Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουλίου 23, 2014

Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Α΄- Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος




α. Βασίλειος, ὁ φίλος τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ὑπερέβαλλε ὅλους τοὺς ἄλλους. 

Στή ζωή μου δημιούργησα πολλούς φίλους, γνήσιους καί ἀληθινούς, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν καί φύλατταν μέ ἀκρίβεια τούς νόμους τῆς φιλίας. Ἀπό τούς πολλούς ὅμως αὐτούς, ἕνας προσπαθοῦσε νά τούς ὑπερβῆ ὅλους στήν ἐπιδεικνυόμενη πρός τό πρόσωπό μου φιλία τόσο πολύ, ὅσο ὅλοι ἐκεῖνοι μαζί ὑπερέβαλλαν τούς ἁπλῶς φίλα διακείμενους ἔναντί μου. Αὐτός, λοιπόν, ἦταν ἕνας ἀπό ἐκείνους, μέ τούς ὁποίους διῆγα ἀπό κοινοῦ τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ βίου μου, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἐπιλέξαμε κοινούς πνευματικούς δρόμους καί διδασκάλους. Μᾶς χαρακτήριζε δέ ἡ ἴδια προθυμία καί ἐργατικότητα γιά τίς σπουδές μας, ἀλλά καί γενικότερα εἴχαμε κοινούς στόχους, οἱ ὁποῖοι ἐκκινοῦσαν ἀπό τήν ἴδια ἀφετηρία, ὄχι μόνο κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν μας, ἀλλά καί μετά τήν περάτωσή τους, ὅταν προσπαθούσαμε νά ἐπιλέξουμε τήν καλύτερη ὁδό ποὺ θά ἔπρεπε νά ἀκολουθήσουμε στή ζωή μας· καί στήν περίπτωση αὐτή τό φρόνημά μας συνέπιπτε.


β. Ἡ ὁμόνοια Βασιλείου καί Χρυσοστόμου, καί συζητήσεις περί πάντων. 

Πέραν τούτων, ὑπῆρχαν καί ἄλλα στοιχεῖα, τά ὁποῖα συντελοῦσαν στήν ἀρραγῆ καί ἀσφαλῆ διατήρηση τῆς ἤδη στενῆς φιλίας μας. Κανείς ἀπό τούς δύο δηλαδή δέν φρονοῦσε ὑπεροπτικά γιά τήν πατρίδα του καί τήν καταγωγή του, ὅσον δέ ἀφορᾶ στά ὑλικά ἀγαθά ἐγώ μέν δέν διέθετα ὑπερβολικά πλούτη, ἀλλά καί ἐκεῖνος δέν βρισκόταν σέ κατάσταση ἐσχάτης πενίας καί ἔτσι τό μέγεθος τῆς περιουσίας τοῦ καθενός ἦταν περίπου τό ἴδιο, ὅμοιο δηλαδή πρός τήν ταυτότητα τῶν ἐσωτερικῶν μας ἀνησυχιῶν. Εἴχαμε λοιπόν ἰσότιμη κοινωνική θέση καί οἱ ἀπόψεις μας συνέπιπταν.


γ. Ὁ ζυγός τῆς φιλίας ἔγινε ἄνισος ὅταν ὁ Βασίλειος ἐγκολπώθηκε τόν μοναστικό βίο. 

Ἡ ἰσορροπία αὐτή ὅμως ἀνατράπηκε ὅταν ὁ μακάριος φίλος μου ἀποφάσισε νά περιβληθῆ τό μοναχικό σχῆμα καί νά μυηθῆ στίς ἀρχές τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας· ἡ πλάστιγγα ἐκείνου ἐμετεωρεῖτο ἀπό τήν ἐλαφρύτητα τῶν βαρῶν της, ἐνῶ ἀντιθέτως ἐγώ, δεμένος σφικτά μέ τά δεσμά τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, τήν τραβοῦσα πρός τά κάτω, ὅπου καί τή διατηροῦσα μέ τή βία, στιβάζοντας πάνω της νεανικές φαντασίες. Γιά τόν λόγο λοιπόν αὐτό ἡ μέν φιλία μας ἔμεινε σταθερή, ὅπως καί ἐνωρίτερα, ἡ συναναστροφή μας ὅμως εὔλογα διακόπηκε, ἀφοῦ τά περί τοῦ βίου ἐνδιαφέροντα τοῦ καθενός εἶχαν διαφοροποιηθῆ πλέον. Ὅταν μάλιστα καί ἐγώ κατόρθωσα κάποτε νά διασωθῶ ἀπό τίς τρικυμίες τοῦ βίου, ὁ φίλος μου μέ δέχθηκε μέν μέ ἀνοικτές ἀγκάλες, ὅμως δέν ἦταν δυνατό νά διατηρηθῆ ἡ προγενέστερη ἰσορροπημένη καθ’ ὅλα σχέση μας, διότι ἐκεῖνος ἔχοντας ὄχι μόνο προηγηθῆ χρονικῶς στόν μοναχικό βίο, ἀλλά καί ἐπιδεικνύοντας μεγάλο ζῆλο στήν οἰκείωση τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας, ἀνῆλθε σέ τέτοιο ὕψος, ὥστε τελικά κατέστη ἀνώτερός μου.


δ. Ἡ πρόθεση γιά τή συγκατοίκηση τῶν δύο φίλων. 

Πλήν, ὅμως, ὄντας ἀγαθός καί ἀποδίδοντας μεγάλη τιμή στή φιλία μας, ἀπομάκρυνε τόν ἑαυτό του ἀπό ὅλους καί ἀφιέρωσε σέ μένα ὅλο τόν χρόνο του. Αὐτό ἐξ ἄλλου ἐπιθυμοῦσε καί ἐνωρίτερα, κωλυόταν ὅμως ἀπό τή δική μου ραθυμία νά ἀκολουθήσω τόν ἴδιο βίο. Πράγματι, δέν ἦταν δυνατό ἐγώ, ἀσχολούμενος μέ τίς δικαστικές ὑποθέσεις καί συγκινούμενος ἀπό τίς θεατρικές ἀπολαύσεις νά συναναστρέφομαι πολλές φορές ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦταν προσηλωμένος στή μελέτη τῶν βιβλίων καί δέν εἶχε ἐμφανισθῆ ποτέ στήν ἀγορά. Ὅταν λοιπόν μέ ἀποδέχτηκε μέ ἱκανοποίηση στή ζωή του μοῦ ἀποκάλυψε τόν βαθύτερο πόθο ποὺ ἔτρεφε μέσα του ἀπό παλαιοτερα· ἔκανε δηλαδή τά πάντα, ὥστε νά εἴμαστε τό μεγαλύτερο διάστημα τῆς ἡμέρας μαζί, ἐπί πλέον δέ μέ παρακαλοῦσε συνεχῶς νά ἐγκαταλείψουμε τίς οἰκίες μας καί νά συγκατοικήσουμε, κάτι γιά τό ὁποῖο τελικά μέ ἔπεισε. Εἴμεθα λοιπόν ἕτοιμοι νά ὑλοποιήσουμε τήν ἀπόφαση αὐτή.


ε. Οἱ διαμαρτυρίες τῆς μητέρας. 

Ὅμως οἱ συνεχεῖς διαμαρτυρίες τῆς μητέρας μου μέ ἐμπόδισαν νά ἀνταποκριθῶ στήν ἐπιθυμία του, μᾶλλον δέ νά λάβω τή δωρεά ποὺ μοῦ προσέφερε. Ἡ μητέρα μου εἶχε καταλάβει τά σχέδιά μου καί ἀφοῦ ἔπιασε τό δεξί μου χέρι μέ ὁδήγησε στόν ἰδιαίτερο χῶρο της, ὅπου καθίσαμε κοντά στήν κλίνη ἐπί τῆς ὁποίας μέ γέννησε. Ἐκεῖ, χύνοντας ποταμούς δακρύων, μοῦ ἀπηύθυνε ὀδυρόμενη τά ἀκόλουθα λόγια, τά ὁποία πονοῦσαν περισσότερο καί ἀπό τά δάκρυα της·

Ἐγώ, παιδί μου, εἶπε, δέν ἀφέθηκα νά ἀπολαύσω γιά πολύ τήν ἀρετή τοῦ πατέρα σου, ἐπειδή αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τίς ὠδίνες ποὺ γνώρισα κατά τόν τοκετό σου διαδέχτηκε ὁ θάνατος ἐκείνου, γεγονός ποὺ προκάλεσε σ' ἐσένα ὀρφάνια, σέ μένα δέ ἄωρη χηρεία, τά δεινά τῆς ὁποίας μόνο οἱ παθοῦσες μποροῦν νά γνωρίζουν καλά. Καμμιά ἀκτίνα ἀνακουφίσεως δέν φαινόταν στόν ὁρίζοντα τῆς βαρυχειμωνιᾶς καί τῆς τρικυμίας ποὺ ζεῖ μία κοπέλα, ἡ ὁποία μόλις ἔχει ἐγκαταλείψει τόν πατρικό της οἶκο καί εἶναι ἐντελῶς ἄπειρη, ξαφνικά πέφτει σέ βαρύ πένθος καί ἀναγκάζεται νά ἐπωμισθῆ φροντίδες, οἱ ὁποῖες εἶναι πολύ μεγάλες τόσο γιά τήν ἡλικία, ὅσο καί τή φύση της. Διότι πρέπει, νομίζω, καί τίς ἀμέλειες τῶν ὑπηρετῶν νά ἐπανορθώνη καί τίς κακουργίες τους νά παρατηρῆ προσεκτικά, καί τίς ἐπιβουλές τῶν συγγενῶν νά ἀποκρούη, καί τίς ὕβρεις καί τήν τραχύτητα τῶν εἰσπρακτόρων τῶν δημοσίων ἐσόδων κατά τή συγκέντρωση τῶν φόρων νά ὑπομένη μέ θάρρος. Ἐάν δέ ὁ κοιμηθεὶς ἀπέλθη ἀφήνοντας καί παιδί, τότε ἡ μητέρα θά ἐπωμιστῆ τό βάρος πολλῶν φροντίδων, ἀκόμη, καί ἄν αὐτό εἶναι θῆλυ, ὀπότε αὐτή θά ἀπαλλαγῆ καί ἐξόδων καί φόβου· πολύ δέ περισσότερες δυσκολίες θά ἔχη αὐτή νά ἀντιμετωπίση ἄν πρόκειται γιά ἀγόρι, τό ὁποῖο θά τήν ἐπιφορτίζη καθημερινά μέ πολλούς φόβους καί περισσότερες φροντίδες. Ἀφήνω δέ κατά μέρος τό χρηματικό κόστος ποὺ θά πρέπει νά ἐπιβαρυνθῆ ἄν ἐπιθυμῆ νά τό μορφώση ὡς ἐλεύθερο πολίτη. Ἐμένα ὅμως τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά δέν μέ κατέπεισε νά προχωρήσω στή σύναψη δεύτερου γάμου καί νά εἰσάξω νυμφίο στήν οἰκία τοῦ πατέρα σου. Ἀντίθετα μάλιστα, προτιμοῦσα νά παραμένω στή στενοχώρια καί τή σύγχυση χωρίς νά φεύγω ἀπό τή σιδερένια κάμινο τῆς χηρείας. Στόν ἀγώνα μου αὐτό ἀρχικά ἐνισχύθηκα ἀπό τή θεία ἀρωγή, μέ παρηγοροῦσε ὅμως καί τό γεγονός ὅτι μέ τή συνεχῆ θέα τῆς ὄψεώς σου διαφυλασσόταν μέσα μου ἡ ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ θανόντος πατέρα σου. Γι’ αὐτό λοιπόν καί ὅταν ἤσουν νήπιο καί δέν εἶχες ἀκόμη μάθει νά μιλᾶς, ὅταν δηλαδή ἤσουν στήν ἡλικία ποὺ τά παιδιά εὐχαριστοῦν τούς γονεῖς, μοῦ ἔδινες πολύ κουράγιο. Ἔτσι, δέν μπορεῖς νά μέ μεμφθῆς ὅτι δέν ἀντιμετώπισα μέ κουράγιο τή χηρεία μου ἤ ὅτι ἐλάττωσα τήν περιουσία ποὺ σοῦ ἄφησε ὁ πατέρας σου γιά νά ἱκανοποιήσω διάφορες ἀνάγκες τῆς ζωῆς μας λόγω τῆς χηρείας μου, γεγονός ποὺ γνωρίζω ὅτι συνέβη σέ πολλούς, οἱ ὁποῖοι δυστύχησαν νά μείνουν ὀρφανοί. Ἀντιθέτως καί αὐτήν διατήρησα ἀκέραια καί σέ ὅσες δαπάνες ἀπαιτήθηκαν γιά τήν πρόοδό σου ἤμουν συνεπέστατη, ἀντλοῦσα δέ πάντοτε τά χρήματα ἀπό τήν προικώα περιουσία μου.

Μή νομίσης δέ ὅτι μέ τά ὅσα λέγω τώρα προσπαθῶ νά σέ ψέξω· ἐκεῖνο ποὺ σοῦ ζητῶ ὡς χάρη ἀντί ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ παράκληση νά μή μέ περιβάλης μέ μία δεύτερη χηρεία καί νά μή ἀναζωπυρήσης τόν κατασιγασθέντα πιά πόνο τοῦ πένθους, ἀλλά νά περιμένης τόν θάνατό μου, ἀφοῦ εἶναι μᾶλλον πιθανό ὅτι θά πεθάνω σέ λίγο χρόνο, δεδομένου ὅτι οἱ νέοι ἐλπίζουν βέβαια νά φθάσουν μέχρι τό βαθύ γῆρας, ἐμεῖς ὅμως δέν ἀναμένουμε τίποτα ἄλλο ἀπό τόν θάνατο. Ὅταν λοιπόν μέ παραδώσης στή γῆ καί μέ ἀναμίξης μέ τά ὀστᾶ τοῦ πατέρα σου, τότε ἑτοιμάσου γιά μακρινά ταξίδια καί πλεῦσε σέ ὅποια θάλασσα θέλης, κανείς δέν θά σέ ἐμποδίση. Γιά ὅσο ὅμως ζῶ ἐξακολούθησε νά μένης μαζί μου καί μή προσκρούσης μάταια καί χωρίς λόγο στόν Θεό, περιβάλλοντας μέ τόσα κακά ἐμένα, ποὺ ποτέ δέν σέ ἀδίκησα. Ἐάν βέβαια μέ ἐγκαλέσης ὅτι σέ σύρω γύρω ἀπό βιοτικές φροντίδες καί σέ ἀναγκάζω νά ἀναλάβης τή διαχείριση τῆς περιουσίας σου, τότε οὔτε τούς φυσικούς νόμους, οὔτε τήν ἀνατροφή σου, οὔτε τά ἐπικρατοῦντα ἤθη, μέ μία λέξη δέ μή σεβασθῆς τίποτα, φύγε μακριά μου, σάν νά εἶμαι ἐπίβουλος καί ἐχθρός σου. Ἐάν ὅμως κάνω τά πάντα γιά νά διευκολύνω τή ζωή σου, τότε ἄν μή τί ἄλλο ἄς σέ κρατᾶ κοντά μου αὐτός ὁ δεσμός. Ὅσο καί ἄν λέγης ὅτι σέ ἀγαποῦν χιλιάδες ἄνθρωποι, κανείς δέν θά σοῦ δώση τή δυνατότητα νά ἀπολαύσης τόση ἐλευθερία, γιατί δέν ὑπάρχει κάποιος, ὁ ὁποῖος νά ἐπιθυμῆ τήν εὐδοκίμησή σου ὅσο ἐγώ.


στ. Ἡ ἀπάτη τοῦ Χρυσοστόμου στή χειροτονία. 

Αὐτά καί πολλά περισσότερα ἀκόμη μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου, τά ὁποῖα μέ τή σειρά μου ἀνέφερα στόν φίλο μου. Ἐκεῖνος ὄχι μόνο δέν ἐπτοεῖτο ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀντιθέτως μάλιστα ἐπέμενε περισσότερο, διατυπώνοντας τά ἴδια πρός τά προγενέστερα αἰτήματα. Καί ἐνῶ βρισκόμασταν στήν κατάσταση αὐτή, ἐκεῖνος δηλαδή συνεχῶς ἱκέτευε, ἐγώ δέ ἀπό τήν πλευρά μου δέν ἔδινα τή συγκατάθεσή μου, ξαφνικά κάποια φήμη ποὺ διαδόθηκε μᾶς τάραξε καί τούς δύο· ἡ φήμη αὐτή μᾶς ἔφερνε ὑποψηφίους γιά τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Μόλις ἄκουσα τήν πληροφορία κατελήφθην ἀπό φόβο καί ἀπορία· ἀπό φόβο μέν μήπως ἀναγκασθῶ καί παρά τή θέλησή μου νά ἀποδεχθῶ τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, ἀπό ἀπορία δέ διότι δέν μποροῦσα νά κατανοήσω πῶς οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι θυμήθηκαν γιά κάτι τέτοιο ἐμᾶς τούς δύο, γιατί, ὅσον ἀφοροῦσε σέ μένα, δέν μέ θεωροῦσα καθόλου ἄξιο ἐκείνης τῆς τιμῆς.

Ὁ φίλος μου ἀπό τήν πλευρά του μέ ἐπισκέφθηκε κατ’ ἰδίαν καί νομίζοντας ὅτι ἀγνοοῦσα τή σχετική φήμη μέ κατέστησε κοινωνό αὐτῆς, ζητώντας, ὅπως καί παλαιότερα ἔτσι καί στή συγκεκριμένη περίπτωση νά πράξουμε καί νά φανοῦμε ὅτι σκεπτόμαστε τά ἴδια. Ἦταν μάλιστα προετοιμασμένος νά ἀκολουθήση ὅποια ἀπόφαση καί ἄν ἔπαιρνα, εἴτε τήν ὁδό τῆς φυγῆς εἴτε τῆς ἐκλογῆς στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Ἀντιλαμβανόμενος ὅμως ἐγώ τήν προθυμία του νά ἀναδεχθῆ τήν ἐκλογή καί θεωρώντας ζημία γιά ὅλον τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας νά ἀποστερήσω τήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἕναν νέο τόσο ἀγαθό καί ἱκανό νά διευθύνη τίς ὑποθέσεις τῶν πιστῶν ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μου ἀδυναμίας, δέν τοῦ ἀποκάλυψα τή γνώμη ποὺ εἶχα διαμορφώσει γιά τό θέμα. Καί τοῦτο μολονότι ποτέ στό παρελθόν δέν τοῦ εἶχα ἀποκρύψει τίς σκέψεις μου. Λέγοντάς του ὅμως ὅτι ἔπρεπε ἡ σχετική ἀπόφαση νά ἑτεροχρονισθῆ, διότι ἦταν κάτι ποὺ δέν πίεζε χρονικά, τόν ἔπεισα νά μήν ἀσχολεῖται ἄλλο μέ τό θέμα, τοῦ ἔδωσα δέ τά ἐχέγγυα ὅτι σέ περίπτωση ποὺ συνέβαινε ἐκεῖνο ποῦ φοβόταν, νά χειροτονηθῆ δηλαδή χωρίς τή θέλησή του, θά τόν στήριζα στήν ἀπόφαση ποὺ θά ἔπαιρνε σχετικά.

Μετά τήν παρέλευση λίγου χρόνου, ὅταν ἔφθασε στήν πόλη μας ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά μᾶς χειροτονήση, ἐγώ ἔμενα κρυμμένος, αὐτός δέ μή γνωρίζοντας τίποτε ἀπό ὅλα ὅσα συνέβαιναν ὁδηγεῖται ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου μέ ἄλλη πρόφαση καί τελικά δέχεται τόν ζυγό τῆς ἱερωσύνης, ἐλπίζοντας σέ ὅ,τι τοῦ εἶχα ὑποσχεθῆ, ὅτι δηλαδή θά τόν ἀκολουθοῦσα στήν ἀπόφασή του, μᾶλλον δέ νόμιζε ὅτι ἀκολουθοῦσε ἐμένα. Διότι μερικοί ἀπό τούς παρευρισκομένους, βλέποντες αὐτόν νά ἀγανακτῆ μέ τήν ὅλη κατάσταση, τόν ἐξαπάτησαν λέγοντες ὅτι ἦταν ἄτοπο ἐγώ, ὁ θεωρούμενος ἀπό ὅλους θρασύτερος νά ἀποδέχομαι μέ συγκατάβαση τήν κρίση τῶν Πατέρων, ἐκεῖνος δέ ὁ συνετότερος καί μετριοπαθέστερος νά φέρεται μέ θράσος καί κενοδοξία, ἀντιδρώντας μέ ἔπαρση καί προσπαθώντας νά ἀποφύγη τή συμμόρφωσή του πρός τήν εἰλημμένη ἀπόφαση.

Τά λόγια αὐτά τόν ἔκαναν νά ὑποχωρήση, ἐπειδή ὅμως πληροφορήθηκε ὅτι ἐγώ ἀπέφυγα νά ἐμφανισθῶ, μέ ἐπισκέφθηκε ὄντας πολύ κατηφής. Κάθισε λοιπόν δίπλα μου καί ἤθελε μέν κάτι νά μοῦ εἰπῆ, ὅμως ἡ στενοχώρια ποὺ τόν κατεῖχε δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά παραστήση μέ λόγια τή βία ποὺ ὑπέστη, ἀφοῦ ἡ βαρυθυμία ἐμπόδιζε τίς φράσεις νά περάσουν τά δόντια του καί νά ἀκουστοῦν. Τότε, βλέποντάς τον δακρυσμένο καί πολύ ταραγμένο καί γνωρίζοντας τήν αἰτία, γελοῦσα μέ μεγάλη εὐχαρίστηση καί κρατώντας τό δεξί του χέρι προσπαθοῦσα νά τόν ἀσπασθῶ, ἐνῶ παράλληλα δόξαζα τόν Θεό γιά τήν αἴσια ἔκβαση τοῦ τεχνάσματός μου. Ἐκεῖνος, καθώς μέ εἶδε περιχαρὴ καί γελαστό καί καταλάβαινε ὅτι τόν εἶχα ἐξαπατήσει, ἐλυπεῖτο ἀκόμη περισσότερο.


ζ. Ἐπιεικής καί ἀφελής ἡ κατηγορία τοῦ Βασιλείου. 

Ὅταν σέ κάποια στιγμή ἀμβλύνθηκε γιά λίγο ἡ ψυχική του ταραχή, εἶπε:

Ἄν ἐμένα μέ περιφρόνησες ἐντελῶς καί δέν ἀποδίδεις καμμία σημασία στά λόγιά μου, δέν γνωρίζω γιά ποιό λόγο θά ἔπρεπε νά φροντίζης γιά τήν ὑπόληψή σου. Τώρα πλέον προκάλεσες τά γενικά σχόλια τοῦ κόσμου· ὅλοι λέγουν ὅτι ἀπό κενοδοξία ἀποσύρθηκες ἀπό τή διακονία τοῦ ἱερατικοῦ λειτουργήματος, δέν ὑπάρχει δέ ἐκεῖνος ποὺ θά σέ ἀπαλλάξη ἀπό τήν κατηγορία αὐτή. Ἐγώ πλέον οὔτε στήν ἀγορά δέν μπορῶ νά ἐμφανισθῶ, διότι πολλοί μέ πλησιάζουν καί ἐκτοξεύουν ἐναντίον μου κατηγορίες καθημερινά. Ὅταν μέ δοῦν σέ κάποιο σημεῖο τῆς πόλεως φίλοι μας, μέ παίρνουν κάπου ἰδιαίτερα καί μοῦ ἐπιρρίπτουν τό μεγαλύτερο μέρος τῆς εὐθύνης, διότι, λέγουν, ἀφοῦ γνώριζες τήν ἀπόφασή του, δεδομένου ὅτι γνωρίζεις ὅλες τίς σκέψεις του, δέν ἔπρεπε νά μᾶς τήν ἀποκρύψης, ἀλλά νά μᾶς τήν καταστήσης γνωστή· ἔτσι, ἐμεῖς θά ἐξευρίσκαμε κάποιο τέχνασμα γιά νά τόν φέρουμε ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου. Ἀπό τήν πλευρά μου, ντρέπομαι καί κοκκινίζω νά τούς πῶ ὅτι δέν γνώριζα τίς ἀποφάσεις ποὺ εἶχες λάβει σχετικά, γιά νά μή νομίσουν ὅτι καί ἡ δική μας φιλία κυλοῦσε μέσα στήν ὑποκρισία.

Ἀκόμη καί ἄν ἔτσι εἶναι, ὅπως πράγματι εἶναι, ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά τό ἀρνηθῆς μετά τά ὅσα ἔπραξες σήμερα ἐναντίον μου, καλό εἶναι ἐντούτοις νά κρύβουμε τίς ἀδυναμίες μας πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν θετική ἀντίληψη γιά μᾶς. Διστάζω νά τούς πῶ τήν ἀλήθεια γιά τήν πραγματική κατάσταση τῆς σχέσεώς μας καί ἀναγκάζομαι νά σιωπῶ καί νά σκύβω τό κεφάλι μου στή γῆ, ὅσους δέ συναντῶ τούς ἀποφεύγω ἀλλάζοντας δρόμο. Καί ἄν ἀκόμη μέ ἀπαλλάξουν ἀπό τήν προηγούμενη κατηγορία, τῆς κατ’ ἐπίφαση φιλίας, θά μέ κατακρίνουν ἀναγκαστικά ὡς ψεύτη, διότι δέν θά πιστεύσουν ποτέ ὅτι ἐσύ κατέταξες καί τόν Βασίλειο μαζί μέ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέν δικαιοῦνται νά γνωρίζουν τίς σκέψεις σου.

Γιά τό θέμα αὐτό ὅμως δέν ἔχω νά πῶ πολλά, ἀφοῦ ἔτσι ἔκρινες σκόπιμο νά πράξης. Πῶς ὅμως θά ἀπαλείψουμε τήν ὑπόλοιπη αἰσχύνη; Ἄλλοι σοῦ προσάπτουν τήν κατηγορία τῆς ὑπεροψίας, ἄλλοι τῆς φιλοδοξίας, οἱ ἀφειδέστεροι δέ τῶν κατηγόρων σου σέ ἐγκαλοῦν καί γιά τά δύο, προσθέτουν μάλιστα καί τήν ὕβρη πρός τούς ἐκλέκτορες, γιά τούς ὁποίους λέγουν ὅτι δικαίως ὑπέστησαν τήν ταπείνωση αὐτή, θά τούς ἄξιζε δέ καί μεγαλύτερη ἀκόμη ἀτίμωση ἀπό αὐτή, διότι παρέβλεψαν τόσους ἀξιόλογους ἄνδρες καί προτίμησαν ἀνώριμα παιδιά, τά ὁποῖα μόλις εἶχαν εἰσέλθει στούς κλυδωνισμούς τοῦ βίου. Αὐτά λοιπόν τά μειράκια, τά ὁποῖα προσποιοῦνται εὐσέβεια καί ταπείνωση καί φοροῦν τά μαῦρα ἐνδύματα, ξαφνικά τά περιποιήθηκαν μέ τέτοια τιμή, τήν ὁποία οὔτε στόν ὕπνο τους δέν προσδόκησαν ὅτι θά ἐλάμβαναν ποτέ. Ἔτσι, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀσκήθηκαν ἀπό πολύ μικρή ἡλικία μέχρι τά βαθιά τους γεράματα εἶναι στήν τάξη τῶν ἀρχομένων καί ἄρχονται ἀπό τά παιδιά τους, τά ὁποῖα οὔτε κἄν ἔχουν ἀκούσει τούς νόμους, πάνω στούς ὁποίους στηρίζεται ἡ ἄσκηση αὐτῆς τῆς ἐξουσίας.

Αὐτά καί ἄλλα πολλά μᾶς προσάπτουν καθημερινά, ἐγώ δέ μή ὄντας σέ θέση νά ἀπαντήσω χρειάζομαι τή βοήθειά σου, διότι νομίζω ὅτι δέν ἀπέφυγες χωρίς λόγο τή χειροτονία καί προκάλεσες ἔτσι τήν ἔχθρα τόσο σπουδαίων ἀνθρώπων. Ἀντίθετα, πιστεύω ὅτι κατέληξες στήν ἀπόφασή σου αὐτή μετά ἀπό σοβαρή σκέψη καί γιά τόν λόγο αὐτό στοχάζομαι ὅτι εἶσαι ἕτοιμος νά ἀπολογηθῆς σχετικά. Πές μου λοιπόν ἄν μποροῦμε νά ἀντιπαραθέσουμε κάποια σοβαρή αἰτιολογία γιά ὅλα αὐτά στούς κατηγόρους μας. Ὅσον ἀφορᾶ στίς ἀδικίες, τίς ὁποῖες ὑπέστην ἀπό ἐσένα δέν θά σοῦ ζητήσω τόν λόγο· οὔτε γιά τήν ἀπάτη, οὔτε γιά τήν προδοσία, οὔτε γιά ὅσα ἀπήλαυσες ἀπό ἐμένα κατά τόν προγενέστερο χρόνο. Καί τήν ψυχή μου ἀκόμα, γιά νά τό πῶ ἔτσι, ἐναπέθεσα στά χέρια σου.

Ἐσύ ὅμως μοῦ συμπεριφέρθηκες μέ τόση πανουργία, σάν νά ἐπρόκειτο νά προφυλαχθῆς ἀπό κάποιους ἐχθρούς σου. Ἔπρεπε, ἐάν μέν θεωροῦσες ὠφέλιμη τή χειροτονία νά μή τήν ἀποφύγης, ἐνῶ ἀντίθετα ἐάν διέβλεπες σ αὐτή βλάβη, ἔπρεπε νά προφυλάξης καί ἐμένα ἀπό τή ζημία αὐτή, ἀφοῦ ἔλεγες ὅτι πάντοτε μέ ἔθετες ὑπεράνω ὅλων τῶν ἄλλων. Τουναντίον, ἐσύ ἔκανες τά πάντα ὥστε νά πέσω στήν παγίδα, δέν ἐφείσθης δέ οὔτε δόλου οὔτε ὑποκρισίας ἔναντι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος συνήθιζε νά σοῦ συμπεριφέρεται πάντοτε ἄδολα καί εἰλικρινά.

Ὅμως, ὅπως εἶπα, δέν σέ ἐγκαλῶ γιά ὅλα αὐτά, οὔτε ἀναφέρομαι στή μοναξιά, στήν ὁποία μέ ἔφερες μετά τή διακοπή τῆς συναναστροφῆς μας, ἀπό τήν ὁποία πολλές φορές ἀποκόμισα ὄχι εὐκαταφρόνητη εὐχαρίστηση καί ὠφέλεια. Ὅλα αὐτά βέβαια τά ἀντιπαρέρχομαι μέ σιωπή καί πραότητα, ὄχι ἐπειδή μοῦ φέρθηκες ἀνάλογα, ἀλλά ἐπειδή ἀπό τήν ἡμέρα ποὺ ἀποδέχτηκα τή φιλία μας ἔθεσα ὡς ἀπαράβατο ὅρο νά μή σοῦ ζητῶ τόν λόγο κάθε φορὰ ποὺ θά μοῦ προκαλοῦσες λύπη. Φυσικά, γνωρίζεις καί ὁ ἴδιος ὅτι μοῦ προξένησες ὄχι μικρή ζημία, ἐάν βέβαια θυμᾶσαι ὅ,τι ἔλεγαν τόσο οἱ ἔξωθεν γιά μᾶς, ὅσο καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅτι δηλαδή τό κέρδος μας ἦταν μεγάλο ἀπό τήν ὁμοψυχία καί ἀπό τή στερέωση τῆς φιλίας μας. Καί οἱ μέν ἄλλοι ὅλοι ἔλεγαν ὅτι ἡ δική μας ὁμόνοια θά ὠφελήση καί πολλούς ἄλλους σημαντικά, κάτι ποὺ ἐγώ, ὅσον ἀφορᾶ σέ μένα, ποτέ δέν διανοήθηκα, ἔλεγα δέ ὅτι ἀπό τήν ὁμοφροσύνη μας θά προκύψη τουλάχιστον τό μεγάλο κέρδος νά καταστοῦμε ἀπρόσβλητοι σέ ὅσους προσπαθήσουν νά διαβάλουν τή φιλία μας.

Γιά ὅλα αὐτά ποτέ δέν σταμάτησα νά σοῦ μιλῶ, διότι ὁ καιρός εἶναι χαλεπός, οἱ ἐπίβουλοι πολλοί, ἡ γνήσια ἀγάπη χάθηκε καί ἔχει ἐπικρατήσει ὁ ὄλεθρος τῆς βασκανίας. Βαδίζουμε πλέον μέσα ἀπό παγίδες καί περπατοῦμε πάνω σέ ἐπάλξεις πόλεων. Πράγματι, ὑπάρχουν πολλοί σέ πολλά μέρη, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι νά ἐκμεταλλευθοῦν τή δυστυχία μας καί κανείς ἀρωγός μας, ἤ πολύ ἐλάχιστοι. Πρόσεχε, μήπως μέ τήν τυχόν διάστασή μας γίνουμε καταγέλαστοι καί ὑποστοῦμε ἀκόμη μεγαλύτερη ζημία ἀπό αὐτήν. Ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος βοηθεῖται ἀπό τόν ἀδελφό του εἶναι σάν πόλη καλά ὀχυρωμένη καί βασίλειο στέρεα θεμελιωμένο. Μή διαλύσης λοιπόν τή γνήσια φιλία μας καί μή γκρεμίσης τά στέρεα θεμέλιά της.

Αὐτά καί ἄλλα πολλά ἔλεγα συνεχῶς, μή ὑποπτευόμενος ποτέ ὅτι θά συνέβαινε τό ἀντίθετο, ἀφοῦ θεωροῦσα ὅτι τηροῦσες τήν ὀρθή στάση ἔναντι τῆ φιλίας μας. Προσπαθοῦσα δηλαδή νά σέ θεραπεύσω ἐνῶ ἀκόμη ἤσουν ὑγιής, ἀλλά μοῦ διέφευγε, ὅπως φαίνεται, ὅτι χορηγοῦσα τά φάρμακά μου σέ ἀσθενῆ. Δυστυχῶς ὅμως, δέν κατάφερα τίποτα ἀπό τήν ὑπερβολική αὐτή χορηγία. Διότι ὅλα τά ἀπέρριψες μέ μία κίνηση καί δέν διαλογίσθηκες καθόλου πάνω σέ ὅσα σοῦ ἔλεγα. Ἔτσι, μέ ἄφησες μόνο σάν ἀκυβέρνητο πλοῖο στό ἄπειρο πέλαγος, χωρίς νά συλλογισθῆς τά ἄγρια κύματα, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσω.

Ἄν μάλιστα μέ συκοφαντήσουν, ἤ μέ χλευάσουν ἤ μέ ὑβρίσουν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, πράγμα εὔλογο νά συμβῆ, σέ ποιόν θά καταφύγω γιά νά ἐκμυστηρευθῶ τά προβλήματά μου, ποιός θά θελήση νά μέ ὑπερασπισθῆ καί νά ἀνακόψη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μέ λυποῦν μέ τό ἔργο τους, ἐπί πλέον δέ νά μέ παραμυθήση καί νά μέ καταστήση ἱκανό νά ἀντισταθῶ στίς ὁποιεσδήποτε προσβολές; Δέν ὑπάρχει κανείς, ἀφοῦ ἐσύ στέκεσαι μακριά ἀπό τόν φοβερό αὐτόν πόλεμο καί δέν μπορεῖς οὔτε τήν κραυγή μου νά ἀκούσης. Γνωρίζεις ἄραγε τό κακό ποὺ διέπραξες, κατανόησες τό μέγεθος τῆς πληγῆς ποὺ μοῦ ἐπέφερες;

Ἀλλά ἄς τά ἀφήσουμε ὅλα αὐτά, ἀφοῦ δέν μποροῦμε πλέον νά ἀναλύσουμε ὅσα ἤδη ἔγιναν, οὔτε νά ἐξεύρουμε λύση γιά δυσεπίλυτα προβλήματα. Ἄς ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἀπολογία μας πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μᾶς κατηγοροῦν.


η. Ἀπολογία τοῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τῶν κατηγοριῶν. 


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Ἔχε θάρρος, εἶπα ἐγώ. Εἶμαι ἕτοιμος νά ἀναλάβω τήν εὐθύνη ὄχι μόνο γιά τίς κατηγορίες αὐτές, ἀλλά καί γιά ὅσα ἐσύ μέ κατέστησες ἀθῶο· καί γι’ αὐτά θά προσπαθήσω νά ἀπολογηθῶ, σάν νά ἤμουν ἔνοχος.

Ἀπό αὐτά, λοιπόν, ἐάν βέβαια θέλης, θά ἀρχίσω τήν ἀπολογία μου. Θά ἤμουν παράλογος καί πολύ ἀγνώμων ἐάν μέν φρόντιζα γιά τήν ὑπόληψή μου καί ἔκανα τά πάντα γιά νά μεταπείσω τούς κατηγόρους μου, τόν ἀγαπητότερο φίλο μου δέ, ὁ ὁποῖος τόσο ἐπιεικής ὑπῆρξε ἔναντί μου, νά μή προσπαθήσω νά τόν πείσω ὅτι δέν τόν ἀδίκησα καί ὅτι εἶμαι ἀθῶος σέ ὅσα μέ ἐγκαλεῖ. Δεδομένου μάλιστα ὅτι αὐτός ἀκόμη ἐξακολουθεῖ νά φροντίζη περισσότερο γιά τίς δικές μου ὑποθέσεις, θά ἤμουν ἀγνώμων ἄν ἐπεδείκνυα μεγαλύτερη ραθυμία ἀπό τό ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχει ἐπιδείξει ὁ ἴδιος.

Σέ τί λοιπόν σέ ἀδίκησα; Ἀπό τήν ἐρώτηση αὐτή θά μπῶ στό πέλαγος τῆς ἀπολογίας μου. Μήπως σέ ἐξαπάτησα, ἐπειδή σοῦ ἀπέκρυψα τίς σκέψεις μου; Γιά καλό σκοπό σέ ἐξαπάτησα καί σέ παρέδωσα σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σέ ἐξαπάτησαν. Ἄν βέβαια ἡ ἀπάτη εἶναι ἐν γένει κακό καί δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ καθόλου, τότε εἶμαι ἕτοιμος νά ἀποδεχθῶ τήν καταδίκη ποὺ ἐσύ νομίζεις ὅτι μοῦ ἁρμόζει. Ἐπειδή ὅμως ἐσύ ποτέ δέν θά δεχθῆς νά μέ καταδικάσης, θά ἐπιβάλω στόν ἑαυτό μου τήν ποινή ἐκείνη ποὺ ἐπιδικάζουν οἱ δικαστές στούς ἐναγομένους ἀπό τούς κατηγόρους σέ δίκη ἐνόχους. Λοιπόν, ἄν ἡ ἀπάτη δέν εἶναι πάντοτε κακή, ἀλλά ἀποκτᾶ ἀρνητικό ἤ θετικό περιεχόμενο ἀνάλογα μέ τήν προαίρεση ἐκείνων ποὺ τή χρησιμοποιοῦν, ἀφοῦ σταματήσης νά μέ ἐγκαλῆς ἀπόδειξε ὅτι χρησιμοποίησα γιά κακό σκοπό τό τέχνασμά μου.

Μέχρι ὅμως νά ἀποδειχθῆ αὐτό δέν πρέπει νά κατηγορεῖται ὁ ἀπατῶν, πρός τόν ὁποῖο μάλιστα σέ ἀντίθετη περίπτωση θά πρέπει νά ἐπιδεικνύεται εὐγνωμοσύνη ἀπό τούς ἀπατωμένους, ἄν αὐτοί θέλουν νά εἶναι δίκαιοι. Τόσο δέ εἶναι τό κέρδος ποὺ προκαλεῖται ἀπό τήν ἐπίκαιρη καί ὀρθά ἐπινοηθεῖσα ἀπάτη, ὥστε πολλοί νά ἔχουν τιμωρηθῆ ἐπειδή δέν ἔκαναν χρήση τῆς ἀπάτης ὅταν αὐτό ἐπιβαλλόταν. Ἔτσι, ἄν ἐξετάσης τήν ἱστορία τῶν ἐπιτυχημένων στρατηγῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν, τότε θά διαπιστώσης ὅτι τά περισσότερα κατορθώματά τους ὑπῆρξαν προϊόντα ἀπάτης, μᾶλλον δέ αὐτοί ἐπαινοῦνται πάρα ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι νίκησαν μέ φανερό τρόπο. Διότι οἱ τελευταῖοι κερδίζουν τούς πολέμους μέ τρομακτική χρηματική δαπάνη καί τεράστιες ἀπώλειες στρατιωτῶν, ὥστε τελικά δέν προκύπτει κανένα οὐσιαστικό ὄφελος ἀπό τή νίκη τους, πολύ περισσσότερο δέ ἀφοῦ οἱ νικητές δέν δυστυχοῦν λιγότερο ἀπό τούς ἡττημένους, δεδομένου ὅτι καί τά στρατεύματά τους κατέστρεψαν καί τά ταμεῖα ἀδείασαν. Ἐπί πλέον δέ οἱ ἡττημένοι δέν τούς ἀφήνουν νά ἀπολαύσουν ὅλους τοὺς καρπούς τῆς νίκης, ἀφοῦ κάποιες φορές συμβαίνει καί αὐτοί νά καρπώνονται μέρος της, ἀφοῦ ἡττῶνται μόνο σωματικά, ὄχι ψυχικά. Τοῦτο συμβαίνει διότι ἄν ἦταν δυνατό ὁ πληττόμενος νά μή πεθαίνη, τότε δέν θά σταματοῦσε ποτέ νά εἶναι ὁρμητικός καί πρόθυμος νά ἀγωνισθῆ. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νά κερδίση τούς ἐχθρούς μέ ἀπάτη, τότε βαρύνει αὐτούς ὄχι μόνο μέ τή συμφορά, ἀλλά καί μέ τή γελοιοποίηση. Ἔτσι, λοιπόν, ἐνῶ στήν περίπτωση ποὺ τό ἀποτέλεσμα μιᾶς μάχης κρίνεται ἀπό τήν ἀνδρεία τῶν στρατιωτῶν ὁ ἔπαινος κατανέμεται καί στίς δύο παρατάξεις, ἀντίθετα, στήν περίπτωση ποὺ κυριαρχεῖ ἡ φρόνηση καί τά τεχνάσματα, ὁ θρίαμβος ἀνήκει ὁλοκληρωτικά στούς νικητές καί τά ὀφέλη ἀπό τή νίκη διαφυλάσσονται ἀκέραια γιά τό Κράτος τους. Καί τοῦτο διότι ἡ φρόνηση τῆς ψυχῆς δέν εἶναι ἀνάλογη πρός τόν πλοῦτο τῶν χρημάτων καί τό πλῆθος τῶν στρατιωτῶν, τά ὁποῖα χρησιμοποιούμενα στούς πολέμους συνεχῶς μειώνονται καί τελικά ἐκλείπουν, σέ ἀντιδιαστολή πρός τή φρόνηση, ἡ ὁποία ἀπό τή φύση της ὅσο περισσότερο ἀσκεῖται τόσο περισσότερο αὐξάνει.

Ἡ δέ χρεία τῆς ἀπάτης δέν εἶναι ἀναγκαία μόνο σέ πολέμους, ἀλλά καί κατά τή διάρκεια τῆς εἰρήνης, ὄχι δέ μόνο στή διαχείριση τῶν δημοσίων πραγμάτων, ἀλλά καί στήν ἰδιωτική ζωή, στίς σχέσεις μεταξύ τῶν συζύγων, τοῦ πατέρα πρός τόν υἱό, τοῦ φίλου πρός τόν φίλο, ἀκόμη δέ καί τῶν παιδιῶν πρός τόν πατέρα, ὅπως συνέβη μέ τή θυγατέρα τοῦ Σαούλ, ἡ ὁποία δέν μποροῦσε νά ἀποσπάση τόν ἄνδρα της ἀπό τόν πατέρα της παρά μόνο μέ τήν ἀπάτη. Ἀλλά καί ὁ ἀδελφός αὐτῆς, προκειμένου νά συλλάβη καί πάλι τόν ἀπελευθερωθέντα σύζυγο, κατάφερε νά ἐπιτύχη τόν σκοπό του μέ τή χρήση τεχνάσματος.

Καί ὁ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ἀπάντησε· Ὅλα αὐτά δέν ἔχουν νά κάνουν μέ μένα, διότι ἐγώ οὔτε ἐχθρός εἶμαι, οὔτε ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν νά σέ ἀδικήσουν. Ἐντελῶς ἀντίθετα, ἐγώ ἐμπιστεύθηκα ὅλα ὅσα μέ ἀφοροῦσαν στή βούλησή σου, τήν ὁποία πάντοτε καί ἀκολουθοῦσα.


θ. Μεγάλο τό κέρδος τῆς ἀπάτης. Ἡ θέση τοῦ Χρυσοστόμου καί ἡ κοινή λογική. 

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Μά, ἀγαπητέ μου καί θαυμάσιε φίλε, γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἐγώ ἔφθασα στό σημεῖο νά πῶ ὅτι ὄχι μόνο στόν πόλεμο, οὔτε μόνο στούς ἐχθρούς, ἀλλά καί στήν εἰρήνη καί στούς πολύ ἀγαπημένους εἶναι καλό νά χρησιμοποιεῖται ἡ ἀπάτη. Ὅτι δέ αὐτή εἶναι χρήσιμη ὄχι μόνο στούς ἀπατῶντες ἀλλά καί στούς ἀπατωμένους, μπορεῖς νά τό διαπιστώσης ἄν ἐπισκεφθῆς ἕναν ἀπό τούς ἰατρούς καί τόν ρωτήσης πῶς θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς του. Θά ἀκούσης ἀπό τούς ἰατρούς ὅτι δέν ἀρκοῦνται μόνο στήν ἐπιστήμη τους, ἀλλά ὑπάρχουν περιπτώσεις, στίς ὁποῖες συνδύασαν μέ αὐτήν καί τή βοήθεια τῆς ἀπάτης καί ἔτσι κατάφεραν νά θεραπεύσουν τούς ἀσθενεῖς τους. Πράγματι, ἀφ’ ἑνός μέν ἡ δυστροπία τῶν ἀσθενῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ βαρειά μορφή κάποιας ἀσθένειας, ἐπιφέρουν κάποιες φορές τή μή συμμόρφωσή τους πρός τίς ἰατρικές ὁδηγίες καί καθιστοῦν ἀναγκαῖο στόν θεράποντα νά ὑποδυθῆ τό προσωπεῖο τῆς ἀπάτης, γιά νά μπορέση νά ἀποκρύψη τήν ἀλήθεια ὅσων πρέπει νά γίνουν, ὅπως γίνεται δηλαδή καί στή θεατρική σκηνή. Ἐάν δέ θέλης μπορῶ καί ἐγώ νά σοῦ διηγηθῶ μία ἀπό τίς πολλές ἀπάτες, τίς ὁποῖες ἄκουσα νά μεταχειρίζονται ἰατροί γιά νά πετύχουν τόν σκοπό τους.

Κάποιος, λοιπόν, ἔπεσε ξαφνικά βαρειά ἄρρωστος καί ὁ πυρετός του ἀνέβαινε συνεχῶς. Ὁ ἀσθενής ἐκεῖνος ἀποστρεφόταν ὅμως τά φάρμακα, ποὺ μποροῦσαν νά κατεβάσουν τόν πυρετό, ἐπιθυμοῦσε δέ νά γευθῆ μεγάλη ποσότητα καθαροῦ οἴνου καί παρακαλοῦσε ὅσους προσέρχονταν νά τόν ἐπισκεφθοῦν νά τοῦ ἐπιτρέψουν νά ἱκανοποιήση τήν ὀλέθρια ἐπιθυμία του. Ἄν ὅμως κάποιος τοῦ ἔκανε αὐτή τή χάρη, τότε ὄχι μόνο θά τοῦ ἀνέβαινε ὁ πυρετός, ἀλλά ἐπί πλέον ὁ δυστυχής θά πέθαινε ἀπό ἀποπληξία.

Στό σημεῖο αὐτό, ὅταν πλέον ἡ ἐπιστήμη περιῆλθε σέ πλήρη ἀμηχανία καί δέν μποροῦσε νά ἐξεύρη καμμία λύση, ἀφοῦ εἶχε πλήρως ἐκβληθῆ ἀπό τόν δύστροπο ἀσθενῆ, εἰσῆλθε ἡ ἀπάτη καί ἔδειξε τή μεγάλη δύναμή της, ὅπως θά ἀκούσης ἀμέσως. Ὁ θεράπων ἰατρός πῆρε ἕνα ἀγγεῖο, τό ὁποῖο μόλις εἶχε βγῆ ἀπό τήν εἰδική ὑψικάμινο καί ἀφοῦ τό βύθισε σέ πολύ κρασί, ἀκολούθως τό γέμισε μέ νερό. Στή συνέχεια ἔδωσε ἐντολή νά συσκοτισθῆ τό δωμάτιο τοῦ ἀσθενῆ μέ πολλά παραπετάσματα, ὥστε νά μήν ἀποκαλυφθῆ ἡ ἀπάτη του καί τοῦ ἔδωσε νά πιῆ ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ ἀγγείου, τό δῆθεν καθαρό κρασί. Ὁ ἀσθενής πρίν ἀκόμη τό λάβη στά χέρια του ἀπατήθηκε ἀπό τήν ὀσμή τοῦ ἀγγείου καί ἀπό τό σκοτάδι καί χωρίς νά ἐξετάση προσεκτικά τό ποτό ποὺ τοῦ δόθηκε, ἐπειγόμενος ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά κρασί, ἤπιε τελικά τό ὑγρό που τοῦ δόθηκε ἀμέσως καί ἔτσι διέφυγε τόν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε.

Βλέπεις, λοιπόν, ποιό εἶναι τό κέρδος τῆς ἀπάτης, ἄν δέ κάποιος ἤθελε νά ἀριθμήση τούς δόλους τῶν ἰατρῶν, ὁ λόγος του θά ἐπιμηκυνόταν στό ἄπειρο. Μπορεῖ δέ νά διαπιστώση κάποιος ὅτι τό φάρμακο αὐτό τό χρησιμοποιοῦν συνεχῶς ὄχι μόνο οἱ θεράποντες τῶν σωμάτων, ἀλλά καί οἱ ἐπιμελούμενοι τά ψυχικά νοσήματα. Καί ὁ μακάριος Παῦλος μέ τό φάρμακο αὐτό προσπάθησε νά προσελκύση τούς ἀναρίθμητους Ἰουδαίους, ὅταν περιέταμε τόν Τιμόθεο, ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος γράφοντας πρός τούς Γαλάτες ὑποστήριξε ὅτι ὁ Χριστός δέν πρόκειται νά ὠφελήση σέ τίποτα τούς περιτεμνομένους. Γιά νά πετύχη τόν σκοπό του ὑπέβαλε τόν ἑαυτό του στίς διατάξεις τοῦ νόμου, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τή συμμόρφωση πρός τίς μωσαϊκές διατάξεις ζημία, μετά τήν οἰκείωση τῆς πίστεως στόν Χριστό. Διότι ἡ δύναμη τῆς ἀπάτης εἶναι πολύ μεγάλη, ἀρκεῖ αὐτή νά μή γίνεται μέ κακή προαίρεση.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή πρέπει ἡ πράξη αὐτή οὔτε κἄν ἀπάτη νά ὀνομάζεται, ἀλλά εἶδος οἰκονομίας καί σοφῆς διαχειρίσεως τῶν καταστάσεων, ὥστε νά ἐξευρίσκεται διέξοδος στά ἀδιέξοδα καί νά ἐπανορθώνονται τά ψυχικά πλημμελήματα. Ἔτσι, δέν θά ἔπρεπε νά χαρακτηρίσουμε τόν Φινεές φονέα ἄν καί μέ ἕνα κτύπημα σκότωσε δύο ἀνθρώπους, ὅπως ἐπίσης καί τόν Ἠλία, ὁ ὁποῖος θανάτωσε τούς ἑκατό στρατιῶτες καί τούς ἐπικεφαλῆς τους καί ἔχυσε χείμαρρο αἱμάτων ἀπό τή σφαγή τῶν ἱερέων τῶν εἰδώλων. Ἐάν δέ ἐπιτρέπαμε νά συμβῆ τό ἀντίθετο καί ἀπογυμνώναμε τίς πράξεις ἀπό τήν προαίρεση τῶν δρώντων, ἐξετάζοντες αὐτές καθ’ ἐαυτές, τότε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ἤθελε νά κρίνη τόν Ἀβραάμ θά τόν χαρακτήριζε παιδοκτόνο, στόν δέ ἐγγονό του καί στόν ἀπόγονό του θά ἔπρεπε νά τούς προσάψη τήν κατηγορία τῆς κακουργίας καί τοῦ δόλου, ἀφοῦ ὁ μέν πρῶτος ὑπεξαίρεσε τά φυσικά πρεσβεῖα, ὁ δέ δεύτερος τόν πλοῦτο τῶν Αἰγυπτίων τόν μετέφερε στόν στρατό τῶν Ἰσραηλιτῶν. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα, ἀντίθετα μάλιστα, ἀφοῦ ὄχι μόνο ἀπαλλάσσουμε τῶν κατηγοριῶν αὐτούς τούς ἄνδρες, ἀλλά καί τούς θαυμάζουμε γιά τίς πράξεις τους αὐτές, ἐπειδή καί ὁ Θεός τούς ἐπήνεσε γι’ αὐτά ποὺ ἔκαναν.

Ἀπατεώνας λοιπόν θά μποροῦσε δικαίως νά χαρακτηρισθῆ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τήν ἀπάτη μέ δόλο καί ὄχι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποβλέπει σέ ὑγιεῖς σκοπούς. Πολλές φορές μάλιστα εἶναι ἀναγκαῖο νά χρησιμοποιηθῆ ἀπάτη καί προκύπτει ὄντως μεγάλη ὠφέλεια ἀπό τή χρήση της, ἐνῶ ὁ προσεγγίζων μία ὑπόθεση μέ εὐθύ τρόπο τυχαίνει νά βλάπτη σοβαρά τόν μή ἀπατηθέντα.

Ξεπεσμός ένα μόνο είναι, η αμαρτία!



Τα λέω τούτα, για να μεταγγίσω και σ' εσάς τόλμη και θάρρος. Πώς εμείς δεν δειλιάσαμε; 

Απλούστατα, γιατί δεν φοβηθήκαμε κανένα από τα τότε δεινά. Αλλωστε τί είναι δεινό; 

Ο θάνατος; Κά­θε άλλο, αφού γρήγορα καταπλέουμε στο ακύμαντο λιμάνι τ' ουρανού.

Οι δημεύσεις; «Γυμνός βγήκα απ' την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός και θα γυρί­σω πίσω στη μάνα γη» (Ιώβ 1:21). 

Οι εξορίες; «Στον Κύριο ανήκει η γη και ό,τι τη γεμίζει» (Ψαλμ. 23:1). 

Οι συκοφαντίες; «Να αισθάνεσθε χαρά και αγαλλίαση, όταν σας κακολογήσουν με κάθε ψεύ­τικη κατηγορία, γιατί θ' ανταμειφθείτε με το παραπάνω στους ουρανούς» (πρβλ. Ματθ. 5:11-12). 

Ατένιζα τα σπαθιά, και τον ουρανό συλλογιζό­μουν. Περίμενα τον θάνατο, και την ανάσταση σκε­φτόμουν. Έβλεπα τα επίγεια παθήματα, και αριθμούσα τα επουράνια βραβεία. Αντίκρυζα τις επιβουλές, και είχα στο νου μου το αμαράντινο στε­φάνι. Γιατί ο σκοπός του αγώνα μου ήταν αρκετός να με παρηγορήσει. 

Πρόστρεχα στις αρχές, αλλ' αυτό δεν ήταν για μένα προσβολή και ξεπεσμός. Ξεπεσμός ένα μόνο είναι: η αμαρτία! 

Κι αν ακόμα όλος ο κόσμος σε προσβάλει, εφόσον εσύ δεν προσβάλεις τον εαυτό σου, δεν έχεις προσβληθεί. Μια και μόνη προδοσία υπάρχει: η προδοσία της συνειδήσεως! Μην προδώσεις εσύ τη συνείδησή σου, και κανείς δεν θα σε προδώσει.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος


          Τὸ περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ἀπετέλεσε τὸν πυρήνα διαλέξεως, ποὺ δόθηκε στὴν Κοζάνη, στὰ πλαίσια τῶν ἑορτῶν, ποὺ ὠργανώθηκαν ἐκεῖ, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως τριάντα ἐτῶν διακονίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυρίου Διονυσίου ὡς ποιμενάρχου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης. Ὅπως τονίσθηκε κατὰ τὴν διάλεξη ἐκείνη, ἡ προσφορά της δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἐκπλήρωση προσωπικοῦ χρέους πρὸς τὸ σεπτὸ πρόσωπο τοῦ τιμωμένου Ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ ἀφορμὴ ἐπισημάνσεως ὡρισμένων καιρίας σημασίας χαρακτηριστικῶν μίας ἐποχῆς τῆς νεωτέρας ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.
 


          Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης κ. Διονύσιος δὲν ὑπῆρξε μόνον ὁ ἀφωσιωμένος καὶ συνετὸς καλὸς ποιμὴν τῆς ἐπαρχίας του, ὅπως τὸν ἐγνώρισαν καὶ τὸν ἔζησαν ἐπὶ τριάντα χρόνια ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Μητροπόλεώς του. Ἡ παρουσία του στὴν καθόλου ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὁριοθετεῖ μία ἐποχὴ τῆς συγχρόνου ἱστορίας τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας τὰ χαρακτηριστικὰ δὲν ἔχουν παύσει νὰ ἔχουν τὴν σημασία τους.


           Ὁ τιμώμενος ἱεράρχης ἐμφανίσθηκε στὸ προσκήνιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ὡς ἐπίσκοπος Ρωγῶν καὶ βοηθὸς τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνος σὲ μία ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πραγματοποιοῦσε μία ἔντονη στροφὴ πρὸς τὴν παράδοση. Μὲ τὴν ἐμφάνιση στοχαστῶν, ὅπως ὁ Φώτης Κόντογλου καὶ ἄλλοι, ἐτονίζετο πλέον ἡ ἀνάγκη, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία παύση νὰ πορεύεται «μὲ τὰ φῶτα τῆς Δύσεως», καὶ ἀρχίση νὰ ἀντλῆ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, ἀνακαλύπτοντας καὶ ἐκτιμώντας τὴν δική της παράδοση. Ὁ Διονύσιος Ψαριανὸς ὡς ἐπίσκοπος Ρωγῶν καὶ στὴν συνέχεια ὡς Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης, κατ' ἐξοχὴν παραδοσιακὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν ἐπίμονη προσήλωσή του στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔκδηλη ἀντίθεσή του σὲ κάθε μορφὴ κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ καὶ ἀτομικοῦ εὐσεβισμοῦ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔμοιαζε ἐκ πρώτης ὄψεως σὰν νὰ ἤθελε νὰ φέρη τὴν Ἐκκλησία αἰῶνες πίσω. Ἀλλ' ὁ παραδοσιακὸς αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν εὐρύτατη καὶ πολύπλευρη παιδεία καὶ τὴν γνωριμία μὲ τὰ γράμματα, τὴν μουσικὴ καὶ τὸν σύγχρονο στοχασμό, κάτι ἄλλο ἐπιζητοῦσε• ἤθελε νὰ συλλάβη τὸν παλμὸ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ κάμη τὴν παράδοση ζωντανή. Πίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σήμερα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸ χθές, γιὰ νὰ ὑπάρξη. Χωρὶς παράδοση ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος θὰ χαθῆ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἁπλὴ ἐπιστροφὴ στὸ χθές. Ἰδοὺ πὼς τοποθετεῖται στὸ θέμα αὐτὸ ὁ Μητροπολίτης Κοζάνης:


         Ἀπ' ὅσα παραπάνω ἀκοῦμε νὰ διδάσκουν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπου κι οἱ δυὸ βεβαιώνουν, καθὼς κι ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐμμονὴ τους εἰς τὴν παράδοση τῆς πίστεως, κινδυνεύουμε νὰ σχηματίσουμε τὴν γνώμη πὼς ἡ Ὀρθοδοξία κι αὐτὸ ποὺ λέμε στὴν Ἐκκλησία παράδοση δὲν εἶναι παρὰ μία στασιμότητα, κι ἀκόμα χειρότερα μία ὀπισθοδρόμηση. Δὲν κάνουμε δηλαδὴ τίποτ' ἄλλο παρά, ἀντὶ νὰ κοιτάζουμε καὶ νὰ πηγαίνουμε μπροστά, γυρίζουμε καὶ πᾶμε πρὸς τὰ πίσω. Ἐδῶ τώρα εἶναι ἕνα πάρα πολὺ κρίσιμο σημεῖο στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία, καθὼς καὶ τὸ ἀκούσατε πολλὲς φορὲς νὰ τὸ λέμε, εἶναι θεσμὸς παραδόσεως. Συγχρόνως ὅμως ἡ πίστη καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή, κι ἡ ζωὴ βέβαια ποτὲ δὲν πηγαίνει πίσω, ἀλλὰ ἀσταμάτητα πάντα πηγαίνει μπροστά. Ὅμως ποτὲ δὲν περπατάει κανεὶς σὲ ἄγνωστο τόπο χωρὶς ὁδηγό. Αὐτὸ ποὺ λέμε «μπροστά», δηλαδὴ τὸ μέλλον, εἶναι «τῳ ὄντι» ἕνας ἄγνωστος τόπος• γιὰ νὰ τὸν περπατήσουμε μὲ ἀσφάλεια χρειαζόμαστε ὁδηγό. Οἱ Πατέρες λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ἀσταμάτητη πνευματική μας πορεία καὶ στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁδηγοί• ὄχι γιὰ νὰ πιαστοῦμε ἀπ' αὐτοὺς καὶ νὰ πᾶμε πίσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρουμε γραμμὴ καὶ νὰ πᾶμε μπροστά.


          Ἀκοῦμε πολλὲς φορὲς τὸ σύνθημα• «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδὴ νὰ γυρίσουμε τάχα στὴν ἐποχὴ τῶν ἀρχαίων Πατέρων. Ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅλα τὰ συνθήματα πάντα παραπλανοῦν, ἂν καὶ μπορεῖ κάποτε νὰ ἐκφράζουν μία ἀλήθεια καὶ νὰ προβάλλουν κάποιο αἴτημα. Τὸ πνευματικὸ λοιπὸν αἴτημα τοῦ συνθήματος «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» δὲν εἶναι οὔτε στὴν ἐποχὴ τῶν ἀρχαίων Πατέρων νὰ γυρίσουμε οὔτε ὅ,τι εἶπαν ἐκεῖνοι κι ὅ,τι ἔκαμαν τὸ ἴδιο κι ἐμεῖς νὰ ἐπαναλαμβάνουμε. Πρῶτα, γιατί ἡ ἐποχὴ τῶν Πατέρων εἶναι πάντα παροῦσα, ἐπειδὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπῆρξαν μία φορά, ἀλλ' εἶναι πάντα. Ὅταν λέμε πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία Πατέρων, τὴν ἐννοοῦμε καὶ πρῶτα καὶ τώρα καὶ πάντα, καὶ στὸ παρελθὸν καὶ στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον. Ἀλλ' οὔτε τὸ «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» θὰ πῆ νὰ πᾶμε παληά, γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ὀρθὴ πίστη, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέχει τὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων μέσα στὴν Πατερικὴ παράδοση. Τὸ «Πίσω, πρὸς τοὺς Πατέρας» θὰ πῆ νὰ ξαναβροῦμε τὸ φρόνημα τῶν ἀρχαίων Πατέρων, νὰ προσέξουμε στὸν τρόπο ποὺ σκέπτονται, ὅτι πρῶτα ζοῦν τὴν πίστη κι ὕστερα θεολογοῦν γιὰ νὰ τὴν κάμουν γνώση, ὅτι ἡ θεολογική τους σοφία στηρίζεται στὴν πράξη καὶ τὴν πείρα τῆς ἁγιωσύνης.


         Ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀνατρέψει αὐτὴν τὴν σειρὰ καὶ τὴν τάξη• στὸν καιρό μας, καθὼς λέγει κάπου ὁ Μέγας Βασίλειος, δὲν θεολογοῦμε, ἀλλὰ τεχνολογοῦμε. Τὸ φρόνημα τῶν Πατέρων εἶναι φρόνημα ἐκκλησιαστικό, ἡ συνείδησή τους εἶναι συνείδηση ἱερατική, ὁ βίος τους εἶναι βίος ἀσκητικός, τὸ ἦθος τους εἶναι ἦθος πνευματικῶν καὶ ὁλοκληρωμένων ἀνθρώπων. Αὐτὰ εἶναι πού μᾶς λείπουν κι αὐτὰ ζητάει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ σύγχρονος κόσμος, κι ὄχι ἁπλῶς νὰ ξέρουμε σὰν καλοὶ φιλόλογοι καὶ γραμματολόγοι τὰ γραπτὰ πού μᾶς ἀφῆκαν οἱ Πατέρες. Αὐτὰ τὰ γραπτά, αὐτὰ τὰ κείμενα ἔχουν ἀξία κι εἶναι πολύτιμοι θησαυροί, ὄχι γιὰ νὰ τὰ ἀντιγράψουμε καὶ νὰ τὰ λέμε τὰ ἴδια, μὰ γιὰ νὰ τὰ μελετᾶμε καὶ νὰ ἀνακαλύπτουμε σ' αὐτὰ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, τὸ ρωμαλέο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, τὴν ἱερατικὴ συνείδηση, τὴν ἀσκητικότητα καὶ τὸ ἦθος τῶν ἀρχαίων Πατέρων.


         Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου στὸ θέμα τῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξη καὶ σήμερα, ἐπέδρασε ἀποφασιστικὰ στὴν ποιμαντικὴ διακονία του, τὸ κήρυγμα, τὴν λατρεία, τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ κ.τ.λ. Σὲ ὅλα αὐτὰ προσπαθεῖ νὰ συνδυάση τὸ χθὲς μὲ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο. Ὡς ἐπίσκοπος δὲν καταδαπανᾶτε σὲ ἕναν ἐφήμερον κοινωνικὸν ἀκτιβισμό, ποὺ καὶ αὐτὸν δὲν τὸν παραμελεῖ, ἀλλὰ φρονεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Harnack περιφρονητικὰ ὠνόμαζε, ἀναφερόμενος στὴν Ὀρθοδοξία, «κοινωνία λατρείας».Τὸ ἐπίγραμμα «πές μου πῶς λατρεύεις νὰ σοῦ πῶ πῶς πιστεύεις» προέρχεται ἀπὸ τὰ λόγια του, καὶ δείχνει τὴν κατεύθυνση, στὴν ὁποία κινεῖται ἡ σκέψη του.[1]


         Ἔτσι ὁ Μητροπολίτης Κοζάνης μὲ τὸ ἰωβηλαῖο τῆς τριακονταετοῦς ποιμαντορίας του μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε τὴν Ἐκκλησία, ὄχι ὡς «Χριστιανισμό», ἀλλὰ ὡς Ἐκκλησία• ὄχι ὡς ἰδεολογία, ἀλλὰ ὡς σύναξη καὶ κοινότητα εὐχαριστιακὴ περὶ τὸν ἐπίσκοπό της• ὄχι μόνον ὡς χθές, ἀλλὰ καὶ ὡς σήμερα καὶ ὡς αὔριο. Ριζωμένη σταθερὰ στὴν παράδοση, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ πορεύεται μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο, χωρὶς νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὰ προβλήματα, ποὺ ὁ κόσμος αὐτὸς ἀντιμετωπίζει, τώρα μάλιστα ποὺ ἡ Ἑλλάδα καί, ὅπως φαίνεται, ἀργότερα καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες χῶρες ἐντάσσονται στὴν Εὐρώπη τῆς Δύσεως. Τὸ ἐρώτημα μὲ ποιὰ ταυτότητα εἰσέρχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα στὴν Εὐρώπη [2] ἀπασχολεῖ καὶ τὸν τιμώμενο ἱεράρχη [3] καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εὕρη τὴν ἀπάντησή του χωρὶς μιά βαθειὰ καὶ ἀντικειμενικὴ γνώση τῶν προβλημάτων τοῦ συγχρόνου κόσμου, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν Δυτικὸ πολιτισμό.


         Ἀναγκαῖο συνεπῶς, εἶναι νὰ γνωρίζη καλὰ ἡ Ἐκκλησία τὸ εὐρύτερο πολιτιστικὸ περιβάλλον της, ὅπως οἱ Πατέρες ἐγνώριζαν τὸν πολιτιστικὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἐτοποθετοῦντο ἀπένταντί του. Στὶς γενικὲς γραμμὲς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου θὰ καταβληθῆ προσπάθεια μιᾶς γενικῆς ἐποπτείας τοῦ συγχρόνου κόσμου, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τοῦ πολιτισμοῦ τῶν χρόνων μας. Ἡ θεώρηση αὐτὴ θὰ εἶναι πολὺ γενικὴ καὶ χωρὶς ἀξιώσεις βιβλιογραφικῆς ἐνημερώσεως, ἡ ὁποία ὑπόκειται ὡς βάσις τῆς συγγραφῆς αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου.


         Στὴν συνέχεια θὰ τεθῆ τὸ ἐρώτημα, μὲ ποιὸν τρόπο μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, ἀντλώντας ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν θεολογία καὶ τὴν παράδοσή της, νὰ βοηθήση τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, ὥστε νὰ ξεπεράση τὰ ἀδιέξοδα, ποὺ τοῦ δημιουργεῖ ὁ σύγχρονος πολιτισμός. Ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ πραγματικὰ νὰ ἀποδειχθῆ ἡ ἐλπίδα τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἂν ἑρμηνεύση σωστὰ τὴν παράδοσή της, γιατί ἡ παράδοση αὐτὴ περιέχει, ὅπως θὰ δοῦμε, πολλὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀνταποκρίνονται στὰ προβλήματα ποὺ δημιουργεῖ ὁ σύγχρονος πολιτισμός. Ἔτσι θὰ ἀποδειχθῆ ἡ Ὀρθοδοξία πολύτιμη ὄχι μόνο γιὰ τὸ χθές, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο.


          Ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοηθοῦν τὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, χρειάζεται ἡ γνώση τῶν ἱστορικῶν καταβολῶν τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ κυριαρχεῖ στὶς μέρες μας. Τίποτε στὴν ἱστορία δὲν συμβαίνει χωρὶς νὰ προηγηθοῦν ἱστορικὲς ἐξελίξεις ποὺ προετοιμάζουν τὴν ἔλευσή του. Ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχει καὶ αὐτὸς τὶς ρίζες του μέσα στὴν ἱστορία. Αὐτὲς θὰ ἀναζητήσουμε πρῶτα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας καὶ τὴν θέση ποὺ πρέπει νὰ λάβη ἡ Ὀρθοδοξία ἔναντί τους.


 
Ι. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Ἡ Ἐκκλησία «ἐν τῷ κόσμῳ», ἂν καὶ ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου»

           Ἡ ἱστορία διαιρεῖται συμβατικὰ σὲ περιόδους. Ὁρόσημα γιὰ τὸν καθορισμὸ μιᾶς περιόδου ἀποτελοῦν γεγονότα ἤ ἐξελίξεις, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ κάποια βαθειὰ ἀλλαγὴ θεωρήσεως τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, ἀλλαγή, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τομὲς στὴν κοινωνική, πολιτική, οἰκονομική, θρησκευτικὴ καὶ γενικώτερα πολιτιστικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ μία εὐρύτερη γεωγραφικὴ περιοχὴ καὶ γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Ἡ διαίρεση αὐτὴ τῆς ἱστορίας γίνεται συνήθως μετὰ τὴν πάροδο ἱκανοῦ χρόνου ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεως τῶν ἀλλαγῶν αὐτῶν, διότι προϋποθέτει συνειδητοποίηση καὶ ἐκτίμηση τῆς σπουδαιότητάς των. Μία τέτοια διαίρεση τῆς ἱστορίας σὲ περιόδους δὲν ἐξυπηρετεῖ ἁπλῶς τὴ συστηματοποίηση καὶ μεθόδευση τοῦ ἱστορικοῦ ὑλικοῦ ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς, ἀλλὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι ὃν ἱστορικό, τὴν δυνατότητα κριτικῆς τοποθετήσεως ἔναντι τῶν σκέψεων καὶ πράξεών του, ἀφοῦ μὲ τὴν διαίρεση αὐτὴ συνειδητοποιεῖ ὄχι μόνον τὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον ὄχι δηλαδὴ μόνο αὐτὸ ποὺ ἔχει ἤδη συμβῆ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο ποὺ θὰ πρέπει ὁ ἴδιος νὰ πράξη, ἐν ὄψει τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καὶ συνθηκῶν. Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ «κόσμου», μὲ τὴν ἱστορικὴ ἔννοια, στὸν ὁποῖον ζῆ ὁ ἄνθρωπος, συνδέεται ἔτσι ὄχι μόνο μὲ τὴν περιέργεια ἤ τὴν γνώση του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς ἐλευθερίας του.


          Οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς ἰσχύουν καὶ ὡς πρὸς τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει βέβαια τὴν δική της «ἱστορία», ἀφοῦ ἡ ζωὴ της κινεῖται ἀπὸ θεανθρώπινους παράγοντες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πάντοτε ὁρατοὶ μὲ τὶς κοινὲς μεθόδους τῆς ἱστοριογραφίας. Ἐν τούτοις ἡ ζωή της, καὶ συνεπῶς καὶ ἡ ἱστορία της, ἐπηρεάζονται πολὺ ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς καθαρῶς κοσμικῆς ἱστορίας. Οἱ διωγμοὶ τῶν πρώτων αἰώνων κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ κατάργηση τῶν διωγμῶν αὐτῶν ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο, ἐπέδρασαν ἀποφασιστικὰ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διαμόρφωση τῶν ἐσωτερικῶν πραγμάτων της.


          Ἡ ἐπίδραση ἄλλωστε καὶ τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς κοσμικῆς ἱστορίας εἶναι ἐξ ἴσου σημαντική. Ἐκκλησία καὶ κόσμος ἀλληλοπεριχωροῦνται, ἔστω καὶ ἂν δὲν συμπίπτουν οὔτε στὴν φύση τους οὔτε στὴν ἱστορία τους. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὸν ἑκάστοτε σύγχρονο κόσμο της, ἀφοῦ ὄχι μόνον ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὸν καλεῖται νὰ μεταφέρη τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ νὰ ἐπιδράση μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν στὸν πολιτισμό της. Ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ἐπίδραση τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο κάθε ἐποχῆς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας.
Ὁ Βυζαντινὸς πολιτισμὸς θὰ παραμένη πάντοτε κλασσικὸ παράδειγμα μιᾶς τέτοιας ἀποφασιστικῆς σημασίας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν κόσμο μιᾶς ὠρισμένης ἐποχῆς.


         Οἱ τοποθετήσεις αὐτές μᾶς ὁδηγοῦν στὸ ἐρώτημα: ποιὰ εἶναι ἡ σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς μας; Ποιὰ ἐπίδραση μπορεῖ νὰ ἔχη ἡ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο; Πολλοὶ - ἐχθροὶ ἀλλὰ καὶ «φίλοι» της Ὀρθοδοξίας - θὰ τὴν ἤθελαν στὸ περιθώριο τῆς ἱστορίας. Ἐκεῖ, ἄλλωστε, ὅπως θὰ δοῦμε, ἐπεχείρησε νὰ τοποθετήση τὴν Ἐκκλησία ὁ σύγχρονος κόσμος. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν φύση της, δὲν περιθωριοποιεῖται. Ὁ λαὸς της μετέχει ὀργανικὰ μὲ τὴν καθημερινὴ ζωή του στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του, μεταφέρει ἐκεῖ κατὰ τρόπο ὑπαρξιακὸ τὴν ζωὴ ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία του, καὶ γίνεται ἔτσι ὁ χῶρος ἀντιδόσεων μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κόσμου. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἡγεσία της, δὲν μποροῦν νὰ ἐνεργοῦν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς καθημερινὲς αὐτὲς ἐμπειρίες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς μας. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουν ποιὰ προβλήματα καὶ ποιὲς ἐπιδράσεις ἀντιμετωπίζει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὴν καθημερινὴ ἐπαφή του μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἐποχῆς. Ἔτσι μόνο θὰ ἀρθρώσουν λόγον «οἰκοδομῆς καὶ παρακλήσεως», καὶ θὰ κάμουν αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱστορία.



2. Ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς ὡς κέντρο τοῦ συγχρόνου κόσμου

          Ὁ σύγχρονος κόσμος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν Δυτικὸ πολιτισμό. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ ἄλλοι πολιτισμοὶ στὴν σημερινὴ ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν καθορίζει τόσο ἀποφασιστικὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας ὅσο ὁ πολιτισμὸς τῆς Δύσεως. Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ στοὺς τομεῖς τῶν ἐπιστημῶν, τῆς τεχνολογίας κ.λπ., τὸν ἔχουν ἀναγάγει σὲ παγκόσμια δύναμη πολιτικὴ καὶ οἰκονομική, καὶ τὸν ἔχουν καταστήσει «πρότυπο», πρὸς τὸ ὁποῖο τείνουν ὅλοι οἱ λαοὶ τοῦ κόσμου. Ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς ἀποτελεῖ καὶ τὸ κύριο ἱστορικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα. Ἂν ἡ Ἑλλάδα θεωρηθῆ ὡς ὁ πλέον ἀμιγὴς Ὀρθόδοξος χῶρος τῶν ἡμερῶν μας, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει ἄλλον ἀμεσώτερο πολιτισμὸ νὰ ἀντιμετωπίση σήμερα, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ὀνομάζουμε Δυτικὸ πολιτισμό.


          Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸς ὁ Δυτικὸς πολιτισμός; Ποῦ ἔχει τὶς ρίζες του καὶ ποιὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικά του;

          Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, καὶ συνεπῶς καὶ τοῦ συγχρόνου κόσμου, πρέπει νὰ ἀναχθοῦμε ἱστορικὰ στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, τότε ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο μεταδόθηκε στὶς λατινόφωνες περιοχὲς τῆς Μεσογείου καὶ στὴν συνέχεια τῆς Εὐρώπης. Αὐτὸ συνέβη κυρίως στὴν Βόρειο Ἀφρική, β΄ μ.Χ. αἰώνα, ὅποτε ἔχομε καὶ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ κείμενα στὴν Λατινικὴ γλῶσσα μὲ τὰ ἔργα τοῦ Τερτυλιανοῦ. Εἰδικοὶ μελετηταὶ τῶν καταβολῶν τῆς Δυτικῆς χριστιανικῆς σκέψεως (J. Danielou κ.ἄ.) τοποθετοῦν ἐκεῖ τὶς πρῶτες ρίζες τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ.


           Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη διαφαίνονται ἤδη τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Δυτικῆς χριστιανικῆς σκέψεως, ὅπως τὸ ἔντονο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἠθική, γιὰ τὸ πῶς δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς πράξεις του ἀποκτᾶ τὴν σωτηρία• γιὰ τὴν ἱστορία, γιὰ τὸ πῶς δηλαδὴ τὰ γεγονότα καὶ τὰ δρώμενα - ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους - μέσα στὸν χρόνο ἐπιδροῦν στὴν σωτηρία• καὶ τέλος γιὰ τοὺς θεσμούς, οἱ ὁποῖοι ἐξασφαλίζουν τὰ σταθερὰ καὶ ἀντικειμενικὰ πλαίσια, μέσα στὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος οἰκειώνεται τὴν σωτηρία. Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ οὐδέποτε ἐγκατέλειψαν τὴν Δυτικὴ Θεολογία, ἐνῶ στὴν Ἀνατολὴ ἀναπτύχθηκε ἐντονώτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν θεωρία, μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς ἐσχατολογικὲς πλευρὲς τῆς σωτηρίας, τόσο στὴν λειτουργικὴ - μυστηριακὴ ὅσο καὶ στὴν ἀσκητικὴ ἐμπειρία.


          Ἀλλὰ ἡ Δυτικὴ σκέψη δὲν ἔχει τὶς ρίζες της μόνο σ' αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ πρώϊμου λατινόφωνου Χριστιανισμοῦ. Κατὰ τὸν πέμπτο μ.Χ. αἰώνα, μὲ τὸν κλονισμὸ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ὁ Δυτικὸς κόσμος πέρασε ἀπὸ μία βαθύτατη κρίση ὡς πρὸς τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στοὺς θεσμοὺς καὶ τὴν ἱστορία. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ πού, κατὰ τὴν φράση τοῦ Ἱερωνύμου, ὁ Ρωμαϊκὸς κόσμος καταρρέει (Romanus orbis ruit) καὶ οἱ θεσμοὶ δὲν προσφέρουν ἀσφάλεια, ἐμφανίζεται ὁ ἱ. Αὐγουστίνος, γιὰ νὰ δώση μία νέα ἀποφασιστικὴ στροφὴ στὸ Δυτικὸ πνεῦμα: τὴν στροφὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ βάθη τοῦ ὑποκειμένου, πρὸς τὸν σκοτεινὸ καὶ δυσεξερεύνητο κόσμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ὁ Αὐγουστίνος εἶναι ὁ πρῶτος στὴν ἱστορία χριστιανὸς στοχαστής ποὺ γράφει «Ἐξομολογήσεις», δηλαδὴ ἕνα εἶδος ψυχολογικῆς αὐτοαναλύσεως καὶ αὐτοβιογραφίας, καὶ γίνεται μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ πατέρας ἑνὸς μεγάλου ρεύματος ποὺ χαρακτηρίζει ἔκτοτε τὸν Δυτικὸ πολιτισμό, καὶ ποὺ περιλαμβάνει τὴν ἄνθηση τῆς ψυχολογίας, καὶ μάλιστα τῆς λεγομένης «ψυχολογίας τοῦ βάθους», τὸν ρομαντισμό, καὶ ἄλλα μεγάλα πνευματικὰ κινήματα, χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν νοεῖται ὁ νεώτερος Δυτικὸς πολιτισμός, ὅπως εἶναι ὁ Διαφωτισμὸς καὶ ὁ νεώτερος Ὑπαρξισμός. Ὁ Αὐγουστίνος ἔχει τόση ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν Δύση, ὥστε νὰ βρίσκεται στὴν ρίζα τόσο τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὅσο καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ τῶν νεωτέρων χρόνων, συνθέτοντας ἔτσι ὅλα τὰ ἐπὶ μέρους ἀντίθετα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν τὸ ὅλον ποὺ λέγεται Δυτικὴ σκέψη, Δυτικὴ θεολογία καὶ Δυτικὸς πολιτισμός.


           Ἡ ἀποφασιστικὴ σημασία τοῦ Αὐγουστίνου γιὰ τὸν νεώτερο κόσμο μαρτυρεῖται, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλυτικὰ παρακάτω, στὴν ἔξαρση τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτομένου ἀτόμου, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὸν νεώτερο κόσμο μας. Ἕνας ἄλλος Λατίνος φιλόσοφος, ὄχι πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο, ὁ Βοήθιος, θὰ ὁρίση τὸ πρόσωπο ὡς «ἀτομικὴ ὑπόσταση λογικῆς φύσεως» (natura rationabilis individua substantia) καὶ θὰ προετοιμάση τὸ ἔδαφος γιὰ τὸν Καρτέσιο, ποὺ πιστὸς στὴν γραμμὴ τοῦ Αὐγουστίνου θὰ ὁρίση καὶ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη μὲ βάση τὴν ἀνθρώπινη σκέψη (cogito ergo sum).


          Ἀπὸ τὸν Καρτέσιο θὰ γεννηθῆ ὁ Εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμός, γιὰ νὰ τοποθετήση τὸν ἀνθρώπινο λόγο στὴν θέση τοῦ κριτοῦ τῶν πάντων, μὲ ὅλες τὶς συνέπειες γιὰ τὸν νεώτερο πολιτισμό, τὶς ὁποῖες θὰ ἐπισημάνουμε πιὸ κάτω. Ἔτσι ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς θὰ καλλιεργήση τόσο τὶς ἐπιστῆμες ὅσο καὶ τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα, μὲ ἄξονα τὴν συνείδηση τοῦ σκεπτομένου ἀτόμου. Ὁ Μεσαιωνικὸς Σχολαστικισμὸς θὰ οἰκοδομήση τὰ πολύπλοκα συστήματα καὶ τὶς λεπτὲς διακρίσεις του ἐπάνω σὲ ἕναν Ἀριστοτελισμό, ποὺ θὰ μεταχειρίζεται τὴν λογικὴ σὰν μέθοδο γυμνάσματος τῆς σκεπτικῆς ἐνεργείας τοῦ ἀτόμου, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι, παρὰ τὴν μεγάλη, πράγματι, ποικιλία τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων τῆς Δύσεως, ὁ Δυτικὸς πολιτισμὸς ἀποτελεῖ στὴν οὐσία ἕνα ἑνιαῖο ὅλον, ποὺ κινεῖται στὸν ἄξονα τῆς ἐξάρσεως τοῦ σκεπτομένου ὑποκειμένου, ὅπως τὸν καθώρισε ὁ ἱ. Αὐγουστίνος.


           Ὁ Διαφωτισμός, ἀκολουθώντας μὲ συνέπεια τὶς ἀρχὲς ποὺ ἔθεσε ὁ Αὐγουστίνος καὶ ποὺ ἐπεξαργάσθηκε φιλοσοφικὰ ὁ Καρτέσιος, ἀπετέλεσε τὸν ἄξονα, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιστρέφεται ὁ νεώτερος Δυτικὸς πολιτισμός, τὰ θεμέλια τοῦ ὁποίου τέθηκαν τὸν 18ον αἰώνα. Τὸ φαινόμενο τοῦ Διαφωτισμοῦ, τὸ ὁποῖο ὑπῆρξε καθοριστικῆς σημασίας γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο μας, εἶναι πολύπλοκο, ἀλλὰ τὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ ἀποτελοῦν καὶ χαρακτηριστικὰ τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, θὰ συνοψισθοῦν στὰ ἀκόλουθα σημεῖα.


 
ΙΙ. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


1. Οἱ βασικὲς ἀρχὲς τοῦ Διαφωτισμοῦ στοὺς διαφόρους τομεῖς τοῦ πολιτισμοῦ

         Ὁ Διαφωτισμός, συνεπὴς στὶς ἱστορικὲς καταβολές, ποὺ ἤδη ἀναφέραμε, κινήθηκε γύρω ἀπὸ τοὺς ἑξῆς βασικοὺς ἄξονες:


α)  Τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου.     
          Ὅ,τι δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ εἶναι ὕποπτο προκαταλήψεως καὶ δεισιδαιμονίας. Τὸ θαῦμα, ἡ πίστη στὸ ὑπερφυσικό, τὸ ὑπερκόσμιο, τὸ θεῖο, τίθενται σὲ ἀμφισβήτηση. Καὶ ὅσοι ἀκόμη ἐπιθυμοῦν νὰ πιστεύουν σὲ κάποια θρησκεία, ὅπως οἱ Χριστιανοί, θὰ πρέπει νὰ βροῦν τρόπους νὰ ἐναρμονίσουν τὴν πίστη τους μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο, νὰ βροῦν π.χ. ἀποδείξεις λογικὲς περὶ ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ψυχῆς κ.τ.λ. Ἔτσι ἡ χριστιανικὴ θεολογία ἐπιδίδεται σὲ μία γιγαντιαία προσπάθεια νὰ πείση, ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστη δὲν ἀντιτίθενται στὸν ἀνθρώπινο λόγο, ἀναπτύσσοντας τὸν κλάδο τῆς Ἀπολογητικῆς, ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα νὰ διδάσκεται σὲ πολλὲς θεολογικὲς Σχολές.


β)  Τὴν ἔξαρση τοῦ ἀτομισμοῦ, τῆς σημασίας καὶ τῆς ἀξίας τοῦ ἀτόμου. 

          Ἐφ' ὅσον ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος καὶ ἐξουσιαστής τοῦ πολιτισμοῦ, κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του νὰ βρῆ τὴν ἀλήθεια, εἶναι ὁ ἴδιος κριτὴς τοῦ τί εἶναι σωστὸ καὶ ἀληθινό, καὶ δὲν χρειάζεται αὐθεντίες, γιὰ νὰ τοῦ ποῦν τί πρέπει νὰ σκέπτεται ἤ νὰ πράττη. Ἔτσι καταργοῦνται ὅλες, καὶ πρὸ παντὸς οἱ θρησκευτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές, κάτι ποὺ ὁδηγεῖ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴν ἀκραία ἀντίδραση νὰ θεσπίση τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα.


γ)  Τὴν ἀποφασιστικὴ σημασία τῆς ψυχολογίας ὡς ἀτομικῆς ἐμπειρίας. 

         Ἡ ἔμφαση ποὺ δόθηκε στὴν συνείδηση καὶ τὴν σκεπτικὴ ἱκανότητα τοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο, καὶ στὴν συνέχεια τὸν Καρτέσιο, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τὴν ὕπαρξη μὲ τὴν σκέψη, καλλιέργησε τὴν τάση τῆς ἐνδοστρεφείας, τῆς αὐτοσυνειδησίας, ὅπως ὀνομάστηκε, μὲ σοβαρὲς συνέπειες τόσο στὴν ἐπιστήμη ὅσο καὶ στὴν κοινωνική, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὴν τὴν θρησκευτικὴ ζωή. Συγκεκριμένα, στὴν ἐπιστήμη ἀναπτύχθηκε ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους, ἡ ὁποία δὲν εἶναι στὴν οὐσία παρὰ ἀνάλυση τῆς ἀτομικῆς ἐμπειρίας, ὡσὰν ὁ ἄνθρωπος νὰ μποροῦσε νὰ ἀπομονωθῆ καὶ ν' ἀποτελέση ἀντικείμενο ἐρεύνης καὶ ἀναλύσεως (ψυχανάλυση), ἀνάλογο μὲ ἄλλα ἀντικείμενα τοῦ ἐπιστητοῦ. Στὸν τομέα, ἐξ ἄλλου, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς αὐτὸ ἐσήμαινε ὅτι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀτομικῆς εὐτυχίας ἀποτελεῖ περίπου σκοπὸ τῶν κοινωνιῶν καὶ τῶν πολιτευμάτων (βλ. Ἀμερικανικὸ Σύνταγμα). Ὅσο δὲ γιὰ τὸν τομέα τῆς θρησκείας, ἐκεῖ πλέον ἡ ψυχολογικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀτόμου κατήντησε νὰ καθορίζη τὸ ἔργο τῆς θρησκείας, μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ θεωρῆται θεσμὸς ἐξυπηρετήσεως τῶν «θρησκευτικῶν ἀναγκῶν» τοῦ ἀτόμου, ὁ δὲ εὐσεβισμός, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ παράγωγο τῆς Δύσεως, καὶ ποὺ δὲν συνίσταται παρὰ στὴν προτεραιότητα τῆς συναισθηματικῆς καὶ ἠθικῆς ἱκανοποιήσεως τοῦ ἀτόμου, νὰ διαβρώση καὶ αὐτὰ τὰ θεμέλια της Ὀρθοδοξίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Ρωσία τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Πέτρου καὶ μὲ προεκτάσεις καὶ σὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες περιοχὲς τῶν χρόνων μας.


2. Οἱ συνέπειες τῶν ἀρχῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ στὸν πολιτισμὸ

         Οἱ συνέπειες αὐτῶν τῶν βασικῶν ἀρχῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴν περιοχὴ τῆς Τέχνης καὶ πρὸ παντός τῆς πολιτικῆς, κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς εἶναι πολὺ αἰσθητές, ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας. Ἂς τὶς συνοψίσουμε:


α)      Στὴν περιοχὴ τῶν ἐπιστημῶν ἀναπτύχθηκε ἡ λογικὴ ἐξειδίκευση καὶ ἡ τεχνική. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Νεύτωνος, ὁ κόσμος καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος προσεγγίζεται μηχανιστικά, δηλαδὴ θεωροῦνται σὰν μία μηχανὴ ποὺ δουλεύει σύμφωνα μὲ ὁρισμένους λογικοὺς νόμους, μὲ μία μηχανικὴ αἰτιότητα. Ὅπως π.χ. μία μηχανή, ἂν τῆς δώσης τὴν ὤθηση μίας κινητήριας δύναμης, θὰ κινηθῆ καὶ θὰ παράγη ἕνα συγκεκριμένο ἀποτέλεσμα, μὲ βάση ὁρισμένους νόμους, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος θεωρήθηκε σὰν ἕνα σύμπλεγμα ὀργάνων, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία μπορεῖ ν' ἀπομονωθῆ, νὰ ἐξετασθῆ χωριστά, καὶ νὰ συντεθῆ σὲ ἕνα σύνολο μηχανῆς ποὺ κινεῖται μὲ ἐσωτερικοὺς νόμους καὶ ἐξωτερικὲς ὑλικὲς κινητήριες δυνάμεις (τὴν τροφὴ κ.λ.π.). Ἔτσι ἡ Ἰατρικὴ Ἐπιστήμη, ἀκολουθώντας τὶς ἴδιες μεθόδους τῆς Νευτόνιας μηχανιστικῆς φυσικῆς, κατατμήθηκε σὲ εἰδικότητες, ἔπαυσε νὰ βλέπη τὸν ἄνθρωπο ὡς σύνολο, ἐνταγμένο σὲ μία εὐρύτερη κοσμικὴ δυναμική, καὶ τὸν προσεγγίζει σὰν μηχανή. Σήμερα βέβαια ἀκούονται φωνὲς διαμαρτυρίας ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων τῆς Ἰατρικῆς, ὅπως καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν• ἀλλὰ αὐτὲς οἱ φωνές, ὅπως θὰ δοῦμε παρὰ κάτω, ἀπηχοῦν τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ, θὰ ἔλεγε κανεὶς τὸ τέλος τοῦ συγχρόνου κόσμου καὶ τὴν ἀρχὴ ἑνὸς νέου.


β) 
     Ἐξ ἴσου σημαντικὲς ὑπῆρξαν οἱ συνέπειες τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ στὸν τομέα τῆς Τέχνης. Ἐκεῖ τὰ πράγματα εἶναι πιὸ πολύπλοκα, γιατί ἡ Τέχνη δὲν ἔχει νὰ κάμη τόσο μὲ τὴν λογικὴ ὅσο μὲ τὸ συναίσθημα. Ἐν τούτοις καὶ ἐκεῖ παρατηρήθηκαν σοβαρὲς ἐπιδράσεις. Καὶ πρῶτα, δημιουργήθηκε μία διχοτόμηση ἀνάμεσα στὶς φυσικὲς Ἐπιστῆμες καὶ στὴν Τέχνη. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τὸν 18ο αἰώνα ἡ τέχνη στὴν Εὐρώπη παραμελήθηκε πρὸς χάρη τῆς ἐπιστήμης. Οἱ λεγόμενες «καλὲς τέχνες» περιωρίσθηκαν στὴν ἐξωτερικὴ κομψότητα, τὴν καλαισθησία καὶ τὴν συμμετρία, μὲ σκοπὸ νὰ προκαλέσουν συναισθήματα εὐχαριστήσεως καὶ νὰ συντελέσουν καὶ αὐτὲς στὴν εὐτυχία τοῦ ἀτόμου. Μόνο πρόσφατα, μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ σουρρεαλισμοῦ στὶς εἰκαστικὲς τέχνες ἤ τοῦ θεάτρου τοῦ παραλόγου καὶ τῆς νέας ποιήσεως στὰ γράμματα, ἄρχισε ἡ Τέχνη νὰ ξεφεύγη ἀπὸ τὴν ἀπολυταρχία τοῦ λόγου καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς ψυχολογικῆς ἐμπειρίας. Ἀλλὰ αὐτά, ὅπως καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἴπαμε γιὰ τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, εἶναι τὰ πρῶτα ρήγματα στὸ οἰκοδόμημα τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἡ ἀρχὴ ἑνὸς νέου κόσμου. Ὁ σύγχρονος κόσμος στὴν πλειονότητά του δὲν κατανοεῖ, οὔτε συγχωρεῖ, τὸ παράλογο, τὸ ἐκκεντρικὸ καὶ τὸ ἀκαλαίσθητο στὴν Τέχνη, αὐτὸ ποὺ δὲν προκαλεῖ συγκίνηση καὶ εὐχαρίστηση. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ δὲν συγχωροῦσε καὶ ὁ Διαφωτισμὸς ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα καὶ ἑξῆς. Ἡ Τέχνη μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀπευθύνεται στὸ συναίσθημα, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται νὰ προσβάλλη τὸν ὀρθὸ λόγο, τὰ ὀρθὰ ἤθη καὶ ὅ,τι εἶναι λογικὰ «ὀρθό».


γ)      Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ νεώτερος κόσμος ἐπηρεάσθηκε ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὸν Διαφωτισμὸ εἶναι ἡ κοινωνική, πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ζωή. Καὶ πρῶτα στὴν κοινωνικὴ ζωή. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς πολὺ σημαντικὰ στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας:


α.      Στὴν περιοχὴ τῆς παιδείας ἀναπτύχθηκε ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπιδεκτικοὶ μαθήσεως καὶ ὅλοι πρέπει νὰ μορφωθοῦν. Ὁ Διαφωτισμός, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν Βολταῖρο (1694 -1778), αὐτὸν τὸν «διανοητικὸ δικτάτορα τῆς Εὐρώπης», ἐπιδόθηκε σὲ ἕνα τιτάνιο ἀγώνα νὰ ἐκδώση καὶ διασώση τὴν Ἐγκυκλοπαίδεια - ἕνα φιλολογικὸ εἶδος ἄγνωστο μέχρι τότε, ποὺ κατόρθωσε νὰ πραγματοποιήση ὁ σύγχρονός του Diderot (1713 - 1784) - σὰν ἕνα μέσο ἐκλαϊκαύσεως τῆς γνώσεως, ὥστε ὅλοι νὰ μποροῦν νὰ μάθουν τὸ σκοπὸ καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἔτσι νὰ διαλυθοῦν οἱ διάφορες προκαταλήψεις, κυρίως στὴν θρησκεία. Αὐτὸ εἶχε τὶς ἑξῆς καταλυτικὲς κοινωνικὲς συνέπειες: ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος αὔξησε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν σεβασμὸ τῆς κοινωνίας πρὸς τὴν μόρφωση καὶ τὴν παιδεία, σὲ βαθμὸ ποὺ ὅλοι νὰ θέλουν νὰ σπουδάσουν, καὶ ποὺ σιγά-σιγὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ζήσουν στὴν κοινωνία μας ἂν δὲν σπουδάσουν (βλέπε τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς Ἀνώτατης Παιδείας καὶ τὶς κοινωνικὲς συνέπειές της). Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως εἶχεν ὡς συνέπεια κάτι ἄλλο, πολὺ περίεργο καὶ ἀντιφατικό: νὰ πληθύνουν οἱ ἡμιμαθεῖς, αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ ἔχουν γνώμη γιὰ ὅλα, ἐπειδὴ π.χ. διάβασαν μία ἐγκυκλοπαίδεια ἤ - πράγμα ποὺ δὲν διαφέρει καὶ πολὺ - πῆραν ἕνα πτυχίο! Ἔτσι φθάσαμε σὲ ἕνα λαϊκισμὸ στὴν παιδεία: ἐκπαίδευση σὲ ὅλους καὶ δικαίωμα σὲ ὅλους (καὶ σ' αὐτοὺς ποὺ ἐκπαιδεύονται) νὰ ἔχουν γνώμη γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν γνώση. Σήμερα δρέπομε στὴν παιδεία τοὺς καρποὺς ποὺ ἔσπειρεν ὁ Διαφωτισμὸς μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἐγκυκλοπαιδικῆς μορφώσεως, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ συνέπεια τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ὁ ἀπόλυτος μονάρχης τοῦ πολιτισμοῦ.

β.      Στὴν περιοχὴ τῆς πολιτικῆς ζωῆς τὰ ἀποτελέσματα ὑπῆρξαν ἐξ ἴσου καταλυτικά. Πρῶτα, δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁλόκληρος ὁ νεώτερος κόσμος διέπεται καὶ κυριαρχεῖται στὸν τομέα τῆς πολιτικῆς ἀπὸ τὶς ἰδέες τῆς Γαλλικῆς καὶ τῆς Ἀμερικανικῆς Ἐπαναστάσεως. Στὶς ἰδέες αὐτὲς κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἴδια δικαιώματα ὑπὸ τὸν ὄρον πάντοτε ὅτι ὑπακούουν στὸν ἀπόλυτο μονάρχη τῆς λογικῆς καὶ ὅτι ὅλες οἱ «ἐλέῳ Θεοῦ» ἤ ἄλλως πὼς κατεστημένες αὐθεντίες θὰ πρέπει νὰ παραχωρήσουν τὴν θέση τους σὲ συστήματα πολιτικά, ποὺ ἐκφράζουν τὴν βούληση καὶ τὴν σκέψη κάθε ἀνθρώπου, ἤ τοῦ «λαοῦ» (μία ἔννοια ποὺ προσέλαβε διάφορο περιεχόμενο στὰ διάφορα πολιτικὰ συστήματα τῶν χρόνων μας). Ἂς θυμηθοῦμε τὴν φράση «ἐμεῖς, ὁ λαός», μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει τὸ Ἀμερικανικὸ Σύνταγμα. Βασικό, λοιπόν, χαρακτηριστικό του συγχρόνου κόσμου ἀποτελεῖ ἡ «δημοκρατική» μορφὴ τῶν συγχρόνων πολιτευμάτων καὶ οἱ ἰδέες τῆς ἰσότητος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ἰδέες τῶν λεγομένων ἀτομικῶν δικαιωμάτων.


         Δεύτερον, ἀποτελεῖ γεγονὸς ἰδιαίτερης σημασίας, ὅτι οἱ φιλόσοφοι τοῦ Διαφωτισμοῦ τοῦ 18ου αἰ. εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προωθοῦν μὲ ἐπιμονὴ τὴν ἰδέα τῆς ἑνιαίας Εὐρώπης. Ὁ Βαλταῖρος, ὁ Ρουσσώ καὶ ἄλλοι ἐπιφανεῖς διαφωτισταὶ πιστεύουν καὶ διακηρύττουν, ὅτι ὅλοι οἱ Εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ ἀποτελοῦν ἑνότητα πνευματικὴ καὶ ὅτι πολὺ σύντομα θὰ ἀποτελέσουν καὶ ἑνότητα πολιτική. Ἡ ἐξάλειψη τῶν πολέμων μεταξὺ τῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν ἦταν πεποίθηση τῶν ἡγετῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ - κάτι ποὺ φέρνει στὴν σκέψη μας τὶς ἐξελίξεις τῶν ἡμερῶν μας.


          Γενικά, μία αἰσιοδοξία καὶ εὐφορία χαρακτηρίζουν τὸν κόσμο τοῦ 18ου αἰώνα, πράγμα ποὺ συνεχίζεται τὸν 19ο αἰώνα, γιὰ νὰ φθάση στὴν σχεδὸν θρησκευτικὴ πίστη ἑνὸς Βίκτωρος Οὐγκώ καὶ ὅλων ὅσοι ζοῦν στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα (μὲ ἐξαίρεση μορφὲς προφητικές, ὅπως ὁ Ντοστογιέβσκη) ὅτι ὁ 20ος αἰώνας θὰ εἶναι ὁ αἰώνας τοῦ ἀνθρωπίνου παραδείσου, ἡ ἐποχὴ ποὺ θὰ σημάνη τὸ τέλος τῆς ἀμάθειας, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, τῆς πείνας καὶ τῆς ἀρρώστειας, ἀφοῦ ἡ λογικὴ θὰ ἐπικρατήση καὶ ἡ ἐπιστήμη θὰ ἔχη φθάσει στὸ ζενὶθ τῶν ἐπιτευγμάτων της• (ἐντεῦθεν καὶ ἡ ἔκφραση: «μὰ λέγονται αὐτὰ στὸν 20ο αἰώνα»);


         Τὸ πόσο δικαιολογημένη ὑπῆρξεν ἡ εὐφορία αὐτή, μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὸ γνωρίζουμε ὕστερα ἀπὸ πείρα πικρὴ δυὸ παγκοσμίων πολέμων, ἀπὸ συσσωρευόμενες ἀδικίες καὶ καταπιέσεις τῶν ἰσχυρῶν ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων, ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν πιὸ ὠμῶν βασανιστηρίων κατὰ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ἀξιοπρεπείας, ποὺ ζήσαμε οἱ γενεές μας, καὶ τέλος ἀπὸ τὴν ἐμπλοκὴ τῆς ἐπιστήμης στὸν φαῦλο κύκλο τῆς ἐξαλείψεως τῶν ἀσθενειῶν μὲ μέσα καὶ τρόπους, ποὺ ἀναπόφευκτα γεννοῦν νέες ἀρρώστειες καὶ νέα προβλήματα. Ἔτσι ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ εὐφορία ποὺ συνώδευαν τὴν ἀνάπτυξη τῆς ὅλης πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς ἀρχίζει πιὰ νὰ δίνη τὴν θέση της σὲ μία ἔντονη ἀπελπισία, σὲ μία κρίση ἐμπιστοσύνης στὴν ἐπιβίωση τῶν πολιτικῶν θεσμῶν καὶ αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς στὸν πλανήτη μας. Ἀλλὰ ἡ κρίση αὐτὴ συνδέεται καὶ μὲ ἄλλα χαρακτηριστικά του συγχρόνου κόσμου, τὰ ὁποῖα θὰ πρέπει μὲ συντομία νὰ ἐπισημάνουμε. Ἔτσι:


γ.      Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀστικῆς τάξεως, μιᾶς τάξεως, ποὺ ἐπιβάλλει πιὰ τὴν θέλησή της πρὸς κάθε κατεύθυνση, πρὸς τὰ ἄνω (τοὺς εὐγενεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντες) καὶ πρὸς τὰ κάτω (τοὺς ἀγρότες καὶ ἐργάτες - πρὶν ἀστικοποιηθοῦν καὶ αὐτοὶ -, τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀκτήμονες). Ὁ ἀστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν ἠθική τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἐπιτυχία, ποὺ τὴν ἀνάγει σὲ θρησκευτικὸ περίπου ἰδεῶδες, γίνεται κῆρυξ τοῦ κοινωνικοῦ «καθωσπρεπισμοῦ», ὑποθάλπει τὴν ὑποκρισία στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ ἐπιβάλλει τοὺς δικούς του κανόνες συμπεριφορᾶς πρὸς κάθε κατεύθυνση.


δ.       Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀστυφιλίας.Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ποὺ ἀρχίζει τὸν 18ο αἰώνα καὶ ὀγκώνεται μέχρι ποὺ νὰ πάρει στὶς μέρες μας διαστάσεις τέρατος, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς βιομηχανικῆς ἐπαναστάσεως καὶ τῆς ἀνόδου τῆς ἀστικῆς τάξεως. Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι συρρέουν στὶς πόλεις, γιὰ νὰ βροῦν ἐκεῖ ὄχι μόνο τὰ μέσα ἐπιβιώσεως (ἀφοῦ οἱ πόλεις συγκεντρώνουν τὶς μεγάλες βιομηχανίες), ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπολαύσεις, ποὺ ὁλοένα γίνονται καὶ πιὸ πολὺ δικαιώματα τοῦ ἀτόμου. Ἡ πόλη εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνωνυμίας, προσφέρει λύτρωση ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ γείτονα, δίνει τὴν δυνατότητα τῆς διπλῆς ζωῆς, ποὺ τόσο πόθησε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.


         Αὐτὴ ἡ ἀστυφιλία, καὶ ἡ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση ποὺ τὴν συνώδευσε, εἶχεν ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τὴν ἐμφάνιση δυὸ σημαντικῶν ἐξελίξεων στὸ νεώτερο πολιτισμό μας:


δ) 
     ἔγινε αἰσθητὴ καὶ διαμορφώθηκε ἡ διαίρεση τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν σὲ τάξεις. Ἡ ἐμφάνιση τῶν ἰδεῶν τοῦ Μαρξισμοῦ, τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας, σὲ μία χώρα κατ' ἐξοχὴν βιομηχανική, ὅπως ἡ Ἀγγλία (ἐκεῖ ἔγραφε τὸ «Κεφάλαιό» του ὁ Κὰρλ Μάρξ), δείχνει ὅτι ἦταν σχεδὸν ἀναπόφευκτο στὸν σύγχρονο κόσμο μας νὰ δημιουργηθῆ ἡ λεγομένη «πάλη τῶν τάξεων», - δηλαδὴ ἡ ἀντίθεση μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἔχουν καὶ ἐκείνων ποὺ δὲν ἔχουν, μέχρις ὅτου καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἀποκτήσουν ὅσα καὶ ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι. Οἰκονομικὰ συστήματα διάφορα βλέπουν τὸ φῶς τῆς ἡμέρας προτείνοντας τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ὅλες οἱ τάξεις θὰ ἀποκτήσουν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν, ἄλλα μὲ αἱματηρὲς καὶ ἄλλα μὲ ἀναίμακτες ἐπαναστάσεις, μὲ μεθόδους ἴσης κατανομῆς τῶν εἰσοδημάτων κ.λ.π. Σὲ ὅλα αὐτὰ σύντροφος ἀχώριστος ἡ ἐπιστήμη, ποὺ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς τεχνικῆς (γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε πιὸ κάτω) ἀνεβάζει τὸ βιωτικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔτσι ἐκτοπίζει τὴν πολιτική, προσφέροντας πιὰ αὐτὴ ὅ,τι ἡ πολιτικὴ ἐπαγγέλεται καὶ δὲν τὸ κατορθώνει. Ὁ σύγχρονος κόσμος γίνεται ἔτσι δέσμιος της Τεχνολογίας, - τῆς νέας αὐτῆς καὶ παντοδύναμης θεᾶς, ποὺ θὰ κυβερνήση γιὰ πολὺ ἀκόμα τὸν κόσμο μας.


         Ἀλλὰ πρὶν μιλήσουμε γιὰ τὴν θεὰ αὐτή, ἂς ἐπισημάνουμε ἕνα ἀκόμα βασικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ ἔφερε μαζί της ἡ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση καὶ ἡ ἀστυφιλία. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀτομισμὸ καὶ τὸν εὐδαιμονισμὸ στὴν κοινωνικὴ ζωή. Στὶς πόλεις συσσωρευμένοι οἱ ἄνθρωποι, σὲ ἕνα κλίμα ἀνωνυμίας, δὲν ἐνδιαφέρονται παρὰ μόνο γιὰ τὴν εὐδομονία τους καὶ ἐκείνη τῶν πιὸ ἄμεσα δικῶν του ὁ καθένας, τῆς οἰκογενείας τῶν συγγενῶν κ.λ.π. Καὶ ὅταν συναθροίζονται σὲ τάξεις, σὲ συνδικάτα, γιὰ νὰ διεκδικήσουν τὰ δικαιώματά τους, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἐνεργοῦν χωρὶς νὰ λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν τους τὸ γενικώτερο συμφέρον τῆς κοινωνίας. Ὁ ἀτομισμὸς μεταφράζεται ἔτσι σὲ «ταξισμό», καὶ ἡ κοινωνία μεταβάλλεται σὲ κομμάτια, εἴτε ἀτόμων μεμονωμένων, εἴτε ὁμάδων ὀργανωμένων, τὰ ὁποία δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ τῶν στενῶν συμφερόντων τους.


         Μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτὴ τοῦ ἀτομισμοῦ (τοῦ ἀτομικοῦ καὶ τοῦ ὁμαδικοῦ), στὴν πάλη γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν «ἀτομικῶν δικαιωμάτων» ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει ὁδηγηθῆ σὲ φαινόμενα ἐκφυλιστικά, ὅπως ἡ ἐγκληματικότητα καὶ τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα. Τὸ τελευταῖο δὲν εἶναι παρὰ μία ἐγκληματικότητα ἔναντι τῆς φύσεως, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων χωρὶς σεβασμὸ πρὸς τὰ δικαιώματα τῆς φύσεως, ἡ ἔξαρση δηλαδὴ τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τοῦ ὠφελιμισμοῦ στὸ πιὸ ἀκραῖο κ' ἐπικίνδυνο σημεῖο. Βεβαίως, ἐμεῖς ποὺ μιλᾶμε σήμερα, ἔχομε πιὰ τὴν πικρὴ πείρα τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου νὰ ἀποτρέψη τὶς ὀλέθριες αὐτὲς συνέπειες τοῦ ἀτομισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ πάλι εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι ὁ πολιτισμός μας δὲν διαθέτει ἄλλη ἐλπίδα, ἄλλο φάρμακο, στὸ πρόβλημα τῆς οἰκολογίας, ἀπὸ τὴν λογικὴ καὶ τὴν ἠθική: ὅταν παρατηροῦνται φαινόμενα ἀπειλητικά, ὅπως ἡ ἐκροὴ ραδιενέργειας, ἡ μόλυνση ἀπὸ βιοχημικὰ κατάλοιπα κ.τ.λ., ἡ μόνη διέξοδος ποὺ ἐπιχειρεῖται εἶναι ἡ ἔκκληση νὰ λογικευθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν χρήση τῆς φύσεως. Ἀλλὰ πῶς νὰ λογικευθῆ, ὅταν εἶναι δέσμιος του εὐδαιμονισμοῦ, δηλαδὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ ἀτόμου γιὰ εὐτυχία; Γιὰ νὰ μειώση τὴν μόλυνση, πρέπει νὰ μειώση τὴν παραγωγή. Καὶ μειώνοντας τὴν παραγωγὴ μειώνει τὴν ὑλικὴ εὐημερία του καὶ αὐξάνει τὴν ἀνέχεια, τὴν ἀρρώστεια, ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποία ἀγωνίστηκε τόσο πολὺ νὰ ἐξαλείψη. Πραγματικὰ ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχει φθάσει σὲ ἀδιέξοδο. Ἤ θὰ γυρίση στὴν πρὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ περίοδο, ἤ θὰ πεθάνη. Οἱ λέξεις φαίνονται ὑπερβολικές, ἀλλὰ εἶναι δυστυχῶς πολὺ ἀκριβεῖς.


          Καὶ ἐρχόμαστε τώρα σ' αὐτὸ ποὺ ὠνομάσαμε «θεά» τοῦ συγχρόνου κόσμου, τὴν Τεχνολογία. Ἡ Τεχνολογία εἶναι ἡ ἀναγωγὴ τῆς τεχνικῆς σὲ «λόγο», σὲ κυρίαρχο τρόπο σκέψεως, σὲ στάση ζωῆς. Ἡ τεχνολογία ὀφείλει τὴν γέννησή της στὴν ἀπολυταρχία τῆς λογικῆς, στὴν διαπίστωση δηλαδὴ ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ νὰ κυριαρχήση τόσο πολὺ στὰ πράγματα καὶ στὴν φύση, ὥστε νὰ παραγάγη ὅποιο ἀποτέλεσμα ἐπιθυμεῖ. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν μαθηματικῶν μάλιστα μπορεῖ νὰ παραγάγη καὶ ὄντα ποὺ σκέπτονται, ποὺ κάνουν ὅλο τὸ ἔργο τοῦ σκεπτομένου ἀνθρώπου (computers). Ὅλα αὐτὰ ὅταν τεθοῦν στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, γίνονται ὄχι ἁπλῶς δελεαστικά, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ ἀναντικατάστατα. Ἡ τεχνολογία κρατάει σήμερα τὸ κλειδὶ σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ζωῆς: τὴν ἐπιστήμη, τὴν πολιτική, τὴν οἰκονομία, τὴν ἰατρικὴ κ.λ.π. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀγνοήση, χωρὶς νὰ τιμωρηθῆ μὲ ἀφανισμό.


          Ἔτσι ὁλοκληρώνεται σὲ ἁδρότατες γραμμὲς ἡ εἰκόνα τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ἑνὸς κόσμου μὲ καταπληκτικὴ πρόοδο σὲ ὅλους τους τομεῖς, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ἄγχος καὶ φόβο. Ἑνὸς κόσμου ποὺ κυριολεκτικὰ ἔχει ἐξαντλήσει τὰ ὅριά του καὶ βρίσκεται πιὰ σὲ ἀδιέξοδο. Σ' ἕνα τέτοιο κόσμο καλεῖται σήμερα νὰ ζήση ἡ Ὀρθοδοξία καὶ νὰ δώση τὸ μήνυμά της. Τί θὰ εἶχε νὰ προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία στὸν κόσμο μας;


 
ΙΙΙ. ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Ἡ κρίση τοῦ συγχρόνου κόσμου καὶ τὰ πρῶτα σημεῖα μίας νέας ἐποχῆς
          Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ μία παρατήρηση, ἡ ὁποία ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ ὅσους εἶναι ταγμένοι νὰ ἐκπροσωποῦν τὴν Ὀρθοδοξία μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο, ὡς κληρικοὶ κυρίως καὶ ὡς θεολόγοι. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος, μουσειακὸ ἀντικείμενο, προωρισμένο νὰ προκαλῆ ἁπλῶς τὸν θαυμασμὸ ὡς ἐπίτευγμα μίας ἄλλης ἐποχῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ ἀρθρώση λόγο σωτήριο γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, λαμβάνοντας ὑπ' ὄψιν τὰ ἀδιέξοδα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀντιμετωπίζει. Τὰ ἀδιέξοδα αὐτά, στὰ ὁποῖα ἀκροθιγῶς ἀναφερθήκαμε, ἀποτελοῦν τὴν πρόκληση καὶ τὸ πλαίσιο, ποὺ προσφέρει ὁ σύγχρονος κόσμος στὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ κάμη ζωντανὴ τὴν παράδοση, ποὺ παρέλαβεν ἡ γενεά μας ἀπὸ τοὺς πατέρες της.


         Μὲ ποιὸν τρόπο θὰ μποροῦσε ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα ν' ἀποτελέση σωστικὴ δύναμη γιὰ τὰ ἀδιέξοδα τοῦ πολιτισμοῦ μας;


         Ἡ σημερινὴ Ὀρθοδοξία, ὡς ποιμαίνουσα καὶ ὡς διδάσκουσα Ἐκκλησία, ἔχει αὐξημένη εὐθύνη ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἱστορίας. Τοῦτο ὀφείλεται στὸ ὅτι στὶς ἡμέρες μας ἔχουν ἤδη ὡριμάσει οἱ προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἀκουσθῆ ἡ φωνή της σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἀρκεῖ νὰ κατορθώση νὰ συλλάβη τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν καὶ νὰ ἀποδυθῆ σὲ μία βαθειά, ὅσο καὶ πιστή, ἑρμηνεία τῆς παραδόσεώς της. Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, τὰ ὁποία εὐνοοῦν τὴν προβολὴ καὶ ἐπίδραση τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο περιλαμβάνουν τὰ ἀκόλουθα.


α)      Ὅπως ἤδη ἐπισημάναμε, ὁ σύγχρονος κόσμος ἀρχίζει σήμερα νὰ χάνη τὴν ἀρχικὴ αἰσιοδοξία καὶ αὐτοπεποίθηση, μὲ τὴν ὁποία ξεκίνησε τὸν 18ο αἰώνα. Ἤδη, μὲ τὸ ξέσπασμα τῶν δυὸ μεγάλων παγκοσμίων πολέμων στὸν αἰώνα μας, οἱ προφητικὲς ἀμφιβολίες ἑνὸς Ντοστογιέφσκι ὡς πρὸς τὴν ἐπιτυχία τοῦ λογοκρατουμένου δυτικοῦ κόσμου ἄρχισαν νὰ ἐπαληθεύονται. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ δύναμη ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸν λόγο του, καὶ μπορεῖ νὰ ὁδηγήση στὴν ἀνατροπὴ ὅλων τῶν κατασκευῶν καὶ ἐπιτευγμάτων του. Τὸ κακὸ δὲν ἐλέγχεται, οὔτε περιορίζεται, μὲ τὴν λογικὴ ἤ τὴν ἠθική, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τοὺς δυὸ αὐτοὺς μεγάλους πολέμους τοῦ αἰώνα μας, ὁ κόσμος ποὺ ἔκτισεν ὁ Διαφωτισμός, ὑπέστη τριγμούς, καὶ ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ περιπίπτη σὲ ἀπόγνωση. Ἤδη στὰ χρόνια τοῦ μεσοπολέμου, ὁ μηδενισμὸς κάνει τὴν ἐμφάνισή του στὴν Εὐρώπη μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψη συστηματικὰ ὅλες τὶς ἀξίες, ἰδιαίτερα τὶς αἰσθητικές, ποὺ ἀνήγαγε σὲ ἰδανικὰ καὶ κανόνες ζωῆς ὁ κόσμος τοῦ 19ου αἰώνα. Στὴν ἀναρχικὴ ἀναταραχή, ποὺ δημιουργεῖται, ἐμφανίζεται στὴν τέχνη τὸ κίνημα τοῦ Σουρρεαλισμοῦ, ἕνα κίνημα μὲ πολλὴ γονιμότητα, ἀρχικὰ ὡς ἐκμετάλευση καὶ ἀνάλυση τοῦ ἀσυνειδήτου, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνατραπῆ ἡ «παραμορφωτικὴ ἐπίδραση τῆς λογικῆς», καὶ ἀργότερα ὡς ἀνάλυση καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν νευρωτικῶν παρενοχλήσεων. Ἔτσι ἡ ψυχολογία καὶ ὁ ἀτομισμὸς ἐπιβιώνουν στὸν σύγχρονο κόσμο μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς ἀκράτου ὑποκειμενισμοῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομεῖ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ Ὑπαρξισμοῦ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἐλευθερίας.


         Στὸν ἀντίποδα τῶν ἐξελίξεων αὐτῶν ἀναπτύχθηκε στὸν σύγχρονο κόσμο ἡ «ἐλπίδα», μὲ τὴν μορφὴ τῆς ἀναζητήσεως ἑνὸς μέλλοντος, ποὺ θὰ περνάη μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δράση. «Θεολογίες τῆς ἐλπίδος» καὶ «τῆς ἀπελευθερώσεως» ἐμπνεόμενες σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν χριστιανική, ἀλλὰ καὶ τὴν μαρξιστικὴ ἐσχατολογία, μετέθεσαν τὸν προσανατολισμὸ τοῦ συγχρόνου κόσμου στὸ χῶρο τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι. Ἔτσι ἐπανέρχονται στὴν ἐπιφάνεια τὰ τυπικὰ διλήμματα τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ μεταξὺ τοῦ ἀτομικοῦ εὐσεβισμοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ, χωρὶς κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ σκέλη νὰ μπορῆ νὰ ἱκανοποιήση τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ ἀγωνιωδῶς τὴν χρυσὴ τομὴ μεταξὺ τῶν δυὸ ἄκρων. Μὲ τὶς ἀπροσδόκητα ραγδαῖες ἐξελίξεις μάλιστα τῶν τελευταίων μηνῶν στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἡ ἐλπίδα αὐτῆς τῆς μορφῆς γιὰ τὸν σύγχρονο κόσμο ἔχει ἀνάγκη ριζικῆς ἀναθεωρήσεως καὶ ἀναπροσαρμογῆς, ὥστε νὰ βρεθῆ ἡ σωστὴ ἰσορροπία μεταξὺ «ἀτόμου» καὶ «κοινότητος», ἱστορίας καὶ ἐσχατολογίας κ.λ.π., γιὰ νὰ μὴν περιπέση ὁ ἄνθρωπος εἴτε σὲ νέες μορφὲς ἀτομισμοῦ εἴτε σὲ νέες μηδενιστικὲς τάσεις.


β)     Ἔντονος εἶναι ἐπίσης ὁ προβληματισμὸς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου καὶ ὡς πρὸς τὶς προόδους τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνικῆς. Ἡ πρόοδος καὶ οἱ ἐλπίδες τῆς ἰατρικῆς, παραδείγματος χάριν, στηρίζονται σὲ μεγάλο βαθμὸ στὶς ἀνακαλύψεις τῆς βιολογίας, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἐλπίδα ὅτι θὰ κατανικηθοῦν πολλὲς ἀσθένειες. Ἀλλὰ μία τέτοια πρόοδος συνεπάγεται καὶ τρομερὲς δυνατότητες ἐλέγχου ὄχι μόνο τοῦ φύλου, ἀλλὰ καὶ τῆς προσωπικότητος καὶ τοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἐπίπεδο γονιδίων. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ φανταστῆ κανεὶς τοὺς κινδύνους ποὺ περιέχει αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Παρόμοιες παρατηρήσεις ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν τεχνολογία, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται πλέον ὅτι δὲν εἶναι μόνο ἕνας φίλος, ποὺ ὑπόσχεται τὴν λύση τῶν προβλημάτων μας, ἀλλὰ καὶ ἕνας πιθανὸς τύραννος, ποὺ ἀπειλεῖ νὰ μᾶς συντρίψη μέχρι θανάτου, ὄχι μόνον πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ φυσικοῦ. Ὅλα αὐτά, συνδυαζόμενα μὲ τὸ ὀξύτατο οἰκολογικὸ πρόβλημα, ποὺ ἀπειλεῖ μὲ καταστροφὴ τὴν ζωὴ στὸν πλανήτη μας, συνθέτουν μία εἰκόνα ἀνάμικτη μὲ ἐλπίδες καὶ φόβους. Ἡ πολιτική, στὴν ὁποία ἐναποθέτει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σχεδὸν ὅλες τὶς ἐλπίδες του γιὰ προστασία ἀπὸ τοὺς κινδύνους αὐτούς, ἀποδεικνύεται ἀνίκανη νὰ δώση λύσεις χωρὶς τὴν συναίνεση καὶ συγκατάθεση τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας, ἂν δὲν θέλη νὰ καταφύγη σὲ δικτατορικὲς μεθόδους. Ἐμφανίζεται ἔτσι ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη παιδείας καὶ ἤθους, πράγματα ποὺ μόνο ἕνας βαθύτερος πνευματικὸς προσανατολισμὸς μπορεῖ δώση. Ἡ ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ χρέους καὶ τῶν δυνατοτήτων της, ἔχει σημάνει στὸν σύγχρονο κόσμο.


2. Οἱ δυνατότητες τῆς Ὀρθοδοξίας
         Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα παρουσιάζεται ἰδιαίτερα σεβαστὴ μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἀπὸ τὴν ἐπαφή της μὲ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο κατέστη φανερὴ ὄχι μόνον ἡ ἰδιαιτερότητά της, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπεροχή της. Διότι γίνεται διαρκῶς καὶ πιὸ φανερό, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μετέχει ἱστορικὰ στὶς ἁμαρτίες τοῦ νεωτέρου κόσμου, δὲν συνέβαλε στὴν «πρόοδό» του, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὴν καταστρεπτικότητα καὶ τὰ ἀδιέξοδά του.


         Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτὴν τὴν «ἀθωότητα», ἂς τὴν ποῦμε, τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ τὴν καθιστᾶ σήμερα ὄχι ἁπλῶς ἐπίκαιρη, ἀλλὰ καὶ τὴν μόνη ἴσως ἐλπίδα γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸ θὰ ἐπιχειρήσουμε τώρα νὰ ἀναλύσουμε μὲ συντομία.


         Στὴν σημερινὴ πορεία τῶν ἐξελίξεων στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης κ.λ.π., ἀναφαίνονται ἤδη τὰ πρῶτα σημεῖα πού μᾶς ἐπαναφέρουν στὴν Πατερικὴ καὶ Βυζαντινὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο καὶ στὴν ζωή. Ἀναφέρομαι κατὰ πρῶτον λόγον στὸν χῶρο τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, γιατί ἐκεῖ φαίνεται νὰ ἀνήκη ἡ πρωτοπορία τῶν νέων αὐτῶν ἐξελίξεων. Πρόκειται γιὰ τὴν μεγάλη ἐπανάσταση ποὺ σημείωσε στὴν ἐπιστήμη ἡ θεωρία τοῦ Einstein καὶ οἱ μεταγενέστερες θεωρίες τοῦ Heisenberg (ἡ λεγόμενη Quantum theory), ποὺ καταργοῦν πιὰ ὁριστικὰ τὴν μηχανιστικὴ ἀντίληψη τοῦ σύμπαντος καὶ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ μία ὀντολογία σχέσεων. Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμένου εἶναι πιὰ μύθος, καὶ ἀρχίζει νὰ γίνεται δεκτὸ ὅτι ὁ ἐρευνητὴς μετέχει καὶ ἐπηρεάζει τὸ ἀντικείμενο πάνω στὸ ὁποῖο πειραματίζεται. Αὐτὸ καταρρίπτει ὄχι μόνο τὴν μηχανιστικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομιστικὴ θεώρηση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἄτομο μεμονωμένο. Ὅλα τὰ ὄντα εἶναι σχετικά, δηλαδὴ στηρίζονται σὲ κάποια σχέση μὲ ἄλλα ὄντα. Ὁ κόσμος εἶναι μία σχέση.


         Βέβαια, τὸ μήνυμα αὐτὸ δὲν φαίνεται νὰ ἔχει φθάσει ἀκόμα στοὺς κοινωνιολόγους μας, οὔτε πολὺ περισσότερο στὴν κοινὴ λογική μας. Εἶχε ὅμως φθάσει πρὸ πολλοῦ καὶ ὑπάρχει βαθιὰ ριζωμένο στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ αὐτὸ μὲ τὶς ἑξῆς μορφές:


α)      Ἡ Τριαδικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι στὴν οὐσία μία ἐφαρμογὴ τῶν ἀπόψεων αὐτῶν στὴν πίστη μας στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνος. Ὁ ἀρχαῖος φιλοσοφικὸς κόσμος (βλ. Ἀριστοτέλη, Φίλωνα κ.ἄ.) ἔβλεπαν τὸν Θεὸ ὡς τὴν πιὸ μοναχικὴ ὕπαρξη, τὸ ἀπόλυτο Ἕνα. Οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας, ποὺ διεμόρφωσαν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, διεφώνησαν ριζικὰ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὸ θέμα αὐτό. Ἄλλο ἕνας καὶ ἄλλο μόνος. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, ἀλλὰ ἡ ἑνότητά του στηρίζεται στὴν ἀδιάρρηκτη ἀγαπητικὴ σχέση ποὺ ἔχουν τὰ τρία πρόσωπα (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα) μεταξύ τους. Ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ πιὸ ἀντιατομικὸς Θεός, εἶναι ὁ πιὸ «κοινωνικός» Θεός, Θεὸς σχέσεων.


β)      Ἡ Τριαδικὴ αὐτὴ Θεολογία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀνθρωπολογία (τὴν ἀντίληψη περὶ ἀνθρώπου) καὶ κατ' ἐπέκτασιν μὲ τὴν κοινωνιολογία. Ἡ σχέση αὐτὴ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία περὶ προσώπου. Τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα μὲ τὸ ἄτομο. Εἶναι μᾶλλον τὸ ἀντίθετό του. Τὸ ἄτομο εἶναι κάτι ποὺ νοεῖται μόνο του, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ἀπομόνωση, τὴν διάσπαση καὶ τὴν διάσταση, τὸν χωρισμὸ τῶν ὄντων. Τὸ πρόσωπο ἀναδύεται μόνο ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ ἄλλα ὄντα. Δὲν μπορεῖς νὰ πῆς «Ἐγώ», ἂν δὲν ὑπάρχη τὸ «Σύ». Ὅπως ἀκριβῶς δὲν μπορεῖς νὰ πῆς «Πατήρ» ἂν δὲν ἐννοῆς ταυτόχρονα καὶ τὸν «Υἱό». Πατὴρ χωρὶς Υἱὸν δὲν εἶναι Πατήρ. Καὶ «Ἐγώ» χωρὶς «Σύ» δὲν εἶναι «Ἐγώ». Ἡ σχετικότητα τῆς μετὰ τὸν Einstein φυσικῆς μεταφράζεται ἔτσι σὲ Θεολογία καὶ Κοινωνιολογία στὴν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περὶ προσώπου. Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ προβάλη σήμερα ἔντονα τὶς θέσεις αὐτὲς καὶ ἀμέσως θὰ δημιουργηθοῦν γέφυρες μὲ τὸν κόσμο ποὺ ἀνατέλλει μέσα στὰ ἐρείπια τοῦ συγχρόνου κόσμου μας ὁ ὁποῖος σβήνει μέσα στὰ ἀδιέξοδα ποὺ δημιούργησε.


γ)      Θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ὅτι ὅλα αὐτὰ ἡ Ὀρθοδοξία τὰ ζῆ στὴν πράξη - καὶ δὲν εἶναι θεωρίες - μέσα στὴν Εὐχαριστιακὴ σύναξη. Ἀπὸ ὅλες τὶς μορφὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, μόνο ἡ Ὀρθοδοξία διατήρησε τὴν Θ. Εὐχαριστία στὸ κέντρο τῆς ζωῆς της καὶ τῆς ἔδωσε ρόλο καθοριστικό. Ἡ Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία δὲν εἶναι ὁ χῶρος - ὅπως πολλὲς φορὲς κακῶς νομίζομε - ὅπου ὁ καθένας συναντᾶ τὸν Θεὸ μόνος του καὶ ἑνώνεται μαζί Του μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν Θ. Κοινωνία. Η Θ. Λειτουργία εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ὁ καθένας μας γίνεται ἰδιαίτερο πρόσωπο, ἀκριβῶς διὰ μέσου τῆς σχέσεώς του μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ ὅπου τίποτε δὲν νοεῖται ἀτομικά, ἀλλὰ μόνο προσωπικά, (μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δώσαμε στὸ πρόσωπο πιὸ πάνω). Γι' αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ, δὲν ἐπιτρέπεται στὴν Ὀρθοδοξία νὰ τελεσθῆ ἀτομικὴ Θ. Λειτουργία. Η Θ. Εὐχαριστία εἶναι κοινωνία, κοινωνία προσώπων ποὺ ἀντλοῦν ὁ καθένας τὴν ταυτότητά του ἀπὸ τὴν σχέση τους μὲ τοὺς ἄλλους, μία ἀντανάκλαση τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ὁ Θεὸς εἶναι Πατὴρ διότι ἔχει Υἱὸν καὶ Πνεῦμα, ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς διότι ἔχει Πατέρα κ.ο.κ.


δ)      Ἡ Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία ἔχει καὶ μία ἀντίληψη περὶ τοῦ φυσικοῦ κόσμου ποὺ συμπίπτει μὲ ὅσα ἡ νεώτερη Ἐπιστήμη προσπαθεῖ σήμερα νὰ πῆ. Στὴν Θ. Λειτουργία ὁ φυσικὸς καὶ ὑλικὸς κόσμος (ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, τὰ χρώματα, οἱ ἦχοι, κ.λ.π.) καὶ ὅλες οἱ αἰσθήσεις (ὅραση, ἁφή, ὄσφρηση - μὲ τὸ θυμίαμα, - ἀκοὴ κ.λ.π.) μετέχουν σὲ μία ἑνότητα ἀδιάσπαστη. Δὲν ὑπάρχει ἀντίθεση μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμενικῆς πραγματικότητος, δὲν ὑπάρχει ἡ κατακτητικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ἀπέναντι στὸν κόσμο ποὺ τὸν περιβάλλει, ὅπως συμβαίνει στὴν Τεχνολογία, ὁ κόσμος δὲν κεῖται ἔναντι, δὲν ἀντίκειται (ἀντικείμενον) τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ προσλαμβάνεται ἀπὸ αὐτόν, ἑνώνεται μαζί του σὲ ἕνα σῶμα, μεταλαμβάνεται καὶ κοινωνεῖται. Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ὄχι μόνο ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ πρόσληψη τροφῆς, ἀποδοχὴ καὶ καταξίωση τοῦ φυσικοῦ μας περιβάλλοντος, ἐνσωμάτωση τῆς ὕλης καὶ ὄχι χρήση τῆς ὕλης. Ἡ ἱερότητα ποὺ συνοδεύει αὐτὴν τὴν στάση, τὸ Θεῖο ρῖγος ποὺ διαπερνᾶ αὐτὴν τὴν σχέση, εἶναι ὁ ἀντίποδας τῆς Τεχνολογίας καὶ ἡ ἀπάντηση στὸ οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι καὶ γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὅ,τι καλύτερο ἔχει νὰ προσφέρη ἡ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο.


ε)      Ἡ Ὀρθοδοξία, τέλος, εἶναι σήμερα ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη, λόγω τοῦ ἀσκητικοῦ πνεύματος ποὺ τὴν χαρακτηρίζει. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δείχνει νὰ ἔχη ὑποταγεῖ τόσο πολὺ στὸν ἀτομισμό, ὥστε νὰ ἔχη ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ὑπενθύμιση, ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ὁ οἰκονόμος καὶ οἰωνεὶ ὁ ἱερεύς της, αὐτὸς ποὺ τὴν προσφέρει στὸν Δημιουργὸ Θεό, διακηρύττοντας ὅτι Τοῦ προσφέρει «τὰ Σά ἐκ τῶν Σῶν». Ἡ Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ παράδοση, ποὺ διεπότισε τὸ φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν μὲ τὴν σημασία ποὺ ἀποδίδουν στὴν νηστεία καὶ στὴν στέρηση, ἔχει πολλὰ νὰ διδάξη τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὑποδουλώθηκε στὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ τοῦ καταναλωτισμοῦ, καὶ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν ἐξάντληση τῶν φυσικῶν πόρων τῆς ζωῆς τοῦ πλανήτου μας, μία ἐξάντληση ποὺ θὰ ἐπιφέρη ἀργὰ ἡ γρήγορα τὸ τέλος τῆς ζωῆς σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅπως ἐπισημαίνουν πλέον ὅλοι οἱ σοβαροὶ ἐπιστήμονες. Ἁγιασμὸς καὶ ἄσκηση [4] εἶναι αὐτὰ ποὺ φέρει μαζί της στὸν σύγχρονο κόσμο ἡ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὴν Τριαδικὴ Θεολογία της. Καὶ αὐτὰ ἔχουν σήμερα ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου.



Σημειώσεις________________________________________

[1]. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν Μητροπολίτη ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα στὴν ἐπαρχία του ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Ἑσπερινός του Σαββάτου στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κοζάνης, στὸν ὁποῖον κατὰ τὴν παράδοση πάντοτε χοροστατεῖ ὁ ἴδιος, ἀποτελεῖ ὑποδειγματικὴ ἱερὰ ἀκολουθία.
[2]. Βλ. τὸ ἄρθρο μας «Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα καὶ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία» στὸ περιοδικὸ Εὐθύνη, 1985, τεῦχος 163, σ. 329 ἐξ. (ἀναδημ. στὸ περιοδικὸ Ἀνάπλασις, 1987).
[3]. † Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, «Πατροπαράδοτον σέβας», Χαριστήριος Ὠδὴ β/), Ἀθήνα 1988.
[4]. Ἔτσι ὁρίζει κάπου τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης κ. Διονύσιος.


Πληκτρολόγηση Ν. Ρ.

Οὐρανοὶ καινοὶ καὶ γῆ καινή


 Γράφει ἡ ἁγία Γραφή στό ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης (κεφ. 21, 1): «Εἶδον οὐρανόν καινόν καί γῆν καινήν».


Αὐτή ἡ γῆ πού ὑπάρχει τώρα, θά παύσει νά ὑπάρχει. Καί ὁ οὐρανός, θά παύσει νά ὑπάρχει! Καί μέσα στόν καινούργιο οὐρανό καί στήν καινούργια γῆ, θά δεσπόζει ἡ νέα Ἱερουσαλήμ· μιά καινούργια Ἱερουσαλήμ!


Ὅσο θά εὑρίσκεται στήν γῆ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅλο καί θά ἀντιμετωπίζει κινδύνους. Μετά τήν κρίση ἔρχεται ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀπό ᾿κεῖ καί πέρα δέν θά ὑπάρχει πιά: οὔτε πόνος, οὔτε λύπη, οὔτε στεναγμός.

 
* * *
 

Μέ μιά προϋπόθεση: ἄν ἔχωμε πιστεύσει στόν Χριστό. Γιά ὅποιον δέν πιστεύει στόν Χριστό, τό μέλλον εἶναι πιό μαῦρο καί πιό ζοφερό. Καί περισσότερο σκοτάδι.


Μιά εἶναι ἡ σοφία. Θεμελιῶστε τήν ζωή σας στό Χριστό. Ἀφῆστε Τον νά κυβερνήσει τήν ζωή σας. Μᾶς χρειάζεται θάρρος· πίστη· δύναμη.


Μά ὅλα αὐτά τά ἔφερε στόν κόσμο ὁ Κύριός μας τότε πού ἐκένωσε τόν Ἑαυτό του καί ἐπῆρε γιά χάρη μας δούλου μορφή (Φιλ. 2, 7-8), καί ἐταπείνωσεν Ἑαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ.

 
* * *
 

Ἡ ἐλπίδα, ἔστω καί σέ ποσότητα μιᾶς ἀμυδρᾶς ἀχτίδας, στολίζει καί ὀμορφαίνει τόν δρόμο μας· καί ὅσο πιό πηχτό γίνεται τό σκοτάδι, τόσο πιό παρήγορη γίνεται ἡ ἔστω καί μία ἀχτίδα φωτός καί ἐλπίδας.


Ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί;


Πόσο τήν αἰσθανόμαστε αὐτήν τήν ἀχτίδα;


Πόσο παίρνουμε ἀπό αὐτήν ἐλπίδα, χαρά καί δύναμη;
το είδαμε εδώ

Ο προφήτης Ιεζεκιήλ

                                              Ἰεζεκιὴλ ἑβράϊζε κἂν πόλω,
                                         Ἀδωναῒ βλέπω σε, φάσκων Κυρίῳ.

Ο προφήτης Ιεζεκιήλ, ο γιος του Βουζεί ήταν ιερέας. Καταγόταν από ευγενή οικογένεια της Ιερουσαλήμ, τα μέλη της οποίας μετήχθησαν ως αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα μαζί με ένα μεγάλο μέρος της άρχουσας τάξης της Ιερουσαλήμ και το βασιλιά της Ιεχονία κατά την πρώτη πολιορκία της πόλης από το βασιλιά των Νεοβαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορα κατά το 597 π.Χ. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν ασφαλώς και ο προφήτης Ιεζεκιήλ διότι ανήκε στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες ασκούσαν πολιτική επιρροή στα τεκταινόμενα του βασιλείου γι αυτό και συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των αιχμαλώτων, τους οποίους χρησιμοποίησαν ως δουλοπάροικους δίπλα στα μεγάλα αρδευτικά κανάλια της Μεσοποταμίας για τη συντήρηση του συστήματος καναλιών ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη.
iezekihlpr2
Η εποχή αυτή, δηλ. οι αρχές του 6ου π.Χ αιώνα, κατά την οποία ο προφήτης Ιεζεκιήλ αιχμαλωτίζεται και ξεκινά το προφητικό του έργο, είναι η εποχή της επέλασης του νεοβαβυλωνιακού κινδύνου προς την περιοχή της Παλαιστίνης. Εποχή πολύ κρίσιμη για το λαό της Ιερουσαλήμ και κατ’ επέκταση ολόκληρου του βασιλείου του Ιούδα διότι μετά από λίγα χρόνια (κατά το 587 π.Χ.) το βασίλειο καταστράφηκε οριστικά και μαζί με αυτό ερειπώθηκε η πόλη της Ιερουσαλήμ και ο Ναός της.
Ο προφήτης Ιεζεκιήλ κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα κατά το πέμπτο έτος της αιχμαλωσίας των πρώτων απαχθέντων όπως αυτό μαρτυρείται στο Ιεζ. 1,2. Σύμφωνα με το Ιεζ. 1,1 κατά την πέμπτη ημέρα του τετάρτου μηνός, του τριακοστού έτους, άνοιξαν οι ουρανοί και είδε οράσεις που προέρχονταν απ ευθείας από το Θεό, ενώ κατά την πέμπτη ημέρα του ίδιου μήνα και έτους ο Ιεζεκιήλ δέχτηκε λόγο από το Θεό, ο οποίος αποκαλύφθηκε στον προφήτη μέσα σε όλη του τη δόξα καθήμενος σε θρόνο και περιστοιχιζόμενος από ομοιώματα τεσσάρων ζώων με συγκεκριμένη μορφή το καθένα.
Τότε ο Θεός πρόσταξε τον προφήτη να σταθεί όρθιος στα πόδια του και να ακούσει το λόγο Του. Τον πρόσταξε να μεταβεί προς το λαό του και να τους μεταφέρει το λόγο του με την εξής προσταγή: “υἱὲ ἀνθρώπου, ἐξαποστέλλω ἐγώ σε πρὸς τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραήλ, τοὺς παραπικραίνοντάς με, οἵτινες παρεπίκρανάν με, αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος” (Ιεζ. 2,3). Άξιο παρατηρήσεως αποτελεί το γεγονός ότι ο Θεός αποκαλεί το λαό του ως “παραπικραίνων Αυτόν“.
Και τίθεται το ερώτημα: γιατί ο Θεός αναφέρει πως είναι πικραμένος με το λαό Του; Διότι ο λαός αποστάτησε από Αυτόν και ακολούθησε τη λατρεία των ειδώλων και ξένων θεών αθετώντας τη διαθήκη που είχε συνάψει μαζί του ο Θεός στο όρος Σινά όταν ο λαός είχε ελευθερωθεί από τη δουλεία της Αιγύπτου, είχε διαφύγει τον αιγυπτιακό κίνδυνο και περιπλανιόταν στην έρημο με σκοπό να διεισδύσει στη γη της επαγγελίας. Η εντολή της Διαθήκης φυσικά ήταν σαφέστατη: “οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ. Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου” (Εξ. 20,3-5).
Η απομάκρυνση του λαού από το Θεό απασχολεί ιδιαίτερα τον Ιεζεκιήλ, ο οποίος ελέγχει το λαό χωρίς να δέχεται την παραμικρή υποχώρηση υπενθυμίζοντας έτσι την προφητική δράση του προφήτη Ηλία του Θεσβίτη τον οποίο κατέτρωγε ο ένθερμος ζήλος για το Θεό. Για τον Ιεζεκιήλ ο Θεός, όπως και για τους άλλους γνήσιους προφήτες, είναι υπερφυσικός, παντοδύναμος, Κύριος πάσης κτίσεως, παντεπόπτης των εθνών και ρυθμιστής της ιστορίας.
Την εποχή του προφήτη, η κοινωνική ζωή και κατάσταση της Ιερουσαλήμ ήταν άκρως απελπιστική, σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρέχει η προφητεία του Ιεζεκιήλ. Ο προφήτης χαρακτηρίζει την Ιερουσαλήμ ως “πόλη γεμάτη ἀπὸ αἴματα καὶ ἀκαθαρσία” (Ιεζ. 9,9). Πορνεία, μοιχεία, δωροδοκία, τοκογλυφία, τελεία χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών και αποσύνθεση της οικογένειας, εκμετάλλευση των χηρών, καταπίεση των ορφανών, φόνοι και δολοφονίες ήσαν οι βασικές εκφράσεις της κοινωνικής ζωής.
Οι αρμόδιες αρχές όπως ιερείς και προφήτες είτε αδυνατούσαν να παρέμβουν είτε αδιαφορούσαν εντελώς επιτείνοντας την αθλιότητα και οδηγούσαν το λαό με γρήγορους ρυθμούς στον όλεθρο και την καταστροφή. Μέσα σε αυτήν την άθλια και ολέθρια κατάσταση εμφανίστηκε ο Ιεζεκιήλ. Η Ιερουσαλήμ ήταν καταδικασμένη σε αναπόφευκτη καταστροφή, η οποία θα επερχόταν κατά πάντων δηλ. κατά νέων, γυναικών, παιδιών, γέροντες. Ο προφήτης όμως μεσιτεύει προς το Θεό όχι για την αποφυγή ή αποτροπή του κακού, αλλά υπέρ της σωτηρίας ενός κατάλοιπου, στο οποίο θα συγκαταλέγονται οι τυχόν υπάρχοντες δίκαιοι.
Ο προφήτης Ιεζεκιήλ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, δηλ. τους προφήτες που άφησαν πίσω τους μεγάλο συγγραφικό έργο. Το βιβλίο του αποτελείται από 48 κεφάλαια και περιέχει το κήρυγμα του προφήτου σε χρονολογική σειρά του οποίου το περιεχόμενο διαιρείται σε: α) απειλητικούς λόγους κατά του Ιούδα, β) απειλητικούς λόγους κατά των εθνών και γ) παραμυθητικούς – παρηγορητικούς λόγους προς το λαό του Θεού.
Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουλίου.

Οσία Πελαγία της Τήνου


Ένα χρόνο μετά την έναρξη της ελληνικής Επανάστασης του 1821, η Παναγία Θεοτόκος εμφανίσθηκε στην ευσεβή μοναχή Πελαγία που εγκαταβίωνε εν ασκήσει στην Μονή Κεχροβουνίου, ψηλά στα βουνά της Τήνου, και της ζήτησε να ειδοποιήσει ένα χωριανό, τον Σταμέλο Κανγαδή, ότι είχε επιλεγεί να βρει την εικόνα της που βρισκόταν θαμ­μένη σε ένα χωράφι και να κτίσει ναό προς τιμήν της. Φοβισμένη και θεωρώντας τον εαυτό της ανάξιο τέτοιας αποκάλυψης, η Πελαγία δεν υπάκουσε.
peltin2
Η Παναγία της εμφανίσθηκε πάλιν την επόμενη εβδομάδα, αλλά εκείνη την υποδέχθηκε με τις ίδιες αμφιβολίες. Τέλος, στις 29 Ιου­λίου, ενώ προσευχόταν, η Πελαγία είδε την Βασίλισσα των Ουρανών να στέκει μπροστά της, περιβαλλόμενη από θεϊκό φως. Επανέλαβε την εντολή της και την χαιρέτησε με τα λόγια αυτά: «Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην!» Η μοναχή απάντησε με την συνέχεια του ύμνου: «Αινείτε, ουρανοί, Θεού την δόξαν». Στην αρχή της Ακολουθίας του Όρθρου πήγε να αναφέρει το όραμα στην ηγούμενη της, η οποία επιβεβαίωσε την αυθεν­τικότητά του.
Την επομένη μετέβη στο χωριό, πληροφόρησε τον Σταματέλο Κανγαδή και αφού ο επίσκοπος έδωσε την συγκατάθεση και ευλογία του αναγνωρίζοντας ότι επρόκειτο για ένα σημείο της ευσπλαχνίας της Θεοτόκου απέναντι στον δοκιμαζόμενο λαό, σήμαναν οι καμπάνες και οι πιστοί συγκεντρώθηκαν για να πάρουν μέρος στην αναζήτηση. Η σύ­ζυγος όμως του ιδιοκτήτη του χωραφιού που είχε υποδείξει η Θεοτόκος αρνήθηκε να γίνει οτιδήποτε εν τη απουσία, του ανδρός της που έλειπε σε ταξίδι. Την επόμενη νύκτα είδε σε ενύπνιο έναν άνθρωπο με τρομερή όψη που ξεστόμισε φοβερές απειλές στο πρόσωπό της, έτσι ώστε όχι μόνο έδωσε την άδεια να σκαφτεί το χωράφι, αλλά το δώρισε μάλιστα και στον επίσκοπο για την ανέγερση του ναού.
Άνθρωποι από όλο το νησί πήραν μέρος στην ανασκαφή που παρέμεινε άκαρπη για δύο μήνες. Ο κόσμος άρχισε να αποθαρρύνεται, ορισμένοι να αμφιβάλλουν μετά όμως από νέα θαυματουργική παρέμβαση της Θεοτόκου τα έργα ξανάρχισαν. Στις 30 Ιανουαρίου 1823 βρέθηκε μια μεγάλη και υπέροχη εικόνα του Ευαγγελισμού, που ήταν εγκάρσια κομμένη σε δύο μέρη, αλλά που δεν είχε υποστεί φθορές παρά την μακρά παραμονή της μέσα στη γη. Μό­λις αποτάθηκε στον ναό που ανεγέρθηκε στον τόπο εκείνο, άρχισε να ενερ­γεί θαύματα, τόσο πολλά που η εικόνα της Τήνου αποτελεί σήμερα το πλέον ονομαστό προσκύνημα στην Ελλάδα. Στην Μονή Κεχροβουνίου τιμάται ακόμη το κελλί στο οποίο η οσία Πελαγία έλαβε την αποκάλυψη της Παναγίας.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 263-264)

Άγιος Θύρσος




Άγιος ΘύρσοςΟ Άγιος Θύρσος είναι ένας από τους τρεις Ιεράρχες της Καρπασίας. Στον χριστιανικό κόσμο είναι περισσότερο γνωστός με το λαϊκό όνομα «Αης Θέρισσος» και είναι ένας πολύ σεβαστός κι αγαπητός Άγιος. Δυστυχώς οι πληροφορίες που έχουμε από το συναξάρι και την ακολουθία του, είναι πολύ φτωχές και περιορισμένες. Λίγα πράγματα μας λένε για τη ζωή και τη δράση του. Μερικοί μάλιστα αμφισβητούν, αν υπήρξε ιεράρχης ή όσιος ή μάρτυρας, γιατί με το ίδιο όνομα είναι κι ένας άλλος άγιος, που έζησε στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Δεκίου και που μαρτύρησε στον Ελλήσποντο.

Πότε και που γεννήθηκε δεν γνωρίζουμε. Από την ακολουθία του μανθάνουμε πώς υπήρξε «θρέμμα κάλλιστον των Καρπασέων» κι ότι «εκ Βρέφους» πόθησε επιμελώς την αρετή. Τα λόγια αυτά του υμνογράφου μας βοηθούν να δεχτούμε τον Άγιο μας σαν ένα πρόσωπο που γεννήθηκε στην όμορφη επαρχία της Κύπρου, την Καρπασία. Κι αφού «εκ βρέφους» δηλαδή από την παιδική του ηλικία πόθησε την αρετή, θα πρέπει και οι γονείς του να ήταν ευσεβείς κι ενάρετοι. Η κατοπινή εξέλιξη του μεγάλου Πατέρα μας υποχρεώνει να δεχτούμε τη θεοσεβή οικογένεια, σαν μια «κατ' οίκον Εκκλησία», που κέντρο των ενδιαφερόντων της είχε μόνο τον Χριστό και το θέλημα του.

Στο χωριό του ο Θύρσος θα πρέπει να 'μαθε και τα λίγα γράμματα, τα παπαδογράμματα των χρόνων εκείνων. Η μελέτη όμως της Γραφής η τακτική και προσεκτική πλούτιζε καθημερινά τις γνώσεις του και καλλιεργούσε πλούσια την αγνή ψυχή του. Την καλλιεργούσε τόσο, ώστε μικροί και μεγάλοι με τον καιρό να τρέχουν σ' αυτόν με λαχτάρα, για ν' ακούσουν από το στόμα του τα φρόνιμα λόγια, τα αγνά, τα γεμάτα από χάρη «τα αλάτι ηρτυμένα» (Κολασ. δ', 6) κατά τον θείο Απόστολο.

Όταν έφτασε στη νεανική ηλικία, τότε προσήλθε στις τάξεις του κλήρου κι υπηρέτησε ως διάκονος κι ιερέας τη γενέτειρα του την Καρπασία. Αργότερα, όταν χήρεψε ο επισκοπικός θρόνος, δεν δίστασε μπροστά στις παρακλήσεις όλων να αποδεχθεί την κλήση και να αναλάβει και το υψηλό υπούργημα του επισκόπου. Η δράση του ως επισκόπου πρέπει να υπήρξε αξιόλογη. Η εποχή της χειροτονίας του συμπίπτει με περίοδο «πολιτικών ανωμαλιών» για την Κύπρο. Οι διωγμοί κι ο πόνος πλάκωνε τις καρδιές. Χρειαζόταν ο ενισχυτής, ο παρηγορητής, ο δυνατός κήρυκας που θα φλόγιζε και πάλι τις ψυχές και θα τις ξεκούραζε. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο Δεσπότης.

Με τις επισκέψεις του στα χωριά και την ύπαιθρο, τις συνεχείς επισκέψεις του, μα και τη συμπεριφορά του την πατρική, διασκέδασε τον πόνο κι έδωκε πάλι στις πονεμένες καρδιές την παρηγοριά, την ελπίδα, τη χαρά. Στο πρώτο τροπάριο της ακολουθίας του, του Εσπερινού, διαβάζουμε: «Και Καρπασέων πόλεις εφαίδρυνας, δια του τρόπου της πολιτείας σου, ω παμμακάριστε...» Η φράση αυτή μας βοηθά πολλά να νοήσουμε και να φανταστούμε. Τις πονηρές εκείνες μέρες ο μακάριος αθλητής πρέπει να έγινε του ποιμνίου του η ψυχή κι ο παρήγορος άγγελος. Η πόρτα του επισκοπείου του ήταν πάντα ανοικτή. Εκεί οι πεινασμένοι βρίσκανε το ψωμί, οι κατατρεγμένοι την ασφάλεια, οι πονεμένοι την παρηγοριά, οι ορφανοί τον πατέρα κι ο καθένας ότι είχε ανάγκη.

Όταν ο Νικηφόρος Φωκάς κατά το 965 μ.Χ. ελευθέρωσε την Κύπρο από την εξουσία των Αράβων και την έκανε ξανά επαρχία της μεγάλης μας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Άγιος Θύρσος βρήκε κατάλληλο διάδοχο για την επισκοπή του και αποσύρετε σε μια σπηλιά στη βόρεια ακτή της Καρπασίας. Εκεί, στο ησυχαστήριο του, πλήθη πιστών τον επεσκέπτοντο καθημερινά, για ν' ακούσουν τα λόγια και τις συμβουλές του και να πάρουν την ευλογία του. Στη σπηλιά αυτή έμεινε μέχρι τέλους. Με την προσευχή και την αυστηρή άσκηση «εκάθηρε τας αισθήσεις» και αναδείχθηκε «κανών, ασκητών το καύχημα, Κυπρίων το μέγα εύχος, και Καρπασέων αγλάισμα».

Ο θάνατός του καταλύπησε τους πάντας. Με δάκρυα τα πνευματικά του παιδία κήδεψαν το άγιο σκήνωμα του και δίπλα στη σπηλιά που ασκήτεψε, έκτισαν ένα όμορφο ναό μέσα στον οποίο σε μια λάρνακα φύλαξαν τα Ιερά λείψανα του.

Τα θαύματα που έκανε, όταν ζούσε, συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και τούτο: Ένας χριστιανός απ' το Καρπάσι πόνεσε πολύ τα μάτια του. Υπέφερε για καιρό' το ένα μάλιστα από τα μάτια κατέβασε μέσα άσπρο και δεν έβλεπε τίποτα. Μη έχοντας τι να κάμει θυμήθηκε τον Άγιο. Ετοίμασε τα απαραίτητα για μια λειτουργία και παρακάλεσε τον ιερέα να πάνε μαζί να λειτουργήσει και να τον κοινωνήσει. Πήγαν από το βράδυ. Όλη τη νύχτα σχεδόν ο άρρωστος την πέρασε άγρυπνος, γονατιστός και προσευχόμενος. Κατά τα ξημερώματα οι πόνοι μαλάκωσαν κι ο άνθρωπος κοιμήθηκε λίγο. Το πρωί έγινε η θεία λειτουργία και κοινώνησε κιόλας. Αφού ξεκουράστηκαν, ξεκίνησαν για το χωριό. Όταν έφτασαν κοντά στο γεφύρι, που βρίσκεται έξω από το Καρπάσι, στον άνθρωπο μας ήρθε μια επιθυμία να βγάλει από το κεφάλι το μανδήλι με το οποίον είχε δεμένο το μάτι του. Το έκαμε. και ώ του θαύματος! Το μάτι του ήταν τελείως καλά κι έβλεπε θαυμάσια! Στ' αλήθεια! «Τοις αγίοις τοις εν τη γη εθαυμάστωσεν ο Κύριος».

Χιλιάδες πιστών επισκέπτονται κάθε χρόνο τον ομώνυμο ναό του για να ζητήσουν με ευλάβεια τη χάρη του. Το αγίασμα του θεραπεύει τον ομματόπονο και τα δερματικά νοσήματα. Πιστεύεται όμως πώς οι άρρωστοι, μετά που θα πλυθούν με το αγίασμα του αγίου, πρέπει να ξεπλυθούν με θαλασσινό νερό. Επίσης σαν το αγίασμα μεταφερθεί, λέγεται πώς χάνει τη θεραπευτική του ιδιότητα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τοὶς πίστει προστρέχουσι, Θύρσε τρισόλβιε, σορῶ τῶν λειψάνων σου, καὶ προσκυνοῦσα πιστῶς, τοῦ εἴδους ἐμφέρειαν, ἄφεσιν τῶν πταισμάτων, καὶ σωμάτων τὴν ρώσιν, δώρησε ἱεράρχα, ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ παθῶν ἀρρώστιας, πάντας ἐκλύτρωσε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Καρπασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Θύρσε ἱεράρχα ἀοίδιμε, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τᾶς ψυχᾶς τῶν πίστει προστρεχόντων σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχὺ ν, δόξα τῷ σὲ στεφάνωσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.

Οσία Άννα η εν τω Λευκαδίω

Σος δέσμιος νους σαρκικάς ρίψας πέδας,
Eίργοντος Άννα μηδενός Θεόν βλέπει.

Η Οσία Άννα η εν τω Λευκαδίω (ή Λευκάτη) έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου του εικονομάχου (829 - 842 μ.Χ.) και ήταν κόρη πλούσιας και επίσημης οικογένειας. Η ίδια είχε άφθονα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα διότι ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

Μετά τον θάνατο των γονέων της, έγινε κληρονόμος της μεγάλης πατρικής περιουσίας, που μέρος της διαμοίρασε στους φτωχούς. Αλλά την ωραία αυτή κόρη, αγάπησε κάποιος Αγαρηνός, που διέμενε στην Κωνσταντινούπολη και τη ζήτησε σε γάμο, με την συγκατάθεση του βασιλιά Βασιλείου. Η Άννα δεν δέχτηκε και με δάκρυα προσευχόταν στον Θεό να την απαλλάξει απ' αυτόν τον πειρασμό.

Πράγματι ο Θεός άκουσε τις προσευχές της και ο Αγαρηνός πέθανε. Τότε η Άννα, εντάχθηκε σε κάποιο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, όπου επιδόθηκε σε σκληρότατη άσκηση και προσευχή. Έτσι ασκητικά αφού πέρασε για 50 χρόνια, μετά από βραχύχρονη ασθένεια, παρέδωσε την μακαριά ψυχή της στο Θεό. Το δε τίμιο λείψανο της, μετά από χρόνια όταν εκτάφηκε, βρέθηκε σώο και ευωδίαζε ολόκληρο θεία ευωδιά, και έκανε πολλά και διάφορα θαύματα.

Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ποὺ μαρτύρησε στὴ Ραβέννα


Μαρτύρησε τὸ ἔτος 62 μ.Χ. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὁπλοποιοῦ καὶ ἀνῆκε στοὺς ἔνθερμους Χριστιανοὺς τῶν χρόνων ἐκείνων. Ὅταν κάποτε στὴ Ραβέννα ἦταν παρὼν στὰ βασανιστήρια κάποιου γιατροῦ, Οὐρσικίνου ὀνομαζόμενου, ταράχτηκε καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ ἐνθάῤῥυνε τὸν γιατρὸ στὸ μαρτύριο, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ γιατρὸς νὰ ὑποστεῖ μὲ γενναιότητα τὸ μαρτύριο. 

Τότε ὁ δικαστὴς Παυλῖνος διέταξε νὰ συλλάβουν τὸν Βιτάλιο καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Γεμάτος ἀπὸ αἵματα, ὁ Βιτάλιος, ὁδηγήθηκε σ᾿ ἕνα βαθὺ λάκκο, ὅπου τὸν θανάτωσαν ρίχνοντάς του μεγάλες πέτρες. Ἀλλὰ ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. 

Τὸν Βιτάλιο κατάγγειλε στὸν Παυλῖνο κάποιος ἱερέας τῶν εἰδώλων, ποὺ καὶ αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ ἔριχνε πέτρες στὸν Βιτάλιο. Ξαφνικὰ ὅμως, τὸν κατέλαβε δαιμόνιο καὶ μὲ σπασμοὺς φώναξε μὲ ἄγρια φωνή: «Βιτάλιος ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ μὲ κατακαίει σκληρά» καὶ στὴν παραφροσύνη του ρίχτηκε στὸ ρεῦμα τοῦ κοντινοῦ ποταμοῦ καὶ πνίγηκε.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...