Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουνίου 30, 2013

Η παρεξηγημένη “Αγιότητα”(Του Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννου (Ζηζιούλα)

ηγή:ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
agioi_pantes 

Αν ρωτήσει κανείς τυχαία τους ανθρώπους στον δρόμο τι αποτελεί κατά τη γνώμη τους «αγιότητα», η απάντηση που θα λάβει κατά κανόνα είναι περίπου η εξής: άγιος είναι εκείνος που δεν κάνει αμαρτίες, που τηρεί τον νόμο του Θεού, είναι ηθικός από κάθε άποψη, με μια φράση: «δεν αμαρτάνει». Σε ορισμένες περιπτώσεις στην έννοια της αγιότητας προστίθεται ένα στοιχείο και με χροιά μυστικισμού, σύμφωνα με την όποια άγιος είναι εκείνος που έχει εσωτερικά βιώματα, επικοινωνεί με το «θείον», περιέρχεται σε έκσταση και βλέπει πράγματα που δεν τα βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι, με λίγα λόγια ζει υπερφυσικές καταστάσεις και ενεργεί υπερφυσικές πράξεις.
Έτσι η έννοια της αγιότητας φαίνεται να συνδέεται στη σκέψη των ανθρώπων με κριτήρια ηθικολογικά και ψυχολογικά. Όσο πιο ενάρετος είναι κανείς, τόσο πιο άγιος είναι. Και όσο πιο χαρισματικός είναι κάποιος και επιδεικνύει ικανότητες που δεν τις έχουν συνήθως οι άνθρωποι (όπως να διαβάζει τη σκέψη μας, να προβλέπει το μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερο μας κάνει να τον θεωρούμε «άγιο». Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα: όταν διαπιστώσουμε κάποιο ελάττωμα στον χαρακτήρα ή τη συμπεριφορά κάποιου (ότι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τον διαγράφουμε από τους «αγίους». Ή αν δεν εκδηλώσει υπερφυσικές ικανότητες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μας ξενίζει και η σκέψη ακόμη ότι θα μπορούσε κάποιος να είναι άγιος.
Η κοινή και διαδεδομένη αυτή αντίληψη για την αγιότητα δημιουργεί ορισμένα βασικά ερωτηματικά, όταν τη θέσουμε στο φως του Ευαγγελίου, της πίστεως και της παραδόσεώς μας. Ας αναφέρουμε μερικά από αυτά:
1. Αν η αγιότητα συνίσταται κυρίως στην τήρηση των ηθικών αρχών, τότε γιατί ο Φαρισαίος κατακρίθηκε από τον Κύριο, ενώ δικαιώθηκε ο Τελώνης  στη γνωστή σε όλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε να αποκαλούμε τον Φαρισαίο «υποκριτή», αλλά στην πραγματικότητα δεν έλεγε ψέματα, όταν ισχυριζόταν ότι τηρούσε πιστά τον Νόμο, ότι έδινε το 1/10 της περιουσίας του στους πτωχούς και ότι τίποτε από όσα του ζητούσε ο Θεός ως πιστός Ιουδαίος δεν παρέλειπε να εφαρμόσει. Όπως επίσης δεν έλεγε ψέματα όταν χαρακτήριζε τον τελώνη αμαρτωλό – όπως και ο τελώνης τον εαυτό του – γιατί πράγματι ο τελώνης ήταν άδικος και παραβάτης των ηθικών κανόνων.
2. Παρόμοιο ερώτημα προκύπτει και από τη χρήση του όρου «άγιος» από τον Απόστολο Παύλο στις επιστολές του. Απευθυνόμενος στους χριστιανούς της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, της Γαλατίας κ.λπ., ο Παύλος τους καλεί «αγίους». Στη συνέχεια όμως των επιστολών αυτών κατονομάζει μύρια όσα ηθικά ελαττώματα των χριστιανών αυτών, τα οποία και επικρίνει δριμύτατα. Στην προς Γαλάτας μάλιστα επιστολή φαίνεται ότι η ηθική κατάσταση των εκεί «αγίων» ήταν τόσο απογοητευτική, ώστε να αναγκάζεται ο Παύλος να τους γράψει: «ει γαρ αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθείτε»! Πώς συμβαίνει να καλούνται οι πρώτοι χριστιανοί «άγιοι», όταν είναι βέβαιο ότι η καθημερινή τους ζωή δεν ήταν σύμφωνη με τις επιταγές της ίδιας της πίστεώς τους; Θα διανοείτο άραγε κανείς στις μέρες μας να καλούσε «άγιον» έναν από τους χριστιανούς;
3. Αν η αγιότητα συνδέεται με υπερφυσικά χαρίσματα, τότε θα μπορούσε να την αναζητήσει και να τη βρει κανείς και έξω από την Εκκλησία. Είναι γνωστό ότι και τα πονηρά πνεύματα ενεργούν υπερφυσικές πράξεις. Οι άγιοι δεν είναι μάντεις και φακίρηδες, ούτε κρίνεται η αγιότητα τους από τέτοια «χαρίσματα». Υπάρχουν άγιοι της Εκκλησίας μας για τους οποίους δεν αναφέρονται θαύματα, ενώ υπήρξαν θαυματοποιοί, οι οποίοι ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως άγιοι. Είναι, σχετικά, πολύ ενδιαφέροντα όσα γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Α’ επιστολή του προς τους Κορινθίους, οι οποίοι, όπως πολλοί σήμερα, εντυπωσιάζονταν από υπερφυσικές ενέργειες: «και εάν έχω πίστιν ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί». Το να διατάξεις ένα βουνό να μετακινηθεί, είχε πει ο Κύριος ότι είναι δυνατόν, αν έχεις πίστη «ως κόκκον σινάπεως». Δεν είναι όμως από μόνο του δείγμα αγιότητας, δεν είναι τίποτα «ουδέν», αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση της αγάπης, κάτι δηλαδή που οποιοσδήποτε άνθρωπος χωρίς θαυματουργικές ικανότητες μπορεί να έχει. Θαυματουργία και αγιότητα δεν ταυτίζονται, ούτε συνυπάρχουν κατ’ ανάγκη.
4. Παρόμοια ερωτηματικά δημιουργούνται από τη σύνδεση της αγιότητας με ασυνήθεις και «μυστικές» ψυχολογικές εμπειρίες. Πολλοί ανατρέχουν σήμερα στις ανατολικές θρησκείες για να συναντήσουν εξαϋλωμένους «γκουρού», ανθρώπους εξαίρετης αυτοπειθαρχίας, ασκήσεως και προσευχής. Η Εκκλησία μας δεν τους θεωρεί αυτούς αγίους, όσο βαθιές και υπερφυσικές και αν είναι οι εμπειρίες τους, και όσο σπουδαία και αν είναι η αρετή τους.
Έτσι τελικά τίθεται το ερώτημα: υπάρχουν άγιοι εκτός της Εκκλησίας; Αν η λέξη «άγιος» σημαίνει αυτό που γενικά ο κόσμος νομίζει και που περιγράφουμε πιο πάνω (δηλαδή ηθικός βίος, υπερφυσικά χαρίσματα και υπερφυσικές εμπειρίες), τότε πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν άγιοι και εκτός της Εκκλησίας (Ίσως μάλιστα συχνότερα εκτός παρά εντός). Αν πάλι θελήσουμε να πούμε ότι η αγιότητα είναι δυνατή μόνο στην Εκκλησία, τότε πρέπει να αναζητήσουμε το νόημα της αγιότητας πέρα από τα κριτήρια που αναφέρουμε πιο πάνω, πέρα δηλαδή από την ηθική τελειότητα και τις υπερφυσικές δυνάμεις και εμπειρίες.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς αντιλαμβάνεται ή Εκκλησία μας την αγιότητα.
Ο όρος «άγιος» έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Η ρίζα της λέξεως στην ελληνική γλώσσα είναι το αγ-, από το οποίο παράγονται μια σειρά από όρους, όπως το αγνός, το άγος κ.λπ. Τη βαθύτερη σημασία της ρίζας αυτής την κρατάει το ρήμα άζεσθαι, που σημαίνει το δέος σε μια απόκρυφη και φοβερή δύναμη (Αισχύλου, Ευμ. 384 κ. έ.), το σέβας προς τον φορέα της Δύναμης (Ομήρου, Οδύσ. 9,200 κ. έ.) κ.λπ. Έτσι στον αρχαίο ελληνισμό η αγιότητα συνδέεται με τη δύναμη, με αυτό που ο Otto αποκαλεί mysterium fascinosum et tremendum – αυτό που προκαλεί ταυτόχρονα έλξη και φόβο.

Στην Παλαιά Διαθήκη η σημιτική λέξη, που μεταφράζεται από τους Εβδομήκοντα με το «άγιος» είναι το godes, που συγγενεύει με την ασσυριακή kuddushu, και που δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρώ (εξ ου και η σύνδεση με την καθαρότητα και αγνότητα). Τα άγια πράγματα είναι αυτά που τα ξεχωρίζει κανείς από τα υπόλοιπα – κυρίως στη λατρεία – και τα αφιερώνει στον Θεό.
Έτσι η Αγία Γραφή προχωρεί πέρα από την ψυχολογική σημασία που συναντούμε στους αρχαίους Έλληνες (το δέος, τον φόβο, τον σεβασμό προς μια ανώτερη δύναμη) και συνδέει την έννοια του «αγίου» με την απόλυτη ετερότητα, το απολύτως Άλλο, πράγμα που τελικά οδηγεί την Αγία Γραφή στην ταύτιση του «αγίου» με τον ίδιο τον Θεό, στην απόλυτη υπερβατικότητα σε σχέση με τον κόσμο. Άγιος είναι μόνο ο Θεός, και απ’ Αυτόν και μόνο και τη σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε αγιότητα. Για να δηλωθεί μάλιστα με έμφαση η πίστη αυτή στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας, ο προφήτης της αγιότητας του Θεού) καλεί τον Θεό τρεις φορές άγιο: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, που σημαίνει στη μορφή του εβραϊσμού, της τριπλής επαναλήψεως, απείρως άγιος (πρβ. το 777 και το αντίθετό του 666, για το οποίο τόσος λόγος και τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).
Συνεπώς για την Αγία Γραφή η αγιότητα ταυτίζεται με τον Θεό και όχι με τον άνθρωπο ή τα ιερά πράγματα, όπως στον αρχαίο Ελληνισμό, γίνεται πρόσωπο, και μάλιστα στους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτίζεται με την Αγία Τριάδα, με την οποία οι Πατέρες ταυτίζονται και το τρεις φορές άγιος τού Προφήτη Ησαΐα.Η αγιότητα, συνεπώς, για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική, και δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του ανθρώπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού, από τον βαθμό της προσωπικής σχέσεώς μας με τον προσωπικό Θεό. (Για τον λόγο αυτό και η Θεοτόκος ονομάζεται «Παναγία» ή και «Υπεραγία» - όχι για τις αρετές Της, αλλά γιατί αυτή, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, ενώθηκε προσωπικά με τον άγιο Θεό δίνοντας σάρκα και αίμα στον Υιό του Θεού).
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι για την Εκκλησία ατομικό κτήμα κανενός, όσο «άγιος» κι αν είναι κανείς στη ζωή του, αλλά θέμα σχέσεως προσωπικής με τον Θεό. Ο Θεός κατά την ελεύθερη βούλησή Του αγιάζει όποιον Εκείνος θέλει, χωρίς να εξαρτάται ο αγιασμός από κάτι άλλο, παρά μόνο από την ελεύθερη θέληση του αγιασμένου. Όπως τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού μπορούν να αποδειχθούν σκύβαλο χωρίς καμιά αξία.
Αυτή η ταύτιση της αγιότητας με τον ίδιο τον Θεό, στη χριστιανική πίστη οδηγεί στη σύνδεσή της με την ίδια τη δόξα του Θεού. Αγιότητα σημαίνει πλέον το να δοξασθεί ο Θεός από όλο τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως πρώτο αίτημα της Κυριακάτικης προσευχής δεν είναι άλλο από το «αγιασθήτω το όνομά Σου». Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η προσευχή αυτή είναι εσχατολογική, δηλαδή αναφέρεται στην τελική κατάσταση του κόσμου, είναι σαφές ότι αυτό που ζητούμε στο «Πάτερ ημών» είναι να δοξασθεί ο Θεός από όλο τον κόσμο, να έλθει η στιγμή που όλος ο κόσμος  θα πει μαζί με τα Χερουβείμ αυτό που είδε και άκουσε ο Ησαΐας στο όραμά του: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου! ωσαννά εν τοις υψίστοις».
Οι άγιοι δεν επιζητούν τη δική τους δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Ο Θεός δοξάζει τους αγίους, όχι με τη δική τους δόξα, αλλά με την ίδια Του τη δόξα. Οι άγιοι αγιάζονται και δοξάζονται όχι με μια αγιότητα και μια δόξα που πηγάζει από μέσα τους, αλλά με την αγιότητα και τη δόξα του ίδιου του Θεού (πρβ. βυζαντινή αγιογραφία – χρήση φωτός απ’ έξω προς τα έσω κ.λπ.). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη θέωση των αγίων.
Όπως αποσαφηνίστηκε κατά τις ησυχαστικές έριδες του 14ου αιώνα, σε αντίθεση προς τη δυτική θεολογία, η οποία έκανε λόγο για «κτιστή» χάρη, δηλαδή χάρη και δόξα που ανήκει στην ίδια τη φύση των ανθρώπων δοσμένη από τον Θεό κατά τη δημιουργία, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως την ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι άλλοι ησυχαστές των χρόνων εκείνων, αντιλαμβάνεται το φως που βλέπουν οι άγιοι και τη δόξα που τους περιβάλλει ως «άκτιστες» ενέργειες του Θεού, δηλαδή ως το φως και τη δόξα αυτού του ίδιου τού Θεού. Ο πραγματικός άγιος, είναι εκείνος που δεν επιζητεί με κανένα τρόπο τη δική του δόξα, αλλά μόνο τη δόξα του Θεού. Όταν επιζητεί κανείς τη δική του δόξα, χάνει την αγιότητά του, γιατί σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει άλλος άγιος εκτός από τον Θεό. Αγιότητα σημαίνει μετοχή και κοινωνία στην αγιότητα του Θεού – αυτό σημαίνει άλλωστε θέωση. Κάθε αγιότητα που στηρίζεται στις αρετές μας, στην ηθική μας, στα προσόντα μας, στην άσκησή μας κ.λπ. είναι δαιμονική, και δεν έχει καμιά σχέση με την αγιότητα της Εκκλησίας μας. Από τις παρατηρήσεις αυτές γίνεται φανερό γιατί η κατ’ εξοχήν πηγή της αγιότητας βρίσκεται στη Θεία Ευχαριστία. Ας αναλύσουμε κάπως τη θέση αυτή.
Είπαμε ότι δεν υπάρχει άλλη αγιότητα από εκείνη του Θεού, και ότι οι άγιοι δεν διαθέτουν δική τους αγιότητα, αλλά μετέχουν στην αγιότητα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι στην Εκκλησία δεν έχουμε αγίους, παρά μόνον με την έννοια των ηγιασμένων.
Όταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, το κύριο επιχείρημα του αγίου Αθανασίου, για να αποδείξει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός και όχι κτίσμα, ήταν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν αγιάζεται, αλλά μόνον αγιάζει. Αν αγιαζόταν, θα ήταν κτίσμα, διότι τα κτίσματα, και συνεπώς και οι άνθρωποι, δεν αγιάζουν, αλλά αγιάζονται. Ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή Του, που διασώζεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και την ακούμε στο πρώτο από τα «δώδεκα Ευαγγέλια» της Μ. Πέμπτης, λέγει τη βαρυσήμαντη φράση προς τον Πατέρα: «υπέρ αυτών (των μαθητών και των ανθρώπων, κατ’ επέκταση) εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Τα λόγια αυτά λέγονται λίγο πριν από το Πάθος και σε σχέση με τον Μυστικό Δείπνο, έχουν δε ευχαριστιακό νόημα: ο Χριστός με τη θυσία Του αγιάζει ο ίδιος (ως Θεός) τον εαυτό Του (ως άνθρωπος) για ν’ αγιασθούμε εμείς κοινωνώντας το σώμα και το αίμα Του. Με τη συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία αγιαζόμεθα, δηλαδή γινόμαστε άγιοι κοινωνώντας με τον έναν και μόνον άγιο, τον Χριστό.
Ίσως δεν υπάρχει πιο αποκαλυπτικό σημείο της ζωής του χριστιανού του τι είναι αγιότητα, από την εκφώνηση του ιερέως, όταν υψώνει το Τίμιο Σώμα λίγο πριν από τη Θ. Κοινωνία: «τα άγια τοις αγίοις», δηλαδή το Σώμα του Χριστού και το Αίμα Του είναι άγια και προσφέρονται στους «άγιους», τα μέλη της Εκκλησίας προς κοινωνίαν. Η απάντηση του λαού στην εκφώνηση αυτή είναι συγκλονιστική, και συνοψίζει όσα είπαμε πιο πάνω: «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ένας είναι μόνον άγιος, ο Χριστός – εμείς είμαστε αμαρτωλοί – και η αγιότητά Του, στην οποία καλούμεθα να συμμετάσχουμε και εμείς οι αμαρτωλοί, δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο από τη δόξα τού Θεού (εις δόξαν Θεού Πατρός). Την ώρα εκείνη η Εκκλησία βιώνει την αγιότητα στο αποκορύφωμά της. Με την ομολογία «εις άγιος», κάθε αρετή μας και κάθε αξία μας εκμηδενίζονται μπροστά στην αγιότητα του μόνου άγιου. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσερχώμεθα στη Θ. Κοινωνία χωρίς προπαρασκευή και αγώνα για την άξια προσέλευσή μας. Σημαίνει όμως ότι όσο και αν προετοιμαστούμε, δεν γινόμαστε άγιοι προτού κοινωνήσουμε. Η αγιότητα δεν προηγείται της ευχαριστιακής κοινωνίας, αλλ’ έπεται. Αν είμαστε άγιοι πριν κοινωνήσουμε, τότε προς τι η Θ. Κοινωνία; Μόνον η μετοχή στην αγιότητα του Θεού μας αγιάζει, και αυτό είναι που μας προσφέρει η Θ. Κοινωνία. Από την παρατήρηση αυτή πηγάζει μια σειρά από αλήθειες που έχουν σχέση με το θέμα μας.
Η πρώτη είναι ότι κατανοούμε με τον τρόπο αυτό γιατί, όπως αναφέραμε στην αρχή της ομιλίας μας, στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου όλα τα μέλη της Εκκλησίας καλούνται «άγιοι», παρά το ότι δεν χαρακτηρίζονται από ηθική τελειότητα. Εφ’ όσον αγιότητα για τους ανθρώπους σημαίνει μετοχή στην αγιότητα του Θεού, όπως αυτή προσφέρεται από τον Χριστό, ο Οποίος υπέρ ημών αγιάζει εαυτόν με τη θυσία Του, όλα τα μέλη της Εκκλησίας, που μετέχουν στον αγιασμό αυτό μπορούν να καλούνται «άγιοι».
Με την ίδια «λογική», στη γλώσσα της Εκκλησίας ήδη από τους πρώτους αιώνες και τα στοιχεία της Ευχαριστίας έλαβαν το όνομα «τα άγια» (πρβ. τα άγια τοις αγίοις»), παρά το ότι από τη φύση τους δεν είναι άγια. Και με την ίδια αιτιολογία η Εκκλησία πολύ νωρίς επίσης απένειμε τον τίτλο «άγιος» στους επισκόπους. Πολλοί σκανδαλίζονται σήμερα όταν λέμε «ο άγιος δείνα» (ένας δημοσιογράφος που είχε ως κύριο έργο του να προβάλλει σκάνδαλα επισκόπων, είχε καθιερώσει τη γραφή ο άγιος – εντός εισαγωγικών – δείνα. Πλήρης άγνοια της σημασίας του όρου άγιος).Ο Επίσκοπος  καλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι για τις αρετές του, αλλά γιατί εικονίζει στη Θ. Ευχαριστία τον μόνον άγιο, ως εικών του Χριστού και ως καθήμενος εις τόπον και τύπον Θεού, κατά τον άγιο Ιγνάτιο. Η θέση του επισκόπου στη Θ. Ευχαριστία είναι εκείνη που δικαιολογεί τον τίτλο «άγιος». Ο Ορθόδοξος λαός, πριν υποστεί τη διάβρωση του ευσεβισμού   δεν είχε καμία δυσκολία να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του εικονισμού, και βλέπει τον ίδιο τον Χριστό στο πρόσωπο εκείνου, που τον εικονίζει μέσα στη Θ. Λειτουργία, δηλαδή στον επίσκοπο.
Έτσι η Θ. Ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων». Σ’ αυτήν αποβλέπει η άσκηση των οσίων, η οποία δεν είναι ποτέ σκοπός, αλλά μέσο προς τον σκοπό, που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία. Το σημείο αυτό λησμονείται και παραβλέπεται από πολλούς σύγχρονους θεολόγους, ακόμα και Ορθοδόξους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στις μέρες μας, τείνουν να ταυτίσουν την αγιότητα με την άσκηση.
Η περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας όμως είναι εύγλωττη. Επί σαράντα χρόνια ασκήθηκε σκληρά για να καθαρθεί από τα πάθη, αλλά όταν κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων από τον άγιο, τότε ετελεύτησε τον βίο έχοντας αγιασθεί. Ο σκοπός της ασκήσεώς της ήταν η ευχαριστιακή κοινωνία. Θα ήταν αγία η οσία Μαρία, αν είχε καθαρθεί από τα πάθη αλλά δεν είχε κοινωνήσει; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.
Αλλά η Θ. Ευχαριστία είναι το αποκορύφωμα του αγιασμού, όχι μόνο γιατί αυτή προσφέρει στον άνθρωπο την τελειότερη και πληρέστερη ένωση (σωματική και πνευματική) με τον μόνον άγιο, αλλά και διότι αποτελεί τον πιο τέλειο εικονισμό της Βασιλείας τού Θεού, δηλαδή της καταστάσεως εκείνης, στην οποία θα αγιάζεται και θα δοξάζεται από όλη την κτίση αιώνια και αδιάκοπα ο «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ».
Από το βιβλίο «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα», εκδ. Ακρίτας.

ΣΧΟΛΙΟ : Άς προσέξουμε τήν κακοποίηση τού κειμένου τού Ευαγγελίου, προκειμένου νά οδηγήσει τό νόημα εκεί πού θέλει. Άς δούμε πού θέλει νά τό πάει

 Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο
 14 ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. 15 οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ' ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. 16 ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσὶν καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμὶ. 17ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι. 18 καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· 19καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. 20 Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ
 Άς προσέξουμε ιδιαιτέρως αυτή τήν φράση: "«υπέρ αυτών (των μαθητών και των ανθρώπων, κατ’ επέκταση) εγώ αγιάζω εμαυτόν," 

"Έτσι η Θ. Ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων». Σ’ αυτήν αποβλέπει η άσκηση των οσίων, η οποία δεν είναι ποτέ σκοπός, αλλά μέσο προς τον σκοπό, που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία"
Μάς λέει σχεδόν ότι ο Κύριος κοινώνησε καί αγιάστηκε!  
 Καί τί  λέει τό ευαγγέλιο χωρίς τήν κακοποίηση του Ζηζιούλα;
"ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι."
 Η ΑΛΛΟΊΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΥΠΟΦΟΡΗ. ΑΛΛΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ, ΔΙΟΤΙ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΡΑΣΣΟ, ΤΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΙΤΛΟΥΣ. 
ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΠΕΙΘΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ.
Αμέθυστος

Ο πατρ. Βαρθολομαίος εἶναι "Λαμπάδα καιομένη της Πίστεως", ή αρχηγὸς τῆς Παναιρέχεως τοῦ Οἰκουμενισμού που προωθεί τη Νεοταξική Πανθρησκεία ; Για τον Μητροπολίτη Φθιωτιδος κ. Νικόλαο Πρωτοπαπά



ΣΥΝΕΙΔΗΤΕΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ
 
ή ΚΑΛΥΨΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
 





Στη φωτο, ο μητρ. Νικόλαος, κατά την τελετή βράβευσης
της άλλοτε φωτισμένης «ἁγίας Αθανασίας» του Αιγάλεω!!!
http://klassikoperiptosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_958.html

Πριν δυο βδομάδες και στο τέλος της αναστάσιμης Θ. Λειτουργία που τέλεσε ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος (11/6/2013) «παρεκάλεσε όλους να προσεύχονται υπέρ υγείας και μακροημερεύσεως του εορτάζοντος Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου για τον οποίο εσημείωσε ότι ως λαμπάδα καιομένη συνεχίζει την παράδοση του Ελληνορθοδόξου Γένους επί των επάλξεων της πίστεως και των ιδανικών του Γένους» (http://www.amen.gr/article14233).
 
Και χθές, ο ίδιος μητροπολίτης Φθιώτιδος, εξέδωσε την 170 Εγκύκλιο, στην οποία λέγει: 

«Μέσα στή γενική ἰσοπέδωση ἀξιῶν καί ἰδανικῶν, πού οἱ σοφοί ἐγκέφαλοι τῆςΝέας Ἐποχῆς ἔχουν ἐπινοήσει καί στό πρόγραμμα ἀποχριστιανοποίησεως τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου κοινωνίας ἐντάσσεται καί ἡ κατάργηση τῆς Κυριακῆς ἀργίας
Τέτοιου είδους επιθέσεις θα έχουμε τακτικά από τα συστήματα της Νέας Εποχής.
Ὅλοι ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι εἶναι σέ ἐφαρμογή ἐπιχείρηση νά μή μείνει τίποτε ὄρθιο γιά νά οἰκοδομηθεῖ ἀπό τήν ἀρχή μία καινούργια κοινωνία μέ βασικούς πόλους τήν Πανθρησκεία καί τήν Παγκοσμιοποίηση".
 
Ας πληροφορήσει κάποιος τὸν οικεία βουλήσει «απληροφόρητο» μητροπολίτη, ότι ένας από τους εγκεφάλους του Οικουμενισμού, και άρα της Νέας Τάξεως (της οποίας ο Οικουμενισμός αποτελεί παρακλάδι) είναι και ο επαινούμενος από αυτόν πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο υπ’ αυτού υμνούμενος ως «καιομένη λαμπάδα» που συνεχίζει την Παράδοση «επί των επάλξεων της Πίστεως»!

Πάψτε να κοροϊδεύετε το λαό κ. Νικόλαε Πρωτόπαπα. Πάψτε να του λέτε ψέματα. 
Αν θεωρείτε ότι ευρίσκεται «επί των επάλξεων της Πίστεως» ο κ. Βαρθολομαίος, ή λέτε θρασύτατα ψέματα ή συμμερίζεσθε τα διαθρησκειακά του ανοίγματα, τις πολυδάπανες οικολογικές κρουαζέριες, τις δωρεές των βλάσφημων Κορανίων, τις περί βαπτισματικής θεολογίας κακοδοξίες του Πατριάρχη και, τέλος, τα περί αδελφών Εκκλησιών αιρετικά πιστεύω του (με τα οποία καταλύονται δύο άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως δια των οποίων ομολογούμε Πίστη σε ΜΙΑ Εκκλησία και ΕΝΑ Βάπτισμα). 
Όλα αυτά, δηλαδή, δια των οποίων επιδιώκει η Νέα Τάξη να θάψει την Ορθόδοξη Εκκλησία, εντάσσοντάς την στην Πανθρησκεία.
 
Διαλέξετε κ. Νικόλαε Πρωτόπαπα: Με το ένα προωθείτε μία ανακρίβεια (λαϊκά μια ψευτιά), με το άλλο καλύπτετε ένα αιρετικά διδάσκοντα Πατριάρχη, τον κ. Βαρθολομαίο Αρχοντώνη.
 
Κ.Ε., Εκπαιδευτικός

Κίνηση Κοπτών προς την Ορθοδοξία στον Πειραιά Πατήρ Αθανάσιος Χενείν. Η θαυμαστή μεταστροφή στην Ορθοδοξία του προϊσταμένου των Κοπτών Αθηνών.

Αναβάσεις
Σε ένα τόσο θαυμαστό γεγονός είναι καλύτερα αντί προλόγου δικού μας να μιλήσει ο ίδιος ο π. Αθανάσιος με τα δικά του λόγια, γι’ αυτή την ευλογημένη μεταστροφή στην όντως Ζωή, την Αλήθεια, που υπάρχει μόνο στην Μία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία μας, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δοξάζουμε τον Θεό για τα θαυμαστά έργα του και ευχόμαστε στον π. Αθανάσιο, δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να ευλογεί και να ελεεί και να στηρίζει τον ίδιο και την οικογένειά του.
Επίσης τον ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη του και τα κείμενα που μας απέστειλε [στις Αναβάσεις, αλλά θ' ανεβάσουμε κι εμείς εδώ, πρώτα ο Θεός], τα οποία και θα δημοσιεύσουμε σιγά-σιγά και στα Ελληνικά, και στα Αραβικά, προς ωφέλεια ψυχών και δόξαν Κυρίου.
________________________________________

Πατήρ Αθανάσιος Χενείν. Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία
«Πολλοί μιλάνε για την αίρεση, αρκετοί γράφουν για την αίρεση, αλλά λίγοι είναι εκείνοι που έχουν γευτεί την πίκρα  της αίρεσης, και ακόμα ελάχιστοι είναι αυτοί που την έζησαν και έχυσαν αίμα για να απελευθερωθούν από την αιχμαλωσία της. 

Η αίρεση είναι τρόπος ζωής, είναι μεγάλη φυλακή, είναι ασθένεια ψυχική αλλά καισωματική. Εγώ ο Αθανάσιος Χενείν τα έζησα όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα ωςπροϊστάμενος της κοπτικής παροικίας  των Αθηνών για δέκα πέντε χρόνια.

Οι κόπτες διχάζουν το πρόσωπο του Χριστού μας και καταργούν την διανθρώπινη πραγματική και ρεαλιστική παρουσία του στον κόσμο και στην εκκλησία. 
Αλλά το θαύμα της θεραπείας μου και της μεταστροφής μου στη μητέρα μας την Ορθόδοξη εκκλησία,  έγινε με την χάρη του Τριαδικού Θεού αλλά και την έμπρακτη αγάπη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ, του γέροντα Μεθόδιου Κρητικού και των πατέρων της Ιεράς Μονής Αναστάντος Χριστού. 

Αυτά τα λόγια που θα διαβάσεις αγαπητέ αναγνώστη είναι ομολογία πίστης, αλλά και δείγμα ευγνωμοσύνης αλλά  ταυτόχρονα είναι  μια έκκληση να συνεργασθούμε όλοι μαζί να βοηθήσουμε τους απλούς  κόπτες (15 χιλιάδες ζουν στην Αθήνα) να γνωρίσουν το  κάλλος της  Ορθοδοξίας».  

Πατήρ Δρ. Αθανάσιος Χενείν



Αφήγηση του π. Αθανασίου για την περιπέτεια της μεταστροφής του (από εδώ):

"History Untold is Not History at All!!! Roland A.Wells in: History through the Eyes of Faith", USA, 1982.  
Η ιστορία που δεν μαθαίνεται, και ανακοινώνεται ρητώς, δεν είναι καθόλου ιστορία, κατά τον Αμερικάνο ιστορικό, πόσο μάλλον όταν πρόκειται διά την ιερά ιστορία της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρωπίνου γένους.
Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι της ιεράς ιστορίας που εμφανίσθηκαν, είναι οι μεταρρυθμιστέςτης εποχής της αναγεννήσεως (της αθεΐας) από μία πλευρά, και οι αιρετικοί χριστιανοίμονοφυσίτες από τη άλλη μεριά.
Oι πρώτοι έχουν νεστοριανή αντίληψη περί της ιστορίας, δηλαδή χωρίζουν την αγιαστική παρουσία του Θεού από την ιστορική πορεία των ανθρώπων.
Οι δεύτεροι αρνούνται την ανθρώπινη υπόσταση της ιστορίας και πιστεύουν σε μία θεοκρατία, μια κυριαρχία της δικτακτορικής θείας φύσεως στην ανθρώπινη (φύση) ιστορία.
Η ιστορία μετατρέπεται, με αυτόν τον τρόπο, από δοξολογία σε μοιρολατρία.
Για μας τους ορθοδόξους, η ιστορία είναι ο κατ’εξοχήν χώρος όπου εμφανίζονται τα θαυμαστά έργα του Τριαδικού μας Θεού.
 
Όταν μαρτυρεί ο Θεολόγος ο Ιωάννης και λέγει : «1. Ὁ ἧν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· - 2 καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· - 3 ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ' ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 4 καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη » (Ιωάννου Α΄ κεφ. 1.στιχ. 1 -4.), λέγομεν όταν δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος αυτήν την μαρτυρία, δεν μιλά για μεταφυσικές αφηρημένες ιδέες και έννοιες, αλλά περιγράφει βίωμα ζωής, ζει την ιστορική στιγμή μέσα στο απέραντο βάθος της αιωνιότητας.
Τότε, και τότε μόνο, μπορούμε να μιλάμε, θεολογικώς, διά ιστορικές στιγμές, διά στιγμές που μεταμορφώνουν, συν τη Θεία Χάριτι, την ιστορία. Πρόκειται διά ορθόδοξες στιγμές, για ορθή δόξα (γνώμη) των ελευθέρων και ελευθερωμένων πολιτών στην πολιτεία του Θεού. 

Τέτοιες στιγμές είδα με τα δικά μου μάτια, και άκουσα με τα δικά μου αυτιά όταν φρόντισε η θεία Ενσαρκωμένη χάρις να βρίσκομαι στην ιστορική συνάντηση που έγινε κατόπιν παράκλησης του Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, να δεχθεί ο γέροντας ιερομόναχος θεολόγος της Μονής Γρηγορίου, π. Γεώργιος Καψάνης [& εδώ] τονΚόπτη-Μονοφυσίτη Μητροπολίτη Bishoy. 


Η συνάντηση έγινε την 1ην Ιουνίου 2003 σε ένα μετόχι κοντά στην Αθήνα, (ο γράφων υπήρξα μεταφραστής). Η συνάντηση κράτησε πάνω από δυο ώρες.
Ο κόπτης μητροπολίτης είχε έρθει να ενημερώσει τον γέροντα και τους 
αγιορείτες πατέρες για την πορεία του λεγομένου θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Ο γέροντας [φωτο] έθεσε στον κόπτη μητροπολίτη καίρια ερωτήματα σχετικά με την θέση της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού στην οικονομία της σωτηρίας. 
Ο μονοφυσίτης μητροπολίτης δεν μπόρεσε να καταλάβει ούτε να εξηγήσει ούτε να απαντήσει στα θεολογικά και χριστολογικά τεκμεριωμένα επιστημονικά ερωτήματα του γέροντα π. Γεωργίου. Η επιστολή που ακολουθεί είναι η απάντηση των αγιορειτών πατέρων στην έκθεση του κόπτη μητροπολίτη Bishoy (δημοσιεύεται εδώ).
Τότε και μέσα στην ιστορική συνάντηση αυτήν, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της μεταστροφής μου στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Θυμούμαι όταν με κοίταξε ο γέροντας στα μάτια και με ρώτησε πως έμαθα τα ελληνικά, διότι έκανα τον διερμηνέα από τα ελληνικά στα αραβικά… Τότε απάντησα στην ερώτηση του γέροντα ότι είμαι θεολόγος και ότι έχω τελειώσει τις σπουδές μου στην θεολογική σχολή Αθηνών το 1980 και συνέχισα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Γαλλία στον τομέα της ελληνικής πατρολογίας.
Εύχομαι στον γέροντα π. Γεώργιο Καψάνη και σε όλους τους αγιορείτες πατέρες, τους στύλους της Ορθοδοξίας που κατοικούν στην φάτνη της θεολογίας, τα πολλά τα έτη στην υπεράσπιση της Ορθοδόξου πίστεως, που αποτελεί την μοναδική ιστορία της αγιότητας και την αγιότητα της ιστορίας. Τότε και τότε μόνον θα είναι η χαρά μας πεπληρωμένη. Αμήν γένοιτο.

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Αθανάσιος Χενείν
Μητρόπολις Πειραιώς
«πρώην προϊστάμενος της κοπτικής εκκλησίας των Αθηνών επί 15 χρόνια».

***
Ο μητροπολίτης Πειραιώς κοινωνεί τον π. Αθανάσιο.
Η χειροτονία του σε ορθόδοξο διάκονο (6 Αυγούστου 2012, εορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα) από το μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ και η ομιλία του π. Αθανασίου Χενείν: δεςεδώ.
Ο π. Αθανάσιοςτοποθετήθηκε στο παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Παλαιάς Κοκκινιάς. Η ομιλία τουεδώ.

Η συνέχεια:
Τελετή Χρίσματος σε εννέα κόπτες που εντάχτηκαν στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. (07/10/12)

 Στις 7/10/2012 πραγματοποιήθηκε στον μικρό Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως Του Σωτήρος Παλαιάς Κοκκινιάς, η τελετή του Χρίσματος σε εννέακόπτες, οι οποίοι αποκήρυξαν τόνμονοφυσιτισμό, ασπάστηκαν την ορθόδοξη πίστη και έγιναν δεκτοί στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι Μονοφυσίτες, οι Κόπτες και οι Αρμένιοι που είναι βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδας, γίνονται δεκτοί με έγγραφη αποκήρυξη της κακοδοξίας (αιρέσεως) τους, με ομολογία της ορθόδοξης πίστεως και με χρίση διά του Αγίου Μύρου.
Η τελετή του Αγίου Χρίσματος πραγματοποιήθηκε πριν το τέλος της Θείας Λειτουργίας. Οι συ
λλειτουργήσαντες π. Λεωνίδας Αθανασούλας και ο π. Αθανάσιος Χενείν πριν το τέλος της Θείας Λειτουργίας τέλεσαν μέσα σε κλίμα κατάνυξης και παρουσία αρκετών πιστών την ακολουθία του Αγίου Χρίσματος.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκε στο πνευματικό κέντρο κέρασμα από τους νεοφώτιστους. Στην συνέχεια ακολούθησε ομιλία του π. Μεθόδιου Κρητικούπαρουσία ορθοδόξων, Κοπτών και νεοφωτίστων.

Βίντεο από εκεί.
***
Νέα περίπτωση, 20/1/13:
Διαβάζουμε στο ιστολόγιο “Σωτήριος λόγος”
(εμείς από Ορθόδοξο Κογκό):
“Η προσπάθεια του πατρός Αθανασίου Χενείν αποδίδει καρπούς στον Πειραιά με την ευλογία και την καθηγεσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας Πειραιώς και Φαλήρου κ.κ. Σεραφείμ που πριν από 5 μήνες περίπου τοποθέτησε τον πατέρα Αθανάσιο Χενείν εφημέριο και υπεύθυνο για την κατήχηση των Αράβων Χριστιανών της μητροπολιτικής μας περιφερείας.

Παρά τις αντιξοότητες που μπορεί να αντιμετώπισε ο πατήρ Αθανάσιος λόγω της απομακρύνσεως του από την Πλάνη των Μονοφυσιτών και της επιστροφής του στους κόλπους της Ορθοδοξίας, κατάφερε μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα και πήρε μαζί του αρκετούς Άραβες, οκτώ εκ των οποίων ο Σεβασμιώτατος, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα μετά το πέρας της Κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας στον ενοριακό ναό Θείας Μεταμορφώσεως Παλαιάς Κοκκινιάς (20/01/2013), έχρισε σε Χριστιανούς Ορθοδόξους. 

Στην Ομιλία του ο Σεβασμιώτατος εξήρε το έργο του πατρός Αθανασίου και το παράδειγμα του, το οποίο πρέπει να είναι παράδειγμα μίμησης και για τους υπόλοιπους συμπατριώτες του. 

Έδωσε συγχαρητήρια και στους νεοφώτιστους και τους ευχήθηκε ο Θεός να δίνει κουράγιο σε αυτόν τον καινούργιο αγώνα τον οποίο ξεκινάνε στην ζωή τους κάνοντας όσο περισσότερους γίνεται Χριστιανούς Ορθοδόξους.”

Το χρίσμα των πρώην Μονοφυσιτών και νυν Ορθοδόξων πιστών, από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, αποτελεί έμπρακτη απάντηση στις αποκαρδιωτικέςοικουμενιστικές ασχημίες που συνέβησαν την ίδια μέρα στη Μητρόπολη Αξώμης (Αιθιοπίας) του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, όπου ο τοπικός ιεράρχης Σεβ. Μητροπολίτης Αξώμης κ. Πέτρος  προέβη - ενδεδυμένος τα αρχιερατικά του άμφια - σε καθαγιασμό των υδάτων με τους Μονοφυσίτες της Αιθιοπίας.


"Ν": Εμείς από εδώ χάμω, απλώς συγχαίρουμε και ευχόμαστε. Ο Θεός, διά της Θεοτόκου και πάντων των αγίων, να ευλογεί και καθοδηγεί τους αδελφούς μας.
ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΦΟΡΤΕΤΣΑΝΑΚΗΣ

Αγαπητοί μου αδελφοί και φίλοι

Χαίρεται

Μελετώντας κάποιος την Αγία Γραφή, θα διαπιστώσει ότι ο πυρφόρος, προφήτης Ηλίας, σε κάποια στιγμή έπεσαι σε πλάνη, του μπήκε ο λογισμός, μέσα στο μυαλό του, ότι δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του, που να πιστεύει στο Θεό και ν’ αγωνίζεται για το άγιο θέλημά του. Βλέποντας όλη τη γενική κατάπτωση και αποστασία των ανθρώπων, της εποχής, στην οποία ζούσε. Απελπίστηκε και απογοητεύτηκε, ο Προφήτης Ηλίας  και γεμάτος παράπονο κραύγασε στο Θεό· «Υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος» (Γ΄ Βασ. 19,10). Κύριε απέμεινα τελείως μόνος μου· κανένα άλλο δεν βλέπω να πιστεύει στο όνομά σου. Βέβαια ο Θεός απεκάλυψε στον Πυρφόρο αυτόν Προφήτη, την πλάνη του. Ο Θεός του έδειξε ότι υπήρχαν 7.000 ακόμη πιστοί, που δεν «έκλιναν γόνυ τω Βάαλ».

 Σήμερα, μέσα σε μία κοινωνία ρευστή, αλλά και ευμετάβλητη, ανάλογο παράπονο με τον Ηλία θα μπορούσαμε να εκφράσουμε και εμείς, οι σύγχρονοι, καταπτοημένοι από την εντυπωσιακή εξάπλωση των λαθών, της αμαρτίας και της προκλητικής καταφρονήσεως των λόγων του Θεού. Αντί όμως, να μας διακατέχει απελπισία και λογισμοί πονηροί να μπουν στη σκέψη και το μυαλό μας ότι «αφού όλοι έτσι σκέπτονται και ζουν άρα έτσι πρέπει και εμείς να σκεπτόμαστε και να ζούμε», θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όπως και στην εποχή του Ηλία έτσι και στη δική μας, παρά το φαινόμενο της κατάπτωση των ηθών και της απιστία, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, που δεν έκλιναν και δεν κλείνουν γόνυ και καρδία τω Βάαλ και το κάθε σύγχρονο βααλ, όπως και να λέγεται αυτό. Υπάρχουν όχι απλώς ευσεβείς και ευλαβείς, αλλά άγιοι μ’ όλη τη σημασία και την ένια που μπορεί να έχει αυτή η λέξη της, οι οποίοι όμως είναι άγνωστοι όπως και στην εποχή του Ηλία. Αυτοί οι άγνωστοι άγιοι είναι ο λόγος που θεσπίστηκε η εορτή των «Αγίων Πάντων».

Ανοίγοντας το Πεντηκοστάριον, το βιβλίο δηλαδή της Εκκλησίας μας, που περιέχει τους ύμνους των εορτών από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι και την Κυριακή των αγίων Πάντων, θα δούμε στο συναξάρι της ημέρας να γράφονται τα εξής λόγια·

Α΄. Ότι οι πατέρες θέσπισαν την εορτή αυτή μια εβδομάδα μετά την πεντηκοστή, για να φανερωθούν στον κόσμο οι καρποί του Αγίου Πνεύματος. Για να φανερωθούν τα χαρίσματα και η δύναμη που μοίρασε ο Παράκλητος στους πιστούς καθιστώντας τους έτσι αγίους. Έτσι βλέπουμε, ήδη από την ημέρα της πεντηκοστής. Οι απόστολοι δηλαδή, αυτοί οι αγράμματοι ψαράδες να μιλούν ξένες γλώσσες. Ο Πέτρος που από το φόβο του, απαρνήθηκε τον Χριστό, τρεις φορές και τις δύο μάλιστα μπροστά σε δύο υπηρέτριες, φοβήθηκε δηλαδή δύο γυναίκες, της αυλής του αρχιερέως. Αμέσως μετά την πεντηκοστή, αρχίζει η δράση του, εκφωνεί την πρώτη ομιλία του και με θάρρος μιλάει για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, για την θεότητα του Χριστού, ότι αυτός ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας, και ελέγχει τους Ιουδαίους για το ανοσιούργημα που διέπραξαν. Μα αλήθεια έχει ποτέ αναρωτηθεί κανείς, που τη βρήκε αυτή τη δύναμη ο Πέτρος και αυτό το θάρρος; Ήταν δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Το ίδιο και οι πράξεις των μετέπειτα αγίων. Γι’ αυτό αμέσως μετά την πεντηκοστή εορτάζουμε τους Αγίους Πάντες.

 Ένας άλλος λόγος που θεσπίστηκε η εορτή αυτή είναι γιατί επιβαλλόταν όλοι οι άγιοι που τιμώνται χωριστά να συναχθούν σε μία κοινή εορτή. Έπρεπε να φανεί, με αυτόν τον τρόπο, ότι όλοι μαζί αγωνίστηκαν για το ίδιο πρόσωπο, για την ίδια αιτία, τον Χριστό και την Δόξα του, ότι αγωνίστηκαν  σ’ ένα κοινό στάδιο, το στάδιο της χριστιανικής αρετής, και ενός Θεού δούλοι ήσαν κι απ’ αυτόν αξίως έλαβαν τους στεφάνους της νίκης. Έτσι η κοινή αυτή εορτή είναι μια παρόρμηση αλλά και μια ελπίδα ότι όλοι οι πιστοί αν αγωνιστούμε όπως αγωνίστηκαν εκείνοι, θ’ απολάβουμε κι εμείς, τα στεφάνια της  νίκης του Χριστού. Διαβάζουμε  στις Πράξεις των Αποστόλων (1,15) ότι οι πρώτοι πιστοί, ήταν 120 τον αριθμόν και όλοι έλαβαν το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της πεντηκοστής, και όλοι ζήσανε την εμπειρία της θεώσεως. Συνεπώς η αγιότητα δεν είναι μόνο για κάποιους εκλεκτούς αλλά για όλους τους χριστιανούς.

Ένας τελευταίος λόγος που προκάλεσε τη σύσταση της συλλογικής αυτής εορτής είναι και ο παρακάτω· Υπάρχουν άγιοι που είναι γνωστοί και τιμώνται με πανηγύρεις από την Εκκλησία.Υπάρχουν όμως και άγιοι άγνωστοι και αφανείς. Κάποιους τους γράφει η ιστορία αλλά, όλοι τους όμως, γράψανε την ιστορία της Εκκλησίας. Αυτούς λοιπόν τους αγνώστους αγίους, τους γιορτάζει η Εκκλησία μας με τους γνωστούς μαζί. Είναι κατί ανάλογο που κάνει και η πολιτεία με το «Μνημείο του αγνώστου στρατιώτου».

* * *

Αγαπητοί μου αδελφοί είναι πολύ βασικός αλλά και ενθαρρυντικός ο τελευταίος λόγος. Μέσα σε αυτό το λόγο γίνεται η ανακάλυψη σε αυτό που αποκάλυψε στον Ηλία ο Θεός. Ότι πάντα υπάρχουν άγιοι. Όπως σε μέρη έρημα που δεν υπάρχει ίχνος νερού και ζωής, εάν κάνουμε γεώτρηση βρίσκουμε νερό και αμέσως θα βλαστήσει χορτάρι. ακριβώς έτσι, με αυτόν τον τρόπο και στην έρημο της κοινωνίας μας, που είναι κατάξερη  από τους ανέμους του υλισμού, την αθεΐας και την κάθε μορφής απιστίας, υπάρχουν φλέβες και πηγές αγιότητας μόνο που πρέπει να ψάξουμε να τις βρούμε. Αλλά δεν υπάρχουν μόνο άγνωστοι άγιοι αλλά και γνωστοί υπάρχουν. Έτσι στον αιώνα που μας πέρασε έχουμε τον άγιο Σάββα της Καλύμνου, τον άγιο Νεκτάριο την Αίγινας, τους αναρίθμητους αγίους της Ρωσίας, που αγίασαν κατά τους χρόνους που επικράτησε το άθεο καθεστώς του Μαρξισμού, επί παραδείγματι ο Επίσκοπος Κριμαίας και Συμφερουπόλεως Λουκάς ο Ιατρός και θαυματουργός.

Ενώ όμως είναι ενθαρρυντικός ο τελευταίος λόγος της συστάσεως της εορτής, είναι συγχρόνως και ελεγκτικός και αφυπνιστικός για όλους εμάς που τεμπελιάζουμε στα πνευματικά μας καθήκοντα και αφήνουμε την ψυχή μας νυστική από πνευματικό φαγητό. Γιατί η ύπαρξη γνωστών και αγνώστων αγίων μας ενθαρρύνει μεν αλλά και μας κρίνει και μας καταδικάζει δε. Αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος την περίπτωση του πλουσίου νεανίσκου, που δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει τον Χριστό, γιατί είχε κτήματα πολλά. Ερώτησε τότε ο Πέτρος τον Χριστό· «Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι· τι άρα έσται ημίν; Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επι θρόνου δόξης αυτού,καθίσεσθε και υμείς επι δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ (Ματθ. 19,28).

Θα καθίσουν λοιπόν οι άγιοι και θα μας κρίνουν όπως αναφέρεται και στην Αποκάλυψη (20,4). «Και είδον θρόνους, και εκάθησαν επ’ αυτούς, και κρίμα εδόθη αυτοίς». Ποιοι είναι αυτοί στους οποίους αναφέρεται η Αποκάλυψη; Είναι οι άγιοι που μαρτύρησαν για τον Χριστό. Αυτοί που δεν προσκύνησαν τον διάβολο στις πολύ ποικίλες μορφές και εμφανίσεις του και δεν έλαβαν το χάραγμα του αντίχριστου, ναι όπως το ακούτε αδελφοί μου. Το χάραγμα έχει ξεκινήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια και το χάραγμα το έχουν αυτοί που δεν έχουν μέσα τους την σφραγίδα του Χρίσματος του Χρίστου, που δεν τηρούν τους λόγους του Θεού, που δεν έχουν κάνει πρότυπο της ζωής τους το Ευαγγέλιο, που δεν έχουν μέσα τους τον ίδιο τον Χριστό με την ταχτική Θεία Κοινωνία, ώστε να μην μπορεί να τους πειράξει ο αντίχριστος, γιατί αγαπητοί μου αδελφοί, εδώ ορισμένοι, ηθελημένα ή άθελα, παρανοούν ορισμένα πράγματα, όπως το ότι είμαστε πλάσματα του Θεού και μόνο με την δική μας, απομάκρυνση, την δική μας αποστασία και την δική μας θέληση, μπορεί να μας πειράξει ο αντίχριστος και η παρέα του. Αλλιώς  ουδέ μια εξουσία έχει πάνω μας και εκεί που υπάρχει ο Χριστός, ο ακατονόμαστος δεν πατεί τα πόδια  του.

 
Πως θα μας κρίνουν οι άγιοι; Όχι ότι θα εκφέρουν δικαστική απόφαση. Κριτής είναι μόνο ο Χριστός. Θα μας κρίνουν όμως με το παράδειγμά τους και την θυσία τους. Λέγει ο Χριστός στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο (12,40-42) ότι στη Β΄ Παρουσία θα κατακρίνουν τη γενιά του Χριστού -που δεν πίστευσε σ’ αυτόν- οι Νινευίτες, διότι επίστευσαν στο κήρυγμα του προφήτη Ιωνά και μετανόησαν. Θα τους κατακρίνει επίσης η βασίλισσα του Σαββά, διότι ήρθε από τα βάθη της γης για να γνωρίσει τον Σολομώντα, που ήταν απλός άνθρωπος, ενώ αυτοί δεν ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν τον Θεάνθρωπο Χριστό.

Αυτή είναι λοιπόν η ενθάρρυνση αλλά και ο έλεγχος και η κρίση των αγίων πρεσβείες αυτών μετά πάντων ημών Αμήν

Γόρτυνα 29/06/2013


 

Οἱ Ἅγιοι Πάντες

                                                    

Πραγματικὰ εἶναι θαυμαστὸς ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους του. Γιατί ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ τοὺς ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πὼς μὲ ἀσθενὴ σάρκα καταντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὴ κακία, πὼς ἔμειναν ἀναίσθητοι στὶς ὀδύνες καὶ στὰ τραύματα, καθὼς ἀγωνίζονταν μὲ σώματα πρὸς φωτιά, πρὸς τὸ ξίφος, πρὸς ποικίλα καὶ θανατηφόρα εἴδη βασάνων καὶ ἀντιπαρατάσσονταν μὲ καρτερία, ἐνῶ τοὺς ἔκοβαν τὶς σάρκες, τοὺς διάλυαν τοὺς ἁρμοὺς καὶ τοὺς συνέτριβαν τὰ ὀστά, ὅμως διαφύλαξαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ σώα καὶ ἀδιάσπαστη, ἀκεραία καὶ ἀκλόνητη, ποὺ γι’ αὐτὸ τοὺς χαρίσθηκε καὶ ἡ ἀναντίρρητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων.
Ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ ἐπίσης τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πὼς ὑπέφεραν μὲ τὴ θέλησή τους σὰν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες ἀσιτίες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς ἄλλες ποικίλες κακώσεις τοῦ σώματος, καὶ ἀντιτάχθηκαν ἕως τὸ τέλος πρὸς τὰ πονηρὰ πάθη, πρὸς τὰ τόσα εἴδη ἁμαρτίας, πρὸς τὸν ἐσωτερικό μας ἀόρατο πόλεμο, πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, ἐνῶ ἔλειωναν καὶ ἀχρηστεύονταν ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀνανεώνονταν καὶ ἐθεώνονταν ἐσωτερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἔδωσε τὰ χαρίσματα τῶν θεραπειῶν καὶ δυνάμεων.
Ὅταν λάβει αὐτὰ κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του καὶ ἐπὶ πλέον ἐννοήσει ὅτι ὑπερβαίνουν τὴ φύση μας, θαυμάζει καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὴν τόση ἄφθονη χάρη καὶ δύναμη. Γιατί ἂν καὶ εἶχαν ἀγαθὴ καὶ καλὴ προαίρεση, χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ κατόρθωναν νὰ ὑπερβοῦν τὴ φύση καὶ ἔχοντας σῶμα, νὰ κατανικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης, ἀφοῦ εἶπε:«Θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους αὐτοῦ», πρόσθεσε: «αὐτὸς θὰ δώσει δύναμη καὶ κραταίωση στὸ λαό του». (Ψαλμ. ξζ’, 36).
Ἀπολαύουν δὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅλοι γενικά, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ἀγάπη καὶ πίστη. Αὐτὸ φανερώνεται στὸ εὐαγγέλιο ποὺ λέγει: «ὅποιος ὁμολογήσει σ’ ἐμένα ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ σ’ αὐτὸν ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ι’, 32).
Δὲν εἶπε «ὅποιος μὲ ὁμολογήσει ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους», ἀλλὰ «ὅποιος ὁμολογήσει μέσα σ’ ἐμένα» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νὰ προβάλει μὲ παρρησία τὴν εὐσέβεια, δι’ ἐκείνου καὶ διὰ τῆς βοηθείας ἐκείνου. Ἔτσι πάλι «θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγώ» καὶ δὲν εἶπε «αὐτόν» ἀλλὰ «μέσα σ’ αὐτόν», δηλαδὴ διὰ τῆς ἀγαθῆς ἀντιστάσεως καὶ ὑπομονῆς.
Αὐτὸ δηλώνει τὴν ἀδιάσπαστη συνάφεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας, ἂν καὶ εἶναι δοῦλοι Θεοῦ.
Ἀντίθετα «ὅποιος μὲ ἀρνηθεῖ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς».
Δὲν εἶπε ἐδῶ «ὅποιος ἀρνηθεῖ μέσα σὲ μένα», γιατί;
Διότι ὁ ἀρνούμενος ἀρνεῖται τὸ Θεὸ ἂν στερηθεῖ τὴ Θεϊκὴ βοήθεια. Γιατί δὲ ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἔμεινε ἔρημος τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ αὐτὸς πρῶτα πρόλαβε καὶ τὸν ἐγκατέλειψε, ἀφοῦ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ γήινα πράγματα περισσότερο, παρὰ τὰ ἐπαγγελμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθά.
Ἔτσι οἱ θεῖες ἀντιδόσεις ἔχουν μαζί τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρουν ἀπὸ τὴ ὁμοίωση τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Καὶ ἐνῶ οἱ ὁμολογήσαντες τὸ Θεὸ στὸ πρόσκαιρο αὐτὸ βίο τὸ ἔκαναν παρουσία λίγων ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς θὰ τοὺς ὑποστηρίξει ἐνώπιον τοῦ Πατρός, τῶν ἀγγέλων, ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων καὶ μὲ παρουσία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τῆς συντέλειας. Καὶ θὰ στεφανώσει καὶ θὰ δοξάσει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπέδειξαν πίστη μέχρι τέλους σὲ αὐτόν.
Ἀλλὰ καὶ τώρα δοξάζονται κάποιοι ἅγιοι μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ποὺ εὐωδιάζουν, ποὺ χαρίζουν ἰάσεις καὶ διάφορα ἐνεργήματα δυνάμεων, προσκυνώντας τους καὶ γονατίζοντας στὶς εἰκόνες τους βασιλεῖς, ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου.
Ἄλλωστε τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πιστοὺς ὅτι: «ὅποιος ἀφήσει οἰκία, συγγενεῖς ἢ ἀγροὺς γιὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ τὰ λάβει ἑκατονταπλάσια καὶ θὰ κληρονομήσει αἰώνια ζωή». (Ματθ. ι’, 37).
Καὶ τὴν ἴδια του ζωὴ εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ τὴν ἀφήσει ὁ πιστός, ἂν τὸν καλέσει ὁ καιρὸς σὲ περιόδους διωγμῶν, γιὰ νὰ πετύχει τὴν αἰώνια ζωή, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας. Ἀλλὰ καὶ σὲ εἰρηνικοὺς καιροὺς ὁ πιστὸς λαμβάνει τὸ σταυρό του, σταυρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας.
Διότι λέγει: «ὅποιος βρῆκε τὴν ψυχή του θὰ τὴν χάσει, καὶ ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μου, θὰ τὴ βρεῖ». (Ματθ. ι’, 39).
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἐκτός δηλαδὴ τοῦ σώματος καὶ ὁ μέσα μας, δηλαδὴ ἡ ψυχή. Ὅταν κάποιος παραδώσει τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο κατὰ τὸν ἐκτὸς ἄνθρωπο, χάνει τὴ ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴ βρίσκει στὸ Χριστὸ κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ γίνεται οὐράνιος καὶ αἰώνιος.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶ λοιπὸν καὶ μετὰ θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ Θεό, κάθε μέρα τοῦ ἔτους τελεῖ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ποὺ μετέστησαν καὶ ἀπεδήμησαν ἀπὸ τὴ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή.
Συγχρόνως δὲ προβάλλει τὸ βίο καθενὸς χάρη τῆς ὠφελείας μας καὶ ὑποδεικνύει τὸ τέλος τους, εἴτε εἰρηνικὸ εἴτε μαρτυρικό.
Τώρα δὲ μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τους ἁγίους γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους μαζί, ἀναπέμπει κοινὸ σὲ ὅλους αὐτοὺς ὕμνο, ὄχι μόνο διότι ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως τὸ ζήτησε ὁ Κύριος: «νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πάτερ, μὲ σένα καὶ σὺ μὲ μένα, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ μὲ ἐμᾶς ἕνα στὴν ἀλήθεια», (Ἰω. ιζ’, 20), ἀλλὰ καὶ γιατί φροντίζει νὰ φανερώνει καὶ νὰ ἀνυμνεῖ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστολῆς, φωτισμοῦ καὶ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ἃς τιμήσουμε λοιπὸν ὅλους τοὺς ἁγίους του Θεοῦ. Πῶς; Ἂν κατὰ μίμησή τους καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ ἔτσι ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ κακὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, θὰ φερόμεθα πρὸς τὴν ἁγιοσύνη παρουσιάζοντας τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές μας εὐάρεστες στὸ Θεό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων πάντων ὥστε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς μέτοχοι τῆς ἀπέραντης ἐκείνης πανηγύρεως καὶ εὐφροσύνης μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐξ ὕψους κατῆλθες, ὁ εὔσπλαγχνος, ταφὴν κατεδέξω τριήμερον, ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃς τῶν παθῶν. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν, Κύριε δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος δ’.
Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισάμενη, δι’ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστὲ ὁ Θεός· Τῷ λαῷ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δωρήσαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν Ἁγίων Ἁπάντων τὰ μύρια συστήματα, σὺν τοῖς Ἀποστόλοις Προφήτας, Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, Ὁσίων καὶ Δικαίων τοὺς χορούς, καὶ ἄθροισμα Ἁγίων Γυναικῶν, καὶ σὺν πᾶσιν ἀνωνύμοις τε καὶ γνωστοῖς, ὑμνήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ τὴν Ἐκκλησίαν δι’ ὑμῶν πυρσεύοντι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως, τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως, ἡ οἰκουμένη προσφέρει σοι Κύριε, τοὺς θεοφόρους Μάρτυρας. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου, συντήρησον Πολυέλεε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοὺς ἀπ’ αἰῶνος τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντας
Ἐν εὐσεβείᾳ καὶ ἁγίοις κατορθώμασι
Σὺν Δικαίοις Πατριάρχας καὶ τοὺς Προφήτας,
Ἀποστόλους Ἱεράρχας καὶ τοὺς Μάρτυρας
Καὶ Ὁσίων τοὺς χοροὺς ὕμνοις τιμήσωμεν,Τούτοις λέγοντες, Πάντες Ἅγιοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἀποστόλων δῆμος σεπτός, Προφῆται Κυρίου, καὶ Μαρτύρων στερροὶ χοροί, θεῖοι Ἱεράρχαι, καὶ Ὅσιοι Πατέρες, καὶ Δίκαιοι καὶ πάντες, χαίρετε Ἅγιοι.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...