Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 01, 2013

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Γέρων Ιωσήφ τον Ησυχαστή.


                                   elderjosephhesychast
Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής (Αρχιμ. Εφραίμ Καθηγουμένου Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου)

Όταν κανείς θεωρητικά για κάποιο διάστημα της ζωής του ευτυχεί δεν έχει καιρό να θέτει ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή του. Απολαμβάνει για λίγο την ηδονή που προκύπτει από ευτυχή γεγονότα και ακόμη περισσότερο φαντάζεται ότι έχει την δυνατότητα να επεκτείνεται ευτυχώντας έως ότου να πετύχει την ύψιστη ανάπαυση και χαρά του. Αυτό συνήθως συμβαίνει στις πιο μικρές ηλικίες, όταν άλλοι έχουν τις πραγματικές ευθύνες για τη ζωή του -και μάλιστα στην σύγχρονη εποχή για αρκετό χρονικό διάστημα- εφόσον τελειώνει κανείς τις σπουδές του σε ώριμη ηλικία.

Όταν σιγά-σιγά συναντούμε τις πρώτες δυσκολίες της ζωής, που δεν αποκλείεται να συμβεί και σε μικρή ηλικία, τότε αρχίζει ο προβληματισμός. Προβάλλονται και εντελώς φυσικά στο νου του ανθρώπου, ερωτήματα: Γιατί υπάρχω; Ποιό το νόημα σε αυτήν την ζωή; Ποιά είναι η αλήθεια όσον αφορά το πρόσωπό μου και τον κόσμο που ζω; Όταν απαντηθεί το ερώτημα ποιά είναι η αλήθεια, τότε μπορεί να δώσει ουσιαστική λύση σε κάθε άλλο ερώτημα. Κάποτε αυτό το ερώτημα είχε τεθεί στον Χριστό από τον Πιλάτο «Τι εστίν αλήθεια;» (Ιω. 18,38) και φυσικά δεν περίμενε απάντηση. Το ερώτημα αυτό κουράζει, απογοητεύει· σκέπτεται κανείς ότι δεν υπάρχει απάντηση.
Σίγουρα κάθε τι που δημιουργεί χαρά η ηδονή δεν είναι ταυτόχρονα και ευτυχία. Αυτό καθορίζει μια λεπτομερή παρατήρηση, που προέρχεται από την γνώση των ενεργειών που προσδίδονται στον ψυχικό μας κόσμο όταν αποφασίσουμε να υλοποιήσουμε την μία η την άλλη σκέψη.
Υπάρχουν παράλογες ηδονές που ξεγελούν τον άνθρωπο. Παρουσιάζονται σαν ευτυχίες και αλήθεια και ενεργούμενες δημιουργούν την γνώση της πικρίας και απογοητεύσεως. Αυτό φαίνεται καθημερινά σε όλους τους τομείς της ζωής, η στα απεριόριστα πλούτη, η στην κατάργηση της προσωπικότητος του άλλου φύλου τρυγώντας μόνο στην σωματική ηδονή με ψεύτικα αισθήματα.
Η αλήθεια όμως είναι πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό αποκαλύφθηκε «Εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιω. 14,6). Ταυτόχρονα αυτός είναι και η αγάπη διότι «ο Θεός αγάπη εστίν» (Α Ἰω. 4,8). Η πνευματική αγάπη δεν απομονώνεται στον εαυτό της αλλά ζει την ευτυχία της μέσα στο άλλο πρόσωπο.
Η παρουσία του προσώπου Χριστού-Θεού στην γη ήταν μια προσφορά πρακτικής θυσίας-αγάπης και η αγάπη αυτή προερχόταν από την εσωτερική ενέργεια του φωτός της Θεότητος, που έκρυβε μέσα του και άφησε να φανεί εξωτερικά στο όρος Θαβώρ, στην Μεταμόρφωσή Του. Η προσωπική Του ζωή είναι η αλήθεια για κάθε άνθρωπο, η αλήθεια όμως εφαρμοσμένη σαν θυσία αγάπης, ανιδιοτελούς προς τον συνάνθρωπο. Όλες οι εντολές του οδηγούν στην αλήθεια, στην αγάπη, στο φως, στην απομίμηση των αρετών του θεϊκού Του προσώπου.
Μόνο όποιος αποφασίσει να περάσει σε ένα “στάδιο” αυτοθυσίας μπορεί να κατανοήσει ότι μέσα από τους κόπους για την απόκτηση της αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους εχθρούς, πηγάζει μέσα στην καρδιά του η ενέργεια του φωτός εκείνου που ανακαινίζει, μεταμορφώνει τελείως τον εσωτερικό άνθρωπο και τον ανεβάζει στην ύψιστη επιτυχία και σκοπό της ζωής, την θέωση της ανθρώπινης φύσεως, την υιοθεσία, την νίκη κατά του θανάτου, την αιώνια ανάστασή του.
Μέσα στην ορθόδοξη παράδοση άπειροι ήταν οι μάρτυρες αυτής της οδού και ιδίως στον ελληνικό χώρο.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έζησε στο Άγιον Όρος από το 1921 έως το 1959.
Η κατά κόσμον καταγωγή του μακαρίου αυτού Γέροντος ήταν από την νήσο Πάρο. Στα χρόνια που γεννήθηκε οι αξίες που χαρακτηρίζουν την ευγένεια του ανθρώπου έναντι των άλλων δημιουργημάτων ήταν ακόμη πολύ ισχυρές, όπως και στην δική του φτωχή κατά τα άλλα οικογένεια· γεγονός που του δώρισε άριστες αρχές και ενάρετο χαρακτήρα. Πολύ σύντομα έμεινε ορφανός από πατέρα και αυτό του στέρησε την δυνατότητα να έχει ιδιαίτερες σπουδές. Τελείωσε την Β Δημοτικοῦ, ώστε μόλις είχε τη δυνατότητα απλώς να διαβάζει και να γράφει χωρίς σωστό συντακτικό και με πολλά ορθογραφικά λάθη. Εργαζόταν στον τόπο της γεννήσεώς του, τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό και σε ηλικία περίπου 23 ετών βρισκόταν στην Αθήνα σαν μικροπωλητής.
Όνειρο - αποκάλυψη
Στην απλότητα των χρόνων εκείνων, σε ένα περιβάλλον πολύ κοσμικό, όπως ήταν τότε η Αθήνα, μία ευγενική ύπαρξη γεμάτη αυτοθυσία και αγάπη όπως ήταν ο Φραγκίσκος, αυτό ήταν το όνομά του πριν γίνει μοναχός, ζούσε μία ζωή έντιμη και προσεγμένη έως ότου κάποιες συγκυρίες του άλλαξαν τελείως την ζωή. Ενώ μελετούσε βιβλία παλαιών ασκητών της Εκκλησίας, ένα αποκαλυπτικό όνειρο του έδωσε μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό. Βρέθηκε μπροστά σε μεγαλειώδεις ανακτορικούς χώρους και συνοδευόμενος από τους φύλακες του χώρου αυτού, φοβήθηκε, διότι δεν γνώριζε πως βρέθηκε εκεί, χωρίς να το αξίξει, όμως εκείνοι χαμογέλασαν με καλοσύνη και του είπαν ότι το να ανεβεί εκεί είναι επιθυμία και θέληση του Βασιλέως. Για την εποχή βέβαια εκείνη, αυτό ήταν ύψιστη τιμή. Εδώ όμως δεν συνάντησε ο Φραγκίσκος κάτι το επίγειο, αλλά περνώντας μέσα από ασύλληπτους για την γήϊνη διάνοια χώρους, σε μια ξένη για τους κοινούς θνητούς διάσταση, τον υποδέχτηκαν και του έδωσαν ενδυμασία πολύτιμη που έμοιαζε κατασκευασμένη από ολόλευκο φως, ενώ ταυτόχρονα του είπαν «από εδώ και στο εξής θα υπηρετείς εδώ».
Παρόμοιες “πληροφορίες” είχε συναντήσει ο Φραγκίσκος στην μελέτη των βίων των Γερόντων και ασκητών της ερήμου. Αυτό το όνειρο - αποκάλυψη συνοδευόταν και από μία υπερκόσμια θεϊκή ενέργεια. Αυτή η ενέργεια γέμισε τον εσωτερικό κόσμο του Φραγκίσκου με τον πόθο να γνωρίσει τον Δημιουργό του, να απομακρυνθεί από κάθε τι γήϊνο, να μιμείται -πριν γίνει ακόμη μοναχός- την προσευχή, την νηστεία και την αγρυπνία των ασκητών, στην Πεντέλη και σε άλλους χώρους κοντά στην Αθήνα, που ήταν σχεδόν στην εποχή του, ακατοίκητη.
Μία «τυχαία» γνωριμία του με ένα Αγιορείτη μοναχό, τον οδήγησε στο Άγιον Όρος και μάλιστα στα ερημικώτερα και ασκητικώτερα μέρη του, στα Κατουνάκια. Ο Φραγκίσκος δεν ήταν ακόμη έμπειρος ασκητής, είχε όμως ενημερωθεί από την μελέτη των βιβλίων των διαφόρων παλαιών ασκητών και την φυσική του συνείδηση, ότι για να ονομάζεται κανείς άνθρωπος πρέπει να έχει νικήσει μέσα του όλα τα πάθη που προσδίδουν στον ανθρώπινο χαρακτήρα, τον θηριώδη και άλογο τρόπο ζωής. Αυτός ο άλογος τρόπος ζωής, όπως έμπειρος αργότερα ασκητής, γράφει στα πνευματικά παιδιά που καθοδηγούσε, χαρακτηρίζεται από την υπερηφάνεια η τον εγωϊσμό, την φιλαυτία η την υπερβολική αγάπη του εαυτού μας και την πλεονεξία που ξεγελά τον άνθρωπο και τον κάνει να μαζεύει συνεχώς χρήματα. Σαν συνέχεια της αλυσίδας αυτών των κακών είναι ο θυμός και η ταραχή, το μίσος και γενικώτερα ο,τι αντιστρατεύεται την αγάπη.
Για να ξεκινήσει τον μοναχικό του αγώνα, σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει, έπρεπε να συναντήσει άλλους έμπειρους γέροντες, ώστε με την δική τους καθοδήγηση να περπατήσει τον δρόμο προς την θέωση, να πολεμήσει με παράλογες επιθυμίες, να βρει συμπαράσταση από την θεία Χάρη, να νικήσει με την θεία ενέργεια κάθε μορφή κακίας, που είτε είχε κατακτήσει κάποιο μέρος της καρδιάς του τον καιρό που δεν εργαζόταν τις ευαγγελικές αρετές, είτε επρόκειτο να τον προσβάλλει για να του ανακόψει τον δρόμο. Στην προσπάθεια αυτή δυσκολεύθηκε· και ενώ έμενε προσωρινά στην πλέον ερημική περιοχή του Αγίου Όρους, την Βίγλα, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του Όρους, και προσπαθούσε, όπως είχε διαβάσει στους βίους των οσίων, να προσεύχεται, να νηστεύει, να αγρυπνεί και να αναζητεί καθοδήγηση, κουράστηκε υπερβολικά, και με πόνο, αγωνία και δάκρυα παρακαλούσε τον Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο για βοήθεια και συμπαράσταση. Από την ερημική Βίγλα κοίταζε προς την κορυφή του Άθωνα, στο εκκλησάκι της Παναγίας και γεμάτος ταπείνωση προσευχόταν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιο σκίρτημα χαράς στην καρδιά του και ταυτόχρονα είδε αισθητά ένα φως, το οποίο προερχόταν από το εκκλησάκι της Παναγίας, ακούμπησε πάνω του και του μετέδωσε υπερφυσικές ιδιότητες. Έχασε την αίσθηση του χώρου, χρόνου, της ύλης ακόμη και του σώματός του· η χαρά ήταν ανεπανάληπτη, το φως εκείνο ήταν ενωμένο με την ύπαρξή του και έξω από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα η πονεμένη προσευχή του άλλαξε. Μέσα στην καρδιά του ακουγόταν ξεκάθαρα, ρυθμικά, με αίσθηση υπερφυσικής ειρήνης χωρίς πλέον δική του προσπάθεια το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», η σύντομη προσευχή που χρησιμοποιούν οι Αγιορείτες Πατέρες για να έχουν αδιάλειπτη την μνήμη του Θεού και των εντολών του, και επίσης να εκπληρώνουν, με αυτόν τον τρόπο, την εντολή του αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσ. 5,17). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπειρία, πραγματική αίσθηση, και πνευματική γνώση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας δόθηκε κατά το άγιο βάπτισμα στα παιδικά μας χρόνια.
Από την ημέρα εκείνη απομακρύνθηκε περισσότερο από τους κατοικημένους χώρους, ζούσε με υπερβολική λιτότητα, το φαγητό του ήταν λίγο παξιμάδι κατά τις απογευματινές ώρες της ημέρας και αυτό το έπαιρνε από τις Μονές, για τις οποίες έφτιαχνε σκούπες από θάμνους, ενώ είχε ως αυστηρό πρόγραμμα την καλλιέργεια της προσευχής μέσα στην καρδιά του όπως τον δίδαξε η θεία Χάρις, η οποία μετά την αποκάλυψη εκείνη είχε συσταλεί και τώρα χρειαζόταν ο αγώνας της εργασίας του προγραμματισμού και της αναζητήσεως.
Οι υπερφυσικοί αγώνες και η νίκη
Στην κορυφή του Άθωνα την ημέρα της εορτής της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, συνάντησε τον μετέπειτα συνασκητή του π. Αρσένιο, και αφού συμφώνησαν να αγωνιστούν μαζί, ζήτησαν την συμβουλή ενός πολύ εναρέτου και σοφού Γέροντος, του Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη, που να μείνουν και πως να αγωνίζωνται. Και αυτός πολύ σοφά τους σύστησε να υποταχθούν σε κάποιο γέροντα ενάρετο, ακόμη και αν είναι πολύ απλός, να πάρουν την ευχή του και μετά την κοίμησή του να αγωνιστούν όπως τους αρέσει. Πράγματι παρέμειναν στα Κατουνάκια και έζησαν κοντά στους Γέροντες Εφραίμ και Ιωσήφ.
Η ασκητική ζωή εξωτερικά είναι μία μονοτονία όμως μέσα στο πρόγραμμα αυτό, στην λιτή ζωή και στην ησυχία ο άνθρωπος ενδοσκοπεί, παρακολουθεί τον εσωτερικό του κόσμο, με την δύναμη του φωτός της προσευχής ελέγχει όλες τις σκέψεις και τις ενέργειες που αυτές μεταφέρουν. Με την δύναμη της Χάριτος του Θεού διώχνει κάθε πονηρή σκέψη που υποβάλλει κυρίως, φαντασιώσεις υπερηφάνειας, οιήσεως και εγωισμού, σαρκικές αναπαύσεις, ηδονές και απολαύσεις “υπέρ το μέτρον”, συναισθήματα μίσους, ζήλειας και φθόνου, η ακόμη την προσκόλληση στα υλικά πράγματα, ώστε να κινδυνεύει κανείς να θυμώνει όταν του τα στερούν η να ανταποδίδει κακόν αντί κακού. Και αντί όλων αυτών με την θεία ενέργεια, με την παράλληλη προσοχή και απόφασή του να μοιάσει στον Θεό, ο ασκητής αποκτά επίγνωση της αδυναμίας του ανθρώπου. Χωρίς την δύναμη του Θεού και την συνεργασία με την θεία Χάρη δεν μπορεί να κάνει τίποτε αγαθό. Η θεία Χάρις τον βοηθά να μην «οίεται», δηλαδή να νομίζει ότι είναι σπουδαίος, και γνωρίζει έτσι την πατρική προστασία του Δημιουργού του. Εισέρχεται στον πρώτο ευαγγελικό μακαρισμό «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»(Ματ. 5,3) που είναι η ταπείνωση, ο χαρακτήρας του Χριστού «μάθετε απ ἐμοῦ, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία» (Ματ. 11,29).
Ο αντίθετος της ταπεινώσεως δρόμος τους μεν μοναχούς τους κάνει παράλογους, τους δε λαϊκούς τους στέλνει στο ψυχιατρείο.
Αποδιώκοντας, με την θεία ενέργεια, το μίσος, το θυμό, την ζήλεια, τον φθόνο και με την προσοχή και την σταθερή απόφασή του να εχθρεύεται όχι τους ανθρώπους αλλά την κακία, αποκτά ο ασκητής την αγάπη, την κορυφή όλων των αρετών, που τον κάνει όμοιο με το Θεό «ότι ο Θεός αγάπη εστί» (Α Ἰω. 4,8). Για την απόκτηση βέβαια όλων αυτών βοηθεί υπερβολικά το ότι ο νους δεν προσκολλάται σε τίποτε γήϊνο ούτε έχει επιθυμία προς κάτι υλικό, καθώς και η ακτημοσύνη.
Όταν η θεία Χάρις θέλει να αναδείξει κάποιον στο πνευματικό αξίωμα του διδασκάλου και του Πατέρα, τον περνά μέσα από διάφορες δοκιμασίες. Για την απόκτηση των παραπάνω χαρισμάτων χρειάζεται υπομονή, επιμονή, κόπος, θλίψη και έντονος αγώνας. Ο αγώνας αυτός στην ζωή των ασκητών αλλά και των συνειδητών χριστιανών ονομάζεται και είναι σταυρός, δηλαδή σαν την εσταυρωμένη ζωή του Κυρίου.
Εν τω μεταξύ αγωνιζόμενοι στα Κατουνάκια πέθανε ο ένας από τους Γέροντες, ο Ιωσήφ, ενώ στο όνομά του είχε ήδη καρεί μοναχός ο μακαριστός μας Γέροντας, ο πρώην Φραγκίσκος και τώρα πλέον Ιωσήφ.
Μεγάλες δοκιμασίες από το εργόχειρο και κάποιες συνήθειες των περιοίκων μοναχών ανάγκασαν τον Γέροντα Εφραίμ και τους δύο υποτακτικούς Ιωσήφ και Αρσένιο να ανεβούν ψηλότερα στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου. Οι δυσκολίες λόγω της ακτημοσύνης ήταν απερίγραπτες· εκεί αναγκάστηκαν να φτιάξουν ένα μικρό καλυβάκι διαμονής με απερίγραπτους κόπους. Εκεί αργότερα σε βαθειά γεράματα πέθανε και ο Γέροντας Εφραίμ, ενώ για τον Γέροντα Ιωσήφ ξεκίνησαν οι μεγάλοι πνευματικοί αγώνες.
Όποιος μοναχός έχει την διάθεση να ανεβεί πολύ ψηλά, να ξεπεράσει όχι μόνο την κακία αλλά και αυτή την φυσική κίνηση της σαρκικής ηδονής, θα του δοθεί η υπερφυσική νίκη, αλλά με υπερφυσικούς αγώνες και υπερφυσική συμπαράσταση της Χάριτος του Θεού. Αυτοί οι αόρατοι δρόμοι που ακολουθήθηκαν παλαιά από τους αγίους Πατέρες και ήταν γνωστοί ακόμη και στους απλούς χριστιανούς στον κόσμο, στους γονείς μας και τους παππούδες μας, σήμερα λόγω της διεισδύσεως ξένων τρόπων ζωής είναι ελάχιστα γνωστοί, καλλιεργούνται όμως και σήμερα στο Άγιον Όρος και στην Εκκλησία γενικώτερα.
Το όραμα του δοξασμένου στρατηγού
Ο μακαριστός Γέροντας πριν ξεκινήσει τον ασκητικό του αγώνα είχε πόθο να ζήσει μία πολύ πνευματική ζωή, και δεν υπολόγιζε κόπους σωματικούς, νηστείες και θλίψεις, υπομονή στην προσευχή και ο,τι άλλο χρειαζόταν για να πετύχει τον σκοπό του. Έτσι προσευχόμενος στο μικρό καλύβι του στον Άγιο Βασίλειο μέσα στην ησυχία της ερημιάς και της νύκτας, το άκτιστο φως της θείας Χάριτος αυξήθηκε υπερβολικά μέσα του με άπειρη γλυκύτητα και ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά του ένα τάγμα μοναχών σαν παράταξη και απέναντί τους πάλι σαν είδος στρατού πολλοί μαύροι εξαγριωμένοι με άσχημη όψη και διάθεση. Τον πλησίασε ένας δοξασμένος από θεϊκό φως στρατηγός και του είπε: «Επιθυμείς να πολεμήσεις στην πρώτη γραμμή;» και ενώ ο μακαριστός Γέροντας του απάντησε ναι, χαρούμενα και με γενναιότητα, οδηγήθηκε τελείως μπροστά όπου ήταν ένας η δύο μοναχοί ενώ ταυτόχρονα του μίλησε ο οδηγός του και του είπε ότι: «όποιος θέλει να πολεμήσει ανδρεία με αυτούς τους σκοτεινούς δεν τον εμποδίζω αλλά τον βοηθώ».
Οκτώ χρόνια ακόμη αγωνίστηκε σκληρά εναντίον κάθε δαίμονος και κυρίως αυτού που προκαλεί την ανηθικότητα και την πορνεία. Στο διάστημα αυτό ο αγώνας ήταν εξαντλητικός, κοιμόταν λίγο σε ένα είδος καρέκλας και δεν ξάπλωνε· νήστευε και προσευχόταν αδιάλειπτα, όταν έφθανε σε υπερβολική κόπωση και θλίψη τον παρηγορούσε η Χάρις του Θεού. Ο ίδιος στηρίζοντας αργότερα τα πνευματικά του παιδιά τους διηγόταν πολλές από αυτές τις θεϊκές παρηγοριές.
Στο διάστημα αυτό γνώρισε ένα πολύ ενάτερο ασκητή τον Γέροντα Δανιήλ που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου μετά από την ερημική και πανέμορφη περιοχή των Κρύων Νερών.
Ο ίδιος διηγείται: «Η τάξις μου ήτο να εσθίω άπαξ της ημέρας ολίγον· με μέτρον, ψωμί και φαΐ. Και καν Πάσχα η Απόκρηες ένα ήτον εις ημάς φαγητόν. Άπαξ. Και εις όλον το έτος ολονύκτιος αγρυπνία. Την τάξιν αυτήν παρελάβαμε με τον Γέρο-Αρσένιον από ένα νηπτικόν και άγιον Γέροντα, τον Παπα-Δανιήλ. Είχε και άλλους ετότε αγίους πολλούς. Αυτός ήτον ο ένας. Και ιερεύς και ησυχαστής άκρον. Δεν εδέχετο εις την λειτουργίαν κανένα. Βαστούσε η λειτουργία του τρισήμισυ και τέσσαρες ώρες. Από τα δάκρυα δεν ημπορούσε να δώση τας εκφωνήσεις. Εγένετο λάσπη το έδαφος. Δι αὐτό και αργούσε πολύ. Αυτός ήτον πενήντα και πλέον ετών ιερουργός. Μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήση την θείαν λειτουργίαν. Και την Σαρακοστήν όλες τες ημέρες έκαμε Προηγιασμένες. Και μέχρι τέλους χωρίς ασθένειαν εκοιμήθη… Αυτός δεν εδέχετο κανένα ως είπομεν· αλλ’ εγώ επειδή ήμην πολύ επιτήδειος να ερευνώ δια να μάθω - δι αὐτό, η και οικονομία Θεού, όπου θερμώς τον εζητούσα - εσυγκατέβη και με εδέχετο. Και εις κάθε φοράν με έλεγεν ολίγα πλήρη χάριτος λόγια. Και εβάδιζα όλην τη νύκτα δια να πάω εκεί μόνος, να ιδώ την όντως θείαν εκείνην παράστασιν, και να ακούσω ένα - δύο λογάκια… Ήσαν και άλλοι πολλοί, έχοντες έκαστος ίδιον χάρισμα και πάντες ηγιασμένοι, ευωδιάζοντες ως κρίνα την έρημον».
Στον Άγιο Βασίλειο έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί τον επισκέπτονταν για συμβουλές, έτσι ενοχλούμενος στην ησυχία του αναζητούσε άλλο χώρο ησυχαστικό και δύσβατο, κρυμμένο από τους πολλούς. Δεν άργησε να ανακαλύψει τις σπηλιές στη Μικρά Αγία Άννα. Ήταν τόπος στενός και δύσβατος. Ο χώρος για να κτιστεί ένα μικρό πήλινο καλυβάκι, όπως συνήθιζαν, ήταν σχεδόν ακατάλληλος.
Όλη τους η περιουσία ήταν λίγα βιβλία και τα ρούχα που φορούσαν. Μετακόμισαν εκεί τον Ιανουάριο του 1938. Οι κόποι, οι παρατεταμένες νηστείες και αγρυπνίες κατέβαλαν πλέον το σώμα του Γέροντος. Αναγκάστηκαν και έκτισαν μία μικρή πόρτα στους βράχους που ήταν η μοναδική φυσική είσοδος, λίγο μετά έκτισαν κάτω από τη σπηλιά ένα μεγαλύτερο καλύβι με ξύλα, βέργες και πηλό, το οποίο διαίρεσαν σε τρία πολύ μικρά δωμάτια. Ήταν δε τόσο μικρό που με κόπο μπορούσε να εξυπηρετηθεί άνθρωπος περιορισμένων απαιτήσεων, και αντί πόρτας χρησιμοποιούσαν το παράθυρο.
Για εννέα χρόνια στην συνοδία τους στη Μικρά Αγία Άννα ήταν μόνο οι δύο τους ο Γέροντας Ιωσήφ, ο π. Αρσένιος και ο εφημέριος που έμενε μαζί τους μία η δύο φορές την εβδομάδα για την θεία Λειτουργία. Ο εφημέριος αυτός, ενάρετος ιερομόναχος, ήταν ο μετέπειτα πολύ γνωστός στο Άγιον Όρος παπα Εφραίμ Κατουνακιώτης.
Η επιθυμία να μην έχουν απολύτως τίποτε εκτός από τα πιο αναγκαία ξεκινούσε από τον πόθο της αγάπης του Θεού ώστε τίποτε να μην ενοχλεί την γαλήνια και καθαρή προσευχή τους, τίποτε να μη διασπά την προσοχή τους. Ο νους ανάλαφρος να αντιμετωπίζει τις εχθρικές προσβολές, να ζει μέσα σε απερίγραπτη εσωτερική και εξωτερική ησυχία, να ενώνεται ακατάληπτα σε θείους έρωτες με το Πνεύμα το Άγιο του Θεού.
Ο άνθρωπος καταπατά το νόμο της συνειδήσεως και των εντολών του Θεού, πιστεύοντας ότι θα ευτυχήσει και θα είναι έμπλεος ηδονής αν ενεργήσει παρά τους δύο αυτούς νόμους. Και πράγματι καταπατώντας την ηθική αξία της εντιμότητας στις συναλλαγές κερδίζει κανείς σε ύλη, καταστρέφοντας την πνευματική του υπόσταση και νοιώθοντας μία ηδονή η οποία στην γλώσσα του Ευαγγελίου αποτελεί αμαρτία, το ίδιο συμβαίνει και στην πορνεία, στην μοιχεία, στο ψεύδος κ.λ.π.
Η αιτία που ο άνθρωπος θεωρεί την αμαρτία ως αγαθό είναι η ηδονή. Μέσα στην ασκητική ζωή της Ορθοδοξίας, οι ασκητές δεν ήταν άνθρωποι οι οποίοι μισούσαν το σώμα τους, αλλά με την νηστεία και τον κόπο νικούσαν τα πάθη που προκαλούν οι ηδονές του σώματος, ενώ με την σιωπή και την ταπείνωση νικούσαν τον εγωισμό και την υψηλοφροσύνη, με την συνεργασία πάντοτε της θείας Χάριτος. Έτσι επιδίδονταν σε αγώνες φιλοπονίας, ησυχίας, σιωπής και προσευχής με σκοπό να φθάσουν στην ένωση με τον Θεό και την τέλεια αγάπη.
Η συνάντηση με τον Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό
Το 1947 και ενώ ο Γέροντας Ιωσήφ συνεχίζει την σκληρή και αυστηρή ασκητική του ζωή, δέχτηκε στην συνοδία του μετά από προσευχή, τον Γέροντα Ιωσήφ που σήμερα είναι σχεδόν 80 ετών και ζει στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Όταν προσέγγισε τον Γέροντα Ιωσήφ, εκείνος δεν τον δέχτηκε σαν μαθητή του· όμως παρακαλώντας τον επίμονα απέσπασε στο τέλος την υπόσχεση ότι θα προσευχόταν ο Γέροντας και θα του απαντούσε τελικά μετά από θεϊκό φωτισμό και πληροφορία. Ο ίδιος Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός στον εκτενή βίο που έχει συγγράψει για τον Γέροντά του αναφέρει: «Όταν την επομένη μέρα, μετά εναγώνια αναμονή, άκουσα την συγκατάθεση του Γέροντα ότι με δέχεται, άνοιγε για την ευτέλειά μου η νέα σελίδα της ταπεινής μου ζωής. Μόνον από τότε δεν είχα αμφιβολίες η απορίες, αλλά με όλο το πλήρωμα της πληροφορίας και πίστεως ευρήκα αυτό που νοσταλγούσα και προγραμμάτιζα, που ήταν και το μακρινό μου όνειρο. Έμενα πια μόνιμα μαζί τους, όταν ο Γέροντας εγκατέλειψε το κελλάκι του όπου έμενε και πήγε μακρύτερα, διακόσια περίπου μέτρα, σε άλλο κελλί που του είχα ετοιμάσει και έμενε εκεί μόνος του. Μετά την αγρυπνία μας μέχρι τα μεσάνυχτα, πηγαίναμε στον Γέροντα, διότι ενωρίτερα δεν δεχόταν ποτέ. Ένα μεσημέρι μετά το γεύμα, όταν του έβαλα μετάνοια για να φύγω στο κελλί μου όπως πάντα, μου έσφιξε το χέρι και μειδιών μου είπε· “απόψε θα σου στείλω ένα δεματάκι και πρόσεξε να μη το χάσης”. Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε ούτε το σχολίασα καθόλου μέσα μου και έφυγα. Μετά την ανάπαυση, όπως πάντοτε, αρχίσαμε την αγρυπνία μας και ετοιμάσθηκα, καθώς μου είχε δείξει, να αρχίσω την προσευχή μου κρατώντας όσο μπορούσα τον νου μου και τα για το δεματάκι τα ξέχασα τελείως. Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησα, αλλά ξέρω καλά ότι μόλις άρχισα δεν πρόλαβα να προφέρω πολλές φορές το όνομα του Χριστού μας και γέμισε η καρδιά μου αγάπη προς τον Θεόν. Έξαφνα πολλαπλασιάσθηκε τόσο πολύ, που δεν προσευχόμουν πλέον, αλλά θαύμαζα με έκπληξιν το ξεχείλισμα αυτό της αγάπης. Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπασθώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας, που αισθανόμουν ότι ήταν παρών, αλλά δεν μπορούσα να τον ιδώ, για να προσπέσω στους αχράντους πόδας Του και να τον ρωτήσω, πως πυρπολεί τόσο τις καρδιές και μένει κρυμμένος και άγνωστος; Είχα, τότε, μίαν λεπτήν πληροφορία ότι αυτή είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και αυτή είναι η βασιλεία των ουρανών, που ο Κύριός μας λέγει ότι ευρίσκεται εντός ημών· και έλεγα· “ας μείνω; Κύριέ μου, έτσι και δεν χρειάζομαι άλλο τίποτε”. Αυτό κράτησε αρκετήν ώρα και σιγά-σιγά επανήλθα στην πρώτη μου κατάσταση πάλι και περίμενα με αγωνία, ανυπόμονα, να έλθη η κατάλληλη ώρα να πάω στον Γέροντα να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό το πράγμα και πως έγινε. Ήταν περίπου 20 Αυγούστου και η σελήνη ολόφωτη, όταν πήγα τρέχοντας και τον ευρήκα έξω από το κελλί του να περπατάη στο μικρό του προαύλιο. Μόλις με είδε, άρχισε να μειδιά και, πριν του βάλω μετάνοια, μου είπε: “Είδες τι γλυκύς που είναι ο Χριστός μας; Κατάλαβες πρακτικά τι είναι αυτό που επίμονα ρωτούσες; Τώρα βιάζου να κάμης κτήμα σου αυτή τη Χάρι και να μη σου την κλέψη η αμέλεια”».
Η κοίμηση του Γέροντος
Οι σκληροί αγώνες στην νεανική ζωή του Γέροντα, οι στερήσεις, οι αδιάκοποι κόποι, οι απόκρημνοι και δύσβατοι χώροι όπου ασκήτευε τον κατέβαλαν σωματικά ώστε να φαίνεται υπέργηρος. Της Σαρακοστής το πρόγραμμα για φαγητό ήταν 75 γραμμάρια αλεύρι κοινό για τον καθένα, βρασμένο με λίγο νερό σε κονσερβοκούτι με λίγο αλάτι, κατά την ενάτη βυζαντινή ώρα, περίπου τρεις ώρες πριν την δύση του ηλίου.
Όταν αργότερα στον χώρο αυτό προσήλθαν ακόμη δύο αδελφοί, ο νυν Προηγούμενος Γέροντας Εφραίμ της Ιεράς Μονής Φιλοθέου και ο Προηγούμενος Γέροντας Χαράλαμπος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, οι δυσκολίες διαμονής έγιναν αξεπέραστες, η κατασκευή νέων χώρων διαμονής σχεδόν αδύνατη. Τέλος με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατασκεύασαν ένα χώρο πιο βαθειά στον οποίο απεσύρθη ο Γέροντας Ιωσήφ για ησυχία, ενώ στο αρχικό πήλινο σπιτάκι παρέμειναν οι τρεις νέοι υποτακτικοί.
Πολύ σύντομα όμως οι δυσκολίες δημιούργησαν έντονα προβλήματα υγείας σε όλους και ακόμη περισσότερο στους νεώτερους. Έτσι αποφασίστηκε να κατεβούν πιο χαμηλά όπου υπήρχαν ευνοϊκότεροι χώροι διαμονής και προτιμήθηκε η Νέα Σκήτη κατόπιν προτροπής του πατρός Θεοφυλάκτου που έμενε στην καλύβη των Αγίων Αναργύρων της Σκήτεως και ήταν πολύ αγαπητός στον Γέροντα Ιωσήφ. Αυτό έγινε το 1951.
Για μία ακόμη φορά προσπάθησαν να δημιουργήσουν χώρους διαμονής στα ψηλότερα και ασκητικότερα μέρη της Νέας Σκήτης, οι δυσκολίες και πάλι απερίγραπτες εφόσον σαν ακτήμονες δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα.
Η συνήθεια όμως στις στερήσεις έκανε και την δοκιμασία αυτή υποφερτή και σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν ετοιμάσει καταλύματα και συνέχιζαν το πνευματικό τους πρόγραμμα. Όμως ο Γέροντας είχε ήδη καταβληθεί, η υγεία του πήγαινε προς το χειρότερο, δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη επέφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του την 15η Αυγούστου 1959.
Ο βιογράφος του αναφέρει: «Οι τελευταίες μέρες του ήσαν πολύ οδυνηρές, γιατί η προχωρημένη πλέον ανεπάρκεια του εμπόδιζε την αναπνοή και κοπίαζε πολύ. Αυτό όμως για μας ήταν μάθημα και αφορμή πρακτικής υπομονής. Αισθανόμενοι τον αγώνα του και ενώ προσπαθούσαμε να τον ανακουφίσωμε, αυτός μας παρηγορούσε καταλλήλως με πρακτικά παραδείγματα αναφερόμενος ιδίως στην ματαιότητα του κόσμου. Μας έλεγε· “κοντεύει η μέρα μου να φύγω. Όπως έγινα, δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ ν ἀγωνισθῶ άλλο”. Ο αείμνηστος δεν ξεχνούσε διόλου τον σκοπό του και με διάφορες επίνοιες, σε κάθε πρόφασι της ζωής, εύρισκε μέσον αγώνος και καρποφορίας. Μη δυνάμενος να κινηθή ούτε και να ξαπλώση, για την ασθένειά του, καθόταν σε μια πρόχειρη πολυθρόνα από αυτές τις πτυσσόμενες και έκλαιε συνεχώς την ματαιότητα του βίου.Ανέμενε την απόλυσί του από αυτή τη ζωή σαν τον ευτυχέστερο κλήρο και ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων, όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια. “Αρσένιε, έλεγε χαριεντιζόμενος, πότε φεύγομε; Δεν εύχεσαι, φαίνεται, και αργούμε”. Επί σαράντα σχεδόν ημέρες, τις τελευταίες του, δεν έτρωγε τίποτε· μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα και έπαιρνε λίγο καρπούζι. Ο Γέροντας είχε τόση φροντίδα και μέριμνα για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι όντως πρόκειται να ταξιδέψη αυτήν την ώρα και περίμενε το μέσο της μεταφοράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε με ο,τι μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό η πρακτικό, τουλάχιστον να τον ανακουφίσωμε, γιατί κατά διαστήματα η δύσπνοια τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος όμως μας έλεγε· “μη κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα! Μόνον εύχεσθε να μην εμποδίση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος, δεν μπορεί ν ἀμεριμνήση”. Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και υπολογίζοντας την επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Συνάμα και η κατάστασί του είχε επιδυνωθή. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί και τον χαιρέτησαν και, όταν του ευχήθηκαν ανάρρωσιν, τους είπε· “όχι, όχι· φεύγω σύντομα, όταν θ ἀκούσετε μετά τρεις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγεν ο φίλος σας· υπολογίζω της Παναγίας μας”. Την άλλη μέρα, στη μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθη στην Λειτουργία, μετά κόπου είπε το τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά πλέον λέγοντας “εις εφόδιον ζωής αιωνίου”. Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσο την αγαπούσε, και σαν να της ζητούσε κάτι. Κάτι, που το γνώριζε ακριβώς αυτή. Τα ήρεμα δάκρυά του μαρτυρούσαν την προς αυτήν ενδόμυχη αίτησι της ψυχής του· αυτήν, που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφη βεβαίαν ελπίδα προς την ευσπλαγχνία της… Η Δέσποινά μας εξεπλήρωσε πληρέστατα την υπόσχεσί της προς τον αείμνηστο, να έχη την ελπίδα του σε Αυτήν, με την τελευταία δωρεά της, να παραλάβη την ψυχή του την ημέρα της αγίας Κοιμήσεώς της. Καθήμενος στην καρέκλα του και παλαίων με την συνεχιζόμενη δύσπνοια, κράτησε κοντά του τον πατέρα Αρσένιο, όπως πάντοτε, αφού έδωσε στους πάντας την ευχή του. Όταν ο πατήρ Αρσένιος θέλησε για μια στιγμή να του τρίψη λίγο τα πόδια του για μικρήν ανακούφισι, δεν τον άφησε και του είπε· “Παύσε, πάτερ Αρσένιε, μη κάνης τίποτε. Τέλειωσαν όλα. Φεύγω”. Έπιασε το χέρι του αχώριστου συνασκητού του, σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε λίγο επάνω και παρέδωσε ήσυχα την μακαρίαν του ψυχή. Όταν μαζευτήκαμε όλοι γύρω του, αυτός δεν ήταν πλέον μαζί μας. Αφού πανηγύρισε μαζί μας την θεία μετάστασι της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάση και στους ουρανούς αυτήν την χαρμόσυνη ημέρα. Ήταν ημέρα Παρασκευή και ώρα πρωϊνή μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη, που έγινε η κηδεία του -κατά την απαίτησί του, εκεί στον τόπο που ετελειώθη- ήλθαν όλοι οι Πατέρες της Σκήτης. Αγαπούσε όλους και ανταγαπάτο από όλους».
πηγή

Κυριακή Του Ασώτου (Α΄ Κορ. Στ΄ 12-20) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος


Κάθε εκκλησιαστική περίοδο του όλου ενιαυτού της Χρηστότητος Κυρίου, είναι γεμάτη από ευλογίες. Ευλογίες ουράνιες, που καταυγάζουν και καθοδηγούν τους πιστούς στην ομοίωση του Θεού. Όμως θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι η περίοδος του ευλογημένου Τριωδίου, η κατανυκτική αυτή περίοδος που ήδη διανύουμε έχει κάτι το ιδιαίτερο. Μας φέρει, μεταξύ των άλλων, και τον γλυκύ πόνο της καρδιάς για τα λάθη μας, τις αστοχίες και, αλλοίμονο τις αμαρτίες μας.
Και επειδή «εν τω κόσμω ζούμε και σάρκα ενδυόμεθα» το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής του Ασώτου υιού, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και συγκλονίζει με το τι μπορεί να πάθει ο άνθρωπος, εάν πορεύεται απρόσεκτα τον βίο της ζωής του.
Ομιλεί το Πνεύμα το Άγιον διά του Αποστόλου των εθνών, μέσω των Κορινθίων, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Ομιλεί τώρα όχι απλά και χαρούμενα, όπως σε άλλες περιπτώσεiς, αλλά δραματικά. Εκφράζεται ο πρώτος των Aποστόλων περιπαθώς, και για να συγκλονίσει τους αποδέκτες του μηνύματός του, με κομμένη ανάσα τους θέτει το ίδιο ερώτημα για τρεις φορές: «ουκ  οίδατε»; Δεν γνωρίζετε; Ω, ευλογημένοι χριστιανοί, και μάλιστα πιστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, δεν γνωρίζετε για το αμάρτημα της πορνείας; Διότι περί αυτού του αηδιαστικού αμαρτήματος πρόκειται. Αγαπητοί, τους τονίζει, δεν γνωρίζετε επιτέλους ότι το αμάρτημα τούτο είναι από τα βαρύτερα των αμαρτημάτων που παροργίζουν τον Θεό; Δεν έχετε μάθει ότι αποτελεί βεβήλωση του ναού του Θεού; Είστε λοιπόν τόσο ανόητοι ώστε να αγνοείτε ότι το σώμα σας είναι ναός του Παναγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα σας; Αγνοείτε την στοιχειώδη αλήθεια ότι το θεότευκτο αυτό κατασκεύασμα που ονομάζεται ανθρώπινο σώμα, το έχετε λάβει ως δώρο από τον Θεό, και επομένως δεν ανήκετε στον εαυτό σας; Ναι, συνεχίζει μέσα σε πλημμύρα συγκινήσεως ο ιδρυτής της κατά Κόρινθον Εκκλησίας, δεν ανήκετε στον εαυτό σας. Δεν ανήκετε διότι έχετε αγορασθεί από τον Θεό με τίμημα βαρύ, πανάκριβα και ασύλληπτα. Αγοραστήκατε με το Αίμα του Χριστού!
Αδελφοί μου, και λίθινη καρδιά να διαθέτει κανείς δεν μπορεί παρά να συγκλονίζεται και να ραγίζει μπροστά στις ακράδαντες αυτές αλήθειες και να συγκινείται από τα ερωτήματα και τον λόγο του Πνεύματος. Μάλιστα, έτσι πρέπει να συμβαίνει, εάν ο άνθρωπος θέλει να παραμένει άνθρωπος και ο πιστός να πορεύεται εκ δυνάμεως εις δύναμιν. Και είθε έτσι να συμβαίνει και συνεχώς να πραγματοποιείται η ευλογημένη αυτή κατάσταση.
Όμως, όμως δυστυχώς, υπάρχουν και κάποιοι που ενώ νομίζουν και υποστηρίζουν ότι είναι οπαδοί του Ιησού Χριστού, στη ζωή τους εφαρμόζουν τα εντελώς αντίθετα απ' αυτά που αναφέρει το αποστολικό ανάγνωσμα. Στην πράξη δηλ. αντιγράφουν τον άσωτον υιόν, ο οποίος, ενώ αναμφιβόλως γνώριζε την αγάπη του Πατρός, αυτός, ανοήτως αποδήμησε εις χώραν μακράν για να καταστεί ομοδίαιτος των χοίρων. Αλλοίμονο, το αρχοντόπουλο γεύεται τώρα από τις βρωμιές των ακαθάρτων κτηνών και αντί να περιλούεται από το μύρον της χάριτος, πασαλείβεται από κορυφής έως ονύχων με τα κόπρανα των σιχαμερών γουρουνιών.
Θεέ μου, ποιός Ιερεμίας ή ποιός άλλος δούλος Κυρίου θα βρεθεί τώρα για να θρηνήσει την πτώση των τέκνων του φωτός; Από την Χερουβική αγνότητα και την Σεραφική πυρπόληση της υπάρξεως, με την θέλησή τους ορισμένοι καταντούν έρμαια της δαιμονικής πορνείας και των ποικίλων ανομολόγητων σεξουαλικών και ψυχικών διαστροφών.
Υπάρχει άραγε φρικτότερο κατάντημα; Υφίσταται τραγικότερη πτώσις από αυτήν για τον Βασιλέα της όλης δημιουργίας του Θεού;
Αλλ' ας κάνουμε πέτρα την καρδιά μας αδερφοί μου και ως άλλοι ιατροί, με το νυστέρι του λόγου του Θεού που είναι «τομώτερον υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον» (Εβρ. Δ΄ 12), ας προχωρήσουμε στην σωτήρια επέμβαση και στην αφαίρεση του φοβερού καρκινώματος.
Άλλωστε ας γνωρίζουμε και τούτο. Τα δαιμόνια δεν φυγαδεύονται παρά με το ξεμπρόστιασμα...
Ναι, ας το ομολογήσουμε. Υπάρχει και άλλος βαρύτερος από αυτόν εξευτελισμός, που όμως όταν επέρχεται οδηγεί σε αυτή την παγίωση του κακού. Και όπως ο ορκισμένος εχθρός του Θεού έχει ξεπέσει οριστικά και αμετάκλητα στο κακό και στην Κόλασή του, έτσι υπάρχουν και φρικτές περιπτώσεις κατά τις οποίες  ο ταλαίπωρος άνθρωπος με την θέλησή του παγιώνεται στο κακό με αποτέλεσμα να τοποθετεί από την παρούσα ζωή την φτηνή ύπαρξή του στον χώρο της αιωνίου αβύσσου.
Θα ερωτήσετε τώρα, δικαίως, περί τίνος πρόκειται και γιατί κάνουμε λόγο;
Πρόκειται γι' αυτούς οι οποίοι συνειδητά πλέον αμαρτάνουν και ταυτοχρόνως συνειδητά, μάλλον ασυνείδητα πλησιάζουν το ποτήριον της Ζωής! Πρόκειται για τις διεστραμμένες συνειδήσεις και τα βέβηλα σώματα που εμπαίζουν την χάρη των μυστηρίων και που ως άλλοι Ιούδες κοινωνούν του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος του Κυρίου και Θεού. Όντως, στο σημείο αυτό ο άνθρωπος ξεπέφτει πολύ πιο κάτω και από τον ίδιο το διάβολο. Και ο λόγος μας δεν είναι καθόλου υπερβολικός, αφού, αυτό το Ποτήριον που τρέμει να το ατενίσει εν ώρα λατρείας ολόκληρος ο αγγελικός κόσμος, ο βέβηλος τώρα και αισχρός άνθρωπος το πλησιάζει ανερυθρίαστα και μεταλαμβάνει τελικώς την φωτιά, για να καεί μια ώρα αρχύτερα.
Και, προσέξτε αδελφοί μου, στην περίπτωση αυτή, δεν ανήκουν μόνο όσοι υπάγονται σε γνωστές και άγνωστες σατανιστικές οργανώσεις, και είναι μπερδεμένοι σε ποικίλα πλοκάμια των δυνάμεων του εωσφόρου, αλλά στην ανομολόγητη αυτή κατάσταση, στο τελώνιον τούτο των δαιμόνων, συλλαμβάνονται και όσοι δίνουν και λαμβάνουν την χάρη της αγίας Ιερωσύνης και Αρχιερωσύνης, ενώ γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται...
Δεν είναι της παρούσης ν' αναπτυχθεί εκτενώς στην παράγραφο αυτή το θέμα τούτο που μόλις με το άκρο του δακτύλου αγγίξαμε. (Δοθείσης ευκαιρίας θα επανέλθουμε).
Τώρα επιβάλλεται να υπογραμμίσουμε και να τονίσουμε τούτο. Τον Ιούδα δεν τον έσωσε το ότι ανήκε στον όμιλο των Αγίων Αποστόλων. Δεν τον διέσωσε το ότι έκανε ακόμα και θαύματα όπως και οι άλλοι Απόστολοι. Και όχι μόνο δεν τον διέσωσε το ότι έλαβε μέρος στο Μυστικό Δείπνο, αλλά τότε ακριβώς για την ακαθαρσία του και την αμετανοησία του, τότε, τονίζουμε, ακριβώς, για το θέατρο που έπαιζε τρία ολόκληρα έτη, τότε πήγε και έκανε το μεγαλύτερο έγκλημα των αιώνων.
Ξεκάθαρα λοιπόν πράγματα. «Θεός ου μυκτηρίζεται».
Οι δε λεγόμενες φιέστες και τα δείπνα με τις πρωτοκαθεδρίες, όταν απουσιάζει η προσωπική αγνότητα, αλλά και αυτή των συνεργατών, οδηγεί κατευθείαν στον εξευτελισμό και τέλος στην αιώνια κόλαση. Και ουδεμία δικαιολογία μπορεί να σταθεί στο ότι δήθεν υφίστανται εκκλησιαστικά και ενοριακά κενά και άρα θα πρέπει να γίνεται η ανοικονόμητη  οικονομία με την καταραμένη δικαιολογία της ανάγκης που ως αποτέλεσμα έχει να ρίχνουμε τον πήχυ των Θείων και Ιερών Κανόνων. Δηλ. να ρίχνουμε «τα άγια τοις κυσί».
Ουδέποτε θα πρέπει οι βέβηλοι και σάτυροι να πλησιάζουν το πανάγιον θυσιαστήριον, και άνευ αντιρρήσεως ο «νικολαϊτισμός» δεν πρέπει ποτέ να πλησιάσει τον χώρο της Εκκλησίας.
Και επιτέλους, ουδένας Πατριάρχης και ουδείς Επίσκοπος αγαπά την Εκκλησία περισσότερο από τον ίδιο τον Κύριο που σταυρώθηκε γι' Αυτήν και που αποτελεί το Σώμα Του!
Ας γίνουμε περισσότερο προσεκτικοί και στο σημείο αυτό, διότι δεν αποκλείεται να επαναληφθεί έτι άπαξ το συγκλονιστικό θέαμα, το επί Ιερού Χρυσοστόμου, όταν επέστρεφε δηλ. ο άγιος από την πρώτη του εξορία. Τότε που με δικαία και ιερά αγανάκτηση ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως, εμπνεόμενος υπό του Αγίου Πνεύματος, το οποίο είναι πνεύμα δυνάμεως, εν ενί σώματι και ως φωνή υδάτων πολλών, εν αλλαλαγμώ Κυρίου εκραύγαζε το «Έξω κλήρον, νέον κλήρον, έξω κλήρον, νέον κλήρον, έξω κλήρον κι άλλον κλήρον». Έξω οι βέβηλοι, έξω οι Ιούδες, μακριά τα κοινωνικά αποβράσματα της του Κυρίου παρεμβολής. Έξω κλήρον κι άλλον κλήρον!
Και ταυτοχρόνως ας μη μας διαφεύγει ποτέ από την οθόνη της συνειδήσεώς μας, κυρίως δε ας το εγχαράξουμε στα βάθη της καρδιάς μας, ποιμένες και αρχιποιμένες, ότι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, κάποτε πήρε και το φραγγέλιο. Έλαβε στα πανάχραντα χέρια του το άγιον μαστίγιον, όταν είδε ότι ο οίκος του Θεού μεταβαλλόταν «εις οίκον εμπορίου»...
Βεβαίως, ίσως ρωτήσει εδώ κανείς. Τι; Θα εμφανιστεί ο ίδιος ο Ιησούς με το μαστίγιο και πάλι στα χέρια; Αν και η ερώτηση αυτή κρύβει ειρωνεία, απαντούμε. Τα πάντα μπορεί να κάνει ο Θεός και ουδείς δύναται να τον θέσει υπό όρους και κανόνες. Και ας μη λησμονούμε ότι και στο σημείο αυτό η Ιστορία γίνεται πολύ διδακτική. Ο Κύριος και Θεός μας, δεν μας έχει ανάγκη. Ναι, δεν μας έχει καμμία απολύτως ανάγκη, και αν χρειαστεί, ακριβώς για να διαφυλάξει την Εκκλησία Του, το Σώμα Του, και για ν' αποδείξει ότι δεν μπορούμε να τον βάλουμε στα δικά μας καλούπια, δύναται να επιτρέψει και Εθνική ακόμα συμφορά!
Πού είναι οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας; Κινήθηκαν οι λυχνίες... Πού τόσες και τόσες άλλες τοπικές Εκκλησίες; Μήπως άραγε ελαττώθηκε η δόξα και η μακαριότητα του Τριαδικού Θεού με τον περιορισμό των τοπικών Εκκλησιών; Ούτε καν να το διανοηθεί κανείς αυτό για τον ανενδεή Θεό!
Άλλωστε ας ρίξουμε, έστω και για λίγο το βλέμμα μας στον εβδομηντάχρονο κανόνα, που ως άλλη βαβυλώνια, κομουνιστική αιχμαλωσία, είχε λάβει η αγία Ρωσία, όπως αυταρέσκως οι ίδιοι και οι ημέτεροι την αποκαλούσαν...
Για όλα αυτά λοιπόν που συμβαίνουν και που τα επαναλαμβάνουμε εμείς σήμερα τόσο αδιάντροπα, άραγε τι κανόνας μας έρχεται;
Είμαστε όντως πολύ γελασμένοι, φίλοι μου, εάν νομίζουμε ότι μπορούμε να εμπαίζουμε τον Θεό και την Εκκλησία του. Να βεβηλώνουμε τα άγια Μυστήρια και μάλιστα της Ιερωσύνης και στους τρεις της βαθμούς.
Είναι να μην εξαντληθεί η μακροθυμία του Θεού. Αν γίνει αυτό, τότε αλλοίμονο. Η δικαιοσύνη του Θεού, δεν περιορίζεται από την ανθρώπινη δεοντολογία, ούτε φυσικά φοβάται και υπολογίζει «ατλαντικές συμμαχίες» και «δυτικοευρωπαϊκούς συνασπισμούς». Αν κρίνει, μπορεί ακόμα και τους Τούρκους και τους αθέους και τους αντιχρίστους να χρησιμοποιήσει ως φραγγέλιο για την κάθαρση και πάλιν του ναού Του. Αν δείξουμε αμετανοησία, μπορεί να αποκόψει «Σύρριζα» τις δηλητηριασμένες και σκουληκιασμένες καταβολάδες και αναδενδράδες και «περικοκλάδες» που κάποιοι θέλουν να αναπτύξουν και να «εκκεντρίσουν» στο Σώμα Του.
Ναι, αδελφοί μου. Η αγία μας Εκκλησία και η αμώμητη Ορθοδοξία μας, δεν ανήκουν σε ανθρώπους που ξεγελιούνται μέσα στην αυτοκρατορική τους στολή και στα κοσμικά πρωτόκολλα. Ούτε πάλι ανήκει στο λόμπυ των διεφθαρμένων «εκκλησιών» του Π.Σ.Ε.  (Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών). Ούτε πάλι εμείς ως μέλη Χριστού ανήκουμε στον εαυτό μας.
Στεντορεία τη φωνή και παλλομένη τη γραφίδα, ο Παύλος διακυρήσσει στα δισεκκατομμύρια που θα περάσουν επάνω από τον φλοιό της γης. Καταλάβετέ το, δεν ανήκετε πλέον στον εαυτόν σας. Και δεν ανήκετε διότι έχετε αγοραστεί  με το ίδιο το αίμα του Χριστού. Αφού λοιπόν ο Κύριος αναστήθηκε και θα αναστήσει και εμάς με την δύναμή Του, δοξάσατέ Τον. Δοξάσατέ Τον με το σώμα σας και με το πνεύμα σας τα οποία ανήκουν και τα δύο σ' Αυτόν!
Αδελφοί μου, καλή μετάνοια, καλόν αγώνα και «έσσεται ήμαρ»....
Είθε η Αγία μας Εκκλησία, όπως ακριβώς επί της ουσίας είναι, έτσι ακριβώς και να φαίνεται και να απαστράπτει ως αξία Νύμφη του αιωνίου Νυμφίου της Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Αμήν.



                                                 
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ΛΟΥΚΑ (Του Ασώτου) (Λουκ. ιε΄11-32) - (Α’ Κορ. στ΄12-20) Τα φιλάνθρωπα σπλάχνα «Νεκρός ήν και ανέζησε…» εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου


«Νεκρός ήν και ανέζησε…»
Η γνωστή και τόσο ζωντανή παραβολή του Ασώτου Υιού αναδεικνύει μέσα από το περιεχόμενό της τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του Θεού, στα οποία μπορεί ν’ αναπαυθεί ο άνθρωπος όσο κι αν έχει ξεπέσει όσο χαμηλά κι αν έχει βρεθεί. Η στάση του νεώτερου υιού αλλά κυρίως του Πατέρα, θα είναι στο επίκεντρο της πιο κάτω προσέγγισής μας.
Η ανταρσία
Το σκηνικό που φανερώνει την ανταρσία του νεώτερου γιου κινείται στο επίπεδο μιας λογικής, στη βάση της οποίας ο άνθρωπος αναζητεί και ψάχνει την ελευθερία του σε καταστάσεις που ο ίδιος δεν υποπτεύεται ότι μπορούν να τον εκβάλουν στην πιο φοβερή δουλεία και ανυπόφορη σκλαβιά. Δεν υπολόγισε ο νεώτερος γιος ότι η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται στην όποια περιουσία απαιτούσε, αλλά στην ίδια την κοινωνία που βρισκόταν με τον πατέρα του και την οποία τόσο αυθαίρετα επιθυμούσε να διακόψει. Στην πραγματικότητα, ο νέος αυτός δεν βίωνε την αληθινή σχέση αγάπης με τον πατέρα του, αλλά στο βάθος της έβαζε το υλικό συμφέρον. Αν ήταν ειλικρινής, στην παρούσα φάση της ζωής του, από τη στιγμή που ζητούσε να απομακρυνθεί από τη ζεστή αγκαλιά του πατέρα του, δεν θα έπρεπε να αποβλέπει στην περιουσία του. Βλέπουμε ακριβώς εδώ ότι ο άνθρωπος όταν προσκολλάται στα υλικά αγαθά, πόσο αναποδογυρίζει ως ύπαρξη τον εαυτό του και κατ’ επέκταση διαταράσσει την αληθινή σχέση που θα μπορούσε να έχει με τους γύρω του. Τρέφει την ψευδαίσθηση ότι το νόημα της ζωής μπορεί να το ανακαλύψει μέσα από μια αυτονόμηση του εαυτού του, η οποία στο τέλος, δυστυχώς, τον απανθρωπίζει.
Η αγάπη ως υπέρβαση
Είναι εκπληκτικό το γεγονός  ότι παρά τις ανθρώπινες παρενέργειες, οι οποίες εκδηλώνονται σ’ όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής, αυτές σε καμιά περίπτωση δεν είναι ικανές να ακυρώσουν ή να αναστρέψουν το μεγαλείο της θείας αγάπης.
Η αγάπη του Πατέρα απλώνεται με ένα μοναδικό μεγαλείο, ακόμα και στη φάση που αποκαλύπτεται το έσχατο σημείο κατάπτωσης του άσωτου υιού. Πάντα υπομένει, πάντα περιμένει, πάντα προσκαλεί. Και μάλιστα με ολάνοικτες τις αγκάλες. Η αγάπη του Πατέρα προσφέρει κοινωνία στον νεώτερο υιό και μάλιστα στις χειρότερες στιγμές της ζωής του και τη στιγμή που όλοι τον είχαν εγκαταλείψει ασπλάχνως και τον άφησαν να βιώνει την πιο οδυνηρή μοναξιά. Ποτέ ο Πατέρας δεν είχε χάσει την αίσθηση της υιοθεσίας. Όσο κι αν η ανταρσία του υιού την ανατίνασσε, ο Πατέρας εξακολουθούσε το ίδιο και ακόμα περισσότερο να τον αισθάνεται παιδί του. Γι’ αυτό πάντοτε προσδοκούσε και προσέβλεπε στην ευλογημένη ώρα της μεγάλης επιστροφής του. Και όταν επιστρέφει, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί. Τα οποιαδήποτε λόγια δεν είναι ικανά να φανερώσουν την άβυσσο της αγάπης του Πατέρα. Το ίδιο το παιδί μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο της αγάπης, αισθάνεται τη δική του αναξιότητα. Κατάλαβε τι είχε χάσει με την ανταρσία του και πόσα κερδίζει με την επιστροφή του. Περιορίζεται να ζητήσει μια θέση «ως εις των μισθίων» του Πατέρα. Δεν θέλει να ζητήσει τίποτε για τον εαυτό του. Γι’ αυτό και ο Πατέρας του τα δίνει όλα. Το μεγάλο πανηγύρι της  ζωής στήνεται πάντοτε στο ισχυρό βάθρο της αγάπης, της θεϊκής συγγνώμης, της αληθινής κοινωνίας των προσώπων. Ο μόσχος ο σιτευτός γίνεται η εν Χριστώ σωτηρία για όλους τους ανθρώπους.
Αγαπητοί αδελφοί, τα μηνύματα της ωραιότατης αυτής παραβολής που ξεδιπλώνει μπροστά μας η μητέρα μας Εκκλησία, μπορούν να διαπερνούν την ύπαρξη του ανθρώπου και να τον προσανατολίζουν στις πιο ασφαλείς σταθερές στη ζωή του. Ιδιαίτερα η αίσθηση ότι η θεϊκή συγγνώμη και αγάπη, αφήνει ανοικτές τις αγκάλες του Θεού για να μας δέχεται πάντοτε σε όποια θέση κι αν βρεθούμε, όσο κι αν έχουμε εκπέσει. Μπορούμε και εμείς, όπως ο μικρότερος υιός, να έλθουμε «εις εαυτόν» και να γυρίσουμε εκεί όπου η αγάπη του Θεού θα σκεπάζει όλη τη ζωή μας.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Κυριακή 3η Μαρτίου 2013
«Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ ἥμαρτον»
Αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή Ευαγγελική περικοπή μας παρουσιάζει την συμπεριφορά δύο υιών, δύο αγοριών που θα γίνουν αφορμή να απομακρυνθούν από τον πατέρα τους, που εδώ συμβολίζει τον ουράνιο Πατέρα μας δηλαδή τον Θεό.
Ο μικρότερος όμως αδελφός παρότι σκόρπισε την περιουσία, που του έδωσε ο πατέρας του, κέρδισε με την μετάνοια του πάλι μια θέση κοντά σε αυτόν. Ενώ ο πρεσβύτερος έμεινε ανελέητος.
Η πρώτη λέξη, η πρώτη αληθινή διαπίστωση που κάνει για τη ζωή του είναι το ήμαρτον. Ένιωσε την αμαρτία ως το μεδούλι του, η καρδιά του χωρίστηκε από κάθε αγαθό, το κάθε κακό που έκανε τον πλήγωσε, δαπάνησε όλες τις δυνάμεις του, και τώρα νιώθει πείνα μεγάλη στη «χώρα ἐκείνη».
Οι πολίτες σε αυτή τη χώρα δεν έχουν καμιά διάθεση να τον βοηθήσουν, δεν θέλουν να ξεφύγει από την εξαθλίωση, τον θέλουν βοσκό χοίρων, τον σπρώχνουν όλο και πιο χαμηλά.
Ο νέος όμως το αντιλαμβάνεται, νιώθει την φτώχεια του, θέλει να χορτάσει με αλήθεια και όχι με ψέματα, με αγάπη και όχι με πονηριά. Ανάμεσα στην κάθε λογής αμαρτία και ασωτία, την οποία συμβολίζουν οι χοίροι, πεθύμησε την στοργή του πατέρα.
Πώς να ξεκινήσει για το σπίτι του, τι δικαιολογίες να βρει, πώς να μιλήσει για την τρομακτική του κατάσταση;
«Πάτερ ἥμαρτον» φώναξε πρώτα μέσα του, και αυτή η φωνή έγινε δρόμος για την επιστροφή στο πατρικό του σπίτι.
Και ο πατέρας με την μεγάλη και απόλυτη αγάπη περιμένει, γιατί αυτός είναι ο Θεός μας και κάνει την μετάνοια μεγάλη χαρά και παράκληση την άσωτη ζωή. Μας ανυψώνει και μας βγάζει από τα αδιέξοδα της φιλαυτίας μας, μας δίνει ξανά τα δικαιώματα μας στη ζωή, βάζοντας μας δακτυλίδι· και μας αγαπάει με μια αγάπη παραδεισένια και αιώνια, Αμήν!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Λκ. ιε΄ 11-32) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών κα Κοζάνης


Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἀπό τήν περασμένη Κυριακή βρισκόμαστε ἤδη στόν ἑορταστικό κύκλο τοῦ Πάσχα. Σήμερα, δεύτερη Κυριακή τοῦ Τριωδίου, διαβάζεται στή θεία Λειτουργία ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Οἱ Κυριακές αὐτές τοῦ Τριωδίου, καί οἱ τέσσερις, πρίν ἀπό τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί οἱ πέντε τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι σάν βαθμίδες μιᾶς πνευματικῆς κλίμακας, πού μᾶς ἀνεβάζει πρός τή μεγάλη ἑορτή. Ἀφοῦ τήν Κυριακή τοῦ τελώνη καί τοῦ φαρισαίου πήραμε γιά ἐφόδιο στήν πνευματική μας πορεία γιά τό ἅγιο Πάσχα τήν ταπεινοφροσύνη, σήμερα, Κυριακή τοῦ ἀσώτου, συμπληρώνουμε τίς ὁδοιπορικές ἀποσκευές μας μέ τή μετάνοια. Χωρίς ταπεινοφροσύνη δέν μετανοοῦμε καί χωρίς μετάνοια δέν σωζόμαστε. Τά δύο πρῶτα σκαλοπάτια στήν κλίμακα τῆς πνευματικῆς προκοπῆς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ μετάνοια.
Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἶναι ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Συμπύκνωση τῆς διδασκαλίας τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων εἶναι ἡ παραβολή πού εἶπε ὁ θεῖος Διδάσκαλος, γιά νά διδάξει τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο· ὁ Θεός μακροθυμεῖ καί περιμένει, δέχεται καί συγχωρεῖ τόν ἀποστάτη ἄνθρωπο, πού μετανοεῖ καί ἐπιστρέφει. Αὐτό πρέπει νά τό ξέρωμε καλά καί ὅσοι, σάν τό νεώτερο γιό, ξεφύγανε ἀπό τή θεία κηδεμονία καί πῆραν τόν κακό δρόμο, καί ὅσοι, σάν τόν πρεσβύτερο, πιστέυουν πώς εἶναι δίκαιοι καί ἀναμάρτητοι. Πάντα ὑπάρχει ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς καί πάντα μένει τό χρέος τῆς συγγνώμης. Ἐπάνω καί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί ἀπό τούς δίκαιους εἶναι ὁ Θεός, Πατέρας ὅλων, «ὁ τούς δικαίους ἀγαπῶν καί τούς ἁμαρτωλούς ἐλεῶν».
  Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶπε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ πρός τούς φαρισαίους καί τούς γραμματεῖς, πού διεγόγγυζαν καί ἔλεγαν ὅτι «οὗτος ἁμαρτωλούς προσδέχεται καί συνεσθιεῖ αὐτοῖς». Μπορεῖ νά ἦσαν αὐτοί δίκαιοι, ἄν γίνεται ἄνθρωπος νά εἶναι ἀναμάρτητος, καί οἰ τελῶνες νά ἦσαν πραγματικά ἁμαρτωλοί· μά ποιός μπορεῖ νά ξέρει πώς βλέπει καί κρίνει ὁ Θεός καί ποιός δέν τό ἔμαθε ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου «ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι»; Ἀπιστία δέν εἶναι μόνο νά ἀρνῆσαι ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει, ἀλλά καί νά βλέπεις τό Θεό μέσα στά ἀνθρώπινα μέτρα· νὰ πιστεύεις δηλαδή πώς ὁ Θεός εἶν’ ἕνας ἄνθρωπος, μέ αὐξημένα σέ μέγιστο καί τέλειο βαθμό τά φυσικά καί ἠθικά ἰδιώματα. Κάθε ἄνθρωπος μέ σωστά τά λογικά του πιστεύει πώς ὁ Θεός ὑπάρχει, μά κανένας δέν ξέρει νά πεῖ τί ὁ Θεός εἶναι·  ὅλοι δεχόμαστε μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί πιστεύομε ὅ,τι ἐκεῖνος μᾶς ἀποκαλύπτει καί μᾶς λέγει γιά τόν ἑαυτό του, δηλαδή πώς εἶναι πατέρας.
Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἀνέχεται, βλέποντας τά παιδιά του νά ἀποστατοῦν·  νά φεύγουν, νά ζοῦν ἀσώτως καί νά θαροῦν πώς ὁ Πατέρας δέν τά βλέπει· νά σπαταλοῦν τήν πατρική περιουσία, νά φθείρονται καί νά ἐξαθλιώνονται, νά πεινᾶνε καί νά κοιμοῦνται μέ τούς χοίρους. Ὁ Θεός περιμένει, ξέροντας πώς ὁ καθένας, ὅσο κι ἄν φθαρεῖ, ὅσο κι ἄν ξεπέσει, μέσα του κρατάει τή συνείδηση πώς εἶναι ἄνθρωπος καί τήν ἐνθύμηση τοῦ πατρικοῦ σπιτικοῦ. Φτάνει νά μήν πέσει σέ ἀπόγνωση καί χάσει τήν ἐλπίδα γιά τή σωτηρία του· φτάνει νά μήν πεῖ πώς δέν ὑπάρχει πιά γι’ αὐτόν ὁ Πατέρας, ὅταν ὁ Θεός ἔχει πεθάνει μέσα του, νά μήν πεῖ πώς ὁ Θεός πέθανε καί δέν ὑπάρχει. Ἀλλιῶς, βλέποντας τήν κατάντια του, μήν ξεχνώντας πώς εἶναι ἄνθρωπος, ξέροντας πώς ὁ Πατέρας περιμένει, σέ μιά στιγμή, σάν και νά ξυπνάει ἀπό λήθαργο, βάζει μιά φωνή, πού εἶναι πρόσταγμα στόν ἑαυτό του· «ἀναστάς, πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου»!
Ὁ Πατέρας, πού ἀνέχεται καί περιμένει, ὅταν ξαναγυρίζει ὁ ἄσωτος, τόν ὑποδέχεται καί τόν ἀποκατασταίνει· τόν βλέπει γιά πεθαμένο, πού ξανάζησε καί γιά χαμένο, πού βρέθηκε. Κι ἄν ὁ ἄνθρωπος φτάνει νά χάσει τόν ἐαυτό του καί νά μήν ξέρει πιά τί εἶναι, ὁ Θεός ξέρει πάντα τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐκεῖνος τόν ἔπλασε καί τόν προίκησε μέ χαρίσματα μοναδικά μέσα στά ἄλλα του δημιουργήματα. Γι’ αὐτό καί πολύ λυπεῖται ὁ Θεός, ὅταν χάνεται ὁ ἄνθρωπος καί πολύ χαίρει μαζί μέ ὅλους τους ἀγγέλους, ὅταν μετανοεῖ καί ἐπιστρέφει. Ὅταν ὁ ἄσωτος ξαναβρίσκει τόν ἑαυτό του καί ξαναγυρίζει στό πατρικό σπίτι, τότε πραγματικά ἀνασταίνεται. Ἀνάσταση εἶναι ὁ γυρισμός τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔφυγε ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτή τήν ἀνάσταση, ὁ Θεός ὄχι μόνο περιμένει, ἀλλά καί γίνεται ἄνθρωπος, καί παίρνει ἐπάνω του τόν ἄνθρωπο καί πεθαίνει ὡς ἄνθρωπος καί ἀνασταίνεται ὡς Θεός, γιά νά ἀναστήσει μαζί του τόν ἄνθρωπο.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ποιός φτάνει καί μπορεῖ νά καταλάβει τό μεγάλο τοῦτο μυστήριο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ Θεός γνωρίζει τί εἶναι καί πόσο ἀξίζει ὁ ἄνθρωπος, γι’ αὐτό καί κάνει τά πάντα γιά νά τόν σώσει. Ποιός θά λυπηθεῖ γι’ αὐτό καί θά διαμαρτυρηθεῖ; Μόνο ὅποιος, πού πιστεύει πώς εἶναι δίκαιος καί πώς δέν τοῦ χρειάζεται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· ὅποιος, πού δέν ξέρει πόσο πάντα ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος· ὅποιος, πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του καί δέν χαίρει, ὅταν ἀνασταίνεται ὁ νεκρός καί βρίσκεται ὁ χαμένος. Γι’ αὐτό, κι ὅταν πέσουμε, ἄς μή θαροῦμε πώς ὁ Θεός δέν εἶναι πιά γιά μᾶς· κι ὅταν εἴμαστε τάχα δίκαιοι, ἄς μή θαροῦμε πώς ὁ Θεός εἶναι μόνο γιά μᾶς. Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας, πού «ἀνατέλλει τόν ἥλιον αὐτοῦ ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Τώρα, λοιπόν, στό δρόμο γιά τό ἅγιο Πάσχα καί γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῆς ἀνάστασης, οἱ δῆθεν δίκαιοι μέ ταπεινοφροσύνη καί οἱ ἁμαρτωλοί μέ μετάνοια ἄς ἀρχίσουμε τήν πορεία τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεός Πατέρας μᾶς περιμένει καί τό πατρικό σπίτι, ἡ Ἐκκλησία, μᾶς χωράει ὅλους. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Κυριακή του σεσωσμένου Ασώτου -Μιχαήλ Τσακιράκης


Θα γίνει κάποτε λιμός όχι πείνα για φαγητό αλλά λιμός του ακούσαι λόγον Κυρίου. Είναι ο λιμός στέρηση αλλά και συγχρόνως όρεξη για αναγκαία τροφή. Υπάρχει όμως στην ανθρώπινη ζωή κάτι ακόμα χειρότερο και αθλιότερο κι από την πείνα σημειώνει σα σήμερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: όταν δηλαδή κάποιος ενώ στερείται τ’ αναγκαία για τη σωτηρία του δεν έχει συναίσθηση της συφοράς του επειδή δεν έχει όρεξη να σωθεί. Όποιος λοιπόν πεινά και δεν έχει να φάει τριγυρίζοντας ψάχνει ένα κομμάτι ψωμί οπουδήποτε κι αν συμβεί και το βρει έστω και σε κακή κατάσταση ένα κομματάκι χαίρεται τόσο πολύ όσο πείναγε προηγουμένως που δεν είχε. Στα πνευματικά ισχύει κάτι ανάλογο: όποιος έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και ταυτόχρονα και όρεξη για πνευματική τροφή, τριγυρίζει αναζητώντας όποιον έχει από το Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας και όταν βρει τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με το σωτήριο λόγο που όποιος τον αναζητεί έως τέλους αποκλείεται να μην τον βρει κατά το ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι ανοιγήσεται. Υπάρχουν όμως δυστυχώς και κάποιοι που ύστερα από πολυήμερη ατροφία κατά νου έχασαν και την όρεξη της τροφής. Και ύστερα από αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημιά που έπαθαν κι αν έχουν δάσκαλο δυσανασχετούν ακόμα και να τον ακούσουν ενώ αν δεν έχουν δε ζητούν και καταντούν να διάγουν ζωή αμαρτολότερη κι από τον Άσωτο που αναφέρεται στο σημερινό ευαγγέλιο. Γιατί εκείνος αν και απομακρυσμένος από το Θεό στερήθηκε τον κοινό Τροφέα και Πατέρα και Κύριο ήρθε και περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος τη στέρησή του μετάνιωσε και επανήλθε κι επιζήτησε και πέτυχε τη θεία και αθάνατη τροφή σε βαθμό μάλιστα που τόσο πολύ απόλαυσε με τη μετάνοιά του αυτή τα χαρίσματα του Πνεύματος ώστε να προκαλέσει και το φθόνο για τον πνευματικό του αυτό πλούτο.
Κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιους γιατί ο Κύριος καλεί εδώ παραβολικώς βέβαια τον Εαυτό Του άνθρωπο όπως έγινε άνθρωπος πραγματικά για τη σωτηρία μας, επομένως δεν είναι παράδοξο που προβάλλει τον Εαυτό Του ως άνθρωπο για να ωφεληθούμε και πάλι Αυτός που είναι ο κηδεμόνας της ψυχής και του σώματός μας, ως Κύριος και Δημιουργός και των δυο, και γι’ αυτό και μας έδειξε έργα υπερβολικής αγάπης και πριν εμφανιστούμε με όλη του τη δημιουργία: μας ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας από καταβολής κόσμου, αγγέλους ως διακόνους σε όσους θα κληρονομήσουν τη σωτηρία (Εβρ.1,14), ουρανό και όλον τον αισθητό κόσμο για να τον απολαύσουμε και να διδασκόμαστε το πρόσκαιρο της ζωής από το μηδέν. Και για τη σύσταση των ηθών πάλι και την καθοδήγηση στην αρετή για μας έπλασε ο φιλάγαθος Δεσπότης τον αισθητό κόσμο ως κάτοπτρο του νοερού και υπερκοσμίου ως κλίμακα να αναβαίνουμε από αυτόν σε εκείνον, όπως και τον έμφυτο νόμο την κοινή συνείδηση του καθενός ως απαρέγκλιτη στάθμη και ανεξαπάτητο κριτή και αδιάψευστο δάσκαλό μας σε βαθμό ώστε να μην έχουμε ανάγκη άλλο δάσκαλο αν και εφόσον προσέξουμε (Ρωμ.1,20). Επομένως αφού άνοιξε με τη φύση και την κτίση το σχολείο των αρετών έβαλε και φύλακες αγγέλους ο ίδιος ο Θεός και ανύψωσε τους προφήτες για καθοδήγηση, κάνοντας ακόμα και σημεία και τέρατα για να πιστέψουμε. Μας έδωσε γραπτό νόμο βοηθό στα άλλα, τη λογική και την κτίση. Τέλος πάντων επειδή όλα αυτά τα περιφρονήσαμε –τι ραθυμία δική μας και τι μακροθυμία δική Του από υπερβολική αγάπη και έννοια για όλους μας- έφτασε στο σημείο να μας δώσει και τον ίδιο Του τον Εαυτό για χάρη μας ερχόμενος στο έσχατο κατάντημά μας και παίρνοντας τη φύση μας γενόμενος άνθρωπος σαν κι εμάς διατέλεσε και δάσκαλός μας που μας διδάσκει με το μέγεθος της φιλανθρωπίας Του για να μας οδηγήσει σε μίμηση της συμπαθείας Του και να μας αποτρέψει από τη σκληροκαρδία.
Κι επειδή η αγάπη γεννιέται περισσότερο στους πατέρες προς τα παιδιά τους, μας δείχνει από αυτούς τη φιλανθρωπία Του, αποκαλώντας τον εαυτό Του πατέρα και άνθρωπο όλων μας. Κι αυτό κι επειδή έγινε για μας άνθρωπος πραγματικά και μας αναγέννησε με το θείο βάπτισμα και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που υπάρχει σ’ αυτό. Κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιους, θέλει να πει ότι η διαφορά της ανθρώπινης γνώμης χώρισε τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες και τη φύση ολόκληρη, ώστε κι η διάκριση κακίας και αρετής έσπρωξε τους πολλούς σε δυο: εύλογα ο ένας ονομάζεται νεότερος γιατί προβάλλει παιδαριώδες αίτημα και ολότελα γεμάτο αφροσύνη, όπως κι η αμαρτία που είχε κατά νου σχεδιάζοντας τη αποστασία είναι υστερογενές εύρημα της κακής μας προαιρέσεως ενώ η αρετή πρωτογενής αιωνίως στο Θεό και στην ψυχή μας εξαρχής κατά χάρη από το Θεό.
Ο νεότερος προσήλθε και δε γονάτισε ούτε ικέτεψε αλλά αφρόνως απλώς είπε απαιτητικά δος μου ό, τι μου αναλογεί από την περιουσία! Λες και του χρωστούσε Εκείνος που μας δίνει σε όλους κατά χάρη. Δος μου αυτό που μου ανήκει σύμφωνα με το νόμο και το μερίδιό μου κατά το δίκαιο… ποιος νόμος υπάρχει και από πού προέρχεται το δίκαιο αυτό να χρωστάνε οι πατέρες στα παιδιά τους ενώ τουναντίον συμβαίνει το αντίθετο: τα παιδιά χρωστάνε στον πατέρα όπως μας δείχνει κι η φύση αφού από αυτόν πήραν την ύπαρξή τους τα παιδιά. Αλλά κι αυτό είναι δείγμα νεωτερικού φρονήματος. Αυτός λοιπόν που βρέχει επί δικαίους και αδίκους και ανατέλλει σε πονηρούς και αγαθούς διαμοίρασε την περιουσία στα δυο του αγόρια γιατί Αυτός ο πατέρας είναι ανενδεής δηλαδή δεν έχει ανάγκη και γι’ αυτό μοιράζει στα δυο και πάλι γι’ αυτό δεν κρατά τίποτε για τον Εαυτό Του. Όλος ο κόσμος είναι μοιρασμένος στα δυο, όπως στα δυο χωρίζεται με τη διαφορετική μας γνώμη η μια ανθρώπινη φύση και βλέπουμε ο ένας να δοξάζει το Θεό κι ο άλλος να καταχράται τον κόσμο, ενώ ο Θεός όλη την κτίση αδιακρίτως και αδιαιρέτως διαθέτει σε όλους και την προσφέρει για χρήση κατά τη βούληση του καθενός. Γιατί άραγε έφυγε ο μικρότερος ύστερα από λίγες μέρες κι όχι αμέσως; Ο πονηρός υποβολέας Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και αμαρτία αλλά βαθμιαίως υποκλέπτει πανούργα τη διάθεσή μας ψιθυρίζοντάς μας τάχα πως μόνοι μας χωρίς να πηγαίνουμε Εκκλησία και χωρίς διδασκαλία και δάσκαλο μπορούμε να αντιληφθούμε το καθήκον μας και το χρέος μας ως προς το δέον, όπως και το να μην απομακρυνόμαστε από το καλό μόνοι μας. Κι αφού μας απομακρύνει από το δάσκαλο και την υπακοή σ’ αυτόν μας απομακρύνει κι από τη θεία επίβλεψη ώστε να μας παραδώσει στα πονηρά έργα, αφού ο Θεός είναι παντού και ένα είναι μακριά Του, το κακό, στο οποίο φτάνουμε μονάχα με την αμαρτία αποδημώντας μακριά από το Θεό.
Εκεί διασκόρπισε λοιπόν την περιουσία του ζώντας ασώτως. Πώς; Ο έμφυτος νους υπεράνω όλων και είναι συνηγμένος στον εαυτό του και στο Θεό, τον πρώτο και ανώτατο νου, όταν εμμένουμε στον τρόπο σωτηρίας μας ενώ όταν ανοίξουμε στα πάθη τη θύρα τότε αμέσως σκορπίζεται και περιπλανάται διαρκώς στα γήινα και στις ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς. Πλούτος νου η φρόνηση που διακρίνει το καλό από το κακό παραμένοντας πειθαρχημένος στις θείες εντολές και συμβουλές, ενώ αν αφηνιάσει σκορπίζεται στην αφροσύνη και πορνεία όπως κι ο πλούτος και τότε συμβαίνει δυστυχώς να επιθυμούμε τροφές που δε χρειάζονται και πράγματα άχρηστα και κενοδοξίες και αγχώνεται μη μπορώντας να αναπνεύσει από τις ποικίλες άχρηστες φροντίδες… Πάρε για παράδειγμα το νου που θυμώνει για ό, τι κακό και με ανδρεία ψυχής μάχεται κατά του σκότους ενώ αν δεν προσηλωθεί στις θείες εντολές τότε αγριεύει και θυμώνει με τον πλησίον και αποθηριωμένος στρέφεται ως ανθρωποκτόνος εναντίον κι όσων δε συναινούν στο κακό και στις παράλογες ορέξεις του. Έτσι βρισκόμενος δε σκέφτεται ακόμα να επιστρέψει στο Θεό γιατί ήταν άσωτος γι’ αυτό πήγε και κόλλησε σ’ ένα πολίτη εκείνης της χώρας δηλαδή έβοσκε χοίρους όντας υποταγμένος στα κτηνώδη πάθη υπόδουλος ενός δαίμονα και μάλιστα δε χόρταινε!
Για σκεφτείτε αρκεί στον πλούσιο όλος ο χρυσός της γης; Όχι βέβαια. Αρκεί στον φιλήδονο όλη η ηδονή του κόσμου; Όχι βέβαια. Αλλά έλα που ο κόσμος είναι ένας μονάχα κι αυτοί που τον ζητούν για δική τους αποκλειστική χρήση και κτήση πολλοί; Πώς λοιπόν να χορτάσει ο αχόρταγος αποστάτης του Θεού; Αλλά είναι γραμμένο χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν Σου (Ψαλμ.16,15) κι όχι από το δαίμονα που δε θέλει να χορταίνουμε τίποτε από τα αισχρά που μας δίνει… Κι όμως μόλις συνήλθε ο άσωτος αποστάτης του πατέρα και ήλθε στα συγκαλά του και λογικεύτηκε τότε αντιλήφθηκε το κατάντημά του και έκλαψε λέγοντας πως χάνεται από ασιτία ενώ κι οι δούλοι του πατέρα του έχουν άφθονα τα πάντα! Ποιοι είναι οι μισθωτοί; Όσοι με μετάνοια και ιδρώτες και ταπείνωση παίρνουν ως μισθό τη σωτηρία και γιοι όσοι υποτάσσονται στις θείες εντολές από την πολλή τους αγάπη τον πατέρα: ο αγαπών με τας εντολάς μου τηρήσει (Ιω.14,23). Λέει λοιπόν στη συνέχεια ταπεινωμένος ότι θα σηκωθεί να πάει μετανιωμένος και ελεεινός να γονατίσει στον πατέρα του αποδεχόμενος την ομολογία ότι αμάρτησε στον ουρανό και σε εκείνον, δηλαδή στο Θεό και στους αγίους Του και είναι ανάξιος γιος ας γίνει μισθωτός. Απαιτείται προαίρεση και χάρη για την αρετή! Ήλθε και απείχε πολύ και ο πατέρας τον ευσπλαχνίστηκε κι ήλθε να τον συναντήσει; Ο μετανιωμένος απέχοντας του κακού και με αγαθή πρόθεση ήλθε στο Θεό αλλά από την κακή συνήθεια τυραννούμενος νοερά απέχει πολύ από το Θεό και για ν σωθεί χρειάζεται μεγάλη άνωθεν βοήθεια και ευσπλαχνία!
Έτσι κι ο πατέρας των οικτιρμών και με συγκατάβαση τον πλησίασε και τον προϋπάντησε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε και παράγγειλε στους δούλους –τους ιερείς Του-να του δώσουν την πρώτη στολή –την υιοθεσία που είχε φορέσει με το άγιο βάπτισμα- και να του βάλουν στο χέρι δαχτυλίδι –σφραγίδα πρακτικής αρετής στην ψυχή του ως αρραβώνα μελλούσης κληρονομίας- και υποδήματα να του δώσουν- θεία φρουρά και ασφάλεια- να τον ενδυναμώνει να περπατά επάνω όφεων και σκορπίων του εχθρού και πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού. Τέλος έδωσε εντολή να σφάξουν το μόσχο το σιτευτό-το ίδιος τον Κύριό μας Ιησού Χριστό ως θυσία ημών των αμαρτωλών ως άρτος που μας παρατίθεται προς βρώσιν. Και για όλα αυτά με τους αγίους Του κάνει κοινή ευωχία και ευφροσύνη προκαλώντας την οργή του άλλου γιου δηλαδή των Ιουδαίων Γραμματέων και Φαρισαίων που σκανδαλίζονται γιατί ο Κύριος να δέχεται τους αμαρτωλούς και να συνεσθίει μαζί τους όπως ίσως κι μερικοί δίκαιοι ενίοτε αγνοούν τον πλούτο της χρηστότητός Του. Αλλά παρηγορείται από τον πατέρα όταν ακούει ότι ο άλλος γιος ήταν νεκρός από τη αμαρτία και ανέζησε με τη μετάνοια και χαμένος μακριά από το Θεό και βρέθηκε ώστε να χαίρεται ο ουρανός ολόκληρος, χαρά γίνεται επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι (Λουκ.15,7)! Για τους αμαρτωλούς λοιπόν ήλθε ο Κύριος να μετανοήσουν κι σταυρώθηκε γι’ αυτούς κυρίως να εξαλείψει τις αμαρτίες γιατί υπερεπερίσσευσε η χάρη όπου επλεόνασε η αμαρτία (Ρωμ.5,20).
Ας ευχόμαστε επομένως για όσους ζουν στην αμαρτία αφού και σ’ αυτούς δίνει προθεσμία μετανοίας όπως φαίνεται και από το Θεό των μετανοούντων που ως εύσπλαχνος πατέρας δίνει μεγάλα και επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντες με τη μετάνοια. Ας επιληφθούμε της μετανοίας με έργα εγκαταλείποντας τον πονηρό και τα πάθη και όσους κολλάνε σ’ αυτά, μακριά από κακές συνήθειες, απιστία, απληστία, ακρασία κι ας τρέξουμε στον Πατέρα μας της αφθαρσίας, το δοτήρα της ζωής, βαδίζοντας με αρετές την οδό της Ζωής, όπου θα Τον βρούμε να έχει εξέλθει από άπειρη φιλανθρωπία να μας προϋπαντήσει και να μας χαρίζει άφεση αμαρτιών δηλαδή το σύμβολο αφθαρσίας, αρραβώνα μελλούσης ζωής, αφήνοντας σαν τον άσωτο εκείνο τα έργα της αμαρτίας ερχόμενοι τρέχοντας στα μυστήρια της Εκκλησίας, εξομολόγηση και θεία κοινωνία για να πετύχουμε τα ανέλπιστα. Τέλος ας μείνουμε πια κοντά Του ταπεινοί και σώφρονες δικαιοπραγώντας και διατηρώντας ακέραιη την ανανεωμένη χάρη Του κι αμείωτη ώστε να συνευφρανθούμε μαζί Του στον μέλλοντα αιώνα στην Άνω Ιερουσαλήμ και Εκκλησία των πρωτοτόκων εν Αυτώ τω Χριστώ τω Κυρίω ημών ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΑΣΩΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΩΣΜΕΝΟΣ Του Ηλία Λιαμή


Καλέ μου φίλε,
Καλή μου φίλη,
Την Κυριακή που μας έρχεται, ένα παιδί αποφασίζει ν’ ανοίξει τα
φτερά του και εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι. Αισθάνεται παντοδύναμο.
Αντιρρήσεις απ’ τον πατέρα του δεν αντιμετωπίζει. Στη μακρινή χώρα
που βρέθηκε, μόνον δαπανά. Δεν τροφοδοτείται. Όταν τα υπάρχοντα
τελειώσουν, πρέπει να φροντίσει να αναπληρώσει όσα ξόδεψε. Δεν
βρίσκει όμως πηγή τροφοδοσίας. Το καλομαθημένο του στομάχι πρέπει να
συνηθίσει πια τα ξυλοκέρατα. Αυτά δεν είναι μόνον άνοστα. Κρύβουν και
μια παγίδα: Όπως λένε γιατροί και διαιτολόγοι, είμαστε ό,τι τρώμε. Και ο
μικρότερος γιος καταλαβαίνει, πως αν συνεχίσει έτσι, θα μεταβληθεί
σιγά-σιγά σε ον που αρκείται σε ξυλοκέρατα. Δεν θέλει όμως να γίνει
γουρούνι. Γιατί είναι από σπίτι αρχοντικό και ξέρει πως πλάστηκε για
άλλη ζωή. Αυτή η ανάμνηση τον σώζει. Γιατί τα ξυλοκέρατα γίνονται
συνήθεια. Είναι αυτές οι μικρές και φτηνές απολαύσεις, που πριν καλά-
καλά προλάβει ο άνθρωπος να τις ψηλαφίσει, θρυμματίζονται στην
παλάμη του. Δεν είναι μόνο οι φτηνές και ρηχές απολαύσεις που
παρηγορούν τη φθορά μας. Είναι κι αυτά τα μικρά και έξυπνα δολώματα,
που με τόση μαστοριά, αιώνες τώρα ο κόσμος-ή, γιατί όχι, ο διάβολος-
γνωρίζει να χρησιμοποιεί, πρώτα για να σβήνει από την καρδιά τον πόθο
για τα πολλά και τα μεγάλα, μετά, για να μαθαίνει τον άνθρωπο να
αρκείται στα λίγα και φτηνά και τέλος για να τον μεταμορφώνει σαν άλλη
Κίρκη σε ένα ζωντανό.
Ο σημερινός μας ήρωας όμως δεν ξεχνάει. Η ιστορία του αποτελεί
τον δεύτερο σταθμό στην πορεία του Τριωδίου. Τώρα, που το σκέφτομαι,
εύκολα θα μπορούσαν, η προηγούμενη και αυτή, να χαρακτηριστούν ως

Κυριακές των αποτυχημένων. Ένας Τελώνης, άρπαγας και τοκογλύφος,
και ένας αυθάδης και αχάριστος γιος γίνονται πρότυπα μετάνοιας και νέας
αρχής για κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Αποτυχημένοι στα μάτια του
κόσμου, δικαιωμένοι στα μάτια του Θεού. Άλλωστε, τι άλλο υπήρξε και ο
ίδιος ο Κύριος για τα μάτια του κόσμου, παρά ένας αποτυχημένος
επαναστάτης, ένας αφελής ονειροπόλος, αδύναμος μπροστά στο νόμο και
την τάξη των ισχυρών. Αλλά και μέχρι σήμερα, τι διαφορετικό ακούει η
χριστιανική πίστη, από χλευασμούς και ειρωνείες για παθητικότητα,
μοιρολατρία και αδυναμία να παρέμβει στις ιστορικές εξελίξεις;
Νομίζω, πως πρέπει, ο καθένας με τον τρόπο του, να ενημερώνει
τους νεαρούς ακροατές του, πως έρχονται στιγμές, όπου αποκαλύπτεται σε
όλες τις διαστάσεις της η άβυσσος που χωρίζει την κρίση του κόσμου από
την κρίση του Θεού. Την περασμένη εβδομάδα, ένας περιφρονημένος από
τον κόσμο Τελώνης κατέβηκε από τον Ναό δικαιωμένος από τον Θεό.
Σήμερα, ένας επαναστατημένος γιος αφήνει το πατρικό του σπίτι και
τρέχει να γευτεί ό,τι έχει να του δώσει η ζωή αυτή. Θα συντριβεί, αλλά
δεν θα ξεχάσει. Όταν γυρίσει πίσω, τον περιμένει αναλλοίωτη η πατρική
αγάπη, αλλά και άτεγκτη η αδελφική κρίση.
Θυμήσου πόσο ωραία περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι αυτή την
διαφορετική ματιά κόσμου και Θεού στον μονόλογο ενός περιφρονημένου
ήρωά του στο «Έγκλημα και τιμωρία»:
«Και τότε ο Χριστός θα μας πει, ελάτε και εσείς. Όλοι εσείς, εσείς οι
μέθυσοι, εσείς οι αδύνατοι εσείς οι ακόλαστοι!... και θα μας πει:
Όντα άθλια, γίνατε σύμμορφοι με την εικόνα του θηρίου και έχετε τη
σφραγίδα του στο μέτωπό σας... Ελάτε όμως και σεις.
Και τότε οι δίκαιοι θα διαμαρτυρηθούν και οι φρόνιμοι θα απορήσουν:
Μα, Κύριε, πως τους δέχεσαι;
Και ο Χριστός θα πει: αν τους δέχομαι, κύριοι δίκαιοι, αν τους δέχομαι,
κύριοι σώφρονες, το κάνω γιατί κανένας από αυτούς δεν έκρινε ποτέ
τον εαυτό του άξιο.
Και θα μας απλώσει τα χέρια Του, θα μας ανοίξει την αγκαλιά Του και
εμείς θα πέσουμε στα πόδια Του και θα τα καταλάβουμε όλα.
Ναι, τότε θα τα καταλάβουμε όλα... Ω Κύριε, ελθέτω η βασιλεία σου...».
Αυτή είναι η παραβολή του ασώτου γιου. Αιώνες τώρα θεωρείται
ως η πιο περιεκτική παραβολή. Τόσο, που για πολλούς αποτελεί την
ανακεφαλαίωση όλης της ανθρώπινης περιπέτειας και όλου του σχεδίου
του Θεού για την ανθρώπινη σωτηρία. Λίγες φορές όμως έχει αναφερθεί,
πως η παραβολή έχει πρωταγωνιστή, όχι τον μικρότερο, αλλά τον
μεγαλύτερο γιο. Δεν λέχθηκε από τον Κύριο με αφορμή τους άσωτους της
εποχής, αλλά τους ευσεβείς και άτεγκτους, που προστατεύουν με
φανατισμό την καθαρότητα χώρων και ιδεών από εκείνους που …τολμούν
να επιστρέψουν. Τους ευσεβείς, που δεν αποστάτησαν ποτέ, άλλα έμειναν
πάντα ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Αυτοί λοιπόν είναι η αφορμή.
Θες απόδειξη;
Αν πας στην αρχή αυτού του 15ου κεφαλαίου, οι δύο πρώτοι στίχοι
τα εξηγούν όλα:
Ἦσαν δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες
οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ
ἀκούειν αὐτοῦ. 2 καὶ διεγόγγυζον
οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς
λέγοντες ὅτι οὗτος ἁμαρτωλοὺς
προσδέχεται καὶ συνεσθίει αὐτοῖς.
1 Τον πλησίαζαν λοιπόν συνεχώς όλοι
οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, για να
τον ακούνε. 2 Και οι Φαρισαίοι και οι
γραμματείς γκρίνιαζαν πολύ,
λέγοντας ότι αυτός δέχεται κοντά του
αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους.
Στα παράπονα αυτά, ο Ιησούς απαντάει με τρεις παραβολές:
Εκείνην του χαμένου προβάτου, του χαμένου νομίσματος και του άσωτου
γιου. Στις δύο μιλάει για την χαρά του Θεού, όταν ένας άνθρωπος
επιστρέψει. Στην Τρίτη όμως, εκτός από τη χαρά της επιστροφής, γίνεται
αναφορά και στον θυμό του ευσεβούς, όταν δει να γίνεται αποδεκτός ένας
αμαρτωλός, που μετανόησε. Αυτός είναι που απεικονίζεται στην
συμπεριφορά του μεγαλύτερου γιου. Και αυτός είναι ουσιαστικά ο άσωτος.
Η λέξη «άσωτος» υποδηλώνει τον μη σωσμένο. Δεν είναι η λέξη
που ταιριάζει στον μικρότερο γιο. Εκείνος είναι, που νόμιζε πως άφησε
μια φυλακή αλλά, με την επιστροφή του, βρήκε την αληθινή του πατρίδα.
Αντίθετα, ο μεγαλύτερος γιος δεν έπαψε ποτέ να θεώρει φυλακή το σπίτι
του και τον πατέρα του ένα δεσμοφύλακα. Η παραβολή τελειώνει και δε
μαθαίνουμε ποτέ, αν αποφάσισε να μπει στο χώρο της αγάπης και της
συγγνώμης. Σ’ αυτόν απευθύνεται ο χαρακτηρισμός «άσωτος» λοιπόν.
Ένας παλαιός καθηγητής στη Θεολογική Σχολή, ο μακαριστός Ηλίας
Βουλγαράκης, έλεγε, πως θα νιώθαμε μεγάλη έκπληξη, αν ξέραμε, πόσοι
άνθρωποι τα βάζουν με την τύχη τους, που γεννήθηκαν χριστιανοί.
Ακριβώς επειδή η πίστη τους δεν αποτελεί επιλογή, αλλά
προαποφασισμένη από άλλους ιδιότητα, η σχέση τους με τον Θεό δεν
στηρίζεται στην ελευθερία, αλλά στον εξαναγκασμό των εντολών. Χωρίς η
καρδιά να έχει αποδεχτεί μια ερωτική σχέση με τον Θεό, ο άνθρωπος ζει
διαρκώς σε μια αβάσταχτη πίεση εφαρμογής ενός νόμου, προκειμένου να
δικαιώσει την ανατροφή του ή να καταπνίξει την δειλία του να
αποτινάξει από πάνω του έναν ουράνιο ζυγό. Και τα δύο αυτά τα είχε
ενεργοποιήσει στον μεγαλύτερο άσωτο-μη σωσμένο γιο, η φυγή του
μικρότερου σωσμένου. Γιατί αυτός, φεύγοντας, απαρνείται την ανατροφή
του, απαρνείται την πατρική παρουσία και συγχρόνως βρίσκει το θάρρος
να αποκτήσει την ελευθερία του, γλυκιά, τουλάχιστον στην αρχή, αλλά
πικρή στη συνέχεια. Τις δύο αυτές εμπειρίες, ο μεγαλύτερος δεν τολμά να
τις γευτεί και αυτό τον ταράζει. Εκείνο όμως που τον κάνει έξαλλο, είναι
η αποδοχή της επιστροφής εκ μέρους του πατέρα του. Και έχει δίκιο! Η
ανθρώπινη δικαιοσύνη απαιτεί πρόστιμο, απαιτεί επίπληξη, απαιτεί
περίοδο απομόνωσης και αναμονής στον χώρο των μισθίων, των
υπηρετών δηλαδή. Όπως ο Φαρισαίος την προηγούμενη Κυριακή, που
καταμετρά τα κατορθώματά του, έτσι και ο μεγάλος γιος, όταν
εξανίσταται διαμαρτυρόμενος, πως ο αδελφός του (αν και δεν τον αναφέρει
ποτέ αδελφό του) κατασπατάλησε την περιουσία με τις πόρνες, έχουν
απόλυτο δίκιο. Και οι δύο αγαπούν τον νόμο και με νόμο μετρούν. Όποιος
όμως αγαπά τον Θεό, αγαπά και τη δικαιοσύνη τη δική Του και με
αυτήν μετρά.
Η ζωή γύρω μας είναι ανεκπλήρωτες φυγές και ανεκπλήρωτες
επιστροφές. Πολλοί απ’ όσους γεννήθηκαν μέσα στο σπίτι, βασανίζονται
πολλές φορές από την προπατορική τάση της αποστασίας. Αλλά δεν
τολμούν. Μένουν, λίγο από ανάγκη, λίγο από δειλία, σπίτι τους. Αλλά δεν
το εκτιμούν. Τελικά δεν ανήκουν πουθενά. Διότι ο άνθρωπος εκτιμά
μόνον ό,τι χάνει. Και φαίνεται, πως η απόσταση πατέρα-παιδιού συχνά,
αν όχι πάντα, είναι λυτρωτική. Πολλές φορές, οι αδυναμίες και τα λάθη
μας αναγκάζουν τον Θεό να μας οδηγήσει σε κακοτράχαλα μονοπάτια. Ο
μικρότερος έπρεπε να φύγει για να εκτιμήσει. Ο Δαυίδ έπρεπε να
εξευτελιστεί εντελώς για να αναφωνήσει:
«Αγαπήσω Σε, Κύριε η ισχύς μου, Κύριος στερέωμά μου και
καταφυγή μου και ρύστης μου… βοηθός μου… υπερασπιστής μου…
αντιλήπτωρ μου».
Οι Άγιοι γνωρίζουν, πως μέρος της διαδρομής προς την τελειότητα
προβλέπει να υποστούν, όχι την δική τους απομάκρυνση, αλλά την
εγκατάλειψη εκ μέρους του Θεού. Όπως λέει και ο γέρων Σωφρόνιος του
Έσσεξ στο βιβλίο του για τον Άγιο Σιλουανό, «μετά από ένα δείγμα ή
μερικά δείγματα της χάριτος του Θεού στη ζωή μας, ο Θεός αποσύρεται.
Ο χριστιανός Τον αποζητά και προσπαθεί να Τον φέρει πίσω, ώστε να
νιώσει ξανά την ευφορία της παρουσίας Του. Προσεύχεται, αγρυπνά,
νηστεύει, θρηνεί, όμως ο Θεός φαίνεται να κωφεύει. Ό,τι κι αν κάνει ο
άνθρωπος, ακόμη κι αν αγωνίζεται χρόνια, αισθάνεται πνευματικά
ξηρός. Και ξαφνικά ο Θεός, όταν θέλει, επανέρχεται και ίσως δεν
ξαναφεύγει ποτέ».
Τότε είναι οι στιγμές, που οι Άγιοι, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, ακούν τον Θεό να μιλά, όπως αναφέρει σε ομιλία του στο
κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο:
«Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ
ρούχο, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιον, κάθε τι τὸ ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νὰ μὴν ἔχεις
ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ᾖλθα νὰ ὑπηρετήσω,
ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ
καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ μείνεις φίλος μου.
Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς διὰ σένα· ἔγινα καὶ ζητιάνος διὰ σένα· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς
τὸν Σταυρὸν διὰ σένα· ἐνταφιάστηκα διὰ σένα· εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω διὰ σὲ
παρακαλῶ τὸν Πατέρα· κάτω εἰς τὴν γῆν στάλθηκα ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς6
μεσολαβητὴς διὰ σένα. Ὅλα για μὲνα εἶσαι σύ· καὶ ἀδελφὸς καὶ
συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις;»
Την ώρα όμως της επιστροφής, κάποιος περιμένει να δικάσει
και να κλείσει μια πόρτα. Δυστυχώς δεν είναι όλοι τόσο επίμονοι και
αποφασισμένοι, όπως ο σημερινός μικρότερος γιος της παραβολής, να
επιμένουν μέχρι να μπουν. Υπάρχουν φορές, που ένας καταρρακωμένος
άνθρωπος θα φτάσει έξω από την πόρτα και θα την χτυπήσει για μια και
μοναδική φορά. Και ευτυχώς ή δυστυχώς, ο Πατέρας έχει αφήσει εμάς ν’
ανοίξουμε και να τον υποδεχτούμε. Αν είμαστε οι άνθρωποι της
αναγκαστικής υπακοής, αυτός που επέστρεψε, θα διαβάσει στο βλέμμα
και στις κινήσεις μας την καχυποψία και την απόρριψη. Και αυτή την
εικόνα θα σχηματίσει και για τον άρχοντα του σπιτιού. Και δεν θα
ξανατολμήσει να χτυπήσει, γιατί δεν αντέχει άλλες πληγές. Με υπέροχο
τρόπο, ο Νικηφόρος Βρεττάκος μας περιγράφει την επιστροφή εκείνου,
που δεν τολμά να χτυπήσει την πόρτα του πατρικού του σπιτιού:
Επιστροφή
Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ’ τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση.
-με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου.
Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν’ ανάψει.
Κ’ ενώ απ’ την πόρτα βλέπω τις γλυκές του λάμψεις,
με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
δε μπαίνω μέσα. Απέξω κάθομαι και κλαίω...
Ποτέ δε θα μάθουμε τι θα αποφάσιζε τελικά ο μικρότερος γιος,
αν δεν είχε τρέξει ο Πατέρας προς εκείνον. Θα χτύπαγε τελικά; Ή
κρατώντας τη βαριά καρδιά του, απέξω θα καθόταν και θα έκλαιγε;
Πολύ φοβάμαι λοιπόν, πως δεν αρκεί ν’ ανοίξουμε μια πόρτα, έστω
χαμογελαστοί. Ο κόσμος χρειάζεται να τρέξουμε προς εκείνον. Η
προϋπόθεση όμως είναι να έχουμε νιώσει προηγουμένως αυτή την
εμπειρία της αποδοχής και της δικής μας επιστροφής. Για να τη
νιώσουμε όμως, πρέπει να αποδεχτούμε πως ζούμε «εις χώραν
μακράν», είτε με τον τρόπο ζωής μας, είτε με ένα διχασμένο
θέλημα, ανάμεσα στον ουρανό και τον κόσμο, είτε ακόμη και με τη
φαντασία μας, χωρίς να έχουμε απομακρυνθεί σωματικά, ούτε
μέτρο. Σε κάθε περίπτωση όμως, κάθε στιγμή, χρειαζόμαστε μια
επιστροφή. Και προϋπόθεση της είναι η αποστροφή για τα
ξυλοκέρατα της χλιαρής πίστης, της αναγκαστικής προσευχής, της
υποχρεωτικής φιλανθρωπίας, της περιστασιακής αγάπης, με τα
οποία μάθαμε να χορταίνουμε την πεινασμένη ψυχή μας.
Ας διαβάσουμε τώρα και την περικοπή μας, από 15ο κεφάλαιο
του Λουκά:
Η παραβολή του άσωτου γιου
11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο
υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος
αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι
τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας.
καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ
μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας
συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος
υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν
μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν
οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν
ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ
αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς
ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην,
καὶ αὐτὸς ἤρξατο
ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς
11 Είπε τότε: «Κάποιος άνθρωπος είχε
δύο γιους. 12 Και ο νεότερος από
αυτούς είπε στον πατέρα του:
“Πατέρα, δώσε μου το μέρος της
περιουσίας που μου ανήκει”. Εκείνος
διαίρεσε σ’ αυτούς την
περιουσία. 13 Και μετά από λίγες
ημέρες, αφού τα σύναξε όλα ο
νεότερος γιος, αποδήμησε σε χώρα
μακρινή και εκεί διασκόρπισε την
περιουσία του ζώντας άσωτα. 14 Και
όταν αυτός τα δαπάνησε όλα, έγινε
ισχυρός λιμός στη χώρα εκείνη, και
αυτός άρχισε να στερείται. 15 Και
τότε πήγε και προσκολλήθηκε σε 8
ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς
χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν
αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ
βόσκειν χοίρους. 16 καὶ ἐπεθύμει
γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ
τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ
χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου
αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν
εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός
μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ
λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς
πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου
καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν
σου. 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος
κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς
ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ
ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα
αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν
ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ
αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ
δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν
τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν
αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός·
πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ
ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε
δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους
αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν
τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν,
καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα
αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς
πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν
μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ
φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ
ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ
εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο
εὐφραίνεσθαι. 25 ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς
αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ·
καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ
ἤκουσε συμφωνίας καὶ
έναν από τους πολίτες εκείνης της
χώρας, και τον έστειλε στους αγρούς
του να βόσκει χοίρους. 16 Και αυτός
επιθυμούσε να χορτάσει από τα
ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι,
και κανείς δεν του έδινε. 17 Τότε
συνήλθε και είπε: “Σε πόσους
μισθωτούς του πατέρα μου
περισσεύουν άρτοι, ενώ εδώ εγώ
χάνομαι από λιμό. 18 Αφού σηκωθώ,
θα πορευτώ προς τον πατέρα μου και
θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον
ουρανό και μπροστά σου, 19 δεν είμαι
άξιος πια να ονομαστώ γιος σου. κάνε
με όπως έναν από τους μισθωτούς
σου”. 20 Και σηκώθηκε και ήρθε προς
τον δικό του πατέρα. Ενώ λοιπόν
αυτός απείχε ακόμα μακριά, τον είδε
ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε
και, αφού έτρεξε, έπεσε πάνω στον
τράχηλό του και τον
καταφίλησε. 21 Του είπε τότε ο γιος:
“Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και
μπροστά σου, δεν είμαι άξιος πια να
ονομαστώ γιος σου”. 22 Είπε όμως ο
πατέρας προς τους δούλους του:
“Γρήγορα, φέρτε έξω την πρώτη
στολή και ντύστε τον, και δώστε
δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα
στα πόδια, 23 και φέρτε το
καλοθρεμμένο μοσχάρι, σφάξτε το,
και να φάμε να
ευφρανθούμε, 24 γιατί αυτός ο γιος
μου ήταν νεκρός και ξανάζησε, ήταν
χαμένος και βρέθηκε”. Και άρχισαν
να ευφραίνονται. 25 Ο γιος του ο
πρεσβύτερος ήταν τότε στον αγρό.
Και καθώς ερχόταν και πλησίασε
στην οικία, άκουσε συμφωνίες
οργάνων και χορούς 26 και, αφού
προσκάλεσε έναν από τους δούλους,
ζητούσε να μάθει τι σήμαιναν 9
χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος
ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί
εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι
ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ
πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν
σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν
ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ
ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ
αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει
αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ
πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω
σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου
παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε
ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν
φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ
ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών
σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν,
ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν
σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ·
τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ,
καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά
ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ
χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου
οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
αυτά. 27 Εκείνος του είπε: “Ο
αδελφός σου έχει έρθει, και έσφαξε ο
πατέρας σου το μοσχάρι το
καλοθρεμμένο, γιατί τον έλαβε πίσω
υγιή”. 28 Αυτός τότε οργίστηκε και
δεν ήθελε να εισέλθει, αλλά ο
πατέρας του εξήλθε και τον
παρακαλούσε να μπει
μέσα. 29 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε
στον πατέρα του: “Ιδού, τόσα έτη σε
υπηρετώ σαν δούλος και ποτέ δεν
παράβηκα εντολή σου, αλλά σ’ εμένα
ποτέ δεν έδωσες ένα κατσίκι, για να
ευφρανθώ μαζί με τους φίλους
μου. 30 Όταν όμως αυτός ο γιος σου
ήρθε, που σου κατάφαγε το βιος μαζί
με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το
καλοθρεμμένο μοσχάρι”! 31 Εκείνος
του είπε: “Παιδί μου, εσύ πάντοτε
είσαι μαζί μου, και όλα τα δικά μου
είναι δικά σου. 32 Έπρεπε όμως να
ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί
αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και
έζησε, και χαμένος και βρέθηκε”».
Θα σου πρότεινα εξ αρχής να πεις στα παιδιά που έχεις μπροστά
σου, πως η παραβολή αυτή κατέχει κεντρική θέση στην πίστη μας.
Μέσα σε μια μόνο περικοπή, παρουσιάζεται
 η αγαπητική στάση του Θεού απέναντι στον άνθρωπο, δύο
κίνδυνοι της πνευματικής ζωής
 η αποστασία και η ευσεβίστικη τυπολατρία,
 καθώς και η οδός της μετανοίας, που πάντα αναμένεται από τον
ουράνιο Πατέρα με λαχτάρα.
Επειδή πρόκειται για μια πολυδιάστατη εξιστόρηση, θα σου
πρότεινα να μην υποκύψεις στον πειρασμό μιας ψυχολογικού τύπου
συζήτησης. Και πρόκειται όντως περί πειρασμού, διότι με σαφή και λιτό 10
τρόπο αναδύονται θέματα σχέσεως γονέων και παιδιών, σχέσεις αδελφών
και ψυχολογικές καταστάσεις μεγάλης έντασης, όπως εκείνη του
μικρότερου αδελφού, που φτάνει στα όριά του και αποφασίζει να αλλάξει
υπαρξιακή προοπτική. Αν όλα αυτά δεν αναφερθούν με μέτρο και μόνον
ως δευτερεύοντα στοιχεία, το μόνο βέβαιο είναι, πως ο χρόνος απλώς δεν
θα επαρκέσει, γεγονός, που μπορώ να στο βεβαιώσω εκ πείρας.
Τα παιδιά είναι αρκετό να έχουν μια σαφή εικόνα για
- έναν μεγαλύτερο γιο, που παραμένει στο πλαίσιο της ανατροφής του
και ενώ εξωτερικά δεν δίνει κανένα δικαίωμα να κατηγορηθεί για
ασέβεια ή αποστασία, εσωτερικά, ένας δεύτερος εαυτός ζει μια
παράλληλη ζωή, γεμάτη οργή και πίεση
- έναν μικρότερο γιο, ο οποίος κάνει την επανάστασή του, αλλά
καταφέρνει να μετατρέψει τον δυναμισμό του, από παράγοντα τήξης
σε δύναμη αλλαγής και μετάνοιας
- και ένα πατέρα, που με μεγαλοψυχία αποχαιρετά, με μεγαλοψυχία
υποδέχεται, με μεγαλοψυχία αποκαθιστά, με μεγαλοψυχία
αγωνίζεται να συμφιλιώσει. Γρήγορα όμως πρέπει τα πρόσωπα να
ταυτιστούν με εκείνους, που αντιπροσωπεύουν.
- Θα έλεγα παιδιά να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα: Για ποιο λόγο
λέει ο Χριστός αυτή την παραβολή; Ποιο είναι το βασικό της
μήνυμα; Σε ποιους απευθύνεται;
- Σε κάποιους, που αισθάνονται, πως η μετάνοιά τους, ίσως δεν γίνει
δεκτή… σε κάποιους, που έχουν την εντύπωση, πως ο Θεός
εκφράζει μόνον τον νόμο και την ποινή… σε κάποιους, που
δυσανασχετούν, όταν η δικαιοσύνη τους προσκρούει στην δικαιοσύνη
του Θεού… σε κάποιους που αφιερώνουν όλη την ενέργειά τους σε
μια καθωσπρέπει συμπεριφορά, αμελώντας τον διάλογο με τον
αληθινό εαυτό τους και αφήνοντάς τον να πιέζεται και να μισεί.
- Κάθε μια από αυτές τις απαντήσεις είναι σωστή. Πρέπει όμως να
ξέρετε, πως μόλις έχει προηγηθεί από την διήγηση αυτή, η οργή
των Φαρισαίων, για την επιλογή του Ιησού να συντρώγει με 11
αμαρτωλούς και τελώνες. Μην ξεχνάτε, πως πολλοί από αυτούς
άλλαξαν πορεία ζωής μετά την συνάντηση με τον Χριστό. Αυτούς
αντιπροσωπεύει και ο μικρότερος γιος. Φαρισαίους όμως να
μετανοήσουν δεν έχουμε, παρά ελάχιστους. Κι ας παρουσιάζονται ως
αυθεντίες στη μελέτη των Γραφών, στο ήθος και στην φιλανθρωπία.
Νομίζουν, πως ανήκουν στην οικογένεια, όπως νόμιζε και ο
μεγαλύτερος γιος. Αλλά για πέστε μου, μια και το αναφέραμε:
έχετε παρατηρήσει, πως πουθενά στην περικοπή δεν βγαίνει από
τα χείλη του μεγαλύτερου γιου, ούτε η λέξη «αδελφός», ούτε η λέξη
«πατέρας». Ο μεγαλύτερος γιος αισθάνεται μόνος και ορφανός. Γιατί;
Εδώ, μπορείς να παρατηρήσεις, πως αν και δεν έφυγε από το
σπίτι, η καρδιά του βρίσκεται αλλού. Αντίθετα, ο μικρότερος γιος, αν και
βρίσκεται μακριά, η καρδιά του είναι στο σπίτι.
- Αν σας έλεγα, πως το σπίτι αντιπροσωπεύει την εκκλησία,
μπορείτε να εντοπίσετε κάποια χαρακτηριστικά του;
- Το σπίτι έχει πλούτο.
- Δηλαδή;
- Αγάπη, χαρίσματα, χαρά…
- Και τι άλλο, αν υπολογίσετε, πως, για όποιον ήθελε να φύγει, η
πόρτα ήταν ανοιχτή;
- Ελευθερία!
- Φανταστείτε κάτι: όποιος φύγει από την Εκκλησία και διαλέξει άλλο
πλαίσιο ζωής, παίρνει μαζί του αυτόν τον πλούτο. Για σκεφτείτε:
Ακόμη και μακριά, τη χαρά την έδινε ο πλούτος του σπιτιού. Ακόμη
και για όποιον θελήσει να ζήσει μακριά, οι δωρεές της Εκκλησίας θα
του δίνουν αληθινή χαρά. Μόνο που…
- Μόνο που κάποτε τελειώνουν. Διότι δεν υπάρχει τροφοδοσία.12
Όντως, δεν έχει τελειωμό η άντληση σωτήριων συμπερασμάτων
απ’ αυτήν την περικοπή. Ιδού μερικά ακόμη, που μπορεί να τα
επεξεργαστείς με το δικό σου τρόπο:
- Τι αντιπροσωπεύουν τα ξυλοκέρατα;
- Ο μικρός γιος έχει ετοιμάσει τον λόγο της μετανοίας του. Δεν τον
ολοκληρώνει όμως. Ο πατέρας δεν το επιτρέπει. Δεν τον θέλει
εξουθενωμένο. Άλλωστε, η επιστροφή του μιλάει από μόνη της.
- Τι συνδέει τον Φαρισαίο της περασμένης Κυριακής με τον
μεγαλύτερο γιο της σημερινής παραβολής;
Και πόσα ακόμη!
Με ένα θα ήθελα να τελειώσω:
- Αν σας έλεγα παιδιά, πως «άσωτος» σημαίνει αυτός που δεν
σώζεται, σε ποιον θα δίνατε αυτόν τον χαρακτηρισμό; Ποιον
βλέπετε τελικά να βρίσκεται έξω από τη χαρά του σπιτιού, έξω από
τη χαρά της Εκκλησίας;
Να η απάντηση από τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό:
-Χίλιας χιλιάδας καλά να κάμνωμεν, αδελφοί μου, νηστείας, προσευχάς,
ελεημοσύνας, και το αίμα μας να χύσωμεν δια τον Χριστό μας, και δεν
έχομεν αυτάς τα δύο αγάπας, αλλά έχομεν το μίσος και την έχθραν εις
τους αδελφούς μας, όλα εκείνα τα καλά όπου εκάμαμεν είναι του
διαβόλου και εις την κόλασιν πηγαίνομεν. Μα καλά, λέγετε, εκεί με
εκείνην την έχθραν την ολίγην όπου έχομεν εις τους αδελφούς μας,
έχοντες τόσα καλά καμωμένα, εις την κόλασιν πηγαίνουμεν; Ναι,
αδελφοί μου, διότι εκείνη η έχθρα είναι φαρμάκι του διαβόλου και
καθώς βάνομεν μέσα εις εκατόν οκάδας αλεύρι ολίγον προζύμι, και έχει
τόσην δύναμιν και ανακουφίζει όσον ζυμάρι και αν είναι, έτσι είναι και
η έχθρα, όλα εκείνα, τα καλά όπου εκάμαμεν τα γυρίζει και τα κάνει
φαρμάκι του διαβόλου.
πηγή

Άγιος Νικόλαος Πλανάς: Πρότυπο ιερέα.


Μιλάμε πολλές φορές στον καιρό μας για κρίση στους θεσμούς της κοινωνίας και ανάμεσα σ’ αυτούς περιλαμβάνουμε και την Εκκλησία ως διοίκηση. Σίγουρα το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο και σίγουρα δε σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν διακονεί τον σκοπό της πάνω στη γη. Το παρήγορο και το ενισχυτικό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι, και στον καιρό μας, που κατορθώνουν να ξεπεράσουν την κακομοιριά μας και να ποδηγετήσουν με το παράδειγμα τους το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Μια τέτοια μορφή ήταν ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις2 Μαρτίου. Γεννήθηκε στη Νάξο το 1851και κοιμήθηκε στην Αθήνα το 1932. Θα κάνουμε μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε τον παπα-Νικόλα, τον απλοϊκό ποιμένα των απλοϊκών προβάτων, στις σχέσεις με τους ενορίτες του, όπως φαίνονται από το βιβλίο της μοναχής Μάρθας.
Η σχέση που καλλιεργεί ο ιερέας με τους ενορίτες τους είναι το μέτρο με το οποίο μετρά κανείς την προσπάθεια που καταβάλλεται. Μέτρο δεν είναι το πολυπληθές, και συνήθως απαθές, εκκλησίασμα. Ο παπα-Νικόλας αδιαφορεί για το πλήθος κι ενδιαφέρεται για το πώς θα τους κάνει μετόχους της αγιαστικής χάριτος των μυστηρίων. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το βαθμό των κοινωνικών γνωριμιών των «παιδιών» του και για όλα τα προβλήματα τους «διανυκτέρευε σχεδόν, προσευχόμενος» κι ας είχε λειτουργήσει με το δικό του, μοναδικό τρόπο την προηγούμενη και θα λειτουργούσε και τη μέρα που θα ξημέρωνε (αναφέρεται ότι η λειτουργία παρ’ αυτώ διαρκούσε 9-10 ώρες…)

Στη σχέση με τους ενορίτες κυριαρχούσε ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας του προσώπου. Εκτός από την ξεχωριστή σε κάθε λειτουργία μνημόνευση όλων των ονομάτων βλέπουμε να μη συμπεριφέρεται ομοιόμορφα και κατά την εξομολόγηση, Ανάλογα με τις δυνάμεις και την πνευματική προκοπή του εξομολογούμενου καθόριζε τη νηστεία, Για τον κάθε ενορίτη του και πνευματικό παιδί του δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις στιγμές της θλίψεως «κατέβασε τον ουρανό στη γη, από την αδιάκοπη κι εγκάρδια προσευχή». Νιώθει τα ξεχωριστά ατομικά προβλήματα «άκουσε με προσοχή και συμπόνια, …είπε ότι θα προσευχηθεί». Και όταν κάνει παρατηρήσεις τις κάνει με πολύ ευγένεια, διακριτικότητα αλλά και αμεσότητα.
Στους υποτακτικούς του προσπαθεί να δώσει τη σωστή ιεράρχηση των αξιών. Δεν τους πιέζει να συμμετάσχουν πουθενά, αλά όπου συμμετέχουν πρέπει να συμμετέχουν ολόψυχα. «Ήρθαμε να αγρυπνήσουμε, όχι να κοιμηθούμε…» είπε σε κάποιον που αποκοιμήθηκε κατά την ώρα της αγρυπνίας.
Όταν πρόκειται να κάνει κάτι το καινούργιο, που θα έχει επίπτωση στους γύρω του, ρωτάει «τι λες να συνεχίσουμε και εμείς αυτό; (την προσευχή των Ακοίμητων)» και σέβεται την απάντηση της υποτακτικής του χωρίς να προσπαθήσει να επιβάλλει τη γνώμη του. Δε διστάζει να ζητήσει συγγνώμηαπό τους συνεργάτες του όταν καταλαβαίνει ότι η προσωπική του επιθυμία και διάθεση για συνέχιση του αγώνα και της προσευχής, τους κουράζει: «σας παιδεύω, παιδιά μου, να με συγχωρέσετε», «να με συγχωρέσεις… είμαι λιγάκι παράξενος!»
Όλες του οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα το γαλήνεμα του εσωτερικού κόσμου όσων τον πλησίαζαν. «Αποφάσισαν να τον φέρουν (ένα δαιμονισμένο) στο μικρό και ήσυχο λιμανάκι, εκεί που κατέφευγαν όλες οι κυματοδαρμένες από τις φουρτούνες της ζωής ψυχούλες». Ακόμη και η κουβέντα που είπε σε κάποιον στεναχωρημένο αμαξά «δεν πειράζει παιδί μου, πηγαίνω με τα πόδια», αντανακλούν τη γαλήνη που έκρυβε μέσα του. Η γαλήνη αυτή έκανε τον άλλον να παραμερίζει οποιαδήποτε εμπόδια και καλλιεργούσε την ειρήνη στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ως καλός ποιμένας γνωρίζει καλά το ποίμνιο του και προσπαθεί να το γνωρίσει ακόμη καλύτερα. Όταν μια φορά είχε μείνει από πρόσφορο και δεν θα μπορούσε να τελέσει τη Θεία Λειτουργία έστειλε να ζητήσουν από τις γυναίκες «που ήξερε πως πάντα είχαν πρόσφορο». Ανακαλύπτει ένα κρυμμένο λεπρό και τον εντάσσει στα πλαίσια των ασχολιών του. Προσπαθεί να νιώσει την ουσία των προβλημάτων και μετά να προσφέρει τη βοήθεια του. Αυτό του δίνει την άνεση να έχει ξεκάθαρη στάση απέναντι τους και να μην τους κάνει να πικραίνονται ποτέ γιατί έβλεπαν ότι ο παπα-Νικόλας δεν έβλεπε τον άνθρωπο μόνο ως ψυχή αλλά και ως σώμα και κατά πρώτον λόγο έπρεπε να καλυφθούν οι σωματικές ανάγκες και μετά να προσεγγιστεί ο πιστός και από την «πνευματική» σκοπιά.
«Προσφέρθηκε να βάλει την περιουσία του ενέχυρο, για να σωθεί ο πλησίον του», «ένα γεροντάκι τον επισκεπτόταν δις της εβδομάδας και τον συντηρεί σχεδόν (ο παπα-Νικόλας)» -βλέπουμε ότι δεν αφήνει στο φιλόπτωχο την υλική συμπαράσταση- «πήρε τον φάκελο κλειστό με σεβαστό ποσόν…, τον έδωσε αμέσων κλειστό σε μια πτωχή, είχε κόψει μισθό σε έντεκα οικογένειες χήρων και ορφανών. …Χρόνια διατηρεί το επίδομα…», «περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια του, αλλ’ αμέσως το διοχέτευε στην ελεημοσύνη», προσεύχεται για να βρει κάποιος οικογενειάρχης δουλειά, προσεύχεται για ν’ απαλλαγεί από τους στομαχικούς πόνους μια ενορίτισσα του, και ακόμη, και μετά το θάνατο του, προσωπικά του αντικείμενα ή και μια ευχή στ’ όνομα του έδιναν λύση σε επείγοντα σωματικά προβλήματα.
Οι πράξεις του αυτές είχαν καλλιεργήσει ένα σεβασμό του ποιμνίου του, που τον συνόδευε σε κάθε του βήμα. Τον υποδέχονταν με χαρά και προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί του, να πάρουν την ευλογία του- ακόμη και οι οδηγοί θα είχαν εκείνη τη μέρα περισσότερα κέρδη! Δεν ενδιαφέρονταν για την πτωχική εξωτερική του εμφάνιση, ούτε και για το ότι ήταν κατά κόσμο αμόρφωτος. Όμως και ο παπα Νικόλας καταλάβαινε την αγάπη τους, δεν τη εκμεταλλεύονταν και δεν αδιαφορούσε όταν κάποιο «παιδί του» ετοίμαζε κάτι γι’ αυτόν.
Πρόθυμα ο παπα-Νικόλας συγχωρεί τις πράξεις των άλλων που τον έχουν ως στόχο. Συγχωρεί τον νεωκόρο που τον μούντζωνε, συγχωρεί αυτούς που θέλουν να τον εμπαίξουν. Αυτό, όμως, που δεν συγχωρεί είναι η ασυγχωρησία: Θεωρούσε ένοχο έναν κληρικό που είχε αφορίσει μια κυρία και πέθαναν και οι δύο ασυγχώρητοι.
Κυριότερο μέσο αγωγής είχε το παράδειγμα και την έμπρακτη νουθεσία. Εξηγεί σε μια «κόρη του» γιατί να μην θυμώνει και λέει: «και ‘γω δεν ξέρω να μιλήσω; ξέρω, αλλά σκέφτομαι το αποτέλεσμα και έτσι σιωπώ».
Πηγαίνει νωρίς σ’ ένα σπίτι για να μπορέσει να λειτουργήσει την επόμενη,δίνοντας την αφορμή στο σπιτικό εκείνο να συλλειτουργηθεί μαζί του. Ελέγχει με πολύ όμορφο τρόπο τη συμπεριφορά των άλλων και του κάνει να καταλάβουν το βαθύτερο αίτιο των σφαλμάτων τους, «έβαλε κανόνα» σε ένα αστεφάνωτο ζευγάρι μόνο όταν τους καλλιέργησε πνευματικά, και εξηγεί με πολύ αγάπη σε μια γυναίκα που ζούσε παράνομα για ποιο λόγο δεν μπορεί να αποδεχθεί το πρόσφορο της. Έτσι η γυναίκα καταλαβαίνει ότι δόγμα και ήθος είναι ένα και το αυτό.
Ακόμη κι όταν βλέπει ότι η αγάπη του δεν βρίσκει ανταπόκριση και η καλημέρα του δεν απαντάται, αυτός συνεχίζει ακάθεκτος την προσπάθεια του για να δείξει ότι η αγάπη καταργεί όλα τα σύνορα: «δεν είχε εχθρό κανένα». Φυσικά, προτιμά να προλάβει μια κατάσταση παρά να τη νουθετήσει εξ υστέρων: ενίσχυε τις νεαρές χήρες «διότι η φτώχεια εξωθεί προς την διαφθορά». Το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο προς τον συνάνθρωπο αδιαφορώντας για την πολιτική του τοποθέτηση. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν τον ρώτησαν κάτι για τα πολιτικά, αυτός απάντησε: «Ποιος κυβερνάει τώρα;»
Ποτέ, επίσης, για κάποιο αίτημα του δεν έκρουσε την πόρτα ισχυρών- ούτε ενδιαφερόταν τι θέση κατείχε ο εξομολογούμενο. Ο παπα Νικόλας έκρουε συνεχώς την πόρτα του Θεού. Προσπαθεί να παρηγορήσει για πράγματα που νιώθει ότι στενοχωρούν τους άλλους αλλά δεν τους βλάπτουν πνευματικά: «δεν πειράζει παιδί μου» είπε σ’ έναν αμαξά όταν αφήνιασαν τα’ άλογα του, «μη στεναχωριέσαι» είπε στην ψάλτρια του όταν περπατούσαν στο σκοτάδι, και ο ίδιος δεν στεναχωρούνταν ακόμα και με πράξη που δικαιολογημένα θα έκαναν άλλους να αγανακτήσουν, αλλά διδάσκει την υπομονή και την αγάπη με καλοσύνη και απάθεια.
Κάναμε μια μικρή προσπάθεια να δούμε μια πλευρά της ζωής μιας από τις νεώτερες μορφές αγίων κληρικών. Όμως η προσωπικότητα του παπα-Νικόλα δεν μπορεί να κλειστεί σε μερικές γραμμές. Μπορεί να μετρηθεί μόνο με το πόσες ψυχές παρασυρμένες από τη ζωή του θα μπορέσουν να φτάσουν πιο κοντά στη Βασιλεία των Ουρανών.
Την ευχή του να 'χουμε! 
 Θεόδωρος Εκκλησίαρχος,
Θεολόγος

Πηγή: www.xfe.gr

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...