Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2011

Κυριακή Γ΄Ματθαίου – Η γνήσια αγάπη

alt


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ρωμ. ε' 1-10
Η ΓΝΗΣΙΑ ΑΓΑΠΗ
«Συνίστησι την εαυτού άγάπην είς ημάς ό Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε».
Στις μέρες μας γίνεται κατά­χρηση της λέξεως αγάπη. Ή λέξη αγάπη φαίνεται να έχει χάσει το υπέροχο και μοναδικό νόημα της. Ή σημερινή όμως αποστολική πε­ρικοπή μας καθοδηγεί να βρούμε το γνήσιο και αληθινό νόημα της αγάπης. Την ουσιαστική της σημασία. Μας φέρνει κοντά στην αιώνια πηγή της γνήσιας αγάπης. Μας μιλά για την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Στην αγάπη αύτη ανακαλύπτουμε τα χαρακτη­ριστικά στοιχεία της πραγματικής αγάπης.
ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ό απόστολος Παύλος τονίζει σήμερα, ότι ό σταυρικός θάνατος του Χρίστου υπήρξε ή μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του Θεού για μας. Και τούτο, γιατί στο θάνατο του Ιησού Χριστού αποκαλύπτε­ται ή πιο μεγάλη θυσία.
Ό Θεός Πατέρας για τη σω­τηρία του κόσμου θυσιάζει ό,τι πολυτιμότερο είχε, τον μονογενή Υιό του. «Ούτω γαρ ήγάπησεν ό Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υίόν αυτού τον μονογενή έδωκεν», γράφει ό ευαγγελιστής Ιωάννης (Ίωάν. γ' 16).
Καμιά θυσία δεν είναι μεγάλη για την γνήσια αγάπη. Ή θυσία είναι το ασφαλέστερο κριτήριο της αγάπης. Μπορούμε να υπο­λογίσουμε το μέγεθος της αγάπης, όταν δούμε το μέγεθος της θυσίας. Όταν αντικρίζουμε τον σταυρό τού Γολγοθά και όταν γνωρίζουμε ότι ό εσταυρωμένος Ιησούς είναι ό μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, μπορούμε, έστω και λίγο, να νιώσουμε το άπειρο «πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» της αγάπης τού Θεού (Έφεσ. γ' 18).
Ή μητέρα, πού θυσιάζει την ησυχία της, την άνεση της και είναι έτοιμη και αυτή τη ζωή της να προσφέρει για το παιδί της, αύτη ή μητέ­ρα έχει τη γνήσια αγάπη. Ό νέος, πού θεωρεί χαρά του να προσφέρει τον χρόνο του, τις γνώσεις του, τις ικανότητες του και αυτό ακόμη το αίμα του, άν χρειαστεί, για τους αδελφούς του, για την Πατρίδα του, για την Εκκλησία του Χρι­στού, αυτός έχει τη γνήσια αγάπη. Στο πνεύμα της θυσίας, πού αρχί­ζει από την πιο μικρή προσφορά και φθάνει ως την πιο πολύτιμη, βρίσκεται το αληθινό κριτήριο της γνήσιας αγάπης.
Θα ακούσης πολλές φορές να σού μιλούν για αγάπη. Μη βιαστής να άνοιξης την καρδιά σου. Προσ­πάθησε να διακρίνεις πίσω από τα λόγια την πραγματικότητα. Να διακρίνεις την διάθεση της θυσίας, την ανιδιοτέλεια της προσφοράς. Μια ψυχή πού αγαπά, έχει για χαρακτηριστικό της γνώρισμα τη θυσία. Αυτή την αγάπη έδειξε ό Κύριος και γι' αυτήν είπε τα υπέροχα εκείνα λόγια! «Έγώ ήγάπησα ύμας. Μείζονα ταύτης άγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού» (Ίωάν. ιε' 13).
Ό Κύριος μάς ονομάζει φί­λους. Ή πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Κι εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται το ύψος και
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
τού Χριστού. Ό απόστολος Παύλος το τονίζει ιδιαιτέρως. Όχι μόνο φίλοι τού Χριστού δεν είμαστε, αλλά εχθροί του, αντί­παλοι του.
Είμαστε αμαρτωλοί. Τίποτα το αξιαγάπητο δεν υπήρχε σε μάς, για να μάς αγαπήσει ό Χριστός. Και όμως «έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Ενώ εμείς, στα χρόνια της αγνοίας και της απιστίας, τον υβρίσαμε και τον αρνηθήκαμε και τον μισήσαμε, Εκείνος μάς αγάπησε. Και εάν σήμερα πού τον πιστεύουμε, τον αγαπάμε, δεν το κάνουμε αυτό από δική μας καλοσύνη. Είναι γιατί «Αυτός πρώτος ήγάπησεν ημάς» (Α'Ίωάν.δ'19).
Αυτό το ύψος και το μεγαλείο παίρνει και ή δική μας αγάπη κάθε φορά, πού την δείχνουμε όχι στους φίλους μας, αλλά στους αντιπά­λους μας, στους εχθρούς μας.
Όταν ό γείτονας σου σε εχθρεύεται και συ τον αγαπάς, τότε έχεις τη γνήσια αγάπη. Όταν ό συνά­δελφος σου σε δολιεύεται και συ τον αγαπάς, τότε έχεις τη γνήσια αγάπη. Όταν αγαπάς τον εχθρό σου, βρίσκεσαι στο δρόμο πού οδηγεί στις πηγές της μοναδικής, της γνήσιας αγάπης. Ό Κύριος μας το βεβαίωσε: «Αγαπάτε τούς εχθρούς υμών... και έσεσθε υιοί, υψίστου» (Λουκ. στ' 35).
Διψάμε για αγάπη. Για γνήσια αγάπη. Την γνήσια αγάπη θα την συναντήσουμε, θα την σπουδά­σουμε, θα την χαρούμε και θα την απολαύσουμε μόνο στην αιώνια πηγή της. Στην αγάπη του Θεού. Την μοναδική, την γνήσια αγάπη.
«ΖΩΗ»30 Ιουνίου 2011

Κυριακή 6 Ιουλίου (Γ Ματθαίου)

Η θεία Πρόνοια

Το βασικό μήνυμα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η πίστη στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή, ο Θεός προνοεί για όλη την κτίση και βεβαίως πάνω από όλα για τον άνθρωπο.
Η λέξη πρόνοια προέρχεται από το ρήμα προνοώ, που σημαίνει προβλέπω, ενδιαφέρομαι για κάτι η για κάποιον. Με την θεία Πρόνοια χαρακτηρίζουμε το μεγάλο ενδιαφέρον του Θεού για τον κόσμο που Αυτός δημιούργησε και για τον άνθρωπο που είναι το τελειότερο δημιούργημά Του.
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρονται μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως ότι ο Θεός φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν αγαθά σε αποθήκες και ο Θεός τα συντηρεί, και για τα κρίνα του αγρού τα οποία δεν κοπιάζουν, δεν γνέθουν και όμως διακρίνονται από μια τέτοια ομορφιά που δεν μπορεί να συγκριθή όλος ο στολισμός του Σολομώντος της Παλαιάς Διαθήκης που φημιζόταν για τα στολίδια.
Από αυτόν τον λόγο φαίνεται ότι ο Θεός ενεργεί σε όλη την κτίση, τίποτε δεν γίνεται μηχανικά και τυχαία. Ο Θεός δεν κατοικεί στους ουρανούς και από εκεί διευθύνει τον κόσμο, αλλά είναι δημιουργός, προνοητής, συντηρητής του κόσμου. Και αφού ενδιαφέρεται για τα πουλιά και τα χόρτα πολύ περισσότερο ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο που έχει ψυχή και σώμα.
Πως φαίνεται αυτό το προσωπικό ενδιαφέρον του Θεού για μας; Πρώτα από το ότι δημιούργησε τον άνθρωπο και από το ότι ύστερα, μετά την πτώση του, ενηνθρώπησε και τον αναδημιούργησε. Αυτό το βλέπουμε και στην προσωπική μας ζωή. Γεννηθήκαμε και ήλθαμε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός η αποτέλεσμα της αγάπης των γονέων μας, αλλά ενέργεια του Θεού, δια των γονέων μας. Έπειτα, ο Θεός μας παρακολουθεί και επεμβαίνει πολλές φορές ευεργετικά για την θεραπεία μας, γιατί μας αγαπά. Όποιος καταλάβει την αγάπη του Θεού πραγματικά συντρίβεται από βαθειά κατάνυξη και συγκίνηση. Το ότι βαπτισθήκαμε ορθόδοξοι και παραμένουμε μέσα στην Εκκλησία και μπορούμε να λειτουργούμαστε και να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού είναι μια μεγάλη δωρεά του Θεού σε μας.
Πόσες φορές σε κινδύνους δεν αισθανθήκαμε την επέμβαση της θείας Προνοίας, μέσα από διάφορα περιστατικά, αλλά και από την βοήθεια ανθρώπων του Θεού, που Εκείνος τους έστειλε για να μας συμπαρασταθούν!
Βεβαίως, ο Θεός προνοεί για τον καθένα μας και θέλει την σωτηρία μας, αλλά δεν μπορεί να παραβιάση την ελευθερία που Εκείνος μας έδωσε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως σε όλα τα θέματα, έτσι και σε αυτό, απαιτείται η δική μας ελευθερία. Πρέπει να συγκινηθούμε από την αγάπη του Θεού και να ανταποκριθούμε στην Πρόνοιά Του.
Επομένως, η πίστη στην Πρόνοια του Θεού αποβάλλει την ολιγοπιστία, από την οποία υποφέρουν πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας, καθώς επίσης αποβάλλει και το άγχος που διακατέχει πολλούς Χριστιανούς ως προς την συσσώρευση υλικών αγαθών. Όποιος διακατέχεται από την ολιγοπιστία και το άγχος δεν πιστεύει στην Πρόνοια του Θεού και γι’ αυτό δεν μπορεί να λέγεται και να είναι Χριστιανός. Πρέπει να πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο Θεός προνοεί και ενδιαφέρεται για μας.
Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Γ Ματθαίου. Ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».

 ixrysostomos.jpg
Ομιλία ΙΗ – 18η, του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Κατά Ματθαίον, (Κεφ. στ΄ 22 – 33.)
Πολλοί από τους πιστούς δεν είναι λιγότερο από τους απίστους προσκολλημένοι στην κακία. Μερικοί μάλιστα πολύ περισσότερο από αυτούς. Γι’ αυτό και σε εκείνους είναι αναγκαίο να ειπούμε: «Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι (θα σε φωτίσει δηλαδή) ο Χριστός». Προς αυτούς αρμόζει να ειπούμε και τούτο: «Ο Θεός ουκ εστί νεκρών, αλλά ζώντων». Εφ’ όσον λοιπόν δεν είναι Θεός νεκρών, ας ζήσουμε.
Ωστόσο μερικοί λέγουν ότι είναι υπερβολή αυτό που λέγει ο Απόστολος, ότι ο πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης. Δεν είναι όμως υπερβολικός ο λόγος, αλλά αληθινός. Γιατί και με ποιο τρόπο; Διότι ο πλεονέκτης απομακρύνεται από τον Θεό, όπως ακριβώς ο ειδωλολάτρης. Και για να μη νομίσεις ότι έτσι απλώς το είπε, είναι απόφασις του ιδίου του Χριστού, ο οποίος λέγει: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά». Όποιοι υπηρετούν τον μαμμωνά, έχουν εκβάλει τους εαυτούς των από τη δουλεία του Θεού. Και αφού αρνήθηκαν την εξουσία του και έγιναν δούλοι στον άψυχο χρυσό, βεβαίως είναι ειδωλολάτρες.
Αλλά θα ειπείς, δεν έκαμα είδωλο ούτε έστησα βωμό, ούτε εθυσίασα πρόβατο, ούτε προσέφερα οίνον ως σπονδή, αλλά στην εκκλησία ήλθα, και ύψωσα τα χέρια μου στον μονογενή Υιό του Θεού, και μετέχω των μυστηρίων, και λαμβάνω μέρος στην προσευχή και σε όλα τα άλλα, τα οποία αρμόζουν στον χριστιανό. Πώς, λοιπόν, προσκυνώ τα είδωλα;
Αυτό, μάλιστα, είναι και το πλέον θαυμαστό, ότι ενώ έχεις λάβει πείρα και εγεύθεις τη φιλανθρωπία του Θεού, και είδες ότι ο Κύριος είναι αγαθός, εγκατέλειψες τον αγαθόν και απεδέχθεις τον ωμό τύραννο, και προσποιείσαι μεν ότι υπηρετείς αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα υπέταξες τον εαυτό σου στον σκληρό και φοβερό τύραννο της φιλαργυρίας. Και δεν μου ανέφερες ακόμη κάποιο ιδικό σου κατόρθωμα, αλλά τα δώρα του Δεσπότου. Ειπέ μου, σε παρακαλώ, από τι κρίνουμε τον στρατιώτη, όταν ανήκει στη σωματοφυλακή του βασιλέως, και τρέφεται από αυτόν, και αποκαλείται άνθρωπος ιδικός του, ή όταν δεν έχει τα ίδια με εκείνον φρονήματα, και προσποιείται μεν ότι είναι με το μέρος του και τον υπηρετεί, προτιμά όμως τα έργα των εχθρών; Είναι ολοφάνερο ότι τον εκτιμούμε όταν ανήκει στη σωματοφυλακή του βασιλέως. Γι’ αυτό και είναι άξιος σκληροτέρας τιμωρίας από ό,τι θα ήταν εάν αποχωρούσε από τη δουλεία του βασιλέως, και προσχωρούσε στους εχθρούς. Και συ λοιπόν υβρίζεις τον Θεό σαν ειδωλολάτρης, όχι με ένα στόμα, το ιδικό σου, αλλά με τα μύρια των αδικημένων.
Αλλά δεν είναι, λέγει, ειδωλολάτρης.
Όταν λοιπόν λέγουν οι εθνικοί, «ο χριστιανός ο πλεονέκτης», τότε δεν υβρίζει μόνον αυτός με όσα πράττει, αλλά αναγκάζει και τους αδικημένους να το λέγουν, και μάλιστα πολλές φορές. Και αν δεν το λέγουν αυτό, πρέπει να καταλογισθεί στην ευλάβειά τους. Ή μήπως δεν βλέπουμε έτσι να γίνονται τα πράγματα; Τι άλλο κάνει ο ειδωλολάτρης; Δεν προσκυνά κι αυτός πολλές φορές τα πάθη, αφού είναι υποδουλωμένος σ’ αυτά; Εξηγώ τι εννοώ. Εάν ειπούμε ότι προσκυνά είδωλα, αυτός λέγει: όχι, την ‘Αφροδίτη προσκυνώ και τον Άρη. Και αν ειπούμε «ποία είναι αυτή η ‘Αφροδίτη;» οι συνετότεροι από αυτούς απαντούν: η ηδονή. Και ποιος είναι ο Άρης; Ο Θυμός. Έτσι και συ με τον μαμμωνά. Εάν ρωτήσουμε ποιος είναι ο μαμμωνάς; Η πλεονεξία. Και συ την προσκυνάς; Δεν την προσκυνώ, λέγει. Γιατί, επειδή δεν γονυπετείς εμπρός της; Αλλά τώρα πολύ περισσότερο την προσκυνάς, με τα έργα και τα πράγματα. Διότι αυτή η προσκύνησις είναι μεγαλυτέρα. Και για να μάθεις, κοίτα τι συμβαίνει με τα του Θεού, ποιοι τον προσκυνούν περισσότερο, εκείνοι που απλώς παρίστανται στις προσευχές, ή εκείνοι που πράττουν το θέλημά του; Βεβαίως αυτοί που πράττουν το θέλημά του. Έτσι συμβαίνει και με τον μαμμωνά. Τον προσκυνούν κυρίως, εκείνοι που κάνουν το θέλημά του. Αν και πολλές φορές συμβαίνει, εκείνοι οι όποιοι προσκυνούν τα προσωποποιημένα πάθη, να είναι απαλλαγμένοι από αυτά. Θα ημπορούσε να ιδεί κάποιος πολλές φορές τον υπηρέτη του Άρη να είναι κύριος του θυμού, ενώ με σένα δεν συμβαίνει το ίδιο, καθώς είσαι υποδουλωμένος στο πάθος.
Δεν σφάζεις πρόβατα, λέγεις. Φονεύεις όμως ανθρώπους και ψυχές λογικές, άλλες με λιμό, άλλες με βλασφημίες. Δεν υπάρχει τίποτε οργιαστικότερο από τη θυσία αυτή. Ποιος είδε ποτέ ψυχές να σφάζονται; Είναι καταραμένος ο βωμός της πλεονεξίας. Διότι, εάν έλθεις σε τούτο τον βωμό των ειδώλων, θα αισθανθείς δυσάρεστη οσμή αιμάτων αιγών και βοδιών, ενώ αν έλθεις στον βωμό της πλεονεξίας, θα ιδείς τη φοβερά δυσωδία που αποπνέουν τα ανθρώπινα αίματα. Εάν σταθείς εδώ, δεν θα ιδείς να καίγονται πτερά ορνίθων ούτε να αναδίδεται κνίσα και καπνός, αλλά να καταστρέφονται σώματα ανθρώπων. Διότι άλλοι μεν έρριψαν τους εαυτούς των σε κρημνούς, άλλοι έδεσαν βρόχο, και άλλοι διαπέρασαν ξίφος στον λαιμό. Είδες θυσίες ωμές και απάνθρωπες; Θέλεις να ιδείς και φοβερότερες από αυτές; Εγώ θα σου δείξω εκεί όχι πλέον σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχές ανθρώπων να κατασφάζονται. Διότι είναι δυνατόν να σφάζεται και η ψυχή. Με τη σφαγή που αρμόζει σ’ αυτή. Όπως υπάρχει θάνατος σώματος, έτσι υπάρχει και ψυχής. «Ψυχή γαρ η αμαρτάνουσα», λέγει, «αυτή και αποθανείται». Δεν είναι ο θάνατος της ψυχής όπως του σώματος, αλλά πολύ φοβερότερος. Διότι αυτός μεν, ο σωματικός θάνατος, διαχωρίζοντας την ψυχή και το σώμα, το ένα το αναπαύει από τις πολλές φροντίδες και τους κόπους, την άλλη την αποστέλλει σε χώρο φανερό. Έπειτα, αφού το σώμα διαλυθεί και φθαρεί με τον χρόνο, συναρμολογείται πάλι εν αφθαρσία, και απολαμβάνει την ψυχή του.
Τέτοιος είναι ο σωματικός θάνατος. Ο ψυχικός όμως είναι φριχτός και φοβερός. Διότι, εάν η ψυχή διαλυθεί, δεν παραπέμπει το σώμα αμέσως στη γη, όπως κάνει στον σωματικό θάνατο, αλλά όταν συνδεθεί πάλι με το αφθαρτοποιημένο σώμα, το καταποντίζει στο πυρ το άσβεστο. Όπως λοιπόν υπάρχει θάνατος ψυχής, έτσι υπάρχει και σφαγή ψυχής. Τι είναι σφαγή σώματος; Το να νεκρωθεί και να αποκοπεί από την επενέργεια της ψυχής. Τι είναι σφαγή της ψυχής; Και αυτή νέκρωσις είναι.
Τι όμως είναι νέκρωσις της ψυχής; Όπως το σώμα νεκρώνεται όταν το εγκαταλείπει η ενέργεια της ψυχής, έτσι και η ψυχή νεκρώνεται όταν την εγκαταλείψει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτές οι σφαγές γίνονται κυρίως στον βωμό της πλεονεξίας. Δεν χορταίνουν ούτε αρκούνται στο αίμα των ανθρώπων, αλλά, εάν δεν προσφέρεις ως θυσία και την ίδια την ψυχή, δεν ικανοποιείται ο βωμός της πλεονεξίας, εάν δηλαδή δεν δεχθεί και των δύο τις ψυχές, του θύτη και του θύματος. Διότι πρέπει να θυσιάσει ο νεκρός τον μέχρι τώρα ζωντανό. Πράγματι, όταν βλασφημεί, όταν κακολογεί, όταν δυσανασχετεί, δεν είναι αυτές οι πληγές της ψυχής ανίατες; Είδες ότι δεν είναι υπερβολικός ο λόγος του Αποστόλου;
Άκου λοιπόν κι άλλο για να μάθεις πως η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, και φοβεροτέρα από την ειδωλολατρία. Οι ειδωλολάτρες προσκυνούν τα κτίσματα του Θεού. Και εσεβάσθησαν, λέγει, και ελάτρευσαν την κτίση μάλλον παρά τον κτίσαντα. Και συ προσκυνάς το κτίσμα το ιδικό σου. Διότι την πλεονεξία δεν την εδημιούργησε ο Θεός, αλλά την εφεύρε η άμετρος απληστία σου. Και κοίτα το κωμικοτραγικό. Εκείνοι που προσκυνούν τα είδωλα, τιμούν αυτά τα όποια προσκυνούν, και εάν κάποιος τα κακολογήσει ή τα υβρίσει, εξανίστανται. Εσύ όμως, σαν να έχεις καταληφθεί από κάποια μέθη, προσκυνάς κάτι το οποίο όχι μόνον δεν είναι απηλλαγμένο από κατηγορία, αλλά είναι και γεμάτο από ασέβεια. Ώστε είσαι μάλλον πολύ χειρότερος από αυτούς, διότι δεν ημπορείς να απολογηθείς ότι δεν είναι κακό. Και εκείνοι βέβαια είναι εντελώς αναπολόγητοι, εσύ όμως είσαι πολύ περισσότερο, επειδή συνεχώς κατηγορείς την πλεονεξία και κακίζεις όλους εκείνους που την υπηρετούν, και είναι δούλοι της, και την ακολουθούν.
Αλλά εάν θέλετε, ας εξετάσουμε από πού εισήλθε η ειδωλολατρία. Λέγει ένας σοφός ότι κάποιος πλούσιος άνθρωπος, βασανιζόμενος από το πένθος για τον πρόωρο θάνατο του υιού του, μην έχοντας καμία παρηγορία, επινόησε το ακόλουθο τέχνασμα για να τον παρηγορήσει στον πόνο του. Έκανε μια άψυχη εικόνα του αποθανόντος υιού του, και βλέποντάς την ενόμιζε ότι διά μέσου αυτής έχει κοντά του εκείνον. Κάποιοι δε άνθρωποι κόλακες, των οποίων θεός ήταν η κοιλία, λατρεύοντας την εικόνα για να τιμήσουν εκείνον, προήγαγαν τη συνήθεια σε ειδωλολατρία. Επομένως, από ασθένεια ψυχής εισήχθη η ειδωλολατρία, από παράλογη συνήθεια, από υπερβολή. Η πλεονεξία όμως δεν εισήχθη με τον ίδιον τρόπο, αλλά από ασθενή μεν ψυχή, πλην όμως χειροτέρα. Διότι δεν την εισήγαγε κάποιος που έχασε τον υιό του, ούτε ζητώντας παρηγορία ούτε παρασυρόμενος από κόλακες. Αλλά πώς; Εγώ θα σας ειπώ. Ο Κάιν φέρθηκε με πλεονεξία στον Θεό, διότι αυτά που έπρεπε να δοθούν σ’ εκείνον τα κράτησε για τον εαυτό του, και αυτά που έπρεπε να μείνουν σ’ αυτόν, τα προσέφερε σ’ εκείνον, και έτσι το κακό άρχισε ως προσβολή του Θεού. Διότι εάν εμείς είμεθα του Θεού, πολύ περισσότερο είναι οι απαρχές των κτημάτων μας.
Η σαρκική ορμή επίσης προς τις γυναίκες, από την πλεονεξία προήλθε. «Είδον τας θυγατέρας των ανθρώπων, και εξεκυλίσθησαν προς την επιθυμίαν».
Από αυτά πάλι προήλθε η επιθυμία προς τα χρήματα. Διότι το να θέλει κάποιος να έχει περισσότερα από τον πλησίον του στα βιοτικά, από τίποτε άλλο δεν προκαλείται, παρά από το ότι εψυχράνθη η αγάπη. Το να θέλει κανείς να έχει περισσότερα, δεν προέρχεται από τίποτε άλλο παρά από απελπισία και μισανθρωπία και υπεροψία. Δεν βλέπεις πόσο μεγάλη είναι η γη, πόσο πολύ μεγαλύτερος από όσο χρειάζεσαι είναι ο ουρανός; Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός έδωσε τόσο μεγάλο μέγεθος στα κτίσματα, για να σβήσει την πλεονεξία σου. Εσύ δε, παρ’ όλα αυτά, αρπάζεις, και μάλιστα ακούγοντας ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, ούτε έτσι φρίττεις; Τη γη θέλεις να κληρονομήσεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως θα στερήσεις τον εαυτό σου από την ουράνια κληρονομία, αφού ήδη την αγνοείς. Ειπέ μου, εάν κάποιος σου έδιδε την εξουσία να τα πάρεις όλα, άραγε δεν θα το ήθελες; Έχεις τώρα αυτή τη δυνατότητα, αν θέλεις. Αν και μερικοί λέγουν ότι με πολύ πόνο μεταβιβάζουν σε άλλους την περιουσία τους, και θα προτιμούσαν να την είχαν καταφάγει οι ίδιοι παρά να βλέπουν άλλους να γίνονται κύριοι αυτής.
Ούτε εγώ σε απαλλάσσω από αυτή την ασθένεια, διότι και αυτό είναι γνώρισμα ασθενούς ψυχής. Πλην όμως, και αν ακόμη γίνει τούτο, στην διαθήκη σου άσε κληρονόμο τον Χριστό. Διότι έπρεπε ήδη να τον είχες αφήσει κληρονόμο όσο ήσουν στην ζωή. Επειδή αυτό είναι γνώρισμα ορθής προαιρέσεως. Αλλά όμως, έστω κατ’ ανάγκην, γίνε φιλοτιμότερος. Διότι ο Θεός γι’ αυτόν τον λόγο πρόσταξε να δίδουμε στους πτωχούς, για να μας καταστήσει από τη ζωή αυτή φιλοσόφους, για να μας πείσει να καταφρονούμε τα χρήματα, για να μας διδάξει να περιφρονούμε τα γήινα. Αυτό δεν είναι περιφρόνησις των χρημάτων, να τα διαθέτη κάποιος στον τάδε ή στον δείνα μετά τον θάνατό του. Τότε πλέον αυτά που δίδεις δεν είναι ιδικά σου, αλλά της ανάγκης. Δεν γίνεσαι συ ευεργέτης, αλλά ο θάνατος. Αυτό δεν είναι φιλοστοργία, αλλά καταναγκασμός. Αλλά ας γίνει κι έτσι. Έστω και τότε απάλλαξε τον εαυτό σου από το πάθος. ‘Ενθυμήσου πόσα έχεις αρπάξει, πόση πλεονεξία έχεις δείξει, και απόδοσε τα τετραπλάσια. Με αυτόν τον τρόπο απολογήσου στον Θεό.
Αλλά υπάρχουν μερικοί οι οποίοι φθάνουν σε τέτοιο σημείο παραφροσύνης, που ούτε τότε διακρίνουν το ορθότερο, και ενεργούν τα πάντα σαν να προσπαθούν να καταστήσουν φοβεροτέρα γι’ αυτούς την οργή του Θεού. Γι’ αυτό ο μακάριος Παύλος λέγει στη συνέχεια της επιστολής εκείνης: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε». Ο δε πλεονέκτης είναι αυτός που κατ’ εξοχήν ζει στο σκοτάδι και διασκορπίζει πολύ σκοτάδι σε όλα γύρω του. «Και μη συγκοινωνείτε», λέγει, «τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε».
Ακούστε, παρακαλώ, όλοι όσοι δεν θέλετε να μισείσθε χωρίς λόγο. Αρπάζει και δεν τον ελέγχεις; Φοβείσαι το μίσος του, θα ειπείς. Αφού όμως δεν διακινδυνεύεις χωρίς λόγο, αλλά ελέγχεις δικαίως, γιατί φοβείσαι το μίσος; Έλεγξε τον αδελφό, δέξου αυτήν την έχθρα για την προς τον Χριστόν αγάπη, αλλά και για την προς αυτόν αγάπη. Εμπόδισέ τον, αφού βλέπεις ότι βαδίζει ολοταχώς προς το βάραθρο. Διότι δεν είναι γνώρισμα ιδιαιτέρας φιλίας η συμμετοχή μας σε κοινό γεύμα, τα ωραία λόγια, οι προσφωνήσεις και η κοινή απόλαυση. Ας χαρίζουμε τέτοια δώρα στους φίλους μας που να απομακρύνουμε την ψυχή τους από την οργή. Βλέποντάς τους μέσα στην κάμινο της κακίας, να τους αναστήσουμε.
Αλλά δεν διορθώνεται, λέγεις. Κάμε όμως εσύ ό,τι εξαρτάται από εσένα, και έτσι απολογήσου στον Θεό. Μην κρύψεις το τάλαντο. Γι’ αυτό διαθέτεις λόγο και γλώσσα και στόμα, για να διορθώνεις τον πλησίον. Μόνο τα άλογα όντα δεν φροντίζουν για τον πλησίον, ούτε είναι σε θέση να ειπούν κάποιον λόγο για τον άλλο. Συ όμως που αποκαλείς τον Θεό πατέρα σου και βλέπεις τον πλησίον σου, τον αδελφό σου, να κάμει αμέτρητα κακά, προτιμάς την ευμένειά του από την ωφέλειά του; Μη, σε παρακαλώ, δεν υπάρχει μεγαλύτερο τεκμήριο φιλίας από το να μην εγκαταλείπουμε στην αμαρτία τους αδελφούς μας.
Είδες μισουμένους; Συμφιλίωσέ τους. Είδες πλεονέκτες; Εμπόδισέ τους. Είδες αδικουμένους; Υπεράσπισέ τους. Όχι εκείνους, αλλά τον εαυτό σου πρώτα ευεργέτησες. Γι’ αυτό είμεθα φίλοι, για να ωφελούμε ο ένας τον άλλον. Αλλιώς θα ακούσει κανείς τον φίλο και αλλιώς τον τυχόντα. Τον τυχόντα ίσως θα τον υποπτευθεί, ομοίως και τον διδάσκαλο, τον φίλο όμως όχι. Γι’ αυτό, παρακαλώ, ούτε σεις να διστάζετε να ελέγχετε, ούτε να δυσανασχετείτε, όταν σας ελέγχουν. Διότι όσο διαπράττεται κάτι στο σκοτάδι, γίνεται με μεγαλυτέρα ευκολία, όταν όμως υπάρχουν πολλοί μάρτυρες, φωτίζεται.
Γι’ αυτό ακριβώς ας κάνουμε τα πάντα ώστε να αποτρέπουμε τη νέκρωση των αδελφών μας, για να διασκορπίσουμε το σκότος, και να προσελκύσουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Διότι εάν είναι πολλοί εκείνοι που εκπέμπουν το φως, και γι’ αυτούς θα είναι εύκολος η οδός της αρετής, και οι ευρισκόμενοι στο σκότος ευκολότερα θα αποκαλύπτονται, αφού όσο εντονότερο γίνεται το φως, τόσο το σκότος θα εξαφανίζεται. Εάν όμως γίνεται το αντίθετο, υπάρχει φόβος μη σβησθούν και αυτοί, αφού η πυκνότης, που δημιουργούν το σκοτάδι και οι αμαρτίες, θα υπερισχύει του φωτός και θα καταργεί τη λάμψη του. Ας αντιληφθούμε λοιπόν ότι τους εαυτούς μας ωφελούμε με αυτόν τον τρόπο, ώστε με όλη μας τη βιοτή να αναπέμπουμε δόξαν προς τον φιλάνθρωπο Θεό, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα συν τω Παναγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων».
Ορθόδοξη Πορεία – Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Κυριακή Γ’ Ματθαίου

ikjggf.jpgΜατθ. 6, 22-33
Την περασμένη Κυριακή είδαμε ότι ο Χριστός περιμένει από όλους μας να Τον ακολουθήσουμε, εγκαταλείποντας ει δυνατόν τα πάντα, ακόμα και τους ίδιους μας τους συγγενείς, αν είναι απαραίτητο. Και ίσως κανείς αναρωτηθεί “μα πώς θα ζήσουμε, αν αφήσουμε τα πάντα;” την απάντηση μας τη δίνει σήμερα ο ίδιος ο Κύριός μας, μέσα από το απόσπασμα της επί του Όρους Ομιλίας Του που μας μεταφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Τα μάτια του ανθρώπου, μας λέει, είναι ο λύχνος δηλαδή το φως του σώματός του. Επομένως, αν τα μάτια του είναι φωτεινά, όλο το σώμα του είναι φωτεινό. Αντίθετα, αν τα μάτια είναι σκοτεινά, όλο το σώμα είναι σκοτεινό. Αληθινά, αναρωτιέται, αν το φως του σώματός μας είναι σκοτάδι, τότε το σκοτάδι πώς μοιάζει; Με τα λόγια αυτά θέλει να μας τονίσει ότι αν όντως ενδιαφερόμαστε να φωτίσουμε την ύπαρξη και τη ζωή μας, θα πρέπει να αφήσουμε πίσω οτιδήποτε αντιστρατεύεται στο θέλημα του Θεού, ότι οφείλουμε να μεριμνήσουμε για τον πνευματικό μας κόσμο και να μη φορτώνουμε τη ζωή μας με μέριμνες περιττές και ανούσιες. Και για να το καταστήσει πιο σαφές, συνεχίζει λέγοντας ότι δεν μπορεί να δουλεύει κανείς σε δύο κυρίους, στον Θεό και στον μαμμωνά. Ή τον ένα θα αγαπήσει και τον άλλο θα μισήσει, ή θα υπακούσει στις επιταγές του ενός και θα καταφρονήσει τον άλλο.
Με τον όρο “μαμμωνά” υπονοεί ο Κύριος τόσο τον ίδιο το διάβολο και τα έργα του σκότους, όσο και τις βιοτικές μέριμνες, οι οποίες αποσπούν την προσοχή μας από τη μελέτη και εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Γι αυτό σας λέω, συνεχίζει, μη μεριμνάτε και μην απασχολείτε την ψυχή σας με το τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, ούτε το σώμα σας, με το τι θα ντυθείτε. Στα αλήθεια, η ψυχή δεν είναι παραπάνω από την τροφή και το σώμα από την ενδυμασία; κοιτάξτε τα πουλιά, δεν σπέρνουν, δεν θερίζουν, δεν αποθηκεύουν σε αποθήκες, και ο Πατέρας σας ο επουράνιος τα τρέφει. Δε νομίζετε ότι διαφέρετε τόσο πολύ από αυτά, ώστε ο Θεός να σας σκέφτεται ακόμα περισσότερο; ποιος μπορεί, όσο κι αν μεριμνήσει, να προσθέσει μια πιθαμή στο ύψος του; Και για την ενδυμασία σας τι αγωνιάτε; πάρτε μάθημα από τα κρίνα του αγρού, που δεν υφαίνουν ούτε γνέθουν, κι όμως είναι ντυμένα πιο λαμπρά κι από τον Σολομώντα. Αν επομένως ο Θεός ντύνει τόσο όμορφα τα αγριόχορτα, που σήμερα είναι και αύριο, σαν ξεραθούν, καίγονται στον κλίβανο, πόσο περισσότερο δεν θα ενδιαφερθεί για σας, ολιγόπιστοι; Μην μεριμνάτε λοιπόν, λέγοντας τι θα φάμε; ή τι θα πιούμε;ή τι θα ντυθούμε; διότι ο Πατέρας σας ο επουράνιος γνωρίζει τις ανάγκες σας. Αλλά να επιζητείτε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν.
Ο Χριστός χρησιμοποιεί το παράδειγμα των άγριων πουλιών και λουλουδιών, που είναι εφήμερα κι όμως επιβιώνουν με την πρόνοια του Θεού, για να καταδείξει ότι ο άνθρωπος, που ως έλλογο ον έχει μεγαλύτερη αξία και σημασία, δεν μπορεί παρά να ελκύει και το ενδιαφέρον και την πρόνοια του Θεού. Γι αυτό και αποκαλεί ολιγόπιστους όλους εκείνους που θέτουν ως προτεραιότητα στη ζωή τους την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών. Η υπέρμετρη ενασχόληση με την εξασφάλιση της καθημερινής τροφής, με τα ενδύματα και με τα υλικά αγαθά, περιέχει τον κίνδυνο της εγκατάλειψης ή της περιφρόνησης του Θεού, σύμφωνα με τα όσα μας είπε ο Χριστός στην πρώτη συνάφεια της σημερινής περικοπής. Δείχνει έλλειμμα πίστεως, έλλειμμα εμπιστοσύνης στην αγάπη και στην πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο. Αν ο Θεός έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή στον κόσμο, με σκοπό να θεραπεύσει και να αναστήσει τον έσω άνθρωπο, θα αφήσει άραγε κανέναν να χαθεί από έλλειψη των στοιχειωδών αγαθών;
Κι όμως, στην καθημερινότητά μας λησμονούμε αυτή τη μεγάλη αλήθεια. Θεωρούμε τους εαυτούς μας πιστούς χριστιανούς, και παρόλα αυτά αναλώνουμε όλο το χρόνο μας στο κυνήγι των υλικών αγαθών, στην ικανοποίηση των βιοτικών μας αναγκών και μόνο. Οι συνθήκες του σύγχρονου τρόπου ζωής και οι συγκυρίες των τελευταίων ετών επιτείνουν αυτή τη μονοσήμαντη αγωνία μας και μας απορροφούν κάθε ικμάδα σωματική και ψυχική. Και όσο εξαρτάμε την ευτυχία μας από τα υλικά και τα γήινα, τόσο οι δυσκολίες της ζωής μάς οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη απελπισία και απόγνωση.
“Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού”. Αυτή είναι η απάντηση του Χριστού, αυτή είναι η μόνη προοπτική για να ξεφύγουμε από τα απελπιστικά δεσμά του μαμμωνά, στον οποίο έχει υποδουλωθεί η ύπαρξή μας. Αυτή είναι η μόνη διέξοδος από κάθε ανθρώπινη κρίση, ιδιαίτερα σήμερα. Όσο κι αν αγωνιζόμαστε χωρίς Θεό, η ζωή μας και οι κοινωνίες μας θα σκοτεινιάζουν. Ας στραφούμε, επομένως, στην αναζήτηση του Θεού, ας Τον εμπιστευτούμε, και θα φροντίσει Εκείνος για τα υπόλοιπα.

π. Χερουβείμ Βελέτζας

Κυριακή Γ’ Ματθαίου: Η αγωνιώδης μέριμνα


 

κεφ. 6, στχ. 26-33

Ο τελευταίος στίχος του χερουβικού ύμνου, που ψάλλεται πριν την μεγάλη είσοδο, προτρέπει τους πιστούς να απωθήσουν «πᾶσα τήν βιοτικήν μέριμναν» για να υποδεχτούν «τόν βασιλέα τῶν ὅλων».
Με τον ύμνο αυτό η Εκκλησία εξαγγέλλει μυσταγωγικά το κύριο αίτημα του σημερινού ευαγγελίου και μας καλεί να συγκρίνουμε τις ανάγκες του βίου μας με τις ανώτερες αξίες της ψυχής. Το αίτημα διατυπώνεται με συνοπτικό τρόπο στην εντολή «μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καί τί πίετε μηδέ τό σῶμα ὑμῶν τί ἐνδύσησθε …». Πρόκειται για ένα αίτημα που φωτογραφίζει την εποχή μας. Ποτέ άλλοτε οι μέριμνες του βίου δεν απορρόφησαν τόσο πολύ τον άνθρωπο όσο σήμερα. Προβλέποντας τις συνέπειες, μιας τέτοιας αγωνιώδους μέριμνας, η παραπάνω εντολή απευθύνεται σήμερα σε μας και μάς καλεί να δώσουμε μαρτυρία εγκράτειας και αυτοθυσίας για να πείσουμε τους άλλους με τη στάση μας να δοξάζουνε μαζί μας «τόν πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Όμως, υπάρχουν και οι «κρίνοντες» ότι η εντολή αυτή δεσμεύει και την χρήση των υλικών αγαθών και την ελευθερία. Ίσως αυτοί αγνοούν ότι η Εκκλησία όχι μόνον απελευθερώνει τον άνθρωπο, αλλά επιτρέπει και ευλογεί την χρήση των αγαθών, όπως φαίνεται μέσα από την λατρεία και τις ευχές που γι’ αυτό τον σκοπό έχει καθιερώσει.
Η έκρηξη του καταναλωτισμού, που σημαίνει απόρριψη στην πράξη της εντολής του Θεού, είναι σήμερα η πιο σοβαρή απειλή για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η αντιμετώπισή της με όπλο τη συγκεκριμένη εντολή θα συμβάλει στην διάσωση του φυσικού κόσμου από μια επικείμενη καταστροφή και θα λυτρώσει τον άνθρωπο από τον κίνδυνο του πνευματικού θανάτου που προκαλούν οι αυξανόμενες βιοτικές μέριμνες της υπερκατανάλωσης και τα αλόγιστα ψυχοσωματικά πάθη. Δεν πρέπει, βέβαια, να μας διαφεύγει ότι πίσω από το αμόκ της υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης και τον μύθο της ευμάρειας κρύβονται τα άνομα συμφέροντα μιας ολιγαρχίας που σε λίγο θα ελέγχει πλήρως την παγκόσμια κοινωνία και οικονομία.
Παρά ταύτα, με την προπαγάνδα και την πλύση εγκεφάλου που κάνουν τα ΜΜΕ, είναι αλήθεια, ότι κάθε άνθρωπος, όχι μόνο χριστιανός, επιθυμεί κατά βάθος να υπακούσει στην εντολή του Χριστού και να την εφαρμόσει στην ζωή του. Δηλ. πιστεύουμε πως κάθε λογικός άνθρωπος θα αποδεχόταν τον δραστικό περιορισμό της υπερκατανάλωσης, όπου έχει παγιδευτεί και ικανοποιεί ανάγκες που τον υποδουλώνουν αντί να τον ελευθερώνουν.
Ποιος αγνοεί ότι περιορίζοντας την απληστία βάζει φραγμό σε άλλες κατώτερες επιθυμίες και ορμές ; Ποιος δεν αναγνωρίζει πως αν η αυτοσυγκράτηση και ο περιορισμός των πρόσθετων αναγκών γινόταν άσκηση, θα αναχαιτίζονταν το ακάθεκτο ρεύμα, το θράσος των πολυεθνικών εταιριών και ο κίνδυνος αφανισμού του ανθρώπου στο πέλαγος της υλοφροσύνης του ; Σε μια τέτοια επιβαλλόμενη αντίσταση κριτήριο σταθερό πρέπει να είναι η αξιολογική ρήση : «οὐχί ἡ ψυχή ἐπιθυμεῖ πλεῖον ἐστί τῆς τροφῆς καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος ;»
Το πιο σημαντικό δεν είναι η καταπολέμηση της υλοφροσύνης, αλλά η απελευθέρωση της ψυχής από την δουλεία των παθών. Και, όπως βεβαιώνει ο Ιησούς Χριστός, αυτό θα συμβεί, όταν οι επιθυμίες και οι αναζητήσεις αυτού του κόσμου καθώς και τα επίγεια αγαθά κάθε είδους εκτιμηθούν σωστά και πάρουν την θέση που τους ανήκει, όταν δηλ. η αξία του Θεού αναγνωριστεί και βιωθεί ως πρώτο και κύριο μέλημα της ζωής μας (Ματθ. 6,33 Λουκ. 12,31)

Ενοριακό Μπλογκ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΑΤΡΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ του Σεβ Μητροπολίτου Λέρου Καλύμνουκαι Αστυπαλαίας κ. Παϊσίου




ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Αγαπητοί μου ,
ο Μέγας Διδάσκαλος, ο Οποίος απλά και ταπεινά έκλεινε Ουρανούς και ήλθε στην γή να σώσει τον άνθρωπο, αποκαλύπτει στους ανθρώπους τις θρησκευτικές και ηθικές αλήθειες με απλό και πρακτικό τρόπο. Η διδασκαλία του απλή, πρακτική, καθαρή, φωτεινή και κατανοητή στηρίζεται πολλάκις σε φυσικά φαινόμενα, τα οποία ο ανθρώπινος νούς έχει την δύναμη εύκολα να κατανοήσει, και έτσι να βρεί την σωτηρία της ταλαιπωρημένης ψυχής του.
Στην σημερινή, λοιπόν, ευαγγελική περικοπή, την οποίαν ακούσαμε, ο Κύριος μας διδάσκει ότι, δεν πρέπει να φροντίζουμε διά το φθαρτό σώμα μας και δια τα υλικά αγαθά, αλλά δια την ψυχή μας και τα αιώνια αγαθά.
Η ψυχή είναι πολύ ανώτερη από το σώμα, «τι γάρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;».
Ο Πλάστης και Δημιουργός του παντός, ο Θεός Πατέρας, μας λέγει ο Κύριος, τρέφει και φροντίζει τα πετεινά του ουρανού: «κοιτάξτε τά πετεινά, πού πετούν στον αέρα και ίδετε, ότι αυτά δεν σπείρουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν σε αποθήκες για τον χειμώνα, ή τον καιρό της στερήσεως, και όμως ο Πατέρας σας ο επουράνιος τα τρέφει. Εσείς, όμως, αξίζετε πολύ περισσότερα».
Ο Θεός Πατέρας μας, αδελφοί μου, πολύ μα πολύ περισσότερο μεριμνά και φροντίζει δια τούς ανθρώπους της κάθε εποχής, δια τα παιδιά Του, πού είμαστε το τελειότερο των δημιουργημάτων Του.
Ο Θεός είναι Πατέρας όλων των ανθρώπων και δεν κάνει καμία μα καμία διάκριση, αλλά προνοεί δια όλα τα παιδιά Του: «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους», και παρέχει τα αναγκαία δια την συντήρησή τους αγαθά πλουσιοπάροχα.
Ζητά, όμως, από εμας, τα παιδιά Του, να έχουμε πίστη στην πρόνοιά Του και να κάνουμε καλή χρήση των ποικίλων δωρεών Του, ως καλοί οικονόμοι. Πολλοί, όμως, άνθρωποι, αγνώμονες, λησμονούμε την αλήθεια αυτήν και στηριζόμαστε όχι στην αγαθότητα και την αγάπη του αγαθού Θεού Πατέρα, αλλά στις δικές μας ανθρώπινες δυνάμεις, και ζητούμε πολλές φορές με δολίους τρόπους να πλουτίσουμε, «πλούτου αδηλότητι», και να αυξήσουμε την περιουσία μας σε βάρος των συνανθρώπων μας, των αδελφών μας, χρησιμοποιούντες πολλάκις μέσα δόλια, και αντεγκλίσεις .
Δοσμένοι ψυχή τε και σώματι στα πρόσκαιρα και μάταια αγαθά του κόσμου τούτου λησμονούμε την φωνή του Θεού Πατέρα, πού είπε στον άφρονα πλούσιο:«άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, ά δε ητοίμασας τίνι έσται;».
Η πλεονεξία, αδελφοί μου, δεν συντελεί σε τίποτε, ώστε ο άνθρωπος που ζει στον κόσμο αυτό, να ζει μια άνετη και χαρούμενη ζωή, μία χριστιανική ζωή και σε τελική ανάλυση να προσβλέπει σε μία άλλη ζωή, στην μετά θάνατον ζωή, στην πέρα του τάφου ζωή, η οποία δεν έχει ούτε λύπη ούτε στεναγμό, αλλά είναι ζωή ατελεύτητος, χαράς και ευλογίας, εν τοις κόλποις του Θεού Πατρός.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα πλούτη του κόσμου τούτου, ούτε διατηρείται από τα υπάρχοντά του και τα αγαθά του, ούτε τα πλούτη εξασφαλίζουν σε αυτόν μακροζωία και ευχάριστο ζωή.
Όμως, η πίστη του ανθρώπου στην πρόνοια του Θεού Πατέρα, του παρέχει την δυνατότητα να γνωρίσει τον Θεό Πατέρα και να ετοιμάσει από τον κόσμο αυτό την πέραν του τάφου ζωή, πού είναι ζωή χαράς και ευλογίας, λουσμένη με την χάρη του Τριαδικού Θεού.
Η πίστη στην Θεία Πρόνοια του Θεού προς τον άνθρωπο δεν επιδέχεται ουδεμία αμφισβήτηση και είναι αχώρητος της ύπαρξής Του. Και επομένως η Θεία Πρόνοια συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο, διευθύνει και κατευθύνει τον άνθρωπο προς ωφέλεια και ψυχική σωτηρία.
Η πίστη στην Θεία Πρόνοια του Θεού είναι αλήθεια, η οποία καταγράφεται στην Αγία Γραφή και διδάσκεται από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του χριστιανικού θρησκεύματος.
Ο Άγιος Δοσίθεος, ο Ομολογητής μας, λέγει: «πιστεύομεν πάντα τα όντα, είτε ορατά είτε αόρατα υπό της Θεού κυβερνάσθαι προνοίας».
Ας έχουμε, λοιπόν, αδελφοί μου, πίστη ακράδαντη και πεποίθηση στην πρόνοια του Θεού, η οποία πλουτίζει και ανυψώνει τον άνθρωπο· ας έχουμε, αδελφοί μου αγαπητοί, πεποίθηση στην αγαθότητα και δικαιοσύνη του Θεού.
Αυτός μας βοηθά και μας ενισχύει στο αγαθό, Αυτός μας οδηγεί εν μέσω της ερήμου στην γή της Επαγγελίας, Αυτός μας παρέχει το Μάννα της ζωής, Αυτός επιτρέπει να εισέλθουμε στις θλίψεις προς ωφέλειά μας, Αυτός μας σώζει από κάθε κίνδυνο, Αυτός θα μας δωρίσει την ουράνιο μακαριότητα, της οποίας είθε να γίνουμε μέτοχοι. ΑΜΗΝ .
Ο.Λ.Κ.Α.Π.

Κυριακή γ' Ματθαίου

Ἀδελφοί μου,
Ὁ Διδάσκαλος καί Κύριός μας, διδάσκει τούς μαθητές του πού τόν ἀκοῦν προσηλωμένοι:
«Ἐάν ἡ ψυχή σας ἀνήκει στόν Θεό μή μεριμνᾶτε τί θά φάγετε, τί θά πιεῖτε καί μέ τί θά ντύσετε τό σῶμα σας. Δέν ἀξίζει ἄραγε ἡ ψυχή περισσότερο ἀπό τό σῶμα;
Κοιτάξετε τά πτηνά πώς τρέφονται. Οὔτε σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε ἀποθηκεύουν. Ὁ οὐράνιος πατέρας φροντίζει γι’ αὐτά. Σεῖς δέν ἀξίζετε περισσότερο ἀπό αὐτά;
Μέ τήν μέριμνα ποῦ ἔχετε μπορεῖτε νά αὐξήσετε λίγο τό σῶμα σας;  Ὄχι, τί κατορθώνετε λοιπόν μέ τήν μέριμνά σας;
Κοιτάξετε τά λουλούδια τοῦ ἀγροῦ πώς μεγαλώνουν, τί ἄνθη δίνουν. Ἐάν φροντίζει ὁ Θεός γι’ αὐτά, δέν θά φροντίσει γιά σᾶς;
Γιατί εἶσθε ὀλιγόπιστοι;
Αὐτά ζητοῦν μόνο οἱ εἰδωλολάτρες γιατί γι’ αὐτούς αὐτά  μόνο ἔχουν ἄξια. Ὁ οὐράνιος Πατέρας γνωρίζει τίς ἀνάγκες σας, γι’ αὐτό ζητεῖτε τήν ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν τῆς βασιλείας Του μέ τίς ἀρετές τίς ὁποῖες ζητεῖ ὁ Θεός ἀπό σᾶς γιά νά σᾶς χαρίσει τά ἀγαθά του».
Ὄμορφη αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ μεν Κυρίου μας νά διδάσκει, τῶν δέ μαθητῶν νά ἀκοῦν μέ προσοχή. Καί πώς νά μήν ἀκοῦν μέ προσοχή ἀφοῦ τούς ἀποκαλύπτει τήν μεγάλη φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους καί τήν ἀξία πού ἔχει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή.
Μία φροντίδα πού πρέπει νά μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τόν βρόγχο τῆς ἀνασφάλειας ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο γνώρισμά μας.
Θά μπορούσαμε μάλιστα νά ποῦμε ὅτι ὁμοιάζουμε μέ τά ὄστρακα πού σέρνονται στό βυθό τῆς θάλασσας γιά νά βροῦν κάποιο βράχο νά κολλήσουν ἐπάνω τοῦ γιά νά νιώσουν ἀσφάλεια. Ἔτσι καί ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά νιώσουμε ἀσφάλεια στό βράχο εἴτε τοῦ ἀξιώματος, εἴτε τῆς θέσεως, εἴτε τῶν χρημάτων.
Ὅμως δέν νιώθουμε αὐτή τήν ἀσφάλεια γιατί εἴτε τά ἔχουμε σήμερα καί αὔριο τά χάνομε, εἴτε γιατί δέν μποροῦν νά μᾶς τήν δώσουν. Ἔτσι νιώθουμε ἀνασφάλεια καί αὐτή ἀκριβῶς μας δείχνει τό λάθος πού κάνουμε. Τόν ἀναζητοῦμε ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει.
Ποῦ ὀφείλεται ὅμως τό λάθος μας;
Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέει ὅτι: «ὅταν ὁ ἄνθρωπος στρέφεται πρός τά πράγματα τοῦ κόσμου, τότε ἔχει μέσα τοῦ τό λόγο τοῦ κόσμου», πού σημαίνει ὅτι ἐγκλωβίζεται μέσα στόν κόσμο αἰχμαλωτίζεται. Ἡ ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν αἰχμαλωτίζει τήν ψυχή, τήν φυλακίζει.
Ἔτσι κάνει ὁ κόσμος ἐκεῖνο πού κάνει μία ἀράχνη τῆς Ἰαβας. Αὐτή ἐκκρίει ἕνα εὔοσμο ὑγρό πάνω στόν ἱστό της πού ἑλκύει τά ἔντομα καί ἔτσι τά πιάνει.  Ἔτσι ὁ κόσμος ἑλκύει μέ τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν του καί μᾶς αἰχμαλωτίζει μέ ἀποτέλεσμα νά ἀδιαφοροῦμε γιά τήν ψυχή μας.
Γι’ αὐτήν ὅμως ἐνδιαφέρεται ὁ Θεός, γιατί αὐτή θέλει νά σώσει, γι’ αὐτό καί μᾶς λέει «δέν ἀξίζει ἄραγε ἡ ψυχή περισσότερο» καί σέ ἄλλη περίπτωση τονίζει τήν ἄξια της λέγοντας: «Ἐάν κερδίσετε ὅλο τόν κόσμο, χάσετε ὅμως τήν ψυχή σας, ποιό θά εἶναι τό κέρδος σας;»
Τί ζητεῖ λοιπόν ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς;
Ἕνας ἄνθρωπος ἀποφάσισε γιά νά σώσει τήν ψυχή του νά ἀσκητεύσει μέσα στήν ἔρημο. Εὐρῆκε λοιπόν στήν πλαγια του βουνοῦ μία σπηλιά πού μέ δυσκολία ἀνέβαινε κανείς ἐκεῖ καί ἀποφάσισε νά μείνει ἐκεῖ.
Νερό ὅμως δέν εἶχε «Κύριε βρῆκα πού θά μείνω, νερό ὅμως πού θά βρίσκω». Ἀκούει μία γλυκεία φωνή νά τοῦ λέει: «ἔχε μου ἐμπιστοσύνη».  Ἔτσι ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἐμπιστεύθηκε τό Θεό καί νερό εὕρισκε.
Μία μέρα λοιπόν τόν ἐπισκέφθηκαν δυό ἀδελφοί μοναχοί καί γιά νά τούς περιποιηθεῖ ἔβρασε μέ τό λίγο βραστό νερό πού εἶχε σπόρους.  Ἔτσι ὅμως δέν εἶχε νερό γιά νά πιοῦν.
Ἄρχισε λοιπόν νά πηγαινοερχερχεται μέχρι τήν ἄκρη τῆς σπηλιᾶς του καί νά μουρμουρίζει. Τότε ἕνας ἀπό τούς μοναχούς, τόν ἐρώτησε «ἀδελφέ τί ἔχεις καί μουρμουρίζεις;» καί ἀπαντᾶ: «Ὁ Θεός μου ἔδωσε μία ὑπόσχεση ὅτι θά μοῦ στέλνει νερό ὅταν δέν θά ἔχω. Τοῦ ὑπενθυμίζω λοιπόν τήν ὑπόσχεσή του».
Ἐκείνη τή στιγμή ὁ θεός τοῦ δείχνει τήν φροντίδα Του. Ὁ ἀέρας ἔσπρωξε μέχρι τήν σπηλιά ἕνα μικρό σύννεφο καί ἔβρεξε τόσο ὅσο ἤθελε νά γεμίσει ἕνα δοχεῖο πού εἶχε.
Νά λοιπόν τί ζητᾶ ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς. Νά τοῦ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη. Καί ἐμπιστεύομαι τόν Θεό σημαίνει ὅτι εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι θά μέ βοηθήσει στό πρόβλημά μου γιατί ὑπάρχει ἡ φροντίδα του γιά μένα, φροντίζει νά εὐεργετεῖ τήν ψυχή μου.
Ἀδελφοί μου,
Ἔτσι εἶναι! Ὁ Θεός φροντίζει μέσα στη φτώχεια μας, γι’ αὐτό καί τήν ὑπομένουμε, φροντίζει μέσα στήν ἀρρώστια μας γιατί βλέπουμε τήν ἀδυναμία μας καί χάνουμε τόν ἐγωισμό μας, φροντίζει καί μέσα στό κακό γι’ αὐτό βλέπουμε τήν ἄξια του καλοῦ καί τό λαχταροῦμε. Φροντίζει καί μέσα στό θάνατο γιά νά τόν κάνει πέρασμα στήν αἰώνια ζωή, φροντίζει καί μέσα στό πόνο πού δημιουργεῖ ὁ θάνατος γιατί τόν πραΰνει καί τόν παρηγορεῖ μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀντάμωσης γι’ αὐτό καί οἱ Ἀσκητές ὅταν πεθαίνουν ἀποχαιρετοῦν τούς παρευρισκομενους ἀδελφούς τους μέ τήν φράση «καλή ἀντάμωση».
Ἄς ἔχομε λοιπόν ἐμπιστοσύνη στόν Κύριό μας, ὅπως μας ζητεῖ. Καί ἄν τήν ἔχομε τότε Ἐκεῖνος θά φροντίσει γιά τό κάθε τί· γιατί ἡ φροντίδα Τοῦ εἶναι ἡ σωτηρία μας.
Ὁ Θεός νά σᾶς ἔχει καλά.

Κυριακή Γ’ Ματθαίου – Η πρόνοια του Θεού

Ευαγγέλιο Κυριακής: Ματθ. στ’ 22-33
Εἶπεν ὁ Κύριος· 22  Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· 23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; 24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.
25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; 27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· 29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. 30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; 32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῃ£ζετε τούτων ἁπάντων. 33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

Η πρόνοια του Θεού

Τι θησαυρίζουμε

Το λυχνάρι που δίνει φως στο σώμα, είπε o Κύριος, είναι το µάτι· και το λυχνάρι που φωτίζει την ψυχή είναι ο νους. Εάν λοιπόν το µάτι µας είναι υγιές, όλο το σώμα µας θα είναι γεμάτο φως. Εάν όμως το µάτι µας είναι τυφλό, όλο το σώμα µας θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν επομένως ο νους µας σκοτισθεί από την προσκόλληση στον πλούτο, σε πόσο σκοτάδι θα βυθισθεί ή ψυχή µας;
Και συνέχισε ο Κύριος λέγοντας: Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δυο κυρίους. Ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο· ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα καταφρονήσει τον άλλο. Διότι δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα καταφρονήσετε τον Θεό.
Γιατί όμως ο Κύριος μας ζητεί να διαλέξουμε ένα από τα δύο: ή τον Θεό και το θέλημά του, ή τον πλούτο και τις συνέπειές του; Δεν μπορεί κανείς να αγαπά και τον πλούτο και τον Θεό; Όχι! Διότι όποιος έχει προσκόλληση στον πλούτο δεν μπορεί να αγαπήσει αληθινά τον Θεό και τον ουρανό. Διότι ο πλούτος, όταν κυριεύσει τον άνθρωπο, υποδουλώνει τις ψυχές και δεν τις αφήνει να στραφούν προς τα ουράνια αγαθά. Τα πλούτη, οι ανέσεις σκλαβώνουν τον άνθρωπο.
Στα λόγια του Κυρίου μάλιστα ο πλούτος προσωποποιείται ως ανταγωνιστής και ως εχθρός του Θεού. Διότι ο άνθρωπος με τα πολλά χρήματα έχει την αίσθηση της δυνάμεως. Και αγοράζει διαρκώς υλικά αγαθά και αποξενώνεται από τα πνευματικά. Όποιος σκλαβώθηκε στο χρήμα, δεν μπορεί να είναι γνήσιος δούλος Ιησού Χριστού, ο Οποίος ζητά από μας αποκλειστική αφοσίωση. Και η καθημερινή πραγματικότητα αυτό αποδεικνύει. Σε εποχές και σε περιοχές που οι άνθρωποι ζουν μέσα στις ανέσεις, στην πολυτέλεια και την καλοπέραση, πολύ εύκολα ξεχνούν τον Θεό και το θέλημά του. Αντίθετα όταν έλθουν καιροί δύσκολοι, καιροί στερήσεων και πείνας, οι άνθρωποι συνέρχονται, μετανοούν, συναισθάνονται τη μικρότητά τους και την ανάγκη του Θεού. Επιπλέον η προσκόλληση στο χρήμα καλλιεργεί μέσα μας την πλεονεξία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον λόγο του Θεού ως ειδωλολατρία. Το βλέπει κανείς και στις μέρες μας ότι κι εμείς οι πιστοί επηρεαζόμαστε συχνά από το κλίμα αυτό της πλεονεξίας. Θέλουμε διαρκώς να αγοράζουμε, να αποκτούμε περισσότερα, έπιπλα, σκεύη, αυτοκίνητα, σπίτια. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε γινόμαστε ειδωλολάτρες. Δηλαδή κινδυνεύουμε να χάσουμε τον Θεό και την ψυχή μας.

Έχουμε πατέρα

Μη φροντίζετε, συνεχίζει ο Κύριος, με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε και τι θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει και τα κατώτερα.
Κοιτάξτε τα πουλιά που πέφτουν στον αέρα. Ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε μαζεύουν τροφές σε αποθήκες. Κι όμως ο επουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο από αυτά; Άλλωστε, ποιος από σας μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πήχυ; Κανένας. Άλλα και για το ντύσιμό σας γιατί αγωνιάτε; Παρατηρήστε τα αγριολούλουδα, που φυτρώνουν μόνα τους στους αγρούς κι όμως ούτε ο σοφός Σολομών με όλη τη βασιλική του μεγαλοπρέπεια δεν ντύθηκε με ένδυμα τόσο ωραίο, όπως ένα από τα αγριολούλουδα αυτά. Κι αν ο Θεός ντύνει µε τόση μεγαλοπρέπεια τα αγριόχορτα, που σήμερα υπάρχουν και αύριο ρίχνονται στη φωτιά, δεν θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας, ολιγόπιστοι; Μην κυριευθείτε λοιπόν από αγωνιώδη φροντίδα λέγοντας, τι θα φάμε, τι θα πιούμε και τι θα ντυθούμε; Διότι για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται τη ζωή τους στον Θεό. Άλλωστε ο Πατέρας σας γνωρίζει τι έχετε ανάγκη και θα σας το δώσει. Γι’ αυτό πάνω από όλα να ζητάτε τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού. Και τότε θα σας δοθούν και όλα το επίγεια.
Τι µας λέει λοιπόν ο Κύριος; Ότι το άγχος, που στις μέρες µας έχει καταντήσει αληθινή μάστιγα, θεραπεύεται όταν εμπιστευθούμε τη ζωή µας στο χέρια του Θεού. Δεν λέει βέβαια ο Κύριος να μην εργαζόμαστε ή να µη νοιαζόμαστε για τα καθημερινά µας προβλήματα. Αλλά λέει να μην αγωνιούμε αρρωστημένα γι’ αυτά. Θα εργαστούμε βέβαια, θα κουραστούμε, αλλά χωρίς υπερβολές. Όχι εξοντωτικές διπλές και τριπλές εργασίες µόνο και µόνο για να έχουμε πολλές ανέσεις και τελικά γινόμαστε νευρικοί και τρέχουμε στους γιατρούς να µας ηρεμήσουν και να µας θεραπεύσουν. Θα φροντίζουμε εμείς για τα απαραίτητα µε σύνεση, εργατικότητα και υπομονή. Και θα φροντίζει πολύ περισσότερο για µας ο ίδιος ο Θεός. Θα µας δώσει τα αγαθά που χρειαζόμαστε εκεί που δεν το περιμένουμε. Ιδιαιτέρως θα φροντίσει για τους αδικημένους, τους φτωχούς, τους πεινασμένους, αλλά και για εκείνες τις πολύτεκνες οικογένειες που κάποιες στιγμές βρίσκονται σε οικονομικά αδιέξοδα και μεγάλες στερήσεις και προβλήματα που φαίνονται άλυτα. Δεν µας εγκαταλείπει ο Θεός. Αυτός που τρέφει τα πουλιά και ντύνει τα λουλούδια, πολύ περισσότερο θα φροντίσει για µας. Με µία όμως προϋπόθεση. Να ζητούμε εμείς πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της Βασιλείας του.

Ένα θαύμα της Τιμίας Εσθήτας της Θεοτόκου

 
Ενα Θαύμα της Παναγίας κατά τον Ιερό Φώτιο – Παναγιώτη Βολάκη.
Η Θεοτόκος Υπέρμαχος Στρατηγός κατά την Α΄ Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς. Τον Ιούνιο του 860 μ.Χ. και ενώ ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ΄ μόλις είχε εκστρατεύσει εναντίον των Αράβων, η Κωνσταντινούπολη δέχθηκε την επίθεση ενός σχηματιζόμενου τότε έθνους, με το οποίο έμελλε να αναπτύξει πολλές σχέσεις στο μέλλον: του έθνους των Ρώς. Με 200 μικρά πλοία, οι πρόγονοι αυτοί του μεγάλου ρωσικού έθνους, προσορμίσθηκαν στη βασιλεύουσα πόλη, την περικύκλωσαν και άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρά της. Ο αυτοκράτορας αμέσως επέστρεψε στην πολιορκούμενη πόλη, για να αναλάβει την άμυνά της, και μαζί με τον Πατριάρχη Φώτιο ενθάρρυναν τον τρομοκρατημένο πληθυσμό.
Οι Κωνσταντινουπολίτες, καθώς τονίζεται από πολλές βυζαντινές πηγές, αλλά κι από τον ίδιο τον Μέγα Φώτιο, απέδωσαν τη διάσωση της πόλης τους κατά τη βιαιότατη εκείνη πολιορκία, στην θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας, της οποίας την Τίμια Εσθήτα που φυλασσόταν στην Κωνσταντινούπολη, περιέφερε ο ίδιος ο Πατριάρχης με πλήθος απελπισμένου λαού στα τείχη και εμβάπτισε στην θάλασσα . Αποτέλεσμα της λιτανείας αυτής ήταν να ξεσπάσει τρομερή θύελλα, που κατέστρεψε τα πλοιάρια των πολιορκητών, οι οποίοι τρομοκρατημένοι τράπηκαν σε φυγή. Το σημαντικότερο αυτό γεγονός ήταν ένα από τα πολλά, που εδραίωσαν την κοινή βυζαντινή πεποίθηση για το ρόλο της Θεοτόκου ως προστάτιδος της Κωνσταντινούπολης και Υπερμάχου Στρατηγού των αδικουμένων. Την πίστη αυτή διακρίνουμε ξεκάθαρα, στον τρόπο με τον οποίο ο Ιερός Φώτιος περιγράφει το περιστατικό, στη δεύτερη από τις δύο σημαντικότατες ομιλίες του, που αφορούν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς.
«Όταν στερηθήκαμε κάθε βοήθεια και είχαμε χάσει κάθε ανθρώπινο σύμμαχο, εμψυχωνόμασταν από τις προσδοκίες που είχαμε στηρίξει στη Μητέρα του Θεού. Αυτή βάζαμε να παρακαλέσει για μας τον Υιό της, Αυτή να Τον εξευμενίσει για τα αμαρτήματά μας, καλούσαμε σε βοήθεια για να σωθούμε κραυγάζοντες με το δικό Της στόμα, τη δική Της βοήθεια είχαμε σαν τείχος απόρθητο, Αυτή θερμοπαρακαλούσαμε να συντρίψει το θράσος των βαρβάρων, Αυτή να ταπεινώσει την αλαζονεία τους. Αυτή να προστατεύσει τον απελπισμένο λαό, να πολεμήσει υπέρ του ποιμνίου Της. Της οποίας και το ένδυμα αφενός για αναχαίτιση των πολιορκητών και αφετέρου ως φρουρά των πολιορκημένων, εγώ και μαζί μου όλη η πόλη, περιφέραμε αυθόρμητα και εθελούσια˙ κατά τη λιτανεία που κάναμε, εξαιτίας της ανείπωτης φιλανθρωπίας, και της Μητρικής θαρραλέας ικεσίας. Και ο Θεός κάμφθηκε και ο θυμός έφυγε και ελέησε ο Κύριος την κληρονομία Του. Πράγματι, ένδυμα της Μητέρας του Θεού είναι αυτή η Πάνσεπτη Στολή. Αυτή περικύκλωνε τα τείχη και με τον άρρητο λόγο Της έτρεπε τους εχθρούς σε φυγή. Αυτήν περιζωνόταν η πόλη και η οχύρωση των εχθρών διαλυόταν, σαν να είχε δοθεί διαταγή. Με Αυτήν η πόλη στολιζόταν, και με την ελπίδα που είχαν όσοι Την περιέφεραν, έφευγε η εχθρότητα. Όταν περιδιάβηκε το τείχος η Παρθενική Στολή, και οι βάρβαροι αποκαμωμένοι διέλυσαν την πολιορκία και λυτρωθήκαμε από την κατάκτηση που περιμέναμε, τότε αξιωθήκαμε της ανέλπιστης σωτηρίας.»
(Σ. Αριστάρχου, Φωτίου Λόγοι και Ομιλίαι, τ. Β΄, ομιλία ΝΒ΄, Εν Κωνσταντινουπόλει, τύποις The Annuaire Oriental & Printing Co Ltd 1900, σσ. 41-42.)
Κείμενο του Παναγιώτη Βολάκη Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨ Τεύχος 1ο (σελ. 82).
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ

Η φανέρωση του Αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς στη ζωή μου

 

 

Με ρώτησες ως ευφυής και ευγενής ηλεκτρονικός φίλος, από πού κατάλαβα ότι ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς (Μαξιμόβιτς είναι το ορθότερο αλλά εμείς οι Έλληνες πήραμε λίγο λάθος τον τόνο) ήταν αυτός που βοήθησε τη μάνα μου, στην αρρώστια της.
Δύσκολο να το εξηγήσει κάποιος.
Πολύ δύσκολο να το εξηγήσω συνοπτικά σε άνθρωπο με σπουδές και λογική Δυτικού τύπου.
Πολύ δύσκολο έως και αδύνατο, θα έλεγα, όμως…μια και μου έθεσες το ερώτημα θα προσπαθήσω να αρθρώσω δυο λόγια και αν με χαρακτηρίσεις ως τρελή για δέσιμο- καμία κακία δεν θα κρατήσω! 
Είχα πρωτοακούσει απο το σύνευνο Πέτρο για τον άγιο Ιωάννη Μαξιμόβιτς.
Είχα ακούσει ότι οι Αμερικανορώσοι που τον γνώρισαν, τον ευλαβούνταν ως άγιο, ωστόσο
κ α μ ί α απολύτως σημασία δεν έδινα.
Ομολογώ την αδιαφορία μου.
-Εντάξει τώρα!
Δεν ήταν παρά ένας γέρος ρασοφόρος.
Εντάξει.
Δεν θα δεχτώ ότι όποιος είναι γέρος και ρώσος παπάς ότι είναι αυτομάτως και άγιος, μην τρελαθούμε , κυρία μου!
Είμαι χαζή και γραία, αλλά τόοοσο ηλίθια πια δεν είμαι!
Έτσι προσπερνούσα το θέμα και δεν το έκανα ζήτημα.
Το πιο βασικό μου εμπόδιο, νομίζω πως ήταν, η αίσθηση που είχα για τους αγίους, παιδιόθεν.
Οι άγιοι,ας πούμε,για την παιδική μου συνείδηση, έπρεπε να έχουν ζήσει τουλάχιστον πριν απο τριακόσια χρόνια, ήταν μάλλον αγέλαστοι και σχεδόν, όταν θα ζούσαν – δεν θα πήγαιναν καν στην τουαλέτα!
Ο Ιωάννης Μαξιμόβιτς, εκοιμήθη εν Κυρίω, το 1966, στο Σαν Φρανζίσκο
(το άγιο σώμα του, σώζεται ακέραιο στο ναό της ΠΑΝΤΩΝ ΘΛΙΒΟΜΕΝΩΝ Η ΧΑΡΑ, που έχτισε ο ίδιος στην ίδια πόλη)
Ο Άγιος Ιωάννης βρέθηκε πολύ κοντά στην εποχή μου,πώς να πιστέψω ότι ήταν άγιος;
Μα υπάρχουνε άγιοι σήμερα;
-Οχι, όχι, δεν το πίστευα,ότι ήταν άγιος, που να με κρέμαγες απο το σύρμα με μανταλάκια!
Κατά την ταπεινή μου άποψη,απο το 1981 που πρωτοάκουσα γι αυτόν, μέχρι το 2001- που ζήτησα τη βοήθειά του με πόνο ψυχής,
ήταν απλώς, ένας καλός, ίσως, πλην, εντελώς πεθαμένος, γέρος δεσπότης.
Εδώ, γιατρέ μου, να ανοίξω μια παρένθεση και να εξηγήσω, ότι δεν υπάρχει ιστορικό ψυχασθένειας στην οικογένειά μου, ότι δεν μου έχουν χρειαστεί ποτέ χάπια, ότι έχω άριστες σχέσεις με τους συνεργάτες στη δουλειά, και τους γείτονες, οτι έχω φίλους που με αγαπάνε και ότι γενικά, αυτό που λέμε αλαφροίσκιωτη,ποτέ δεν υπήρξα.
Αν άκουγα απο κάπου καμιά μεταφυσική αναφορά περίεργη, περιγελούσα απο μέσα μου,τη νοσηρή φαντασία του θρησκειόπληκτου.
Απέξω μου, δεν έδειχνα, βέβαια μεγάλη αγένεια.
Άκουγα απλά, με επιφύλαξη, όπως οι ψυχίατροι που ακούνε τα μύρια, κουνώντας το κεφάλι τους, ευγενικά και μέ άπειρη-δήθεν-κατανόηση…
Εις πείσμα, όμως, όλων των προηγούμενων παραμέτρων, ο Ιωάννης ο Μαξιμόβιτς, παρότι πεθαμένος, ήταν πιο ζωντανός και πιο δυνατός απο την αφεντιά μου, και με προσέγγισε και μεσυγκίνησε με μια σειρά απο απίστευτες συμπτώσεις που μόνο απλές συμπτώσεις δεν ήταν.
Η μεταστροφή του συναισθήματος που επιτεύχθηκε μέσω αυτών, υπήρξε για μένα, εντυπωσιακή και απροσδόκητη…
……………..
Λίγο καιρό, αφότου άρχισα να εξετάζω το ενδεχόμενο της γνήσιας αγιότητας του πεθαμένου ρώσου δεσπότη, συνέβη η ασθένεια της μητέρας μου.
Για ένα ολόκληρο μήνα σφάδαζε με ασταμάτητους πόνους.
Κανένα παυσίπονο δεν μπορούσε να την ανακουφίσει.
Ίσως έπρεπε να πάρει μορφίνες…
Ο πατέρας μου, είχε περιέλθει σε απελπισία.
Ισα που δεν έκλαιγε, καθώς μου διεκτραγωδούσε την κατάσταση τηλεφωνικά.
Κλείνοντας τη συνομιλία μαζί του, η ψυχή μου ήταν βαριά.
Σκεπτόμενη τους αφόρητους πόνους της μάνας μου, έπεσα στα πατώματα,μπροστά στις εικόνες μου, με δάκρυα ποτάμι και φώναξα αυθόρμητα αυτόν
(πώς μου ήρθε η μορφή του στη μνήμη;ήταν τα προηγηθέντα θαυμαστά σκηνικά που τα παραλείπω)
τον άγνωστο μέχρι χτες,για μένα,ταπεινότατο ρώσο επίσκοπο,του φώναξα να βοηθήσει τη μητέρα μου, και να της σταματήσει τους πόνους που την βασάνιζαν.
Ηταν βράδυ που έκανα αυτή την επώδυνη προσευχή.
Κοιμήθηκα έτοιμη για τα χειρότερα.
Την άλλη μέρα, χτύπησε το τηλέφωνο.
-Κόρη έγινε θαύμα! άκουσα την εκστατική φωνή του πατέρα μου.
-Η μάνα σου ξύπνησε σήμερα και είναι απολύτως καλά!
Δεν την πονάει τίποτα!
Πραγματικά, δεν πίστευα αυτό που άκουγα!
Καθυστέρησα λίγες μέρες μέχρι να το πιστέψω…
Η μητέρα μου, μετά απο έναν περίπου ατελείωτο μήνα νυχθήμερης οδύνης,μετά την επίκληση του Αγίου Ιωάννη του Μαξιμόβιτς, σηκώθηκε χωρίς κανένα πόνο!
Τις επόμενες μέρες, κάναμε την αξονική και το σπινθηρογράφημα και ενώ η αξονική και το σπινθηρογράφημα, όπως και οι ακτινογραφίες έδειχναν έναν άγριο καρκίνο στα κόκκαλα, εκείνη για πέντε επόμενα έτη ήταν όρθια, χωρίς κανένα πόνο, κανένα παυσίπονο και απολύτως λειτουργική σε όλα της!
Εζησε άλλα τρεισήμισι χρόνια-μετά απο συντριπτικό κάταγμα λεκάνης- κατάκοιτη, ειρηνική,χαρούμενη θα έλεγα, πλην όμως χωρίς πόνο…
Ετσι και παρέδωσε το φιλόσοφο πνεύμα της…
Το πιστεύεις;
Μέχρι και ο ορθολογιστής επιστήμονας ο άντρας μου, είπε ότι έγινε θαύμα μέγα
(όλοι κολυμπάμε στα θαύματα,αδιαλείπτως, απλά κάποια θαύματα, είναι …θαυμασιότερα!)
Επειδή επικαλέστηκα το όνομα του Αγίου Ιωάννη και προέκυψε το λυτρωτικό αποτέλεσμα απροσδόκητα, και ανέλπιστα, γι αυτό, η ψυχή μου έχει την
ε σ ω τ ε ρ ι κ ή βεβαιότητα, ότι ο Άγιος Ιωάννης, ήταν εκείνος που τη βοήθησε…
Αυτή είναι η εμπειρία των απλών πιστών της Ορθόδοξης Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων…
Αργότερα συνδέθηκα συναισθηματικά, με τον άγιο Ιωάννη, ακόμη περισσότερο,καθώς διάβασα το βίο του, καθώς είδα ότι αγαπούσε και αυτός πολύ τους δια Χριστόν Σαλούς και ότι είχε κι αυτός, για κολλητό,ένα περιστεράκι…
Οι Άγιοι, είναι τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, αν θες, είναι οι πνευματικοί οδηγοί μας.
Προετοιμάζουν το δρόμο μας, για την εντός ημών Βασιλεία, θέλω να με πιστέψεις…
Τώρα, θα μου πεις , γιατρέ μου:
-Μανδάμ Σαλογραία! τι κάθεσαι και μας λές!
Γιατί να ασχολούνται οι Άγιοι μαζί μας;
-Είναι απλό.
Επειδή,σχεδόν- κατά το υπόδειγμα του απείρως Αγαπήσαντος ημάς- μέχρι θανάτου,μας αγαπάνε!
Και όταν αγαπάς κάποιον και σου ζητάει βοήθεια, τρέχεις-αν πρέπει, διότι πάντα υπάρχει και ένα μυστικό πρέπει που ρυθμίζει τα μύρια αιτήματα των ανθρώπων- και κάνεις για κείνον το καλύτερο.
Και η Αγάπη ζεί και πέρα απο τον τάφο, για όσους έχουν μετατρέψει την καρδιά τους,σε Ναό του Παναγίου Πνεύματος.
Η Αγάπη του Άναστημένου Χριστού και των Αγίων Του, είναι πιο δυνατή απο το θάνατο.
Μέχρι μυελού των οστέων της μάνας μου, αυτό,
το ψηλάφησα!
Σαλογραία

Η ορθόδοξη θεολογία του αρχιεπισκόπου Αγ. Ιωάννη Μαξίμοβιτς. (π. Σεραφείμ Ρόουζ)

 

Σύντομος βίος.
Ο Άγ. Ιωάννης(Μαξίμοβιτς) γεννήθηκε το 1896 σ’ ένα χωριό της νότιας Ρωσίας. Σπούδασε Νομικά στο Χάρκοβο και Θεολογία στο Παρίσι. Από το 1926 κλήθηκε στις τάξεις του ιερού κλήρου για να υπηρετήσει διαδοχικά όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης. Ήταν μικρόσωμος, καμπουριασμένος και ψευδός αλλά σύντομα η θεία Χάρη που «τα ελλείποντα αναπληροί», τον ανέδειξε εκκλησιαστικό ηγέτη, γνήσιο ασκητή και διά Χριστόν σαλό. Διακόνησε ως ποιμενάρχης στη Σαγκάη, τη Δ. Ευρώπη και την Αμερική. Από την επίγεια ζωή του σκορπούσε στους γύρω του τη χάρη, έκανε πλήθος θαυμάτων ενώ από το 1966 που  πέθανε, το άφθαρτο λεψανό του, που βρίσκεται στο Σαν Φρανσίσκο, κάνει πολλές θεραπείες στον κόσμο.  
[...]. Τα θεολογικά συγγράμματα του αρχιεπισκόπου Ιωάννη δεν ανήκουν σε καμιά διακεκριμένη σχολή, και δεν αποκαλύπτουν την επιρροή κανενός θεολόγου του πρόσφατου παρελθόντος. Είναι αλήθεια ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ήταν εμπνευσμένος να θεολογεί, όπως και να γίνει μοναχός και να μπει στην υπηρεσία της Εκκλησίας, από τον μεγάλο του δάσκαλο, μητροπολίτη Αντώνιο Κραποβίτσκυ και είναι επίσης αλήθεια ότι ο μαθητής ενστερνίστηκε την έμφαση του δασκάλου του για επιστροφή στους Πατέρες και σε θεολογία πιο στενά συνδεδεμένη με την πνευματική και ηθική ζωή παρά με την ακαδημαϊκή. Όμως τα θεολογικά συγγράμματα του μητροπολίτη Αντωνίου είναι αρκετά διαφορετικά στον τόνο, στην πρόθεση και στο περιεχόμενο: είχε σχέση με το θεολογικό ακαδημαϊκό κόσμο και με τους διανοούμενους της εποχής του και πολλά από τα συγγράμματά του ενε αφιερωμένα σε διαφωνίες και απολογίες οι οποίες θα γίνουν κατανοητές από τα στοιχεία της κοινωνίας που εκείνος γνώριζε.
Τα συγγράμματα του αρχιεπισκόπου Ιωάννη από την άλλη μεριά, στερούνται αυτής της απολογητικής και φιλόνικης έκφρασης. Δε λογομαχούσε, απλώς κατέθετε την ορθόδοξη διδαχή, και όπου ήταν απαραίτητη η αντίκρουση ψευδών θεωριών, όπως στα δυό μεγάλα του άρθρα πάνω στη σοφολογία του Μπουλγάκοβ τα λόγια του ήταν πειστικά όχι από το προτέρημα της λογικής επιχειρηματολογίας αλλά μάλλον από την παρουσίασή του των Πατερικών διδαχών στα αυθεντικά τους κείμενα. Δε μιλούσε στον ακαδημαϊκό ή στο μορφωμένο κόσμο αλλά στην αδιάφθορη ορθόδοξη συνείδηση και δε μιλούσε για επιστροφή στους Πατέρες, γιατί ό,τι ο ίδιος έγραφε ήταν απλά μια μετάδοση της Πατερικής παράδοσης, χωρίς προσπάθεια να απολογηθεί γι’ αυτήν. Οι πηγές της θεολογίας του αρχιεπισκόπου Ιωάννη είναι απλά: Άγια Γραφή, οι Άγιοι Πατέρες (ειδικά οι μεγάλοι Πατέρες του 4ου και 5ου αιώνα) και περισσότερο από όλα ευδιάκριτα οι θείες ιερές ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτή η τελευταία πηγή η οποία χρησιμοποιείται σε τέτοιο βαθμό από τους θεολόγους πρόσφατων αιώνων, μας δίνει μια ιδέα της πρακτικής, μη ακαδημαϊκής προσέγγισης του αρχιεπισκόπου Ιωάννη στη θεολογία.


Είναι φανερό ότι ήταν ολότελα βυθισμένος στις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας και ότι η θεολογική του έμπνευση ερχόταν κυρίως από αύτη την πρωταρχική Πατερική πηγή από την οποία είχε εμποτιστεί. όχι σε ξεχωριστές ελεύθερες ώρες που είχε ειδικά για να θεολογεί, αλλά στην καθημερινή του συνήθεια να συμμετέχει σε κάθε ιερή ακολουθία. Εντρυφούσε στη θεολογία επειδή ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής του ζωής και αναμφίβολα τούτο περισσότερο απ’ τις επίσημες θεολογικές σπουδές του τον έκανε ουσιαστικά θεολόγο.
Είναι κατανοητό επομένως το γεγονός ότι δε βρίσκει κανείς στον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη κανένα θεολογικό σύστημα. Οπωσδήποτε δε διαμαρτυρόταν εναντίον των μεγάλων έργων της συστηματικής θεολογίας που παρήγαγε ο 19ος αιώνας στη Ρωσία και έκανε ελεύθερη χρήση κατά την Ιεραποστολική του δραστηριότητα των συστηματικών κατηχήσεων αυτής τής περιόδου (όπως όλοι γενικώς οι μεγάλοι Ιεράρχες του 19ου και 20ου αιώνα έχουν κάνει, και στη Ρωσία και στην Ελλάδα, βλέποντας σ’ αυτές τις κατηχήσεις έναν υπέροχο αρωγό στο έργο της ορθόδοξης διαφώτισης των ανθρώπων) . Από την άποψη αυτή ήταν υπεράνω ρευμάτων και ομάδων των θεολόγων και σπουδαστών, σύγχρονων και παλιότερων, οι οποίοι είναι κάπως υπερβολικά συνδεδεμένοι με το συγκεκριμένο τρόπο που παρουσιάζεται η ορθόδοξη θεολογία. Έδειχνε ίδιο σεβασμό στο μητροπολίτη Αντώνιο Κhrapovitsky με την αντιδυτική του έμφαση και στο μητροπολίτη Πέτρο Μοgila με την υποτιθέμενη υπερβολική του δυτική επιρροή. Όταν τα ελαττώματα του ενός ή του άλλου από αυτούς τους Ιεράρχες και υπερασπιστές της Ορθοδοξίας του αποδεικνύονταν, εκείνος έκανε μια κίνηση αποδοκιμασίας με το χέρι και έλεγε, «ασήμαντο»· γιατί πάντα είχε στο στόχαστρο τη μεγάλη Πατερική Παράδοση την οποία οι θεολόγοι αυτοί επιτυχώς μετέδιδαν παρά τα ελαττώματά τους. Σχετικά με αυτό έχει πολλά να διδάξει στους νεότερους θεολόγους των ήμερων μας που προσεγγίζουν την ορθόδοξη θεολογία με ένα πνεύμα που είναι συχνά πολύ θεωρητικό, πολεμικό και πολύ φανατικό.
Για τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη  οι θεολογικές κατηγορίες ακόμη και των πιο σοφών λογίων θεολόγων ήταν επίσης ασήμαντες – ή μάλλον ήταν σημαντικές μόνο στο βαθμό που αποκτούσαν αληθινό νόημα και δε γίνονταν απλώς ζήτημα στείρας μάθησης. Ένα περιστατικό από τα χρόνια που πέρασε στη Σαγκάη, αποκαλύπτει ζωντανά την ελευθερία του θεολογικού του πνεύματος. Μια φορά που παραβρισκόταν στην προφορική εξέταση των τελειόφοιτων κατηχούμενων της καθεδρι­κής του σχολής, διέκοψε την απόλυτα σωστή απαγγελία ενός μαθητή της λίστας των μικρών προφητών της Παλαιάς Διαθήκης με τον απότομο και κατηγορηματικό ισχυρισμό: «Δεν υπάρχει κανένας μικρός προφήτης!» Ο ιερέας δάσκαλος της τάξης ήταν κατανοητά θιγμένος από αυτή τη φαινομενική δυσφήμιση του διδακτικού του κύρους. Όμως πιθανότατα μέχρι και σήμερα οι μαθητές να θυμούνται αυτή την περίεργη διάρρηξη των κανονικών κατηχητικών κατηγοριών και πιθανό κάποιοι απ’ αυτούς να κατενόησαν το μήνυμα που ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης προσπάθησε να μεταδώσει : για το Θεό όλοι οι προφήτες είναι μεγάλοι και το γεγονός αυτό είναι πιο σημαντικό απ’ όλες τις κατηγορίες που κατέληξε η γνώση μας για αυτούς, όσο έγκυρες κι αν είναι. Στα θεολογικά του συγγράμματα και στα κυρήγματά του επίσης, ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης συχνά δίνει μια εκπληκτική διάσταση στην πραγματεία του, η οποία αποκαλύπτει σε μας κάποια απρόσμενη πλευρά, κάποιο βαθύτερο νόημα του θέματος που πραγματεύεται. Είναι εμφανές ότι γι’ αυτόν η θεολογία δεν είναι ένας απλώς ανθρώπινος, γήινος επιστημονικός κλάδος του οποίου τα πλούτη εξαντλούνται από τις λογικές μας ερμηνείες ή στον οποίο μπορούμε να γίνουμε ικανοποιημένοι ειδικοί – αλλά κάτι το οποίο θα έπρεπε να μας στρέφει προς τον ουρανό και να έλκει το μυαλό μας στο Θεό και σε ουράνιες πραγματικότητες, οι οποίες δε συλλαμβάνονται με λογικά συστήματα σκέψης.
Ένας διακεκριμένος ιστορικός της ρωσικής Εκκλησίας ό Ν.Τalberg, πρότεινε (στα Χρονικά του επισκόπου Σάββα) ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης πρέπει να κατανοηθεί πρώτα από όλα ως ένας διά Χριστόν σαλός, ο οποίος παρέμεινε τέτοιος ακόμη και στο αξίωμα του επισκόπου και απ’ αύτη την άποψη τον συγκρίνει με τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, ο οποίος δε συμπεριφερόταν περιορισμένος στους τύπους της εικόνας ενός επισκόπου, όμοια με τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη. Αυτή η σαλότητα (με τα κριτήρια του κόσμου) δίνει ένα χαρακτηριστικό τόνο στα θεολογικά συγγράμματα τόσο του αγίου Γρηγορίου όσο και του αρχιεπισκόπου Ιωάννη· τη σαφή απόσταση από την κοινή γνώμη, από αυτό που όλοι νομίζουν κι έτσι τελικά από την κατάταξη σε κάποιο κόμμα ή σχολή . Η προσέγγιση θεολογικών ερωτημάτων από μια ανώτερη, μη ακαδημαϊκή σκοπιά, και η υγιής αποφυγή στενόμυαλων διαμαχών και πνεύματος λογομαχίας, η δροσερή, απρόσμενη διάσταση σκέψης κάνουν τα θεολογικά τους συγγράμματα πρώτα από όλα πηγή έμπνευσης και μιας πραγματικά βαθύτερης κατανόησης της αποκάλυψης του Θεού,
Ίσως περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο εντυπωσιάζεται κανείς από την απλότητα των συγγραμμάτων του αρχιεπισκόπου Ιωάννη. Είναι εμφανές ότι δέχεται την ορθόδοξη Παράδοση ευθέως και εξ ολοκλήρου, χωρίς δεύτερη σκέψη, όπως το πώς μπορεί κανείς να πιστεύει την Παράδοση και να παραμένει ένας εκλεπτυσμένος μοντέρνος άνθρωπος. Είχε επίγνωση μοντέρνας κριτικής κι αν τον ρωτούσαν μπορούσε να δώσει τις βάσιμες αιτίες για τις οποίες δεν τη δεχόταν στα περισσότερα σημεία. Μελέτησε σε βάθος το ερώτημα της δυτικής επιρροής στην Ορθοδοξία τους πρόσφατους αιώνες και είχε μια πλήρως διαμορφωμένη άποψη πάνω σε αυτό, διακρίνοντας προσεκτικά τί είναι καθαρά απορριπτέο ως ξένο προς την Ορθοδοξία, τί πρέπει να απομακρυνθεί χωρίς να δημιουργηθεί ζήτημα και τί είναι συνετό να γίνει αποδεκτό ως συμβάλλον στην αληθινή ορθόδοξη ζωή και ευσέβεια. Τούτο είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό της έλλειψης προσχηματισμένων απόψεων του αρχιμανδρίτη Ιωάννη και της δοκιμασίας πάντων μέσω της υγιούς Ορθοδοξίας. Όμως παρ’ όλη τη γνώση του και την άσκηση προσεκτικής κριτικής, συνέχιζε να πιστεύει την ορθόδοξη Παράδοση απλά, όπως ακριβώς η Εκκλησία την έχει παραδώσει σε εμάς. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι θεολόγοι της εποχής μας ακόμη κι αν έχουν ίσως αποφύγει τα χειρότερα συμπτώματα της προτεσταντικής και αναμορφωτικής διανόησης και νοοτροπίας, ακόμα βλέπουν την ορθόδοξη Παράδοση μέσα από τα κυάλια του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με το οποίο είναι εξοικειωμένοι. Όμως ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης είχε εντρυφήσει πρώτα και περισσότερο από κάθε τι στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, στις οποίες περνούσε πολλές ώρες καθημερινά και έτσι η χροιά του ορθολογισμού (όχι απαραίτητα με την αρνητική του έννοια) ακόμη και των καλύτερων ακαδημαϊκών θεολόγων ήταν παντελώς απούσα από το στοχασμό του. Στα συγγράμματά του δεν υπάρχουν προβλήματα. Οι συνήθως πολυάριθμες παραπομπές του έχουν μόνο σκοπό να πληροφορήσουν πού μπορεί να βρεθεί η αντίστοιχη διδασκαλία της Εκκλησίας. Από αυτή την άποψη είναι σε πλήρη ενότητα με το πνεύμα των Πατέρων και εμφανίζεται ανάμεσα μας ως ένας από αυτούς κι ως ένας απλός σχολιαστής θεολογίας του παρελθόντος.
Τα θεολογικά συγγράμματα του αρχιεπισκόπου Ιωάννη, εκτυπωμένα κατά καιρούς σε διάφορα εκκλησιαστικά περιοδικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, δεν έχουν ακόμη συλλεχθεί όλα μαζί. Εκείνα που είναι διαθέσιμα αυτή τη στιγμή στην αδελφότητα του Αγίου Γερμανού Αλάσκας, θα γέμιζαν έναν τόμο 200 και πλέον σελίδων. Τα εκτενέστερα συγγράμματά του κατά το μεγαλύτερο μέρος ανήκουν στα πρώτα χρόνια του ως ιερομονάχου στη Γιουγκοσλαβία, όπου είχε ήδη διακριθεί ως εξέχων μεταξύ των ορθόδοξων θεολόγων. Ιδιαίτερα πολύτιμα είναι τα δυό άρθρα του πάνω στη σοφολογία του Βulgakov. Το ένα από αυτά αποκαλύπτει πειστικά, με πολύ αντικειμενικό τρόπο την πλήρη ανικανότητα του Βυlgakov ως Πατερικού σπουδαστή. Το άλλο, μεγαλύτερης αξίας ακόμη, αποτελεί κλασική έκθεση του γνήσιου Πατερικού δόγματος της θείας Σοφίας. Ανάμεσα στα πιο πρόσφατα συγγράμματά του θα έπρεπε κανείς να κάνει αναφορά στο άρθρο του πάνω στην ορθόδοξη αγιογραφία (όπου παρεμπιπτόντως, παρουσιάζει τον εαυτό του πολύ πιο ενήμερο από το δάσκαλό του μητροπολίτη Αντώνιο στο ζήτημα της δυτικής επιρροής στο αγιογραφικό ύφος)· τη σειρά κηρυγμάτων με τίτλο «Τρεις Ευαγγελικές Εορτές» όπου ξεσκεπάζει το βαθύτερο νόημα μερικών από των μικρότερων εορτών της Εκκλησίας και το άρθρο «Η Εκκλησία: το Σώμα του Χριστού». Τα σύντομα άρθρα και κηρύγματά του είναι επίσης βαθιά θεολογικά. Ένα κήρυγμα ξεκινά με τον «Ύμνο στο Θεό» του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και συνεχίζει στον ίδιο εξυψωτικό, Πατερικό τόνο ως μια εμπνευσμένη κατηγορία εναντίον της σύγχρονης αθεΐας. Ένα άλλο το οποίο έγινε τη Μεγάλη Παρασκευή του 1936 είναι μια συγκινητική προσφώνηση στον ενταφιασμένο Χριστό σε τόνο αντάξιο του ίδιου αγίου Πατέρα.
(Αγ. Ιωάννης Μαξίκοβιτς, «Η τιμή της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εηηλησία», εκδ. Μυριόβιβλος.)

Τι είναι η Ευρώπη;(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς (1880-1956), επισκόπου Αχρίδας)

Είναι η επιθυμία και ο πόθος της εξουσίας και της ηδονής, και η γνώση. Αμφότερα ανθρώπινα: η ανθρώπινη επιθυμία και πόθος, και η ανθρώπινη γνώση.
Και τα δύο προσωποποιούνται στον Πάπα και στον Λούθηρο.
Τι είναι λοιπόν η Ευρώπη;
Ο Πάπας και ο Λούθηρος.
Χορτασμένες οι ανθρώπινες επιθυμίες εις το έπακρον, και χορτασμένη η ανθρώπινη γνώση εις το έπακρον.
Ο ευρωπαϊκός Πάπας είναι η ανθρώπινη επιθυμία της εξουσίας.
Ο ευρωπαϊκός Λούθηρος, η πείσμων απόφαση του ανθρώπου τα πάντα να εξηγηθούν με το νου του.
Ο Παπισμός χρησιμοποιεί την πολιτική, επειδή μόνον δι’ αυτής αποκτά κάποιος την εξουσία.
Ο Λουθηρανισμός χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία και την επιστήμη, επειδή νομίζει ότι
αυτός είναι ο δρόμος, δια να απόκτηση κάποιος την σοφία.
Έτσι, η επιθυμία κήρυξε τον πόλεμο κατά της γνώσης και η γνώση κατά της
επιθυμίας.
Τούτο είναι η Ευρώπη.
Στην εποχή μας, όμως, ήλθε μία νέα γενιά Ευρωπαίων, η οποία νύμφευσε την
επιθυμία με τη γνώση και απέρριψε και τον Πάπα και τον Λούθηρο…
Η ανθρώπινη επιθυμία και η ανθρώπινη σοφία εστεφανώθησαν εις τας ημέρας μας
και ούτω συνήφθη γάμος, ο οποίος δεν είναι ούτε ρωμαιοκαθολικός ούτε
λουθηρανικός, αλλ’ οφθαλμοφανώς και δημοσίως σατανικός!
Η σημερινή Ευρώπη δεν είναι πλέον ούτε Παπική ούτε Λουθηρανική.
Είναι υπεράνω και έκτος τούτων. Είναι ολότελα επίγειος, χωρίς έστω και τον πόθο
να ανεβαίνει εις τον ουρανό, είτε με το διαβατήριο του αλάθητου Πάπα είτε πάλι με
τη σκάλα της προτεσταντικής σοφίας.
Αρνείται εντελώς το ταξίδι από τον κόσμο τούτο.
Επιθυμεί να παραμείνει εδώ.
Επιθυμεί να είναι ο τάφος της όπου και το λίκνο της.
Δεν γνωρίζει περί άλλου κόσμου.
Δεν αισθάνεται την ουράνιο ευωδία. Δεν βλέπει στον ύπνο της τους Αγγέλους και
τους Αγίους. Για την Θεοτόκο δεν θέλει να ακούσει. Η ακολασία την στερεώνει εις το
μίσος κατά της παρθενίας. [...]
Οι φίλαρχοι και υπερήφανοι λαοί της Ευρώπης δεν αναγνωρίζουν ποτέ το σφάλμα
των. Έχουν χάσει την έννοια της αμαρτίας και της μετανοίας. Για κάθε κακό στον
κόσμο την ευθύνη έχει άλλος, αυτοί ποτέ.
Πως θα μπορούσαν αυτοί να διαπράξουν αμαρτία, αφού κάθισαν πάνω στο
θρόνο του Θεού και ανακήρυξαν τους εαυτούς των αλάθητους θεούς!
Πρώτος ανακήρυξε τον εαυτό του αλάθητο ο θρησκευτικός των ηγέτης, ο Πάπας.
Το παράδειγμά του, και εις πείσμα του, το ακολούθησαν οι άρχοντες της Δύσης και
οι Βασιλείς. Όλοι ανακηρύχτηκαν αλάθητοι, και οι τον Σταυρόν φορούντες και οι την
μάχαιραν φέροντες. (Δηλ. εκκλησιαστικοί και κοσμικοί άρχοντες).
Πηγή: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

Γιατί ο Πέτρος αρνήθηκε το Χριστό;

 

 

γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού
Ερωτ.: Γέροντα, μας μιλήσατε προηγουμένως για το ατελές του Απ. Πέτρου, προ της Πεντηκοστής. Λόγω της ατέλειας του αρνήθηκε τον Κύριο μας;
Απαντ.: Το θέμα της αρνήσεως του Πέτρου, κατά τις κρίσεις των Πατέρων, είναι οικονομία. Διότι δεν ήτο δυνατό ο Πέτρος, ο οποίος εις όλη την περίοδο πού ήταν μαζί με τον Χριστό και έδειξε τόσο ζήλο και τόση ταπεινοφροσύνη, να πέση σε τόσο μεγάλο λάθος, να αρνηθή τρεις φορές τον Δεσπότη Χριστό. Δεν είναι λογικό αυτό. Θυμηθείτε την ομολογία του Πέτρου!
Όταν ο Ιησούς μας ερώτησε: «Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;» ο Πέτρος ωμολόγησε και είπε: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος». Και ο Ιησούς μας εγύρισε και του είπε: «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψε σοι, αλλ’ ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν». (Ματθ. 16,16-18).
Ο Πέτρος κατά φύσι ήταν πολύ ζηλωτής και ασυμβίβαστος. Μέσα στην πανσοφία Του ο Θεός, μετά την θερμή του ομολογία, τον έθεσε θεμέλιο Γης Εκκλησίας. Επειδή όμως η Εκκλησία θα αγκάλιαζε όλη την ανθρώπινη φύσι, όλους τους χαρακτήρες, όχι μόνο τους ζηλωτές και ισχυρούς αλλά και τους ασθενείς και αδυνάτους, επιτρέπει ο Κύριος την τριπλή άρνησι. Διότι, μην ξεχνάμε· οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ασθενείς και αδύνατοι. Ούτε στους πέντε ανά εκατό δεν θα εύρωμε ισχυρούς χαρακτήρας, οι όποιοι αγάπησαν τον Θεό εξ ολοκλήρου και με την ορμή της αγάπης τους έδειξαν αυταπάρνησι. Γι’ αυτούς λοιπόν τους υπολοίπους ασθενείς έγινε οικονομία. Ο Πέτρος όμως ως ζηλωτής και ισχυρός, πού δεν είχε μέσα του νόημα συγκαταβάσεως, δεν θα το καταλάβαινε αυτό.
Επομένως κάνει μια οικονομία ο Θεός και επιτρέπει να τον αρνηθή. Ύστερα τον θεραπεύει μόνος Του. Τον πλησιάζει και του λέει: «Πέτρε, φιλείς με; Πέτρε, αγαπάς με;» Ελυπήθη ο Πέτρος, δεν το κατάλαβε. Αλλά οι τρεις ερωτήσεις ήταν η θεραπεία της τρισσής αρνήσεως.
Με την τριπλή Ομολογία, ο Πέτρος, εξήλειψε την ενοχή. Έμαθε όμως εκ πείρας, ότι και οι ζηλωταί ακόμη έχουν ανάγκη επιεικείας.
Το ίδιο κάνει ο Θεός και στον Απ. Παύλο. Επειδή ήταν η σπονδυλική στήλη της Εκκλησίας, τον αφήνει στην αρχή να γίνη διώκτης, εχθρός· και ύστερα τον παίρνει· και αυτός με συναίσθησι βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης λέγει: «Ουκ ειμί ικανός καλείσθε Απόστολος, διότι έδιωξα την Εκκλησία του Χριστού». Έχω όμως ένα ελαφρυντικό, ότι «αγνοών εποίησα».
Βλέπετε με πόση πανσοφία ο Θεός οικονομεί για να δώση και σε μας παρηγοριά. Διότι αυτοί οι κορυφαίοι εάν έμπαιναν με την δύναμι της ορμής τους μέσα στην Εκκλησία, που θα ήξεραν ότι εμείς οι αδύνατοι δεν ημπορούμε τώρα να κρατήσωμε; Με αυτό τον τρόπο συγκαταβαίνει η θεία αγαθότης προς τις αδυναμίες των ανθρώπων, ώστε να ημπορέσωμε και εμείς να φθάσωμε εις αυτή. Κατεβαίνει ο Θεός για να σηκωθούμε εμείς.
Από το βιβλίο ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
Αναδημοσίευση από:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

Ο νεκρός που χαμογέλασε μετά θάνατον - και θα ζει για πάντα στο προαιώνιο Φως


Γιατί το χαμόγελο του Γέροντος Ιωσήφ είναι από την αιωνιότητα;


Αξιότιμε Κύριε Παπανικολάου,
Λίγες ώρες μετά τον ενταφιασμό του Γέροντος Ιωσήφ δημοσιεύσατε στην ιστοσελίδα σας ένα άρθρο με τον τίτλο «Η κηδεία του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού – Χαμόγελο από την αιωνιότητα» περιγράφοντας με λίγα λόγια το γεγονός βοηθούμενος και από λίγες φωτογραφίες. Η φωτογραφία του κεκοιμημένου, χαμογελαστός όχι μόνο με τα χείλη αλλά με όλη την έκφραση του προσώπου του, έκανε μεγάλη εντύπωση στον κόσμο και το βλέπουμε από τα άρθρα και σχόλια σε πολλές ιστοσελίδες. Και όντως συναντά κανείς νεκρούς με φωτεινό πρόσωπο, με ειρηνική έκφραση, με βαθειά ανάπαυση, αλλά πού το χαμόγελο; Αφ’ ενός όλοι οι πνευματικοί Πατέρες  λένε ότι η ώρα του θανάτου είναι φοβερή για τον άνθρωπο, αφ’ ετέρου διαβάζουμε στα Γεροντικά ότι και οι πιο προχωρημένοι στην πνευματική ζωή, από ταπείνωση, δεν ξεθάρρευαν πριν περάσουν στην άλλη ζωή όπου δεν υπάρχει πια κίνδυνος. Επί πλέον ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν καρδιοπαθής και πολύ ταλαιπωρημένος από την αρρώστια. Πώς λοιπόν κοιμήθηκε χαμογελώντας;
Η απάντηση είναι: ΟΧΙ, δεν κοιμήθηκε χαμογελώντας, αλλά ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ.
Μετά συζήτηση με μερικούς πατέρες της Μονής, σας μεταφέρουμε την διήγηση του γεγονότος.
Οι δύο μοναχοί που ήταν μαζί του μέχρι την τελευταία στιγμή έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον Γέροντα Εφραίμ και τους υπόλοιπους πατέρες και δεν πρόσεξαν τον κεκοιμημένο, ο οποίος έμεινε μάλιστα με το στόμα μισάνοιχτο.


 

Ήρθαν λοιπόν να τον ετοιμάσουν σύμφωνα με το μοναχικό τυπικό. Ο Γέροντας Εφραίμ έδωσε εντολή να του αφήσουν το πρόσωπο ακάλυπτο. Οι πατέρες προσπάθησαν να του κλείσουν το στόμα, αλλά ήταν αργά, το στόμα παρέμενε ανοιχτό. Έδεσαν μάλιστα μία γάζα γύρο να του κρατήσει το στόμα κλειστό, αλλά μετά που το έβγαλαν το στόμα άνοιξε πάλι. Είχαν περάσει περίπου 45 λεπτά από την κοίμησή του.
- Γέροντα, θα φαίνεται άσχημο έτσι με το στόμα, τί να κάνουμε;
- Όπως είναι, μην του καλύψετε το πρόσωπο!




Τον έραψαν στον μοναχικό μανδύα όπως συνήθως. Όλη η διαδικασία να τοποθετηθεί στον μανδύα και να ραφεί διάρκεσε άλλα περίπου 45 λεπτά. Στην συνέχεια έκοψαν το ύφασμα γύρω από το πρόσωπό του, κατά την εντολή, και βρήκαν τον Γέροντα όπως τον βλέπουν πλέον όλοι, χαμογελαστός. Τους άκουσε και τους έκανε και αυτό το μικρό χατήρι, για να μην τους λυπήσει; Ή ήθελε να μας δώσει μια ιδέα για αυτό που είδε και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται μετά την αναχώρησή του από την παρούσα ζωή;




Το χαμόγελο του Γέροντος Ιωσήφ είναι το πρώτο υπερφυσικό γεγονός μετά την κοίμησή του και έγινε μεγάλη παρηγοριά για όλους.


Παναγιώτης Κουτσού

ΥΓ. "Νεκρού": στην πηγή του άρθρου δημοσιεύονται πιο πολλές φωτο. 
Βιογραφικό & διδασκαλίες του αγίου Γέροντα (κοιμήθηκε 1 Ιούλη 2009 και είναι ένας σύγχρονος άγιος) εδώ.
Και στα δικά μας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...