Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουλίου 27, 2014

Ἡ δύναμι τῆς προσευχῆς +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος



«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10)
Περίοδος Δ΄  - Ἔτος ΙΗ΄ Φλώρινα - ἀριθμ. φύλλου 7952
Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35) 27 Ἰουλίου 2014 (2001)
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ἡ δύναμι τῆς προσευχῆς



Ζ
οῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀπιστί ας καὶ ἀθεΐας. Οἱ περισσότεροι μπορῶ νὰ πῶ δὲν πιστεύουν. Μέσα στοὺς ἑκατὸ ἀνθρώ πους, ζήτημα σήμερα ἂν ἕνας πιστεύῃ εἰλικρινὰ στὸ Θεό. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἀδιάφοροι, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι.
Μοῦ ἔλεγε ἔνας παπᾶς μὲ δάκρυα, ὅτι εἶνε σαράντα χρόνια σ᾿ ἕνα χωριὸ μὲ πεντακόσες ψυχές. Καλὸς παπᾶς, δὲν ἔδωσε ποτέ ἀφορμὴ σκανδάλου. Χτυπᾷ τὴν καμπάνα κάθε Κυριακή, τοὺς προσκαλεῖ, πηγαίνει στὰ σπίτια τους. Καὶ ὅμως, ἂν πᾷς στὴν ἐκκλησιά, δὲν βρίσκεις παραπάνω ἀπὸ πέντε ἄντρες καὶ δέκα γυναῖκες· καὶ πολλὲς φορὲς τὸ καλοκαίρι δὲν ὑπάρχει οὔτε παιδὶ νὰ κρατήσῃ λαμπάδα. Ποῦ εἶνε; Δὲν ἐκκλησιάζονται.
Καὶ αὐτό, κατ᾿ ἀναλογίαν, γίνεται σχεδὸν παντοῦ. Κι ὅταν ὁ παπᾶς τοὺς λέει, Γιατί δὲν ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία; ἀπαντοῦν· Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;… Πηγαίνει στὸ καφφενεῖο, πηγαίνει στὴν ταβέρνα, πηγαίνει στὰ γήπεδα, πηγαίνει ἐκδρομές, πηγαίνει παντ οῦ, ἀλλὰ πόδια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἔχει. Καὶ μὲ αὐθάδεια λέει, Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;…
Ἂν ὑπάρχῃ ὅμως ἕνα μέρος ποὺ εἶνε πιὸ ἀναγκαῖο ἀπὸ ὅλα νὰ πάῃ κανείς, αὐτὸ εἶνε ὁ ναὸς τοῦ Ὑψίστου. Ἐδῶ μέσα θὰ ᾿ρθῇς· ἐ δῶ θὰ βαπτισθῇς, ἐδῶ θὰ στεφανωθῇς, ἐδῶ ὁ παπᾶς γιὰ τελευταία φορὰ θὰ πῇ «Δεῦτε τε λευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν, ἀδελφοί, τῷ θανόν τι…» (Ἀκολ. νεκρώσ.). Ἐδῶ εἶνε τὰ ἅγια καὶ τὰ ἱερά· ἐ δῶ εἶνε οἱ ἅγιες εἰκόνες, ἐδῶ εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, ἐδῶ εἶνε τὰ μυστήρια τῶν μυστηρίων, ἐδῶ ἀκούγεται τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ πάγχρυσα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ μέσα ὅλοι μας, σὰν μιὰ οἰκογένεια, φωνάζουμε καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ λέμε      «Κύριε, ἐλέησον».
Καὶ αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ γέρος ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ ἀ -

«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ…» (Ματθ. 9,27)

γράμματος καὶ ἀστοιχείωτος κ᾿ ἕνα μικρὸ παι δάκι ποὺ κρατάει στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, αὐ τὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα.
Ναί, θαύματα κάνει. Ποιός μᾶς τὸ λέει; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πῆγε, λέει, σὲ μιὰ πόλι. Χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε, «πατεῖς με - πατῶ σε». Πῆγαν ἀπὸ μιὰ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ κάνει θαύματα. Ἤ θελαν νὰ δοῦν τὸ Χριστό. Ἄλλοι ἀνέβηκαν σὲ στέγες, ἄλλοι στὰ δέντρα κι ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσαν.
Ξαφνικά, μέσα στὸν κόσμο, ἀκούστηκαν φω νὲς ποὺ ἔλεγαν «Κύριε, ἐλέησον»· «Ἐλέη σον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ»(Ματθ. 9,27).
Ποιός φωνάζει; κανένας πλούσιος; Ὁ πλού σιος πρέπει νὰ χά σῃ τὰ χρήματα, νὰ χρεωκοπήσῃ, νὰ γίνῃ ζητιάνος, καὶ τότε θὰ πῇ τὸ «Κύ ριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; κανένας δυ νατὸς ποὺ ἔχει ἀ ξιώματα; Οὔτε αὐτοὶ φωνάζουν· πρέπει νὰ πέ σουν ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους, καὶ τότε θὰ φωνάξουν «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; καν ένας ὑγιής, ποὺ δὲν αἰ- σθάνθηκε ποτέ του πόνο; Μπᾶ· ὅταν ἔχῃς γε ρὰ τὰ κόκκαλα καὶ τὰ πνευ μόνια καὶ τὴν καρδιά, Θεὸ δὲν ζητᾷς· ὅταν πέσῃς στὸ κρεβάτι καὶ σὲ πάρουν μέσα στὸ χειρουργεῖο καὶ εἶνε ἕτοιμο τὸ μαχαίρι τοῦ γιατροῦ νὰ σὲ κάνῃ κομμάτια, τότε φωνάζεις «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; οἱ χιλιάδες ἐκεῖνες τοῦ κόσμου, ἄντρες γυναῖκες παιδιά; Μόνο μιὰ φω νὴ ἀκούγεται σπαρακτικά. Ποιός φωνάζει; Δύο φτωχοί, δυστυχισμένοι καὶ τυφλοὶ ἄνθρωποι. Δὲν ἔβλεπαν καθόλου. Καὶ μόλις ἄκουσαν ὅτι μπαίνει ὁ Χριστὸς στὴν πόλι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν ποῦ εἶνε, ἄρχισαν μὲ τὰ στόματά τους νὰ φωνάζουν «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ τὸ φώναζαν διαρκῶς.
2
Ὁ Χριστὸς βάδιζε κ᾽ ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει. Φτάνει καὶ μπαίνει σ᾿ ἕνα σπίτι. Σταμάτησαν ἆραγε τότε οἱ τυφλοί; Ὄχι. Συνέχισαν ἀπ᾿ ἔξω, σὰν σκυλάκια, νὰ φωνάζουν· «Κύριε, ἐ λέησον». Ὁ Χριστὸς δοκίμαζε τὴν πίστι τους. Ἅμα εἶδε τὴ μεγάλη ὑπομονή τους, τοὺς λέει· «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». «Ναί, Κύριε», ἀκούστηκε μέχρι τὰ ἄστρα ἡ φωνή τους(Ματθ. 9,28).
Τότε ὁ Χριστὸς –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε– τί ἔκανε; Ἅπλωσε τὰ ἅγιά του χέρια ἐπάνω στὰ σβησμένα τους μάτια· κι ἀμέσως, ὅπως ἄλλοτε ἄναψε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, ἔτσι τὴ στιγμὴ ἐκείνη δυὸ ζευγά ρια μάτια ἄνοιξαν, οἱ δύο ἄνθρωποι εἶδαν τὸ φῶς τους, καὶ ἔλεγαν χίλια εὐχαριστῶ. Κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη παντοῦ ὅπου πήγαιναν δι αλαλοῦσαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε καλά.
* * *
Βλέπετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Τὸ φώναξαν οἱ τυφλοί, τὸ ἄκουσε ὁ Χριστός, τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ τοὺς ἔκανε καλά.
–Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ μοῦ πῆτε.
Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, μέσα στὴν ἐκκλησία! Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγεται τὸ εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνουν τὰ ἅγια, τὴν ὥρα ποὺ κρατάει ὁ παπᾶς τὸ δισκοπότηρο, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνᾷς, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Κάθε ψίχουλο καὶ κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ ἅγιο δισκοπότηρο εἶνε ὁ Χριστός μας. Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Στὴ θεία λειτουργία τὸ λέμε πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» πάνω ἀπὸ πενήντα φο ρὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Δὲν ὑπάρχει κατάνυξις καὶ προσοχή.
Τὸ ἔλεγαν καὶ πρὶν διακόσα χρόνια, μὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔλεγαν ἔκλαιγαν. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ἡ χήρα. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε τὸ ὀρφανό, «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ σκλα βωμένος Ἕλληνας. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ τσομπάνος. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ χωριάτης. «Κύριε, ἐλέησον», τὸ ἔλεγαν ὅλοι. Ἀλ λὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔλεγαν, τὸ πίστευαν ἀ κραδάντως. Τώρα δὲν πιστεύουμε.
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔφτανε τὸ «Κύριε, ἐ λέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα. Ἔπεφτε λ.χ. ἀκρίδα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ δὲν ἔμενε τίποτε. Καὶ πήγαιναν στὰ Μετέωρα, ἔπαιρναν τὰ ἅγια λείψανα στὰ χέρια τους στὴν Καλαμ πάκα καὶ στὰ Τρίκαλα (εἶχαν ἀγάπη καὶ ὁμόνοια μεταξύ τους, νήστευαν τρεῖς μέρες, τὰ ἀντρόγυνα δὲν ἔσμιγαν), ἔκαναν λιτανεία καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φώναζαν «Κύριε, ἐλέησον»· ἔ, δὲν περνοῦσε μέρα, καὶ ἕνας ἄνεμος ἔ- παιρνε τὶς ἀκρίδες, τὶς ἔρριχνε μέσα στὸ ποτάμι, στὸν Πηνειό, καὶ δὲν ἔμενε οὔτε μία. Νά τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὅταν κανεὶς πιστεύῃ πραγματικά.
Ἀλλοῦ πάλι ἔπεφτε χολέρα καὶ θέριζε τοὺς ἀνθρώπους. Ἑκατό, διακόσοι νεκροί! δὲν προλάβαιναν ν᾿ ἀνοίγουν τάφους. Καὶ πάλι νήστευαν, ἔκαναν λιτανεία μὲ τὰ ἅγια λείψανα τοῦ ὁσίου Νικάνορος καὶ ἄλλων ἁγίων, ἔ βγαιναν ἔξω στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνὰ παρακαλώντας τὸ Θεό, καὶ ἡ χολέρα κοβόταν μὲ τὸ μαχαίρι.
Καὶ ἀλλοῦ πάλι, ποὺ εἶχε ἀνομβρία καὶ δὲν ἔπεφτε σταλαγματιὰ καὶ ἡ γῆ ἦταν σὰν τὸ κεραμίδι, ἔβγαιναν πάλι ἔξω μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα καὶ παρακαλοῦσαν. «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγαν μὲ τὴν καρδιά τους, κι ὁ οὐ- ρανὸς ἔβρεχε καὶ μούσκευε τὸ χῶμα.
Καὶ ἀλλοῦ, ποὺ γινόταν σεισμός, γονάτιζαν καὶ προσεύχονταν. «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγαν, καὶ σταματοῦσε ὁ σεισμός.
Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά· τὰ θυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι. Ζωντανὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας· ἀρκεῖ μόνο νὰ ἔχουμε δυνατὴ πίστι.
* * *
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»;
Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός μας. Καὶ ὅπως ρώτησε τοὺς δύο τυφλούς, ἔτσι ρωτάει κ᾿ ἐμένα, ρωτάει κ᾿ ἐσᾶς, ρωτάει ὅλους ἀνεξαιρέτως καὶ λέει· «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Ἂς ἀπαντήσῃ ὁ λαός μας, ἂς ἀπαντήσουμε κ᾿ ἐ μεῖς. Ἂν ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας «Ναί, Κύριε», τότε τὰ ἄστρα θὰ κατεβοῦν στὴ γῆ. Τότε θὰ δοῦμε θαύματα μεγάλα.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Χριστό μας, νὰ μᾶς δώσῃ πίστι. Πίστι, ἀδέρφια μου, χρειαζόμαστε· πίστι σὰν ἐκείνη ποὺ εἶχαν οἱ δύο τυφλοί. Νὰ μᾶς δώσῃ πίστι, ὅπως εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Καὶ ὅταν ἔχουμε πίστι στὴν καρδιά, τότε φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Τότε κ᾿ ἐδῶ στὴ γῆ θὰ ζήσουμε καλὰ καὶ εὐλογημένα, καὶ ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, φτερὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ μᾶς πᾶνε στὰ οὐράνια σκηνώματα. Καὶ ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους, θὰ ὑμνοῦμε αἰωνίως τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἰς αἰῶ νας αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ναὸ Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου - Φλωρίνης τὴν 25-7-1971. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 22-7-2001, ἐπανέκδοσις 17-6-2014.

Ο Αποστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 27 Ιουλίου 2014 (Κυριακή Z´ Ματθαίου)

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα 
Ἐπιστολή πρός Τιμόθεον Β' Β´ 1 - 10
Σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 2 καὶ ἃ ἤκουσας παρ’ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. 3 σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ.
οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. 6 τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. 7 νόει ὃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. 


8 Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυίδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, 9 ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. 10 διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.

Ἀπόδοση
1 Συ λοιπόν, τέκνον μου, να ενδυναμώνεσαι με την χάριν, που δίδει ο Ιησούς Χριστός (δια να μένης πιστός εις αυτόν και εις εμέ, χωρίς να επηρεάζεσαι από το παράδειγμα εκείνων, που με εγκατέλειψαν). 2 Και αυτά που έχεις ακούσει και διδαχθή από εμέ, παρουσία πολλών μαρτύρων, αυτά να τα εμπιστευθής ως ανεκτίμητον θησαυρόν εις πιστούς και αξιοπίστους ανθρώπους, οι οποίοι θα είναι ικανοί και άλλους να διδάξουν τας αληθείας του Ευαγγελίου.
Συ λοιπόν κακοπάθησε σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού. 4 Εχε δε υπ' όψιν σου, ότι κανείς, καθ' ον χρόνον υπηρετεί στρατιώτης, δεν περιπλέκεται εις τας μερίμνας και φροντίδας του βίου, δια να υπηρετή έτσι και να αρέση εις εκείνον, που τον εστρατολόγησε.
Εάν δε και συμμετέχη κανείς εις αθλητικούς αγώνας, δεν παίρνει ως βραβείον τον στέφανον, εάν δεν αγωνισθή κατά τρόπον νόμιμον.  
6 Ο γεωργός, που κοπιάζει δια την καλλιέργειαν του αγρού και την συγκομιδήν των προϊόντων, πρώτος αυτός πρέπει ν' απολαμβάνη τους καρπούς των κόπων του. (Ετσι και συ από τον πνευματικόν αγρόν, στον οποίον κατ' εντολήν του Θεού εργάζεσαι, πρέπει να απολαμβάνης όχι μόνον την πρέπουσα υπόληψιν και τιμήν, αλλά και τα μέσα της συντηρήσεώς σου).
Ενόησε αυτά που σου λέγω. Είθε δε να σου δίδη πάντοτε ο Θεός σύνεσιν και σοφίαν, ώστε να κατανοής όλα. 
8 Να ενθυμήσαι τον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος έχει αναστηθή εκ νεκρών και κατάγεται κατά το ανθρώπινον από τον Δαυΐδ, σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν μου,
9 προς χάριν του οποίου ευαγγελίου εγώ ταλαιπωρούμαι και πάσχω, ώστε να είμαι φυλακισμένος και δεμένος με αλυσίδες σαν κακούργος· αλλά ο λόγος του Θεού δεν έχει δεθή (από τίποτε δεν εμποδίζεται στο να διαδίδεται και να κατακτά ψυχάς). 
 10 Δια τούτο υπομένω όλα αυτά προς χάριν εκείνων, που έχει εκλέξει ο Θεός, δια να επιτύχουν και αυτοί την σωτηρίαν, που προσφέρει ο Χριστός μαζή με την αιωνίαν δόξαν.


Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα 
(Μτθ. θ´ 27-35) 
Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγοντι τῷ ᾿Ιησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ᾿Ελέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ. ᾿Ελθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; Λέγουσιν αὐτῷ· Ναί, Κύριε. Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· ῾Ορᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. Οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ ᾿Ισραήλ. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ᾿Εν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. Καὶ περιῆγεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς προχωροῦσε ᾿Ιησοῦς, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοί, ποὺ φώναζαν κι ἔλεγαν· «Σπλαχνίσου μας, Υἱὲ τοῦ Δαβίδ!» Κι ὅταν ἔφτασε στὸ σπίτι, πῆγαν κοντά του οἱ τυφλοί, καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς λέει· «Πιστεύετε πὼς μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό;» Τοῦ λένε· «Ναί, Κύριε». Τότε ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ εἶπε· «῞Οπως τὸ πιστεύετε νὰ σᾶς γίνει». Κι ἀνοίχτηκαν τὰ μάτια τους. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς πρόσταξε λέγοντας· «Προσέξτε νὰ μὴν τὸ μάθει κανένας». Αὐτοὶ ὅμως, μόλις βγῆκαν ἔξω, διέδωσαν τὴ φήμη του σ᾿ ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη. ᾿Ενῶ ἔβγαιναν ἔξω οἱ δύο τυφλοί, τοῦ ἔφεραν ἕναν κωφάλαλο δαιμονισμένο. Μόλις ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο, μίλησε ὁ κωφάλαλος. Κι ὁ κόσμος θαύμασε καὶ εἶπε· «Ποτὲ ὣς τώρα δὲν εἶδαν οἱ ᾿Ισραηλίτες τέτοια πράγματα!» Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἔλεγαν· «Μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἄρχοντα τῶν δαιμονίων διώχνει τὰ δαιμόνια». ῾Ο ᾿Ιησοῦς περιόδευε σ᾿ ὅλες τὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά, δίδασκε στὶς συναγωγές τους, κήρυττε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ γιάτρευε κάθε ἀσθένεια καὶ κάθε ἀδυναμία στὸν λαό.

Άγιος μεγαλομάρτυρας και ιαματικός Παντελεήμων


Ενός νέου ανθρώπου και γιατρού την ιερή μνήμη εορτάζει και τιμά σήμερα η Εκκλησία, του αγίου μεγαλομάρτυρα και ιαματικού Παντελεήμονος. Από την πρώτη εποχή η Εκκλησία έχει σε μεγάλη τιμή όσους, που βαπτίζονται στο αίμα τους, και δίνουν την καλή ομολογία και τη μαρτυρία Ιησού Χριστού. Μετά την υπεραγία Θεοτόκο, τους ασωμάτους Αγγέλους, τον πρόδρομο Ιωάννη και τους πανευφήμους Αποστόλους, καθώς ακούμε κάθε ήμερα στην Απόλυση της ιερής Ακολουθίας, η Εκκλησία μνημονεύει τους καλλινίκους Μάρτυρες και ζητάει την πρεσβεία τους, για να μας ελεήσει και να μας σώσει ο Θεός.
Ο άγιος Παντελεήμων είναι από τα ένδοξα θύματα του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Το 303 ο γέρος πια Διοκλητιανός, αυτοκράτορας του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, υπέγραψε το διάταγμα για την εξόντωση των χριστιανών. Πατρίδα του αγίου Παντελεήμονος ήταν η Νικομήδεια, όπου ήσαν και τα ανάκτορα του Διοκλητιανού. Ο πατέρας του, Ευστόργιος το όνομα, ήταν ειδωλολάτρης, πλούσιος κι ανώτερος αξιωματούχος του κράτους. Η μητέρα του, Ευβούλη το όνομα, ήταν χριστιανή κι έσπειρε φυσικά τα πρώτα σπέρματα της πίστης και της ευσέβειας στη ψυχή του παιδιού της· πέθανε όμως πρόωρα και το παιδί έμεινε στη φροντίδα του πατέρα του.
Όταν ο Παντολέων ήλθε σε ηλικία, Παντολέων ήταν πρώτα το όνομα του αγίου Παντελεήμονος, ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στον ανακτορικό γιατρό Ευφρόσυνο, για να σπουδάσει κοντά του την ιατρική. Τότε ο Παντολέων γνωρίσθηκε με το χριστιανό ιερέα Ερμόλαο [εορτάζει 26 Ιουλίου] και συνδέθηκε μαζί του με ιερή φιλία και αγάπη. Είναι μεγάλο ευεργέτημα στα νεανικά και κρίσιμα χρόνια του να πέσει κανείς στα χέρια ενός αγίου συμβούλου και παιδαγωγού.
Ο Παντολέων με τα σπέρματα μέσα του της πίστης και της ευσέβειας και με τη σοφή χειραγωγία του Ερμολάου, σπούδασε την ιατρική, κι ήταν τώρα ένας νέος, γεμάτος ελπίδες για ένα λαμπρό μέλλον που τον περίμενε. Ένας αριστοκράτης, υγιής, ωραίος και πλούσιος νέος και γιατρός.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Παντολέων, με την προτροπή και του ιερέα διδασκάλου του Ερμολάου, απελευθέρωσε τους δούλους του, πούλησε την περιουσία του και τη μοίρασε στους φτωχούς κι άρχισε να ασκεί το έργο του γιατρού. Θεράπευε και φρόντιζε τους αρρώστους, χωρίς να παίρνει και να δέχεται χρήματα. Εκτελούσε έτσι την εντολή του Ιησού Χριστού, όταν έστελνε τους Αποστόλους στο κήρυγμα και τους έλεγε· «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Ο άγιος Παντελεήμων είναι ο γιατρός ο «μιμητής υπάρχων του Ελεήμονος», δηλαδή του Ιησού Χριστού.
Το 303 ξέσπασε ο διωγμός κι ο άγιος Παντελεήμων, από φθόνο συναδέλφων του γιατρών, βρέθηκε κατηγορούμενος ως χριστιανός. Όταν ανακρίνεται από τον ίδιο το Διοκλητιανό, ο Παντολέων απαντά με πίστη και θάρρος· «Είμαι χριστιανός! Ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός!», Τότε ο αυτοκράτορας του λέγει· «Λυπούμαι τα νιάτα σου, Παντολέον. Θυσίασε στους Θεούς, για να μην έχεις την τύχη όσων, που ως τα τώρα πήγαν χαμένοι». Κι ο Παντολέων έδωκε την τελευταία απάντηση· «Ούτε με υποσχέσεις ούτε με απειλές με κερδίζεις, Βασιλιά. Δεν θα προδώσω το Χριστό, για τον οποίο μακάρι να αξιωθώ να πεθάνω».
Έξαλλος από θυμό, ο Διοκλητιανός παρέδωσε τον Παντολέοντα στα χέρια των βασανιστών. Τον έδειραν και του ξέσχισαν το σώμα· τον έκαψαν με λαμπάδες και τον βούτηξαν σε βρασμένο μολύβι· τον έριξαν για να τον κατασπαράξουν τα θηρία. Σε όλα ο Θεός τον φύλαξε, ώστε να θαυμάζουν οι βασανιστές και να ομολογούν κι αυτοί το Χριστό. Το τέλος ήταν ο αποκεφαλισμός. Τη μια ημέρα αποκεφαλίστηκε ο ιερέας Ερμόλαος και την άλλη ο γιατρός Παντολέων. Τη στιγμή που έπεφτε η κεφαλή του, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό· «Από σήμερα Παντελεήμων θα είναι το όνομά σου»! Όνομα, που ταιριάζει στο γιατρό, ο οποίος άσκησε τη φιλάνθρωπη επιστήμη του «μιμητής υπάρχων του Ελεήμονος». Αμήν.
Πηγή: +Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, Εικόνες έμψυχοι, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 249-251

Ένας απλός άνθρωπος τα βάζει με πλήθος Γενιτσάρων! Ο Άγιος Νεομάρτυρας Χριστόδουλος ο εκ Κασσάνδρας (27 Ιουλίου).

Ο Άγιος Νεομάρτυρας Χριστόδουλος ο εκ Κασσάνδρας (27 Ιουλίου).
Αυτός ο νεομάρτυρας και δούλος του Χριστού Χριστόδουλος ή­ταν από την Κασσάνδρα, από ένα χωριό που ονομαζόταν Βάλτα. Και ενώ ήταν ακόμη μικρός στην ηλικία, αναχώρησε από την πατρί­δα του και πήγε στην Θεσσαλονίκη και εκεί, αφού έμαθε να φτιάχνει χονδρά, μάλλινα υφάσματα και κάπες, εξασκούσε την τέχνη του και, αφού πήγαινε με τους μαστόρους του στα ταξίδια, πάλι επέστρεφε στην Θεσσαλονίκη και καθόταν. Μία φορά όμως, που πήγε στην Χίο μαζί με τον μάστορά του, αγόρασε από εκεί έναν σταυρό αζωγράφητο και αφού επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη πλήρωσε και τον ζωγράφισαν, καθώς ήταν στο μέγεθος έως δύο σπιθαμές· και, έπειτα, παίρνοντάς τον, τον πήγε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και τον άφησε εκεί, επειδή ήταν φίλος του νεωκόρου της εκκλησί­ας εκείνης.
Αγ. Χριστόδουλος εκ Κασσανδρείαςς
Εκείνες λοιπόν τις ημέρες έτυχε να τουρκέψει ένας Βούλγαρης, τον οποίο, όταν τον είδε ο ευλογημένος Χριστόδουλος, λυπήθηκε πολύ η καρδιά του, για την απώλεια της ψυχής του και αποφάσισε με τον νου του, να πεθάνει με Μαρτύριο. Γι’ αυτό στις 26 του Ιουλί­ου, χωρίς να πει σε κανέναν τον σκοπό του, κάθεται και γράφει όλα τα αμαρτήματα, που έκαμε από τα νιάτα του και έπειτα παίρνει και τον σταυρό του και πηγαίνει στον πνευματικό· και τον μεν σταυρό τον έδωσε στον πνευματικό και τον κρατούσε στα χέρια του, το δε χαρτί το διάβασε ο ίδιος και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και με­τά την εξομολόγησή πήγε στον φίλο του τον νεωκόρο του Αγίου Α­θανασίου.
Και την ερχόμενη ημέρα, η οποία ήταν του Αγίου Παντελεήμονα, λέει ο μάρτυρας στον νεωκόρο, ότι ξέχασε και μερικά άλλα αμαρτήματα, οπότε, αφού παρακινήθηκε από αυτόν, πήγε πάλι στον πνευματικό και τα εξομολογήθηκε και εκείνα και πάλι επέστρεψε στον νεωκόρο και έμεινε σ’ αυτόν εκείνη την νύχτα. Το δε πρωί, όταν ήλθε η ώρα της Ακολουθίας του όρθρου, σηκώθηκε ο Μάρτυρας νωρίτερα από τον νεωκόρο και άνοιξε την Εκκλησία και άναψε μόνος του τα καντήλια και έμεινε, ώσπου τελείωσε ο όρθρος και η θεία Λειτουργία. Και μετά την λειτουργία λέει στον νεωκόρο· «Πήγαινε, φέρε μου τον σταυρό μου». Και αυτός του λέει· «Και τί τον θέλεις;». Ο Μάρτυρας του λέει· «Θέλω να τον πάω στον ζωγρά­φο, για να κάνει έναν άλλο παρόμοιο, να τον δώσω σε έναν άνθρω­πο».
Αυτός τότε πήγε και τον έφερε. Και αφού πήρε τον σταυρό ο Μάρτυρας, κατέβηκε στο χάνι και έραβε. Και όταν άκουσε που χτύπησαν τα νταούλια για την περιτομή εκείνου του άθλιου Χρι­στιανού, που τούρκεψε, αφήνει ο ευλογημένος Χριστόδουλος την δουλειά του, βγάζει τα μαχαίρια από την μέση του και το καλαμάρι του, βγάζει την πετσέτα από την κεφαλή του, αφήνει την σακούλα του και, παίρνοντας τον σταυρό στο χέρι, βγήκε με τόλμη στον δρό­μο και πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον καφενέ, όπου ήταν συγκεντρωμέ­νο πλήθος Αγαρηνών και μπαίνοντας με μεγάλη τόλμη μέσα στον καφενέ, κρατώντας τον σταυρό στα χέρια, λέει σ’ εκείνον τον άθλιο, που αρνήθηκε τον Χριστό· «Αδελφέ, τί έπαθες; Να η πίστη μας, να, ο Χριστός που σταυρώθηκε για την αγάπη μας, και εσύ γιατί αφήνεις τον Χριστό τον Σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος;».
Εκείνος όμως ο μιαρός δεν έδινε σημασία στα λόγια του. Τότε ο Μάρτυρας πήγε πιο κοντά του και του έδινε τον σταυρό, για να τον φιλήσει λέγοντάς του· «Φίλησε, αδελφέ, τον σταυρό του Κυρίου μας». Αλλά εκείνος ο αποστάτης δεν το δεχόταν. Οι γενίτσαροι, βλέποντάς το αυτό, τον έ­διωξαν έξω. Ο Άγιος όμως έλεγε σ’ αυτούς· «Εγώ με εσάς δεν έχω να κάνω τίποτε. Αλλά με αυτόν τον αδελφό μου, που ζητά να αρνηθεί την πίστη του». Έτσι δεν δείλιασε, ούτε έφυγε, αλλά πάλι πήγαινε κοντά στον αρνητή εκείνον του Χριστού και τον παρακινούσε να μη γίνει Τούρκος. Τότε όρμησαν κατά πάνω του οι γενίτσαροι και του έδωσαν πλήθος ξυλιές και τον χτύπησαν και μαχαιριές πολλές πίσω στον λαιμό και στην κεφαλή έτσι, ώστε έτρεχαν τα αίματα σαν βρύ­ση.
Έπειτα τον έδεσαν και τον πήγαν σηκωτό στον αγά των γενιτσά­ρων, κρατώντας και τον σταυρό στο χέρι. Και την ώρα εκείνη έτυχε και περνούσε ο μέγας οικονόμος από τον δρόμο και αμέσως μόλις τον είδε ο Μάρτυς, δεν σκέφτηκε πως ήταν δεμένος αλλά όπως μπορούσε, έκανε σ’ αυτόν το σχήμα της προσκυνήσεως έως κάτω, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο, πόσο πρέπει οι λαϊκοί να τιμούν τους ιερωμένους.
Πήγαν λοιπόν τον Μάρτυρα στον αγά των γενιτσάρων και από εκεί τον πήγαν στον μουλά, δηλαδή στον δικαστή. Ο δε δικαστής τον ρώτησε· «Ποιος σε έστειλε να κάνεις αυτό το πράγμα;». Ο Μάρ­τυρας αποκρίθηκε· «Κανένας άνθρωπος δεν με έστειλε, αλλά ο Χρι­στός». Ο δικαστής του λέει· «Άστα αυτά και γίνε Τούρκος». Ο Μάρτυρας όμως με μεγάλη ανδρεία ανταποκρίθηκε· «Και εσύ άσε τον τουρκισμό και γίνε Χριστιανός». Μόλις τα άκουσε αυτά ο δικα­στής πρόσταξε και τον έδειραν, δεν έδωσε όμως και διαταγή να τον θανατώσουν.
Οι γενίτσαροι όμως έστεκαν στο πόδι φωνάζοντας ε­ναντίον του δικαστή, ότι, ή θα έδινε διαταγή σ’ αυτούς να τον θανα­τώσουν, διαφορετικά, αυτοί θα τον κατάκαιγαν εκεί μέσα στο δικα­στήριό του. Γι’ αυτό, επειδή φοβήθηκε ο δικαστής παρέδωσε τον Μάρτυρα σ’ αυτούς για να τον πάνε στον μουσελίμη. Και καθώς τον πήγαιναν, του έβαλαν το σχοινί στον λαιμό και έσερναν το αρνί του Χριστού εδώ και εκεί, ώσπου τον παρουσίασαν στον μουσελίμη. Ο μουσελίμης τον ρώτησε για εκείνο, που τόλμησε και έκανε και για να τουρκέψει.
Ο Μάρτυρας όμως αποκρίθηκε τα ίδια λόγια που είπε και στον δικαστή. Γι’ αυτό πρόσταξε και τον ερριξαν καταγής και του έδωσαν διακόσιες τέσσερις ξυλιές στα πόδια, έτσι ώστε η γη κοκκίνισε από τα αίματα. Έπειτα τραβώντας τον με την βία τον πή­γαιναν να τον κρεμάσουν. Ο δε Μάρτυρας περνώντας από το τζερσί σε όσους Χριστιανούς συναντούσε στον δρόμο έλεγε· «Συγχωρήστε με, αδελφοί, και ο Θεός θα σας συγχωρήσει». Και όταν τον πήγαν στον Άγιο Μηνά, εκεί μπροστά στην πόρτα τον κρέμασαν. Και έτσι έλαβε ο Μακάριος τον στέφανο του Μαρτυρίου.
Υστέρα τον ξεγύμνωσαν και τον σταυρό τον έβαλαν πίσω στην ράχη του και στεκόταν κρεμασμένος ο αθλητής φορτωμένος με τον τίμιο σταυρό (όπως ήταν φορτωμένος τον σταυρό του ο Δεσπό­της μας Χριστός, όταν πήγαινε στον Γολγοθά) δύο ημέρες. Και μετά από αυτά έδωσαν οι Χριστιανοί εξακόσια γρόσια και πήραν το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα και το ενταφίασαν με τιμές. Και όσοι έτυχαν εκεί, πήραν χάριν ευλαβείας και αγιασμού από το σχοινί του Μάρτυρα και από το πουκάμισό του.
Και όταν αυτοί αρρώσταιναν, καπνίζονταν από αυτά και γιατρεύονταν. Το ίδιο και όταν άλλοι αρρώσταιναν, τα έπαιρναν και αφού καπνίζονταν ή σφραγίζονταν με αυτά, γίνονταν υγιείς, προς δόξα του Θεού, ο οποίος δοξάζει αυτούς που τον αντιδοξάζουν. Με του οποίου το έλεος μέσω των πρεσβειών του Μάρτυρα, ας αξιωθούμε και εμείς της Βασιλείας των ουρανών.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής τ. ΣΤ΄, έκδ. Συνοδεία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη Άγιος Σπυρίδων, Νέα Σκήτη Άγιον Όρος σ. 141-144)

Η Οσια Ανθουσα Η Ομολογητρια

Xριστόν μεν αινεί Aνθούσα παρά πλάνοις,
Xριστός δε αύθις Aνθούσαν παρ’ Aγγέλοις.

Η Οσία Ανθούσα η ομολογήτρια έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου (741 μ. Χ.). Οι γονείς της, Στρατήγιος και Φεβρωνία, διακρίνονταν για την ευσέβεια τους και με όμοιο τρόπο ανέθρεψαν και τη θυγατέρα τους.

Η Ανθούσα παρ' όλες τις προτάσεις για γάμο που είχε, έμεινε παρθένος. Και όταν πέθαναν οι γονείς της, δεν μετέβαλλε την απόφαση της και αφιέρωσε την πατρική περιουσία της σε φιλανθρωπικούς και ιερούς σκοπούς. Στην Ανθούσα, οφείλεται η ανέγερση δύο μονών. Αυτή του Μαντινέου με ναό αφιερωμένο στην Αγία Άννα, και αυτή των αγίων Αποστόλων, που χρησιμοποιήθηκε σα γυναικεία Μονή.

Όταν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Κοπρώνυμο διατάχθηκε σκληρός διωγμός κατά των αγίων εικόνων και των υποστηρικτών τους, το μοναστήρι της Όσιας Ανθούσας, υπήρξε από τα πιο ένθερμα κέντρα της Ορθοδοξίας. Γι' αυτό και η Οσία στην αρχή βασανίστηκε. Αλλά όταν προέβλεψε ότι η άρρωστη βασίλισσα θα διέφευγε το θάνατο και θα γεννούσε δίδυμα, τότε αγαπήθηκε πολύ απ' αυτή και υποστήριξε ποικιλοτρόπως το μοναστήρι της Οσίας Ανθούσας, η οποία αδιατάρακτη πλέον έπειτα, πέθανε ειρηνικά.

Άγιος Τυφλός

Αὐγὴν ἐφευρὼν σαρκικῶν τυφλὸς λύχνων,
Καὶ ψυχικὴν ἤθρησεν αὐγὴν ἐκ ξίφους.

Ο Άγιος Τυφλός γιατρεύτηκε από τον Άγιο Παντελεήμονα (βλέπε 27 Ιουλίου), ομολόγησε τον Χριστό και μαρτύρησε δια ξίφους.

Συναξαριστής της 27ης Ιουλίου

Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ὁ Μεγαλομάρτυς καὶ Ἰαματικὸς

 


Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Νικομήδεια. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Εὐστόργιο καὶ τὴν μητέρα του, ποὺ ἦταν εὐσεβέστατη χριστιανή, Εὐβούλη.

Ὁ Παντελεήμων γρήγορα στερήθηκε τὶς φροντίδες τῆς μητέρας του, διότι πέθανε πρόωρα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ διδαχθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ ἕνα διακεκριμένο λειτουργό της Ἐκκλησίας, τὸν Ἱερέα Ἑρμόλαο.

Τότε ὁ Παντελεήμων εἶχε τελειώσει τὶς ἰατρικές του σπουδές, κοντὰ στὸ φημισμένο γιατρὸ Εὐφρόσυνο. Τὴν ἐπιστήμη του χρησιμοποίησε ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀπόρους ἀσθενεῖς καὶ ἔτρεχε μὲ μοναδικὴ προθυμία στὶς καλύβες τους, βοηθώντας τους ὄχι μόνο ἰατρικά, ἀλλὰ καὶ χρηματικά.

Σὲ κάθε σπίτι ποὺ ἔμπαινε δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔφερνε σ᾿ αὐτὸ πολλὲς ψυχές. Ἦταν εὐσπλαγχνικὸς σὲ ἀκρότατο βαθμὸ γιὰ ὅλους τοὺς πάσχοντες, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ δώρησε τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει ἀσθενεῖς μὲ μόνη τὴν προσευχή του.

 


Ἔτσι θεράπευσε πολλούς, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνα τυφλό, ποὺ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ συλλάβει ὁ Διοκλητιανὸς καὶ τὸν Ἅγιο. Τὸν τυφλὸ τὸν θανάτωσε διότι πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ τὸν Παντελεήμονα ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὥσπου στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.

Ὁ Παντελεήμων, ὅμως, ἀνήκει σ᾿ αὐτούς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος εἶπε: «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Μακάριοι, δηλαδή, εἶναι οἱ εὐσπλαχνικοί, ποὺ συμπονοῦν στὴ δυστυχία τοῦ πλησίον, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε, καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. α’.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ᾽αὐτοῦ κομισάμενος, ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου τὰς ψυχικὰς ἡμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεί, πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

 


Ὁ Οἶκος 
Τοῦ Ἀναργύρου τὴν μνήμην, τοῦ γενναίου τὴν ἄθλησιν, τοῦ πιστοῦ τὰς ἰατρείας, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν φιλόχριστοι, ἵνα λάβωμεν ἔλεος, μάλιστα οἱ βορβορώσαντες, ὡς κἀγώ, τοὺς ἑαυτῶν ναούς· ψυχῶν γὰρ καὶ σωμάτων ὁμοῦ τὴν θεραπείαν περέχει. Σπουδάσωμεν οὖν, ἀδελφοί, ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἔχειν τοῦτον ἀσφαλῶς, τόν ῥυόμενον ἐκ πλάνης τοὺς βοῶντας ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Κάθισμα 
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μαρτυρήσας γενναίως ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ τὴν πίστιν κηρύξας τῷ σῷ πατρί, ἀνείλκυσας πανεύφημε, τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνοίας, καὶ τυράννων μὴ πτήξας, τὸ ἄθεον φρόνημα, τῶν δαιμόνων κατῄσχυνας, τὸ ἀνίσχυρον θράσος· ὅθεν καὶ τὴν χάριν, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω, ἰᾶσθαι νοσήματα, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, Παντελεῆμον πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 

Ῥεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βρύει χρῄζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες δεῦτε ἀρύσασθε σε.

 

 
Ὁ Ἅγιος Τυφλός

Αὐτὸς γιατρεύτηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους.
 

 
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα ἡ ὁμολογήτρια

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου (741 μ. Χ.). Οἱ γονεῖς της, Στρατήγιος καὶ Φεβρωνία, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καὶ μὲ ὅμοιο τρόπο ἀνέθρεψαν καὶ τὴν θυγατέρα τους.

Ἡ Ἀνθοῦσα παρ᾿ ὅλες τὶς προτάσεις γιὰ γάμο, ἐκδήλωσε τὴ θέλησή της ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σταθερά. Καὶ ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, δὲν μετέβαλλε τὴν ἀπόφασή της. Ἔμεινε παρθένος καὶ ἀφιέρωσε τὴν περιουσία της σὲ φιλανθρωπικοὺς καὶ ἱεροὺς σκοπούς.

Στὴν Ἀνθοῦσα ὀφείλεται ἡ ἀνέγερση δυὸ μονῶν. Αὐτὴ τοῦ Μαντινέου μὲ ναὸ ἀφιερωμένο στὴν ἁγία Ἄννα, καὶ αὐτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ χρησιμοποιήθηκε σὰ γυναικεία Μονή.

Ὅταν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κων/νο Κοπρωνυμο διατάχθηκε σκληρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ τῶν ὑποστηρικτῶν τους, τὸ μοναστήρι τῆς Ὁσίας Ἀνθούσας ὑπῆρξε ἀπὸ τὰ πιὸ ἔνθερμα κέντρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ὁσία στὴν ἀρχὴ βασανίστηκε.

Ἀλλ᾿ ὅταν προέβλεψε ὅτι ἡ ἄῤῥωστη βασίλισσα θὰ διέφευγε τὸ θάνατο καὶ θὰ γεννοῦσε δίδυμα, τότε ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπ᾿ αὐτὴν καὶ ὑποστήριξε ποικιλοτρόπως τὸ μοναστήρι τῆς Ὅσίας Ἀνθούσας. Ἡ ὁποία ἀδιατάρακτη πλέον ἔπειτα, πέθανε εἰρηνικά.
 

 
Οἱ Ἅγιοι 153 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Θρᾴκη

Μαρτύρησαν διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.
 

 
Ὁ Ὅσιος Μανουήλ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
 


Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τοῦ Νόβγκοροντ (Ῥῶσος)

Διὰ Χριστὸν σαλὸς.

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Τῌ ΚΖ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΙΟΥΛΙΟΥ

Μνήμη

 τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ Παντελεήμονος.

Τῇ ΚΖ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, 

Μνήμη 
τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ Παντελεήμονος.

Γαλακτόμικτον, Μάρτυς, αἷμα σῆς κάρας,
Δι' ἣν ὑδατόμικτον ὁ Χριστὸς χέει.
Φάσγανον ἑβδομάτῃ λάχεν εἰκάδι Παντελεήμων.

Μνήμη

 τῆς ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Ἀνθούσης τῆς ὁμολογητρίας, 
τῆς ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ μονῇ τοῦ Μαντινέου.

Οἱ ἅγιοι πεντήκοντα τρεῖς μάρτυρες,

 οἱ ἐκ τῆς Θράκης, 
ἐν τῇ θαλάσσῃ τελειοῦνται.

Ὁ ὅσιος 

Μανουὴλ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,

 ὁ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἰαθεὶς τυφλὸς ξίφει τελειοῦται.

Αὐγὴν ἐφευρὼν σαρκικῶν τυφλὸς λύχνων,
Καὶ ψυχικὴν ἤθρησεν αὐγὴν ἐκ ξίφους.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, 

ὁ Θεός, 
ἐλέησον ἡμᾶς.
 Ἀμήν.

Μάθε να προσεύχεσαι (Αρχιεπισκόπου Anthony Bloom)


Αν η απελπισία μας πηγάζει από πολύ βαθιά μέσα μας, αν αυτό που ζητάμε, αυτό για το οποίο κραυγάζουμε, είναι τόσο ουσιαστικό ώστε να καλύπτει όλες τις ανάγκες τις ζωής μας, τότε βρίσκουμε κατάλληλα λόγια να προσευχηθούμε και μπορούμε να φτάσουμε στην κορυφαία στιγμή της προσευχής μας, τη συνάντηση με το Θεό.
Θα ήθελα να πω κάτι ακόμα για την «κραυγή» της προσευχής. Φώναζε δυνατά ο τυφλός Βαρτίμαιος. Τι λέει όμως το Ευαγγέλιο για τους ανθρώπους γύρω του; Προσπαθούσαν, λέει, να τον κάνουν να σιωπήσει. Μπορούμε να φανταστούμε όλους εκείνους τους ευσεβείς ανθρώπους με την καλή όραση, τα γερά πόδια, την καλή υγεία που περικύκλωναν το Χριστό και μιλούσαν για υψηλά θέματα, για τη Βασιλεία του Θεού που έρχεται, για τα μυστήρια των Γραφών, να γυρίζουν προς το Βαρτίμαιο και να του λένε: «επί τέλους, δεν μπορείς να ησυχάσεις; Τα μάτια σου, τα μάτια σου, και τι σημασία έχουν αυτά ενώ μιλούμε για το Θεό;»
Ο Βαρτίμαιος φαινόταν σαν κάτι ξένο που ξαφνικά έμπαινε στη μέση και, αδιαφορώντας τελείως για τα συμβαίνοντα, ζητούσε από το Θεό κάτι που απελπιστικά το είχε ανάγκη. Και όλα αυτά τα έκανε παρά το γεγονός ότι με τις φωνές του κατέστρεψε την αρμονία των εθιμοτυπικών συζητήσεων γύρω του. Οι ενοχλημένοι θα μπορούσαν να τον απομακρύνουν και να τον κάνουν να σιωπήσει. Το Ευαγγέλιο όμως λέει πως, ενώ όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να τον ησυχάσουν, αυτός επέμενε, γιατί αυτό που ζητούσε είχε πολύ μεγάλη σημασία για τον ίδιο. Όσο περισσότερο προσπαθούσαν να του κλείσουν το στόμα, τόσο πιο πολύ εκείνος φώναζε.
Εδώ βρίσκεται το μήνυμά μου. Υπάρχει στην Ελλάδα ένας άγιος, ονομάζεται Μάξιμος. Ήταν νέος όταν μια μέρα πήγε στην Εκκλησία και άκουσε το ανάγνωσμα του Αποστόλου που λέει ότι πρέπει να προσευχόμαστε «αδιαλείπτως». Αυτό έκανε τόση εντύπωση στο Μάξιμο ώστε σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να προσπαθήσει να τηρήσει αυτή την εντολή.

Όταν βγήκε από το ναό σκέφτηκε να πάει στο κοντινότερο βουνό και εκεί ήσυχος να αρχίσει να προσεύχεται όπως άκουσε στο Ευαγγέλιο. Σαν Έλληνας χωρικός του τετάρτου αιώνα, ήξερε το «Πάτερ ημών» και μερικές άλλες προσευχές. Έτσι, όπως μάς λέει ο ίδιος, άρχισε να τις λέει τη μία ύστερα από την άλλη, και πάλι από την αρχή, ασταμάτητα. Αισθάνθηκε, πραγματικά, πολύ όμορφα. Προσευχόταν, ήταν συντροφιά με το Θεό, ήταν χαρούμενος. Το καθετί του φαινόταν τόσο τέλειο! Μόνο που σιγά- σιγά ο ήλιος άρχισε να πέφτει, άρχισε να κάνει κρύο και να σκοτεινιάζει.
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά όταν άρχισε ν’ ακούει γύρω του θορύβους, πολλούς και παράξενους θορύβους. Άκουγε το σπάσιμο των κλαδιών κάτω από τα πόδια των ζώων, έβλεπε τα λαμπερά μάτια των άγριων θηρίων, άκουγε τις κραυγές των μικρών ζώων που τα έτρωγαν τα μεγαλύτερα. Άκουγε όλων των ειδών τους γνωστούς νυχτερινούς θορύβους του δάσους.
Τότε αισθάνθηκε πως ήταν μόνος. Πραγματικά μόνος, ένα μικρό απροστάτευτο πλάσμα μέσα στον κόσμο του κινδύνου, του θανάτου, του σπαραγμού. Ένιωσε ότι δεν είχε καμιά άλλη βοήθεια αν ο Θεός δεν του έδινε τη δική Του. Δεν συνέχισε πια να λέει το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω». Έκανε ό,τι έκανε και ο Βαρτιμαίος. Άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Το φώναζε αυτό όλη τη νύχτα γιατί τα ζωντανά του δάσους και τα λαμπερά τους μάτια δεν του έδιναν ευκαιρία για ύπνο.
Τέλος ξημέρωσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, αφού όλα τα ζώα έχουν φύγει πια και πήγαν να κοιμηθούν «τώρα μπορώ και εγώ να προσευχηθώ». Αλλά τότε ένιωσε ότι πεινούσε. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να μαζέψει μερικά βατόμουρα, για να φάει. Πλησίασε ένα θάμνο, αλλά ξαφνικά του ήρθε η σκέψη ότι όλα τα αστραφτερά μάτια και άγρια νύχια θα πρέπει να είναι κρυμμένα κάπου εκεί στους θάμνους. Έτσι άρχισε να προχωρεί πολύ προσεκτικά και σε κάθε του βήμα έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με, βοήθησέ με, βοήθησέ με, σώσε με. Ω Θεέ μου, βοήθησέ με, προστάτεψέ με». Για κάθε βατόμουρο που μάζεψε, σίγουρα, είχε προσευχηθεί πολλές φορές.
Πέρασε ο καιρός και ύστερα από πολλά χρόνια συνάντησε ένα γέροντα και έμπειρο ασκητή, ο οποίος τον ρώτησε πώς είχε μάθει να προσεύχεται αδιάλειπτα. Ο Μάξιμος είπε: «Νομίζω πως ο διάβολος με δίδαξε να προσεύχομαι αδιάλειπτα». Ο γέροντας απάντησε: «Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Αλλά θα ήθελα να είμαι βέβαιος ότι σε καταλαβαίνω σωστά». Ο Μάξιμος τότε του εξήγησε πώς είχε σιγά- σιγά συνηθίσει όλους τους θορύβους και τους κινδύνους της μέρας και της νύχτας. Ύστερα όμως του ήρθαν πειρασμοί σαρκικοί, πειρασμοί του νου, των αισθημάτων και αργότερα πιο ισχυρές επιθέσεις του διαβόλου. Ύστερα απ’ όλα αυτά δεν υπήρχε στιγμή της μέρας και της νύχτας που να μην κραυγάζει στο Θεό: «Ελέησον, ελέησον, βοήθησε, βοήθησε, βοήθησε».
Μια μέρα, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια αδιάλειπτης προσευχής ο Κύριος του αποκαλύφτηκε. Από τη στιγμή εκείνη ησυχία, ειρήνη και γαλήνη τον πλημμύρισαν. Δεν υπήρχε πια φόβος – φόβος από το σκοτάδι, από τους θάμνους, ούτε από το διάβολο- ο Κύριος είχε επικρατήσει. «Τότε», είπε ο Μάξιμος, «έμαθα ότι αν δεν έλθει ο Κύριος, είμαι απελπιστικά αβοήθητος. Έτσι, και όταν ακόμα ήμουνα γαλήνιος, ειρηνικός και ευτυχισμένος, συνέχισα να προσεύχομαι λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, γιατί μόνο στο θείο έλεος υπάρχει η ειρήνη της καρδιάς και του νου, η γαλήνη του σώματος και η δύναμη της θέλησης».
Έτσι δεν μπορούμε να πούμε πως ο Μάξιμος έμαθε να προσεύχεται παρά την ταραχή που τον κατείχε, αλλά ακριβώς εξ αιτίας της ταραχής. Γιατί η ταραχή του ήταν ένας πραγματικός κίνδυνος. Αν μπορούσαμε να αντιληφθούμε ότι και μεις βρισκόμαστε σε πολύ μεγάλη ταράχη, σε κίνδυνο, ότι ο διάβολος παραφυλάει προσπαθώντας να μάς πιάσει και να μάς καταστρέψει, τότε θα προσευχόμαστε συνέχεια, ασταμάτητα.
Από το Βιβλίο
Μάθε να προσεύχεσαι
Αρχιεπισκόπου Anthony Bloom
Εκδ. Η Έλαφος

"Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο"






Στολίστε τις λαμπάδες σας με αρετές. Αγωνιστείτε ν' αποβάλετε τα πάθη της ψυχής. Καθαρίστε την καρδιά σας από κάθε ρύπο και διατηρήστε την αγνή, για να έρθει και να κατοικήσει μέσα σας ο Κύριος• για να σας πλημμυρίσει το Άγιο Πνεύμα με τις θείες Του δωρεές.

Παιδιά μου αγαπητά, όλη σας η ασχολία και η φροντίδα σ' αυτά να είναι. Αυτά ν' αποτελούν σκοπό και πόθο ασταμάτητο. Γι' αυτά όλη σας η προσευχή προς το Θεό.

Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο· αλλά μέσα στην καρδιά σας και όχι έξω απ’ αυτήν. Και όταν Τον βρείτε, σταθείτε με φόβο και τρόμο όπως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, γιατί η καρδιά σας έγινε θρόνος του Θεού.

Αλλά για να βρείτε τον Κύριο, ταπεινωθείτε μέχρι το χώμα, γιατί ο Κύριος βδελύσσεται τους υπερήφανους, ενώ αγαπάει και επισκέπτεται τους ταπεινούς στην καρδιά. Γι’ αυτό και λέει: "και επί τίνα επιβλέψω, αλλ' η επί τον ταπεινόν και ησύχιον, και τρέμοντα τους λόγους μου;" (Ησ. 66, 2).

Άγωνίζου τον αγώνα τον καλό και ο Θεός θα σε ενισχύει. Στον αγώνα εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα ελαττώματά μας. Είναι ο καθρέφτης της πνευματικής μας καταστάσεως. Όποιος δεν αγωνίστηκε, δεν γνώρισε τον εαυτό του.

Προσέχετε και τα μικρά ακόμη παραπτώματα. Αν σας συμβεί από απροσεξία κάποια αμαρτία, μην απελπίζεστε, αλλά σηκωθείτε γρήγορα, προσπέστε στο θεό που έχει τη δύναμη να σας ανορθώσει. Η μεγάλη λύπη κρύβει μέσα της υπερηφάνεια.

Οι υπερβολικές λύπες και απελπισίες είναι βλαβερές και επικίνδυνες, και πολλές φορές παροξύνονται από το διάβολο για ν' ανακόψουν την πορεία του αγωνιστή.

Άγιος Νεκτάριος

Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35). Τυφλοί, κουφοί, άλαλοι. Το Ευαγγέλιο της Κυριακής


ΙΕΡΟΚ.π. Αυγουστ.ΠΟΛΛΕΣ θρησκεῖες, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν στὸν κόσμο. Ἀλλ᾽ ἂν ῥωτήσετε ὄχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους μὰ καὶ τὶς πέτρες ἀκόμα, θὰ φωνάξουν, ὅτι ἡ μόνη ἀ­ληθινὴ εἶνε αὐτὴ ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴ διδασκαλία του καὶ τὸ τίμιο αἷμα του.
Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄν­θρω­πος. Εἶνε Θεός! Τὸ κηρύττει ἡ διδασκαλία του, τὰ ἀθάνατα λόγια του· τὸ βεβαιώνουν τὰ ἀμέτρητα θαύματά του, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Καὶ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο μᾶς διηγεῖται δύο θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Τὸ ἕνα. Κα­θὼς μπῆκε σὲ μιὰ πόλι, ἄ­κουσε πίσω του φωνές. Τί ἔλεγαν· «Ἐλέησον ἡμᾶς…» (Ματθ. 9,27).

Εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ λέμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν ἐκκλησία στὴ λατρεία μας. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βάζει τὸ πετραχήλι ὁ παπᾶς, μέχρις ὅτου τελειώσῃ, δέκα, εἴκοσι, τριάντα καὶ περισσότε­ρες φορὲς λέμε «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Τὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέη­σον» βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ παγωμένη· ἐνῷ τὸ «Κύριε, ἐλέ­ησον» τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου βγαίνει σὰν φωτιὰ ἀπὸ τὴν καρδιά, μὲ πίστι καὶ δάκρυα.
Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, τὸ «Κύριε, ἐλέησον» δὲν τὸ λέει μόνο ὁ ψάλτης. Σ᾽ ἐμᾶς τὸ λέει ὁ ψάλτης ἐνῷ ἄλλοι, ἰδίως οἱ γυναῖκες, κουβεν­τιάζουν. Θέλεις νὰ κουβεντιάσῃς; βγὲς ἔξω. Μέσα στὴν ἐκκλησία τὰ στόματα κλειστά, οἱ καρδιὲς στὸ Θεό. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ λέει ὁ ψάλτης, πρέπει νὰ τὸ λένε ἀπὸ τὴν καρδιά τους ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Καὶ τότε φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα, ὅ­πως ἔκανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Ποιοί ἦταν αὐτοί, ποὺ πίσω ἀπὸ τὸ Χριστὸ φώναζαν «Ἐλέησον ἡμᾶς…»; Ἦταν δυὸ δυσ­τυχισμένοι. Τί ἦταν, φτωχοί; Μπορεῖ νά ᾽σαι φτωχὸς καὶ νά ᾽σαι εὐτυχισμένος, χαρούμενος, νά ᾽χῃς παράδεισο μέσα σου· μπορεῖ νά ᾽σαι φτωχὸς καὶ νά ᾽χῃς μιὰ καλὴ γυναῖκα καὶ καλὰ παιδιά, καὶ δὲ χρειάζεσαι τίποτα περισσότερο· μπορεῖ νά ᾽σαι φτωχὸς καὶ νὰ εἶσαι ὑ­γιής. Αὐτοὶ ἦταν δυστυχεῖς, γιατὶ δὲν εἶχαν τὴν ὑ­γειά τους, δὲν εἶχαν μάτια.
Ποιός ἀπὸ σᾶς, ἂν τοῦ δώσουν ἕνα τσουβά­λι δολλάρια ἢ μιὰ βαλίτσα λίρες, δίνει τὰ μάτια του; Κανείς. Ἄρα λοιπόν, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὰ μάτια, δόξαζε τὸ Θεό, εἶσαι πλούσιος. Ἅμα ἔ­χῃς τὴν ὑγειά σου, εἶσαι ἕνας πλούσιος. Ὁ Ὠ­νάσης ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος στὸν κόσμο· τὸν πῆ­γαν στὰ καλύτερα νοσοκομεῖα, ἔφεραν τοὺς καλύτερους γιατρούς. Τί ἔλεγε· Κάντε με καλά, καὶ σᾶς δίνω ὅλα τὰ καράβια μου! Ἄ­ρα λοιπόν, ἐσὺ ποὺ ἔχεις μάτια καὶ βλέπεις, αὐ­τιὰ καὶ ἀκοῦς, καρδιὰ καὶ χτυπᾷ, ἔχεις ὑ­γεία, ἔχεις ἕνα θησαυρό.
Αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸ Χριστὸ καὶ φώναζαν «Κύριε, ἐλέησον», δῶσ᾽ μας τὸ φῶς μας, ἦταν τυφλοί. Τό ᾽παν μιὰ φορά, τό ᾽παν δυό, τό ᾽παν δέκα φορές, μὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἀ­παντᾷ. Γιατί ἆραγε; δὲν ἀ­κούει; Ἂν ἀ­κούῃ! ῥαντὰρ εἶνε. Ἂν τὰ δικά μας ῥαν­τὰρ ἀ­κοῦνε ἀπὸ τόσο μακριά, ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ μεγάλο ῥαντὰρ ποὺ ἀκούει τὶς φω­νὲς ὅλων, ὅσο μακριὰ κι ἂν βρίσκωνται. Εἴτε στὴ σπηλιὰ εἶσαι εἴτε στὸ Βό­ρειο Πόλο εἴτε στὸ Νότιο Πόλο ἢ πάνω στὰ ἄστρα ἢ στὰ βάθη τῆς θαλάσσης ἢ τῆς γῆς, ὁ Θεὸς εἶνε ὅλο αὐτιά. Γιατί ὅμως ἐδῶ δὲν ἀ­παντᾷ; Δοκιμάζει τὴν πίστι τους.
Μπαίνει ὁ Χριστὸς σ᾽ ἕνα σπίτι, μπαίνουν κι αὐτοὶ καὶ τὸν πλησιάζουν μὲ δάκρυα. Πιστεύ­ετε, τοὺς ρωτάει, ὅτι μπορῶ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε; Κι ὅταν εἶδε ὅτι ἡ πίστι τους εἶνε βράχος, τότε ἄγγιξε μὲ τὰ ἅγιά του δάκτυλα τὰ μάτια τους καὶ οἱ τυφλοὶ εἶδαν τὸ φῶς τους. «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».
Τὸ δεύτερο θαῦμα. Μόλις ἔφυγαν οἱ τυφλοί, νά καὶ ἔρχεται ἕνας ποὺ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια δαιμονίου δὲν ἄκουγε καὶ δὲ μιλοῦσε κα­θόλου· ἦταν κωφάλαλος. Ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο, καὶ ἄνοιξαν τὰ αὐτιά του καὶ ἄκουγε καὶ ἄρχισε ἡ γλῶσσα του νὰ μιλάῃ.
Αὐτὰ τὰ θαύματα ἔκανε ὁ Χριστός· θεράπευσε δυὸ τυφλοὺς καὶ ἕνα κωφάλαλο. Ὁ λα­ὸς θαύμασε τὰ πρωτάκουστα αὐτὰ σημεῖα. Δὲν πί­στεψαν ὅμως ὅλοι. Ἅμα κάποιος εἶνε προκα­τειλημμένος, χίλια θαύματα νὰ δῇ κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς νὰ κατεβῇ στὴ γῆ, δὲ πιστεύει. Καὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη κάτι φίδια φαρμακερά, παιδιὰ τοῦ διαβόλου, σκοτεινοὶ καὶ ὑπερή­φανοι ἄνθρωποι, οἱ φαρισαῖοι, ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ ἄρχισαν νὰ διαβάλλουν τὸ Χριστὸ λέγοντας, ὅτι βγάζει τὰ δαιμόνια μὲ τὴ δύναμι τοῦ σατανᾶ! Ὑπάρχει χειρότερη βλασφημία;

* * *

―Τί μ᾽ ἐνδιαφέρουν ἐμένα αὐτά; θὰ πῇς. Ἐγώ, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχω μάτια καὶ βλέπω, ἔχω αὐτιὰ κι ἀκούω, ἔχω γλῶσσα καὶ μιλάω…
Ἂν σ᾽ ἐνδιαφέρῃ; Πολὺ μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα! Γιατὶ ὑπάρχουν δύο εἰ­δῶν τυφλοί· τυφλοὶ σωματικῶς καὶ τυφλοὶ πνευ­ματικῶς· καὶ ὑπάρχουν κουφοὶ σωματικῶς καὶ κουφοὶ πνευματικῶς· καὶ ὑπάρχουν ἄλαλοι σωματικῶς καὶ ἄλαλοι πνευματικῶς.
Ποιοί εἶνε τυφλοὶ στὴν ψυχή; Νά, οἱ φαρισαῖοι. Δὲν εἶδαν τὰ θαύματα; Καὶ ὅμως δὲν πίστεψαν. Μάτια εἶχαν καὶ μάτια δὲν εἶχαν. Ὅ­πως τότε ἐκεῖνοι, ἔτσι καὶ σήμερα νεώτεροι γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι βλέπουν θαύματα τοῦ Χριστοῦ τῆς Παναγίας τῶν ἁγίων, καὶ δὲν πιστεύουν. Τυφλοὶ εἶνε. Νά κάποιοι ποὺ πῆ­γαν στὸ πανεπιστήμιο καὶ στὸ ἐξωτερικὸ κ᾽ ἔ­μαθαν μερικὰ γράμματα, καὶ τώρα κάθονται διπλοπόδι στὸ καφενεῖο μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ λένε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός. Ποιοί τὸ λένε; Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔμαθαν ἀκόμα τὸ ἄλ­φα τῆς ἐπιστήμης. Ξέρετε πῶς μοιάζουν; Σὰν νὰ πῇ κάποιος, ὅτι ἕνα ἐργοστάσιο, μὲ τόσες μηχανὲς καὶ τροχοὺς καὶ μοτέρ, φύτρωσε μόνο του, ὅπως τὰ μανιτάρια πάνω στὴν κοπριά. Τὸ λέει κανείς; Δὲν τὸ λέει. Ὅποιος πῇ τέτοιο πρᾶγμα, θὰ τοῦ φορέσουν ζουρλομανδύα καὶ θὰ τὸν πᾶνε στὸ φρενοκομεῖο. Τὸ ἐργοστά­σιο τῆς Δ.Ε.Η. κάποιος τὸ ἔφτειαξε. Καὶ τί εἶν᾽ αὐτὸ μπροστὰ τὸ μεγάλο ἐργοστάσιο ποὺ λέγεται ἥλιος καὶ φωτίζει τόσους αἰῶνες δωρεάν; Αὐτὴ τὴ Δ.Ε.Η. τοῦ οὐρανοῦ ποιός τὴν ἔ­φτειαξε; Θέλεις ἄλλο ἐργοστάσιο; Νά τὸ χῶ­μα ποὺ πατᾷς! Τὸ σπέρνεις καὶ βγαίνουν ἀπὸ μέσα λουλούδια, θάμνοι, δέντρα (ἀχλαδιές, μηλιές, πλατάνια…,). Ποιός τὸ ἔκανε; Ὅλοι οἱ γεωπόνοι νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπόρο δὲ φτειά­χνουν οὔτε θὰ φτειάξουν ποτέ. Στὸ φεγγάρι δὲν ὑπάρχει οὔτε νερὸ οὔτε φροῦτο οὔτε δρόσια οὔτε ἀέρας· τίποτα, ξεραΰλα. Ἄχ, τυφλὲ ἄνθρωπε, ὅλα σοῦ τὰ δίνει ὁ Μεγαλοδύναμος, καὶ δὲν ἔχεις μάτια νὰ τὰ δῇς καὶ νὰ τὸν δοξάσῃς. Νά λοιπὸν τυφλοὶ ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κουφοί. Ποιοί εἶνε κουφοί; Ἔχουν αὐτιά, καὶ αὐτιὰ δὲν ἔχουν. Προχθὲς ἦρθε στὸ γραφεῖο τῆς μητροπόλεως μιὰ γυναίκα καὶ ἔκλαιγε. ―Τί ἔχεις; τῆς λέω, πέθανε τὸ παιδί σου; ―Μακάρι νὰ πέθαινε. Ἄχ, ἦταν καλὸς μαθητής, ἔπαιρνε καλοὺς βα­θμούς. Τελευταῖα ἔμπλεξε μὲ παρέες καὶ ξενυχτάει. Τὸν συμβουλεύω ἐγώ, τὸν συμβουλεύει ὁ ἄν­τρας μου, μὰ αὐτὸς δὲν ἀκούει. Αὐτιὰ δὲν ἔ­χουν τὰ παιδιὰ σήμερα… Δυστυχισμένοι γονεῖς! Δὲν ἀκοῦνε οἱ μικροὶ τοὺς μεγάλους, τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα, οἱ μαθηταὶ τὸ δάσκαλο, οἱ Χριστιανοὶ τὸ δεσπότη, τὸν ἱεροκήρυκα· δὲν ἀ­κοῦνε τὸ Χριστό, τὸ Θεό.
Τυφλοὶ ἄνθρωποι, κουφοὶ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλαλοι. Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ μπορεῖ νὰ λένε γιὰ χωράφια, γιὰ δουλειές, γιὰ ἔρωτες, γιὰ γυναῖκες, γιὰ λεπτά, γιὰ πολιτική… Γιὰ ἕνα μόνο δὲ μιλᾶνε· γιὰ τὸ Θεό! Γλῶσσα ἔχουν καὶ γλῶσσα δὲν ἔχουν. Προσευχὴ δὲν κάνουν. Ποῦ καταντήσαμε!
Τί τὸ ὄφελος λοιπὸν νά ᾽χῃς μάτια καὶ νὰ μὴ βλέπῃς τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; Τί τὸ ὄφελος νά ᾽χῃς αὐτιὰ καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς τὸ Εὐαγγέλιο; Τί ὄφελος νά ᾽χῃς γλῶσσα καί, ἐνῷ ἡ μπουκιὰ εἶνε στὸ στόμα σου, ἐσὺ νὰ βλαστη­μᾷς τὰ θεῖα; Καὶ ὁ διάβολος ἀκόμα τρέμει ὅ­ταν ἀκούῃ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας.

* * *

Ἀδέρφια μου, σᾶς μιλῶ μὲ πόνο καὶ ἀναστε­ναγμό. Φθάσαμε στὸ τέλος. Θὰ ἔρθῃ μεγάλη καταστροφή. Διότι φύγαμε ὅλοι ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπε, σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς μάτια, γιὰ νὰ βλέπῃς τὰ μεγαλεῖα του καὶ νὰ λὲς «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε…» (Ψαλμ. 103,24). Σοῦ ἔδωσε αὐτιά, γιὰ ν᾽ ἀκοῦς τὸ λόγο του. Σοῦ ἔδωσε γλῶσσα γιὰ νὰ τὸν ὁμολογῇς. Σοῦ ἔδωσε καρδιὰ γιὰ ν᾽ ἀγα­πᾷς· ν᾽ ἀγαπᾷς ὅλους (πατέρα, μάνα, παιδιά, πατρίδα, ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο), μὰ πάνω ἀπ᾽ ὅλα ν᾽ ἀγαπᾷς Αὐτόν.
Χριστιανοί! τὰ λόγια αὐτὰ φυ­τέψτε τα στὴν καρδιά σας. Τυφλοί! ἂς παρα­καλέσουμε τὸ Θεὸ ν᾽ ἀνοίξῃ τὰ μάτια μας νὰ τὸν δοῦμε. Κουφοί! ἂς τὸν παρακαλέσουμε ν᾽ ἀνοίξῃ τ᾽ αὐτιά μας ν᾽ ἀκούσουμε τὴ φωνή του. Ἄλαλοι! ἂς τὸν παρακαλέσουμε, ἡ γλῶσσα μας νὰ γίνῃ κιθάρα, καὶ μέρα – νύχτα νὰ ὑμνῇ Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅ­γιον Πνεῦμα, εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Ἀναρράχης – Ἑορδαίας 10-8-1975)

Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν [Β΄ Τιμ. β΄ 1 – 10]

Ο ποιμένας της εκκλησίας
Παίρνοντας αφορμή από το βίο του εορταζόμενου σήμερα Αγίου, η Αγία μας Εκκλησία ορίζει να διαβάζεται αυτό το αποστολικό ανάγνωσμα που έχει ως θέμα τον καλό εκκλησιαστικό ποιμένα, τον οποίο παρομοιάζει με τον καλό στρατιώτη, τον επιμελή αθλητή και τον φιλόπονο γεωργό.
Την επιστολή αυτή προς τον Τιμόθεο την στέλλει ο απόστολος Παύλος καθώς διανύει τις τελευταίες μέρες της ζωής του μέσα σε μια φυλακή της Ρώμης περιμένοντας την εκτέλεσή του. Ο Τιμόθεος βρίσκεται στην Έφεσο διορισμένος επίσκοπος της πόλεως αυτής από τον Παύλο. Ο Παύλος αρχίζοντας την επιστολή υπενθυμίζει στον Τιμόθεο τον τρόπο που τον παιδαγώγησε εν Χριστώ, δηλαδή παραδίδοντάς του την πίστη στον Ιησού Χριστό, όπως την παρέδωσε και σε πολλούς άλλους, χωρίς να υπάρχει κάτι μυστικό και τον προτρέπει ως ποιμένα να πράξει το ίδιο. Οι άνθρωποι που είναι άξιοι να τύχουν μιας τέτοιας δωρεάς και να λάβουν την παρακαταθήκη του λόγου του Θεού δεν είναι οι ευφυείς και οι επιστήμονες που αν δεν πιστεύουν, αδυνατούν να διαφυλάξουν την παράδοση, αλλά οι πιστοί άνθρωποι οι οποίοι είναι άξιοι εμπιστοσύνης. Επιπλέον θα πρέπει να έχουν το χάρισμα να μεταδώσουν και σε άλλους αυτό το θησαυρό της πίστης. Ως τέτοιο θεωρεί ο απόστολος Παύλος τον Τιμόθεο και συμβουλεύοντάς τον, τον παρομοιάζει με τον καλό στρατιώτη.
Συ ουν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού
Για να καταλάβουμε το πνεύμα της παρομοιώσεως αυτής του καλού ποιμένος προς τον καλό στρατιώτη πρέπει να λάβουμε υπόψη τις αντιλήψεις για το στρατό στην αποστολική εποχή. Ο στρατιώτης ήταν μισθοφόρος, δηλαδή υπάλληλος και για να διατηρήσει τη θέση του έπρεπε να διατηρεί ευχαριστημένο τον προϊστάμενό του με την πειθαρχία και την αυτοθυσία του. Ο Τιμόθεος ή οποιοσδήποτε ποιμένας, είναι εθελοντής στρατιώτης του Ιησού Χριστού. Για να αποδειχθεί καλός στρατιώτης πρέπει να κακοπαθήσει. Οι στρατολόγοι προτιμούσαν τους στρατιώτες που ήταν πρόθυμοι να κακοπαθήσουν. Φαινόταν δε η προθυμία και από το ότι οι αφοσιωμένοι στο επάγγελμα τους στρατιώτες δεν ανακατεύονταν με τα βιοτικά πράγματα, δηλαδή επιχειρήσεις και εμπορικές πράξεις που να είχαν σκοπό το κέρδος.
Εάν δε και αθλή τις, ου στεφανούται εάν μη νομίμως αθλήση
Δίνοντας περισσότερη έμφαση ο Παύλος στην προσπάθεια που πρέπει συνεχώς να καταβάλλει ο ποιμένας για να πετύχει το σκοπό του, που δεν είναι άλλος από το να οδηγήσει τους πιστούς αλλά και τον εαυτό του στο Χριστό, τον παρομοιάζει με τον αθλητή. Εάν λοιπόν κάποιος δεν αθλήσει σ΄όλη τη διάρκεια της χριστιανικής τους ζωής ή της ποιμαντικής του δράσεως σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, δεν θα νικήσει και συνεπώς την ώρα του αγώνος δεν θα στεφανωθεί.
Τον κοπιώντα γεωργόν δει πρώτον των καρπών μεταλαμβάνειν
Συνεχίζοντας ο Απ. Παύλος τα παραδείγματα για να γίνει πιο κατανοητός και πειστικός προς τον Τιμόθεο αλλά και τον καθένα που θέλει να γίνει οδηγός και ποιμένας των πιστών του Χριστού, αναφέρει το παράδειγμα του γεωργού. Όπως ο γεωργός ο οποίος κοπιάζει για να καλλιεργήσει την γη και να δώσει καρπούς πρέπει πρώτος να τους γεύεται, έτσι και ο ποιμένας του οποίου σκοπός είναι να προετοιμάσει τις ψυχές για την αυταπάρνηση και τη θυσία, πρέπει πρώτος να γευτεί αυτούς τους καρπούς. Αυτά δηλαδή που κηρύττει, αυτός πρώτος πρέπει να πράττει στη δική του ζωή και να υφίσταται τις συνέπειες του κηρύγματος του.
Μνημόνευε Ιησούν Χριστόν εγηγερμένον εκ νεκρών εκ σπέρματος Δαυίδ
Επιγραμματικά με την πιο πάνω φράση ο Απ. Παύλος δίνει την κεντρική ιδέα του κηρύγματος του που δεν είναι άλλη από τη διακήρυξη της πίστης μας εις το πρόσωπο του Ιησού Χριστού ο οποίος ενανθρώπησε δια της παρθένου Μαρίας και αναστήθηκε από τους νεκρούς. Αυτό θέλει ο Παύλος να κηρύττει ο Τιμόθεος με μόνο σκοπό να μεταδίδετε ο λόγος του Θεού εις τους αιώνες. Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...