Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2013

Οι διωγμοί της Εκκλησίας από τους αιρετικούς Αρειανούς



Α΄ Οικουμενική Σϋνοδος
Εν Πειραιεί 17-10-2013
ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΑΡΕΙΑΝΟΥΣ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
α) Η Α΄ περίοδος των διωγμών εναντίον των Ορθοδόξων (338-363)
Το 325 μ.Χ. συνεκλήθη η Α΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια τῆς Βιθυνίας το 325 μ.Χ. επί της βασιλείας του αγίου ενδόξου θεοστέπτου βασιλέως και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η Σύνοδος συνήχθη κατά του αιρετικού Αρείου, ο οποίος βλασφημούσε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα και ακολούθως δεν είναι Θεός αληθινός, αλλά κτίσμα και ποίημα.
Η Σύνοδος, η οποία διήρκησε τρεισήμισι χρόνια, μάς παρέδωσε το κοινό και γνωστό απ’ όλους και ιερό Σύμβολο της Ορθοδόξου πίστεώς μας, με το οποίο ανεκήρυξε τόν Υιό και Λόγο του Θεού, Θεό αληθινό και ομοούσιο με τον Θεό Πατέρα, έχοντας δηλ. την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και επομένως την ίδια δόξα, εξουσία, κυριότητα και αϊδιότητα και όλα τα υπόλοιπα θεοπρεπή ιδιώματα της θείας φύσεως. Η ίδια Σύνοδος μάς παρέδωσε και τον καθορισμό του Πάσχα και εξέδωσε είκοσι ιερούς κανόνες.

Δυστυχώς, μετά την Σύνοδο, δεν επικράτησε ειρήνη. Ο Άρειος μετά την καταδίκη του (330) προσποιήθηκε τον Ορθόδοξο, δίνοντας γενική και αόριστη ομολογία πίστεως[1] και ο Μέγας Κωνσταντίνος διατάσσει να καταλάβει την πρότερα θέση του. Από τώρα και στο εξής αρχίζουν οι επιθέσεις κατά των Ορθοδόξων. Πρώτος συκοφαντείται και εξορίζεται ο άγιος Ευ­στάθιος Αντιοχείας[2].
Τον δρόμο της εξορίας (335-337) ακολούθησε και ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος διαδέχθηκε το 328 τον άγιο Αλέξανδρο στον θρόνο της Αλεξανδρείας και αρνήθηκε να δεχθεί τον Άρειο[3]. Ό μέγας στυλοβάτης και πρόμαχος της Ορθοδοξίας Αθανάσιος θα σηκώσει στους ώμους του, ιδίως σ' αύτη την περίοδο, το μεγαλύτερο βάρος του αγώνος και θα υποστεί τα πάνδεινα. Στα 45 έτη της επισκοπικής του θητείας θα εξορισθεί πέντε φο­ρές, διαμένοντας στην εξορία περισσότερο από 15 έτη!
Τον Μ. Κων/νο διαδέχθηκε στον θρόνο της Ανατολής ο υιός του Κωνστάντιος (337-361). Ο νέος αυτοκράτωρ ήταν ένθερμος υποστηρικτής της αρειανικής αιρέσεως και εγκαινίασε, επίσημα πλέον, την πρώτη πε­ρίοδο των διωγμών κατά των Ορθοδόξων.
Το 340 οι Αρειανοί καθαιρούν και πάλι τον άγιο Αθανάσιο, ο οποίος κατέφυγε στην Ρώμη. Στον θρόνο της Αλεξανδρείας επιβαίνει ο Αρειανός Γρηγόριος ο Καππαδόκης[4]. Οι Ορθόδοξοι έζησαν τότε πολύ δύσκολες στιγμές. «Η εκκλησία και το άγιο βαπτιστήριο παραδίδονται στην φωτιά… Άγιες και αγνές παρθένοι ξεγυμνώνονταν και υφίσταντο ανεπίτρεπτη μεταχείριση. Εάν μάλιστα πρόβαλλαν αντίσταση, έθεταν σε κίνδυνο και αυτή τη ζωή τους. Μοναχοί καταπατούνταν και πέθαιναν και μερικοί μεν ρίχνονταν εδώ κι εκεί, άλλοι δε φο­νεύονταν με ξίφη και ρόπαλα και άλλοι πάλι τραυματίζονταν. Πόσες δε ασέβειες και παρανομίες διαπράχθηκαν επάνω στην Αγία Τράπεζα»[5]!
Η δεύτερη εξορία του Μ. Αθανασίου έληξε το 346, εξαιτίας των ενεργειών του Κώνσταντος, αδελφού του Κωνσταντίου. Μετά τον θάνατο, όμως, του Κώνσταντος (350), ο Κωνστάντιος μένει μονοκράτορας, οι Αρειανοί κερδίζουν έδαφος και με αλλεπάλληλες Συνόδους καταφέρνουν να κατα­δικάσουν για τρίτη φορά τον Μ. Αθανάσιο.
Πράγματι, ο ‘πολύαθλος Ιώβ’ αποχωρίζεται πάλι από το ποίμνιο του. Καταφέρνει, όμως, να διαφύγει την εξορία, βρίσκοντας καταφύγιο κυρίως στην έρημο, στην οποία διέμεινε επί έξι έτη.
O ι. Θεοδώρητος περιγράφει πολύ παραστατικά τα απάνθρωπα έρ­γα του νέου επιβήτωρος του αλεξανδρινού θρόνου, του Αρειανού Γεωργίου : «Ο Γεώργιος ανάγκαζε εκείνες, που είχαν υποσχεθεί να φυλάξουν ισόβια παρθενία, όχι μόνο να αρνηθούν την εκκλησιαστική κοινωνία με τον Αθανάσιο, αλλά και να αναθεματίσουν την πίστη των Πατέρων. Είχε δε συνεργό στην ωμότητά του κάποιο στρατιωτικό διοικητή Σεβαστιανό. Αυτός, αφού άναψε φωτιά στο κέντρο της πόλεως και έβαλε γύρω απ‘αυτή τις παρθένες γυμνές, τις διέταζε να αρνηθούν την πίστη τους. Οι δε παρθένες, αν και βρίσκονταν μπροστά σε πιστούς και απίστους σaν ένα φοβερό και ελεεινό θέαμα, θεωρούσαν σαν μεγίστη τιμή την ατιμία και υπέμειναν ευχάριστα τις μαστιγώσεις για χάρη της πίστεως... Άλλοτε, αφού άναψε φωτιά και έβαλε τις παρθένες να στέκονται δίπλα στις φλό­γες, τις ανάγκαζε να λένε ότι έχουν την ίδια πίστη με τον Άρειο. Επειδή, όμως, τις έβλεπε να τον νικούν και να μη νοιάζονται για την φωτιά, τις γύμνωσε και κατέκοψε τόσο πολύ τα πρόσωπά τους, ώστε μόλις αναγνωρίζονταν μετά από πολύ χρόνο. Συνέλαβε, επίσης, και σαράντα άνδρες, τους οποίους βασάνισε με πρωτοφανή τρόπο : Έκοψε στα γρήγορα ράβδους από τους φοίνικες, οι οποίοι είχαν ακόμη μέσα τους τα σουβλερά αγκάθια. Έπειτα τους έδειρε δυνατά στα οπίσθια, ώστε μερικοί να χειρουργηθούν πολλές φορές για τα αγκάθια, που έμειναν μέσα τους, άλλοι δε πάλι, που δεν άντεξαν την δοκιμασία, να πεθάνουν»[6]. Άλλοτε πάλι ο Σεβαστιανός «πολλάς αειπαρθένους εν τη εκκλησία του αγίου Θεωνά του επισκόπου βέλεσιν εφόνευσε»[7].
Ο Κωνστάντιος πέθανε το 361, ο δε νέος αυτοκράτορας Ιουλιανός επέ­τρεψε να επιστρέψουν όλοι οι εξόριστοι στις θέσεις τους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Μ. Αθανάσιος[8]. Ο Ιουλιανός προσπάθησε να επαναφέρει στο κράτος του την ειδωλολατρεία, ο σύντομος θάνατός του, όμως, ματαίωσε τα σχέδια του.
Σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο των πρώτων διωγμών των Ορθοδόξων από τους Αρειανούς (337-363) οι μοναχοί, όπως οι Μ. Αντώνιος[9], Όσιος Παχώμιος, Όσιος Θεόδωρος ο Ηγιασμένος, Όσιος Ιλαρίων[10], έγιναν συμμέτοχοι των αγώνων και των θλίψεων των πιστών για την διαφύλαξη της πίστεως των 318 αγίων και θεοφόρων Πατέρων.

β) Η Β΄ περίοδος των διωγμών των Ορθοδόξων από τον αυτοκράτορα Ουάλεντα (364-378)

Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού βασίλευσε στην Ανατολή ο Ορθόδοξος και ευσεβής Ιοβιανός, για λίγο όμως διάστημα. Ο νέος αυτοκράτορας Ουάλης ήταν σφοδρός Αρειανός και έγινε ο υπαίτιος για την έναρξη της δεύτερης περιόδου των διωγμών κατά των Ορθοδόξων. Μεταξύ των πολλών ‘κατορθωμάτων’ του ασεβούς βασιλέως αναφέρεται και το εξής : «Κάποτε ήλθαν στην Νικομήδεια, για να τον συναντήσουν, ογδόντα ιερωμένοι, ως απεσταλμένοι των Ορθοδόξων. Εκείνος τότε διέταξε να καούν όλοι, μέσα στο καράβι που τους μετέφερε»[11]! Ο άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος ομιλεί για το φρικτό αυτό γεγονός, λέγοντας : «Πρεσβυτέρων εμπρησμοί θαλάττιοι»[12].
Ο Ουάλης συμπεριφερόταν με απαράδεκτο τρόπο και στους μοναχούς, τους οποίους ανάγκαζε να στρατεύονται και να πηγαίνουν στον πόλεμο[13]. Ο άγιος Ιερώνυμος, που επισκέφθηκε την Νιτρία, αναφέρει, ότι ο Ουάλης απέσπασε από την έρημο 5.900 μοναχούς και τους έστειλε βίαια στο στρατό[14]. Ο Ουάλης εξόρισε, επίσης, και τον Μ. Αθανά­σιο. Μετά, όμως, από λίγους μήνες, λόγω της αντιδράσεως του λαού, τού επέτρεψε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του (373)[15].
Αλλά, και στην Αντιόχεια η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Μετά την εξορία του αγίου Ευσταθίου (330), οι Αρειανοί κυριαρχούσαν και σε χρονικό διάστημα 30 ετών ανήλθαν στον θρόνο της επτά αρειανοί επίσκοποι! Το 360 χειροτονείται από τους Αρειανούς ως επίσκοπος της πόλεως αυτής ο άγιος Μελέτιος. Ο θείος, όμως, αυτός άνδρας ομολόγησε αμέσως την Ορθόδοξη πίστη και «την αξιέπαινον εκείνην αφήκε φωνήν : Τρία τα νοούμενα, ως ενί δε διαλεγόμεθα»[16]. Η ομολογία του αυτή είχε βέβαια ως συνέπεια να εξορισθεί αστραπιαία, ενώ τον θρόνο του κατέλαβε ο Αρειανός Ευζώιος. Όταν ο βασιλιάς Ιουλιανός, μετά από δύο περίπου έτη, επέτρεψε στον Με­λέτιο να επιστρέψει στην Αντιόχεια, η κατάσταση ήταν τραγική. Ο ιερός Μελέτιος και οι Ορθόδοξοι είχαν μία μόνο εκκλησία -κι αυτή έξω της πόλεως- ενώ ο Ευζώιος είχε στην κατοχή του όλες τις εκκλησίες[17]. Υ­πήρχε και ο Ορθόδοξος Παυλίνος, οπαδός όμως του αγίου Ευσταθίου, με μία και αυτός μόνο μικρή εκκλησία.
Στη συνέχεια, ο Μέγας Μελέτιος εξορίσθηκε δύο φορές από τον Ουά­λεντα (365-367 και 371-379)[18], ενώ τον αγώνα του τον συνεχίζουν οι πρεσ­βύτεροι Φλαβιανός και Διόδωρος (μετέπειτα επίσκοποι Αντιοχείας και Ταρσού αντίστοιχα). Τον δραματικό αγώνα των δύο αυτών Πατέρων, κα­θώς και των μοναχών Αφραάτου και Ιουλιανού για την διαποίμανση του «μικρού ποιμνίου»[19] περιγράφει παραστατικώτατα ο ι. Θεοδώρητος
Στο μεταξύ στην Αλεξάνδρεια ο διάδοχος του Μ. Αθανασίου Πέ­τρος, διώκεται γρήγορα και στον θρόνο του επιβαίνει ο αιρετικός Λούκιος. «Τότε πολλοί των ορθοδόξων ανδρών, και γυναικών παρθένων αθέως ηκίσθησαν, πολλοί δε και εν βασάνοις ετελειώθησαν»[20], «Κατήλθεν εις Αλεξάνδρειαν ο Αντιο­χείας Ευζώιος, καί παρέδωκε τω Λουκίω τας Εκκλησίας των Ορθοδόξων. Εξ ου (Ευζωΐου) δε τι κακά γεγόνασι και διωγμοί εις την Αίγυπτον και Αντιόχειαν και Καππαδοκίαν, Αισχύλος ή Σοφοκλής ίσως ετραγώδουν ικανώς τας τοιαύτας συμ­φοράς, ή οικειότερον ειπείν Ιερεμίου χρεία, ίνα θρηνήση τον κατά του Σωτήρος Χριστού άσπονδον των ασεβών πόλεμον»[21].
Στην Καππαδοκία την εποχή αυτή δεσπόζει από Ορθοδόξου πλευράς η μορφή του Μ.Βασιλείου. Ο ουρανοφάντωρ Άγιος είναι και ο ηγέτης όλης της αγωνιζομένης Ανατολής με συναρωγούς τον αδελφό του, άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Ευσέβιο Σαμοσάτων. Στις συγκινητικές γραμμές μιας επιστολής του προς τους Ορθοδόξους επισκόπους της Δύσεως, ο πρόμαχος της Ορθοδοξίας Βασίλειος διεκτραγωδεί με τον καλύτερο τρόπο τα μεγάλα δεινά της εποχής του :
«Διωγμός μάς κατέλαβε, αδελφοί τιμιότατοι, και διωγμών ό βαρύτατος. Διότι διώκονται οι ποιμένες, για να διασκορπισθούν τα ποίμνια[22]. Και το ακόμη σκληρότερο είναι ότι, ενώ, όσοι κακοποιούνται, υπομένουν τα παθήματα με την εσωτερική βεβαιότητα του μαρτυρίου, παρά ταύτα τα πλήθη δεν τιμούν τους αθλητές της πίστεως ως μάρτυρας, επειδή το χριστιανικό όνομα ανήκει και στους διώκτες. Ένα είναι τώρα το αδίκημα, το οποίο τιμωρείται σκληρά : η ακριβής τή­ρηση των πατρικών Παραδόσεων. Γι' αυτόν και μόνο τον λόγο εξορίζονται οι ευσε­βείς από τις πατρίδες τους και οδηγούνται στις ερήμους...
...Εξορίες πρεσβυτέρων, εξορίες διακόνων, λεηλασία όλων των κληρικών. Διότι κατ’ ανάγκη ή θα ‘προσκυνήσουν την εικόνα’[23], ή θα παραδοθούν στην οδυνηρή φλόγα των μαστιγώσεων. Έπειτα, ακολουθούν στεναγμοί των λαών, συνε­χή δάκρυα είτε κατ' ιδίαν είτε δημόσια, επειδή όλοι θρηνούν αναμεταξύ τους τα παθήματά τους… Όλοι ακούγονται να θρηνούν στην πόλη, στους αγρούς, στους δρόμους, στις ερήμους. Ακούγεται μια θλιβερή φωνή, καθώς όλοι ομιλούν για τα θλιβερά γεγονότα.
Απομακρύνθηκε η χαρά και η πνευματική ευφροσύνη. Οι εορτές μας μεταβλήθη­καν σε πένθος[24], οι οίκοι των προσευχών έχουν κλείσει, τα θυσιαστήρια της πνευματικής λατρείας αργούν. Δεν γίνονται πλέον πνευματικές συναθροίσεις των Χριστιανών, δεν κηρύττουν οι δάσκαλοι, δεν γίνονται οι σωτήριες διδαχές ούτε πα­νηγύρεις ούτε νυχτερινές υμνωδίες. Δεν υπάρχει πλέον η μακαρία εκείνη αγαλλίαση των ψυχών, η οποία γεννάται στις ψυχές αυτών, που πιστεύουν στον Κύριο κατά τις λατρευτικές συνάξεις και την συμμετοχή στα πνευματικά χαρίσματα...
Στους μοναχούς της Βερροίας ο θείος Βασίλειος έγραφε : «Στέναξα, όταν άκουσα πως ξεσηκώθηκε εναντίον σας ο άγριος εκείνος διωγμός και ότι οι ‘εις κρί­σεις και μάχας νηστεύσαντες[25]’ επιτέθηκαν αμέσως μετά το Πάσχα εναντίον των σκηνωμάτων σας και παρέδωσαν στις φλόγες τους κόπους σας»[26].
Άλλοι μοναχοί, οι οποίοι αγωνίσθηκαν αυτή την περίοδο εναντίον των Αρειανών είναι οι Ὁσιος Αφραάτης, Όσιος Ιουλιανός, αββάς Μακάριος ο Αλεξανδρεύς, αββάς Μακάριος ο πολιτικός, Ὁσιος Παμβώ, Ὁσιος Ηρακλείδης, αββάς Αγάθων, αββάς Σισώης, αββάς Θεόδωρος της Φέρμης, αββάς, Ώρ, αββάς Ησαΐας, μοναχός Μωυσής, Όσιος Ισαάκιος, Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, Όσιος Σεραπίων και Όσιος Μαρκιανός[27].
Κατακλείουμε το παρόν άρθρο λέγοντας ότι κατάλοιπο της αιρέσεως του Αρειανισμού στην εποχή μας είναι η αίρεση των ψευδομαρτύρων του Ιεχωβά[28]. Χειρότερες αιρέσεις από αυτή του Ιεχωβισμού είναι οι αιρέσεις του Παπισμού, του Προτεσταντισμού και του Μονοφυστισμού. Η χειρότερη, όμως, αίρεση απ’όλες τις προηγούμενες, που μαστίζει το σύγχρονο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, είναι η παναίρεση του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητιστικού Οικουμενισμού[29]. Οι διωγμοί της Εκκλησίας δεν σταματούν μόνο στην εποχή του Αρειανισμού. Συνεχίζονται και σήμερα. Οι παναιρετικοί Οικουμενιστές διώκουν στην εποχή μας τους αντιοικουμενιστές[30].


[1] ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. α΄, κεφ. κστ΄, P.G. 67, 149Β.
[2] ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία. κεφ. κ', P.G. 82., 968C.
[3] ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, ένθ’ ανωτ., κεφ. λε΄, P.G. 67, 172Α.
[4] Του ιδίου, τ. β΄, κεφ. ια΄, P.G. 67, 205Β.
[5] ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Επιστολή Εγκύκλιος, κεφ. γ', Β.Ε.Π.Ε.Σ. τ. 31, σσ. 196-197.
[6] Εγκώμιον εις τον Μ. Αθανάσιον, λόγος β', κεφ. ια', P.G. 82, 1025B-1028B.
[7] ΟΣΙΟΣ ΑΜΜΩΝΙΟΣ, Περί πολιτείας xaι βίου μερικού Παχωμίου και Θεοδώρου, § λα', Β.Ε.Π.Ε.Σ. τ. 40, σ. 97.
[8] ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ, ένθ' ανωτ., λόγος γ', κεφ. β', P.G. 82, 1088CD.
[9] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί ὁ σύγχρονος Οἰκουμενισμός», Θεοδρομία Θ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007) 79-88, http://www.impantokratoros.gr/C9EA82EA .el.aspx
[10] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003, σσ. 34-44.
[11] ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΩΝΑΡΑΣ, Χρονικόν, βιβλίον ιγ', κεφ. ιστ', Ρ.G. 134, 1164Α.
[12] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εις τον Μ. Bασίλειον… επιτάφιος, κεφ. μστ΄, P.G.36, 556C.
[13] ΜΕΛΕΤΙΟΣ Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία, αιών δ', κεφ. ιε', § θ΄.
[14] ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΚΟΥΡΙΛΑΣ, Ιστορία του ασκητισμού, σ. 28.
[15] ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ, ένθ’ανωτ., τ. δ', κεφ. ιγ', P.G.67, 497Α.
[16] ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ, ένθ’ανωτ., λόγος β', κεφ. κζ', P.G.82. 1081C.
[17] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο β', κεφ. ιβ΄, § α'. σ. 434.
[18] Θ.Η.Ε., τ. 8, στ. 928.
[19] Λκ. 12, 32
[20] ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ, Χρονογραφία, έτος 5863, P.G. 108, 181C.
[21] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ένθ’ανωτ., κεφ. ιδ', § β', σ. 452.
[22] Μτθ. 26, 31
[23] Δανιήλ 3, 7
[24]Αμώς 8, 10.
[25] Ησ. 58, 4
[26] Του ιδίου, Επιστολή σνστ'. P.G.32, 944Α.
[27] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2003, σσ. 49-64.
[28] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Η Ορθόδοξος πίστις μας και οι πλάνες των Ιεχωβιτών, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1996.
[29] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Επιστολή προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμον και την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος περί Οικουμενισμού 8-5-2013 και ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Οι «μάρτυρες του Ιεχωβά» και ο Οικουμενισμός. Ποια αίρεση από τις δύο είναι πιο επικίνδυνη»; Ορθόδοξος Τύπος (11-10-2013) 1, 7 http://www.impantokratoros.gr/5603F491.el.aspx)
[30] Του ιδίου, Επιστολή προς την Α.Θ.Π., τον Αρχιεπίσκοπον Κων/λεως , Νέας Ρώμης και Οικουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαίον 27-6-2013, σσ. 44-45.

- Έπεσα, Πάτερ. Τί να κάνω τώρα; - Σήκω, του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο Άγιος Γέροντας.


Ένας αδελφός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη:

- Έπεσα, Πάτερ. Τί να κάνω τώρα;

- Σήκω, του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο Άγιος Γέροντας.

- Σηκώθηκα, Αββά, μα πάλι έπεσα στην καταραμένη αμαρτία, ομολόγησε με θλίψη ο αδελφός.

- Και τί σε εμποδίζει να ξανασηκωθείς;

- Ως πότε; ρώτησε ο αδελφός.

- Έως ότου σε βρει ο θάνατος ή στην πτώση ή στην έγερση.
Δεν είναι γραμμένο "όπου ευρώ σε εκεί και κρινώ σε"; εξήγησε ο Γέροντας.
Μόνο ευχήσου στον Θεό να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή σηκωμένος με την αγία μετάνοια.

απο το Γεροντικό

πηγή

Ὁ Προμηθεὺς προτύπωση τοῦ Χριστοῦ



Ὁ Προμηθεύς, μυθικὴ μορφὴ ποὺ ὑμνήθηκε ἀπὸ τὸν τραγωδὸ Αἰσχύλο, δὲν παριστᾶ τὸν ἐπαναστάτη κατὰ τοῦ Θεοῦ Δία, ἀλλὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα ἐνάντια σὲ μία ἰδέα τοῦ θείου ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀγάπη, τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἐλπίδα.

Ὁ ἡμίθεος αὐτὸς ποὺ δώρισε τὴ φωτιὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν Δία, ὅμως ὡς φιλάνθρωπος ἐχάρισε καὶ πάλι, μετὰ τὴν περιπέτειά του μὲ τὸν πατέρα τῶν θεῶν γιὰ τὸ ζήτημα τῆς προσφορᾶς θυσιῶν ἀπὸ τοὺς θνητοὺς στοὺς θεούς, πολλὲς δωρεὲς (δωροδότης) καὶ εὐσπλαγχνία (φιλεύσπλαγχνος) σ' αὐτούς.

Ἡ τελευταία τιμωρία τοῦ Προμηθέα ἦταν ἡ πρόσδεσή του μὲ ἁλυσίδες σὲ κολώνα, ὅπου ἕνας ἀετὸς κατέτρωγε συνεχῶς τὸ συκώτι του, ποὺ κατασπαρασσόταν καὶ διαρκῶς ὅμως ἦταν σὲ ἀνανέωση. Ἡ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες αὐτὴ τιμωρία ἔλαβε τέλος χάρη στὴν γενναιότατη ἐπέμβαση τοῦ Ἡρακλῆ, ὅταν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Δία καὶ τὰ βέλη τοῦ ἥρωα σκοτώθηκε ὁ ἀετὸς καὶ λυτρώθηκε ὁ βασανισμένος Προμηθεύς.

Πρόκειται γιὰ μία θεϊκὴ ὕπαρξη ποὺ πολέμησε δίπλα στὸν Δία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς κοσμικῆς βασιλείας, ἐνάντια στοὺς ἀρχαίους δεσποτικοὺς Τιτάνες, ἀλλὰ μόλις ὁ Ζεὺς κατέλαβε τὴν ἐξουσία καὶ ἀρνήθηκε κάθε οἶκτο καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ βασίλειό του, ἀντιτάχθηκε στὸν πατέρα τῶν ὀλυμπίων θεῶν. Αὐτὸς ὁ τελευταῖος ἐπιθυμοῦσε ἀκόμη καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὴν ἀνθρώπινη φυλὴ καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήσει μὲ μία ἄλλη περισσότερο κατάλληλη στὰ ἀπάνθρωπα σχέδιά του.

Ὁ Προμηθεὺς κατέστη εὐεργέτης καὶ δότης στὸ ἀνθρώπινο γένος τοῦ λόγου, τῆς γνώσης τῶν ἀριθμῶν, τῆς γραφῆς καὶ τῆς μαντικῆς τέχνης, δηλαδὴ τῆς ἱκανότητας ἑρμηνείας τῶν σημείων τοῦ οὐρανοῦ, τῶν γνωστικῶν τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σκότους καὶ βέβαια τῆς ἐλπίδας, μὲ τελευταῖο εὐεργέτημα τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς ποὺ ἀπομακρύνει τὰ ἄγρια θηρία, ἑτοιμάζει τὴ μαγειρική, λειαίνει τὰ μέταλλα καὶ παράγει τὴ σκληρὴ καὶ ἄφωνη ὕλη.

Στὴν αἰσχύλεια τραγωδία τοῦ Ε΄ αἰ. π.Χ. μὲ τὴν ὀνομασία «Προμηθεὺς» τὸ πρόσωπο αὐτὸ ὑποδύεται τὸν πανάγαθο καὶ φιλεύσπλαγχνο θεὸ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀντίπαλό του ἐχθρικὸ καὶ τιμωρὸ Δία. Ἡ ἀναζήτηση μιᾶς πανανθρώπινης σωτηρίας στὸν ἀρχαιοελληνικὸ κόσμο ἀκουγόταν ἠχηρὰ καὶ τολμηρὰ μέσα ἀπὸ τοὺς αἰσχύλειους λόγους, κατὰ τὴν παράσταση τῆς τραγωδίας αὐτῆς στὰ ἀρχαῖα θέατρα καὶ ἀμφιθέατρα τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Κάτω Ἰταλίας, ἀκόμη μέχρι καὶ σήμερα.

Τὸ προχριστιανικὸ αὐτὸ μήνυμα ποὺ ὑποκρύπτει καὶ ὑπαινίσσεται τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση γιὰ τὸ πάθος, τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, σ’ ὅλο τὸ δραματικὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν τελειότητα τῆς σωτηριολογικῆς ἔννοιάς τους, εἶναι τὸ παγκόσμιο ἐχέγγυο γιὰ μία καθολικὴ μεταφυσικὴ ἀναζήτηση τοῦ καλοῦ ἐνάντια στὸ κακό, τοῦ φωτὸς κατὰ τοῦ σκότους καὶ τῆς ἀνθρώπινης λύτρωσης ἀπὸ τὴν ὑλιστικὴ περιπέτεια, τὴν ἐρεβώδη κατάσταση καὶ τὴν ἀβυσσαλέα θέση τοῦ πεσόντος μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἰσχυρὸς συμβολισμὸς τῆς χριστιανικῆς σταύρωσης καὶ τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, νομίζουμε ὅτι κάλλιστα ὑποφώσκει καὶ ὑποκρύπτεται σὲ ἐγχάρακτη παράσταση ὀρειχάλκινου ἀντικειμένου τῆς ἐτρουσκικῆς τέχνης τοῦ Ε΄ αἰ. π.Χ. Ὁ ἡμίθεος Προμηθεὺς μὲ σαφῆ σωματικὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς ἀρχαιοέλληνα ἥρωα, ἁλυσοδεμένος, «σταυρωμένος» σὲ σχηματοποιημένο βράχο, εἰκονίζεται νὰ προσβάλλεται ἀπὸ ὑπερμεγέθη ἀετό, στὰ κάτω ἄκρα τῶν ποδιῶν του. Ἀπέναντί του ὁ Ἥρακλῆς μὲ ἰσχυρὲς χειρονομίες καὶ σωματικὴ-ἀθλητικὴ ἐμφάνιση ἑτοιμάζεται νὰ πλήξει τὸν ἀετὸ μὲ ρόπαλο ποὺ φέρει στὸ δεξιὸ χέρι. Παρατηροῦνται ἀφενὸς ἡ ὑπομονετικὴ στάση τοῦ Προμηθέα, ἀνεχόμενου τὴν ποινή του γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἐνάντια στὴ θέληση τοῦ Δία, χαρίζοντας τὸ φῶς καὶ τὴ θερμότητά του σ' αὐτοὺς καὶ ἀφετέρου ἡ λύτρωση καὶ ἡ σωτηρία του ἀπὸ τὸ ἑκούσιο πάθος του καὶ ἡ ἀνάστασή του, θὰ λέγαμε, κατὰ τὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἀπελευθερωτῆ Ἡρακλῆ.

Ἡ εἰκονογραφικὴ αὐτὴ παράσταση μὲ τὸν ἀπολυτρωτικὸ καὶ σωτηριώδη χαρακτήρα της προεικονίζει καὶ προετοιμάζει ἰδεολογικὰ καὶ εἰκονογραφικὰ ἐν μέρει τὴν μετὰ ἀπὸ μερικοὺς αἰῶνες διαμόρφωση τῆς παλαιοχριστιανικῆς καὶ ἀργότερα τῆς βυζαντινῆς εἰκονογραφίας τοῦ κύκλου τοῦ πάθους καὶ τῆς ἔγερσης ἐκ τῶν νεκρῶν τοῦ Θεανθρώπου.

Ὁ ἡμίθεος Προμηθεὺς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου καὶ τὸ δεύτερο πρόσωπο τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, συνιστοῦν δύο «σταυρωμένους θεούς», δύο παράλληλα «σωτηριολογικὰ φαινόμενα» καὶ δύο ἐξέχοντες «φωτοδότες», ἕνα μυθολογικὸ καὶ ἕνα ἱστορικὸ θεῖο στὸ φάσμα τοῦ δράματος, τῆς ἀνθρώπινης ἀναζήτησης ἀπὸ τὸ θεῖο γιὰ κάθαρση καὶ λύτρωση στὸν ἀρχαῖο κόσμο, γιὰ ἀνάσταση καὶ σωτηρία στὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπότητα. Αὐτὸς ὁ θεολογικός, ἠθικὸς καὶ ἱστορικὸς παραλληλισμός, ἐπιβεβαιούμενος καὶ ἀπὸ τὰ εἰκονογραφικὰ μνημεῖα τῆς προχριστιανικῆς καὶ μεταχριστιανικῆς ἀρχαιότητας προβάλλει ἀκριβῶς τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη, τὴ μακροθυμία, τὸ ἄπειρο ἔλεος καὶ τὴν ὑπέρτατη χάρη τῶν δύο αὐτῶν προσώπων τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, τοῦ Προμηθέα καὶ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν φυσικὴ ἰκανοποίηση καὶ τὴν μεταφυσικὴ δικαίωση καὶ σωτηρία ἀντίστοιχα τοῦ ἀνθρώπινου γένους.


πηγή

Νήφωνας ὁ κελλιώτης




(ἀνώνυμο συναξάρι)

Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του ὁ Πορφύρης ἤτανε δώδεκα χρονῶ. Εἶδε ποὺ φέρανε ἀπὸ τὸ χωράφι τὸ ξυλιασμένο κορμί, τυλιγμένο σὲ μιὰ κουβέρτα. Μαζεύτηκε τὸ χωριό, εἴπανε πὼς τὸν χτύπησε τὸ μουλάρι στὰ νεφρά.

Ἡ μάνα τοῦ Πορφύρη εἶχε ὀχτὼ παιδιά. Ἔκλαψε τὸν σκοτωμένο μέρες καὶ νύχτες- ὅσο μποροῦν νὰ κλάψουν δυὸ μάτια ἀνθρώπινα. Ὕστερα ἦρθε ὁ παπὰς στὸ σπίτι, νὰ κουβεντιάσουν μὲ τὴ μάνα γιὰ τὰ παιδιά. Εἴπανε, νὰ κρατήσει ἡ χήρα τὰ μισά, τ' ἄλλα μισὰ νὰ βροῦν ἀλλοῦ ψωμί.

Ὁ παπὰς ἔστειλε τὰ δυὸ μεγάλα ἀγόρια στὴ χώρα, στὴ δούλεψη τοῦ Δεσπότη. Ἴσως ἀργότερα νὰ πήγαιναν καὶ στὸ σχολειό. Τὴ μικρὴ ἀδερφούλα, τὴ Λενίτσα, ἕνα σγουρόμαλλο ἀγριμάκι, τὸ πῆρε ἡ ἀδερφὴ τοῦ μακαρίτη, στὸ διπλανὸ χωριό. Καὶ γιὰ τὸν Πορφύρη, ἀποφάσισαν νὰ πάει λίγα χρόνια στὸ Ὄρος, στὸν ἀδερφὸ τῆς μάνας, τὸν καλόγερο κι ἀργότερα ἂν θέλει νὰ γίνει παπάς.

Ἔτσι ξεκίνησε ὁ Πορφύρης γιὰ τὸ Ὄρος. Ἡ μάνα ἑτοίμασε ἕνα μπογαλάκι ροῦχα καὶ λίγο παξιμάδι γιὰ τὸ δρόμο. Φίλησε τὸν Πορφύρη κι ὁ Πορφύρης ἔκλαιγε. Ἔκλαιγε κι ἡ μάνα, γιατί αὐτὸς ὁ γιὸς ἦταν ὁ πιὸ ἀγαπημένος. Ὕστερα ὁ παπὰς τὸν πῆγε στὴν Ἀρναία-δὲν ἦταν μακριά. Βρῆκε μιὰ συντροφιὰ προσκυνητὲς καὶ τοὺς παράδωσε τὸν Πορφύρη. 

Ὁ δρόμος γιὰ τὸ Ὄρος πήγαινε τότε ἀπὸ τὴν ξηρὰ κι ἦταν λιθόστρωτος, ἀπὸ τὴν Ἱερισσὸ στὴ Λαύρα. Ὁ Πορφύρης χάζευε τὰ δάση, τὴ θάλασσα κι' ὅταν ἔφτασαν στὸ Ὄρος θαύμαζε τὰ μεγάλα μοναστήρια καὶ τὶς ἐκκλησιές.

Ἀλλὰ ὁ θεῖος του, ὁ καλόγερος, δὲν ἦταν σὲ μοναστήρι, ἦταν ἀπὸ τοὺς αὐστηροὺς καὶ ζοῦσε στὴν ἔρημο. Ὅταν κάποτε ἔφτασε ὁ Πορφύρης ὥς ἐκεῖ, εἶδε ἕνα δίπατο καλύβι, χτισμένο ἄκρη στὸ βράχο. Μπροστὰ γκρεμός, στὸ πλάι γκρεμός, μόνο στὸ πίσω μέρος εἶχε μονοπάτι. Ὁ γέροντας τὸν ἔστησε μπροστά του, τὸν κοίταξε ἴσα στὰ μάτια, εἶπε πὼς μοιάζει τοῦ πατέρα του. Εἶδε καὶ τὸ παιδὶ τὸν γέροντα, ποὺ ἔμοιαζε τῆς μάνας ἔτσι ψηλός, μὲ ρουφηγμένο πρόσωπο καὶ μεγάλη γενειάδα. Ἦταν κι ἕνας διάκος, ὑποταχτικός, στὸ καλύβι. Στρώσανε στὸν Πορφύρη γιὰ νὰ κοιμηθεῖ, μία κουρελοὺ γιὰ στρῶμα καὶ δυὸ κουβέρτες γιὰ σκέπασμα. Ἦρθε ἡ νύχτα καὶ τὸ παιδὶ φοβότανε, τόση ἐρημιὰ στὸν τόπο καὶ τόσο σκοτάδι. Ἔπιασε νὰ κλαίει κρυφά, μέχρι ποὺ ἀποκοιμήθηκε.

Ἔτσι ὁ Πορφύρης μπῆκε στὴ ζωὴ τῶν καλόγερων. Τοῦ φόρεσαν ἕνα ρασάκι κι ἕνα σκοῦφο. Ἔμεινε ἀκούρευτος κι ὅταν τρίχωσε τὸ πρόσωπό του ἄρχισε νὰ φτιάχνει γένι. Ἔμαθε ὅλες τὶς δουλειὲς καὶ τὶς ἔκανε πρόθυμα. Ἄναβε τὴ φωτιά, ψευτομαγέρευε, ἔφερνε νερό, μάζευε καὶ τὸ βρόχινο.

Στὸ καλύβι τοῦ γέροντα δὲν κοιμόντουσαν τὴ νύχτα. Ὅταν σκοτεινίαζε, ὁ καθένας στὸ κελλὶ του ἔλεγε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. μετρώντας τοὺς κόμπους στὸ κομποσκοίνι. Ὁ γέροντας δίδαξε καὶ τὸ παιδὶ νὰ λέει τὴν εὐχή. Τέσσερις ὧρες ἀπὸ τὴ δύση τοῦ ἥλιου, διάβαζαν τὰ γράμματα. Τελείωναν μὲ τὴν πρώτη αὐγή. Ὕστερα ἀναπαύονταν λίγες ὧρες. Τὴ μέρα πελέκαγαν μικροὺς ξύλινους σταυροὺς καὶ φρόντιζαν δυὸ μέτρα περιβολάκι μὲ κουκιὰ καὶ δυὸ μυγδαλιές. Μαγέρευαν κουκιά, ρεβύθια καὶ στὶς γιορτὲς κανένα ψάρι ἀπὸ τὴ θάλασσα.

Τὰ χρόνια περνοῦσαν κι ὁ Πορφύρης δὲν ἔδειξε ποτὲ κόπο ἢ ἀντίρρηση. -Ἔλα ἐδῶ Πορφύρη! -Εὐλογεῖτε γέροντα. -Τρέξε ἐκεῖ Πορφύρη! -Εὐλογεῖτε γέροντα. Τὸ πρόσωπό του στέγνωσε καὶ σοβάρεψε, σὰ νὰ μὴν ἦταν πρόσωπο παιδιοῦ. Οἱ ἀναμνήσεις ἀπομεναν μέσα του μάκρυνες, λίγο τὴ μάνα του θυμόταν, ἄλλη γυναίκα δὲν ἤξερε, αὐτὴν καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο, καὶ συχνὰ κοιτάζοντας τὴν εἰκόνα τὶς μπέρδευε. Ἄνθρωπος κοσμικὸς δὲν ἔφτασε ποτὲ στὸ καλύβι, οὔτε ξυλοκόπος, μόνο τοὺς καλόγερους ἔβλεπε στὸ πέρα κονάκι, ὅταν πήγαινε τοὺς σταυροὺς κι ἔπαιρνε τρόφιμα.

Ἔτσι ἔγινε εἴκοσι χρονῶ ὁ Πορφύρης κι ὁ γέροντας εἶπε πὼς εἶναι καιρὸς νὰ πάρει τὴ δωρεὰ τοῦ μεγάλου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος. Τὸν κάνανε λοιπὸν μοναχό, μεγαλόσχημο. Τοῦ ἄλλαξαν τὸ ὄνομα, τὸν εἴπανε Νήφωνα. Ὁ Πορφύρης ἀπόμεινε μέσα στὶς ἀναμνήσεις μαζὶ μὲ τὴ μορφὴ τῆς μάνας καὶ τὸ κορμὶ τοῦ πατέρα τυλιγμένο στὴν κουβέρτα. Ἄλλο τίποτα δὲν ἄλλαξε στὴ ζωή του, μόνο ποὺ φόρεσε τὰ σημάδια τοῦ μεγαλόσχημου I(ησοῦς, Χ(ριστὸς) ΝΙ(κᾶ), στὴ μέση ἕνας σταυρὸς πάνω στὸ κρανίο τοῦ Ἀδάμ. Τ(οῦτο) Σ(ημεῖον) Φ(οβερὸν) Δ(αίμοσι). 


Στὴν ἄκρη τοῦ βράχου οἱ μέρες κι οἱ νύχτες κυλοῦσαν καθὼς τὸ βρόχινο νερό. Ὁ γέροντας κατάπεσε, σέρνονταν τὸ βῆμα του κι ἡ φωνὴ ἀδυνάτισε. Τότε ἦταν ποὺ ἔφτασε στὸ καλύβι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν κόσμο, ἕνας ἀρχιμανδρίτης, πρωτοσύγκελλος, μὲ σιδερωμένο ράσο κι ἄσπρα μανικέτια. Τὸν κέρασαν σῦκα καὶ ρακί. Ἔμεινε μαζί τους καὶ στὴν ἀγρυπνία. Τὸ πρωὶ ξεμοναχίασε τὸ Νήφωνα, ρωτοῦσε τὰ χρόνια του καὶ τὰ γράμματα ποὺ ξέρει. -Νὰ τὸν πάρω στὴν πόλη; εἶπε στὸ γέροντα. Θὰ πάει στὴ Σχολὴ νὰ βγεῖ κληρικός. - Ὅ,τι πεῖ μονάχος του, ἀπάντησε ὁ γέροντας. Κι ὁ Νήφωνας εἶπε ὄχι, χωρὶς κι ὁ ἴδιος νὰ ξέρη γιατί, μόνο ποὺ εἶπε "ὄχι".

Δὲν πέρασαν μέρες πολλὲς καὶ κάποια νύχτα ὁ γέροντας ἄφησε στὴ μέση τὴν ἀγρύπνια του. Ξάπλωσε στὰ στρωσίδια κι ὅταν ὁ ἥλιος ψήλωσε τὸ πρόσωπό του ἦταν λευκό, σὰν τὴ γενειάδα του. Δὲ σάλεψε. Ἦρθε ὁ παπὰς ἀπὸ τὴ σκήτη, τὸν δίπλωσαν στὸ ράσο, τὸν ἔρραψαν μέσα στὸ ράσο, καὶ τὸν ἀπόθεσαν στὴ ρίζα τῆς μυγδαλιᾶς, δίπλα στὸ περιβολάκι. Ὁ Νήφωνας μάζεψε ἀγριολούλουδα καὶ στόλισε τὸ σταυρό. Ἔφτιαξε κι ἕνα καντύλι γιὰ τὸν τάφο μὲ τὸ περισσευούμενο ποτήρι τοῦ γέροντα.

Ὁ καινούργιος γέροντας ἤτανε δύστροπος, εἶχε ρευματισμοὺς καὶ θύμωνε, τάβαζε μὲ τὸ Νήφωνα. Ὁ Νήφωνας δὲν ἦταν πιὰ παιδί, μὰ δὲ γύρισε ποτὲ λέξη στὸ γέροντα. Πέρασαν οἱ δυό τους δέκα χρόνια ζωῆς. Στὸ τέλος τῶν δέκα χρόνων ἦρθε ὁ δεύτερος ἐπισκέπτης στὸ καλύβι. Ἦταν ὁ ἀδερφὸς τοῦ Νήφωνα, εἶχε γίνει στὴν πόλη παπάς. Ὁ Νήφωνας τοῦ φίλησε τὸ χέρι κι ἐκεῖνος τὸν φίλησε στὸ μέτωπο. Ἦταν παντρεμένος, εἶχε καὶ τρία παιδιά. Τοῦ εἶπε γιὰ τὴ μάνα, ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν πέντε χρόνια. Τοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὴν ἀδερφούλα, τὴ μικρὴ μικρή, τὴ Βάγγω, ποὺ εἶχε πεθάνει μὲ τὸ Δάγκειο. Ἡ Λενίτσα ἦταν παντρεμένη στὸ χωριό, ὁ ἄλλος ἀδελφὸς βγῆκε γιατρὸς καὶ ζοῦσε στὴν πόλη, ἔμεναν κι ἄλλοι δύο, oἱ πιὸ μικροί, ποὺ τελείωναν τώρα τὸ γυμνάσιο. Ὁ Νήφωνας χάραξε στὴ μέση ἕνα χαρτί. Ἔγραψε στὴ μιὰ τοὺς ζῶντες, στὴν ἄλλη τοὺς τεθνεῶτες. Ἔβαλε πρῶτο τὸν γέροντα, ὕστερα τὸν πατέρα, τὴ μάνα καὶ τὴ μικρὴ Εὐαγγελία. Μὰ καὶ οἱ ζῶντες ἦταν στὴ μνήμη του τόσο μακρινοί, συχνὰ δὲ μποροῦσε νὰ τοὺς ξεχωρίσει μεσ' στὴ σκέψη του.

Ὕστερα κι ἀπ' αὐτὰ ὁ Νήφωνας πῆρε εὐχὴ ἀπὸ τὸ γέροντα νὰ φύγει γιὰ τὰ Καρούλια. Εἶχε πεθάνει ἕνας ρῶσος ἀσκητὴς κι ὁ Νήφωνας πῆρε τὸ κελλάκι του. Ἦταν χτισμένο καταμεσῆς στὸν κατακόρυφο βράχο, στὸ κοίλωμα μιᾶς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ ἔζησε τὰ ὑπόλοιπα χρόνια του ὁ Νήφωνας. Κατέβαινε τὸ βράχο κρατημένος ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα, πατώντας σ' ἀσήμαντες προεξοχὲς τῆς πέτρας, πάνω ἀπ' τὴ θάλασσα. Τὸ κελλὶ εἶχε μιὰ πορτούλα στὸ πλάγι, μπροστὰ ἕνα παραθύρι, τὸ ἄνοιγες κι ἔχασκε ἀπὸ κάτω τὸ χάος τοῦ γκρεμοῦ. Τὸ χειμώνα ἡ θάλασσα βόγκαγε σὰν πληγωμένο θεριό. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα τὰ χρόνια δὲ μετριοῦνται. Ὁ Νήφωνας ἦταν λευκός, κατάλευκος κι ὁλοένα περσότερο κυρτωμένος. Οἱ νύχτες κυλοῦσαν ἄγρυπνες κι οἱ μέρες κουραστικές. Τώρα σκάλιζε λιγώτερους σταυρούς, ἔτρωγε λιγώτερο παξιμάδι καὶ τὰ κουκιὰ δὲν τάβραζε στὴ φωτιά, μόνο ποὺ τὰ μούσκευε γιὰ νὰ ξεφλουδίζουν. Μάζευε τὴ βροχὴ μὲ τὸ λούκι σ' ἕνα πιθάρι καὶ τὸ νερὸ εὐωδίαζε σὰν ἁγιασμός. Τὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα ἦταν ἤρεμο κι ἔνοιωθε χαρούμενος, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε νοιώσει στὴ ζωή. Τὴν Κυριακὴ σκαρφάλωνε στὸ βράχο, ν' ἀνέβει στὰ Κατουνάκια νὰ λειτουργηθεῖ, νὰ κοινωνήσει. Τὶς ἄλλες μέρες διάβαζε μόνος του τὰ γράμματα, ὅπως πάντα. Ἔλεγε καὶ τὴν εὐχή, ἀσταμάτητα. Τὰ καράβια περνοῦσαν ἀλάργα, μὰ δὲν ἤξερε νὰ φανταστεῖ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μόνο ποὺ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὰ καράβια ποὺ περνοῦσαν, νάχουν ταξίδι καλό.

Εἶχε ἀκόμα κι ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ μὲ τοὺς ζῶντες καὶ τοὺς τεθνεῶτες καρφωμένο κάτω ἀπὸ τὶς εἰκόνες του. Μόνο ποὺ τώρα δὲ μποροῦσε νὰ ξέρη πιὰ πόσοι ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους ζοῦν καὶ πόσοι ἔφυγαν. Γι' αὐτὸν ἤτανε ὅλοι ζωντανοὶ καὶ τοὺς μνημόνευε στοὺς ζῶντες. Ἀκόμα καὶ τὸν πατέρα του ποὺ τὸν εἶδε τυλιγμένο στὴν κουβέρτα, ἀκόμα καὶ τὸ γέροντα, ποὺ τὸν ἔθαψε μὲ τὰ χέρια του.

Ὁ Νήφωνας ἔφυγε τὴ Λαμπρή.

Εἶχε ἀνεβεῖ στὰ Κατουνάκια νὰ λειτουργηθεῖ. Ἔστησε τὴ λαμπάδα του ἀναμμένη στὸ στασίδι, προχώρησε στὸ ἅγιο Βῆμα καὶ κοινώνησε. Ὕστερα γύρισε στὸ στασίδι, σταύρωσε τὰ χέρια κι ἔγειρε τὸ κεφάλι. Μερικοὶ εἶπαν πὼς τὸν εἶδαν νὰ χαμογελάει. Ἡ λαμπάδα ἔκαιγε δίπλα του. Οἱ μοναχοὶ τὸν σήκωσαν, τὸν ἔρραψαν στὸ ράσο του καὶ τὸν κατέβασαν στὰ Καρούλια. Λίγα μέτρα ἀπὸ τὸ κελλί του, σ' ἕνα μικρὸ κοίλωμα τοῦ βράχου, ἔσκαψαν καὶ τὸν ἀπόθεσαν ν' ἀναπαυτεῖ. Τὸν ἔβαλαν ἔτσι, σὰ νὰ κοιτάζει τὸ πέλαγο. Στὸ βράχο εἶχαν φυτρώσει ἀγριολούλουδα. Βρῆκαν μέσ' στὸ κελλί του καὶ τὸ σταυρὸ ἕτοιμο. Τὸν εἶχε φτιάξει ὁ ἴδιος «Νήφων μοναχὸς» ἔγραφε. Εἶχε χαράξει μόνος του τ' ὄνομά του στὰ δίπτυχα τῶν ζώντων. 
πηγή

Ὁ Ἅγιος Ἀρέθας ὁ Μεγαλομάρτυρας καὶ οἱ «σὺν αὐτῷ»


Ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς προύχοντες τῆς πόλης Νέγρας στὴν Αἰθιοπία.

Ὅταν ἀσπάσθηκε τὸ χριστιανισμό, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὶς πολλές του ἀγαθοεργίες. Κοντά του μαζεύτηκε ἕνας ὅμιλος ἀπὸ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ καθημερινό τους ἔργο εἶχαν τὴν διδασκαλία τοῦ θείου λόγου. Ἡ πρόοδος αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Νέγρας, ἐξήγειρε τὸ φανατισμὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, καὶ συνέλαβαν τὸν Ἀρέθα μὲ τοὺς συνεργάτες του.

Ὁ Ἀρέθας ἦταν τότε γέροντας. Οἱ ἐχθροί της πίστης τοῦ συνέστησαν νὰ λυπηθεῖ τὰ γεράματά του καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Χριστό. Τότε ὁ Ἀρέθας ἔδωσε γενναία ἀπάντηση: «Στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μου, εἶπε, διέπραξα πολλὰ ἁμαρτήματα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ καθάρισε ἀπ᾿ αὐτὰ διὰ τῆς θυσίας Του καὶ μὲ τὴν πίστη μου πρὸς Αὐτόν. Καὶ ἀπὸ ἄνθρωπο ἀπώλειας μὲ ἔκανε κληρονόμο τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τώρα μοῦ προσφέρει καὶ ἄλλη τιμή. Μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία, ἀπὸ τὴν σάρκα ἑνὸς γέροντα νὰ προβάλει ἀθλητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ πνεύματος μποροῦν νὰ καταφρονήσουν κάθε ἄνομη ἀπειλὴ καὶ βία καὶ νὰ καταισχύνουν τοὺς δυνατούς της γῆς».

Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἐξαγρίωσε περισσότερο τοὺς δήμιούς του, ποὺ ἀμέσως ἀποκεφάλισαν τὸν Ἀρέθα με τοὺς συνεργάτες του.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐσεβεῖα ἐμπρέπων τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελῶν τὴ ἐνστάσει σου, διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμῶν, ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν Ἰάματα.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvης πρόξεvος ἡμῖν ἐπέστη, ἡ φωσφόρος σήμερον, τῶν Ἀθλοφόρων ἑορτή, ἢv ἀvυμvοῦvτες δοξάζομεv, τὸν ἐv ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.

Ὁ Οἶκος 
Τὸν νοῦν μου φώτισον Χριστέ, τῇ αἴγλῃ τῶν ἀγώνων, Ἀρέθα τοῦ γενναίου, καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῶν ἀθλησάντων σὺν αὐτῷ· πρῶτος γὰρ ἁπάντων ἀνεδείχθη ὁ στερρός, φαιδρῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν ἀθετούντων τὴν σάρκωσιν σου, τοῦ ὑπὲρ φύσιν σαρκωθέντος καὶ τεχθέντος, ἵνα ἡμᾶς λυτρώσῃς τῆς πλάνης, καὶ δείξῃς ἀπλανῶς τοῖς βουλομένοις διοδεύειν τὴν ὁδὸν τοῦ μαρτυρίου, ἣν οἱ Ἀθληταὶ ἐβάδισαν, σὲ ἀνυμνοῦντες τὸν ἐν ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.

Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος, Σωτηρίχος καὶ Οὐαλεντίνος

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀσία. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ τοὺς ἔσυραν πάνω σὲ αἰχμηρὲς πέτρες μέχρι θανάτου. Τὰ δὲ ἅγια λείψανά τους μετακομίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴ Θάσο, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκονται.

Συναξαριστής της 24ης Οκτωβρίου

 Ὁ Ἅγιος Ἀρέθας ὁ Μεγαλομάρτυρας καὶ οἱ «σὺν αὐτῷ»
 

Ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς προύχοντες τῆς πόλης Νέγρας στὴν Αἰθιοπία.

Ὅταν ἀσπάσθηκε τὸ χριστιανισμό, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὶς πολλές του ἀγαθοεργίες. Κοντά του μαζεύτηκε ἕνας ὅμιλος ἀπὸ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ καθημερινό τους ἔργο εἶχαν τὴν διδασκαλία τοῦ θείου λόγου. Ἡ πρόοδος αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Νέγρας, ἐξήγειρε τὸ φανατισμὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, καὶ συνέλαβαν τὸν Ἀρέθα μὲ τοὺς συνεργάτες του.

Ὁ Ἀρέθας ἦταν τότε γέροντας. Οἱ ἐχθροί της πίστης τοῦ συνέστησαν νὰ λυπηθεῖ τὰ γεράματά του καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Χριστό. Τότε ὁ Ἀρέθας ἔδωσε γενναία ἀπάντηση: «Στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μου, εἶπε, διέπραξα πολλὰ ἁμαρτήματα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ καθάρισε ἀπ᾿ αὐτὰ διὰ τῆς θυσίας Του καὶ μὲ τὴν πίστη μου πρὸς Αὐτόν. Καὶ ἀπὸ ἄνθρωπο ἀπώλειας μὲ ἔκανε κληρονόμο τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τώρα μοῦ προσφέρει καὶ ἄλλη τιμή. Μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία, ἀπὸ τὴν σάρκα ἑνὸς γέροντα νὰ προβάλει ἀθλητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ πνεύματος μποροῦν νὰ καταφρονήσουν κάθε ἄνομη ἀπειλὴ καὶ βία καὶ νὰ καταισχύνουν τοὺς δυνατούς της γῆς».

Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἐξαγρίωσε περισσότερο τοὺς δήμιούς του, ποὺ ἀμέσως ἀποκεφάλισαν τὸν Ἀρέθα με τοὺς συνεργάτες του.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐσεβεῖα ἐμπρέπων τὴ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελῶν τὴ ἐνστάσει σου, διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμῶν, ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν Ἰάματα.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvης πρόξεvος ἡμῖν ἐπέστη, ἡ φωσφόρος σήμερον, τῶν Ἀθλοφόρων ἑορτή, ἢv ἀvυμvοῦvτες δοξάζομεv, τὸν ἐv ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.

Ὁ Οἶκος 
Τὸν νοῦν μου φώτισον Χριστέ, τῇ αἴγλῃ τῶν ἀγώνων, Ἀρέθα τοῦ γενναίου, καὶ πάντων τῶν ἁγίων τῶν ἀθλησάντων σὺν αὐτῷ· πρῶτος γὰρ ἁπάντων ἀνεδείχθη ὁ στερρός, φαιδρῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν ἀθετούντων τὴν σάρκωσιν σου, τοῦ ὑπὲρ φύσιν σαρκωθέντος καὶ τεχθέντος, ἵνα ἡμᾶς λυτρώσῃς τῆς πλάνης, καὶ δείξῃς ἀπλανῶς τοῖς βουλομένοις διοδεύειν τὴν ὁδὸν τοῦ μαρτυρίου, ἣν οἱ Ἀθληταὶ ἐβάδισαν, σὲ ἀνυμνοῦντες τὸν ἐν ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.

 
Ἡ Ἁγία γυναίκα καὶ τὸ ἅγιο βρέφος της

Μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀρέθα. Τὸ βρέφος τῆς Ἁγίας αὐτῆς γυναίκας τὸ ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ βλέποντας αὐτό, ἔριξε καὶ τὸν ἑαυτό της ἡ ἴδια στὴ φωτιά παρὰ τὶς κολακεῖες τῶν βασανιστῶν της.

 
Ἡ Ἁγία Σεβαστιανή
 

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Σεβαστὴ τῆς Φρυγίας, διδάχτηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, καὶ πῆρε τὴν θερμότητα καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ διδασκάλου της.

Ἡ ἁγία Σεβαστιανὴ ἔζησε τὸν 1ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀφιέρωνε τὴ ζωή της κάθε μέρα στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου (στὴ Μαρκιανούπολη τῆς Θρᾴκης). Πήγαινε σὲ σπίτια εἰδωλολατρῶν καὶ εἵλκυε πολλὲς γυναῖκες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας.

Συνελήφθη γι᾿ αὐτὸ ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομετιανοῦ καὶ ἡγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε καὶ ἐξεδιώχθη ἀπὸ τὸν τόπο της. Ἔφθασε στὴν Ἡράκλεια τῆς Θρᾴκης ὅπου πάλι συνελήφθη, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Πομπηιανό, καὶ φυλακίστηκε.

Ἀλλὰ παρόλη τὴ γυναικεία της φύση ντρόπιασε τοὺς βασανιστές της. Οἱ ὑποσχέσεις δὲν τὴν δελέασαν, οἱ ἀπειλὲς δὲν τὴν ἔκαμψαν, καὶ κάτω ἀπὸ βαριὰ μαρτύρια στάθηκε ὄρθια μὲ ὅλη της τὴν γενναιοψυχία. Οἱ σάρκες τῆς ἁγίας Σεβαστιανῆς σχίζονταν, ἀλλὰ τὰ χείλη, ὅπως καὶ ἡ καρδιά της, ἐξακολουθοῦσαν νὰ ὑμνοῦν τὸν Χριστό.

Τελικά, ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀθλήτρια τῆς Ἐκκλησίας μας, παρέδωσε τὴ ζωή της μὲ τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καὶ ἐτάφη στὴ Ῥαιδεστό.

 
Ὁ Ἅγιος Πρόκλος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

(Βλέπε βιογραφία του 20 Νοεμβρίου, ὅπου ἡ κυρίως μνήμη του).

 
Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος, Σωτηρίχος καὶ Οὐαλεντίνος

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀσία. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ τοὺς ἔσυραν πάνω σὲ αἰχμηρὲς πέτρες μέχρι θανάτου. Τὰ δὲ ἅγια λείψανά τους μετακομίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴ Θάσο, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκονται.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Πρεσβύτερος
 
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ἅγιος Νέρδων

Μαρτύρησε διὰ πυρός.


Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ» (Ρῶσος)

Ευχές για το τριαντατριάρι κομποσχοίνι

191031-SX0109

Πρωί και βράδυ βγάζε το κομποσχοινάκι από το χέρι σου

και κάνε στον κάθε κόμπο μια από τις παρακάτω προσευχές.

01. Μνήσθητι Κύριε υπέρ ειρήνης του κόσμου. 02. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε την Εκκλησία μας και την Ορθοδοξία μας. 03. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τον Επίσκοπο μας και την συνοδεία αυτού. 04. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους απανταχού γης Ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς. 05. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τον Πνευματικό μας Πατέρα και την συνοδεία αυτού. 06. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τον Ελληνικό Στρατό και τα Σώματα Προστασίας. 07. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους άρχοντες του έθνους μας. 08. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους μισούντας, αγαπώντας και προσευχομένους υπέρ ημών. 09. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους γονείς, αναδόχους και διδασκάλους μας. 10. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους κατά σάρκα και κατά πνεύμα αδελφούς και συγγενείς μας. 11. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τα γηρατειά και τους μοναχικούς ανθρώπους. 12. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τα Βρέφη, τους
 
απροστάτευτους και αδυνάτους. 13. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε την μαθητιώσα νεολαία μας. 14. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους έφηβους νέους και νεανίδες μας. 15. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους ναρκομανείς, αλκοολικούς και καπνίζοντες. 16. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τας συζυγίας των Ορθοδόξων οικογενειών. 17. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τις κυοφορούσες αδελφές μας. 18. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τις χήρες και τα ορφανά. 19. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους εν διαστάσει συζύγους και πειραζομένους αδελφούς και αδελφές μας. 20. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους ασθενείς, ψυχής και σώματος. 21. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους ελεούντας και εργαζομένους των Ί. Μονών και ενοριών. 22. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους ευλαβείς προσκυνητάς των Ί. Μονών και Εκκλησιών. 23. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους πλέοντας, οδοιπορούντας, ιπταμένους, αιχμαλώτους και απελπισμένους. 24. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους πενθούντας και θλιμένους αδελφούς μας. 25. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους δικαστάς και πολιτικούς. 26. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους πλανεμένους και βλασφημούντας την Ορθοδοξία μας. 27. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε μας και δώρησε καιρόν ειρηνικόν. 28. Κύριε Ιησού Χριστέ φύλαξε μας από ασθένεια, οργή, κίνδυνο και φώτιζε τους γιατρούς και νοσοκόμους. 29. Κύριε Ιησού Χριστέ φύλαξε μας από πείνα, ανάγκη και δυστυχία. 30. Κύριε Ιησού Χριστέ φύλαξε μας από καύσωνα, φωτιά και σεισμό. 31. Κύριε Ιησού Χριστέ φύλαξε μας από κατακλυσμό, καταποντισμό και παγετό. 32. Κύριε Ιησού Χριστέ ανάπαυσε και τις ψυχές των πατέρων, μητέρων, αδελφών, συγγενών, πάπων προ πάπων. 33. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
(Κάνε και μια μετάνοια με Σταυρό σου στο τέλος)
Ό Απόστολος Παύλος προτρέπει στην Α’ προς Θεσ/κείς 5, 17: ”Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε’

τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς”


ΠΩΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ…



 
(*) στάρετς: ρωσική λέξη που σημαίνει "γέροντας", δηλ. πνευματικός διδάσκαλος
 
Το βράδυ, με το τέλος όλων των έργων της ημέρας, ευχαρίστησε τον Θεό για όλες τις ευεργεσίες πού έλαβες κατά τη διάρκεια της ημέρας, δηλαδή: επειδή παρέμεινες ζωντανός, κι ακόμη για τις πνευματικές και σωματικές σου δυνάμεις, για την υγεία σου, για την τροφή, το ποτό, για όλους τους ψυχοσωτήριους λογισμούς, για όλες τις άγιες επιθυμίες, για το γήινο και το ουράνιο φως, για τη βοήθεια και προστασία Του, δηλαδή για κάθε ευεργεσία Του.
 
Ύστερα απασχόλησε την καρδιά σου με τούς ακόλουθους πνευματικούς λογισμούς: "Να που εγώ για μια ακόμη μέρα ήρθα πιο κοντά στο θάνατο ["Ν": δηλ. έφυγε άλλη μια μέρα της ζωής μου (δες "μνήμη θανάτου")]. Τί θα συμβεί, αν θελήσει ο Κύριος να με βάλει αύτη τη νύχτα μπροστά στο Δίκαιο Κριτήριό Του; Θα αντέξω; Το πρωί έβαλα σκοπό να περάσω όλη την ημέρα με αγιότητα. Πώς την πέρασα; Μήπως παρόργισα [=εξόργισα] τον Κύριο με κάτι;"
Μετά απ’ αυτές τις ερωτήσεις:
 
α) Προσευχήσου μέσα στην καρδιά σου στο Πανάγιο Πνεύμα για να φωτίσει το νου σου και με ακρίβεια ως και τη μικρότερη λεπτομέρεια θυμήσου: Πώς έζησες τη μέρα πού πέρασε, πώς σηκώθηκες το πρωί, πώς ετοιμάσθηκες, πώς έκαμες την πρωινή προσευχή σου, πώς πέρασες κατά τη διάρκεια των πρωινών σου ασχολιών σύμφωνα με τη θέση σου, πώς συμπεριφέρθηκες κατά το φαγητό και την ανάπαυση, πώς στην σχέση σου με τούς οικείους σου, τούς γείτονές σου, με τούς ξένους, ειδικά σε περιστάσεις επικίνδυνες για σένα. Μήπως υπέκυψες στηναμαρτία; Μήπως χαλάρωσε η διάθεσή σου να αποφεύγεις την αμαρτία; Πώς φέρθηκες όταν σου συμπεριφέρθηκαν με αγένεια, όταν δεν σε άκουσαν ή γέλασαν εις βάρος σου;

β) Προσευχήσου, ώστε το Άγιο Πνεύμα να σε οδηγήσει να θυμηθείς: Τί σκέφτηκες τη σημερινή ημέρας, τί είπες, τί έκανες- Πώς προσπάθησες ή δεν προσπάθησες να φυλάξεις την αγία απόφαση πού είχες πάρει το πρωί να απομακρυνθείς απόφαση την αμαρτία· τί ιδιαιτέρως σε τραβούσε ή τί σε παρέσυρε στην αμαρτία· τί τρόπο επιχείρησες να χρησιμοποιήσεις εναντίον της αμαρτίας ή εναντίον των εμποδίων να εκπληρώσεις το θέλημα του Θεού και γιατί ό τρόπος αυτός φάνηκε ανεπαρκής.
 
γ) Προσευχήσου, ώστε το Άγιο Πνεύμα να σε οδηγήσει να θυμηθείς σε τί και γιατί αμάρτησες, τί και γιατί δεν το έκανες· μήπως αμάρτησες τρέφοντας τον εαυτό σου με κακούς λογισμούς και επιθυμίες· μήπως αμάρτησες παραλείποντας να κάνεις κάτι καλό ή πρέπον μήπως αμάρτησες εναντίον της πρώτης, της δεύτερης ή της τρίτης εντολής κ.λπ., μήπως είχες συμμετοχή σε ξένες αμαρτίες κ.λπ.
 
Κλικ εδώ
δ) Ενθυμούμενος πώς πέρασες τη μέρα σου, θα βρεις στον εαυτό σου και καλά και κακά. Όλα τα καλά να τα επιγράφεις στον Θεό και τα κακά στον εαυτό σου. Πάρε εκ νέου στερεά απόφαση να εναντιωθείς στην αμαρτία, ιδιαιτέρως την πιο προσφιλή σου αμαρτία. Επινόησε τα πιο δυνατά μέσα και τούς τρόπους για να λυτρωθείς απ’ αυτήν. Αλλά ταυτόχρονα προσευχήσου και παρακάλεσε τον Κύριο και Θεό να σου αποκαλύψει ελπίδα και τρόπους πού θα ενισχύσουν ιδιαίτερα την αγαθή σου προαίρεση, ώστε να είσαι έτοιμος να πεθάνεις παρά να ξανακάνεις τις προηγούμενες αμαρτίες σου και να προσβάλεις εκ νέου τον Θεό.

Πηγαίνοντας για ύπνο, κάνε τη βραδινή σου προσευχή ή απόφαση τα εκκλησιαστικά βιβλία ή με δικά σου λόγια, αλλά πρόσεξε, ώστε οι προσευχές σου να είναι οπωσδήποτε άγιες και συνετές:
 
α) Πριν απ’ όλα ευχαρίστησε τον Θεό για όλες τις ευεργεσίες που έδειξε σε σένα και σ’ όλους τούς ανθρώπους· για τη λύτρωση που μας προσέφερε, για την αγία πίστη μας, για τα άγια Μυστήρια και για την αγία διδασκαλία πού μας έδωσε προς σωτηρία.
 
β) Προσευχήσου, ώστε ο Κύριος να σου συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες και να μην επιτρέψει σε σένα να πεθάνεις μέσα στις αμαρτίες σου.
 
γ) Προσευχήσου, ώστε να σε λυτρώσει ο Θεός απόφαση τους πειρασμούς του εχθρού κατά τον ύπνο και τη νύχτα και να σου στείλει το φύλακα Άγγελό σου να φυλάξει την ψυχή και το σώμα σου από κάθε κακό.
 
δ) Προσευχήσου, ώστε ο Κύριος να ευλογήσει όλους τους κοντινούς σου ανθρώπους: τούς γονείς, τούς αδελφούς σου, τις αδελφές σου, τούς συγγενείς σου, τούς γνωστούς, τούς ευεργέτες σου, τούς προϊσταμένους σου
Προσευχήσου και για τους εχθρούς σου.

ε) Προσευχήσου, ώστε Εκείνος να βοηθήσει τούς φτωχούς, τούς θλιμμένους, τούς οδοιπορούντες, τούς ασθενείς, τούς βασανισμένους, να παρηγορήσει τούς δυστυχισμένους, να προστατεύσει τα ορφανά, να δώσει ελπίδα στους ψυχορραγούντες, να ευλογήσει όλα τα παιδιά, να κατευθύνει στο καλό όλους τούς νέους, να ενισχύσει στην αγία ζωή τούς ενήλικες και όλους τούς γέροντες, να τούς κάνει υπόδειγμα αγίας ζωής, να οδηγήσει όλους τούς αμαρτωλούς σε μετάνοια, να αφανίσει το σκοτάδι μέσα στο όποιο ζουν οι ειδωλολάτρες, οι άπιστοι, οι αιρετικοί, οι σχισματικοί· να τούς φωτίσει διά του Φωτός Του· όλους να οδηγήσει στην γνώση της Αληθείας Του· όλους να κατευθύνει στην αληθή οδό της σωτηρίας και να τούς σώσει.
 
Τέλος, παράδωσε τον εαυτό σου στον Κύριο και Θεό σου τελείως. Σημείωσε τον εαυτό σου με το σημείο του Σταυρού, ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοιμήσου,ενθυμούμενος το θάνατο και την Κρίση του Θεού. Προσπάθησε να κοιμηθείς με καλούς λογισμούς. Διάβασε κάποιο πνευματικό βιβλίο ή το βίο του Αγίου που γιορτάζει αύριο.
 
Προσπάθησε να κοιμηθείς αφοσιωμένος στον Θεό. Τότε, ότι κι αν σου συμβεί κατά τον ύπνο, τίποτε μη φοβηθείς. Κοιμήσου σαν να είσαι στα χέρια του Θεού. Τότε ο ίδιος ο Κύριος θα σε προσέχει και θα σε φυλάει. Τότε τίποτε κακό δεν θα πλησιάσει το σώμα σου, η ψυχή σου δεν θα κινδυνεύσει, γιατί θα είναι κοντά στον Θεό.
 
Σε περίπτωση αϋπνίας, όταν για πολλή ώρα δεν μπορείς να κοιμηθείς, πάλι προσευχήσου. Συλλογίσου τα κρίματα του Θεού και την ανθρώπινη ματαιότητα και πάρε απ’ αυτά ωφέλιμα μαθήματα για τη ζωή σου. Προσευχήσου με τηνεσωτερική, καρδιακή προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον άμαρτωλόν». Αν έρθουν στο νου και την καρδιά κακοί λογισμοί, σήκω και κάνε μετάνοιες με τον Πεντηκοστό Ψαλμό: «Ελέησόν με, ο Θεός», μέχρι να κουρασθείς. Αν προσευχηθείς με την καρδιά σου, γρήγορα θα σε πάρει ο ύπνος. Αλλά κι αν δεν κοιμηθείς, θα λάβεις πνευματική ωφέλεια.
 
Να πώς οι καλοί άνθρωποι περνούν τη ζωή τους, θεάρεστα και άγια. Έδώ δείξαμε τον τρόπο να περάσεις με αγιότητα μόνο για μια μέρα. Έτσι να περάσεις και τη δεύτερη και την τρίτη και όλες τις ήμερες της ζωής σου. Πάντοτε να έχεις μπροστά στα μάτια σου αυτόν τον οδηγό και σύμφωνα μ’ αυτόν να ρυθμίζεις τη ζωή σου. Αν έτσι ενεργείς, τότε θα γίνεις στο τέλος τέλειος, αληθινός χριστιανός και θα λάβεις το στέφανο αντάξιας δόξας. Στην αρχή αυτόν το έργο φαίνεται δύσκολο, αλλά εσύ να λάβεις όλα τα μέτρα για να νικήσεις αυτόν τον πειρασμό, ώστε αυτόν το σπουδαίο και απαραίτητο για σένα έργο να γίνει εύκολο.

Θυμήσου ότι η οκνηρία είναι η μητέρα όλων των ελαττωμάτων και ακολούθως της καταστροφής, αλλά ο κόπος, η ζωντάνια και η επαγρύπνηση είναι οι απαραίτητο όροι της αρετής και ακολούθως της σωτηρίας. Και στον κόσμο ο άνθρωπος χωρίς κανόνες θεωρείται άχρηστος. Πολύ περισσότερο ο χριστιανός δεν είναι δυνατόν να ζήσει χωρίς κανόνες, όπως τύχει. Αυτοί οι κανόνες χωρίς αμφιβολία, με βεβαιότητα θα σε οδηγήσουν μέχρι την εκπλήρωση του σκοπού σου.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΐΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ:ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

alt- Πώς θα νιώσουμε, γέροντα, την προσευχή ως ανάγκη;
- Έπρεπε να είχατε πάει στον πόλεμο για να μπορούμε να συνεννοηθούμε! Στο στρατό, εν καιρώ πολέμου,όταν ήμασταν σε συνεχή επαφή και “εν διαρκεί ακροάσει” με το Κέντρο, είχαμε περισσότερη σιγουριά.
Όταν επικοινωνούσαμε κάθε δύο ώρες, νιώθαμε μια ασφάλεια. Όταν επικοινωνούσαμε μόνο δυο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ, τότε νιώθαμε ξεκρέμαστοι.
Το ίδιο συμβαίνει και με την προσευχή. Όσο περισσότερο προσεύχεται κανείς τόσο περισσότερη πνευματική σιγουριά νιώθει. Είναι ασφάλεια η προσευχή… 
απόσπασμα απ’το βιβλίο “Περί προσευχής” (6ος τόμος) του γέρ. Παϊσίου, εκδ. Ι.Η.Ιω Θεολόγου Σουρωτής Θεσ/νίκης  

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΗΣ

15Γιορτάζουμε σήμερα 24 Οκτωβρίου, ημέρα μνήμης της Αγίας Σεβαστιανής.

Η Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.

Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ' αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι' αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.

Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία.

Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.

Με πληρ. από τον Ορθόδοξο Συναξαριστή
Επιμέλεια: Κυριάκος Διαμαντόπουλος

ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΗΣ

Τῌ ΚΔ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀρέθα, καὶ τῆς συνοδίας αὐτοῦ.
Τῇ ΚΔ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀρέθα, καὶ τῆς συνοδίας αὐτοῦ.
Τμηθείς, Θεῷ προσῆξε Μάρτυς Ἀρέθας,
Πολλοὺς ὁμοίως Μάρτυρας τετμημένους.
Ἀρέθα εἰκάδι σὺν γνωστοῖσι τετάρτῃ τμήθης.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη μιᾶς γυναικὸς καὶ τοῦ βρέφους αὐτῆς, ἣν ἰδὸν τὸ βρέφος ἐν τῷ πυρί, ἐπιρρῖψαν ἐν τῇ φλογὶ ἑαυτὸ τελειοῦται

Τῇ μητρὶ πρὸς πῦρ ἡσύχως τεφρουμένη,
Φωναῖς ὑποψελλίζον εἵπετο βρέφος.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Σεβαστιανῆς.

Σεβαστιανὴ τῇ τομῇ βλύζει γάλα,
Οὐχ αἷμα καὶ σάρξ ὥς περ οὖσα πρὸς ξίφος.

Οἱ ἅγιοι Μᾶρκος, Σωτήριχος, Οὐαλεντῖνος κατὰ γῆς συρόμενοι, καὶ οἱ ἅγιοι Ἀκάκιος ὁ πρεσβύτερος καὶ Νέρδων ξίφει καὶ πυρὶ τελειοῦνται.

Ταῖς τῶν Ἁγίων σου πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Αρχιερεύς εις τον αιώνα.




Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν θα αποβάλλει ποτέ την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε για την σωτηρία μας. Δηλαδή, πάντοτε θα παραμένει θεάνθρωπος. Ολόκληρος Θεός και ολόκληρος άνθρωπος.

Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον Θεό Λόγο, σχετίζεται 
με το ότι έγινε για μας «ιερεύς» και «αρχιερεύς», 
και «μέγας αρχιερεύς», όπως αναφέρεται αλλού.


Αυτό δηλώνεται σαφώς, μεταξύ των άλλων, και από τα ακόλουθα εδάφια:

«Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος,
 και αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, διά να 
καταργήση διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου,
 τουτέστι τον διάβολον, και ελευθερώση εκείνους, όσοι διά τον
 φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις 
την δουλείαν. Διότι βεβαίως δεν ανέλαβεν αγγέλων φύσιν,
 αλλά σπέρματος Αβραάμ ανέλαβεν. Όθεν έπρεπε να ομοιωθή
 κατά πάντα με τους αδελφούς, διά να γείνη ελεήμων και
 πιστός αρχιερεύς εις τα προς τον Θεόν, διά να κάμνη εξιλέωσιν 
υπέρ των αμαρτιών του λαού» (Εβραίους, 2: 14-17).

«Ούτω και ο Χριστός δεν εδόξασεν εαυτόν διά να γείνη αρχιερεύς, αλλ' ο λαλήσας προς αυτόν· Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερον σε εγέννησα· καθώς και αλλαχού λέγει· Συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβραίους, 5:5-6).

«Διότι τοιούτος αρχιερεύς έπρεπεν εις ημάς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών και υψηλότερος των ουρανών γενόμενος, όστις δεν έχει καθ' ημέραν ανάγκην, ως οι αρχιερείς (σημείωση: αναφέρεται στην Ιουδαϊκή ιεροσύνη και όχι την χριστιανική) να προσφέρη πρότερον θυσίας υπέρ των ιδίων αυτού αμαρτιών, έπειτα υπέρ των του λαού· διότι άπαξ έκαμε τούτο, ότε προσέφερεν εαυτόν» (Εβραίους, 7:26-27).

«Ελθών δε ο Χριστός αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών διά της μεγαλητέρας και τελειοτέρας σκηνής, ουχί χειροποιήτου, τουτέστιν ουχί ταύτης της κατασκευής, ουδέ δι' αίματος τράγων και μόσχων, αλλά διά του ιδίου αυτού αίματος, εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν» (Εβραίους, 9:11-12).

Από τα παραπάνω χωρία, προκύπτει ότι η Ενανθρώπιση του Μονογενούς σχετίζεται άμεσα με την ιεροσύνη Του. Μετέλαβε «από των αυτών», δηλαδή από όλα τα συστατικά στοιχεία του ανθρώπου, για να γίνει πιστός Αρχιερέας προς τον Θεό. Η φράση «Εγώ σήμερον σε εγέννησα», αναφέρεται στην ενανθρώπηση που έγινε «εν χρόνω», σε κάποια στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. Η γέννηση του Λόγου όμως από τον Πατέρα είναι άχρονη, προαιώνια, εκτός χωροχρόνου. Άρα, δεν υπάρχει χρονική διαφορά μεταξύ Πατρός και Υιού, εφόσον δεν υφίσταται χρόνος, ο οποίος είναι κτίσμα του Λόγου. Επίσης, είναι σημαντικό να μην παραβλέψουμε ότι ο Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και ενώνεται μαζί της αδιαίρετα, ασύγχυτα, άτρεπτα, και αληθινά, όπως δογμάτισαν οι άγιοι Πατέρες στην Γ’ και κυρίως στην Δ’ Οικουμενική, και τότε γίνεται «ιερεύς εις τον αιώνα». Αφού λοιπόν, γίνεται ιερεύς εις τον αιώνα, επόμενο είναι ότι εις τον αιώνα θα φέρει την ανθρώπινη φύση. Και φυσικά, παραμένει Θεός Λόγος. Είναι Θεός προαιώνια, γεννιέται άρρητα από την ουσία του Πατρός, και προσλαμβάνει την ανθρωπότητα εν χρόνω, και γίνεται «αρχιερέας μας», χωρίς να χάσει την θεότητα.

Με το Σώμα Του έπαθε, με το Σώμα Του πέθανε, με το Σώμα Του αναστήθηκε, με το Σώμα Του αναλήφθηκε, με το Σώμα Του θα ξαναέρθει στην Β’ Παρουσία Του, και έτσι θα μείνει για πάντα. Η Ενανθρώπιση του Λόγου είναι το πιο σπουδαίο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, το μεγαλύτερο Μυστήριο μαζί με αυτό της Αγίας Τριάδος, και δεν είναι δυνατό να αποδοθεί με κτιστά νοήματα και λέξεις. Ότι λαμβάνει χώρα στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, την οποία έλαβε από την Αγία Θεοτόκο, είναι πλέον εφικτό και στην ανθρώπινη φύση γενικώς. Για αυτό, Τον βλέπουμε να βαπτίζεται στον Ιορδάνη από τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή (παρόλο που δεν είχε ανάγκη), βλέπουμε το Άγιο Πνεύμα "εν είδει περιστεράς" να κάθεται επάνω Του, τον βλέπουμε να νικά τον Διάβολο με το Σώμα που έλαβε από την Παρθένο. Τον βλέπουμε να νικά τον θάνατο, να ανασταίνεται και να ανοίγει τον δρόμο για την θέωση του ανθρώπου. Η ανθρώπινη φύση νίκησε στο πρόσωπο του Χριστού. Δεν μένει πλέον τίποτα, παρά το να μυηθεί κανείς στην ζωή του Χριστού μέσα από τις αγίες εντολές Του και μέσα από τα άγια Μυστήρια που παρέδωσε στην Εκκλησία Του.

Ο Μ. Αθανάσιος, στον Β’ Λόγο του κατά των Αρειανών, γράφει: «Και πότε έγινεν εύσπλαχνος και πιστός αρχιερεύς, παρά όταν έγινεν εις όλα όμοιος με τους αδελφούς;» (ΕΠΕ 2, σελ. 241).

Λίγο παρακάτω, γράφει: «[…] ο Κύριος όμως, με το να έχει αρχιερωσύνην απαράβατον και μη χρειαζόμενην διαδοχήν, έγινεν αξιόπιστος αρχιερεύς, και παραμένει πάντοτε ( παραμένων αεί), και υπήρξεν αξιόπιστος εις τας υποσχέσεις ότι θα εισακούει και δεν θα παραπλανά αυτούς οι οποίοι προσέρχονται προς αυτόν» (σελ. 241).

Κλείνουμε με τον ιερό Χρυσόστομο, ο οποίος σχολιάζοντας τα περί της ενανθρώπησης του Μονογενούς, και αναφερόμενος στο χωρίο του Αμώς 9: 11 που γράφει: «Αναστήσω την σκηνήν Δαυίδ την πεπτωκύιαν», αναφέρει:

«[…] είχε πέσει, είχε πέσει πτώμα αθεράπευτον η φύσις η ιδική μας και είχεν ανάγκην εκείνης μόνον της ισχυράς χειρός. Ούτε άλλως τε ήτο δυνατόν να αναστηθεί με άλλον τρόπον, χωρίς να την πιάσει με το χέρι που την είχε πλάσει εις την αρχήν και να την διαμορφώσει με την άνωθεν αναγέννησιν δι’ ύδατος και Πνεύματος. Και πρόσεξε το φρικτόν και απόρρητον μυστήριον. Την σκηνήν την κατοικεί παντοτεινά. Δεν περιεβλήθη την σάρκα την ιδικήν μας δια να την αφήσει πάλιν, αλλά δια να την έχει παντοτεινά μαζί του. Διότι, εάν δεν συνέβαινεν αυτό, δεν θα την έκανεν αξίαν και του βασιλικού θρόνου και δεν θα επροσκυνείτο φέρων αυτήν από ολόκληρον την άνω στρατιάν των αγγέλων, αρχαγγέλων, θρόνων, κυριοτήτων, αρχών και εξουσιών. Ποιος λόγος, ποια διάνοια ημπορεί να παραστήσει την τόσον μεγάλην τιμήν η οποία έγινεν εις το γένος μας και είναι πράγματι υπερφυσική και φρικτή;» (Ομιλία 11η ‘’Εις το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο’’, ΕΠΕ 13, σελ. 117).

Ευχαριστούμε τον Θεό για την ανέκφραστη δωρεά Του.  

Για περαιτέρω μελέτη περί της σημασίας της ενανθρώπησης, προτείνω τα εξής βιβλία, όπου γίνεται συστηματική παρουσίαση του θέματος:

Του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, από τον τόμο 10 της σειράς ΕΠΕ:
1. Περί της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου
2. Περί της Ενανθρωπήσεως του Κυρίου
3. Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς
4. Περί των βλασφημιών του Νεστορίου (5 έργα)
5. Διάλεξη προς Νεστόριο ότι η Αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος
6. Κατά εκείνων που δεν θέλουν να ομολογήσουν ότι η Αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος.

Του αγίου Αθανασίου, από τον τόμο 2 της σειράς ΕΠΕ:
1. Κατά Αρειανών πρώτος λόγος
2. Κατά Αρειανών δεύτερος λόγος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...