Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2012

Ἡ συνείδηση-Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov




ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, αἴσθηση λεπτὴ καὶ φωτεινή, ποὺ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό.

Ἡ αἴσθηση αὐτὴ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακὸ πιὸ καθαρὰ ἀπ’ ὅσο ὁ νοῦς. Πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ παραπλανήσει κανεὶς τὴ συνείδηση παρὰ τὸν νοῦ. Καὶ τὸν πλανεμένο νοῦ, ποὺ τὸν ὑποστηρίζει τὸ φιλάμαρτο θέλημα, γιὰ πολὺν καιρὸ τὸν ἀντιμάχεται ἡ συνείδηση.

Ἡ συνείδηση εἶναι ὁ φυσικὸς νόμος(1). Ἡ συνείδηση χειραγωγοῦσε τὸν ἄνθρωπο πρὶν τοῦ δοθεῖ ὁ γραπτὸς νόμος. Ἡ μεταπτωτικὴ ἀνθρωπότητα βαθμιαῖα οἰκειώθηκε ἕναν λαθεμένο τρόπο σκέψεως γιὰ τὸν Θεό, τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἡ λαθεμένη σκέψη ἐπηρέασε, φυσικά, καὶ τὴ συνείδηση. Ἔτσι, ὁ γραπτὸς νόμος ἀποτέλεσε ἀναγκαιότητα γιὰ τὴ χειραγώγηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία καὶ τὴ θεοφιλή διαγωγή.

Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἐπισφραγισμένη μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, θεραπεύει τὴ συνείδηση ἀπὸ τὴν κακὴ προδιάθεση (2) μὲ τὴν ὁποία τὴ δηλητηρίασε ἡ ἁμαρτία. Ἡ ὀρθὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως ἀποκαθίσταται, ἐνισχύεται καὶ σταθεροποιεῖται μὲ τὴν τήρηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας καὶ ἡ ὀρθὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως εἶναι δυνατὲς μόνο στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσω τοῦ θείου νόμου της, πού κατευθύνει ὀρθὰ τὸν νοῦ. Γιατί κάθε λαθεμένη σκέψη ἐπιδρᾶ ἀρνητικὰ στὴ συνείδηση καὶ τὴ λειτουργία της.

Οἱ θεληματικὲς ἁμαρτίες σκοτίζουν, ἐξασθενίζουν, καταπνίγουν, ἀποκοιμίζουν τὴ συνείδηση.

Κάθε ἁμαρτία ποὺ δὲν ἐξαλείφεται μὲ τὴ μετάνοια, ἀφήνει τὴ βλαπτικὴ σφραγίδα της στὴ συνείδηση.

Ἡ ἑκούσια καὶ συνεχὴς ἁμαρτωλὴ ζωὴ σχεδὸν νεκρώνει τὴ συνείδηση. Δὲν εἶναι δυνατόν, ὡστόσο, αὐτὴ νὰ νεκρωθεῖ ἐντελῶς. Θὰ συνοδεύει τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὸ φοβερὸ Κριτήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἐνοχοποιήσει, ἂν τὴν καταπατοῦσε.

Σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους πατέρες, ὁ ἀντίδικος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο (3), εἶναι ἡ συνείδηση. Καὶ πράγματι εἶναι ἀντίδικος, γιατί ἐναντιώνεται σὲ κάθε ἄνομο ἐγχείρημά μας.

Βαδίζοντας πρὸς τὸν οὐρανό, στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς σου, νὰ ἔχεις εἰρηνικὲς σχέσεις μ’ αὐτὸν τὸν ἀντίδικο, γιὰ νὰ μὴ γίνει κατήγορός σου τότε ποὺ θ’ ἀποφασίζεται ἡ κατάστασή σου στὴν αἰωνιότητα.

Λέει ἡ Γραφή: «Θὰ ἀπαλλάξει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ δεινὰ ἕνας ἀξιόπιστος μάρτυρας»(4). Ἀξιόπιστος μάρτυρας εἶναι ἡ ἄμεμπτη συνείδηση. Ἡ ἄμεμπτη αὐτὴ συνείδηση τὴν ψυχὴ ποὺ ἀκούει τὶς συμβουλές της θὰ τὴ λυτρώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες της μέχρι τὸν θάνατο καὶ ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα μετὰ τὸν θάνατο.

Ὅπως ἡ κόψη τοῦ μαχαιριοῦ ἀκονίζεται μὲ τὴν πέτρα, ἔτσι καὶ ἡ συνείδηση ἀκονίζεται ἀπὸ τὴ νοητὴ πέτρα (5), τὸν Χριστό, μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου Του, ποὺ τὴ φωτίζει, καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.

Φωτισμένη καὶ ἀκονισμένη ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἡ συνείδηση, λεπτομερειακὰ καὶ ὁλοκάθαρα φανερώνει στὸν ἄνθρωπο τὶς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μικρές.

Μὴν ἀσκεῖς βία στὸν ἀντίδικό σου -μὴν παραβιάζεις τὴ συνείδησή σου! Διαφορετικά, θὰ στερηθεῖς τὴν πνευματική σου ἐλευθερία. Ἡ ἁμαρτία θὰ σὲ αἰχμαλωτίσει καὶ θὰ σὲ δέσει. Θλίβεται ὁ προφήτης μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιβουλεύονται τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό, παραβιάζοντας τὴ συνείδησή τους: «Ὁ Ἐφραΐμ καταπίεσε τὸν ἀντίδικό του, καταπάτησε τὸ δίκιο του, γιατί ἄρχισε νὰ ἀκολουθεῖ τὴ ματαιότητα»(6).

Ἡ «κόψη» τῆς συνειδήσεως εἶναι πολὺ λεπτή, πολὺ εὐαίσθητη, γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τὴ φυλάει προσεκτικά. Καὶ τὴ φυλάει, ὅταν ἐκτελεῖ ὅλες τὶς ὑποδείξεις τῆς συνειδήσεως καὶ ὅταν, σὲ περίπτωση ἀθετήσεως κάποιας ἀπ’ αὐτὲς λόγω ἀδυναμίας ἤ πλάνης, μετανοεῖ μὲ δάκρυα.

Καμιὰν ἁμαρτία μὴ θεωρεῖς ἀσήμαντη. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ παράβαση τοῦ θείου νόμου, ἐναντίωση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταπάτηση τῆς συνειδήσεως. Ἄλλωστε, ἀπὸ τὰ μικρά, ἀπὸ τὰ μηδαμινά, ὅπως νομίζουμε, ἁμαρτήματα ὁδηγούμαστε σιγὰ-σιγὰ στὰ μεγάλα. "Πόσο σοβαρὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι βαριὰ ἁμαρτία; Μήπως δὲν εἶναι κάν ἁμαρτία; Ναί, δὲν εἶναι ἁμαρτία!". Ἔτσι σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ σωτηρία του, ὅταν ἀποφασίζει νὰ γευθεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ τροφή, τὴν τροφὴ ποὺ ἀπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἀβάσιμους συλλογισμοὺς καταπατᾶ διαρκῶς τὴ συνείδησή του. Ἔτσι, μὲ τὸν καιρό, ἡ «κόψη» της στομώνει καὶ ἡ φωτεινότητα της μειώνεται. Στὴν ψυχὴ ἁπλώνονται τὸ σκοτάδι καὶ ἡ παγωνιὰ —ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἀναισθησία.

Τελικὰ ἡ ἀναισθησία γίνεται πάγια κατάσταση τῆς ψυχῆς. Συχνὰ μάλιστα, συμβαίνει νὰ εἶναι ἱκανοποιημένη ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ἀναισθησία της, θεωρώντας τὴν κατάσταση εὐάρεστη στὸν Θεό, κι ἔτσι νὰ ἔχει τὴ συνείδηση της ἀναπαυμένη. Στὴν πραγματικότητα, βέβαια, ἀφοῦ ἔχασε τὴ μακάρια συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς της, ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τύφλωσε καὶ ἀποκοίμισε τὴ συνείδηση (7).

Ἀθέατες τότε, μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι τῆς ἀναισθησίας, διάφορες ἁμαρτίες ὁρμοῦν σὰν ληστὲς μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνουν κρησφύγετό τους. Οἱ ἁμαρτίες αὐτές, μένοντας ἐκεῖ γιὰ πολύ, γίνονται συνήθειες. Μὲ τὸν καιρὸ ἑδραιώνονται καὶ ἰσχυροποιοῦνται ὅσο καὶ οἱ φυσικὲς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς, καμιὰ φορά μάλιστα ξεπερνοῦν σὲ δύναμη ἀκόμα κι αὐτὲς τὶς φυσικὲς ἰδιότητες. Οἱ ἁμαρτωλὲς συνήθειες ὀνομάζονται πάθη. Χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἁλυσοδένεται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γίνεται αἰχμάλωτός της, δοῦλος της.

Ὅποιος ἀδιαφορεῖ συστηματικὰ γιὰ τὶς ὑπομνήσεις τῆς συνειδήσεως, ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ αἰχμαλωτιστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μόνο μὲ ἔντονο προσωπικὸ ἀγώνα καὶ μὲ τὴ δυναμικὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ μπορέσει νὰ σπάσει τὶς ἁλυσίδες του καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. Γιατί τὰ πάθη ταυτίστηκαν μὲ τὴ φύση του, ἔγιναν, θαρρεῖς, ἰδιότητές της.

Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ! Μ’ ὅλη τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐπιμέλεια φύλαξε τὴ συνείδησή σου.

Φύλαξε τὴ συνείδησή σου, πρῶτον, ὡς πρὸς τὴ σχέση σου μὲ τὸν Θεό. Νὰ τηρεῖς ὅλες τὶς ἐντολές Του, τόσο ὅταν σὲ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὅσο καὶ ὅταν δὲ σὲ βλέπουν. Γιατί καὶ ὅταν δὲν σὲ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, ὅ,τι κάνεις, ἀκόμα καὶ ὅ,τι σκέφτεσαι, γίνεται γνωστὸ στὸν Θεὸ καὶ στὴ συνείδησή σου.

Φύλαξε τὴ συνείδησή σου, δεύτερον, ὡς πρὸς τὴ σχέση σου μὲ τὸν πλησίον. Μὴν ἀρκεῖσαι σὲ μίαν εὐπρεπῆ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς συνανθρώπους σου. Πρέπει ἀπὸ τὴ συμπεριφορά σου νὰ ἱκανοποιεῖται ἡ συνείδησή σου. Καὶ ἡ συνείδηση ἱκανοποιεῖται, ὅταν ὄχι μόνο οἱ πράξεις σου ἀλλὰ καὶ τὰ αἰσθήματά σου γιὰ τὸν πλησίον ἀνταποκρίνονται στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου.

Φύλαξε τὴ συνείδησή σου, τρίτον, ὡς πρὸς τὰ πράγματα, ἀποφεύγοντας τὰ περιττὰ καὶ τὰ πολυτελή. Νὰ θυμᾶσαι πὼς ὅλα τὰ ἀντικείμενα ποὺ χρησιμοποιεῖς στὴν καθημερινή σου ζωὴ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Φύλαξε τὴ συνείδησή σου, τέταρτον, ὡς πρὸς τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό. Μὴν ξεχνᾶς πὼς εἶσαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ Τοῦ μοιάσεις (8), νὰ Τοῦ παρουσιάσεις κάποτε αὐτὴ τὴν εἰκόνα καθαρὴ καὶ ἄμεμπτη.

Ἀλίμονο, ἀλίμονο στὴν ψυχή, στὴν ὁποία ὁ Κύριος, τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, δὲν θ’ ἀναγνωρίσει τὴν εἰκόνα Του! Ἀλίμονο στὴν ψυχή, στὴν ὁποία δὲν θὰ βρεῖ καμιὰν ὁμοιότητα μὲ τὸν ἑαυτό Του! Αὐτὴ ἡ ψυχὴ θ’ ἀκούσει τὴν τρομερὴ καταδίκη: «Δὲν σὲ ξέρω!»(9). Ἡ ἄχρηστη εἰκόνα θὰ ριχθεῖ στὴν ἄσβεστη φλόγα τῆς γέεννας.

Ἀνέκφραστη καὶ ἀτελεύτητη, ἀπεναντίας, θὰ εἶναι ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς, στὴν ὁποία ὁ Κύριος θ’ ἀναγνωρίσει τὴν εἰκόνα Του, στὴν ὁποία θὰ δεῖ τὴν προπτωτικὴ θεία ὀμορφιά, δῶρο τῆς ἄπειρης ἀγαθότητάς Του στὸ πλάσμα Του. Αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μετὰ τὴν προπατορικὴ πτώση χάθηκε, ἀλλὰ ἀποκαταστάθηκε καὶ αὐξήθηκε μὲ τὴ λυτρωτικὴ οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ διατηροῦμε τὴ θεία ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς μας ἀκέραιη καὶ ἄσπιλη, ἀποφεύγοντας ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τηρώντας ὅλες τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές.

Τῆς ἀποφυγῆς τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν ἄγρυπνος ἐπιτηρητὴς καὶ ἀσίγητος παρακινητής εἶναι ἡ συνείδηση. Ἀμήν.




1. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὄ.π., Γ', 40.

2. Βλ. Ἑβρ. 10:22.

3. Βλ Ματθ. 5:25. Λουκ. 12:58. 

4. Παροιμ. 14:25.

5. Βλ Α' Κόρ. 10:4.

6. Ὠσηὲ 5:11.

7. Βλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὄ.π.. ΙΖ.

8. Βλ. Γεν. 1:26-27. 

9. Πρβλ. Ματθ. 25:12. Λουκ. 13:25, 27.

Τα Βιογραφικά των νέων Επισκόπων Σαλώνων και Θαυμακού.



  • Βιογραφικό Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Σαλώνων κ. Αντωνίου

    Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Σαλώνων κ. Αντώνιος (κατά κόσμον Διονύσιος) εγεννήθη στην Κέρκυρα. Έλαβε εγκύκλιες σπουδές στην Αθήνα. Εφοίτησε στο Ά Οικονομικό Γυμνάσιο Αθηνών. Εν συνεχεία εσπούδασε στο Νομικό, Θεολογικό και Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.

    Μοναχός εκάρη στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη. Διάκονος εχειροτονήθη το 1979, τη ευλογία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Σεραφείμ, υπό του τότε Διαυλείας και νυν Τρίκκης Αλεξίου και Πρεσβύτερος εχειροτονήθει το 1981 υπό του Γέροντος Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Μελετίου.

    Υπηρέτησε ως ιεροκύρηξ στην Ιερά Μητρόπολη Πρεβέζης και ως εφημέριος στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» και στον Ι. Ναό Αγ. Σκέπης Παπάγου. Επί 4 έτη εγκαταβίωσε στο Άγιον Όρος.

    Από το 1998 υπηρετεί στην Οικονομική Υπηρεσία της Ι. Συνόδου, της οποίας είναι Γενικός Διευθυντής από το παρελθόν έτος.

  • Βιογραφικό Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Θαυμακού κ. Ιακώβου

    Ο Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Μπιζαούρτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948 και σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

    Χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος το 1972 από τον Σεβασμιωτατο Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μεγ. Βρεττανίας κυρό Αθηναγόρα εις τον Καθεδρικόν Ναόν Αγίας Σοφίας Λονδίνου. Υπηρέτησε εις διαφόρους κοινότητας του Λονδίνου ως Εφημέριος και Διευθυντής των Ελληνικών Σχολείων.

    Ανέπτυξεν αξιόλογον ποιμαντικήν δραστηριότητα και έτυχε τιμητικής διακρίσεως υπό της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων (Σταυρού των Θυατείρων).

    Υπηρέτησεν επί πενταετίαν ως εκπαιδευτικός εις το Λύκειον Ζακύνθου και εις το 10ον Λύκειον Αθηνών. Παραλλήλως υπηρέτησεν ως ιεροκήρυξ και εν συνεχεία ως προϊστάμενος του Μητροπολιτικού Ναού Ζακύνθου όπου και ανέπτυξεν αξιόλογον ποιμαντικήν δραστηριότητα.

    Εμφορούμενος υπό ιεραποστολικών αισθημάτων υπηρέτησεν εις το Θεραπευτήριον «Ευαγγελισμός» επί έξαετίαν. Από του έτους 1988 διακονεί ως Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπου έχει επιδείξει σημαντικό έργο τόσο εις το ποιμαντικό, κηρυκτικό και λατρευτικό τομέα, όσο και εις τον φιλανθρωπικό, αλλά και εις τα έργα ανακαινίσεως και συντηρήσεως του Ιερού Ναού. Επί σειρά ετών ήτο Α' Σύμβουλος εις το Ηγουμενοσυμβούλιον της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, ενώ από της 3ης Δεκεμβρίου 2003 είναι εκλεγμένος Ηγούμενος αυτής. Από της αναλήψεως των καθηκόντων του επεδόθη εις αόκνους προσπάθειας δια την εύρρυθμον λειτουργίαν αυτής, την διοικητικήν και ποιμαντικήν άνέλιξίν της, την οργάνωσιν του αρχείου, την ανακαίνισιν του Καθολικού καθώς και των Μετοχιών αυτής. Καθιέρωσεν κατά μήνα Ιερά Αγρυπνία, Σύναξη και Τράπεζα των εγκαταβιούντων αδελφών, ετήσια Γενική Σύναξη απάντων των αδελφών της Μονής (ημερίδα) με θέματα αφορώντα την διακονία των ιερομόναχων εις τας ενορίας. Από της αναλήψεως των καθηκόντων του ως Ηγουμένου έως της σήμερον έκηρε υπέρ των τριάκοντα Μοναχούς.

    Εξέδωκεν κατατοπιστικά φυλλάδια με το ιστορικόν της Μονής, τις δωρεές της και ωμίλησεν εις την μεγάλην Αίθουσα του Δήμου Αθηναίων όπου και έλαβε δια την προσφοράν της Μονής, Μετάλλιον του Δήμου. Ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός δια την προσφοράν της Μονής εις την Παιδείαν ομοίως του απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο. Ομοίως ωμίλησεν εις την αίθουσα του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών δια την συμβολήν της Μονής στην ανάπτυξη της νέας πρωτευούσης. Εσχάτως εις την Αίθουσαν της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ωμίλησε δια τας ευεργεσίας της Ιεράς Μονής προς το Έθνος με παρουσίαση κειμένων εκ του Αρχείου της Μονής. Εξέδωκεν 8 ειδικά τεύχη των ομιλιών του κατά τας αγρυπνίας.

    Από του έτους 1996 διετέλεσε Διευθυντής Προσωπικού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Κατά την άσκησιν των καθηκόντων του εις την υπηρεσίαν αυτήν έχει επιδείξει διοικητική ικανότητα. Οργάνωσε το Γραφείο Προσωπικού βάσει των νέων τεχνολογικών εξελίξεων, αναβάθμισε αυτό και ανέδειξε το αξιόλογον αρχείον των κληρικών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

    Στις 9 Ιανουαρίου 2009 παρητήθη αυτής της διακονίας και του ανετέθη δια της υπ' αριθμ. 83 Αποφάσεως του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Ιερωνύμου Β' η εποπτεία των Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
  • πηγή
  • «Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλων»


    «Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλων»

    «Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλων»
    (Ό δίκαιος Κύριος κατέκοψε όλους μαζί τούς αλαζονικούς καί επηρμένους αυχένες των άμαρτωλών)

    «αισχυνθήτωσαν καί   άποστραφητωσαν εις τα  οπίσω πάντες οι μισούντες Σιών» (Ας ντροπιασθούν καί ας στραφούν οπίσω νι­κημένοι κατά κράτος όλοι όσοι μισούν -την νέαν Σιών, την Έκκλησίαν)

    «γεννήτωσαν ώσεί χόρτος δωμάτων, ο προ του έκσπασθηναι έξηράνθη»
    (Ας γίνουν σαν τον χόρτο, πού φυτρώνει στις ταράτσες καί στίς στέγες καί ό όποιος, πρίν εκσπασθεί καί εκριζωθεί από ανθρώπινα χέρια, ξεραίνεται από μόνος του, γιατί δεν έχει βάθος)

    «ού ουκ επλήρωσε την χείρα αύτού ο θερίζων καί τον κόλπον αύτού ο τα δράγματα συλλέγων»
    (Ας γίνουν σαν τον χόρτο αυτόν, από τον οποίο δεν έγέμισε με χαρά το χέρι του ό θεριστής καί την αγκαλιά του αυτός πού μαζεύει τα δεμάτια . 

    «καί ουκ είπαν οι παράγοντες· ευλογία Κυρίου έφ΄υμάς, ευλογήκαμεν υμάς εν ονόμάτι Κυρίου»
    (Ούτε οι άνθρωποι οι περαστικοί είπαν στους θεριστές «ώρα καλή σας, θεριστές, ή ευλογία του Κυρίου να είναι μαζί σας»,ούτε απάντησαν εκείνοι «ώρα καλή σας, διαβάτες· σας ευλογούμε κι εμείς εν ονόματι Κυρίου)
    Καί ό αναγνώστης συλλογίζεται καί απορεί:
     -Πώς βρέθηκαν τα σπέρματα του σταριού στις ταράτσες καί στίς στέγες των υψηλών σπιτιών;-  
     -Ποιος άνεμος ανύψωσε τους αλαζονικούς καί επηρμένους αμαρτωλούς σε περίοπτες θέ­σεις;  
    -  Πόσο βάθος μοναξιάς καί άκαρπίας στην καρδιά του αλαζονικού ύψηλοθέσιου καί ύψηλόστεγου χόρτου! 
    Τί κρίμα!- 
     Ό αλαζονικός χόρτος ξεραίνεται στο υψηλό ρίζωμά του...
    -μοναχικός...
    -στεγνός από τη δροσιά της ανθρώπινης κοινωνίας..,
    -  άνικμος ευλογίας Θεού. . . !                         
     Ψαλμ. 128,4-8.
    Ιωαν.Κορναρακη -Πειραική Εκκλησία

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ!!! ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΚΥΡΙΟΣ!



    Kαι μέσα σ'όλα έχουμε και μια κίνηση που σηκώνει πολύ κουβέντα:
    Να επέμβει στο εσωτερικό της Ελλάδος η Καθολική Εκκλησία, γιατί "Οι Έλληνες βρίσκονται σε τραγική κοινωνική κατάσταση" καλεί τον Γερμανό στην υπηκοότητα, Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄ο πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της καθολικής ιεραρχίας της Ελλάδος, σεβασμιότατος Φραγκίσκος Παπαμανώλης, με σημερινή του συνέντευξη στην εφημερίδα Il Messaggero, ζητώντας επίσης τη βοήθεια των καθολικών εκκλησιών των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και του Βατικανού.
    "Ελπίζω ότι η έκκλησή μου θα μπορέσει να φτάσει στον Πάπα. Χρειαζόμαστε βοήθεια για να συμπαρασταθούμε στους ανθρώπους. Η κοινωνική κατάσταση είναι τραγική", δηλώνει στην Il Messaggero ο σεβασμιότατος, σχολιάζοντας τις συνέπειες των μέτρων λιτότητας που έχουν ληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση υπό την πίεση της Ευρώπης και του ΔΝΤ.

    Ο σεβασμιότατος που είναι επίσκοπος Σύρου υποστηρίζει ότι το τοπικό νοσοκομείο δεν έχει θέρμανση (είναι έτσι κ.Λοβέρδο;), την ώρα που η θερμοκρασία είναι πολύ χαμηλή, ότι τα νοσοκομεία δεν έχουν φάρμακα, ότι τα ταμεία της εκκλησίας είναι σχεδόν άδεια και ότι αναγκάστηκαν να πουλήσουν ακίνητη περιουσία για να απαλλαγούν από τους νέους φόρους.

    Ο σεβασμιότατος εκφράζει τη λύπη του που οι επισκοπές άλλων ευρωπαϊκών χωρών δεν προσφέρουν την αλληλεγγύη τους. "Ενημερώσαμε επίσης την Συνέλευση των Ανατολικών Εκκλησιών στο Βατικανό. Απευθύναμε εκκλήσεις. Μέχρι στιγμής τίποτα. Φαντάζομαι ότι διαβάζουν τις εφημερίδες και γνωρίζουν τι συμβαίνει!", σημειώνει στη συνέντευξη αυτή.

    "Εμείς οι καθολικοί είμαστε μια μικρή μειονότητα στην Ελλάδα, αλλά έχουμε προσφέρει τη συμβολή μας στην κοινωνία", καταλήγει ο σεβασμιότατος.
    Τώρα, αυτό το κάλεσμα και το περιεχόμενό του είναι για καλό; Δε νομίζουμε. Ούτε τα πράγματα είναι όπως τα περιγράφει τόσο τραγικά. Μήπως υπάρχουν κάποια άλλα κίνητρα από πίσω; Ποια γνώμη έχει η Αρχιεπισκοπή;

    πηγή 

    Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας. Είναι φίλος μας. Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας. Είναι φίλος μας.


    Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας. Είναι φίλος μας.


    215100_195680310493251_100001538496307_532570_1419935_n.jpg

    Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας. Είναι φίλος μας.
    Το βεβαιώνει ο ίδιος, όταν λέει: «Εσείς είστε φίλοι μου ...» (Ιω. 15,14).
    Σαν φίλο να τον ατενίζομε και να τον πλησιάζομε. Πέφτομε; Αμαρτάνομε;
    Με οικειότητα, με αγάπη κι εμπιστοσύνη να τρέχομε κοντά του. όχι με φόβο ότι θα μας τιμωρήσει αλλά με θάρρος, που θα μας το δίδει η αίσθηση του φίλου.

    Να του πούμε: «Κύριε, το έκανα, έπεσα, συγχώρεσέ με». Αλλά συγχρόνως να αισθανόμαστε ότι μας αγαπάει, ότι μας δέχεται τρυφερά, με αγάπη και μας συγχωρεί.
    Να μη μας χωρίζει απ' τον Χριστό η αμαρτία. Όταν πιστεύουμε ότι μας αγαπάει και τον αγαπάμε, δεν θα αισθανόμαστε ξένοι και χωρισμένοι απ' Αυτόν, ούτε όταν αμαρτάνουμε. Έχουμε εξασφαλίσει την αγάπη Του κι όπως και να φερθούμε, ξέρομε ότι μας αγαπάει.

    πατηρ πορφυριος

    πηγή

    215100_195680310493251_100001538496307_532570_1419935_n.jpg

    Τον Χριστό να τον αισθανόμαστε σαν φίλο μας. Είναι φίλος μας.
    Το βεβαιώνει ο ίδιος, όταν λέει: «Εσείς είστε φίλοι μου ...» (Ιω. 15,14).
    Σαν φίλο να τον ατενίζομε και να τον πλησιάζομε. Πέφτομε; Αμαρτάνομε;
    Με οικειότητα, με αγάπη κι εμπιστοσύνη να τρέχομε κοντά του. όχι με φόβο ότι θα μας τιμωρήσει αλλά με θάρρος, που θα μας το δίδει η αίσθηση του φίλου.

    Να του πούμε: «Κύριε, το έκανα, έπεσα, συγχώρεσέ με». Αλλά συγχρόνως να αισθανόμαστε ότι μας αγαπάει, ότι μας δέχεται τρυφερά, με αγάπη και μας συγχωρεί.
    Να μη μας χωρίζει απ' τον Χριστό η αμαρτία. Όταν πιστεύουμε ότι μας αγαπάει και τον αγαπάμε, δεν θα αισθανόμαστε ξένοι και χωρισμένοι απ' Αυτόν, ούτε όταν αμαρτάνουμε. Έχουμε εξασφαλίσει την αγάπη Του κι όπως και να φερθούμε, ξέρομε ότι μας αγαπάει.

    πατηρ πορφυριος

    πηγή

    Ἅγιος Δημήτριος βασιλεὺς τῆς Γεωργίας, 12 Μαρτίου.



    πηγή


    Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Β’, ὁ Θυσιαζόμενος, ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Γεωργίας Δαβὶδ ( 1269) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ δυναστεία τῶν Βαγρατιδῶν. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1289 ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπὶ σουλτάνου Ἀργκοῦν.

    Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, 12 Μαρτίου.


    πηγή



    Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 949 μ.Χ. στὴ Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Θεοφανώ. Ὁ θεῖος του Βασίλειος, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλὴ θέση στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρὶς τὸν ἀνεψιό του κοντά του, ὅπου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔτυχε καλῆς παιδείας. Ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἔδινε προσοχὴ καὶ δὲν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιὰ μάθηση.

    Κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ Συμεὼν γνωρίστηκε μὲ ἕναν μοναχὸ τῆς περιωνύμου μονῆς Στουδίου, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν, ἐπίσης, Συμεών. Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅταν κατὰ τὸ ἔτος 963 μ.Χ. πέθανε ὁ θεῖος του, ὁ Συμεὼν προσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ζητοῦσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρομοιάζει τὸν θεῖο του μὲ τὸν Φαραώ, τὴ διαμονή του στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο μὲ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν πνευματικό του πατέρα μὲ τὸν Μωϋσῆ.
    Κάποτε ὁ Γέροντάς του, τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μὲ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου καὶ Διαδόχου Φωτικῆς. Ζωηρὴ ἐντύπωση τοῦ προξένησε τὸ ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, ποὺ εἶχε τὸν τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»:
    «Ἐὰν ζητᾶς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου,
    κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».
    Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἦταν σὰν νὰ ἄκουσε τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ κάνει ὅτι τὸν πρόσταζε ἡ συνείδησή του. Καὶ αὐτή, ποὺ εἶναι κάτι θεϊκό, τὸν παρακινοῦσε συνεχῶς στὰ ἀνώτερα, ἔτσι ὥστε αὔξησε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη του μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζε νὰ λαλεῖ ὁ πετεινός, δηλαδὴ μέχρι τὰ χαράματα. Σὲ αὐτὸ τὸν βοηθοῦσε καὶ ἡ συνεχὴς νηστεία. Ἔτσι, ἀκόμα καὶ πρὶν φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο, ζοῦσε σχεδὸν ἀσώματο βίο. Δὲν τοῦ χρειάστηκε λοιπὸν πολὺς καιρός, γιὰ νὰ ἐκδημήσει ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ὁρώμενα καὶ νὰ εἰσδύσει στὰ ἀόρατα θεία θεάματα.
    Κάποια νύχτα, λοιπόν, ποὺ προσευχόταν καὶ μὲ καθαρὸ νοῦ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεό, εἶδε ξαφνικὰ νὰ λάμπει ἄπλετο φῶς ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κατεβαίνει πρὸς αὐτόν. Φώτισε τὰ πάντα καὶ τὰ μετέβαλε σὲ μία ὁλοκάθαρη ἡμέρα. Καθὼς ἦταν καὶ ὁ ἴδιος τυλιγμένος ἀπὸ αὐτὸ τὸ φῶς, τοῦ φαινόταν σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ οἰκία μαζὶ μὲ τὸ δωμάτιό του, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶχε ἁρπαγεῖ στὸν ἀέρα, νιώθοντας σὰν νὰ μὴν εἶχε καθόλου σῶμα. Κατάπληκτος ἀπὸ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριο κραύγαζε μὲ μεγάλη φωνὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Καθὼς βρισκόταν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο φῶς, βλέπει στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ μία ὁλόφωτη νεφέλη, ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὰ δεξιά της ἔστεκε ὁ πνευματικός του πατέρας Συμεὼν ὁ Εὐλαβής. Ἔμεινε σὲ αὐτὴ τὴν ἐκστατικὴ κατάσταση γιὰ πολύ, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται, καθὼς βεβαίωνε ἀργότερα, ἐὰν ἦταν μέσα στὸ σῶμα ἢ ἐκτὸς τοῦ σώματος. Ὅταν κάποτε ἐκεῖνο τὸ φῶς σιγὰ – σιγὰ ὑποχώρησε, ἦλθε στὸν ἑαυτό του καὶ κατάλαβε πὼς βρίσκεται μέσα στὸ δωμάτιο.
    Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεωρία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἱκέτευε συνεχῶς τὸ Γέροντά του νὰ τὸν κείρει μοναχό.
    Ἀλλὰ ὁ πνευματικός του πατέρας τὸν ἀναχαίτισε, ἐπειδὴ ἦταν νέος στὴν ἡλικία καὶ ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴν οἰκία τοῦ θείου του, ὅπου ἄρχισε μὲ ἐπιμέλεια νὰ μελετᾶ. Βαθιὰ ἐντύπωση ἀπεκόμισε ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καὶ Διαδόχου Φωτικῆς, τὰ ὁποία ἔλαβε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πνευματικοῦ του.
    Κατὰ τὸ ἔτος 970 μ.Χ. ὁ Συμεὼν ἐπισκέφθηκε τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν κλίση του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νὰ μεταβάλλουν τὴν ἀπόφαση τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τους. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμεὼν ἦταν σταθερή. Ἀρνήθηκε ἐγγράφως τὴν πατρικὴ περιουσία ποὺ τοῦ ἀνῆκε καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὑπὸ τὸν ἡγούμενο Ἀντώνιο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Μετὰ ἀπὸ μία διετία ἐκάρη ἐδῶ μοναχός, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ποὺ φώτιζε τὸν ἑαυτό του. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Συμεὼν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη (984 – 995 μ.Χ.) καὶ τὴν ἔγκριση τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς.
    Ὡς ἡγούμενος ὁ Ὅσιος ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὲς δυσάρεστες καταστάσεις. Ὄχι μόνο τὴν κατεστραμμένη μονή, ἀλλὰ πρὸ πάντων τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ἡ μονὴ παρομοιαζόταν μὲ κατάλυμα κοσμικῶν καὶ νεκρῶν σωμάτων. Καὶ ἡ μὲν μονὴ ὡς οἰκοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, ἡ πνευματικὴ ὅμως συγκρότηση τῶν μοναχῶν ἀπαιτοῦσε πολλὲς ἀνυπέρβλητες προσπάθειες. Ἡ διδασκαλία του συνάντησε τὴν μεγάλη ἀδιαφορία ὁρισμένης ὁμάδας μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στὸ σημεῖο, κατὰ τὴν διάρκεια μία πρωϊνῆς κατηχήσεως, νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Γέροντός τους. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ὁ Ὅσιος, «τὰς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἑαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδιῶν καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».
    Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ ἀφοπλίσει τελείως τοὺς τριάντα ἐκείνους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν αὐτὴ τὴν συμπεριφορά. Ὁ Πατριάρχης Σισίννιος ὁ Β’ (996 – 998 μ.Χ.) πρὸς τὸν ὁποῖον κατέφυγαν ἀμέσως, γιὰ νὰ δικαιωθοῦν προφανῶς ἀπὸ αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν μανία καὶ τὸν φθόνο τῶν ἀσύνετων μοναχῶν καὶ διέταξε νὰ ἐξορισθοῦν. Ὅμως ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρακάλεσε θερμῶς τὸν Πατριάρχη νὰ τοὺς συγχωρέσει.
    Ὁ Ὅσιος, παρὰ τὰ πολλὰ καθήκοντά του στὴ μονή, εὕρισκε καιρὸ νὰ γράφει«τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τοὺς «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τοὺς«κατηχητικοὺς λόγους», τὰ «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».
    Δυσάρεστα ζητήματα ἐναντίων τοῦ Ὁσίου δημιούργησε ὁ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἦταν ἡ ἀγαθὴ φήμη τοῦ Ὁσίου. Ἐπειδὴ ὁ σύγκελλος δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ στὸν βίο τοῦ Ὁσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος ἤδη Γέροντός του. Ἡ κατηγορία τοῦ σύγκελλου ἦταν ὅτι ὁ Ὅσιος ὑμνοῦσε τὸν πνευματικό του πατέρα ὡς Ἅγιο. Τελικὰ ἔπεισε τὴν Σύνοδο νὰ διερευνήσει τὸ ζήτημα. Καὶ μετὰ τὴν διαδικασία αὐτή, ὅλοι ἀναγνώρισαν, ἐκτὸς τοῦ σύγκελλου, τὸ δίκαιο τοῦ Συμεών. Τότε ὁ σύγκελλος συνεργάστηκε μὲ μοναχοὺς ποὺ ἐχθρεύονταν τὸν Ὅσιο καὶ ἔκλεψε ἀπὸ τὴ μονὴ τὴν εἰκόνα ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθεῖ ὁ πνευματικὸς πατέρας τοῦ Ὁσίου μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἄλλους Ἁγίους. Ὁ Ὅσιος διατάχθηκε νὰ προσέλθει στὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Καὶ πάλι βρέθηκε ἀθῶος.
    Ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐπὶ εἴκοσι πέντε χρόνια ὡς ἡγούμενος καὶ τὸ ἔτος 1005 ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο στὸ ἀντίπερα ἐρημόκαστρο τῆς Χρυσουπόλεως, ποὺ ἐκαλεῖτο Παλουκητὸν καὶ ἡσύχαζε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Στὴν ἡγουμενία τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητής του Ἀρσένιος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1022.
    Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος καὶ στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.
    Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐδίδασκε ὅτι ἡ πρὸς Θεὸν εἰλικρινὴς ἀγάπη καὶ ἡ μετάνοια ἦσαν ἀσφαλεῖς ὁδοὶ πρὸς τὴ θέωση. Ἡ τριαδολογικὴ βάση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπολήγει ἱστορικὰ στὰ χριστολογικὰ πλαίσια τῆς σωτηρίας καὶ τῆς λυτρώσεως, μὲ σαφεῖς ἐκκλησιολογικὲς ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογικὲς προεκτάσεις πρὸς τὴν ὁλοκλήρωση καὶ πλήρωση τῆς τελειώσεώς του. Τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαθαίρει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, διαστέλει «τὸν μέτοχον αὐτοῦ» ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ σκότους καὶ τῆς πτώσεως καὶ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις, ὥστε οἱ πιστοὶ ἀπὸ τώρα νὰ ἀρχίσουν νὰ γεύονται τὴ μέλλουσα δόξα τους. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Ὅσιος Συμεών: «Τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος φαῖνον ἐν καθαρᾷ καρδία παντὸς ἀφιστᾷ τοῦ κόσμου καὶ τὸν μέτοχον αὐτοῦ ἀπ’ ἐντεῦθεν ἤδη ἐμφορεῖσθαι περὶ τῆς μελλούσης δόξης». Ἐδὼ ἡ θέωση σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ ἱστορικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀφοῦ τελικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ δοξοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτοῦ τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου «ἀπαρχή»«μεσότης» καὶ «τελειότης» εἶναι ὁ Χριστός.
    Ἡ τελείωση καὶ ἡ θέωση ὁλοκληρώνεται στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρει σχετικὰ ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Βασιλεία καὶ ἡ Ἐδέμ. «Σὺ βασιλεία οὐρανῶν, σὺ γῆ, Χριστέ, πραέων, σὺ χλόης παράδεισος, σὺ ὁ νυμφὼν ὁ θεῖος».Γιὰ τὴ θεολογική του κατάρτιση καὶ δεινότητα, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ἢ «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατὰ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις τοῦ Ἁγίου, ἐπιδιδόμενος στὴν ἡσυχία, ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὴν ὕλη, ἡ γλῶσσα του γινόταν γλῶσσα πυρός, συνέθετε καὶ θεολογοῦσε θείους ὕμνους, γινόταν ὁλόκληρος πῦρ, ὁλόκληρος φῶς καὶ θεωνόταν κατὰ χάριν. Ἄλλοτε, μαρτυρεῖται ὅτι βρισκόταν ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ἔχοντας τὰ χέρια ὑψωμένα καὶ προσευχόμενος, ἦταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».

    Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Σιγριανής, 12 Μαρτίου.


    πηγή


    Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 760 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν Θεοδότη. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μητέρα του ἀνέλαβε τὸ δύσκολο ἔργο τῆς ἀνατροφῆς, τῆς διαπαιδαγωγήσεως καὶ τῆς μορφώσεως τοῦ υἱοῦ της Θεοφάνους.
    Ὁ Ὅσιος, κατὰ παράκληση τῆς μητέρας του, νυμφεύθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία τὴν εὐσεβὴ καὶ πλούσια Μεγαλώ. Ὁ γάμος αὐτός, ποὺ ἦταν ἀντίθετος γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσε ὁ Ὅσιος, διαλύθηκε.
    Ἡ μὲν σύζυγος αὐτοῦ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τῆς Πριγκίπου καὶ μετονομάσθηκε Εἰρήνη, ὁ δὲ Ὅσιος κατέφυγε, τὸ 781 μ.Χ., στὴ μονὴ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ στὴ Σιγριανὴ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς.
    Ἀπὸ τὴ μονὴ αὐτή, ὡς λόγιος καὶ ἐνάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ἡγουμένους διαπρεπεῖς, τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Σακουδίωνος Πλάτωνα, τοὺς μοναχοὺς Νικηφόρο καὶ Νικήτα ἀπὸ τὴ μονὴ Μηδικίου, τὸ μοναχὸ Χριστόφορο ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Μικροῦ Ἀγροῦ, στὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιος, τὸ ἔτος 787 μ.Χ. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴ μονή του, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν μοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε στὴν ἀπέναντι νῆσο Καλώνυμον, ὅπου ἵδρυσε μεγάλη μονὴ καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐπὶ ἑξαετία, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καλλιγραφία καὶ τὶς συγγραφές. Ἀλλὰ ἀτυχῶς ἡ ὑγεία του προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Σὲ αὐτὴ τὴν χαλεπὴ κατάσταση δὲν παρέλειψε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν προσκλήθηκε ὑπὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος προσπάθησε διὰ τοῦ Πατριάρχη Ἰωσὴφ τοῦ εἰκονομάχου νὰ ἑλκύσει αὐτὸν στὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ Ὅσιος φυσικὰ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποδεχθεῖ μία τέτοια πρόταση καὶ νὰ προδώσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν σὲ σκοτεινὸ μέρος καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐξόρισαν στὴ Σαμοθράκη, ὅπου μετὰ ἀπὸ εἴκοσι τρεῖς ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 815 ἢ κατ’ ἄλλους τὸ 818 μ.Χ. Ἀργότερα οἱ μαθητές του μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ, τὸ ἔτος 822 μ.Χ., στὴ μονή του, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ, ὅπως καὶ στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

    Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
    Θεῷ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἡμῖν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι' ἐνάρετου ζωῆς, Θεόφανες Ὅσιε· πᾶσαν γὰρ τὴν προσοῦσαν, ὕπαρξιν ἀπορρίψας, ἄθλους ὁμολογίας, τῇ ἀσκήσει συνάπτεις· ἐντεῦθεν δι' ἀμφοτέρων, φαίνεις τοῖς πέρασι.
    Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν μοναζώντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ· ὑπὲρ εἰκόνων ἁγίων ἤθλησας, λύρα τοῦ Πνεύματος, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

    Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
    Τῆς ζωαρχικῆς, τοῦ Λόγου θεοφανείας, σκεῦος ἐκλεκτόν, Θεόφανες καὶ θεράπων, τῷ ἐνθέῳ σου βίῳ, θεόφρον γενόμενος, τὴν Εἰκόνα τὴν ἐνσώματον, τοῦ Χριστοῦ σεπτῶς ἐτίμησας, ὁμιλήσας πολλαῖς θλίψεσιν· ἀνθ’ ὧν θαυμάτων πηγήν, εἴληφας ἐκ Θεοῦ.
    Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.Ἐξ ὕψους λαβῶν, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σπουδῇ, ἐκ μέσου τῶν θορύβων, καὶ μονάσας Ὅσιε· ἐνεργείας θαυμάτων εἴληφας, καὶ προφητείας χαρίσματα, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.

    Μεγαλυνάριον.Τῆς θεοφανείας τῆς μυστικῆς, βίῳ ὑπερτέρῳ, θησαυρίσας τὴν μετοχήν, θέσει ἐθεώθης, Θεοφάνες θεόφρον, καὶ ὤφθης Ἐκκλησίας, στῦλος θεόφωτος.

    Άγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος πάπας Ρώμης (12 Μαρτίου)


    Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 540 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὴ Ρώμη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου (527-565 μ.Χ.). Ὀνομάσθηκε δὲ Διάλογος, ἐπειδὴ τὰ περισσότερα ἔργα του τὰ ἔγραψε μὲ διαλογικὸ τρόπο, δηλαδὴ μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γορδιανὸς καὶ ἡ μητέρα του Συλβία. Τόσο οἱ γονεῖς του ὅσο καὶ οἱ δυὸ ἀδελφὲς τοῦ πατέρα του, ἡ Ταρσίλα καὶ ἡ Αἰμιλιανή, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καὶ ἐπέδρασαν εὐεργετικὰ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Γρηγορίου. Ὡς γόνος πλούσιας οἰκογένειας ὁ Γρηγόριος ἔλαβε καλὴ μόρφωση, ἰδιαίτερα στὴ νομική. Βέβαια ἔζησε σὲ μία ἐποχὴ ὄπου ἡ καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στὴ Ρώμη εἶχε σβήσει. Ὁ Γρηγόριος μᾶλλον ἦταν κάτοχος μόνο τῆς λατινικῆς γλώσσας, γεγονὸς ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ μελετήσει τὴν πλούσια θεολογικὴ γραμματεία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων.
    Περὶ τὸ ἔτος 570 μ.Χ. διορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ (565-576 μ.Χ.) στὸ ἀξίωμα τοῦ πραίτορος τῆς πόλεως τῆς Ρώμης. Δὲν παρέμεινε ὅμως γιὰ μακρὺ χρονικὸ διάστημα στὴν θέση αὐτή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του διέθεσε τὸ μέγιστο μέρος τῆς περιουσίας ποὺ κληρονόμησε σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα καὶ στὴν ἵδρυση μονῶν. Ἵδρυσε ἕξι μοναστήρια στὴ Σικελία καὶ περὶ τὸ ἔτος 575 μ.Χ. μετέτρεψε τὴν οἰκία του στὴν Ρώμη σὲ μοναστῆρι ἀφιερωμένο στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὁ ἴδιος ἔγινε μοναχὸς αὐτῆς τῆς μονῆς καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενός της. Στὸ μοναστῆρι ζοῦσε μία πολὺ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων.
    Δὲν ἔμελλε ὅμως νὰ παραμείνει γιὰ πολὺ καιρὸ στὴ μονή του, γιατί χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ ἔτος 579 μ.Χ. ἐστάλη στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἀποκρισιάριος, δηλαδὴ ἀντιπρόσωπος, τοῦ Πάπα Ρώμης. Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς ποὺ τὸν συνόδευσαν ἀπὸ τὴν Ρώμη, ζοῦσε μοναστικὴ ζωή. Εἶχε ὅμως τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὰ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ νὰ συνάψει γνωριμίες μὲ σημαίνοντα πρόσωπα τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, μὲ τὰ ὁποία διατήρησε ἀλληλογραφία μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα αὐτὰ ἦταν ἡ Θεοκτίστη, ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.), ὁ πατρίκιος Ναρσής, ὁ ἰατρὸς τοῦ αὐτοκράτορα Θεόδωρος κ.ἅ. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπίσης, γνώρισε τὸν Ἐπίσκοπο Σεβίλλης Λέανδρο, ὁ ὁποῖος ταξίδευε κατὰ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα στὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ μὲ τὸν ὁποῖο διατήρησε ἀδελφικὴ φιλία καὶ ἀλληλογραφία στὰ κατοπινὰ χρόνια.
    Περὶ τὸ ἔτος 586 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος μετακαλεῖται στὴν Ρώμη. Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι μὲ τὴν ἐπανάκαμψή του στὴν Ρώμη ἐπέστρεψε στὸ μοναστῆρι του καὶ τότε ἦταν ποὺ ἔγινε ἡγούμενός του. Μία ἄλλη ἄποψη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γρηγόριος μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν Ρώμη δὲν ἐπέστρεψε στὴ μονή, ἀλλὰ ὑπηρέτησε ὡς διάκονος τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καὶ σύμβουλος τοῦ Πάπα Πελαγίου Β’. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ Γρηγόριος ἔγινε ἡγούμενος πρὶν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο καὶ τὴ ἀποστολή του στὴν Κωνσταντινούπολη. 
    Τὸ ἔτος 590 μ.Χ. ὁ Πάπας Πελάγιος Β’ ἀσθένησε ἀπὸ ἐπιδημικὴ ἀσθένεια καὶ πέθανε. Παρὰ τὸ ὅτι τόσο ὁ κλῆρος ὅσο καὶ ὁ λαὸς τῆς Ρώμης ζητοῦσαν τὸν Γρηγόριο γιὰ Ἐπίσκοπό τους μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ΠελαγίουΒ’, ἡ ἀπροθυμία τοῦ ἰδίου νὰ ἀνέλθει στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ἦταν ἔκδηλη. Ἡ στάση του αὐτὴ προερχόταν ἀπὸ τὴν συναίσθηση τοῦ βάρους τῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ ἀπὸ τὴν ταπεινὴ πεποίθηση ὅτι οἱ δικές του δυνάμεις δὲν ἦταν ἐπαρκεῖς γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο ἔργο. Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Ραβέννας Ἰωάννης μὲ ἐπιστολή του τὸν ἔψεξε γιὰ τὴν διστακτικότητά του αὐτή, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποφάσισε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ τὴν συγγραφὴ μιᾶς ὁλόκληρης πραγματείας γιὰ τὸ βαρυσήμαντο ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου καὶ γιὰ τὰ προσόντα ποὺ αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ γιὰ μία ἀπολογία τοῦ Γρηγορίου σχετικὰ μὲ τοὺς ἐνδοιασμούς του νὰ ἀναλάβει τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.
    Ὁ Γρηγόριος, παρὰ τοὺς ἔντονους προσωπικούς του ἐνδοιασμούς, ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης ὡς Πάπας Γρηγόριος Α’. Ἡ κατάσταση ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἦταν πολὺ δυσχερής. Ἀφ’ ἐνὸς ἡ ἐπιδημία λυμαινόταν τὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀφ’ ἑτέρου μία φοβερὴ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ Τίβερη εἶχε καταστρέψει σημαντικὸ ἀριθμὸ περιουσιῶν καὶ σιτηρῶν. Σημαντικότερο ἀκόμη πρόβλημα ἦταν ἡ παρουσία τῶν Λομβαρδῶν ὡς εἰσβολέων στὴν Ἰταλία, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Βόρειας Ἰταλίας καὶ μεγάλο μέρος τῆς Νότιας Ἰταλίας. Οἱ Λομβαρδοὶ ἦταν αἰτία συνεχοῦς ἀναστατώσεως στὴν Ἰταλία καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἐδάφη της (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσικῆ), τὰ ὁποία ἀνῆκαν στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ ἐποπτεύονταν ἀπὸ τὸν ἔξαρχο τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἕδρα του στὴ Ραβέννα.
    Μὲ τὴν ἀνάληψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ὁ Γρηγόριος ἀναλώθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ ποιμνίου του καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της. Φρόντισε μὲ θαυμαστὴ ἐπιμέλεια τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο στὴ Ρώμη καὶ μερίμνησε μὲ ἐπιτυχία γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ἀγγλοσαξόνων, ἀποστέλλοντας στὴ Βρετανία ἀπὸ τὴν μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ὁμάδα σαράντα μοναχῶν, ὡς ἱεραποστόλων, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Αὐγουστίνο τῆς Καντουαρίας. Ἐπίσης ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἀξιοποίηση, τὴν ὀργάνωση τῆς καλλιέργειας καὶ τὴν ὀρθὴ διάθεση τῶν προσόδων τῶν γαιῶν τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἐπέμενε νὰ δίνει ὁδηγίες στοὺς κατὰ τόπους ὑπευθύνους τῶν παπικῶν κτημάτων νὰ μεριμνοῦν γιὰ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ἀδικίας καὶ παράνομου πλουτισμοῦ στὸ διαχειριστικό τους ἔργο.
    Ὁ Ἅγιος προσκαλοῦσε κατὰ διαστήματα τοὺς πιὸ πτωχοὺς τῆς πόλεως καὶ ἔτρωγε μαζί τους. Κάποτε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἔλθουν στὴν Ἐπισκοπὴ δώδεκα πτωχοί, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει φαγητό. Τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, ὁ Ἅγιος ἔβλεπε δεκατρεῖς προσκεκλημένους καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν διαφορετικὸς στὴν ὄψη. Εἶχε πρόσωπο φωτεινὸ καὶ πότε ἔμοιαζε μὲ γέροντα στὴν ἡλικία, πότε μὲ νέο. Ὅταν οἱ ἄλλοι ἔφυγαν, τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Εἶμαι Ἄγγελος Κυρίου. Σὲ ἔχω ἐπισκεφθεῖ καὶ ἄλλη φορά, ὅταν ἤσουν μοναχὸς καὶ μοῦ ἔδωσες ἐλεημοσύνη. Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ δοκιμάσει τὴν προαίρεσή σου καὶ μὲ τὸ παράδειγμά σου νὰ διδάξει καὶ ἄλλους. Μάλιστα, ἀπὸ τότε ἔλαβα ἐντολὴ νὰ εἶμαι πάντα μαζί σου, γιὰ νὰ σὲ προστατεύω. Ὅτι θελήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ τὸ πεῖς καὶ θὰ τὸ μεταφέρω».
    Ἐπειδὴ ἡ Ρώμη ἦταν ὁ μόνος Πατριαρχικὸς θρόνος σὲ ὅλη τὴ Δύση, ὁ Γρηγόριος προσπαθοῦσε νὰ ἐπιλύσει κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὸ πολλαπλὰ προβλήματα ποὺ παρουσίαζαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλατίας, τῆς Ἱσπανίας καὶ τῆς Βρετανίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει, ἦταν τὸ σχίσμα τῶν Ἐπισκόπων τῆς Λιγουρίας, τῆς Ἰστρίας καὶ τῆς Βενετίας, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχονταν τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. Ἡ αἰτία τοῦ προβλήματος ἦταν ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶχε καταδικάσει ὡς νεστοριανικὰ τὰ γνωστὰ ὡς «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τὰ ἔργα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου κατὰ τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς Μάριν τὸν Πέρση. Οἱ διαφωνοῦντες δυτικοὶ Ἐπίσκοποι θεωροῦσαν ὅτι ἡ καταδίκη αὐτὴ προωθοῦσε ἕνα συμβιβασμὸ μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ἀναιρώντας ἔτσι τὴν πίστη τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Χαλκηδόνα, τὸ ἔτος 451 μ.Χ. Ἐπειδὴ ἡ Ρώμη, παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἀντιδράσεις της, εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν καταδίκη τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων», οἱ διαφωνοῦντες δυτικοὶ Ἐπίσκοποι εἶχαν διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τους μὲ τὴν Ρώμη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος προσπάθησε ἐπανειλημμένως νὰ πείσει τοὺς διαφωνοῦντες Ἐπισκόπους ὅτι ἡ Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνας. Πραγματικὰ κατόρθωσε νὰ μεταστρέψει τὴ γνώμη μερικῶν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἔγινε μετὰ τὴν κοίμησή του.
    Στὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν προκλήσεων τῶν Λομβαρδῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν Ρώμη, ὁ Γρηγόριος, παρὰ τῆς ἐπανειλημμένες ἐκκλήσεις του, δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ λάβει βοήθεια γιὰ ἀναχαίτιση τοῦ ἐχθροῦ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο καὶ ἀπὸ τὸν Βυζαντινὸ ἔξαρχο τῆς Ραβέννας Πατρίκιο. Βέβαια ὁ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος βρισκόταν σὲ δεινὴ θέση, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Λομβαρδοὺς εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει σὲ διαφορετικὰ μέτωπα τοὺς Πέρσες, τοὺς Σλάβους, τοὺς Ἀβάρους καὶ τοὺς Μαυρούσιους. Ἔτσι ὁ Γρηγόριος ἀναγκάστηκε νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος πολιτικὴ πρωτοβουλία καὶ νὰ συνάψει συνθήκη μὲ τοὺς Λομβαρδούς, πληρώνοντάς τους ἕνα μεγάλο ποσὸ χρημάτων καὶ δίνοντας σὲ αὐτοὺς ἐτήσιο φόρο πολυτελείας.
    Εἶναι πράγματι λυπηρὸ τὸ ὅτι ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἀδυνατοῦσε νὰ προασπίσει ἀποτελεσματικὰ τὶς δυτικὲς κτήσεις της στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια. Αὐτὸ εἶχε ὀδυνηρὲς συνέπειες τόσο γιὰ τὴν Πολιτεία ὅσο καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Λατῖνοι βυζαντινοὶ ὑπήκοοι σταδιακὰ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἀδυνατοῦσε νὰ τοὺς βοηθήσει, οἱ δυτικὲς κτήσεις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν βαρβαρικῶν φύλων, ἐνῷ ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀνέλαβε πολιτικὲς ἐξουσίες, συνεργάστηκε μὲ τοὺς ἡγεμόνες τῶν βαρβαρικῶν φύλων καὶ σταδιακὰ ἔγινε ὁ ἴδιος κοσμικὸς ἄρχοντας.
    Βέβαια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν φέρει καμία εὐθύνη γιὰ τὴν μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἐξέλιξη τοῦ παπικοῦ θρόνου σὲ κοσμικὴ ἐξουσία, οὔτε γιὰ τὴν συνεργασία μεταγενέστερων παπῶν μὲ τοῦ Φράγκους. Ὁ ἴδιος ἔκανε αὐτὸ ποὺ θεωροῦσε καθῆκον καὶ ὑποχρέωσή του γιὰ τὴν προάσπιση τοῦ ποιμνίου καὶ τῆς πατρίδος του στοὺς χαλεποὺς ἐκείνους καιρούς. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μπορεῖ σὲ ὁρισμένα θέματα νὰ διαφωνοῦσε μὲ τὸν Βυζαντινὸ αὐτοκράτορα, ἀλλὰ αὐτὸ συνέβαινε συχνότατα καὶ μὲ τοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ὅμως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ γραπτὰ κείμενά του, θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πιστὸ ὑπήκοο τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Οὐδέποτε ἀμφισβήτησε τὴν ἐξουσία τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα καὶ συμβούλευε τοὺς πιστοὺς νὰ ἀναπέμπουν προσευχὲς γι’ αὐτόν.
    Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἄνθρωπος ταπεινοῦ φρονήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποδεχόταν χωρὶς κριτικὴ ἐξέταση τὴ θεωρία περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὁ ἴδιος ἀρνιόταν κατηγορηματικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν τίτλο τοῦ «οἰκουμενικοῦ πάπα», τὸν ὁποῖο τοῦ πρότεινε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐλόγιος (579/580-607 μ.Χ.) καὶ μὲ εἰλικρίνεια προτιμοῦσε τὸν τίτλο «δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Τόνιζε μάλιστα ἐμφαντικὰ – καὶ ἐν πολλοὶς τὸ ἀποδείκνυε στὴν πράξη – ὅτι σεβόταν τὰ δικαιώματα καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων.
    Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κοιμήθηκε ἀπὸ ἀρθριτικὴ νόσο, τὸ ἔτος 604 μ.Χ.
    πηγή

    Συναξαριστής 12 Μαρτίου


    Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Συγριανῆς

     


    Ὁ γνωστὸς χρονογράφος καὶ εὐθαρσὴς Ὁμολογητής, γεννήθηκε τὸ 760 μ.Χ. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Ἰσαὰκ καὶ τὴν μητέρα του Θεοδότη. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἀλλὰ ἡ μητέρα του κατόρθωσε νὰ τὸν μορφώσει καλὰ καὶ νὰ τὸν παντρέψει σὲ νεαρὴ ἡλικία, μὲ ἐνάρετη καὶ πλούσια κόρη, τὴν Μεγαλῶ, τὴν ἔπειτα μοναχὴ καὶ μετονομασθεῖσα Εἰρήνη.

    Ὁ Θεοφάνης ὅμως, εἶχε μοναχικὴ κλίση καὶ ἔτσι ὁ γάμος διαλύθηκε. Καὶ ἡ μὲν σύζυγός του μὲ τὴν θέλησή της κλείστηκε στὴ γυναικεία μονὴ τῆς νήσου τοῦ Πρίγκηπος, καὶ αὐτὸς σ᾿ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὸ βουνὸ τῆς Συγριανῆς, τὸ Πολίχνιο.

    Ἀπὸ τὴν μονὴ αὐτή, προσεκλήθη μαζὶ μὲ ἄλλους ἡγουμένους στὴ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, ὅπου καὶ διέπρεψε. Ὅταν ἐπέστρεψε, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸ μοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἀποχώρησε στὴν ἀπέναντι νῆσο Κολώνυμο.

    Ἐκεῖ ἵδρυσε νέα μεγάλη μονὴ καὶ ἐπὶ ἕξι χρόνια καλλιγραφοῦσε καὶ συνέγραψε. Ἡ ὑγεία του ὅμως, προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Καὶ ἐπειδὴ δὲ συμμερίστηκε τὶς αἱρετικὲς ἰδέες τῶν εἰκονομάχων Λέοντα τοῦ Ἀρμενίου καὶ Ἰωάννου τοῦ πατριάρχου, ἐξορίσθηκε στὴ Σαμοθράκη ὅπου μετὰ 23 ἡμέρες πέθανε (815 ἢ κατ᾿ ἄλλους τὸ 818). Ἀργότερα οἱ μαθητές του, μετακόμισαν τὰ λείψανά του στὴ μονή του (822).

    Ἀπολυτίκιον 
    Ἦχος πλ. δ’.
    Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεοφάνη σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

    Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
    Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
    Θεῶ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἠμίν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι' ἐνάρετου ζωῆς, Θεόφανες Ὅσιε, πᾶσαν γὰρ τὴν προσοῦσαν, ὕπαρξιν ἀπορρίψας, ἄθλους ὁμολογίας, τὴ ἀσκήσει συνάπτεις, ἐντεῦθεν δι' ἀμφοτέρων, φαίνεις τοὶς πέρασι.

    Κοντάκιον Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
    Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σπουδῇ, ἐκ μέσου τῶν θορύβων, καὶ μονάσας Ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν ἐνέργειαν, καὶ προφητείας χάρισμα, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.

    Ὁ Οἶκος Ἐπὶ τῆς γῆς μηδὲν προτιμήσας, ἠκολούθησας χαίρων τῷ καλοῦντί σε Χριστῷ, καὶ τὸν ζυγὸν αὐτοῦ ἔλαβες ἐπὶ τῶν ὤμων τῶν σῶν προθύμως, καὶ ἀνάπαυσιν εὗρες τῇ ψυχῇ σου, ἣν περ κἀμοὶ τῷ πτωχῷ καὶ ῥαθύμῳ κατάπεμψον τῷ λέγοντι, καὶ μηδόλως ἐκτελοῦντι, ἀλλ' ἔτι σχολάζοντι, ἐν τοῖς τοῦ βίου πράγμασι, καὶ θαυμάζοντι, πῶς πάντα ἔφυγες, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.

    Κάθισμα 
    Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
    Ζῆλον ἔνθεον προσκεκτημένος, δόγμα ἄθεον ἀπεβδελύξω, καὶ κινδύνοις πολυτρόποις ὡμίλησας, ὑπερορίαις ἀδίκως στελλόμενος, καὶ εὐσεβῶς παμμάκαρ τελειούμενος, Πάτερ Θεόφανες, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος. 

     
    Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Α´ ὁ Διάλογος Πάπας Ῥώμης

     


    Ὁ Γρηγόριος γεννήθηκε στὴ Ῥώμη τὸ 540, ἀπὸ πλούσια καὶ χριστιανικὴ οἰκογένεια. Σπούδασε νομικὰ καὶ φιλοσοφία. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, κληρονόμησε μεγάλη περιουσία.

    Αὐτὸς ὅμως ἄφησε τὰ τοῦ κόσμου, ἔκτισε ἕξι μοναστήρια στὴ Σικελία καὶ ἕνα στὴ Ῥώμη, ὅπου μόνασε καὶ ὁ ἴδιος. Τὸ 590 διαδέχεται τὸν Πάπα Πελάγιο τὸν Β´. Ὅταν ἀνέλαβε Πάπας ὁ Γρηγόριος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ πολιτικὴ κατάσταση τῆς ἐποχῆς εἶχε μεγάλες ἀθλιότητες.

    Καὶ γράφει χαρακτηριστικὰ σὲ μία ἐπιστολή του: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὡσὰν ἕνα καράβι παλαιόν, ποὺ κυματίζεται σφοδρότατα καὶ κάμνει νερὰ σὲ ὅλα του τὰ μέρη, μὲ τὰ ξύλα του σαρακοφαγωμένα, καθημερινῶς πληττόμενον ἀπὸ τὴν τρικυμίαν καὶ κινδυνεῦον νὰ χαθεῖ».

    Ἐπιπλέον, ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ πολὺ ἀσθενικὸς στὸ σῶμα. Τί νὰ κάνει; Ἀμέσως τότε, πέρασαν ἀπὸ τὸ μυαλό του τὰ λόγια του Κυρίου μας: «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Δηλαδή, σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρη ποὺ σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενής, καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυσή μου κατορθώνει μεγάλα καὶ θαυμαστά.

    Πράγματι, μέσα στὰ 14 χρόνια ποὺ ἡ Ἐκκλησία ποιμάνθηκε ἀπὸ τὸ Γρηγόριο, κατάφερε νὰ ὀρθοποδήσει, καὶ καλλιεργήθηκε σωστὰ ἡ ὅλη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 12 Μαρτίου τοῦ ἔτους 604.

    Ἀπολυτίκιον 
    Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
    Στόμα γρήγορον καταπλουτήσας, νομεὺς ἄριστος τοῦ θείου λόγου, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε, τῶν ἀρετῶν γὰρ ἐκφάντωρ γενόμενος, δικαιοσύνης ἐκφαίνεις τὴν ἔλλαμψιν Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος. 

     
    Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες

    Μαρτύρησαν διὰ πυρός. (Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι μ᾿ αὐτοὺς ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο ἐπίσκοπο Αὐδᾶ στὴν Περσία, ποὺ ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται τὴν 31η Μαρτίου).

     
    Ὁ Δίκαιος Φινεές

    Ὁ δίκαιος Φινεὲς ἦταν ἱερέας τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἀαρών, περὶ τοῦ ὁποίου διαβάζουμε στὴν Π. Διαθήκη: «Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσὴν καὶ εἶπεν: ὁ Φινεές, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλεάζαρ υἱοῦ τοῦ Ἀαρών, ἔπαυσε τὸν θυμόν του κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι οὗτος μὲ ἱερὰν ἀγανάκτησιν, διὰ τὴν ἁμαρτίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν, φονεύσας τοὺς ἐνόχους πρωταιτίους καὶ οὕτω δὲ κατέστρεψα ἐν τῇ ἱερᾷ μου ἀγανακτήσει ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἕνεκεν τῆς τοιαύτης διαγωγῆς του δηλῶ: Νά! Συνάπτω μετ’ αὐτοῦ ἐγὼ ὁ Θεὸς συμβόλαιον ἰδιαιτέρων εἰρηνικῶν σχέσεων. Ὑπόσχομαι νὰ δώσω εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἱεροσύνην παντοτεινήν, ἐπειδὴ ἔδειξε ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξιλέωσε τὸν θυμόν μου κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν».

    Ὁ Φινεὲς διαδέχθηκε στὴν ἀρχιερωσύνη τὸν δίκαιο Ἐλεάζαρ. Ὡς πρὸς τοὺς ἀπογόνους του, ἐκτὸς μιᾶς διακοπῆς ἀπὸ τοῦ Ἠλὶ μέχρι τοῦ Δαβίδ, οἱ ἀπόγονοί του ἔγιναν οἱ κληρονομικοὶ διάδοχοι τῆς ἀρχιερωσύνης μέχρι τῆς καταστροφῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους.

    Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ στὶς 2 Σεπτεμβρίου μετὰ τοῦ δικαίου Ἐλεάζαρ.

     
    Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

     


    Ἦταν ἀπὸ τὴν Παφλαγονία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα. Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καὶ Θεοφανῶ, φρόντισαν γιὰ τὴν καλή του ἐκπαίδευση, τὶς δὲ σπουδές του συμπλήρωσε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν κηδεμονία ἰσχυροῦ θείου του στὴν Αὐλή.

    Μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ θείου του, μπῆκε καὶ αὐτὸς στὴν Αὐλή. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ θεῖος του, ἄφησε τὴν Αὐλὴ τοῦ Παλατιοῦ καὶ ζήτησε νὰ εἰσαχθεῖ στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Στουδίου. Δὲν τὸν δέχτηκαν λόγω τοῦ νεαροῦ της ἡλικίας του. Ἀργότερα ὅμως τὸν δέχτηκαν.

    Ἐκεῖ μαθήτευσε κοντὰ στὸν ὁμώνυμο προίσταμενό του Συμεών, μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ὁποίου εὐδοκιμοῦσε στὶς θεολογικὲς μελέτες καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Συναντᾶμε κατόπιν τὸν Συμεὼν στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντα, ὅπου πῆρε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε ἡγούμενός της. Ἐπειδὴ ὅμως θέλησε νὰ ἐπιβάλει τοὺς μοναστικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συνάντησε ζωηρὴ ἀντίδραση καὶ παραιτήθηκε.

    Ἀσχολήθηκε ἀποκλειστικὰ μὲ θεολογικὲς μελέτες καὶ συγγραφές. Κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νικομήδειας Στέφανο ὅτι, γιόρταζε ἀπὸ μόνος του σὰν ἐπίσημο Ἅγιο τὸν γέροντά του Συμεὼν καὶ ἡ περιπέτεια αὐτὴ τοῦ κόστισε ἕξι χρόνια ταλαιπωρίες.

    Τελικά, διατάχθηκε νὰ πάει σ᾿ ἕνα μοναχικὸ παρεκκλῆσι τῆς ἁγίας Μαρίνας, στὴν Ἀσιατικὴ ὄχθη τῆς Προποντίδας, ὅπου καὶ πέθανε σὲ γεροντικὴ ἡλικία (κατὰ τὸ 1020).

    Ἀπὸ τὶς συγγραφές του σῴζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικὰ καὶ θεολογικὰ κεφάλαια, καθὼς καὶ θρησκευτικὰ ποιήματα. Γιὰ τὴν θεολογική του δεινότητα ὀνομάστηκε Νέος Θεολόγος.

     
    Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος

    Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λαυρέντιος κατατάσσεται μεταξὺ τῶν τριακοσίων Μαρτύρων καὶ Ὁσίων τῆς Κύπρου, οἱ ὁποῖοι ἐπονομάζονται Ἀλαμανοί. Ὅμως δὲν πρόκειται οὔτε γιὰ Ἀλαμανούς, οὔτε γιὰ Φράγκους, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι ἦταν μοναχοί, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ Συρία καὶ ἦλθαν στὴν Κύπρο λόγω τῶν διώξεων ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων, κατὰ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν. Πιθανότατα δὲν ἦλθαν ὅλοι μαζί, ἀλλὰ λίγοι – λίγοι, σὲ διαφορετικοὺς χρόνους. Τὴ μὴ δυτικὴ καταγωγὴ τους μαρτυροῦν καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ὀνόματά τους.
     

     
    Ὅσιος Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς

    Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεῶν σέλ. 220. Ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα μ.Χ. καὶ ἔγινε δάσκαλος τοῦ Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου (βλέπε παραπάνω) ὁ ὅποιος καὶ συνέθεσε Ἀκολουθία σ' αὐτόν, ποὺ δὲν σώζεται.

     
    Ὁ Ἅγιος Δημήτριος βασιλεὺς τῆς Γεωργίας 
     


    Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Β’, ὁ Θυσιαζόμενος, ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Γεωργίας Δαβὶδ († 1269) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ δυναστεία τῶν Βαγρατιδῶν. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1289 ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπὶ σουλτάνου Ἀργκοῦν.

     
    Ὁ Προφήτης Ἀαρῶν

     


    Ὁ Προφήτης Ἀαρῶν εἶναι ὁ πρῶτος ἀρχιερέας τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί, πρεσβύτερος ἀδελφός του Προφήτου Μωυσῆ, στὸν ὁποῖο προσέφερε πολύτιμη συνδρομὴ κατὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ δουλεία στὴν Αἴγυπτο. Εὔγλωττος καὶ θαρραλέος, ὑποδείχθηκε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς συνεπίκουρος στὸν Προφήτη Μωυσῆ, ὅταν αὐτὸς δίσταζε νὰ ἀναλάβει τὸ μέγα ἔργο, νὰ ἐξαγάγει τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἀπὸ τὴ δουλεία, προφασιζόμενος μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὴ βραδυγλωσσία του. Πράγματι, ὁ Ἀαρῶν, ὅταν πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν Μωυσῆ τὴ θεία ἐντολή, συγκέντρωσε τοὺς πρεσβυτέρους τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ διαβίβασε τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους λάλησε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωυσῆ. Ἀφοῦ ὁ λαὸς πίστεψε στοὺς λόγους του, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρῶν μετέβησαν στὸν Φαραὼ καὶ διαβίβασαν τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποστείλει τὸν Ἑβραϊκὸ λαὸ νὰ ἑορτάσει στὴν ἔρημο. Ἐνώπιον μάλιστα τοῦ βασιλέως ὁ Ἀαρῶν μετέβαλε τὴν ράβδο του σὲ φίδι καὶ κατόπιν τὴν ἐπανέφερε στὴν πρώτη κατάσταση.

    Ὁ Φαραὼ ὅμως, ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσε, ἀλλὰ κατέστησε ἀκόμη πιὸ βαριὰ τὴν δουλεία. Ἡ καρδιὰ τοῦ σκλήρυνε. Οἱ Ἑβραῖοι ἄρχισαν τότε νὰ γογγύζουν καὶ νὰ διαμαρτύρονται κατὰ τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάλι ὅμως ὁ Ἀαρῶν ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του Φαραὼ ὡς πληρεξούσιος του Μωυσῆ καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν νὰ ἀφήσει τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ νὰ ἀπέλθει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ὅταν δὲ ὁ Φαραὼ ζήτησε θαύματα ἀπὸ τοὺς δύο ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ πεισθεῖ, ὁ Ἀαρῶν ἐξετέλεσε πάλι τὰ θαύματα αὐτά. Ἐπακολούθησαν οἱ ἑπτὰ πληγὲς τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος τελικὰ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀφήσει τοὺς Ἑβραίους νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.

     


    Καθ' ὅλο τὸ διάστημα τῆς ἐξόδου τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Αἰγυπτιακὴ δουλεία καὶ τὴν περιπλάνηση στὴν ἔρημο, ὁ Ἀαρῶν ἦταν πρόθυμος συνεργάτης τοῦ Μωυσῆ στὸ δυσχερέστατο ἔργο τῆς διοικήσεως τοῦ λαοῦ, ποὺ ὑπέφερε μύριες στερήσεις καὶ κακουχίες.

    Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀαρῶν δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατήσει τὸν ἐξεγερθέντα λαό. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ἀνέλθει στὸ ὅρος Σινά, γιὰ νὰ λάβει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἄργησε νὰ κατέλθει. Ὁ λαὸς τότε ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸ καὶ ζήτησε τὴ σωτηρία του σὲ ψεύτικους θεούς. Συνάχθηκε λοιπόν, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀαρῶν καὶ τοῦ ζήτησε νὰ κατασκευάσει σὲ αὐτὸν ὁμοιώματα θεῶν. Τότε κατασκευάσθηκε ὁ χρυσὸς μόσχος.

    Ὁ Προφήτης Ἀαρῶν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ὅπως ὁ Μωυσῆς, πρὶν εἰσέλθει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, σὲ ἡλικία 123 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ὅρος Χὸρ ἢ Ὤρ, κοντὰ στὴν Πέτρα, πρωτεύουσα τῶν Ἰδουμαίων.

    Ἡ μνήμη τοῦ Προφήτη Ἀαρῶν ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ τῶν Προπατόρων.

      Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...