἐγραφε για τήν σταυρωση τοῦ Κυριου, ὀ λογισμος τῆς σταμάτησε στόν χιτωνα τοῦ Χριστου. Ἀναρωτήθηκε πού ἆν βρίσκεται ἀραγε ἡ ἐπιγεια πορφυρα τοῦ Υἱου τοῦ Θεοῦ. Τῆς εἰπαν, λοιπον, ὀτι κατά τήν παραδοση, αὐτη φυλασσοταν στήν πολη Μιτσχετη τῆς Ἰβηρίας (Γεωργιας). Τή μετεφερε ἐκεῖ ὀ ραβίνος τῆς πολεως ποῦ ὀνομαζοταν Ἐλιοζ, ὀ ὁποιος τήν εἰχε παραλαβει ἀπο τό στρατιωτη πού τήν κέρδισε στήν κλήρωση κάτω ἀπο τόν Σταυρό.

Τά λογια αὐτα χαραχτηκαν βαθιά στήν καρδιά της. Καί παρακάλεσε τήν Θεοτόκο νά τήν ἀξιωσει νά παει στήν Χωρα τῶν Ἰβήρων, για νά προσκυνησει τόν χιτωνα τοῦ Υἱου καί Θεοῦ της. Ἡ Πανάγια ἄκουσε τήν προσευχή της καί ἐμφανισθηκε στόν ὑπνο τῆς Ἅγιας. Τήν προέτρεψε νά παει στήν Ἰβηρία νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστου καί τῆς προσφερε ἕνα Σταυρό ἀπο κληματόβεργες, πού θά ἦταν ἡ ἀσπιδα καί ὀ φυλακάς της. Ἡ Ἅγια ξυπνησε καί εἰδε στά χερια τῆς τό θαυμαστό Σταυρό.  Τόν ἀσπασθηκε, ἐκοψε μια κοτσίδα ἀπο τά μαλλιά τῆς, τήν ἐπλεξε στόν Σταυρό καί πηγε νά συναντησει ἀμεσως τό θεῖο τῆς Ἐπισκοπο Ἰουβεναλιο.

Ἐκεῖνος διέκρινε τό θελημα τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐδωσε τήν εὐχή του. Ἔτσι μετα ἀπο ἐντολη τῆς Θεοτόκου, κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στή Γεωργια, περι τόν 3ο Αἰωνα μ.×. Ἡ ἀποστολικη τῆς δράση καί τό χαρισμα τῆς θαυματουργίας ὁδηγησαν τούς βασιλεῖς τῆς Γεωργιας Μιριαν (265-342 μ.×.) καί Νανα στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστου.

Ἡ Ἅγια βρῆκε τόν τοπο, ὁπού εἰχε ἐναποτεθει ὀ χιτωνας τοῦ Χριστου, στόν κηπο τῶν ἀνακτορων καί ἐκεῖ ἀνήγειρε τό Ναο τοῦ Ἅγιου Στυλου.

Ἡ Ἅγια Νινα κοιμηθηκε ὀσιως μέ εἰρήνη καί ὀ Θεός τήν δοξασε διατηρώντας τό τίμιο λειψανο τῆς ἀφθαρτο.


Ἀπολυτικιον Ἠχος πλ ἅ' . Τόν συναναρχον λογον
Ὤς ὡραιοι οἰ ποδές σου οἰ ζηλωσαντες ἀκολουθησαι ταῖς τριβοις τῶν ἀποστολων Χριστου, Νινα σκευος Παρακλητοῦ παμφαεστατον’ ὀθεν τιμωντες σέ πιστως, Γεωργιας φρυκτωρε φωτολαμπρε, σέ αἰτουμεν’ ἠμων τά σκοτη λιταίς σου τῆς ἀγνωσίας πορρω σκεδασον.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...