Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 16, 2015

Κυριακη τοῦ Τυφλοῦ (Ἰωάν. 9,1-38) ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ +Mητροπολιτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Κυριακη τοῦ Τυφλοῦ (Ἰωάν. 9,1-38)

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ

ΠΟΣΟ γρήγορα, ἀγαπητοί μου, φεύγει ὁ χρόνος! Πότε ἀκούσαμε τὸ «Χρι­στὸς ἀ­νέ­­στη», καὶ συμπληρώνονται σαράντα μέρες. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἐρχομένης Τετάρτης θὰ τὸ ἀ­κούσουμε γιὰ τελευταία φορά. Βρισκόμαστε στὶς παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως.
Σήμερα εἶνε ἡ ἕκτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἡ Κυριακὴ τοῦ Τυ­φλοῦ. Στοὺς να­οὺς διαβά­ζε­ται ἡ περικοπὴ ποὺ διη­γεῖται τὴ θε­ραπεία τοῦ τυφλοῦ, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτε­ρα θαύ­ματα τοῦ Κυρίου. Ἀ­πὸ ὅλη τὴν περικοπὴ θὰ κόψουμε λίγα ἄν­θη καὶ θὰ κάνουμε μιὰ πνευματικὴ ἀν­θοδέσμη γιὰ νὰ εὐωδιάσουμε τὶς ψυχές μας.

* * *

Τὸ πρῶτο, ἀγαπητοί μου, ποὺ προκαλεῖ τὴν προσοχή μας εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὁ τυφλός. Ὁ τυφλὸς αὐτὸς δὲ γεννήθηκε σὲ πλούσιο σπίτι – γιατὶ ὑπάρχουν καὶ πλούσιοι ποὺ γεννιοῦν­ται τυφλοί. Εἶχε γεννηθῆ σὲ φτωχόσπιτο. Κον­τὰ στὸ δυστύχημα τῆς τυφλώσε­ως ἦταν καὶ φτωχός. Κάθε πρωὶ ἕνα παιδὶ τὸν ἔπαιρνε καὶ τὸν πήγαινε σ᾽ ἕνα σταυροδρόμι, κ᾽ ἐ­κεῖ στεκόταν ὣς τὸ βράδυ περιμένοντας ἐλεημοσύνη ἀπ᾽ τοὺς διαβάτες. Ποιός ἆραγε θὰ γύριζε νὰ τὸν δῇ; Περνοῦ­σαν μπροστά του πολλοί, ἀλλὰ συνήθως ἀ­διάφοροι. Οἱ εὐκατάστατοι ζοῦ­σαν καλά, μὲ ἀπολαύσεις καὶ δια­σκε­δάσεις. Ποιός θὰ ἔρριχνε σ᾽ αὐτὸν ἕνα βλέμμα συμ­παθείας; Καὶ ὅμως ἕνας τὸν πρόσεξε. Ποιός; Ἐ­κεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸ σύμπαν!
Πολλὲς φορές, στὴ σκληρὴ αὐτὴ ζωή, παραπονούμεθα, ὅτι δὲ μᾶς προσέχουν· συγγενεῖς, φίλοι, προϊστάμενοι, κανείς· νιώθουμε ἔ­ρημοι κ᾽ ἐγκαταλελειμμένοι. Ἀλλ᾽ ὄχι, ἀ­δελφοί μου. Ἀρκεῖ ποὺ μᾶς προσέχει ὁ Θεός, καὶ ἂς μὴ μᾶς προσέχῃ κανείς ἄλλος. Ἂς μὴν ἔ­χουμε ἰσχυροὺς ἀνθρώπους προστάτες (βουλευτάς, ὑπουργούς, ἀρχιερεῖς). Ἀρκεῖ νά ᾽χου­με τὸν Κύριο· ὅταν μᾶς προσέχῃ ὁ Κύριος, φτάνει ἡ προστασία του. Ἐνῷ ἀντιθέτως, κι ἂν μᾶς προστατεύουν τοῦ κόσμου οἱ ἰσχυροὶ ἀλ­λὰ δὲν ἔχουμε μαζί μας τὸν Κύριο, τίποτα δὲν κάνουμε. Ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ εἶχε τὴν προστασία τοῦ Κυρίου, ἄξιζε περισσότερο ἀπὸ τοὺς γραμμα­τεῖς καὶ φαρισαίους καὶ ὅλο τὸν κόσμο τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας.
⃝ Τὸ ἄλλο ποὺ πρέπει νὰ σημειώσουμε εἶνε, ὅ­­τι ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἦταν «τυφλὸς ἐκ γενε­τῆς» (Ἰωάν. 9,1). Ὑπάρχουν τυφλοί, ποὺ ἔχασαν τὸ φῶς τους ἀρ­γότερα, στὰ νιᾶτα ἢ στὰ γηρατειά τους, καὶ συνεπῶς ἔχουν μιὰ ἰδέα τοῦ ὡραίου κόσμου ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός. Αὐτὸς δὲν εἶ­χε δεῖ ποτέ τὴν πλάσι, τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥ­λιου, τὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν, τὰ πρόσωπα τῶν προσ­φιλῶν του, τίποτε ἀπολύ­τως. Ζοῦσε σὲ σκοτάδι διαρκείας· ὄχι ὡρῶν καὶ μηνῶν, ἀλλὰ ἐτῶν, ὁλοκλήρου τῆς ζωῆς του (μία μικρογρα­φία τοῦ αἰωνίου σκότους, στὸ ὁποῖο ―ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ― θὰ καταδικασθοῦμε, ἂν δὲ βαδί­σουμε κατὰ τὸ θεῖο θέλημα). Στὸν τυφλὸ αὐ­τόν, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ πατέρες, δὲν ὑπῆρχαν ὀ­φθαλ­μοί, δὲν εἶχε καθόλου βολβοὺς μέσα στὶς κόγχες. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴ συνέχεια.
⃝ Διότι πῶς τὸν θεράπευσε ὁ Κύριος; Ἔφτυσε κάτω στὴ γῆ, ἔκανε πηλὸ ἀπὸ χῶμα, καὶ τὸν ἄλειψε στὰ σημεῖα τῶν ματιῶν. Γιατί ἆραγε ὁ Χριστὸς θεραπεύει δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου; Τοῦ ἦταν δύσκολο, μ᾽ ἕνα λόγο του καὶ μόνο νὰ δη­μιουργήσῃ τοὺς δύο βολβοὺς καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὸν τυφλό; Ἀσφαλῶς μποροῦσε. Ἀλ­λὰ θέλει νὰ δείξῃ, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ δημιουργὸς Θεός, ποὺ εἶπε καὶ δημιουργήθηκαν ὅλα· καὶ ὅπως στὸν Ἀδὰμ ἔπλασε ὅλο του τὸ σῶμα, ἔ­τσι ἐδῶ ἀναπληρώνει ἕνα ἐλλεῖπον μέλος, τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ. Λένε ἀκόμη οἱ πατέρες, ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Κύριος ἤ­θελε νὰ μᾶς ὑπενθυμίσῃ ὅτι εἴμαστε χῶμα. Εἴ­­τε βασιλεῖς, εἴτε στρατηγοί, εἴτε σοφοί, ὅ­λοι τὸ ἴδιο εἴμαστε, χοϊκοί, διότι ἀπὸ χῶμα μᾶς ἔ­πλασε ὁ Θεός. Χῶμα εἶνε τὰ χέρια, χῶμα τὰ πόδια, χῶμα τὸ κορμί, χῶμα τὸ ὡραῖο πρόσω­πο. Χῶμα λοιπὸν καὶ τὸ μάτι, ποὺ λειτουργεῖ ἐν τούτοις ὡς μία τέλεια αὐτόματη φωτογραφικὴ μηχανή, μηχανὴ ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Ἂν πῇς σὲ κάποιον τουρίστα ὅτι αὐτὴ ἡ φωτογρα­­φικὴ μηχανὴ ποὺ ἔχει στὴν πλάτη του φύτρω­σε μόνη της, θὰ σὲ θεωρήσῃ τρελλό. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ κάθε φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχῃ τὸν τεχνίτη της, πολὺ περισσότερο τὰ μάτια τοῦ ἀν­θρώπου, αὐτὰ τὰ θαυμάσια ὄργανα, ἔχουν τὸν ποι­ητή τους· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Θεός. Φτάνει ἕνα μάτι ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.
⃝ Κάτι ἄλλο ἀκόμη. Λέει τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὸ σάλιο του καὶ τὰ δά­­κτυλά του. Τί σημαίνει αὐτό; Οἱ πατέρες παρατηροῦν, ὅτι καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ σάλιο του ἀκόμη θαυματουργοῦν. Ὅ­λα, τὰ ροῦχα του, ὁ χιτώνας του, τὰ ὑ­ποδήματά του, κάθε τι ποὺ ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μα­ζί του, ἔ­χουν θαυματουργικὴ ἰδιότητα. Ἂς χλευ­άζουν οἱ προτεστάντες καὶ οἱ χιλιασταὶ τὰ ἱε­ρὰ λείψανα· ἡ Ἐκκλησία μας καλῶς τὰ κρατεῖ καὶ τὰ τιμᾷ. Τῶν ἁγίων ὄχι μόνο τὰ λόγια καὶ οἱ πράξεις καὶ ἡ σκιὰ ὅταν ζοῦσαν, ἀλλὰ καὶ με­τὰ τὴν κοίμησί τους τὰ ἱερὰ λείψανά τους (ὀ­στᾶ, ἐνδύματα, ἄμφια, σταυροί, ῥάσα, ἀντικείμενα) ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν δύναμι ὅ­πως εἶ­χε καὶ τὸ σάλιο τοῦ Χριστοῦ μας.
⃝ Μία ἄλλη παρατήρησις, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ πότε ἔγινε ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ. Ἔγινε Σάββατο, τὴν ἡμέρα δηλαδὴ ποὺ οἱ Ἑβραῖοι δὲν ἐπιτρέπουν καμμία ἐργασία, ποὺ καὶ φωτιὰ νὰ πιάσῃ τὸ σπίτι τους δὲν τρέχουν νὰ τὴ σβήσουν· τὸ θεωροῦν ἁμαρτία νὰ ἐργασθοῦν. Ἔκανε λοιπὸν ὁ Κύριος τὸ θαῦμα τὴν ἡμέρα αὐτή, γιὰ νὰ διαλύσῃ τὴν πλανεμένη ἰδέα ὅτι τὸ Σάββατο δὲν ἐπιτρέπεται καμμία ἐργασία. Διδάσκει, ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία τοῦ καλοῦ, ἐπιβάλλεται ἡ ἀγαθοεργία. Γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει Σάββατο, ὑπάρχει Κυριακή. Ἡ Κυρια­κὴ λοιπὸν πρέπει νὰ εἶνε γεμάτη ἀγαθὰ ἔργα ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, κατὰ μίμησιν τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε· «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐρ­γάζε­ται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰωάν. 5,17)· μέχρι συν­­τελείας τῶν αἰώνων ἐργάζεται ἡ ἁγία Τριάς, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο ἀδρανεί­­ας. Ποιά λοιπὸν εἶνε τὰ ἔργα τῆς Κυρια­κῆς; Πρῶτα – πρῶτα ὁ ἐκκλησιασμός. Δεύτερον ἡ ἀκρόασις τοῦ θείου λόγου. Τρίτον ἡ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς. Τέταρτον οἱ πνευματικὲς ἐπισκέψεις, ἰδίως σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἀ­σθενεῖς, ποὺ περιμένουν ἕνα γλυκὸ λόγο, μιὰ ἀ­κτῖνα παρηγοριᾶς μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ζω­ῆς τους. Μ᾽ ἕνα λόγο, ὁ ἁγιασμός. Δυστυχῶς, ἐν ἀντιθέσει μὲ ὅλα αὐτά, ἡ ἡμέρα τῆς Κυρι­ακῆς ἔγινε ἡμέρα ἁμαρτίας. Καμμιά ἄλλη ­μέρα δὲν παρουσιάζει τόσο πλῆθος ἁμαρτημάτων καὶ ἐγκλημάτων ὅσο ἡ Κυριακή.

* * *

⃝ Καὶ γιὰ νὰ τελειώνω, ἀδελφοί μου, προσέξτε τὸ ἑξῆς. Εἶπε ὁ Κύριος στὸν τυφλό· Πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ νὰ πλυθῇς. Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή, ὁ τυφλὸς δὲν γνωρίζει μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή· δὲν γνωρίζει ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος. Κάποιος ἄλλος στὴ θέσι του θὰ μποροῦσε νὰ φέρῃ ἀντίρρησι, ὅπως ἔφερε λ.χ. στὴν παλαιὰ διαθήκη ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος. Ἦταν ἔνδοξος στρατηγὸς τῆς Συρίας, ἀλλὰ ἔπασχε ἀπὸ λέπρα, ἀγιάτρευτη τότε ἀρρώστια, καὶ πῆγε στὸν Ἐ­λισαῖο, μαθητὴ τοῦ προφήτου Ἠλία, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ θαυματουργό. Ὁ Ἐλισαῖος τοῦ λέει· ―Νὰ πᾷς νὰ λουσθῇς στὸν Ἰορδάνη ἑφτὰ φορές. Αὐτὸς θύμωσε καὶ εἶπε· ―Γιατί στὸν Ἰορδάνη; δὲν ἔχουμε στὴν πατρίδα μου καλύτερα ποτάμια; Ὄχι, δὲν πηγαίνω. Ἀλλὰ οἱ ὑπασπισταί του ἐπέμεναν καὶ πῆγε. Κι ὅταν πέρα­σε τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἑφτὰ φορές, τότε καθαρίστηκε ἀπὸ τὴ λέπρα (βλ. Δ΄ Βασ. κεφ. 5· Λουκ. 4,27). Ὁ Νεεμὰν λοιπὸν στάθηκε διστακτικός, ὁ τυφλὸς ὅμως ὑπήκουσε. Ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε, Πήγαινε στοῦ Σιλωάμ, καὶ πῆγε ἀμέσως. Τί μᾶς λέει αὐτό; Κάτι ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας. Στὴν ἐγωιστικὴ καὶ ἐπαναστατημένη ἐ­πο­χή μας διδάσκει τὸ μάθημα τῆς ὑπακοῆς. Ὁ τυφλός, μὲ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἔδειξε στὸ Χρι­στὸ χωρὶς ἀντιρρήσεις, λέει σὲ ὅλους μας·
Παιδιά, ὑπακούετε στοὺς γονεῖς σας, οἱ νεώ­τεροι στοὺς γεροντοτέρους. Γυναῖκες, ὑπακούετε στοὺς ἄντρες σας· εἶνε λόγος Θεοῦ. Μα­θηταί, ὑπακούετε στοὺς δασκάλους σας. Στρατιῶτες, ὑπακούετε στοὺς ἀξιωματικούς σας. Πολῖτες, ὑπακούετε στοὺς νόμους τοῦ κράτους. Ὑπακούετε. Μέχρι ποιοῦ σημείου; Μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει μία ἄλλη ὑπακοή. Ὑπάρχουν ὅρια. Ἐὰν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἢ ὁ σύζυγος ἢ ὁ καθηγητὴς ἢ ὁ ἀξιωματικὸς ἢ ὁ νόμος ἢ τὸ κράτος διατάξουν κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἰσχύει ὁ θεῖος κανὼν «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἄνθρωπος» (Πράξ. 5,29).
Ποιά γλῶσσα, ποιά φωνή, θὰ συνετίσῃ τὴ γενεά μας; Πρέπει νὰ ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, πύρινος ἄγγελος, νὰ μᾶς φωνάξῃ· Ἐὰν ὑπακούετε τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς, οἱ γυναῖκες στοὺς ἄντρες, οἱ στρατιῶτες στοὺς ἀξιωματικούς, πολὺ περισσότερο ὑπακούετε ὅλοι, καὶ πάλιν ὑπακούετε, καὶ αἰωνίως ὑπακούετε, στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖ­τε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Δημητρίου Ψυρρῆ – Ἀθηνῶν 22-5-1960)

Ο ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΣ ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗΣ; + π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΣ
ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗΣ;


   Οι αποκρυφιστές στους οποίους αναφερόμαστε επικα­λούνται και την περίπτωση του εκ γενετής τυφλού (Ιω. θ' 17):
 «Στην περίπτωση του τυφλού εκ γενετής άνδρα η ερώτη­ση των μαθητών του «Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός η οι γονείς του δια να γεννηθή τυφλός;»δείχνει καθαρά την πί­στη τους στη μετενσάρκωση. Επιθυμούσαν να μάθουν αν ήταν κάρμα των γονέων του άνδρα να έχουν ένα τυφλό γιό, ή μήπως ο άνδρας προσβλήθηκε από τύφλωση για να διευθετηθεί κάποιο λάθος που είχε διαπραχθεί σε μια προηγούμενη ζωή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ιησούς δέ­χθηκε αυτή την ερώτηση σαν μια απόλυτα φυσιολογική και δίχως επιτίμηση» (Παραψυχολογία Ιούνιος 1980, σ. 92).
 Εδώ πρέπει να πούμε πως ο ίδιος ο Ιησούς, με την απάντηση του απέκλεισε την περίπτωση που προβάλλεται στο αποκρυφιστικό περιοδικό:«Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ' ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ»(Ιω. θ' 3).
 Ο Χριστός αναφέρεται εδώ στοαποτέλεσμα και όχι στην αιτία. Το ίδιο κάνει και πολλές άλλες φορές. Έτσι αναφέρει,«εις κρίμα εγώ ήλθον εις τον κόσμον τούτον, ίνα οι μη βλέποντες βλέψωσι, και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται»(«Ιω. θ' 39). Εδώ δεν δηλώνει το σκοπό της έλευσής του, αλλά το αποτέλεσμα. Γιατί όταν μιλάει για το σκοπό, υπογραμμίζει πως δεν ήλθε να κρίνει, αλλά να σώσει τον κόσμο (Ιω. γ' 17). Έτσι και στην περίπτωση του τυφλούυπογραμμίζει το αποτέλεσμα της τύφλωσήςτου «ίνα φανε­ρωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ».
 Με ποιόν τρόπο θα εφανερώνοντο τα έργα τού Θεού; Ο άγιοςΙωάννης ο Χρυσόστομοςλέγει πως οι Εβραίοι άκου­αν πως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, αφού έλαβε χώμα από τη γη. Και ο Χριστός έκανε το ίδιο: Για να αναπλάσει τα μά­τια τού τυφλού έλαβε χώμα. Έτσι δείχνει έμπρακτα πως αυτός είναι εκείνος που έπλασε τον άνθρωπο. Με το να πλάσει μάτι και να τού δώσει την ενέργεια τού φωτός, εφανέρωσε την κρυφή του δόξα. Αυτός είναι ο Δημιουργός και αναδημιουργός των πάντων, δι' Αυτού εδημιουργήθησαν και δι’ αυτού αναδημιουργούνται τα πάντα!
Οι μαθητές, λέγει ο Χρυσόστομος, δενείπαν αυτό που είπαν υπό μορφή ερώτησης, άλλ' απορίας. Γιατί στην περί­πτωση τού εκ γενετής τυφλού δεν θα μπορούσε κανείς να βρει την αιτία της τύφλωσης σε αμαρτία. Ο ίδιος δεν πρό­λαβε να αμαρτήσει, γιατί γεννήθηκε τυφλός, ενώ αιτία της τύφλωσης δεν μπορεί να είναι αμαρτία των γονέων του, αφού το παιδί δεν τιμωρείται για τις αδικίες των γονέων του. Έτσι το νόημα των λόγων των μαθητών ήταν: Τι έκα­με αυτός και γεννήθηκε τυφλός; Γιατί συνέβη αυτό;(Χρυσ., εις Ιω., Λόγος ΝΣΤ' 1, ΕΠΕ 14, σ. 27).

 
ΓΙΑ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΘΕΙΤΕ ΣΤΗΝ Π.Ε.Γ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210 6396665
(ΘΑ ΣΤΑΛΕΙ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΣΑΣ ΜΕ ΑΝΤΙΚΑΤΑΒΟΛΗ)

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ Ή ΑΝΑΣΤΑΣΗ; ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ» 
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com


πηγή

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ἰω. 9, 1-38) †ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ἰω. 9, 1-38)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στό Θεσπρωτικό, στίς 28/5/1995)

1. Προσοχή στίς ἑρμηνεῖες

Ὑπάρχουν πολλά διδάγματα στό σημερινό Εὐαγγέλιο. Θά σταθοῦμε σέ μερικά. Ὅταν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι, τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔσπαζαν τό κεφάλι τους νά βροῦν, πώς εἶναι δυνατόν νά συμβιβαστεῖ, ἕνα τέτοιο γεγονός μέ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Καί ἔκαναν τήν σκέψη: Ὁπωσδήποτε κάποιος θά ἁμάρτησε, ἤ αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του καί γεννήθηκε τυφλός.
Γιά τόν ἴδιο ἔκαναν τήν σκέψη: Καλά στήν κοιλιά τῆς μάνας του ἁμάρτησε αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Δέν πρόφτασε νά γεννηθεῖ καί ἔκανε ἁμαρτίες τόσες ὥστε νά τόν στραβώσει ὁ Θεός; Γιά τούς γονεῖς του βέβαια, ἦταν πιό φυσικό νά ποῦν ὅτι ἁμάρτησαν. Καί οἱ καλοί ἄνθρωποι, ὅπως οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, μή θέλοντας νά ρίξουν ἄδικα βάρος σέ κανένα, ἁπλῶς διερωτῶντο, καί ἔλεγαν: Κάποιος θά φταίει, κάποιος φταίει ἀλλιῶς δέν ἐξηγεῖται... Ὁ Θεός κανέναν δέν ἀδικεῖ!
Οἱ Φαρισαῖοι, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἐπειδή εἶχαν τήν κακή διάθεση νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν ὅλους τους ἀνθρώπους, εὐκαίρως- ἀκαίρως, ἀρκεῖ νά τούς διδόταν εὐκαιρία τό εἶχαν κομποδεμένο ὅτι ἁμαρτωλός ἦταν ὁ ἴδιος ὁ τυφλός. Γι' αὐτό ὅταν τούς εἶπε: «Γιατί ρωτᾶτε ποιός μοῦ ἔδωσε τό φῶς; Μήπως θέλετε νά Τόν γνωρίσετε περισσότερο, νά γίνετε μαθητές Του;» τοῦ ἀπάντησαν: «Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς;» Ἐσύ εἶσαι βουτηγμένος στήν ἁμαρτία, σύ γεννήθηκες ὁλόκληρος στήν ἁμαρτία καί θά κάνεις τόν δάσκαλο σ’ ἐμᾶς;
Τό εἶχαν λοιπόν σίγουρο οἱ φαρισαῖοι, ὅτι ἔφταιγε ὁ ἴδιος πού γεννήθηκε τυφλός. Γιατί σκέπτονταν: Πολλοί ἔχουν ἁμαρτωλούς γονεῖς, ἀλλά δέν γεννιοῦνται στραβοί.

2. Πόρτα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ

Ὅταν ρώτησαν οἱ μαθητές τόν Χριστό «τίς ἥμαρτεν;» τούς ἀπάντησε: Οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε οἱ γονεῖς του. Μά ἦταν ἀναμάρτητοι καί ὁ τυφλός καί οἱ γονεῖς του; Ὄχι! Ἀλλά δέν φταῖνε οὔτε οἱ γονεῖς του γιά τό ὅτι γεννήθηκε τυφλός, οὔτε ὁ ἴδιος. Οὔτε τῶν γονέων ἡ ἁμαρτία, οὔτε τοῦ ἰδίου ἡ ἁμαρτία. Δέν φταίει, σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ἡ ἁμαρτία. Ὁ Θεός, τόν διάλεξε νά γίνει ὄργανο τῆς δόξης Του.
Παράξενο πράγμα! Ὁ Θεός διάλεξε ἕναν ἄνθρωπο, λέγει ὁ Χριστός, τόν ἔκανε τυφλό, χρόνια πολλά, γεννήθηκε χωρίς νά δεῖ ποτέ του τό φῶς τοῦ ἡλίου, γιά ἕνα καί μοναδικό σκοπό: γιά νά ρθεῖ μιά μέρα στήν γῆ, νά τόν θεραπεύσει καί νά φανοῦν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Νά φανεῖ, τί δύναμη ἔχει ὁ Θεός καί τί εὐσπλαχνία ἔχει. Τί διάθεση ἔχει νά πάρει ἐπάνω Του καί νά θεραπεύσει σωματικά καί ψυχικά ἀσθενήματα τῶν ἀνθρώπων!
Θά πεῖ κανείς: «καί τόν ταλαιπώρησε ἔτσι τόν ἄνθρωπο, γιά νά δείξει τήν δόξα Του;»
Μακάρι νά ἀξιωθοῦμε νά δείξει καί σέ μᾶς ὁ Θεός τήν δόξα Του. Γιατί ἐκεῖνος πού ἐκλέγεται ἀπό τόν Θεό, γιά νά δείξει στόν ἴδιο καί στόν κόσμο, τήν δόξα Του, αὐτόν θά τόν δοξάσει πρῶτο καί περισσότερο.
Χρειάζεται πολλή συζήτηση, ὅτι ὁ Χριστός δόξασε τόν τυφλό καί στήν παροῦσα ζωή καί εἰς τήν μέλλουσα; Ἀφοῦ εἶναι σίγουρο ὅτι μετά ἔγινε Ἀπόστολος;
Ἀναφἐρεται σέ κάποιο ποίημα, ὅτι ὅταν ὁ πρώην τυφλός ἔμαθε ὅτι βρίσκεται ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό, ἔτρεξε νά δεῖ. Γιατί δέν μποροῦσε νά φανταστεῖ ὅτι ἔγινε τόσο ἀχάριστος ὁ κόσμος. Καί ὅταν εἶδε τόν Χριστό πραγματικά ἐπάνω στόν Σταυρό, στό Γολγοθά, εἶπε: «Χριστέ μου, ἄν εἶναι ἔτσι, δέν τό θέλω πιά τό φῶς μου, πάρτο. Δέν μπορῶ νά βλέπω Ἐσένα, τόν εὐεργέτη ὅλου του κόσμου πάνω στόν Σταυρό».
Γιατί; Γιατί ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη πού εἶπε: «πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ», εἶχε μπεῖ ὁ Χριστός μέσα στήν καρδιά του. Τί μεγαλύτερη εὐεργεσία μποροῦσε νά περιμένει ἕνας ἄνθρωπος πάνω στήν γῆ!

3. Δούλεψε πρίν πέσει τό σκοτάδι

Ἕνα ἄλλο σημεῖο πού πρέπει νά σταθοῦμε εἶναι τό ἑξῆς: Ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του: «Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ» πρόσθεσε: «ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντος μέ ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ ἐν ᾗ οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι»
Καί Ἐγώ, τούς λέει, Θεός εἶμαι, Παντοδύναμος εἶμαι, πολλά κάνω, ὅ,τι θέλω κάνω. Ἀλλά τά ἔργα «τοῦ πέμψαντός με» ἔχω προθεσμία νά τά ἐκτελέσω «ἕως ἡμέρα ἐστίν». Ἡμέρα ὀνόμαζε τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐγώ ἔχω ὑποχρέωση νά τρέξω, νά κάνω τό ἔργο τοῦ Πατρός Μου, ὅσο ἀκόμα βρίσκομαι σ’ αὐτή ἐδῶ τήν ζωή. Καί γι’ αὐτό μετά πρόσθεσε: «ἔρχεται νύξ» ἀλλά δέν εἶπε, «ἐν ᾗ δέν δύναμαι Ἐγώ ἐργάζεσθαι», ἀλλά εἶπε μόνο «ἐν ᾗ οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι». Οὐδείς ἐκ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός καί μετά τόν θάνατό Του συνέχισε νά ἐργάζεται, ἀλλά ὄχι τό ἔργο «τοῦ πέμψαντος», τό ὁποῖο τοῦ εἶχε ὁρίσει ὅτι πρέπει νά τό κάνει, ὅσο ἦταν ἡμέρα.
Μᾶς λέγει μέ αὐτά τά λόγια ὁ Χριστός: Προσέξτε, προσέξτε· «ἔρχεται νύξ ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι» Μιά ἡμέρα τά μάτια μας θά τά κλείσουμε. Καί ἀπό τόν κόσμο αὐτό θά φύγουμε. Ὅ,τι κάναμε, κάναμε. Ὅ,τι πήραμε καί βάλαμε μέσα στό δισάκι μας, τά βάλαμε. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, δέν ἔχουμε πιά νά προσθέσουμε ἄλλο, τίποτε. «Ἔρχεται νύξ ἐν ᾗ οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι» Καί ἡ νύχτα αὐτή θά εἶναι μακρά νύχτα, μεγάλη νύχτα. Ὁ Θεός νά φυλάξει νά μήν εἶναι καί ὁλοσκότεινη γιά τήν ψυχή μας.
Μετά τόν θάνατο, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κάνει καλά ἔργα. Δέν μπορεῖ νά κάνει οὔτε ἕνα τό πιό οὐσιαστικό, ἐκεῖνο πού θά θέλαμε. Ποιό εἶναι αὐτό; Νά ἐξομολογηθοῦμε, νά ζητήσουμε ἀπό τόν Θεό ἔλεος. Ἀκόμα καί αὐτό, μετά τόν θάνατο, δέν θά μποροῦμε νά τό κάνουμε. «Οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων Σου, ἐν δέ τῷ ἅδη, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;» Λέει ὁ Προφήτης Δαυίδ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φύγει ἀπό αὐτή τήν ζωή καί πάει σ’ ἐκείνη τήν κατάσταση πού λέγεται θάνατος, τότε δέν μπορεῖ νά κάνει κανένα ἔργο μετανοίας. Ποιά εἶναι ἡ κατάσταση πού λέγεται θάνατος;
Εἶναι ὅταν φεύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ζωή αὐτή, χωρίς νά ἔχει φροντίσει νά ἔχει βάλλει μέσα του, στήν καρδιά του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί τόν Θεό καί τόν Χριστό. Γιατί τότε, στόν θάνατο βρισκόταν σ’ αὐτή τήν ζωή καί στόν θάνατο τόν μόνιμο καί τόν αἰώνιο πηγαίνει. Καί σ’ αὐτή τήν κατάσταση, παρότι θά βλέπει, μέσα του καί γύρω του, ὅλα τά θαυμαστά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἔχει τήν δύναμη, οὔτε νά μετανοήσει, οὔτε νά ἐξομολογηθεῖ ὁ ἴδιος.
Τό μόνο τό ὁποῖο θά τόν ὠφελήσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση, ἐάν καί ἐφόσον εἶναι δεκτικός ὠφελείας, εἶναι οἱ εὐχές τῶν ἱερέων. Γι’ αὐτό ἡ ἐκκλησία εἶναι εὐεργεσία γιά τόν κόσμο, ὄχι μόνο γι' αὐτή τήν ζωή, πού ἀνοίγει ὀφθαλμούς, διδάσκει καί κατηχεῖ, ἀλλά καί μετά τόν θάνατο, μέ τίς εὐχές καί τά μνημονεύματα τῶν ἱερέων στήν Θεία Εὐχαριστία, γιά ζῶντες καί κεκοιμημένους.
Γι’ αὐτό ἔχουμε χρέος, ὁ καθένας μας, «ἕως ἡμέρα ἐστίν» νά ἀγωνιζόμαστε νά κάνουμε κάτι περισσότερο, κάτι καλλίτερο γιά τήν σωτηρία μας, δηλαδή, γιά νά πᾶμε κοντά στόν Χριστό. Γιά νά ἀγαπήσομε, λίγο περισσότερο, τόν Χριστό. Γιά νά τόν ἐπικαλεστοῦμε, λίγο περισσότερο. Γιά νά κάνουμε γλύκα τῆς καρδιᾶς μας, ὄχι τήν ἁμαρτία, ἀλλά τό ὄνομα, τό γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού πρέπει νά γεμίζει τό στόμα μας καί ἡ καρδιά μας ὅταν τό θυμούμεθα καί τό λέμε. Αὐτό πρέπει νά κάνουμε. Γι' αὐτό πρέπει νά κουραζόμαστε. Αὐτό πρέπει νά ἐπιδιώκουμε.

4. Πνευματικοί πρωταθλητές

Θά προσθέσουμε καί κάτι ἀκόμα. Ὁ τυφλός, ἦταν τυφλός σωματικά.
Ἀλλά ὑπάρχουν καί ἀνοιχτομάτηδες, οἱ ὁποῖοι εἶναι πνευματικά τυφλοί. Αὐτό εἶναι τό χειρότερο. Τά σωματικά μάτια τους εἶναι ἀνοιχτά, βλέπουν. Μπορεῖ νά εἶναι τετραπέρατοι καί νά λέμε ὅτι: «τό μάτι τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ κόβει». Ἀλλά δέν κόβει στά θέματα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔχει τυφλωθεῖ. Ἀπό τί ἔχει τυφλωθεῖ; Ἀπό κακή διάθεση καί ἀπό ἀγάπη γιά τήν ἁμαρτία .
Γι’ αὐτό, ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία τήν ὁποία μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, στόν ἑαυτό του, εἶναι νά βιάσει τόν ἑαυτό του, νά σπρώξει τόν ἑαυτό του, νά πάει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά μήν περιμένει νά τοῦ ἔρθει, ἀπό πάνω καί ἀπό ἀλλοῦ ἡ κλίση νά πάει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀκούγοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί καταλαβαίνοντας ὅτι μετά ἀπό αὐτή τήν ζωή ἀκολουθεῖ ἡ ἄλλη, ἡ ἀληθινή, νά σπρώξει τόν ἑαυτό του, ὅσο μπορεῖ περισσότερο, νά ἁρπάξει τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί οἱ βιασταί καταλαμβάνουσιν αὐτήν»
Ποιοί εἶναι αὐτοί, πού ἁρπάζουν διά τῆς βίας τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
Ἄς τό ποῦμε μέ παραδείγματα.
Εἶναι ἐκεῖνοι, πού δέν ἔχουν ὄρεξη, τήν Κυριακή τό πρωί, νά πᾶνε στήν ἐκκλησία. Καί τούς λέει ὁ λογισμός τους, ὅτι ὅταν θά μποῦν μέσα στήν ἐκκλησία, θά ἀνοίξουν τά σαγόνια τους ἀπό τό πολύ χασμουρητό καί θά λιώσουν τά γόνατά τους ἀπό τήν ὀρθοστασία, ἀλλά αὐτοί βιάζουν τόν ἑαυτό τους καί πηγαίνουν.
Εἶναι πάλι ἐκεῖνοι πού, ὅταν δοῦνε ἕνα φτωχό, νομίζουν ὅτι ἡ τσέπη τους ἔχει σκορπιό καί ἅμα βάλουν τό χέρι τους μέσα νά βγάλουν κάτι νά τοῦ δώσουν, θά τούς δαγκώσει ὁ σκορπιός καί θά πεθάνουν, γιατί θά στερηθοῦν. Καί παρά ταῦτα βάζουν τό χεράκι τους μέσα καί παίρνουν κάτι νά βοηθήσουν.
Εἶναι ἀκόμη ἐκεῖνοι πού ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ θυμοῦ, ἐναντίον κάποιου ἄλλου, νομίζουν ὅτι θά σκάσουν, ἄν δέν βρίσουν καί ἄν δέν κάνουν ὅ,τι περνάει ἀπό χέρι τους καί ἀπό πόδι τους, μέ γροθιά καί κλωτσιά.
Ἄν αὐτοί ἀγωνιστοῦν καί μαζέψουν τήν γλώσσα τους καί μαζέψουν τό πόδι τους καί τό χέρι τους καί μαζέψουν τήν καρδιά τους. Καί τῆς δώσουν ἐντολή νά φερθεῖ μέ ἀγάπη καί καλωσύνη… τότε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί βιάζουν τόν ἑαυτό τους γιά νά κερδίσουν τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Καί μή μᾶς φαίνεται παράξενο, γιατί καί τό μυαλό παίρνει ἐντολές καί ἡ καρδιά παίρνει ἐντολές, καί τό χέρι παίρνει ἐντολές, καί τό πόδι παίρνει ἐντολές καί τό μάτι παίρνει ἐντολές, ὅλα παίρνουν ἐντολές μέσα μας καί ἐπάνω μας. Καί ὀφείλουμε νά δώσουμε ἐντολή τοῦ ἑαυτοῦ μας, νά ἀγαπάει τόν Θεό καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Δοξάζοντας τόν Θεό, διότι μᾶς ἐλέησε καί μᾶς φώτισε καί εὐδόκησε νά βρισκόμαστε μέσα στήν ἐκκλησία, καί νά ποθοῦμε νά βλέπουμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ καί τόν Θεό, ἄς Τόν παρακαλέσομε, νά αὐξάνει τό φῶς Του μέσα μας. Νά γίνει φῶς δυνατό, φῶς ἱλαρό, φῶς γλυκύτατο. Ἀμήν.-  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ Όλοι ζητάμε ένα θαύμα να γίνει στην ζωή μας...


Η Κυριακή που μας έρχεται είναι "του τυφλού". Αναφέρεται στο θαύμα που έκανε ο Χριστός θεραπεύοντας ένα τυφλό. Και από το θαύμα αυτό όμως δεν έλειπαν τα παρατράγουδα από τους Φαρισαίους.

Το θαύμα γίνεται γιατί ο Θεός μας αγάπησε και θέλει να μας βοηθήσει, να μας θεραπεύσει συχνά από ανίατες ασθένειες για τις οποίες ποτέ δεν υπήρξε θεραπεία, να μας λυτρώσει από τον πόνο, ψυχικό - πνευματικό ή σωματικό. Ακόμα όμως και όταν το θαύμα γίνει, πολλά γίνονται και λέγονται για να μας αποπροσανατολίσουν. Αλλά και εμείς οι ίδιοι, έχουμε την δύναμη να το ομολογήσουμε;




Το θαύμα: Ένας εκ γεννετής τυφλός λοιπόν, τον οποίο συνάντησε ο Χριστός εκεί που περπάταγε με τους μαθητές του, βρήκε το φως του από την αγάπη του Θεού. Τα μάτια του, που ποτέ δεν είχαν δει το φως του ήλιου, άνοιξαν. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε τα βήματα του θαύματος καθώς και τα παρατράγουδά του:

  1. Η ερώτηση των μαθητών: "Αυτός αμάρτησε ή οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός;". Υπήρχε τότε, όπως και σήμερα, η γενική ιδέα ότι η αμαρτία φέρνει την ασθένεια ως τιμωρία αλλά και η ιδέα "αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα" όπως λέμε σήμερα, δηλαδή "οι αμαρτίες των γονέων παιδεύουν τα παιδιά τους". Η απάντηση του Ιησού όμως βάζει τα πράγματα στην θέση τους. "Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά αυτό έγινε για να φανερωθεί  με αυτόν η δύναμη του Θεού. Έδωσε δηλαδή την τρίτη διάσταση στα βάσανα των ανθρώπων: δεν ξεπληρώνει μόνο αμαρτίες ο άνθρωπος με τον πόνο και την ασθένεια αλλά δοκιμάζεται για να ενεργήσει κάποτε πάνω του ο Θεός μια θαυμαστή θεραπεία και να πιστέψουν όλοι. Το ίδιο συνέβη παλαιότερα στον ευλαβέστατο Ιώβ, όπου όλα όσα πέρασε ήρθαν για να δοκιμαστεί η πίστη του Ιώβ και να του ανταποδώσει ο Θεός ακόμα περισσότερη χαρά, ευτυχία και πλούτο με τα θαύματα που ενήργησε στην ζωή του.
  2. Ο Χριστός μπορούσε να θεραπεύσει τον τυφλό απλά αγγίζοντάς τον. Προτίμησε όμως να κάνει αυτή την διαδικασία με το κατάπλασμα από πηλό στον οποίον έφτυσε για να τον πλάσει. Ο λόγος του Ιησού, το άγγιγμά Του, το φτύμα Του, τα ρούχα Του, ακόμα και η σκιά Του (το πέρασμά Του δηλαδή) θεράπευαν όπου υπήρχε η πίστη. Για να δυναμώσει την πίστη του τυφλού αλλά και όσων έβλεπαν, ακολούθησε αυτή την διαδικασία ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση ότι, ναι ο 
    
    Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ
    Χριστός ο ίδιος του έκανε το θαύμα ενώ του ζήτησε να πλυθεί και στην παραδοσιακή κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Και από κει και μετά ξεκινάει η μαρτυρία του τυφλού. 
  3. Οι Φαρισαίοι της συναγωγής, ενώ είδαν το θαύμα θέλησαν να το υποβιβάσουν και να παραπλανήσουν τον κόσμο προσπαθώντας να κάνουν τον τυφλό να ομολογήσει ή ότι δεν ήταν τυφλός εκ γεννετής, οπότε ήταν πιθανή μια θεραπεία και ότι δεν ήταν ο Χριστός που τον θεράπευσε ή ότι ο Χριστός δεν ήταν από τον Θεό σταλμένος γιατί έκανε θαύματα το Σάββατο, ημέρα αργίας των Ιουδαίων. Μέχρι και τους γονείς του κάλεσαν για να ερωτηθούν αν όντως ο γιος τους ήταν εκ γεννετής τυφλός και ποιος τον θεράπευσε. Οι ίδιοι οι γονείς, από φόβο μήπως διωχθούν από την συναγωγή παραδεχόμενοι τον Χριστό, αρνήθηκαν να υπερασπιστούν το παιδί τους, μόνο πιστοποίησαν την εκ γεννετής ασθένειά του και άφησαν το θεραπευμένο πλέον παιδί τους να δώσει μαρτυρία για τον θεραπευτή του.
  4. Το θάρρος του τυφλού ήταν πραγματικά μεγάλο. Πήγε κόντρα στις μεθοδείες των Φαρισαίων να τον παρασύρουν σε μια ομολογία κατά του Χριστού. Όμως εκείνος θαρραλέα ομολόγησε πολλές φορές και όχι μία ότι το θαύμα το έκανε ο Χριστός τον οποίο πίστευε ως προφήτη. Μάλιστα, τόλμησε να κάνει αντίλογο με τους Φαρισαίους. " Εσείς λέτε ότι είναι αμαρτωλός και δεν μπορεί να κάνει θεραπείες, αλλά ούτε και από τον Θεό είναι (μόνο ο Μωϋσής μίλησε με τον Θεό, έλεγαν). Αν δεν είναι προφήτης και είναι αμαρτωλός άνθρωπος, τότε πώς μου άνοιξε τα μάτια; Μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να κάνει θαύματα; Ποτέ δεν είδα τέτοιο θαύμα να γίνεται". Δεν φοβήθηκε ο τυφλός ούτε την τιμωρία των Φαρισαίων αλλά ούτε και την πνευματική επιβολή που είχαν απέναντι στους πιστούς. Ο τυφλός με θάρρος τους είπε: "Γιατί ρωτάτε και ξαναρωτάτε ποιος με θεράπευσε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;" Αφού οι Φαρισαίοι δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα μαζί του αλλά ούτε και την ομολογία που ήθελαν δεν του απέσπασαν, τον έδιωξαν προσβάλλοντας τον.
  5. Και τότε ο Χριστός τον ξαναπλησίασε. Αφού Τον είχε ομολογήσει. Και του εξήγησε ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Ο τυφλός πίστεψε σε Αυτόν και τον προσκύνησε.

Η ζωή σήμερα: Όλοι ζητάμε ένα θαύμα να γίνει στην ζωή μας. Έχουμε όμως το θάρρος να πάμε κόντρα σε όλους και να υπερασπιστούμε Αυτόν που ενήργησε το θαύμα; Έχουμε το θάρρος να πάμε Εκκλησία ή να κάνουμε τον σταυρό μας χωρίς να φοβηθούμε ότι θα μας ειρωνευτούν; Ή να ομολογήσουμε ότι "ναι, άρχισα να πιστεύω στον Θεό και θέλω να πιστέψω και άλλο";
Αν Τον ομολογήσουμε, τότε ο Θεός θα μας ξαναπλησιάσει.

Δεν έκανε τυχαία ο Χριστός το θαύμα στον τυφλό. Ήξερε την δύναμη του χαρακτήρα του και την εσωτερική του πίστη αλλά και την ομολογία που θα έδινε. Δεν ήταν λίγο να πάει κανείς κόντρα στους Φαρισαίους.
Σήμερα εμείς τολμάμε να πάμε κόντρα στην κοροϊδία των άλλων και να τους αποστομώσουμε με μια ετοιμόλογη απάντηση γεμάτη πίστη;

Κυριακή του θεραπευθέντος υπό του Ιησού εκ γενετής τυφλού (Ιωάννου 9, 1-38)


Κυριακή του θεραπευθέντος υπό του Ιησού
εκ γενετής τυφλού (Ιωάννου 9, 1-38)
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου

    Αν και πολλές φορές σήκωσαν οι Ιουδαίοι πέτρες από το έδαφος για να λιθοβολήσουν τον Ιησού, και πολλές φορές τον προσέβαλαν και επιχείρησαν να τον εξοντώσουν (λ.χ. Ιωάννη: 8,37/41/48/52/59), εν τούτοις, από την μεγάλη του αγάπη για τους ανθρώπους, θαυματουργεί ο Κύριος συνεχώς μέσα στην ιστορία και γιατρεύει «από κάθε ασθένεια και αδυναμία» (Ματθ. 4,23) το λαό. Πράγματι, «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας» (Πράξ. 10,38). Δεν δικαιούμεθα επομένως να απελπιζόμαστε, αφού μας συντρέχει ο μέγιστος ιατρός, ο Ιησούς Χριστός. Το σημερινό μας παράδειγμα, που είναι από τα πλέον εκπληκτικά, αφορά την περίπτωση θεραπείας ενός εκ της γεννήσεώς του τυφλού, γεγονός πού ποτέ άλλοτε ιστορικά δεν συνέβη.
Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. [Ο Χριστός πλησίασε πρώτος τον τυφλό, διότι ο Θεός δεν παραθεωρεί κανέναν άνθρωπο που με εσωτερική φωνή και πίστη απευθύνεται προς Αυτόν]. Τον ρώτησαν λοιπόν οι μαθητές Του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» [Σύμφωνα με το Ταλμούδ ευθύνονται και τα έμβρυα για τη διάπραξη αμαρτιών, αλλά και οι αμαρτίες των γονέων πίστευαν ότι κληρονομούνται στα τέκνα τους. Μ’ αυτή την αντίληψη προσπαθούσαν επιπλέον να δικαιολογήσουν το γιατί γεννιούνται παιδιά με ποικίλες ψυχοσωματικές παθήσεις. Βέβαια προφήτες όπως ο Ιερεμίας και ο Ιεζεκιήλ τόνισαν τον προσωπικό παράγοντα στην διάπραξη της αμαρτίας]. Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν». [Το κακό, ο πόνος, η ασθένεια, ο θάνατος, δεν είναι πάντα συνέπειες προσωπικών αμαρτιών, αλλά είτε συνέπειες της ατελούς φυσικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει, είτε συνέπειες της αδύναμης ατομικής μας φύσης, δεδομένου ότι, η πρωταρχική αποτυχία των πρωτοπλάστων να μείνουν σε κοινωνία με το Θεό, συμπαρέσυρε τα πάντα προς το κακό. Ο πόνος όμως, το κακό, η ασθένεια, η ανέχεια, η λύπη κ.λπ. που παρατηρούνται στον κόσμο, προκαλούν θετικά την παρέμβαση του θείου ελέους, τη θαυματουργική ευσπλαχνία του Θεού, και έχουν σκοπό να αποκαλύψουν τον Ιησού ως τον παρόντα στην ιστορία Κύριο. Η τύφλωση επομένως, και ο θάνατος ακόμη, μετατρέπονται σε φως και ζωή εκ του τάφου με τη δύναμη του Θεού –βλ. περιστατικά θεραπείας παραλυτικών και ανάσταση Λαζάρου]. «Όσο διαρκεί η μέρα πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε», συνέχισε ο Ιησούς. «Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται». [Όλες οι ημέρες που εργάζεται κάποιος υπέρ Θεού και ανθρώπων θεωρούνται «Η ημέρα». Δεν διαχωρίζονται σε καθημερινές και Σάββατα (Κυριακές για μας πλέον). Μάλιστα ο Υιός εργάζεται όπως ο Πατέρας, ασταμάτητα, (βλ. και Ιω. 5,17) αν και στον κόσμο έχει περιορισμένο χρόνο -αφού πλησιάζει η σύλληψη και σταύρωσή Του (η δική Του νύχτα)- για να τελέσει το έργο του Πατρός και αποκαλύψει τη δική Του θεότητα]. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο είμαι το φως για τον κόσμο», αποκαλύπτει ο Κύριος. [Ο Χριστός είναι το φως, το νόημα και η αλήθεια του κόσμου, άνευ του οποίου ο κόσμος φαντάζει σαν σβησμένο λυχνάρι και σπασμένος φάρος, ώστε ουδεμία ωφέλεια έχει. Οι οφθαλμοί μας επομένως, μόνο μέσω Αυτού ατενίζουν το όντως άκτιστο φως του Τριαδικού Θεού].  
Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού [κάνει την τύφλωση βαθύτερη για να φανεί στο τέλος ότι μόνο εκ Θεού έγινε το θαύμα, αλλά και ότι αυτός που δίνει το πραγματικό φως είναι μόνο ο Λόγος του Θεού, όπως και τότε έπραξε στον Αδάμ, μέσα στην Εδέμ], και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» [τον έστειλε μακριά για να ενεργοποιηθεί η πίστη του και να συνεργαστεί για τη σωτηρία του] –που σημαίνει “Απεσταλμένος από το Θεό”. [Απεσταλμένος ως Υιός του Θεού ο Ιησούς, το ζων ύδωρ, αλλά και ο πρώην στην συνέχεια τυφλός, ως απόστολος πλέον του Χριστού (Βαρτίμαιος ήταν το όνομά του)]. Ξεκίνησε λοιπόν ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω [υπάκουσε δηλαδή στη θεία εντολή], έβλεπε. [Υποδηλώνει ίσως και το μυστήριο του Βαπτίσματος, που είναι η αρχή του πνευματικού φωτός, αλλά και ότι τώρα βλέπει σωματικά, ενώ μέσα του διενεργούνται οι αρχές της πραγματικής του στροφής στον Χριστό, που είναι ο χορηγός πασών των αγαθών]. Τότε οι γείτονες και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» [Ζητούσε ελεημοσύνη, αλλά την βρήκε τελεία μόνο από τον πανοικτίρμονα Θεό]. Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». [Άρα η πάθησή του ήταν πραγματική, αφού τον γνώριζαν για πολλά χρόνια πολλοί άνθρωποι, ότι ήταν δηλαδή πράγματι τυφλός]. Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». [Ενίοτε αλλάζει και η εξωτερική εμφάνιση κάποιου μετανιωμένου και αναγεννημένου ανθρώπου, που ζούσε κάποτε μέσα στην κακία και ανομία]. Τότε τον ρωτούσαν: Πώς λοιπόν άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: ‘πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» [Η ερώτηση δεν είναι από ενδιαφέρον για τον Ιησού αλλά από φθόνο]. «Δεν ξέρω», τους απάντησε. [Στην αρχή η πίστη του είναι ατελής, αλλά ο Ιησούς φροντίζει κατόπιν να την αυξήσει, όπως και σε κάθε άνθρωπο συμβαίνει, αν είναι γνήσιος αναζητητής της αλήθειας, όπως ο θεραπευθείς τυφλός. Μάλιστα δεν ήθελε πολλές συζητήσεις ο πρώην τυφλός, ούτε δόξα και διαφήμιση, πράγμα που δείχνει πως ήταν αληθής και ταπεινός].
Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός [για να βρουν πρόφαση εναντίον του Χριστού]. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο [Απαγορευόταν να χρησιμοποιηθεί τη μέρα αυτή ο πηλός για ιατρική χρήση]. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τούς απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». [Ο Χριστός βέβαια δεν παραβίασε την εντολή του Σαββάτου, αλλά τις εσφαλμένες απόψεις περί του Σαββάτου που είχαν οι Ιουδαίοι στην εποχή Του. Διότι οι αληθείς ευεργεσίες δεν έχουν όρους και όρια]. Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία; [Επομένως γνώριζαν για τα πολλά και μοναδικά θαύματα που τελούσε ο Ιησούς, και ως εκ τούτου η στάση τους ήταν αδικαιολόγητη]. Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. [Μέχρι σήμερα ο Χριστός είναι ‘σημείον αντιλεγόμενον’ (Λουκ. 2,34-35), δηλαδή διαφωνίας και συμφωνίας πολλών με την πίστη της Εκκλησίας. Ο εγωισμός επίσης των Φαρισαίων δεν τους άφηνε να διαγνώσουν τη θεία αποστολή του Ιησού και την ταυτότητά Του (ως προς την ουσία) με τον Θεό Πατέρα. Εμφανίζονταν ως δικαστές κατά του Ιησού, ενώ θα έπρεπε να ταπεινωθούν μπροστά στο πλήθος των θαυμάτων Του. Τους ενοχλούσαν ιδίως οι θεραπείες του Χριστού κατά τα Σάββατα. Αφού είναι παραβάτης του Νόμου, δεν μπορεί να είναι εκ Θεού, ισχυρίζονταν. Θα έπρεπε αντίθετα να χαιρόντουσαν για τις θεραπείες. Άρα δεν αγαπούσαν, παρά μόνο κινούνταν και σκεπτόντουσαν ιδιοτελώς].  Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». [Αναγνωρίζει ότι ο Ιησούς προέρχεται εκ Θεού. Ένας απλός και άδολος άνθρωπος μπορεί εύκολα να πάει στον Παράδεισο, με την αγνή και ανιδιοτελή πίστη που νοιώθει και εφαρμόζει, σε αντίθεση με κάποιους μορφωμένους και ορθολογιστές, που κολλάνε στο γράμμα του νόμου ή ενδιαφέρονται μόνο για τους τύπους, χωρίς να έχουν γνήσιο και πλούσιο εσωτερικό κόσμο και αγάπη προς τους άλλους].     
Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του [υποψιάζονται συμπαιγνία μεταξύ τυφλού και Ιησού, ταχυδακτυλουργία, έτσι ώστε συμπεραίνουμε πως τα Ευαγγέλια δεν καλύπτουν την αλήθεια, αλλά παρουσιάζουν όλες τις απόψεις της εποχής και δεν αιθεροβατούν. Επιπλέον, χειροτερεύει η απιστία κάποιων ιουδαϊκών κύκλων, ενώ του ιαθέντος τυφλού αυξάνεται], ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει;» [Χρησιμοποίησαν απειλητικό και εκφοβιστικό ύφος για να κερδίσουν εντυπώσεις]. Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός, πώς όμως τώρα βλέπει δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν το γνωρίζουμε. Ρωτήστε τον ίδιο. Ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτόν του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». [Στα χρόνια του ευαγγελιστή Ιωάννη (τέλη του α΄ μ.Χ. αιώνα) η χριστιανική ιδιότητα επέφερε διωγμούς και απομάκρυνση ακόμη και από το Ιουδαϊκό έθνος. Αυτή την έννοια έχει το ρήμα «συνετέθειντο» στο πρωτότυπο κείμενο, ότι δηλαδή είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι, είχαν κοινή γραμμή, ως προς την αποπομπή των Ιουδαιοχριστιανών  και την εχθρική τους στάση προς την νεοσύστατη Εκκλησία].  
Κάλεσαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού. Εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός δεν το γνωρίζω. Ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουνα τυφλός, τώρα βλέπω». [Ένας πρώην τυφλός και αγράμματος άνθρωπος μαθαίνει θεολογικά γράμματα στους δήθεν μορφωμένους κατά Θεόν διδασκάλους του Ισραήλ. Αφού οι Ιουδαίοι δεν μπόρεσαν να αποδείξουν πλάνη τη θεραπεία, αναγκάζονται τώρα να προσπαθήσουν να δείξουν ότι έγινε με δαιμονική συνέργεια. Αντίθετα ο πρώην τυφλός έδωσε μαρτυρία για τον Χριστό ευθαρσώς. Μάλιστα μεταθέτει την συζήτηση σ’ αυτό καθεαυτό το θαύμα, που ως γεγονός δεν μπορεί να αμφισβητηθεί]. Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε. Γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; [Έχετε έτοιμη δηλαδή την καταδίκη Του, όσο κι αν εγώ φωνάζω για το αντίθετο]. Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» [Τους περιπαίζει ως ανεγκέφαλους, σκληρούς και απίστους]. Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. Εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς γνωρίζουμε ότι ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν (τον Χριστό) δεν γνωρίζουμε την προέλευσή του». [Ο τυφλός κουράστηκε από την απείθειά τους στο θείο μεγαλείο του Ιησού και τους ρωτά γεμάτος αγανάκτηση αν θέλουν να γίνουν μαθητές Του. Στο σημείο αυτό εκνευρίστηκαν πολύ, αφού θεωρούσαν εαυτούς τέλειους συνεχιστές της αυθεντίας του Μωυσή. Ο Μωυσής είχε όμως προφητεύσει για τον ερχόμενο Θεάνθρωπο τα εξής: «…Κύριος ο Θεός σας θα αναδείξει έναν προφήτη από σας, μέσα από το λαό σας, σαν εμένα. Αυτόν ν’ ακούτε» (Δευτ. 18,15/18,18). Αφού μέχρι την εποχή του Ιησού η Ιουδαϊκή κοινότητα παραδεχόταν πως δεν είχε εμφανιστεί ακόμη ο προφήτης αυτός, πώς αυτό δεν τους ώθησε να προσβλέπουν στον Ιησού ως τον εσχατολογικό αυτόν προφήτη; Επομένως κάποιοι γνώριζαν πολύ καλά τι συνέβαινε και ποιος μπορεί να ήταν ο Ιησούς, αλλά τον περιφρονούσαν, άφηναν το θέμα στη σιγή για να μην τον παραδεχθούν, επειδή δεν τους συνέφερε].
Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν γνωρίζετε από πού είναι ο άνθρωπος [Πολλοί άνθρωποι αγνοούν θεληματικά τον Χριστό και το έργο Του, αν και θεωρούνται πολυδιαβασμένοι. Στο όνομά Του θα κριθούν όμως οι πάντες] κι όμως αυτός μού άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». [Θα μπορούσε να θαυματουργεί συνεχώς ο Ιησούς, αν δεν ήταν εκ Θεού; Και αφού ήταν εκ Θεού –και φαίνεται αυτό από τα μεγάλα σημεία που εποίησε- δεν είναι και αυθεντικός στον ισχυρισμό του ότι είναι Υιός του Θεού;]. «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. [Φάνηκε εδώ η υπερηφάνειά τους και η πνευματικά γαλαζοαίματη στάση που είχαν για τον εαυτόν τους. Θίχτηκαν και φάνηκε η πνευματική τους φτώχεια].
ΟΙησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω [Μαρτύρησε για την αλήθεια ως φίλος του Χριστού] και, όταν τον βρήκε, τού είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» [Στον Μεσσία που πρόκειται κατά τις Γραφές να έλθει και να κρίνει ζώντες και νεκρούς;]. Εκείνος απάντησε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε. [Τον αποδέχθηκε ως Μεσσία και Θεό. Θεράπευσε ο Χριστός και την ψυχή του. Την γέμισε από θείο φως]. Κι ο Ιησούς είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση (διαχωρισμό) τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν να αποδειχθούν τυφλοί». [Το φως εδώ έχει σχέση φυσικά με την αποκάλυψη ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος και Θεός. Τότε μόνο ο φωτισθείς φωτίζεται και πνευματικά και αληθινά. Διαφορετικά μπορεί κάποιος να βλέπει σωματικά, αλλά πνευματικά να είναι αόμματος. Πνευματική όραση σημαίνει την αναγνώριση του Ιησού ως Υιού του Θεού και πνευματική τύφλωση και κρίση του κόσμου σημαίνει την θεώρησή Του ως απλού ανθρώπου και απλά διδασκάλου αγίου. Στο διάλογο ακόμη μεταξύ του θεραπευθέντος  τυφλού και του Ιησού φαίνεται η πίστη της Εκκλησίας ότι ο Χριστός είναι ο χορηγών ανά πάσα στιγμή το άκτιστο φως σε όσους το ποθούν πραγματικά και όχι μόνο ο κρίνων νομικά την Οικουμένη στο τέλος των καιρών]. 
Τέλος, η όμορφη πένα του συριανού ποιητή Εμμανουήλ Τσαγκάτου, αποδίδει απλά μα ρεαλιστικά τις παραπάνω εκτεθείσες υψηλές αλήθειες, ως εξής:
Της ψυχής η άβυσσος
είναι χώρος ιερός,
εκεί μέσα μπαινοβγαίνει
ο Θεός του καθενός.
Μα ο δαίμονας φωλιάζει
όταν λείπει ο Θεός,
και αμέσως φουρτουνιάζει
η ψυχή του καθενός.
Η πίστη βουνά μετακινεί
τη φύση εξουσιάζει
ανασταίνει νεκρό κορμί
το θάνατο τρομάζει.
Όποιος πιστεύει αληθινά
φοβέρα δεν τον σκιάζει,
η φωτιά δεν τον πονά
απ’ τα χείλη μέλι στάζει.
Ο Θεός δεν είναι χημεία
ούτε γράμματα και πώς,
με αγάπη ψάξε στην καρδιά σου
και ΘΑ ΔΕΙΣ που’ ναι ο Θεός!
Ω! θείο φως αγαπημένο
τι αίσθηση μεγάλη,
η δική μου η καρδιά
ποτέ δεν ένοιωσε άλλη.


 ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
  1. Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθ. 2003
  2. ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  Α΄, Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλ. 2005
  3.  ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ, Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1990
  4. Α΄ ΣΕΙΡΑ (Ποιητική Συλλογή), Εμμανουήλ Τσαγκάτου, Σύρος 2006
  5. Β΄ ΣΕΙΡΑ (Ποιητική Συλλογή), Εμμανουήλ Τσαγκάτου, Σύρος 2007
  6. ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΛΑΚΩΜΑ 2010 μ.Χ., Εμμανουήλ Τσαγκάτου, Σύρος 2010
      Εικόνα, από: xristospanagia.blogspot.com


πηγή

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ π.Στέφανος Αναγνωστόπουλος

Κυριακή του Τυφλού


Το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα χριστιανοί μου είναι αφιερωμένο στο θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού.
Γύρω μας αρκετές φορές συναντάμε στη ζωή μας τυφλούς σωματικά, είτε αυτοί εγεννήθηκαν τυφλοί, είτε τυφλώθηκαν από ατυχήματα ή από διάφορες αρρώστιες. Έτσι όλοι αυτοί στερούνται το πολυτιμότατο αγαθό της οράσεως και του φωτός. Γι’ αυτό γλυκύ το φως και «αγαθόν τοις οφθαλμοίς του βλέπειν, συν τον ήλιον» βεβαιώνει η σοφία της Αγίας Γραφής μέσα από τον Εκκλησιαστή, που σημαίνει ότι το πιο γλυκό πράγμα της ζωής μας, το πιο ωραίο πράγμα για τα μάτια μας, είναι να μπορούν να βλέπουν και να απολαμβάνουν το φως της ημέρας και το φως του ηλίου, να μπορούν να απολαμβάνουν όλα τα αγαθά του Θεού.
Μου έλεγε μια ψυχή προχτές εξομολογουμένη, ότι κάθε φορά που ανοίγει τα μάτια του και βλέπει το φως της ημέρας, απολαμβάνει σε κάθε δημιούργημα, σε κάθε δένδρο, σε κάθε πέτρα, σε κάθε λουλούδι, σε κάθε … οτιδήποτε και αν υπάρχει κτιστό γύρω του, την ανάσα του Θεού, το θαύμα του Θεού. Πολυτιμότατον λοιπόν αγαθόν η όρασις. Το Άγιον Πνεύμα μας πληροφορεί μέσα στην Αγία Γραφή ότι «γεννιέμαι», σημαίνει «βλέπω το φως της ημέρας, βλέπω τον ήλιο, βλέπω τα αγαθά του Θεού».
Πέρα όμως από τους σωματικά τυφλούς, έχουμε και αυτούς που είναι πνευματικά τυφλοί και αυτοί δυστυχώς είναι και οι περισσότεροι. Το πνευματικό σκοτάδι που προκαλεί η τύφλωση, η πνευματική τύφλωση της ψυχής μας, είναι ασυγκρίτως φοβερότερη και καταστρεπτικότερη διότι μας οδηγεί στον αιώνιο θάνατο της ψυχής. Πνευματική τύφλωση έχουμε όλοι εμείς που δεν θέλουμε να δούμε το φως του Θεού, τις ευεργεσίες του Θεού, το φως του Ευαγγελίου, το φως της διδασκαλίας του Χριστού, το φως της Αναστάσεως. Και αν παραμείνουμε σε αυτή μας την αρνητική στάση τότε μέσα μας έχουμε και ζούμε ένα κενό, μια πικρή γεύση του αιωνίου θανάτου που θα κληρονομήσει η ψυχή μας στους αιώνες των αιώνων. Αυτό σημαίνει ότι όσοι από μας αμαρτάνουμε θεληματικά, με τη θέλησή μας, ετύφλωσαν τους οφθαλμούς εαυτών, κατά την Αγία Γραφή, αυτοτυφλώνονται. Βγάζουν με τα ίδια τους τα χέρια τα μάτια τους. Βγάζουν τα μάτια της ψυχής των. Γιατί όπως τονίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, η «σκοτία», δηλαδή η αμαρτία, «ετύφλωσεν τους οφθαλμούς αυτών». Είναι δηλαδή όλοι εκείνοι οι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί που καλλιεργούν και τρέφουν συνεχώς τα πάθη τους χωρίς συναίσθηση και χωρίς μετάνοια. Και τα πάθη αποδυναμώνουν τις πνευματικές αισθήσεις, και εκουσίως τραυματίζουν και τυφλώνουν τον νουν, που είναι το μάτι της ψυχής. Και μια τυφλή ψυχή, τι μπορεί να δει; Τίποτα! Ακόμα και μέσα της, και ιδιαίτερα μέσα της δεν μπορεί να δει τίποτα. Και αυτό είναι και λέγεται σκοτισμός της ψυχής. Στο αρχαιοπρεπές είναι σκοτασμός της ψυχής. Είναι ο σκοτισμένος άνθρωπος, που έχει σκοτισμένο νου, που είναι τυφλωμένος από τα πάθη. Τα πάθη τυφλώνουν την ψυχή μας, τυφλώνουν τον νουν.
Από όσα είπαμε φαίνεται ότι πέρα από τις σωματικές αισθήσεις, υπάρχουν και κάποιες άλλες, πολύ πνευματικές, οι οποίες είναι οι αισθήσεις της ψυχής. Αν πάψουν να λειτουργούν οι πρώτες, δηλαδή οι σωματικές, ο τυφλός δε βλέπει. Ο κουφός δεν ακούει. Ο μουγκός δεν μιλάει. Ο ένας χάνει τελείως την όσφρησή του και κάποιος άλλος την αφή του. Όταν όμως με τις αμαρτίες μας καταστρέφομε τις πνευματικές μας αισθήσεις, τότε είμαστε κουφοί και στο λόγο του Θεού. Κουφοί. Δεν ακούμε. Μιλάει ο ιεροκήρυκας, μιλάει ο λόγος του Θεού, φωνάζει ο λόγος του Θεού, αλλά εμείς δεν ακούμε. Κάνουμε πως δεν ακούμε. Και δεν ακούμε διότι δεν το φτιάχνουμε πράξη. Είμεθα τυφλοί. Είμεθα τυφλοί πνευματικά και πρώτος εγώ. Διότι δεν βλέπουμε τα θαύματα μέσα στη ζωή ούτε και πιστεύουμε στο θαύμα. Δεν βλέπουμε ποτέ μπροστά μας τον Άγιο, τον ταπεινό, τον πράο. Είμεθα τυφλοί μπροστά στο φως της αλήθειας του Χριστού. Η Θεία Λειτουργία, η Θεία Λατρεία, πολλές φορές μας είναι κουραστική, με τα μάτια μου το έχω δει ότι πολλοί κοιτάζουν κάθε τόσο την ώρα τους. Η Αγία Γραφή, η Καινή Διαθήκη, το Ιερό Ευαγγέλιο, οι Συναξαριστές, τα γεροντικά, και τα τόσα άλλα όταν θα θελήσουμε να τα διαβάσουμε, είναι για μας κινέζικα. Ακαταλαβίστικα, και τότε τα λέμε οπισθοδρομικά, ή λέμε ότι είναι αυτά μιας άλλης εποχής, ή είναι μόνο για τις γιαγιούλες. Και κάτι άλλο που είναι φοβερότερο. Δεν βιώνουμε πνευματικά και ουράνια την Θεία Κοινωνία. Τη βηχάτε, θέλετε να το επαναλάβω; Δεν βιώνουμε πνευματικά και ουράνια τη Θεία Κοινωνία και τις πιο πολλές φορές όταν κάνουμε προσευχή είμαστε κουρασμένοι, για να μην πω και αδιάφοροι τελείως. Δεν νοιώθουμε την ανάγκη της Εξομολογήσεως ως λουτρόν της ψυχής, αυτό το παίρνω ως παράδειγμα όχι μόνο απ’ τον εαυτό μου που είμαι αμαρτωλός, αλλά και από όλους εκείνους που εξομολογούνται. Σπανιώτατα το αντιμετωπίζουν ως λουτρόν, ως λουτρό, σαν αναγέννηση, σαν ανάσταση, σαν σεισμό, που θανατώνει τον παλιόν άνθρωπο και αναγεννά τον νέο, που τον ξεπλένει απ’ την βρωμιά, γι’ αυτό και φεύγει ξαλαφρωμένος και πετά… - Πέταξα Θεέ μου, πέταξα πάτερ μου, πετούσα, πετούσα, πετούσα, σαν να μην είχα πόδια, σαν να μην είχα χέρια, έτσι τόσο ανάλαφρα αισθανόμουν μετά την Ιερά Εξομολόγηση.
Αν δεν τα αισθανόμαστε δεν έχουμε μετάνοια και μάλιστα αληθινή. Έτσι δεν ζούμε με αίσθηση ψυχής, ούτε την κατάνυξη, ούτε την συντετριμμένη καρδία, ούτε και τα δάκρυα της χαρμολύπης. Είμαστε χριστιανοί της δεκάρας. Με τις πνευματικές αισθήσεις νεκρές και ανενέργητες, παύει νάχει την ανυπέρβλητη αξία του ο γάμος ως μυστήριον, που μαζί με το Άγιον Βάπτισμα έχουν ξεπέσει σε κοινωνικές απλές εκδηλώσεις. Πάτε σε ένα γάμο, σε μια βάπτιση και τα βλέπετε, δυστυχώς. Με σκοτισμένο το νου αμφισβητούμε ακόμα και την ιερότητα των Αγίων Λειψάνων, τα θαύματα των ιερών εικόνων, και των σκηνωμάτων των οσίων, όπως και την δύναμιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Επιπλέον χάνουν την αξία τους στα μάτια μας τα τυφλά, το κερί και το λιβάνι, το κανδήλι το αναμμένο στο εικονοστάσι και το θυμιατό, ακόμα και οι καμπάνες μας ενοχλούν. Ναι χριστιανοί μου, πολλές φορές με κακία εθελοτυφλούμε για όλους και για όλα. Ό,τι έχει σχέση με τη σωτηρία της ψυχής, καμιά φορά το μισούμε, και το απεχθανόμαστε, γιατί; Γιατί μέσα μας βασιλεύει το σκοτάδι της κακίας, της πονηρίας, της αδικίας, της αρπαγής, της υπερηφάνειας, της σαρκολατρείας, και γενικά το σκοτάδι της αμαρτίας. Το βεβαιώνει και ο λόγος του Θεού. «Πάς ο τα φαύλα πράσσων μισεί το φως, το φως του Χριστού και το φως του Ευαγγελίου και ουκ έρχεται προς το φως». Και μισεί το φως γιατί το φοβάται. Φοβάται πως το θείον φως θα φανερώσει και θα αποκαλύψει τα έργα του, τα πονηρά του έργα και τις παράνομες επιθυμίες του. Το φως θα φέρει στο φως τις διεστραμμένες ορέξεις του, τις κρυφές του κακές σκέψεις και τόσα άλλα γι’ αυτό και «ουκ έρχεται προς το φως». Υπάρχουν όμως και άλλοι εθελοτυφλούντες, όπως είναι οι νεοπαγανιστές, οι διάφοροι αιρετικοί και άπιστοι και πολέμιοι και θεομάχοι της Εκκλησίας, για τους οποίους ο Απόστολος Παύλος είπε κατηγορηματικά όταν λέγει «Κύριος Παντοκράτωρ, ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων». Για όλους αυτούς που εθελοτυφλούν και δεν θέλουν δια της μετανοίας και Ιεράς Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας να θεραπευτούν, ο τόπος της ζωής των είναι από τώρα ο Άδης, είναι ο τρόπος του ψηλαφητού σκότους και της αιωνίου κολάσεως. Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία τυφλών πνευματικά, με καθολικό τον σκοτισμό του νου τους, εξαιτίας της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας που όντως τυφλοί καθίστανται τυφλοί οδηγών. Και όταν ο τυφλός στην ψυχή γίνεται με διάφορους τρόπους οδηγός, στους πνευματικά τυφλούς, τότε όλοι μαζί εις βόθινον εμπεσούνται, όπως μας λέγει ο Κύριος. Οδηγοί τυφλών είναι όλοι οι αιρετικοί και ιδιαιτέρως οι χιλιαστές. Σκοτισμένοι και τυφλοί από το σκοτάδι της αγνωσίας και της διαστροφής των Αγίων Γραφών, καταστρέφουν κατά εκατομμύρια ψυχούλες που αγνοούν τη σωτήρια διδασκαλία του Χριστού και τα δόγματα της Ορθοδόξου πίστεως. Οι οδηγοί τυφλών είναι και το καινούργιο φρούτο, οι δωδεκαθεϊστές, στους οποίους ανήκουν μορφωμένοι και επιστήμονες και καθηγηταί που διαστρέφουν την Ελληνική Ιστορία, και στρέφονται προς τα είδωλα των παθών τους, - στα είδωλα στρέφονται, - αυτογκρεμίζοντας μέσα στο αιώνιο βόθρο της κολάσεως και τους εαυτούς των και τους άλλους που παρασύρουν μαζί τους. Οδηγοί τυφλών είναι όλοι οι αρχηγοί των παραθρησκευτικών οργανώσεων. Οδηγοί τυφλών είναι όλοι εκείνοι που είναι εγκλωβισμένοι στα πάθη τους και θέλουν να καθίστανται διδάσκαλοι της αρετής. Αν αρχίζουμε να λέμε πόσοι είναι οδηγοί τυφλών, μέχρι το βράδυ δεν θα τελειώσουμε. Πάντως πρέπει να προσέχουμε, και να προσέχουμε πολύ. Μερικούς από αυτούς ο Χριστός τους ονομάζει και τους καταδικάζει ως υποκριτάς, γι’ αυτό και τους αποκαλεί πολλές φορές μέσα στο Ευαγγέλιον «μωρούς και τυφλούς», και πιο κάτω «γεννήματα εχιδνών», παιδιά δηλαδή που τα γέννησαν τα φίδια, αυτοί είναι οι οδηγοί τυφλών. Είναι όλοι αυτοί που ενώ έχουν μάτια δεν βλέπουν, που ενώ έχουν αυτιά δεν ακούν, και ενώ έχουν μυαλά δεν καταλαβαίνουν.
Δυστυχώς είναι εκατομμύρια αυτοί οι εθελοτυφλούντες άνθρωποι, στους οποίους συγκαταλέγονται και πολλοί από τους Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς. Προχθές ο γέροντάς μου, πούναι γεμάτος φως, και είναι οδηγός σε χιλιάδες χιλιάδων, ίσως και εκατομμύρια ψυχών ανά τον κόσμον, με διαβεβαίωνε τηλεφωνικά ότι «εγώ παπά μου είμαι για την κόλαση». Όντως άγιος και γεμάτος φως, ομολογούσε με ειλικρίνεια και το πίστευε, ότι είναι για την κόλαση. Τότε εγώ ο πνευματικός του γιός, και σεις τα πνευματικά εγγόνια του, για πού είμεθα; Πρώτος εγώ ασφαλώς για τα κατάβαθα της κολάσεως. Βέβαια αυτά ελέχθησαν για μετάνοια και για ταπείνωση. Η μετάνοια όμως όταν είναι αληθινή, γεννά τα δάκρυα της λύπης και της συντριβής, και αυτά με τη σειρά τους, φέρνουν και κατεβάζουν, το ουράνιο κολλύριο που θα γιατρέψει τα μάτια της ψυχής μας, που θα δουν το φως, το φως το αληθινόν, το φως του Θεού, το φως του Ευαγγελίου, το φως του Παραδείσου, το φως της Αναστάσεως. Γι’ αυτό το θεϊκό φως ζητωκραυγάζουμε σε κάθε Λειτουργία φωνάζοντας και λέγοντες «ίδωμεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Είθε αυτό το φως χριστιανοί να  ανοίξει και τα δικά μας σκοτισμένα μάτια και μυαλά.
Αμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, την θεραπεία του εκ γενετής τυφλού, μας αποκαλύπτεται, μεταξύ των άλλων πνευματικών νοημάτων και το χάσμα που υπάρχει μεταξύ της δικής μας σκέψης και της σκέψης του Θεού.
Είναι πολύ δυσδιάκριτος και τις περισσότερες φορές ακατανόητος «ο νους του Κυρίου», ο τρόπος δηλαδή που σκέφτεται και ενεργεί ο Θεός. Περπατούσε ο Ιησούς σε έναν τόπο και είδε έναν εκ γενετής τυφλό. Αμέσως οι μαθητές, οι οποίοι ήταν αναθρεμμένοι ως Ιουδαίοι και πίστευαν πολύ στην θεοδικία, στην θρησκευτική αντίληψη δηλαδή, που λέει, πως όταν δεν τηρούμε το θέλημα του Θεού, ο Θεός μας τιμωρεί, ρώτησαν αυθόρμητα τον Χριστό: «Στην περίπτωση του τυφλού, Κύριε, ποιος αμάρτησε ώστε να γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος τυφλός; ο ίδιος ή οι γονείς του;
Αμέσως ο Χριστός, ο Οποίος πάντοτε θέλει, όχι μόνο να πράττουμε το σωστό, αλλά και να σκεφτόμαστε σωστά, απάντησε: «Ούτε ο τυφλός αμάρτησε αλλά ούτε και οι γονείς του. Απλά γεννήθηκε αυτός ο άνθρωπος τυφλός, ώστε να έρθω εγώ, να τον θεραπεύσω και να φανερωθεί διαμέσου και αυτού του γεγονότος, η δόξα και η δύναμη του Θεού».
Ανατρέπει δηλαδή εδώ ο Χριστός την αντίληψη για την θεοδικία προχωρώντας την σκέψη και την αντίληψή μας ένα επίπεδο υψηλότερα, ώστε να μαθαίνουμε σιγά- σιγά να σκεφτόμαστε ορθά και κατά το θέλημα Του.
Στο γεγονός αυτό, στην απάντηση δηλαδή του Χριστού, βρίσκουμε την ερμηνεία για τα πολλά «γιατί», που έχουμε στην ζωή μας. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα πράγματα στην ζωή δεν μας πηγαίνουν καλά και επειδή ακριβώς εξετάζοντας τον βίο μας, δεν βρίσκουμε να έχουμε κάνει κάτι κακό, διερωτόμαστε γιατί μας συμβαίνουν αναποδιές, δυσάρεστα γεγονότα κ.λπ.
Ο τρόπος που και ο σοφότερος άνθρωπος προσεγγίζει και κατανοεί τον εαυτό του και τον κόσμο, απέχει, όσο ο ουρανός από την γη, σε σχέση με την σκέψη του Θεού και αυτό είναι αβίαστα φυσικό.
Η υπαρξιακή μας κατάσταση που είναι η κτιστότητά μας, το ότι είμαστε δηλαδή κτιστά πλάσματα περιορισμένα μέσα στην ύλη χωρίς να έχουμε την δυνατότητα να «δούμε» πέρα από αυτήν, μας καθιστά τυφλούς ως προς την μία και μοναδική αλήθεια που είναι αυτός ο Χριστός.
Ο άνθρωπος, ως θνητό και πεπερασμένο ων, μπορεί να δει και να κατανοήσει μόνο ότι υφίσταται στην πεπερασμένη διάστασή του, στα στενά όρια της θνητότητας, σε αυτό δηλαδή που έχει αρχή και τέλος. Και ως προς τον πνευματικό κόσμο χαρακτηριστικό μας γνώριμα, είναι η τύφλωση ή στην καλύτερη περίπτωση η θολερότητα, η ιδιότητα δηλαδή του θολερού και του σκιώδους.
Έτσι λοιπόν είναι δυσερμήνευτο για εμάς, γιατί να μείνει τόσο χρόνια ένας άνθρωπος τυφλός, να ταλαιπωρείται, να βασανίζεται, να μην μπορεί να κάνει την ζωή του όπως οι άλλοι, μόνο και μόνο για να έρθει κάποια στιγμή ο Χριστός και να τον θεραπεύσει ή τελικά να μην το θεραπεύσει. Και όταν αναφερόμαστε στον τυφλό της παραβολής, ας εννοήσουμε όλα τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στην ζωή, από την στιγμή που θα γεννηθούμε μέχρι την κοίμησή μας. Όλα όσα ακούμε, όσα μαθαίνουμε και όσα βιώνουμε.
Ο άνθρωπος που διερωτάται «πως συμβαίνουν αυτά;», «γιατί συμβαίνουν αυτά;» «είναι δίκαιο να μου συμβαίνει αυτό;» είναι απλά ακόμη τυφλός ως προς την αλήθεια του Θεού, δέσμιος της ύλης, της υπαιτιότητας και της αναγκαιότητας της.
Ο άνθρωπος από την άλλη πλευρά, που σταμάτησε να αναρωτιέται: «πως;», «γιατί;», «ποιος αμάρτησε αυτός ή οι γονείς του», είναι ο αλλοιωμένος, ο μεταλλαγμένος από το Άγιο Πνεύμα άνθρωπος, όπως ακριβώς μας τον περιγράφει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος στον λόγο του «Περί πίστεως και γνώσεως». Αναφέρει λοιπόν ο Άγιος:
«Η ψυχή που περπατά στις στράτες της ευσεβείας και στους δρόμους της πίστεως, και κατόρθωσε να βαδίσει καλά σ’ αυτούς, αποκτά νοερή δύναμη, που φανερώνεται στην ψυχή από τις μυστικές μαρμαρυγές της θεϊκής χάρης, και πορεύεται με απλότητα σε όλα· γιατί η ψυχή που παρέδωσε μια φορά τον εαυτό της με πίστη στον Θεό, και που δοκίμασε πολλές φορές τη γεύση της φροντίδος Του, δεν πιάνει πάλι να νοιάζεται για άλλα πράγματα, αλλά κάθεται κατάπληκτη και σωπαίνει, σαν να έχει φίμωτρο, και δεν έχει εξουσία να γυρίσει πάλι σε κείνους τους τρόπους με τους οποίους αποκτάται η γνώσις του κόσμου, και να ζει μ’ αυτούς.
Επειδή, σ’ όσους ανέτειλε το φως της πίστεως, αυτοί δεν μπορούνε πάλι να παρακαλέσουνε για τον εαυτό τους τον Θεό, ούτε να Του ζητήσουνε, δος μας τούτο ή πάρε από μας εκείνο, κι ούτε φροντίζουνε για τον εαυτό τους ή για κάποιον άλλον, με κανένα τρόπο· επειδή με τα νοερά μάτια της πίστεως βλέπουνε σε κάθε άγγιγμα της ζωής την πατρική πρόνοια να τους σκεπάζει και νάρχεται πάνω τους από εκείνον τον Πατέρα τον αληθινόν, που ξεπερισσεύει η πολλή και αμέτρητη αγάπη Του προς την πλάση ολάκερη». (Τέλος της παραπομπής).
Με την ισχυρή εμπιστοσύνη στον Θεό, ο νους μας λαμβάνει το χάρισμα, να ίπταται επάνω από το φαινόμενα και τα ορώμενα και να παραδίδεται στο αλάνθαστο θέλημα του Πατέρα. Ελευθερώνεται από την αναγκαιότητα της ύλης και της θνητότητας και καθαρός και υγιής πλέον βαδίζει το σύντομο μονοπάτι της ζωής.
Ο Χριστός αναστήθηκε, ανακαινίζοντας όλη την κτίση, ώστε από τα παλιά να περάσουμε στα καινούργια! Από τον παλιό τρόπο σκέψης να περάσουμε στον καινούργιο!
Χριστός Ανέστη!

Κυριακή του Τυφλού Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ιωάνν. 9,1-38 (17-5-2015)


Μέσα από τα ιερά Ευαγγέλια διαπιστώνουμε ότι ο Χριστός δίδασκε με λόγους, παραβολές και θαύματα. Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή αναφέρεται σ’ ένα από τα θαύματα του Ιησού Χριστού το οποίο μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Η διήγηση περιγράφει το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού. Το θαύμα αυτό όπως και τα υπόλοιπα θαύματα του Ιησού Χριστού, αποτελούν «σημεία» παρέμβασης του Θεού στη ζωή των ανθρώπων αλλά και μια παραβολική διδασκαλία με την οποία αποκαλύπτεται η μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, ο σωτήρας του κόσμου.

Βγαίνοντας από το Ναό των Ιεροσολύμων ο Ιησούς Χριστός συνάντησε τον εκ γενετής τυφλό, τον οποίο και θεράπευσε. Η διήγηση διαιρείται σε τρία μέρη. Πρώτον η θεραπεία του τυφλού με θαυματουργικό τρόπο από τον Κύριο, δεύτερον η ανάκριση του ανθρώπου αυτού από τους Φαρισαίους και τέλος η συνάντησή του με τον Ιησού Χριστό.
Ο Κύριος πλησίασε τον άνθρωπο αυτό με δική του πρωτοβουλία αλλά δεν τον θεράπευσε αμέσως. Πρώτα συζήτησε με τους μαθητές του γιατί τον ρώτησαν ποιός ευθυνόταν για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο άνθρωπος αυτός. Στην αντίληψη των Ιουδαίων υπήρχε η άποψη ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να τιμωρείται για τις αμαρτίες των προγόνων του. Ο Ιησούς Χριστός όμως τους ξεκαθάρισε ότι δεν είναι υπεύθυνοι για την τύφλωσή του οι γονείς του αλλά ούτε και ο ίδιος. «Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ' ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ.»
Αφού λοιπόν διαλύει τις αντιλήψεις αυτές των Ιουδαίων ο Ιησούς Χριστός προχωρεί στη θεραπεία του τυφλού όχι με άμεσο τρόπο. Πρώτα έφτυσε στη γη, και με τη λάσπη που δημιουργήθηκε, έχρισε τα μάτια του τυφλού και τον διέταξε να πάει να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει τυχαία τη λέξη Σιλωάμ. Η λέξη «Σιλωάμ» σήμαινε απεσταλμένος. Παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό ως τον απεσταλμένο του Θεού, ως το σταλμένο υπερφυσικό νερό, στο οποίο οι άνθρωποι θα ξαναβρούν το φως τους, όπως και γίνεται με τον εκ γενετής τυφλό.
Εδώ έχουμε και πάλι αναφορά στο νερό κάτι το οποίο γίνεται αρκετές φορές την περίοδο αυτή, μετά την Ανάσταση του Κυρίου. Έχουμε τη συζήτηση του Ιησού Χριστού με τη Σαμαρείτισσα η οποία δεν μπορεί να κατανοήσει τη βαθύτητα των λόγων του Κυρίου όταν της λέει για το «ζωντανό νερό», και έτσι ο Κύριος της λέει «πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν∙ ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Ο Ιησούς Χριστός στο σημείο αυτό όπως και στην ευαγγελική περικοπή που εξετάζουμε δίνει συμβολική έννοια στο «ύδωρ το ζών», παραπέμποντας στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λάβει η ανθρωπότητα. Στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης Ιεζεκιήλ, μιλώντας για την κάθαρση του Ισραήλ αναφέρει: «και ράνω εφ’ υμάς ύδωρ καθαρόν, και καθαρισθήσεσθε από πασών των ακαθαρσιών υμών και από πάντων των ειδώλων υμών, και καθαριώ υμάς» (Ιεζ. 36,25). Λέγει δηλαδή ο Θεός μέσα από το στόμα του προφήτη ότι θα μας ραντίσει με καθαρό νερό και θα εξαγνισθούμε από την ακαθαρσία της ειδωλολατρίας. Εξάλλου ο ευαγγελιστής Ιωάννης και σε άλλο σημείο του ευαγγελίου του συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα με το νερό: «ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιω. 7, 38-39). Αυτή η πηγή του «ζώντος ύδατος» είναι για την Εκκλησία η ίδια η Πεντηκοστή, κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται και ζωοποιεί τον άνθρωπο.
Η θεραπεία του τυφλού οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε απορίες και συζητήσεις ανάμεσα σε αυτούς που τον ήξεραν. Άλλοι εξέφραζαν άρνηση να δεχτούν ότι πράγματι ήταν ο πρώην τυφλός και θεραπεύτηκε και έλεγαν ότι ήταν κάποιος που απλά του έμοιαζε. Για να το ξεκαθαρίσουν και να εξακριβώσουν την αλήθεια ρώτησαν τον ίδιο. Αυτός τότε πιστοποίησε ότι αυτός ήταν και ότι ο Ιησούς τον είχε θεραπεύσει.
Τότε δημιουργήθηκε ένα άλλο πρόβλημα. Ο Ιησούς θεράπευσε τον άνθρωπο αυτό ημέρα Σάββατο και ξέρουμε ότι ο ιουδαϊκός νόμο δεν το επέτρεπε αυτό. Έτσι φέρνουν ξανά τον άνθρωπο αυτό μπροστά στους Φαρισαίους αφού δεν έβρισκαν τον Ιησού. Ρώτησαν ότι και οι προηγούμενοι και πάλι οι άνθρωποι χωρίστηκαν στα δύο. Μερικοί είπαν ότι ο Ιησούς δεν προέρχεται από το Θεό αφού παρέβη την εντολή του Σαββάτου  και είναι ασεβής. Άλλη ομάδα όμως απέρριψε αυτή την εκδοχή γιατί δε γίνεται κάποιος που είναι ασεβής να κάνει ένα τέτοιο θαύμα. Έτσι αποφάσισαν να ρωτήσουν τη γνώμη του ανθρώπου τον οποίο θεράπευσε ο Ιησούς. Η απάντηση υπήρξε κατηγορηματική: αυτός που με θεράπευσε είναι προφήτης. Πάλι όμως οι σκληροί Φαρισαίοι δεν πείσθηκαν και φέρνουν τους γονείς του για να επιβεβαιώσουν ότι αυτός ήταν ο γιος τους και  ότι είχε γεννηθεί τυφλός. Έτσι και έγινε, οι άνθρωποι είπαν ότι αυτό ήταν το παιδί τους προς μεγάλη βέβαια απογοήτευση των Φαρισαίων.
Στη συνέχεια έχουμε την αντίδραση του τυφλού αφού οι Φαρισαίοι άρχισαν να ρωτούν και πάλι τα ίδια. Τους είπε συγκεκριμένα και ειρωνικά αν θέλουν και αυτοί να γίνουν μαθητές του και φυσικά αντέδρασαν λέγοντας ότι αυτοί ήταν μαθητές του μεγάλου Μωϋσή και ότι αυτόν τον προφήτη όπως τον χαρακτήρισε δεν τον ήξεραν. Πολύ απλά τους είπε «Εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ' εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν.» Αν δηλαδή όπως έλεγαν οι ίδιοι, ο Θεός ακούει τους ευσεβείς  και αυτός που τον θεράπευσε είχε κάνει ένα τέτοιο θαύμα που όμοιό του μέχρι τώρα δεν είχε γίνει, τότε καμία αμφιβολία δε χωρούσε ότι προερχόταν από το Θεό. Τότε αφού οι Φαρισαίοι δεν μπορούσαν να αντιδράσουν σε μια τόσο τεκμηριωμένη απάντηση τον έδιωξαν.
Ο Ιησούς επιδιώκει και βρίσκει τον θεραπευμένο άνθρωπο και τον ρωτά αν πιστεύει σε Αυτόν και του απαντά ότι τον πιστεύει και τον προσκύνησε.
Σε αντίθεση με τον τυφλό, ο οποίος αδυνατούσε να δει, όμως μπόρεσε να θεραπευθεί και σωματικά και ψυχικά και να ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι είχαν υγιή μάτια του σώματος, παρέμειναν στο σκοτάδι της άρνησης και της πνευματικής τύφλωσης και απέρριψαν τον Ιησού Χριστό. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήταν άνθρωποι πνευματικά τυφλοί. Δεν βλέπουν το μεγάλο «σημείο» που έκανε ο Χριστός και αρνούνται να τον δεκτούν, διότι κατά την άποψή τους, παραβίασε την αργία του Σαββάτου.Η βεβαίωση του Ιησού Χριστού ότι, «όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμί του κόσμου», αποτελεί την εφαρμογή του μηνύματος του θαύματος και για το σύγχρονο άνθρωπο. Ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή που προσφέρει το «ύδωρ το ζων», το «φως το αληθινό», την αλήθεια και τη ζωή στον κόσμο.
Ηλιάνας Κάουρα εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...