Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2012

Δεν Ξεχνώ: Ο Ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Μπουκουβάλας (Καπετάν Πετρίλος) εξοντώνει 19 κομιτατζήδες!!! (Αυτά σβήνουν από τα σχολεία...)



1905 : 
Το σώμα του Ανθυπολοχαγού Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα (Πετρίλου), που ήταν εγκαταστημένο σε Καλύβες (Πατώματα) μέσα στη λίμνη των Γιαννιτσών, καταλαμβάνει τη βουλγαρική Καλύβα της Γκολεσάτης, κοντά στο χωριό Γυμνά και εξοντώνει 19 κομιτατζήδες.

Ο Κωνσταντῖνος Μπουκουβάλας ἢ καπετὰν Πετρίλος γεννήθηκε τὸ 1877 στὸ Γύθειο καὶ ἦταν ἀπόγονος τῆς ἒνδοξης οἰκογένειας κλεφταρματωλῶν, τῶν Μπουκουβαλαίων. Τὸ 1898 βγῆκε ἀπὸ τὴ σχολὴ Εὐελπίδων ὡς ἀνθυπολοχαγὸς καὶ κατατάχθηκε στὰ ἐθελοντικὰ σώματα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα.

Ὁ Μπουκουβάλας εἶχε ἒρθει στὴν Μακεδονία μὲ τὸ σῶμα τοῦ Νταφώτη καὶ μετὰ τὴ διάλυση τοῦ σώματος στὴν μάχη τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὁ Μπουκουβάλας, ὃπως καὶ ἂλλοι ἀντᾶρτες, κατώρθωσαν νὰ διαφύγουν ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῶν Τούρκων καὶ νὰ καταφύγουν στὰ γύρω χωριά, οἱ κάτοικοι τῶν ὁποίων μὲ αὐτοθυσία ἒκρυψαν τοὺς ἀγωνιστές καὶ σὲ πρώτη εὐκαιρία τοὺς φυγάδεψαν.
Ὁ Μπουκουβάλας κατώρθωσε νὰ φθάσῃ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ νὰ τεθῇ στὴν διάθεση τοῦ κέντρου. Τὸ κέντρο προέβῃ στὴν συγκρότηση σώματος, ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἒβαλε τὸν Μπουκουβάλα. Τὸν Μάιο τοῦ 1905 τὸ σῶμα αὐτὸ κατευθύνθηκε στὸ Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν. Ἡ δύναμή του ἀνερχόταν σὲ 50 ἂνδρες καί εἶχε στὴ διάθεσή του καὶ περὶ τὶς 15 βάρκες (πλάβες).

Ὢς τήν ἂνοιξη τοῦ 1905, στον Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν δροῦσαν τά μικρά ντόπια σώματα τοῦ καπετάν Τζόλα Περήφανου, τοῦ Θεοχάρη Κούγκα καί τοῦ καπετάν Γκόνου. Μέ τόν τελευταῖο συνέπραττε καί ὁ Παντελῆς Παπαϊωάννου ἀπό τήν Στρώμνιτσα, ὁ μετέπειτα καπετάν Γκρέκος ἢ Νικοτσάρας. Στίς ἀρχές Μαϊου τοῦ 1905 μπῆκε γιά πρώτη φορά ὀργανωμένο ἑλληνικό σῶμα στον περίφημο ἐκεῖνο Βάλτο, τό σῶμα τοῦ ὑπολοχαγοῦ Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα, πού ἒφερε τό ψευδώνυμο καπετάν Πετρίλος.

Ὁ Μπουκουβάλας εἶναι ὁ πρῶτος Ἓλλην ἀρχηγὸς ποὺ εἰσχώρησε στὸν παράξενο Βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν καὶ ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὸ ἐσωτερικό του. Ἀφοῦ κατασκεύασε μὲ κάθε μυστικότητα ἓνα πάτωμα, ἂρχισε ἐπιθετικὲς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν βουλγαρικῶν καλυβῶν καὶ κατόρθωσε, μέσα σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα νὰ κυριαρχήσῃ στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τοῦ Βάλτου. Ἡ βάση του ἦταν στὴν καλύβα τοῦ Τσέκρι (Παραλίμνη).
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς ἐνέργειες τοῦ Μπουκουβάλα ἦταν ἡ ἐπίθεσή του στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς λίμνης, ὃπου οἱ Βούλγαροι κυριαρχοῦσαν μὲ δίκτυο ἀλληλοϋποστηριζομένων ὀχυρωμάτων, κατὰ τὰ ὁποῖα κατέλαβε τὴν καλύβα, ποὺ ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ χωριὸ Γυμνά. Στὴν ἐπιχείρηση ἐκείνη οἱ Βούλγαροι ἀπώλεσαν περὶ τοὺς 20 κομιτατζῆδες.

Ὁ Μπουκουβάλας παρέμεινε ἀρχηγός στὸν Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν ὣς τὸν Νοέμβριο τοῦ 1905, ὁπότε ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, διότι εἶχε κλονισθῇ ἡ ὑγεία του ἀπὸ τὴν ἑλονοσία καὶ τὴν ὑγρασία. Κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο ὁ γενναῖος, σεμνὸς καὶ ἀθόρυβος αὐτὸς ἀρχηγὸς ἐπεξέτεινε τὴν δράση του καὶ στὰ γύρω χωριά, ὣς τὰ Κουφάλια, προέβῃ στὴν ἐκκαθάριση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς πράκτορες τοῦ βουλγαρισμοῦ καὶ ἀπέκοψε τὴν ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στὶς βουλγαρικὲς συμμορίες, ποὺ ἦσαν ἐγκατεστημένες στὸν Βάλτο καὶ τὰ γύρω χωριά.

Λόγῳ τῆς συστηματικῆς δράσης τοῦ Μπουκουβάλα, πολλὰ ἀπὸ τὰ χωριά, ποὺ ἀπὸ τὴν πίεση τῶν κομιτατζήδων εἶχαν προσχωρήσει στὴν Ἐξαρχία, ἐπανῆλθαν ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, τὰ δὲ παραλίμνια ἑλληνόφωνα χωριὰ ἀνέπνευσαν καὶ ἀνεθάρρησαν, ἀποτέλεσαν δὲ ἀπὸ τότε στηρίγματα τῶν σωμάτων στὸν μετέπειτα ἀγῶνα…

Ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος Μπουκουβάλας προτρέπει τὸν Γιῶργο Μπουκουβάλα γυμνασιάρχη καὶ ἐκδίδουν τὸ βιβλίο –μελέτη «Ἡ γλῶσσα τῶν ἐν Μακεδονία Βουλγαρόφωνων» μὲ στόχο νὰ ἀποδείξῃ ὃτι ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν οἱ σλαβόφωνοι εἶναι ἡ Ἑλληνική μὲ στοιχεῖα σλάβικα καὶ βουλγάρικα. Ἀργότερα συμμετέχει στοὺς Βαλκανικοὺς ἀγῶνες καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν λόχο του καταλαμβάνει τὸ ὓψωμα τοῦ Ἁγ. Νικολάου ἀνοίγοντας τὸ δρόμο γιὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἰωαννίνων. Στὸν ἙλληνοΒουλγαρικὸ πόλεμο τοῦ 1913 ὡς λοχαγὸς διακρίθηκε ἰδιαίτερα καὶ ἒλαβε τιμητικὲς διακρίσεις. Πῆρε μέρος στὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία ὡς μέραρχος καὶ ἒφτασε μέχρι τὸ Σαγγάριο. Λίγο πρὶν τὴν καταστροφὴ ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀθῆνα.

Πέθανε τὸ 1932 χωρὶς νὰ ἀφήσῃ ἀπογόνους.


Γιατί ἔγιναν οἱ Ἕλληνες χριστιανοί; Ζιάκας Θεόδωρος






Τὸ ἐρώτημα "γιατί νίκησε ὁ χριστιανισμός;" εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὸ ἐρώτημα "γιατί ἔγιναν οἱ Ἕλληνες χριστιανοί;". Ἡ ταύτιση τῶν δύο ἐρωτημάτων δὲν εἶναι αὐθαίρετη. Ἂν δὲν γίνονταν οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ δὲν θὰ γίνονταν οὔτε οἱ Ρωμαῖοι. Καὶ μὲ δεδομένη τὴν ἄρνηση τῶν Ἑβραίων καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν ἄλλων κολεκτιβιστικῶν λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, χριστιανισμὸς δὲν θὰ ὑπῆρχε. Ἡ ὀργανικὴ αὐτὴ συνάφεια κάνει τὸ ἐρώτημα "γιατί νίκησε ὁ χριστιανισμός;" θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας.

1. Η νεωτερικότητα του ἐρωτήματος

 
Ὁ κοινὸς νοῦς τῶν χριστιανικῶν αἰώνων δὲν ἔβλεπε τίποτε τὸ παράδοξο στὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ: Ἔγιναν οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ ἐπειδὴ ὁ ἀρχαῖος παγανισμὸς ἦταν μία ψεύτικη θρησκεία, ἐνῶ ὁ χριστιανισμὸς ἦταν ἡ μοναδικὴ ἀληθινὴ θρησκεία. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ γίνεται πρόβλημα μόνο στὴ νεωτερικὴ ἐποχή, ἐπειδὴ γιὰ τὸν διαφωτισμένο ἄνθρωπο ὁ χριστιανισμὸς εἶναι τὸ θεμέλιο τοῦ μισητοῦ μεσαιωνικοῦ δεσποτισμοῦ: (πῶς ἕνα τόσο καλλιεργημένο πνεῦμα, ὅπως τὸ ἑλληνικό, ὑποτάχθηκε στὸν χριστιανικὸ σκοταδισμό;).

Μὲ προκείμενη τὴν ἐξίσωση "μεσαιωνικὸς σκοταδισμὸς = χριστιανισμὸς" τρεῖς λύσεις εἶναι δυνατές: Ἡ πρώτη λύση εἶναι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔγιναν χριστιανοὶ μὲ τὸ στανιὸ (θεωρία τῆς βίας). Ἡ δεύτερη λύση εἶναι νὰ διαφοροποιήσουμε τὸν χριστιανισμὸ: (νὰ ὑποθέσουμε ὅτι στὴν ἀρχὴ ὁ χριστιανισμὸς ἦταν καλὸς ἀλλὰ ὕστερα χάλασε). Ἡ τρίτη λύση εἶναι νὰ διαφοροποιήσουμε τὸν ἴδιο τὸν Ἑλληνισμὸ: (ὁ καλὸς Ἑλληνισμὸς παρήκμαοε καὶ σὲ μία δύσκολη στιγμή, στιγμὴ παρακμῆς-ἀγωνίας, ὁ κακὸς χριστιανισμὸς τὸν ἐπίασε στὸν ὕπνο).

Συνέπεια τῆς δεύτερης ἀπάντησης εἶναι ὁ χριστιανικὸς φονταμενταλισμός: νὰ "καθαρίσουμε" τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὶς μεταγενέστερες "προσθῆκες-ἀλλοιώσεις". Εἰδικότερα: Νὰ τὸν καθαρίσουμε ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς ἀλλοιώσεις. Νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν χριστιανισμὸ τῆς "ἀρχικῆς" ἐκκλησίας. Ἡ φονταμενιαλιστικὴ αὐτὴ ἀπὸ-ἑλληνοποίηση-ἀπορωμαιοποίηση, δηλαδὴ ἑβραιοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ, ἔγινε ὁ πυρήνας τοῦ προτεσταντισμοῦ. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ἡ ἐπιτυχία τῆς νεωτερικῆς ἐπιλογῆς, ποὺ χρονικὰ ἀκολούθησε τὴν προτεσταντική, νὰ συσχετίζεται μὲ τὴν ἀδυναμία τῆς Μεταρρύθμισης νὰ ξεμπερδέψει τελείως μὲ τὸν κολεκτιβιστικὸ δεσποτισμό. Οἱ διαφοροποιήσεις ὅμως ποὺ πέτυχε ὁ προτεσταντισμός, εἰσάγοντας τὴν ἐξατομικευμένη-ἰδιωτικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό, ἐπέτρεπαν τὴν προώθηση τῆς ρήξης μὲ τὸν μεσαιωνικὸ κολεκτιβισμὸ ἀπὸ πολὺ ριζοσπαστικότερες θέσεις. (Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ βάση τῆς θεωρίας τοῦ Μὰξ Βέμπερ, γιὰ τὶς ρίζες τοῦ καπιταλισμοῦ στὸ πνεῦμα τοῦ προτεσταντισμοῦ.)

Ἡ συνέπεια τῆς τρίτης ἐκδοχῆς (ὅτι ὁ χριστιανισμὸς βρῆκε τοὺς Ἕλληνες σὲ κακὴ στιγμὴ) εἶναι ἕνας "παγανιστικὸς" φονταμενταλισμός. Ὅπως ὅμως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ προτεσταντισμοῦ, δὲν ἐπρόκειτο γιὰ "ἐπιστροφή" (: στὸν "καλὸ χριστιανισμὸ" ἐκεῖ, στὸν "καλὸ ἑλληνισμὸ" ἐδῶ). Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ νεωτερικότητα, ἕνας νέος πολιτισμός, μία νέα ἱστορικὴ μορφὴ οἰκουμένης. Ὁ φυσιοκεντρισμὸς τῆς νεωτερικότητας μοιάζει παγανιστικὸς ἀλλὰ δὲν εἶναι. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ πίστη, ὁ Κόσμος δὲν εἶναι ἐδῶ ἡ ὑπέρτατη ἀξία - πρότυπο. Περιέχεται στὴν Ἱστορία, στὸ κέντρο τῆς ὁποίας τοποθετεῖται τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο. Ἀπορρίπτοντας ριζικὰ τὸν Μεσαίωνα, ὁ νεωτερικὸς Ἄνθρωπος ὑποσκέλισε τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν Κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ὀντολογικὸ κοσμοκεντρισμὸ καὶ τὸν μεσαιωνικὸ ὀντολογικὸ θεοκεντρισμό, περνοῦμε στὸν ὀντολογικὸ ἀνθρωποκεντρισμό. (Κ. Παπαϊωπαννου, Ἡ ἀποθέωση τῆς Ἱστορίας. Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις.) Ἀνθρωποκεντρισμὸς ὅμως σημαίνει ἐφαρμογὴ τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς νοηματοδότησης πρὸς κάθε κατεύθυνση καὶ πρὶν ἀπ' ὅλα στὴν ἑρμηνεία τοῦ δικοῦ του ἱστορικοῦ παρελθόντος. Κοντολογίς: Ἂν θέλουμε νὰ μὴ θιγεῖ τὸ ἀνθρωποκεντρικό μας πρόταγμα, οἱ ἐπιλογὲς ποὺ συζητοῦμε, θεωρία τῆς βίας καὶ θεωρία τῆς παρακμῆς-ἀγωνίας, προβάλλουν ὑποχρεωτικές.

Συναφεῖς μὲ τὸ ἐρώτημα τοῦ θέματός μας εἶναι, λοιπόν, ἡ πρώτη καὶ ἡ τρίτη λύση, τὶς ὁποῖες καὶ θὰ ἐξετάσουμε. Καὶ οἱ δύο δέχονται ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ὑπέβαλε σὲ τόσο βαθιὰ ἀλλοίωση τοὺς Ἕλληνες, ποὺ στὸ ἑξῆς παύουν νὰ εἶναι καὶ νὰ λέγονται Ἕλληνες. Τὸ συμπέρασμα τῶν δύο προσεγγίσεων κοινό: Ὁ χριστιανικὸς Ἑλληνισμὸς δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Εἶναι μία φανταστικὴ κατασκευή. Ἐφεύρημα τοῦ νεοελληνικοῦ ἐθνικισμοῦ.

2. Ἡ θεωρία τῆς βίας
---------------------

Φαίνεται ὅτι ἡ θεωρία τῆς βίας μόνο στὴν Ἑλλάδα ἔχει ὀπαδούς. Οἱ ὀπαδοὶ της ἐπικαλοῦνται τὰ διωκτικὰ μέτρα τῶν πρώτων βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν παγανιστικῶν ἱερῶν καὶ σχολῶν. Ἐπικαλοῦνται δηλαδὴ γεγονότα ποὺ συμβαίνουν μετὰ τὸν τέταρτο αἰώνα, ὅταν ἡ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ ἦταν ἤδη δεδομένη.

Παραβλέπουν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων εἶχε ἤδη συντελεστεῖ, πρὶν ὑπάρξουν "χριστιανοὶ" αὐτοκράτορες νὰ στραφοῦν ἐναντίον τοῦ ἀρχαίου παγανισμοῦ. Ὅτι στὴν προβυζαντινὴ περίοδο συνέβη ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔγιναν χριστιανοὶ παρὰ τοὺς διωγμοὺς ἐκ μέρους τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας.

Ποιὰ ἦταν ἡ ἐθνικότητα τῶν προ-βυζαντινῶν χριστιανῶν μαρτύρων; Δὲν διαθέτουμε κάποια εἰδικὴ διατριβὴ πάνω στὰ μαρτυρολόγια, ἀλλὰ μᾶλλον μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ἡ πλειονότητά τους ἦταν Ἕλληνες. (Ἕλληνες βεβαίως μὲ κριτήριο τὴν παιδεία. Ἐφαρμόζοντας τὸ κριτήριο τῆς παιδείας συμμορφωνόμαστε ἀπολύτως μὲ τὴν κλασικὴ ἀντίληψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ πνευματικὴ καταγωγὴ εἶναι τὸ κριτήριο τῆς ἐθνικότητας καὶ ὄχι ἡ φυλετική.) Ἑβραῖοι πάντως δὲν ἦταν οἱ προβυζαντινοὶ χριστιανοί. Γνωρίζουμε ἤδη ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅτι αὐτοὶ ποὺ δημιουργοῦσαν προβλήματα στὸ ἔργο τοῦ Παύλου, ἦταν μονίμως οἱ ἰουδαῖοι συμπατριῶτες του. Ὥσπου τὸ πῆρε ἀπόφαση καὶ ἔπαψε νὰ ἀσχολεῖται μαζί τους. Στόχος του ἦταν οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι.

Τὸ πότε ἔλαβε χώρα ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν παγανισμὸ στὸν χριστιανισμὸ εἶναι, λοιπόν, γνωστό: Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 1ου αἰώνα ὡς τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰώνα. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἔχει ὁλοκληρωθεῖ, στὶς μεγάλες ἑλληνιστικὲς πόλεις, ἡ θρησκευτικὴ μετάλλαξη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο, τὸ κέντρο βάρους τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶχε μετατοπιστεῖ στὶς μεγαλουπόλεις τῆς Ἀνατολῆς. Ἐμεῖς οἱ Ἀλεξανδρεῖς, οἱ Ἀντιοχεῖς, / οἱ Σελευκεῖς, κι οἱ πολυάριθμοι / ἐπίλοιποι Ἕλληνες Αἰγύπτου καὶ Συρίας, / κι οἱ ἐν Μηδίᾳ, κι οἱ ἐν Περσίδι, κι ὅσοι ἄλλοι. /Μὲ τὲς ἐκτεταμένες ἐπικράτειες, / μὲ τὴν ποικίλη δράση τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν. / Καὶ τὴν Κοινὴν Ἑλληνικὴ Λαλιὰ /ὡς μέσα στὴν Βακτριανὴ τὴν ἐπήγαμεν, ὡς τοὺς Ἰνδούς. / Γιὰ Λακεδαιμονίους νὰ μιλοῦμε τώρα!". (Κ. Καβάφης, 200 π.Χ.)

Ἡ κατάσταση αὐτὴ δὲν ἔχει ἀλλάξει στὴν ὑστερορωμαϊκὴ ἐποχή. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐκπροσωπεῖται κυρίως ἀπὸ τὸν μείζονα Ἑλληνισμὸ τῶν οἰκουμενικῶν μεγαλουπόλεων καὶ λιγότερο ἀπὸ τοὺς ἀγροτικοὺς πληθυσμοὺς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει φυσικὰ ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔγιναν χριστιανοὶ στοὺς τρεῖς αὐτοὺς αἰῶνες. Ὑπάρχουν ἀκόμη πολλοὶ "ἐθνικοί". Τὸν τέταρτο αἰώνα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς στηρίζει σ' αὐτοὺς τὶς ἐλπίδες του, γιὰ νὰ πετύχει τὴν παλινόρθωση τοῦ παγανισμοῦ. Στοὺς ἀγροτικοὺς πληθυσμοὺς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἡ εἴσοδος τῆς νέας θρησκείας ἀκολουθεῖ, φυσικά, πιὸ ἀργοὺς ρυθμούς. Τὸ Κοινὸ τῶν Ἐλευθερολακώνων θὰ ἐκχριστιανιστεῖ μόλις τὸν δέκατο αἰώνα, ἀπὸ τὸν ἅγιο Νίκωνα. Ἀλλὰ τί ποσοστὸ ἀντιπροσώπευαν οἱ ἀγροτικοὶ ἑλλαδικοὶ πληθυσμοὶ ἔναντι τοῦ μείζονος Ἑλληνισμοῦ: Ποσοτικὰ μικρὸ καὶ ποιοτικὰ (πολιτισμικὰ) ἀσήμαντο. (Γιὰ Λακεδαιμονίους θὰ μιλᾶμε τώρα;). Εἶναι, λοιπόν, δεδομένο ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔγιναν χριστιανοὶ μὲ τὴ θέλησή τους. Μαρτύρησαν γιὰ τὸν χριστιανισμὸ καὶ ἡ μαρτυρία τους τοὺς ἐξασφάλισε τὴ νίκη.

Βεβαίως ὅταν ἡ ρωμαϊκὴ ἐξουσία "προσέλαβε" τὸν χριστιανισμὸ μὲ "κοπτάτσια"[1], ἡ πολιτικὴ βία ἄλλαξε κατεύθυνση καὶ στράφηκε ἐναντίον τῶν ἄλλων θρησκειῶν ἢ αἱρέσεων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἐναντίον τῆς ὀλυμπιακῆς θρησκείας. Αὐτὴ ὅμως ἦταν ἤδη νεκρή. Ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.

3. Ἡ θεωρία τῆς παρακμῆς-ἀγωνίας

Ἀποκλεισμένης τῆς βίας μένει τὸ σχῆμα τῆς "παρακμῆς-ἀγωνίας". Ἡ θεωρία ὅτι στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος ἔπεσε σὲ φοβερὴ παρακμή. Χωρὶς πίστη στὸν ἑαυτό του καὶ στὶς ἀξίες του, ἦταν ἕτοιμος νὰ ἁρπαχτεῖ ἀπ' ὁποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας ἔβρισκε μπροστά του. Ὁ χριστιανισμὸς ἐμφανίστηκε σὲ μία τέτοια ἀκριβῶς στιγμή, σὰν ἀπὸ μηχανῆς θεός. Κι ἔτσι δὲν ἀποφύγαμε τὸ μοιραῖο. Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.

Σ' αὐτὴ τὴν πολὺ ἁπλῆ ἰδέα βασίζεται ἡ κυρίαρχη νεωτερικὴ προσέγγιση στὸ χριστιανικὸ φαινόμενο. Μπορεῖ νὰ τὴν παρακολουθήσει κανείς, βῆμα πρὸς βῆμα, μέσω τοῦ Ε. R. Dodds[2]. Ὁ Dodds εἶναι μία ἀναγνωρισμένη αὐθεντία. Ἡ ἀρχαιογνωσία του ἀναμφισβήτητη. Ἡ φιλολογική του κατάρτιση ἐκπληκτική. Ἡ ἔκθεσή του ἀντιπροσωπεύει τὴν "τελευταία λέξη" τῆς νεωτερικῆς ἐπιστημοσύνης πάνω στὸ θέμα. Πρέπει νὰ τὸ μελετήσει κανεὶς μὲ προσοχὴ ἂν θέλει νὰ ἀποκτήσει προσωπικὴ ἄποψη.

Σὲ τί συνίσταται ἡ "ἀγωνία"; Σὲ ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ ἀνασφάλεια, μᾶς βεβαιώνει ὁ Dodds. Βεβαίως ἡ ἠθικὴ ἀνασφάλεια δὲν προκύπτει ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν ὑλική. Ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνασφάλεια συχνὰ προηγεῖται τῆς ὑλικῆς. Μὲ τὴ διευκρίνιση αὐτὴ ὁ Dodds παίρνει τὶς ἀποστάσεις του ἀπὸ τὴν ἀνυπόληπτη σήμερα ἱστορικὸ-ὑλιστικὴ ἰδέα τῆς ἀναγωγῆς τῆς ἠθικὸ-πνευματικῆς ἀνασφάλειας σὲ ὑλικὴ ἀνασφάλεια. Ἀναγνωρίζει δηλαδὴ μιὰ σχετικὴ αὐτονομία στὶς ἠθικὸ-πνευματικὲς συνιστῶσες τῆς "ἀγωνίας". Ἀλλὰ ἀπὸ ποιὰ ἐμπειρικὰ δεδομένα συνάγεται ἡ διαπίστωση ὅτι στοὺς αἰῶνες τῆς "ὕστερης αὐτοκρατορίας" κυριαρχεῖ μιὰ τόσο βαθιὰ καὶ γενικευμένη ἠθικὸ-πνευματικὴ ἀνασφάλεια, ποὺ νὰ μᾶς κάνει νὰ μιλᾶμε γιὰ "ἐποχὴ ἀγωνίας"; Συνάγεται, λέει ὁ Dodds, ἀπὸ τρεῖς ἠθικὸ-πνευματικὲς στάσεις, ποὺ κυριαρχοῦσαν στὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς:

α) Τὴ στροφὴ τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Κόσμο στὸν Ἑαυτό,
β) Τὴν ἀνάπτυξη τῆς πίστης στὰ πνεύματα, στοὺς μάγους καὶ στοὺς προφῆτες,
γ) Τὴ στροφὴ στὸν μυστικισμό.

Ὁ Dodds παραλείπει νὰ μᾶς ἐξηγήσει γιατί οἱ "στάσεις" αὐτὲς μαρτυροῦν ὁπωσδήποτε "ἀνασφάλεια". Γιατί ἡ ἀπουσία τους θὰ βεβαίωνε "ἔλλειψη ἀνασφάλειας". Δὲν εἶναι φυσικὰ καθόλου εὔκολο νὰ ἐπιχειρηματολογηθεῖ ἡ ὕπαρξη αἰτιώδους συνάφειας ἀνάμεσα σὲ φιλοσοφικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἐπιλογές, ἀφ' ἑνὸς καὶ σὲ συναισθήματα ἀνασφάλειας, ἀφ' ἑτέρου: Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι τὸ ἐσωστρεφὲς ἄτομο εἶναι περισσότερο ἀνασφαλὲς ἀπὸ τὸ ἐξωστρεφές; Ὅτι ἡ μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ ὑποδηλώνει ἀνασφαλέστερα κίνητρα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ κόσμου. (Στάση πρώτη). Ὅτι ἡ μὴ πίστη σὲ πνεῦμα συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀπουσία ἀνασφάλειας; (Στάση δεύτερη). Ὅτι ὁ μυστικιστὴς εἶναι ὁπωσδήποτε πιὸ φοβισμένος ἀπὸ τὸν ὑλιστή. Ὁ Πλωτίνος ἀνασφαλέστερος ἀπὸ τὸν Ἐπίκουρο. (Στάση τρίτη). Ὅσο ἡ "ὑλικὴ ἀνασφάλεια" μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πηγὴ τῆς "πνευματικῆς ἀνασφάλειας", ἄλλο τόσο αὐθαίρετα μπορεῖ κι αὐτὴ ἡ τελευταία νὰ ἀναχθεῖ σὲ πηγὴ ἠθικοπνευματικῶν στάσεων. Καὶ μάλιστα στάσεων ποὺ ἀγκαλιάζουν μία ὁλόκληρη ἱστορικὴ ἐποχή.

Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ ἐντρυφήσει κανεὶς στὴν παρουσίαση τῶν τριῶν ἑλκυστῶν ποὺ ὁρίζουν τὸ πνευματικὸ κλίμα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς: Τὴ στροφὴ στὸν ἑαυτό• τὸν πνευματισμὸ καὶ τὸν μυστικισμὸ[3]. Ὡς σύνολο τὸ κλίμα αὐτὸ χαρακτηρίζει πιὸ ἔντονα τὶς γνωστικιστικὲς ὁμάδες, γι' αὐτὸ μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ κάτω ἀπὸ τὸν γενικὸ ὅρο Γνωστικισμός. Πρόκειται γιὰ μία γενικὴ τάση, ποὺ στοὺς γνωστικοὺς παίρνει ἐντελῶς ἀκραῖες μορφές. Γνωστικισμὸς εἶναι κάθε σύστημα ποὺ κηρύσσει ἕναν τρόπο ἀπόδρασης ἀπὸ τὸν κόσμο, μέσω μίας ἰδιαίτερης διαφώτισης, ἡ ὁποία δὲν εἶναι προσιτὴ σὲ ὅλους καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Λόγο. Ἔχουμε, αὐτὴ τὴν ἐποχή, παγανιστικὸ[4] καὶ χριστιανικὸ γνωστικισμό. Γιὰ ὅλους τοὺς γνωστικούς, παγανιστὲς καὶ χριστιανούς, ὁ ὑποσελήνιος κόσμος εἶναι μία κοσμικὴ φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποδράσει.

3.1 Γνωστικισμὸς καὶ χριστιανισμὸς  
Τὴν ὑστερορωμαϊκὴ ἐποχὴ τὴ διαποτίζει, λοιπὸν σαφῶς, πνεῦμα γνωστικισμοῦ:
α) Ὁ κόσμος εἶναι φυλακή.
β) Ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα.
γ) Ἡ ζωὴ εἶναι ὄνειρα καὶ ἐφιάλτης.
δ) Τὸ αὐθεντικὸ (τὸ μὴ ὀνειρικὸ) βρίσκεται "κάπου ἀλλοῦ", στὸν "ἐσωτερικὸ χῶρο".
ε) Ἀπαξίωση τοῦ σώματος, σωτηρία τῆς ψυχῆς.

Τὸ γνωστικιστικὸ πνεῦμα δὲν εἶναι, βεβαίως, φαινόμενο μόνο τῆς ὑστερορωμαϊκῆς ἐποχῆς. Ὑπάρχει σὲ κάθε ἐποχή. Ἂν δὲν γίνεται ἀντικείμενο προσοχῆς, εἶναι γιατί ἔχει περιθωριακὸ χαρακτήρα. Τὸ θέμα εἶναι νὰ δοῦμε γιατί ὁ γνωστικισμὸς ἦταν κυριάρχη πνευματικὴ στάση τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐξετάζουμε.

Συνιστᾶ, κατ' ἀρχάς, ἁπλοϊκὴ ἑρμηνευτικὴ πρόταση ἡ ἀναγωγὴ τοῦ γνωστικισμοῦ σὲ ὑλικὴ "ἀνασφάλεια" γιατί εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ἀνασφάλεια. Δὲν δείχνει καμιὰ ἰδιαίτερη προτίμηση στοὺς φτωχούς. Ἀπεναντίας οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐμφανίζουν, αὐτὴ τὴν ἐποχή, ἰδιαίτερη δεκτικότητα σὲ γνωστικιστικὲς ἀντιλήψεις εἶναι ἄνθρωποι κορεσμένοι ἀπὸ ὑλικὲς ἀνέσεις. Μήπως ὅμως μποροῦμε, ἀντίθετα, νὰ καταφύγουμε στὴν ἠθικὸ-πνευματικὴ ἀνασφάλεια; Στὴν πραγματικότητα μία τέτοια ἀναγωγὴ θὰ μᾶς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸ πρόβλημα, θὰ τὸ σκέπαζε μὲ μία ἁπλὴ ἐτικέτα. Ἡ λέξη "ἀνασφάλεια", στὸ μέτρο μάλιστα ποὺ εἶναι ἀπογυμνωμένη ἀπὸ ὑλικὰ συμπαρομαρτοῦντα, δὲν σημαίνει τίποτα τὸ συγκεκριμένο, ἐνῶ ἡ περιγραφὴ τοῦ γνωστικιστικοῦ πνεύματος, ὅπως γίνεται στὸ βιβλίο, εἶναι πολὺ συγκεκριμένη καὶ ἀκριβής. Τὸ γνωστικιστικὸ πνεῦμα ἐκφράζει ἀσφαλῶς μία "ἀγωνία", ἄλλα αὐτὴ ἔχει βαθὺ ὑπαρξιακὸ περιεχόμενο, ὄχι μόνο ἀτομικὸ ἀλλὰ καὶ συλλογικό. Τὸ ὑποκείμενο τοῦ γνωστικισμοῦ δὲν βρίσκει νόημα στὴ ζωή του, τὴν προσωπικὴ καὶ τὴ συλλογική. Τί πιὸ φυσιολογικό, στὴν περίπτωση αὐτή, ἀπὸ τὴ στάση τῆς "φυγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο"; Τῆς "στροφῆς στὸν ἑαυτὸ" καὶ τῆς ἀναζήτησης νοήματος "ἐντός" του;

Ὅταν ὁ κόσμος ἔχει χάσει τὸ νόημά του, εἶναι λογικὸ νὰ τὸ ἀναζητήσω ἔξω ἀπ' αὐτόν, γιατί ὅπως εἶπε ὁ Βιτγκενστάιν, τὸ νόημα τοῦ κόσμου βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο. Τί σημαίνει "ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο" ἂν ὄχι "μέσα στὸν ἑαυτό";


3.1.1 Ἡ κατάρρευση τοῦ Ἀτόμου 

Ἀγωνία, λοιπόν, ὑπάρχει καὶ εἶναι ἐμφανής. Εἶναι ὅμως ἄλλου εἴδους. Εἶναι ἡ ἀγωνία τοῦ Ἀτόμου γιὰ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής του.

Ὁ Dodds συγχέει, αὐτὸ τὸ εἶδος ἀγωνίας, μὲ τὴν ἀγωνία τοῦ ξεριζωμένου ἀπὸ τὴν πατριαρχική του κοινότητα, κι ἀπὸ τὶς κολεκτιβιστικὲς δομὲς ἐν γένει. Τοῦ πεταγμένου στὰ ἀφιλόξενα σοκάκια τῶν ἑλληνορωμαϊκῶν μεγαλουπόλεων. Δὲν χωρᾶ ἀμφιβολία ὅτι αὐτὸ τὸ εἶδος ἀγωνίας, ἡ ἀγωνία τοῦ κολεκτιβιστικοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μπαίνει στὸν δρόμο μιᾶς βίαιης ἐξατομίκευσης, παίζει ἕνα πολὺ σημαντικὸ ρόλο. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ εἶδος ἀγωνίας δὲν ἀφορᾶ τοὺς Ἕλληνες. Δὲν μπορεῖ νὰ συσχετιστεῖ μὲ τὴν ἐκ μέρους τους ἀποδοχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἂν ὁ χριστιανισμὸς ἔδινε ἁπλῶς διέξοδο στὴν ἀγωνία τοῦ κολεκτιβιστικοῦ ἀνθρώπου. Μιλώντας γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ἑλλήνων, ἀναφερόμαστε σὲ ἄτομα-πολίτες μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς κοινότητας-πόλεως. Ἡ κοινότητα αὐτή, ἡ πόλις, εἶχε καταρρεύσει, ἀφήνοντας μετέωρη τὴν ἑλληνικὴ ἀτομικότητα. Μιλᾶμε δηλαδὴ γιὰ τὴν κρίση τῆς ἑλληνικῆς ἐξατομίκευσης.

Ἡ ἐξατομίκευση μπορεῖ νὰ κοιταχθεῖ ἀπὸ δύο σκοπιές: ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ συλλογικοῦ καὶ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ ἀτομικοῦ ὑποκειμένου. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀντιστοιχεῖ στὴ μετάβαση ἀπὸ μία κολεκτιβιστικὴ κοινότητα σὲ μία κοινότητα ἀτομοκεντρική. Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ σημασία ἑστιάζεται στὴ "διάλυση" τῆς ὁμάδας καὶ στὴ μετατροπὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ "ἄσχετα ἄτομα". Ἡ δεύτερη αὐτὴ χρήση εἶναι παραπλανητική, γιατί κρύβει τὸ εἶδος τῆς ὁμάδας, στὴν ὁποία, παρὰ ταῦτα, ἀνήκουν τὰ ἄτομα. Ἄνθρωπος ἐντελῶς μόνος ἢ θηρίο ἢ θεός, λέει ὁ Ἀριστοτέλης. Δηλαδὴ θὰ ἀνήκει πάντα σὲ ὁμάδα. Τὸ "περιθώριο" εἶναι κι αὐτὸ μία μορφὴ τοῦ "ἀνήκειν". Ὁ "ὑπόκοσμος" π.χ. ἀνήκει στὸν "κόσμο". Ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ τὴ λέξη "ἐξατομίκευση" εἶναι μόνο ὁ πρῶτος, γιατί εἶναι ὁ μόνος πλήρης καὶ ἀκριβής. Ἔτσι ὅταν μιλοῦμε γιὰ "κρίση τῆς ἐξατομίκευσης" ἀναφερόμαστε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου ἡ ἐξατομίκευση ἔχει ὁλοκληρωθεῖ: ἡ ἀτομοκεντρικὴ κοινότητα ἔχει ἀντικαταστήσει τὴν κολεκτιβιστικὴ καὶ ἔχει φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο ἀνάπτυξης, ὥστε τὸ ἄτομο νὰ ξεπερνᾶ τὰ συλλογικὰ νοηματοδοτικὰ πλαίσια, ποὺ ρυθμίζουν τὴν προσωπικότητά του, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐσωτερική της κατάρρευση. Μιλᾶμε, δηλαδή, γιὰ ἐκείνη τὴ φάση τῆς ἐξατομίκευσης ὅπου ὁ κόσμος τῆς ἀτομοκεντρικῆς κοινότητας τείνει νὰ χάσει τὸ νόημά του. Ἡ ἑλληνικὴ ἀγωνία εἶναι διαφορετική, ἀπ' αὐτὴ τὴν ὁποία περιγράφει ὁ Dodds, γιατί ἀφορᾶ ἀκριβῶς τὸ νόημα τῆς ἀτομικότητας καὶ τῆς πολιτικῆς κοινότητας ποὺ τῆς ἀντιστοιχεῖ.

Ἄρα, λογικὰ σκεπτόμενοι, μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εἰδικὴ μορφὴ ἀγωνίας θὰ πρέπει νὰ συσχετίσουμε τὴν ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων ἀποδοχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἔδινε νέο νόημα στὴν ἀπὸ καιρὸ προβληματικὴ ἀτομικότητά τους; Ἰδοὺ τὸ κρίσιμο ἐρώτημα.

 
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶχε ἐξ ἀρχῆς ἀπολύτως ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντι στὸν γνωστικισμό.


3.1.2 Κόντρα στὸ ρεῦμα 
Πήγαινε κόντρα στὸ ρεῦμα. Καὶ ἰδοὺ γιατί:
α) Γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ κόσμος δὲν εἶναι φυλακή. Εἶναι καλὸς λίαν. Δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
β) Ματαιότης δὲν εἶναι συλλήβδην τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ μόνο τὰ ἔργα τοῦ κακοῦ.
γ) Τὸ αὐθεντικὸ (τὸ μὴ ὀνειρικὸ καὶ ψεύτικο) δὲν βρίσκεται "κάπου ἀλλοῦ", σὲ ἕναν "ἐσωτερικὸ χῶρο", ἀλλὰ στὸ ἐδῶ καὶ τώρα, στὸ ἔργο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ἡ πραγματικότητα εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη. Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι ὄνειρα καὶ ἐφιάλτης γενικά, ἀλλὰ μόνο ἡ ζωὴ ἡ βουτηγμένη στὸ κακό.
δ) Ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἐπικεντρώνει τὸ ἐνδιαφέρον του στὴ σωτηρία τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς. Ἀπεναντίας. Φτιάχνει κοινότητα στραμμένη στὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου. Ὑποτάσσει τὴ "σωτηρία" στὴν κοινωνικὴ προσφορά. Τέλος,
ε) δὲν ἀπαξιώνει τὸ σῶμα, γιατί πιστεύει στὴν ἀνάσταση. Τοὺς χριστιανοὺς δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει τόσο ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ὅσο ἡ σωτηρία τοῦ σώματος. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κέλσος φτάνει νὰ τοὺς κατηγορήσει γιὰ "φιλοσώματον γένος". Ἐδῶ κι ἂν πήγαιναν κόντρα στὸ ρεῦμα.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ χριστιανισμὸς πήγαινε κόντρα στὸ ρεῦμα δὲν συνάγεται μόνο ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πρακτική τους, ἡ ὁποία βασιζόταν ἀκριβῶς στὴν ἀδιάλλακτη ἀπόρριψη ὅλων τῶν πίστεων ποὺ ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ παραπάνω. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ μαχητικὴ αὐτὴ ἀπόρριψη δὲν κάμφθηκε οὔτε ἀπὸ τὴ σκληρότητα τῶν διωγμῶν. Ἠθικοὶ αὐτουργοὶ τῶν διωγμῶν ἦταν, φυσικά, οἱ ἰδεολογικοί τους ἀντίπαλοι: οἱ παγανιστές, οἱ ὁποῖοι καὶ ἡττήθηκαν κατὰ κράτος. Ἔχει ἐπίσης τὴ σημασία του νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ χριστιανοὶ γνωστικοὶ ἑξαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς διωγμούς, παρ' ὅτι "κι αὐτοὶ χριστιανοὶ ἦταν". Δὲν διώχθηκαν, γιατί δὲν εἶχαν κανένα πρόβλημα νὰ φᾶνε ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἢ νὰ λιβανίσουν τὴν εἰκόνα τοῦ Αὐτοκράτορα. Τὰ πογκρὸμ δὲν ἦταν καθόλου "τυφλά", ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Ἦταν προσεκτικὰ σχεδιασμένα καὶ ἐπιλεκτικά.

Ἐπιδίωξη τοῦ Dodds εἶναι νὰ ἀποσυνδέσει τὴν ἱστορικὴ ἐπιτυχία τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν ἀξιῶν του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀποσιωπᾶ τὴν ἄβυσσο ποὺ χωρίζει τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τοὺς χριστιανούς, τοὺς "χριστιανοὺς" γνωστικοὺς ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς, παρουσιάζοντας τὰ πράγματα σὰν κατὰ βάθος νὰ συμμερίζονται ὅλοι τὸ ἴδιο γνωστικιστικὸ πνεῦμα. Καὶ τελικῶς σὰν οἱ διωγμοὶ νὰ ἦταν μία ἀκατανόητη "θλιβερὴ παρεξήγηση". Σὰν ὑπεύθυνα γιὰ τοὺς διωγμοὺς νὰ ἦταν τὰ ἴδια τους τὰ θύματα. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ, αὐτὸ μᾶς λέει ὁ Dodds. Χωρὶς ἐνδοιασμούς, ὁ σοφὸς μελετητὴς μας ἐνοχοποιεῖ τὰ ἴδια τὰ θύματα τῶν διωγμῶν καὶ ἀπαλλάσσει τοὺς θύτες. Σύμφωνα μὲ τὴ διάγνωσή του ἔφταιγε, κατὰ βάθος, ἡ "θανατολαγνεία" τῶν ἴδιων τῶν χριστιανῶν. Ἦταν, λέει, "ἐρωτευμένοι μὲ τὸν θάνατο" καὶ τὸν ἐπιζητοῦσαν!

3.1.3 Ἡ ἑλληνο-χριστιανικὴ συμμαχία ἐναντίον τοῦ γνωστικισμοῦ 

Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφανθοῦμε ἂν ἡ παραπλανητικὴ χρήση τοῦ ἱστορικοῦ ὑλικοῦ, ἐκ μέρους τοῦ Dodds, εἶναι συνειδητὴ καὶ σκόπιμη. Στηρίζεται πάντως σὲ τρεῖς τρόπους χειρισμοῦ:
α) ἀφήνει τὸν ἀναγνώστη νὰ νομίζει ὅτι ὁ χριστιανισμὸς τῶν πρώτων αἰώνων εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν σημερινό, ἁπλῶς πολὺ πιὸ φανατικός,
β) συλλέγει μὲ ἐξονυχιστικὴ ἐπιμέλεια ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ κείμενα καὶ προβάλλει ὅλες ἐκεῖνες τὶς διατυπώσεις ποὺ μοιάζουν γνωστικιστικὲς καὶ νεοπλατωνικὲς καὶ
γ) νεοπλατωνικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἑδραιώθηκαν στὸν χριστιανισμὸ μόνο πολὺ ἀργότερα, ἀποφεύγει νὰ διευκρινίσει ὅτι αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἦταν ἐντελῶς περιθωριακά. Τὸ θέμα ὅμως δὲν εἶναι ἂν ὑπῆρχαν κάποιες γνωστικὲς ἢ νεοπλατωνικὲς διατυπώσεις, ἢ ἀκόμη καὶ οὐσιαστικὲς παραχωρήσεις στὸν γνωστικισμὸ (ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν Ὠριγένη, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίστηκε "μεταλλεῖο αἱρέσεων" ἀπὸ τὶς Συνόδους), ἀλλὰ ἂν ὑπῆρξε ἀγώνας ἐναντίον τοῦ γνωστικισμοῦ, πράγμα ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια. Οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ἀκριβῶς ἕνας ἀνειρήνευτος, σκληρὸς καὶ παρατεταμένος ἀγώνας ἐναντίον τοῦ γνωστικισμοῦ.

Θὰ συμφωνήσουμε μὲ τὸν Dodds ὅτι ἡ θεμελιακὴ τάση τῆς ἐποχῆς εἶναι γνωστικίζουσα, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὴ διαπίστωση χρειάζεται καὶ μία σοβαρὴ ἑρμηνεία. Ἂν τὸ γνωστικιστικὸ κλίμα τὸ θεωρήσουμε ὄχι ὡς σύμπτωμα ἀνασφάλειας, ἀλλὰ ὡς πνευματικὸ σύμπτωμα τῆς κρίσης τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου, τότε μόνο κερδίζουμε πραγματικὰ σὲ κατανόηση. Ἡ ἀτομικὴ ὕπαρξη, ἀφοῦ εἶχε διανύσει τὴν πορεία τῆς ὁλοκλήρωσής της, ξαφνικὰ εἶδε τὸ συλλογικό της ἔδαφος νὰ φεύγει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της καὶ νὰ βιώνει τὴν ἀγωνία τῆς ἀποσύνθεσής της.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνθρωπολογικὴ βάση τῆς "στροφῆς στὸν ἑαυτό". Βεβαίως ἡ στροφὴ στὸν ἑαυτὸ δὲν εἶναι ἀπὸ μόνη της γνωστικισμός. Προσλαμβάνει γνωστικιστικὸ χαρακτήρα, ὅταν ξεχάσει τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ξεκίνησε καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀνεύρεση νοήματος καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν κόσμο, μὲ στόχο τὴν ἀνανοηματοδότησή του. Ἐνῶ τὸ αὐθόρμητο γνωστικιστικὸ κλίμα ἔχει ὡς βάση τὴν κατάρρευση τοῦ νοήματος καὶ τὴν ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴ δυσκολία ἐπανανακάλυψής του, ὁ γνωστικισμός, ὡς σύνολο ἰδεολογικῶν συστημάτων, μπορεῖ μᾶλλον νὰ ἐξηγηθεῖ σὰν γέννημα τῆς συνάντησης τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὸ αὐθόρμητο γνωστικιστικὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς. Ἂν μία τέτοια προσέγγιση εὐσταθεῖ θὰ ἦταν ἑρμηνευτικὰ λειτουργικότερο νὰ θεωρήσουμε τὴ "χριστιανικὴ" Γνώση σὰν τὸν εἰδικὸ "τρόπο", μὲ τὸν ὁποῖο τὸ ἀποσαθρωμένο ἀτομοκεντρικὸ περιβάλλον τῆς ἑλληνιστικῆς περιμέτρου τείνει νὰ προσλάβει-ἐνσωματώσει τὸν χριστιανισμό. Ὁ "χριστιανικὸς" γνωστικισμὸς θὰ ἦταν τὸ "κέλυφος", ποὺ αὐτόματα σχηματιζόταν γύρω ἀπὸ τὸν χριστιανισμό, καθὼς αὐτὸς εἰσχωροῦσε στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο. Στὴ βάση αὐτοῦ τοῦ σχήματος ἑρμηνείας, ἡ παγανιστικὴ Γνώση θὰ μποροῦσε νὰ κατανοηθεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ σὰν "ἀντίλαλος" τῆς "χριστιανικῆς" Γνώσης, δεδομένου ὅτι διαθέτουμε πλεῖστα ὅσα δείγματα μίας τέτοιας "ἀντήχησης".

Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ γνωστικὸς δυϊσμὸς στρεφόταν τόσο ἐναντίον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅσο καὶ ἐναντίον τῆς κυρίως ἑλληνικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἦταν κοσμοκεντρικὴ καὶ ὄχι ἀρνησίκοσμη, κοινωνιοκεντρικὴ καὶ ὄχι ἑαυτοεγκλειστική. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πατριάρχης τοῦ νεοπλατωνικοῦ ἐσωτερισμοῦ, ὁ Πλωτίνος, γίνεται γρήγορα σφοδρὸς πολέμιος τοῦ γνωστικισμοῦ, ἐνῶ στὰ πρώιμα γραπτά του, ἐρωτοτροπεῖ μὲ τὶς γνωστικὲς ἀπόψεις. Στὴν πάλη του ἐναντίον τοῦ γνωστικισμοῦ, χριστιανικοῦ καὶ παγανιστικοῦ, ὁ νεοπλατωνισμὸς ὑπερασπίζεται οὐσιαστικὰ τὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ παράδοση, δηλαδὴ τὴν ἑλληνικὴ ἀτομικότητα καὶ τὶς ἀξίες της. Τελικῶς εἶναι ἡ "συμμαχία" χριστιανισμοῦ καὶ νεοπλατωνισμοῦ, ποὺ θὰ καταβάλει τὸν γνωστικισμό. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναχθεῖ καὶ ἡ ἐκτεταμένη χρήση νεοπλατωνικοῦ λεξιλογίου ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἢ τὰ ἀντίστοιχα "χριστιανικὰ" δάνεια τῶν νεοπλατωνικῶν.
Πῶς πρέπει νὰ ἀξιολογήσουμε τὸ ἀνθρωπολογικὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς "μετωπικῆς" σύμπραξης; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα πρέπει νὰ λάβει ὑπόψη ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ἐμφανίζεται ἐνώπιον τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου, ὡς πιὸ συνεπὴς ἀντιγνωστικισμὸς ἀπὸ τὸν νεοπλατωνισμὸ καὶ συνεπῶς ὡς "πιὸ ἑλληνικὸς" ἀπ' αὐτόν, δηλαδὴ πιὸ κοντὰ στὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ νοοτροπία.


4. Ἡ ὑπαρξιακὴ ἀνεστιότητα 

Ἔχουμε, πράγματι, ἕνα "κύμα ἀπαισιοδοξίας", ποὺ διχοτομεῖ τὸν κόσμο σὲ "ἐξωτερικὸ" καὶ "ἐσωτερικό", γιὰ νὰ τοὺς ἀντιπαραθέσει ἀπότομα, ἀφαιρώντας κάθε ἀξία ἀπὸ τὸν πρῶτο καὶ ἀποδίδοντάς την στὸν δεύτερο.

Ἡ "πεσιμιστικὴ" αὐτὴ διάθεση συμφύρεται ὅμως μὲ τὸ μελαγχολικὸ συναίσθημα τῆς ἀνεστιότητας, ὅπου καὶ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ ἀνθρωπολογικὸς πυρήνας τοῦ προβλήματος. Ὅπως ἐπισημάναμε ἡ ἀνεστιότητα εἶναι δύο τύπων: Εἶναι ἡ ἀνεστιότητα τοῦ κολεκτιβιστικοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποῖο δὲν παραλείπει νὰ περιγράψει ὁ Dodds. Εἶναι ὅμως καὶ ἡ ἀνεστιότητα τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου, τὸ ὁποῖο ἔχασε τὴν πόλιν του, ὅπου "ἔδιδε λόγο" στοὺς ὄψει γνωστοὺς του καὶ ὅπου ταύτιζε τὸ νόημα τῆς ἀτομικότητάς του μὲ τὴ διακεκριμένη-προσωπικὴ μετοχή του στὰ πολιτικὰ δρώμενα.

Τὸ ἐρώτημα τοῦ ἀνέστιου Ἀτόμου: Γιὰ ποιὸ σκοπὸ εἴμαστε ἐδῶ; Ἐπὶ τί ἐγεγόναμεν; Δὲν εἶναι φυσικὰ ἕνα ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ "εὐτυχισμένος ἄνθρωπος". Ἡ "ἔλλειψη εὐτυχίας", μία ἔκφραση σαφῶς νεωτερικὴ καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ παραπλανητική, ἐφαρμοζόμενη ἐδῶ, θὰ συνδεόταν ἀσφαλῶς μὲ τὴν ἀνθρωπολογικὰ ἀδιαφοροποίητη ἀνεστιότητα καὶ τῶν δύο τύπων, μὲ τὴν ἀπομόνωση, τὴν ἀποξένωση καὶ τὴ μελαγχολία, ποὺ τὶς συνοδεύουν. Στὴ συστηματικὴ ὅμως διατύπωση ὑπαρξιακῶν ἐρωτημάτων ὁδηγεῖ μόνον ἡ ἀνεστιότητα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ἀτομικότητα. Βεβαίως καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀνασφάλεια, ἡ ἀνεστιότητα αὐτή, ἐκτὸς καὶ ἂν ξεχειλώσουμε τόσο τὴ λέξη "ἀνασφάλεια", ὥστε νὰ σημαίνει τὰ πάντα καὶ τίποτα. Τὰ μελαγχολικὰ συμπτώματα, ποὺ συνοδεύουν τὴν ἀνεστιότητα, δὲν εἶναι συμπτώματα ἀνασφάλειας. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Dodds ἀστοχεῖ ἐντελῶς, ὄχι μόνο ἐξ αἰτίας ἑνὸς ρηχοῦ ψυχολογισμοῦ, ἀλλὰ καὶ γιατί δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴ διαφορὰ περιεχομένου ἀνάμεσα στὶς δύο κατηγορίες ἀνεστιότητας, ποὺ συνδέονται ἡ μία μὲ τὴν κρίση τοῦ κολεκτιβισμοῦ καὶ ἡ ἄλλη μὲ τὴν κρίση τῆς ἐξατομίκευσης.

Πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς προσέφερε λύση στὸ ἐνδημικὸ αὐτὸ πρόβλημα τῆς ἀνεστιότητας: Οὐκ ἔχωμεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν (Παῦλος). Ξένοι εἴμαστε καὶ ὁδοιπόροι. Κάθε ξένος τόπος πατρίδα καὶ κάθε πατρίδα ξένη (Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον). Ἄλλο εἶναι τὸ δικό μας Σύστημα Πατρίδος (Ὠριγένης). Στὸ θέμα αὐτὸ ὁ χριστιανισμὸς κάθε ἄλλο παρὰ συμπορευόταν μὲ τὴν ἐποχή του: ὄχι μόνο πήγαινε κόντρα στὸ ρεῦμα, ἀλλὰ κατόρθωσε καὶ νὰ τὸ ἀναστρέψει. Βεβαίως ἀλλιῶς εἰσέπραττε τὴ χριστιανικὴ λύση ὁ κολεκτιβιστικὸς ἄνθρωπος κι ἀλλιῶς τὸ Ἄτομο. Ἄλλα προβλήματα ἔλυνε στὸν ἕνα τύπο καὶ ἄλλα στὸν ἄλλο.

Ὑπὸ "κανονικὲς συνθῆκες" μὲ ἀπορροφᾶ ἡ ἐπιβίωση. Ἡ ζωή μου δὲν ἔχει ἄλλο νόημα ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγή της. Ἡ ἐπιβίωση καταντᾶ αὐτοσκοπός. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν ὑπαρξιακὰ προβλήματα. Ἀποτελοῦν "προβλήματα πολυτελείας". Μερικοὶ δοκησίσοφοι ὁρίζουν τὴ "δυστυχία" ὡς τὴν "ἀπόσταση" ἀνάμεσα στὴν ἐπιθυμία καὶ στὴν ἱκανότητα κορεσμοῦ της. Δίδουν μάλιστα καὶ τὸ κοινωνικό της μέτρο: τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἄρχουσα τάξη. Ἀλλὰ ἀκόμα κι ὅταν συμβεῖ νὰ καλύψω τὸ "κενὸ" (μέχρι σκασμοῦ), εἴτε γιατί μπόρεσα νὰ "κάνω τὴν καλή", εἴτε γιατί τυχάρπαστος "ἦρθα στὰ πράματα", ἀνακαλύπτω ὅτι παραμένω "δυστυχής", ἀλλὰ μὲ καινούργιο τρόπο: Πάλι "κάτι μοῦ λείπει", ἀλλὰ δὲν ξέρω τί. Ἡ "εὐτυχία" δὲν συμπίπτει μὲ τὸν ἐπιθυμητικὸ κορεσμό. Τουναντίον. "Κρίση νοήματος", λοιπόν. Καὶ νέου τύπου "δυστυχία". Σύνηθες ἀποτέλεσμα: ἡ ψυχικὴ ἀπονέκρωση καὶ ἡ προσωπικὴ ἀποσύνθεση. Λιγότερο σύνηθες: Ἡ ἀναζήτηση πνευματικῆς διεξόδου. Καὶ τὰ ἀντίστοιχα "ὑπαρξιακὰ" ἐρωτήματα. Σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ κορεσμὸς μοιάζει νὰ λειτουργεῖ σὰν τὴν ἀφετηρία γιὰ τὴν ἀνάδυση νέων αἰνιγματικῶν ἀναγκῶν τῆς ψυχῆς. Σὰν νὰ ὑπάρχει δρόμος ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ τὸ Ἄτομο...

Δὲν ἀνάγονται, λοιπόν, ὅλα τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα στὴν ἀνεστιότητα τοῦ Ἀτόμου, στὴν πολιτικὴ κατάρρευση τοῦ οἰκοσυστήματός του. Ἂν καὶ ξεκινοῦν ἀπὸ κεῖ. Οὔτε, κατὰ συνέπεια, καὶ οἱ ἀπαντήσεις τελειώνουν ἐκεῖ. Τὴ νηστεία, γιὰ παράδειγμα, τὴν ἐπινόησαν ἄνθρωποι χορτασμένοι. Περιττὸ νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι ἡ "ἀνασφάλεια" εἶναι, γιὰ ὅλα αὐτά, ἕνας πολὺ ἀκατάλληλος ὅρος.

5. Οἱ "αἰτίες" τῆς ἱστορικῆς ἐπιτυχίας τοῦ χριστιανισμοῦ  
Ὁ Dodds συνοψίζει σὲ τέσσερεις τοὺς λόγους πού, στὰ πλαίσια τῆς "γενικῆς παρακμῆς-ἀγωνίας", καθόρισαν τὴ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ:
α) τὸν ἀδιάλλακτο σεχταρισμό του, ὁ ὁποῖος ἕλκει πάντα τὰ σαστισμένα μυαλὰ (ποὺ βρίθουν σὲ "ἐποχὲς ἀγωνίας"),
β) τὴν ἐκμετάλλευση τῆς ἐνδημικῆς τὴν ἐποχὴ αὐτὴ θανατολαγνείας (προσφέροντας πλούσιες δοξαστικὲς καὶ μεταφυσικὲς ἀντιπαροχές), καὶ
γ) τὴν εὐφυΐα τῶν χριστιανῶν ἡγετῶν νὰ ἀναπτύξουν ἕνα χωρὶς κοινωνικὲς διακρίσεις ὀργανωμένο σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας. Αὐτὸ ποὺ ἀποκλείει ρητὰ ὁ Dodds εἶναι ἡ πιθανότητα νὰ ὀφείλεται, ἡ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ, στὶς "ἐγγενεῖς ἀξίες τῆς χριστιανικῆς πίστεως". Κοντολογίς: ἡ ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ ἦταν ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστης!

Δὲν ἔχουμε χῶρο νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντὰ τοὺς λόγους αὐτούς. Θὰ σταθοῦμε μόνο στὴ βασικὴ ἰδέα του: Ὁ τρόπος ποὺ διατυπώνει τὶς ἐξηγήσεις του ὁ Dodds ἀπαντᾶ μόνο στὸ ἐρώτημα γιατί οἱ κολεκτιβιστικὲς μάζες ἀγκάλιασαν τὸν χριστιανισμό. Δὲν ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα γιατί τὰ ἑλληνικὰ Ἄτομα ἀσπάστηκαν τὸν χριστιανισμό. Ὁ κολεκτιβιστικὸς ἄνθρωπος, λόγω τῆς δομῆς τῆς προσωπικότητάς του, ποὺ βασίζεται στὸν φόβο, εἶναι φυσικὸ νὰ ἀναζητᾶ στὴν κοινότητα θαλπωρὴ καὶ προστασία, μὲ ἀντάλλαγμα ὑποταγὴ-ἀφοσίωση. Ὅμως τὸ Ἄτομο, ποὺ βρίσκεται σὲ ὑπαρξιακὴ ἀναζήτηση, λόγω κατάρρευσης τοῦ συλλογικοῦ οἰκοσυστήματος τῆς ἐλευθερίας του ("πολιτικὴ" ἀνεστιότητα) δὲν μπορεῖ νὰ προσχώρησε στὴ χριστιανικὴ κοινότητα γιὰ τέτοιους λόγους.

Γιατί ηττήθηκε ὁ παγανισμός;


Σκοπὸς τοῦ ὅλου ἑρμηνευτικοῦ στρατηγήματος εἶναι νὰ ἀποκλειστεῖ τὸ πιθανὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ ἐνδέχεται νὰ ἦταν συνέπεια τῆς ὑπεροχῆς τῶν ἀξιῶν του, ἔναντι τῶν παγανιστικῶν ἀξιῶν. Αὐτὸ εἶναι φανερὸ ὄχι μόνο στὴν προσπάθεια νὰ καλλιεργηθεῖ ἡ ἐντύπωση ὅτι στὰ βασικὰ θέματα οἱ ἰδέες ἦταν παραπλήσιες, ἂν ὄχι ταυτόσημες, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφεται ἡ ἥττα τοῦ παγανισμοῦ: Ὁ παγανισμὸς ἡττήθηκε γιατί εἶχε παρακμάσει. Εἶχε χάσει τὴν πίστη του, τόσο στὴν ἐπιστήμη ὅσο καὶ στὸν ἑαυτό του. Βρισκόταν σὲ ἀδυναμία καὶ κόπωση. Οἱ δυνάμεις του τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ χριστιανισμοῦ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀντιπάλου του. Τὸ ἐπιχείρημα ὅμως εἶναι ἄνευ ἀξίας, ἐπειδὴ ἁπλῶς διαπιστώνει τὸ πρὸς ἐξήγηση γεγονὸς μὲ διαφορετικὰ λόγια. Οὔτε τοῦ προσθέτει βάρος ἡ ἐπίκληση τοῦ πλεονεκτήματος ὅτι ὁ νικητὴς χριστιανισμὸς δὲν φοβόταν τὸν θάνατο. Τὸ θάρρος μπρὸς στὸν θάνατο ἐντυπωσιάζει, ἀλλὰ ἀπὸ μόνο του δὲν παράγει ὀπαδούς. Ἐντυπωσιάζομαι, ἀλλὰ ὁ ἐντυπωσιασμὸς μὲ κάνει ἁπλῶς νὰ προσέξω τὴν πίστη καὶ τὴν πράξη, γιὰ χάρη τῶν ὁποίων ὁ μάρτυς ἀψηφᾶ τὸν θάνατο. Θὰ προσηλυτιστῶ μόνο ἂν βρῶ σ' αὐτὰ κάτι τὸ πολὺ σημαντικό, ποὺ νὰ δικαιώνει τὴν αὐτοθυσία. Αὐτὸ μετατοπίζει αὐτομάτως τὴ συζήτηση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τὸ πρόβλημα, δηλαδὴ στὸ πεδίο τῶν συγκρουόμενων ἀξιῶν.

Αὐτὸ ποὺ διεκδικοῦν οἱ δύο μονομάχοι, ὁ παγανισμὸς καὶ ὁ χριστιανισμός, εἶναι νὰ κερδίσουν τὸν κόσμο μὲ τὸ μέρος τους. Δὲν θὰ μποροῦσαν φυσικὰ νὰ ἐλπίζουν στὴ νίκη ἂν οἱ ἀξίες τους, οἱ ἀντιλήψεις καὶ οἱ πρακτικές τους, δὲν ἀνταποκρίνονταν σὲ ὁμόλογα στοιχεῖα-ἀναμονὲς τῆς λαϊκῆς ψυχῆς. Μὲ ἄλλα λόγια: ὁ χριστιανισμὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ νικήσει τὸν παγανισμὸ ἂν δὲν ὑπῆρχε στὸν λαὸ καμία εὐνοϊκὴ "προδιάθεση", κανένα στοιχεῖο "αὐθόρμητου χριστιανισμοῦ". Ἀντιστοίχως: ὁ παγανισμὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἡττηθεῖ ἂν μέσα στὸν λαὸ δὲν εἶχε ἤδη ξεπεραστεῖ, ἂν δὲν εἶχε καταστεῖ ἀνίκανος νὰ ἐκφράσει τὶς τάσεις τῆς λαϊκῆς ψυχῆς. Ὅταν συσχετίζουμε τὰ δύο ρεύματα πρέπει νὰ συμπεριλάβουμε στὴ δύναμή τους καὶ τὰ ἀντίστοιχα λαϊκά τους ἐρείσματα.

Ἂν δοῦμε τὴ διαμάχη "σφαιρικά", θὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι εἶχαν σημειωθεῖ δύο ἀλλαγὲς κοσμοϊστορικῆς κλίμακας: Ἡ κατάρρευση τῆς ἑλληνικῆς πόλεως καὶ ἡ δημιουργία τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμένης. Ἡ κρίση τῆς ὥριμης ἑλληνικῆς ἐξατομίκευσης, ἀφ' ἑνός, καὶ τὸ ρίξιμο μεγάλων κολεκτιβιστικῶν μαζῶν στὴ χοάνη τῆς ἐξαναγκαστικῆς ἐξατομίκευσης, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ βεβαίως οἱ δύο τελείως διαφορετικὲς μορφὲς ἀνεστιότητας καὶ κρίσης ταυτότητας, μὲ τὶς ὁποῖες τὰ φαινόμενα αὐτὰ συνοδεύονται. Ὑπῆρχε, λοιπόν, ἕνα διπλὸ πρόβλημα: νὰ δοθεῖ διέξοδος στὴν κρίση τῆς ἑλληνικῆς ἐξατομίκευσης καὶ συγχρόνως νὰ χειραγωγηθοῦν στὴν ἐξατομίκευση οἱ διαλυμένες κολεκτιβιστικὲς μάζες, ποὺ συσσώρευσε ἡ διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμένης.

Πρέπει, ἑπομένως, νὰ τοποθετήσουμε τοὺς δύο "μονομάχους" σὲ σχέση μ' αὐτὸ τὸ διπλὸ ἀνθρωπολογικὸ πρόβλημα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλάτωνα καὶ μετά, ὁ παγανισμὸς ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ νὰ τὸ λύσει. Στὸν ἴδιο ἀγώνα ρίχτηκε ψυχὴ τε καὶ σώματι καὶ ὁ χριστιανισμός. Πρότεινε τὴ δική του λύση καὶ ἔπεισε τὸν ἑλληνικὸ κόσμο ὅτι ἦταν ἡ καταλληλότερη. Καὶ γι' αὐτὸ νίκησε. Ἀνταποκρίθηκε
α) στὴν ἀνάγκη τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν κρίση του, πηγαίνοντας πέρα ἀπὸ τὸ Ἄτομο καὶ
β) στὴν ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπολογικῆς ἀναβάθμισης τοῦ κολεκτιβιστικοῦ τοῦ περίγυρου.
7. Συμπεράσματα
Ἡ πηγὴ τῶν σφαλμάτων τοῦ μελετητῆ μας βρίσκεται στὴ νεωτερικὴ διανοητικὴ ἀφετηρία του: ὅτι ἡ "ὕστερη Αὐτοκρατορία" ἦταν μία ἐποχὴ "παρακμῆς". Στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν καθόλου ἔτσι. Ἦταν μιὰ φυσιολογικὴ ἐποχὴ μὲ πρωτοφανῆ καὶ ἀναμφισβήτητα ἐπιτεύγματα, μὲ μεγαλύτερο ἀπ' ὅλα τὸ θαῦμα τῆς ἐπέκτασης τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων σὲ ὅλη τὴ ρωμαϊκὴ οἰκουμένη.

Δὲν ὑπάρχουν πιὸ ὕποπτες λέξεις ἀπὸ τὴν "παρακμὴ" καὶ τὴν "πρόοδο". Ἡ ἰδέα τῆς "παρακμῆς" ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ θεωρηθεῖ ὁ χριστιανισμὸς ὡς ὀπισθοδρόμηση ἔναντί τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμβόλιμη στὸν ὅρο σκοπιμότητα καὶ αὐτὴ καθορίζει τὴ χρήση του. Ἅπαξ καὶ ἐγκαινιάστηκε ἀπὸ τοὺς διαφωτιστές, πέρασε στὰ ἱστορικὰ ἐγχειρίδια καὶ "τεκμηριώθηκε" ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ ρητορικὴ ἱστορικῶν τύπου Γίββωνα. Γιὰ νὰ μπεῖ ἔκτοτε στὰ σχολεῖα καὶ μὲ τὸ πέρασμα τῶν γενεῶν νὰ ἐμπεδωθεῖ ὡς ἀναμφισβήτητο γεγονός.

Ἕνα μόνο εἶδος "παρακμῆς" ὑπῆρχε: ἦταν ἡ παρακμὴ τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου. Ἀλλὰ ἂν θέλουμε νὰ κυριολεκτήσουμε αὐτὸ δὲν εἶναι "παρακμή". Τὸ Ἄτομο καταρρέει πάντοτε, ὅταν φτάσει στὸ σημεῖο τῆς ὁλοκλήρωσής του. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ κατάρρευση εἶναι ἁπλῶς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκδηλώνεται ἡ ὡρίμανση τῶν ὅρων γιὰ τὴν ἀναγέννησή του σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο ἀτομικότητας: στὸ ἐπίπεδό τοῦ Προσώπου. Ἡ κρίση τῆς ἐξατομίκευσης δὲν εἶναι παρακμή. Παρακμὴ στὴν κυριολεξία εἶναι μόνο ἡ ὑποστροφὴ τοῦ Ἀτόμου στὴν κολεκτιβιστικὴ ἀπροσωπία.



[1] "Κοπτάτσια": ὅρος τῆς κομμουνιστικῆς διαλέκτου. Θὰ πεῖ: τοποθετῶ κάποιον σὲ ἡγετικὴ θέση παρακάμπτοντας κάθε φυσιολογικὴ διαδικασία. Βέβαια δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος εἰρηνικῆς μεταβολῆς καθεστωτικοῦ θρησκεύματος ἀπὸ τὴν κοπτάτσια. Ὁ ἄλλος δρόμος εἶναι ἡ ἐπανάσταση, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς κατάλυσης τῆς κυριαρχίας τοῦ καθολικισμοῦ ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τῆς ἐγκαθίδρυσης τῆς θρησκείας τῶν Φώτων.

[2] Ε. R. DODDS. Ἐθνικοὶ καὶ Χριστιανοὶ σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀγωνίας, Ἀπὸ τὸν Μᾶρκο Αὐρήλιο ὡς τὸν Μ. Κωνσταντῖνο. Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1995. Ἀγγλικὴ ἔκδοση 1990.

[3] Δυστυχῶς δὲν μποροῦμε ἐδῶ νὰ περιγράψουμε ἀναλυτικά τοὺς ἑλκυστὲς αὐτούς. Εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ παραπέμψουμε τὸν ἀναγνώστη στὸ βιβλίο.

[4] Ἡ παγανιστικὴ Γνώση περιλαμβάνεται σὲ κείμενα ὅπως τὰ Ἐρμητικά, ἡ Λειτουργία τοῦ Μίθρα, τὰ Χαλδαϊκὰ Λόγια καὶ τὰ Ἀποσπάσματα τοῦ Νουμηνίου.
----------------------

Κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάς!




.
Ο Θεός ως πατέρας όλων των ανθρώπων δέχεται κάθε αμαρτωλό πίσω στην αγκαλιά Του. Δεν υπάρχει ανθρώπινη αμαρτία που ο Θεός να μην τη συγχωρεί όταν ο άνθρωπος το θελήσει και το ζητήσει. Για την Εκκλησία μεγαλύτερη αμαρτία είναι η απελπισία, η αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει κάτι που ο Θεός δεν μπορεί να συγχωρήσει. Όμοια με τον Θεό, που ποτέ δεν παύει να αγαπά και να συγχωρεί τον αμαρτωλό, πρέπει και οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται με ανάλογο τρόπο.
Η ανταπόκριση ή όχι του ανθρώπου στην αγάπη του Θεού δημιουργεί την κόλαση ή τον παράδεισο. Κόλαση είναι η ανικανότητά μου να αγαπήσω τον συνάνθρωπο, η αδυναμία μου να τον θεωρήσω ως αδελφό και φίλο.
Η αυτοκαταδίκη μου στην απομόνωση και τον ατομικισμό εισάγει την εμπειρία της κόλασης. Ο Θεός δεν είναι τιμωρός. Τιμωρός γίνεται ο εγωκεντρισμός μου, που μου στερεί την αίσθηση της οικειότητας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Μήπως ο πατέρας δεν κάλεσε και τον μεγάλο γιο για να εισέλθει στη γιορτή και να ευφρανθεί; Ο ίδιος ο μεγαλύτερος γιος δεν ήθελε και γι' αυτό προγεύεται το μαρτύριο της κόλασης: να μην μπορεί να συμμετάσχει στη χαρά, να ζει στον τόπο της αγάπης και να αρνείται να αγαπήσει.
Κόλαση είναι ο αυτοακρωτηριασμός των υπαρκτικών μου δυνατοτήτων. Ενώ είμαι δημιουργημένος για να αγαπώ και να αγαπιέμαι, αρνιέμαι την αγάπη ως γνώμονα ζωής και έτσι η ζωή μου ολόκληρη μετατρέπεται σε βάσανο και ταλαιπωρία. Όπως αριστοτεχνικά το συνόψισε ο Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι στο αριστούργημά του «Αδελφοί Καραμάζοφ», «κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάς».
Την κόλαση αυτή γεύεται καθημερινά ο έγκλειστος στη φιλαυτία πεπτωκώς άνθρωπος. Εθελούσια αποκομμένος από κάθε βαθύ υπαρξιακό δεσμό, βιώνει συνεχώς τη μοναξιά, την αποξένωση, την ανωνυμία. Κόλαση είναι η ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου να απομακρύνεται από τον Θεό, την πηγή και το πλήρωμα της αγάπης.
Αντίθετα, παράδεισος είναι η ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού, η εμπειρία της ένωσης μαζί Του. Τελικά, παράδεισος και κόλαση είναι η στάση μας απέναντι στην αγάπη. Η αποδοχή της είναι παράδεισος και ζωή. Η άρνησή της είναι κόλαση και θάνατος. Η εκλογή επαφίεται στον άνθρωπο.
Πηγή: Σταύρος Σ. Φωτίου (2002), Ορθόδοξα μηνύματα: Ερμηνεία ευαγγελικών περικοπών, εκδ. Εργαστηρίου Χριστιανικής Αγωγής, Λάρνακα, σ. 108-109

Τί εἶναι ἡ ἐκκλησία; Γέρων Μωϋσῆς Ἁγιορείτης




Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἡ ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὸ ναό, τὴν ἐνορία, νομίζουν ὅτι πρόκειται γιὰ ἑταιρεία, σύλλογο, ὀργάνωση, φιλανθρωπικὸ κατάστημα, ὡραία ἰδεολογία, ποὺ ἔχει καλὴ οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ ἀμύθητη περιουσία. Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦν τὴν ἐκκλησία δυνατὸ οἰκονομικὸ ὀργανισμό, καλὴ ἐπιχείρηση, ποὺ ξεγελᾶ ἀνίδεους καὶ ἀνήμπορους. Ἄλλοι πάλι νομίζουν ὅτι στὴν ἐκκλησία θὰ κάνουν γνωριμίες, θὰ βροῦν παρέα, θὰ βροῦν δουλειά, θὰ ἱκανοποιηθοῦν πρόχειρα καὶ γρήγορα μεταφυσικές τους ἀναζητήσεις καὶ θὰ τακτοποιήσουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα γιὰ νὰ μὴν ἔχουν κανένα συνειδησιακὸ πρόβλημα.

Ἡ ἐκκλησία εἶναι μία μητρικὴ ἀγκάλη, εἶναι τὸ σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, σὲ ἕνα ὑπερῶο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ δύσκολη καὶ γιὰ λίγους θεολογία, μιὰ ὡραία φιλοσοφία, μιὰ στείρα ἠθική, μιὰ σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη ἠθικολογία ὅλο δεσμεύσεις καὶ ἀπαγορεύσεις. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀλήθεια, ἐλευθερία, ἀγάπη, λύτρωση, γλυκασμός, σωτηρία καὶ χαρά. Συνήθως μιλᾶμε γιὰ τὸ τί κάνει ἡ ἐκκλησία καὶ ὄχι γιὰ τὸ τί πράγματι εἶναι ἡ οὐσία της.

Ἡ ἐκκλησία εἶναι θεοΐδρυτη, θεμελιωμένη στὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν μαρτύρων. Εἶναι ἰσχυρὸ τὸ θεμέλιό της καὶ δὲν φοβᾶται κανένα δυνατὸ σεισμό, ἐνάντιο ἄνεμο, “ἐχθρό”, “πολέμιο” καὶ “διώκτη”. Νοικοκύρης τῆς ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἁγιορείτης πάπα-Τύχων, εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτὸ ποὺ συγκροτεῖ ὅλο τὸν θεσμὸ τῆς ἐκκλησίας. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συνεχῶς ἀγρυπνεῖ, ὀρθοστατεῖ, ὀρθοτομεῖ, ἐμπνέει, ἀσφαλίζει, φυλάγει, χαριτώνει καὶ ἐνισχύει τοὺς πιστούς, κλῆρο καὶ λαό. Ἡ ταπεινὴ καὶ θερμὴ προσευχὴ τῶν πιστῶν ἑνώνει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπογοητευθεῖ, νὰ μελαγχολήσει, νὰ φοβηθεῖ καὶ ἀποκάμει.

Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μία ἰδιωτικὴ πράξη, μία ἀτομιστικὴ ἐνέργεια. Ποτέ. Προσευχόμενος ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας. Τοῦτο δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἔχει τὴν ἀνιαρὴ καὶ κουραστικὴ μοναξιά. Τοῦτο καλύτερα φαίνεται καὶ ὑπάρχει στὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ στὴ συνειδητὴ καὶ ἐμπροϋπόθετη συμμετοχὴ στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας. Τὸ κήρυγμα τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι μία ἔκθεση ἰδεῶν, μία ὡραιολογία, ἕνας βερμπαλισμός, ἕνα κυνήγι φαντασμάτων καὶ σφυροκόπημα τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀπίστων. Τὸ κήρυγμα τῆς ἐκκλησίας προέρχεται ἀπὸ σιωπή, προσευχή, κατάρτιση, ἑτοιμασία, μελέτη, πόνο καὶ ἀγάπη περισσὴ γιὰ τοὺς ἀστοχήσαντες καὶ πάσχοντες.

Στὴν ἐκκλησία κανεὶς δὲν αὐθαιρετεῖ, αὐτοσχεδιάζει, ἀπομονώνει, κάνει τὸν διορθωτὴ καὶ τὸν δικηγόρο τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα, ἡ ὁμόνοια, ἡ ἀφροσύνη, ἡ καλὴ ὁμολογία καὶ ἀπολογία εἶναι κεντρικῆς σημασίας. Ἡ ἐκκλησία ἀγωνιᾶ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων. Ἡ ἱεραποστολή της δὲν εἶναι ἡ συλλογὴ φανατικῶν ὀπαδῶν, ἀλλὰ τέκνων ἀγαπημένων, συνδεδεμένων μὲ τὴν ἁγία ἀγάπη καὶ τὴν ἁγία ταπείνωση.

Ὑποστηρίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία, δὲν μποροῦμε νὰ μισοῦμε κανένα. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι πάντοτε ἀνιδιοτελὴς καὶ θυσιαστική, δὲν ἔχει σχέση μὲ ὑποκριτικὰ χαμόγελα, διπλωματικὲς φιλοφρονήσεις, ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις, ἐπιφανειακοὺς ἐναγκαλισμούς, προσποιητὲς κολακεῖες καὶ ἀνούσιες ψευτοευγένειες. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη συμπορεύεται μὲ τὴν ἀλήθεια.

Γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ἔχει ὅποιος ἀγαπᾶ ἀπεριόριστα τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι εὐσεβεῖς φλυαρίες. Εἶναι καιρὸς νὰ δοῦμε τὴν οὐσία τῆς ἐκκλησίας, νὰ γνωρίσουμε τὴν ἐλευθερώτρια χάρη της, νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ ἀπύθμενο μυστήριό της, νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό…
πηγή

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: « Οι αλλοιώσεις στην πνευματική ζωή»


Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: « Οι αλλοιώσεις στην πνευματική ζωή»



Αν και ευρισκόμεθα στην εποχή του Χειμώνος, χθές είχαμε μία καλή ημέρα, ηλιόλουστη. 
Επήραμε θάρρος ότι ο καιρός έγινε ομαλός, και βλέπομε σήμερα ότι άλλαξε πάλι και ήλθε ταραχή. Και τώρα δεν ημπορούμε να κινηθούμε προς τα έξω για να κάνωμε την εργασία μας. Είμεθα υποχρεωμένοι να αμυνθούμε, έως ότου παρέλθη αυτή η κατάστασι, πού όλοι γνωρίζομε ότι είναι προσωρινή. Αυτή η εικόνα των αλλοιώσεων του καιρού συμβαίνει και στην πνευματική μας ζωή. Οιτροπές και αλλοιώσεις, είναι μεταπτωτικό φαινόμενο.

Μετά την πτώσι ο άνθρωπος, δυστυχώς έχασε την προσωπικότητά του και είναι υποκείμενος στις εναλλαγές. Προ της πτώσεως είχε σύνοικο την Χάρι του Αγίου Πνεύματος.Εζούσε κατά φύσι, ευρίσκετο εκτός αναγκών και «Κύριος πάντων ών» εδέσποζε του χρόνου, του τόπου, του τρόπου, των μέσων και δεν υπέκειτο σε καμμία μορφή αλλοιώσεως, διότι είχε ολοκληρωμένη προσωπικότητα• θέλοντας να γίνη Θεός, διά του διαβόλου, όπως αναφέρει ο αείμνηστος π. Ιουστίνος Πόποβιτς, όχι μόνο δεν έγινε Θεός, αλλά έγινε ένας ιδιότυπος διάβολος. Και τώρα υπήχθη πλέον στις αλλοιώσεις• του έγιναν αναφαίρετο πράγμα και ο άνθρωπος δεν εξουσιάζει τίποτε στην προσωπικότητά του. Και περιμένει να ιδή τί είναι αυτό πού θα εύρη.

Μόνο η δύναμι της λογικής του έμεινε και με αυτή επινοεί τρόπους, ώστε να απαλλάσσεται από τους κινδύνους, πού προκύπτουν από τις αλλοιώσεις. Αυτή είναι μια μεγάλη φιλοσοφία πού θα βοηθήση ιδίως εμάς τους μοναχούς να επιτύχωμε, αφού η ζωή μας είναι η ακριβής μελέτη της συνειδήσεως. Δεν ελέγχαμε μόνο τα αποτελέσματα της πράξεως για να απέχωμε από αυτή. Ελέγχαμε ακόμα και αυτές τις αφορμές πού προκαλούν.

Στην περίοδο της Χάριτος, ο Ιησούς μάς εδίδαξε να βγάζωμε την ρίζα του κακού. Στην περίοδο του Μωσαϊκού Νόμου, ετιμωρείτο το αποτέλεσμα, ο καρπός, η πράξι. Εμείς ζούμε στην περίοδο της Χάριτος. Δεν περιμένομε την ώρα πού γίνονται τα κακά να τα σταματήσωμε ή προσέχομε να μην τα εφαρμόσωμε. Εμείς οι μοναχοί προσέχαμε από την σύλληψι της σκέψεως, την «προσβολή» κατά την γλώσσα των Πατέρων, ούτως ώστε να ξεριζώσωμε τα ίδια τα φυτά, πού γεννούν τους κακούς καρπούς, πού είναι η κατ ενέργεια αμαρτία. Για να το επιτύχωμε αυτό πρέπει να έχομε πολλή λεπτομέρεια στον χειρισμό των αλλοιώσεων.

Οι αλλοιώσεις, όπως αναφέραμε, είναι όπως οι καιρικές συνθήκες. Δεν είναι μόνιμες, αλλά παροδικές. Δεν πρέπει να φοβίζουν κανένα, ώστε να μεταβάλλουν τον ρούν της ζωής του. Έχομε παράδειγμα τους ναυτικούς. Δεν αρνούνται την ναυτική τους ιδιότητα επειδή η θάλασσα γίνεται σαν κόλασι, όταν έχη τρικυμία. Τί κάνουν; Δένουν λίγο στο λιμάνι το καράβι τους και περιμένουν. Και μετά συνεχίζουν την πορεία τους και δεν τους απασχολεί το θέμα της τρικυμίας. Έτσι και εμείς δεν τρομάζαμε, όταν ξέρωμε την δεξιοτεχνία του χειρισμού των αλλοιώσεων. Μέσω των αλλοιώσεων προσπαθεί ο σατανάς να μάς προκαλέση φοβία, να μάς φράξη τον δρόμο.

Γνωρίζοντας όμως την λεπτομέρεια εκ των προτέρων, ότι οι αλλοιώσεις είναι παρείσακτα και παροδικά στοιχεία, τότε δεν τις λαμβάνωμε υπ όψι, αλλά σαν τους ναυτικούς δένομε το καράβι και περιμένομε, θα παρέλθη η θύελλα και πάλι θα συνεχίσωμε. Βλέπετε και στις αναγνώσεις πού κάνομε στην τράπεζα, πώς οι Πατέρες σχεδόν δεν δίνουν καμμία βαρύτητα στο ζήτημα των λογισμών – των λεγομένων προσβολών – και περισσότερο ο Μέγας καθηγητής της διακρίσεως, ο Αββάς Ποιμήν, ο οποίος μάς ερμηνεύει αυτή ακριβώς την λεπτομέρεια. Οι αλλοιώσεις, σε μάς πού είμεθα μακράν από τα αίτια, είναι πραγματικά γελοίες, διότι δεν ημπορούν να κάνουν τίποτε.

Εμείς πρακτικά ευρισκόμεθα μέσα στην πραγματικότητα. Ποία; Ότι ακούσαμε την κλήσι. Μάς εκάλεσε ο Ιησούς μας με το προφητικό ρητό του Ησαΐου: «Εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μή άπτεσθε. Και εισδέξομαι υμάς και έσομαι υμίν εις πατέρα και έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας». Και εμείς ακούσαμε την κλήσι• καθένας στην ηλικία και την περίστασι όπως οικονόμησε η θεία Χάρις και «εξήλθομεν εκ μέσου αυτών». Ποίων; Των αιτίων και όχι των ανθρώπων. Αλλοίμονο! Με τους ανθρώπους είμεθα αδελφοί. Δεν μάς βλάπτουν οι άνθρωποι. Έχομε σχέσεις με τους ανθρώπους. Εξήλθαμε ακριβώς από τις αφορμές του «μαμωνά», κατά την γλώσσα του Ιησού μας, πού συμβολίζει τον νόμο της παραφύσεως, τον νόμο της επιθυμίας. Εβγήκαμε από εκεί και πλέον τέτοιου είδους «ακαθάρτου», πού συνιστά το σώμα του «μαμμωνά», δεν απτόμεθα…

Πράγμα της καταχρήσεως και της επιθυμίας δεν μάς απασχολεί. Και παραμέναμε όχι για μία στιγμή μακράν των αιτίων, αλλά εκτίσαμε κατοικία και καλύβη μέσα στις ερημιές, σαν αγρίμια, και προσκαρτερούμε εδώ, προσμένοντες το έλεος του Θεού, πεπεισμένοι ότι Αυτός πού μάς εκάλεσε είναι πιστός στις επαγγελίες Του. Τώρα λοιπόν, ο διάβολος πολύ ελάχιστα ημπορεί να βγάλη από μάς, αν είμεθα λίγο προσεκτικοί. Διότι, κατά την γλώσσα των Πατέρων, πού ερμηνεύουν με λεπτομέρεια την πρακτική φάσι της ζωής μας, τα πλείστα κακά τα οποία ημπορούμε να πάθωμε, ωφείλονται στις αφορμές και στα αίτια. Από εκεί πού οι αισθήσεις και οι φυσικοί πόροι και νόμοι, με προφάσεις ακατονόμαστες, τις οποίες συγχίζει ο σατανάς, γίνονται τα ολισθήματά μας. Τώρα πού ευρισκόμεθα έξω από αυτά, ο σατανάς απεγυμνώθη από την δύναμί του. Η θεία Χάρις με τον Σταυρό του Ιησού μας, τον απεγύμνωσε διότι «τού εχθρού εξέλιπαν αι ρομφαίαι εις τέλος». Και ο Ιησούς μάς λέγει ότι «έρχεται ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ευρήσει ουδέν» και «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμο» και φυσικά εννοεί και αυτόν τον διάβολο.

Μή ημπορώντας τώρα να μάς προσβάλη κατ ευθεία από την ουσία των πραγμάτων, πού ευρίσκονται τα αίτια και μάς ερεθίζουν, προσπαθεί μέσω των αλλοιώσεων να φέρη παλαιές μνήμες, ούτως ώστε να μάς ταράξη, να μάς διακόψη την ησυχία μας και την προσοχή μας από τον στόχο μας. Ποιόν; Στο να ξεχάσωμε το παρελθόν και να ενστερνησθούμε το μέλλον. Να ξεχάσωμε την παλαιά ζωή, του παλαιού ανθρώπου της αμαρτίας και της καταχρήσεως και να ενστερνισθούμε την νέα, την «καινή ζωή». Να μιμηθούμε το παράδειγμα του Ιησού μας και των Αγίων μας Πατέρων, των οποίων είμεθα συνεχισταί.

Το κεφάλαιο της υποστάσεως των μοναχών είναι η παρθενία. Έχοντας σαν στόχο την αγνότητα και την παρθενία, γι αυτό εφύγαμε από τα αίτια πού προκαλούν. Μαζί με την παρθενία συνυφαίνονται η υπακοή και η εκκοπή του ιδίου θελήματος, πού είναι η υποταγή και ακολουθούν φυσικά η διακονία, η ταπεινοφροσύνη, το πράο, το σιωπηλό, τοευκτικό και όλα όσα μάς παρέδωσαν οι Πατέρες μας και με τα οποία ασχολούμεθα. Αυτά χάριτι Χριστού, ο κάθε ένας μας λίγο-πολύ με όση έχει δύναμι τα κρατά και απέχει πρακτικά από τα αίτια. Μέχρι εδώ φθάνει η ανθρώπινη δύναμι και προσπάθεια, άλλο τίποτε δεν ημπορούμε να κάνωμε.

Εάν θα βγούν από μέσα μας οι ρίζες των κακών και στη θέσι τους θα σφηνωθούν οι ρίζες των καλών και θα αρχίσουν μέσα μας να καρποφορούν οι αγαθές μνήμες και οι αρετές, αυτό δεν εξαρτάται από εμάς. Το νοσταλγούμε, το προσμέναμε, το ελπίζαμε, το πιστεύομε, δεν το κρατούμε. Αυτό θα το δώσημόνο η θεία Χάρις, την οποία αναμένομε. Δεν εξαρτάται από τον ιδικό μας έλεγχο. Από τον ιδικό μας έλεγχο εξαρτάται μόνο το να απέχομε πρακτικά από κάθε τί, πού λέγεται και είναι αμάρτημα. Και με όση δύναμι έχομε, να ευρισκόμεθα στα περιθώρια του καλού και της αρετής.

Αυτό χάριτι Χριστού λίγο-πολύ το κάνομε. Μέχρι εδώ φθάνει η δύναμί μας. Τα άλλα όλα τα αναμέναμε διά της πίστεως και εφ όσον έλθει η Χάρις τα δίδει εκείνη. Ο διάβολος λοιπόν, δεν ημπορεί να μάς αδικήση, εκτός αν θολώση τα νερά και πλανήση τον μοναχό και αρχίση να βγαίνη από τις βάσεις του, οι βάσεις ποιές είναι; Είναι η αγνότης, η υποταγή καιυπακοή. Όταν λοιπόν, αυτά τα κράτηση ο μοναχός απαραχάραχτα, δεν ημπορεί ο διάβολος να του κάνει κακό. Εις μέν την αγνότητα δεν ημπορεί να τον ζημιώση, διότι δεν υπάρχουν τα αίτια. Πρέπει να είναι τόσο άφρων ένας μοναχός ώστε να πλανεθή και να μπή μέσα στα επίκτητα κακά και να επινόηση τρόπους να βρή ηδονή μέσα στις ακαθαρσίες και στις συγκαταθέσεις αυτές, πού είναι αισχρό και να τις ενθυμηθή κανείς. Ένα από τα πιο σπουδαία αίτια πού φράζει τον δρόμο σε μάς πού θέλομε να ακολουθήσωμε με ακρίβεια την παρθενία, είναι το έτερο φύλο. Διότι παρόντος αυτού του αιτίου, επιβουλεύεται η αγνότητά μας. Κάθε τί το οποίο μάς παρακινεί προς ενθύμησι αυτού του είδους της ηδονής, είναι εντελώς ξένο για μάς. Στον αληθινό μοναχό έχει τόση μεγάλη επίδρασι η Χάρις, πού τέτοιοι λογισμοί του προκαλούνγέλωτα. Εάν κάποτε επιτρέψη ο Θεός να παραταθή επάνω μας αυτός ο πόλεμος, υπάρχει κάποιος λόγος. Είτε διότι εμείς αφήναμε το καθήκον μας και παραδιδόμεθα στην αμέλεια και ακηδία ζητώντας έτσι η Χάρις να μάς ξυπνήση, είτε επειδή είναι η ώρα πού θέλει να μάς δώση τον στέφανο της αγνότητας, την ολοκληρωτική σφραγίδα της παρθενίας και γι αυτό επιτρέπει να μάς πειράξη ο σατανάς, για να αποδείξωμε πρακτικά την ειλικρινή πρόθεσί μας προς την αγνότητα. Και στον πόλεμο αυτό, θα δώση ο Θεός και την κατάλληλη δύναμι. «Πιστός δε ο Θεός, ος ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τώ πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν».

Ερχόμεθα τώρα στο δεύτερο καθήκον μας, την υποταγή και την υπακοή. Όπως γνωρίζετε, με την ανταρσία έγινε η πτώσι των λογικών όντων και των αγγελικών και των ανθρωπίνων. Όταν ήλθε ο Ιησούς μας να επαναφέρη σε ισορροπία τα πεπτωκότα, δεν ευδόκησε, δεν οικονόμησε, δεν επεχείρησε, δεν αποφάσισε να κάνη την επιστροφή από άλλη θύρα, παρά μόνο από την θύρα της υπακοής. Διότι αν έκανε την επαναφορά διαφορετικά, θα έδινε την εντύπωσι ότι είχε κάνει λάθος κατά την δημιουργία. Αλλά ο Θεός έκανε τα πάντα «καλά λίαν». Σε ένα λόγο του ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος ερμηνεύοντας το «καλά λίαν», λέγει.

«Και πώς ήταν δυνατό, Πανάγαθε Δέσποτα, να κάνης Εσύ πράγμα εσφαλμένο, πού να μην είναι «καλό λίαν»; Αφού Εσύ είσαι το κέντρο πάσης καλοσύνης. Εσύ είσαι το υπέρτατο αγαθό, ήταν δυνατό να κάνης λάθος και να κάνης ένα πράγμα πού να μην είναι σαν και Σένα καλό;».

Επομένως τα «λίαν καλά» από τον Θεό γενόμενα, δεν ημπορεί να τα μεταβάλη ο διάβολος, ο άνθρωπος ή άλλος παράγων. Ερχόμενος ο Ιησούς μας, είχε την δύναμι σαν Κύριος των πάντων να μεταβάλη ακόμα και τον νόμο της δημιουργίας, διότι «Αυτός είπε και εγεννήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν». Αυτός είναι ο τεχνουργός. Εν τούτοις για να αποδείξη το τέλειο της θεοπρεπούς μεγαλοσύνης Του, υπέδειξε ότι πρέπει να γίνη επιστροφή από εκεί πού έγινε η πτώσι. Αναγκάζεται λοιπόν από την αγάπη Του, να φορέση την ιδική μας φύσι, να υποστή τέτοιους είδους κένωσι, πού να είναι ασύλληπτη στην διάνοια των λογικών όντων και για να μάς πείση πρακτικά ότι η επαναφορά μας, μόνο διά του τρόπου της υπακοής ημπορεί να επιτευχθή.

Εμείς οι μοναχοί, πού κρατούμε το κεφάλαιο της ευαγγελικής τελειότητος, είμεθα απόλυτοι μιμηταί του Ιησού μας. Γι αυτό μετά την αγνότητα, υποσχεθήκαμε υποταγή και υπακοή. Εάν ο μοναχός μένει υπήκοος και υποτακτικός, δεν ημπορεί ο διάβολος ποτέ να του κάνει κακό, ούτε στις αλλοιώσεις, ούτε στις αρρώστιες, ούτε στους κινδύνους, ούτε στους φόβους, ούτε σε καμμιά λογική ή παράλογη πρόφασι. Γιατί ακριβώς, ο υπάκουος μοναχός δεν δέχεται τον ιδικό του λογισμό. Ο σατανάς κατ ευθείαν δεν ημπορεί ποτέ να φανερωθή και να μιλήση στόμα με στόμα, ή ακόμα να μάς κάνη σχήματα για να μάς απατήση.Ακριβώς κάτι κάνει, αλλά με ποιό τρόπο; Δολίως, μέσω της σκέψεως. Από εκεί, πού ο νους πηγάζει τις ιδικές του σκέψεις και τις ρίχνει στην οθόνη της διανοίας και τις επιλέγει και τις αποφασίζει, πηγαίνει και ο σατανάς και από τον ίδιο προβολέα ρίχνει την πονηρή σκέψι στην ίδια οθόνη. Ο νους ο οποίος είναι αδαής και δεν καταλαβαίνει, βλέπει την εικόνα και δεν διακρίνει ποιός την έβαλε εκεί. Την παίρνει για ιδική του σκέψι. Διότι η σκέψι έρχεται με δόλο. Δεν λέγει καθαρά «φάγε, κοιμήσου, ραθύμησε, κλέψε, πές ψέματα, γέλασε». Διότι αν πή έτσι κατ ευθεία, δεν υπακούει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος, φύσι αγαθή, κατ ευθεία στο πονηρό δεν πάει• εκτός αν διαστραφή. Τότε έρχεται με την εύλογη πρόφασι και λέγει: «Είμαι αδιάθετος, ας πάω να κοιμηθώ»• και πολλές άλλες ακατονόμαστες προφάσεις. Όταν έλθουν αυτά, ο γνήσιος υποτακτικός αμέσως σκέπτεται. Οποιαδήποτε σκέψι έρχεται μέσα μου, καλή-κακή θα την αναγγείλω στον Γέροντα. Και ευρίσκεται στα πλαίσια της υποταγής και της υπακοής. Μόλις ο διάβολος ιδή ότι έτσι ενεργεί ο υποτακτικός, αποδυναμώνεται. Δοκιμάστε και θα ιδήτε. Όταν επιμένει ένας λογισμός λεπτός και παραμένει, μόλις πείτε «θά πάω στον Γέροντα, και ό,τι μου πεί θα κάνω», αμέσως εξαφανίζεται.

Οι αλλοιώσεις δυστυχώς υπάρχουν και μεταβάλλουν τις διαθέσεις. Ενώ τώρα ένας άνθρωπος είναι ευδιάθετος, πρόθυμος, «ζέων τώ πνεύματι», ξαφνικά σκυθρωπάζει, αισθάνεται ξηρασία, ακηδία και χάνεται όλη η προθυμία του. Τότε έρχεται η εύλογη πρόφασι να εφαρμόση οικονομία. Επειδή είναι αδιάθετος να φάγη λίγο παραπάνω, κάτι καλύτερο, να ξεκουρασθή προ της κανονικής ώρας, να εγκατάλειψη τον κανόνα του. Ο μοναχός όμως λέγει: «Δεν θα κάνω τίποτε από αυτά. Και αν είναι ανάγκη θα ερωτήσω τον Γέροντα». Έτσι δεν κινδυνεύει. Διότι αν υποταχθή κανείς στον όρο της οικονομίας, εισέρχεται σε ένα πλήθος πειρασμών πού δεν έχει άκρη. Τον καταλαμβάνει απόγνωσι, αποθάρρυνσι, τον ελέγχει η συνείδησί του και δεν τον αφήνει ήσυχο, ούτως ώστε και σωματικά να τον πείση να παράλειψη τον κανόνα του και πνευματικά να μην τον αφήση να ενθυμηθή τον Θεό. Θα του σαλέψη και τον ψυχικό και τον σωματικό κόσμο. Εάν όμως είναι προσεκτικός, ό,τι τον απασχολεί και τον πιέζει, το αναφέρει στον Γέροντα• και έτσι σκεπάζεται με την Χάρι της υπακοής και εξαρτήσεως, και εξ αιτίας αυτού δεν αιχμαλωτίζεται στις διάφορες παγίδες του σατανά. Εκεί πού δεν ημπορεί να εισχώρηση ο σατανάς, όλα τα πράγματα είναι ομαλά και ειρηνικά, διότι εμείς οι χριστιανοί έχομε κτήμα μας την ειρήνη του Ιησού μας, «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνη την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. 14,27) και «Ιδού εγώ μεθ υμών ειμι πάσας τάς ημέρας» (Ματθ. 28,20). Αυτά είναι θέσεις, δεν είναι απλά λόγια.

Μένοντες εμείς μέσα στον όρο της υπακοής και του καθήκοντος, έχομε την συνέχεια της παρουσίας της Χάριτος του Ιησού μας και ειρηνεύομε. Όλα αυτά θα αυξήσουν μέσα μας την εμπειρία στο πώς να πολεμάμε. Αν αυτό μάθετε, έληξε το θέμα. Δεν μπορεί να μάς κάνη τίποτε κανείς• διότι νουνεχώς και με φρόνησι συνεχίζαμε την πορεία μας. Δεν φοβούμεθα οποιονδήποτε παράγοντα πού θέλει να μάς φράξη το δρόμο, διότι απλούστατα, δεν έχει αυτό το δικαίωμα, γιατί «μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τώ κόσμω» (Α´ Ιωάν. 4,4).

Ερ.: Γέροντα, εκτός από αυτά πού μάς είπατε, τί άλλο πρέπει να κάνωμε όταν έλθουν αυτές οι αλλοιώσεις;

Απ.: Είπα και προηγουμένως ότι ο άνθρωπος οφείλει να μάθη την τέχνη του πολέμου. Το κεντρικότερο από όλα φυσικά, όπως ο Ιησούς μάς ετόνισε, είναι η υπομονή. «Ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» και«εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τάς ψυχάς υμών» Γιατί η υπομονή είναι αυτή πού θα δείξη την πραγματικότητα. Επειδή οι αλλοιώσεις, πού είναι ανιούσες και κατιούσες καταστάσεις, δεν είναι πραγματικές. Ούτε η ανιούσα, ούτε η κατιούσα κατάστασι είναι πραγματική, ούτε το κύμα της Χάριτος πού υπάρχει μέσα στον άνθρωπο και τον δροσίζει και τον παρηγορεί, είναιμόνιμο, αλλά ούτε η απόγνωσι και η ξηρασία πάλι είναι μόνιμα. Την ποιότητά τους θα την εύρωμε μόνο με την μακροθυμία, η οποία λέγεται υπομονή. Συνηθίζοντας κανείς να υπομένη, περιμένει το έλεος του Θεού πού θα έλθη και θα τον πληροφόρηση. Οι αλλοιώσεις προκαλούνται από πολλές αιτίες. Είτε εκ δεξιών, είτε εξ αριστερών είναι, οι αφορμές ένα σκοπό έχουν. Το συμφέρον, την ωφέλεια του ανθρώπου.

Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, για να επιτρέψη να συμβή στον άνθρωπο ο,τιδήποτε, πρέπει να το κρίνη με την θεοπρεπή Του δικαιοσύνη, πού οπωσδήποτε είναι προςωφέλεια του ανθρώπου. Το θέμα της παναγάπης και προνοίας του Θεού είναι – όπως όλες οι θείες τελειότητες – θεοπρεπές και τέλειο. Ο Θεός δεν μεταβάλλεται, ώστε να πηγάζη από μία απόφασί Του κακό. Μόνο καλοσύνη, μόνο αγάπη, μόνο αγαθότης, μόνο συμπάθεια, μόνο ελεημοσύνη είναι ο Θεός. Αρα, και εκείνους πού αγαπά, και εκείνους πού παιδεύει, τους παιδεύει σύμφωνα με τις ιδιότητές Του, αγαπητικά.

Για να επιτρέψη ο Θεός – και ιδίως στον άνθρωπο, τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε, ώστε «ουδέ του ιδίου Υιού εφείσατο» – μία αλλοίωσι, ένα πειρασμό, από αγάπη το επιτρέπει, για το συμφέρον του.

Περὶ ἀγάπης Γέρων Γερμανὸς Σταυροβουνιώτης



Ἐκεῖνος, πού ἀγωνίζεται νά ἀποκτήση τελεία ἀγάπη, τόσο πρός τόν Θεό, ὅσο καί πρός τόν πλησίον, αὐτός μπορεῖ καί ὁμολογεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (βλ. Α’ Κόρ. ιβ’ 3)

Πρέπει νά πιστεύης ὅτι σέ ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ἀκόμη κι ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σέ ἀποστραφοῦν κι ἄν ὅλοι σέ ἐγκαταλείψουν.

Νά βλέπης ὅλους τοὺς ἀδελφούς σου στό Μοναστήρι σάν ἕνα ἄνθρωπο. Νά μή κάνης δηλαδή ἐξαιρέσεις, καί νά μήν ἔχης περισσότερη ἀγάπη σέ κάποιο, ἀλλά ὅλους νά τούς ἔχης τό ἴδιο, διότι εἶστε ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι στό ἴδιο οἴκημα κατοικεῖτε, στό ἴδιο Μοναστήρι.

Ὅταν σοῦ ἔλθη λογισμός πώς δέν σέ ἀγαποῦν καί δέν σοῦ συμπαραστέκονται, τότε νά θυμᾶσαι πώς, ὅταν ὅλοι σ’ ἐγκαταλείψουν, ὅμως ἔχεις τόν Θεό γιά βοηθό. «Ὁ πατήρ μου», λέγει ὁ Δαβίδ, «καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με» (Ψαλμ. κστ’ 10). Κάποιος Μοναχός ἦταν ἄρρωστος. Πέρασε περίπου ἕνας μήνας, καί κανείς δέν πῆγε στό κελλί του νά τόν δῆ καί νά τόν βοηθήση. Κατόπιν ἔστειλε ὁ Θεός ἄγγελο νά τόν ὑπηρετήση. Κι ὅταν ἀργότερα οἱ συνασκητές τοῦ σκέφθηκαν νά τόν ἐπισκεφθοῦν,νά ἰδοῦν μήπως εἶναι ἄρρωστος, μήπως ἔχη πάθει τίποτα, αὐτός, μόλις τούς ἀντικρυσε, τούς φώναξε: «Φύγετε!». Τότε αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Γιατί μᾶς διώχνεις;» Αὐτός ἀποκρίθηκε: «τόσο καιρό, πού δέν μέ σκεφθήκατε ἐσεῖς, πού δέν μέ εἴδατε, πού δέν μέ βοηθήσατε, ἔστειλε ὁ Θεός ἄγγελο, καί μέ ὑπηρετοῦσε. Μά τώρα πού ὁ ἄγγελος σᾶς εἶδε, ἔφυγε! Προτιμότερο νά φύγετε ἐσεῖς, καί νά ἔρθη πάλιν ὁ ἄγγελος!».

Γιατί νά μή ἔχουμε γιά κάθε ἄνθρωπο ἀγάπη; Γιά τό θέμα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, πού μέ ἐρωτᾶς, εἶναι γραμμένο κάπου: «Μετά πάντων ἔχε ἀγάπην καί ἀπό πάντων ἀπέχου». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη δέν ἐνεργεῖται μόνο μέ τήν ἐξωτερική της ἐκδήλωση. Ἡ ἀγάπη ἐνεργεῖται κυρίως μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει νά ἔχης ἀγάπη γιά κεῖνον πού σοῦ θυμώνει, γιά κεῖνον πού σέ κατηγορεῖ, γιά κεῖνον πού σέ ἐξευτελίζει. Νά πῆς ὅτι αὐτός εἶναι ὁ γιατρός μου. Καί ναί μέν τά φάρμακα, πού μοῦ δίνει, εἶναι πολύ πικρά, ἀλλά ἐγώ μέ αὐτά ὠφελοῦμαι. Αὐτό ἐξ ἄλλου εἶναι καί ἡ ἐφαρμογή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς» (Λουκ. στ’ 27-28). Δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά τοῦ εἰπῶ μέ λόγια πώς τόν ἀγαπῶ. Ἐκεῖνο, πού ἔχει σημασία, εἶναι νά ἔχω μέσα μου τήν ἀγάπη γι’ αὐτόν, ἔστω κι ἄν φέρθηκε ἔτσι. Καί ἐπειδή μπορεῖ νά κολαστῆ μέ τόν ἄσχημό του τρόπο, γι’ αὐτό παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν ἐλεήση, νά τόν φωτίση, νά τόν συγχωρέση, γιά νά μή κολασθῆ. Γιατί νά ἔχω κάτι μαζί του; Ἀφοῦ δέν μέ θέλει, θά ἀπέχω. Ὅμως κατ’ οὐδένα τρόπο δέν θά ἀφήσω μέσα μου τόν λογισμό, τόν πειρασμό νά μέ πειράζη ἐναντίον του, ἀλλά θά παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν ἐλεήση, νά τόν φωτίση, νά τόν συγχωρέση, νά τόν σώση.

Ὅσο περισσότερο ἀγωνίζεσαι νά ἀγαπᾶς τό Θεό, τόσο περισσότερο αὐτός σοῦ ἀποκαλύπτεται!

Ἐκεῖνος, πού ἐπιθυμεῖ τό κακό τοῦ συνανθρώπου του, κάνει τελικά κακό στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Καί ἐκεῖνος, πού ἀγαπᾶ ἀκόμα καί τόν ἐχθρό του, στήν πραγματικότητα εὐεργετεῖ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.

Ὅσο πιό πολύ ἀγωνιζόμαστε νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, τόσο πιό πολύ νιώθουμε μέσα μας χαρά καί εὐτυχία. Δέν ὑπάρχει στόν κόσμο μεγαλύτερη εὐτυχία ἀπό τό νά φλέγεται ἡ καρδιά μας ἀπό ἀγάπη πρός τόν γλυκύτατο Κύριό μας.

«Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ’. 24). Γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μέ ὅλη τήν καρδιά μας, πρέπει πρῶτα νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τά γήινα εἶναι πρόσκαιρα καί μάταια, καί σέ τίποτε ἀπό αὐτά νά μή προσκολληθοῦμε. Γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον μας σάν τόν ἑαυτό μας, πρέπει νά περιφρονήσουμε τρία πράγματα: Τό χρῆμα, τίς ἡδονές καί τήν ἀνθρώπινη δόξα. Εἴμαστε σέ θέση νά ποῦμε μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;» (Ρωμ. η’ 35). Ἄν ναί,τότε εἶναι πού πραγματικά ἀγαποῦμε τόν Χριστό!

Δέν ἔχει τόση ἀξία τό νά ἀγαποῦμε ὅσους μᾶς ἀγαποῦν «ποία ὑμῖν χάρις ἐστι;» (Λουκ. στ’ 32). Ἀξία ἔχει τό νά ἀγαποῦμε αὐτούς, πού μᾶς ἐχθρεύονται, κι αὐτούς, πού μᾶς μισοῦν!

Μίμηση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει πρῶτ’ ἄπ’ ὅλα μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Νά θυσιάζουμε «τά θελήματα τῆς σαρκός» (Ἐφ. β’ 3) χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ ἀδελφοῦ μας.

Ὅπως «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη», ἔτσι κατά ἀντίθετο τρόπο, ὁ διάβολος εἶναι μῖσος. Αὐτός, πού ἀγαπᾶ ὅπως ὁρίζει ὁ Θεός, γίνεται μιμητής Του κι αὐτός, πού μισεῖ τόν ἀδελφό του, γίνεται διάβολος, καί γεύεται ἤδη ἀπό τώρα τήν κόλαση!

Ὑπάρχει ἡ κατά Θεόν ἀγάπη, ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ κατά… διάβολον ἀγάπη! Ὑπάρχει τό κατά Θεόν μίσος ἀλλά ὑπάρχει καί τό διαβολικό μίσος. Ἡ κατά Θεόν ἀγάπη εἶναι αὐτή, πού πηγάζει ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατά… διάβολον ἀγάπη(!) εἶναι ἡ δαιμονική, ἡ φιλήδονη, ἡ ἐμπαθής, αὐτή π.χ. ποὺ ἕνας ἔγγαμος αἰσθάνεται πρός μία ἄλλη γυναίκα, ὥστε πολλές φορές νά φθάνη μέχρι τοῦ σημείου νά ἐγκαταλείπη τή νόμιμη σύζυγό του χάριν τῆς ξένης. Δαιμονική ἀγάπη εἶναι ἐπίσης αὐτή, ἀπό τήν ὁποία διακατέχονται ὅσοι περιπίπτουν στά σοδομικά πάθη. Τέτοιου εἴδους «ἀγάπες», ὄχι μόνο τίς ἀπεχθάνεται καί τίς βδελύσσεται ὁ Θεός ἀλλά, ἄν δέν ὑπάρξη μετάνοια καί ἀλλαγή ζωῆς, τίς τιμωρεῖ παραδειγματικά. Κατά Θεόν μίσος εἶναι τό μίσος κατά τῆς ἁμαρτίας. Διαβολικό μίσος εἶναι τό μίσος ἐναντίον οἱουδήποτε συνανθρώπου μας, ἀκόμη καί ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας. Πρέπει νά ἀγαποῦμε τόν πλησίον μας, ὅσο κι ἄν αὐτός μᾶς ἔφταιξε, ὅσο κι ἄν μᾶς πίκρανε!

Αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν πλησίον του μέ τήν ἀληθινή, τή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀγάπη, νοιώθει μέσα του ἀπέραντη εἰρήνη καί χαρά. Αὐτός πού «ἀγαπᾶ» μέ τήν ψεύτικη, τήν ἐπιφανειακή, τήν ὑποκριτική, τή σαρκική, τή φιλήδονη «ἀγάπη» νοιώθει μέσα του σύγχυση καί ταραχή.

Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι συνυφασμένη μέ πνεῦμα ταπείνωσης, θυσίας καί προσφορᾶς. Αὐτός, πού ἀγαπᾶ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θυσιάζει τίς ἐπιθυμίες του καί τήν ἀνάπαυσή του χάριν αὐτοῦ πού ἀγαπᾶ. Ἡ ἀγάπη, πού δέν εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνδέεται μέ πνεῦμα ἐγωϊσμοῦ καί αὐτός πού ἔχει τέτοια «ἀγάπη», ἀντί νά θυσιάζεται γιά τόν ἄλλο, ὅλο ζητᾶ νά θυσιάζεται ὁ ἄλλος γι’αὐτόν.

Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό μας κρύβει μεγάλη σοφία. Ὅταν ἀνταποδίδουμε καλό ἀντί κακοῦ, γινόμαστε μιμητές τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἔρχεται καί μᾶς ἐπισκιάζει ἡ Χάρις Του!

Μᾶς πλημμυρίζει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Οἱ Ἅγιοι ἀγαποῦσαν ἀκόμα καί τούς διῶκτες τους! Καί αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός ἦταν καθοριστικό, ὥστε νά ἀναδειχθοῦν ἀπό τόν Χριστό γνήσιοι φίλοι Του, Ἅγιοί Του!

Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας δέν πρέπει νά μένη μόνο στά λόγια, ἀλλά κυρίως νά προχωρᾶ στά ἔργα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη φωτίζει μέ ὑπερφυσικό φῶς τό πρόσωπο αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ.

Τό πρόσωπο ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μισεῖ, εἶναι συνωφρυωμένο καί συννεφιασμένο, μέχρι καί σκοτεινό.

Ἡ ἀληθινή ἀγάπη δέν χαίρεται μέ τίς συμφορές τοῦ πλησίον, οὔτε λυπᾶται μέ τίς ἐπιτυχίες του.

Θέλεις νά ἀνακαλύψης τί εἴδους ἀγάπη ἔχεις μέσα σου; Στάσου μπροστά στόν καθρέφτη τοῦ ιγ’ κεφαλαίου τῆς Α’ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί κοίταξε μέ εἰλικρίνεια να ’δῆς, ἄν ἐφαρμόζωνται σέ σένα αὐτά, πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτός, πού ἀγαπᾶ, ἔχει μακροθυμία στίς ἀδυναμίες τοῦ ἄλλου. Ἔχει καί καλωσύνη. Δέν ζηλοφθονεῖ. Δέν ὑπερηφανεύεται, δέν ἀσχημονεῖ, δέν ζητᾶ τό δικό του συμφέρον, δέν εἶναι εὐερέθιστος, λησμονεῖ τό κακό, πού τοῦ ἔχουν κάνει. Λυπᾶται, ὅταν ἀδικῆται ὁ πλησίον του, καί χαίρεται μαζί του στή χαρά του. Ἔχει σέ ὅλα ἀνεκτικότητα, ἐμπιστοσύνη, ἐλπίδα, ὑπομονή» (Α’ Κόρ. ιγ’ 4-7)

Ἡ ἀγάπη μας πρός τό Θεό καί πρός τούς συνανθρώπους μας εἶναι ἀλληλένδετες. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη ἡ μία, χωρίς νά ὑπάρχη καί ἡ ἄλλη. Διαφορετικά, οὔτε τόν Θεό ἀγαποῦμε ἀληθινά, οὔτε τόν πλησίον μας πραγματικά.

Πιό πολύ νά ἀγαποῦμε αὐτούς, πού μᾶς ἐλέγχουν, παρά αὐτούς, πού μᾶς κολακεύουν.

Δέν ὑπάρχει ἀληθινή ἀγάπη, χωρίς τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός ἐμᾶς εἶναι ἀχώριστα συνδεδεμένη μέ τή Σταυρική Του θυσία. Σταυρός καί Ἀγάπη πᾶνε ἀχώριστα μαζί.

Πολέμησε τό μίσος, πού δείχνει ὁ ἄλλος πρός ἐσένα, μέ ὅπλο τήν ἀγάπη, πού ἐσύ θά δείχνης πρός αὐτόν. Δεῖξε ἀγάπη σ’ αὐτόν, πού σοῦ δείχνει κακία. Ἔτσι καί μόνον ἔτσι ὑπάρχει ἐλπίδα νά μετατρέψης τή μοχθηρία του σέ καλωσύνη.

Αὐτός, πού ἔχει κακία, γεύεται θάνατο, ἐνῶ αὐτός, πού ἔχει ἀγάπη, γεύεται αἰώνια ζωή.

Ὁ ὡραιότερος καί ἀποτελεσματικότερος τρόπος νά ἐκδικηθῆς αὐτόν, πού σέ ἔβλαψε, εἶναι νά τόν εὐεργετήσης.

Οἱ οὐρανοί ἀνοίγουν διάπλατα γι’ αὐτόν, πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν Χριστό «μέ ὅλη τήν καρδία του, μέ ὅλη τήν ψυχή του καί μέ ὅλη τή διάνοιά του, καί τόν πλησίον του ὅπως τόν ἑαυτό του» (Λουκ. ι’ 27).

Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ Θεός. Ὅπου ὑπάρχει τό μίσος, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ διάβολος.

Νά ἀπορρίπτης μέ ὅλη σου τή δύναμη καί νά ἐξομολογῆσαι μέ ὅσο τό δυνατό μεγαλύτερη ταπείνωση ὅλες τίς καχυποψίες καί φαντασίες, πού σοῦ προβάλλει ὁ διάβολος, γιά νά σέ κάνη νά ἀντιπαθῆς καί νά ἀποστρέφεσαι τόν πλησίον σου.

Δέν ὑπάρχει χῶρος παραμονῆς στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν γι’ αὐτούς, πού στήν ψυχή τους δέν ἔχουν χῶρο ἀγάπης γιά τούς ἐχθρούς τους.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...