Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 07, 2015

π.Αλέξανδρος Σμέμαν: Το Τέλος (Μ.Δευτέρα-Μ.Τρίτη-Μ.Τετάρτη)


Αυτές οι τρεις ημέρες, τις οποίες η Εκκλησία ονομάζει Μεγάλες και Άγιες, έχουν, μέσα στο λειτουργικό κύκλο της Μεγάλης Εβδομάδας, έναν καθοριστικό σκοπό.
Τοποθετούν όλες τις ιερές ακολουθίες στην προοπτική του Τέλους · μας υπενθυμίζουν το εσχατολογικό νόημα τον Πάσχα.
Συχνά η Μεγάλη Εβδομάδα χαρακτηρίζεται σαν περίοδος γεμάτη με «ωραιότατες παραδόσεις» και «έθιμα», σαν ξεχωριστό τμήμα του εορτολογίου μας. Τα ζούμε όλα αυτά από την παιδική μας ηλικία σαν ένα ελπιδοφόρο γεγονός που γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε την ομορφιά των ακολουθιών, τις επιβλητικές πομπές και προσβλέπουμε με κάποια ανυπομονησία στο Πασχαλινό τραπέζι… Και υστέρα, όταν όλα αυτά τελειώσουν, ξαναρχίζουμε την κανονική μας ζωή.

Αλλά άραγε καταλαβαίνουμε πως όταν ο κόσμος αρνήθηκε τον Σωτήρα του, όταν ο Ιησούς «ήρξατο αδημονείν» και έλεγε: «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», και όταν πέθανε στο Σταυρό, τότε η «κανονική ζωή» σταμάτησε; Δεν είναι πια δυνατόν να υπάρξει «κανονική ζωή» γιατί ακριβώς αυτοί που φώναζαν «Σταύ ρωσον Αυτόν!», αυτοί που Τον έφτυναν και Τον κάρφωναν στο Σταυρό ήταν… «κανονικοί άνθρωποι». Τον μισούσαν και Τον σκότωσαν ακριβώς γιατί τους τάραξε, τους χάλασε την «κανονική» ζωή τους. Και ήταν πραγματικά ένας τέλεια «κανονικός» κόσμος αυτός που προτίμησε το σκοτάδι και το θάνατο από το φως και τη ζωή… Με το θάνατο όμως του Χριστού ο «κανονικός» κόσμος και η «κανονική » ζωή καταδικάστηκαν αμετάκλητα. Ή μάλλον, θα λέγαμε ότι αποκαλύφθηκε η αληθινή, η ανώμαλη φύση τους, η ανικανότητα τους να δεχθούν το Φως · αποκαλύφθηκε η τρομερή δύναμη του κακού μέσα τους. «Νυν κρίσις εστίν του κόσμου τούτου · νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιω. 12, 31).
Το Πάσχα σημαίνει το τέλος «αυτού του κόσμου». Με το Θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού συντελέστηκε αυτό το τέλος, που μπορεί να διαρκέσει εκατοντάδες αιώνες, χωρίς να αλλοιώνει τη φύση του χρόνου τον οποίο ζούμε σαν «έσχατο καιρό». «Και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι · παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 31).
Η λέξη Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Η γιορτή της Διάβασης (Πάσχα) ήταν για τους Εβραίους η ετήσια ανάμνηση όλης της ιστορίας της σωτηρίας τους · της σωτηρίας σαν πέρασμα από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων στην ελευθερία, από την εξορία στη γη της επαγγελίας. Ήταν επίσης η προσδοκία της τελικής διάβασης στη Βασιλεία του Θεού. Και ο Ιησούς Χριστός έγινε η εκπλήρωση αυτού του Πάσχα, έγινε το Πέρασμα. Αυτός πραγματοποίησε την τελική διάβαση από το θάνατο στη ζωή από τούτο τον «παλαιό κόσμο» στον «καινό κόσμο», στον «καινό χρόνο» της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός έδωσε και σε μας τη δυνατότητα για μια τέτοια διάβαση. Ζώντας «εν τω κόσμω τούτω» μπορούμε ταυτόχρονα να μην είμαστε «εκ του κόσμου τούτου», δηλαδή να ελευθερωθούμε από τη σκλαβιά στο θάνατο και την αμαρτία και να συμμετέχουμε στον «επερχόμενο αιώνα». Για να γίνει αυτό θα πρέπει και εμείς επίσης να πραγματοποιήσουμε τη δική μας, την προσωπική διάβαση · να καταδικάσουμε τον παλαιό Αδάμ μέσα μας, να «ενδυθούμε» τον Χριστό – αυτό δηλαδή που γίνεται στο βάπτισμα με την τριπλή κατάδυση και που είναι σύμβολο θανάτου – και να ζήσουμε την αληθινή ζωή εν Θεώ…
Μόνον έτσι το Πάσχα δεν γίνεται μια ετήσια ανάμνηση – ι εροπρεπής και ωραία – γεγονότων του παρελθόντος. Αλλά είναι το Γεγονός που μας προσφέρθηκε και αποτελεσματικά μας αποκαλύπτει ότι ο παρών κόσμος μας, ο χρόνος μας, η ζωή μας έφτασαν στο Τέλος τους και ταυτόχρονα μας αναγγέλλει την Αρχή της νέας ζωής…
Οι τρεις, λοιπόν, πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας έχουν σαν σκοπό να μας παρουσιάσουν, σαν πρόκληση, αυτό το εσχατολογικό νόημα του Πάσχα και να μας προετοιμάσουν να το καταλάβουμε και να το αποδεχτούμε.
1. Η εσχατολογική αυτή πρόκληση αποκαλύπτεται πρώτα-πρώτα
με το κοινό και για τις τρεις ημέρες, τροπάριο:
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα ανάξιος δε πάλιν, ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής, ίνα μη τω θανάτω παραδοθής, και της Βασιλείας έξω κλεισθής · αλλά ανάνηψον κράζουσα· Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο θεός δια της Θεοτόκου, ελέησον ημάς»
Το «μέσον της νυκτός» (μεσονύκτιο) είναι η στιγμή κατά την οποία η ημέρα φτάνει στο τέλος της και μια νέα ημέρα αρχίζει. Ακριβώς γι’ αυτό το μεσονύκτιο γίνεται το σύμβολο του χρόνου στον οποίο ζούμε σαν χριστιανοί. Γιατί η Εκκλησία από τη μια πλευρά ζει μέσα σ’ αυτό τον κόσμο συμμετέχοντας στις αδυναμίες του και σ’ όλες τις τραγωδίες. Από την άλλη πλευρά η αληθινή της ύπαρξη δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου», γιατί είναι η Νύμφη του Χριστού και η αποστολή της είναι να αναγγείλει και να αποκαλύψει τη Βασιλεία του Θεού και την «καινή ημέρα». Η ζωή της είναι μια αιώνια αναμονή, μια συνεχής και άγρυπνη προσδοκία αυτής της νέας Ημέρας… Αλλά εμείς ξέρουμε πολύ καλά πόσο ισχυρός είναι ο δεσμός μας με την «παλαιά ημέρα», με τον κόσμο, με τα πάθη του και τις αμαρτίες. Ξέρουμε πόσο βαθιά ακόμα ανήκουμε στον «κόσμο τούτο». Είδαμε το φως, γνωρίσαμε τον Χριστό, ακούσαμε για την ειρήνη, τη χαρά, τη νέα «εν Χριστώ ζωή» και παρ’ όλα αυτά ο κόσμος μας κρατάει σκλάβους του. Αυτή η αδυναμία, αυτή η συνεχής προδοσία του Χριστού, αυτή η ανικανότητα να δώσουμε ολόκληρη την αγάπη μας στο μόνο πραγματικό αντικείμενο αγάπης, εκφράζονται τέλεια στο εξαποστειλάριο των τριών αυτών ημερών:
«Τον νυμφώνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα και σώσόν με»
2. Το ίδιο θέμα παρουσιάζεται στα Ευαγγελικά αναγνώσματα αυτών των ημερών. Πρώτα απ’ όλα ολόκληρο το κείμενο των τεσσάρων Ευαγγελίων (ως το Ιω. 13, 31) διαβάζεται στις Ώρες (πρώτη, τρίτη, έκτη και εννάτη). Αυτή η ανακεφαλαίωση δείχνει ότι ο Σταυρός είναι η ολοκλήρωση της ζωής και της διακονίας του Ιησού Χριστού. Δίνει το κλειδί για τη βαθύτερη κατανόηση αυτής της ζωής. Καθετί στο Ευαγγέλιο οδηγεί σ’ αυτή την έσχατη ώρα του Ιησού και όλα γίνονται κατανοητά μέσα σ’ αυτό το φως. Γι’ αυτό κάθε ακολουθία αυτών των ημερών έχει ειδικό Ευαγγελικό ανάγνωσμα:
Μεγάλη Δευτέρα
Στον Όρθρο διαβάζεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (21, 18- 43) η ιστορία της «ξηρανθείσης συκής». Η συκιά εδώ είναι το σύμβολο του κόσμου που δημιουργήθηκε από τον Θεό να φέρει πνευματικούς καρπούς και απέτυχε ν’ ανταποκριθεί στο Δημιουργό του.
Στην Ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων διαβάζονται από το 24ο κεφάλαιο του Ματθαίου οι στίχοι 3-35 οι οποίοι αναφέρονται στα σημεία της έλευσης του Κυρίου και της συντέλειας του κόσμου. Είναι μια εσχατολογική απάντηση του Ιησού Χριστού στην ερώτηση των μαθητών Του, και προαναγγέλλει το Τέλος, τα Έσχατα. «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι…».
Μεγάλη Τρίτη
Στον Όρθρο διαβάζεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (22,15-23,39) η καταδίκη των Φαρισαίων. Τα πολλά «ουαί» για την τυφλή και υποκριτική θρησκεία αυτών o ι οποίοι νομίζουν ότι είναι αρχηγοί των ανθρώπων και το φως του κόσμου, αλλά στην ουσία «κλείουν την Βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων…».
Στην Ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων συνεχίζεται η ανάγνωση από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου στα κεφάλαια 24 (36) 25 και 26 (2). Και εδώ πάλι γίνεται λόγος για τα Έσχατα, για το Τέλος. Γι’ αυτό μιλούν και οι παραβολές που χαρακτηρίζονται «παραβολές των Εσχάτων». Είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. «Πέντε εξ αυτών ήσαν φρόνιμοι» και είχαν πάρει μαζί με τις λαμπάδες τους και αρκετό λάδι, «πέντε ήσαν μωραί», οι λαμπάδες τους έσβυσαν και δεν έγιναν δεκτές στο γαμήλιο δείπνο. Η άλλη παραβολή είναι των ταλάντων. Δεν χρησιμοποιούνται τα τάλαντα που έδωσε στον καθένα ο Κύριος. «…Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο Υιός του άνθρωπου έρχεται». Και τέλος διαβάζουμε για την ημέρα της μέλλουσας κρίσης.
Μεγάλη Τετάρτη
Στον Όρθρο το Ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι από τον Ιωάννη (12, 17-50). Αναφέρεται σ’ αυτούς που αρνήθηκαν τον Χριστό και κάνει την εσχατολογική προειδοποίηση: «Νυν κρίσις εστί του κόσμου… Ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματα μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν · ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρίνει αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα».
Στην Ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων διαβάζεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου (26, 6-16) η ιστορία της γυναίκας που με πολύτιμα μύρα έλουσε τα πόδια του Ιησού Χριστού. Αυτή η γυναίκα με τούτη την πράξη της είναι η εικόνα της αγάπης και της μετάνοιας , μοναδικά μέσα για την ένωσή μας με τον Χριστό.
3. Τα Ευαγγελικά αναγνώσματα βρίσκουν τέλεια ερμηνεία και ανάπτυξη στην υμνολογία αυτών των ημερών. Τα στιχηρά και τα τριώδια (σύντομοι κανόνες από τρεις ωδές που ψάλλονται στον Όρθρο) αναλύουν τα Ευαγγελικά νοήματα. Μια προειδοποίηση, προτροπή διατρέχει όλους αυτούς τους ύμνους: το τέλος, η κρίση έρχεται… ας προετοιμαστούμε ανάλογα…
«Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον Πάθος, τοις αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ · ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και παραδοθήσεται ο Υιός του άνθρωπου, καθώς γέγραπται περί αυτού. Δεύτε ουν και ημείς κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν ταις του βίου ηδοναίς · ίνα και συζήσωμεν αυτώ και ακούσωμεν βοώντος αυτού · Ουκέτι εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, δια το παθείν, αλλά αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών, και Θεόν μου, και Θεόν υμών. Και συνανυψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ, εν τη Βασιλεία των Ουρανών.»
(Στιχηρό από τους Αίνους του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας).
«Ιδού σοι το τάλαντον ο Δεσπότης εμπιστεύει, ψυχή μου · φόβω δέξαι το χάρισμα, δάνεισαι τω δεδωκότι, διάδος πτωχοίς και κτήσαι φίλον τον Κύριον, ίνα στης εκ δεξιών αυτού, όταν έλθη εν δόξη και ακούσης μακαριάς φωνής · Είσελθε δούλε, εις την χαράν του Κυρίου σου. Αυτής αξίωσόν με, Σωτήρ, τον πλανηθέντα, δια το μέγα σου έλεος»
(Δοξαστικό των Αίνων στον Όρθρο της Μεγάλης Τρίτης).
4. Στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής τα δυο βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που διαβάζονται στους Εσπερινούς είναι η Γένεση και οι Παροιμίες. Με την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας αντί γι’ αυτά έχουμε τα βιβλία «Έξοδος» και «Ιώβ», πάλι από την Παλαιά Διαθήκη. Η Έξοδος είναι η ιστορία της σωτηρίας του Ισραήλ, της ελευθερίας του από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων, η ιστορία δηλαδή της Διάβασης των Εβραίων. Αυτή η ιστορία προετοιμάζει και μας να κατανοήσουμε την έξοδο του Χριστού προς τον Πατέρα Του, την ολοκλήρωση δηλαδή του έργου της σωτηρίας μας. Ο Ιώβ, ο πολύπαθος, είναι η προεικόνιση του Ιησού Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη. Αυτά τα αναγνώσματα από το βιβλίο του Ιώβ προαναγγέλλουν το μεγάλο μυστήριο των παθών του Κυρίου, της υπακοής και της θυσίας Του.
5. Η λειτουργική πορεία αυτών των ήμερων έχει ακόμα το ρυθμό της Μεγάλης Σαρακοστής. Λέγεται ακόμα η προσευχή του Εφραίμ του Σύρου, («Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιέργειας, φιλαρχίας και αργολογίας, μη μοι δως. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω. Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου · ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν») και γίνονται οι ανάλογες μετάνοιες. Επίσης έχουμε εκτεταμένα αναγνώσματα από το Ψαλτήρι και βέβαια κάθε πρωί την Ακολουθία των Προηγιασμέ νων Δώρων, με τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής. Βρισκόμαστε ακόμα στην περίοδο της μετανοίας, γιατί μόνο η μετάνοια μας εξασφαλίζει τη συμμετοχή μας στο Πάσχα του Κυρίου μας και μας ανοίγει τις θύρες στο Πασχάλιο δείπνο.
Τελικά την Αγία και Μεγάλη Τετάρτη όταν η τελευταία πια Ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων φτάνει στο τέλος, αφού τα Τίμια Δώρα έχουν μεταφερθεί από την Αγία Τράπεζα, ο ιερέας λέει, για τελευταία φορά, την προσευχή του Αγίου Εφραίμ. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο η προετοιμασία φτάνει στο τέλος. Ο Κύριος μας καλεί τώρα στο τελευταίο Του δείπνο.


Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν,
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ,
Εκδ. Ακρίτας 1990
πηγή

Ο μαθητής και η πόρνη ( Μ. Τετάρτη)


Ένα τροπάριο του όρθρου της Μ. Τετάρτης (το ψάλλομε Μ. Τρίτη βράδυ) συγκρίνει τον Ιούδα με την πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού. Με συγκλονιστικό τρόπο ο υμνωδός συγκρίνει…τα ασύγκριτα:
«Όταν η αμαρτωλή προσέφερε στον Χριστό το μύρο, τότε ο μαθητής συμφωνούσε με τους παρανόμους την παράδοση του Χριστού. Ενώ αυτή γεμάτη χαρά άδειαζε το πολύτιμο μύρο στα πόδια του Χριστού, ο μαθητής έσπευδε να πωλήσει τον πιο Ανεκτίμητο Θησαυρό του κόσμου. Ενώ αυτή αποκτούσε την επίγνωση ότι ο Ιησούς είναι ο Δεσπότης Θεός, ο Ιούδας έκοβε οριστικά κάθε σχέση μαζί Του. Ενώ αυτή ελευθερωνόταν από τη δουλεία της αμαρτίας, εκείνος γινόταν δούλος του εχθρού διαβόλου…»
Φρίττει και τρομάζει κανείς βλέποντας τόσο μεγάλες … ανατροπές!
Από την μια ένας μαθητής του Χριστού, ένας άνθρωπος –που επί τρία χρόνια ήταν συνέχεια κοντά Του– ξεπέφτει τόσο χαμηλά και Τον προδίδει για να «κερδίσει» πενταροδεκάρες! Ο μαθητής γίνεται προδότης του Διδασκάλου! Ο απόστολος γίνεται συνωμότης! Ο φίλος του Υιού του Θεού γίνεται όργανο του διαβόλου!
Και από την άλλη, μια γυναίκα του δρόμου, μια γυναίκα που πέρασε τη ζωή της μέσα στο βούρκο της πορνείας, ανεβαίνει τόσο ψηλά με την μετάνοιά της, ώστε να αξιωθεί να αλείψει με μύρο τα πόδια του Χριστού! Η πόρνη γίνεται μαθήτρια, απόστολος και κήρυκας της ευσπλαχνίας του Θεού!…
Όλα εξαρτώνται από δύο βασικούς παράγοντες!
Από το αν έχει ο άνθρωπος καθαρά μάτια, για να ιδεί ότι ο Χριστός είναι η μόνη ελπίδα του για απελευθέρωση και άνοδο από τον βάλτο της αμαρτίας· και
Από το αν έχει τη σταθερή απόφαση να «δουλέψει» μαζί με τον Χριστό, για το ξεκόλλημά του από την αμαρτία και το ανέβασμά του στην «ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού».
Ο Ιούδας ίσως να κατάλαβε ότι ο Χριστός είναι η πηγή της Αληθινής Ελευθερίας. Δεν την αγάπησε όμως αυτήν την Ελευθερία. Βολεύτηκε στη σκλαβιά της φιλαργυρίας. Και αυτό το βόλεμα, τον έκανε κάθε μέρα να βουλιάζει και περισσότερο και να…δικαιολογεί το πάθος του. Δεν έδωσε καμιά σημασία σε κανένα «ξυπνητήρι» που ο Χριστός του «κουδούναγε» συχνά στα αυτιά του. Έτσι οδήγησε τον εαυτό του σε τέτοια αναισθησία, ώστε να μη διστάσει να πουλήσει τον Δάσκαλό Του, για να «κερδίσει»ένα ασήμαντο χρηματικό ποσό!
Η πόρνη είχε νιώσει την φρίκη της σκλαβιάς στο δικό της πάθος. Δεν βολεύθηκε όμως σ’ αυτήν την κόλαση. Έψαχνε για Ελευθερωτή. Έψαχνε ειλικρινά για κάποιον, να την τραβήξει και να την βγάλει από τη λάσπη. Και όταν είδε τον Χριστό, όταν γεύθηκε τη γλυκύτητα της διδασκαλίας του, κατάλαβε ότι Αυτός ήταν ο Μόνος, που μπορούσε να την σώσει. Και έδωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, για να αγοράσει πολύτιμο μύρο και να Του αλείψει με αυτό τα πόδια Του!
Δόξα, Κύριε, σε Σένα, που για να μας ελευθερώσεις, … καταδέχθηκες να πουληθείς! « Τω πραθέντι και ελευθερώσαντι ημάς Κύριε, δόξα Σοι»!
(Αρχιμ. Β.Λ – ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ).

Εἰς τὸν Φαρισαῖον, καὶ εἰς τὴν πόρνην. Ἐλέχθη τὴν Ἁγίαν Μεγάλην Τετάρτη


Η μετάνοια της πόρνης
Ἅπας μὲν καιρὸς παντὶ βουλομένῳ πρὸς μετάνοιαν ἐπιτήδειος.
Ἔξεστι γὰρ ἑκάστῳ θελήσαντι
καὶ ἐν τῷ ἔαρι βλαστῆσαι τὴν εὐζωΐαν,
καὶ ἐν θέρει συνάξαι τῆς σωτηρίας τὰ δράγματα,
καὶ ἐν φθινοπώρῳ τὴν βλάβην τὴν τῆς ψυχῆς φθορὰν κατιδεῖν,
καὶ ἐν χειμῶνι τὸν χειμῶνα τῶν ἀνομημάτων φυγεῖν,
καὶ ἐν πάσῃ τροπῇ τραπῆναι τὴν ἐπὶ τὸ βέλτιον τροπὴν,
καὶ ἐν νυκτὶ τὴν νύκτα τῆς ἁμαρτίας ἐκκλῖναι,
καὶ ἐν ἡμέρᾳ πρὸς τὸ φῶς τοῦ καθαροῦ συνειδότος δραμεῖν,
καὶ πρὸς τὸν πλάσαντα ἀναδραμεῖν·
ὁ δὲ παρὼν οὗτος καιρὸς ἐγκρατείᾳ καὶ νηστείᾳ περιπεφραγμένος πρὸς μετάνοιαν ἐπιτηδειότερος,
ἀλλ' οὐ πᾶσι.
Μόνον γὰρ οὐχὶ λέγει ἡ φωνὴ,
Εἴ τις προσίεται πρός με,
κἀγὼ λαβὼν αὐτὸν τῷ κοινῷ προσαγάγω ∆ημιουργῷ.
Πτερώσωμεν οὖν ἑαυτοὺς τοῖς τῆς πίστεως
καὶ τοῖς τῆς μετανοίας πτεροῖς,
καὶ θελήσωμεν ἀναπτῆναι πρὸς τὸν ἡμέτερον Ποιητὴν,
καὶ ἡμεῖς, ὡς πρωτότοκοι τῆς Ἐκκλησίας υἱοὶ,
καὶ ὑμεῖς, οἱ καθάπερ ἔμβρυα ὡς ἐν ταῖς λαγόσι τῆς Ἐκκλησίας προλοχευόμενοι, καὶ ποθοῦντες τὰς μακαρίας καὶ ἀνωδύνους ὠδῖνας ἀσπάσασθαι, καὶ γενέσθαι τέκνα τοῦ πολεμήσαντος ὑπὲρ ἡμῶν (ἀναγκαία γὰρ τῆς πίστεως ἡ χάρις καὶ ὑμῖν τοῖς ἀπολαύειν μέλλουσι τῶν αὐτῶν ἀγαθῶν)·
ἡμεῖς μὲν, ἵνα τὸν χιτῶνα τὸν βασιλικὸν,
ὃν φορέσαντες ἐμολύναμεν,
ἀποσμήξωμεν δάκρυσιν·
ὑμεῖς δὲ, ἵνα δυνηθῆτε τοῦτον περιβαλέσθαι,
καὶ φυλάξαι κρείττονα ῥύπου παντός.
Ἄνευ γὰρ πίστεως εἰλικρινοῦς
οὐκ ἔστιν οὐδένα τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας ἐπιτυχεῖν.
Συνηγορεῖ μου τῷ λόγῳ πρὸς ἄλλοις μυρίοις ἐκείνη ἡ πόρνη ἡ τὴν πίστιν καὶ τὴν μετάνοιαν,
καθάπερ δύο λαμπάδας, κρατήσασα,
καὶ προσδραμοῦσα τῷ οὐρανίῳ νυμφίῳ,
καὶ γενομένη νύμφη Χριστοῦ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ.
Ἀλλ' ἐπειδὴ τῆς μακαρίας πόρνης ἐμνήσθην·
λέγω γὰρ αὐτῆς τέως τὸ ἐπίψογον ὄνομα
(ἵνα γνῶμεν τίς οὖσα πρότερον, τί γέγονεν ὕστερον),
βούλομαι ταύτην εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἀγαγεῖν,
ἵνα μάθωμεν καὶ ἡμεῖς παρ' αὐτῆς, πῶς ὀφείλωμεν τῷ Χριστῷ προσελθεῖν, καὶ λαβεῖν τὴν τῶν ἁμαρτημάτων ἀπαλλαγήν.
Τὰ γὰρ παρ' ἐκείνης γεγενημένα, τῶν ὀφειλόντων ἀεὶ γενέσθαι παρ' ἡμῶν διδασκαλία σαφής·
καὶ ἡ τοῦ Σωτῆρος πρὸς ἐκείνην διάλεξις τῶν ἁμαρτωλῶν ἔσται παράκλησις.
Τίς γὰρ ἀκούων ὅτι γυνὴ μυρίαις κηλῖσι κατάστικτος,
ἵνα προσφύγῃ μόνον αὐτῷ, καὶ τοῖς ποσὶν αὐτοῦ σταγόνας ἐπιχέῃ δακρύων θερμὰς, παρθενίας χειροτονίαν ἐδέξατο;
Τὸν αὐτὸν ἐπιδείξασθε τρόπον,
ὥστε τὸν αὐτὸν τρυγήσητε καρπόν.
Τίς γὰρ λογιζόμενος τὴν ἐκείνης μεταβολὴν,
καὶ τὴν ἀμοιβὴν, οὐ τὴν αὐτὴν ἀσκήσει γνώμην,
ὡς τὴν ἴσην εὑρήσῃ ἀντίδοσιν;
Τί γάρ ἐστι πόρνη, ἢ διαφθορὰ, ἢ προφανὴς ὕβρις τῆς φύσεως, ἢ τοῦ θήλεος γένους δημόσιος θρίαμβος, λώβη σωμάτων τε καὶ ψυχῶν, λοιμὸς τέρψει κεχρημένος, τάφος κεκονιαμένος, ᾅδου ἀκατάσχετον καὶ ἀκόρεστον στόμα, θανάτου κεκαλλωπισμένον προπύλαιον, τερπνὸν δηλητήριον, ἀναίδεια παῤῥησιαζομένη, αἰσχύνη ἀναίσχυντος, εὐπρόσωπος ὄλεθρος, τῶν ἀσελγῶν μηχανῶν δέλεαρ, τῶν νέων ἰξὸς, κάπηλος τῶν οἰκείων μελῶν, ἀπωλείας βυθὸς, ναυάγιον ἀγαπώμενον, κοινὴ συμφορὰ πάσης ἁμαρτίας, ἰταμὸν ἐργαστήριον, πάσης παρανομίας διδάσκαλος, τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἔχθρας δημιουργὸς, ὕλη τῆς γεέννης τοῦ πυρὸς τοῦ αἰωνίου;
Ἀλλ' ὅμως ἡ τῶν τοιούτων καὶ τηλικούτων κακῶν ὑπάρχουσα ὑπηρέτις, ἐπειδὴ παρὰ συνήθειαν σωφροσύνης ἠράσθη,
ταῖς βίβλοις τῶν Εὐαγγελίων ἐγγέγραπται.
Ταύτας ἀναπτύξαντες κατατρυφήσωμεν τῆς κατ' αὐτὴν ἱστορίας, ὥσπερ οὖν κατετρύφησεν αὕτη τοῦ Χριστοῦ.
Ἠρώτησέ τις τῶν Φαρισαίων τὸν Ἰησοῦν,
ἵνα φάγῃ μετ' αὐτοῦ.
Καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἀνεκλίθη.
Τίς εἶδε βασιλέα παρὰ στρατιώτου καλούμενον;
τίς εἶδε δεσπότην παρὰ δούλου τρεφόμενον;
τίς εἶδε τοσοῦτον ὕψος εἰς τοσαύτην ταπεινότητα κατερχόμενον;
Ὢ τῆς ὑπερβαλλούσης ἐκπλήξεως!
ὢ τῆς θείας συγκαταβάσεως!
Οὐκ εἶπε πρὸς τὸν καλέσαντα Φαρισαῖον·
Σὺ καλεῖς ἐπ' ἄριστον ἐμὲ,
τὸν καλοῦντα πάντας ἀνθρώπους εἰς τὸ οὐράνιον ἄριστον;
σὺ καλεῖς ἐπ' ἄριστον ἐμὲ τὸν πέντε ἄρτοις δῆμον ὁλόκληρον κορέσαντα;
σὺ καλεῖς ἐπ' ἄριστον ἐμὲ τὸν διδόντα τροφὴν πάσῃ σαρκί;
Οὐκ εἶπε τούτων οὐδὲν ὁ Σωτήρ·
ἀλλὰ σιγῇ καθίσας εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη.
Ἤδει γὰρ ποῖον ἄριστον ἔμελλεν ἀριστᾷν·
ᾔδει πῶς ἤμελλε προστρέχειν αὐτῷ ἡ πόρνη, καὶ σώζεσθαι·
καὶ τὸ βλέμμα πανταχοῦ περιέπεμπε, τὴν θήραν περισκοπῶν, καὶ μονονουχὶ πρὸς τοὺς ἀνακειμένους βοῶν.
Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ἔχετε μετ' ὀλίγον κατιδεῖν·
ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, τὴν σωτηρίαν τῆς μελλούσης προσιέναι μοι γυναικός.
Ἡ ἐμὴ γὰρ τροφὴ, ἡ τῶν ἀνθρώπων ἐπιστροφή·
ἡ ἐμὴ τροφὴ, ἡ τῶν ἐμῶν δούλων ζωή·
ἡ ἐμὴ εὐωχία, τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ μεταμέλεια·
ἡ ἐμὴ τέρψις, τῶν κατακρίτων ἡ λύσις·
ἡ ἐμὴ ἑστίασις, τῶν αἰχμαλώτων ἡ λύτρωσις.
Ταῦτα τοῦ Σωτῆρος ἐπὶ τῆς στιβάδος λαλοῦντος τῷ βλέμματι καὶ τῷ σχήματι, Ἰδοὺ, φησὶ, γυνὴ ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἦν ἁμαρτωλός.
Συνέδραμε τῷ σκοπῷ τοῦ οὐρανίου βασιλέως ἡ ἄγρα·
ὁ θηρατὴς εὐτρεπὴς ἀνεκέκλιτο,
καὶ τὸ θήραμα πρὸς τὸν θηρατὴν κατηπείγετο.
Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἦν ἁμαρτωλός.
∆ύο χαλεπὰ κακίας γνωρίσματα.
Εἰπὲ ἡμῖν, εὐαγγελιστὰ, τὴν προσηγορίαν αὐτῆς,
γράψον τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς, μάθωμεν πῶς ὠνομάζετο.
Προσηγορίαν εἶχε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ τὸ ὄνομα τὸ πονήρευμα.
Αὕτη ἰδοῦσα, ὅτι ἀνέκειτο ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου ὁ Ἰησοῦς, εἶπεν ἐν ἑαυτῇ·
Ἔνδον ἐστὶν ὁ Χριστὸς, ὁ βρύων φιλανθρωπίαν,
καὶ πηγάζων οἰκτιρμούς·
ἔνδον ἐστὶν ὁ Χριστὸς, ὁ λαλῶν καὶ διδοὺς ἰάσεις,
καὶ φθεγγόμενος θεραπείας·
ἔνδον ἐστὶν ὁ Χριστὸς, ὁ παρὰ τῶν ἀγγέλων ὑμνούμενος,
καὶ τοῖς ἀνθρώποις ἐνδιαιτώμενος, ὡς εἷς ἐξ αὐτῶν·
ἔνδον ἐστὶν ὁ Χριστὸς ὁ τῷ Πατρὶ σύνθρονος,
καὶ τῷ Φαρισαίῳ ὁμοῤῥόφιος·
ἔνδον ἐστὶν ὁ Χριστὸς, ὁ τρέφων ἅπαντας τῇ θεότητι,
καὶ τρεφόμενος τῇ ἀνθρωπότητι·
ἔνδον ἐστὶν ὁ Χριστὸς, καὶ Φαρισαϊκῆς τραπέζης ἀνέχεται,
ὁ πᾶσαν τράπεζαν πληρῶν παντὸς ἀγαθοῦ·
καὶ ὅλως κατηξίωσεν εἰς τὴν τοῦ Φαρισαίου σκηνὴν εἰσελθεῖν·
ὅλως ἠνέσχετο συνεστιαθῆναι τῷ ἁμαρτωλῷ ὁ ἀναμάρτητος.
Χρηστὰς ἔχω περὶ τῶν ἐμῶν κακῶν ἐλπίδας.
Ὁ γὰρ περὶ τὸν Φαρισαῖον τοιοῦτος φανεὶς,
πάντως ἔσται καὶ περὶ ἐμὲ χρηστὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Εὗρον, ὡς ἠβουλόμην, τὸ κοινὸν ἱλαστήριον,
εὗρον τὸν εὑρίσκοντα τοὺς ζητοῦντας αὐτὸν,
εὗρον τὸν ἐπιζητοῦντα τοὺς ποθοῦντας αὐτὸν,
εὗρον τὸν ἐπιτρέχοντα τοῖς ἐπιτρέχουσι
καὶ προαπαντῶντα τοῖς προσιοῦσιν αὐτῷ,
εὗρον συναγωνιζόμενόν μοι καὶ τὸν καιρὸν καὶ τὸν τόπον.
Εἰσέλθω πρὸς τὴν καθαρὰν πηγὴν
ἡ βεβορβορωμένη τῇ ἡδυπαθείᾳ·
μὴ διαμένω ἐῤῥυπωμένη, τοιαύτης φανείσης πηγῆς·
λούσομαι δωρεὰν ἑαυτήν·
οὕτω γὰρ βούλεται ἡ πηγή.
Εἰσέλθω πρὸς τὸ ἀΐδιον φῶς,
ἡ καὶ ταῖς ἡμέραις ὡς νυξὶ κεχρημένη·
ἴδω τὸ οὐράνιον φῶς ἐν φωτί·
εἰσέλθω πρὸς τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης,
ἡ τῆς ἀδικίας τὸν ζόφον ἐπαγομένη.
Τίς γὰρ φωτὶ προσομιλῶν οὐ μεταλαμβάνει φωτός;
Εἰσέλθω πρὸς τὸν βασιλέα τῶν οὐρανῶν,
τὸν δι' ἐμὲ πρὸς ἐμὲ παραγενόμενον,
καὶ τοῦτον καταλαμβάνοντα τὸν οἶκον,
καὶ πάλαι τὴν ἐμὴν, ὡς ἔοικε, περιμένοντα πρόοδον·
εἰσέλθω πρὸς τὸν οὐράνιον ἰατρὸν,
ἡ παρὰ πάντων ἀπεγνωσμένη·
εἰσέλθω πρὸς τὸν οὐράνιον ἰατρὸν, ἡ ἐν ὑγιείᾳ νοσοῦσα·
οὕτω γάρ με ἰδὼν, δύναται τοῖς ἐμοῖς πάθεσιν ἐπιθεῖναι φάρμακον, πᾶσαν ὀδύνην κοιμίσαι δυνάμενον.
Ὑποδείξω τῷ εἰδότι τὰ ἕλκη, καὶ λαβῶ τὸ φάρμακον,
εἰσέλθω πρὸς τὴν μόνην ζωὴν, ἡ διὰ τῆς φαυλοτάτης ζωῆς ἐμαυτὴν ἀποσχοινίσασα τῆς ζωῆς·
εἰσέλθω πρὸς τὸν φιλάνθρωπον δικαστὴν ἡ κατάκριτος.
Πρὸ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως λύσω τὰς εὐθύνας,
πρὸ τῆς φοβερᾶς κρίσεως διαφύγω τὴν κρίσιν,
πρὸ τοῦ φρικτοῦ βήματος ὑποκλέψω τὰς μάστιγας·
πρὶν ἴδω τὸν Χριστὸν δικαστικῶς ἀποφαινόμενον,
ἴδω φιλανθρώπως διαλεγόμενον·
πρὶν φοβηθῶ κολάζοντα, κολακεύσω παρόντα.
Οὐ πρώτη τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμιλίαν τολμῶ·
ἤδη καὶ ἄλλη, ὡς ἤκουσα, γυνὴ Σαμαρεῖτις,
ἐν νόμῳ παράνομος, συνέτυχεν ἐπὶ τῆς πηγῆς τῇ πηγῇ,
καὶ ἀπῆλθε θεογνωσίαν ἀντλήσασα.
Καὶ πάλιν ἑτέρα τις γυνὴ τῶν Χαναναίων γένους,
τοῦ καταράτου καὶ δουλικοῦ σπέρματος ἐλεύθερον βλάστημα,
ἐν ἐντυχίᾳ εἰσελθοῦσα κατὰ δαίμονος τυραννοῦντος αὐτῆς τὴν μονογενῆ, ἀνέστρεψε λαβοῦσα τὴν ἐξουσίαν κατὰ τοῦ δαίμονος, καὶ γέγονεν ἡ μήτηρ τῇ θυγατρὶ ἰατρὸς,
καὶ ὁ δαίμων ὁ ἀπηνὴς οὗτος καὶ βάρβαρος οὐκ ἐτόλμησεν οὐκέτι πλησιάσαι τῇ κόρῃ, φοβηθεὶς τῆς τοῦ Χριστοῦ φωνῆς τὸ διάταγμα.
Μιμήσωμαι τοίνυν κἀγὼ ταύτην,
καὶ γένωμαι παρὰ τὸν πάντα χαριζόμενον καὶ δυνάμενον καὶ ἑλόμενον·
χρήσωμαι τῇ συνηθείᾳ τῆς ἀναιδείας πρὸς τὸ ἐμοὶ συμφέρον·
ἐπισταθῶ τῷ Σωτῆρι ἑστιωμένῳ αὐτόκλητος,
καθάπερ πόλιν ὑπὸ πολλῶν εὐωχουμένων ἔχουσα μορφήν·
λύσω τὰς κόμας, καὶ θρηνήσω τὴν ἐμαυτῆς ἀθλιότητα·
χαλάσω τὰ πολύπλοκα δίκτυα,
ἵνα θηράσω τὸν ἔλεον ἀφειδῶς χορηγοῦντα·
κλαύσω καλῶς ἅπαξ,
ἡ γελάσασα πολλάκις κακῶς·
κλαύσω νῦν ἐπὶ τοῦ φιλανθρώπου κριτοῦ,
ἵνα μὴ κλαύσω τὸ τελευταῖον ἀνόνητα·
θρηνήσω νῦν ὀλίγον,
ἵνα μὴ θρηνήσω τότε πολλά·
κατακλύσω τοῦ Χριστοῦ τοὺς πόδας τοῖς δάκρυσιν,
ἵνα μοι ἀποκλύσῃ τὰς ἐμὰς ἀνομίας τοῖς ῥήμασιν·
ἀπομάξω τοῖς πλοκάμοις τὰ δάκρυα,
ἵνα προσγένηταί τις ἐκ τούτου καὶ τούτοις ἁγιασμός·
καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ἴχνη,
ἅπερ καὶ τὸ πέλαγος κατεφίλησεν,
ἵνα τοῖς σώφροσι φιλήμασιν ἀποπτύσω τὸν ἐκ τῶν ἀσελγῶν φιλημάτων ἰόν·
περιπτύξομαι τὰ θεῖα μέλη, τὰ παρθενικὰ, τὰ ἐκ παρθένου, ἵνα τοῖς ἐμοῖς μέλεσι τοῖς κατακρίτοις ἐξ ἐκείνων τῶν ἁγίων μελῶν ἐποχετεύσω δικαιοσύνης σταγόνα τινά.
Ἐπικαμφθήσεται πρὸς ταῦτα ὁ εὔσπλαγχνος·
ἐλεήσει προσπίπτουσαν,
ἢν ἁμαρτάνουσαν οὐκ ἐκόλασεν·
ἐλεήσει γονυπετοῦσαν,
ἣν ἄτακτα χορεύουσαν εὐεργετῶν διετέλεσεν·
ἐλεήσει σωθῆναι βουλομένην,
ἣν ἀπολλυμένην εὑρὼν ἔφερε πράως.
Οὐ φέρει δάκρυα γνήσια παριδεῖν,
οὐ δύναται καὶ περὶ ἐμὲ μὴ φανῆναι,
ὅπερ πέφυκεν, εὔσπλαγχνος·
μεγάλα δύναται παρ' αὐτῷ ἐκ τοῦ βάθους τῆς ψυχῆς ἀνερχόμενος στεναγμός·
μεγάλην παῤῥησίαν ἔχει πρὸς αὐτὸν ἡ μετάνοια·
λαλήσει πάντως καὶ πρὸς ἐμὲ ἥμερόν τι καὶ γαληνὸν,
καὶ πρέπον αὐτοῦ τῇ θεότητι.
Ταῦτα ἐμελέτησεν ἡ σοφὴ, ταῦτα ἔπραξεν ἡ πιστή.
Καὶ τῷ γυναικείῳ περιβολαίῳ στολισαμένη,
παρθενικῶς, ἀλλ' οὐ πορνικῶς,
καὶ οὕτω κρύψασα πᾶσαν αὐτῆς τὴν μορφὴν τὴν πρὸ τούτου πᾶσι προκειμένην, ὡς ἐν θεάτρῳ,
καὶ περισκοπήσασα πανταχόθεν ἀσφαλῶς,
ἵνα μή τι σχῆμα πορνικὸν συνεισέλθῃ αὐτῇ πρὸς τὸν Κύριον κατηγοροῦν αὐτὴν,
εἰσέδραμεν εἰς τὸ τοῦ Φαρισαίου δωμάτιον,
καὶ τοῖς δεσποτικοῖς παραστᾶσα ποσὶν,
ἐπλήρου τὴν προμελετηθεῖσαν βουλήν.
Κομίσασα γὰρ, φησὶν, ἀλάβαστρον μύρου,
καὶ στᾶσα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ ὀπίσω,
κλαίουσα ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι,
καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε,
κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ, |
λαλοῦσα τῇ σιωπῇ,
καὶ βοῶσα τῇ σιγῇ, καὶ φθεγγομένη τῇ ψυχῇ πρὸς τὸν εἰδότα ψυχῶν ὀδυνωμένων ἀκούειν,
καὶ μὴ φθεγγομένων στομάτων, τοιαύτην ἱκεσίαν,
ὡς εἰκὸς, τοῖς δάκρυσι γράφουσα·
Ἐῤῥίφθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός·
ἀλλ' ἐπέγνων σε ∆εσπότην,
τὸν ἐμὸν ποιμένα καὶ Κύριον·
ἐγενόμην θηριάλωτος βουληθεῖσα,
ἀλλ' ἔλαβον αἴσθησιν ἐκφυγεῖν τῶν πικρῶν δηγμάτων τοῦ λύκου·
ἐναυάγησα πολλάκις ἐθέλουσα,
ἀλλ' ἐσώθην ἐκ τοῦ ναυαγίου,
κρατήσασα τὴν σὴν παρουσίαν, ὡς ἄγκυραν.
Ἀλλ' οὐκ ἔχω παῤῥησίαν·
ἀπαῤῥησίαστος γὰρ ἅπας ἁμαρτωλός·
οὐκ ἔχω δικαιολογίαν οὐδεμίαν·
ἀδικαιολόγητος γὰρ ἅπας ἁμαρτωλὸς καὶ παράνομος·
οὐκ ἔχω φωνήν·
ἄφωνος γὰρ ἅπας κατάκριτος·
τὸ πονηρὸν συνειδὸς ἐμφράττει μου τὸ στόμα,
ὃ διέφθειρεν ὁ διεφθαρμένος μου βίος·
ἄγχει τὴν γλῶσσαν ὁ κατήγορος πλοῦτος διαπαντὸς ἔσωθέν μου βοῶν, ἐναπόκλεισόν σου τὸν λόγον τοῖς χείλεσι·
στόμα ἁμαρτωλῶν πρὸς πρεσβείαν ἀπαῤῥησίαστον,
καὶ γλῶσσα κατάκριτος πρὸς ἱκεσίαν ἀνάρμοστος,
καὶ λόγος κίβδηλος πρὸς αἴτησιν οὐκ εὐπρόσωπος.
Σιγῶσα διδάσκω τὰ κατ' ἐμὲ σὲ τὸν ἐπιστάμενον πάντα·
τῇ ὄψει λαλῶ, βοῶ τῇ μορφῇ, τοῖς ὀφθαλμοῖς κηρύττω τὰς ἀνομίας, τοῖς δάκρυσιν ἐξαγορεύω τὰ πλημμελήματα,
τοῖς στεναγμοῖς ἐξαγγέλλω σε τὸν μόνον κρύπτεσθαι μὴ δυνάμενον.
Ὡς αἰχμάλωτος μετὰ πάντων τῶν ἐμῶν ὅπλων ὑποπίπτω σοι, τῷ βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν·
καὶ πάντα μου τὰ μέλη, δι' ὧν ἐστρατευσάμην κατὰ σοῦ, μᾶλλον δὲ καθ' ἑαυτῆς, σοὶ προσφέρω, φιλάνθρωπε.
Ἐλέησον τὴν κεφαλὴν ταύτην,
ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου·
ἐλέησον τὰς τρίχας ταύτας, ἃς ἔπλασας·
ἐλέησον τοὺς ὀφθαλμοὺς τούτους, οὓς ἐδημιούργησας·
ἐλέησον τὸν πηλὸν τοῦτον,
ὃν αὐτὸς μὲν εἰς κάλλος ἐμόρφωσας,
ἐγὼ δὲ τῷ κόσμῳ κατεχρησάμην εἰς ἀκοσμίαν ἄμορφον·
ἐλέησον τὴν εἰκόνα τὴν σὴν,
εἰς ἣν ὁ πολέμιος ἔπαιξεν, ὡς ἠθέλησεν·
ἐλέησον τὴν στήλην τὴν σὴν,
ἣν ὡς ἀδέσποτον ὁ σὸς ἐχθρὸς περιέσυρε·
δέξαι ὡς λῦτρα καὶ δάκρυα,
καὶ λῦσον ὡς ἀγαθὸς τὰ ἐγκλήματα·
θέλησον μόνον, καὶ λέλυμαι·
νεῦσον μόνον, καὶ λελύτρωμαι·
πρόσταξον, καὶ τὸ ποθούμενον ἤνυσται.
Ὃ γὰρ σὺ θέλεις, πρᾶξις·
καὶ ὁ λόγος ὁ σὸς ἔργον ἐστί.
Λάβω τὴν ἐλευθερίαν ἐκ τῶν ἀχράντων ποδῶν σου,
ὡς ἔκλεψεν ἐκ τῶν σῶν κρασπέδων τὴν ἴασιν ἡ αἱμοῤῥοοῦσα, σοῦ τοῦτο κλαπῆναι θελήσαντος·
γένωμαι διήγημα τοῖς μετ' ἐμὲ τῆς σῆς φιλανθρωπίας κἀγώ.
Παράπεμψον ἐμὲ, καὶ τὰ κατ' ἐμὲ ταῖς ὑστέραις γενεαῖς καλὸν ὑπόμνημα τῶν σῶν οἰκτιρμῶν·
λεγέτωσαν ἅπαντες ὅτι πόρνη ποτὲ παράνομος καὶ κατάκριτος, προσελθοῦσα τῷ Ἰησοῦ, ἐδικαιώθη παρ' αὐτοῦ·
καὶ καθορῶντες ἅπαντες σὺν ἐμοὶ προσιέτωσαν,
καὶ τὰς σὰς ἁρπαζέτωσαν δωρεάς.
Κριτὰ δίκαιε καὶ φιλάνθρωπε,
καὶ τοῖς κατακρίτοις διὰ πολλὴν φιλανθρωπίαν συναναστρεφόμενος,
ὧδέ σοι προσῆλθον, ὡς κριτῇ,
ὧδέ μοι τὴν συγχώρησιν ὑπαγόρευσον·
μὴ θριαμβεύσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας ἐπὶ πάσης τῆς κτίσεως,
μὴ δημοσιεύσῃς τὰς ἀνομίας μου ἐν τῷ μέλλοντι κριτηρίῳ·
μὴ πέμψῃς με τῷ αἰωνίῳ πυρὶ, τῷ ὕλην κεκτημένῳ τὴν τῶν ῥᾳθύμων ζωήν.
Ἰησοῦ Χριστὲ, Υἱὲ τῆς Παρθένου Μαρίας,
καὶ δημιουργὲ τῆς Παρθένου, διὰ τὴν Παρθένον, καὶ μητέρα σὴν, καὶ πάλιν παρθένον, ἀνάκτησαι διὰ τὴν ἁγίαν ἐκείνην ἐμὲ τὴν ἐναγῆ, καὶ ποίησον εὐαγῆ.
Ἐκ γυναικὸς ἐτέχθης καὶ σὺ, ὡς σὺ μόνος ἐπίστασαι,
καὶ γινώσκεις τὴν τῶν ἀνθρώπων ἀσθένειαν.
Τοιαῦτα λαλούσης ἐν ἑαυτῇ τῆς πιστῆς γυναικὸς καὶ δεομένης, ἐγγὺς ὢν ὁ Σωτὴρ ἐδίδου τῇ ποθούσῃ τοῦ πόθου κατατρυφᾷν, καὶ τοὺς πόδας ἐγχειρίσαι ἐκείνην πρὸς ἀπόλαυσιν ἄπληστον, ἐπὶ τῆς στιβάδος ὢν, καὶ κατατρυφῶν τὸν ἐκείνης κλαυθμὸν, καὶ εὐωχούμενος τοῖς τῆς μετανοίας δάκρυσι, καὶ πεινῶν τὸ δίψος τῆς διψώσης τὸν ἔλεον.
Ἐντεῦθεν οἱ Φαρισαῖοι ἠρέμα ἐψιθύριζον πρὸς ἀλλήλους λέγοντες·
Τί τοῦτο τὸ ξένον καὶ παράδοξον θέαμα;
τίς τὴν πόρνην ταύτην ἐδίδαξε σωφρονεῖν;
τίς τὴν ἐκκεχυμένην πρὸς αἰσχρὰς ἡδονὰς ἔπεισε τοιαῦτα φρονεῖν;
οὐχ αὕτη ἐστὶ τὸ τῆς ἡμετέρας πόλεως ἐπίσημον ὄνειδος;
οὐχ αὕτη ἡ τῶν ἀεὶ βουλομένων γυνή;
οὐχ αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς ἁμαρτίας ἑκάστου κατήγορος;
οὐχ αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς σωφροσύνης ἐχθρὰ, καὶ τῶν νομίμων γάμων τοιχωρύχος;
οὐχ αὕτη ἐστὶν ἡ μετὰ κολακείας λῃστεύουσα τοὺς ἀνθρώπους;
Πῶς οὖν ἐκ τοιαύτης τοιαύτη γενήσεται;
πῶς ἡ φιλόγελως καὶ φιλοτερπνὴς φιλόδακρυς ἐφάνη καὶ φιλοπενθής;
πῶς ἡ ἄσοφος, καὶ παράκαιρος, καὶ τῇ μορφῇ καὶ τῷ βλέμματι, καὶ τῷ σχήματι καὶ τοῖς περιέργοις βαδίσμασι,
καὶ πᾶσι τοῖς μέλεσι πάντας μνηστευομένη τῷ θανάτῳ,
ἐπὶ τὸ σῶφρον τοῦτο σχῆμα καὶ πρᾶγμα μετέπεσεν;
Ὢ τῆς ἀπροσδοκήτου μεταβολῆς;
ὢ τῆς ξένης μεταλλαγῆς.
Οἱ μὲν οἰκέται τοῖς τοιούτοις λόγοις ἐκέχρηντο·
ὁ δὲ καλέσας τὸν Ἰησοῦν Φαρισαῖος,
βλασφήμους λογισμοὺς τίκτων ἐν τῇ ἰδίᾳ ψυχῇ, ἔλεγεν·
Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ, ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστιν.
Ἁπλῶς, φησὶ, καὶ ὡς ἔτυχεν, οὗτος προφήτης λέγεται·
ἠπατήθην κἀγὼ μετὰ τῶν ἄλλων, τοῦτον ὡς τῶν ἀδήλων ἐξεταστὴν εἰσαγαγὼν εἰς τὴν ἐμὴν οἰκίαν.
Εἰ γὰρ προφήτης ἦν, καὶ σαφῶς ᾔδει τὰ μέλλοντα.
Τὴν φανερὰν πᾶσι καὶ κατάδηλον οὐκ εἰδὼς,
πῶς οὖν ἐπίσταται τὰ πᾶσιν ἀπόῤῥητα;
πῶς ἀνέχεται χειρῶν πορνικῶν;
πῶς οὐκ ἀπελαύνει πόῤῥωθεν τὴν οὐδὲν ἔχουσαν τοῦ σώματος ἄπρακτον;
πῶς οὐδὲ βδελύσσεται τὴν βδελυρὰν,
καὶ πάσης αἰσχρότητος γέμουσαν;
Κακίζει τὴν πολλὴν φιλανθρωπίαν ὁ Φαρισαῖος ὡς ἄγνοιαν, καὶ ὑποβάλλει τὴν συγκατάβασιν τῷ τῆς ἀγνοίας ὀνόματι, νοσῶν αὐτὸς τοῦ γινομένου τὴν ἄγνοιαν.
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν·
Ἔχω σοί τι εἰπεῖν.
Οἶδα τί λέγεις μὴ λέγων μηδὲν, οἶδα τί φθέγγῃ σιγῶν,
οἶδα τί βοᾷς σιωπῶν, οἶδα τί καὶ αὕτη κατὰ διάνοιάν μοι προσδιαλέγεται, οἶδα κἀγὼ πόσους ἐν τῇ ψυχῇ κατ' ἐμοῦ χαλκεύεις λογισμούς.
∆ιηγήσομαί σοι τῶν ἐνθυμημάτων τὰς φωνὰς,
ἐξαγορεύσω τὰ παρὰ σοῦ βλασφημούμενα,
δημοσιεύσω τὰ φρονήματα τῶν σῶν ἐννοιῶν,
ὡς τοῖς λογισμοῖς τῆς σῆς ψυχῆς ἐγκαθήμενος.
Οὕτω λέγεις, Εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ, ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.
Ταῦτα τὰ ῥήματα τῆς σῆς διανοίας.
Πῶς οὖν κατέγνων τῶν ἐν τῷ βυθῷ τῆς σῆς διανοίας κινηθέντων λογισμῶν τὴν ζάλην,
εἰ μὴ Θεὸς ἤμην πάντων δημιουργός;
Ὡς ὑποπτεύεις αὐτὸς ἐκ τῆς ἀποκρίσεως,
γνῶθι ὅστις εἰμὶ ἀποκρινόμενός σοι μὴ λαλοῦντι μηδέν·
ἐκκαλύπτω τὰ ῥήματα τῆς σῆς ψυχῆς.
Εἰ ἤμην προφήτης, ἐγίνωσκον τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνή;
καὶ ποῦ χρεία προφητικῆς ἐλλάμψεως ἐπὶ τῆς γνωριζομένης ὄψεως;
οὐκ οἶδα τὴν προεστηκυῖαν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς;
οὐκ οἶδα τὴν πᾶσι κατάδηλον;
οὐκ ἐπίσταμαι ταύτην, δι' ἣν ἦλθον πρὸς σέ;
Γινώσκω τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνή·
οὐδὲν γὰρ λανθάνει τὸν τῆς θεότητος ὀφθαλμὸν,
οὐ πλεονέκτης, οὐ πονήρευμα·
γινώσκω τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ, καὶ ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι·
καὶ διὰ τοῦτο χαίρω κατεχόμενος παρ' αὐτῆς,
ἵνα τὴν κρατοῦσαν εὐλαβῶς περισώσω θεοπρεπῶς.
Οὐ γὰρ μολύνομαι παρὰ τῶν ταύτης χειρῶν,
ἀλλ' ἐγὼ ταύτην καθαρὰν ἀπεργάζομαι.
Ἥλιον γὰρ βόρβορος οὐκ ἀμαυροῖ,
μαργαρίτην πηλὸς οὐκ ἀλλάσσει,
τοῦ ἀναμαρτήτου ἁμαρτία οὐχ ἅπτεται.
Οὐχ ἡψάμην πρῴην λεπροῦ, καὶ τὸ πάθος ἀπέφυγε;
μὴ λεπρὸς ἐγενόμην, πλησιάσας λεπρῷ;
Οὕτω καὶ νῦν τὰ συνήθη θαυματουργῶν μεταβάλλων ταύτην πρὸς ἁγιότητα, οὐ μεταβάλλομαι πρὸς τὴν αὐτῆς ποιότητα ἀνεχόμενος τῆς ἁφῆς τῆς μεσούσης χειρός.
Ἰατρὸς γάρ εἰμι·
ἰατρὸς δὲ οὐ τραυμάτων καὶ σηπεδόνων καὶ ἰχώρων,
ἀλλὰ τὴν σωτηρίαν τοῖς νοσοῦσι κατὰ ψυχὴν πραγματευόμενος·
ποιητής εἰμι,
καὶ φείδομαι τοῦ ἐμοῦ πλάσματος·
δεσπότης εἰμὶ,
καὶ οὐκ ἀνέχομαι ζημιωθῆναι φιλοδέσποτον δούλην·
ποιμήν εἰμι,
καὶ πρόβατον ἐμὸν πλανώμενον εὑρὼν εἰκότως εὐφραίνομαι·
λιμήν εἰμι, καὶ πάντας τοὺς προσορμίζοντας προσδέχομαι.
Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν.
∆ύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι.
Τέως μετὰ ταύτης τέταξαι·
τί στρατεύεις κατ' αὐτῆς,
ὡς μόνος ἀνελθὼν εἰς τὴν ἀκρόπολιν τῶν ἀρετῶν;
τέως ὑπεύθυνός μοι καθέστηκας·
τί οὖν κατακρίνεις ταύτην, ὡς μόνος ἀνεύθυνος;
δύο χρεωφειλέται, σὺ καὶ αὐτὴ τυγχάνετε·
ὁ δὲ δανειστὴς ἐγώ εἰμι·
ἐδάνεισά σοι καὶ τῷ γυναίῳ τὴν παροῦσαν ζωήν.
Ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα.
Αὕτη χρεωστεῖ πεντακόσια δηνάρια·
πολλὰ γὰρ ἐξήμαρτε·
σὺ χρεωστεῖς πεντήκοντα·
ὀλίγον γὰρ ἔπταισας·
ἀλλ' ὅμως ὑπόκεισαι λογοθεσίῳ ζωῆς.
Μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο.
Ἐχαρισάμην σοι τὰ ἐγκλήματα,
χαρίζομαι καὶ ταύτῃ τὰ πλημμελήματα·
ἀπήλαυσας πρῶτος τῆς ἐμῆς παρουσίας,
ἀπολαυσάτω καὶ αὐτὴ τῆς ἐμῆς ἀμνησικακίας.
Ἤθελές με περὶ μὲν σὲ φανῆναι φιλάνθρωπον,
περὶ δὲ ταύτην ἀπάνθρωπον;
Ἀλλ' οὐκ ἀνέχομαι λαβεῖν σε διοικητὴν τῆς ἐμῆς ἀγαθότητος.
Εἰ σὺ τοιαύτην ἔσχες χώραν, αὕτη δὲ τὴν σὴν, ἐβούλου αὐτὴν περὶ σοῦ τοιαῦτα λέγειν ἃ σὺ κατ' αὐτῆς φρονεῖς;
Οὐκ ἤκουσας ὅτι, Ἃ μὴ βούλει παθεῖν, μὴ θέλῃς ποιεῖν·
οὗτος γὰρ ὁ κοινὸς νόμος τῆς φύσεως.
Τίς οὖν, εἰπέ μοι, πλέον ἀγαπήσει αὐτόν;
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν,
Ὑπολαμβάνω, ὅτι ᾧ τὸ πλέον ἐχαρίσατο.
Καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Σωτήρ·
Ὀρθῶς ἔκρινας.
Οὐκοῦν ἔμμεινον οἷς ἐδίκασας πρῶτος αὐτός.
Καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα, τῷ Σίμωνι λέγει,
Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα;
Ἐγὼ οὐκ ἔτι καλῶ πόρνην,
τὴν ῥίψασαν μετὰ τοῦ πράγματος καὶ τὸ ὄνομα.
Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα τὴν αὐτόκλητον ἐπεισελθοῦσαν ἡμῖν, τὴν ἐπιδεικνυμένην ἀναίδειαν ἐπαινουμένην,
τὴν ἀσκοῦσαν ἀναισχυντίαν ἀγαπωμένην,
τὴν ὁδηγὸν τῆς πρὸς ἐμὲ φερούσης ὁδοῦ,
τὴν ἡγεμόνα τῆς εὐσεβείας,
τὴν διδάσκαλον τῆς μετανοίας,
τὴν ἔργῳ τὰ πράγματα διδάξασαν,
τὴν ἄπαυστα κλαίουσαν,
τὴν παῤῥησίαν τῶν ἁμαρτωλῶν,
τὴν κήρυκα τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας,
τὴν ἐκκλησίαν τὸν σὸν οἶκον ποιήσασαν,
τὴν μόνην μόνῳ προσευχομένην,
τὴν ἄνθρωπόν με θεωροῦσαν καὶ ὡς Θεὸν ἱκετεύουσαν, μὴ δορυφόρους, μὴ βῆμα δικαστικὸν,
καὶ ὡς κριτήν με γονυπετοῦσαν, τὸν κείμενον προσκυνοῦσαν;
Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα,
τὴν ἀκάματον,
τὴν ἐργάτιν τῶν ἀγαθῶν,
τὴν διὰ τῶν πλοκάμων αὐτῆς καὶ τῶν δακρύων ὑφαίνουσαν ἑαυτῇ τὴν τῆς ἀθανασίας στολὴν,
τὴν πρεσβεύουσαν διὰ πάντων αὐτῆς τῶν μελῶν περὶ ἑαυτῆς, τὴν ἄπληστον ἐν οἷς οὐκ ἐχρῆν ἰδεῖν, ἀπληστοτέραν ἐν οἷς τὸ ἄμετρον μακαρίζεται;
Σκόπησον τὰ γενόμενα παρὰ σοῦ,
καὶ θέασαι τὰ γεγενημένα παρ' αὐτῆς,
καὶ στεφανώσεις σὺν ἐμοὶ τὴν ἑαυτὴν στεφανώσασαν.
Ἐὰν μὴ καὶ σὺ θαυμάσῃς τὴν εὐσέβειαν
καὶ τὴν ἐργασίαν αὐτῆς, μέμφου τοῖς ἐμοῖς οἰκτιρμοῖς.
Εἰσῆλθον εἰς τὴν οἰκίαν σου ἐγὼ ὁ Χριστὸς,
ὁ ἄνω καὶ κάτω καὶ πανταχοῦ καὶ ἐνταῦθα οὕτως ὡς βλέπεις, καὶ τῇ παρουσίᾳ μου τετίμηκά σε, καὶ τὸν οἶκόν σου·
καὶ σὺ ὕδωρ ὑπὸ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας.
Σὺ τὸ εὔκολον, τὸ ῥᾴδιον, τὸ εὐπόριστον τοῖς ἐμοῖς ποσὶν οὐκ ἐπέχεας·
αὕτη δὲ, ἡ παρὰ σοῦ λοιδορουμένη,
τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας,
οὓς οὐκ ἔβαψεν ὅλα τῆς θαλάσσης τὰ ὕδατα καὶ τὰ κύματα.
Βλέπεις ξένην ἀρδείαν τοῖς ἐμοῖς ποσὶν ἐπιῤῥέουσαν·
βλέπεις βροχὴν παράδοξον, οὐκ ἐκ τῶν νεφῶν φερομένην, ἀλλ' ἐκ τῶν τῆς γυναικὸς ὀμμάτων τικτομένην.
Ποία πηγὴ τοσούτων εὐπορεῖ ναμάτων, ὅσον αὕτη δακρύων;
ποία κρήνη βλύζουσα τοσαύτας σταγόνας οὐκ ἐλέγχεται;
Αὕτη τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας,
καὶ ταῖς θριξὶν αὐτῆς ἐξέμαξε, καὶ ξένον λέντιον τὰς τρίχας αὐτῆς κατεσκεύασε, καὶ παράδοξον ἐκμαγεῖον τῶν ἐμῶν ποδῶν τοὺς πλοκάμους αὐτῆς ἐποίησε.
Φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας σύ·
τὰ χείλη τὰ σὰ τοῖς ἐμοῖς χείλεσι προσαρμόσαι οὐ κατηξίωσας·
αὕτη δὲ, ἀφ' οὗ εἰσῆλθεν,
οὐ διέλειπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας.
Ὢ τῆς ὁμαλῆς προσεδρίας!
ὢ φιλημάτων θείων!
ὢ φιλημάτων πνευματικῶν ἀπολογησαμένων ὑπὲρ τῶν προτέρων περιπλοκῶν.
Ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας·
τὸ τιμιώτερον μέρος τοῦ σώματος οὐκ ἐνότισας ἐλαίῳ ψιλῷ·
αὕτη δὲ ἐλαίῳ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας.
Τί οὖν σοι δοκεῖ;
ἀποστραφῶ τὴν τοιαῦτά μοι φέρουσαν ξένια;
ἀποσείσωμαι τὰ φίλα μοι δῶρα;
μὴ ἐντραπῶ τοιαύτην καὶ τοσαύτην διάθεσιν;
μὴ ἐντραπῶ πίστιν οὐρανοῦ ὑψηλοτέραν;
παρίδω τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα καλά·
παρίδω ἐλεεινοὺς στεναγμούς;
Ἀλλ' οὐ πέφυκα τοιοῦτος.
Παρίδω τοὺς τῶν δακρύων κρουνούς;
Ἀλλ' οὐ δύναμαι.
Παρίδω τὴν δεδακρυμένην μορφήν;
∆ιὰ μόνην φιλανθρωπίαν ἔλαβον τὴν τοῦ δούλου μορφήν.
Ἀρνήσομαι ἐμαυτὸν διὰ σέ;
μισήσω τὴν οὕτω με γνησίως ποθοῦσαν;
ἀπελάσω τὴν οὕτω περιπλεκομένην μου τοῖς ποσίν;
ἀποδιώξω τὴν ἱκέτιν μὴ τυχοῦσαν ὧν ἤλπισε;
πληρώσω τοῦ διαβόλου τὸ βούλημα;
χαρίσωμαι τῷ πολεμίῳ τὸ θήραμα;
πέμψω πάλιν τὴν ἐμὴν περιστερὰν πρὸς τὸν ἱέρακα;
μὴ οἰκτείρω τὴν οὐδὲν ἕτερον λέγουσαν,
εἰ μὴ μόνον, ἐλέησόν με;
μὴ ἐλεήσω τὴν οὕτω φυγοῦσαν τὸν διάβολον,
καὶ προσφυγοῦσαν ἐμοί;
Τί οὖν κατῆλθον ἐκ τῶν οὐρανῶν;
τί δὲ τὸ φαινόμενον περιβέβλημαι σῶμα;
τί δὲ τῆς σῆς οἰκίας ἐγενόμην ἐντός;
τὴν φαινομένην καὶ θηραθῆναι βουλομένην εἰ ἔμελλον ἀπελαύνειν, διὰ τί τὸν τόπον τῆς θήρας κατέλαβον;
Ἀλλ', Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους,
ἀλλ' ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.
Οὗ χάριν λέγω σοι,
Ἀφέωνται αὐτῆς αἱ ἁμαρτίαι αἱ πολλαὶ, ὅτι ἠγάπησε πολύ.
Ὁ δὲ ὀλίγον ἀγαπῶν, ὀλίγον ἀγαπηθήσεται.
Ταῦτα πρὸς τὸν Φαρισαῖον διαλεχθεὶς,
ὁ Χριστὸς μετέδωκε τῇ περικεχυμένῃ βλέμματος
καὶ φθέγματος ἡμέρου καὶ προσηνοῦς,
καὶ πρὸς τὴν κατακεκρυμμένην καὶ δεομένην μικρὸν ἑαυτὸν ἐπικλίνας, μετέδωκεν αὐτῇ τὴν ποθουμένην ἀπόφασιν, ἔχουσαν τῶν ἁμαρτημάτων ἄφεσιν.
Ἀφέωνταί σοι ἁμαρτίαι.
∆έξαι λοιπὸν, ὦ γύναι,
τῶν δακρύων ὑπογεγραμμένην τὴν δέησιν·
δέξαι τῆς πίστεως τὴν ἀντίδοσιν,
δέξαι τῆς εὐπειθείας τὰς ἀμοιβὰς,
δέξαι τῆς εὐσεβείας τὰς δωρεὰς,
δέξαι τῆς μετανοίας τὸν στέφανον,
δέξαι τῶν πικρῶν στεναγμῶν τὸν γλυκύτατον καρπὸν,
δέξαι τοῦ σκυθρωποῦ σπόρου τὸ γλυκύτατον θέρος.
Ἔσπειρας ἐν δάκρυσιν,
ἐν ἀγαλλιάσει θέρισον.
Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι.
∆ιεῤῥάγησαν αἱ τοῦ κακοῦ βίου σειραὶ,
διελύθησαν αἱ τῆς πονηρίας ἁλύσεις·
ἀπηλλάγης τῶν ἐγκλημάτων καὶ τῶν εὐθυνῶν,
ἔφυγες τὴν ἄσβεστον κάμινον τοῦ πυρὸς,
ὀλίγοις δάκρυσι φλόγα τοσαύτην κατέσβεσας,
κατεπάτησας τοῦ πονηροῦ ἐχθροῦ τὴν κεφαλὴν,
ἐνίκησας περιφανῶς τὸν ἀντίπαλον.
Θάρσει, θύγατερ, Θεὸς ὁ δικαιῶν, τίς ὁ κατακρίνων;
Ἐγὼ ὁ κριτὴς γίνομαι τῆς ἀφέσεως ἐγγυητής·
τίς ἕτερος τὴν ἐμὴν ἐπίκρισιν ἀνατρέψει;
ἐγὼ ὁ δικαστὴς ἀπολύω·
τίς ἕτερος καταδικάσει;
Θάρσει, θύγατερ·
λόγισαι ἐξαίφνης πῶς ὑψώθης,
πῶς ἦλθες ὡς κατάκριτος,
καὶ τῆς κατακρίσεως ἐλευθερωθῆναι κατηξιώθης,
καὶ θυγάτηρ γενέσθαι ἐμοῦ ποῦ βασιλέως τῶν οὐρανῶν.
Ἦλθες ὡς τετραυματισμένη φάρμακον λαβεῖν,
καὶ βασιλικὸν ὡς βασίλισσα ἐφόρεσας στέφανον.
Ἀνεγεννήθης ἄνευ μήτρας, ἀνεπλάσθης ἄνευ πηλοῦ, ἀνεχωνεύθης ἄνευ πυρὸς, ἐβαπτίσθης ἄνευ κολυμβήθρας.
Σὺ σεαυτὴν ἐκ τῶν σῶν δακρύων κολυμβήθραν ἐκέρασας·
τὸ ῥῆμά μου βάπτισμά σου γεγένηται·
ὁ λόγος ὁ ἐμὸς φωτισμὸς τοῦ προσώπου σου.
Θάρσει, θύγατερ,
ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Ὡς ἐπίστευσας, ἤντλησας·
ὡς ἐπόθησας, ἔλαβες·
ὡς ἠθέλησας, ἐβασίλευσας.
Παρέκυψας διὰ τοῦ σώματος,
καὶ φωτὸς ὅλη γέγονας ἔμπλεος.
Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Πίστις γὰρ σωτηρίας ἀρχὴ, πίστις ἀθανασίας προοίμιον,
πίστις θεογνωσίας καθαρὸς ὀφθαλμὸς,
πίστις τὰ ἀόρατα καθορᾷ.
Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Εἴθε καὶ Ἰουδαῖοι τὴν σὴν πίστιν ἐμιμήσαντο!
Εἴθε καὶ Ἕλληνες τὴν σὴν γνώμην ἐζήλωσαν!
Εἴθε πάντες ἄνθρωποι μάθοιεν πιστεύειν ὡς σύ!
Πορεύου εἰς εἰρήνην.
Ἐπεὶ ἂν ἠβουλήθης, ἕξεις με διαπαντὸς μετὰ σοῦ καὶ σὺν σοί·
ἐὰν οὕτω μείνῃς ἁγνὴ, οὐδέποτε χωρισθήσομαι τῆς σῆς διανοίας ἐὰν φυλάξῃς τὴν καθαρότητα ταύτην ἀμόλυντον,
ἀεὶ σὺν σοὶ παραμενῶ·
ἐὰν μείνῃς νύμφη παρθένος, ἔσομαί σοι νυμφίος παρθένος, νυμφίος ἀφθαρσίας φρουρός·
ἐὰν μὴ ἀθετήσῃς τὰ μεταξὺ ἡμῶν σήμερον συντελεσθέντα προικῷα, οὐκ ἀναχωρήσω τῆς σῆς συνοικεσίας·
ἐὰν μὴ πορνεύσῃς εἰς ἐμὲ, οὐκ ἐκβαλῶ σε τῆς ἐμῆς οἰκειότητος·
ἐὰν μὴ ἐπαγάγῃς μοι μοιχὸν λογισμὸν,
ὡς οὐράνιος μνηστὴρ καὶ τὰ οὐράνιά σοι δωρήσομαι·
ἐὰν τηρήσῃς ἄτρωτον τὸ πρὸς ἐμὲ συνειδὸς,
ἀπολαύσεις τῆς ἐμῆς εὐνοίας διαπαντός.
Πορεύου εἰς εἰρήνην.
Μέμνησο τῆς παρούσης ἡμέρας,
ἐν ᾗ τῆς ἐλευθερίας ἀπήλαυσας·
μέμνησο τῶν καλῶν τούτων δακρύων,
δι' ὧν κατέστης εἰς τοσαύτην φαιδρότητα·
μέμνησο τῆς μετανοίας ταύτης,
δι' ἧς τὸ τῆς θυγατρὸς εὗρες ἀξίωμα.
Πορεύου εἰς εἰρήνην.
Κατηλλάγην σοι,
διὰ χρόνου πολλοῦ πρὸ τούτου λυπούμενος πρὸς σὲ διὰ σέ.
Μὴ λύσῃς τὴν καλὴν εἰρήνην πράξεσι πονηραῖς·
μὴ πάλιν διὰ τῶν σῶν μοι πολεμήσῃς μελῶν·
μὴ πάλιν πλέξῃς, ὡς σατανᾶς, τὰς κόμας·
μὴ κονιάσῃς, ὡς τοῖχον, τὸ πρόσωπόν σου·
μὴ τεχνάσῃς κόσμον περίεργον καὶ ὀλέθριον·
μὴ προθῇς, ὡς ἐν ἀγορᾷ, τὴν ὄψιν σου τοῖς ἐμπόροις τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν·
μὴ πέμψῃς τοὺς ὀφθαλμοὺς, ὡς θηρατὴς,
κατὰ τῶν ἑκουσίως ἀγρευομένων·
μὴ χρήσῃ τοῖς χείλεσιν, ὡς βέλεσι,
κατὰ τῶν τιτρωσκομένων ἡδέως·
μὴ ποιήσῃς τὸ στόμα σου θάνατον·
μὴ κατακρίνῃς τὰς χεῖρας ἀσέμνοις περιπλοκαῖς·
μὴ καταδικάσῃς τοὺς πόδας δρόμοις αἰσχροῖς·
μὴ ἀνατρέψῃς τὸν καλόν σου δρόμον δρόμοις κακοῖς·
μὴ σκορπίσῃς τῆς ἁγνείας τοὺς μαργαρίτας, ο
ὓς ἀπόνως ἐξέλεξας·
μὴ γένῃ πάλιν φθορᾶς ἐργαστήριον·
μὴ παλινδρομήσῃς πρὸς τὴν ἀρχαίαν σου ἀπάτην·
μὴ τὴν προτέραν ἀναλάβῃς σκηνήν·
μὴ οἰκοδομήσῃς κακῶς ἃ κατέλυσας καλῶς·
μὴ δέξῃ σύμβουλον τὸν ὄφιν, ἵνα μὴ γυμνωθῇς ὡς ἡ Εὔα·
μὴ καταλείπῃς ἡδονῇ τὴν πηγὴν τῆς πίστεως,
ἵνα μὴ ῥίψῃ κατὰ σοῦ τὸν ἰὸν ὁ δράκων ὁ πολύμορφος·
μὴ κοιμηθῇς τῆς ἡδυπαθείας τὸν ὕπνον,
ἵνα μὴ κινήσῃς καθ' ἑαυτῆς τὸν δίκαιόν μου θυμόν·
μὴ μετὰ τοσοῦτον μύρον, βόρβορον ἐπιχέῃς ἑαυτῇ·
μὴ γένῃ πάλιν ὃ ἦς·
ἅπαξ ἐκαθαρίσθης, ἅπαξ ἐχωνεύθης·
μεῖνον σωφροσύνης ἄγαλμα νεουργὸν,
ἵνα μὴ χωνευθῇς τῷ πυρί.
Πορεύου εἰς εἰρήνην·
ἀπάγγελλε τοῖς ἀπαντῶσι,
πῶς ἀγαθός εἰμι καὶ φιλάνθρωπος·
ἐπιδείκνυε τοῖς ἀγνοοῦσι τὸν ἀποσμήξαντά σου τὸν ῥύπον·
γενοῦ λοιπὸν σαγήνη ζωῆς.
Ἕως τῆς παρούσης ἡμέρας τοὺς νέους πρὸς ἀπώλειαν ἤγρευες·
ἀπὸ τῆς παρούσης ἡμέρας πάντας ἀνθρώπους πρὸς σωτηρίαν ἁλίευε·
βόα πρὸ τοῦ Παύλου, ὡς πρὸ τοῦ Παύλου σαγηνευθεῖσα·
Πιστὸς ὁ λόγος, καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος,
ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς παρεγένετο ἐν κόσμῳ ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρώτη εἰμὶ ἐγώ.
Ταύτης τὴν μετάνοιαν ζηλώσωμεν ἅπαντες,
ἵνα τὴν ἴσην παῤῥησίαν κτησώμεθα·
λύσωμεν τὰς ἀδικίας, ὡς ἐκείνη τὰς τρίχας·
τοιαῦτα δάκρυα ῥάνωμεν,
ἵνα τοιαῦτα φάρμακα λάβωμεν·
οὕτω φιλήσωμεν τὸν ∆εσπότην,
ἵνα οὕτω φιληθῶμεν παρ' αὐτοῦ·
κρατήσωμεν καὶ ἡμεῖς πίστεως χερσὶ τὸν ἡδέως κρατούμενον, καὶ μηδέποτε καταλείπωμεν αὐτὸν,
ἕως ἂν αὐτοῖς τοῖς πράγμασιν εἴπῃ καὶ πρὸς ἡμᾶς·
Ἀφέωνται ὑμῶν αἱ ἁμαρτίαι.
Θαρσεῖτε, τέκνα·
ἡ πίστις ὑμῶν σέσωκεν ὑμᾶς.
Καὶ τὴν πίστιν ἐκείνης ταῖς ἡμετέραις ἐννοίαις ἐγγράψωμεν, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Μεγάλη Τρίτη Εσπέρας



  Ἡ ἀποψινή βραδιά, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἀφιερωμένη σέ μιά γυναίκα. Μάλιστα σέ μιά γυναίκα ἁμαρτωλή, πού πρόσβαλε ἡ ἴδια τόν ἑαυτό της καί τόν κατεξευτέλισε μέ τόν χειρότερο τρόπο. Ἀκόμη ἡ ἡμέρα αὐτή μᾶς φέρνει μπροστά σέ ἕνα δίλημμα, τί τελικά εἶναι ἀρεστό στό Θεό καί τί δέν εἶναι.
Ὅλη ἡ σημερινή ὑμνολογία καί τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς αὐριανῆς Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας ἀναφέρονται στήν ἁμαρτωλή αὐτή γυναίκα, πού ἄλειψε μέ πολύτιμο μύρο, μέ ἀκριβό ἄρωμα τό κεφάλι, τό σῶμα καί τά πόδια τοῦ Χριστοῦ.
  Ἔτσι, θά λέγαμε, στό κέντρο τῆς ὑπόθεσης ἔχουμε τόν Χριστό. Καί ἀπό τήν μία πλευρά ἔχουμε τήν ἁμαρτωλή αὐτή καί ἀνώνυμη γυναίκα, στήν δέ ἄλλη πλευρά ἔχουμε κόσμο πολύ: τόν Σίμωνα τόν φαρισαῖο, πού κάλεσε στό σπίτι του τόν Χριστό καί τοῦ παρέθεσε τράπεζα. Ἔχουμε ἀκόμη ἄλλους γνωστούς καί φίλους τοῦ φαρισαίου, δηλαδή τήν ὑποτιθέμενη θρησκευτική ἀφρόκρεμα τῶν Ἑβραίων, καθώς καί τούς δώδεκα μαθητάς, μαζί ἀσφαλῶς καί τόν Ἰούδα.
  Ἄν ξέραμε ἀπό Εὐαγγέλιο, θά διαπιστώναμε, ὅτι ἡ ἁμαρτωλή αὐτή γυναίκα ἡ μισιτή καί συχαμερή ἀπό ὅλους, εἶναι ἐκείνη πού γλύτωσε ὁ Χριστός ἀπό τά χέρια τῶν Ἑβραίων, ὅταν πῆραν πέτρες νά τήν λιθοβολήσουν καί τούς εἶπε, ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω ἐπ᾿ αὐτῇ. Μετά τό συγκεκριμένο περιστατικό ἡ ἄσωτη αὐτή γυναίκα εἶχε συνεχῶς στό μυαλό της τά λόγια τοῦ Θείου Διδασκάλου, πήγαινε στό καλό, δέν σέ καταδικάζω, ἀλλά πρόσεχε στό ἑξῆς μή ξανααμαρτήσεις. Τά λόγια αὐτά τά σωτήρια τά ἔκανε πράξη. Σταμάτησε τήν αἰσχρή ἁμαρτία. Μίσησε τόν προηγούμενο τρόπο ζωῆς της. Τήν συνεῖχε ὁ φόβος τῆς κολάσεως. Ἔτρεμε πλέον τήν αἰώνια καταδίκη. Πόρνοι καί μοιχοί, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι.
  Ἡ λύση τῆς δυστυχίας της ἦταν ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτό σάν ἔμαθε, ὅτι βρίσκεται στό σπίτι τοῦ Σίμωνα τοῦ φαρισαίου, ἔτρεξε κοντά του καί ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, γιά νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη της.
  Οἱ ἄλλοι, πού ἦσαν παρόντες, ἀγανάκτησαν. Ὁ Σίμων μέ τούς ὁμοϊδεάτες του φαρισαίους ἄρχισαν τούς ψιθύρους κατηγορίας: Ἄν ὄντως ἦταν δίκαιος ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἄν πράγματι ἦταν ἅγιος, ὅπως λένε, θά ἤξερε τί σόϊ γυναίκα εἶναι αὐτή καί δέν θά ἐπέτρεπε νά τόν πλησιάσει, νά τόν ἀκουμπήσει. Πῶς ἀνέχεται τέτοια πράγματα; Ἀλλά καί οἱ μαθηταί, κυρίως ὁ Ἰούδας, ἀγανάκτησαν μέ αὐτήν τήν σπατάλη. Τί κρῖμα!  Ἦταν προτιμότερο νά πουληθεῖ τό μύρο. Θά παίρναμε τριακόσια δηνάρια καί τά χρήματα αὐτά θά τά δίναμε στούς φτωχούς. Ὅμως ἔλεγε ψέματα. Δέν ἐνδιαφερόταν γιά τούς φτωχούς. Ἦταν κλέφτης καί κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του τά χρήματα.
  Ὁ Χριστός δέν συμφωνεῖ μέ τήν σκέψη κανενός καί καυτηριάζει τήν ὑποκρισία τους. Οἱ καθώς πρέπει, οἱ καλοβολεμένοι μέσα στή θρησκεία, δέν διδάχθηκαν τίποτε ἀπό τήν οὐράνια διδασκαλία, ἀπό τήν στάση καί τήν πορεία τοῦ Ἰησοῦ. Δέν ἔμαθαν ποτέ τί σημαίνει νά ἔχεις μεγάλη καρδιά, νά ἀγαπᾶς ἀκόμη καί τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο.
  Ὁμιλοῦν οἱ ὑποκριταί, οἱ στενόμυαλοι, αὐτῶν πού ἡ καρδιά εἶναι γεμάτη μίσος καί κακία. Διαμαρτύρονται οἱ σκληρόκαρδοι, οἱ τυπολάτραι, πού δικαιώνουν ἀπό μόνοι τους τόν ἑαυτό τους, οἱ ἐγωϊσταί, οἱ ψεῦτες καί οἱ κλέφτες, αὐτοί πού δέν εἶναι ἄξιοι ἐμπιστοσύνης, πού πάντοτε κατακρίνουν τούς ἄλλους. Ὅλους αὐτούς τούς ἀποστομώνει, τούς καυτηριάζει καί τούς καταδικάζει ὁ Χριστός, ἐνῷ δικαιώνει τήν ἁμαρτωλή γυναίκα, πού εἶναι γεμάτη ἀπό ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη, ἀπό εἰλικρινῆ μετάνοια, βαθειά ταπείνωση καί μεγάλη ἀγάπη.
  Ἀγαπητοί μου, σήμερα ὁ Χριστός ἔδωσε μία ἀποστομωτική ἀπάντηση σέ ὅλους  ὅσους εἶχε ἀπέναντί του καί τριγύρω του. Ἀνατρέπει τήν κρατούσα νοοτροπία καί λέει ποιός εἶναι δίκαιος καί ἀρεστός στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πρέπει νά τό προσέξουμε πάρα πολύ. Ἀπορρίπτει τούς βολεμένους, τούς ψευτοθρησκευτικούς τύπους, πού συχνά-πυκνά μπαινοβγαίνουν στήν ἐκκλησία, ἐκείνους πού νομίζουν, ὅτι σώθηκαν καί μέ τήν ἀρετή τους ἐξασφάλισαν τόν παράδεισο. Προτιμάει ὅσους ἔχουν μετάνοια, ταπείνωση, ἀγάπη καί πίστη.
  Εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας: Προτιμότερο νά εἶσαι ἁμαρτωλός μέ μετάνοια ὅμως καί ταπείνωση, παρά δίκαιος μέ καλά ἔργα, ἀλλά μέ ἐγωϊσμό καί ὑπερηφάνεια. Αὐτό τό γνωρίζουμε πολύ καλά ἀπό τήν γνωστή σέ ὅλους μας παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου.  Δικαιώθηκε ὁ ἁμαρτωλός τελώνης καί κατακρίθηκε ὁ εὐσεβής φαρισαῖος.
  Ἡ ἀποψινή βραδιά μᾶς ἔδειξε τήν ἁμαρτωλή γυναίκα. Τήν πρόβαλε μπροστά μας καί μᾶς παρότρυνε νά τήν ἀκολουθήσουμε. Ὄχι βέβαια στήν ἁμαρτία, γιατί αὐτό ἤδη τό κάναμε. Λέει τό κοντάκιο τῆς ἡμέρας: Ὑπέρ τήν πόρνην ἀνομήσας. Ἁμάρτησα περισσότερο ἀπό τήν πόρνη. Μᾶς προτρέπει νά τήν ἀκολουθήσουμε στήν μετάνοια, στήν ταπείνωση, στήν ἀφοσίωση στό Χριστό. Ἐκείνη σώθηκε. Ἄς τό κάνουμε κι᾿ ἐμεῖς, γιά νά σωθοῦμε. Ἀμήν.-

Μεγάλη Τρίτη βράδυ.Ἀμέλεια...«Δεινὸν ἡ ῥαθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια!…» (αἶν. Μ. Τετ.) +Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου

 
  Ἀμέλεια
 «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια!…» (αἶν. Μ. Τετ.)
                           (Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
 Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σᾶς πῶ ὅτι ἕνα περιστέρι ἔγινε κοράκι καὶ ἕνα κοράκι ἔγινε περιστέρι, δὲν θὰ τὸ πιστέψετε. Καὶ δικαίως.Διότι τέτοιες μεταβολὲς δὲν γίνονται στὴ φύσι . Τὸ περιστέρι μένει περιστέρι, τὸ κοράκιμένει κοράκι· ἡ τίγρις μένει τίγρις, τὸ ἀρνάκι μένει ἀρνάκι.
 Ἀλλ᾿ ἐνῷ στὴ φύσι δὲν συμβαίνουν τέτοιες μεταβολές, στὸν ἠθικὸ κόσμο συμβαίνουν· εἶναι μεταβολὲς ποὺ μᾶς κάνουν νὰ θαυμάζουμε.Ἕνα τέτοιο θέαμα μᾶς παρουσιάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας· μᾶς δείχνει ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος ἕνα περιστέρι ποὺ ἔγινε κοράκι, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο ἕνα κοράκι ποὺ ἔγινε περιστέρι. Ποιό εἶναιτὸ κοράκι, ποιό εἶναι τὸ περιστέρι; Περιστέρι εἶναι ὁ Ἰούδας  – ἔτσι τοὐλάχιστον φαινόταν ἐξωτερικῶς· αὐτὸς ἔγινε μαῦρος σὰν τὸ κοράκι. Καὶ ποιό τὸ κοράκι ποὺ ἔγινε περιστέρι;
  Ἡ πόρνη· μαύρη σὰν τὸ κοράκι ἦταν, καὶ ἔγινε ἄσπρη σὰν τὸ περιστέρι. Ἀλλὰ πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ μεγάλη μεταβολή, ποὺ ὑπερβαίνει καὶ τὶς μεταμορφώσεις τοῦ Ὀβιδίου; Ἔγινε ἡ μεταβολή, ἡ ἠθικὴ αὐτὴ μεταμόρφωσις, διότι ὁ μὲν Ἰούδας πῆρε ὡς σύντροφο τὴ ῥαθυμία καὶ τὴν ἀμέλεια , ἐνῷ ἡ πόρνη πῆρε ὡς σύντροφο καὶ συνοδοιπόρο τὴ μετάνοια . Καὶ ὁ ὑμνῳδὸς θαυμάζει καὶ λέει· «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια!» (αἶν. Μ. Τετ.) .
 «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία!». Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ ἀμέλεια .Παντοῦ σὲ ὅλες τὶς ὑποθέσεις εἶναιφοβερὴ ἡ ἀμέλεια· ἰδίως ὅμως εἶναι φοβερὴ ὅταν κανεὶς ἀμελῇ στὴ μεγαλύτερη ὑπόθεσιτῆς ζωῆς μας, τὴ μετάνοια.
«Τὸ ζητούμενον ἁλωτόν, ἐκφεύγει δὲ τἀ μελούμενον» , ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι (Σοφοκλ., Οἰδ. τύρ., στ. 110-111) . Δηλαδή, ἐκεῖνο ποὺ κυνηγᾷς τὸ πιάνεις, ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ τ᾿ ἀφήνεις καὶ τὸ παραμελεῖς, κάνει φτερὰ καὶ φεύγει, γίνεται πουλὶ ἄπιαστο. Αὐτὸ τὸ βλέπου-με καὶ στὸν Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας εἶχε ὅλες τὶς προϋποθέσεις νὰ γίνῃ ἅγιος . Ἔζησε κοντὰ στὸ μεγαλύτερο διδάσκαλο τῶν αἰώνων, τὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς δὲν δίδασκε μόνο τὰ ὡραιότερα πράγματα, ἀλλὰ –τὸ σπουδαιότερο– ὅ,τι δίδασκε τὸ εἶχε ἐφαρμόσει πρῶτος στὴ ζωήτου. Λαμπρά, λοιπόν, διδασκαλία καὶ ἄριστο παράδειγμα καὶ ἄριστο περιβάλλον εἶχε ὁ Ἰούδας. Ζοῦσε μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα πνευματική. Δὲν συναναστρεφόταν μὲ μέθυσους,πόρνους, κακοποιούς. Εἶχε καθημερινὴ συναναστροφὴ μὲ τὸν εὐαίσθητο Ἰωάννη, μὲ τὸ φλογερὸ Πέτρο, μὲ τὸ φιλότιμο Ἀνδρέα καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Ἔτρωγε μαζί τους, προσευχόταν μαζί τους, μελετοῦσε μαζί τους τὶς ἅγιες Γραφές, κοιμόταν καὶ ξυπνοῦσε μαζί τους.
 Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἰούδας ἔπεσε . Διέπραξε τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα· Ἐπρόδωσε τὸν Διδάσκαλο. Ἔπεσε ὁ Ἰούδας, «καὶ ἦν ἡ πτῶ- σις αὐτοῦ μεγάλη» (πρβλ. Ματθ. 7,27).
 Καὶ γιατί ἔπεσε; Διότι ἀμέλησε . Δὲν πρόσεξε καλὰ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἔλαβε τὰ κατάλληλα μέτρα. Ἀγαποῦσε μὲν τὸν Διδάσκαλο,ἀλλὰ ἐρωτοτροποῦσε καὶ μὲ τὸν διάβολο. Ὁ δὲ σατανᾶς εἶναι φοβερός. Ἐφαρμόζει τὸν τρό-πο τοῦ δρυοκολάπτη. Τί εἶναι ὁ δρυοκολάπτης;
 Ἕνα πουλὶ τοῦ δάσους. Καὶ τί κάνει; Μὲ τὴ μύτη, μὲ τὸ ῥάμφος του, χτυπάει γύρω – γύρω τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου. Κι ὅπου ἀντιληφθῇὅτι κάτω ἀπὸ τὸ φλοιὸ εἶναι κούφιο, ἐκεῖ τρυ-πᾷ τὸ ξύλο καὶ τρώει τὰ ἔντομα ποὺ ὑπάρχουν. Τὸ ἴδιο κάνει κι ὁ σατανᾶς. Περιτριγυρίζει τὴν ψυχή μας κι ὅπου βρῇ ἀδύνατο μέρος, κουφάλα, ἐκεῖ βυθίζει μὲ τρόπο τὸ ῥύγχος του, δημιουργεῖ ῥῆγμα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζει τὸ ἔργο τῆς καταστροφῆς. Καὶ στὸν χαρακτῆρα λοιπὸν τοῦ Ἰούδα βρῆκε μία ἀδύνατη πλευρά. Ἡ ἀδύνατη πλευρὰ τοῦ Ἰούδα, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα του, ἦταν ἡ φιλαργυρία. Ἡ ψυχή του ἑλκυόταν ἀπὸ τὸ χρῆμα. Τὸ χρῆμαἦταν ἡ ἀδυναμία του. Καὶ τὴν ἀδυναμία αὐτή δὲν προσπάθησε νὰ τὴν ἐξαλείψῃ. Δὲν πολέμησε τὸ σατανᾶ, ποὺ τοῦ παρουσίαζε νύχτα -μέρα ἐμπρός του τὴν εἰκόνα τοῦ χρυσοῦ. Ἀπὸ τὴν ἀμέλειά του ἄφησε τὴν ψυχή του ἀφύλαχτη. Ἔτσι ὁ σατανᾶς εἰσῆλθε στὴν καρδιά του.Μπῆκε ὅπως μπαίνει ὁ κλέφτης ὅταν ἀφήσου-με τὴν πόρτα ἢ τὸ παράθυρο ἀνοιχτά. Μπῆκεὅπως ὁ πλημμυρισμένος ποταμὸς ποὺ σπάειτὸ φράγμα καὶ ὁρμᾷ ἀκράτητος στὸν κάμποκαὶ καταστρέφει τὰ πάντα. Μπῆκε ὅπως μπαί-νει ὁ ἐχθρὸς στὸ φρούριο καὶ σφάζει τοὺς στρατιῶτες ὅταν οἱ φρουροὶ ἀποκοιμηθοῦνκαὶ σταματήσουν νὰ φωνάζουν «φύλακες, γρηγορεῖτε».Αὐτὸ ἔπαθε ὁ Ἰούδας. Αὐτὸ παθαίνουν καὶὅλοι ὅσοι ἀμελοῦν καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ὁ διάβολος τοὺς δένει σήμεραλίγο, αὔριο περισσότερο, μεθαύριο ἀκόμη περισσότερο, ἕως ὅτου τοὺς δέσῃ τόσο σφιχτὰκαὶ πανοῦργα, ὥστε νὰ τοῦ παραδώσουν ψυχὴ καὶ σῶμα καὶ νὰ γίνουν αἰχμάλωτοί του διὰ τῶν παθῶν . Πόσο δίκιο ἔχει ὁ ὑμνῳδὸς ὅταν λέει· «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία»!Ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ Ἐκκλησία μᾶςδείχνει μία πόρνη καὶ μᾶς φωνάζει· «Μεγάλη ἡ μετάνοια!» . εἶναι= μεγάλη ἡ δύναμις τῆς μετανοίας . Διότι τί ἦταν ἡ πόρνη; Μία γυναίκατῆς ἁμαρτίας, ἕνα σκουλήκι ποὺ κυλιόταν μέσα στὸ βόρβορο, ἕνα κουρέλι τοῦ δρόμου ποὺ τὸ πατοῦσαν ὅλοι, μία νυχτερίδα τῆς ἡδονῆς.Ὅπως ἡ νυχτερίδα βγαίνει στὰ σκοτεινά, ἔτσικαὶ ἡ πόρνη νύχτα ἅπλωνε τὰ δίχτυα της. Πόσες τέτοιες νυχτερίδες ὑπάρχουν καὶ σήμε-ρα καὶ δουλεύουν στὰ καταγώγια τῆς διαφθορᾶς γιὰ νὰ πιάσουν στὰ δίχτυα τοὺς ἄμυαλους νέους ἀλλὰ καὶ γέρους.Ἀλλὰ τώρα; Ὤ, τώρα ἡ πόρνη μετανοεῖ!
 Ὁ μαθητὴς καὶ ἀπόστολος φεύγει ἀπὸ τὸ Χριστό, ἐνῷ αὐτὴ τρέχει πρὸς τὸ Χριστό. Ἀλήθεια· ὅταν βλέπω πόρνες νὰ μετανοοῦν, θυμᾶμαι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ· «Οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρ- ναι προάγουσιν ὑμᾶς (σᾶς ξεπερνοῦν) εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 21,31) . Ὁ Ἰούδας ἔπεσεστὸ δρόμο καὶ δὲν ξανασηκώθηκε πιά· ἡ πόρνη, ποὺ εἶχε πέσει στὴ λάσπη, σηκώθηκε, ἄφη σε «τὰ ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας» (οἶκ. Μ. Τετ.) , ἔτρεξε σὰν καλὸς δρομέας, πέρασε τὸν Ἰούδα,προχώρησε στὸν ἅγιο δρόμο, καὶ τερμάτισε νικήτρια. «Μεγάλη ἡ μετάνοια!» .Μετανόησε ὄχι ὅπως μετανοοῦμε ἐμεῖς· ἔδειξε μετάνοια πραγματική . Δὲν τὴ βλέπετε;Τὰ μαλλιά της, ποὺ τὰ στόλιζε καὶ τὰ ἔκανεπλοκάμια τοῦ διαβόλου, τὰ κάνει τώρα πετσέττα γιὰ νὰ σκουπίσῃ τὰ εὐλογημένα πόδιατοῦ Λυτρωτοῦ της. Καὶ τὰ μάτια της, μὲ τὰ ὁ-ποῖα τόσους θὰ εἶχε παγιδεύσει στὴν ἀκολασία, τώρα τὰ κάνει βρύση ποὺ τρέχει δάκρυα.Κάθε δάκρυ κ᾿ ἕνα διαμάντι τοῦ οὐρανοῦ, κάθε ἀναστεναγμὸς καὶ μιὰ χαρὰ τῶν ἀγγέλων. Κλαίει. Καὶ μόνο κλαίει; Κάνει καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ φανερώνει τὴ μετάνοιά της, τὴν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσί της στὸ Χριστό. Ἀγοράζει ἕνα δο-χεῖο μὲ τὸ καλύτερο μύρο. Αὐτὴ ποὺ ἄλλοτε ἦταν ἕνα κινητὸ μυροπωλεῖο τῆς ἁμαρτίας καὶμὲ κολώνιες καὶ ἀρώματα τραβοῦσε κοντά της καὶ παγίδευε τοὺς ἄντρες, τώρα παίρνει τὸ δοχεῖο τοῦ μύρου, τὸ σπάει, καὶ χύνει ὅλο τὸἄρωμα στὸ Χριστό.
 Ἀδελφοί μου! Δὲν ἐπιμένω περισσότερο στὴν περιγραφὴ τῆς μετανοίας τῆς πόρνης.Ὅπου φωνάζουν τὰ πράγματα, τὰ λόγια περιττεύουν. Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς , ποὺ ἀκοῦμε ἀπόψε, τί εἶναι; εἶναι ἡ προσευχὴ τῆς πόρνης ποὺ μετανοεῖ· «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁ- μαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή… Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξι-  χνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» . Ἂς τὸ κάνουμε τὸ τροπάριο αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς δική μαςπροσευχή, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὸ μεγαλεῖοτου καὶ νὰ δοκιμάσουμε τὴ γλυκύτητά του.Ἀλλὰ πότε;
 Ὅταν κ᾿ ἐμεῖς μετανοήσουμε ὅπως ἡ πόρνη καὶ ὅπως τόσοι ἄλλοι ἁμαρτωλοὶποὺ βρῆκαν στὴ μετάνοια τὸ λιμάνι τους.Λιμάνι σωτηρίας ἡ μετάνοια. Κάτι περισσότερο· εἶναι σωσίβιο. Κάθε ἁμαρτωλός, δηλαδὴκάθε ἄνθρωπος (διότι τις «ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει»;- νεκρ. ἀκολ.), καθένας ἀπὸ μᾶς, εἶναι ἕνας ναυαγός, ποὺ παλεύει μέσ᾿ στὰ κύματα τῆς ἁμαρτίας καὶ κινδυνεύει νὰ γίνῃ τροφὴ τοῦ δράκοντα τῆς ἀβύσσου. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ δέχτηκε τὴν πόρνη καὶ τὸ λῃστή, στέκεται στὸ βράχο –δὲν τὸν βλέπετε;– καὶ ῥίχνει – τί; Ῥίχνει συνεχῶς σωσίβια· γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ κ᾽ἕνα σωσίβιο
 .Ἀδελφέ μου συναμαρτωλέ! Καὶ γιὰ σένα ἔχει σωσίβιο ὁ Χριστός! Ἅρπαξέ το ὅπως ἁρπά-ζει ὁ ναυαγὸς τὴ σανίδα. Ἐὰν τὸ κάνῃς, θὰ αἰσθανθῇς μία χαρὰ ποὺ ποτέ στὴ ζωή σου δὲναἰσθάνθηκες. Ὁ Χριστὸς θὰ σὲ δεχθῇ. Οἱ ἄγγελοι θὰ χειροκροτήσουν, θὰ ξεκρεμάσουν τὶςκιθάρες τους, καὶ θὰ ψάλλουν· «Δόξα στὸ Χρι-στό, τὸ σωτῆρα τῶν ἁμαρτωλῶν· δόξα στὸ Λυτρωτή». Διότι μεγάλη χαρὰ γίνεται στὰ οὐρά-νια γιὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ  (πρβλ. Λουκ. 15,7,10,32) .Εἴθε τὴ χαρὰ τῆς μετανοίας ὅλοι νὰ δοκιμάσουμε.
 (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
                             Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία συνετάχθη πιθανὸν τὸ 1962. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...