Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 16, 2015

Κυριακή του Τυφλού Προκατάληψη, ουδετερότητα ἢ γενναιότητα; «Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ;

  Κυριακή του Τυφλού
 Προκατάληψη, ουδετερότητα ἢ γενναιότητα;
«Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ;»
.
Tyflos.jpgΓιὰ τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ μᾶς μίλησε σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Αὐτὸ ὅμως τὸ γεγονὸς δὲν τὸ ἀντιμετωπίζουν ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
Α) Ἐμπαθὴς προκατάληψη. Παρὰ τὴ μόρφωσή τους οἱ φαρισαῖοι εἶναι ἀνίκανοι νὰ δοῦν καὶ νὰ παρα-δεχθοῦν τὴν ἀλήθεια. Καμμιὰ ἀντικειμενικότητα. Ἡ ἐμπάθεια ἀχρηστεύει τὴν κριτική τους δύναμη. Στὴν ἀρχὴ προσπαθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατό, γιὰ νὰ καταστρέψουν τουλάχιστον τὴν ἐντύπωση ποὺ δημιούργησε, ἐπιχειροῦν νὰ διαστρεβλώσουν τὰ πράγματα. Ἀμέσως «διαπιστώνουν» παράβαση. Μιὰ κίνηση ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, τὴν χαρακτηρίζουν «ἐργασία», παράβαση τοῦ Νόμου. Κατόπιν, καλοῦν τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ τοὺς ρωτοῦν καὶ τοὺς ξαναρωτοῦν γιὰ νὰ βροῦν πάτημα. Καθὼς ὅμως τὰ γεγονότα παραμένουν ἀτράνταχτα, φοροῦν τὸ προσωπεῖο τῆς εὐσεβείας, παίρνουν σοβαρὸ ὕφος καὶ συμβουλεύουν δῆθεν τὸν θεραπευθέντα: «Δόξασε τὸν Θεό. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός».
Κι ὅταν βλέπουν ὅτι ὁ τυφλὸς δὲν ὑποκύπτει στὶς δόλιες συμβουλές τους, πετοῦν τὴ μάσκα τῆς εὐσεβείας καὶ τὸν χλευάζουν. «Ἐλοιδώρησαν αὐτὸν», καὶ ἀρχίζουν τὸ ὑβρεολόγιο καὶ τὴ βία: «Ἐσὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσ’ στὴν ἁμαρτία· καὶ σὺ μᾶς διδάσκεις; Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω». Διαστρέβλωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν γεγονότων, τρομοκρατία, χλευασμός, ὕβρεις, διωγμός, μανία. Οἱ διαδοχικὲς φάσεις μιᾶς τακτικῆς, ποὺ τὴν κινεῖ ἡ ἐχθρότητα καὶ ἡ προκατάληψη.Δυστυχῶς ἡ τακτικὴ συνεχίζεται. Ἀλλάζοντας προσωπεῖα καὶ τρόπους ἐπιθέσεως, ἡ ἐμπαθὴς προκατάληψη ἐξακολουθεῖ νὰ χτυπᾶ τὴν ἀλήθεια, νὰ πολεμᾶ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους Του. Ἔτσι κάποιοι ζητοῦν νὰ παρερμηνεύσουν τὶς πιὸ ἁγνὲς προθέσεις, νὰ συκοφαντήσουν τὶς πιὸ εὐγενικὲς πράξεις. Ὁρισμένοι δὲν διστάζουν νὰ χαρακτηρίσουν τὸν ἁγνὸ ἡρωισμὸ «φιλοδοξία», τὴ σύνεση «δειλία», τὴν πνευματικὴ δραστηριότητα «πολυπραγμοσύνη», τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἐπιείκια «ἀδυναμία». Ἄλλοι βλέποντας κάποιον νὰ συμμετέχει σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ ἱεραποστολῆς παίρνουν ὕφος προστατευτικό, γιὰ νὰ συμβουλεύσουν: «Μὴ δίνεις προσοχὴ σ’ αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἄκουσέ μας. Ξέρουμε ἐμεῖς. Ἐδῶ ὑπάρχουν συμφέροντα, σκοπιμότητες, ἐκμετάλλευση. «Ἡμεῖς οἴδαμεν» ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι νοθευμένα καὶ ἀνωφελή».
Β) Ἐγωιστικὴ οὐδετερότητα. Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἰσχυρῶν καὶ τὴν ἐπιμονή τους νὰ λένε τὸ ἄσπρο μαῦρο καὶ τὴ μέρα νύχτα, οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ δειλιάζουν. Δὲν ἔχουν ὄρεξη νὰ μπλέξουν μὲ τοὺς ἄρχοντες. Βλέποντας ὅτι βρίσκονται σὲ περιβάλλον ἐχθρικὸ προσπαθοῦν νὰ ξεφύγουν. Καὶ γιὰ νὰ παρακάμψουν τὴ δυσκολία, ἀρνοῦνται νὰ πάρουν θέση στὸ θέμα ποὺ ἔχει τεθεῖ σχετικὰ μὲ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θαύματος. Κατόπιν καταφεύγουν σὲ μιὰ ὑπεκφυγὴ γιὰ νὰ μετατοπίσουν τὴν εὐθύνη. «Ἡλικία ἔχει, ρωτῆστε τον». Οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ θέλουν τὴν ἡσυχία τους. Οὔτε κἂν ἀναλογίζονται ὅτι οἱ ἴδιοι εἶχαν φέρει στὸν κόσμο ἕνα δυστυχισμένο παιδί, ποὺ τώρα μόλις, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἰησοῦ, πρωτογνώριζε τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς. Καὶ ἀφήνουν τὸ παιδί τους μόνο του στὴ σύγκρουσή του μὲ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας.
Ἡ στάση αὐτὴ τῶν γονέων δὲν ἔπαψε ἔκτοτε νὰ βρίσκει μιμητές. Πολλοί, μόλις βρεθοῦν σὲ περιβάλλον δυσμενές, ζητοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν οὐδετερότητα. «Ἐσὺ θὰ βγάλεις τώρα τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα;», συμβουλεύουν τὸν ἑαυτό τους. Κι ὅταν τοὺς ζητῆται νὰ ποῦν μὲ εὐθύτητα τὴν ἄποψή τους, νὰ καταθέσουν τὴ μαρτυρία τους, κάνουν τὸ πᾶν γιὰ ν’ ἀποφύγουν. «Τί θέλεις νὰ μπλέξεις; Ἄλλωστε, τί θὰ βγεῖ;», παρηγοροῦν πάλι τὴ συνείδησή τους. Καὶ θυσιάζουν ἔτσι στὸ εἴδωλο τῆς δῆθεν οὐδετερότητας συγγενικὰ αἰσθήματα, φιλία, δικαιοσύνη, ἀξιοπρέπεια. Παραμένει ἀλήθεια, μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς ὅτι ἀκόμη κι οἱ πιὸ στενοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι, φοβισμένοι ἀπὸ ἄμεσες ἢ ἔμμεσες ἀπειλὲς τῶν ἑκάστοτε κρατούντων, ἀρνοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν σ’ ὅσους ἄδικα ἐκβιάζονται ἢ καταπιέζονται.
Γ) Τὸ θάρρος τοῦ γενναίου. Σ’ ἕνα τέτοιο κλίμα, τὸ θάρρος τοῦ ἥρωα τῆς σημερινῆς περικοπῆς φανερώνεται ἀκόμη πιὸ ἐπιβλητικό. Ἔστω κι ἂν μένει μόνος, στέκει ὄρθιος μπροστὰ στὴν ἐμπάθεια τῶν φαρισαίων, ἀντιμετωπίζει τὴ μικρότητά τους, διαλύει τὰ ἐπιχειρήματά τους. Δὲν ὑποχωρεῖ, ἀλλὰ μὲ θάρρος τονίζει τὴν ἄποψή του. «Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ», τὸν ρωτοῦν. «Ὁ δὲ εἶπεν· ὅτι προφήτης ἐστίν». Κι ἐνῶ τὸ κῦμα τῆς δυσμένειας ὑψώνεται, δὲν χάνει τὴν ψυχραιμία του: «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν ξέρω. Ἕνα πρᾶγμα ξέρω. Ὅτι ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Καὶ προχωρεῖ στὴν ἐπίθεση. Χωρὶς θυμοὺς καὶ φλυαρίες, ἀλλὰ μὲ εὔστοχες ἀπαντήσεις καὶ παρατηρήσεις: «Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἐκπληκτικό, ὅτι ἐσεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι, κι ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια... Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπ’ τὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτε».
Ἡ θαρραλέα ἀντίστασή του στὸ πεῖσμα τῶν ἰσχυρῶν εἶναι ἕνας θαυμάσιος καθρέφτης, γιὰ νὰ ἐλέγξουμε σ’ αὐτὸν τὴν προσωπική μας στάση καὶ νὰ προχωρήσουμε σὲ μιὰ γενναία αὐτοκριτική. Ὅταν διαπιστώνουμε ἐμπαθῆ προκατάληψη στὸ περιβάλλον μας, ἔχουμε τὴν τόλμη νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ φανερώσουμε τὶς πεποιθήσεις μας; Διατηροῦμε τὴν ψυχραιμία μας καὶ εἴμαστε εὔστοχοι στὰ λόγια μας, ἀκριβεῖς, ἀποδεικτικοί; Ὅταν πρόκειται νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Χριστό, διαθέτουμε προσωπικὴ πεῖρα; Ἐδῶ βρίσκεται τὸ κλειδί. Ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐσωτερική μας βεβαιώτητα θὰ ἀντλεῖ δύναμη ἡ παρρησία μας.
Ἡ γενναία του στάση δὲν ἔμεινε ἁπλῶς μιὰ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅσα εἶχε δεχθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ἔγινε ἀφετηρία οὐσιαστικώτερης γνωριμίας τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ σκαλοπάτια, τὰ ὁποῖα ἀνεβαίνει καθὼς ἐξελίσσεται ἡ σύγκρουσή του μὲ τοὺς φαρισαίους. Τὴν πρώτη φορὰ εἶπε: «Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς...». Ἀργότερα τονίζει τὴ βεβαιότητά του «ὅτι προφήτης ἐστίν». Τέλος, τὸν βρίσκει πάλι ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὸ ἀποκαλυπτικὸ ἐρώτητα, «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;». Καὶ ὁ πρώην τυφλὸς τότε κατορθώνει νὰ δεῖ ὄχι μόνο τὸ ἐπίγειο, ἀλλὰ καὶ τὸπνευματικὸ φῶς: «Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ». Ὅταν δείχνουμε εὐγνωμοσύνη στὶς δωρεές Του καὶ γενναιότητα, ὁ Κύριος θὰ μᾶς πλησιάζει καὶ πάλι, γιὰ νὰ μᾶς φανερώνει καλύτερα τὸ Πρόσωπό Του, γιὰ νὰ μᾶς ἀνεβάζει σὲ ἄλλα ἐπίπεδα γνώσεως καὶ ὑπάρξεως.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ:Φως και πνευματική τυφλότητα


Το Φως του κόσμου έλλαμψε σήμερα στην τελευταία πασχαλινή Κυριακή. Ο φωτισμός ενός εκ γενετής τυφλού ένα θαύμα ισοδύναμο με μία νεκρανάσταση! Ενα σημείο πού μας δεικνύει πώς όπου το Φως δεν μπορεί να υπάρξει σκοτάδι, όπου η Ζωή καταργείται ο Θάνατος, όπου Χριστός εξαφανίζεται η φθορά και ο πόνος. Σημείο εξουσίας και Δημιουργού η πράξη του Χριστού να ποιήσει πηλό και να ωματώσει τον αόμματο. Δεν είναι μόνο το Φως αλλά και δημιουργός του κτιστού φωτος, ο φέρων από την ανυπαρξία στην ύπαρξη το Παν.

To θαύμα της σημερινής περικοπής, η στάση των Φαρισαίων και ιουδαίων, ο διπλός ψυχοσωματικός φωτισμός του τυφλού, όλη αυτή η θεολογία περί φωτός αληθινού μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε για τέσσερα είδη πνευματικής τυφλότητας. Αφ΄ενός να πούμε προκαταβολικά, πώς είναι δύσκολο και επικίνδυνο να κατηγοριοποιείς, ειδικά αν δεν έχεις την τόλμη και την αυτογνωσία να αναγνωρίσεις τον εαυτο σου μέσα σε κάποια κατηγορία ανθρώπων, έναντι του φωτός. Αφ' ετέρου είναι θαυμάσιο πού τελικά ζούμε σε έναν κόσμο σχετικής ανοχής και αλληλοσεβασμού, αλλά η κατάχρηση των εννοιών αυτών καμιά φορά υπερτερεί καταχρηστικά εις βάρος της ελευθερίας και της αλήθειας. Και το φως δεν περιορίζεται, αλλά ούτε και το σκοτάδι μπορεί να κρυφτει.

Ας δούμε συνοπτικά κάποιες κατηγορίες ανθρώπων σε σχέση με το Φως: 

α) Οι πρώτοι είναι οι ευδιάκριτα και ακούσια τυφλοί, οι οποίοι ως ο εκ γενετής τυφλός δεν ευθύνονται για την κατάσταση τους. Είναι οι ακατήχητοι, οι αφώτιστοι, οι αλλόθρησκοι πού δεν γνώρισαν το φως του Ευαγγελίου και πορεύονται με την ηθική συνείδηση , κρίνονται κατά τα φυσικά δίκαια πού ενέσπειρε ο Θεός στους ανθρώπους.

β) Δεύτερη κατηγορία τυφλότητας είναι αυτοι πού μισούν και αποστρέφονται το φως και εις το φως ουκ έρχονται για να μην φανερωθούν τα έργα, οι σκέψεις και οι επιθυμίες τους. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι άθεοι, οι βλάσφημοι και οι αιρετικοί. Όσο το φως λάμπει τόσο εκείνοι τυφλώνονται και πορεύονται προς το σκοτάδι, όσο το φως της αληθείας αποκαλύπτεται και τους προσεγγίζει τόσο πωρώνονται και απομακρύνονται από το φως.Μαζί με εκείνους  και οι δειλοί και οι ράθυμοι.

γ) Τρίτη κατηγορία τυφλών είναι εκείνοι οι χριστιανοί πού μοιάζουν στους φαρισαίους του σημερινού ευαγγελίου. Νομίζουν πώς είναι οι ίδιοι το φως, πιστεύουν πώς είναι αυτόφωτοι, οι φορείς της αλήθειας και οι απόγονοι του Αβραάμ με αποστολή να φωτίζουν τους γύρω τους, ως επί καθέδρας Μωσεώς. Σε αυτούς ο Χριστός είπε: Αν λέγατε πώς είμαστε τυφλοί δεν θα είχατε αμαρτια, τώρα όμως λέτε πώς βλέπουμε για αυτό η αμαρτία μένει απάνω σας.Είναι οι ρυθμιστες και αυτεξουσιαστές των πνευματικών πραγμάτων πού υποβιβάζουν τον Θεό σε ιδέα και πορισμό.

δ) ,Η τέταρτη κατηγορία είναι η πιό ύπουλη και μπορεί κάλλιστα να αφορά τον καθένα μας . Είμαστε όλοι αυτοί πού ομολογούμε Χριστό μεν, μπορεί να έχουμε συνείδηση πώς είμαστε ετερόφωτοι, να είμαστε ταπεινοί, τυπικοί ακόμα και ουσιαστικοί πολλές φορές, πέφτουμε όμως σε μια παγίδα: Ομολογούμε το Φως, δεχόμαστε όμως και τα τεχνητά φώτα. Λίγο από Χριστό και λίγο από φιλοσοφία, λίγο από ευαγγέλιο και λίγο από ιδεολογία, στάσεις ζωής, δοξασίες, διαλογισμούς, τεχνικές πραγμάτωσης, ανθρώπινα επινοήματα, κόμματα, ιδεολογίες, συρμούς, τάσεις, κοσμικότητες. Φως ο Χριστός, φως και ο τάδε φιλόσοφος. Φως το Ευαγγέλιο, φως και η γιόγκα λχ.Φως η κάθε θρησκεία εκ του ενός φωτός. Όλοι εμείς που υποβιβάζουμε την ορθοδοξία σε φιλοσοφία. Και αυτή είναι η πιό ύπουλη και χρυσοτυλιγμένη τυφλότητα κατά την γνώμη μου.

π. Παντελεήμων Κρούσκος

Κύρηγμα στην Κυριακή του τυφλού



Η ανακαίνιση της ύπαρξης του τυφλού από τον Χριστό με το δόσιμο της όρασης αποτελεί για όσους πιστεύουμε στο Θεό μία αφορμή να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο της πίστης μας. Αυτό φαίνεται  από το πώς αντιδρούμε στην αμφισβήτησή της τόσο από τους άλλους, όσο και από τον εαυτό μας.
 Ο τυφλός, μόλις ξαναβρήκε το φως του, κλήθηκε από το κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον, το οποίο μέχρι τότε γνώριζε την τυφλότητά του, να δώσει εξηγήσεις για το θαύμα που βίωσε. Η απάντηση του περιβάλλοντος για το πώς και ποιος έκανε το θαύμα ήταν η απόρριψη του Χριστού. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι ο παραβάτης του Σαββάτου θα είχε τέτοια δύναμη ή τέτοια παρρησία ενώπιον του Θεού, ώστε να μπορεί να θαυματουργεί. Έτσι, το περιβάλλον του πρώην τυφλού ζητά από αυτόν να δοξάσει το Θεό. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει το θαύμα και γι’ αυτό το αποδέχεται παθητικά. Κατ’ αυτούς δεν μπορεί να συμμετέχει ο Χριστός σ’ αυτό.
       Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των γονέων του πρώην τυφλού. Στα επίμονα ερωτήματα των Ιουδαίων οι γονείς απαντούν για το γιο τους: «αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε» (Ιωάν. 9, 21). Η στάση τους είναι διπλωματική. Γνωρίζουν Ποιος θεράπευσε το παιδί τους. Δεν θέλουν όμως να το ομολογήσουν δημόσια, γιατί προτιμούν να μην απορριφθούν από την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Επιλέγουν να μην λάβουν θέση πάνω στην Αλήθεια, για να μπορούν να κρατήσουν τη θέση τους στην κοινωνία. Ένας κοντόφθαλμος υπολογισμός. Απουσία θάρρους. Βλέπουν αυτό που τους ανήκει, δηλαδή την κοινωνική θέση, και αρνούνται αυτό που έλαβαν, την θεραπεία του παιδιού τους. Δεν θέλουν να πιστέψουν στο Χριστό και να προχωρήσουν με γενναιότητα στην ομολογία, αλλά και την ίδια στιγμή κρύβονται πίσω από το παιδί τους.
               Εκείνο όμως δεν κάνει πίσω. Εκείνο γνωρίζει την Αλήθεια. Ξέρει Ποιος τον θεράπευσε και, καθώς έχουν ανοιχτεί και τα μάτια της ψυχής του, ομολογεί ότι ο θεραπευτής του είναι εκ του Θεού. Δεν κρύβεται. Δεν το  ενδιαφέρει η τιμωρία. Δεν προτιμά να κρατήσει την κοινωνική του θέση, αλλά και δεν θέλει να μοιραστεί μια κολοβωμένη χαρά, μια κολοβωμένη αλήθεια. Αποδέχεται το να γίνει αποσυνάγωγος, γιατί γνωρίζει ότι ο Θεός δεν δέχεται τους χλιαρούς. Και επιβεβαιώνει την θέση των γονιών του. Όντως έχει ηλικία. Όχι όμως για να παίζει παιχνίδια ιδιοτέλειας, αλλά για να μαρτυρεί την αλήθεια.
               Οι χριστιανοί συχνά καλούμαστε στη ζωή μας να αποδείξουμε ότι έχουμε ηλικία. Κι αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τα χρόνια της ζωής μας, αλλά κυρίως με την πνευματική μας κατάσταση. Η πνευματική ηλικία του ανθρώπου αποδεικνύεται από την πίστη στην Αλήθεια που είναι ο Χριστός. Αποδεικνύεται από την δίψα η Αλήθεια να μη μένει κρυμμένη. Αποδεικνύεται από την θέληση να μη μείνουμε προσαρμοσμένοι στα δεδομένα της εποχής μας και στην κοινωνική μας θέση. Αποδεικνύεται από τον τρόπο που ζούμε την πίστη μας. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με την καύχησή μας για τα πνευματικά μας κατορθώματα, που δεν είναι εκ Θεού κατάσταση, αλλά με την ταπεινή, σταθερή και ευλογημένη απόφασή μας να μην αρνηθούμε ό,τι μας έχει δώσει ο Θεός.
              Κι αυτή η ομολογία γίνεται ενώπιον του κόσμου. Γιατί η συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας είναι μία δημόσια μαρτυρία της πίστης μας. Σε έναν κόσμο που θεωρεί την χριστιανική πίστη ιδιωτική υπόθεση και σπεύδει να γελοιοποιήσει όποιον αποδέχεται την αγάπη του Θεού, ο χριστιανός που εκκλησιάζεται, που συμμετέχει στη ζωή της ενορίας του, που αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, που αγαπά, που δεν ανταποδίδει το κακό, που είναι έτοιμος να συγχωρήσει, που αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του, που δεν φοβάται την περιθωριοποίηση, που έχει τελικά το πνευματικό θάρρος να δει τον κόσμο με τα μάτια της ψυχής, που αντιστέκεται στο κακό, δείχνει ότι έχει βρει την οδό της Βασιλείας του Θεού και έχει απαλλαγεί από το σκοτάδι του να έχει μάτια και να μην βλέπει.
              Για να γίνει αυτό χρειάζεται η πνευματική μεθηλικίωση. Αυτή που επιτυγχάνεται δια της προσευχής και της εμπιστοσύνης στο Θεό, όπως επίσης και δια των μυστηρίων της πίστης μας. Χρειάζεται όμως και η νίκη κατά της μικροδιοτέλειας και της διπλωματίας που αρνείται να κρατήσει  την Αλήθεια. Χρειάζεται η απαγκίστρωση από το πνεύμα της αθεΐας, όπως επίσης και της προσκόλλησης στους τύπους των όσων νομίζουμε ότι είναι η Αλήθεια. Και είναι επίπονος ο δρόμος αυτός. Γιατί χρειάζεται αυτοσυνειδησία  και την ίδια στιγμή παραίτηση από την ευκολία να απορρίπτουμε τους άλλους που βλέπουν και ζούνε την Αλήθεια. Χρειάζεται παραίτηση από την οίηση ότι εμείς γνωρίζουμε και κανείς άλλος και από τη νοοτροπία να ποιούμε αποσυναγώγους  από την ψυχή και τη ζωή μας όσους τολμούν να μας υποδείξουν οδούς προς το Χριστό. Χρειάζεται τελικά η εμπιστοσύνη στο Χριστό και σ’ αυτούς που Τον ζούνε και παλεύουν γι’ Αυτόν. Σ’ αυτούς που  και ηλικίαν έχουν και είναι διατεθειμένοι να ομολογήσουν το Φως.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ


Ό
ταν γεννήθηκε ο πρωταγωνιστής του Ευαγγελικού Αναγνώσματος ,δεν αντίκρισε το φως του ήλιου. Ποτέ τα μάτια του δεν τα χάιδεψε η ομορφιά της κτίσης. Μεγαλώνοντας δεν έβλεπε γελαστά πρόσωπα γύρω του… Ήταν εκ γενετής τυφλός. Που σημαίνει γεννήθηκε τυφλός!
Πορεύτηκε σχεδόν μόνος μέσα στο σκοτάδι του. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να τον απαλλάξει από το δυσβάσταχτο φορτίο του. Κανείς δεν μπορούσε να απαλύνει τον πόνο του. Μέχρι την στιγμή που μπροστά του βρέθηκε ο Κύριος... και η πορεία στο σκοτάδι σταμάτησε. Ο Χριστός, ως στοργικός πατέρας, δεν μένει στα προηγούμενα, μηδενίζει τον χρόνο και αρχίζει τη δημιουργία εκ νέου. Φτιάχνει πηλό και δημιουργεί τώρα αυτό που η φύση στέρησε από αυτόν τον άνθρωπο.
Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί ότι στις μέρες μας υπάρχουν «εκ γενετής τυφλοί»; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που οδηγήθηκαν ή γεννήθηκαν στο σκοτάδι μιας αίρεσης δεν μοιάζουν τραγικά με τον «εκ γενετής τυφλό»; Σ' ένα βιβλίο της Ορθοδοξίας μας το Γεροντικό βρίσκεται τούτο το γεγονός, που αναφέρεται στον αββά Αγάθωνα.
Μερικοί ασκητές, που άκουσαν τη φήμη του και τη μεγάλη διάκριση που είχε, πήγαν να τον επισκεφθούν. Θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται, τον ρώτησαν: «Εσύ είσαι ο Αγάθων, που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;» «Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». «Εσύ είσαι o Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος;» «Nαι, αδελφοί μου, εγώ είμαι». «Εάν είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;» Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι, δεν είμαι αιρετικός!» Οι ασκητές τον ρώτησαν να τους πει, γιατί όσα του έλεγαν πρώτα τα παραδέχονταν για τον εαυτό του, ενώ το λόγο τούτο, με την κατηγορία του αιρετικού, δεν τον βάσταξε; Κ' εκείνος, ο γέροντας ο άγιος και διακριτικός, τους απάντησε: «Τα πρώτα, εμαυτώ επιγράφω· όφελος γαρ έστι τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστι από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι από Θεού». Οι ασκητές θαύμασαν την πνευματική σοφία της διακρίσεως του γέροντα και έφυγαν πνευματικά οικοδομημένοι.
Άνθρωποι δικοί μας, γονείς, αδέρφια μας, συνάνθρωποί μας που πορεύονται μια ζωή χωρίς Χριστό και ζουν μακριά από το Φως της Αναστάσεώς του δεν μοιάζουν τραγικά με τον «εκ γενετής τυφλό»;
Αυτά μπορούν σε μια στιγμή να αλλάξουν. Μια στιγμή που ο άνθρωπος καλοπροαίρετα και απαλλαγμένος από εμμονές, προκαταλήψεις και δογματισμούς θα αναγνωρίσει τον Σωτήρα Χριστό και θα στρέψει το πρόσωπό του για να δεχτεί την ζωογόνο παρέμβαση του Κυρίου στους ψυχικούς και σωματικούς οφθαλμούς του. Ακόμα όμως και οι κατ’ όνομα «Χριστιανοί» που ζουν μέσα στην αμάθεια ή χειρότερα στην ημιμάθεια, δεν αποτελούν μία παραπλήσια εκδοχή του «εκ γενετής τυφλού»; Η δική μας τύφλωση προέρχεται από την δική μας αδιαφορία και μεγαλώνει όσο εμείς αμελούμε. Μέχρι πότε θα ζούμε στο σκοτάδι;
Για εμάς τους Χριστιανούς είναι ακόμα πιο εύκολο να αναδυθούμε στο Φως. Δεν έχουμε παρά να ενδιαφερθούμε και να εντρυφήσουμε στις αλήθειες της πίστης μας και να συμμετέχουμε τακτικά στον εκκλησιασμό και στην Θεία Κοινωνία. Το σκοτάδι δημιουργείται με την απουσία του φωτός. Έστω και μία λάμψη είναι ικανή να διαλύσει και το πυκνότερο σκοτάδι, πόσο μάλλον ο Χριστός που είναι το Φως το αστείρευτο, το Φως το αληθινό.

Κυριακή του Τυφλού Του π. Στυλ. Θεοδωρογλάκη

«Ούτε αυτός ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερώθει τα έργα του Θεού εν αυτώ»
Οι θλίψεις και οι στενοχώριες δεν έρχονται στη ζωή μας ως τιμωρία των αμαρτιών μας. Για τούτο οφείλουμε να μην κατακρίνουμε ως τάχα μεγάλους αμαρτωλούς αυτούς που έχουν βάσανα και στενοχώριες στη ζωή τους.
Ο Χριστός καλεί τους μαθητές του και μαζί μ’ αυτούς και όλους μας, να προσέχουμε, ότι την αιτία, αλλά τον ίδιο τον πάσχοντα, και να δούμε ότι μέσα από τα βάσανα της καθημερινότητας μπορεί να φανερώνονται όχι μόνο τα έργα της παντοδυναμίας και της αγαθότητας του Θεού, αλλά και ο ίδιος ο Θεός.
Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού αποτελεί χειροπιαστή πραγματικότητα της φανέρωσης της δύναμης του Θεού, που χρησιμοποιείται υπέρ του ανθρώπου.
Ο Χριστός έρχεται στον κόσμο, όχι για να γίνει αποδεκτός ως επίσημος απεσταλμένος με τελετές και φιέστες, αλλά για να πραγματώσει έργο θαυμαστό και μεγάλο, τη λύτρωση και τη σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου.
Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού αποτελεί καθ’ εαυτό σημείο πνευματικού φωτισμού που ο Χρίστος ως «φως του κόσμου» μεταδίδει.
«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει και σκιά θανάτου είδε φως μέγα». Εξάλλου η θεραπεία του τυφλού είναι ότι πιο απλό και εύκολο για το Θεό, το δύσκολο ξέρετε ποιο είναι; Η θεραπεία του ανθρώπου που βρίσκεται βουτηγμένος ως το λαιμό στο ηθικό σκοτάδι, που είναι εξαρτημένος από την αμαρτία, που έχει καταντήσει μίσθαρνο όργανο του πονηρού, του κακού και του αρχηγέτη εχθρού του ανθρώπου.
Να προσέξουμε μια στιγμή. Ενώ για τον εκ γενετής τυφλό τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλά, βρίσκει το φως των οφθαλμών του, κάποιοι άλλοι παραμένουν στο δικό τους σκοτεινό κόσμο, οι οποίοι και αμφισβητούν το θαύμα και αμφιβάλλουν για τον ίδιο το συμπολίτη τους, τον πολύ γνωστό σε όλη την πόλη, τον εκ γενετής τυφλό, τον όντως ευλογημένο πια άνθρωπό τους.
Ανάμεσα σ’ αυτούς, η άρχουσα ιουδαϊκή τάξη, οι γείτονες, οι γνωστοί, ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς του θεραπευμένου τυφλού.
Κανένας δε συμμερίζεται τη χαρά του θαύματος και κανένας δε συγχαίρει τον άνθρωπο αυτό που δοκιμάστηκε σκληρά από την ημέρα της γέννησής του.
Γεννήθηκε τυφλός και έζησε όλη του τη ζωή με την ελεημοσύνη των συμπολιτών του.
Το ιερατείο κατηγορεί αυτόν που προκάλεσε το θαύμα ως άθεο και αμαρτωλό γιατί δε τήρησε στην συγκεκριμένη περίσταση την αργία του Σαββάτου.
Οι γονείς αρνούνται να επιβεβαιώσουν ότι πράγματι πρόκειται για το παιδί τους γιατί φοβούνται μη χάσουν τη θέση τους στο Ιουδαϊκό συνέδριο.
Όμως εκεί που περισσεύει η αμαρτία, πλεονάζει η χάρη του Θεού.
Ο εκ γενετής τυφλός δε ξαναβρίσκει μόνον το φυσικό του φως, αναγεννάται κυριολεκτικά και τώρα πια βλέπει με τα μάτια της ψυχής αυτά που δε μπορούν να βλέπουν οι τάχα ανοικτομάτηδες, νομοδιδάσκαλοι και ιουδαϊκό ιερατείο.
Ο άνθρωπος ομολογεί δημόσιο ότι ο Χριστός είναι ο Μεσίας και λυτρωτής και προχωρεί με μεγαλύτερα άλματα και τον αναγνωρίζει πια ως «Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού».
Το άγιο ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού μας δίνει μηνύματα πνοής και ζωής ζωογόνα και ζωντανά.
Να νοιώσουμε άμεσα ότι οι αμαρτίες μας δεν εμποδίζουν το Θεό να βρίσκεται κοντά μας, πολύ περισσότερο δεν εμποδίζουν να βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι κοντά στο Θεό.
Ακόμα οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι οι ασθένειες, το κακό γενικότερα, ακόμα και ο θάνατος δεν έρχονται πάνω μας, από το Θεό ως τιμωρία για τις αμαρτίες μας.
Ο Θεός δεν είναι τιμωρός, δεν είναι δικαστής και δεν είναι σατράπης, είναι κατ’ εξοχήν πατέρας γεμάτος στοργή, όλος έγνοια και όλος αγάπη για μας όλους, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς.
Οι σκοπιμότητες, τα συμφέροντα, η ιδιοτέλεια, είναι καταστάσεις που έχουν χαρακτήρα δαιμονικό και έχουν προέλευση εκ του πονηρού.
Αυτές οι καταστάσεις όχι μόνο δεν ενώνουν, διχάζουν και αποστασιοποιούν τους ανθρώπους, ακόμα και από τους πιο κοντινούς, τους πιο κολλητούς των, γονιούς, συγγενείς, γείτονες, γνωστοί.
Οι γονείς του τυφλού μας δίνουν δυστυχώς αυτό το οδυνηρό μάθημα, που τόσον εύκολα και για τα σύμφεροντά τους και μόνον αρνούνται να ομολογήσουν την αλήθεια της ταυτότητας του παιδιού τους.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ο φανατισμός και η εσωστρέφεια, που καταδικάζουν όλους τους άλλους αναίτια και ανεύθυνα και υπερτιμούν και εξυψώνουν τον εαυτό τους, δηλαδή το εγώ τους, πιο πάνω απ’ όλους και τον ίδιο το Θεό.
Οι νομοδιδάσκαλοι του Ιουδαϊσμού βρίσκονται και ζουν αυτή την απομόνωση, τόσον από το Θεό, όσον και από τους ανθρώπους και αυτή τη τακτική συνεχίζουν οι ψευτοευσεβείς, οι θρησκόληπτοι, οι αιρετικοί και γενικότερα οι εχθροί του Θεού, δηλαδή οι εχθροί του ανθρώπου.
Το μεγάλο ευαγγελικό μήνυμα για τον απλό λαό του Θεού, είναι η συμπεριφορά του Χριστού.
Συναντάται με τον τυφλό. Δεν τον αποφεύγει. Αντίθετα μάλιστα, τον προσεγγίζει. Του χαρίζει το φως του, τον αποκαθιστά υγιή, τον ζωογονεί, τον φωτίζει εσωτερικά, υπαρξιακά, κυριολεκτικά τον αναγεννά.
Η αγάπη και η στοργή του Θεού σε κάθε περίσταση λειτουργούν για μας, για τον άνθρωπο.
«Ο Χριστός υπέρ αμαρτωλών απέθανε» «και ου θελήσει το θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέφας μα ζην αυτώ».
Πρόκειται για θεοστήρικτα στοιχεία ζωογόνα και παραγωγικά, που παράγουν και ζωογονούν την ελπίδα, την αισιοδοξία, την ίδια τη ζωή.

Κυριακή του Τυφλού Ο Τυφλός βλέπει

Ο Τυφλός βλέπει

Η δειλία των γονέων

Κάποιο Σάββατο ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Και αφού έφτιαξε πηλό με το σάλιο του, έχρισε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού. Δοκιμάζοντας όμως την πίστη του, δεν τον θεράπευσε αμέσως, αλλά του είπε: «Πήγαινε, νίψε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Κι ο τυφλός υπάκουσε αμέσως. Και το θαύμα έγινε! Όσοι όμως τον έβλεπαν κατόπιν υγιή απορούσαν: «Δεν είναι αυτός ο τυφλός που ζητιάνευε;». Άλλοι έλεγαν «αυτός είναι», άλλοι όμως έλεγαν «είναι κάποιος που του μοιάζει». Εκείνος όμως τους διαβεβαίωνε ότι είναι ο ίδιος. Κι αυτοί έκπληκτοι απορούσαν: «Πώς θεραπεύτηκαν τα μάτια σου;». Κι εκείνος με θάρρος εξηγούσε, πώς έγινε το θαύμα.
Κι όταν κατόπιν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισε μία νέα ανάκριση: «Πώς βρήκες το φως σου;». Κι ενώ εκείνος τους εξήγησε, οι Φαρισαίοι δεν ήθελαν να το παραδεχθούν. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν για τον Κύριο: «Αυτός δεν είναι απεσταλμένος του Θεού, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως απαντούσαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα;». Κι άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν;». Κι αυτός τους είπε: «Εγώ λέω ότι είναι προφήτης».
Οι Φαρισαίοι όμως επιμένουν στην άρνηση. Γι’ αυτό φωνάζουν τους γονείς του και τους ρωτούν: «Αυτός είναι ο γυιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Και πώς τώρα βλέπει;». Οι γονείς όμως φοβισμένοι μήπως τους διώξουν από τη Συναγωγή απάντησαν: «Αυτός είναι ο γυιος μας και πράγματι τυφλός γεννήθηκε. Πώς όμως τώρα βλέπει, δεν ξέρουμε. Ώριμη ηλικία έχει, ρωτήστε τον.».
Οι γονείς λοιπόν αποφεύγουν να δώσουν σαφή απάντηση για το θαύμα. Φοβούνται και τρέμουν καθώς βλέπουν τους Φαρισαίους να μιλούν με θυμό και απειλές, για να τους εκφοβίσουν. Κι απαντούν μόνο στις δύο πρώτες ερωτήσεις τους. Στην τρίτη σιωπούν, ενώ ήταν βέβαιοι για το θαύμα και όφειλαν να απαντήσουν από ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο που θεράπευσε το παιδί τους. Αλλά αυτοί τρομοκρατημένοι άφησαν τον γυιο τους μόνο του να σηκώσει το βάρος των απειλών των Φαρισαίων.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές μέσα στην πορεία της Εκκλησίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας, που τόσο μεγάλη πολεμική γίνεται εναντίον του Χριστού και της Εκκλησίας μας. Οι συκοφαντίες και οι κατηγορίες πολλές, οι έμμεσες απειλές ύπουλες και ο φόβος κάνει πολλούς να φοβούνται να πουν την αλήθεια για πολλά θέματα πίστεως, να δειλιάζουν να πάρουν θέση και μάλιστα ενώπιον ανθρώπων που κατέχουν κάποια μεγάλη θέση στην κοινωνία· για να μην εκτεθούν, για να μην κινδυνεύσει η σταδιοδρομία τους, για να τα έχουν καλά με όλους. Έτσι προδίδουν το πιστεύω τους και καταπατούν τη συνείδησή τους. Όσους φοβόμαστε να ομολογήσουμε αυτό που πιστεύουμε και να υπερασπιστούμε την Εκκλησία μας, θα μας αρνηθεί κι ο Κύριος κατά την φοβερή ημέρα της κρίσεως.

Η ομολογία του πρώην τυφλού

Οι Ιουδαίοι αναστατωμένοι φώναξαν και πάλι τον πρώην τυφλό και του είπαν: «Δόξασε τον Θεό, ομολογώντας ότι πλανήθηκες. Ο άνθρωπος που σε θεράπευσε είναι αμαρτωλός, αφού καταλύει την αργία του Σαββάτου».
Εκείνος όμως με παρρησία και θάρρος απάντησε: «Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω».
Κι αυτοί ξαναρωτούν: «Πώς σου άνοιξε τα μάτια;». Κι εκείνος ακόμη πιο θαρρετά απαντά: «Λίγο πριν σας το είπα και δεν θελήσατε να το παραδεχθείτε. Γιατί τώρα θέλετε ν’ ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του; Κι έπειτα ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά και ποτέ δεν ακούσθηκε, από τότε που έγινε ο κόσμος, ότι θεράπευσε κάποιος μάτια ανθρώπου που είχε γεννηθεί τυφλός».
Εκείνοι τώρα εξαγριωμένοι του λένε: «Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος στην αμαρτία και διδάσκεις εμάς;». Και τον έδιωξαν. Βρήκε όμως ο Κύριος τον πρώην τυφλό και του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». «Και ποιος είναι, Κύριε, για να τον πιστεύσω;», αποκρίθηκε εκείνος. Είπε τότε σ’ αυτόν ο Ιησούς: «Αυτός που σου μιλάει, εκείνος είναι». «Πιστεύω, Κύριε», απαντά με ειλικρίνεια ο πρώην τυφλός. Και Τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ομολογία του πρώην τυφλού. Η παρρησία του εκδηλώνεται ολοένα και πιο θαυμαστή. Ομολογεί αρχικώς γεμάτος ευγνωμοσύνη στους γνωστούς το θαύμα. Και, όταν οδηγείται μπροστά στους τυφλωμένους από την κακία Φαρισαίους, δεν κάμπτεται από τις απειλές τους και την ασφυκτική τους πίεση. Περιγράφει και πάλι το θαύμα και ομολογεί χωρίς να φοβάται ότι ο Ιησούς είναι προφήτης. Κι όταν οι Φαρισαίοι απαιτούν να ομολογήσει ότι πλανήθηκε, αυτός ακάθεκτος επιμένει στην αλήθεια. Και τελικά προτιμά να φύγει μακριά τους, μένοντας σταθερός στην ομολογία του, ό,τι κι αν αυτό θα του κοστίσει.
Και μας διδάσκει ο άνθρωπος αυτός, ο πρώην τυφλός, να ομολογούμε κι εμείς την αλήθεια με θάρρος, με ενθουσιασμό και καύχηση, όπου και όταν μας το ζητάει αυτό ο Κύριος. Και γιατί να το κάνουμε αυτό; Διότι ο Χριστός μας άνοιξε τα τυφλά μάτια της ψυχής, μας έμαθε να ζούμε, να πορευόμαστε, να ελπίζουμε. Γεμάτοι ευγνωμοσύνη λοιπόν κι εμείς να ομολογούμε τον ευεργέτη μας. Είναι προτιμότερο να μείνουμε απομονωμένοι ομολογώντας την αλήθεια, παρά να είμαστε φίλοι όλου του κόσμου συμβιβασμένοι με το ψέμα. Και ο Χριστός θα μας ευλογήσει. Θα μας ομολογήσει ως παιδιά του αγαπημένα και θα μας καταστήσει πολίτες της Βασιλείας του.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ – 17 ΜΑΪΟΥ 2015



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(Ἰω. 9, 1-38)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναφέρεται στὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔγινε ἀγώνας μεταξύ του πρώην τυφλοῦ καὶ τῶν Φαρισαίων. Ἕνας ἀγώνας ὁ ὁποῖος συνεχίζεται ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ὁ πόλεμος καὶ ἡ διαμάχη μεταξὺ τῶν πνευματικὰ διεφθαρμένων ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀλήθειας, μεταξὺ ἐκείνων ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ, λοιπὸν, ἕνας τυφλὸς ποὺ θεραπεύεται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει, ὑπερασπίζεται τὴν ἀλήθεια καὶ ἀγωνίζεται νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τῶν πνευματικὰ τυφλῶν Φαρισαίων. Καταθέτει τὴ μαρτυρία του γιὰ ὅσα εἶδε καὶ ἔζησε. Καὶ δὲν εἶδε βέβαια μόνο τὸ φυσικὸ φῶς, ἀλλὰ ἔλαμψε μέσα του καὶ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, ὥστε νὰ πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν προσκυνήσει.
Τὸ μαρτύριό του ὅμως ἀρχίζει μετὰ τὴ θεραπεία του, ὅταν ἐπιστρέφει σπίτι του ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ, στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε ὁ Χριστὸς νὰ πλυθεῖ καὶ ν’ ἀποκτήσει τὸ φῶς του, ὅπως καὶ ἔγινε. Πρῶτα τὸν πολιορκοῦν οἱ γείτονες, τὸν ρωτοῦν, θέλουν νὰ μάθουν καὶ δίκαια, ἴσως καὶ καλοπροαίρετα. Ὕστερα οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνακρίνουν καὶ τὸν ταλαιπωροῦν σὰν κατηγορούμενο. Τὴ θεραπεία του δὲ μποροῦν νὰ τὴν ἀμφισβητήσουν, ἐπειδὴ ὅμως μισοῦν τὸ Χριστὸ τὸν ἀμφισβητοῦν. Εἶναι ὁ ἐγωισμός, ὁ φθόνος καὶ τὸ μίσος ποὺ φωλιάζει στὶς ψυχές τους, ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια. Γιὰ νὰ ἀποστομώσουν τὸν πρώην τυφλό, γιὰ νὰ σιγήσει στὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας του, πρῶτα χρησιμοποιοῦν βία. Ἀπειλοῦν καὶ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς γονεῖς του πὼς θὰ τοὺς κάνουν ἀποσυνάγωγους. Εἶναι ἄλλωστε ἡ μεγαλύτερη τιμωρία γιὰ ἕναν Ἰουδαῖο, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ πάει στὴ συναγωγή, στὸ χῶρο τῆς προσευχῆς, στὸ χῶρο μελέτης τοῦ Νόμου καὶ ἀκόμη ὡς ἀποσυνάγωγος εἰσπράττει τὴν περιφρόνηση ὅλων.
Στὴ συνέχεια οἱ κατήγοροι τοῦ τυφλοῦ κάνουν παράλογους συλλογισμούς. Ξέρουμε, λένε, πὼς ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀκούει, καὶ ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς καταργεῖ τὸ Σάββατο, εἶναι ἁμαρτωλός. Ἄρα πῶς μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα. Ἡ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε ἦταν ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλό, ἄλειψε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν θεράπευσε. Γι’ αὐτὸ καὶ κατηγορεῖται. Ὁ Χριστὸς ὅμως βάζει πάνω ἀπὸ τὸ Νόμο τὸν ἄνθρωπο. «Τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο». Ἡ ἀγάπη του ξεπερνάει τὸ Νόμο, δὲν τὸν καταργεῖ, ἀλλὰ τὸν συμπληρώνει. Ἀντίθετα, αὐτὴ ἡ ἀγάπη λείπει ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ μένουν προσκολλημένοι στὸ γράμμα τοῦ Νόμου καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν πονεμένο ἄνθρωπο. Ὁ τυφλὸς, ὡστόσο, τὸν ὑπερασπίζεται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, μὲ τὴ μεγαλύτερη πίστη. «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλὸς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸ γνωρίζω. Ἕνα ξέρω, ὅτι μὲ ἔκανε καλά. Ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέπω». Ἐδῶ οἱ Φαρισαῖοι χρησιμοποιοῦν ἕνα ἄλλο ὅπλο ἐναντίον τῆς ἀλήθειας. Ἐπιστρατεύουν τὴν ὑποκρισία τους. Παρουσιάζονται ὡς εὐσεβεῖς καὶ πιστοί. «Δὸς δόξαν τῷ Θεῶ», τοῦ λένε, ἐνῶ ἐπιμένουν νὰ χαρακτηρίζουν τὸν Ἰησοῦ ἁμαρτωλό. Ξαναρωτοῦν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς διηγηθεῖ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία του.
Ὁ τυφλός, ἀφοῦ ὁμολόγησε πρὶν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι προφήτης, μὲ παρρησία τώρα τοὺς ἐλέγχει καὶ γίνεται δάσκαλος τῶν λεγόμενων σοφῶν. «Δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ποὺ μὲ θεράπευσε, γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς, οὔτε ποτὲ ἀκούστηκε στὸν κόσμο πὼς ἄνοιξε κανεὶς τὰ μάτια κάποιου ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε τυφλὸς». Στὸ τέλος οἱ Φαρισαῖοι ἐφαρμόζουν τὸ διωγμό, τὸν καταδικάζουν ὡς ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν βγάζουν ἔξω. Ἐκεῖνος ἐξέρχεται νικητής. Τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ εὐεργέτης του, ὁ Χριστός μας, καὶ ἀναφωνεῖ: «πιστεύω Κύριε» καὶ «προσεκύνησεν αὐτῶ».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προέβλεψε αὐτὴ τὴ διαμάχη ὅταν εἶπε στὸν τυφλὸ: «ἐγὼ εἰς κρίμα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται». Αὐτὴ ἡ διαμάχη συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ταλαιπωρεῖ καὶ σήμερα τὸν κόσμο. Ἐμεῖς ἂς ἔχουμε ἀνοιχτὰ τὰ μάτια μας γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, τὴν ἀλήθεια ποὺ ἔβλεπε ὁ τυφλός, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τὴν ἀγνοοῦσαν, γιὰ νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας. Γιατί αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ μαρτυρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωὴ». Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Κυριακή του Τυφλού - Το κήρυγμα του Ευαγγελίου


ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀριθμός 34

Κυριακή 20 Μαΐου 2012 – ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(Ἰωάνν. θ΄ 1- 38)
*
« Σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ;»

«Τοῦ Τυφλοῦ» ὀνομάζεται ἡ σημερινή Κυριακή, εὐλαβεῖς χριστιανοί. Ἔχει πάρει τό ὄνομα ἀπό τό θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνός ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Ναί, ἦταν δυστυχισμένος ὁ ἄνθρωπος αὐτός πού μέ τό θαῦμα τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξαν τά μάτια του καί εἶδε. Παράλληλα ὅμως ὑπῆρξαν καί μερικοί κακοί ἄνθρωποι, οἱ Φαρισαῖοι, πού «ἔβλεπαν», καί ὅμως ἀπεδείχθη, ὅτι ἦταν τυφλοί. Τί περίεργα πράγματα συμβαίνουν στόν κόσμον αὐτό! Ἔγινε ἕνα θαῦμα καί τό θαῦμα ἀπέδειξεν, ὅτι ἕνας τυφλός, πού δέν ἔβλεπεν, εἶδε. Καί τό ἴδιο θαῦμα ἀποκάλυψε τήν ψυχική τυφλότητα μερικῶν ἀνθρώπων πού νόμιζαν πώς ἔβλεπαν, ἐνῶ στήν οὐσία ἦταν τυφλοί.

Εἶναι μεγάλη ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή. Ἔχει πολλές καί συγκλονιστικές φάσεις στήν ὅλη περιγραφή τῆς θεραπείας. Θά ἐπιμείνωμε σέ μερικές μόνο χαρακτηριστικές πράξεις, πού θά μᾶς βοηθήσουν στό θέμα μας. Μετά τήν θεραπεία, ἔφεραν τόν θεραπευθέντα στούς Φαρισαίους, καί αὐτοί ρώτησαν τόν τυφλό, πῶς ἔγινε τό θαῦμα. Οἱ Φαρισαῖοι ἀμέσως βρῆκαν τό «λάθος» : «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου». Κατόπιν κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ καί τούς ρώτησαν! «Εἶναι αὐτό τό παιδί σας;» «Ναί, εἶπαν καί οἱ δύο: Τό παιδί μας εἶναι». «Πῶς ἔγινε καλά;». Οἱ γονεῖς τώρα φοβισμένοι ἀπαντοῦν: «μεγάλος εἶναι στήν ἡλικία, νά ρωτήσετε τόν ἴδιο». Εἶχαν πεῖ οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι ὅποιος ὁμολογήσῃ τόν Χριστόν, θά τόν διώξουν ἀπό τήν συναγωγή. Οἱ Φαρισαῖοι καλοῦν πάλι τόν ἴδιο καί τόν ρωτοῦν: «πῶς ἔγινε καί βλέπεις;». Ὁ νέος μέ θάρρος τούς λέγει: «Σᾶς εἶπα καί δέν μέ ἀκούσατε. Μήπως θέλετε νά γίνετε καί σεῖς μαθητές Ἐκείνου; «Οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἀπήντησαν ὑβριστικῶς καί περιφρονητικῶς καί τοῦ εἶπαν: «Σύ ὁ οὐτιδανός, ὁ τιποτένιος εἶσαι μαθητής Ἐκείνου. Ἡμεῖς εἴμεθα τοῦ Μωϋσέως». Σέ νέα παρατήρηση τοῦ νέου, γεμάτοι κακία τοῦ λέγουν: «Σύ γεννήθηκες ὅλος μέσα στήν ἁμαρτία καί σύ τολμᾶς νά μᾶς διδάσκῃς;». Καί τόν ἐξεδίωξαν. Οἱ Φαρισαῖοι ἔχουν μπροστά τους τόν θεραπευθέντα τυφλόν. Ἔχουν μάρτυρες τούς παρόντες, τούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ, ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων. Ἀπό ὅλους αὐτούς τούς μάρτυρες ἔβγαινε ἕνα συμπέρασμα: Ἡ ἀλήθεια πού ἦταν μία, ὅτι ὁ νέος θεραπεύτηκε ἀπό τόν Χριστόν. Αὐτοί ὅμως δέν θέλουν νά βλέπουν τήν ἀλήθεια. Εἶναι τυφλοί, λοιπόν. Γιατί δέν βλέπουν, καί ἄς εἶναι τά μάτια τους ἀνοικτά. Ἡ ψυχή τους εἶναι σκεπασμένη ἀπό τό φθόνο καί τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Αὐτό τό πάθος τούς κάνει νά μείνουν ἀθεράπευτα τυφλοί σ’ ὅλη τους τήν ζωή.

Ἀδελφοί μου! Νά, τώρα τίθεται ἀμέσως τό ἐρώτημα. Ἐμεῖς σέ ποιά ἀπό τίς δύο κατηγορίες ἀνήκομε; Στήν πρώτη κατηγορία εἶναι οἱ ἄνθρωποι μέ τήν καλή διάθεση. Κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό ἄγνοια, εἶναι μακράν ἀπό τόν Χριστόν, ἀπό ἄγνοιαν. Μόλις ὅμως κάποιος τούς ἐξηγήση, μόλις μάθουν τήν ἀλήθειαν, ἀμέσως γίνεται τό θαῦμα: ὁ Χριστός τούς δίνει τήν δύναμη καί βλέπουν σωστά τά πράγματα μέσα στήν κοινωνία. Θά χρησιμοποιούσαμε μιά λέξη: οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔχουν τώρα διαύγειαν, θά λέγαμε. Στήν δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι – οἱ Φαρισαῖοι πάσης ἐποχῆς - ὅπου διάφορα συμφέροντα ἀναμεμειγμένα μέ τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἔχουν δημιουργήσει ἕνα «πλέγμα ἐνοχῆς», ὥστε νά βλέπουν καί ὅμως νά μήν θέλουν νά δοῦν τήν ἀλήθεια, δηλαδή νά μήν θέλουν νά τήν παραδεχθοῦν. Σέ ποιά κατηγορία τοποθετοῦμε τόν ἑαυτόν μας; Αὐτό εἶναι θέμα προσωπικό. Νά προσέξωμε ὅμως, γιατί ἀλλοίμονο ἄν εἴμεθα στήν δεύτερη κατηγορία...

Ἀδελφοί μου, ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ἔχουν χάσει τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν τους καί ὅμως «βλέπουν» σωστά τήν ζωή, γιατί ὁ ἐσωτερικός κόσμος τους φωτίζεται ἀπό τόν Χριστό. Ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι – μέσα σ’ αὐτούς μπορεῖ νά εἴμεθα και μεῖς – πού, ἐνῶ βλέπουν μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ἐν τούτοις ὁ σκοτισμός τῆς ψυχῆς των (ἀπό τά πάθη) δέν τούς ἀφήνει νά δοῦν.

Εὔχομαι νά μᾶς χαρίση ὁ Θεός τό φῶς τό δικό Του, γιά νά βλέπομε σωστά.

Γένοιτο!

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου

«Ο δε έφη· Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ» Η απάντηση της ταπείνωσης. (Κυριακή του Τυφλού)


«Ο δε έφη· Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ»
Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Τυφλού παρουσιάζεται ένα θαυμαστό γεγονός. Ένας εκ γενετής τυφλός αποκτά με τη θαυματουργική επέμβαση του Ιησού Χριστού την όρασή του. Και το γεγονός της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας, η οποία στο τέλος του ευαγγελικού αναγνώσματος εκφράζεται διά της ομολογίας της πίστεώς του. Ο Χριστός τον ρωτά: «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού»; Και ο τυφλός τότε κατορθώνει να δει όχι μόνο το επίγειο, αλλά και το φως της Θεότητος: « Πιστεύω Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ».
Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ευλογημένη ευκαιρία, έτσι ώστε και εμείς, ως ορθόδοξοι άνθρωποι, να προβληματιστούμε για την πίστη μας και να ανανεώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε κατά την ημέρα της βαπτίσεώς μας.
Πολλές φορές, απογοητευμένοι από τα ανθρώπινα και τα καθημερινά, προβληματιζόμαστε για την παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ζητάμε σημεία για να πιστέψουμε . Ακόμη κι όταν ο Κύριος βρισκόταν καρφωμένος επάνω στον Σταυρό, οι άνθρωποι Τον πείραζαν και Τον βλασφημούσαν λέγοντας: «Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε σε Σένα». Όμως ο Κύριος δεν απάντησε. Παρέμεινε, εν σιωπή, στον Σταυρό και πέθανε, για να ζήσει ο άνθρωπος, και αναστήθηκε, για να ανοίξει τη θύρα του Παραδείσου και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ζωή του Θεού.
Η σιωπή του Θεού
Οι αποδείξεις που ζητάμε πολλές φορές, για να πιστέψουμε στον Θεό, τραυματίζουν την αλήθεια, την αγαπητική σχέση με το Θεό, και γι’ αυτό η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και κατηγορηματική (Μάρκ. 8,12).
Ο Θεός ήλθε στον κόσμο αλλά κρύβεται ακόμη και μέσα στη φανέρωσή Του. Ο Θεός αποκρίνεται με τη σιωπή, αλλά για εκείνον που μπορεί να καταλάβει, να νιώσει. μέσα σ’ αυτή τη σιωπή δηλώνει την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Είναι η «μωρία» του Θεού, ο ακατανόητος σεβασμός στην ελευθερία μας.
Κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει την ανθρώπινη συνείδηση, μεταβάλλει την πίστη σε απλή γνώση. Γι’ αυτό ο Θεός κλείνεται μέσα στη σιωπή της οδυνώμενης αγάπης Του. Ο Θεός δε δίνει διαταγές. Μας προσκαλεί σε μια σχέση αμοιβαιότητας. Ο Πατέρας είναι Πατέρας χωρίς να επιβάλει την πατρότητά του. Ο Χριστός έρχεται για να καθίσει στο «τραπέζι των αμαρτωλών», και σταυρώνεται από υπερβολή ερωτικής αγαθότητας. «Ποιός σύζυγος», ρωτά ένας ασκητικός συγγραφέας του 6ου αι., «πέθανε ποτέ για τη σύζυγό του, και ποιά σύζυγος διάλεξε ποτέ να παντρευτεί έναν εσταυρωμένο; Ο Κύριος μνηστεύθηκε την Εκκλησία, της έδωσε μια προίκα με το αίμα Του, και της σφυρηλάτησε ένα δαχτυλίδι με τα καρφιά της σταυρώσεώς Του». Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.
Συ, πιστεύεις;
Ο Χριστός δεν απευθύνεται ποτέ στη λογική, δεν παραθέτει αποδείξεις, μήτε επιχειρήματα, δε ρωτά: «Ξέρεις; Πείστηκες; Νικήθηκες;». Το μόνο που ρωτά είναι: «Πιστεύεις;». Και στο ερώτημα αυτό μια καθαρή καρδιά μόνο αυτό μπορεί να απαντήσει: «Πιστεύω, κύριε, βοήθει μοι τη απιστία». Την ώρα. λοιπόν, που μας βαραίνει η αμφιβολία για την παρουσία του Θεού, την ώρα που μας βαραίνει η μοναξιά, μόνο η βαθιά ταπείνωση έρχεται σε βοήθειά μας. Αυτή, η ταπείνωση, κάνει τον άνθρωπο να καταθέτει μπροστά στον Σταυρό του Χριστού ολόκληρο το είναι του. Και τότε έξαφνα ο Χριστός σηκώνει αντί για μας αυτό το βάρος: «Μάθετε απ’ εμού… ότι ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν έστι» (Ματθ. 11, 30). Και ο λόγος αυτός δεν είναι απάτη· είναι φως μέσα στην κόλαση του σημερινού κόσμου.


(Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 136-138)

Όσο ζω, αναπνέω και σωφρονώ

πάρχουν κάτι τζάμπα μαγκάκια που αποπειρώνται να τρομοκρατήσουν τον κοσμάκη, κολλώντας την ρετσινιά του φασίστα αν ασχολείσαι με θέματα που δεν είναι της αρεσκείας τους.
Δεν ξέρω αν είναι σε εντεταλμένη υπηρεσία ή αν από μόνοι τους ένιωσαν να τους πνίγουν τα «δημοκρατικά» τους ένστικτα όταν μας είδαν να γράφουμε για την πρόστυχη στάση πολιτικών προσώπων απέναντι στα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας.
Ευκαιρία όμως μας έδωσαν να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα, με πρώτο και καλύτερο ότι η γράφουσα είναι Χριστιανή Ορθόδοξη και μιμούμενη (αναξίως) τον Παπαδιαμάντη δηλώνει:
«Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δεν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῷ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, να περιγράφω μετ” ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ να ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ».
Σε απλούστερα των παπαδιαμαντικών ελληνικά (και συνοπτικά) αυτό σημαίνει πως όσο ζω, αναπνέω και είμαι στα καλά μου δεν θα πάψω με λατρεία να υμνώ τον Χριστό και να γράφω για τα γνήσια ελληνικά έθιμα.
Και πάμε παρακάτω:
Από πότε και με ποιά νομιμοποίηση τα της θρησκείας και της πατρίδας μπορούν να έχουν κατηγόρους αλλά όχι υπερασπιστές;
Γιατί όσοι χλευάζουν τα θεία είναι «προοδευτικοί» και όσοι υποκλίνονται σ’ αυτά, «οπισθοδρομικοί;»
Ποιος είναι αυτός που θα δεχόταν να βρίζουν την μάνα και τον πατέρα του δίχως διαμαρτυρία, για να δεχθούμε και μείς να βρίζουν τα ανώτερα των γονέων μας της πίστεως πράγματα και να σωπαίνουμε;
Γιατί έχει θέση στην χώρα μας το Ισλάμ και καθετί μη ελληνικό ή ορθόδοξο (και μάλιστα πολλοί κόπτονται για τα δικαιώματα των αλλοθρήσκων -και δικαίως- ) αλλά δεν δικαιούνται στοιχειώδη σεβασμό η Ορθοδοξία και η Ελλάδα;
Μία από τις μεγαλύτερες ανοησίες είναι ότι επειδή οι της επταετίας έλεγαν «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» οι έννοιες του Χριστιανισμού και της πατρίδας είναι εξοβελιστέες.
Οι δικτάτορες χρησιμοποίησαν αυτές τις αξίες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έπαψαν να είναι αξίες ακριβώς όπως δεν θα πετροβολήσουμε τον ήλιο επειδή ανέτειλε και επί χούντας!
Κάποιοι από τους νταήδες της «δημοκρατίας» λένε (ψευδόμενοι φυσικά) «κι’ εμείς είμαστε χριστιανοί αλλά τα λείψανα….κ.τ.λ.».
Λοιπόν μάθετε «αγάπες» πως ο χριστιανισμός δεν έχει «αλλά» και δεν έχει τσάτσα, μάτσα.
Ούτε μπορείς να είσαι «λίγο» Χριστιανός. Χριστιανός ή είσαι ή δεν είσαι!
Με την δύναμη του Θεού, τις πρεσβείες των Αγίων και τις ευχές των πνευματικών μας πατέρων, εμείς οι απολύτως αμαρτωλοί είμαστε Χριστιανοί και αυτό δεν θα πάψουμε ποτέ να το δηλώνουμε, να το υπερασπιζόμαστε και να το διακηρύσσουμε, με όποιο τίμημα.
Επίσης αναγνωρίζουμε σε καθέναν το δικαίωμα να μην είναι Χριστιανός.
Εκείνο που δεν δεχόμαστε είναι η φασίζουσα και υβριστική συμπεριφορά κατά της πίστης μας και των συμβόλων της.
Γι’ αυτό λοιπόν, όσοι προσπαθείτε να μας βρίζετε με αιχμή του δόρατος την χριστιανική μας πίστη συνεχίστε να το κάνετε, γιατί στεφάνια συγκεντρώνετε για μας. Δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθούμε.
Όσες φορές όμως προσβάλετε τα ίδια τα ιερά και όσιά μας, θα μας βρίσκετε  απέναντι σας.
Άλλωστε γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι στο παιχνίδι που παίζουν τα τσιράκια της Νέας Τάξης πραγμάτων το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ο Θεός (ως μοναδική εγγύηση για την ιδιαιτερότητα του σκεπτόμενου ανθρώπου και καταφύγιο και ελπίδα για τους διαρκείς χειμώνες της καταπίεσης).

Αλλά αυτή είναι μία μεγάλη συζήτηση, που θα την κάνουμε την επόμενη φορά που θα μας προκαλέσετε…..
πηγή   το είδαμε εδώ
Πρωτοδημοσίευσα το κείμενο στο volosnow.gr

Ο αδελφός είναι η ίδια μας η ζωή

Ο αδελφός είναι η ίδια μας η ζωή
Αγίου Σιλουανού
Προσδοκώντας τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, η αγάπη επιθυμεί να φθάσει έως το τέλος· γι᾿ αυτό αγκαλιάζει όχι μόνο το σύνολο όσων βρίσκονται τώρα πάνω στη γη, αλλά ακόμη και αυτούς που είναι ήδη κεκοιμημένοι, ακόμη και τον άδη και αυτούς που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί, με άλλα λόγια τον όλο Αδάμ.
Μακαρία η ψυχή που αγαπά τον αδελφό της, διότι ο αδελφός μας είναι η ίδια η ζωή μας.
Η ψυχή λυπάται όταν βλέπει τον άλλο να υποφέρει. Εάν μπορούσα να βοηθήσω έστω και έναν μόνο άνθρωπο, θα ευλογούσα γι᾿ αυτό αιωνίως τον Κύριο.
Πρέπει να έχεις καρδιά που συμπάσχει και να αγαπάς όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά επίσης να σέβεσαι κάθε πλάσμα, καθετί που έχει δημιουργηθεί από τον Θεό.
   το είδαμε εδώ

Ο άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος ο εκ Μετσόβου


Αυτός ο αθλητής του Χριστού είχε πατρίδα του το Μέτσοβο, που βρίσκεται στην Ήπειρο. Ήταν γεννημένος από γονείς ευσεβείς και, ενώ ήταν ακόμη νέος, αναχώρησε για τα Τρίκαλα και ε­κεί συμφώνησε για εργασία με έναν αρτοποιό, στον οποίο και δούλευε με μισθό. Και μετά από πολύν καιρό, μερικοί Αγαρηνοί άλλοτε με απάτη και υποσχέσεις και άλλοτε με φοβέρες και συκοφαντίες, τον έκαναν και αρνήθηκε αλλοίμονο! τον Χριστό. Όταν όμως ήλθε στα λογικά του, έφυγε και πήγε στην πατρίδα του και ζούσε πάλι χρι­στιανική ζωή.
OLYMPUS DIGITAL CAMERA
Και ύστερα από πολύ καιρό, αφού φόρτωσε το άλογό του δαδί, πήγε με άλλους συμπατριώτες του στα Τρίκαλα, για να το πουλήσει και εκεί τον αναγνώρισε ένας Τούρκος κουρέας, που ήταν γείτονας με τον προαναφερθέντα αρτοποιό και, αφού τον έπιασε, τον έσερνε και τον κατηγορούσε πως αρνήθηκε την πίστη τους και έ­γινε πάλι Χριστιανός. Τότε ο Νικόλαος, επειδή φοβήθηκε, έδωσε σ’ αυτόν το φορτίο του δαδιού και τον παρακαλούσε να μη τον φανερώσει. Εκείνος όμως του έλεγε, ότι εάν του έφερνε κάθε χρόνο, όσο ζούσε, από ένα φορτίο δαδί δεν θα τον φανέρωνε. Και ο Νικόλαος του υποσχέθηκε και κάθε χρόνο του πήγαινε το δαδί, σύμφωνα με την υπόσχεσή του.
Ύστερα όμως από λίγο, καθώς μετάνιωσε ο Νικόλαος για την υπόσχεση, που του έδωσε, δεν ήθελε πλέον να του δώσει το δαδί, αλλά μάλιστα αποφάσισε και να πεθάνει, για να θεραπεύσει την προη­γούμενη άρνηση του Χριστού, που έκανε και πήγε αμέσως στον πνευ­ματικό του και φανέρωσε τον σκοπό του. Εκείνος όμως τον εμπόδιζε και τον συμβούλευε να ξεχάσει αυτόν τον σκοπό, για να μη τύ­χει και δεν μπορέσει να αντέξει τα βασανιστήρια του Μαρτυρίου και υποπέσει πάλι σε δεύτερη άρνηση, λέγοντάς του, ότι το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά το σώμα είναι αδύνατο. Αλλά αυτός ο ευλο­γημένος παρέμενε σταθερός στην γνώμη του και έλεγε, ότι έ­χει σίγουρες τις ελπίδες του στον Κύριο, ότι θα τον δυναμώσει για να υπομείνει γενναία όλα τα παιδέματα, που θα του κάνουν για την αγάπη του και θα μείνει ασάλευτος στην πίστη του, καταπατώντας κάθε εχθρό και πολέμιο.
Βλέποντας λοιπόν ο πνευματικός τον ζήλο και την προθυμία, που είχε για το Μαρτύριο, αφού τον στήριξε με πολλές συμβουλές και ευχές, τον άφησε να φύγει. Με τέτοια λοιπόν σταθερή γνώμη και απόφαση πήγε στα Τρίκα­λα και, αφού τον συνέλαβε ο κουρέας, τον έπνιγε λέγοντας «Πού εί­ναι, άπιστε, το δαδί, που μου έταξες;». Τότε ο Νικόλαος του απαν­τούσε· «Δεν σου χρωστάω τίποτε». Τότε εκείνος, επειδή θύμωσε, φώ­ναξε μεγαλόφωνα και τον μαρτύρησε. Τότε, αφού έτρεξαν πολλοί Τούρκοι και πληροφορήθηκαν την υπόθεση, συνέλαβαν αμέσως τον ευλογημένο με πολύ θυμό και χτυπώντας τον και σπρώχνοντάς τον τόν πήγαν στο δικαστήριο και μαρτύρησαν, ότι αρνήθηκε την πίστη των Χριστιανών και δέχθηκε την δική τους. Ο Μάρτυρας όμως, όταν τον ρώτησαν αποκρίθηκε, ότι “Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστια­νός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω και δεν αρνούμαι ποτέ την πίστη μου με όσα μαρτυρία και αν μου κάνετε”. Και επειδή λοιπόν ού­τε με κολακείες ούτε με φοβέρες μπόρεσαν να τον φέρουν στην γνώμη τους, τον ξυλοκόπησαν αυστηρά για πολλή ώρα και έπειτα τον έρριξαν σε μία σκοτεινή φυλακή και εκεί μέσα τον παίδευαν για πολλές ημέρες με πείνα και δίψα και με άλλα διάφορα βασανιστήρια, αλλά ο Μάρτυρας τα υπέμενε όλα με ανδρεία και με μεγάλη του χαρά.
Και επειδή έμενε ασάλευτος σε όλα, τον έβγαλαν από την φυλακή και τον παρουσίασαν για δεύτερη φορά στο δικαστήριο· και πάλι κήρυξε μεγαλόφωνα τον Χριστό, πώς είναι Θεός αληθινός και αυτόν πιστεύει και δεν τον αρνείται ποτέ. Βλέποντας λοιπόν ο δικαστής το αμετάθετο της γνώμης του, πρόσταξε να ανάψουν μεγάλη πυρκαγιά στην μέση της αγοράς και να τον ρίξουν μέσα σ’ αυτήν. Έτσι, αφού τον μετέφεραν στον τόπο της καταδίκης, τον έρριξαν στην πυρκαγιά, που άναψαν και εκεί όλος χαρά και δοξολογώντας τον Θεό, παρέδω­σε το πνεύμα του.
Ένας κεραμέας όμως, παρακινούμενος από ευλάβεια, πήγε στον τόπο εκείνο την νύχτα, για να βρει κάποιο μέρος από το Άγιο Λείψα­νο και βλέποντας μερικούς Αγαρηνούς, που αγρυπνούσαν και φύλα­γαν, έδωσε σ’ αυτούς αρκετά αργύρια και πήρε την Αγία Κάρα του Μάρτυρα, η οποία ήταν λίγο καταστραμμένη στα μυαλά από την πυρκαγιά και, αφού πήγε στο σπίτι του, την έκρυψε μέσα στον τοίχο από τον φόβο των Τούρκων, χωρίς να το γνωρίζει κανείς άλλος από τους ανθρώπους του σπιτιού του.
Ύστερα όμως από μερικό καιρό πέθανε ο κεραμέας και έμεινε κρυμμένη η Πάντιμη Κάρα του Μάρτυ­ρα, ενώ το σπίτι εκείνο του κεραμέα το αγόρασε άλλος Χριστιανός που ονομαζόταν Μέλανδρος και κατά το βράδυ εκείνο, που τελείωσε το Μαρτύριο ο Άγιος, είδε φως, που έλαμπε στο μέρος εκείνο του τοίχου και εξ αιτίας της απορίας και του θαυμασμού του Μέλανδρου για εκείνο το φως, αποκαλύφθηκε στον ύπνο του, ότι εκεί. όπου εμφα­νίσθηκε το φως, είναι κρυμμένη η Αγία Κάρα του Μάρτυρα Νικολά­ου. Τότε, αφού χάλασε τον τοίχο και την βρήκε, θεώρησε ανάξιο τον εαυτό του να έχει στο σπίτι του έναν τέτοιο θησαυρό· γι’ αυτό πήγε στο Μοναστήρι του Βαρλαάμ όπου είχε και αδελφό Μοναχό και την αφιέρωσε εκεί εις μνημόσυνο αυτού και των γονέων του.
Εκεί λοιπόν βρίσκεται θησαυρισμένη μέχρι και σήμερα αυτή η Α­γία Κάρα και καθημερινά κάνει θαύματα πέρα από κάθε έννοια. Δι­ότι μία φορά, που υπήρχε θανατικό στα Τρίκαλα και πέθαιναν κάθε ημέρα πολλοί και μόνο με την παρουσία της σταμάτησε αμέσως το θανατικό. Το ίδιο και ένα χωριό, που ονομάζεται Ντιστάτα και έπασχε το ίδιο από το θανατικό, το ελευθέρωσε. Ακόμη και τους Καλαρρύτες, που βασανίζονταν μία φορά από λοιμώδη ασθένεια, τους λύ­τρωσε αμέσως με τον παρουσία της.
Κατ’ εξοχήν όμως αυτή η Αγία Κάρα διώχνει και εξαφανίζει τις ακρίδες, διαφυλάσσοντας αβλαβείς τους καρπούς τόσο πολύ, που μέ­νουν εκστατικοί και οι ίδιοι οι Τούρκοι με αυτό το θαύμα. Το οποίο δεν γίνεται μία φορά και δύο, αλλά πολλές φορές μέχρι και σήμερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πάθη αθεράπευτα γιατρεύει παραδόξως και πολλά άλλα θαύματα κάνει καθημερινά, σε όποιον τόπο και αν προσκληθεί.
Βρίσκονται δε και μερικά άλλα κομμάτια από το μαρτυρικό λεί­ψανο του Αγίου σε διαφόρους τόπους. Και στα Ιωάννινα βρίσκεται το μισό της παλάμης του χεριού του, με του οποίου τις πρεσβείες ας λυτρωθούμε και εμείς από κάθε ανάγκη και θλίψη. Αμήν.

( Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Ε΄, Μάϊος-Ιούνιος, σ. 118-121)

Ο γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης για τον παπα -Τύχωνα.

Ο σεβαστός λόγιος μοναχός γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης μου διηγήθηκε ότι πήγε κάποτε να συναντήσει τον θαυμάσιο στην ψυχή και την βιβλική όψη Pώσο ερημίτη παπα -Τύχωνα.

Πλησίασε το ασκητήριο του άκουσε θεσπέσιες ψαλμωδίες.
Νόμιζε ότι γινόταν Θεία Λειτουργία και για αυτό περίμενε έξω από την καλύβα μέχρι να τελείωση..
Τέλος, αφού μπήκε βρήκε μόνο τον παπα Τύχωνα στην εκκλησία, ο οποίος εκείνη την στιγμή μεταλάμβανε τον Άγιον Άρτον.
Διατηρούσε Άγιον Άρτον όλο το χρόνο και μεταλάμβανε συχνά μόνος του.
Ο πατέρας Θεόκλητος έμεινε κατάπληκτος και απορούσε τι να ήταν οι ψαλμωδίες που άκουσε προηγουμένως..
Λίγο πριν την μακάρια κοίμηση του ερημίτου τον υπηρετούσε ο μαθητής και υποτακτικός του, σεβάσμιος γέρων Παίσιος.
Εσύ είσαι ο άγιος Σεραφείμ; Ρώτησε κατάκοιτος και ετοιμοθάνατος παπα Τύχων.
Τι λέτε γέροντα, δεν σας καταλαβαίνω.
Να - είπε τότε – προ ολίγου ήταν εδώ ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ μαζί με την Παναγία και μιλούσαμε...

- Τι σου είπε η Παναγία; Ρώτησε ο πατέρας Παίσιος. 
-Μου είπε ότι θα με πάρει μετά την γιορτή μου. 
Πράγματι στις 10 Σεπτεμβρίου μετά την γιορτή της γεννήσεως της Θεοτόκου 8 Σεπτεμβρίου, κοιμήθη ο παπα – Τύχων με ειρήνη κρατώντας στα χέρια του ένα σταυρό. Πριν πεθάνει ο πατέρας Παίσιος του έβαλε στην μύτη να μυρίσει βασιλικό. Μυρίζει ωραία γέροντα; Του είπε. Ναι, παιδί μου αλλά ο παράδεισος μυρίζει πολύ πιο ωραία!…

ΛΟΓΟΙ ΑΘΩΝΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

 Αγιορείτικο Βήμα
πηγ'ή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...