Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

Ηλίας Μηνιάτης, Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου


πηγή

undefinedΗλίας Μηνιάτης
Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου
Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ
διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη
Αυτή είναι η πλέον ζωντανή και πρεπώδης εικών της μεταστάσης εις ουρανόν Θεομήτορος.οπού εζωγράφισε με θεοκίνητον κάλαμον ο Προφητάναξ· και προς την θεωρίαν της εικόνος ταύτης προσκαλώ σήμερον τα όμματα της ευλαβούς σας διανοίας, ω φιλέορτον σύστημα.
Μη στοχασθήτε εδώ κάτω τα θλιβερά εκείνα σύμβολα του θανάτου· εκεί, δηλαδή, οπού φαίνεται ένα σώμα νεκρόν ηπλωμένον επάνω εις ένα κράββατον, κηδευόμενον σεπτώς παρά των ιερών Αποστόλων, παραδόξως συνηγμένων εκ των περάτων της γης.
Εις την αγιωτάτην Παρθένον όλα εστάθησαν υπέρ άνθρωπον· εις τούτο μόνον έδειξε πως ήτον φύσεως ανθρωπίνης, διατί σήμερον φαίνεται, πως είναι φύσεως θνητής· αλλά και εις τούτο εφάνησαν τα προνόμια της θείας χάριτος· διατί, καθώς όταν η πανάμωμος Μαρία συνέλαβεν, η σύλληψις εστάθη άσπορος, και όταν εγέννησεν, η κύησις εστάθη αδιάφθορος,έτζι όταν απέθανεν, η νέκρωσις εστάθη αθάνατος.

Δεν είναι θάνατος, όχι, ετούτος, ωσάν εκείνος ο τύραννος του γένους μας, ο υιός της κατάρας και πατήρ φθοράς, οπού εις το σκοτεινόν του βασίλειον κρατεί αιχμάλωτον του Αδάμ την κληρονομίαν. Αυτός είναι ή ένας γλυκύς ύπνος, με τον οποίον θέλησε η πάναγνος Δέσποινα ωσάν να αναπαυθή ολίγον εις το πέρας της επικήρου ταύτης ζωής, διά να αρχίση την οδόν εκείνης της ακηράτου· ή μία θαυμαστή έκστασις θείου έρωτος, εις την οποίαν, η μεν μακαριωτάτη εκείνη ψυχή σπεύδουσα το ογληγορώτερον να φθάση προς τον ηγαπημένον θείον Υιόν, άφησε δι’ ολίγον το ομοδίαιτον σώμα· και τούτο ομοίως αιρόμενον υπό χερουβικού άρματος ηκολούθησε τον αυτόν δρόμον και ανέβη δεδοξασμένον εις ουρανούς.

Ίδετε τον τάφον εις το χωρίον Γεθσημανή και θέλετε τον εύρει κενόν· διατί τάφος δεν δύναται να χωρίση την Μητέρα της ζωής, το δοχείον της σεσωρευμένης θεότητος, του οποίου τόπος αντάξιος είναι ο θρόνος της θείας δόξης. Και επάνω εις τοιούτον θρόνον, εκ δεξιών του Βασιλέως Θεού, μεταστάσα η Μήτηρ του Θεού κάθεται ως Βασίλισσα των ουρανίων και επιγείων, υπερτέρα πάσης κτίσεως· «παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου». Βασίλισσα των επιγείων· εις αυτήν αποδίδει τας δευτέρας, μετά Θεόν, τιμητικάς λατρείας των πιστών η Εκκλησία εις τους αχράντους αυτής πόδας ρίπτουσι τα σκήπτρα και διαδήματα οι ευσεβείς Βασιλείς. Αυτής τον υψηλόν θρόνον περικυκλώνουσι των Ορθοδόξων τα συστήματα· και ποίος παρακαλεί υγείαν εις τας νόσους· τούτος παρηγορίαν εις τας θλίψεις· εκείνος βοήθειαν εις τας συμφοράς· όλοι ζητούσιν έλεος από την πηγήν του ελέους· και ο παρακαλών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει· διατί ανεξάντλητον είναι το πέλαγος, ακένωτος είναι η πηγή των αγαθών.

Βασίλισσα των ουρανίων· αυτήν σέβονται και προσκυνούσιν όλα των ασωμάτων τα τάγματα· οι Άγγελοι, το καθαρώτατον έσοπτρον της αγνείας· οι Αρχάγγελοι, το πολύτιμον σημείον των θείων αποκαλύψεων· αι Εξουσίαι, το πανσθενές κράτος των πιστών· αι Δυνάμεις, το ακαταμάχητον τείχος της Εκκλησίας· αι Αρχαί, την σωτήριον αρχήν της παγκοσμίου απολυτρώσεως· αι Κυριότητες, την υπερτάτην Κυρίαν του παντός· οι Θρόνοι, τον έμψυχον θρόνον του Βασιλέως της δόξης· τα Χερουβίμ, την θεοδίδακτον μυσταγωγόν της υψηλής γνώσεως· τα Σεραφίμ την άσβεστον λαμπάδα της θείας καθαρωτάτης αγάπης. Βασίλισσα, την οποίαν ασπάζεται αυτή η τρισήλιος Θεαρχία· το Πνεύμα το άγιον, την ανύμφευτον νύμφην· ο Υιός και Λόγος την απήρανδρον Μητέρα· ο Θεός και Πατήρ, την ηγαπημένην θεόπαιδα· «παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου».

Αλλ’ η δοξασμένη Παντάνασσα του ουρανού και της γης, είναι (λέγει), «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»·δηλαδή το θεοΰφαντον ένδυμα της μακαριότητος οπού την στολίζει, είναι διάχρυσον, διά τας υπερκάλλους αγλαΐας του απροσίτου φωτός. Ειναι πεποικιλμένον, ήγουν διακεκριμένον με διάφορα χρώματα, οπού θέλει να ειπή· καθώς εις την Παρθένον ζώσαν επί της γης, ήσαν όλοι οι διάφοροι χαρακτήρες των αρετών,οπού εις πάντων των Αγίων τας ψυχάς τυπώνει η χάρις, έτζι εις την Παρθένον, μεταστάσαν εις ουρανούς, είναι όλα τα διάφορα χρώματα των θείων ελλάμψεων, οπού εις πάντων των Μακαρίων τα πρόσωπα ζωγραφίζει της θείας δόξης το τρισόλβιον φως.

Όταν ο Ήλιος φθάση εις την μέσην αψίδα του ουρανού, εξίσου χύνει εις όλα τα μέρη των ακτίνων το φως, μα εξίσου δεν φωτίζονται πάντα τα φωτιζόμενα σώματα· καθώς είναι, ή αραιότερα ή πυκνότερα, έτζι, ή περισσότερον ή ολιγώτερον λαμβάνουσι το προσβάλλον απαύγασμα της ηλιακής λαμπηδόνος· τα μεν καθαρά εκλάμπουσιν ολόφωτα, τα δε διαφανή διαλάμπουσιν εύδια και τα στερεά και αντίτυπα αντιλάμπουσιν όσον μόνον γίνονται ορατά. Μα όταν λάχη και ο Ήλιος προσβάλη τας ακτίνας του εις ένα ακηλίδωτον καθρέπτην, όχι μόνον τον φωτίζει, αλλ’ αυτός όλος ο ήλιος εκεί φαίνεται να εισεβαίνει και να περικλείεται εις τρόπον, ότι εκείνος δεν φαίνεται τόσον ένα κρύσταλλον οπού φωτίζεται, αλλ’ αυτός ο Ήλιοςοπού φωτίζει. Αυτή είναι, ανάμεσα των άλλων φωτιζομένων σωμάτων και του καθρέπτου η διαφορά· ότι τα μεν άλλα λαμβάνουσι μόνον του Ηλίου το φως, ο καθρέπτης λαμβάνει αυτόν όλον τον Ήλιον και ακτινοβολεί ωσάν Ήλιος.

Ομοίως ο άδυτος εκείνος της δικαιοσύνης Ήλιος, οπού λάμπει εν ταις λαμπρότησι των αγίων, εξίσου χύνει εις όλα τα πνεύματα των Μακαρίων της θείας δόξης το ανέσπερον φως, μα εξίσου δεν φωτίζονται πάντα· καθένας λαμβάνει το ίδιον μέτρον της θείας φωτοχυσίας, ωσάν ένα μερικόν χρώμα μακαρίας ελλάμψεως· και δέχεται ή περισσότερον ή ολιγώτερον το μέτρον του θείου τούτου φωτός, καθώς είναι δεκτικόν, κατά τον βαθμόν δηλαδή και αναλογίαν της ιδίας του καθαρότητος. Έτζι αλλέως φωτίζονται οι άγιοι λΆγγελοι, οπού είναι άϋλα πνεύματα· αλλέως οι άνθρωποι, οπού είναι φύσεως παχυτέρας·και πάλιν ανάμεσα και εις τους Αγγέλους διαφορετικά φωτίζονται από τας Κυριότητας οι Θρόνοι· από τους θρόνους τα Χερουβίμ και από τα Χερουβίμ τα Σεραφίμ· και ανάμεσα εις τους ανθρώπους, από τους Προφήτας οι Απόστολοι, από τους Ομολογητάς οι Μάρτυρες, και τους Ασκητάς αι Παρθένοι· όλοι είναι άστρα του νοητού στερεώνατος, όθεν οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως φωστήρες· πλην «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξει» κατά το ρητόν.

Η Παναγία Παρθένος είναι ανάμεσα εις όλους τους Μακαρίους ακηλίδωτος καθρέπτης αγνείας και καθαρότητος· όλη καλή, όλη άμωμος, καθώς την ονομάζει εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον· «όλη καλή η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοι». Καθαρωτέρα ασυγκρίτως και των ανθρώπων και των Αγγέλων.Όθεν όχι μόνον εις αυτήν χύνει της μακαριότητος το φως, αλλ’ εις αυτήν εισεβαίνει και ωσάν περικλείεται όλη, όλη εκείνη η πολυχεύμων πηγή του φωτός, όλος, όλος της δόξης ο Ήλιος· εις τρόπον, ότι ως άλλος δεύτερος της δόξης Ήλιος, ακτινοβολεί της Παναγίας Παρθένου το μακάριον πρόσωπον και κάνει διπλούν το φως της ανεσπέρου ημέρας. Καταλάβετε δε την διαφοράν της μακαριότητος οπού χαίρονται των λοιπών δικαίων τα πνεύματα και της μακαριότητος οπού χαίρεται η θεομήτωρ Μαρία· ότι εκείνοι με κατά μέρος δέχονται της θείας δόξης το φως, αυτή δε όλον δέχεται της δόξης τον Ήλιον. Εκείνοι μερικώς έλαβον εδώ την χάριν και κατά το μέτρον της χάριτος απολαμβάνουσιν εκεί την δόξαν· αυτή είναι δοχείον δεκτικόν εκεί όλης της δόξης, καθώς εδώ εστάθη δοχείον δεκτικόν όλης της χάριτος. Όθεν εδώ ήτον, καθώς την ωνόμασεν ο Αρχάγγελος κεχαριτωμένη, είχε δηλαδή όλον το πλήρωμα της θείας χάριτος· το ομολογεί και ο Θεολόγος· «εκάστοις των εκλεκτών η χάρις κατά μέγεθος εδόθη, τη δε Παρθένω άπαν το της χάριτος πλήρωμα»· εκεί δε είναι δεδοξασμένη, έχει δηλαδή όλον το πλήρωμα της θείας δόξης, καθώς την επροείδεν ο Ιεζεκιήλ· «και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος του Κυρίου». Και «παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».

Αδύνατον είναι, Χριστιανοί, ο νους μας να φαντασθή το υπέρλαμπρον εκείνο φως, με το οποίον αστράπτει η μακαρία Παρθένος εις τον Παράδεισον· η Σελήνη, ο Ήλιος είναι σκοτεινά πράγματα παραβαλλόμενα με εκείνο το ανεκλάλητον κάλος, το οποίον βλέπουσι και δεν χορταίνουσιν οι μακάριοι· τι ωραίον! τι φαεινόν! τι θεοειδές θέαμα εις τα μάτια των Σεραφίμ. Τούτο επεθύμησε να ιδή ένας νέος πολλά ευσεβής της Παρθένου και έκαμε προς αυτήν τοιαύτην δέησιν. «Μαρία, γλυκύτατον όνομα, όπου εγώ μετά Θεόν σέβω και προσκυνώ με όλον τον πόθον και ευλάβειαν της ψυχής μου, διατί είσαι της ψυχής μου η παρηγορία και η χαρά· αν εύρηκα χάριν ενώπιόν σου ο ταπεινός δούλος σου, μίαν χάριν να μου κάμης σε παρακαλώ· ανάμεσα εις τας άλλας ευεργεσίας να με αξιώσης να σε ιδώ καθώς είσαι εις τον Παράδεισον. Αξίωσόν με, αειπάρθενε Κόρη, αξίωσόν με, Μήτερ ελέους· ας σε ιδώ και ευχαριστούμαι να χάσω ένα από τα μάτια μου». Εισήκουσεν η Πάναγνος Δέσποινα του ευλαβούς της δούλου την προσευχή· του εφάνη μίαν νύκτα εις τον ύπνον του ολολαμπής, με όλον εκείνο το φως της δόξης, με το οποίον λάμπει εις τον ουρανόν. Εξύπνησεν ο νέος και, αληθινά, έχασε το ένα από τα ομμάτια του, μα από την χαράν οπού είχεν, ότι ηξιώθη να ιδή την Βασίλισσαν του ουρανού και της γης, δεν ελυπάτο ολότελα, ότι εστερήθη το φως του· μάλιστα πάλιν παρακαλεί να την ιδή άλλην μίαν φοράν και ευχαριστείται να χάση και το άλλο ομμάτι, οπού του έμεινε· και πάλιν ηξιώθη, πάλιν την είδε· μα τι λογιάζετε, Χριστιανοι; πως τάχα να έμεινε τυφλός και από τα δύο ομμάτια; η συμπαθεστάτη Μήτηρ του Θεού, ωσάν του εφάνη την δευτέραν φοράν, όχι μόνον δεν τον εστέρησεν από το ένα ομμάτι οπού του έμεινεν, αλλά του έστρεψε και το άλλο οπού είχε χαμένον. Εξύπνησεν ο νέος εκείνος και με τα δύο ομμάτια υγιή και όλος εκστατικός από την διπλήν χαρά, με πολλά δάκρυα ευλαβούς αγαλλιάσεως, έδωκε τη Θεομήτορι χιλίας ευχαριστίας.

Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, από την άφθονον εκείνην ηλιοβολίαν του θείου φωτός οπού χαίρεσαι, παρισταμένη εκ δεξιών του μονογενούς σου Υιού, πέμψον εδώ κάτω και εις ημάς τους ευλαβείς δούλους σου μίαν μακαρίαν ακτίνα, οπού να είναι και φως εις τον εσκοτισμένον μας νουν και φλόγα εις την ψυχραμένην μας θέλησιν, διά να βλέπωμεν να περιπατούμεν σπουδαίοι εις την οδόν των θείων δικαιωμάτων. Ημείς, μετά Θεόν, εις εσέ του Θεού την Μητέρα και Μητέρα ημών έχομεν την ελπίδα της σωτηρίας μας· από σε ελπίζομεν τας νίκας της γαληνοτάτης Αυθεντίας, τα τρόπαια των Ευσεβών Βασιλέων· την στερέωσιν της Εκκλησίας· την αντίληψιν του Ορθοδόξου γένους· την σκέπην της ευλαβούς του ταύτης πολιτείας, οπού είναι αφιερωμένη εις την άμαχόν σου βοήθειαν. Ναι, Παναγία Παρθένε, ναι, Μαρία, όνομα οπού είναι η χαρά, η παρηγορία, το καύχημα των Χριστιανών· δέξου την νηστείαν και παράκλησιν των αγίων τούτων ημερών, οπού εκάμαμε εις τιμήν σου, ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον· και αξίωσόν μας, καθώς εδώ εις την Εκκλησίαν ευλαβώς ασπαζόμεθα την αγίαν και θαυματουργόν ταύτην εικόνα, έτζι και εκεί εις τον Παράδεισον να ιδούμεν αυτό το μακάριόν σου πρόσωπον, το οποίον να προσκυνούμεν συν τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, εις τους απεράντους αιώνας.

Αμήν.

Περί του Αειπάρθενου της Θεοτόκου (Άγιος Επιφάνιος Κύπρου)

πηγή

Περί του Αειπάρθενου της Θεοτόκου (Άγιος Επιφάνιος Κύπρου)

Περί του Αειπάρθενου της Θεοτόκου (Άγιος Επιφάνιος Κύπρου)
Για τις παραπομπές στην Αγία Γραφή, δείτε: Παλ. Διαθήκη - Καινή Διαθήκη
 
undefined
Εικ. από εδώ
Ο άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνας της Κύπρου, κατά τον καθηγητή πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλο, «είναι ο αρχαιότερος εκκλησιαστικός συγγραφέας που με ειδική διατριβή υποστήριξε την Αειπαρθενία της Θεοτόκου [=δηλ. ότι η Παναγία έμεινε πάντα (αεί) παρθένος]». 

Ο Επιφάνιος Κύπρου
 απευθυνόμενος προς τους αιρετικούς, χαρακτηρίζει την διδασκαλία περί της μη αειπαρθενίας της Θεοτόκου ως «νέα μανία» και πράγμα καινούργιο (και επομένως άγνωστο στην αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας). Στο έργο του «Πανάριον» όπου αναιρεί ογδόντα αιρέσεις της εποχής του, αναφέρει: «Ω καινής μανίας, ω καινών πραγμάτων. Πολλά δε εστίν α εν τοις παλαιοίς χρόνοις ουκ ετολμήθη …πως τολμώσιν την άχραντον παρθένον και την οικητήριον καταξιωθείσαν γενέσθαι του Υιού, την εις ταυτό τούτο εκλεχθείσαν εκ των μυριάδων του Ισραήλ, όπως σκεύος και οικητήριον ηξιωμένον εις σημείον μόνο υπάρξη τοκετών; Ήκουσα γαρ παρά τινός ως τινές τολμώσιν περί ταυτής λέγειν, ότι μετά το γεγεννηκέναι τον Σωτήρα συνήφθη ανδρί», το οποίο σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει:
«Ω, νέα μανία, ω νέα πράγματα. Πολλά είναι εκείνα τα οποία στους παλαιούς χρόνους δεν τολμήθηκαν…Πως τολμούν την άχραντη Παρθένο που καταξιώθηκε να γίνει κατοικητήριο του Υιού, που για αυτό ακριβώς εκλέχτηκε από μυριάδες του Ισραήλ, όπως αξιώθηκε να είναι σκεύος και κατοικητήριο σε μοναδικό σημείο ύπαρξης τοκετών; Διότι άκουσα από κάποιον ότι κάποιοι τολμούν να λένε για αυτήν ότι μετά την γέννηση του Σωτήρα συνήλθε με άνδρα».

Το χωρίο του Ματθαίου «και ουκ εγινωσκεν αυτην εως ου ετεκεν τον υιον αυτης τον πρωτοτοκον και εκαλεσεν το ονομα αυτου Ιησουν». (Ματθαίος, α 25), δηλαδή: «και δεν είχε καμίαν σχέσιν μαζί της μέχρις ότου εγέννησε τον υιόν της τον πρωτότοκον και ωνόμασεν Ιησούν» (Μετάφραση τεσσάρων καθηγητών), ο άγιοςΙσίδωρος ο Πηλουσιώτης το εξηγεί ως εξής:
«Το «έως» πολλάκις και επί του διηνεκώς εν τη Θεία Γραφή ευρίσκομεν κείμενον. «Έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου», και εστί διηνεκές. «Και ουκ ανέστρεψεν η περιστερά προς τον Νώε, εως του ξηρανθήναι την γην», και εις το παντελές ουκ ανέστρεψε. Και «Έως αν καταγηράσετε, εγώ ειμί», φησίν ο Θεός. Και εστί διηνεκώς».
 
Που σημαίνει: 
«Το «έως» πολλές φορές το βρίσκομε στην Θεία Γραφή με την έννοια του «συνεχώς». «Έως ότου βάλω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου»· και συνεχίζουν να είναι αιώνια. «Και δεν επέστρεψε το περιστέρι στον Νώε, έως ότου στέγνωσε η γη»· και ούτε επέστρεψε ποτέ. ‘’Έως ότου φθάσετε σε βαθιά γεράματα, εγώ υπάρχω, λέει ο Θεός»· και συνεχίζει να υπάρχει αιώνια». Και προσθέτει: «Η τελευταία του Κυρίου διάθεσις, Ιωάννην τω παρθένω την Θεοτόκον συστήσαντος και τας εκατέρων παρθενίας συνάψαντος, ηνίκα επί του σταυρού τον ζωοποιόν υπέμεινε θάνατον».
Δηλαδή: «Η τελευταία επιθυμία του Κυρίου, ο οποίος παρέδωσε την Θεοτόκο στον παρθένο Ιωάννη, συνδέοντας την μία παρθενία και των δύο, όταν βρίσκονταν πάνω στον σταυρό υπομένοντας τον θάνατο που χάρισε την ζωή» (Επιστολή προς τον κόμητα Ερμίνο). Και στην επιστολή του προς τον Θεόφιλο, γράφει: «Πάσαν γαρ μήτραν μίξις και συνουσία ανοίγνυσι, την δε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν κυήσασαν, αυτός συλληφθείς ασπόρως προερχόμενος ήνοιξε, και πάλιν εσφραγισαμένην κατέλιπεν». Δηλαδή, «Γιατί κάθε μήτρα ανοίγεται από τη σαρκική ένωση και συνουσία, εκείνη όμως που γέννησε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό την άνοιξε εκείνος που η σύλληψή του έγινε χωρίς σπέρμα και την άφησε και πάλι κλειστή».

Ο Τρεμπέλας 
αναφέρει: «Δεν έπεται εκ του «έως ου», ότι έγνω αυτήν μετά ταύτα. Αυτός ο Loisy ωμολόγησεν ότι «η σημείωσις αύτη…δεν περιέχει θετικήν άρνησιν της μετέπειτα παρθενίας της Μαρίας, διότι η προσοχή του συγγραφέως της είναι στραμμένη ολόκληρος προς την γέννηση του Ιησού».

Για την φράση «έτεκε τον Υιόν αυτής τον πρωτότοκον», ο Τρεμπέλας πάλι στο υπόμνημά του Εις το Κατά Ματθαίον, παραθέτει την ερμηνεία του Ζιγαβηνού (ο οποίος σε πολλά ερμηνευτικά ακολουθεί τον ιερό Χρυσόστομο):«Πρωτότοκον δε λέγει νυν ου τον πρώτον εν αδελφοίς, αλλά τον και πρώτον και μόνον. Εστί γαρ τι και τοιούτον είδος εν ταις σημασίαις του πρωτοτόκου. Και γαρ πρώτον εστίν, οτε τον μόνον η Γραφή καλεί «ως το Εγώ ειμί Θεός πρώτος και μετ' εμέ ουκ εστίν έτερος».

Πουθενά στην Αγία Γραφή δεν αναφέρονται οι αδελφοί του Ιησού «ως τέκνα της Μαρίας». Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη «αδελφός», στην Αγία Γραφή σημαίνει (και) τον μακρινότερο συγγενή. Πχ. Ο Αβραάμ αποκαλεί τον Λώτ «αδελφό» του (Γέννεση ιγ', ενώ ήταν θείος του Λώτ. 
["Ν": κατά την ορθότερη, κατά τη γνώμη μου, άποψη, πρόκειται για παιδιά του Ιωσήφ από πρώτη σύζυγό του, που ονομαζόταν Σαλώμη (=Ειρήνη). Λεπτομέρειες εδώ].

Ο πολυμαθής εις τους Πατέρες και εις την Αγία Γραφή, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αναφέρει στο Πηδάλιο: «Παρθένον δε αυτήν ανεκήρυξε η αγία και οικουμενική έκτη Σύνοδος προ τόκου, και εν τόκω, και μετά τόκον, ταύτην ειπείν αειπάρθενον
 · περί εις λέγει ο άγιος Επιφάνιος» τις ποτε Μαρίαν ειπών, και διερωτηθείς, ουχί την Παρθένον προσέθετο; Και ο Ιερώνυμος (διαλόγω β κατά Πελαγίου), μόνος, φησί, ο Χριστός τας κεκλεισμένας πύλας της παρθενικής μήτρας ηνέωξε, αι και εξής κεκλεισμέναι διέμειναν…Αειπάρθενον ταύτην κηρύττει και ο πρώτος κανών της εν Τρούλλω Οικουμενικής Έκτης Συνόδου».

Τέλος, αναφέρουμε και την μαρτυρία- ερμηνεία του αγίου ΑμβροσίουΜεδιολάνων (Μιλάνου) στην προφητεία του Ιεζεκιήλ. Ο άγ. Αμβρόσιος εξισώνεται με τον Μ. Βασίλειο και τον Μ. Αθανάσιο κατά τον Στ. Παπαδόπουλο (βλ. Β' τόμο πατρολογίας, σελ. 644). Ο Θεός δείχνει έναν ναό στον Ιεζεκιήλ, ο οποίος ουδέποτε υπήρξε ως οικοδόμημα υλικό. Του εφιστά την προσοχή σε μία από τις πολλές πύλες, δια της οποίας ο Κύριος πέρασε και για αυτό το λόγο δεν θα περάσει άνθρωπος ποτέ. Ο Ναός ο πνευματικός είναι η Εκκλησία του Χριστού (Εφεσίους β 19- 22, Εβραίους γ 6, Α’ Πέτρου, β 4-5), οι πύλες είναι οι πιστοί, και η πύλη εκείνη είναι η μήτρα της Θεοτόκου.


Εικ. από εδώ, όπου και σημαντικό post για τον προφήτη

«Και με επέστρεψε κατά την οδόν της εξωτέρας πύλης του αγιαστηρίου της βλεπούσης κατά ανατολάς · και αύτη ήτο κεκλεισμένη. Και είπε Κύριος προς εμέ, Η πύλη αύτη θέλει είσθαι [=θα είναι] κεκλεισμένη, δεν θέλει ανοιχθή, και άνθρωπος δεν θέλει [=δεν θα] εισέλθει δι' αυτής· διότι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ εισήλθε δι' αυτής, διά τούτο θέλει είσθαι κεκλεισμένη. Αύτη θέλει είσθαι διά τον άρχοντα· ο άρχων, ούτος θέλει καθήσει εν αυτή διά να φάγη άρτον ενώπιον του Κυρίου· θέλει εισέλθει διά της οδού της στοάς της πύλης ταύτης και διά της αυτής οδού θέλει εξέλθει» (Ιεζεκιήλκεφ. 44 (μδ΄) 1-3). 

Σε αυτήν την θαυμάσια προφητεία, βλέπει ο άγιος να προφητεύεται το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Στο έργο του «De institutione virginis», που γράφτηκε «για να αναιρέσει απόψεις που αμφισβητούσαν την αειπαρθενία της Θεοτόκου» (Β’ τόμος πατρολογίας Παπαδόπουλου, σελ. 661), αναφέρεται: «Τις εστίν αύτη η πύλη, ειμή Μαρία κεκλεισμένη δια τούτο, διότι παρθένος; Πύλη λοιπόν η Μαρία, δι’ ης ο Χριστός εισήλθεν εις τούτον τον κόσμον, ότε εκ παρθενικού τόλου προήλθε, τα της παρθενίας κλείθρα μη λύσας». 


Πηγές:
 
1. Β' Τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου 

2. Έργα αγίου Ισίδωρου Πηλουσιώτου, ΕΠΕ τόμος 1ος 

3. Υπόμνημα Π. Τρεμπέλα, ‘’Εις το Κατά Ματθαίον’’
 
4. Πηδάλιο αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
 

Του Δεκαπενταύγουστου («Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνο του».)-Αλ.Παπαδιαμάντη



10ΑΥΓ

Ρεμβασμς το Δεκαπενταυγούστουτο λεξάνδρου Παπαδιαμάντη-απόσπασμα

.

EΙΣ. ΣΧ. : Ὁ ἄνθρωπος ἀτόφιος, χωρὶς τὰ φτιασίδια τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς καταξιώσεως, ἀνοιχτὸς στοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ θείου ἐλέους.
. Ἕνα ἀπὸ τὰ «κλασσικὰ» παπαδιαμαντικὰ ἔργα, ἐντελῶς ἀκατάλληλο γιὰ τοὺς ἐνηλίκους τῆς νεοελληνικῆς ξιππασιᾶς καὶ τοῦ κρυπτοφαρισαϊκοῦ ἀνθρωπομοντέλου τῶν golden boys (γράφε: νεογενιτσάρων) τοῦ Νέου Σχολείου τῆς κ. Diamantopoulou!
. Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων, ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτήν, πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον- ἐκεῖ ἀνάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν.
. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.
. Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα.
Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι τσόχινον, μὲ ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμόν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὡς πενήντα πέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου.
. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαγχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρύς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρίνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικὰ τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρήν, ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του, ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.
. Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.
. Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μήνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμὸν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτο ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.
. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω του ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι τοῦ κ᾽ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλᾶν ἀνέθρωσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοὺς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ καὶ νὰ χάνωνται μετ᾽ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;
. Βεβαίως τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποία σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντισπόρον τῶν χωραφιῶν ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζη ψωμὶ δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα.
. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν!» Εἶτα, αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὴ καμπὴ ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.
. Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾽ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν, ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκεν προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.
. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα.
. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεία, κ᾽ ἐμπορεύοντο κ᾽ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ἡ ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἠμισεία, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστὰς συμπαραλαβόντα μεθ᾽ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.
. Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτων εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾽ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾶ ὑπέγγυα τὰ καλλίτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε κατ᾽ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου… Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο μόνος καϋμός του.
. Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖον του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾽ εὐρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.
-Ἄ! Τὤχασα τὸ καϋμένο μ᾽, τὸ εὐάγωγο, τὤχασα.
. Ὁ γέρο-Φραγκούλης ἐστέναζε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάζη. Τὸ καλλίτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν – τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος, μεταξὺ δύο χωρισμῶν- τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…
. Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνο του.Ἦτον κτῆμα του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας.
. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτο εὐπρεπέστατον, ὡραία στολισμένον, καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας -καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκείαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν- σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρείαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως.
. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν καὶ ὁ Παππανικόλας ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν Παππανικόλαν ἔδιδεν ὁ Φραγκούλης διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παππᾶς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδον αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια». Ὅλα τ᾽ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλης ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…
. Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτο νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναίκα του, ἡπανήγυρις αὕτη τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθη συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπῶ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλης.
-Τὤχασα, τὸ καυμένο μου, τὸ εὐάγωγο, τὤχασα!…
. Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμὸν -τὴν ὁποίαν ἄλλως τε τρυφερῶς ἠγάπα-, ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του καὶ ἐθλίβετο…
. Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτάς, νὰ εὕρωσι διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ἄσματος ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι, καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν, ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾽ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ᾽ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…
. Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβύσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.
. Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα καὶ τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγωδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγωδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμούς, ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει «νέφη».
. Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνεθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:
«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα,
Καὶ Σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα»,
…Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ἄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸεἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…
. Ὁ γέρο-Φραγκούλης ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής·ἠγάπα καὶ ἠμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσα του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾽ ὅσον τρυφερὸς ἦτον εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς τὴν ὀργήν. Ὤ, ἀτέλειαι τῶνἀνθρώπων!
. Τώρα εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παραπόνον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο κεφάλι! τὸ διάφορο κεφάλι! τὸ διάφορο κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτον ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰςἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα.
. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βίος», ἀγύριστα κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾽ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…
. Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾽ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονιασμένοι», -ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁπού εὐρίσκοντο χωρισμένοι πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθώας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατοἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν ἀγαλλομένη.
. Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῆ ἀκόμη ἡ Κούμπω ναί, ἡΠαναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῆ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κι᾽ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον.
. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτο σαράντα χρόνων καὶ τώρα ἦτο πενηνταπέντε. Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾽ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήση καὶ ν᾽ ἀγαπήση… Ἀλλὰ τώρα δὲν εἶχε πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾽ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπῶ. «Τὸ καϋμένο, τὸ εὐάγωγο!».
. Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παππὰ-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:
–Θἄχῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.
–Τί τρέχει, παππά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλης, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.
–Θὰ σοῦ ἔλθει τ᾽ ἀσκέρι… Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα.
. Ὁ Παππᾶς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία, τὰ δύο μεγαλείτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; -καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.
–Θἄρθη μαζὶ κι᾽ ἡ μάνα τους;
–Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παππᾶς.
. Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδυασε καλὰ καὶ ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρὰ Σινιώρα ἦλθε, μαζὺ μὲ τὴν γραίαν μητέρα της καὶ μὲ τὰ τέσσερα παιδιά της, ἐν συνοδείᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν συζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά -εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὀνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾽ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.
. Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν Ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα μετά τινα ὥραν ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη κ᾽ ἐχαιρέτησε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.
. Ἤδη ἐνύκτωνε καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανόν, τὸ ὁποῖον ἔφαγον καθ᾽ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταὶ ἐδῶ κι᾽ ἐκεῖ ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἠτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν: «τὸν Ἀδάμ,Ἀδάμ,Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν: «τὸ τάλαντον, τὸ τάλαντον!»
. Εὐθὺς τότε τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα καὶ πέντε ἢ ἐξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελλά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλῶν ξύλων, ἐκεῖ ἐπάνω.
. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπάρμπα-Δημητροῦ, τοῦ ψάλτου καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἕως οὗ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾽ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παππὰ-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ Ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.
. Ὁ Φραγκούλης ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος -ὅλα τὰ ἔψαλλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του, ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ-Δημητρὸν τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ νὰ λέγῃ κι᾽ αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ -Δημητρός, «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον».
. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἄρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ Προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ἕως τὸ «Δέχου παρ᾽ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλε Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἠτοιμασμένων διὰ τὴν θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικὸν κ.τ.λ.
. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦταν χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρὰ τινὰ φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὴν ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχον κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περικοκλάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχον λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰ τὸ φελόνι τοῦ παππᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἤρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος κ᾽ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του, διὰ νὰ τὰ σβύσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον νὰ μὴ πατῇ τὰ κηρία, γιατί εἶναι κρῖμα.
. Τότε εἷς τῶν παρεστώτων υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα -καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι εἰς τὰς ἐκλογὰς ἐμελέτα νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος-, ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηρία!… ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα κοντεύει… ἔχει νύκτα…»
. Ἀλλ᾽ αἱ γυναῖκες, ἐνῶ εἴξευραν καλλίτερα ἀπὸ ἐκεῖνον ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῆ «οἰκονομία στὰ κηρία», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας.
. Μία ἀπ᾽ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τί δι᾽ ἓν θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβύνη μισοκαμμένα τὰ κηρία -καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία ὅσα προσφέρουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ μὴ ἁμαρτάνης…»
. Τὴν ἴδιαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῶ ὁ παππᾶς ἀπήγγελε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾽ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπάρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾽ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστὸ (διότι, ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας μὲ τὴν γερὴν κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἤρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε κ᾽ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου) ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ κάμῃ παρατήρησιν.
–Πειό σιγά, πειό ταπεινά, κὺρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ λὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον», γιατί δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν αἱ γυναῖκες νὰ τ᾽ ἀκοῦνε.
. Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παππᾶν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾽ ἀκούῃ κι᾽ ὁ Θεός, κι᾽ ἡ Παναγία, κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾽ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παππᾶ, κι᾽ ὁ παππᾶς ἂν ἤθελε νὰ φάῃ κι᾽ ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσαις.
. Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:
– Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπάρμπα -Δημητρὸ νὰ ψάλλη «Κύριε ἐλέησον!!»
. Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα καὶ τοῦ λέγη:
– Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Τότε ὁ μπάρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ τυπικά, καὶ δὲν εἴξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καί… πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παππᾶς ἐβιάσθη ν᾽ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καὶ διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγη: «… ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι, ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.
. Τέλος μετὰ τὴν Λειτουργίαν ὁ παππᾶς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του καὶ ὀλίγοι φίλοι ἐκάθισαν κ᾽ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλας ἐπανήρχετο εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.
. Πρὶν παρέλθη ἔτος ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἠλικιοῦτο, ἐγένετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἰονεὶ χαρακτήρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατώκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.
. Αὐτὴ μόνον ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῶ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον του πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ.
–Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσης, λεγ᾽ ἡ μητέρα, ζωντάρφανα.
Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:
–Τἄμαθες, πατέρα; … Θὰ παντρέψουμε τ᾽ Ἀργυρῶ μας … Ἔλα στὸ σπίτι, γιατί δὲν εἶναι πρέπον, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶσθε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾽ Ἀργυρῶ μας … γιὰ νὰ μὴν κακιώσῃ ὁ γαμπρός! …
. Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη κ᾽ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρῶ, εἶτα μετ᾽ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν … Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου καὶ μ᾽ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμο τῆς πρωτοτόκου.
. Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον του πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾽ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.
. Μίαν ἡμέραν θλιβερὰ τοῦ εἶπεν:
. – Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νἄρχωμαι, οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα … Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες ἐκεῖ στὸν μαχαλὰ στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε καθὼς περνοῦσα: Νά, τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄνδρας της». Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα.
. Τῷ ὄντι, παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη· ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.
–Τί ἔχεις κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.
–Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾽ τὸν καϋμό μου!
–Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.
. Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾽ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενὴς καὶ εἶχεν δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθεν παρὰ τὴν κλίνην της καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμε ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της διὰ νὰ χαρῇ, ἦτο ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴ λαλιὰν εἰς τὸ στόμα.
–Πατέρα! Πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μία λειτουργία … μὲ τὴν μητέρα μαζί!… Εἶπε καὶ ἀπέθανε!
. Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα ὁμοὺ μὲ τὴν σύζυγόν του … Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾽ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του εἰς τὴν ἐρημίαν …
. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτο μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γείνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνεθυμεῖτο μίαν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως: «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει.
. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν, ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα «ἐπὶ γήρατος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ μὲ εἰς καιρὸν γήρως … καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με».
. Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλλίτερον κτῆμα -ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα, μὲ νερόμυλον -καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰπαράπονά του εἰς θρηνώδεις μελωδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε…»
. Καὶ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, καὶ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα:
«Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ρῦσαι τῶν αἰωνίων βασάνων…

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...