Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιανουαρίου 19, 2013

Μιχαήλ Χούλης, Το φαινόμενο της αθεΐας




Το φαινόμενο της αθεΐας
Ο Δανός λογοτέχνης Ζώργενσεν παρουσιάζει σε ένα του έργο την επανάσταση των δέντρων κατά του ηλίου. Σύμφωνα με την σχετική εκεί αλληγορία, τα δέντρα συγκεντρώθηκαν σε μια μεγάλη σπηλιά και όλη μέρα φώναζαν «Κάτω ο ήλιος». Το βράδυ αντιλήφθηκαν ότι έχασαν την ικμάδα τους και από την επόμενη ημέρα, νοιώθοντας ότι μαραίνονται, τα περισσότερα επέστρεψαν στην ζωογόνα επίδραση του ηλίου, παρεκτός μιας λεύκας που τα είχε παρασύρει εξαρχής και ελαχίστων άλλων δέντρων, που πέφτοντας έτσι σε πλάνη τελικά ξεράθηκαν. Ο συγγραφέας, με τη γνωστή αυτή διήγηση, μετέδωσε αριστουργηματικά το μήνυμα  πως όσοι εναντιώνονται στον Θεό, τον άκτιστο και νοητό Ήλιο της δικαιοσύνης και αιωνιότητας, πνευματικά αποπροσανατολίζονται και χάνουν το νόημα της ζωής. Διάσημοι θεωρητικοί άθεοι του 19ου αιώνα υπήρξαν οι Φόιερμπαχ, Μαρξ, Νίτσε και Φρόιντ. Το αρχικό ερώτημα είναι βέβαια “Τι Θεό γνώρισαν για να τον απορρίψουν στη συνέχεια;”. Διότι υπάρχουν στις άλλες θρησκείες, ή στη φαντασία ορισμένων, επινοήσεις ψεύτικων θεών και, όπως έλεγε και ο Γερμανός Θεολόγος Καρλ Ράινερ, το 60% των ανθρώπων πιστεύει σε θεούς-κακέκτυπα, σε φανταστικές θρησκευτικές απόψεις περί αυτού. Η Εκκλησία κηρύττει τον Θεό που “έπλασε τους ανθρώπους και όχι τον Θεό που έπλασαν οι άνθρωποι” (Καρρ Αλφ), τον Θεό που αποκαλύφθηκε στον κόσμο δια Ιησού Χριστού, έπαθε, σταυρώθηκε και ανέστη για τη σωτηρία του κόσμου. 

Ο ΦΟΪΕΡΜΠΑΧ θεωρεί λοιπόν τον Θεό κατασκεύασμα του ανθρώπου. Πιστεύει πως η θρησκεία προήλθε από τον πόθο του ανθρώπου να προεκτείνει τη ζωή του στο υπερπέραν. Μπροστά στην ανάγκη για αυτοσυντήρηση που αίρεται από τον θάνατο, γράφει ο ίδιος, ο άνθρωπος έφτασε να επινοήσει τη μεταθανάτιο ζωή. Υπάρχουν όμως θρησκεύματα στα οποία δεν γίνεται δεκτή η συνέχιση της προσωπικής ζωής, όπως στον αρχικό Βουδισμό, όπου δεν υπάρχει συνέχεια του εγώ μετά θάνατον. Ο Βουδισμός καταπολεμεί το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, αντίθετα με τη θεωρία τουFeuerbach. Ακόμη, πώς κατασκευάστηκε η έννοια του Αγίου αφού δεν υπήρχε εξαρχής, δεδομένου ότι οι άνθρωποι ήσαν γεμάτοι πάθη και κακίες; 
Για τον MΑΡΞ η θρησκεία είναι αυταπάτη του ανθρώπου και εμποδίζει την ευτυχία του. Την θέση της πρέπει να πάρει η επιστήμη, που θα επιλύσει όλα τα προβλήματά του. Η θρησκεία πιστεύει ότι είναι μεταγενέστερο δημιούργημα της κοινωνίας των ανθρώπων και μάλιστα όταν η κοινωνία ήταν διαρθρωμένη σε τάξεις, σε αφέντες και υποτακτικούς. Ο άνθρωπος απεικόνισε στον ουρανό την κοινωνική διαστρωμάτωση και φαντάστηκε επουράνιο βασιλέα και υποτακτικούς, όπως οι άγγελοι, οι άγιοι κ.α., αλλά και κολασμένους όπως είναι οι αντίθετοι στο θέλημά Του, που δεν απολάμβαναν την εύνοια του βασιλιά. Οι υπηρέτες και δούλοι του Θεού είναι αντίγραφα των δούλων πάνω στη γη. Απαντώντας έχουμε να πούμε ότι δεν συναντάμε σε όλες τις κοινωνίες την ιεράρχηση των όντων γύρω από τον Θεό. Στη θρησκεία των πρωτογόνων υπάρχει πλήθος άλλων θείων όντων και δεν υπάρχει ιεραρχική σχέση ανάμεσα στις θεότητες. Λαοί πρωτόγονοι δεν έχουν ιεραρχημένο θείο κόσμο. Το λάθος του Marx είναι πως το σχήμα του, ενώ ανταποκρίνεται σε μια ορισμένη περίοδο του κοινωνικού βίου, εκείνος το γενικεύει στο παρελθόν και το μέλλον. Επηρεασμένος από τα κακώς κείμενα τότε της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δεν έλαβε μάλιστα υπόψη του το κοινωνικό κήρυγμα του χριστιανισμού, που μιλά για αδελφοσύνη, αγάπη, ισότητα, δικαιοσύνη και που ο χριστιανισμός, παρά τους σκληρούς διωγμούς που υπέστη, προσέφερε σ’ όλη την ιστορική του διαδρομή. Όπου ακόμη επιβλήθηκε ο αθεϊσμός δεν κατάφερε να ξεριζώσει την πίστη. Αλλά μήπως η επιστήμη και η τεχνολογία έλυσαν τα ζωτικά προβλήματα των ανθρώπων;  Χωρίς ηθική και θρησκεία αυτά δεν λύνονται, αλλά δημιουργούνται περισσότερα (μόλυνση, φαινόμενο του θερμοκηπίου, απόβλητα εργοστασίων κ.λπ.).
Ο ΝΙΤΣΕ ήταν γιος πάστορα, αλλά κατέληξε στην αθεΐα μετά από πάλη με τον εαυτόν του. Την θρησκεία θέλει να αντικαταστήσει με νέα πίστη, ως προφήτης και ποιητής τού τέλους των χριστιανικών αξιών. Χτυπά κατά μέτωπο τις φθαρμένες αξίες της Ευρώπης δια της οντολογικής κριτικής του. Υποστήριξε ότι ο χριστιανισμός είναι θρησκεία των αδυνάτων. Διδάσκει το θάνατο του Θεού. Υποκαθιστά το Θεό με τον Υπεράνθρωπο, που υιοθετήθηκε από τον Χίτλερ και τα φασιστικά καθεστώτα. Οι δυστυχισμένοι και οι αδύναμοι πρέπει να εξαφανίζονται και μάλιστα χωρίς οίκτο και έλεος, γράφει. Στα τέλη της ζωής του ομολόγησε βέβαια ότι το κήρυγμα της αγάπης και προς τους εχθρούς, όπως το δίδαξε ο Ιησούς, αποτελεί ‘ανατροπή του αρχαίου κόσμου’, διότι είναι εντελώς νέο και σπουδαιότατο για το παρόν και μέλλον της ανθρωπότητας.
Ο ΦΡΟΫΝΤ ερεύνησε σε βάθος το υποσυνείδητο, αλλά δεν απέφυγε μονομερείς ερμηνείες του. Η έννοια του Θεού κατά τη γνώμη του προήλθε από τον αυστηρό πατέρα των προϊστορικών φυλών που ήταν κακός και μοχθηρός. Επειδή δεν επέτρεπε τη χρήση γυναικών από την ιδία φυλή, οι γιοι του τον σκότωσαν και τον έφαγαν για να οικειοποιηθούν την αυθεντία του και να αποκτήσουν τις ιδιότητές του. Η αβάσταχτη ενοχή όμως και η ανάγκη για εξιλέωση δημιούργησαν τις προϋποθέσεις τιμής του. Τα παιδιά του στη συνέχεια ακολούθησαν τις εντολές και απαγορεύσεις του ως εκδήλωση σεβασμού προς αυτόν, τον ανύψωσαν στη σφαίρα του Τοτέμ (βιολογικός πρόγονος μιας φυλής) και τελικά τον εγκατέστησαν στη σφαίρα του θείου και υπερβατικού.  Θεωρούσε ακόμη την πίστη ο Freud χαρακτηριστικό όσων σκέπτονται «νηπιακά». Εκτός του ότι σε πολλά σημεία διαφώνησαν με τις θεωρίες του οι θεμελιωτές της ψυχολογίας του βάθους και της ατομικής ψυχολογίας, Άντλερ και Γιουγκ, έχουμε να είπουμε τα εξής περιληπτικά: (α) Δεν μπορεί όλα τα πρότυπα των πατεράδων στην αρχαία εποχή να ήταν αρνητικά και αρρωστημένα για να υποθέσουμε ότι προήλθε η θρησκεία από εκεί, (β) Ο Θεός των χριστιανών δεν είναι αυστηρός και τιμωρός, αλλά αγάπη και φιλάνθρωπος, (γ) Ακόμη κι αν η θεωρία του ίσχυε για τους άντρες δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει και τις γυναίκες, αφού διαμόρφωσαν άλλες προϋποθέσεις πίστεως, (δ) Παρατηρήσεις πάνω σε παθολογικά άτομα (όπως έκανε εκείνος) δεν μας οδηγούν αυθαίρετα στις σωστές ερμηνείες ανάπτυξης θρησκευτικότητας, (ε) Η μορφή της μάνας που παίζει σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη του παιδιού παραθεωρήθηκε από τον Φρόιντ, (στ) Υπάρχουν λαοί που δεν είχαν Τοτέμ στη θρησκεία τους. Αυτοί πώς ξεκίνησαν να πιστεύουν; (ζ) Πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι και επιφανείς επιστήμονες ήσαν στην ιστορία και είναι πιστοί. Επομένως η πίστη δεν είναι νηπιακή κατάσταση του ανθρωπίνου πνεύματος.
Η αρχή της αθεΐας εντοπίζεται πρακτικά στον εγωισμό, την έλλειψη ταπείνωσης και την αυταρέσκεια. Ακόμη: (α) Στις διάφορες τραυματικές εμπειρίες και το αρνητικό περιβάλλον: Αξιωματικός στο στρατό μού περιέγραψε πώς εξελίχθηκε σε άθεο ενώ ήταν πιστός, όταν γνωστός, πολυδιαβασμένος και αποθανών πλέον κατηχητής, από κούραση και αδυναμία, τον έσπρωξε και τον ειρωνεύτηκε, μόλις άκουσε από τον έφηβο την εύλογη ερώτηση: “Πώς ξέρουμε ότι υπάρχει Θεός;” (β) Στην έλλειψη θρησκευτικών βιωμάτων: Κάποιους μεγάλωσαν οι γονείς τους αγνωστικιστικά, δεν περνούν ούτε έξω πλέον από τους ναούς και δεν συμμετέχουν στις διάφορες Ακολουθίες και Λειτουργίες. Ξεραίνεται ως εκ τούτου η λιγοστή πίστη τους και μένουν κενοί από θρησκευτικό περιεχόμενο και αισθήματα. Διότι η χριστιανική πίστη δεν είναι ιδεολογία, αλλά εμπειρία και σχέση με τον Ιησού Χριστό, μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας. (γ) Στην εξάρτηση και απολυτοποίηση των υλικών αγαθών, δια της οποίας πνίγεται η πορεία του ανθρώπου προς τον αγιασμό του, απ’ τη στιγμή που δεν αναπνέει πνευματικά, (δ) Στην άγνοια των αληθειών της πίστεως: Όταν δεν γνωρίζει κάποιος τι η Εκκλησία πρεσβεύει, τότε είναι εύκολο να πλάσει δικές του απόψεις περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου.
Σε μια ταβέρνα της Γερμανίας μπήκε κάποτε ένας Θεολόγος. Ένας από τους θαμώνες για να τον πειράξει λέει δυνατά: Δεν υπάρχει Θεός! Ο Θεολόγος πλησιάζει και ήρεμα του ανακοινώνει: Αυτό που εσύ λες, δεν είναι καινούργιο, αλλά το γράφει και η Παλαιά Διαθήκη. Ο ομιλητής του παραξενεύτηκε. Πώς γίνεται αυτό; του απαντάει. Νά, λέει εκείνος, στον Ψαλμ. 13,1 διαβάζουμε: “Είπε ο ανόητος μέσα στην καρδιά του (με τον ενδιάθετο λόγο του): Δεν υπάρχει Θεός”. Αν ο άφρων όμως μόνο το σκέφτηκε, κατέληξε ο Θεολόγος, εσύ το διαλαλείς ακόμη και στις ταβέρνες. Το περιγραφέν περιστατικό μάς δείχνει πως δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε απόλυτα το εγώ και το νου μας, αφού πολλές φορές συλλαμβάνονται να λαθεύουν. Η φαντασίωση και το συναίσθημα δεν είναι τόσο καλοί σύμβουλοι. Μπορεί να εξελιχθούν σε απατεώνες και ψεύτες. Μάλιστα οι άνθρωποι κατευθύνονται ή σκέπτονται αρκετές φορές ανάλογα με τις ορέξεις και τα συμφέροντά τους. Όταν λ.χ. ο άνθρωπος είναι φιλήδονος και ασταθής χαρακτήρας ερμηνεύει την όλη πραγματικότητα με βάση την ηδονή και την αστάθειά του. Τότε σίγουρα παραπαίει και χάνεται στην ατομική του παρέκκλιση. «Σε ανθρώπους που μιαίνει η αμαρτία, κρυμμένη η Θεότης Σου θα μένει», γράφει ο έξοχος ποιητής Schiller. Αν πάρεις σαν οδηγούς τα κοράκια θα σε οδηγήσουν στα ψοφίμια, λέει μια γαλλική παροιμία, όχι σε κάτι ελπιδοφόρο και ανακαινιστικό. Με οδηγό την πλάνη δεν φτάνεις στην αλήθεια. Και είναι μεγάλο λάθος να πιστεύει κάποιος ότι δεν κάνει ποτέ λάθος. Διότι στην καθημερινή ζωή επαληθεύεται το αντίθετο. Γινόμαστε εύκολα ρεζίλι εκεί που δεν το περιμένουμε, όταν κάνουμε επίδειξη γνώσεων ή θεωρούμε παντοδύναμο το μυαλό μας.
Για να πιστέψει κανείς στο Θεό πρέπει να θελήσει πρώτα πάση θυσία να βρει την αλήθεια και να μην αντιμετωπίζει το ζήτημα από απλή περιέργεια. Είναι πολύ εύκολο άλλωστε, σε καιρούς ειρηνικούς και ευχάριστους, να κάνουν κάποιοι από οίηση επίδειξη γνώσεων. Ο άθεος συγγραφέας και φιλόσοφος Βόλνεϊ εθεάθη σε μεγάλη τρικυμία στον Ατλαντικό ωκεανό να προσεύχεται γονατιστός στην άκρη του πλοίου στο οποίο επέβαινε. Μετά την αποφυγή του ναυαγίου, απαντώντας στην ερώτηση ‘πώς ο άθεος προσευχήθηκε’, προς τιμήν του απάντησε εύστοχα: “Ο άθεος είναι άθεος στην νηνεμία, αλλά όχι και στην καταιγίδα”. Σε άδειο δοχείο και σφραγισμένο, η βροχή δεν μπαίνει, όσο κι αν βρέξει. Το ίδιο συμβαίνει με τις καρδιές εκείνες που αρνούνται τη χάρη του Θεού και παραμένουν θεληματικά κλειστές. Όπως συμβαίνει και με ένα παιδί που αρνείται πεισματικά να τραφεί, όσο και αν η μητέρα του το παρακαλεί.
Έπειτα η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια και στο θέμα της χριστιανικής πίστης. Ο σοφός Βάκωνας υποστήριζε ότι η πολλή επιστήμη είναι που οδηγεί τον άνθρωπο στον Θεό, ενώ η ολίγη, αλλά και η δοκησισοφία, απομακρύνει απ’ Αυτόν. Αρκετοί είναι εξάλλου εκείνοι που εμπιστεύονται τις εξειδικευμένες γνώσεις τους, χωρίς πολύπλευρη και σφαιρική μελέτη περί παντός επιστητού, και χωρίς αναγωγή αυτών των γνώσεων στο Όλον (Οντολογία). Ο εντομολόγος π.χ. ανάγεται σε Δημιουργό Θεό όταν προβληματίζεται στο γεγονός ότι χωρίς τη μεταφορά της γύρης από τις μέλισσες και από λουλούδι σε λουλούδι δεν θα γινόταν η γονιμοποίηση των φυτών και άρα δεν θα υπήρχε ζωή. Ο βιολόγος θεολογεί όταν αναλογιστεί ότι δεν θα μπορούσε η φύση να προγραμματίσει από μόνη της την ανοδική της πορεία, από τα κατώτερα είδη προς τα ανώτερα, και μάλιστα με τόσο τέλεια οργανωμένο σχέδιο. Απαιτείται και λογικά η ύπαρξη εξωφυσικού και υπέρλογου Σχεδιαστή. Ακόμη, αν σκεφθεί ότι από τα πρώτα αμινοξέα μέχρι την εμφάνιση του πρώτου κυττάρου απαιτείται ένα τεράστιο άλμα, που έχει τόσο απειροελάχιστη πιθανότητα να παραχθεί τυχαία, όσο και η πιθανότητα να αδειάσει ένας συγγραφέας ολόκληρο τσουβάλι με ανακατεμένα γράμματα στο έδαφος και σχηματιστεί αίφνης στο πάτωμα ένα πλήρες διαμορφωμένο δοκίμιο. Ο γυναικολόγος ευρίσκεται σε θεολογικό και φιλοσοφικό έδαφος όταν αρχίσει να σκέπτεται πώς είναι δυνατόν να διαμορφώνονται μάτια στο έμβρυο, αφού μεγαλώνει σε σκοτεινό περιβάλλον. Προφανώς για να βλέπει αφού γεννηθεί. Αυτό όμως φανερώνει εξαίσιο μελλοντικό σχέδιο στη φύση που την ξεπερνά, διότι αν δεν υπήρχε Θεός θα έπρεπε η ίδια να προγραμματίζει ως έλλογο ον και ξεχωριστή προσωπικότητα (δεν υπάρχει ενέργεια αν δεν υπάρχει πρόσωπο που την κατευθύνει) την εντελέχειά της, την αυριανή της εξέλιξη. Ο δε αστρονόμος πλησιάζει την χριστιανική πίστη αν σκεφθεί ότι σε ένα τυχαίο σύμπαν, με τόσο έντονη βιαιότητα αρχικής έκρηξης, θα ήταν αδύνατη η εξαιρετική ομοιομορφία του και η οργάνωσή του, αφού η κοσμική ύλη που δημιουργήθηκε θα ήταν σε μεγάλη αταξία. Και ούτω καθεξής.
Έπειτα, αρκετοί άνθρωποι σκοντάφτουν στην ηθική του Ευαγγελίου (γι’ αυτό και αρνούνται το Θεό) και τρομάζουν στην ιδέα ότι πρέπει να αλλάξουν συλλήβδην τη ζωή τους, πολύ περισσότερο δε αν αυτή είναι γεμάτη πάθη και αδυναμίες. Υπάρχει όμως και η καθημερινή μετάνοια, δεδομένου ότι κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Αν η γεωμετρία απαιτούσε ηθική κανείς δεν θα ήταν μαθηματικός, έλεγε ο πολύς Λάιμπνιτς. Γνωστός μου στον οποίον είχα δωρίσει μια Καινή Διαθήκη, μου την επέστρεψε μετά παρέλευση δύο εβδομάδων, λέγοντάς μου ότι δεν μπορεί να ζήσει όπως η χριστιανική πίστη επιτάσσει. Δεν αρνούνται κάποιοι επομένως την ύπαρξη του Θεού, αλλά συνεχώς τον απορρίπτουν στην καθημερινή τους ζωή, όπως διαπίστωνε και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Παράλυτοι επαίτες στην Ρώμη έμαθαν ότι θα περνούσε από δίπλα τους η λιτανεία με τα λείψανα του θαυματουργού αγίου Μαρτίνου. Λέει τότε ο ένας στον άλλο: “Ας φύγουμε αδελφέ, γιατί, αν θεραπευτούμε, με τι θάρρος μετά θα ζητιανεύουμε;” Αλλά και ιθαγενής φύλαρχος αρνήθηκε την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, αφού όπως είπε στον ιεραπόστολο, θα έπρεπε να περιμένει την οργή όσων ο ίδιος φόνευσε. Σε τέτοιες περιπτώσεις, που είναι πολλές, δεν ενδιαφέρει η αλήθεια, αλλά κάποιες συμφεροντολογικές χρήσιμες συμβουλές, που προσαρμόζονται σε οποιονδήποτε ιδιοτελή βίο και που μπορεί να βρει κανείς σε όλες σχεδόν τις θρησκείες και φιλοσοφίες. Ο Θεός αποκαλύπτεται όμως στα νήπια με την καθαρή καρδιά και σε όσους ομοιάζουν με τα νήπια στην ανιδιοτελή σκέψη και τη ζωή τους. Σ’ αυτούς ανήκει πράγματι η βασιλεία των Ουρανών. Το μίσος, η ζήλεια, ο εγωισμός, η απελπισία, τα πάθη, η άγνοια, απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον Θεό και σαν σκιά και σκούρα κουρτίνα κρύβουν τις ζωογόνες άκτιστες ακτίνες του Θεού από τον άνθρωπο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο άνθρωπος υπαρξιακά κρυώνει και βρίσκεται στο σκοτάδι, αλλά δεν κινείται προς τον ήλιο (τον Τριαδικό Θεό) για να φωτιστεί και θερμανθεί, είτε οικειοθελώς σε πολλές περιπτώσεις, είτε από άγνοια, είτε ακόμη από προκατάληψη.
    Η ιστορία, και μάλιστα στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και κάποτε στην Αλβανία και αλλού, έχει αποδείξει ότι η πίστη είναι στα γονίδια του ανθρώπου και κυλάει στις φλέβες του, όπως ο μεγάλος Γκαίτε έγραψε. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι γύρισε όλο τον κόσμο αλλά δεν βρήκε άθεο λαό, χωρίς δηλαδή ιερά και θυσίες. Το ίδιο διαπίστωσε στην αρχαιότητα και ο Κικέρωνας. Ο φιλόσοφος Ρουσσώ αναφέρεται σε κάποιο παιδί που αν και μεγάλωσε απομονωμένο, χωρίς να λάβει στοιχειώδη εκπαίδευση και κοινωνική αγωγή, σήκωνε κάθε μεσημέρι τα χέρια ψηλά στο φως του ήλιου και προσευχόταν. Η σύγχρονη ψυχολογία παραδέχεται ότι ο άνθρωπος γεννιέται με θρησκευτική προδιάθεση και αυτό αποδεικνύεται από τις έρευνες που έχουν γίνει σε ιθαγενείς της Αφρικής, Ωκεανίας και Αυστραλίας, οι οποίοι σύμφωνα με τη γνώμη ιεραποστόλων, εθνολόγων και  περιηγητών υπήρξαν εξαρχής θρησκευόμενοι. Η Θρησκεία είναι ισήλιξ της ανθρωπότητας, άνθρωπος δηλαδή και Θρησκεία είναι συνομήλικοι. Μεγάλοι επιστήμονες, όπως ο Σκώτος λαογράφος Άντριου Λάνκ, ο Γερμανός εθνολόγος Βίλχελμ Σμιτ, οι θρησκειολόγοι Ελιάντε και Φιλιππίδης, με τις πολύτομες έρευνές τους σε πρωτόγονες κοινωνίες συμπέραναν πως στην Μεσόγειο, τη Νότια Αμερική, την Αφρική και τα νησιά του Ινδικού Ωκεανού υπήρχε εξαρχής μονοθεϊστική πίστη, που αργότερα με επίδραση διαφόρων παραγόντων μετεξελίχθηκε σε πολυθεϊστική. Στην προΟμηρική εξάλλου Μεσόγειο επικρατούσε η πίστη στον Δία ως μοναδικό Θεό, αλλά και στην Αφρική, παράλληλα με τη λατρεία πνευμάτων, υπάρχει ανέκαθεν η πίστη σε υπέρτατο Θεό, που εξουσιάζει το σύνολο του κόσμου, τον οποίον δημιούργησε. Οι αλήθειες επομένως του Χριστιανισμού αποδεικνύονται και μέσω της συνείδησης, της ιστορίας και του σύμπαντος. Η συνείδηση είναι ο αόρατος δικαστής που μας ελέγχει ή μας επιβραβεύει στη ζωή μας. Στην ιστορία επιστημονικά έχει πλέον καταδειχθεί ότι δεν υπήρχε λαός χωρίς πίστη σε Θεό ή θεούς ή πνεύματα και λατρεία. Το σύμπαν αποκαλύπτει εξαίσιο σχέδιο, αρμονία, κατεύθυνση, τελειότητα, σκοπιμότητα, γεγονότα αδύνατα χωρίς υπέρλογο Σχεδιαστή.
Άλλωστε είναι και απολύτως λογική η θέση του αποστόλου των Εθνών Παύλου, όταν γράφει: «Πας γαρ οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ. 3,4). Όταν μια οικία, ένα εργοστάσιο, ένας υπολογιστής για να κατασκευαστούν είναι απαραίτητο να υπάρξει κατασκευαστής, πόσο μάλλον αυτό πρέπει να ισχύει για ολόκληρο το σύμπαν που για την ύπαρξή του, τη συντήρησή του και τη λειτουργία του υπακούει σε τέλειους νόμους, του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, η συνεχής ανακάλυψη των οποίων αφήνει έκθαμβους τους επιστήμονες. Ο πατέρας της Βοτανικής, φυσιοδίφης Λινέ, έλεγε: “Το φτερό και το μάτι μιας πεταλούδας μπορούν να συντρίψουν και τον μεγαλύτερο άθεο”. Ο πιστός και διάσημος αστρονόμος Κύρχερ κατασκεύασε κάποτε μηχανικό ομοίωμα του ουράνιου χώρου, με το ηλιακό μας σύστημα, και το απέθεσε στο γραφείο του. Στην ερώτηση άθεου φίλου του “ποιος το έφτιαξε”, εκείνος σκόπιμα απάντησε πως δεν το έφτιαξε κανείς, αλλά ότι υπάρχει τυχαία εκεί. Όταν ο φίλος του συμφώνησε ότι αυτό δεν γίνεται, αλλά ότι πάντοτε υπάρχει σε μια κατασκευή ο κατασκευαστής, τότε ο αστρονόμος τον έλεγξε λέγοντάς του: “Είναι δυνατόν να μην ισχύει το ίδιο ιδιαίτερα για το εξαίσιο σύμπαν; Γίνεται να διαμορφώθηκε τυχαία και να μην υπάρχει Θεός, ο οποίος και έθεσε σε ενέργεια τους νόμους και την εξέλιξή του; ”
Ακόμη, οι αισθήσεις δεν συλλαμβάνουν συνολικά την πραγματικότητα. Επιτελούν περιορισμένη λειτουργία. Οι γνώσεις μας για τα μυστήρια του σύμπαντος είναι απειροελάχιστες. Τα φαινόμενα απατούν. Το ίδιο το ον μας διαφεύγει, σύμφωνα με τονKant. Γνωρίζουμε μόνο το φαινόμενο, όπως διαμορφώνεται στην συνθετική λειτουργία της αντίληψής μας, και όχι το ίδιο το ον στην ουσία του. Ο ίδιος φιλόσοφος απέδειξε ότι ο Θεός δεν μπορεί να απορριφθεί με βάση τη λογική, αφού ο νους του ανθρώπου λειτουργεί με την ίδια δομή που λειτουργεί και η φύση, οι ενδοκοσμικοί νόμοι στην οποία δεν δύνανται να αναχθούν στον υπερκόσμιο Θεό. Άλλωστε, η επιστήμη (που ασχολείται με τα υλικά) δεν έχει όργανα και μέθοδο που να μπορούν να πλησιάσουν τον άκτιστο κόσμο του Θεού. Μπορεί μόνο να απαντά στο ερώτημα: “Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος”, όχι στο “Ποιος έφτιαξε τον κόσμο”, που ανήκει στην θεολογική προβληματική. Η επιστήμη επομένως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την Αποκάλυψη του Θεού, αλλά και ο Χριστιανισμός δεν δικαιούται να αρνηθεί στην επιστήμη την έρευνα περί παντός επιστητού.
Συνεχίζοντας στην ίδια προβληματική λέμε το εξής: Σε λαμπτήρα πενήντα κηρίων κρύβονται 3 δισεκατομμύρια ηλεκτρόνια που ως αποτέλεσμα προσφέρουν θέρμανση και φωτισμό. Δεν φαίνονται όμως με γυμνό οφθαλμό. Τα υπερηχητικά και υποηχητικά κύματα δεν γίνονται αντιληπτά από τα ακουστικά μας όργανα, και όμως υπάρχουν. Το ηλιακό φως αποτελείται από υπέρυθρες και υπεριώδεις ακτίνες, που και πάλι δεν είναι ορατές από τις αισθήσεις μας. Αλλά και ο νους δεν μπορεί να συλλάβει πλήρως την πραγματικότητα, ή λαθεύει, όπως φανερώνει το λεγόμενο ‘φθαρμένο τηλέφωνο’, ένα περιστατικό του οποίου από τα πολλά που συμβαίνουν ακολουθεί: Κάποιος άκουσε από σίγουρη πηγή ότι αδελφός έβγαλε το μάτι του αδελφού του, και τον κατέκρινε. Έμαθε όμως αργότερα, και ταπεινώθηκε, ότι αν δεν έβγαινε ο ένας του οφθαλμός θα έχανε ο ασθενής και τον άλλο, και ακόμη ότι αυτός που έκανε την εξαγωγή ήταν ένας διάσημος χειρούργος οφθαλμίατρος. Περισσότερο από τις αισθήσεις μας ας εμπιστευόμαστε επομένως τον Θεό, που δίνει αξία και σ’ αυτές. Ο Θεός προνοεί για όλους και για όλα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφθεί όμως ολιστικά. Απαιτείται επομένως ταπείνωση. Τα μαθηματικά που διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο, ενώ δεν γίνονται κατανοητά από μαθητές δημοτικού, παρόλα αυτά ισχύουν. “Μην καταριέσαι τον Θεό γιατί έπλασε την τίγρη, αλλά να είσαι ευγνώμων γιατί δεν της έδωσε φτερά”, συμβουλεύει μια αιθιοπική παροιμία. Να παραθέσουμε τέλος την στιχομυθία που φαίνεται από παράδοση να διασώθηκε μεταξύ του εθνικού αυτοκράτορα Τραϊανού και ενός χριστιανού: Ρωτάει ειρωνικά ο Τραϊανός τον χριστιανό: “Που είναι ο Θεός σου, αφού όπου κι αν γυρίσεις δεν είναι ορατός;” Ο πιστός τού ζητά τότε να κοιτάξει τον ήλιο. Ο αυτοκράτορας παραδέχθηκε ότι δεν μπορεί να τον ατενίσει. Τότε και ο χριστιανός καταλήγει: “Αφού δεν μπορείτε να δείτε τον ήλιο που είναι ένα απλό δημιούργημα, πώς περιμένετε να δείτε τον ίδιο τον Θεό, που είναι ο πανταχού παρών Δημιουργός;”. 
Άνθρωπος χωρίς θρησκεία είναι όπως το άλογο χωρίς χαλινάρι, έγραψε ο Μπαλζάκ. Πράγματι, για κάποιους δεν υπάρχουν φραγμοί και όρια.  “Αν μορφώσεις τους ανθρώπους χωρίς θρησκεία, θα τους κάνεις έξυπνους διαβόλους” (Γουέλινγκτον). Συνακόλουθα μάλιστα με την απώλεια του Θεού χάνεται και η υγιής έννοια του ανθρώπου, δεδομένου ότι όλες οι αξίες καταρρέουν. Και αν τον 19ο αιώνα το πρόβλημα ήταν ότι πέθανε ο Θεός, στον 20ο και 21ο αιώνα το πρόβλημα είναι ότι πέθανε ο άνθρωπος, σύμφωνα  με τον Έριχ Φρομ. Έπειτα, η ομορφιά του Θεού βρίσκεται στην αναζήτησή Του και όχι στην κατοχή Του, διότι αλλιώς δεν θα ήταν Θεός, αλλά εφεύρεση του ανθρώπου και κάτι απλά χρήσιμο. Για τον Κώστα τον Αξελό, “o Θεός είναι όπως ο ορίζοντας: Απομακρύνεται όταν προσπαθούμε να τον πλησιάσουμε”. Πάνω σ’ αυτό εξάλλου το πλησίασμα βρίσκεται και το νόημα της ζωής του ανθρώπου. Για όσους αμφιβάλουν, ας ακούσουν τα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου: “Ένας Θεός κατανοητός δεν είναι Θεός”. Ο Θεός κατανοείται μόνο μέσω της χάριτός του και της αγάπης του. Η αθεΐα αποδεικνύεται συνεχόμενο μαρτύριο, αφού τίποτε δεν εξηγείται χωρίς Θεό, δεδομένου ότι όλα φαντάζουν ανούσια, τυχαία και χωρίς σκοπό, ενώ αντίθετα “ο εν Θεώ ων αεί χαίρει” (Ιω. ο Χρυσόστομος). Στην πρώτη περίπτωση, η κατάθλιψη και η αυτοκτονία υποβόσκουν ως συνέπειες απελπισίας και υπαρξιακού κενού.
Ο πιστός νοιώθει εμπιστοσύνη προς τον Θεό, αφού τον αντιμετωπίζει ως πατέρα, φίλο και αδελφό. Φυσικά, “συν Θεώ και χείρα κίνει”, όπως μετασχηματίζεται η φράση επί το χριστιανικότερον. Απαιτείται άσκηση, προσευχή και Θεία Κοινωνία για μια γνήσια γνωριμία με το Θεό. “Ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τους βάζει το φαγητό και στη φωλιά”, αναφέρει μια παροιμία. Και ο Ισαάκ ο Σύρος συμπληρώνει: Κανείς δεν ανέβηκε με άνεση στον Ουρανό, παρά δια της Σταυροαναστάσιμης πορείας. Το σίγουρο είναι ότι δια της αγαθής και ευσεβούς πράξεως γνωρίζει κανείς το Θεό και όχι δια της γνωσιολογικής θεωρίας: “Θρησκεία καθαρή και αμόλυντος ενώπιον του Θεού Πατρός είναι να επισκέπτεται κανείς ορφανούς και χήρες στη θλίψη τους και να τηρεί τον εαυτόν του άσπιλο από τον κόσμο (κοσμικό φρόνημα)” (Ιακώβου 1,27). Τέλος, η εμπειρία του αποστόλου Παύλου τον κάνει να λέει: “Για εκείνους που αγαπούν το Θεό, όλα συνεργούν στο αγαθό” (Ρωμ. 8,28). Με άλλα λόγια: “Εάν ο Θεός σε έκανε μούσκεμα με τη βροχή του, ο ίδιος και θα σε στεγνώσει με τον ήλιο του” (Σλοβένικη παροιμία). Είναι διδασκαλία του Χριστού και βίωμα των αγίων πως η γη μεταβάλλεται, αλλά ο Θεός και η ψυχή μένουν στον αιώνα (Μπράουνινγκ). Δε θα πρέπει επομένως να αποθαρρυνόμαστε αλλά να προσευχόμαστε, όπως και ο προορατικός γέροντας Παΐσιος μάς προτρέπει: “Έχεις λύπη; Ο Θεός σου λείπει”.  
-«Αθώος», επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1996
-«Βικιφθέγματα», από el.wikiquote.org/wiki
-«Θρησκείες: Πλάνη;», αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Νεκτάριος Παναγόπουλος, 1995
-«Μια τάξη γεμάτη απορίες», Ανδρέα Κεφαλληνιάδη, εκδ. Φωτοδότες
-«Το Σύμπαν και η κοσμολογική αντίληψη», Γιώργου Χρύση, εκδ. Σαββάλας, 1996
-«Χριστιανισμός και Θρησκεύματα», Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1999
-«Ψιχία από της Τραπέζης», Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθ. 1973

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2013

Ἡ κάθε θλίψη ἔχει μέσα της τό κέρδος.Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης


 
Όλος ο έρωτας και της ψυχής η αγάπη επιθυμεί πλέον να είναι στραμμένη προς τον Θεόν.

Επιστολή του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού.
 
Ηγαπημένη μου Μητέρα μετά πάντων των αδελφών μου, συγγενών και φίλων, πάντες χαίρετε εν Κυρίω.
Εγώ μεν καλώς υγιαίνω δι’ ευχών των γονέων και πάππων μας. Χαίρω δε και ευχαριστώ τον Θεόν, όπου με ηξίωσεν να έλθω εις τοιούτον μέγα και επουράνιον δώρον· να φορέσω το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα και να λέγωμαι Μοναχός, εγώ ο ανάξιος τοιαύτης δωρεάς.
Ας έχει δόξαν ο ελεήμων, ο εύσπλαχνος και αγαθός Πατήρ, όπου δεν με απεστράφη, αλλά με ηλέησε ως τον άσωτον υιόν. Και με εξέλεξεν εκ του κόσμου και με έφερε εις το άγιον τούτο Όρος, εις τοιούτον επίγειον Παράδεισον.
Επεπόθουν δε και εκαταφλέγετο η ψυχή μου εις το να μανθάνω περί της υγείας σας, ψυχικής και σωματικής. Αλλ’ η εντολή του Κυρίου, η λέγουσα «ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», αύτη με αναγκάζει να αλησμονήσω όχι μόνον γονείς, αδελφούς και συγγενείς, αλλά και αυτό ακόμη το ίδιον σώμα.Όλος ο έρωτας και της ψυχής η αγάπη επιθυμεί πλέον να είναι στραμμένη προς τον Θεόν. Να προσεύχεται και να ζητεί και να λαμβάνει τα αρμόδια φάρμακα προς κάθαρσιν της καρδίας και ανάπτυξιν του πνευματικού ανθρώπου.
Ο πόθος μου, η καύσις της καρδίας μου, ο θειος μου έρως ο φλογίζων μου διαρκώς τα σπλάγχνα είναι πως να σωθούν ψυχαί. Πώς να προσφερθούν εις τον γλυκύτατον μας Ιησοϋν θυσίαι λογικαί. Επιθυμώ να ιδώ όλους τους ιδικούς μου, μητέρα, αδελφούς και τα τέκνα αυτών, όλοι να γίνουν τέκνα Θεού. Να γίνουν όλοι θεία θυσία, ευάρεστος τω αγίω Θεώ.
Αχ, και ποιος ήθελεν είναι πλησίον μου να ήκουε τας ευχάς μου, να ήκουε τους στεναγμούς μου, να έβλεπε και τα δάκρυα όπου χύνω υπέρ των αδελφών μου; Όλην την νύκτα προσεύχομαι και φωνάζω· ή σώσε ό­λους τους ιδικούς μου, Κύριε, ή και εμένα σβήσε· δεν θέλω Παράδεισον!
Εάν δι’ όλον τον κόσμον εκχέωμεν όλην την δύναμιν ψυχής και καρδίας προς τον Κύριον των απάντων, πόσον μάλλον δι’ υμάς;
Λοιπόν ακούσατε μου του ταπεινού και ελαχίστου μοναχού και μη με καταφρονήσετε ως αγράμματον και άμαθη. Ανοίξατε τους οφθαλμούς της ψυχής σας να ιδήτε τί υπάρχει πέραν από αυτήν την ζωήν.
Οι άνθρωποι του κόσμου αγαπούν τον κόσμον, επειδή δεν εγνώρισαν ακόμη τήν πικρίαν του. Είναι ακόμη τυφλοί εις την ψυχήν και δεν βλέπουν τι κρύπτεται μέσα εις αυτήν την προσωρινήν χαράν. Δεν ήλθεν ακό­μη εις αυτούς φώς νοητόν· δεν έφεξεν ακόμη ήμερα σωτηρίας. Όμως εσείς, όπου τόσα έχετε ιδεί και έχετε ακούσει, πρέπει καλώς να εννοήσετε ότι των πρόσκαιρων οι απολαύσεις ωσάν σκιά παρέρχονται. Και ο καιρός της ζωής περνά και χάνεται και δεν γυρίζει οπίσω. Ο καιρός του παρόντος βίου είναι καιρός τρυγητού, καιρός θέρους. Και ο καθένας συνάγει τροφήν, όσον δύναται καθαράν και ταμιεύει αυτήν εις τήν άλλην ζωήν.
Δέν κερδίζει ο έξυπνος, ο ευγενής ή ο πλούσιος, αλλά όποιος υβρίζεται και μακροθυμεί, όποιος αδικείται και συγχωρεί, όποιος συκοφαντείται και υπομένει. Εκείνος που γίνεται σπόγγος και καθαρίζει ό,τι του λέ­γουν ό,τι ακούει. Αυτός καθαρίζεται και λαμπρύνεται περισσότερον. Αυτός φθάνει εις μέτρα μεγάλα. Αυτός εντρυφά εις θεωρίας μυστηρίων. Και τέλος αυτός είναι απ’ έδώ μέσα εις τόν Παράδεισον.
Όθεν, αδελφοί μου καλοί και ηγαπημένοι, όποιος από εσάς αδικείται εις τον κόσμον αυτόν και θελήσει να ζητήσει το δίκαιον, ας γνωρίζει ότι είναι αυτό. Να βαστάζει το βάρος του αδελφού του, του πλησίον του, μέχρις εσχάτης πνοής και να κάμνει υπομονήν εις όλα τα λυπηρά της παρούσης ζωής.
Διότι η κάθε θλίψις όπου μας γίνεται, αδελφοί μου, είτε εξ ανθρώπων είτε εκ δαιμόνων, είτε εξ αυτής της ι­δίας μας φύσεως, πάντοτε έχει κλεισμένον εντός αυτής το ανάλογον κέρδος. Και όποιος την περνά δι’ υπομο­νής λαμβάνει την πληρωμήν· ενταύθα τον αρραβώνα, εις την άλλην ζωήν το τέλειον.
Αλησμόνησα να σας γράψω ένα μελίρρυτον διηγηματάκι. Μίαν φοράν ήμουν γονατισμένος και αφού εκουράσθην από την προσευχήν, είδα ένα θαυμάσιον ό­ραμα.
Ενας πυρίμορφος νεανίας είχεν δύο μικρά ωραία κοριτσάκια πλησίον του. Το ένα ήταν η Μαρουσώ μας και το άλλο η Εργίνα. Τα μικρά όπου είχαν αποθάνει. Και τους λέγει ο νέος· «αυτός είναι ο αδελφός σας, τον γνωρίζετε;». Η Μαρουσώ ήταν μεγαλύτερη. «Τον γνωρίζω, λέγει, αλλά πολλά έτη πέρασαν από τότε». Η Ερ­γίνα είπεν· «Εγώ δεν τον είδα όταν ήμουν εις την ζω­ήν». Και τους λέγει· «ασπασθήτε τον και να φύγωμεν».
Και με φίλησαν τα δύο μικρά, ως μυρίπνοα άνθη και απήλθον. Και συνήλθα με δάκρυα πλήρεις τους ο­φθαλμούς, ενθυμούμενος τήν χαράν όπου γίνεται εις τους ουρανούς, όταν οί αμαρτωλοί μετανοούν και όταν οι Δίκαιοι εισέρχωνται εις τον Παράδεισον».

Ἄγγελος Θεοῦ Παντοκράτορος εἶναι ὁ Ἱερεύς



           (Ἐπιστολὴ γέροντος Φιλόθεου Ζερβάκου, 5-2-1958)
...Ἔχεις δίκαιον νὰ φοβῆσαι νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν Ἱερωσύνην. Τὸν φόβον αὐτὸν τὸν εἶχον ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἔφευγον τὴν ἱερωσύνην ταπεινούμενοι, στοχαζόμενοι ἀφ᾿ ἑνὸς τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης, τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τὴν ὁποίαν ὀφείλει νὰ ἔχῃ ὁ ἱερεύς, ἀφ᾿ ἑτέρου τὰς εὐθύνας τὰς ὁποίας ἀναλαμβάνει ἀπὸ τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν λαμβάνει τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης. Πολλοὶ δὲ ἐκ τῶν Ἁγίων καὶ ἐκρύπτοντο διὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἱερωσύνην καὶ τότε ἐδέχοντο, ὅταν ὁ Κύριος τοὺς ἀπεκάλυπτε, ἢ ὅλος ὁ δῆμος τοὺς πρότεινε ὡς ἀξίους, δι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπεκράτησε κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους τό, ἢ θεόκλητος ἢ δημόκλητος.
Ἀλλὰ κατὰ τοὺς σημερινοὺς χρόνους, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπικρατεῖ ἡ δαιμονόκλητος (δαιμονοπρόβλητος) ἢ ὑπερηφανοεαυτοπρόβλητος, ὃ ἐστὶ πολλούς, αἰσχρούς, φαύλους, ἀσεβεῖς, ἁμαρτωλούς, ἀναξίους, τοὺς προτείνει, τοὺς προβάλλει ὁ διάβολος εἰς ἱερωσύνην καὶ ἀρχιερωσύνην, πολλοὶ δὲ μόνοι τους προτείνουν ἑαυτοὺς ἐξ ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας καὶ οἰήσεως κατεχόμενοι, μὴ στοχαζόμενοι οἱ ἄφρονες, ὅτι ὁ ἱερεύς, ὁ λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ ὀφείλει νὰ εἶναι σώματι καὶ ψυχῇ καθαρότερος καὶ λαμπρότερος τῶν ἡλιακῶν ἀκτινῶν, καὶ ἀνώτερος καὶ ὑψηλώτερος καὶ ἁγιώτερος πάντων τῶν ἀνθρώπων. Ἄγγελος Θεοῦ Παντοκράτορος εἶναι ὁ Ἱερεύς, ἀλλὰ στοχαζόμενοι οἱ ματαιόφρονες, οἱ γηϊνόφρονες, οἱ κουφοὶ καὶ ἐπηρμένοι, ὅτι θὰ αὐξήσῃ ἡ τιμή των, ἡ δόξα των, καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ τοὺς φιλοῦν τὸ χέρι παντοῦ, θὰ τοὺς θαυμάζουν, ὅταν θὰ λειτουργοῦν ἐνδεδυμένοι χρυσοΰφαντα ἱερά, θὰ αὐξήσουν τὰ ὑλικὰ συμφέροντά των, ... καὶ ἀφοῦ θησαυρίσουν ἐπὶ τῆς γῆς, τότε θὰ εἰποῦν εἰς τὴν ψυχήν των, ὡς ὁ ἄφρων του Εὐαγγελίου· «ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά, φάγε, πίε, εὐφραίνου, ἀναπαύου».
Αὐτὰ στοχαζόμενοι καὶ διανοούμενοι ἐν ἐαυτοῖς, οἱ δαιμονόκλητοι καὶ ὑπερηφανοαυτόκλητοι, κινοῦν πάντα λίθον, τρέχουν ἄνω κάτω, βάζουν μεσίτας, πρωθυπουργούς, ὑπουργούς, βουλευτάς, πολιτικούς, μητροπολίτας κ.λπ., διὰ νὰ λάβουν τὴν Ἱερωσύνην καὶ Ἀρχιερωσύνην. Καὶ ὅταν τὴν λάβουν, ἐπειδὴ ἀναξίως τὴν ἔλαβον, τοὺς ἐγκαταλείπει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ γίνονται σκότος ἀντὶ φωτὸς καὶ μεταδίδουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀντὶ φωτὸς σκότος καὶ γίνονται αἰτία νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ. Ἡ σημερινὴ ἀθλιωτάτη καὶ οἰκτροτάτη κατάστασις τῆς κοινωνίας ὀφείλεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς τοὺς ἀναξίους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, διότι ὅταν τὸ φῶς γίνῃ σκότος, τὸ σκότος πόσον; Διὰ τοὺς τοιούτους ἐσκοτισμένους καὶ τετυφλωμένους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς λέγει ὁ σοφὸς Νεῖλος· «Ῥαδίως ἡ τῶν ποιμένων καὶ προεστώτων ἀσέβεια καὶ ἀμέλεια ἀπόλυσι τοὺς ποιμαινομένους», καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Οὐ πάντας χειροτονεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, (ἐννοῶν τοὺς ἀναξίους) ἀλλὰ διὰ πάντων ἐνεργεῖ», ἐννοῶν ὅτι τὰ Μυστήρια τελοῦνται καὶ ὑπὸ ἀναξίων, ὄχι διὰ τὴν ἀναξιότητά των, ἀλλὰ διὰ τὸν ἁγιασμὸν καὶ τὴν σωτηρίαν τῶν πιστῶν. Τελειοῦν δὲ αὐτὰ ὄχι οἱ ἀνάξιοι, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον...
Ὁ νῦν Μακαριώτατος Θεόκλητος εἰς τὰς χειροτονίας ποὺ κάμνει εἶναι προσεκτικὸς καὶ διακριτικός. Ἐφ᾿ ὅσον σὲ προτείνει ὁ Μακαριώτατος δὲν εἶσαι αὐτόκλητος, ἔχεις δὲ καὶ συναίσθησιν καὶ φόβον διὰ τὸ ὕψιστον ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης καὶ τὰς εὐθύνας, καὶ ἐπειδὴ ζητᾷς τὴν γνώμην μου, ἡ γνώμη μου καὶ συμβουλή μου εἶναι: Ἐάν, ὡς ἄνθρωπος, δὲν ἐμόλυνες τὸν ἑαυτόν σου μὲ θανάσιμον τινὰ ἁμαρτίαν σαρκικὴν καὶ λοιπάς, νὰ κάμῃς ὑπακοὴν καὶ νὰ δεχθῇς τὴν Ἱερωσύνην· καὶ ἐάν, ὡς ἄνθρωπος, ἔχῃς τινὰς ἀτελείας καὶ ἀδυναμίας, ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου, ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, θὰ τὰ ἀναπληρώσῃ· ὅταν δὲ τὴν διακονίαν σου ἐκπληρώσῃς μὲ ἐπιμέλειαν, μὲ προθυμίαν, μὲ ζῆλον καὶ μὲ πίστιν, τότε θὰ λάβῃς τὸν ἐν οὐρανοῖς ἁμαράντινον στέφανον, τὸν ὁποῖον θὰ σοὶ ἀποδώσῃ ὁ δίκαιος Κριτὴς εἰς τὴν ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως...
(Περιοδικὸν «ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ», τ. 14)

Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ἀπελπίζεται.Ἀπὸ τὸ Γεροντικό




Ἀπὸ τὸ Γεροντικό

Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιῶς, ἂν ἄραγε ὁ Θεὸς δέχεται τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε:
- Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
- Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.
- Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;

***

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἔκανα ἁμαρτία μεγάλη, καὶ θέλω νὰ μείνω σὲ μετάνοια τρία χρόνια.
- Πολὺ εἶναι, τοῦ λέει ὁ γέροντας.
Ρώτησαν τότε κάποιοι, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ:
- Φτάνουν σαράντα μέρες;
- Πολὺ εἶναι, εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς. Ἐγὼ νομίζω πώς, ἂν ἕνας ἄνθρωπος μετανοήσει μ᾿ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει ν᾿ ἁμαρτάνει πιά, ἀκόμα καὶ σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός.

***

Κάποιος ἄλλος ρώτησε πάλι τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσει καὶ μετανοήσει, τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ νὰ κάνουν. Δὲν θὰ τὸ κάνει λοιπόν, πολὺ περισσότερο, ὁ Ἴδιος;
Γιατὶ πρόσταξε τὸν Πέτρο νὰ συγχωρεῖ «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22) ὅσους ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.

***

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
- Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
- Νὰ σηκωθεῖς.
- Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.
- Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.
- Μέχρι πότε;
- Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴ καὶ φεύγει.

***

Σ᾿ ἕναν ἀδελφό, ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, φανερώθηκε ὁ σατανᾶς καὶ τοῦ λέει:
- Δὲν εἶσαι χριστιανός! 
Μὰ ὁ ἀδερφὸς τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὅ,τι καὶ νά᾿ μαι, τώρα σ᾿ ἀφήνω καὶ φεύγω!
- Σοῦ τὸ λέω, θὰ πᾶς στὴν κόλαση! Ἐπέμεινε ὁ σατανᾶς.
- Δὲν εἶσαι σὺ ὁ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου! τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.
Ἔτσι, καθὼς δὲν κατόρθωνε τίποτα ὁ σατανᾶς, σηκώθηκε κι ἔφυγε. Ὁ ἀδελφός, πάλι, μετανόησε εἰλικρινὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἀγωνιστής.

***

Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα:
- Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης λέγοντας, «οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ;» (Ψαλμ. 3:3).
- Ἐννοεῖ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπελπισίας, εἶπε ὁ γέροντας, ποὺ ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες σ᾿ ὅποιον ἁμάρτησε. Τοῦ λένε, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται πιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ ἔτσι προσπαθοῦν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὰ βάραθρα τῆς ἀπογνώσεως. Τέτοιους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς διώχνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ λόγια:
«Κύριος καταφυγή μου, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου» (πρβλ. Ἔξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).

*****

Εφραίμ Κατουνακιώτης: Η καλυτέρα προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνην την ώρα



Εφραίμ ιερομόναχος Κατουνακιώτης (1912-1998)
(Φωτογραφία: Μητροφάνης ιερομόναχος, Κατουνάκια γύρω στα 1980)

Το κομποσχοινάκι είναι θαυματουργό!
Η καλυτέρα προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνην την ώρα.
 Δεν είναι μόνον, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να μεταλάβουμε,
 τρόπον τινά, αύριο. Α, «από ρυπαρών χειλέων, 
από βδελυράς καρδίας...»· διαβάζουμε, ούτε καταλαμβάνουμε τι 
λέμε. Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο ίδιος· οπότε 
καταλαμβάνεις τι λες εις τον Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, 
να πούμε, μεγάλη δύναμη!
Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα μεταλάβουμε. Θα μεταλάβουμε.
 Θά 'ρθει ουσιωδώς ο Παράκλητος ν' αγιάσει τα Δώρα· πώς
 θα τον υποδεχθείς; «Στο έλεός Σου, στην ευσπλαχνία Σου,
 συγχώρεσέ με». Έχει δύναμη διότι το λες και το καταλαμβάνεις,
 από μέσα απ' την ψυχή σου βγαίνει αυτή η ευχή, να πούμε. 
Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους,
 αλλά αυτό που βγαίνει από μέσα σου, το καταλαμβάνεις τι λες.

- Καὶ τί λέτε, Γέροντα, γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους στὴν προσευχή σας;




Φωτογραφία: Ἐγὼ κι ἐσὺ εἴμαστε ἕνα {Γέροντος Πορφυρίου}

Συχνὰ οἱ προσκυνητὲς ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ προσευχηθεῖ γιὰ ἐκείνους καὶ γιὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα καὶ πάντοτε ὁ Γέροντας ὑποσχόταν πὼς θὰ τὸ πράξει. Μοῦ γεννήθηκε ἡ ἀπορία: Πῶς μπορεῖ ὁ Γέροντας νὰ θυμᾶται ἑκατοντάδες ὀνόματα; Μιὰ μέρα ποὺ μιλούσαμε γιὰ τὴν προσευχή, στρέφεται ξαφνικὰ καὶ μοῦ λέει:
 
- Θὰ μὲ ρωτήσεις ἴσως, πῶς θυμᾶμαι στὴν προσευχή μου τόσα ὀνόματα. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος. Λέω, Κύριε, ἐλέησον τὸν Γιῶργο, τὸ Νίκο, τὴ Μαρία, τὴν Κατερίνα – ὅσα ὀνόματα θυμᾶμαι – καὶ ὅλους ὅσους μοῦ παρήγγειλαν νὰ προσεύχομαι γι’ αὐτοὺς καὶ ξέχασα τὰ ὀνόματά τους. Κι ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν εἶναι πατὴρ Πορφύριος νὰ ξεχνᾶ, ἀλλὰ θυμᾶται ὅλα τὰ ὀνόματα, ἀμέσως ἔρχεται καὶ ἐλεεῖ ὅλους.
 
Θαύμασα τὴ θεία φώτισή του καὶ ρώτησα:
 
- Καὶ τί λέτε, Γέροντα, γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους στὴν προσευχή σας;
 
Κι ὁ Γέροντας, μὲ τὸν πιὸ φυσικὸ τρόπο, μοῦ ἀπάντησε:
 
- Ἔ, νά! Λέω πρῶτα, Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με.
 
- Ἐλέησόν με, λέτε; Μὰ αὐτοὶ σᾶς ζήτησαν νὰ προσευχηθεῖτε γιὰ κείνους, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀντέτεινα μὲ ἀπορία.
 
Κι ὁ Γέροντας, γιὰ ἄλλη μιὰ φοά, μὲ κατέλαβε ἐξ ἀπροόπτου, λέγοντας:
 
- Καλά, ἐσὺ δὲν ξέρεις ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐλεήσει ἐμένα, δὲν ἐλεεῖ οὔτε ἐσένα; Δὲν ξέρεις ὅτι ἐσὺ καὶ ἐγὼ εἴμαστε ἕνα;
 
Ἁπλά λόγια, ἀλλὰ μὲ πολὺ, πάρα πολὺ μεγάλο βάθος. Τόσο βάθος, ὥστε ὁ Γέροντας σὲ ἄλλη συζήτηση νὰ πεῖ, ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἑνότητός μας μὲ τὸν ἄλλον κρύβεται τὸ μυστικὸ τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
 
Ἀργότερα, διαβάζοντας φιλοπατερικὰ βιβλία, ἔβλεπα ἐκεῖ, ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη πρὸς τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸν προσωπικό μας ἁγιασμό. Θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ π. Πορφυρίου, ὅταν διάβαζα τὴ βιογραφία τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ποὺ ἔλεγε: “Ἀπόκτησε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ μέσα σου καὶ χιλιάδες ἄνθρωποι θὰ σωθοῦν γύρω σου”. Καὶ μήπως αὐτὸ δὲν συνέβαινε στὸν π. Πορφύριο; Ὅσο γιὰ ἐκεῖνο τὸ ἐκπληκτικὸ “ἐγὼ κι ἐσὺ εἴμαστε ἕνα”, πιστεύω ὅτι ἰσχύει, δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ, γιὰ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ ζωή του πραγματοποίησε τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου “ἵνα πάντες ἓν ὦσι”.
 
 
 
(Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 360-361)Ἐγὼ κι ἐσὺ 
εἴμαστε ἕνα
 {Γέροντος 
Πορφυρίου}

Συχνὰ οἱ προσκυνητὲς 
ζητοῦσαν ἀπὸ 
τὸν Γέροντα νὰ
 προσευχηθεῖ 
γιὰ ἐκείνους 
καὶ γιὰ ἀγαπημένα
 τους πρόσωπα
 καὶ πάντοτε ὁ Γέροντας 
ὑποσχόταν πὼς θὰ 
τὸ πράξει. 
Μοῦ γεννήθηκε ἡ ἀπορία:
 Πῶς μπορεῖ ὁ Γέροντας
 νὰ θυμᾶται ἑκατοντάδες 
ὀνόματα;
 Μιὰ μέρα ποὺ μιλούσαμε 
γιὰ τὴν προσευχή, στρέφεται ξαφνικὰ καὶ μοῦ λέει:

- Θὰ μὲ ρωτήσεις ἴσως, πῶς θυμᾶμαι στὴν προσευχή μου τόσα ὀνόματα. 
Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος. Λέω, Κύριε, ἐλέησον τὸν 
Γιῶργο, τὸ Νίκο, τὴ Μαρία, τὴν Κατερίνα – ὅσα ὀνόματα θυμᾶμαι –
 καὶ ὅλους ὅσους μοῦ παρήγγειλαν νὰ προσεύχομαι γι’ αὐτοὺς
 καὶ ξέχασα τὰ ὀνόματά τους. Κι ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν εἶναι 
πατὴρ Πορφύριος νὰ ξεχνᾶ, ἀλλὰ θυμᾶται ὅλα τὰ ὀνόματα, ἀμέσως 
ἔρχεται καὶ ἐλεεῖ ὅλους.

Θαύμασα τὴ θεία φώτισή του καὶ ρώτησα:

- Καὶ τί λέτε, Γέροντα, γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους στὴν προσευχή σας;

Κι ὁ Γέροντας, μὲ τὸν πιὸ φυσικὸ τρόπο, μοῦ ἀπάντησε:

- Ἔ, νά! Λέω πρῶτα, Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με.

- Ἐλέησόν με, λέτε; Μὰ αὐτοὶ σᾶς ζήτησαν νὰ προσευχηθεῖτε
 γιὰ κείνους, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀντέτεινα μὲ ἀπορία.

Κι ὁ Γέροντας, γιὰ ἄλλη μιὰ φοά, μὲ κατέλαβε ἐξ ἀπροόπτου,
 λέγοντας:

- Καλά, ἐσὺ δὲν ξέρεις ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐλεήσει ἐμένα, 
δὲν ἐλεεῖ οὔτε ἐσένα; Δὲν ξέρεις ὅτι ἐσὺ καὶ ἐγὼ εἴμαστε ἕνα;

Ἁπλά λόγια, ἀλλὰ μὲ πολὺ, πάρα πολὺ μεγάλο βάθος. 
Τόσο βάθος, ὥστε ὁ Γέροντας σὲ ἄλλη συζήτηση νὰ πεῖ,
 ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἑνότητός μας μὲ τὸν ἄλλον 
κρύβεται τὸ μυστικὸ τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ἀργότερα, διαβάζοντας φιλοπατερικὰ βιβλία, ἔβλεπα ἐκεῖ, ὅτι δὲν 
ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη πρὸς τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸν 
προσωπικό μας ἁγιασμό. Θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ π. Πορφυρίου, 
ὅταν διάβαζα τὴ βιογραφία τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, 
ποὺ ἔλεγε: “Ἀπόκτησε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ μέσα σου καὶ χιλιάδες
 ἄνθρωποι θὰ σωθοῦν γύρω σου”. Καὶ μήπως αὐτὸ δὲν συνέβαινε 
στὸν π. Πορφύριο; Ὅσο γιὰ ἐκεῖνο τὸ ἐκπληκτικὸ “ἐγὼ κι ἐσὺ 
εἴμαστε ἕνα”, πιστεύω ὅτι ἰσχύει, δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ, γιὰ τὸν 
Γέροντα, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ ζωή του πραγματοποίησε τὴν ἀρχιερατικὴ 
προσευχὴ τοῦ Κυρίου “ἵνα πάντες ἓν ὦσι”.



(Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 360-361)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ



Αρχιμ. Κύριλλου
(Κεφαλόπουλου)
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, αρχιεπίσκοπος Εφέσου, δεν είναι μία συνηθισμένη μορφή αγίου. Αποτελεί μία πολύπλευρη και δυναμική εκκλησιαστική προσωπικότητα, μία εμβληματική μορφή της Ορθοδοξίας. Με την στάση του στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-39 ανεδείχθη πρωταγωνιστής αυτής και απετέλεσε »σημείον αντιλεγόμενον». Στο πρόσωπό του διατυπώθηκαν οι πιο αντιφατικές κρίσεις. Η ορθόδοξος Ανατολή και η Παπική Δύση τον θαύμασαν για τον δυναμισμό και την μαχητικότητα, αλλά και τον επέκριναν σκληρά για φανατισμό και στενότητα αντιλήψεων (κυρίως οι δυτικοί).
Ζυμωμένος όμως με το πνεύμα και την σκέψιν των θεοκηρύκων Πατέρων και ενσαρκωτής του Ορθοδόξου θρησκευτικού αισθητηρίου του λαού, ούτε επτοήθη ούτε παρεσύρθη από την δίνην των γεγονότων. Είχεν εννοήσει εγκαίρως το πνευματικόν ψεύδος, επάνω εις το οποίον οι άλλοι, με την κοντόφθαλμον πολιτικήν των, προσεπάθησαν να στηρίξουν την σωτηρίαν της αυτοκρατορίας. Είχεν αισθανθεί το κλίμα και είχεν εισδύσει εις το βάθος του πραγματικού περιεχομένου της ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Και οξύνους καθώς ήτο, διέβλεψεν ότι ο Πάπας δεν ήθελεν την ένωσιν των Εκκλησιών.
Ο Πάπας, μαζί με τους ηγεμόνας της Δύεως, έπαιζε μάλλον με το απερίγραπτον δράμα της νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, την υποταγήν της οποίας ουδέποτε έπαυσαν να λαχταρούν και να επιδιώκουν.
Ο Άγιος Εφέσου, πεπεισμένος δι’ όλα αυτά, όπως επίσης και διά την κρυστάλλινην αλήθειαν, την οποίαν υπεστήριζεν, επέτυχε να αρθή εις το ύψος των περιστάσεων και να αναπετάση την σημαίαν του Σταυρού. Έθεσεν ευθύς εξ αρχής υπεράνω του πολιτικού συμφέροντος την διαφύλαξιν της Ορθοδόξου πίστεως και των Αποστολικών της παραδόσεων. Ύψωσε το πνευματέμφορον ανάστημά του και εστάθη αμετακίνητος εις την έπαλξιν. Έγινεν έτσι ο αδιαπέραστος θυρεός εμπρός εις την πύλην, την οποίαν επέμενε να περάση η Δύσις, δια να πατήση τον ιερόν χώρον της μαρτυρικής και ασκητικής Ορθοδοξίας.
Επειδή η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως υπερβαίνει τα στενά όρια του χρόνου και του τόπου και είναι γεγονός με παγκόσμιον αντίκτυπον, διά τούτο και η ταπεινή και γενναία μορφή του αγίου Μάρκου, επισκόπου Εφέσου, εφ’ όσον συνεδέθη με το συνταρακτικόν εκείνο δράμα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, αποκτά αξίαν οικουμενικην… αυτό ακριβώς θα αποτελή πάντοτε και την δικαίωσιν των θεοφιλών αγώνων του επισκόπου Εφέσου αγίου Μάρκου του Ευγενικού, του οποίου τας θερμάς προς τον Κύριον πρεσβείαις πρέπει να εξαιτούμεθα εκ βάθους ψυχής πάντοτε μεν, ιδιαιτέρως σήμερον» (Νικ. Βασιλειάδη, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. ΣΩΤΗΡ, Αθήναι 2007, σελ. 3-5).
Ο Άγιος Μάρκος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στην συνοικία του Γαλατά το 1392, σε μία περίοδο παρακμής και συρρικνώσεως της αυτοκρατορίας, από γονείς ευσεβείς και επιφανείς, ευγενικής καταγωγής, εξ ου και το προσωνύμιο Ευγενικός. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν Διάκονος της μεγάλης Εκκλησίας, και η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία. Ο άγιος έλαβε το βαπτιστικό όνομα Μανουήλ, και είχε ένα άλλον αδελφόν, τον Ιωάννην.
Και τα δύο αδέλφια με την φροντίδα των γονέων τους έλαβαν σπουδαία μόρφωση θύραθεν φιλοσοφική και χριστιανική μαθητεύοντες σε σπουδαίους διδασκάλους και φιλοσόφους της Πόλεως. Ο νεαρός Μανουήλ αγάπησε τον μοναστικό βίο και εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων. Σε ηλικία 25 ετών εκάρη μοναχός λαβών το όνομα Μάρκος. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας, ενώ για την μεγάλη του μόρφωση τοποθετήθηκε διευθυντής στο Πατριαρχικό φροντιστήριο. Ο ιερομόναχος Μάρκος ετιμάτο για την αρετή και την μόρφωσή του, και είχε καλή φήμη στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Έτσι, ήταν πολύ φυσικό να τον επιλέξουν να συμμετάσχει στην βυζαντινή αποστολή που θα μετέβαινε στην Δύση, στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ιδιαιτέρως επέμενε ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος, που εκτιμούσε την μόρφωσή του και ήθελε να τον συμπεριλάβει στην συνοδεία του, αφού προηγουμένως θέλησε να τον αναβαθμίσει εκκλησιαστικά και να τον περιβάλλει με το κύρος του μητροπολίτου. Η Σύνοδος του Πατριαρχείου τον εξέλεξε μητροπολίτην Εφέσου, λίγο πριν αναχωρήσουν για την Ιταλία. Τον μητροπολίτην πλέον Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό επέλεξαν και τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων να τα αντιπροσωπεύσει στον διάλογο με τους Λατίνους.
Η βυζαντινή αποστολή στην Φερράρα επρόκειτο να συζητήσει πολύ σοβαρά και δύσκολα ζητήματα, τις θεολογικές διαφορές που είχαν οδηγήσει στο Σχίσμα Δύσεως και Ανατολής λόγω των δογματικών παρεκκλίσεων και των πολιτικών απαιτήσεων των εκάστοτε Ρωμαίων Παπών για πρωτοκαθεδρία εκκλησιαστική και κοσμική (Πρωτείο). Ο αυτοκράτωρ επείγετο να έλθει σε συνεννόηση με την Δύση και τον Πάπα πιεζόμενος από την στρατιωτική απειλή των Οθωμανών και την εμφανή αδυναμία και παρακμή της συρρικνούμενης αυτοκρατορίας, και επιθυμούσε διακαώς την επίτευξη της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, ελπίζοντας ότι μετά την Ένωση ο Πάπας και οι δυτικοί ηγεμόνες θα έσπευδαν να βοηθήσουν την Κωνσταντινούπολη στρατιωτικά και αποτελεσματικά για να αποκρουσθεί η οθωμανική απειλή. Ο αυτοκράτωρ θέλησε σε αυτές τις κρίσιμες συζητήσεις η ορθόδοξος ανατολή να εκπροσωπηθεί με τους καλύτερους άνδρες της στο ανώτερο επίπεδο αξιωματούχων του κράτους και της εκκλησίας, μεταξύ αυτών ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων Γεμιστός, οι μητροπολίτες Νικαίας Βησσαρίων και Εφέσου Μάρκος, αμφότεροι άνδρες ευρείας μορφώσεως χριστιανικής και φιλοσοφικής.
Τα θεολογικά ζητήματα που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες Δύσεως και Ανατολής ήσαν πολύπλοκα και εχρονολογούντο από αιώνων, όπως η απαίτηση του Πάπα για το Πρωτείο μέσα στην Εκκλησία και υπεράνω αυτοκρατόρων και ηγεμόνων, η αίρεση του Φιλιόκβε ( περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος με την αυθαίρετη προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Λατίνους της φράσεως »και εκ του Υιού»), το Καθαρτήριο Πυρ και άλλα λειτουργικά ζητήματα, όπως η χρήση αζύμων στην Θεία Κοινωνία, η μετουσίωση και ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων, οι ημέρες της νηστείας κ.ά. Όλες αυτές οι δογματικές και λειτουργικές προσθήκες μονομερώς από την Λατινική Εκκλησία, η υπεροψία και η αλαζονεία των δυτικών όπως και η από αιώνων αμοιβαία καχυποψία που την συντηρούσαν οι επεκτατικές βλέψεις των Παπών στην Ανατολή, το Σχίσμα του 1054 με τους εκατέρωθεν αφορισμούς, οι βιαιοπραγίες των Σταυροφόρων κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204, δυσχέραιναν επιπλέον τον επιχειρούμενο διάλογο στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας.
Ωστόσο, υπήρχε μία συγκρατημένη αισιοδοξία και από τις δύο πλευρές όσο και η μεγάλη επιθυμία του αυτοκράτορος Ιωάννου Παλαιολόγου, που θα πίεζε για λόγους πολιτικούς για την Ένωση, η άδολη επιθυμία εκ μέρους των Ορθοδόξων να παύσει επιτέλους το Σχίσμα των Εκκλησιών και να ενωθεί η διηρημένη Εκκλησία του Χριστού (Πατριάρχης Ιωσήφ, Βησσαρίων, Γ. Σχολάριος, Μάρκος ο Ευγενικός) και η πίεση του Πάπα Ευγενίου για λόγους εκκλησιαστικού και κοσμικού γοήτρου να επαναφέρει »τους αιρετικούς Γραικούς» στην Καθολική Εκκλησία, ήσαν παράγοντες που πίεζαν τα πράγματα προς την επίτευξη της Ενώσεως. Δυστυχώς, οι συζητήσεις στην Φερράρα-Φλωρεντία έδειξαν πως οι προθέσεις των Δυτικών δεν ήσαν απολύτως ειλικρινείς και έντιμες για ένα γνήσιο και ισότιμο θεολογικό διάλογο, και έτσι χάθηκε η ευκαιρία να επιτευχθεί μία σταθερή Ένωση και όχι αυτή η εκβιαστική και υπό πιεστικές ιστορικές συνθήκες ψευδοένωση που άλλωστε δεν είχε τις προϋποθέσεις να διαρκέσει.
Υπό αυτές τις συνθήκες όδευαν οι ορθόδοξοι στην Σύνοδο της Φερράρας. Έχοντας περιγράψει τις συνθήκες αυτές μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την στάση και τις θέσεις του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά την διάρκεια της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας.. όσο και τα κατόπιν αυτής, αφού υπεγράφη η Ένωση και υπέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.
Εξ αρχής διεφάνη η υπεροπτική και αλαζονική συμπεριφορά του Πάπα Ευγενίου προς τους ορθοδόξους. Απαίτησε ο αυτοκράτωρ, ο Πατριάρχης και οι λοιποί ορθόδοξοι αντιπρόσωποι να γονατίσουν μπροστά του, να του φιλήσουν το πόδι, να καθίσουν σε χαμηλότερους θρόνους (απαιτήσεις που δεν τις δέχθηκαν οι ορθόδοξοι ως υποτιμητικές και προσβλητικές. Άλλωστε, οι συζητήσεις τραβούσαν εις μάκρος, οι Λατίνοι ήθελαν να κουράσουν τους ορθοδόξους ελπίζοντες ότι οι στερήσεις στην καθημερινή τους τροφοδοσία και στις συνθήκες διαμονής, η νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα μετά από πολύμηνη παραμονή σε ιταλικό έδαφος, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί και οι χρηματικές υποσχέσεις του Πάπα θα έφερναν το επιθυμητό αποτέλεσμα, να κάμψουν το φρόνημα των ορθοδόξων και να τους αναγκάσουν έστω και απρόθυμα να υπογράψουν την Ένωση με τους όρους των Λατίνων.
Σε όλες αυτές τις πιέσεις στάθηκε ασυμβίβαστος υπερασπιστής της αληθείας της Πίστεως, υπέρμαχος και στύλος της Ορθοδοξίας ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός. Ας παρακολουθήσουμε την στάση που κράτησε ο Άγιος Μάρκος στην διάρκεια της Συνόδου. Να διευκρινίσουμε εξ αρχής ότι ο Άγιος Μάρκος συμμετείχε στις συζητήσεις με διάθεση ειλικρινούς διαλόγου και γνήσιας επιθυμίας να γίνει η Ένωση σύμφωνα με την ακαινοτόμητη Ευαγγελική Αλήθεια και την Αποστολική Παράδοση της ενωμένης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Οι προθέσεις του Αγίου Μάρκου ήσαν υπέρ του διαλόγου και της συμφιλιώσεως( »καταλλαγής») επί τη βάσει της εν Χριστώ αγάπης και της αληθούς πίστεως. Αδίκως λοιπόν τον κατηγόρησαν οι Λατίνοι και οι φιλενωτικοί για πεισματική και αδιάλλακτη, σχεδόν φανατική στάση. Η αγνότητα και η ειλικρίνεια του Αγίου Μάρκου φαίνεται από το υπόμνημα που υπέβαλε στον Πάπα και δεικνύει τον πόθο του για Ένωση, και αρχίζει ως εξής: »σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια, σήμερον αι νοηταί ακτίνες του της ειρήνης ηλίου τη οικουμένη πάση προανατέλλουσι, σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον διεσπαρμένα τε και διερρηγμένα, προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων ο Θεός εφεστάναι διηρημένω τω σώματι, ουδέ τον της αγάπης δεσμόν εξ ημών ανηρήσθαι παντάπασιν η αγάπη βούλεται» (και συνεχίζει θρηνώντας για το σχίσμα) »μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους και κατεσθίομεν, έως αν υπ’ αλλήλων αναλωθώμεν και υπό των έξωθεν εχθρών εις το μηκέτι είναι χωρήσωμεν; Μη γένοιτο τούτο, Χριστέ Βασιλεύ, μηδέ νικήση την σην αγαθότητα των ημετέρων αμαρτιών η πληθύς» (Συροπούλου, Απομνημονεύματα V, 3).
Κατά την διάρκεια των συζητήσεων οι Λατίνοι επεκαλούντο χειρόγραφα των ανατολικών ορθοδόξων πατέρων για να στηρίξουν θεολογικώς τις κακοδοξίες τους, όμως τα παραθέματά τους ήσαν αλλοιωμένα. Ο Άγιος Μάρκος, βαθύς γνώστης της θεολογίας και των έργων των αγίων Πατέρων αντελήφθη την αλλοίωση των πρωτοτύπων κειμένων, και για να θέσει τον διάλογο σε ορθές βάσεις στα πλαίσια των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων που κατεδίκαζαν καινοτομίες και αυθαίρετες προσθήκες στα της πίστεως, επέμενε να αναγνωσθούν εις επήκοον όλων οι όροι και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Φυσικά, οι Λατίνοι αντέδρασαν διότι έτσι θα απεκαλύπτετο η πλαστογραφία και απεχώρησαν. Όμως οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι εθαύμασαν την στάση του Αγίου Μάρκου: »εάν έβλεπες αυτό το οποίον ο άγιος και έντιμος Μάρκος, μητροπολίτης Εφέσου, είπεν εις τον Πάπαν και εις όλους τους Λατίνους, θα εγελούσες και θα έκλαιγες. Όπως βλέπεις, ο άγιος Μάρκος Εφέσου είναι όμοιος με τους προηγουμένους Πατέρας, τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, τον Μ. Βασίλειον και Γρηγόριον τον Θεολόγον. Βλέπεις επίσης και μόνος σου ότι τώρα οι Λατίνοι δεν τολμούν πλέον να αντιλέξουν εις τον άγιον Μάρκον. Ο Πάπας έφυγε με τους λογίους του, επήραν μαζί τους και όλα τα βιβλία των».
Την ίδια στάση κράτησε ο Άγιος Μάρκος σε όλες τις συνεδριάσεις. Επέμενε οι θεολογικές διαφορές που χώριζαν Δυτική και Ανατολική Εκκλησία και επρόκειτο να συζητηθούν, Παπικό Πρωτείο, Φιλιόκβε, Καθαρτήριο Πυρ, να συζητηθούν στην βάση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ώστε με την ανάγνωση των Πρακτικών και των όρων να καταφανεί η αληθινή και ακαινοτόμητος πίστη. »Πρώτον μεν εστίν αναγκαιοτάτη η ειρήνη, ήν κατέλιπεν ημίν ο δεσπότης ημών ο Χριστός, και η αγάπη. Δεύτερον, ότι παρέβλεψεν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την αγάπην και διελύθη η ειρήνη. Τρίτον, ότι ανακαλουμένη νυν η Ρωμαϊκή Εκκλησία την καταλειφθείσαν αγάπην, εσπούδασεν ίν’ έλθωμεν ενταύθα και εξετάσωμεν τας μεταξύ ημών διαφοράς. Τέταρτον, ότι αδύνατον εστιν ανακαλέσασθαι την ειρήνην, εάν μη λυθή το σχίσματος αίτιον, και πέμπτον, ίνα και οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων αναγνωσθώσιν, ως αν φανώμεν και ημείς σύμφωνοι τοις εν εκείνοις Πατράσι και η παρούσα σύνοδος εκείναις ακόλουθος» ( Συρόπουλος, Απομνημονεύματα, VI, κεφ. 27). Έτσι, ο Άγιος Μάρκος έθετε τα σωστά θεμέλια του θεολογικού διαλόγου, την αγάπη και την ειρήνη που θα αναιρέσουν το σχίσμα, εφ’ όσον οι αποφάσεις που θα ληφθούν να είναι σύμφωνες με το πνεύμα και την διδασκαλία των Αγίων και Οικουμενικών Πατέρων.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες και την καλήν διάθεση του Αγίου Μάρκου, όλες οι πλευρές πίεζαν να υπογραφεί η Ένωση πάση θυσία, έστω και κατ’ οικονομίαν και συμβιβαστικώς χωρίς να προϋπάρξει επίλυση των θεολογικών διαφορών. Ο Πάπας, οι Λατίνοι, οι φιλενωτικοί Βησσαρίων και Ισίδωρος Κιέβου βιάζονταν για την Ένωση όπως-όπως. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιοόγος κάλεσε τον Άγιο Μάρκο και τον πίεσε να δεχθεί την Ένωση, διότι αυτός ήταν το κύριο εμπόδιο για την άνευ όρων ψευδοένωση. Ο άγιος Μάρκος είπε τότε τον παροιμιώδη λόγον : »ου ποιήσω τούτο ποτέ, καν ει τι και γένηται (=ό,τι και να γίνει)… τας των Δυτικών διδασκάλων φωνάς ούτε αναγνωρίζω ούτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ότι διεφθαρμέναι εισίν. Ου συγχωρεί (=δεν επιτρέπεται) συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως».
Οι αποφάσεις είχαν ληφθεί και οι εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί. Ο Άγιος Μάρκος παρακολουθούσε τις εξελίξεις »σιωπών και αλγών (=πονώντας) επί τοις γινομένοις». Ακόμη και ο Πάπας τον εκάλεσε ενώπιόν του προσπαθώντας με πιέσεις και απειλές να τον πείσει πως αν δεν υπογράψει θα υποστεί τις συνέπειες. Για να τον υποτιμήσει περισσότερον δεν του προσέφερεν ούτε κάθισμα. Ο Άγιος Μάρκος έλαβε μόνος του κάθισμα προφασιζόμενος πόνους στα πόδια και κάθισε από μόνος του χωρίς την άδεια του Πάπα. Ήταν φανερό από την αγέρωχη και θαρραλέα στάση του ορθοδόξου ιεράρχου πως δεν θα υπέκυπτε στις παπικές πιέσεις και απειλές.
Τελικώς, η Ένωση υπεγράφη. Μόνον ο Πλήθων Γεμιστός και ο Άγιος Μάρκος δεν υπέγραψαν τον ενωτικό Όρο. Όταν έμαθε ο Πάπας Ευγένιος ότι ο Μάρκος Εφέσου δεν υπέγραψεν, είπε το παροιμιώδες: »Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν εποιήσαμεν!». Έγινε πανηγυρική θεία λειτουργία, εμνημονεύθη ο Πάπας και ανεγνώσθη το κείμενο της Ενώσεως λατινιστί και ελληνιστί (από τον Βησσαρίωνα). Η ελληνική αντιπροσωπεία ανεχώρησε. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ εγγυήθηκε την ζωή του Αγίου Μάρκου, που παρ’ όλα αυτά τον εκτιμούσε βαθύτατα, και τον επιβίβασε στην αυτοκρατορική γαλέρα. Οι ορθόδοξοι, στον δρόμο της επιστροφής, έκαναν στάση στην Βενετία, όπου ελειτούργησαν στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας 17 Σεπτεμβρίου 1439, χωρίς παρουσία Λατίνων κληρικών και χωρίς να μνημονευθεί ο Πάπας. Ήταν φανερό πως οι ορθόδοξοι κατά βάθος δεν είχαν αποδεχθεί την Ένωση, έστω και αν κάτω από αφόρητες πιέσεις την υπέγραψαν.
Τα νέα για την Ένωση γρήγορα ταξίδευσαν στην Ανατολή. Και όπου περνούσε η ελληνική αντιπροσωπεία επιστρέφουσα εγένετο δεκτή από τους ορθοδόξους με αποδοκιμασίες, ενώ επευφημούσαν τον Μάρκο Εφέσου που δεν υπέγραψε. Προ των ανθενωτικών αντιδράσεων του πιστού λαού, οι αρχιερείς που είχαν υπογράψει δήλωναν μετανοιωμένοι. Έτσι, απαντούσαν ότι »πεπράκαμεν (= πωλήσαμε) την πίστιν ημών, αντηλλάξαμεν τη ασεβεία την ευσέβειαν (= ανταλλάξαμε με τον ασεβή παπισμό την ορθόδοξο πίστη), προδόντες την καθαράν θυσίαν αζυμίται γεγόναμεν. -και δια τι υπεγράφετε; -φοβούμενοι τους Φράγκους. – η δεξιά αύτη υπέγραψε, κοπήτω, η γλώττα ωμολόγησεν, εκριζούσθω» ( Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, σελ. 216 Α) . Μπορεί ο αυτοκράτωρ να τοποθέτησε στην θέση του θανόντος πατριάρχου Ιωσήφ τον φιλενωτικό Μητροφάνη Κυζίκου, ωστόσο δεν έλαβε περισσότερα μέτρα για την εφαρμογή των όρων της Ενώσεως. Ο λαός αντιδρούσε, στους ναούς που λειτουργούσαν οι ενωτικοί δεν συμμετείχε θεωρώντας τους προδότες και εξωνημένους, ενώ τιμούσε τον Άγιο Μάρκο που ανεδείχθη στύλος και υπέρμαχος της ορθοδοξίας.
Νέοι αγώνες ανέμεναν τον Άγιο Μάρκο. Μετά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, ανέλαβε το βάρος της ανθενωτικής προσπάθειας, μετέβη στην Έφεσο, αλλά κατόπιν εντολής του αυτοκράτορος, παρέμεινε σε περιορισμό στην Λήμνο (1440-1441). Εκεί, συνέταξε την περίφημη Εγκύκλιο »προς τους απαναταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς» (P.G. 160, 112-204). Σε αυτήν διαφωτίζει τους ορθοδόξους πιστούς για το ζήτημα της Ενώσεως και πώς να βλέπει τους Λατίνους, ενώ ταυτοχρόνως τονίζει το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι κράτησαν την πίστη των πατέρων ανόθευτη. Τους Λατίνους αποκαλεί »αιρετικούς» διότι πιστεύουν »άτοπα και δυσσεβή», ότι στο Σύμβολο της Πίστεως προσέθεσαν »παράλογον προσθήκην» ( το Φιλιόκβε), και αιτιολογεί τον χαρακτηρισμό των Λατίνων ως αιρετικών ως εξής: »φασί γαρ οι φιλευσεβείς νόμοι, αιρετικός εστι και τοις κατά των αιρετικών νόμοις υπόκειται ο και μικρόν γουν τι παρεκκλίνων της ορθής πίστεως». Εφ’ όσον οι Δυτικοί παρεξέκλινον της ορθοδοξίας τότε »ορθώς απεκόψαμεν τούτους ως αιρετικούς».
Για την συμπεριφορά των ορθοδόξων ως προς τους φιλενωτικούς και λατινίζοντες, αλλά και προς τους αιρετικούς Λατίνους, ο Άγιος Μάρκος τηρεί σκληρή και αδιάλλακτη στάση: »φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως ή κακείνων πολλώ δήπου χείρονας, τους χριστοκαπήλους και χριστεμπόρους». Παρατηρούμε λοιπόν ότι μετά την υπογραφή της Ενώσεως ο άγιος Μάρκος σκληραίνει κατά πολύ την θέση του και χρησιμοποιεί βαρείς χαρακτηρισμούς.
Οι αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας στην συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος εθεωρούντο άκυρες και μη δεσμευτικές. Ήδη ο Γ. Σχολάριος συντάσσει »Σύντομον Απολογίαν» υπέρ των ανθενωτικών, ο λατινόφρων Πατριάρχης Μητροφάνης χαρακτηρίζεται ως αιρετικός και μητραλοίας της πίστεως, από τους τριάντα τρεις υπογράψαντες την Ένωση, οι περισσότεροι εγγράφως την απεδοκίμασαν και απέσυραν την υπογραφή τους , ενώ στην συνείδηση του πιστού λαού η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας χαρακτηρίστηκε ως »ληστρική». Αλλά και επισήμως η Ορθόδοξος Εκκλησία απεκήρυξε την Φερράρα-Φλωρεντία. Μόλις το έτος 1443 συνήλθε Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα με την συμμετοχή των πατριαρχών Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και κατεδίκασαν την ψευδοένωση και τα της Συνόδου, αλλά και όλους τους λατινίζοντες. Νέα Σύνοδος συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη με συμμετοχή όλων των ορθοδόξων πατριαρχείων της Ανατολής το 1482, και κατεδίκασε τα συμβάντα στην Φλωρεντία »τα κακώς και απερισκέπτως εν Φλωρεντία συνοδικώς πραχθέντα και δογματισθέντα ως δόγματα νόθα και της Καθολικής (=Ορθοδόξου) Εκκλησίας αλλότρια», και η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας »αργή και ανενέργητος και ως μηδέ το κατ’ αρχάς όλως συστάσαι».
Καθώς ο Άγιος Μάρκος με κλονισμένη την υγεία αισθανόταν το επίγειο τέλος της ζωής του να πλησιάζει, επέλεξε τον μαθητή του Γ. Σχολάριο (μετέπειτα πρώτο Πατριάρχη μετά την Άλωση) ως τον καταλληλότερο συνεχιστή του ανθενωτικού αγώνος »ίνα ή αντ’ εμού πρόμαχος της Εκκλησίας και της υγιούς διδασκαλίας υφηγητής, και των ορθών δογμάτων και της αληθείας υπέρμαχος».
Ο Άγιος Μάρκος Εφέσου εκοιμήθη σε ηλικία 52 ετών, την 23η Ιουνίου 1444 ή 1445, και ετάφη στην Μονή Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, στην Κωνσταντινούπολη, όπως μας πληροφορεί ο αδελφός του Ιωάννης. Ο μαθητής του, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος Σχολάριος ώρισε με συνοδική απόφαση του 1456 να εορτάζεται η μνήμη του ως αγίου την 19η Ιανουαρίου και να ψάλλεται η ακολουθία του. Και το έτος 1734 νέα Συνοδική απόφαση επί πατριάρχου Σεραφείμ επαναβεβαιώνει να τιμάται ο Μάρκος Εφέσου ως άγιος: »η καθ’ ημάς αγία του Χριστού Ανατολική Εκκλησία τον Ιερόν τούτον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν και οίδε και τιμά και αποδέχεται άγιον άνδρα και θεοφόρον και όσιον και ζηλωτήν της ευσεβείας διάπυρον, και των καθ’ ημάς ιερών δογμάτων και του ορθού λόγου της ευσεβείας πρόμαχον και προασπιστήν γενναιότατον και των προηγησαμένων εν τοις αρχαίοις χρόνοις ιερών θεολόγων, και κοσμητόρων της Εκκλησίας μιμητήν και εφάμιλλον».
Κρίσεις και αποτιμήσεις του χαρακτήρος και της προσφοράς του Αγίου Μάρκου.
Πανθομολογούμενη η αρετή, η αγιότης του βίου, η ευρυμάθεια και η συνέπεια στην ορθόδοξο πίστη, ο Άγιος Μάρκος απήλαυε του σεβασμού φίλων και αντιπάλων.
»ο θαυμάσιος ούτος πατήρ και μέγας διδάσκαλος, ο μακαριώτατος κυρ Μάρκος ο Εφέσου, πολύς τω όντι εν τη σοφία και αρετή και τη πείρα των της Εκκλησίας δογμάτων» (Θεόδωρος ο Μηδείας).
»είναι θαυμάσιος άνθρωπος, κεκοσμημένος με πνευματικά χαρίσματα και πλήρης παντοίας θείας σοφίας, ασκήσας βίον όσιο, προτού γίνη αρχιερεύς, και αν και διέπρεψε εις την Σύνοδον, είναι εκτός πάθους, προσηλωμένος μόνον εις τον Θεόν και έχων τον νουν του εις Αυτόν μόνον, απ’ όλα τα βιωτικά και όσα ανάγονται εις την περιποίησιν του σώματος, ευρισκόμενος όλως διόλου μακράν. Και επειδή είναι τέτοιος άνθρωπος, την εξορίαν δεν την φοβείται, την πείναν δεν την τρέμει, την δίψαν δεν την υπολογίζει, δεν φρίττει την μάχαιραν, την φυλακήν δεν δειλιά, τον θάνατον τον θεωρεί ευεργέτην» (Θεόδωρος Αγαλλιανός, μοναχός στην Μονή των Μαγγάνων) [ από το βιβλίο του αρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου για τον άγιο Μάρκο, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, σελ. 25-26].
»Θεοειδής την τε ψυχήν και προαίρεσι, μόνος αυτός έργοις τε και λόγοις στύλος ανεδείχθη Ορθοδοξίας εναντίον βασιλέων και τυράννων, γυμνή τη κεφαλή την αλήθειαν ανακηρύττων και την εν αγίω συμβόλω της πίστεως επισφαλώς εισαχθείσαν προσθήκην ουδόχως επιδεχόμενος» (Μανουήλ ο Ρήτωρ, εκ των βιογράφων του Αγίου Μάρκου).
‘Ήταν σωφρονέστερος και από τους ασκητές που κατοικούν στην έρημο, και όταν απέρριψε τα πάντα για τον Χριστόν και έκυψε κάτω από τον ζυγό της μοναχικής υποταγής, δεν διέψευσε τις προς τον Χριστόν υποσχέσεις, ούτε ανεμείχθη στους κοσμικούς θορύβους, παρασυρθείς υπό της προσκαίρου δόξης, αλλά μέχρι της τελευτής του διετήρησε σταθερώς την θέρμην της εις Χριστόν αγάπης,… εν ιερεύσι διέπρεψεν, εν αρχιερεύσι διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς, αδάμαντος στερεώτερος, ώφθη, τετίμηκεν τους ημετέρους προγόνους…ανήρ των εφ’ ημών απάντων άριστος γεγονώς εν λόγοις και βίω… μόνος των εφ’ ημών αρχιερεύς αληθής» ( Γεννάδιος Σχολάριος, στον επικήδειο λόγο για την αρετή και την πίστη του Αγίου Μάρκου).
Αλλά και οι φιλενωτικοί ανεγνώριζαν την αξία του Αγίου. »εν ελληνικοίς μαθήμασιν και ορίοις των αγίων συνόδων κανών και στάθμη απαρέκβατος» (Δούκας,,, ιστορικός της Αλώσεως), »όντως σοφώτατος και θεολόγον ακρότατος» (Βησσαρίων). Ακόμη και ο καθολικός ιησουίτης θεολόγος Γιλλ, ιστορικός της Συνόδου της Φλωρεντίας (ό.π. σελ. 462 και 413), με εντιμότητα αναγνωρίζει: »ο Μάρκος ήτο γεμάτος από το φλογερόν πάθος ενός σταυροφόρου, ήταν ο μόνος ιεράρχης που αρνήθηκε να υπογράψη το διάταγμα στην Φλωρεντία, ο μόνος επομένως συνεπής, μη εκτεθειμένος σε μομφή. Και μαζί με όλα αυτά, απήλαυε σεβασμού για την αγιότητα της ζωής του. Δεν είναι καθόλου άξιον απορίας λοιπόν ότι η επιρροή του στους συμπατριώτες του ήταν τόσο μεγάλη».
Πηγές-Βιβλιογραφία (ενδεικτική)
-) Νικ. Π. Βασιλειάδης, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, εκδ. ΣΩΤΗΡ, Αθήναι 2007.
-) Αρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, Βίοι Αγίων, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1977.
-) Γιόσεφ Gill, Η Σύνοδος της Φλωρεντίας, εκδ. Καλός Τύπος, Αθήναι 1962.
-) Δούκας, Ιστορία Βυζαντινή, Χρονικόν της Αλώσεως.
-) Ιω. Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1960.
-) Θεόφιλος Καναβός, μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Βίος και Πολιτεία του οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Μάρκου του Ευγενικού, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1989.
-) Γρηγόριος Λαρεντζάκης, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1999.
-) ΠΡΑΚΤΙΚΑ της αγίας εν Φλωρεντία Συνόδου, Acta Graeca, J. Gill, ed. P.I.O., Roma 1953.
-) Συλβέστρος Συρόπουλος, Απομνημονεύματα (κατά την έκδοση του v. Laurent, Paris, 1971.

Τουλάχιστον, αν δεν μπορή κανείς να τα τηρήση, ας πη: «Θεέ μου, ήμαρτον!» Τότε ο Θεός θα τον ελεήση.


Τουλάχιστον, αν δεν μπορή κανείς να τα τηρήση, ας πη: «Θεέ μου, ήμαρτον!» Τότε ο Θεός θα τον ελεήση.

Φωτογραφία: Σήμερα, αν κανείς προσπαθή να κρατήση λίγο την παράδοση, να τηρή τις νηστείες, να μη δουλεύη τις γιορτές, να είναι ευλαβής, λένε μερικοί: «Που βρίσκεται αυτός; Πάνε αυτά τα πράγματα! Αυτά ήταν για τότε!» Και αν δεν γίνονται τώρα!» Σιγά-σιγά τα παίρνουν για παραμύθια. Τι λέει όμως: «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Τουλάχιστον, αν δεν μπορή κανείς να τα τηρήση, ας πη: «Θεέ μου, ήμαρτον!» Τότε ο Θεός θα τον ελεήση. Αλλά τώρα, ενώ έχει την αδυναμία του, πάει να επιβληθή στον άλλον, γιατί ελέγχεται.




ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΤΟΜΟΣ Α ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΣήμερα, αν κανείς προσπαθή να κρατήση
 λίγο την παράδοση, να τηρή τις νηστείες, 
να μη δουλεύη τις γιορτές, να είναι ευλαβής,
 λένε μερικοί: «Που βρίσκεται αυτός; 
Πάνε αυτά τα πράγματα! Αυτά ήταν για τότε!» 
Και αν δεν γίνονται τώρα!» Σιγά-σιγά 
τα παίρνουν για παραμύθια. 
Τι λέει όμως: «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον 
ο αυτός και εις τους αιώνας». 
Τουλάχιστον, αν δεν μπορή κανείς να τα τηρήση, 
ας πη: «Θεέ μου, ήμαρτον!» Τότε ο Θεός θα 
τον ελεήση. Αλλά τώρα, ενώ έχει την αδυναμία
 του, πάει να επιβληθή στον άλλον, γιατί ελέγχεται.




ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΤΟΜΟΣ Α ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

Ἀπαράδεκτη ἀνάρτηση σε «Ὀρθόδοξο Χριστιανικό» blog!


Ἀπαράδεκτη ἀνάρτηση σε 
«Ὀρθόδοξο Χριστιανικό» blog!

Προσοχή στίς πλανεμένες ὑποδείξεις!

Πρόκειται γιά μία παλαιότερη ἀνάρτηση πού ἀνακαλύψαμε, πού ὅμως δέν παύει 
νά ἔχει ἐπισκεψιμότητα ἀπό ἀναγνῶστες μέχρι καί τώρα ( ὅπως θά δεῖτε καί στά σχόλια ).
 Ἄρα ἡ ἐπιρροή καί πλάνη πού μπορεῖ νά ἀσκήσει ἔστω καί σέ μία ψυχή, δέν εἶναι 
ἀμελητέο ζήτημα. Τό περίβλημα τῆς «χριστιανικῆς» παρουσίας τοῦ ἱστολογίου, 
σίγουρα θά ἀσκήσει αἴσθημα ἀσφάλειας καί ὀρθότητας σέ κάποιους πνευματικά 
ἀδυνάτους καί θά τούς περάσει τήν κακοδοξία.
Εἶναι ἀπορίας ἄξιον:
πῶς μία τέτοια ἀνάρτηση, βρίσκει φιλοξενία 
στό ἐν λόγῳ 
«Χριστιανικό» ἱστολόγιο;!

Πρέπει νά προσέχουμε:
α) γιατί ζοῦμε σέ καιρούς χαλεπούς, ἰδιαίτερα γιά τήν πνευματική ζωή καί 
κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, πού βουλιάζουν ὅλο καί περισσότερο στήν 
ἀποσταστία ἀπό τόν Θεό καί στήν ὑπερβολική χαλάρωση τῶν ἠθῶν καί
β) γιατί ζοῦμε ταυτόχρονα σέ μία ἐποχή ( τή Νέα Ἐποχή ὅπως
 θέλουν νά μᾶς τήν ἐπιβάλλουν ), ὅπου χαρακτηρίζεται ἐντόνως 
ἀπό τήν τεράστια ἀποδοχή καί προβολή τῆς μαγείας καί τοῦ 
ἀποκρυφιστικοῦ στοιχείου, ὡς κάτι ὀρθό καί φυσιολογικό.

Τό συγκεκριμένο θέμα, ἰδιαίτερα αὐτό πού βρίσκεται στό κόκκινο πλαίσιο,
 οὐσιαστικά μυεῖ τόν ἀναγνώστη σέ μαγεῖες καί ξόρκια πού θυμίζουν 
σκοτεινό μεσαίωνα καί ἀποκλίνουν τά μέγιστα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας.

Κρίμα πού ἐνῶ ἔχουμε τήν διαφωτιστικότατη Ἁγία Γραφή, τήν πλούσια 
Ἁγιοπατερική Θεολογία καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, 
νά ἀναζωπυρώνουμε στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τό σκότος.
Ἐνημερωθεῖτε σχετικά μέ τήν βασκανία ἐδῶ:
Ἐστάλη μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου

Οι Τρεις Ιεράρχες Θεμελιωτές της Ορθοδοξίας


Του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητή της Γλωσσολογίας κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη
thesaurus
Προσφώνηση κατά την Εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 30.1.2002
Έχουμε αλήθεια σκεφτή γιατί μια εορτή Παιδείας, ένας κατ” εξοχήν εορτασμός του πνεύματος, της γνώσης και της καλλιέργειας ταυτίζεται στην Ελλάδα με μια εορτή θρησκευτική, μια εορτή τιμής προς τους θεμελιωτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης; Γιατί συν-εορτάζονται Παιδεία και Τρεις Ιεράρχες και όχι λ.χ. Παιδεία και πατριάρχης Φώτιος, μια μεγάλη παιδευτική μορφή του Βυζαντίου, ή Παιδεία και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ή Παιδεία και Ευγένιος Βούλγαρης; Είναι σύμπτωση; Είναι συμβολισμός; Είναι ιδεολόγημα; Ή δική μου εκτίμηση είναι ότι ό συνεορτασμός αυτός όχι μόνο δεν είναι συμπτωματικός ή προϊόν ιδεολογήματος, αλλά είναι συσχετισμός ουσίας, απόρροια βαθύτερης πνευματικής και πολιτισμικής σχέσης, σχέσης ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης αυτής της Χώρας.
Θεωρώ ότι ό συνεορτασμός πηγάζει από μια σαφή πολιτισμική παραδοχή και εκδοχή της Παιδείας μας: ότι ή ελληνική Παιδεία στηρίχτηκε σε δύο παιδευτικούς άξονες, στον ορθολογισμό και στην «Ορθοδοξία Με άλλους όρους, στηρίχτηκε στη σπουδή της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, όπως θεμελιώθηκε στα μεγάλα κείμενα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, και στη σπουδή της Χριστιανικής Ορθόδοξης Πίστης, όπως θεμελιώνεται στη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης και ερμηνεύεται στα μεγάλα κείμενα της Ορθόδοξης Θεολογίας, στα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ή ελληνική σύλληψη της Σχολικής Εκπαίδευσης συνδυάζει από παλιά δύο παιδευτικές αρχές: την Ελληνικότητα και τη Χριστιανική Πίστη, ό,τι ονομάστηκε Ελληνοχριστιανικό Ιδεώδες. Πρόκειται για ένα ιδεώδες πού δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως, όταν το υποστήριζε ό Νεοελληνικός Διαφωτισμός με επικεφαλής τον Κοραή και τους Διδασκάλους του Γένους, ιερωμένους τους περισσότερους (τον Ευγένιο Βούλγαρη, το Νεόφυτο Δούκα, τον Άνθιμο Γαζή, τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, το Νεόφυτο Βάμβα κ. ά.), ούτε όταν το υποστήριζαν ό Μακρυγιάννης, ό Κολοκοτρώνης και άλλοι αγωνιστές. Αμφισβητήθηκε αργότερα, όταν παρασυνδέθηκε μ” έναν έντονο συντηρητισμό στην εκπαιδευτική πράξη, και ως όρος απαξιώθηκε συγκυριακά, όταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στη δικτατορία του Παπαδόπουλου ως εθνικιστικό σύνθημα. Τα πάντα, είναι γνωστό, μπορούν να στρεβλωθούν και να απαξιωθούν, αν αποτελέσουν αντικείμενο σκοπιμοτήτων και προκάλυμμα διαφορετικών προθέσεων. Σήμερα είναι, νομίζω, πλέον καιρός ή λέξη ελληνοχριστιανικός να «αποχαρακτηρισθή» πολιτικά και ιδεολογικά, με εξαίρεση τις ιστορικές αναφορές στην περίοδο της Επταετίας, και να επανακτήσει το πρωτογενές και ουσιαστικό εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο της, πού είναι ή αναφορά στο δίπολο Ελληνικότητας και Χριστιανισμού, κλασικού ελληνικού ορθολογισμού και Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί οι τρεις αυτοί γίγαντες της Πατερικής Θεολογίας μέσα από τη βαθειά χριστιανική τους πίστη και το θεϊκό χάρισμα, «τη θεία χάρη» να αποτελέσουν τους κύριους και αυθεντικούς (μετά τον Παύλο) ερμηνευτές της χριστιανικής διδασκαλίας, να ορίσουν την ορθόδοξη διάσταση του Χριστιανισμού, είχαν το πρόσθετο προνόμιο να ακονήσουν το πνεύμα τους στα μεγάλα κείμενα της ελληνικής φιλοσοφίας και της ρητορικής, σε γλώσσα ελληνική και σε μεγάλες Σχολές του Ελληνισμού, στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών ό Βασίλειος και ό Γρηγόριος, στην Αντιόχεια κοντά στο Λιβάνιο ό Ιωάννης.
Έτσι, ήταν λογικό να γίνουν και οι φυσικοί υποστηρικτές της παιδευτικής σύζευξης των ελληνικών γραμμάτων με τα χριστιανικά διδάγματα της Ορθόδοξης Πίστης. Με τη θητεία τους στα ελληνικά γράμματα δεν απαρνήθηκαν την ίδια τους την ύπαρξη, τη Χριστιανική Πίστη, με την οποία ταυτίστηκαν και την οποία υπερασπίστηκαν και στερέωσαν με την ίδια τη ζωή και το έργο τους. Ούτε όμως πρόδωσαν την καλλιέργεια πού απέκτησαν από την αναστροφή τους με τον ελληνικό στοχασμό. Αυτοί ήσαν πού τόλμησαν να υποστηρίξουν την ανάγκη επαφής των Χριστιανών, ιδίως των νέων, με την ελληνική παιδεία, με τα ελληνικά κείμενα: «Και ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσί και πάσιν άνθρώποις ομιλητέον, όθεν αν μέλη προς την της ψυχής επιμέλειαν ωφέλεια τις έσεσθαι». Ό Μ. Βασίλειος δεν διστάζει να πει για τον Όμηρο: «Πάσα μεν ή ποίησις τω Όμήρω αρετής εστίν έπαινος και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει». Και χρειάζεται θάρρος, για να χαρακτηρίσει κανείς ως απληροφόρητους, ως «κακώς είδότας», όσους θεωρούν «την έξωθεν (παιδείαν,δηλαδή την θύραθεν, την ελληνική) ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν» και να λέει απαξιωτικά «ουκουν άτιμαστέον την παίδευσιν (εννοεί τηνελληνικήν), ότι τούτο δοκεί τισιν».
Αν γεφυρώθηκε το χάσμα ανάμεσα στην απέχθεια των νεοφώτιστων Χριστιανών προς την ειδωλολατρία των Ελλήνων και τα ασεβή ελληνικά γράμματα (Έλλην, μην το ξεχνάμε, σήμαινε «ειδωλολάτρης», το ίδιο όπως και ή λέξη «εθνικός») και στην, από την άλλη μεριά, περιφρόνηση των Ελλήνων για τους απαίδευτους Χριστιανούς, αυτό έγινε μόνο χάρη στη σθεναρή στάση, το κύρος και την πρακτική των Τριών Μεγάλων ελληνοσπουδασμένων Πατέρων της Εκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα συνέβαλε και ή υιοθέτηση και καθιέρωση της αττικιστικής μορφής της ελληνικής γλώσσας (αντίθετα προς την απλούστερη ελληνιστική Κοινή, στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο). Μέσα από αυτήν (την αττική) ή πρόσβαση προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα έγινε ευκολότερη.
Η θέση των τριών μεγάλων πνευματικών μορφών και διδασκάλων της Ορθόδοξης Θεολογίας ήταν προϊόν μιας βαθύτερης, ειλικρινούς και βιωματικής κατάφασης προς το Θεό, πρώτα και πάνω απ” όλα, με την τριαδική χριστιανική του σύλληψη, προς τον άνθρωπο, το τέλειο δημιούργημα του Θεού, προς το πνεύμα, πού κατ” εξοχήν συνδέει τον άνθρωπο με το Δημιουργό του, και προς την καλλιέργεια του πνεύματος μέσα από τα διδάγματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης, αλλά και με την κατάκτηση της γνώσης και την άσκηση της κρίσης και της γλωσσικής έκφρασης ακόμη, ή οποία – για τους τρεις μεγάλους διανοητές Χριστιανούς – περνάει μέσα από την ελληνική παιδεία και τα ελληνικά κείμενα. Ετσι, στη διδασκαλία των Μεγάλων αυτών Πατέρων ή ορθολογική σκέψη της Δύσης συνδυάστηκε και συμφιλιώθηκε με την «Ορθοδοξία της Ανατολής, με την αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας στον ανατολικό χώρο, ενώ ό οικουμενικός χαρακτήρας της Χριστιανικής Πίστης κάλυψε και καλύπτει Ανατολή και Δύση.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...