Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Επιφάνιος Αρχιεπίσκοπος Κωσταντίας Κύπρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Επιφάνιος Αρχιεπίσκοπος Κωσταντίας Κύπρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαΐου 06, 2016

Σήκω, πλάσμα δικό μου!


Μυστήρια τῶν μυστηρίων ἀπόκρυφα! Δυό κρυφοί μαθητές ἔρχονται νά κρύψουν σέ τάφο τόν Ἰησοῦ, διδάσκοντας μέ τή δική τους ἀπόκρυψη τό κρυμμένο στόν ἅδη μυστήριο τοῦ κρυμμένου στή σάρκα Θεοῦ. Καί ξεπερνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στή διάθεση γιά τό Χριστό· ὁ Νικόδημος ἀπό τή μία γενναιόδωρος στή σμύρνα καί τήν ἀλόη, κι ὁ Ἰωσήφ ἀπό τήν ἄλλη ἀξιέπαινος γιά τήν τόλμη καί τό θάρρος του ἀπέναντι στόν Πιλάτο.

Ὁ Ἰωσήφ παρουσάσθηκε στόν Πιλάτο τοῦ ζήτησε τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε:
Κάτι ἀσήμαντο, κάτι πού ὅλοι τό θεωροῦν μικρό ἦρθα νά σοῦ ζητήσω, ἄρχοντά μου. Δῶσ' μου νά θάψω τό νεκρό σῶμα Ἐκείνου πού καταδίκασες (σέ θάνατο),
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ φτωχοῦ,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ἄστεγου,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ γυμνοῦ,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ περιφρονημένου,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ γιοῦ ἑνός μαραγκοῦ,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ δέσμιου,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ παρατημένου στό ὕπαιθρο,
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ξένου καί ἀγνώριστου ἀνάμεσα στούς ξένους καί καταφρονεμένου καί, κοντά σ' ὅλα αὐτά, κρεμασμένου (στό Σταυρό).
Γιά ἕναν νεκρό σέ παρακαλῶ,
ποὺ ἀδικήθηκε ἀπ' ὅλους,
ποὺ προδόθηκε ἀπό μαθητή,
ποὺ ἐγκαταλείφθηκε ἀπό φίλους,
ποὺ διώχθηκε ἀπό ἀδελφούς,
ποὺ χαστουκίστηκε ἀπό δοῦλο.
Γιά ἕναν νεκρό σέ ἐκλιπαρῶ,
καταδικασμένο ἀπ' αὐτούς πού ὁ ἴδιος ἐλευθέρωσε ἀπ' τή σκλαβιά,
ποτισμένο ξύδι ἀπ' αὐτούς πού ὁ ἴδιος ἔθρεψε,
πληγωμένο ἀπ' αὐτούς πού ὁ ἴδιος γιάτρεψε,
παρατημένο ἀπ' τούς μαθητές Του καί στερημένο τήν ἴδια τή μάνα Του.
Γιά ἕναν νεκρό σέ ἱκετεύω, ἄρχοντά μου,
Αὐτόν τόν ἄστεγο πού κρέμεται στό ξύλο (τοῦ Σταυροῦ).
Γιατί δέν ἔχει κανένα νά τοῦ συμπαρασταθεῖ πάνω στή γῆ,
οὔτε πατέρα, οὔτε φίλο, οὔτε μαθητή, οὔτε συγγενῆ, οὔτε κάποιον γιά νά Τόν θάψει.
Μόνος εἶναι, τοῦ μόνου Πατέρα μονογενής Υἱός, Θεός στόν κόσμο, κι ἄλλος κανένας

* * *

Ἄραγε, Ἰωσήφ, ζητώντας Τον καί παίρνοντάς Τον, ξέρεις τάχα Ποιόν πῆρες;
Ἄραγε, πλησιάζοντας στό Σταυρό καί κατεβάζοντας τόν Ἰησοῦ, ξέρεις τάχα Ποιόν βάσταξες;
Ἄν πραγματικά ξέρεις Ποιόν κρατᾶς, τώρα ἔχεις γίνει πλούσιος! Γιατί πῶς ἀλλιῶς κάνεις τούτη τή θεόσωμη καί τόσο φρικτή κηδεία;
Ἀξιέπαινος εἶναι ὁ πόθος σου, μά πιό ἀξιέπαινη τῆς ψυχῆς σου ἡ διάθεση.
Δέν τρέμεις, ἄραγε, καθώς σηκώνεις στά χέρια σου, Αὐτόν ποὺ τρέμουν τά Χερουβείμ;
Μέ πόσο φόβο, ἀλήθεια, βγάζεις ἀπό τό θεϊκό αὐτό σῶμα τό λίγο ροῦχο ποὺ τό σκεπάζει;
Καί μέ πόση εὐλάβεια, βέβαια, χαμηλώνεις τά μάτια σου, καθώς τρομάζεις ν' ἀτενίσεις τή σωματική φύση τοῦ ὑπερφυσικοῦ Θεοῦ;
Πές μου, Ἰωσήφ,
θάβεις, ἄραγε, - καί πρός τήν ἀνατολή στραμμένο τόν νεκρό,- ποὺ εἶναι ἡ Ἀνατολή τῶν ἀνατολῶν;
Σφαλίζεις, ἄραγε, μέ τά δάχτυλά σου, - ὅπως κάνουμε στούς νεκρούς,- καί τά μάτια τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ μέ τ' ἄχραντο δάχτυλό Του ἄνοιξε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ;
Κλείνεις, ἄραγε, καί τό στόμα Ἐκείνου, ποὺ ἄνοιξε τό στόμα τοῦ κωφάλαλου;
Λυγίζεις, ἄραγε, καί τά χέρια Ἐκείνου, ποὺ τέντωσε τά παράλυτα χέρια;
Μήπως καί τά πόδια δένεις, ὅπως κάνουμε στούς νεκρούς, Ἐκείνου, ποὺ ἔκανε νά βαδίζουν τά παράλυτα πόδια;
Σηκώνεις, ἄραγε, καί πάνω σέ νεκροκρέβατο Ἐκεῖνον, πού πρόσταξε τόν παράλυτο, «Πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα»;
Ἀδειάζεις, ἄραγε, καί μύρα πάνω σ' Ἐκεῖνον πού, σάν οὐράνιο μύρο, ἄδειασε τόν ἑαυτό Του καί ἀνακαίνισε τόν κόσμο;
Τολμᾶς, ἄραγε, νά σκουπίσεις καί τή θεόσωμη ἐκείνη πλευρά, τήν αἱματοστάλαχτη ἀκόμα, τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ γιάτρεψε τή γυναίκα μέ τήν αἱμορραγία;
Πλένεις, ἄραγε, καί μέ νερό τό σῶμα τοῦ Θεοῦ, πού ὅλους τοὺς ξέπλυνε καί σ' ὅλους χάρισε τήν κάθαρση (ἀπό τίς ἁμαρτίες);
Καί τί λαμπάδες ἀνάβεις, ἄραγε, μπροστά στό Φῶς τό ἀληθινό, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο;
Καί ποιούς ἐπιταφίους ὕμνους ψάλλεις σ' Ἐκεῖνον, ποὺ ἀκατάπαυστα ὑμνεῖται ἀπ' ὅλη τήν οὐράνια στρατιά τῶν ἀγγέλων;
Χύνεις, ἄραγε, καί δάκρυα γιά τόν νεκρό Ἐκεῖνον, πού δάκρυσε γιά τόν νεκρό Λάζαρο καί τόν ἀνέστησε τέσσερις μέρες μετά τό θάνατό του;
Καί σέ θρήνους, ἄραγε, ξεσπᾶς γιά Κεῖνον, πού ἔδωσε σ' ὅλους τή χαρά καί σταμάτησε τῆς Εὔας τή λύπη;
Ὅμως, Ἰωσήφ,
μακαρίζω τά χέρια σου, πού περιποιήθηκαν καί ψηλάφησαν τά θεόσωμα χέρια καί πόδια τοῦ Ἰησοῦ, αἰματόβρεχτα ἀκόμα.
Μακαρίζω τά χέρια σου, πού ἄγγιξαν τήν αἱματοστάλαχτη πλευρά τοῦ Θεοῦ πρίν ἀπ' τό Θωμᾶ, τόν ἄπιστο πιστό μέ τήν ἀξιέπαινη περιέργεια.
Μακαρίζω τό στόμα σου, πού χόρτασε ἀχόρταγα καί ἑνώθηκε μέ τό στόμα τοῦ Ἰησοῦ, γεμίζοντας ἀπ' αὐτό μέ Πνεῦμα Ἅγιο.
Μακαρίζω τά μάτια σου, πού πλησίασαν τά μάτια τοῦ Ἰησοῦ καί πῆραν ἀπ' αὐτά τό φῶς τό ἀληθινό.
Μακαρίζω τό πρόσωπό σου, πού ζύγωσε στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Μακαρίζω τούς ὤμους σου, πού βάσταξαν Αὐτόν πού ὅλα τά βαστάζει.
Μακαρίζω τό κεφάλι σου, πού τό σίμωσε ἡ κεφαλή τῶν ὅλων.
Μακαρίζω τόν Ἰωσήφ καί τό Νικόδημο·
γιατί ἔγιναν Χερουβείμ μπροστά στά Χερουβείμ, σηκώνοντας καί μεταφέροντας πάνω τους τό Θεό·
γιατί ἔγιναν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ μπροστά στά ἑξαπτέρυγα (Σεραφείμ), σκεπάζοντας καί τιμώντας τόν Κύριο ὄχι μέ φτερά, ἀλλά μέ σεντόνια.
Αὐτόν πού τρέμουν τά Χερουβείμ, ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος Τόν σηκώνουν πάνω στούς ὤμους καί Τόν μεταφέρουν μαζί μ' ὅλα τά κατάπληκτα τάγματα τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων.

* * *

Ὁ Κύριος κρατώντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ μπῆκε στόν ἅδη. Ἔπιασε ἀπ' τό χέρι τόν Ἀδάμ, τόν σήκωσε καί τοῦ εἶπε:
«Ξύπνα ἐσύ πού κοιμᾶσαι, ἀναστήσου ἀπ' τούς νεκρούς, καί ὁ Χριστός θά σέ φωτίσει!». Ἐγώ, ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, γιά χάρη σου καί γιά χάρη τῶν ἀπογόνων σου, τώρα, μέ τήν ἐξουσία πού ἔχω, λέω καί προστάζω τούς φυλακισμένους: Βγεῖτε ἔξω!
Κι αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι: Ἐλᾶτε στό φῶς!
Κι ἐκείνους πού ἔχουν πεθάνει: Ἀναστηθεῖτε!
Κι ἐσένα, (Ἀδάμ), σέ διατάζω: Σήκω ἀπ' τόν (αἰώνιο) ὕπνο σου!
Δέν σ' ἔπλασα γι' αὐτό, γιά νά μένεις φυλακισμένος στόν ἅδη.
Ἀναστήσου ἀπ' τούς νεκρούς! Ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων.

* * *

Σήκω, πλάσμα δικό μου!
Σήκω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα μου!
Σήκω νά φύγουμε ἀπό δῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι ἑνωμένος μ' ἐμένα κι ἐγώ μ' ἐσένα.
Γιά σένα ἔγινα γιός σου ἐγώ, ὁ Θεός σου.
Γιά σένα πῆρα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου ἐγώ, ὁ Κύριος.
Γιά σένα κατέβηκα στή γῆ καί πιό κάτω ἀπ' τή γῆ ἐγώ, πού βρίσκομαι πιό πάνω ἀπ' τούς οὐρανούς.
Γιά σένα, τόν ἄνθρωπο, ἔγινα σάν ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς.
Γιά σένα, πού βγῆκες μέσ' ἀπό τόν κῆπο (τοῦ παραδείσου), παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους μέσα σέ κῆπο καί σταυρώθηκα μέσα σέ κῆπο.
Κοίτα στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα· τά καταδέχτηκα γιά χάρη σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω ὅπως ἤσουνα τότε, πού σοῦ εἶχα δώσει τό φύσημά μου.
Κοίτα στά μάγουλά μου τά ραπίσματα· τά καταδέχτηκα, γιά νά ξαναδώσω στή διεστραμμένη μορφή σου τήν ὄψη πού εἶχε, σάν εἰκόνα μου.
Κοίτα στή ράχη μου τό μαστίγωμα· τό καταδέχτηκα, γιά νά σκορπίσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων σου.
Κοίτα τά τρυπημένα χέρια μου· καλά καρφώθηκαν πάνω στό ξύλο (τοῦ Σταυροῦ) γιά σένα, πού ὄχι καλά ἅπλωσες τό χέρι σου στό (ἀπαγορευμένο) δέντρο.
Κοίτα τά τρυπημένα πόδια μου· καλά καρφώθηκαν στό ξύλο (τοῦ Σταυροῦ) ἐξαιτίας τῶν δικῶν σου ποδιῶν, πού ὄχι καλά ἔτρεξαν στό δέντρο τῆς παρακοῆς
Γεύτηκα χολή γιά χάρη σου, γιά νά γιατρέψω τήν πικρή ἡδονή πού γεύτηκες ἀπ' τόν γλυκό ἐκεῖνο καρπό.
Γεύτηκα ξύδι, γιά νά βγάλω ὁριστικά ἀπ' τή ζωή σου τό καυστικό καί ἀφύσικο ποτήρι τοῦ θανάτου.
Δέχτηκα σφουγγάρι, γιά νά σβήσω τό χρεόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν σου.
Δέχτηκα καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

* * *

Σήκω, λοιπόν, νά φύγουμε ἀπό δῶ.
Κάποτε σ' ἔδιωξα ἀπ' τόν γήινο παράδεισο• τώρα σέ ἀποκαθιστῶ ὄχι στόν παράδεισο (ἐκεῖνο), ἀλλά σέ θρόνο οὐράνιο.
Σ' ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό δέντρο τῆς ζωῆς· νά πού τώρα ἑνώθηκα μαζί σου ἐγώ, ἡ Ζωή.
Γι' αὐτό, σηκωθεῖτε! Ἄς φύγουμε ἀπό δῶ.
(Ἄς πᾶμε) ἀπ' τό θάνατο στή ζωή,
ἀπ' τή φθορά στήν ἀφθαρσία,
ἀπ' τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς.
Σηκωθεῖτε! Ἄς φύγουμε ἀπό δῶ.
(Ἄς πᾶμε) ἀπ' τήν ὀδύνη στήν εὐφροσύνη,
ἀπ' τή δουλεία στήν ἐλευθερία,
ἀπ' τή φυλακή (τοῦ ἅδη) στήν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ,
ἀπ' τά δεσμά στήν ἄνεση,
ἀπ' τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ παραδείσου,
ἀπ' τή γῆ στόν οὐρανό.
Γι' αὐτό, ἄλλωστε, πέθανα καί ἀναστήθηκα, γιά νά γίνω Κύριος καί νεκρῶν καί ζωντανῶν.
Σηκωθεῖτε, λοιπόν! Ἄς φύγουμε ἀπό δῶ.

* * *

Ὁ οὐράνιος Πατέρας μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο.
Τά ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα τῶν ἀγγέλων περιμένουν τόν σύνδουλό τους Ἀδάμ· πότε θ' ἀναστηθεῖ, πότε θ' ἀνέβει καί πότε θά ἐπιστρέψει στό Θεό.
Οἱ αἰώνιες κατοικίες εἶναι ἕτοιμες.
Οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν ἔχουν ἀνοιχτεῖ.
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει ἑτοιμαστεῖ προαιώνια.
Μάτι δέν ἔχει δεῖ κι αὐτί δέν ἔχει ἀκούσει κι ἀνθρώπου λογισμός δέν ἔχει βάλει τ' ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο.
πηγή
* * *

Αὐτά καί ἄλλα τέτοια καθώς ἔλεγε ὁ Κύριος, ἀναστήθηκε. Τήν ἴδια στιγμή ἀναστήθηκαν καί ὁ ἑνωμένος μαζί Του Ἀδάμ καί ἡ Εὔα. Μά κι ἄλλα πολλά σώματα ἁγίων, πού εἶχαν πεθάνει ἀπ' τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ἀναστήθηκαν κι αὐτά, κηρύσσοντας τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Ἄς τήν ὑποδεχθοῦμε κι ἐμεῖς, οἱ πιστοί, κι ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε μέ χαρά, χορεύοντας μαζί μέ τούς ἀγγέλους, γιορτάζοντας μαζί μέ τούς ἀρχαγγέλους καί συνάμα δοξάζοντας τό Χριστό, πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τή φθορά καί μᾶς χάρισε τή ζωή. Σ' Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα Του στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

Τοῦ ἁγίου πατρός μας Ἐπιφανίου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου

Σάββατο, Απριλίου 30, 2016

Λόγος εἰς τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου


 



Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ὁ τριήμερος ἀνέτειλε σήμερα κι᾽ ὁλόκληρη ἐφώτισε τήν πλάση. Ὁ τριήμερος καί προαιώνιος Χριστός, τό τσαμπί τοῦ σταφυλιοῦ, βλάστησε καί τόν κόσμο πλημμύρισε ἀπό χαρά. Τήν ἀβασίλευτην αὐγή ἄς δοῦμε. Πρίν ἔρθη ἡ αὐγή, ἄς τή δοῦμε σήμερα καί ἀπ᾽ τή φωτοπλημμύρα ἄς γεμίσουμε ἀπό χαρά. Τίς πόρτες τοῦ Ἅδη ἀνοίγει ὁ Χριστός καί οἱ νεκροί σηκώθηκαν σά νά κοιμοῦνταν. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού ἀνασταίνει τούς πεσμένους καί ἀνάστησε μαζί Του τόν Ἀδάμ. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, Αὐτός πού ἀνασταίνει ὅλους καί ἐλευθέρωσε τήν Εὔα ἀπ᾽ τήν κατάρα. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού Αὐτός μόνος ἀνασταίνει καί χαροποίησε τόν ἀκατάστατο πρῶτα κόσμο, σέ ὅλα τό ρυθμό καί τήν τάξη ἐγκαθιστῶντας. Σηκώθηκε ὁ Κύριος, ὅπως αὐτός πού κοιμᾶται, καί τούς ἐχθρούς Του ὅλους τούς χτύπησε καί τούς ντρόπιασε. Ἀναστήθηκε κι᾽ εἶναι ἡ χαρά τό δῶρο Του σ᾽ ὅλη τήν χτίση. Ἀναστήθηκε κι᾽ ἄνοιξε τοῦ Ἅδη ἡ φυλακή. Ἀναστήθηκε καί τή φθορά τῆς φύσης σέ ἀφθαρσία τή μετάλλαξε. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, κι᾽ ἀποκατάστησε τόν Ἀδάμ στήν παλιά δόξα τῆς ἀθανασίας.

Ἡ νέα χτίση, πού φέρνει ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασή Του ἀνανεώνεται. Μέ τή νέα ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἄς στολισθοῦμε· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ καινούργιος οὐρανός γίνεται σήμερα, ἕνας οὐρανός πιό λαμπρός ἀπό τόν οὐρανό πού ἀντικρύζομε. Γιατί δέν περιμένει τόν ἥλιο πού κάθε μέρα βασιλεύει, ἀλλά τόν Ἥλιο πού ὑψωμένο στό Σταυρό τόν ντράπηκε τοῦτος ὁ δοῦλος ἥλιος καί χάθηκε. Ἔχει τόν ἥλιο, πού γι᾽ αὐτόν εἶπε ὁ προφήτης· θ᾽ ἀνατείλῃ γιά τούς φοβισμένους τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Ἰησοῦ, Ἥλιο πού τήν Ἐκκλησία καταυγάζει φωτεινός καί αἰώνιος. Γι᾽ αὐτόν λέει ἡ Γραφή· Ἥλιος βγῆκε στή γῆ καί Λωτός φύτρωσε, γιά νά ὑποτυπώσῃ τό νόμο, μπῆκε στή Σιγώρ, πού σημαίνει μικρότητα. Αὐτός ὁ Ἥλιος κάνει σοφούς τούς ἀσόφους καί αὐτός ὁ Ἥλιος στήν ἀκλόνητη πέτρα μαζί μέ τήν πίστι μας ἔχει ρίξει θεμέλιο. Γι᾽ αὐτόν τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τό Χριστό, ἔχει γίνει οὐρανός ἡ Ἐκκλησία καί δέν ἔχει φεγγάρι πού μεγαλώνει καί μικραίνει παρά τή χάρη πού λάμπει πάντα. Δέν ἀνατέλλει κάποια ἀστέρια πλανητικά ἀλλά ἀστέρια νεοφώτιστα μέσα ἀπό τήν κολυμβήθρα. Δέ βγάζει σύννεφα πού προκαλοῦν τή βροχή· ἔχει ἡ Ἐκκλησία θεολόγους δασκάλους. Δέν κρέμεται πάνω σέ θολά νερά, ἀλλά ἔχει θεμελιωθῆ πάνω στά ἱερά δόγματα. Δέν φέρνει χειμωνιάτικη βροχή καί συγκινεῖ τούς ἀνθρώπους ὄχι μέ κρωγμούς ἀγριοπουλιῶν ἀλλά μέ τίς ὁμιλίες τῶν δασκάλων.

Αὐτή εἶναι ἡμέρα, πού βγῆκε ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Κυρίου. Ἄς νιώσωμε τήν πνευματική της ἀναγαλλιὰ καί τή θεϊκή εὐφροσύνη της. Αὐτή εἶναι γιά μᾶς ἡ πιό γιορτινή ἀπ᾽ ὅλες τίς ἑορτές. Αὐτή εἶναι ἡ ἑορτή, γιά τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς προτρέπει καί μᾶς λέει: Ἑτοιμάσετε ἑορτή μέ πυκνόφυλλα, χαρούμενα κλαδιά ὥς τίς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου· αὐτή εἶναι ὅλου τοῦ κόσμου ἡ ἑορτή, πού τόν ἀνακαινίζει καί τόν σώζει. Αὐτή ἡ ἑορτή εἶναι ὅλων τῶν ἑορτῶν ἡ κορυφή καί ἡ ἀκρόπολη· αὐτή εἶναι ἡμέρα πού τήν εὐλόγησε ὁ Θεός καί τήν ἁγίασε, γιατί αὐτή τή μέρα σταμάτησε ἀπό ὅλα τά ἔργα Του, ὁλοκληρώνοντας τή σωτηρία τῶν ζωντανῶν μαζί καί τῶν νεκρῶν. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τῶν μολυσμένων εἰδωλολατρῶν τίς τελετές καί τούς χορούς. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τή δύναμη ὅλων τῶν ἀνηθίκων. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τήν κνίσσα καί τίς θυσίες τῶν εἰδωλικῶν αἱμάτων· αὐτή τή μέρα σταμάτησε τή δύναμη τοῦ τυράννου καί τό κεντρί πού κέντρωνε τούς ἀνθρώπους. Σ᾽ αὐτή σταμάτησε τίς Ἰουδαϊκές θυσίες καί τίς πρωτομηνιές· σ᾽ αὐτή ἔβαλε καινούργιους νόμους καί κανόνες στή χτίση· σ᾽ αὐτή σταμάτησε τό Πάσχα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί τῶν Ἰουδαίων· σ᾽ αὐτήν ὁλοκλήρωσε κάθε τύπο, σκιά καί προφητεία.

Κατά τό Πάσχα μας, τό Πάσχα τό ἀληθινό, θυσιάστηκε ὁ Χριστός καί ἰδού ἡ καινούργια χτίση τοῦ Χριστοῦ, ἡ καινούργια πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ καινούργιοι νόμοι, ὁ καινούργιος λαός τοῦ Θεοῦ. Καινούργιος, ὄχι παλιός Ἰσραήλ καί νέο Πάσχα, νέα καί πνευματική περιτομή· νέα καί ἀναίμακτη θυσία· νέα καί θεϊκή διαθήκη. Σήμερα ἀνανεωθῆτε καί ἴσιο φρόνημα, νέο ἐγκαταστῆστε στίς καρδιές σας καί γιά νά δεχθῆτε τῆς νέας κι ἀληθινῆς ἑορτῆς τά μυστικά καί νά δοκιμάσετε σήμερα τρυφήν οὐράνια, πραγματική καί νά φύγετε φωτισμένοι στά μυστικά τοῦ νέου Πάσχα καί πού δέν παλιώνουν, καί πῆραν τή θέση τῶν ἀντίστοιχων μυστικῶν τοῦ παλιοῦ, γιά νά ἀντιληφθῆτε πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση καί ἡ διαφορά τῶν δικῶν μας ἀπό τά Ἰουδαϊκά καί ποιά σύγκριση μπορεῖ νά σταθῆ τῶν ἄδειων τύπων μέ τήν ἀλήθεια. Ἄς ἀρχίσουμε τό λόγο γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐμφάνισή Του ἀπ᾽ αὐτό τό σημεῖο.

Ἔστειλε κάποτε ὁ Θεός ἀπό ψηλό βουνό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ τό νομοθέτη Μωυσῆ, γιά νά φέρη τόν τύπο τοῦ νόμου. Στάλθηκε κι ὁ νομοθέτης Κύριος, Θεός ἀπό Θεό, ὄρος ἀπό ὄρος τῆς οὐράνιας ὀροσειρᾶς γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ μας, πού εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀλλά ὁ Μωυσῆς ἔδωσε ἐλευθερία ἀπό τόν Φαραώ καί τούς Αἰγυπτίους, ἐνῶ ὁ Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό διάβολο καί τούς δαίμονες. Ὁ Μωυσῆς ἐσκότωσε κι ἔθαψε στήν ἄμμο ἐκεῖνον πού ἐνίκησε τόν Ἰουδαῖο. Ἔδωσε κι ὁ Χριστός τόν θάνατο στό διάβολο, στήν ἄβυσσο ἐξαποστέλλοντάς τον. Συμφιλίωσε ὁ Μωυσῆς τούς δύο ἀδελφούς του πού φιλονικοῦσαν· συμφιλίωσε κι ὁ Χριστός τούς δύο λαούς Του, ἑνώνοντας τά οὐράνια μέ τά γήϊνα. Ἐκεῖ ἡ κόρη τοῦ Φαραώ ἦρθε νά λουστῆ καί βρῆκε τό Μωυσῆ καί ἡ Ἐκκλησία, κόρη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Βάπτισμα παίρνει τό Χριστό, ὄχι τριῶν μηνῶν ἀπό τό κοφίνι, ὅπως τό Μωυσῆ, ἀλλά τριῶν ἡμερῶν ἀπό τόν τάφο ἀντί τοῦ Μωυσῆ. Ἐκεῖ τυπικά καί σέ νυχτερινό σκοτάδι ἔκαμε ὁ Ἰσραήλ τό Πάσχα του, ἐδῶ φωτεινά καί μέσα στήν ἡμέρα τό Πάσχα ἑορτάζομε. Ἐκεῖ στῆς ἡμέρας τό βράδιασμα· ἐδῶ στό βράδιασμα τοῦ χρόνου καί τῶν καιρῶν. Ἐκεῖ τά πορτόφυλλα σημαδεύτηκαν μέ τό αἷμα· ἐδῶ τῶν πιστῶν οἱ καρδιές σφραγίζονται μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἦταν θυσία νυχτερινή καί σέ ὥρα νύχτας ἔγινε τῆς Ἐρυθρᾶς τό πέρασμα· ἐδῶ εἶναι σωτηρία καί φωτερή ἡ Ἐρυθρά θάλασσα τοῦ Βαπτίσματος καί μέ τή φωτιά τοῦ Πνεύματος φωτίζει, ἐδῶ ἀληθινά Πνεῦμα Θεοῦ πνέει καί φανερώνεται πάνω στό ἴδιο νερό καί συντρίβει τήν κεφαλή τοῦ δράκοντα ἄρχοντα τῶν δρακόντων, τῶν δαιμονικῶν λαῶν τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς σώζει τούς Ἰσραηλῖτες μέ νυχτερινό βάπτισμα· ἐκεῖ τό σύννεφο γίνεται σκέπη τοῦ λαοῦ· στό λαό τοῦ Χριστοῦ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου ρίχνει τόν εὐεργετικό ἴσκιο της. Ἐκεῖ γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ χόρεψε ἡ Μαρία, τοῦ Μωυσῆ ἡ ἀδελφή: ἐδῶ πού γίνεται ἡ σωτηρία τῶν Ἐθνικῶν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στό σύνολό της γιορτάζει. Ἐκεῖ στήν πέτρα τή φυσική καταφεύγει ὁ Μωυσῆς· ἐδῶ στήν πέτρα τῆς πίστεως καταφεύγει ὁ λαός. Ἐκεῖ οἱ πλάκες τοῦ νόμου συντρίβονται καί μηνᾶνε συνάμα τό πέρασμα τοῦ νόμου καί τό πάλιωμα, ἐδῶ ἀρράγιστοι οἱ θεϊκοί νόμοι σώζονται. Ἐκεῖ τό μοσχάρι καιγόταν στή φωτιά γιά τιμωρία τοῦ λαοῦ· ἐδῶ θυσιάζεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ γιά τοῦ λαοῦ τή σωτηρία. Ἐκεῖ μέ τό ραβδί ἡ πέτρα δέχεται κτύπημα· ἐδῶ ἡ Πέτρα, ὁ Χριστός δέχεται τρύπημα στήν πλευρά. Ἐκεῖ βγαίνει ἀπ᾽ τήν πέτρα νερό· ἐδῶ Αἷμα καί νερό πηγάζει ἀπ᾽ τή ζωοποιό πλευρά. Ἐκεῖνοι δέχτηκαν ἀπ᾽ τόν οὐρανό τό κρέας τῶν ὀρτυκιῶν· ἐμεῖς ἀπ᾽ τά ὕψη δεχόμαστε τό περιστέρι τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνοι ἐφήμερο μάννα ἔφαγαν καί πέθαναν· ἐμεῖς τόν Ἄρτο τρῶμε γιά νά ζοῦμε στόν αἰῶνα.

Μά ἐκεῖνα, παλιά πράγματα καί ἴσκιοι ψεύτικοι πάλιωσαν καί τελείωσαν· τοῦ δικοῦ μας λαοῦ ἡ πίστη αὐξάνει καί θάλλει καί μένει παντοτεινά. Αὐτή εἶναι ἡ προτύπωση τοῦ δικοῦ μας Πάσχα· τό σκιερό πέρασμα τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Ἔτσι πρέπει νά κοιτάξης τήν ἑορτή καί ἔτσι νά ἐξετάσης τά ὅσα ὁ Μωυσῆς καί οἱ Προφῆτες λένε γιά τήν ἡμέρα καί ἡ Ἀνάσταση θά σέ πείση, γιατί ὅλους τούς ἔχει ἡ ἀπιστία τυλίξει. Εἶναι πολλοί οἱ τύποι τῆς ἑορτῆς καί ἀπερίγραπτοι γιά τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς καί τή συνέχιση τῆς ζωῆς. Μάρτυράς της, πού ἀξίζει νά τόν πιστέψης, εἶναι ἡ σφαγή τοῦ Ἰσαάκ· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν ἔρριξαν τ᾽ ἀδέλφια του καί ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀθάνατος· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἱερεμία, ὅπου μιά φορά ἀπό τή φθορά καί τό βόρβορο βγῆκε. Τοῦ Χριστοῦ τήν Ἀνάσταση ὑποτυπώνει τό κῆτος τοῦ Ἰωνᾶ, ἀπό ὅπου βγῆκε σέ τρεῖς μέρες. Ἔχεις στή διάθεσή σου κι ἄλλο σημάδι γιά τό δεσμωτήριο τοῦ Ἅδη, τό δεσμωτήριο τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν κατασφάλισε ἡ παράνομη συναγωγή κι ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀπείρακτος ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια, ὅπως βγῆκε ὁ Χριστός σέ τρεῖς μέρες ἀπό τούς νεκρούς. Μαζί μ᾽ αὐτούς κι ὁ Δανιήλ μέ τό λάκκο τῶν λεόντων προτυπώνει τόν τάφο τοῦ Σωτήρα, ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ὁ Ἰησοῦς καί σώθηκε ἀπό τόν Ἅδη καί τό θάνατο, ὅπως ἀπό λεοντάρια. Μέ αὐτά νά ἐλέγξης τούς Ἰουδαίους καί νά τούς ἐπιτιμήσης. Ἔτσι ν᾽ ἀπολογηθῆς γιά τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά τά ὅπλα σύμμαχος σοῦ χαρίζει ο λόγος· αὐτά τά μυστήρια σοῦ διδάσκει ἡ ἑορτή.

Καί ἔπειτα τί ἄλλο ἐκτός ἀπό αὐτά; Ἐμεῖς γιορτάζομε μόνο ἤ θά φροντίσωμε καί γιά τόν ἀδελφό μας; Ἐμεῖς θά πανηγυρίσωμε ἤ θά μιλήσωμε καί γιά τούς ἄλλους; Εἶναι ἀνάγκη μέσα στή δική μας ἑορτή ν᾽ ἀκουσθῆ ἕνας θεάρεστος καί καλόδεκτος, κοινός στεναγμός τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Θεό κι ἄς θυμηθοῦμε τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκες, τούς δικούς μας πού βασανίζονται ἀπό τίς στερήσεις στίς ἐρημιές.

Ἄς μποῦμε στά δεσμά τῶν δεσμωτῶν, ἄς ἀναδεχτοῦμε τόν πόνον ὅσων πονοῦν· γιατί ἄν ὑποφέρη ἕνα μέλος, ὑποφέρουν μαζί ὅλα τά μέλη. Ἄς συμμεριστοῦμε λοιπόν τό πάθος τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν ἴδιων τῶν μελῶν μας· ἄλλοι μέ χρήματα, ἄλλοι μέ λόγους, ἄλλοι μέ εὐεργεσίες, ὅλοι μέ τήν ἱκεσία μας γι᾽ αὐτούς στό Θεό. Ἄς γίνωμε πρεσβευταί, παρακαλῶ, ὅλοι ἀπό κοινοῦ σήμερα πρός τό Θεό, γιατί κοινή εἶναι ἡ αἰχαμαλωσία μας. Κοινή παρακαλῶ ἄς εἶναι ἡ δέησή μας, ἀφοῦ κοινή εἶναι καί ἡ τιμωρία. Ἄς ἀκούσωμε αὐτόν πού λέει: προσευχηθῆτε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά σωθῆτε. Ἄς ἀκούσωμε τό Χριστό πού λέει· ἄν δύο ἤ τρεῖς συμφωνήσουν στήν προσευχή, κάθε αἴτημα πού θά ζητήσουν, θά τούς δοθῆ. Μεγάλο ὅπλο, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας· μεγάλο τεῖχος ἀδελφοί, ἡ σύμφωνη προσευχή ὅλων πρός τόν Θεό καί μάλιστα τοῦ λαοῦ πού στήν αἰχμαλωσία του ἔμεινε πιστός. Κανείς ἄς μήν τολμήση νά πῆ ὅτι ὁ Θεός δέν ἀκούει τούς ἁμαρτωλούς. Περισσότερο δέχεται τή δέηση τῶν ταπεινῶν καί μάλιστα ἐκείνων πού καταπονοῦνται γιά τό ὄνομά Του, πού μαστιγώνονται, πού φυλακίζονται, πού θλίβονται, πού τούς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί τους κι ὅμως δέν ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπ᾽ αὐτούς ὑπάρχουν πολλοί καί πολλές μέσα στίς τάξεις μας κι ἔγιναν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογηταί, καί πού Ἐκεῖνος ἀμέσως τούς ἀκούει. Μεγάλο ὅπλο, ἀγαπητοί, ἡ εὐχή ἐκείνων· ὅλους αὐτούς τούς λογαριάζει ὁ Χριστός γιά τούς κινδύνους πού καθημερινά διατρέχουν.

Γι᾽ αὐτό καί θαρραλέοι ἐμεῖς ἀπό τίς προσευχές τους καί βλέποντας τό θάρρος πού ἔχουν μπροστά στό Θεό αὐτοί, ἀπό κοινοῦ, μ᾽ ἐπιμονή ἄς προσευχηθοῦμε γιά τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σέ ἀνάγκες. Γιατί πολλές φορές ἡ βασιλική φιλανθρωπία κατά τίς ἑορτές σέ πολλούς καταδίκους χαρίζει τήν ἄφεση καί τήν ἀπελευθέρωση. Μεγάλη, τό ξαναλέω, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἡ πίστη πού δέν χάνεται κατά τήν αἰχμαλωσία. Γιατί κι ὁ βασιλιάς πολλές φορές λογαριάζει τήν παράκληση τοῦ λαοῦ καί χαρίζει τούς καταδίκους στόν ὄχλο πού παρακαλεῖ. Γι᾽ αὐτό παρακαλοῦμε τήν ἀγάπη ὅλων σας μ᾽ ἐπιμονή νά θυμᾶστε (στίς προσευχές σας) τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκη· ἀκόμα καί ἐκείνη τήν ὥρα τήν φρικτή, πού τόν ἀτίμητο μαργαρίτη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ θά δεχτοῦμε στά χέρια μας.

Ἔτσι μ᾽ ἐπιμονή γιά τούς ἀδελφούς μας ἄς προσευχηθοῦμε καί ἄς ποῦμε στό Χριστό: «Σύ ὁ μόνος καί τότε καί τώρα ἀγαθός Θεός καί φιλάνθρωπος κυρίαρχος, πού μέ τό Πάσχα τούς Ἰσραηλῖτες ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου ἔσωσες καί μέ τό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ τούς χάρισες τήν ἐλευθερία, Σύ καί τήν ὥρα τούτη μέ τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τό ἀκριβό Σου Αἷμα δώρησε στόν κόσμο Σου ἐλευθερία ἀπό τήν πικρή σκλαβιά. Σύ πού δέχτηκες τά κλάματα τῆς ἁμαρτωλῆς πόρνης, δέξου σήμερα καί τῆς Ἐκκλησίας Σου τό στεναγμό τῆς αἰχμαλωσίας της. Σύ πού δέχτηκες τοῦ πιστοῦ ληστῆ τήν παράκληση, δέξου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου τήν δέηση. Σύ πού δέχτηκες τή μετάνοια καί τούς στεναγμούς τοῦ Πέτρου, δέξου καί μᾶς τῶν φτωχῶν τό κλάμα, Σύ πού δέν ἔστρεψες τό πρόσωπο στά δάκρυα τῆς Χαναναίας, δέξου καί τή μικρή Ἐκκλησία νά πρεσβεύη γιά μεγάλη αἰχμαλωσία καί κραυγάζοντας σέ Σένα τό Θεό σήμερα νά λέη· Θεέ μου, πού σέ τρεῖς μέρες ἀναστήθηκες ἀπό τούς νεκρούς, σήκωσε τόν πεσμένο ἀπ᾽ τῶν ἐχθρῶν τά χτυπήματα πιστό λαό Σου. Σύ πού τόν Ἀδάμ ἀπ᾽ τούς νεκρούς ἀνάστησες, τόνωσε τό φρόνημα τῶν Χριστιανῶν, Σύ ὁ τότε καί τώρα Θεός, πού πῆρες τή μορφή τοῦ δούλου Σου, λύτρωσε ἀπ᾽ τούς ἄλλους τόν ταπεινό λαό Σου. Σύ πού ἔκρινες ἄξιο νά γίνης παιδί γιά μᾶς, σῶσε ἀπό τό μαχαίρι τό πλῆθος τῶν παιδιῶν μας.

Σύ ὁ τότε Θεός, πού ξενιτεύθηκες μέ τή μητέρα Σου στήν Αἴγυπτο, φέρε πίσω ἀπό τήν ξενιτειά τίς μάννες καί τά παιδιά τους. Σύ πού θεληματικά πουλήθηκες γιά τήν σωτηρία τῶν πολλῶν σταμάτησε τήν ἀγοραπωλησία τοῦ λαοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν. Σύ πού δέχτηκες στήν πλάτη γιά μᾶς τό μαστίγωμα, τοῦ Πιλάτου τίς φοβέρες, Σύ πού κοπίασες γιά μᾶς μέ ὁδοιπορίες, παῦσε τά βάσανα τοῦ λαοῦ Σου καί τίς ταλαιπωρίες. Σύ πού φώναξες στό Σταυρό ‘Διψῶ’ δρόσισε ψυχές πού διψοῦν καί πεινοῦν φοβερά, Σύ πού μαζί μέ τούς ἀνόμους ἀπό ἀνόμους καταδικάστηκες σῶσε καί ἐμᾶς ἀπ᾽ τό συνέδριο τῶν ἀνόμων. Σύ πού γυμνώθηκες ἀπό τούς ἀνόμους σάν κακοῦργος, Σύ ὁ Ἴδιος Κύριε, πού φυλακίστηκες ἀπό τούς ἀνόμους ἐλευθέρωσε τούς ριγμένους στῆς φυλακῆς τά δεσμά. Σύ πού ἔδωσες παράκληση στή μητέρα Σου ἀπό τό θρῆνο καί τό κλᾶμα τοῦ Σταυροῦ, Σύ πού τότε κραύγασες στίς Μυροφόρες τό ΄Χαίρετε΄ Σύ φώναξε καί τώρα ‘Χαίρετε’ στίς Ἐκκλησίες Σου. Σύ πού καρφώθηκες μέ τά τίμια καρφιά στά πόδια καί τά χέρια, ἐλευθέρωσε χέρια καί πόδια λαῶν σιδηροδεμένων. Ναί, Κύριε, φιλάνθρωπε, πού εἶπες ‘περίλυπη εἶναι ἡ ψυχή μου ὡς τό θάνατο’, λύτρωσε τό λαό Σου ἀπό τή λύπη καί τό θάνατο. Σύ πού ἡ λόγχη τρύπησε τήν πλευρά Σου, σπάσε τή λόγχη τῶν ἐχθρῶν Σου μέ τό χέρι Σου τό δυνατό καί θυμήσου, Κύριε, ὅπως τόν πιστό ληστή καί τό λαό Σου. Σύ πού ἔχυσες τό ἄχραντο Αἷμα Σου γιά μᾶς, σταμάτησε τό ἄφθονο χύσιμο τοῦ αἵματός μας. Σῶσε τό λαό Σου Δέσποτα, λυπήσου τούς κληρονόμους Σου. Σηκώσου, γιατί, Κύριε, ἔχεις παραδοθῆ στόν ὕπνο; Γιατί δείχνεις μακροθυμία στούς ἐχθρούς; Γιατί παίρνεις ἀπό μᾶς τό πρόσωπό Σου; Σηκώσου, μή μᾶς κρατᾶς σ᾽ ἀπόσταση ὡς τό τέλος· μή μᾶς παραβλέπης ὁλότελα. Θυμήσου τό Σταυρό Σου, θυμήσου τό λαό Σου, θυμήσου τήν εὐσπλαγχνία Σου. Σύ, Κύριε, πού βάσταξες γιά χάρι μας σαράντα ἡμέρες τόν πειρασμό, θυμήσου τούς λαούς Σου πού πειράζονται στήν ἀπάτη καί ξηρή ἐρημία. Αὐτούς θυμήσου μαζί μέ μᾶς, Κύριε, καί πρίν ἀπό μᾶς, φιλάνθρωπε. Σ᾽ αὐτούς δῶσε πρίν ἀπό μᾶς τή βοήθειά Σου· ἐκείνους τέλος νά ἐπισκεφθῆς. Ἐκείνους τούς πιό ἀξιολύπητους ἀπ᾽ ὅλους, πού εἶναι ἀπ᾽ ὅλους πιό ταπεινοί πάνω στῆ γῆ· ἐκείνους πού στήν ἔρημο ξεχάστηκαν ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους· πού ἀπό τό χέρι Σου διώχτηκαν μακρυά πρίν ἀπό τό θάνατό τους. Αὐτούς πού βαριά τούς παίδεψε ὁ θυμός Σου κι ἡ ὀργή Σου τούς ἤλεγξε· ἐκεῖνοι πού σάν νεκροί ἀπό τούς ἀνθρώπους λησμονήθηκαν, πού καταδικάστηκαν καί ζοῦν μέ τ᾽ ἄγρια θηρία. Αὐτοί πού τή στένεψή τους κανείς δέν παρατηρεῖ παρά μόνο τ᾽ ἀκοίμητό Σου μάτι· πού τήν ἀνάγκη τους, Σύ, Κύριε, γνωρίζεις καί κανείς ἄλλος δέν ἄκουσε, ἀφοῦ χωρισμένοι ἀπό τούς δικούς τους, μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπους, ζοῦνε ἔχοντας ξεχάσει τίς ἐκκλησίες καί μή ξαίροντας τίς μέρες τῶν ἑορτῶν.

Λίγη καλοσύνη σ᾽ αὐτούς δεῖξε, Κύριε· δέ γυρεύω πολλή. Ἔλα σ᾽ ἐκείνους, Θεέ μου, πού τούς ἐπαίδεψες· ἔλα στά ἄλλοτε παιδιά Σου, γιατί κι αὐτοί κάποτε ἦσαν κοντά Σου, ἦσαν κι αὐτοί Χριστιανοί, κι αὐτοί κοπάδια Σου κι αὐτοί μέλη τοῦ Σώματός Σου κι αὐτοί κοινωνοῦσαν τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τώρα κοινωνοῦν τό Σῶμα ἀλόγων ζώων. Γι᾽ αὐτό, Κύριε, ρίξε σ᾽ αὐτούς τό βλέμμα Σου γεμᾶτο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία. Κοίταξε αὐτῶν τῶν ἀθλίων τή στένεψη καί δεῖξε τους τή σωτηρία· κοίταξε τή βαθειά ἐρημιά τους καί κάμε τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν καί δίκαια τούς παίδεψες, σῶσε τους ὅμως. Ἄν καί τούς παρέδωσες στόν ἐχθρό ἄξια, ὅμως μάζεψέ τους. Τούς ἐχτύπησες, παρηγόρησέ τους· τούς παρέδωσες, λύτρωσέ τους. Ἄν πολλές φορές ἁμαρτήσαμε, ὅμως ξαναθυμήσου μας πάλι, καί πάλι σκῦψε στή δέησή μας καί πιό πολύ ἄκουσε ὅσους βρίσκονται στίς ἐρημιές, στά σπήλαια καί τά βαθουλώματα τῆς γῆς, σ᾽ ἀπάτητους τόπους, ἀδελφούς μας χριστιανούς καί λαό δικό Σου. Γιατί ἄν ἐμεῖς εἴμαστε στίς Ἐκκλησίες μαζί μέ τούς πιστούς, ἐκεῖνοι ζοῦν στήν ἐρημιά μαζί μέ τούς ἐχθρούς· ἄν ἐμεῖς χαιρώμαστε τίς ἑορτές, ἐκεῖνοι βρίσκονται σέ μέγα σκότος. Ὑπέρμετρη εἶναι ἡ δυστυχία τους, μεγάλος ὁ φόβος τους, τό τραῦμα τους φοβερό, πικρή ἡ συμφορά τους, ἀνεκδιήγητη ἡ καταστροφή τους, μεγάλο τό ἀγκάθι, πολλή ἡ τραγωδία τους, Κύριε.

Μή μᾶς ἀφήσης γιά πάντα ἔξω, ἀλλά μαζί μέ τήν παιδεία δεῖξε μας καί τή φιλανθρωπία Σου, γιά νά μή μείνη ἡ τελευταία καύχηση στούς Ἰουδαίους, γιά νά μήν ποῦν γιά μᾶς οἱ εἰδωλολάτρες: ποῦ εἶναι ὁ Θεός τους, δέν εἶναι ὁ Χριστός τους, δέν εἶναι ὁ Σταυρός τους; Ποῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα τους; Ποῦ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν; Γιά νά μήν τά ποῦνε αὐτά, γρήγορα ἄς δοῦν τά ἐλέη Σου σ᾽ ἐμᾶς. Ἄς μᾶς προφτάση γρήγορα ἡ εὐσπλαγχνία Σου Κύριε, Κύριε, γιατί εἴμαστε πολύ φτωχοί, γιατί εἴμαστε πολύ ταπεινοί, γιατί λιγοστέψαμε πολύ. Ἄς φτάση λοιπόν ὡς Ἐσένα ὁ στεναγμός τῶν δεομένων· θά Σέ μαλακώσουν τά δάκρυα τῶν ἄκακων νηπίων, πού τά κατασφάζουν, θά Σέ συγκινήση ὁ θρῆνος τῶν μητέρων πού χάνουν τά παιδιά τους.

Εἶναι παρακλήσεις τά ὅσα λέμε, Κύριε, κι ὄχι ἀντιλογίες. Σέ παρακαλοῦμε, δέν ἀντιδικοῦμε μέ Σένα. Παρακαλοῦμε, γιατί οἱ ἄνομοι μᾶς βρίζουν καί οἱ Ἕλληνες μᾶς καταπονοῦν. Δέ φιλονικοῦμε, ἐξομολογούμαστε, κλαῖμε γιατί καί οἱ ἄλλοι εἶναι σέ κίνδυνο. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά εἴμαστε καί Χριστιανοί. Εἴμαστε τιποτένιοι ἀλλά ὁπαδοί τῆς δικῆς Σου πίστεως. Δέν ἀξίζομε τή φιλανθρωπία Σου ἀλλά εἴμαστε πρόβατα τῆς Ἐκκλησίας Σου στήν ἴδια μάντρα μαζεμένοι. Αὐτήν τήν ἱκεσία σέ Σένα οἱ φτωχοί γιά τόν ἀμέτρητο λαό τῆς αἰχμαλωσίας προσφέρομε στήν τριήμερη Ἀνάστασή Σου, κλῆρος καί λαός, νέοι καί νέες, γέροντες μέ νεώτερους, τά παιδιά μέ τίς μητέρες τους, κάθε ψυχή ὅσων πιστεύουν σέ Σένα. Αὐτούς ὅλους λύτρωσέ τους ἀπό τή φοβέρα πού σιμώνει, καί κάνε τους, ἄξιους τῆς Βασιλείας Σου μέ τή Χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ καί κυριάρχου Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τό Πανάγιο καί ζωοποιό Του Πνεῦμα. Τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, Ἀμήν.»

Σάββατο, Απριλίου 11, 2015

ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Λόγος εις την Αγίαν του Χριστού Ανάστασιν

Ο Ήλιος της δικαιοσύνης ο τριήμερος ανέτειλε σήμερα κι ολόκληρη εφώτισε την πλάση. Ο τριήμερος και προαιώνιος Χριστός, το τσαμπί του σταφυλιού, βλάστησε και τον κόσμο πλημμύρισε από χαρά. Την αβασίλευτην αυγή ας δούμε. Πριν έρθη η αυγή, ας τη δούμε σήμερα και απ τη φωτοπλημμύρα ας γεμίσουμε από χαρά. Τις πόρτες του Άδη ανοίγει ο Χριστός και οι νεκροί σηκώθηκαν σά να κοιμούνταν. Αναστήθηκε ο Χριστός που ανασταίνει τους πεσμένους και ανάστησε μαζί Του τον Αδάμ. Αναστήθηκε ο Χριστός, Αυτός που ανασταίνει όλους και ελευθέρωσε την Εύα απ την κατάρα. Αναστήθηκε ο Χριστός που Αυτός μόνος ανασταίνει και χαροποίησε τον ακατάστατο πρώτα κόσμο, σε όλα το ρυθμό και την τάξη εγκαθιστώντας. Σηκώθηκε ο Κύριος, όπως αυτός που κοιμάται, και τους εχθρούς Του όλους τους χτύπησε και τους ντρόπιασε. Αναστήθηκε κι είναι η χαρά το δώρο Του σ όλη την χτίση. Αναστήθηκε κι άνοιξε του Άδη η φυλακή. Αναστήθηκε και τη φθορά της φύσης σε αφθαρσία τη μετάλλαξε. Αναστήθηκε ο Χριστός, κι αποκατάστησε τον Αδάμ στην παλιά δόξα της αθανασίας.
Η νέα χτίση, που φέρνει ο Χριστός, με την Ανάστασή Του ανανεώνεται. Με τη νέα ομορφιά του Χριστού ας στολισθούμε.η Εκκλησία του Χριστού ο καινούργιος ουρανός γίνεται σήμερα, ένας ουρανός πιο λαμπρός από τον ουρανό που αντικρύζομε. Γιατί δεν περιμένει τον ήλιο που κάθε μέρα βασιλεύει, αλλά τον Ήλιο που υψωμένο στο Σταυρό τον ντράπηκε τούτος ο δούλος ήλιος και χάθηκε. Έχει τον ήλιο, που γι αυτόν είπε ο προφήτης.θ ανατείλη για τους φοβισμένους τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Ιησού, Ήλιο που την Εκκλησία καταυγάζει φωτεινός και αιώνιος. Γι αυτόν λέει η Γραφή.Ήλιος βγήκε στη γη και Λωτός φύτρωσε, για να υποτυπώση το νόμο, μπήκε στη Σιγώρ, που σημαίνει μικρότητα. Αυτός ο Ήλιος κάνει σοφούς τους άσοφους και αυτός ο Ήλιος στην ακλόνητη πέτρα μαζί με την πίστι μας έχει ρίξει θεμέλιο. Γι αυτόν τον Ήλιο της δικαιοσύνης, το Χριστό, έχει γίνει ουρανός η Εκκλησία και δεν έχει φεγγάρι που μεγαλώνει και μικραίνει παρά τη χάρη που λάμπει πάντα. Δεν ανατέλλει κάποια αστέρια πλανητικά αλλά αστέρια νεοφώτιστα μέσα από την κολυμβήθρα. Δε βγάζει σύννεφα που προκαλούν τη βροχή.έχει η Εκκλησία θεολόγους δασκάλους. Δεν κρέμεται πάνω σε θολά νερά, αλλά έχει θεμελιωθή πάνω στα ιερά δόγματα. Δεν φέρνει χειμωνιάτικη βροχή και συγκινεί τους ανθρώπους όχι με κρωγμούς αγριοπουλιών αλλά με τις ομιλίες των δασκάλων.
Αυτή είναι ημέρα, που βγήκε απ τα χέρια του Κυρίου. Ας νιώσωμε την πνευματική της αναγάλλια και τη θεϊκή ευφροσύνη της. Αυτή είναι για μας η πιο γιορτινή απ όλες τις εορτές. Αυτή είναι η εορτή, για την οποία το Άγιο Πνεύμα μας προτρέπει και μας λέει: Ετοιμάσετε εορτή με πυκνόφυλλα, χαρούμενα κλαδιά ως τις άκρες του θυσιαστηρίου.αυτή είναι όλου του κόσμου η εορτή, που τον ανακαινίζει και τον σώζει. Αυτή η εορτή είναι όλων των εορτών η κορυφή και η ακρόπολη.αυτή είναι ημέρα που την ευλόγησε ο Θεός και την αγίασε, γιατί αυτή τη μέρα σταμάτησε από όλα τα έργα Του, ολοκληρώνοντας τη σωτηρία των ζωντανών μαζί και των νεκρών. Τη μέρα αυτή σταμάτησε των μολυσμένων ειδωλολατρών τις τελετές και τους χορούς. Τη μέρα αυτή σταμάτησε τη δύναμη όλων των ανηθίκων. Τη μέρα αυτή σταμάτησε την κνίσσα και τις θυσίες των ειδωλικών αιμάτων.αυτή τη μέρα σταμάτησε τη δύναμη του τυράννου και το κεντρί που κέντρωνε τους ανθρώπους. Σ αυτή σταμάτησε τις Ιουδαϊκές θυσίες και τις πρωτομηνιές.σ αυτή έβαλε καινούργιους νόμους και κανόνες στη χτίση.σ αυτή σταμάτησε το Πάσχα του Μωσαϊκού νόμου και των Ιουδαίων.σ αυτήν ολοκλήρωσε κάθε τύπο, σκιά και προφητεία.
Κατά το Πάσχα μας, το Πάσχα το αληθινό, θυσιάστηκε ο Χριστός και ιδού η καινούργια χτίση του Χριστού, η καινούργια πίστη του Χριστού, οι καινούργιοι νόμοι, ο καινούργιος λαός του Θεού. Καινούργιος, όχι παλιός Ισραήλ και νέο Πάσχα, νέα και πνευματική περιτομή.νέα και αναίμακτη θυσία.νέα και θεϊκή διαθήκη. Σήμερα ανανεωθήτε και ίσιο φρόνημα, νέο εγκαταστήστε στις καρδιές σας και για να δεχθήτε της νέας κι αληθινής εορτής τα μυστικά και να δοκιμάσετε σήμερα τρυφήν ουράνια, πραγματική και να φύγετε φωτισμένοι στα μυστικά του νέου Πάσχα και που δεν παλιώνουν, και πήραν τη θέση των αντίστοιχων μυστικών του παλιού, για να αντιληφθήτε πόση είναι η απόσταση και η διαφορά των δικών μας από τα Ιουδαϊκά και ποια σύγκριση μπορεί να σταθή των άδειων τύπων με την αλήθεια. Ας αρχίσουμε το λόγο για την Ανάσταση του Χριστού και την εμφάνισή Του απ αυτό το σημείο.
Έστειλε κάποτε ο Θεός από ψηλό βουνό για τη σωτηρία του λαού το νομοθέτη Μωυσή, για να φέρη τον τύπο του νόμου. Στάλθηκε κι ο νομοθέτης Κύριος, Θεός από Θεό, όρος από όρος της ουρανίας οροσειράς για τη σωτηρία του λαού μας, που είναι η αλήθεια. Αλλά ο Μωυσής έδωσε ελευθερία από τον Φαραώ και τους Αιγυπτίους, ενώ ο Χριστός μας ελευθέρωσε από το διάβολο και τους δαίμονες. Ο Μωυσής εσκότωσε κι έθαψε στην άμμο εκείνον που ενίκησε τον Ιουδαίο. Έδωσε κι ο Χριστός τον θάνατο στο διάβολο, στην άβυσσο εξαποστέλλοντάς τον. Συμφιλίωσε ο Μωυσής τους δύο αδελφούς του που φιλονικούσαν. συμφιλίωσε κι ο Χριστός τους δύο λαούς Του, ενώνοντας τα ουράνια με τα γήϊνα. Εκεί η κόρη του Φαραώ ήρθε να λουστή και βρήκε το Μωυσή και η Εκκλησία, κόρη του Χριστού, με το Βάπτισμα παίρνει το Χριστό, όχι τριών μηνών από το κοφίνι, όπως το Μωυσή, αλλά τριών ημερών από τον τάφο αντί του Μωυσή. Εκεί τυπικά και σε νυχτερινό σκοτάδι έκαμε ο Ισραήλ το Πάσχα του, εδώ φωτεινά και μέσα στην ημέρα το Πάσχα εορτάζομε. Εκεί στης ημέρας το βράδιασμα. εδώ στο βράδιασμα του χρόνου και των καιρών.
Εκεί τα πορτόφυλλα σημαδεύτηκαν με το αίμα.εδώ των πιστών οι καρδιές σφραγίζονται με το Αίμα του Χριστού. Εκεί ήταν θυσία νυχτερινή και σε ώρα νύχτας έγινε της Ερυθράς το πέρασμα. εδώ είναι σωτηρία και φωτερή η Ερυθρά θάλασσα του Βαπτίσματος και με τη φωτιά του Πνεύματος φωτίζει, εδώ αληθινά Πνεύμα Θεού πνέει και φανερώνεται πάνω στο ίδιο νερό και συντρίβει την κεφαλή του δράκοντα άρχοντα των δρακόντων, των δαιμονικών λαών του διαβόλου. Εκεί ο Μωυσής σώζει τους Ισραηλίτες με νυχτερινό βάπτισμα. εκεί το σύννεφο γίνεται σκέπη του λαού.στο λαό του Χριστού η δύναμη του Υψίστου ρίχνει τον ευεργετικό ίσκιο της. Εκεί για τη σωτηρία του λαού χόρεψε η Μαρία, του Μωυσή η αδελφή: εδώ που γίνεται η σωτηρία των Εθνικών η Εκκλησία του Χριστού στο σύνολό της γιορτάζει. Εκεί στην πέτρα τη φυσική καταφεύγει ο Μωυσής.εδώ στην πέτρα της πίστεως καταφεύγει ο λαός. Εκεί οι πλάκες του νόμου συντρίβονται και μηνάνε συνάμα το πέρασμα του νόμου και το πάλιωμα, εδώ αρράγιστοι οι θεϊκοί νόμοι σώζονται. Εκεί το μοσχάρι καιγόταν στη φωτιά για τιμωρία του λαού.εδώ θυσιάζεται ο Αμνός του Θεού για του λαού τη σωτηρία. Εκεί με το ραβδί η πέτρα δέχεται κτύπημα. εδώ η Πέτρα, ο Χριστός δέχεται τρύπημα στην πλευρά. Εκεί βγαίνει απ την πέτρα νερό. εδώ Αίμα και νερό πηγάζει απ τη ζωοποιό πλευρά. Εκείνοι δέχτηκαν απ τον ουρανό το κρέας των ορτυκιών. εμείς απ τα ύψη δεχόμαστε το περιστέρι του Πνεύματος. Εκείνοι εφήμερο μάννα έφαγαν και πέθαναν. εμείς τον Άρτο τρώμε για να ζούμε στον αιώνα.
Μά εκείνα, παλιά πράγματα και ίσκιοι ψεύτικοι πάλιωσαν και τελείωσαν.του δικού μας λαού η πίστη αυξάνει και θάλλει και μένει παντοτεινά. Αυτή είναι η προτύπωση του δικού μας Πάσχα.το σκιερό πέρασμα των διατάξεων του νόμου. Έτσι πρέπει να κοιτάξης την εορτή και έτσι να εξετάσης τα όσα ο Μωυσής και οι Προφήτες λένε για την ημέρα και η Ανάσταση θα σε πείση, γιατί όλους τους έχει η απιστία τυλίξει. Είναι πολλοί οι τύποι της εορτής και απερίγραπτοι για την Ανάσταση από τους νεκρούς και τη συνέχιση της ζωής. Μάρτυράς της, που αξίζει να τον πιστέψης, είναι η σφαγή του Ισαάκ.τύπος της ο λάκκος του Ιωσήφ, όπου τον έρριξαν τ αδέλφια του και απ όπου βγήκε αθάνατος. τύπος της ο λάκκος του Ιερεμία, όπου μια φορά από τη φθορά και το βόρβορο βγήκε. Του Χριστού την Ανάσταση υποτυπώνει το κήτος του Ιωνά, από όπου βγήκε σε τρεις μέρες. Έχεις στη διάθεσή σου κι άλλο σημάδι για το δεσμωτήριο του Άδη, το δεσμωτήριο του Ιωσήφ, όπου τον κατασφάλισε η παράνομη συναγωγή κι απ όπου βγήκε απείρακτος έπειτα από τρία χρόνια, όπως βγήκε ο Χριστός σε τρεις μέρες από τους νεκρούς. Μαζί μ αυτούς κι ο Δανιήλ με το λάκκο των λεόντων προτυπώνει τον τάφο του Σωτήρα, απ όπου βγήκε ο Ιησούς και σώθηκε από τον Άδη και το θάνατο, όπως από λεοντάρια. Με αυτά να ελέγξης τους Ιουδαίους και να τους επιτιμήσης. Έτσι ν απολογηθής για το πάθος και την Ανάσταση του Χριστού. Αυτά τα όπλα σύμμαχος σου χαρίζει ο λόγος.αυτά τα μυστήρια σου διδάσκει η εορτή.
Και έπειτα τι άλλο εκτός από αυτά; Εμείς γιορτάζομε μόνο η θα φροντίσωμε και για τον αδελφό μας; Εμείς θα πανηγυρίσωμε η θα μιλήσωμε και για τους άλλους; Είναι ανάγκη μέσα στη δική μας εορτή ν ακουσθή ένας θεάρεστος και καλόδεκτος, κοινός στεναγμός της Εκκλησίας προς το Θεό κι ας θυμηθούμε τους αδελφούς μας που βρίσκονται σ ανάγκες, τους δικούς μας που βασανίζονται από τις στερήσεις στις ερημιές.
Ας μπούμε στα δεσμά των δεσμωτών, ας αναδεχτούμε τον πόνον όσων πονούν.γιατί αν υποφέρη ένα μέλος, υποφέρουν μαζί όλα τα μέλη. Ας συμμεριστούμε λοιπόν το πάθος των αδελφών μας, των ίδιων των μελών μας.άλλοι μεΧΡΉΜΑΤΑ, άλλοι με λόγους, άλλοι με ευεργεσίες, όλοι με την ικεσία μας γι αυτούς στο Θεό. Ας γίνωμε πρεσβευταί, παρακαλώ, όλοι από κοινού σήμερα προς το Θεό, γιατί κοινή είναι η αιχαμαλωσία μας. Κοινή παρακαλώ ας είναι η δέησή μας, αφού κοινή είναι και η τιμωρία. Ας ακούσωμε αυτόν που λέει: προσευχηθήτε ο ένας για τον άλλο, για να σωθήτε. Ας ακούσωμε το Χριστό που λέει.αν δύο η τρεις συμφωνήσουν στην προσευχή, κάθε αίτημα που θα ζητήσουν, θα τους δοθή. Μεγάλο όπλο, αδελφοί, η ευχή της Εκκλησίας.μεγάλο τείχος αδελφοί, η σύμφωνη προσευχή όλων προς τον Θεό και μάλιστα του λαού που στην αιχμαλωσία του έμεινε πιστός. Κανείς ας μην τολμήση να πή ότι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Περισσότερο δέχεται τη δέηση των ταπεινών και μάλιστα εκείνων που καταπονούνται για το όνομά Του, που μαστιγώνονται, που φυλακίζονται, που θλίβονται, που τους κατηγορούν οι εχθροί τους κι όμως δεν αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού. Απ αυτούς υπάρχουν πολλοί και πολλές μέσα στις τάξεις μας κι έγιναν του Χριστού ομολογηταί, και που Εκείνος αμέσως τους ακούει. Μεγάλο όπλο, αγαπητοί, η ευχή εκείνων.όλους αυτούς τους λογαριάζει ο Χριστός για τους κινδύνους που καθημερινά διατρέχουν.
Γι αυτό και θαρραλέοι εμείς από τις προσευχές τους και βλέποντας το θάρρος που έχουν μπροστά στο Θεό αυτοί, από κοινού, μ επιμονή ας προσευχηθούμε για τους αδελφούς μας που βρίσκονται σε ανάγκες. Γιατί πολλές φορές η βασιλική φιλανθρωπία κατά τις εορτές σε πολλούς καταδίκους χαρίζει την άφεση και την απελευθέρωση. Μεγάλη, το ξαναλέω, αδελφοί, η ευχή της Εκκλησίας, και μάλιστα η πίστη που δεν χάνεται κατά την αιχμαλωσία. Γιατί κι ο βασιλιάς πολλές φορές λογαριάζει την παράκληση του λαού και χαρίζει τους καταδίκους στον όχλο που παρακαλεί. Γι αυτό παρακαλούμε την αγάπη όλων σας μ επιμονή να θυμάστε (στις προσευχές σας) τους αδελφούς μας που βρίσκονται σ ανάγκη.ακόμα και εκείνη την ώρα την φρικτή, που τον ατίμητο μαργαρίτη του Σώματος του Χριστού θα δεχτούμε στα χέρια μας.
Έτσι μ επιμονή για τους αδελφούς μας ας προσευχηθούμε και ας πούμε στο Χριστό: «Συ ο μόνος και τότε και τώρα αγαθός Θεός και φιλάνθρωπος κυρίαρχος, που με το Πάσχα τους Ισραηλίτες από τη σκλαβιά της Αιγύπτου έσωσες και με το αίμα του αμνού τους χάρισες την ελευθερία, Συ και την ώρα τούτη με το άχραντο Σώμα Σου και το ακριβό Σου Αίμα δώρησε στον κόσμο Σου ελευθερία από την πικρή σκλαβιά. Συ που δέχτηκες τα κλάματα της αμαρτωλής πόρνης, δέξου σήμερα και της Εκκλησίας Σου το στεναγμό της αιχμαλωσίας της. Συ που δέχτηκες του πιστού ληστή την παράκληση, δέξου και του πιστού λαού Σου την δέηση.Συ που δέχτηκες τη μετάνοια και τους στεναγμούς του Πέτρου, δέξου και μας των φτωχών το κλάμα, Συ που δεν έστρεψες το πρόσωπο στα δάκρυα της Χαναναίας, δέξου και τη μικρή Εκκλησία να πρεσβεύη για μεγάλη αιχμαλωσία και κραυγάζοντας σε Σένα το Θεό σήμερα να λέη.Θεέ μου, που σε τρεις μέρες αναστήθηκες από τους νεκρούς, σήκωσε τον πεσμένο απ των εχθρών τα χτυπήματα πιστό λαό Σου. Συ που τον Αδάμ απ τους νεκρούς ανάστησες, τόνωσε το φρόνημα των Χριστιανών, Συ ο τότε και τώρα Θεός, που πήρες τη μορφή του δούλου Σου, λύτρωσε απ τους άλλους τον ταπεινό λαό Σου. Συ που έκρινες άξιο να γίνης παιδί για μας, σώσε από το μαχαίρι το πλήθος των παιδιών μας.
Συ ο τότε Θεός, που ξενιτεύθηκες με τη μητέρα Σου στην Αίγυπτο, φέρε πίσω από την ξενιτειά τις μάννες και τα παιδιά τους. Συ που θεληματικά πουλήθηκες για την σωτηρία των πολλών σταμάτησε την αγοραπωλησία του λαού των Εκκλησιών. Συ που δέχτηκες στην πλάτη για μας το μαστίγωμα, του Πιλάτου τις φοβέρες, Συ που κοπίασες για μας με οδοιπορίες, παύσε τα βάσανα του λαού Σου και τις ταλαιπωρίες. Συ που φώναξες στο Σταυρό ‘Διψώ' δρόσισε ψυχές που διψούν και πεινούν φοβερά, Συ που μαζί με τους ανόμους από ανόμους καταδικάστηκες σώσε και εμάς απ το συνέδριο των ανόμων. Συ που γυμνώθηκες από τους ανόμους σαν κακούργος, Συ ο Ίδιος Κύριε, που φυλακίστηκες από τους ανόμους ελευθέρωσε τους ριγμένους στής φυλακής τα δεσμά. Συ που έδωσες παράκληση στη μητέρα Σου από το θρήνο και το κλάμα του Σταυρού, Συ που τότε κραύγασες στις Μυροφόρες το ΄Χαίρετε΄ Συ φώναξε και τώρα ‘Χαίρετε' στις Εκκλησίες Σου. Συ που καρφώθηκες με τα τίμια καρφιά στα πόδια και τα χέρια, ελευθέρωσε χέρια και πόδια λαών σιδηροδεμένων. Ναί, Κύριε, φιλάνθρωπε, που είπες ‘περίλυπη είναι η ψυχή μου ως το θάνατο', λύτρωσε το λαό Σου από τη λύπη και το θάνατο. Συ που η λόγχη τρύπησε την πλευρά Σου, σπάσε τη λόγχη των εχθρών Σου με το χέρι Σου το δυνατό και θυμήσου, Κύριε, όπως τον πιστό ληστή και το λαό Σου. Συ που έχυσες το άχραντο Αίμα Σου για μας, σταμάτησε το άφθονο χύσιμο του αίματός μας. Σώσε το λαό Σου Δέσποτα, λυπήσου τους κληρονόμους Σου.
Σηκώσου, γιατί, Κύριε, έχεις παραδοθή στον ύπνο; Γιατί δείχνεις μακροθυμία στους εχθρούς; Γιατί παίρνεις από μας το πρόσωπό Σου; Σηκώσου, μη μας κρατάς σ απόσταση ως το τέλος.μη μας παραβλέπης ολότελα. Θυμήσου το Σταυρό Σου, θυμήσου το λαό Σου, θυμήσου την ευσπλαγχνία Σου. Συ, Κύριε, που βάσταξες για χάρι μας σαράντα ημέρες τον πειρασμό, θυμήσου τους λαούς Σου που πειράζονται στην απάτη και ξηρή ερημία. Αυτούς θυμήσου μαζί με μας, Κύριε, και πριν από μας, φιλάνθρωπε. Σ αυτούς δώσε πριν από μας τη βοήθειά Σου.εκείνους τέλος να επισκεφθής. Εκείνους τους πιο αξιολύπητους απ όλους, που είναι απ όλους πιο ταπεινοί πάνω στη γη.εκείνους που στην έρημο ξεχάστηκαν απ τους ανθρώπους.που από το χέρι Σου διώχτηκαν μακρυά πριν από το θάνατό τους. Αυτούς που βαριά τους παίδεψε ο θυμός Σου κι η οργή Σου τους ήλεγξε.εκείνοι που σαν νεκροί από τους ανθρώπους λησμονήθηκαν, που καταδικάστηκαν και ζουν με τ άγρια θηρία. Αυτοί που τη στένεψή τους κανείς δεν παρατηρεί παρά μόνο τ ακοίμητό Σου μάτι.που την ανάγκη τους, Συ, Κύριε, γνωρίζεις και κανείς άλλος δεν άκουσε, αφού χωρισμένοι από τους δικούς τους, μακρυά από τους ανθρώπους, ζούνε έχοντας ξεχάσει τις εκκλησίες και μη ξαίροντας τις μέρες των εορτών.
Λίγη καλοσύνη σ αυτούς δείξε, Κύριε.δε γυρεύω πολλή. Έλα σ εκείνους, Θεέ μου, που τους επαίδεψες.έλα στα άλλοτε παιδιά Σου, γιατί κι αυτοί κάποτε ήσαν κοντά Σου, ήσαν κι αυτοί Χριστιανοί, κι αυτοί κοπάδια Σου κι αυτοί μέλη του Σώματός Σου κι αυτοί κοινωνούσαν το άχραντο Σώμα Σου και τώρα κοινωνούν το Σώμα αλόγων ζώων. Γι αυτό, Κύριε, ρίξε σ αυτούς το βλέμμα Σου γεμάτο έλεος και ευσπλαγχνία. Κοίταξε αυτών των αθλίων τη στένεψη και δείξε τους τη σωτηρία.κοίταξε τη βαθειά ερημιά τους και κάμε την ευσπλαγχνία Σου. Αν και δίκαια τους παίδεψες, σώσε τους όμως. Αν και τους παρέδωσες στον εχθρό άξια, όμως μάζεψέ τους. Τους εχτύπησες, παρηγόρησέ τους, τους παρέδωσες, λύτρωσέ τους. Αν πολλές φορές αμαρτήσαμε, όμως ξαναθυμήσου μας πάλι, και πάλι σκύψε στη δέησή μας και πιο πολύ άκουσε όσους βρίσκονται στις ερημιές, στα σπήλαια και τα βαθουλώματα της γης, σ απάτητους τόπους, αδελφούς μας χριστιανούς και λαό δικό Σου. Γιατί αν εμείς είμαστε στις Εκκλησίες μαζί με τους πιστούς, εκείνοι ζουν στην ερημιά μαζί με τους εχθρούς.αν εμείς χαιρώμαστε τις εορτές, εκείνοι βρίσκονται σε μέγα σκότος. Υπέρμετρη είναι η δυστυχία τους, μεγάλος ο φόβος τους, το τραύμα τους φοβερό, πικρή η συμφορά τους, ανεκδιήγητη η καταστροφή τους, μεγάλο το αγκάθι, πολλή η τραγωδία τους, Κύριε.
Μη μας αφήσης για πάντα έξω, αλλά μαζί με την παιδεία δείξε μας και τη φιλανθρωπία Σου, για να μη μείνη η τελευταία καύχηση στους Ιουδαίους, για να μην πούν για μας οι ειδωλολάτρες: που είναι ο Θεός τους, δεν είναι ο Χριστός τους, δεν είναι ο Σταυρός τους; Που είναι η ελπίδα τους; Που η πίστη των Χριστιανών; Για να μην τα πούνε αυτά, γρήγορα ας δούν τα ελέη Σου σ εμάς. Ας μας προφτάση γρήγορα η ευσπλαγχνία Σου Κύριε, Κύριε, γιατί είμαστε πολύ φτωχοί, γιατί είμαστε πολύ ταπεινοί, γιατί λιγοστέψαμε πολύ. Ας φτάση λοιπόν ως Εσένα ο στεναγμός των δεμένων.θα Σε μαλακώσουν τα δάκρυα των άκακων νηπίων, που τα κατασφάζουν, θα Σε συγκινήση ο θρήνος των μητέρων που χάνουν τα παιδιά τους.
Είναι παρακλήσεις τα όσα λέμε, Κύριε, κι όχι αντιλογίες. Σε παρακαλούμε, δεν αντιδικούμε με Σένα. Παρακαλούμε, γιατί οι άνομοι μας βρίζουν και οι Έλληνες μας καταπονούν. Δε φιλονικούμε, εξομολογούμαστε, κλαίμε γιατί και οι άλλοι είναι σε κίνδυνο. Είμαστε αμαρτωλοί, αλλά είμαστε και Χριστιανοί. Είμαστε τιποτένιοι αλλά οπαδοί της δικής Σου πίστεως. Δεν αξίζομε τη φιλανθρωπία Σου αλλά είμαστε πρόβατα της Εκκλησίας Σου στην ίδια μάντρα μαζεμένοι. Αυτήν την ικεσία σε Σένα οι φτωχοί για τον αμέτρητο λαό της αιχμαλωσίας προσφέρομε στην τριήμερη Ανάστασή Σου, κλήρος και λαός, νέοι και νέες, γέροντες με νεώτερους, τα παιδιά με τις μητέρες τους, κάθε ψυχή όσων πιστεύουν σε Σένα. Αυτούς όλους λύτρωσέ τους από τη φοβέρα που σιμώνει, και κάνε τους, άξιους της Βασιλείας Σου με τη Χάρη και τη φιλανθρωπία του Μονογενούς Σου Υιού και κυριάρχου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, μαζί με το Πανάγιο και ζωοποιό Του Πνεύμα. Τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων, Αμήν.»

Παρασκευή, Απριλίου 10, 2015

Λόγος εις την Ταφή και την εις Άδου Κάθοδο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού Αγίου Επιφανίου Κύπρου

εις Άδου Κάθοδος του Κυρίου
Σένα Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ.
(…) Γιατί απέραντη σιωπή βασιλεύει σήμερα στη γη; μεγάλη σιωπή και πολλή ηρεμία. Μεγάλη σιωπή, γιατί ο βασιλεύς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε και ο Άδης ετρόμαξε. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε και αυτούς που κοιμόνταν αιώνες, από τον Άδη ανέστησε (…).
Σήμερα σώζονται και αυτοί που ζουν επάνω στη γη και αυτοί που αιώνες τώρα βρίσκονται κάτω από τη γη. Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος. Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότου Χριστού. Διπλή ευσπλαχνία. Διπλή κατάβασις μαζί και συγκατάβασις. Διπλή φιλανθρωπία. Διπλή επίσκεψις στους ανθρώπους. Από τον ουρανό στη γη και από τη γη στα κατοχθόνια κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του Άδου ανοίγονται. Χαρήτε όλοι εσείς που κοιμάσθε από τους πανάρχαιους αιώνες. (…).
Χτες εζήσαμε στην υποταγή Του, σήμερα την κυριαρχία Του. Χθες φανερώθηκαν τα σημάδια της ανθρώπινής Του φύσεώς και σήμερα της θεϊκής. Χθες τον ερράπιζαν και σήμερα με την αστραπή της θεότητος σχίζει το σκοτεινό κατηκητήριο του Άδου. Χθες τον έδεναν και σήμερα δένει Αυτός τον τύραννο διάβολο με άλυτα δεσμά (…).
Εκείνος που χθες, μέσα στην άπειρη συγκατάβασί Του, δεν εκαλούσε να τον βοηθήσουν οι λεγεώνες των Αγγέλων, λέγοντας στον Πέτρο, ότι είναι στο χέρι μου να παρατάξω τώρα αμέσως περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων, σήμερα κατέρχεται με τον θάνατο Τον κατά του Άδου και του θανάτου, του τυράννου, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, επί κεφαλής των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και των αοράτων ταγμάτων, όχι με δώδεκα μόνο λεγεώνες, αλλά με μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, θρόνων, Εξαπτερύγων, Πολυομμάτων, τα οποία, ως βασιλέα και Κύριο τους, προπέμπουν, δορυφορούν και τιμούν τον Χριστό (…).
Και καθώς συμβαίνει όταν παρουσιασθή μια φοβερή, αήτητη και παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί και τρόμος και ταραχή και οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, το ίδιο έγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ο Χριστός στα καταχθόνια του Άδη. Από επάνω μια δυνατή αστραπή ετύφλωνε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του Άδη και ταυτόχρονα ακούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές που διέταζαν: Άρατε πύλας• όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους. ώστε να μην μπορούν πια να ξανακλείσουν.
Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, όχι γιατί δεν μπορεί να τις ανοίξη ο Κύριος μας, που όταν θέλη, διατάζει και μπαίνει με κλεισμένες τις πόρτες, αλλά σας διατάζει, σαν δραπέτες δούλους, να σηκώσετε και να μεταφέρετε αυτές τις προαιώνιες πύλες. Για τούτο και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά σας που παρουσιάζεσθε σαν αρχηγοί τους: άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Από τώρα και έπειτα δεν θα είσθε πια άρχοντες κανενός, παρ’ όλο που κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στους μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Ούτε αυτών θα είσθε πλέον άρχοντες, ούτε άλλων, ούτε των εαυτών σας ακόμη. Άρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ανοίξετε δρόμο σ’ Αυτόν που έβαλε το πόδι Του στη φυλακή του Άδη (…).
Και μόλις οι αγγελικές δυνάμεις εβόησαν, την ίδια στιγμή άνοιξαν οι πύλες! Την ίδια στιγμή έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν τα κλειδιά και συγκλονίσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Οι εχθρικές δυνάμεις ετράπησαν σε άτακτη φυγή, ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, άλλος μπερδευόταν στα πόδια του άλλου και καθένας φώναζε στο διπλανό του να φεύγη γρήγορα. Έφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τα έχασαν, εταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν και απόρησαν, απόρησαν και τρόμαξαν (…).
Κι ενώ αυτά διεδραματίζοντο στον Άδη και εσείοντο τα πάντα, ο δε Κύριος επλησίαζε να φθάση στα πιο έσχατα βάθη, ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά και βαθύτερα από όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν στους φυλακισμένους και αμέσως ανεγνώρισε την φωνή Του, καθώς επερπατούσε μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε προς όλους τους επί αιώνες συγκροτούμενους του και τους φώναξε: «Ω φίλοι μου! Ακούω να πλησιάζη σ’ εμάς ο ήχος των βημάτων Κάποιου. Εάν πραγματικά μας αξίωσε να έρθη έως εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Εάν τον ιδούμε ανάμεσά μας, σωθήκαμε από τον Άδη!».
Και την ώρα που ο Αδάμ έλεγε αυτά προς τους συγκαταδίκους του, εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις τον αντίκρυσε ο Αδάμ, χτύπησε το στήθος από την χαρούμενη έκπληξι και φώναξε προς όλους τους επί αιώνες κεκοιμημένους: «Ο Κύριος μου ας είναι μαζί με όλους»! Και ο Χριστός απάντησε στον Αδάμ: «Και μετά του πνεύματός σου».
Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει επάνω και του λέει: Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς, γιατί σε καταρτίζει ο Χριστός! Εγώ ο Θεός, που για χάρι σου έγινα υιός σου, έχοντας δικούς μου πλέον και σένα και τους απογόνους σου, με την θεϊκή εξουσία μου δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε.
Σένα Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ. Γιατί συ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σε σένα! Για σένα ο Κύριος έλαβε τη δική σου μορφή του δούλου. Για δική σου χάρι, εγώ που βρίσκομαι ψηλότερα από τους ουρανούς, κατέβηκα στη γη και πιο κάτω από τη γη. Για σένα τον άνθρωπο έγινα σαν ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι εγώ από τη ζωή, ανάμεσα σ’ όλους τούς άλλους νεκρούς. Για σένα που βγήκες μέσα από τον κήπο του παραδείσου, μέσα σε κήπο παραδόθηκα στους Ιουδαίους και μέσα σε κήπο εσταυρώθηκα.
Κύτταξε στο πρόσωπο μου τα φτυσίματα, που καταδέχθηκα προς χάριν σου, για να σε αποκαταστήσω στην παλαιά σου δόξα, που σου είχα δώσει με το εμφύσημά μου. Κύτταξε στα μάγουλά μου τα ραπίσματα που καταδέχθηκα, για να επανορθώσω την διεστραμμένη μορφή σου και να την φέρω στην όψι που είχε σαν εικόνα μου. Κύτταξε στη ράχη μου τη μαστίγωσι που καταδέχθηκα, για να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κύτταξε τα καρφωμένα χέρια μου, που τα άπλωσα καλώς επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συχωρεθής συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τα πόδια μου που καρφώθηκαν και τρυπήθηκαν στον Σταυρό, για να εξαγνισθούν τα δικά σου πόδια που έτρεξαν κακώς στο δένδρο της αμαρτίας (…). Η πληγωμένη πλευρά μου εθεράπευσε τον πόνο της πλευράς σου. Ο δικός μου ύπνος θα σε βγάλη από τον ύπνο σου μέσα στον Άδη. Η ρομφαία που χτύπησε έμενα, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου. Γι’ αυτό σηκωθήτε, ας φύγουμε από εδώ. Από τον θάνατο στη ζωή. Από την φθορά στην αφθαρσία. Από το σκοτάδι στο αιώνιο φως. Από την οδύνη στην ελευθερία. Από τη φυλακή του Άδη στην άνω Ιερουσαλήμ. Από τα δεσμά στην άνεσι. Από τη σκλαβιά στην τρυφή του Παραδείσου. Από τη γη στον ουρανό.
Γι’ αυτόν τον σκοπό ο Χριστός απέθανε και ανέστη, για να γίνη Κύριος και νεκρών και ζώντων. Σηκωθήτε, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Ο ουράνιος Πατέρας περιμένει με λαχτάρα το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα των αγγέλων περιμένουν τον σύνδουλό τους Αδάμ, πότε θα αναστηθή, πότε θα ανέλθη καί θα επανέλθη προς τον Θεό. Ο Χερουβικός θρόνος είναι έτοιμος. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και βιάζονται. Ο νυμφικός θάλαμος έχει προετοιμασθή. Το μεγάλο εορταστικό δείπνο είναι στρωμένο. Τα θησαυροφυλάκια των αιωνίων αγαθών άνοιξαν. Η Βασιλεία των Ουρανών έχει ετοιμασθή «από καταβολής κόσμου». Αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν περιμένουν τον άνθρωπο.
Αυτά και άλλα παρόμοια είπεν ο Κύριος. Και αμέσως ανασταίνεται μαζί Του ο ενωμένος σ’ αυτόν Αδάμ και μαζί τους και η Εύα. Ακόμη δε και «πολλά σώματα δικαίων, που είχαν πεθάνει πριν από αιώνες, αναστήθηκαν» διακηρύσσοντας την τριήμερο Ανάστασι του Χριστού. Αυτήν ας την υποδεχθούμε και ας την αγκαλιάσουμε οι πιστοί με πολλή χαρά, χορεύοντες με τους αγγέλους και εορτάζοντες με τους αρχαγγέλους και δοξάζοντες τον Χριστό, που μας ανέστησε από την φθορά. Εις Αυτόν αρμόζει η δόξα και η δύναμις, μαζί με τον αθάνατο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό και ομοούσιο Πνεύμα, εις όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Μετάφραση Αρχιμανδρίτου Ιγνατίου (Ιερά Μονή Παρακλήτου Αττικής)
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ» ΤΕΥΧΟΣ 3 

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014

Δός μοι τούτον τον Ξένον….(Aπόσπασμα από λόγο του Αγίου Επιφανίου)

 
 

Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας
και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν
τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος
προσήλθε των Πιλάτω και καθικετεύει λέγων:
“Δος μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:
Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω”.
Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον
ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,
ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη,
κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι.

——————————————————————–

 -Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε έναν θνητό ζητώντας να λάβει τον Θεό. Ζήτα τον Θεό των θνητών. Ο πηλός μπροστά στον πηλό, ζητά να λάβει τον πλάστη των όλων. Το χορτάρι, ζήτα από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η τιποτένια σταγόνα, παίρνει από την τιποτένια σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σ’ έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει τον νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.

Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου.
Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού.
Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη.
Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θεότητος.
Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; Όταν βράδιασε. Επομένως είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους.
………………………………………………………………………………..

Αλλά τι του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντα μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής:
Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμεται —στον Σταυρό— γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου;
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος.
Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν που με τη θέληση Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη.
Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος.
Δος μου, άρχοντα μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο —του Σταυρού— να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεως μου.
Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού—.
Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου —Πατέρα—, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος….

Σάββατο, Απριλίου 12, 2014

Αγίου Επιφανίου, Επισκόπου Κύπρου: Ομιλία εις τα Βαΐα

Χαῖρε μέ ἀσυγκράτητη χαρά, θυγατέρα τῆς Σιών. Ἀπόλαυσε βαθιά χαρά καί ἀναγάλλιασε, ὁλόκληρη τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Ἔρχεται πάλι σέ σένα ὁ Βασιλιάς. Ὁ νυμφίος σου ἔρχεται καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἄς βγοῦμε νά Τόν προϋπαντήσουμε. Ἄς βιαστοῦμε νά δοῦμε τή δόξα Του. Ἄς προλάβωμε νά τιμήσωμε τόν ἐρχομό Του μέ χαρά. Ἄλλη μιά φορά σωτηρία στόν κόσμο, πάλι ὁ Θεός ἔρχεται γιά νά σταυρωθῆ.

Ὁ Βασιλιάς τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ᾽ αὐτήν καί χαρίζει πάλι τή σωτηρία στόν κόσμο. Τό φῶς ἄλλη μιά φορά μᾶς ἐπισκέπτεται καί ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια λουλουδίζει, χορεύει ἡ Ἐκκλησία καί χηρεύει ἡ Συναγωγή. Πάλι ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, σκορπίζει ἡ κατάρα, καί πάλι ταράζονται οἱ Ἑβραῖοι, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τά Ἔθνη καί ἡ Σιών στολίζεται.

Ἔρχεται ὁ Χριστός καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἀναγαλλιάστε οὐρανοί. Ὑμνῆστε Ἄγγελοι. Εὐφρανθῆτε τά βουνά. Σκιρτῆστε λόφοι. Παφλάστε ποταμοί. Ὁ λαός τῆς Σιών χορέψετε, οἱ Ἐκκλησίες χαρῆτε. Ψάλλετε Ἱερεῖς, προφῆτες ἐλᾶτε πρῶτοι, εὐαγγελιστῆτε μαθηταί, ὑποδεχθῆτε λαοί. Τρέξτε μαζί καί οἱ γέροντες, χορέψετε μητέρες καί τά νήπια τραγουδῆστε. Φωνάξτε νέοι, οἱ φυλές μαζευτῆτε.

Κάθε πλάσμα, κάθε ὕπαρξη, κάθε τάξη, κάθε τι πού ἀναπνέει, ὅλη ἡ γῆ, κάθε ἀξίωμα, ὅλες οἱ ἡλικίες, ὅλες οἱ ἀρχές τῶν ἐθνῶν, ὅλες οἱ βασιλεῖες, ἄς ὑποδεχθοῦν βασιλικά τό βασιλιά τῶν βασιλέων, δεσποτικά τῶν δεσποτῶν τό Δεσπότη. Ἄς προσκυνήσωμε, ἄς τραγουδήσωμε θεϊκά τραγούδια στό Θεό τῶν Θεῶν, στόν αἰώνιο νυμφίο θεϊκούς νυφιάτικους χορούς, ἄς χορέψωμε. Χαρούμενοι ἄς ἀνάψωμε τίς χαρωπές λαμπάδες μας, τούς χιτῶνες τῶν ψυχῶν μας, ὅπως ταιριάζει γιά νά τιμήσουμε τόν Θεό, ἄς ἀλλάξωμε. Ἄς ἑτοιμάσωμε ὄμορφα τούς δρόμους τῆς ζωῆς, τά βαΐα τῆς νίκης ἄς κρατήσωμε γιά τό νικητή τοῦ θανάτου. Καί ἄς σείσωμε τούς βλαστούς τῆς ἐλιᾶς στό βλαστό τῆς Μαρίας. Ἀγγελικά ἄς ὑμνήσουμε τό Θεό τῶν Ἀγγέλων. Ἄς κραυγάσωμε μαζί μέ τά παιδιά, ὅπως πρέπει στό Θεό. Μαζί μέ τό πλῆθος καί ἐμεῖς τήν κραυγή τοῦ πλήθους ἄς ποῦμε: «Ὡσαννά, στόν οὐρανό. Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Θεοῦ».

 Ὁ Θεός καί ὁ Κύριος φάνηκε σάν φῶς, ἔλαμψε σ᾽ ἐμᾶς πού καθόμασταν στό σκότος καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Ἐφάνηκε ἡ ἐπανόρθωση γιά ὅσους ἔπεσαν, φάνηκε ἡ σωτηρία τῶν αἰχμαλώτων, φάνηκε ἡ ἀνάβλεψη τῶν τυφλῶν, φάνηκε ἡ παρηγορία γιά ὅσους πενθοῦν, φάνηκε ἡ ἀνάπαυση ὅσων κοπιάζουν. Φάνηκε τῶν διψασμένων τό ξεδίψασμα. Φάνηκε ἡ δικαίωση τῶν ἀδικημένων. Φάνηκε τῶν ἀπελπισμένων ἡ λύτρωση. Φάνηκε ἡ ἕνωση τῶν χωρισμένων. Φάνηκε ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν. Φάνηκε ἡ γαλήνη ὅσων εἶχαν βρεθῆ σέ τρικυμία.

Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς μαζί μέ τό πλῆθος ἄς φωνάξωμε σήμερα στό Χριστό:«Ὡσαννά», πού θά πεῖ «Σῶσε μας ὁ οὐράνιος Θεός». Ὤ καινούργια πράγματα, θαύματα ἀνέλπιστα! Χτές ὁ Χριστός ἀνέστησε τό Λάζαρο, σήμερα ὁ Ἴδιος βαδίζει πρός τό θάνατο. Σέ ἄλλον χτές, σάν Ζωή, τή ζωή ἐχάρισε καί σήμερα ὁ ζωοδότης ἔρχεται στό θάνατο. Χτές ἔλυσε τά σάβανα τοῦ Λαζάρου, σήμερα ἔρχεται νά τυλιχτῆ στά σάβανα ὁ Ἴδιος, θεληματικά. Χτές ἀπό τό σκοτάδι ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο.

Σήμερα γιά τόν ἄνθρωπο ἔρχεται νά μπῆ στά σκότη καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Χτές, ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα, ζωντανό καί μέ τίς πέντε αἰσθήσεις, τόν τετραήμερο ὁ Τριήμερος, στίς δυό ἀδελφές τόν ἕνα ἀδελφό τους χαρίζει. Καί σήμερα βαδίζει στό Σταυρό. Στή Μαρία τόν τετραήμερο νεκρό χαρίζει, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία τριήμερο χαρίζει τόν Ἑαυτό Του ὁ Χριστός. Ἐκεῖ μόνο ἡ Βηθανία θαυμάζει. Ἐδῶ ἑορτάζει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ἑορτάζει τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν, ἔχοντας στό μέσο τό βασιλιά τῶν ἀΰλων Δυνάμεων, ὡς Νυμφίο μαζί καί Βασιλιά. Ἑορτάζει ἑορτή, σάν ἐλιά κατάκαρπη στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, πού πυκνόφυλλη πάντα σκιάζει. Ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία ἑορτή, καί εἶναι σάν κρίνο ἀνοιξιάτικο, ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό ἀληθινό κρίνο, τό θαλερό, πού δέν κρίνει ἀλλά σώζει τόν κόσμο. Ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό γιατρευτικό βότανο, πού γιατρεύει ἀληθινά τά πάθη τῶν ἀρρώστων.

Ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό ἀμπέλι πού λέει: «Ἐγώ εἶμαι τό ἀμπέλι τό ἀληθινό.» Ὅπου ὁ ἐλαιώνας ὁ Ὁποῖος ἀληθινά ἐλεεῖ ὅσους ἐλπίζουν σ᾽ Αὐτόν. Ἐκεῖ εἶναι ὅπου ἐβλάστησε ὁ κλάδος ὁ προαιώνιος ἀπό τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, χωρίς νά καλλιεργήση καί νά σκάψη ὁ γεωργός. Ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ ἀέναη πηγή. Ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει Φυσών καί Γεών, Τίγρις καί Εὐφράτης, ἀλλά Ματθαῖος, Μᾶρκος, Λουκᾶς καί Ἰωάννης, πού ποτίζουν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τό περιβόλι. Ἐκεῖ ὅπου ὅλη σήμερα ἡ νεολαία, καθώς ἐλαία κατάκαρπη γεμάτη ἀπό ἐλιές, τόν ἐλεήμονα Χριστό παρακαλοῦμε. Φυτεμένοι στό κτῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀνοιξιάτικα μέσα στόν κῆπο Του ἀνθισμένοι, ἑορτάζομε τήν ἑορτή μας, βλέποντας ὅτι ἔχει ὑποχωρήσει ἡ χειμωνιά τοῦ Νόμου. Γιόρταζε, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τυπικά καί σωματικά, ἀλλά χορεύοντας χορό πνευματικό. Γιόρταζε τή γιορτή σου, βλέποντας τήν πτώση τῶν εἰδώλων καί ζώντας τή δική σου ἀνάσταση.

Προσθέτω τή φωνή μου στήν ἱερή καί ἰσχυρή φωνή τοῦ Παύλου: «Πέρασαν τά παλιά• ὅλα ἰδού, ἔχουν γίνει καινούργια». Ἀλλά καί ἀνέλπιστα. Γι᾽ αὐτό χαρῆτε, χαρῆτε, νεολαία τοῦ Χριστοῦ. Εἶστε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γιόρταζε, ἡ Ἐκκλησία, ἡ κόρη τοῦ Θεοῦ καί ἀγαλλίασε. Δική σου εἶναι ἀκέραια ἡ δόξα, γνήσια κόρη τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ. Καί δέν εἶσαι ἡ χήρα κάποιου ἀλλά τοῦ Θεοῦ ἡ σύζυγος, πού ἀνθίζεις, ὄχι στ᾽ ἀριστερά τοῦ Θεοῦ γιά τούς εἰδωλολάτρες, ἀλλά στά δεξιά.

Εἶσαι τό λουλούδι τῆς θεογνωσίας. Δέν σέ μολύνει αἷμα δουλικό, ἀλλά τοῦ Θεοῦ τό Αἷμα σέ σφραγίζει. Δέν λατρεύεις τόν Ὠβήλ ἀλλά τόν Ἐμμανουήλ. Δέν ἀνυμνεῖς τήν Τρωάδα ἀλλά τήν Τριάδα. Δέν τιμᾶς τόν Πλάτωνα παρά τόν Παντοκράτορα Θεό μας. Δέν τιμᾶς τόν ἀλεξίκακο Ἡρακλῆ, ἀλλά τόν Παράκλητο, τόν ποιητή τῶν ὅλων. Δέν προσκυνεῖς τόν Ἀριστοτέλη πού σ᾽ ἔκαμε σοφό, ἀλλά τόν Θεό πού σ᾽ ἔσωσε γιά ὅλους τούς αἰῶνες. Ἔπεσε ὁ Κρόνος γιατί προσέλαβε σάρκα ὁ Θεός Λόγος. Δέν γεννήθηκε μέ συνέργεια ἀνδρός ἀλλά γεννήθηκε μέ δύναμη Θεοῦ ἀπό τή Μαρία. Προσέξετε τή χάρη τῆς ἡμέρας. Δῆτε τή λαμπρότητα τῆς ἑορτῆς. Χαῖρε λοιπόν καί ἀγαλλίασε, τῆς Σιών κόρη. Γέμισε εὐφροσύνη καί ἀναγάλλιασε ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

 Γύρισε γύρω τά μάτια σου καί κοίταξε μαζεμένα τώρα, τά σκορπισμένα πρῶτα στά ἔθνη παιδιά σου. Δές τῆς γιορτῆς τήν εὐλάβεια. Δές τοῦ λαοῦ τούς σύμφωνους ὕμνους. Δές ὅλες τίς γλῶσσες ἑνωμένες, ὅλα τά στόματα σάν νά ᾽ναι ἕνα νά ἀναπέμπουν δοξολογικά τόν ἴδιο ὕμνο. Δές τά πρόβατα πού πρῶτα εἶχαν ξεγλιστρίσει ἔξω ἀπό τήν πόρτα σου νά εἶναι τώρα στήν ἀγκαλιά σου. Ἄκουσε τῶν ἐθνῶν τήν ἐπιφήμιση, πού εἶναι τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων ἡ μίμηση. Πρόσεξε τήν ἁρμονία τῶν ἀγγελικῶν χορῶν. Πρόσεξε ἀνθρώπων πλῆθος πού μοιάζει μέ παρατάξεις Ἀγγέλων. Θεώρησε τούς ψαλμούς σάν ὕμνους Ἀγγέλων καί τά παιδιά σάν ἄκακα ἀρνάκια πού ψάλλουν στό Χριστό καί λένε: «Ὡσαννά στόν οὐράνιο Θεό. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται.» Μαζί τους χτύπησε χαρούμενα καί πανηγυρικά καί τό χέρι σου καί φώναξε μέ καθαρή καί λιονταρήσια φωνή λόγους ἑόρτιους καί εὐχαριστήριους. Ἰδού ἐγώ καί τά παιδιά πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, σ᾽ ἐμένα πού ἤμουν κάποτε ἄτεκνη καί ἀσήμαντη στεῖρα. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἦρθε, ἀλλά καί πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Θεός μας καί Κύριος εἶναι καί φάνηκε γιά μᾶς Αὐτός πού ἔρχεται καί πού ὁ κόσμος ὁλόκληρος δέν μπορεῖ νά Τόν περικλείσει.

Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται χωρίς νά ἀπομακρύνεται ἀπό τόν οὐρανό. Εὐλογημένος ἄς εἶναι Αὐτός πού ἔρχεται ὡς ἄνθρωπος, καί πού θά ἔρθει πάλι ὡς Θεός. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἦρθε σ᾽ ἐμένα συμβολικά καβαλλικεύοντας σέ γαϊδουράκι σάν νά ᾽ταν πάνω σέ Χερουβίμ. Ἄκουσε τί μᾶς λέει ὁ ἱεροκήρυκας Εὐαγγελιστής τῆς ἑορτῆς. Ὅταν πλησίαζε ὁ Κύριος στή Βηθφαγή καί στή Βηθανία, κοντά στό βουνό πού λέγεται τῶν Ἐλαιῶν, ἔστειλε δύο ἀπό τούς μαθητάς Του παραγγέλλοντάς τους: «Πηγαίνετε στό ἀπέναντι χωριό καί καθώς μπαίνετε θά βρῆτε γαϊδουράκι δεμένο. Λύστε το καί φέρτε το ἐδῶ.» Ἔκαμαν οἱ Μαθηταί ὅπως τούς παράγγειλε ὁ Ἰησοῦς. Ἔστρωσαν τά ροῦχα τους στό γαϊδουράκι καί καβαλλίκεψε ὁ Ἰησοῦς. Καί ὅταν ἔφτασε στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὁ κόσμος πού εἶχε συναχτῆ γιά τήν ἑορτή, πῆραν κλαδιά φοινίκων καί βγῆκαν νά ὑποδεχθοῦν τόν Ἰησοῦ. Καί ὅσοι πήγαιναν μπροστά καί ὅσοι ἀκολουθοῦσαν φώναζαν: «Ὡσαννά στό γιό τοῦ Δαυΐδ, εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Κυρίου.»

 Αὐτή εἶναι ἡ Δεσποτική παρουσία στήν παροῦσα ἑορτή μας. Αὐτή εἶναι ἡ παλαιά καί ἡ νέα παραμονή στήν Σιών τοῦ Βασιλέως τῶν Βασιλέων. Αὐτή εἶναι ἡ πανηγυρική καί πάνδημη ἔλευση τῆς σημερινῆς ἡμέρας τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων. Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, τώρα, ὅλο τό πλῆθος πού ἤρθαμε στήν ἑορτή, ἄς βγοῦμε νά Τόν ὑποδεχτοῦμε, ὁρατοί καί ἀόρατοι ἑορτασταί, οἱ προφῆτες πού προηγοῦνται χρονικά, καί οἱ διδάσκαλοι καί ὅσοι ἀκολουθοῦν τό γαϊδουράκι, ὅλοι ὅσους δένει ἀναμεταξύ τους ἡ πίστη στό Θεό.

Σήμερα τά οὐράνια μέ τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια μαζί ἄς ψάλλουν. Κάθε στόμα καί πνεῦμα ἄς ἀνοίξη γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τά Χερουβίμ βροντοφωνῆστε: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Τρισάγιος, Σαβαώθ• ἀπό τή δόξα Του γεμᾶτος ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ.» Σεραφείμ, ὑμνῆστε, προφῆτες, κηρύξετε. Ἄς λέη ὁ ἄλλος:«Χαῖρε, Κόρη τῆς Σιών, διαλάλησε, Κόρη τῆς Ἱερουσαλήμ.» Καί ὁ ἄλλος ἄς κραυγάση ἀτενίζοντας τό βασιλέα Χριστό: «Ἰδού τό ἀρνί τοῦ Θεοῦ, πού σηκώνει τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.» Κι ἄλλος ἄς διαλαλήση γιά τόν Ἴδιο τόν Κύριο: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας• δέν θά σταθῆ ἄλλος κοντά Του.» Καί κάποιος ἄλλος ἄς προσθέση: « Ἰδού ὁ ἄνθρωπος μαζί καί Θεός, Ἀνατολή εἶναι τό ὄνομά Του.» Καί ὁ Δαυΐδ ἀτενίζοντας τό Χριστό πού προῆλθε ἀπό τή γενιά του, ἄς ψάλλη: « Εἶναι Θεός καί Κύριός μας καί παρουσιάστηκε γιά μᾶς.» Κάποιος ἄλλος τό γόνυ κλίνοντας ἄς πῆ στό Χριστό: «Ὁλόκληρη ἡ γῆ ἄς σέ προσκυνήση.» Καί ἄλλος ἄς προτρέψη τούς λαούς: «Συγκροτῆστε γιορτή στόν ἴσκιο ὡς τίς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου.»

Ἔτσι γινόταν παλαιά ὁ ἐρχομός τοῦ Κυρίου μας μέ τό πουλάρι στή Σιών. Πάνδημη ὁμόνοια, οἱ χοροί τῶν Πατέρων, τῶν δικαίων ὁ λαός, τά πνεύματα τῶν προφητῶν, τά παιδιά τῶν Ἑβραίων, τά νήπια τῶν μητέρων, τά πλήθη τῶν Ἀγγέλων. Ἄλλοι ἅπλωναν τίς φτεροῦγες τους, ἄλλοι κρατοῦσαν τά βάγια κι ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν. Τοῦτοι ἔκοβαν κλαδιά, ἐκεῖνοι ἔπλεκαν στεφάνια, αὐτοί ἔλυναν τό γαϊδουράκι, ἄλλοι ἔστρωναν τά ροῦχα τους, ἄλλοι ἄνοιγαν τίς πύλες κι ἄλλοι καθάριζαν τού δρόμους. Αὐτοί ἑτοίμαζαν τό γαϊδουράκι κι ἐκεῖνοι διαλαλοῦσαν τή νίκη, ἄλλοι κουνοῦσαν τά κλαδιά κι ἄλλοι ἔλεγαν στά νήπια: «Ὑμνῆστε, παιδιά, τό Κύριο». Τά παιδιά ἀποκρίνονταν: «Ὡσαννά, εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου.» Ὤ καινούργια πράγματα κι ἀνέλπιστα θαύματα τῆς ἑορτῆς. Τά παιδιά σάν θεολόγοι χαρακτηρίζουν ὡς Θεό τό Χριστό καί οἱ ἱερεῖς τόν ὑβρίζουν. Τόν προσκυνοῦν παιδιά πού θηλάζουν, καί δείχνουν ἀσέβεια οἱ διδάσκαλοι. Τά παιδιά τραγουδοῦν «Ὡσαννά» καί οἱ Ἑβραῖοι κραυγάζουν νά σταυρωθῆ. Αὐτά ἔρχονται μέ τά βάγια στό Χριστό κι ἐκεῖνοι Τόν ζυγώνουν μέ μαχαίρια. Αὐτά κόβουν κλαδιά κι ἐκεῖνοι ἑτοιμάζουν τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Τά παιδιά στρώνουν τά ροῦχα τους στό Χριστό καί οἱ ἱερεῖς σκίζουν τά ροῦχα τοῦ Χριστοῦ.

Τά παιδιά ἀνεβάζουν τό Χριστό στό γαϊδουράκι κι οἱ γέροντες ἀνεβάζουν τό Χριστό στό Σταυρό. Τά παιδιά προσκύνησαν τά πόδια τοῦ Χριστοῦ κι ἐκεῖνοι κάρφωσαν μέ τά καρφιά τά πόδια τοῦ Χριστοῦ.Τά παιδιά Τοῦ ἀφιερώνουν τόν ὕμνο κι αὐτοί Τοῦ προσφέρουν τό ξίδι. Τά παιδιά τήν τιμή καί τή χολή ἐκεῖνοι. Τά παιδιά κουνοῦν τά βάγια κι αὐτοί μέ τή ρομφαία Τόν τρυποῦν. Τά παιδιά ὑμνοῦν τό Χριστό πάνω στό πουλάρι κι αὐτοί Τόν ἀναβάτη τοῦ πουλαριοῦ πουλοῦν. «Τό βόδι κατάλαβε τόν Κύριό του, ὅταν πλησίασε στή φάτνη Του κι οἱ λαοί ἀναγνώρισαν τόν κατακτητή τους. Ὁ Ἰσραήλ μόνο δέν ἀναγνώρισε τό Χριστό τό Θεό του.»

Οἱ ἄγριες κάποτε φυλές, θεοφίλητες ἔγιναν, οἱ ἄνομοι ἔννομοι καί οἱ ἔννομοι παράνομοι. Ἄς εἶναι. Δέν ντράπηκες τούς προφῆτες, σκότωσες τούς ἱερεῖς, διέστρεψες τίς Γραφές, κατέλυσες τό Νόμο, καταπριόνισες τούς δικαίους, ἀψήφησες τό Μωυσῆ, κατέσφαξες τούς γιούς, ἐβεβήλωσες τό Ναό, παράτησες τό Θεό, δέν ἐπίστεψες στό Χριστό, ἐξευτέλισες τά θαύματα, δυσπίστησες γιά τό Λάζαρο, δέν ἐπίστεψες στούς τυφλούς πού ξαναβρῆκαν τό φῶς τους. Καλά ὅλα αὐτά. Τί ἔχεις ὅμως νά πῆς γι᾽ αὐτά τά παιδιά; Τί δογματίζεις γιά τόν ὕμνο τῶν νηπίων; Πές μου ποιός τά ἐφώτισε; Ποιός τά ἐδίδαξε; Ἤ ποιός τά παρώτρυνε καί τούς ἔδωσε τή γνώση; Ποιός ξαφνικά στ᾽ ἀμάθητα παιδιά ἔδωσε τό λόγο, ἄν ὄχι ὁ Χριστός ὁ προαιώνιος Λόγος; Τώρα οἱ νέοι καί τά παιδιά καί τά νήπια, πού μέ τό ἕνα χέρι κρατοῦν τό μητρικό μαστό, τόν ἀγγελικό ὕμνο ἀναμέλπουν. Κρατοῦνε τό μαστό μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο κουνοῦνε τά κλαδιά στό Χριστό. Τά παιδιά, ἡ φύση χωρίς νά ἔχη πεῖρα τοῦ λόγου, θεολογοῦν: ἀμέσως τό λόγο τόν προφητικό, τῶν Ἀγγέλων τόν ὕμνο προσφέρουν, σάν δῶρο στό Θεό καί κραυγάζουν : «Ὡσαννά στόν οὐρανό. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα Κυρίου.

 Εἶναι ὁ Θεός καί Κύριός μας κι ἦρθε γιά μᾶς.» Μέσα στό ξέσπασμα τῆς χαρᾶς καί τῆς ἑορτῆς, παίρνοντας θάρρος ἀπευθύνω τίς ἐρωτήσεις μου σ᾽ αὐτά τά ἔνθεα παιδιά. Τί λέτε, παιδιά τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ ὑμνολόγοι. Πῶς συγχρονίζετε τίς φωνές σας μέ τόν ὕμνο τῶν Χερουβίμ; Καί πῶς, ἐνῶ σάν ἄνθρωπο βλέπετε τό Χριστό στό γαϊδουράκι, κραυγάζετε ὅπως ταιριάζει στό Θεό «Ὡσαννά στόν οὐράνιο»; Ναί, μᾶς λένε τά παιδιά μέ τή θεία γλῶσσα. Στό γαϊδουράκι κάθεται ὁ Χριστός, χωρίς νά ἀπομακρύνεται καθόλου ἀπό τόν πατρικό κόλπο. Στό γαϊδουράκι κάθεται, ἀλλά τό θρόνο τῶν Χερουβίμ δέν ἐγκαταλείπει. Ἀλλά Αὐτός ὁ ἔνσαρκος πού ζεῖ ἀνάμεσα στούς θνητούς, ὁ Ἴδιος συγχρόνως καί στόν οὐρανό ὑπάρχει ἀληθινός Θεός, ὁ Κύριος τῶν πάντων, τοῦ κόσμου, τῶν ἐθνῶν. Εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ὁ δωρητής.

Εἶναι ὁ δημιουργός καί ὁ ὁδηγός καί ὁ Σωτήρας ὅλων. Αὐτός κάμει τήν εἴσοδό Του στήν κάτω Ἱερουσαλήμ καί δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἀνωτέρω. Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός τῶν αἰώνων. Ἔρχεται ἀπό τήν αἰωνιότητα καί πορεύεται στήν αἰωνιότητα. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτός βαδίζει στή θάλασσα σάν νά εἶναι στή γῆ. Αὐτός τυλίγει τή θάλασσα μέ τήν ὁμίχλη. Αὐτός ἔβαλε κορωνίδα τοῦ κόσμου τόν ἄνθρωπο. Αὐτός ἐρρύθμισε τά ὅρια τῶν θαλασσῶν. Αὐτός ἅπλωσε τή γῆ μετέωρη στό κενό. Αὐτός φρόντισε τήν ὀμορφιά τῶν λουλουδιῶν. Αὐτός ἅπλωσε σάν ροῦχο τόν οὐρανό καί μέ λαμπρά τόν ἐστόλισε ἀστέρια. Αὐτόν τρέμουν τά Χερουβίμ καί τά Σεραφείμ φοβοῦνται. Αὐτόν ὑμνεῖ ὁ ἥλιος καί δοξολογεῖ ἡ σελήνη. Αὐτόν ψάλλουν τά ἄστρα κι ὑπηρετοῦν οἱ πηγές. Αὐτόν φοβοῦνται οἱ ἄβυσσοι, μπροστά Του τά τάρταρα δειλιάζουν.

Σ᾽ Αὐτόν ὑπακούουν τά θηρία τῆς θάλασσας κι οἱ δράκοντες τρέμουν. Αὐτόν ὑπηρετοῦν οἱ βροχές καί τά πνεύματα σέβονται. Αὐτός ἔδωσε στόν καθένα τό φυσικό του, ἐδημιούργησε τά πλάσματα, χώρισε τίς τάξεις. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός τῶν ὄντων τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ, ὁ Θεός καί Κύριός μας. Σ᾽ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...