Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2012

Συνομιλία του αββά Κασσιανού με τον αββά Ισαάκ για την προσευχή


Πρέπει να τηρείται μια τάξη στα διάφορα είδη της προσευχής;
Άς δούμε αρχικά τί ακριβώς σημαίνουν αυτοί οι όροι. Ποιά δηλαδή είναι ή διαφορά, ανάμεσα στις προσευχές στις παρακλήσεις και στις δεήσεις;
Έπειτα, πρέπει να ασκούνται αυτοί οι τρόποι προσευχής ένας- ένας χωριστά, ή όλοι μαζί; Έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα για τους πιστούς ή σειρά με την οποία ό Απόστολος Παύλος έχει παραθέσει καθέναν από αυτούς τούς τρόπους προσευχής;
Η απλώς αυτός ό διαχωρισμός δεν έχει και τόση σημασία και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ό Απόστολος τα παρέθεσε έτσι χωρίς ιδιαίτερη σκοπιμότητα;
Αυτή ή δεύτερη υπόθεση είναι, κατά την γνώμη μου, τελείως παράλογη. Δεν είναι ποτέ δυνατόν να έβαλε το Άγιο Πνεύμα στο στόμα τού Αποστόλου κάτι πού δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα ξαναπάρουμε λοιπόν αυτά τα είδη προσευχής ένα-ένα, με την σειρά πού δόθηκαν, ώστε με την Χάρη τού Θεού να τα αναλύσουμε διεξοδικά.
 Τί είναι δέηση.
 Ό Απόστολος λέει: «Σας παρακαλώ, πρώτα από’ όλα, να κάνετε δεήσεις» (Α’ Τιμ. 2, 1). Δέηση είναι ή κραυγή, ή προσευχή τού αμαρτωλού, ό όποιος με συντριβή καρδιάς εκλιπαρεί για την συγχώρηση των σφαλμάτων πού έχει διαπράξει στο παρελθόν, αλλά και για τις πρόσφατες αμαρτίες του.
 Τι είναι προσευχή.
 Ή προσευχή είναι ή πράξη με την οποία προσφέρουμε ή αφιερώνουμε κάτι στον Θεό. Οι Έλληνες την αποκαλούν «ευχή». Εκεί πού στα Ελληνικά λέει «τας εύχάς μου τω Κυρίω αποδώσω» (Ψαλμ .115, 9), στα Λατινικά λέμε «θα εκπληρώσω τις ευχές πού έκανα προς τον Κύριο», το όποιο σε ακριβή μετάφραση, θα μπορούσε να εκφρασθεί ως έξης: «Θα κάνω τις προσευχές, τις όποιες υποσχέθηκα στον Κύριο». Διαβάζουμε επίσης στο βιβλίο του Εκκλησιαστή: «Όταν τάξεις κάτι στον Θεό, μην αργήσεις να Του το προσφέρεις» (Έκκλ. 5, 3). Ας δούμε λοιπόν, πώς θα πραγματώσουμε αυτή την εντολή.
Προσευχόμαστε λοιπόν, όταν αρνούμαστε τον κόσμο και δεσμευόμαστε επίσημα απέναντι του Θεού, να νεκρώσουμε τον εαυτό μας για καθετί κοσμικό, για ότι δηλαδή άφορα τις πράξεις και τον τρόπο ζωής. Κι αυτός το κάνουμε για να υπηρετήσουμε τον Κύριο με όλη την θέρμη της ψυχής μας. Προσευχόμαστε, όταν περιφρονούμε την δόξα τού κόσμου και τα επίγεια πλούτη, για να προσκολληθούμε ανεμπόδιστα στον Κύριο, με συντριβή καρδιάς και με ταπεινό φρόνημα. Προσευχόμαστε, όταν αφιερώνουμε οριστικά και αμετάκλητα την αγνότητα τού σώματος μας και όταν υποσχόμαστε να ξεριζώσουμε εντελώς από την καρδιά μας τις ρίζες τού θυμού και της λύπης, οι όποιες οδηγούν στο θάνατο. Αν δεν τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας, αν αμελήσουμε και αν παραδοθούμε στο θυμό, στα πάθη και στις παλιές ελλείψεις μας, θα δώσουμε λόγο στον Θεό για τις υποσχέσεις και για τούς όρκους μας. Δίκαια τότε θα ακούσουμε: «Καλύτερα να μην τάξεις, παρά να τάξεις κάτι και να μην το προσφέρεις» (Έκκλ. 5, 4).
 Για τις έντεύξεις.
 Έχουμε επίσης και τις έντεύξεις. Έντεύξεις λέμε τις γεμάτες θέρμη προσευχές που κάνουμε προς τον Θεό για χάρη των συνανθρώπων μας, είτε αυτοί είναι γνώριμοι και αγαπημένα μας πρόσωπα, είτε αυτές οι ικεσίες μας έχουν σαν αίτημα την ειρήνη του κόσμου, καθώς λέει ο Απόστολος Παύλος « Να προσευχόμαστε για όλους τους ανθρώπους για τους κυβερνήτες και για όλους εκείνους που ασκούν την εξουσία» (Α Τιμ.2 , 1-2).
 Κατόπιν, στην τέταρτη θέση, έχουμε τις ευχαριστίες.
 Καθώς ή ψυχή αναλογίζεται τις πλουσιοπάροχες ευεργεσίες πού έχει δεχθεί στο παρελθόν από τον Θεό και καθώς ατενίζει αυτές πού την κατακλύζουν στο παρόν ή καθώς στρέφει τον βλέμμα της στο μέλλον, στα αιώνια αγαθά πού ό Θεός επιφυλάσσει σ’ αυτούς πού Τον αγαπούν, ξεχειλίζει από απέραντη ευγνωμοσύνη και Τον ευχαριστεί με όλη της τη δύναμη. Συμβαίνει πολλές φορές αύτη ή ενασχόληση τού νου με τη θεωρία των μελλόντων αγαθών, να διεγείρει την ψυχή, ώστε αυτή να προσεύχεται με μεγαλύτερη θέρμη. Γιατί βλέπει πολύ καθαρά τα αιώνια αγαθά, πού ετοιμάζει ό Θεός στη μέλλουσα ζωή για τούς Αγίους και αυτό την κάνει να ξεχύνεται σε πέλαγος ανείπωτης χαράς και σε ατέρμονες προς Αυτόν ευχαριστίες.
Κατά πόσο είναι απαραίτητο αυτά τα τέσσερα είδη προσευχής να τα κάνουμε όλα συγχρόνως η χωριστά ή και εναλλάξ.
Αυτές οι τέσσερες μορφές προσευχής φέρνουν πλούσιους καρπούς. Είναι γνωστό από την μακρόχρονη εμπειρία ότι ή δέηση πού είναι θυγατέρα τής μετάνοιας, ή προσευχή πού γεννιέται από την καθαρή συνείδηση, ή οποία τηρεί τις μοναχικές υποσχέσεις, ή ικεσία πού πηγάζει από την θέρμη τής Χάρης και ή ευχαριστία την οποία γεννά ή θεωρία των αγαθών τής Μεγαλοσύνης και τής Αγαθότητας τού Θεού, αυτές όλες οι μορφές αναφοράς τής ψυχής στον Θεό, ξεχύνονται συχνά σε ολόθερμες και πύρινες προσευχές.
ΒΙΒΛ. ΑΒΒΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ . ΤΟΜΟΣ Α

ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΕΙΝΑ ! + Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος

το κήρυγμα του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ.κ.Χρυσοστόμου κατά τον Α' Κατανυκτικό Εσπερινό



πηγή:Ι.Μ.ΠΑΤΡΩΝ

Ο γέροντας Ηλίας Τσιορούτσα-Μία αγιασμένη μορφή της Μονής Τσερνίκα





Ό ιερομόναχος π. Ηλίας γεννήθηκε στίς 30 Ιου­νίου 1909 στην κοινότητα Βασίλε Άλεξάνδρι του νό­μου Τούλτσεα, έχοντας ως γονείς του τον Κωνσταντίνο και την Ελένη. Στό βάπτισμα του έλαβε το όνομα Ιόργκου. Ήταν ό πιο υπάκουος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογενείας του. Ότιδήποτε του έλεγαν και του άνέθεταν να κάνη οί γονείς του, το έξεπλήρωνε αμέ­σως.
Ή οικογένεια του ήταν αρκετά πλούσια. Οί γονείς του ήσαν απλοί και πιστοί χριστιανοί. Ένθυμεΐται ό π. Ηλίας, τα βράδια πού στεκόταν κοντά στην σόμπα καί άκουγε τον πατέρα του να διαβάζη το Ψαλτήριο.
Για την παιδική του ηλικία, πού έζησε στο χωριό του, έλεγε:
«Όταν ήμουν μικρός καί έβλεπα τον ιερέα μας με την μεγάλη γενειάδα πώς λειτουργούσε στην εκκλη­σία, έσκεπτόμουν ότι κατέβηκε ό Θεός από τον ουρα­νό καί ήλθε να μας λειτουργήση στην εκκλησία μας».
Πρίν ακόμη να πάη στο δημοτικό σχολείο, ό π. Ηλίας έμεινε ορφανός καί αποχωρίσθηκε από τα α­δέλφια του. Έμεγάλωσε σ’ ένα ορφανοτροφείο της πό­λεως Τούλτσεα. Εκεί ό ιερεύς Ζαχαρίας Ποπέσκου τον έβοήθησε και τον χειραγώγησε σταθερά. Σάν καλός λειτουργός πού ήταν, έπαιρνε τον μικρό Ίόργκου στο “Αγιο Βήμα, ακόμη από την ηλικία των 7 ετών, για να τον βοηθή στίς εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Το δημοτικό σχολείο καί το γυμνάσιο τελείωσε στην Τούλτσεα. Στό σχολείο εντυπωσίαζε τους άλ­λους για τον ιδιαίτερο ζήλο του στα μαθήματα. Εάν κάποτε οι καθηγητές απουσίαζαν από το μάθημα τους, έκανε αυτός μαθήματα στα άλλα παιδιά, για να μην πάη ή ώρα χαμένη. Έβοήθησε πολύ τους συμμαθητές του στα μαθήματα τους, γι αυτό κι αυτοί τον τιμού­σαν καί τον αγαπούσαν. Στό τέλος του σχολείου ό διευθυντής συμπλήρωσε με το δικό του χέρι τα έξης λόγια στο απολυτήριο του παιδιού.«Αυτός ήταν ό κα­λύτερος μαθητής του σχολείου μας».
Την εκκλησιαστική σχολή έτελείωσε στην Κωνστάντζα. Την περίοδο 1923-1929 κατόρθωσε να πέρα­ση μαθήματα δύο σχολικών ετών σε ένα. Οί συμμαθη­τές του τον έλεγαν «ό καλόγερος». Όταν αυτοί μιλού­σαν για ανήθικα πράγματα καί κοσμικά αστεία, αυτός αναχωρούσε από κοντά τους. Απέφευγε να κοιτάξη κορίτσι στο πρόσωπο. Περιφρονούσε τα έργα της πορνείας με απέχθεια. Αργότερα θα γράψη σχετικό βιβλίο στο όποιο καταδικάζει αυτή την αμαρτία. Μία οδός για την προφύλαξι από την αμαρτία της πορ­νείας εύρισκε στους στοχασμούς του θανάτου καί της μελλούσης κρίσεως. 
‘Ελεγε: «Ή εικόνα της μελλού­σης κρίσεως στα σπίτια μερικών χριστιανών είναι έ­να μεγάλο καί πολύ καλό βιβλίο της χριστιανικής σο­φίας. Εγώ ό ίδιος, όταν ήμουν νέος καί έπήγαινα στον χορό, έχαιρόμουν, αυτό είναι αλήθεια, άπ’ αυτή την διασκέδασι των νέων, αλλά γρήγορα μου ερχόταν στον νου ή ματαιότητα αυτού του κόσμου καί δεν ήθε­λα πλέον να βλέπω παλικάρια καί κορίτσια να χορεύουν. Μάλλον έβλεπα κινούμενους ελεεινούς σκελετούς ανθρώπων. Τότε μου ήρχοντο δάκρυα στα μάτια καί θρηνούσα γι’ αυτόν τον απατη­λό καί παροδικό κόσμο μας».
Μετά την άποπεράτωσι των σπουδών του στην εκ­κλησιαστική σχολή ήθελε να καλογερέψη, αλλά έφοβεΐτο μήπως και δεν ήμπορέση να κράτηση τίς μονα­χικές υποσχέσεις.’Ετσι παντρεύθηκε την Αλεξάνδρα Μιρέσκου καί μετά τον γάμο του, χειροτονήθηκε ιε­ρεύς το 1931 στην ενορία Στεφανέστι του νόμου Ίλβόφ. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Αιμίλιο καί τον Κων­σταντίνο.
Το 1937 συνέγραψε θεολογική εργασία με θέμα: «Ή φροντίδα της σωτηρίας».
Όπως όλοι στην οικογένεια του, είχε καί αυτός μία ιδιαίτερη κλίση στην έκμάθησι ξένων γλωσσών. Ό π. Ηλίας έγνώριζε την γαλλική, την γερμανική και την λατινική
Ή ποιμαντική του δραστηριότητα
Σάν έγγαμος ιερεύς έφρόντιζε μόνος του για την καθαριότητα του Ίερού Βήματος. Στό τέλος των Ακο­λουθιών, οτιδήποτε προσφερόταν από τους πιστούς στην εκκλησία, π.χ, πρόσφορα, κουλούρια κλπ, τα ά­φηνε να παίρνουν πρώτα οι επίτροποι καί οι σύμβου­λοι καί κατόπιν έπαιρνε καί αυτός κάτι, εάν περίσ­σευε. Κάθε φορά έμνημόνευε έναν επίτροπο, ό όποιος τον βοηθούσε στην Λειτουργία της εκκλησίας. Αυτός σ’ ολόκληρη την ζωή του δεν άπλωσε το χέρι του να πάρη κάτι.
Όταν τον προσκαλούσαν για Έξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία, έπήγαινε οποιαδήποτε ώρα της ήμέρας, χωρίς να έξετάζη τί καιρό έκανε έξω. Επειδή ή­το καί κοντόσωμος, ξεγλιστρούσε ανάμεσα στους γι­γαντόσωμους και έφθανε ξαφνικά στο σπίτι του ασθε­νούς, πρίν ακόμη και να τον καλέσουν.
Όταν ήτο ακόμη έγγαμος ιερεύς, δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα του σπιτιού του, για να μπαίνη οποιοσδή­ποτε είχε ανάγκη να μιλήση μαζί του σε οποιαδήποτε ώρα ημέρας ή νυκτός. Ή πρεσβυτέρα του, του έλεγε πολλές φορές να κλεινή την πόρτα, για να μην αρπά­ξουν κάτι από την αυλή τους. Άλλα, όπως μας έλεγε ό π. Ηλίας, ουδέποτε τους έκλεψε κάποιος κάτι, πα­ρότι στο χωριό του κυκλοφορούσαν κλέφτες αλόγων καί πουλερικών.                            
Ενίοτε έπήγαινε με ασθενείς από το χωριό του σ’ ένα καλό γιατρό, πού ήτο πιστός Χριστιανός και τον έγνώριζε. Όση ώρα ό ασθενής δεχόταν τίς εξετάσεις του γιατρού, ό π. Ηλίας συνωμιλούσε μαζί του. Όταν ό ασθενής ήτο βαρεία άρρωστος, ό γιατρός δεν έδινε καμία πιθανότητα για καλυτέρευσι του ασθενούς και έλεγε στον ιερέα: «Ό άνθρωπος αυτός δεν θα ζήση πο­λύ καιρό». Τότε ό ιερεύς επέστρεφε στο χωριό του καί άρχιζε να νηστεύη καί να προσεύχεται για τον ασθενή Χριστιανό του, προτρέποντας κι αυτόν να κάνη ελεη­μοσύνες, ιδιαίτερα στις εκκλησίες, όπως ευαγγέλια, ά­για δισκοπότηρα, εικόνες καί ό,τι άλλο είχαν ανάγκη, καί στους πτωχούς. Πολλές φορές, χάρις στις προσευ­χές του το αποτέλεσμα ήτο διαφορετικό από εκείνο πού γνωμάτευε ό γιατρός, καί ό ασθενής επιζούσε.
Όταν ήταν νέος ιερεύς, έπήγαινε σ’ ένα ψυχιατρείο για να λειτουργήση εκεί για τους ψυχοπαθείς. “Ελεγε στους γιατρούς:«”Ερχομαι εδώ για να βλέπω, γιατί φθάνουν αυτοί οι άνθρωποι σ’ αυτό το σημείο, καί να ενημερώνω προληπτικά τους ενορίτες μου». Τότε οί γιατροί του έλεγαν: «Ξέρετε γιατί αυτοί είναι εδώ; Σόδομα καί Γόμορα!».
Όπουδήποτε λειτουργούσε, οι ενορίτες του τον α­κολουθούσαν, διότι τον αγαπούσαν, ενώ όταν αναχω­ρούσε, του έλεγαν: «Πάτερ, μείνε μαζί μας για πά­ντα».
Τον π. Ηλία αγαπούσαν καί έσέβοντο ιδιαίτερα οί κλέφτες καί οί ληστές, οί όποιοι, ως γνωστόν, δεν εκτιμούν καί δεν σέβονται κανέναν. Κάποτε περνώ­ντας μια νύκτα μέσα από το διπλανό δάσος του χω­ρίου, άκουσε κτυπήματα, πολλές φωνές καί θορύβους, καί κατάλαβε ότι ήσαν ληστές. Τότε έφώναξε δυνατά: «Εγώ είμαι ό π. Ηλίας από το χωριό». Οί ληστές του απήντησαν. «”Αιντε, πέρασε, πέρασε γρήγορα!». Την δεύτερη ήμερα μπήκε στο χωριό μία καρότσα, στην ο­ποία είχαν τοποθετήσει νεκρό ένα χωριάτη, πού έσκότωσαν οί ληστές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Πάντοτε, όταν τα έβλε­πε, πολύ χαιρόταν. “Ελεγε: «Χάριν των παιδιών κρατεί ακόμη ό Θεός τον κόσμο».
Κάποτε, στην περίοδο του πολέμου, σ’ ένα βομ­βαρδισμό, ό π. Ηλίας επήρε στα μπράτσα του ένα παιδί καί άρχισε να προσεύχεται. «Κύριε, γι’ αυτόν τον άγγελο πού κρατώ στα χέρια μου, φύλαξε με καίμένα άβλαβη». Καί ό Θεός τον άκουσε. Δεν έπαθε τί­ποτε από τον βομβαρδισμό.
Στήν φυλακή
Στά χρόνια 1962-1964 φυλακίσθηκε στην Ζιλάβα. Μετά την άποφυλάκισί του λειτούργησε για λίγο καιρό στην ενορία του αγίου Γεωργίου του Παλαιού στο Βουκουρέστι. Το 1965 βρέθηκε στην ενορία Λεχλίου του νόμου Ίαλομίτσα καί στα χρόνια 1966-1971 στην κοινότητα Τσιοκανέστι του νόμου Ίλβόφ.
H Μονή Τσέρνικα
Ή ζωή του στον μοναχισμό
Συνταξιοδοτήθηκε το 1971, ενώ το 1974, πέθανε ή πρεσβυτέρα του. Τότε αυτός μπήκε στο μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίον του Βουκουρεστίου, στις 16 Ιου­λίου 1976. Την ϊδια χρονιά έκάρη μοναχός από τον ε­πίσκοπο Ρωμανό της Ίαλομιτσιοάρας έχοντας ως ανά­δοχο στην κούρα του τον ηγούμενο π. Νήφωνα και τον αρχιμανδρίτη π. Βενέδικτο Γκίους.
“Αφησε τα πάντα καί ήλθε στο μοναστήρι λέγοντας μέσα του. «Κύριε, εγώ ήλθα για να κρατήσω και την ύπόσχεσΐ μου. Θα πιασθώ από την πόρτα του μοναστηρίου. Εσύ, εάν με θέλης, δέξαι με, εάν όχι, ό­χι…». 
Τον πόθο για τον μοναχισμό τον είχε άφ’ ότου ήταν παντρεμένος. Μάλιστα είχε κάνει συμφωνία ενώ­πιον του πνευματικού του με την πρεσβυτέρα του, ότι οποίος θα παραμείνη μόνος του, θα πάρη τον σταυρό στο χέρι καί θα πάη στο μοναστήρι.Αφοΰ απέθανε πρώτη ή πρεσβυτέρα, ό π. Ηλίας έκράτησε την ύπόσχεσή του.
Μετά από αρκετό καιρό έλεγε: «’Οταν μπήκα στο μοναστήρι, μου ερχόταν να φιλήσω τίς πέτρες από ε­σωτερική ευτυχία».
Αρχικά έμεινε σ’ ένα κελλί ερειπωμένο. “Επρεπε να φέρνη λάσπη με το χέρι του και να το έπιδιορθώνη, χωρίς τοΰτο να είναι εύκολο, δεδομένου ότι ήταν αρκετά γέρος στην ηλικία.
Ό π. Ηλίας έκανε μεγάλη πνευματική ασκηση, α­κόμη από τα νεανικά του χρόνια. “Ελεγε: «Όταν ει­σήλθα στο μοναστήρι, είπα ότι οι μοναχοί είναι άγιοι και σκεπτόμενος ότι εγώ μέχρι τώρα ήμουν σε ενορία και είχα τα πάντα, απεφάσισα να κρατώ κι εγώ με αυ­στηρότητα τις νηστείες».
Όταν πλέον είχε γίνει μοναχός, ένήστευε τελείως από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι το Σάββατο το α­πόγευμα. Σέ κάθε μία από τίς τέσσερις μεγάλες νη­στείες της Εκκλησίας μας κρατούσε καί μία εβδομάδα με πολλή αυστηρότητα. Ενώ στο τέλος κάθε εβδομά­δος ένήστευε από την Πέμπτη το απόγευμα μέχρι την Κυριακή το πρωί, οπότε καί λειτουργούσε. Άλλα ούτε καί στίς άλλες ήμερες της εβδομάδος έ’τρωγε πολύ.
Αυτό το ελάχιστο το όποιο έτρωγε, έφρόντιζε να είναι φυσικό καί να προέρχεται από τα χέρια ευσεβών χριστιανών, πού ήρχοντο τακτικά στην εκκλησία, έξομολογούνταν καί κοινωνούσαν. Ή συμβουλή τουπρος τους μαθητές του ήταν: «Μη κτυπάτε τους φαρμα­κοποιούς, αλλά τους μαγείρους»….”Ελεγε: «Την μισή χριστιανική πίστι έμαθα στηνεκκλησιαστική σχολή καί την άλλη μισή από τον λαό».
“Ενας φοιτητής, πνευματικό του παιδί, έλεγε: «Στίς 12 Αυγούστου 1996 επήγα στον Γέροντα λίγο λάδι καί λίγο τυρί. Μου είπε: «Ντρέπομαι να πάρω από σένα, γιατί είσαι φοιτητής». Αλλά, επειδή εγώ επέμενα, τα δέχθηκε. Όμως είδα ότι ολόκληρη ή ΰπαρξίς του παρουσίασε ένα αίσθημα ντροπής και φαινόταν καθαρά ότι, για να πάρη κάτι από ένα φοι­τητή, έπρεπε να καταπάτηση μερικές βασικές καί δυ­νατές πεποιθήσεις του.
Τηρούσε πάρα πολύ τα ευαγγελικά λόγια: «Εάν ό οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, εξελε αυτόν εάν ή χειρ σου σκανδαλίζω σε, εκκοψον αυτήν»,
Για την δύναμη του Ψαλτηρίου έλεγε ότι ομοιάζει με τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Συνιστοΰσε στους υποτακτικούς του να διαβάζουν από ένα Κάθισμα κάθε ήμερα. Και σπάνια άφηνε κάποιον να διαβάζη περισσότερα.
Συμβούλευε τους μαθητές του να μη μπαίνουν στο σπίτι κάποιου, ούτε να δέχονται τον οποιονδήποτε στο σπίτι τους.
Το έτος 1977 επήγε για προσκύνημα στα Ιεροσό­λυμα, οπού και έμεινε τρεις μήνες. Εκεί, πολλές φο­ρές, όταν έτρωγε, δεν ήθελαν να του πάρουν χρήματα καί επί πλέον του έβαζαν φαγητό σε πακέτο να πάρη καί μαζί του. Ό ίδιος μας έδιηγεΐτο: «Όταν περπατού­σα στον δρόμο, όπου ήσαν στρατιωτικά φυλάκια, λό­γω της έχθρότητος μεταξύ Εβραίων καί Αράβων, σ’ όλους έκαναν έρευνα καί μόνο έμενα με άφηναν να περάσω, χωρίς να με ελέγχουν». Κάποτε πλανήθηκε και δεν ήξερε τον δρόμο για να πάη στο σπίτι πού εί­χε ενοικιάσει. Τότε ένας Εβραίος φαρμακοποιός τον πήρε με το αυτοκίνητο του καί τον έφερε στο σπίτι πού έμενε.
Αγαπούσε ό π. Ηλίας την ελεημοσύνη καί, όσοι ήρχοντο σ’ αυτόν για συμβουλές καί έξομολόγησι, τους προέτρεπε στο ίδιο έργο. Είχε ένα χονδρό τετρά­διο με ονόματα χιλιάδων ανθρώπων, οί όποιοι είχαν βοηθήσει στίς εκκλησίες, καί τους οποίους έμνημόνευε σ’ όλη την ζωή του.
Ακόμη κι όταν ερχόταν μοναχός στο κελλί του, του έδινε ο,τι είχε καί όσο ημπορούσε. Από την σύνταξή του αγόραζε διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα καί τα έχάριζε στίς εκκλησίες ή βοηθούσε στην άνοικοδόμηση καί επισκευή τους.”Ελεγε ό Γέροντας: «Πάντοτε, όταν έδινα ελεημο­σύνη, ελάμβανα τρεις καί τέσσερις φορές περισσότε­ρα».
Όταν οί μαθητές του έπαιρναν κάποιο ιερό αντι­κείμενο για εκκλησία, όπως ‘Αγιο Ποτήριο, Σταυρό, Ευαγγέλιο, ιερατικά άμφια κ.λπ. καί τον ερωτούσαν που να τα χαρίσουν, τους απαντούσε:«Αναζητήστε μια εκκλησία ή ένα μοναστήρι πτωχό, πού έχουν κα­λόν ιερέα καί εκεί να τα δώσετε. Άλλα, εάν κάποιος από την οικογένεια σας έδωσε σε κάποια συγκεκριμέ­νη εκκλησία, έκεΐ να δώσετε καί εσείς».Χαιρόταν παρά πολύ όταν τα πνευματικά του παι­διά έκαναν ελεημοσύνη στίς εκκλησίες καί τους έλε­γε: «Μου έδώσατε νιάτα για 20 χρόνια».
Στό διάβα της ζωής του ύπέμεινε πολλές χειρουρ­γικές επεμβάσεις. Σέ δύο απ’ αυτές, όταν ευρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, δυο από τους μαθητές του έ­δωσαν από ένα Ευαγγέλιο στον ιερέα του νοσοκο­μείου. Όταν τους είδε, άρχισε να πηγαίνη ή υγεία του προς το καλύτερο καί μετά από λίγες ήμερες εξήλθε από το νοσοκομείο. Στήν τελευταία έγχείριση, άφοϋ ό γιατρός είδε τις αναλύσεις καί τα άκτινογραφήματα, έδήλωσε έκπληκτος: «Δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ζει ακόμη αυτός ό άνθρωπος, δεδομένου ότι όλα είναικατεστραμμένα μέσα του». Κατόπιν ερώτησε τον Γέ­ροντα: «Ή πανοσιότης σας δεν τρώγετε τίποτε;» Με­τά από εκείνη την έγχείριση έζησε ακόμη δύο χρόνια.
Κάποτε ήλθαν στον Γέροντα μερικοί απλοϊκοί άν­θρωποι από την επαρχία. Άφού συνομίλησαν, τους ε­ρώτησε: «Υπάρχει περίπτωσις πορνείας στίς οικογέ­νειες σας;» Εκείνοι του απήντησαν: «Όχι, πάτερ».«Τότε προσέξετε τί θα κάνετε. Θα πάτε στον ιερέα του χωρίου σας καί να τον ερωτήσετε από τι έχει ανάγκη για την εκκλησία του καί έσεΐς, κατά την δύναμή σας, προσπαθήστε ν’ αγοράσετε κάποιο αντικείμενο καί να το χαρίσετε στην εκκλησία».



‘Ολόκληρα χρόνια είχε το διακόνημα να ξεθάπτη τους νεκρούς καί να λειτουργή γι’ αυτούς στην εκκλη­σία του αγίου Λαζάρου, τελώντας και μνημόσυνο στο τέλος. Ακόμη καί από τότε πού τον άλλαξαν από τοδιακόνημα αυτό, έπήγαινε μία φορά την εβδομάδα στο κοιμητήριο του μοναστηρίου, όπου έθυμίαζε, άνα­βε κεράκια καί προσευχόταν για τους νεκρούς. Όταν έπήγαινε για το κοιμητήριο, έπαιρνε μαζί του λίγοψωμί καί έτάΐζε τα πουλάκια, τα όποια ήρχοντο καί έστέκοντο επάνω στον ώμο του.
Μερικές φορές τον χρόνο έπήγαινε στο κοιμητή­ριο Μπέλου, του Βουκουρεστίου, καί έκαμνε «Τρι­σάγια» στους τάφους των ηρώων,πού έπεσαν για την ελευθερία καί την αξιοπρέπεια του έθνους. Επίσης έ­πήγαινε στον τάφο του μεγάλου ποιητοϋ Μιχαήλ Έμινέσκου καί στους άλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά την έπανάστασι του 1989 καί την πτώση του κομμουνι­σμού, έπήγαινε καί στους τάφους των εκεί θαμμένων ηρώων καί τους έμνημόνευε.
Ό διάβολος φθονούσε τον Γέροντα για την καθα­ρή ζωή του καί προσπαθούσε να τον φοβήση με διά­φορες ταραχές μέσα στο κελλί του προκαλώντας δια­φόρους ήχους.
Όταν κτιζόταν ή εκκλησία στο χωριό Νταρμανέστι, ό Γέροντας έχάρισε 13000 λέι (τότε ό μισθός ήτο 1000-2000 λέι τον μήνα). Ό ιερεύς εκείνης της ενο­ρίας έκοψε την άπόδειξη, όμως μία γυναίκα άρπαξε με τρόπο την άπόδειξη του π. Ηλία καί μ’ αυτήν επήγε στον ιερέα του χωριού λέγοντας του ότι ό π. Ηλίας μετάνοιωσε καί ζητεί πίσω τα χρήματα του. Ό ιερεύς εκείνος επήρε την άπόδειξι καί έδωσε στην γυναίκα τα χρήματα. Ό π. Ηλίας, όταν το έμαθε λυπήθηκε πά­ρα πολύ. Όμως δεν ανταπέδωσε το κακό με το κακό. Απεναντίας, μετά άπ’ αυτό το συμβάν, την βοηθούσε κατά καιρούς, άπ’ αυτά πού του έδιναν οί άλλοι χρι­στιανοί, όταν ερχόταν να ζήτηση βοήθεια. Μάλιστα της έδινε να πάρη καί μαζί της φαγητό.
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος από την κοινό­τητα Μπουσκάνι. Επειδή ήταν ανάγκη να φυγή για να λειτουργήση, άφησε τον νέο μόνο του στο κελλί του καί, όταν επέστρεψε, δεν εύρηκε ούτε τον νέο, ούτε τον σταυρό πού είχε στο τραπέζι του. Τότε ό Γέρο­ντας προσευχήθηκε επίμονα να έπιστρέψη ό νέος τον σταυρό. Μετά από κάποιο καιρό, ό νέος επέστρεψε με μελανιασμένο καί πληγωμένο το πρόσωπο του καί έ­χοντας στα χέρια τον σταυρό. Διηγήθηκε στον Γέρο­ντα ότι κάθε νύκτα κάποιος τον ξυπνούσε καί τον κτυ­πούσε με τον κλεμμένο σταυρό. Κι αυτός μη μπορώ­ντας να ύπομείνη άλλο τα βάσανα καί τα κτυπήματα, έφερε τον σταυρό πίσω. Ό Γέροντας τον δέχθηκε, του καθάρισε τίς πληγές, του έδωσε να φάγη φαγητό καί τον συνεχώρησε γι’ αύτη την πράξι του. Καί από πά­νω του έδωσε καί χρήματα για τον κόπο του. Μία μα­θήτρια του τον ερώτησε πόσα χρήματα του έδωσε, καί ό πατήρ της απήντησε: «”Εβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη μου καί όσα έπιασα του τα έδωσα».
Δύο τρία χρόνια πρίν από τον θάνατο του, έλεγε: «Εγώ δεν πεθαίνω πλέον για μένα, αλλά για τους άλ­λους».
Το άγιο τέλος του
Στίς 8 Ιουνίου του 1996 είπε στους μαθητές του πώς θα τον ενταφιάσουν: «Τα ρούχα της κηδείας μου τα έχω κάτω από το κρεββάτι μου, είναι όλα παλαιά, αλλά με αυτά να με ενδύσετε. Φέρετρο να μη μου κά­νετε, αλλά να με περιτυλίξετε με την ψάθα μου. Οι δύο σταυροί πού θα βάλετε στον τάφο μου, ο ξύλινος και ό πέτρινος, ήδη είναι έτοιμοι. Όμοίως έχω έτοιμα μερικά κεριά και πετσετάκια. “Οταν θα πεθάνω, να μη με κρατήσετε πολύ, αλλά να με θάψετε γρήγορα, την δεύτερη ημέρα. Το βράδυ να με φέρετε στην εκκλησία του αγίου Λαζάρου, αλλά να μη με βάλετε επάνω σε τραπέζι ή σε κάποιο άλλο κάθισμα, αλλά κάτω στο τσιμέντο, μετά την πόρτα της εκκλησίας. Στό κεφάλι μου να μου ανάψετε ένα καντήλι. Ό τάφος μου να εί­ναι στην άκρη της λίμνης, μαζί με τους νεκρούς του λάου και να μη τον περιφράξετε με κιγκλίδωμα ή κάτι άλλο». (Στό Κοιμητήριο της μονής Τσερνίκα, θάπτονται, κατά παράδοσιν, καί πολλοί Χριστιανοί από το Βουκουρέστι. Αυτό συμβαίνει καί σ’ άλλα μοναστή­ρια πού είναι δίπλα σε οικισμούς).
Ό π. Ηλίας έγνώριζε από πριν την ήμερα του θα­νάτου του.’Ενας μαθητής του, ό Κωνσταντίνος, από το Βουκουρέστι, διηγείται: 
«Στίς 26 Δεκεμβρίου 1996 ήμουν στον Γέροντα. Ήταν πολύ αδύνατος. Μου είπε ότι δεν έχει φάει σχεδόν τίποτε ολόκληρη την περίο­δο της νηστείας των Χριστουγέννων. Συνωμΐλησα μα­ζί του περίπου μία ώρα. Πριν αναχωρήσω του ευχή­θηκα: «Να δώση ό Θεός καί πάλι την υγεία σου, Γέ­ροντα, καί για πολλά ακόμη χρόνια».Ό Γέροντας μ’ έκοΐταξε καί μου είπε: «Ναί, αλλά πώς το λέγεις εσύ, εάν έλθη το βιβλίο να γραφτώ για μετά από δύο εβδο­μάδες; Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια!» Καί ακριβώς μετά από δύο εβδομάδες, δηλ. στις 8 Ιανουαρίου 1997, έκοιμήθη ό Γέροντας.
Λίγες ήμερες πριν από τον θάνατο του έκάλεσε τον αποθηκάριο της Μονής, του έδωσε ό,τι είχε στο κελλί του (λίγο ρύζι, λάδι καί παξιμάδι) καί του είπε: «Από τώρα δεν θα έχω ανάγκη άπ’ αυτά, επειδή σε λί­γες ήμερες θα πεθάνω!»
Στίς 5 Ιανουαρίου 1997 έγραψε σ’ ένα σημείωμα και το έβαλε σε μια περίοπτη θέσι για να το διαβά­σουν όλοι οί μοναχοί. “Εγραφε.«Αδελφοί μου, εγώ πεθαίνω, ελάτε να συμφιλιωθούμε». Την ίδια ημέρα έζήτησε συγχώρησι από τον ηγούμενο καί τον εκκλη­σιαστικό.
Ή 8η Ιανουαρίου συνέπεσε να είναι Τετάρτη. Την ημέρα αυτή στο μοναστήρι Τσερνίκα τελείται το άγιο Εύχέλαιο. Ή Ελένη, μια μαθήτρια του, ήλθε α­πό το πρωί στον Γέροντα, του φίλησε το χέρι κι εκεί­νος της είπε: «Πήγαινε στην εκκλησία, στο άγιο Εύ­χέλαιο καί μετά να ελθης από μένα, διότι σήμερα πρέ­πει να αναχωρήσω». Μετά το Εύχέλαιο, μαζί με δύο άλλες μαθήτριες του, επέστρεψαν στον Γέροντα. Τον εύρήκαν να κάθεται σ’ ένα κάθισμα, μπροστά από τοκελλί του καί συνωμίλησαν μαζί του. Τους είπε πολ­λές φορές: «Βλέπω ένα μεγάλο φως, βλέπω ένα μεγά­λο φως!» Οί κοπέλες, άκούοντας αυτά τα λόγια του, άρχισαν να διαβάζουν προσευχές. Μεταφέρθηκε μέσα στο κελλί του, οπού μετά από τρεις ώρες εξέπνευσε καί παρέδωσε το πνεύμα του στον Χριστό, πού αγάπη­σε καί εργάσθηκε μέχρι την όσία κοίμησή του. Απέθα­νε κρατώντας αναμμένο το κερί στο χέρι του. Έκοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων την προηγούμενη η­μέρα. Το πρόσωπο του ήτο λαμπρό μέχρι την στιγμήπού τον έβαλαν στον τάφο.
Ενταφιάσθηκε, όπως το έζήτησε, χωρίς φέρετρο, τυλιγμένος με την ψάθα του. Κατά την ώρα πού μετέ­φεραν το σκήνωμα του στο κοιμητήριο, έβγαινε από το σώμα του μία θαυμάσια ευωδιά, όπως ώμολόγησαν πολλοί Χριστιανοί, καί ιδιαίτερα αυτοί πού τον ένεταφίασαν.Ή ταπείνωσις ήτο εκείνη πού τον συνώδευσε μεχρι το κατώφλι του θανάτου του. 
Ιδού τι γράφτηκε ε­πάνω στον τάφο του καί στον ξύλινο σταυρό:«Έπέρασα αυτή την ζωή με φαινομενική καλωσύνη καί με πολλή κακία». Τα λόγια αυτά τα έγραψε ό ίδιος και ζήτησε να γραφτούν στον τάφο καί στον σταυρό του.
Όσιε Γέροντα Ηλία, παρακάλεσε τον Θεό καί για εμάς τους αμαρτωλούς!
Από το βιβλίο ”Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας”Εκδ.Ορθόδοξος Κυψέλη”/www.proskynitis.blogspot.com
πηγή

Ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις (αναμνήσεις από τον Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη)


Οι περιπέτειες ενός ανίδεου προσκυνητή

Πρωτοδιάβασα το βιβλίο οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού όταν ήμουν δεκαέξι, δεκαεπτά χρονών. Δεν πίστευα ποτέ πώς το διάβασμά του θα μου αποκάλυπτε έναν εσωτερικό κόσμο για τον οποίον ήμουν εντελώς ανυποψίαστος. Αμέσως με γοήτευσε ο κόσμος των ρώσων προσκυνητών που περιέτρεχαν με τα πόδια τις ατέλειωτες εκτάσεις της τσαρικής Ρωσίας, βέρτσια επί βερτσίων, με ένα δισάκι στον ώμο, μόνο και μόνο για να προσκυνήσουν θαυματουργές εικόνες, λείψανα αγίων και να γνωρίσουν πνευματικούς στάρετς. Και το σπουδαιότερο, η εσωτερική προσευχή, η αδιάλειπτη νηπτική ευχή, η φιλοκαλία, όπως περιγράφονται στις αναζητήσεις αυτού του ρώσου προσκυνητού του βιβλίου, συνάρπαζε με την ένταση, το βάθος και την ποιότητά της έναν έφηβο, όπως ήμουν τότε εγώ. Τι κεκρυμμένος θησαυρός ξεπηδούσε από τις σελίδες αυτού του βιβλίου!
 
 
 
Υπήρχαν άραγε έλληνες γέροντες που να έχουν αναπτύξει την νηπτική ευχή και την πνευματικότητά τους σ’ αυτό το επίπεδο που έγραφε το βιβλίο; Και που άραγε βρίσκονταν;
 
 

Ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις

Τότε καθώς άρχιζα να ταξιδεύω στον Άγιον Όρος, στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, ένα όνομα άκουγα συνέχεια να επανέρχεται στις συζητήσεις των προσκυνητών, το όνομα ενός προορατικού, πνευματικού έλληνα στάρετς, του παπά Εφραίμ από τα Κατουνάκια. Αποφάσισα να πάω να τον γνωρίσω. Μην πας, μου έλεγαν, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις. Είναι άρρωστος, πάνε τόσοι να τον δουν, που έχει χάσει την ησυχία του, και αναγκάστηκε να μην δέχεται πια επισκέψεις προσκυνητών στο κελλί του. Μην πας, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις, έλεγαν οι προσκυνητές, μην πας, έλεγαν κι οι μοναχοί, μην πας, αντηχούσαν και τα αρχονταρίκια των μονών του Αγίου Όρους.

Το ταξίδι αρχίζει

Και που μένει ο π. Εφραίμ, ρωτούσα. Στα Κατουνάκια. Και που είναι αυτά τα Κατουνάκια, συνέχιζα. Είναι περιοχή στην έρημο του Αγίου Όρους που υπάγεται στη Μονή Μεγίστης Λαύρας και στην οποία βρίσκονται ησυχαστήρια της. Η περιοχή είναι βραχώδης και απόκρημνη και βρίσκεται μεταξύ Μικρής Αγίας Άννας, Καρουλιών και Αγίου Βασιλείου.
Έρημος; Έρημος από βράχια; Όσο άκουγα τόσο πιο πολύ ήθελα να πάω. Έτσι φορτώθηκα το μικρό μου σακίδιο, τους αποχαιρέτησα όλους και έφυγα κατά κει, μόνος. Με συνάρπασε η ιδέα να ζήσω κι εγώ περιπέτειες προσκυνητού κατά το μέτρο βέβαια του δυνατού.
Στην Αγία Άννα, μού έκαναν ένα γενικό σκαρίφημα του τόπου που βρισκόταν το κελλί του πατρός Εφραίμ, αλλά μού τόνισαν, μην πας, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις, και το μονοπάτι δεν είναι καλό και μπορεί να χαθείς. Τότε δεν υπήρχαν οι σημερινές σημάνσεις των μονοπατιών και οι μοναχοί έκαναν πρόχειρα σχέδια και  έδιναν οδηγίες όπως, θα βρεις δύο κυπαρίσσια, συνέχισε προς τα δεξιά, πιο κάτω το μονοπάτι χάνεται για λίγο, διασχίζει μια σάρα, περπατάς πάνω σε πέτρες, πρόσεχε γιατί οι πέτρες φεύγουν από τα πόδια σου, μετά θα δεις έναν σταυρό σιδερένιο στα δεξιά, εσύ προχώρησε προς τα αριστερά και ρώτα πιο κάτω στους Δανιηλαίους για περισσότερες λεπτομέρειες κτλ.
Το ταξίδι μου άρχισε. Ξεκίνησα πρωί, αποφασισμένος να πάω να επισκεφθώ τον πατέρα Εφραίμ, με το σκαρίφημα στο χέρι, όπου είχα γράψει και άλλες συμπληρωματικές οδηγίες.
 
 
 

Χάνομαι και σώζομαι

Στο ενδιάμεσο της διαδρομής χάθηκα, παρόλο που ακολουθούσα όσο γινόταν πιστά τις οδηγίες και αφού κάθε τόσο ανανέωνα την πιστότητά τους με πληροφορίες άλλων μοναχών που βρίσκονταν ενδιάμεσα και τούς επισκεπτόμουν, όπως των Δανιηλαίων.
Χάθηκα σε εκείνη την απίστευτη πέτρινη ερημιά. Ο βραχίονες του Άθωνα πέφτουν απότομα στο πέλαγος και στα ενδιάμεσα σχηματίζονται χαράδρες και σάρες με πέτρες που κατρακυλούν από ψηλά, ψηλά από τις κορυφές, και το σαθρό, εκείνο αεικίνητο σχεδόν έδαφος, με τις πέτρες που κατρακυλούν, εξαφανίζει τα ίχνη των μονοπατιών. Πιο πέρα μπλέχτηκα σε βάτα, σε θάμνους, και προσπαθώντας να καταλάβω πού υπάρχει μονοπάτι, κατέβαινα άθελά μου προς τη θάλασσα, σε έδαφος που έμοιαζε γκρεμός, τόσο ήταν κατηφορικό. Ίδρωσα, κουράστηκα, δίψασα, και άρχισα να σκέφτομαι ότι πραγματικά χάθηκα. Η ώρα περνούσε και το απόγευμα πλησίαζε. Παναγιά μου βοήθησέ με, είπα, πού’ χω χαθεί εδώ στην ερημιά, βλέποντας μπροστά μου δύο τεράστιους αγκαθωτούς θάμνους να μου κλείνουν τον δρόμο. Με κόπο άνοιξα τους θάμνους, που με φιλοδώρησαν με μερικά αγκάθια, και εκεί που ανέμενα να δω μπροστά μου μία πυκνή έκταση αγκαθωτών θάμνων και βάτων που θα ήταν αδύνατον να την διασχίσω πια, πέφτω μπροστά σε δρόμο, σε μονοπάτι που ανέβαινε κάτω από τη θάλασσα, μέσα σε ανηφορική χαράδρα. Βγαίνω στο μονοπάτι, σηκώνω τα μάτια ψηλά και εκεί στα είκοσι μέτρα, βλέπω μία χαμηλή περίφραξη και μία μικρή χαμηλή πορτούλα, έναν σταυρό, και πιο πάνω, αρκετά προς τα πάνω, ένα κελλί.
Πλησιάζω στη χαμηλή πορτούλα και βλέπω μια επιγραφή με άσπρα γράμματα, καρφωμένη μπροστά στην πορτούλα που έγραφε “Αγαπητοί προσκυνητές, να μας συγχωρείτε, ο π. Εφραίμ είναι άρρωστος και δεν δέχεται επισκέπτες. Ο Θεός μαζί σας” ή κάτι παρόμοιο. Είχα λοιπόν φτάσει! Είχα σωθεί!

Θα με δεχθεί ο πατήρ Εφραίμ;

Κοιτάζω και βλέπω ένα μικρό σιδερένιο κουδουνάκι πάνω στην πόρτα. Το χτυπώ. Τίποτα. Το ξαναχτυπώ. Πάλι τίποτα. Καμιά κίνηση από το κελί.  Όπως ήμουν κουρασμένος, κάθησα χάμω και περίμενα. Σηκώνομαι μετά από λίγα λεπτά. Ξαναχτυπώ το κουδουνάκι. Πάλι τίποτα. Σκεφτόμουν την αδάμαστη θέληση όλων εκείνων των αρχαίων προσκυνητών στην άνω Αίγυπτο και στη Θηβαίδα που έμεναν έξω από τα κελιά των αββάδων για δυο και τρεις μέρες περιμένοντας να τους ανοίξουν για ν’ ακούσουν κάτι πνευματικό και αναθαρρούσα. Τι θα έκανα άραγε εγώ εάν δεν άνοιγε ο πατήρ Εφραίμ, αναλογιζόμουν. Πόσο άραγε θα μπορούσα να περιμένω στην κατάσταση που ήμουν; Μια μέρα; Να κοιμηθώ άραγε εδώ μπροστά σ’ αυτή τη σιδερένια πορτούλα; Και που νά’ χει νερό τριγύρω;
Τότε ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του κελιού και κατηφόρισε προς το μέρος μου κάποιος σα μοναχός. Μόλις έφτασε κοντά στην εσωτερική πλευρά της εξωτερικής πορτούλας, χωρίς να με ρωτήσει τι θέλω, μου λέει:
- Ευλόγησον, με συγχωρείς πολύ, ο πατήρ Εφραίμ δεν δέχεται επισκέψεις.
- Ευλόγησον, γιατί;
- Εεε, είναι άρρωστος, το έγραψε και στην πινακίδα.
- Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αν είναι άρρωστος, αφήστε με να τον βοηθήσω!
Το είπα παρακαλετά, αλλά δεν ξέρω γιατί ή πώς μου ήρθε να το πω αυτό.  Ήμουνα βλέπετε έφηβος τότε και η εφηβεία, το ξέρετε, είναι ανδρεία και τολμηρή. Αυτός με κοίταξε άναυδος, του επανέλαβα το ίδιο, και, χωρίς να μου πει τίποτα, επέστρεψε βιαστικά πίσω στο κελλί.
Μετά από λίγο ήρθε τρέχοντας πίσω. Άνοιξε την πόρτα και είπε ότι ο πατήρ Εφραίμ ήθελε να με δει. Ανέβηκα κάτι σαν αυλή και έφτασα στο σπιτάκι. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.
Είδα τον πατέρα Εφραίμ. Χαμογελούσε, πιστέψτε με, γελούσαν τα μάτια του. Ώστε ήρθες να με βοηθήσεις είπε. Έσκυψα να του φιλήσω το χέρι χωρίς να πω τίποτα. Κάθησε, παιδί μου, κάθησε. Με περιεργαζόταν με μάτια που γελούσαν. Αφού ήρθες να με βοηθήσεις, τότε μείνε. Αυτές τις ημέρες θα κάνουμε την κουρά του δόκιμου από εδώ, του πατρός Ιωσήφ, θα έρθουνε συγγενείς του από τον κόσμο, μείνε να μας βοηθήσεις. Αλλά ξέρεις, παιδί μου, εμείς εδώ είμαστε μοναχοί και ακολουθούμε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Νηστεύουμε, προσευχόμαστε, υπακούμε στον γέροντα μας. Αν θα μείνεις εδώ, θα πρέπει να ακολουθείς και εσύ τον ίδιο τρόπο ζωής. Μάλιστα η μεγαλύτερη αρετή για μας είναι η υπακοή. Εγώ είμαι ο γέροντας του κελλιού αυτού. Θα μπορούσες να με υπακούς ως γέροντα, για όσο καιρό θα μείνεις εδώ; Ναι, γέροντα, απάντησα.

Η κουζίνα

Εκεί που καθόμασταν υπήρχε ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, μερικές καρέκλες και ένας πάγκος. Απέναντι υπήρχε ένας καπνισμένος, μαύρος τοίχος και μπροστά ένας πάγκος με σκονισμένα, καπνισμένα γυάλινα μπουκάλια σε διάφορα χρώματα και μερικές ξύλινες τάβλες καρφωμένες στον τοίχο με διάφορα σκεύη. Ήταν η κουζίνα. Μαύρη και γκρίζα σκόνη παντού. Προφανώς η καύση των ξύλων για την παρασκευή φαγητού είχε καπνίσει όλο το χώρο.
Όταν καίγονταν τα ξύλα, οι ανταύγειες της φωτιάς πάνω στα καπνισμένα χρωματιστά γυάλινα μπουκάλια δημιουργούσαν την εντύπωση ενός μεσαιωνικού αλχημικού εργαστηρίου, όπου, έτσι μου φαινόταν, ο δόκιμος τότε Ιωσήφ πάλευε εκεί να μετασχηματίσει ταπεινά υλικά σε χρυσό φαγητό. Αλλά μήπως αυτό δεν ήταν το κελλί; Ένα εργαστήρι ψυχών, όπου με την βοήθεια του γέροντα αμαρτωλές, ανάξιες ψυχές, μετασχηματίζονταν σε ναούς του Αγίου Πνεύματος;

Τι τρώγαμε

Ο δόκιμος ήταν επιφορτισμένος με την παρασκευή του φαγητού. Η παρασκευή ήταν η εξής. Σε ένα φθαρμένο εμαγιέ τσουκάλι, έβραζε με ελάχιστο νερό πατάτες μαζί με τη φλούδα τους, έτσι όπως ήταν άπλυτες. Εκεί προσέθετε και ένα, δύο κρεμμύδια, μερικά σκόρδα, όλα με τις φλούδες τους. Όταν έλιωναν όλα αυτά, προσέθετε και τυχόν φαγητό που είχε περισσέψει. Την πρώτη φορά που έφαγα εκεί, είχε ρίξει μέσα παλιά ξινισμένη φακή. Αυτός ο, πώς να το πω, ανάλατος πολτός, μοιραζόταν στα τρία, σε μικρές μερίδες. Ο γέροντας έβγαζε και από ένα κουτί στάχτη και το έριχνε στο φαγητό του. Μάλιστα, ένα κουτάλι στάχτη! Ο πατήρ Εφραίμ ανακάτευε στο φαγητό του μια μεγάλη, γερή κουταλιά στάχτη. Το φαγητό εκείνο φυσικά ήταν αδύνατον να με χορτάσει. Την πρώτη φορά τούς ρώτησα αν αυτό ήταν μόνο. Φαίνεται ότι η απορία στα μάτια μου θα ήταν τόσο αθώα που ο πατήρ Εφραίμ, χαμογελώντας, με προέτρεψε να πάω έξω στην αυλή, όπου υπήρχε μια μουριά, να κόψω μούρα σε ένα τσίγκινο πιάτο και να τα φέρω να τα φάμε. Πήγα πράγματι έξω, βρήκα την μουριά, έκοψα όσο γινόταν περισσότερα μούρα και τα πήγα στο τραπέζι. Μόλις τα έφερα, άρχισαν να τα τρώνε έτσι όπως ήταν, άπλυτα, με τα μυγάκια και τα άλλα πλάσματα του Θεού. Να τα πλύνω, πάτερ; Τότε μου εξήγησε ο πατήρ Εφραίμ ότι το νερό ήταν βρόχινο, λιγοστό, το μάζευαν σε μια δεξαμενή και έπρεπε να μην το σπαταλούν. Υπάκουσα. Αλλά ο πάτερ Εφραίμ μού είπε ότι θα μπορούσα να πηγαίνω κάθε μέρα στην μουριά και να κόβω όσα μούρα θέλω και να τα φέρνω να τα τρώμε.
 

Που κοιμόμουν

Μου έδωσαν το καλό δωμάτιο, πάνω στον πρώτο όροφο. Είχε μια τάβλα ξύλινη, σχηματισμένη από δύο σανίδες, για κρεβάτι. Στον απέναντι τοίχο εικόνες και μια μικρή βιβλιοθήκη και πάνω από το κρεβάτι τη φωτογραφία μέσα σε κορνίζα ενός γέρου καταβεβλημένου μοναχού που κρατούσε στα χέρια του ένα κομποσκοίνι. Ο πατήρ Εφραίμ μού είπε ότι σε εκείνο το κρεβάτι κοιμόταν εκείνος ο γέρων μοναχός και ότι θα μπορούσα να λέω την ευχή, αν ήθελα, με το δικό του κομποσκοίνι. Και μού το έδωσε. Ήταν τρακοσάρι, χιλιάρι θα σας γελάσω. Πέρασαν τα χρόνια. Αλλά θυμάμαι ότι εκείνο το κομποσκοίνι είχε τόσο πολύ δουλευτεί στην προσευχή που το χρώμα του είχε φύγει και έμενε μόνο η ίνα.
 
 
Που να ξέρω τότε, ο ανίδεος, ότι κοιμόμουν στο κρεβάτι του γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστού, ότι προσευχόμουν με το κομποσκοίνι του και ότι διάβαζα τα βιβλία που και ο ίδιος διάβαζε!
Εκεί κάθε φορά που προσευχόμουν με το κομποσκοίνι του γέροντος Ιωσήφ έβλεπα στον νου μου την μάνα μου να με κοιτά λυπημένη. Τα χείλη της έτρεμαν σε ένα βουβό παράπονο και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήταν αδύνατον να αντισταθώ στον λογισμό, ο οποίος με έπληττε με σφοδρή δύναμη, όσο και αν προσπαθούσα. Έφτασα να κουνώ το κεφάλι δεξιά κι αριστερά για να τον αποδιώξω, αλλά η μάνα μου εκεί στεκόταν λυπημένη, με βουβά δάκρυα, και χείλη να τρέμουν.

Τα τάπερ της μάνας

Η μέρα της κουράς του δόκιμου έφτασε. Οι άρρενες συγγενείς του κατέφθασαν όλοι. Δύο από αυτούς ανέβηκαν μέχρι το κελλί και μας ρώτησαν αν υπήρχαν μουλάρια για να ανεβάσουν τις προμήθειες πάνω στο κελλί. Μουλάρια δεν υπήρχαν. Ο πατήρ Εφραίμ με ρώτησε αν μπορούσα να βοηθήσω στο κουβάλημα μαζί με τον δόκιμο. Είπα ναι.
Το κελλί βρισκόταν πάνω σε μια απότομη, ανηφορική χαράδρα ανάμεσα σε δύο γιγάντιους βραχίονες του Άθωνα που κατέβαιναν απότομα στη θάλασσα.
Πήγα μέχρι το καΐκι, κάτω στη θάλασσα. Όπως οι επισκέπτες ξεφόρτωναν το καΐκι, παρατήρησα ότι ανάμεσα στα πράγματα υπήρχαν μεγάλα τετράγωνα ημιδιαφανή άσπρα τάπερ με φαγητά. Το μέγεθός τους φαινόταν να είναι σχεδόν ένα μέτρο επί ένα. Πρώτη φορά έβλεπα τάπερ τέτοιου μεγέθους και δεν ματαξαναείδα. Ρώτησα τι ήταν αυτά και αν μπορούσα να τα κουβαλήσω. Μου είπαν ότι ήταν όλα φαγητά που έφτιαξε η μητέρα του δόκιμου. Και, ναι, μπορούσα να τα κουβαλήσω. Ήταν δεκάδες! Και ακόμα είχε λάδια, μέλια, όσπρια σε τσουβαλάκια, κρασιά, μέχρι και δεσμίδες με τσάι του βουνού τυλιγμένες σε λεπτά υφάσματα. Το καΐκι μεγάλο και γεμάτο μέχρι πάνω! Και όλα αυτά τα είχε ετοιμάσει η μητέρα του δόκιμου με τα χέρια της. Νομίζω ήταν μοναχοπαίδι και η μάνα του τού είχε αδυναμία.
Φορτώθηκα μερικά τάπερ. Τι ωραία που φαινόντουσαν όλα αυτά τα φαγητά! Όσο και να έτρωγαν οι επισκέπτες, πόσα ακόμα θα περίσσευαν για μας! Με αυτή τη σκέψη, άρχισα να ανεβαίνω την ανηφόρα και το ζιγκ ζακ μονοπάτι τρέχοντας. Άφησα τα τάπερ που κουβαλούσα πάνω στο κελλί και κατέβηκα κάτω. Τρέχοντας.
Πιστέψτε με, ποτέ μου ξανά δεν έτρεξα τόσο πολύ ανεβαίνοντας σε ανωφερές μονοπάτι και μάλιστα των Κατουνακίων για όσους ξέρουν για τι πράγμα μιλάμε. Πήγαινα και ερχόμουν τρέχοντας χωρίς να λαχανιάζω. Κατέβαινα και ανέβαινα προσπαθώντας να μαντέψω το φαγητό που μισοδιακρινόταν σε εκείνο το γιγάντιο τάπερ. Τι είχε φτιάξει εκείνη η μανούλα μέσα σ’ αυτά!

Το βράδυ της κουράς

Παιδί, μου, εμείς πρέπει να περιποιηθούμε τους ξένους που φιλοξενούμε. Από σένα, παιδί μου, περιμένω τα περισσότερα, επειδή ο δόκιμος πρέπει να προετοιμασθεί. Να περιποιηθείς τους ξένους! Ευλόγησον, πάτερ, είπα δυνατά και με χαρά.
Το δωμάτιό μου δόθηκε στον πατέρα και στον θείο του δόκιμου. Δεξιά και αριστερά βολεύτηκαν όλοι. Το βράδυ θα ερχόντουσαν μοναχοί και γέροντες από άλλα κελλιά για την κουρά του δόκιμου. Θα έπρεπε να ετοιμάσουμε το πρωί εορταστική τράπεζα για όλους αυτούς. Το βράδυ έπεσε. Όλοι πήγαν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν λίγο. Ο πάτερ και ο δόκιμος θα περνούσαν το βράδυ προσευχόμενοι.
Ο δόκιμος ήρθε και μου είπε ότι μπορούσα να ξαπλώσω λίγο σε έναν πάγκο που υπήρχε σε έναν διάδρομο. Πράγματι πήγα εκεί και προσπάθησα να ξαπλώσω, αλλά ήταν στενός και δεν αναπαυόμουν. Σηκώθηκα και πήγα έξω. Ο δόκιμος κάποια στιγμή βγήκε από το κελλί και με ρώτησε αν είχα βολευτεί στο στενό παγκάκι. Του είπα όχι. Μπορείς να κοιμηθείς στο υπόγειο αν θέλεις. Πήγα στο υπόγειο. Στο υπόγειο μόνο σκυμμένος μπορούσες να πας. Στη μέση είχε ένα μπαούλο με ένα τσουβάλι απλωμένο πάνω. Πάνω στο μπαούλο θα μπορούσα να κοιμηθώ. Ο δόκιμος μού είπε να μην φοβηθώ από τα ποντίκια, γιατί το υπόγειο είχε ποντίκια και μια φορά μάλιστα τον είχαν δαγκάσει όταν κοιμόταν, εκεί στο υπόγειο. Θεέ μου, ποντίκια! Πώς θα κοιμόμουν εκεί να με τρώνε τα ποντίκια, στο σκοτάδι;
Βγήκα έξω και καθόμουν σε ένα χαμηλό παγκάκι χαζεύοντας τον έναστρο ουρανό. Ο δόκιμος πήγε στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Μετά από κάποιες ώρες μοναχοί από διπλανά κελλιά ήρθαν στο κελλί. Ένας από αυτούς με ρώτησε αν ήμουν συγγενής του δόκιμου. Είπα πως όχι. Ο ίδιος αργότερα έφυγε από το κελλί και πήγε κάπου στην ερημιά, μακριά, σε ένα βράχο να προσευχηθεί, μέσα στο σκοτάδι, μόνος.
Η κουρά λαμπρή. Ο πατήρ Εφραίμ ήταν ο ιερέας. Είναι αδύνατον να περιγράψω την μόνη φορά μέχρι τώρα που συμμετείχα σε κουρά μοναχού και μάλιστα στα Κατουνάκια. Δεν μπορώ να βρω τα λόγια.
Το πρωί μετά την τράπεζα και τις ευχές, οι επισκέπτες έφυγαν. Νομίζω ότι οι συγγενείς του πατρός Ιωσήφ έμειναν ακόμα μια μέρα, αλλά δεν θυμάμαι καλά. Αλλά είτε την ίδια μέρα είτε την επόμενη, έφυγαν κι αυτοί.

Τα φαγητά ρίχνονται στο βάθος της χαράδρας

Έφυγαν όλοι, επιστροφή στην ησυχία. Οι άρρενες συγγενείς του πατρός Ιωσήφ έφυγαν. Ήρθε το καΐκι και τους πήρε. Ο πατήρ Εφραίμ και ο πατήρ Ιωσήφ μοίρασαν στους επισκέπτες μοναχούς πολλά τρόφιμα και προμήθειες. Έστειλαν ακόμα και ευλογία σε αλλα κελλιά. Πολλά από τα τρόφιμα, αν όχι τα περισσότερα, εξαφανίστηκαν. Αλλά και πάλι είχαν μείνει μαζί μας όλα αυτά τα ατελείωτα τάπερ της μάνας. Σκεφτόμουν ότι θα τρώγαμε, τώρα που ησυχάσαμε, σπιτικό φαγητό και σε μια ατελείωτη ποικιλία, έτσι μου φαινόταν.
Ο πατήρ Εφραίμ με φώναξε. Παιδί μου, μού είπε, εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να τρώμε και να απολαμβάνουμε. Το ξέρεις αυτό, παιδί μου, έτσι δεν είναι; Ναι, πάτερ είπα. Τότε πάρε όλα αυτά τα τάπερ και πήγαινε πέτα τα στη χαράδρα που βρίσκεται μετά τη μουριά. Έτσι όπως είναι με τα τάπερ. Όλα τα τρόφιμα. Και μετά μάζεψε μούρα και φέρε να φάμε. Θα πω κι εγώ τον πατέρα Ιωσήφ να φτιάξει κάτι να φάμε.
Κατάλαβα, θα επιστρέφαμε πάλι σε εκείνο τον, ας πούμε, πολτό, τον νοστιμισμένο με νιφάδες στάχτης.
Έχε το νου σου, παιδί μου, μου είπε σοβαρά ο πατήρ Εφραίμ κοιτώντας με στα μάτια. Έχε το νου σου να μην φας, να μην δοκιμάσεις απ’ αυτά τα φαγητά. Υποσχέθηκες να με υπακούς, το θυμάσαι; Ναι, πάτερ, είπα εγώ. Άντε, τράβα, παιδί μου, και να θυμάσαι, μην δοκιμάσεις απ’ αυτά τα φαγητά. Ότι φάγαμε, φάγαμε. Τώρα κάνε υπακοή, κι εγώ θα κάνω προσευχή. Και με κοίταξε σοβαρά και διερευνητικά.
Πήγα στη χαράδρα κουβαλώντας στα χέρια όλα αυτά τα τετράγωνα μεγάλα τάπερ με τα φαγητά. Είχε εκεί στην άκρη μια μεγάλη πλατιά πέτρα που μπορούσα να κάτσω ακριβώς πάνω από τη χαράδρα. Άνοιξα το ένα τάπερ να δω το φαγητό. Αγκινάρες αλά πολίτα. Όπως ήταν τις πέταξα μαζί με το τάπερ κάτω στην χαράδρα.
Άνοιγα και πέταγα. Πατατοσαλάτα. Καλαμάρια γεμιστά με πλιγούρι και λαχανικά. Πικάντικη μελιτζανοσαλάτα. Χταπόδι με παντζάρια. Γίγαντες με μυρωδικά. Ρεβίθια σαλάτα. Ψητές πιπεριές και κάπαρη. Άνοιγα και πέταγα. Φακές σαλάτα. Σουπιές με σπανάκι. Πατάτες γιαχνί. Φασόλια μαυρομάτικα. Άνοιγα και πέταγα. Άσπρη ταραμοσαλάτα. Φασόλια πιαζ. Πράσα με ρύζι. Μακαρονάκι κοφτό με ελιές. Μα πόσο καιρό μαγείρευε αυτή η μάνα; Ξαναπήγα πίσω στο κελλί και πήρα και τα υπόλοιπα. Ριζότο με λαχανικά και μανιτάρια. Κολοκυθάκια. Άγρια χόρτα στον ατμό. Αγκινάρες τηγανιτές. Τα πέταξα όλα. Τελευταίο έμεινε ένα πλαστικό άσπρο δοχείο με μέλι, νομίζω των δύο κιλών.

Το μέλι της αμαρτίας

Το κρατούσα και το κοιτούσα εκεί στη χαράδρα. Άνοιξα το καπάκι. Αρώματα ξεπήδησαν από μέσα. Αρώματα καραμελωμένων φρούτων, λευκών λουλουδιών και εσπεριδοειδών. Χρώμα λαμπερό σκούρο μελί με χρυσές ανταύγειες. Το ξανακοίταξα. Έβαλα λίγο το δείκτη του δεξιού μου χεριού μέσα. Μόνο λίγο, σε μια άκρη. Στάθηκα για μια στιγμή. Πήρα μια ανάσα, έβγαλα το δάκτυλο από το βάζο και το δοκίμασα.
 
 
Ήταν γλυκό, γλυκό πολύ.
Πλατάγισα τη γλώσσα και σηκώθηκα. Τότε αμέσως τύψεις επέδραμαν πάνω μου. Πέταξα το μέλι κάτω απότομα με μια κίνηση. Λυπόμουν πολύ. Παράκουσα τον γέροντά μου. Είχα παραβεί την υπακοή. Ο κόπος μου τόσες μέρες ζώντας εκεί πήγε χαμένος. Όλος μου αυτός ο κόπος, ο κόπος του καλού χάθηκε για λίγο μέλι, μέλι στην άκρη ενός δάχτυλου, τόσο μόνον.
Η γλώσσα μου φούσκωσε και πρήστηκε. Αργοκουνούσα τη γλώσσα μου χωρίς να έχω σάλιο. Πίκρα πικρή, πίκρα κατάπικρη, σα χολή, ανέβαινε, ερχόταν από το μέλι πού’ χα γευτεί.
Πήγα προς τη μουριά να μαζέψω μούρα στεναχωρημένος. Μούρα δεν υπήρχαν στα κάτω κλαδιά, μόνον στα πάνω που δεν τα έφτανα. Ακούμπησα στην μουριά. Το ζωντανό αυτό όν, το δέντρο, ο σύντροφός μου τόσες μέρες, είχε γίνει ένα ξένο, άψυχο ξύλο. Σκόνταψα και χτύπησα σε ένα κλαδί. Η ίδια η φύση μ’ αποστρεφόταν. Μάζεψα μερικά μούρα από κάτω. Προχώρησα προς το κελλί. Μπήκα μέσα και έβαλα το πιάτο με τα μούρα στη μέση. Κάθισα.
Ο πατήρ Εφραίμ με κοιτούσε, αλλά εγώ δεν αντιγύρισα το βλέμμα του. Κοιτούσα μπροστά μου το πιάτο αμίλητος. Τότε ο πατήρ Εφραίμ έσκυψε προς το μέρος μου, ακούμπησε το χέρι του στο δικό μου, και μου είπε πολύ ψιθυριστά:
- Είδες παιδί μου πόσο πικρό είναι το μέλι της αμαρτίας;
Και ο τρόπος που τό’ πε, σαν στοργικός πατέρας, μού’ σκισε την καρδιά.
 
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...