Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια
«Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Δὲν ἦλθα νὰ καλέσω αὐτοὺς ποὺ νομίζουν τοὺς ἑαυτούς τους δικαίους, ἀλλὰ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας βρίσκει πλήρη ἐφαρμογὴ στὴ ζωὴ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας, καὶ νὰ γιατί: ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο τὸ 345 (κατὰ τὸν Μ.Ι. Γαλανό).
Ἀπὸ νωρὶς ἀναπτύχθηκε ἡ ὡραιότητα τοῦ σώματός της, καὶ παρὰ τὶς συμβουλὲς γονέων καὶ ἱερέων, ἔπεσε στὴ διαφθορὰ τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς γιὰ 17 ὁλόκληρα χρόνια. Ὅμως, ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος ὄχι μόνο τὴν ἀνέχθηκε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια της ἀσωτίας της, ἀλλὰ ἐνήργησε καὶ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας της. Ὁδήγησε τὰ βήματά της στοὺς Ἁγίους Τόπους.
Ἡ Μαρία προσπάθησε νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό. Μάταια, ὅμως. Εἶχε «καρφωθεῖ» στὴν εἴσοδο καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα μπροστά. Ἡ ἀλλαγὴ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς της ἤδη εἶχε ἀρχίσει. Παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ μπεῖ νὰ προσκυνήσει καὶ ἡ ζωή της ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐμπρὸς θὰ ἦταν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ της. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἡ Μαρία μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα στὰ μάτια μπῆκε καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό.
Ἔπειτα, μὲ θεία νεύση πῆγε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Ζωσιμᾶ (4 Ἀπριλίου) καὶ ἀσκήτεψε ἐκεῖ 50 ὁλόκληρα χρόνια, μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔκαψε, ἔτσι, τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθόν της καὶ συγχρόνως ἔγινε μεγάλο παράδειγμα μετανοίας.
Μετὰ τὴν συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν ἀσκητὴ Ζωσιμᾶ καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο, ὁ ἴδιος ἀσκητὴς ἐπανῆλθε γιὰ νὰ τὴν συναντήσει. Ἀλλὰ τὴν βρῆκε πεθαμένη καὶ τὴν ἔθαψε ἐκεῖ, στὰ μέρη ποὺ ἀσκήτευσε ἡ Ἁγία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς τῶν ἀγώνων σου πόνοις θεόληπτε, τὸ τῆς ἐρήμου τραχὺ καθηγίασας· διό σου τὴν μνήμην δοξάζομεν, ἐν ὑμνῳδίαις Μαρία τιμῶντές σε, Ὁσία Ὁσίων ἀγλάϊσμα.
Ἔτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς μετανοίας τὴν λαμπάδα τὴν πολύφωτον. Καὶ ἐγκρατείας τὴν εἰκόνα τὴν θεόγραφον, Τὴν Μαρίαν ἀνυμνήσωμεν τὴν Ὁσίαν. Ἐν ἐρήμῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσε Καὶ τὸν τρώσαντα αὐτὴν πρῴην κατῄσχυνε· Ταύτῃ λέγοντες· χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Αἴγυπτον φυγοῦσα τὴν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ, τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ ὁμολογητὴς ἡγούμενος ἱερᾶς Μονῆς Πελεκητῆς
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 8ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὀνομαζόταν Χριστοφόρος. Μικρὸς ἀκόμα, ἔχασε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του. Τὸν ἀνέθρεψε ἕνας θεῖος του, μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ στοργή.
Ἡ προκοπή του στὰ γράμματα ὑπῆρξε θαυμάσια, καὶ ἡ ζωή του ἦταν γεμάτη σωφροσύνη καὶ χρηστότητα, ὑπόδειγμα σὲ πολλοὺς συνομηλίκους του. Ὅταν ὡρίμασε στὴν ἡλικία, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τῆς Πελεκητῆς, ποὺ βρίσκεται στὴν Τρίγλεια τῆς Προῦσας.
Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ μετονομάστηκε Μακάριος. Ἡ παιδεία του, καὶ οἱ ὑπέροχες προσωπικὲς καὶ διοικητικὲς ἀρετές του, δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀναδείξουν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, μετὰ ἀπὸ θερμὴ παράκληση τῶν μοναχῶν.
Ὁ δὲ Πατριάρχης Ταράσιος, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Μακάριος θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του ἀσθενεῖς, τὸν προσκάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου θεράπευσε ἕνα πατρίκιο, τὸν Παῦλο. Ἐκτιμῶντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Μακαρίου ὁ Ταράσιος, τὸν χειροτόνησε ὁ ἴδιος Ἱερέα.
Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου καὶ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε ποικιλοτρόπως. Τελικὰ πέθανε ἐξορισμένος στὸ νησὶ Ἀφουσία, ὑπέρμαχος τοῦ ὀρθοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἅγιοι Γερόντιος καὶ Βασιλείδης
(ἢ κατ᾿ ἄλλους Βασιλειάδης). Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Δίκαιος Ἄχαζ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Πολυνίκης
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ νεομάρτυς, ὁ Ῥῶσος
Διὰ Χριστὸν σαλός.
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή. Πάκερος (ἢ Πάνταινος), Παρθένιος καὶ Σατουρνῖνος
Μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη, πιθανότατα κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.
Ἅγιος Ἀβραάμιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀβραάμιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ζοῦσε στὴν Ρωσία. Ἀρχικὰ ἦταν Μουσουλμάνος, ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἦταν φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων πρὸς τοὺς φτωχούς. Στὴν πόλη Βολγάρα, στὶς κατώτερες ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, ὁ Ἅγιος Ἀβραάμιος ἄρχισε νὰ διδάσκει τοὺς συμπατριῶτες του γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Τότε τὸν συνέλαβαν καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία τῆς πατρώας εὐσέβειας. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1229 μ.Χ., τεμάχισαν τὸν Ἅγιο καὶ ἔπειτα ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του. Οἱ Ρῶσοι Χριστιανοί, ποὺ ζοῦσαν στὴν πόλη, ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸ χριστιανικὸ κοιμητήριο.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στὶς 6 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1230 μ.Χ. ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμὶρ Γεώργιο (τιμᾶται 4 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος τὰ ἐναπέθεσε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς μονῆς Κνυατζινίν.
Ὅσιος Εὐθύμιος Σαυζδαλίας
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργὸς γεννήθηκε τὸ ἔτος 1316 μ.Χ. στὴν πόλη Νίζνιυ τοῦ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, μία μικρὴ πόλη τοποθετημένη στὴν συμβολὴ τῶν ποταμῶν Βόλγα καὶ Ὄκα, στὸ πριγκιπάτο τῆς Σουζδαλίας. Ἦταν τὰ χρόνια του ταταρικοῦ ζυγοῦ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν πολέμων ἀνάμεσα στοὺς Ρώσους πρίγκιπες. Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐξεδήλωσε τὴν δίψα του γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν παιδική του ἡλικία, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἐφημέριού του χωριοῦ του, ἄρχισε νὰ μαθαίνει νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ διαβάζει τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ, στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ ὡρίμασε ἡ ἀπόφαση νὰ ἀφιερώσει τελείως τὴν ζωή του στὸν Θεό. Ἀναζήτησε, λοιπόν, ἕναν πνευματικὸ καθοδηγητὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τῆς τελειώσεως. Τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του ἀνέλαβε ὁ Ἅγιος Διονύσιος, μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Νιζνέγκοροντ καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας (15 Ὀκτωβρίου).
Ὁ τελευταῖος πρίγκιπας τῆς Σουζδαλίας, Μπόρις, τὸ ἔτος 1351 μ.Χ. ἀποφάσισε νὰ ἱδρύσει στὴν γενέτειρά του ἕνα μοναστήρι καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε νὰ λάβει τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως, Ἁγίου Διονυσίου. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ὁ πρίγκιπας ζήτησε νὰ τοῦ ἀποστείλουν ἕνα μοναχὸ γιὰ νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν κατασκευὴ καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ πρίγκιπας ἐπέστρεψε στὴ Σουζδαλία, μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει.
Στὸ μεταξύ, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐπέλεξε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ ὄχι μόνο αὐτὸν ποὺ θὰ ἔστελνε στὴ Σουζδαλία, ἀλλὰ καὶ ἄλλους μοναχοὺς γιὰ νὰ τοὺς στείλει σὲ ἄλλα μέρη, ὥστε νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαὸ καὶ νὰ διαδοθεῖ ὁ μοναχισμός. Ἀφοῦ κλήθηκε ἡ ἀδελφότητα, ὁ Ἅγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνατοὺς στὴν πίστη καὶ ζηλωτὲς καὶ τοὺς ἀπέστειλε σὲ ὅλες τὶς βορειοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ποὺ ἦταν τὴν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τριάντα ἔξι ἐτῶν, ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση ἂν πάει στὴ Σουζδαλία, στὸν πρίγκιπα Μπόρις.
Ἡ κατασκευὴ τοῦ ναοῦ ὁλοκληρώθηκε τὸ ἔτος 1352 μ.Χ. καὶ ἦταν τόσο περίλαμπρος ποὺ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων. Ὁ πρίγκιπας Μπόρις διακόσμησε εἰκονογραφικὰ τὸ ναὸ μὲ δικά του ἔξοδα. Ὁ ναὸς ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα, ἀλλὰ ἡ κατασκευὴ τοῦ ἦταν μονάχα ἡ ἀρχὴ τοῦ καθήκοντος ποὺ εἶχε ἀνατεθεῖ στὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Πράγματι, ἀπέμενε νὰ κατασκευασθοῦν τὰ κελιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, ἡ τραπεζαρία, διάφορα ἄλλα προσκτίσματα, καθὼς καὶ τὰ τείχη ποὺ θὰ ξεχώριζαν τὴ μονὴ ἀπὸ τὸν λοιπὸ κόσμο. Μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Εὐθύμιος ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχός, ἀλλὰ τώρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ πνευματικὸς ὁδηγὸς τῆς μονῆς, χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο πρῶτα διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς.
Ὁ πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε μὲ γενναιοδωρία στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς, δωρίζοντας χρυσὸ καὶ ἀσήμι γιὰ τὸ ἐπιχρύσωμα τῶν τρούλων τοῦ ναοῦ καὶ ἄλλα ὑλικά. Ὁ Ὅσιος φρόντιζε γιὰ τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο μὲ τὴν ἐργασία, τὴν ἄσκηση, τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ὅσο αὐστηρὸς ἦταν μὲ τὸν ἑαυτό του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ἦταν πρὸς τοὺς ἄλλους. Τὸ μοναστήρι του, τοποθετημένο στὰ περίχωρα μία μεγάλης πόλεως, ποὺ ἦταν σταυροδρόμι πολλῶν ὁδῶν, ἦταν ἀνοικτὸ γιὰ ὅλους. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἀρνιόταν ποτὲ νὰ βοηθήσει ὅποιον τοῦ τὸ ζητοῦσε. Ὁ ξένος εὕρισκε κοντὰ τοῦ καταφύγιο, ὁ φτωχὸς ἐλεημοσύνη, ὁ πεινασμένος τροφή. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ γενναιοδωρία του σὲ ὁρισμένους φαινόταν ὑπερβολικὴ καὶ ἔτσι ἀναγκαζόταν νὰ ἐλεεῖ στὰ κρυφά, γιὰ νὰ μὴν διεγείρει παράπονα ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητας καὶ τὴν ὁδηγήσει σὲ πειρασμούς. Ἐξαγόρασε τὰ χρέη αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχαν τὰ μέσα νὰ ἀποπληρώσουν τοὺς ὀφειλέτες τους καὶ συχνὰ χάριζε τὰ χρέη ποὺ ἄλλοι ὄφειλαν στὴ μονή. Ἐξέθετε τοὺς ἄδικους καὶ διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας ἀπὸ καταχρήσεις ὅλους ὅσοι εἶχαν ἄδικα καταδικασθεῖ καὶ παρακαλοῦσε νὰ συμπεριφέρονται στοὺς ἀληθινοὺς ἐγκληματίες μὲ ἐπιείκεια καὶ φιλευσπλαχνία. Κάθε ἁμαρτωλὸς ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν σωτηρία, εὕρισκε σὲ αὐτὸν τὸν ὁδηγὸ τῆς μετάνοιας. Μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ δίωκε τὰ δαιμόνια.
Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐνίωσε ὅτι τὸ τέλος τοῦ εἶναι πλέον κοντά, κάλεσε ὅλους τους μοναχοὺς καὶ εὐλόγησε τὸν καθένα ξεχωριστά. Τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὅλους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τοὺς ἀσπάσθηκε πατρικὰ καὶ ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Στὴν συνέχεια κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Ἅγιο Θεό. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1404 μ.Χ., σὲ ἡλικία ὀγδόντα ὀκτὼ ἐτῶν. Οἱ μοναχοὶ ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανό του κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ μνῆμα ποὺ κατὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ναοῦ, ὁ Ὅσιος εἶχε κτίσει μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια.
Μετὰ τὴν κοίμησή του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος συνέχισε νὰ προστατεύει τὸ μοναστήρι, ὅπως μαρτυροῦν τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔλαβαν χώρα πλησίον του τάφου του. Στὶς 4 Ἰουλίου 1507 μ.Χ., μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀνακατασκευῆς τοῦ ναοῦ, τὰ ἱερὰ λείψανά του βράθηκαν ἄφθαρτα.
Ὅσιος Γερόντιος ὁ Κανονάρχης
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου του εἶχε ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τοῦ Κανονάρχου. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὴν ὑπακοή του.
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Φιλόσοφος ἐκ Γεωργίας καὶ ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Σκιαβτέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 12ου καὶ 13ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε Θεολογία, φιλοσοφία καὶ ἱστορία στὴν ἀκαδημία τοῦ Γελατᾶ (βόρεια Γεωργία). Ἔπειτα ἔγινε μοναχὸς καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀσκήτεψε στὸ περίφημο μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια (νότια Γεωργία), σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελί. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, συνεχῶς ἀφιερωμένος σὲ θεολογικὲς ἀναζητήσεις διὰ τῆς προσευχῆς καὶ ἐντρύφησε στὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς πνευματικὲς προσπάθειές του κατόρθωσε νὰ φθάσει σὲ ἕνα ὑψηλὸ βαθμὸ πνευματικῆς τελειώσεως καὶ δέχθηκε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, τὸ ὁποῖο φανερώθηκε στὴν ποιητική του δημιουργικότητα.
Στὸ μοναστῆρι τοῦ Μπάρτζια, κατὰ τὰ ἔτη 1210 – 1214, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε μία ἀξιοσημείωτη ὠδή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Δοῦλος Χριστοῦ», στὴν ὁποία σκιαγραφεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ εἶναι πιστὸς στοὺς Κανόνες τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ μοναχὸς αὐτοαποκαλεῖται συχνὰ περιπλανώμενος καὶ δοῦλος Χριστοῦ. Μεγάλο μέρος τῆς ὠδῆς ἀφιερώνεται στὸν Γεωργιανὸ αὐτοκράτορα Ἅγιο Δαβὶδ Γ’, τὸν Ἀποκαταστάτη († 26 Ἰανουαρίου) καὶ στὴν Γεωργιανὴ αὐτοκράτειρα Ταμάρα τὴ Μεγάλη († 1 Μαΐου καὶ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων).
Ἡ θεολογικὴ σημασία τῆς ὠδῆς «Δοῦλος Χριστοῦ», εἶναι εἰδικὰ ἐμφανὴς σὲ ἐκείνους τοὺς στίχους, ὅπου ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει προσευχὲς στὸ Ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὴ Θεία Παντοδυναμία καὶ τὴ Θεία Πρόνοια, ποὺ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μιλώντας γιὰ τὴν σειρὰ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γράφει, σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, σχετικὰ μὲ τὶς Θεῖες καὶ Ἐκκλησιαστικὲς Ἱεραρχίες.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος γεννήθηκε στὴν Γεωργία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασίλισσας Ταμάρα (1184 – 1213). Ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἔγινε μοναχός. Ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν πνευματική του προσπάθεια καὶ τὴ σαλότητά του καὶ τοῦ χάρισε τὸ προορατικὸ χάρισμα.
Μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Φιλόσοφο, ἀκολούθησε τὴν βασίλισσα Ταμάρα στὴ μάχη ἐναντίων τοῦ σουλτάνου Ρούκν – ἔντ – Δὶν στὸ Μπασιάνη, τὸ ἔτος 1203.
Ὁ Γεωργιανὸς στρατός, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν βασιλέα Δαβὶδ Σοσλάν, ἔφθασε στὸ μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια, ὅπου οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καὶ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα, προσευχήθηκαν γιὰ τὴν ΝΊΚΗ τῶν Χριστιανῶν. Κατόπιν, οἱ Γεωργιανὲς δυνάμεις μεταφέρθηκαν στὸ Μπασιάνι, ὅπου βρισκόταν ὁ σουλτάνος μὲ τὸν στρατό του, ποὺ τὸν ἀποτελοῦσαν 400.000 στρατιῶτες. Ἡ βασίλισσα, στὴν συνοδεία τῆς ὁποίας ἦταν καὶ οἱ Ὅσιοι, κατέλυσε κοντὰ στὸ χωριὸ Κόζρχε καὶ ἐκεῖ σταμάτησε, ἐνῷ ἡ προσευχή της ἦταν ἀδιάλειπτη.
Μία ἡμέρα, ἐνῷ οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καὶ Ἰωάννης ἦταν μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα, ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοίταξε ψηλά, μετακινήθηκε ἀπὸ τὴν θέση του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν σκηνὴ φωνάζοντας: «Ἰδοὺ ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου!» καὶ ἀνηφόρισε πρὸς τὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ποὺ εἶχε παραμείνει μὲ τὴν βασίλισσα, εἶπε: «Ὁ σαλὸς εἶχε ἕνα ὅραμα καὶ νομίζω ὅτι ἦταν καλό». Φέρνοντας ἐκ τῶν ὑστέρων στὴ μνήμη αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ ὥρα, προκύπτει ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ οἱ Γεωργιανοὶ πολεμιστὲς εἶχαν κατατροπώσει τὸν στρατὸ τοῦ σουλτάνου, ποὺ ἦταν δέκα φορὲς μεγαλύτερος.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος γεννήθηκε στὶς 5 Ἰουλίου 1845 στὴ Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο τῆς Ὄπτινα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1913.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μακάριος μαρτύρησε στὴν Ρωσία τὸ ἔτος 1944.