Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24, 2014

Καλά & Ευτυχισμένα Χριστούγεννα

         









                

 Όπως οι τρεις μάγοι

ας βρούμε και΄μεις το Άστρο που θα μας οδηγήσει 


Στο νεογέννητο Κύριο Υμών Ιησού Χριστό και στην Βηθλεέμ μας.



Η Γέννησή Του ας σημάνει την αρχή 

για μια καλύτερη ζωή γεμάτη αλήθεια και φως.


Ολόψυχα Σας ευχόμαστε

 Καλά Χριστούγεννα

Η ιστορία της “Άγιας Νύχτας”

 agia nyxta

Η Άγια Νύχτα είναι ίσως το πιο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σ’ όλο τον κόσμο. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι και άλλοι, το αναγνώρισαν ως ένα βαθιά θρησκευτικό τραγούδι, με μια παράξενη δύναμη που φτάνει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Κατά καιρούς, η πατρότητά του αποδόθηκε στον Μότσαρτ, στον Χάιντν ή στον Μπετόβεν.
Η αλήθεια είναι πως η Άγια Νύχτα δημιουργήθηκε από τους Γιόζεφ Μορ και Φραντς Γκρούμπερ, κι εψάλη για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818 στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο μικρό χωριό Όμπερντορφ της Αυστρίας.
Ο Μορ είχε γράψει τους στίχους δύο χρόνια νωρίτερα. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 ζήτησε από τον Γκρούμπερ να συνθέσει μία μελωδία για να συνοδεύσει το τραγούδι με την κιθάρα του. Σύμφωνα με την παράδοση, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, καθώς τα ποντίκια είχαν καταστρέψει κάποια εξαρτήματά του.
Η ιστορία αυτή ήταν γνωστή, ωστόσο επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα, το 1995, όταν ανακαλύφθηκε μία παρτιτούρα που ανήκε στον Μορ, με τον Γκρούμπερ να υπογράφει τη σύνθεση. Στίχοι και μουσικοί όμως φαίνεται να γράφτηκαν μαζί, το 1816.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η Άγια Νύχτα τραγουδήθηκε τα μεσάνυχτα εκείνων των Χριστουγέννων και μετά ξεχάστηκε. Το 1825 ένα επισκευαστής εκκλησιαστικών οργάνων ανακάλυψε την παρτιτούρα και «ξαναζωντάνεψε» το τραγούδι. Σήμερα, υπολογίζεται πως έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 300 γλώσσες.
Οι ελληνικοί στίχοι Οι αγγλικοί στίχοι
Άγια νύχτα, σε προσμένουν,
με χαρά οι Χριστιανοί
και με πίστη ανυμνούμε
το Θεό δοξολογούμε
μ’ ένα στόμα, μια φωνή.
Ναι με μια φωνή.
Η ψυχή μας φτερουγίζει,
πέρα στ’ άγια τα βουνά
όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
απ’ τα ουράνια θεία μέλη
στον Σωτήρα «ωσαννά».
Ψάλλουν «ωσαννά».

Στης Βηθλεέμ ελάτε
όλοι στα βουνά τα ιερά
και μ’ ευλάβεια μεγάλη
κει που άγιο φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι με μια χαρά.
Silent night Holy night
All is calm all is bright
Round yon virgin Mother and Child
Holy infant so tender and mild
Sleep in heavenly peace
Sleep in heavenly peace.
Silent night, holy night,
Shepherds quake at the sight.
Glories stream from heaven afar,
Heav’nly hosts sing Alleluia;
Christ the Savior is born;
Christ the Savior is born.

Silent night, holy night,
Son of God, love’s pure light.
Radiant beams from Thy holy face,
With the dawn of redeeming grace,
Jesus, Lord, at Thy birth;
Jesus, Lord, at Thy birth.

Μήπως λείπει ο Χριστός από τα Χριστούγεννα;

 
Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα. Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ. Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ. Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ. Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε: Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ  κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα! Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε: «Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;... Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του: Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…Καὶ δὲν ξαναμίλησε»1.
Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
 Ένα αιώνα μετά, από τα γεγονότα που αναφέρονται στο παραπάνω κείμενο, του μακαριστού κυρ-Φώτη  Κόντογλου, παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ ο εορτασμός των Χριστουγέννων, ως ένας γεγονός πνευματικού νοήματος, με ανθρωπολογικές προϋποθέσεις, αλλά εσχατολογική προοπτική.
 Το ζήτημα της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, αποτελεί την κυρίαρχη στάση του Θεού, απέναντι σε ένα άνθρωπο παραβατικό, ξεροκέφαλο, εγωιστή και αυτοκαταστροφικό. Ο Θεός πατέρας επιλέγει να στείλει σε αυτό τον άκοσμο κόσμο, τον «προαιωνίως εξ’ αυτού γεννηθέντα, Μονογενή Υιό Του»2. Με ένα τρόπο εξαιρετικό, θαυμάσιο και αγαπητικό.
 Το όνομα του Χριστού γίνεται  σημείο αντιλεγόμενο, δημιουργώντας φίλους και εχθρούς έως και σήμερα. Γίνεται εύκολη υπόθεση λόγων, αλλά δύσκολη περιπέτεια έργων ζωής, για όσους τολμήσουν να τον ακολουθήσουν οντολογικά και όχι ονοματοκρατικά.
 Πέρασαν περισσότερα από δυο χιλιάδες χρόνια από τότε, μα η κατάσταση του κόσμου διόλου δεν άλλαξε, αφού συνεχίζουν άνθρωποι, να πεθαίνουν, να βασανίζονται, να πεινούν, να διψούν, να εξορίζονται, να εξουθενώνονται,  από χέρια και συμφέροντα ανθρώπινα.
 Για άλλη μια φορά έρχονται τα Χριστούγεννα, το ερώτημα είναι όμως, τι σημαίνουν για μας και πως μπορούμε να συμμετάσχουμε ουσιαστικά και όχι αναμνηστικά στο γεγονός της γέννησης του Θεανθρώπου.
 Ο πολιτισμός μας ξεψυχάει και συμπαρασύρει όλα τα νοήματα ζωής, στα οποία αντί να στηριχθεί, τα εμπορευματοποίησε και τα έκανε προϊόντα.
 Ο Χριστός σταυρώνεται και πάλι στη Γάζα της Παλαιστίνης από τους γνωστούς και αμετανόητους σταυρωτές Του…
 Ο Χριστός πεθαίνει μαζί με τα παιδιά Του στη Συρία, στο Ιράκ, στην Ουκρανία και όπου αλλού.
 Ο Χριστός  είναι πεινασμένος και άστεγος μαζί με τα κακοπαθημένα παιδιά Του, που αναζητούν τροφή στους «κάδους απορριμμάτων» και στέγη στα «παγκάκια» και στις «χαρτόκουτες».
 Πότε επιτέλους θα γεννηθεί ο Χριστός, στις σκληρές «κανιβαλικές» ανθρώπινες καρδιές;
 Το μήνυμα του ταπεινού βρώμικου και καταφρονεμένου στάβλου, που απετέλεσε σημείο Θεοφανίας, μάλλον δεν αφορά τον κόσμο μας, ούτε τον τότε αλλά ούτε και τον τώρα. Και δίκαια κάποιος θα σκεφτόταν, «καλά και τι άλλαξε στα ανθρώπινα πράγματα, με τον ερχομό του Θεανθρώπου στο κόσμο», η απάντηση, μετά από μια ματιά γύρω μας, ενδεχομένως και μέσα μας, είναι αβίαστη, τίποτε… Αυτό που άλλαξε είναι τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις, για όσους και όποιους αποφασίσουν να ζήσουν μαζί με τον Θεό και να τον αναγνωρίσουν ως πατέρα τους. Γιατί αντίθετα με τη νομοθεσία που επικρατεί στο οικογενειακό δίκαιο, όπου είναι προϋπόθεση να αναγνωριστούν τα παιδιά από το πατέρα, για να μετέχουν της νομής των περιουσιακών του στοιχείων, εδώ απαιτείται η αναγνώριση του Πατέρα από τα παιδιά του, για να συμμετάσχουν στο εσχατολογικό δείπνο της Βασιλείας Του. Η Βασιλεία ενώ είναι εντός μας, είναι ταυτόχρονα τόσο δυσεύρετη, όπως για κάποιον που ψάχνει τα γυαλιά του ενώ τα φοράει.
 Η γέννηση του Χριστού, δεν αποτελεί πράξη αναγκαστικής μετάνοιας, γεγονός αυτονόητης αποδοχής, ή ευκαιρία παγανιστικών παγκοσμιοποιημένων δράσεων, που απαξιώνουν το νόημα, και γελοιοποιούν τους συμμετέχοντες, σε ένα καταναλωτικό μείγμα,  ύλης και απόλαυσης.
 Τα Χριστούγεννα δεν σημαίνουν τίποτε, για όσους και για όποιους, τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, παραμένουν παγερά αδιάφοροι, από το γεγονός, ότι ένας Θεός γίνεται άνθρωπος, για να λυτρώσει από τα δεινά της, σύμπασα την ανθρωπότητα.
 Η γέννηση του Χριστού παραμένει νεκρή, για όλους όσους δεν διαθέτουν το απαραίτητο φιλότιμο, για να αναλογιστούν τα τόσα πολλά, που έχει κάνει ένας Θεός αγάπης, οικτιρμών και φιλανθρωπίας, για την ανθρώπινη ασημαντότητα και  εμπαθή ιδιοτροπία.
 «Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε: Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ  κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα! Κανένας δὲ μίλησε»3.
 Αυτό σημαίνει συναίσθηση, συντριβή, μετάνοια και ελπίδα «αβέβαιη», πως μπορεί και εμάς να μας λυπηθεί ο Θεός και να μας σώσει, όχι επειδή το αξίζουμε, αλλά γιατί μας αγαπάει. Η χριστιανική ελπίδα είναι ελπίδα «αβέβαιη», αν ξεκινάει φυσικά από την συναίσθηση της κατάντιας μας, την αδιέξοδη περιπέτειά μας μέσα στο κόσμο, και την προσμονή της παρουσίας Του.
 Από βεβαιότητες συνήθως διακατέχονται οι φαρισαίοι (παραβολή Τελώνη και Φαρισαίου)4, οι μωροί (ες) (παραβολή των 10 παρθένων)5 και οι φανατικοί (περιγραφή λιθοβολισμού της μοιχαλίδας, από τους «δήθεν» της εποχής της)6.
 Αν προσδοκούμε κάποια στιγμή (και αυτή η στιγμή είναι το τώρα, αφού μόνο αυτό ορίζουμε…), να πάρουμε στα σοβαρά την υπόθεση της σωτηρίας μας,  ας αφήσουμε στην άκρη τους αυτοσχεδιασμούς, την υπόδηση ρόλων, τις βεβαιότητες, τις πεποιθήσεις μας,  αλλά  κυρίως τηνανέντιμη ανυποληψία μας.
 Ας πλησιάσουμε στο «στάβλο», θεωρώντας τον ως τόπο φανέρωσης «του Φωτός της  Γνώσεως», με αγάπη, ειρήνη και προσμονή και τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε σε Εκείνον...

1.Κόντογλου,Φ. «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου», Εκδόσεις Αλ & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975, σελ.105-106.
2.Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων  «IA ΄Κατήχησις προς Φωτιζομένους» Νικολάου Κ. Δρατσέλλα, Υπομνηματισμός των περί Ιησού Χριστού κατηχήσεων προς φωτιζομένους (Ι΄ - ΙΕ΄ ) του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Αθήνα 2001, σελ. 22-33
3.Κόντογλου,Φ. «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου», Εκδόσεις Αλ & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975, σελ.106
4.Πρβλ. Λουκά 18.10-14
5.Πρβλ. Ματθαίου 25.1-13

6.Πρβλ. Ιωάννη 8.1-1


π.Δημήτριος Θεοφίλου

Ἡ φωνὴ ἑνὸς Ἐπισκόπου


+ Μητροπολίτης Νέας  Σμύρνης Χρυσόστομος

(Μήνυμα πρὸς τοὺς νέους, Χριστούγεννα 1985)


Παιδιά μου,

Κι ἐσεῖς κι ἐγὼ σήμερα στεκόμαστε μπροστὰ στὸ πιὸ μεγάλο, τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας: Τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ πάνω στὸ μικρό μας πλανήτη, περιβλημμένου τὴν ἀνθρώπινη σάρκα μας. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό. Ὁ Θεὸς μπαίνει στὰ μονοπάτια τῆς ἱστορίας γιὰ νὰ ἀλλάξει τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα. Ὁ Θεὸς ἔρχεται ἀνάμεσα μας γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει τὴν εἰρήνη, νὰ μᾶς πλουτίσει μὲ τὴν ἀγάπη, νὰ μᾶς εὐαγγελιστεῖ τὴ δικαιοσύνη.

Εἶναι πιθανὸ ν' ἀκοῦτε μερικοὶ ἐπιφυλακτικὰ τὴ μαρτυρία μου. Κατανοῶ, ὅσο μοῦ εἶναι δυνατό, μιὰ τέτοια στάση. Κι αὐτὸ γιατί γνωρίζω, ὅτι οἱ λέξεις ἔχασαν τὴ σημασία τους κάτω ἀπὸ μιὰ ἀπίστευτη φθορὰ ἢ μιὰ μεθοδικὴ καπηλεία ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ στὶς μέρες μας.

Ἀσφαλῶς γι’ αὐτὸ τὸ πράγμα κι ἐμεῖς οἱ ἐκκλησιαστικοὶ δὲν εἴμαστε ἀμέτοχοι εὐθυνῶν. Ὡστόσο, ἡ σημασία τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου εἶναι ἀδύνατο ν' ἀγνοηθεῖ. Τὸ Εὐαγγέλιο Ἰησοῦ Χριστοῦ, σφραγισμένο μὲ τὸ αἷμα τῆς σταυρικῆς Του θυσίας, ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει γιὰ ὅλους μας ἡ μεγαλύτερη πρόκληση καὶ ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα. Οἱ χριστουγεννιάτικες καμπάνες δὲν σίγησαν. Συνεχίζουν, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, νὰ χτυποῦν γλυκὰ κι ἐλπιδοφόρα...

Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἐπικοινωνῶ σήμερα - μεγάλη μέρα τῆς χριστιανοσύνης - μαζί σας, γιὰ νὰ σᾶς ἐμπιστευθῶ τὴ χριστουγεννιάτικη ἐλπίδα καὶ νὰ σᾶς ἀπευθύνω λόγο πατρικό. Πιστέψτε με, παιδιά μου, εἶναι λόγος ποὺ βγαίνει μέσ' ἀπὸ τὴν καρδιά. Ἐκεῖ βαθιὰ τὸν ἔθρεψε ἢ ἀγάπη καὶ τὸν ξενύχτησε ἡ ἀγωνία...


Παιδιά μου,

Εἶναι κοινοτοπία σήμερα νὰ ἀναφέρεται κάποιος στὴν κρίση τῆς ἐποχῆς καὶ νὰ ἐπισημαίνει τὰ ἀδιέξοδα ποὺ δημιούργησε ὁ πολιτισμός μας. Ἐντούτοις ἡ κρίση αὐτὴ δὲν παύει νὰ εἶναι μιὰ ὀδυνηρὴ πραγματικότητα ποὺ, κι ἂν θὰ τὸ θέλαμε, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν ἀγνοήσουμε.

Ὁ κίνδυνος ἑνὸς ὀλέθριου παγκοσμίου πολέμου πλανιέται συνεχῶς πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας. Οἱ τοπικὲς πολεμικὲς ἑστίες, ἀναμμένες σχεδὸν μόνιμα σὲ διάφορα σημεῖα τοῦ πλανήτη μας, κάνουν νὰ χύνεται καθημερινὰ ἄφθονο ἀνθρώπινο αἷμα καὶ ἀπειλοῦν νὰ προκαλέσουν μιὰ γενικότερη ἀνάφλεξη.

Οἱ πολεμικοὶ ἐξοπλισμοὶ χρόνο μὲ χρόνο αὐξάνουν, ἀπορροφώντας τεράστια ποσά, καὶ οἱ θεατρικὲς συναντήσεις κορυφῆς καὶ οἱ ἀτέλειωτες συνδιασκέψεις γιὰ τὸν ἀφοπλισμὸ καὶ τὴν ὕφεση ἐκεῖνο ποὺ πετυχαίνουν εἶναι ὁ ἐντυπωσιασμὸς τῆς διεθνοῦς κοινῆς γνώμης. Ἴσως καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ καὶ μόνο νὰ γίνονται...

Τὰ διάφορα εἰρηνιστικὰ κινήματα, καπελωμένα συνήθως ἀπὸ τὴν κομματικὴ προπαγάνδα, μᾶς τρέφουν μὲ τὸ σανὸ μιᾶς πληθωρικῆς εἰρηνολογίας, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα προωθοῦν δικούς τους ἰδιοτελεῖς στόχους, ἐκμεταλλευόμενα τὰ ὁράματά σας καὶ τὸ νεανικό σας δυναμισμό.

Ἡ πείνα θερίζει καθημερινὰ χιλιάδες συνανθρώπων μας, κυρίως παιδιά, ἐνῶ οἱ προηγμένες - καὶ στὶς περισσότερες περιπτώσεις «χριστιανικὲς» - κοινωνίες παραδέρνονται ἀνάμεσα στὶς συμπληγάδες τῆς καλοπέρασης καὶ τῆς κατανάλωσης. Ἀποτέλεσμα οἱ διάφορες «κρίσεις», οἰκονομικές, ἐνεργειακὲς καὶ ἄλλες, ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος, ὁ κίνδυνος ἐξάντλησης τῶν πρώτων ὑλῶν...

Ἡ ἐλευθερία, ὅ,τι πιὸ πολύτιμο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, στραγγαλίζεται βάναυσα καὶ σήμερα κάτω ἀπὸ τυραννικὰ καθεστῶτα ἢ φαλκιδεύεται μέσα ἀπὸ μηχανισμούς, ποὺ τὴν ἀνακάλυψή τους ἀρχικὰ εἴχαμε πανηγυρίσει. Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ὁλόκληρους αἰῶνες χριστιανικῆς μαρτυρίας γιὰ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀδερφοσύνη ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀνισότητα καὶ οἱ φυλετικὲς διακρίσεις ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ ἀτιμάζουν τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.

Ἔχοντας υἱοθετήσει ἕνα τρόπο ζωῆς «ἀπελευθερωμένο - ὅπως θέλουμε αὐτάρεσκα νὰ λέμε - ἀπὸ θρησκευτικὲς προκαταλήψεις καὶ μεταφυσικὲς ἀναστολές», ὁδηγηθήκαμε σὲ κοινωνικὰ σχήματα ποὺ τὰ διέπει ὁ ἀμοραλισμός, ἡ κερδοσκοπία, ἡ ἐκμετάλλευση. Φυσικὰ ἐπακόλουθα ἡ κοινωνικὴ ἀδικία καὶ ἀνισότητα, ποὺ δυναμιτίζουν τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης κοινότητας μὲ τὶς ἀτελείωτες ταξικὲς συγκρούσεις. Ἀκόμη ἡ φοβερὴ κρίση ἀνεργίας, ποὺ πλήττει ἰδιαίτερα σᾶς τοὺς νέους.

Σὲ μιὰ τόσο δύσκολη ἐποχή, ὅπως ἡ δική μας, ἦταν φυσικὸ νὰ γεννηθοῦν οἱ πιὸ ἀπίθανες ἰδεολογίες καὶ νὰ παρουσιαστοῦν διάφοροι σωτῆρες ἐπαγγελλόμενοι πράματα καὶ θάματα. Ἀποτέλεσμα ὁ ἰδεολογικὸς κορεσμός, ἡ πρωτοφανὴς σύγχυση, ἡ ἀηδία... Παρενέργειες, ὁ μηδενισμὸς καὶ ἡ ἄρνηση, ἡ ἀναρχία καὶ ἡ τρομοκρατία, τὸ θεοποιημένο σέξ, ἡ κόλαση τῶν ναρκωτικῶν...

Οὔτε ἡ ὥρα οὔτε ὁ τόπος ἐδῶ εἶναι ὁ κατάλληλος γιὰ νὰ καταλογίσουμε εὐθύνες στοὺς ὑπαίτιους τῆς κρίσης. Ὡστόσο, δὲν διστάζω νὰ ὁμολογήσω πὼς τὸ πρῶτο μερίδιο εὐθύνης δὲν πέφτει στοὺς δικούς σας ὤμους. Βαραίνει ἐμᾶς τοὺς μεγαλύτερους, καὶ κάποτε θὰ πρέπει νὰ βροῦμε τὸ θάρρος νὰ τὸ ὁμολογήσουμε ὅλοι ταπεινά.

Σήμερα λοιπόν, ποὺ ἐπικοινωνῶ μαζί σας, θὰ ἤθελα νὰ ἀπευθύνω δυὸ λόγια ἀγάπης σὲ σᾶς κυρίως, τὰ νέα παιδιὰ τῆς πατρίδας μας, ποὺ εἶστε τὸ καμάρι καὶ ἡ ἐλπίδα μας.

Ἕνας Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μιλώντας στ’ ἀδέρφια του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ καταθέσει τὴ μαρτυρία τῆς πίστης καὶ νὰ προσφέρει τὴ χαρὰ τῆς ἐλπίδας. Μόνο ὁ Χριστός, παιδιά μου, λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ καταξιώνει τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἕνας πολιτισμὸς ποὺ Τὸν ἀρνεῖται, αὐτοκαταδικάζεται σὲ ἀδιέξοδο καὶ καταστροφή. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ὀδυνηρὴ ἐμπειρία, ποὺ μᾶς παρέχει ὁ σύγχρονος πολιτισμός. Ἡ ὑπέρβαση τῆς κρίσης καὶ ὁ ἐξορκισμὸς τῆς καταστροφῆς περνᾶ ἀπαραίτητα ἀπὸ τὸ μονοπάτι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ 21ος αἰώνας ἢ θὰ εἶναι θρησκευτικὸς ἢ δὲν θὰ ὑπάρξει, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἀντρὲ Μαλρώ...

Εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ μιὰ μακρόχρονη ἱστορία καὶ μιὰ πλούσια παράδοση ζυμωμένη μὲ τὰ πιὸ θαυμαστὰ ὑλικά: τὴν ἀξεπέραστη ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη. Σὲ σᾶς τοὺς νέους πέψτει ὁ κλῆρος νὰ διαφυλάξετε ἀγέραστη κι ἀπαραχάρακτη τὴν ἱστορικὴ μνήμη αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ νὰ κρατήσετε δημιουργικὰ τὸ θησαυρὸ τῆς παράδοσης.

Δὲν εἶναι ἡ παράδοση παράγοντας ἀνασταλτικὸς γιὰ τὴν πρόοδο, ὅπως οἱ διάφοροι Γραικύλοι, κήρυκες ἑνὸς ξενόφερτου καὶ κούφιου προοδευτισμοΰ, διαδίδουν. Εἶναι ἡ ἱστορικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ἡ πολιτιστικὴ ταυτότητα ἑνὸς ἔθνους. Καὶ ἔθνη ποὺ χάνουν τὴν ἱστορική τους μνήμη καὶ ἀποκόπτονται ἀπὸ τὶς πνευματικές τους ρίζες εἶναι καταδικασμένα σὲ ἀφανισμό. Ἀληθινὴ πρόοδος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴ γνώση τῆς ἱστορίας καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς παράδοσης. Χωρὶς τὸ χθές, τὸ σήμερα δὲν οἰκοδομεῖται καὶ τὸ αὔριο δὲν ἔρχεται...

Ζώντας κι ἐγώ, ὅπως καὶ ἐσεῖς, σ' αὐτὸ τὸν τόπο, εἶναι φυσικὸ νὰ παρακολουθῶ προσεκτικὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω μας. Ἰδιαίτερα στὸ δικό σας χῶρο, τῆς νεολαίας. Καὶ τὸ κάνω ὄχι ἀπὸ ἁπλῆ περιέργεια ἀλλὰ ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἀκόμη - ἂς μὴ σᾶς τὸ κρύψω - ἀπὸ ἰδιοσυγκρασία. Ἂν καὶ τὰ χρόνια μου πέρασαν, αἰσθάνομαι ἀκόμη σὰν νέος καὶ θέλω νὰ βρίσκομαι πολὺ κοντά σας.

Τολμῶ, λοιπόν, σήμερα ποὺ ἐπικοινωνῶ μαζί σας, ν' ἀρθρώσω κι ἐγὼ λόγο γιὰ ὅσα παρατηρῶ. Ἕνα λόγο εἰλικρίνειας, ποὺ τὸν ὑπαγορεύει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀγωνία γιὰ τὸ μέλλον.

Σᾶς κληροδοτήσαμε μιὰ παλιά μας ἀρρώστια. Θὰ τὴν ὀνόμαζα ἐθνικὴ ἀδυναμία. Εἶναι ἡ διαίρεση καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ διχασμοῦ. Παιδιά μου, ἐξορκίστε ἀπὸ τὶς ψυχές σας, ἀπὸ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας, αὐτὸ τὸ σαράκι. Διδαχθεῖτε ἀπὸ τὰ δικά μας λάθη, τὸ πρόσφατο καὶ τὸ ἀπώτερο παρελθόν. Εἶναι ἀφάνταστα περισσότερα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἑνώνουν, παρὰ αὐτὰ ποὺ μᾶς διαιροῦν. Τοὺς μεγάλους κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ἐθνική μας ὑπόσταση μόνο ἑνωμένοι θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουμε. Ἡ προκοπὴ καὶ τὸ καλό τοῦ τόπου μας προϋποθέτει ἑνότητα καὶ πνεῦμα ἀδερφοσύνης. Σεῖς οἱ νέοι, γίνετε οἱ κήρυκες καὶ οἱ ἐνσαρκωτές τῆς ἑνότητας, παραμερίζοντας κάθε τι ποὺ σᾶς διαιρεῖ.

Ἀσφαλῶς πρόοδος χωρὶς κριτικὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει. Ἀλλὰ καὶ κριτική, τυφλὴ καὶ παθιασμένη, ποὺ ἰσοπεδώνει τὰ πάντα, χωρὶς νὰ προσφέρει κάτι τὸ θετικό, εἶναι ἐπικίνδυνη. Ὄχι, λοιπόν, κριτικὴ γιὰ τὴν κριτική. Υἱοθετῆστε στάση ὑπεύθυνη καὶ διοχετεύσατε τὴ νεανική σας ὁρμὴ σὲ προσπάθειες δημιουργικές.

Εἶναι σίγουρο πὼς δὲν σᾶς ἑτοιμάσαμε μιὰ ἰδανικὴ κοινωνία. Καλεῖστε νὰ ζήσετε μέσα σὲ σχήματα καὶ συνθῆκες, ποὺ πρέπει νὰ βελτιωθοῦν ἢ ἀκόμη καὶ νὰ ἀλλάξουν ριζικά. Πῶς θὰ γίνει κάτι τέτοιο; Τολμῶ νὰ τὸ πῶ, κι ἂς μὴν ἀκούεται ὁ λόγος μου εὐχάριστα: Ὄχι μὲ βίαιες συγκρούσεις καὶ ἐξαλλοσύνες ἄλλα μέσα ἀπὸ δημοκρατικὲς διαδικασίες, τὸ διάλογο, τὴ γόνιμη ἰδεολογικὴ ζύμωση. Ὄχι καταστρέφοντας ὅ,τι βρεθεῖ μπροστά σας, ἀλλὰ οἰκοδομώντας ὑπεύθυνα καὶ ὑπομονετικὰ τὸ καλύτερο καὶ τὸ καινούργιο, ποὺ θὰ ἀντικαταστήσει τὸ χειρότερο καὶ τὸ ξεπερασμένο.

Ἡ ἀγάπη μᾶς ὁπλίζει μὲ τόλμη. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ τολμῶ ν’ ἀπευθυνθῶ σήμερα καὶ σὲ σᾶς, τὰ παιδιὰ τῶν «Ἐξαρχείων». Τὸ περιθώριο, παιδιά μου, δὲν εἶναι λύση. Εἶναι αὐτοκαταδίκη. Ἡ ἀναρχία δὲν εἶναι ἔκφραση οὔτε καὶ διαμαρτυρία, ἀλλὰ σκοτεινὸς λαβύρινθος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς. Ξυπνῆστε, λοιπόν, ἀπὸ τὸ λήθαργο, στὸν ὁποῖο περιπέσατε. Βγεῖτε ἀπὸ ὁποιοδήποτε γκέτο στὸ φῶς. Σκεφθεῖτε ὥριμα καὶ ἐνεργῆστε ψύχραιμα καὶ συνετά. Ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι καὶ δικός σας. Μὴ λησμονεῖτε πὼς γιὰ τὴν ὅποια τύχη του ἔχετε καὶ σεῖς εὐθύνη. Ἡ ἱστορία πρέπει νὰ πάει μπροστά!


Παιδιά μου,

Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας μου σᾶς εὔχομαι ὁ Χριστός μας, ποὺ τὴ γέννησή Του γιορτάζουμε σήμερα, νὰ σᾶς φωτίζει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὴν πορεία σας στὸ καλὸ καὶ στὴν προκοπή.

Ὁ Ἐπίσκοπός σας

Ὁ Νέας Σμύρνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ



πηγή

Ο επίσκοπος




Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
     Μερικοί, κατά λαϊκή ρήση, επαι­νούν το σπίτι τους, για να μη πέσει και τούς πλάκωσει. Ομοίως και μερικοί επίσκοποι, ευκαίρως ακαίρως, συνεχώς και κατά κόρον, εκθειάζουν το επισκοπικό αξίωμά τους, για να μη πέφτει στη συνείδηση των ανθρώπων, ή μάλλον για να μη πέφτουν αυτοί στη συνείδηση των ανθρώπων. Συχνά δε και πυκνά αναφέρονται σε λόγους του άγιου Ιγνατίου του Θεοφόρου, διά των οποίων τονίζεται και εξαίρεται ή σημασία του επισκοπικού αξιώμα­τος.
    Βεβαίως ό επίσκοπος είναι ό ανώ­τερος βαθμός της Ιεροσύνης και το ανώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα. Βεβαίως άνευ επισκόπου δεν νο­είται Εκκλησία. Αλλά βεβαίως και άνευ πιστού λαού δεν νοείται Εκ­κλησία. Βεβαίως, επίσης, υπάρχει ό επίσκοπος για το λαό και όχι ό λαός για τον επίσκοπο. Και βεβαίως οι πι­στοί πρέπει να υπακούουν στον ε­πίσκοπο, αλλά και ό επίσκοπος ν' αγάπα το λαό και να εκδαπανάται γι' αυτόν. Ό απόστολος λέγει: «Πείθεσθε τοις ήγουμένοις υμών και ύπείκετε' αυτοί γάρ άγρυπνούσιν υπέρ τών ψυχών υμών» (Έβρ. ιγ' 17).
    Άλλ' οι εξαίροντες και εκθειάζοντες το επισκοπικό αξίωμα πρέ­πει να λαμβάνουν υπ' όψιν και ορισμένα πράγματα ως προς τον επί­σκοπο, για τα όποια όμως αποφεύ­γουν να ομιλούν. Ιδού μερικά μόνο από τα σχετικά προς το επισκοπικό αξίωμα πράγματα, για τα οποία οι λαλίστατοι επαινέτες του επισκό­που τηρούν σιγή ιχθύος:
    Ό επίσκοπος είναι ό ανώτερος βαθμός της Ιεροσύνης, άλλ' ολίγο διαφέρει από το βαθμό του πρεσβυ­τέρου. Εν τούτοις το αξίωμα του επισκόπου έχει τόσο πολύ εξογκωθεί και εξυψωθεί, ώστε ή διαφορά μεταξύ επισκόπου και πρεσβυτέ­ρου να είναι όσο ή διαφορά μεταξύ ουρανού και γης!
    Ό επίσκοπος πρέπει να είναι ακενόδοξος, ταπεινόφρων, όχι υπερή­φανος, όχι αυταρχικός, όχι δικτα­τορικός στον κατ' εξοχήν δημοκρα­τικό χώρο, όποιος είναι ή Εκκλησία του Χριστού.
 Ό επίσκοπος πρέπει να είναι ανώ­τερος αμαρτωλών ηδονών, αγνός, όχι ανήθικος, όχι ήρωας σεξουαλι­κών σκανδάλων.
    Ό επίσκοπος πρέπει να είναι δί­καιος, όχι άδικος, όχι ν' άδικη τον ευσεβή και να δικαιώνει τον άσεβη, και όχι να μην ελέγχει τον αδικούντα, επειδή είναι ισχυρός, και ν' αφήνει ανυπεράσπιστο τον αδικούμενο, επειδή είναι αδύνατος.
    Ό επίσκοπος πρέπει προπάντων να είναι φύλαξ και υπερασπιστής της Πίστεως, ό ίδιος να ορθοτομεί το λόγο της αληθείας, και, όσους δεν ορθοτομούν, να ελέγχει αυστη­ρώς και να στηλιτεύει. Τούς αιρετι­κούς να πολεμεί, αλλά και τους φιλαιρετικούς, όπως είναι στην επο­χή μας οι οικουμενιστές, επίσης να πολεμεί.
    Ό επίσκοπος πρέπει να είναι άν­δρας παρρησίας και γεναιότητος, να λέγει την αλήθεια, ακίνδυνη και επικίνδυνη, και ν' ασκεί έλεγχο προς κάθε κατεύθυνση, προπάντων προς τους εκκλησιαστικούς και τούς κοσμικούς άρχοντες, όσον υ­ψηλά και αν ίστανται, και όσο και αν στοιχίζει ό έλεγχος.
  Ό επίσκοπος δύναται βεβαίως ν' απαιτεί υπακοή από τον κλήρο και το λαό, αλλά πρώτος αυτός πρέπει να υπακούει στον Αρχηγό της Εκ­κλησίας, τον Κύριο και Θεό και Σω­τήρα Ιησού Χριστό. Ή φωνή τού Θεού Πατρός, ή όποια ακούσθηκε στο όρος της Μεταμορφώσεως, συνιστούσε υπακοή στο Χριστό: «Ούτος εστίν ό Υιός μου ό αγαπη­τός, έν ώ ευδόκησα, αυτού άκούετε» (Ματθ. ιζ' 5).
    Αν ό επίσκοπος ζητεί πράγματα σύμφωνα προς το θέλημα του Χρι­στού, οφείλουμε υπακοή. Άλλ' αν ζητεί πράγματα αντίθετα προς το θέλημα του Χριστού, οφείλουμε ανυπακοή.
Οι εκθειάζοντες το επισκοπικό αξίωμα και επικαλούμενοι τούς λό­γους του άγιου Ιγνατίου του Θεοφόρου υπέρ του επισκόπου γιατί δεν ομιλούν και για τα προσόντα και τις αρετές, πού απαιτεί ή Γραφή και πρέπει να έχει ό φορέας του ανωτέρου εκκλησιαστικού αξιώμα­τος, ώστε να είναι άξιος επίσκοπος; Επίσης, γιατί δεν λένε, ότι υπάρ­χουν και ανάξιοι επίσκοποι, κοσμι­κοί, εμπαθείς, μεγαλομανείς, κενόδοξοι, φιλάργυροι, άδικοι, διε­φθαρμένοι, διεστραμμένοι, σύμμα­χοι σκοτεινών δυνάμεων, προδότες της Πίστεως, μεγάλοι σκανδαλοποιοί, οι όποιοι με την αντίχριστη συμπεριφορά τους πολλούς, «δι' ους Χριστός απέθανε» (Α' Κορ. η' 11), αυτοί περιάγουν σε απιστία και αθεΐα; Οι εκθειάζοντες το επισκο­πικό αξίωμα γιατί δεν διευκρινί­ζουν, ότι ό άγιος Ιγνάτιος εννοού­σε τον καλό επίσκοπο, ό όποιος είναι μεγάλη ευλογία στην Εκκλη­σία, και όχι τον κακό επίσκοπο, ό όποιος είναι ή μεγαλύτερη συμφο­ρά στην Εκκλησία; Γιατί ενθυμούνται 'Ιγνάτιο και δεν ενθυμούνται και Χρυσόστομο, ό οποίος για τούς επισκόπους είπε, «Ουδέν δέδοικα ώς επισκόπους πλήν ένίων»; Τίποτε δηλαδή δεν φοβήθηκα όπως τούς επισκόπους έκτος ολίγων.
    Οι επίσκοποι εκείνοι, οι όποιοι ανυψώνουν τον επίσκοπο υπεράνω των γαλαξιών και συνανυψώνουν τούς εαυτούς των, ας προσγειω­θούν. Διότι προκαλούν θυμηδία, για να μη ειπούμε αηδία.
Ορθόδοξο περιοδικό « Ο ΣΤΑΥΡΟΣ»
 πηγή  
Το είδαμε εδώ

«Χριστός γεννάται – Αλητινώς γεννάται» Χριστουγεννιάτικα έθιμα Καππαδοκίας

 Τὸ νὰ ἀπαριθμήσει κανεὶς τὰ διάφορα ἔθιμα τῶν Καππαδοκῶν, τουρκοφώνων καὶ ἑλληνοφώνων, τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Δωδεκαημέρου ἀποτελεῖ ἴσως μία στείρα ἐπαναλαμβανόμενη ἐτησίως περιγραφικὴ λαογραφία μὲ ἀντικειμενικὸ ἐρώτημα: πρὸς τὶ; Μήπως τὰ ἴδια ἤ περίπου τὰ ἴδια ἔθιμα δὲν ἐπαναλαμβάνονται καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τοῦ Μικρασιατικοῦ ἤ τοῦ ἐν γένει Ἑλληνισμοῦ; Θὰ μποροῦσε ἄραγε ἡ ἔκθεση τῶν χριστουγεννιάτικων ἐθίμων, ὅπως ἡ προετοιμασία ἐδεσμάτων, στὴν ὁποία ἀναφερόμαστε συχνὰ, νὰ προσφέρει μία εἰκόνα μεγαλύτερου πνευματικοῦ βάθους στὸν ἀναγνώστη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἔχει ἤδη σχηματίσει γιὰ τὸν καππαδοκικὸ Ἑλληνισμὸ; Ἤ ἄλλως, ἦταν ὁμοιογενὴς αὐτὸς ὁ Ἑλληνισμὸς ἤ περιέκλειε ἰδιαιτερότητες καὶ διαφορὲς στὶς κοινότητὲς του, οἱ ὁποῖες ἀντανακλῶνται καὶ στὰ ἔθιμα;
Ἐν τέλει, ποιὰ ἡ σχέση τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ καὶ κυρίως τοῦ σημερινοῦ μὲ αὐτὸν ποὺ προϋπῆρχε τῆς ἐπαισχύντου ἱστορικῆς λοβοτομῆς του τὸ 1922-1924; Τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀπαντηθοῦν κυρίως διότι μᾶς φέρνουν μπροστὰ σὲ ἱστορικὰ, ἐθνικὰ ἀλλὰ καὶ προσωπικὰ ἀδιέξοδα.
Ὡστόσο, ὅπως κάποτε τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν μὲ τὶς ψηφίδες, ἔτσι καὶ τώρα ἀπὸ ἱστορικὲς ψηφίδες καὶ μαρτυρίες παλαιοτέρων παίρνουμε μία γεύση τοῦ χαρακτήρα καὶ τῆς νοοτροπίας τῶν μικρασιατῶν προγόνων μας.
kappadokia2
Göreme, Çaricli Kilise – Ἐκκλησία τῶν Σανδάλων, τέλη ιβ’-ἀρχὲς ιγ’αἰ.
Ἦταν ἰδιαίτερα φλύαροι οἱ Καππαδόκες, περισσότερο, ὡς εἴθισται, οἱ Καππαδόκισσες, κυρίως ἀπευθυνόμενοι στὸν Χριστὸ, στὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους. Ἡ ἐπικοινωνία τους αὐτὴ ἦταν συχνότατη, γινόταν δὲ μὲ ἀφορμὴ κάθε καθημερινὴ τους ἀπασχόληση. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ σπίτι ἔκαναν τὸ σταυρὸ τους λέγοντας «Κύργε ᾿Σοῦ Χριστὲ καὶ Παναΐα, ἤλεαμ᾿». Στὴν ἐργασία στὰ χωράφια, στὸ σκάψιμο «Παναΐα μ᾽, νὰ δὼκ᾿ς ᾿ λάφρωση καὶ καλοσύνη. Ἐμεῖς σὴν ποδιὰ σ᾿ κι ἐσὺ φύτρωσὲ το». Στὶς οἰκειακὲς ἀσχολίες, στὸ μαγείρεμα, στὸ ἄλεσμα τοῦ σταριοῦ, ἀδειάζοντας τὰ ἄλευρα στὴν ἀποθήκη τὰ σταύρωναν καὶ ἔκαναν εὐχή. Σταύρωναν καὶ θύμιαζαν τὰ ζῶα καὶ τοὺς σταύλους, τὰ ἔπιπλα, τὰ ροῦχα, τὰ σκεύη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βρίσκονται σὲ μία διαρκὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Οὐρανὸ. Οἱ ἑτοιμόγεννες γυναῖκες, οἱ ταξιδιῶτες πρὶν τὴν ἀναχώρηση, οἱ μελλόνυμφοι κοινωνοῦσαν. Στὴν ἀρρώστεια «Χριστὲ δῶσ᾿ με τὴν καλοσύνη μου» (κάνε με καλὰ). Στὸ θάνατο «Χριστὲ, ἔπαρ᾿ τὴν ψυσὴ μου» (πάρε τὴν ψυχὴ μου). Θύμιαζαν ὅλα τὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ καὶ τοὺς ἐνοίκους κάθε Τετάρτη, Παρασκευὴ, Σάββατο καὶ Κυριακὴ βράδυ, καθὼς καὶ τὸ απόγευμα τῆς παραμονῆς καὶ ἀνήμερα τῶν ἑορτῶν. Τὸ καντήλι τοῦ κάθε σπιτιοῦ ἔκαιγε συνεχῶς καὶ μόνο οἱ πολὺ φτωχοὶ τὸ ἄναβαν παραμονὴ καὶ ἀνήμερα τῶν μεγάλων ἑορτῶν καὶ κάποτε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ (Ἀνακού).
Ἡ δεσποτικὴ ἐορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ λεγόταν ἀπὸ τοὺς τουρκόφωνους Καππαδόκες προγόνους μας «Κιουτσούκ Πασκελέ» (Μικρὸ Πάσχα) (Ἄκσεραϊ-Γκέλβερι) ἤ «Κιουτσκούκ Μπαϊράμ» (Ἰκόνιο), ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ἑλληνόφωνους Φαρασιῶτες «Τοῦ Χριστοῦ ὁ Πάσκας» καὶ στὴν Ἀνακού «Χριστοῦ τὸ Πάσκα». Σὲ κάθε περίπτωση δηλαδὴ ἡ ἀναφορὰ τους στὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεως γινόταν πάντα σὲ σχέση μὲ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος, τὴν «Μπουγιοὺκ Πασκελὲ» (Ἄκσεραϊ-Γκέλβερι) ἤ «Μέγα Πάσκα» (Ἀνακοὺ) ἤ «Μέγα Πάσκας»«Τὸ Μέγον ὁ Πάσκας» (Φάρασα).
Ἀπὸ τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ γιὰ ὅλο τὸ Δωδεκαήμερο, «τὰ Δωδεκάμερνα» (Ἀνακού), «Ρωρεκαήμερο» (Σίλλη Ἰκονίου), ποὺ λεγόταν καὶ «βγκοημένα ἡμέρες»«μεγάλα ἡμέρες» (Φάρασα) οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν ἔβγαιναν καὶ τριγύριζαν στὴ γῆ, ὁπότε οἱ ἐν ζωῇ εὔχονταν ὑπὲρ αὐτῶν «Ἐτὰ τὰ Δωδεκάμερνα νὰ ἦταν δώδεκα χρόνους, νὰ χόρταιναμ᾿ τὸν κόσμο μας, νὰ χόρταιναμ᾿ τὰ μέρη μας» (Ἀνακού).
Λίγα μόνο χρόνια πρὸ τῆς Ἀνταλλαγῆς ἐπετράπησαν ἀπὸ τὸ τουρκικὸ καθεστὼς οἱ κωδωνοκρουσίες κατὸπιν ἀδείας ἀπὸ τὶς ἀρχὲς, ὁπότε ἀρκετὲς ἐκκλησίες ἐξοπλίστηκαν μὲ καμπάνες, φυσικὰ μικρῶν διαστάσεων. Πρὸ αὐτῶν λειτουργοῦσαν, πάλι κατόπιν ἀδείας, τὰ ξύλινα ἤ σιδερένια σήμαντρα, «τοὺς σημίντρους» ἤδη ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ, ἐνῶ σὲ περιόδους ἀπαγόρευσης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς, οἱ Χριστιανοὶ εἰδοποιοῦνταν γιὰ τὶς ἀκολουθίες μὲ σεντόνι ποὺ ἀνέμιζε ὁ καντηλανάφτης ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ ναοῦ. Λόγῳ τῆς νυκτερινῆς ἔναρξης τῆς χριστουγεννιάτικης λειτουργίας, πέρα ἀπὸ τὶς καμπάνες ἤ τὰ σήμαντρα, ὁ καντηλανάφτης μαζί μὲ ἐπιτρόπους εἰδοποιοῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς χτυπώντας τὶς πόρτες τους. Ἀλλὰ καὶ οἱ γείτονες μεταξὺ τους παρακινοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ νὰ ξεκινήσουν μαζί γιὰ τὴν ἐκκλησία.
Οἱ Χριστιανοὶ, ντυμένοι στὰ γιορτινὰ τους, (συνήθως φορεσιὲς ἀπὸ τσόχα) προχωροῦσαν γιὰ τὴν ἐκκλησία παρέες-παρέες . Ὅπως βλέπουμε σήμερα καὶ στὴν ἀναπαράσταση τοῦ πομπικοῦ χορευτικοῦ φαρασιώτικου τραγουδιοῦ Χυτᾶτε νὰ ὑπᾶμε σὸν Ἐζ-Βασίλη, γιὰ νὰ βλέπουν τὸ δρόμο κρατοῦσαν φαναράκια ἤ πυρσοὺς, διότι τὴν ὥρα τῆς χριστουγεννιάτικης θείας λειτουργίας ἐπικρατεῖ τὸ πιὸ βαθὺ σκοτάδι. Ἐνδεχομένως δὲ νὰ βάδιζαν ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ νὰ κρατιόντουσαν ἀπὸ τὸ ροῦχο τοῦ μπροστινοῦ τους λόγῳ τοῦ δύσβατου τῆς περιοχῆς, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν ὡς ἄνω χορό.Τὴ νύχτα τῆς Παραμονῆς δὲ, ὅπως καὶ τῶν Φώτων, ἀγρυπνοῦσαν στὰ δώματα τῶν σπιτιῶν καὶ ἔβλεπαν ποὺ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί.
Τόσο οἱ ἱερεῖς, στὴν πλειονότητὰ τους ἀγράμματοι, ὅσο καὶ τὸ πλήρωμα ζοῦσαν τὸ μυστήριο ὡς ἄνθρωποι ἁπλοὶ, ἀγαθοὶ, μὲ βαθιὰ πίστη καὶ εὐλάβεια. Οἱ ἱερεῖς εἰδικὰ ἦταν τόσο σεβαστοὶ ἀπὸ ὅλους ὥστε Χριστιανοὶ καὶ μουσουλμάνοι σηκώνονταν ὄρθιοι ὅταν τοὺς ἔβλεπαν ἀπὸ μακριά, τὰ δὲ παιδιὰ ἔσπευδαν τρέχοντας νὰ τοὺς φιλήσουν τὸ δεξὶ χέρι καὶ νὰ ἀποσπάσουν τὴν εὐλογία τους. Οἱ ἱερεῖς ἀμοίβονταν ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα κάθε χρόνο μὲ μία συμμετοχὴ ἀνάλογη τῶν δυνατοτήτων τῆς κάθε οἰκογένειας πλὴν τῶν ἀπόρων.
Οἱ Χριστιανοὶ, μὲ τὴν εἴσοδὸ τους στὴν ἐκκλησία προσκυνοῦσαν στὸ προσκυνητάρι, ἕνα γιὰ τοὺς ἄνδρες καὶ ἕνα γιὰ τὶς γυναῖκες, ἄναβαν τὸ κερὶ τους καὶ πήγαιναν στὶς θέσεις τους. Οἱ ἄνδρες δεξιὰ, οἱ ἡλικιωμένες γυναῖκες ἀριστερὰ, οἱ νεώτερες στὸν γυναικωνίτη. Τὰ κορίτσια πήγαιναν στὴν ἐκκλησία μόνο τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα καὶ τὸ Δεκαπενταύγουστο καὶ στέκονταν πάντοτε ὄρθια. Τὰ παιδιὰ ἐκκλησιάζονταν πάντοτε. Ἄν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ποὺ βρίσκονταν στὸ χωριὸ δὲν ἀπουσίαζε στὴν ξενητειὰ ἀλλὰ δὲν ἐμφανιζόταν οὔτε στὴν ἐκκλησία, οἱ φίλοι του κρατώντας ἀναμμένη λαμπάδα τὸν ἀναζητοῦσαν στὸ σπίτι του καὶ τὸν συνόδευαν μέχρι τὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας.
Στὶς μεγάλες δεσποτικὲς καὶ θεομητορικὲς ἑορτὲς σταματοῦσαν τὶς μεταξὺς τους προστριβές, ἐξομολογοῦνταν, ζητοῦσαν συγχώρεση ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ κοινωνοῦσαν ὅλοι μικροὶ καὶ μεγάλοι. «Σχώρει με καὶ Θεγὸς συχωρέσ᾿- Θεγὸς συχωρέσ᾿ » (Ἀνακού). Ἄν εἶχαν πολλὲς ἁμαρτίες, ὁ κανόνας τους ἦταν ἑκατὸ ἤ καὶ περισσότερες μετάνοιες. Ἄν ἐπρόκειτο γιὰ θανάσιμα ἀμαρτήματα, δὲν μποροῦσαν νὰ κοινωνήσουν. Στὸ τέλος τῆς χριστουγεννιάτικης λειτουργίας ὁ ἱερέας ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη ἔλεγε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», «Χριστὸς ἐτέχθη» (Ἄκσεραϊ-Γκέλβερι) ἤ «Χριστὸς ἀτέχτη», (Φάρασα) καὶ τὸ πλήρωμα ἀπαντοῦσε «Ἀλητινῶς γεννᾶται», «Ἀλητινῶς ἐτέχθη» (Ἄκσεραϊ-Γκέλβερι) ἤ «᾿ληθώτικ᾿ ἀτέχτη», «᾿ληθώτικα ἦρτε» (Φάρασα), χαιρετισμὸς ποὺ ἐπαναλαμβάνονταν ἀπὸ ὅλους ὅλη τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καὶ τὶς δύο ἐπόμενες ἡμέρες.
Τὰ χαράματα, κατὰ τὴν ἀπόλυση τῆς ἐκκλησίας ἔφευγαν πρῶταν οἱ γυναῖκες μὲ τὰ κορίτσια ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἀκολουθοῦσαν. Μετὰ τὴ χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία, ἕνα μέλος ἀπὸ κάθε οἰκογένεια μοίραζε στὴν ἔξοδο φαγώσιμα, συνήθως καϊμάκι μὲ μέλι ἤ χαλβὰ ἤ τηγανιτὰ αὐγὰ σὲ ψωμί καὶ λίγο ρακὶ γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν ἤ γιὰ τάματα.
Ἐπιστρέφοντας στὰ σπίτια τους τὰ παιδιὰ ἀσπάζονταν τὰ χέρια τῶν μεγαλυτέρων τους καὶ χαιρετοῦσαν μὲ τὸ «Χριστὸς ἐτέχθη-Ἀλητινῶς ἐτέχθη», «Καῶς ἦρτεν τζαὶ ὁ Πάσκας-᾿ληθώτικα ἦρτε» (Φάρασα). Τὸ ἀπαραίτητο χριστουγεννιάτικο ἔδεσμα ἦταν τὸ «χέρσε» δηλαδὴ πληγούρι βρασμένο σὲ ζωμὸ ἀπὸ χοντρὰ κόκκαλα. Πέραν τούτου στὸ τραπέζι συνήθως ὑπῆρχε εἴτε κοτόπουλο εἴτε κάποιο μεγάλο ζῶο, τὸ ὁποῖο ἐσφάζετο καὶ μοιράζονταν ἀνάμεσα σὲ πολλὲς οἰκογένειες μαζί. Πίτες, τυρί καὶ γλυκὰ συμπλήρωναν τὸ γιορτινὸ τραπέζι. Πάντα χώριζαν ἕνα πιάτο φαγητὸ γιὰ τοὺς φτωχοὺς. «Τσὴ φουκαράροι ὅ,τι μαείριβναμ, ρώνιναμ ἕνα μικρὸ πιάτο, ψήναμι καλὰ φαϊά. Ἀφήνης κι ἄν ρὲν ἦταν, ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔρωναμ᾿ το, ρώιναμ᾿ ἀπὸ᾿να μικρὸ πιάτο» (Στοὺς φτωχοὺς ὅ,τι μαγειρεύαμε δίναμε ἕνα μικρὸ πιάτο, ψήναμε καλὰ φαγιά. Παρεκτὸς κι ἄν δὲν ἦταν, τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τὸ δίναμε, δίναμε ἀπὸ ἕνα μικρὸ πιάτο) (Σίλλη Ἰκονίου).
Ἄν ὁ καιρὸς βοηθοῦσε, τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων συγκεντρώνονταν οἱ ἡλικιωμένες γυναῖκες καὶ τὰ κορίτσια ντυμένα μὲ τὰ γιορτινὰ τους στὰ δώματα τῶν σπιτιῶν (Ἄκσεραϊ-Γκέλβερι) ἤ στὸ χοροστάσι τοῦ χωριοῦ (Ἀνακού), ὅπου ξεκινοῦσε ὁ χορὸς καὶ ὅπου διστακτικὰ ὕστερα ἐμφανίζονταν τὰ λίγα παλληκάρια, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν χόρευαν. Οἱ ἄνδρες διασκέδαζαν στὰ σπίτια. Χαρακτηριστικὰ τῆς συνείδησης τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῆς Ρωμιοσύνης στὶς διάφορες περιοχὲς τῆς Καραμανίας ἦταν τὰ τραγούδια ποὺ ἐλέγοντο καὶ χορεύονταν κατὰ τὶς γιορτινὲς αὐτὲς ἡμέρες στὰ χοροστάσια. Οἱ καππαδοκικοὶ χοροὶ εἶναι γενικὰ ἀργόσυρτοι, ἱεροπρεπεῖς καὶ τελετουργικοὶ, καθὼς καὶ αὐστηρὰ προορισμένοι νὰ χορεύονται ἀπὸ συγκεκριμένα πρόσωπα καὶ σὲ συγκεκριμένη διάταξη. Ἐπρόκειτο γιὰ τὰ τραγούδια τοῦ ἀκριτικοῦ κύκλου καὶ τῶν παραλογῶν ὅπως αὐτὰ διέσωζαν τὰ κατὰ τόπους γλωσσικὰ ἰδιώματα:
Σήραν παιδὶν ἐγέννησεν καὶ λέιν᾿ τονε Πορφύρη
Ἕνα χωριὸ καλὸ χωριό, ἀμὰ νερὸν δὲν ἔσει
Ἦρταν τὰ γιορτὲς καὶ τοὺς ἁγιὰς ἡμέρες
Ἐννιὰ μαστόροι τὄχτιναν τ᾿ Ἄντανας τὸ γεφύρι (Ἀνακού)
Τὴ δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων οἱ παντρεμένες γυναῖκες πήγαιναν ἐπίσκεψη στοὺς γονεῖς τους, τοὺς χαιρετοῦσαν μὲ τὸν χριστουγεννιάτικο χαιρετισμὸ καὶ τοὺς φιλοῦσαν τὸ χέρι.
Ὅλες οἱ ὡς ἄνω συνήθειες, ὅπως καὶ ἄλλες ποὺ χαρακτήριζαν τοὺς Μικρασιάτες ἐν γένει, δὲν περιορίζονταν σὲ ἕνα στεγνὸ τύπο ἀλλὰ, ὅπως ἐλέχθη, συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν ἁπλότητα, τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀμεσότητα τῆς κοινωνίας τῶν μελῶν εἰς ἕν ὡς μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ακούστε το κείμενο:


Βιβλιογραφία
Κωστάκης, Θ., Ἡ Ἀνακού, [Καππαδοκία 10] ΚΜΣ, Ἀθήνα 1963
Πετρόπουλος, Δ.-Ἀνδρεάδης, Ἑρμ., Ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ στὴν περιφέρεια Ἄκσεραϊ-Γκέλβερι, [Καππαδοκία 12] ΚΜΣ, Ἀθήνα 1971
Λουκόπουλος, Δ.,- Πετρόπουλος, Δ., Ἡ λαϊκὴ λατρεία τῶν Φαράσων, [Καππαδοκία 3] ΚΜΣ, Ἀθήνα 1949
Κελέσογλου, Κ., «’Σὸν Ἐζ-Βασίλη’: Χορευτικὸ πομπικὸ τραγούδι τῆς Καππαδοκίας», ἐφημ. Μνήμη 5 (Ἰαν. 2011) 23
Ἀρχεῖο Προφορικῆς Παράδοσης ΚΜΣ, Φάκελος Λυκαονία – Περιφέρεια Ἰκονίου 1, ΚΜΣ, Ἀθήνα

Πατριαρχική Απόδειξις επι τη εορτή των Χριστουγέννων Πατριάρχου & Πάπα Αλεξανδρείας Θεόδωρου Β


«Ὁ ὑψηλὸς Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος, βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς αὐτοῦ βοῶντας, Ἀλληλούϊα» 
Αγαπητοί μου αδελφοί,
  Ο προαιώνιος Υιός του Θεού έγινε Υιός του ανθρώπου για να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει υιός του Θεού. Όπως στην πρώτη πλάση ο Θεός έλαβε χώμα από την παρθένο ακόμη γη και έδωσε στον άνθρωπο σάρκα, έτσι και με την εκ Μαρίας της Παρθένου γέννηση ο Θεός ενήργησε μιαν άλλη πλάση. Ο Υιός του Θεού ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση για να δημιουργήσει μια νέα κατάσταση ανθρώπινης ζωής.
  Η από άκρα συγκατάβαση του Θεού σάρκωση του Ιησού Χριστού άνοιξε μια νέα σελίδα στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Ιησούς Χριστός έγινε μεσίτης Θεού και ανθρώπου. Υιοθέτησε τον κτιστό άνθρωπο και τον κοινώνησε με τον άκτιστο Θεό. Του εξασφάλισε τη δυνατότητα να σπάσει τα δεσμά των δυνάμεων που συνέθλιβαν την ύπαρξή του και να γίνει μέτοχος Θεού. Η σάρκωση έγινε τελικά η αγγελία της βουλής του Θεού να ανοίξει για τους ανθρώπους ο δρόμος της σωτηρίας.
  Ο Χριστός, που με τη θέλησή Του ανέλαβε τα αλγεινά της ανθρωπίνης φύσεως για να τα θεραπεύσει, ήρθε ήδη από τα πρώτα βήματα της επί γης ζωής Του σε οδυνηρή επαφή με το ηγεμονικό των ανθρώπων πάθος. Κυνηγήθηκε από τον τόπο Του Εκείνος, που, κατά την προσταγή του αγγέλου προς τον Ιωσήφ, θα έσωζε τον λαό Του. Διώχθηκε Εκείνος, που ήρθε κοντά στους ανθρώπους για να τους ευεργετήσει. Εξορίστηκε από την πατρίδα Του ο φιλάνθρωπος Υιός του Θεού. Έγινε πρόσφυγας στη μακρινή τότε Αίγυπτο και ταλαιπωρήθηκε για χρόνια ολόκληρα. Κι αυτό εξ αιτίας της αχόρταγης φιλαρχίας του Ηρώδη.
  Δύο χιλιάδες χρόνια μετά η ακόρεστη δίψα του ανθρώπου για δύναμη απειλεί τον συνάνθρωπο και την κτίση του Θεού. Η δύναμη ως αυτοσκοπός τρέφει την άνιση κατανομή του πλούτου μεταξύ των ατόμων και των λαών. Στηρίζεται στην καταστολή και στη βίαια επιβολή της θελήσεως του ισχυρού. Αποστρέφεται το διαφορετικό και εχθρεύεται τον αντίλογο. Αλλοτριώνει τον άνθρωπο από τις αξίες του και εξαντλεί αλόγιστα τη φύση. Αποθεώνει το εγώ και απαξιώνει το εμείς.
  Η δίψα για την υπερίσχυση έναντι του αντιπάλου αδιαφορεί για τον απλό άνθρωπο και έχει εκτοξεύσει τον αριθμό των προσφύγων στα υψηλότερα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επίπεδα. Η αδιαφορία για την ευημερία του αδυνάμου έχει μετατρέψει τη Μεσόγειο σε θάλασσα των απελπισμένων. Η εξυπηρέτηση μόνο του εθνικού συμφέροντος έχει αφήσει τις χώρες της δυτικής Αφρικής να παλεύουν ανοχύρωτες με τον ιό του Έμπολα. Η επιθυμία επιβολής παράλογων ιδεολογικών επιταγών πυροδοτεί την τρομοκρατία και ο τζιχαντισμός απειλεί τη διεθνή νομιμότητα.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
  Όποια προσπάθεια να απαντηθούν αυτές οι προκλήσεις των καιρών θα αποδειχθεί μάταια, εάν δεν έχει ως αφετηρία την εξής παραδοχή: είναι ζωτική ανάγκη η αγάπη για τη δύναμη να δώσει τη θέση της στη δύναμη της αγάπης. Στη δύναμη της αγάπης όπως την ενσάρκωσε ο Υιός του Θεού πριν από δύο χιλιετίες, όταν με άκρα ταπείνωση έγινε άνθρωπος για να μας προσφέρει ουρανό. Στη δύναμη της αγάπης που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη και απαρνημένη, ξέρει που να βρει καταφύγιο. Το βασίλειό της είναι οι καρδιές των ανθρώπων της γης που δεν σταματούν να ψελλίζουν «ἐπί τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι ἄνθρωπος».
  Σε αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, η αλλαγή θα έλθει μόνο εάν αναζητήσουμε πρώτα στον εαυτό μας τον Ιησού Χριστό. Ο  Θεάνθρωπος, ως άρρηκτος δεσμός, μας ενώνει όλους!
Χρόνια Πολλά!
†Ο Πάπας καί Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής
  Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ  Β΄ 

Εν τη Μεγάλη Πόλει
της Αλεξανδρείας
Χριστούγεννα 2014

Πατριαρχική Απόδειξις επί τοις Χριστουγέννοις

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
* * *
Ἀδελφοὶ καὶ Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
«Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε!»
Ἐφάνη ἐπὶ τῆς γῆς ὁ Θεὸς καὶ ἐφανερώθη συγχρόνως ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ἡ ἀσύλληπτος ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Oἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἰδιαιτέρως ζῶμεν τὴν μεταπτωτικὴν κατάστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν καθημερινῶς διαπιστώνομεν μετὰ τοῦ Ψαλμῳδοῦ ὅτι «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. ΙΓ΄ 3 - Ρωμ. γ΄ 12-13).
Πρὸ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἠδύνατο ὁ ἄνθρωπος νὰ φαντασθῇ τὴν ἀσύλληπτον ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, διότι μετὰ τὴν πτῶσιν ἠσθένησε καὶ ἠλλοιώθη.
Μόνον οἱ πολὺ φωτισμένοι ἄνθρωποι διῃσθάνθησαν καὶ πρὸ Χριστοῦ τὴν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ εἰς τὴν ἀπορίαν τοῦ Ψαλμῳδοῦ «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ;» (Ψαλμ. Η΄ 5), διεκήρυξαν: «ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτὸν» (ἐ.ἄ. 6).
Τὴν ὑπερτάτην αὐτὴν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἐφανέρωσεν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καί, ἔκτοτε, ἐπαναλαμβάνουν κατ᾿ ἔτος διακηρύξεις κρατῶν, κυβερνήσεων καὶ κοινωνικῶν ὁμάδων καὶ διεθνεῖς συμβάσεις ἀναφερόμεναι εἰς τὸν σεβασμὸν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ.
Ἐν τούτοις, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας βλέπομεν καθημερινῶς τὸν χείριστον ἐξευτελισμὸν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τὴν ἀτίμωσιν καὶ τὸν διασυρμὸν αὐτοῦ.
Ὀφείλομεν, λοιπόν, ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα ἄξιοι τῆς δόξης καὶ τιμῆς διὰ τῆς ὁποίας περιέβαλε τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον ὁ «δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος» Δημιουργὸς μας, νὰ πράξωμεν πᾶν τὸ δυνατὸν διὰ νὰ παύσῃ ἡ ἐσχάτως διογκουμένη ἐξευτελιστικὴ διὰ τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον συμπεριφορά.
***
Παρακολουθοῦμεν ἔκπληκτοι τὸ ἐπαναλαμβανόμενον συνεχῶς «δρᾶμα τῆς Βηθλεέμ». Διότι περὶ δράματος πρόκειται καὶ ὄχι περὶ χαρμοσύνου γεγονότος, ἐφ᾿ ὅσον ἀγνοεῖται ὁ σπαργανούμενος ἐν φάτνῃ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ δημιούργημά Του, ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς «εἰκὼν Θεοῦ».
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας καὶ ἡ θεολογία της διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ἀξιοῦνται πλήρους σεβασμοῦ, διότι ἡνώθησαν μὲ τὸν Θεὸν εἰς τὸν σαρκωθέντα Κύριον.
Ὅθεν, ὀφείλομεν ὅλοι νὰ ἐντείνωμεν τὰς προσπαθείας μας διὰ νὰ γίνῃ ὑπὸ πάντων σεβαστὴ ἡ ὑπερτάτη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
***
Μετὰ πολλῆς συνοχῆς καρδίας καὶ βαθείας θλίψεως τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ἡ ἡμετέρα Μετριότης παρακολουθοῦμεν τὰ ὁσημέραι ὀγκούμενα κύματα ταῦτα βίας καὶ βαρβαρότητος, τὰ ὁποῖα ἐξακολουθοῦν νὰ μαστίζουν διαφόρους περιοχὰς τοῦ πλανήτου μας, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν Μέσην Ἀνατολήν, καὶ μάλιστα τοὺς γηγενεῖς ἐκεῖ χριστιανούς, εἰς τὸ ὄνομα συχνάκις τῆς θρησκείας.
Δὲν θὰ παύσωμεν δὲ νὰ διακηρύττωμεν ἀπὸ τοῦ Ἱεροῦ τούτου Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς πάντας, τοὺς ἀδελφοὺς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, τοὺς ἐκπροσώπους τῶν Θρησκειῶν, τοὺς Ἀρχηγοὺς Κρατῶν, πρὸς πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, μάλιστα δὲ πρὸς τούς, κατόπιν ὑποκινήσεων ἤ μὴ θέτοντας τὴν ἰδίαν ζωὴν αὐτῶν εἰς κίνδυνον διὰ νὰ ἀφαιρέσουν ἀνθρωπίνους ζωάς, συνανθρώπους - δημιουργήματα καὶ αὐτὰ τοῦ Θεοῦ-, καὶ πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὅτι οὐδεμία εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ μορφὴ ἀληθοῦς καὶ γνησίας θρησκευτικότητος ἢ πνευματικότητος ἄνευ ἀγάπης πρὸς τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον.
Οἱονδήποτε ἰδεολογικόν, κοινωνικὸν ἢ θρησκευτικὸν μόρφωμα περιφρονεῖ τὸν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκει ἢ ἐπιτρέπει τὸν θάνατον συνανθρώπων μας, μάλιστα δὲ μὲ βάναυσον καὶ πρωτόγονον τρόπον, οὐδεμίαν ἀσφαλῶς ἔχει σχέσιν μὲ τὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης.
***
Στρέφοντες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, τοὺς ὀφθαλμούς μας εἰς τὴν κρατοῦσαν σήμερον ἐν τῷ κόσμῳ κατάστασιν ἀποστρέφομεν τὸ πρόσωπόν μας ἐκ τῶν θλιβερῶν γεγονότων μισαλλοδοξίας καὶ ἐχθρότητος, τὰ ὁποῖα μαστίζουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ φθάνουν πλέον, διὰ τῶν συγχρόνων μέσων γενικῆς ἐπικοινωνίας, εὐχερέστερον εἰς τὰς ἀκοὰς καὶ τὴν ὅρασίν μας προκαλοῦντα τρόμον διὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά, καὶ προβάλλομεν ὡς ἰσχυρὸν ἀντίδοτον εἰς τὴν σύγχρονον βίαν τὴν καταπλήξασαν τοὺς μάγους καὶ τὸν κόσμον «ἐσχάτην πτωχείαν» τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ πάντοτε ὡς ἀγάπη.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ μυστικὴ δύναμις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ μυστικὴ δύναμις τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν.
Ἡ δύναμις ἡ ὁποία νικᾷ καὶ ὑπερβαίνει διὰ τῆς ἀγάπης τὴν κάθε εἴδους βίαν καὶ κακίαν.
***
Οὕτως ἀποτιμῶντες κατὰ τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα τὴν κατάστασιν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, εὐχόμεθα ὅπως βιώσωμεν οἱ πάντες τὴν χαρὰν τοῦ ἀπολύτου σεβασμοῦ τῆς ἀξίας τοῦ προσώπου, τοῦ συνανθρώπου, καὶ τὴν παῦσιν τῆς βίας κάθε μορφῆς, τὴν νίκην ἐπὶ τῆς ὁποίας διὰ τῆς ἀγάπης προβάλλει καὶ προσφέρει ὁ σάρκα λαβὼν «μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος», ὁ «Ἄρχων εἰρήνης» καὶ Σωτὴρ ἡμῶν Χριστός.
Αὐτοῦ τοῦ τεχθέντος καὶ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου τῆς δόξης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης ἡ Χάρις καὶ τὸ ἄπειρον Ἔλεος καὶ ἡ εὐδοκία εἴησαν μετὰ πάντων.
Χριστούγεννα ,βιδ΄
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

Αγία Ευγενία: Ένας … ταπεινός Επίσκοπος!

Σήμερα γιορτάζει μια μεγάλη αγία. Η αγία οσιοπαρθενομάρτυς Ευγενία. Ήταν στα χρόνια του Δεκίου, 3ος  αιώνας στα μισά. Στην παλιά Ρώμη. Στην κοσμοκράτειρα Ρώμη. Γιατί μετά είναι και η νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, γι’ αυτό το Συνα­ξάρι την αντιδιαστέλλει. Αν και τότε δεν είχε γίνει ακόμη. Λοιπόν. Οι γονείς της ειδωλολάτρες, αλλά καλόκαρδοι και φιλάνθρωποι. Κι η Ευγενία βλαστά­ρι καλό. Δεν ήτο χριστιανή. Αλλά είχε χριστιανική και καλοσυνάτη ψυχή. Έφυγαν οι γονείς της από τη Ρώμη, τους έστειλε ο αυτοκράτορας, τον πατέρα της Φίλιππο, δηλαδή, να γίνει διοικητής στην Αλεξάν­δρεια. Στην πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Την ένδοξη. Εκεί που άνθισαν τα Γράμματα, οι τέχνες, ο πολιτισμός, και τόσα άλλα. Η Ευγενία, που της άρεσαν τα Γράμματα κι η Φιλοσοφία και οι τέχνες, σπούδασε και ελληνική και λατινική φιλολογία, Φι­λοσοφία και τα υπόλοιπα. Και το μέλλον της προοιωνίζετο καλόν.
Πηγή: http://pyrography-falideas.blogspot.gr/
Πηγή: http://pyrography-falideas.blogspot.gr/
Αλλά ένα βράδυ, καθώς ήτο στο σπίτι του πατέ­ρα της, του έπαρχου, της ήλθε μια φώτιση. Της ήλθε μια θέληση ουράνια. Ντύνεται ανδρικά και φεύγει κρυφά από το σπίτι. Με δυο υπηρέτες αγαπημένους. Πάει στον επίσκοπο και του λέει: «Εγώ θέλω να φύ­γω. Θέλω να γίνω χριστιανός, και θέλω να μονά­σω.» Την έστειλε σ’ ένα μοναστήρι, την βάπτισαν και την έκαναν μοναχή, με το όνομα Ευγένιος. Ευ­γένιος η Ευγενία! Ευγένιος! Μάλιστα. Καλού γένους άνθρωπος. Και ήτο όνομα και πράγμα. Πρόκοψε τό­σο πολύ, στο μοναστήρι, που υπερέβη και τους παλαιούς και όλους. Κι είχε τέλειο τρόπο. Ταπείνωση μεγάλη, αγάπη πολλή, εξυπνάδα και σύνεση. Κι όλοι την καμάρωναν. Και τον ταπεινό άνθρωπο και τον άνθρωπο της αγάπης, τον θέλουν όλοι. Κι ο ταπεινός δεν έχει να πέσει από πουθενά, γιατί είναι κάτω απ’ όλους και απ’ όλα, λέει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Πέθανε ο ηγούμενος και όλων τα βλέμματα εστράφησαν στην Ευγενία. Στον Ευγένιο. «Εσύ κάνεις για ηγούμενος.» Κι άρχισαν να λένε και να λένε και να λένε κι επειδή το ’θελε κι ο Θεός, έγινε ο Ευγένιος ηγούμενος. «Γυναίκα ανδρεία τίς ευρήσει; Τιμιωτέρα δε εστίν λίθων πολυτελών τοιαύτη», λέει ο μεγά­λος Σολομών, που ήξερε καλά από γυναίκες. Λοιπόν. Έγινε ηγούμενος, πρόσφερε πολλά, τον αγαπούσαν όλοι κι ερχόντουσαν από παντού να πάρουν την ευχή του. Τον φθόνησε ο δαίμονας κι ήλθε και μία γυναί­κα, που ήταν σκεύος του σατανά.
Και ζήτησε, τάχα, βοήθεια και προσπαθούσε να παρασύρει τον ηγούμενο στην ακολασία και στην αμαρτία. Και σε κάποια στιγμή λέει στον ηγούμενο, στην Ευγενία στην ου­σία, ότι «Έχω κάποιον πόνο στην κοιλιά, και θέλω να τον δείτε, να τον σταυρώσετε.» Ο πονηρός όλα τα σκέπτεται. Κι εκείνη, αγαθή ούσα, πήγε. Αλλά η άλλη αποκαλύφθηκε, τί ήθελε, και τότε έγινε αντρειωμένη η Ευγενία. Ο Ευγένιος. «Όχι τέτοια, κυρά μου,» της λέει. «Να πας στο καλό και φύγε από εδώ, μη σε πετάξω έξω.» Τί κάνει! «Γυναίκα αν­δρεία τίς ευρήσει;» Κι εκείνη εκδικήθηκε. Πιάνει και στέλλει στον έπαρχο μια γραφή. Και λέει: «Ο τάδε ηγούμενος, στο τάδε μοναστήρι, καλοπιάνει τις γυ­ναίκες, τις θωπεύει τις γυναίκες και μετά μάς παρα­σέρνει στο κακό και μας χαλάει τη ζωή.» Ψέματα!
Παίρνει, λοιπόν, την επιστολή ο έπαρχος, ο πα­τέρας της, που την είχε χάσει, και τί κάνει η Θεία Πρόνοια; Παίρνει, λοιπόν, και διατάσσει να φέρουν δεμένους και τους πατέρες, γιατί κατηγορούσε και τους καλόγερους, η κυρία, Μελανθία, πώς ελέγετο, τέλος πάντων, λοιπόν, και τον ηγούμενο. Και απο­φάσισε να τους δικάσει ο έπαρχος. Ήταν καλός εκεί­νος. Ειδωλολάτρης, όμως. Και δίκασε ο έπαρχος ο ίδιος, τα παιδιά του, η γυναίκα του, οι υπηρέτες του, ήταν όλοι μαζί. Μια φαμελιά. Δίκαιοι άνθρωποι. Ήλθε η ώρα, λοιπόν, να καταθέσει και η κατήγο­ρος. Και έλεγε και τί δεν έλεγε. Για τον ηγούμενο, για τους καλόγερους, όλα ψέματα.
Φοβερά ψέματα, όμως, που μπορούσαν να πείσουν τους ανθρώπους. Και τους πιο συνετούς. Και τότε η αγία δεν άντεξε άλλο, ο ηγούμενος Ευγένιος, και αποκαλύπτει πως ήταν γυναίκα! Βγάζει τα ενδύματά της από τη μέση και πάνω και λέει: «Ορίστε, ποιός είναι ο Ευγένιος. Ορίστε, ποιός είναι ο ηγούμενος.» Και λέει: «Δεν θα το έκανα, θα δεχόμουνα αυτό τον αγώνα, αλλά δεν θέλω οι άνθρωποι να περιφρονούν και να κατηγο­ρούν το μοναχικό σχήμα, που είναι το σχήμα των αγ­γέλων. Το σχήμα του Χριστού. Γι’ αυτό έχασα το στεφάνι, για να τιμήσω το σχήμα το μοναχικό.»
Γι’ αυτό να προσέχουμε. Να μην ιεροκατηγορούμε. Είναι πολύ φοβερό αυτό. «Και να», λέει, «ο έπαρχος, ο δικαστής, είναι ο πατέρας μου. Δίπλα η μάνα μου. Τα παιδιά, οι άλλοι δικαστές, τ’ αδέλφια μου. Και οι υπηρέτες οι φίλοι μου.» Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Φίλιππος ο έπαρχος, συγκλονίστηκε. Έμεινε άφωνος για ώρα πολλή. Καταδίκασαν, τότε, την κατή­γορο, για όλα τα ασύστολα ψεύδη και τα υπόλοιπα, την έδιωξαν, πήγε στο σπίτι αυτή, δεν μπόρεσε να χωνέψει ότι έπαθε τέτοια ζημιά, αλλά δεν ήθελε ούτε και να μετανοήσει και τότε ο Κύριος, μ’ ένα αστροπελέκι, την έστειλε αλλού. Μπορεί να ήταν για καλό της αυτό. Λοιπόν.
Και βαπτίζεται ο Φίλιππος, ο έπαρχος, ο πατέρας της αγίας Ευγενίας, και η οικογένειά του όλη. Και έλαμψε ο άνθρωπος. Έλαμψε. Η Ευγενίτσα έμεινε στο σπίτι της. Κοντά στη μανούλα της, στον πατέρα της. Τί κάνει η Θεία Πρόνοια! Για δέκα χρόνια. Και ύστερα παρέδωσε την εξουσία, αφού βοήθησε αμέτρη­τους ο Φίλιππος, και έγινε επίσκοπος στην Αλεξάν­δρεια. Και τότε πρόσφερε τόσα πολλά, περισσότερα και από πριν, ως έπαρχος. Οι ειδωλολάτρες, όμως, υποκινούμενοι από τον διάδοχό του, που ήταν κακός άν­θρωπος, όρμησαν, μια μέρα, στην εκκλησία που λειτουργούσε και τον κατέσφαξαν μέσα στο άγιο θυσιαστήριο. Τον πατέρα της αγίας Ευγενίας, τον Φίλιπ­πο. Και έγινε ιερομάρτυρας. Άγιος. Κι υστέρα, η μάνα της και τα άλλα παιδιά και οι δούλοι, μαζί με την Ευ­γενία, έφυγαν για τη Ρώμη. Το πατρικό τους σπίτι.
Και πήγαν εκεί. Πάλι διωγμός, από τους επόμε­νους αυτοκράτορες, τον Αυρηλιανό και Γαλλιηνό. Είχαν βγάλει τέτοια φοβερά διατάγματα, όποιος και μόνο να έλεγε ότι είναι χριστιανός ή να έκανε κάποιο σημείο και να έδειχνε αυτή την ιδιότητα, τον πήγαι­ναν στο δικαστήριο, κι αν δεν άλλαζε, τον έστελλαν στον άγιο Πέτρο. Κάλεσαν και την αγία Ευγενία. Εκείνη δεν άλλαζε. Ούτε η μάνα της ούτε τ’ αδέλ­φια της. Και λοιπόν, επειδή αυτή την είδαν πιο αντρειωμένη και πιο θαρραλέα, ήταν θαρραλέα, το απέδειξε, άλλωστε, την πήραν χωριστά και την υπέ­βαλαν στα μεγαλύτερα μαρτύρια και βασανιστήρια. Της έδεσαν μια πέτρα και την πέταξαν στη θάλασσα να εξαφανιστεί. Άγγελος Κυρίου έλυσε την πέτρα, έβγαλε στην επιφάνεια την αγία κι ήλθε στην πόλη, στον έπαρχο και στους λοιπούς.
Εκείνοι ξαφνιάστηκαν και φοβήθηκαν. Δεν ήξεραν τι να κάμουν. Και ύστερα, στη συνέχεια, την έβαλαν σε καμίνι πυρακτωμένο. Και η αγία βγήκε κι από εκεί σώα και αβλαβής. Σαν τους Τρεις Παίδες εν τη Καμίνω. Και ύστερα την έριξαν στη φυλακή και την άφησαν να πεθάνει από την πείνα. «Εν πείνη και δίψη», που θα έλεγε κι ο μέγας απόστολος Παύλος. Αλλά άγγελος Κυρίου της έφερνε τροφή κάθε μέρα. Αυτή είναι η Θεία Πρόνοια. Κι όταν πιστεύομε, δεν φοβούμεθα τίποτε. Αυτό είχαν καταλάβει οι άγιοι και οι μάρτυρες και άφηναν τον εαυτό τους και τους άλλους στον Χριστό και Θεό μας. Και γινόντουσαν μάρτυρες και άγιοι. Οικήτορες του Παραδείσου. Και αφού είδαν, λοιπόν, πως δεν γίνεται τίποτα, την έβγαλαν από τη φυλακή, την απείλησαν, την βασά­νισαν, αλλά εκείνη ήταν άφοβη και αντρειωμένη. Και στο τέλος την αποκεφάλισαν. Και την έστειλαν κοντά στον ιερομάρτυρα πατέρα της και στους τόσους άλλους της επουρανίου βασιλείας. Και στη συνέχεια μαρτύρησε και η μητέρα της και οι υπηρέτες και τ’ αδέλφια της όλα.
(Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, Χειμερινό Συναξάρι, τ. Α΄ εκδ. Ακτή, σ. 94-99)

“Έκτακτο στρατοδικείο εκτέλεσε τον παππού του Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλου γιατί βίαζε και σκότωνε Έλληνες”

tagmatasfalites

Μια ιστορία από τα παλιά  που έβγαλε στο φως  εθνικιστική εφημερίδα αλλά επίκαιρη λόγω του “Ναι” του Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλου για τον Σταύρο Δήμα .Ένα ιστορικό ντοκουμέντο- κατά την εφημερίδα- για τον παππού του “αποστάτη”. Ένα άρθρο μέσα στους καπνούς και τα ερείπια του εμφυλίου με ταγματασφαλίτες και ένοπλους χαφιέδες
Η εβδομαδιαία εφημερίδα “Στόχος” έχει ένα αποκαλυπτικό ιστορικό ντοκουμέντο για τον παππού του αποστάτη Αλεξόπουλου, ο οποίοςείναι έτοιμος να ψηφίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας, στηρίζοντας έτσι την Χούντα Σαμαρά.
Σύμφωνα με ιστορικά ντοκουμέντα της εποχής η εκτέλεση του Ελευθέριου Αλεξόπουλου το 1944 από τους Γερμανούς κατακτητές, δεν έγινε γιατί μετέφερε τρόφιμα στους αντάρτες όπως ισχυρίστηκε ψευδώς στην Βουλή και στην κατάθεσή του, αλλά επειδή βίασε, λήστεψε και σκότωσε Έλληνες!
Ολόκληρο το αποκαλυπτικό άρθρο της εφημερίδας “Στόχος”:
Είναι δύσκολο να το πιστέψεις αλλά τα ντοκουμέντα είναι τρανταχτά και αδιαμφισβήτητα…Μέχρι σήμερα γνωρίζουμε από τις δηλώσεις του ίδιου, πως τον παππού του τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί, στην κατοχή γιατί μετέφερε τρόφιμα στους… αντάρτες! Πολύ ωραία όμως το παραμύθι για να είναι αληθινό… Η πραγματικότητα είναι πως ναι… οι Γερμανοί αποφάσισαν την εκτέλεση του Ελευθέριου Αλεξόπουλου το 1944, αλλά όχι για τους λόγους που νομίζαμε ή που μας άφηναν να νομίζουμε…
Ένα εκπληκτικό ντοκουμέντο από την εποχή που καταγράφεται μάλιστα σε εργασία πρωταγωνιστή των γεγονότων λέει εντελώς διαφορετικά πράγματα. Σοκαριστικά και αδιανόητα. Όπως αδιανόητη και σοκαριστική ήταν η δράση του Ελευθέριου Αλεξόπουλου στην κατοχή!
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή… Από τον Σεπτέμβριο του 1943 όταν φαινόταν πως οι Γερμανοί αργά ή γρήγορα θα έχαναν τον πόλεμο, ειδικά μετά την ενεργή ένταξη των ΗΠΑ κατά της Σοβιετικής Ένωσης (που μέχρι και το 1942 είχε συμφωνίες με την Ναζιστική Γερμανία).
Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, προέτρεψε και ενθάρρυνε (σχεδόν διέταξε) Αξιωματικούς και άλλα κρατικά όργανα που είχαν παραμείνει στον Ελλαδικό χώρο για την δημιουργία των ταγμάτων ασφαλείας προς αντιμετώπιση του κομμουνισμού, ο οποίος μέσω του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχε απόλυτα επικρατήσει στην Ελλαδική ύπαιθρο και ετοιμαζόταν με την απελευθέρωση να αναλάβει την εξουσία δια της βίας βεβαίως έχοντας ήδη εξαφανίσει με σφαγές και δολοφονίες κάθε ένοπλη αντιστασιακή δράση που δεν ελεγχόταν…
Στα αυτά τα πλαίσια στην Θεσσαλία και με την ανοχή των Γερμανικών Δυνάμεων κατοχής στην αρχή και την πλήρη στήριξη τους αργότερα, δημιουργήθηκε ο ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομουνιστικής δράσης) στον οποίο βέβαια προσχώρησαν όπως ήταν λογικό και «ιδεολόγοι» εθνικοσοσιαλιστές, άλλοι άνευ ιδεολογίας, οι οποίοι δήλωναν αντικομουνιστές, άλλοι που προηγουμένως ήταν ενταγμένοι στο ΕΔΕΣ ή ακόμα και στο ΕΑΜ, οι οποίοι κατά καιρούς, είχαν εκδιωχθεί από τις γραμμές τους για να εκδικηθούν τους διώκτες τους, αλλά και οικονομικούς δεινοπαθούντες, με την ελπίδα ότι οι αποδοχές και άλλα ωφέλη που ανάμεναν από την ένταξη τους θα ανακούφιζαν την δυστυχία τους, αλλά και πολλά περιθωριακά στοιχεία που διείδαν «λούφα» και πλιάτσικο.
Τον Μάιο του 1944 τα εγκλήματα και οι θηριωδίες μερίδας ενταγμένων στον ΕΑΣΑΔ ήταν τέτοια που ο Ερυθρός Σταυρός, ο τοποτηρητής του ασθενή και απουσιάζοντα στην Αθήνα Μητροπολίτη Λάρισας και Πλαταμώνα Δωροθέου, Κύριλλου καθώς και άλλοι παράγοντες της πόλης, έκαναν διαβήματα στις γερμανικές αρχές κατοχής, για την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, και για τα στυγερά εγκλήματα κάποιον εκ των ΕΑΣΑΔιτών, που άλλωστε ήταν υπεύθυνες (οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής) σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις περί πολέμου για την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας στην κατεχόμενη χώρα.
Η φρίκη αυτών των εγκλημάτων και οι έντονες διαμαρτυρίες που ακολούθησαν ανάγκασαν τους Γερμανούς να συλλάβουν μερικούς από τους ενεχόμενους στα εγκλήματα ΕΣΑΔίτες, να συγκροτήσουν στρατοδικεία και να τους δικάσουν δημόσια στις 15-20 Μαρτίου 1944 στην αίθουσα του κεντρικού κινηματογράφου «ΠΑΛΛΑΣ» και κάποιους από αυτούς να τους καταδικάσουν στην ποινή του θανάτου, με την κατηγορία ότι «ως όργανα των δυνάμεων κατοχής στη Ελλάδα εξέθεσαν με τις εγκληματικές τους πράξεις το γόητρο του γερμανικού στρατού».
Σε αυτή την δημόσια δίκη, η οποία ήταν ανοιχτή και οι Γερμανοί είχαν καλέσει τον ντόπιο πληθυσμό να την παρακολουθήσει, δύο από τους κατηγορούμενους και ΕΑΣΑΔίτες καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με απαγχονισμό: ο Δημήτρης Ψαθάς στον Αμπελώνα ως υπαίτιος του θανάτου των 17 εκτελεσθέντων εκεί στις 17 και 27 Μαΐου 1944, και ο Ελευθέριος Αλεξόπουλος στη Γιάννουλη, ως υπαίτιος της ληστείας και του φόνου του προέδρου του τοπικού γεωργικού συνεταιρισμού.
Χαρακτηριστικότατη είναι η ανακοίνωση του ιδίου του Στρατιωτικού Διοικητή του ΕΑΣΑΔ που δημοσιεύθηκε στον «Λαρισαϊκό τύπο» στις 22 Ιουνίου του 1944 και την οποία παραθέτουμε:
ntokoumento-alexopoulos
«Ε.Α.Σ.Α.Δ ΛΑΡΙΣΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ.
Την 18ην Ιουνίου 1944 εξετελέσαμεν εν Γιαννούλη δημοσία, δι΄ απαγχονισμού, τον στατιώτην της οργανώσεως μας Αλεξόπουλο Ελευθέριον διότι, ως όργανον του Ε.Α.Σ.Α.Δ., ενώ είχεν υποχρέωσιν να υποστηρίξει την τιμήν, οικογένειαν και περιουσίαν των Ελλήνων, ούτος μόνον δεν προσεπάθησεν να ανταποκριθεί εις τας υποχρεώσεις του αυτός, αλλά προέβη εις Καζακλάρ εις μοιχείαν γυναικών, βιασμών αδελφών Ελληνίδων, εις λεηλασίας και αρπαγήν περιουσιών, τελικώς δε εξετέλεσε και τον Πρόεδρον Συνεταιρισμού Γιαννούλης με σκοπόν να τον ληστεύσει. Ατυχώς, εν Καζακλάρ εξετράπησαν ευθείας οδού και της ψηλής Αντικομμουνιστικής αποστολής των και άλλα μέλη της οργανώσεως μας, όπως ο Μαλλιάρας Δημ(ήτριος( ο Τζανής ]τζώκας [ Κωνσταντίνος, ο Σπυρόπουλος Θεόδ[ωρος[, ο Αρχιμανδρίτης Ηλείας. Ούτοι, μετά το παραστράτημα των, εδραπέτευσαν και κρύβονται βοβούμενοι την σύλληψιν και τον πέλεκιν της δικαιοσύνης.
- Παρακαλούμεν τους πάντας να παράσχουν υμίν στοιχεία δια την ενεστώσαν διαμονήν και σύλληψιν των.
Εν Λαρίση την 20ην Ιουνίου 1944.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΟΣ»
Υπάρχουν βέβαια και άλλα στοιχεία …εξόχως σημαντικά, αλλά νομίζουμε πλέον είναι ξεκάθαρο. Δεν χωράει καμία αμφιβολία για την δράση του Ελευθέριου Αλεξόπουλου τον οποίον καταδίκασαν ακόμη και οι φρικαλέοι Ούννοι, ενώ εκτέλεσαν οι ίδιοι οι συναγωνιστές του. Και βέβαια όλα αυτά δεν τα καταθέτουμε τυχαία τώρα…
Τα ερωτηματικά που προκύπτουν όχι μόνο από το μεγάλο ψέμα που μας έδωσε να φάμε ο πρωταγωνιστής των ημερών, είναι πολλά. Αλλά αυτό που προκαλεί κάποιες εντυπώσεις παραπάνω είναι η στήριξη που του παρέχει το συγκρότημα του στην κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και που προφανώς θεωρεί τον ελευθέριο Αλεξόπουλο «συναγωνιστή», ετοιμάζοντας με δημοσιεύματα τον Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλο, (που αποκλείεται να μην γνωρίζει την κατοχική δράση του πρόγονού του) να εκλέξει Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας…
Μας προκαλεί εντύπωση πως το σύστημα δεν γνωρίζει αυτή την ιστορία. Κι εντάξει το σύστημα, οι Εβραίοι της Λάρισας που δεν είναι και μετρημένοι στα δάχτυλα, δεν γνώριζαν; Ή όλοι αυτοί γνώριζαν αλλά η συγκεκριμένη ιστορία δεν ταίριαζε με το σχέδιο τους και για αυτό την απέκρυψαν; Τι να πει και τι να αναρωτηθεί και να αναλογιστεί; Το μόνο σίγουρο είναι ότι… όχι δεν έχει πιάσει πάτο… Πάει ακόμα παρακάτω!
πηγή

Άγ. Αχμέτ, ένας Οθωμανός Άγιος


Άγιος Αχμέτ (†24 Δεκεμβρίου)
π Βασίλειος Καλλιακμάνης

α) Σε κάθε εποχή η Εκκλησία κοσμείται από αγίους. Αυτό σημαίνει ότι ο μακρόθυμος και οικτίρμων Θεός, η Παναγία και Ομοούσιος Τριάς, δεν αφήνει απαράκλητο τον κόσμο. Έτσι, προφήτες, δίκαιοι, απόστολοι, ευαγγελιστές, μάρτυρες, ιεράρχες, όσιοι, ιερομάρτυρες αλλά και νεομάρτυρες, ενεργοποιώντας τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, καθίστανται ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού (βλ. Α΄ Κορ. 12, 27).
AgiosAhmet
β) Ανάλογα με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες φανερώνονται και οι άγιοι. Έτσι, στην περίοδο των διωγμών είχαμε τους μάρτυρες, ενώ σε περιόδους ελευθερίας της πίστεως και ακμής της παιδείας και των γραμμάτων αναδείχθηκαν λόγιοι συγγραφείς και σπουδαίοι υμνογράφοι. Οι νεομάρτυρες ανέτειλαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ως αντιστασιακοί της ρωμιοσύνης και του ελληνισμού, ως πρότυπα πίστεως και υπομονής. Κι όπως σημειώνει ο Απόστολος, από τη δοκιμασία της πίστεως γεννιέται η υπομονή, η οποία πρέπει να κρατήσει μέχρι τέλους (βλ. Ιακ. 1, 4).
γ) Ο όσιος Νικόδημος Αγιορείτης στο Νέον Μαρτυρολόγιον αναφέρει ότι ο Θεός ευδόκησε να εμφανιστούν οι νεομάρτυρες για πέντε λόγους: Διότι συμβάλλουν στον ανακαινισμό της ορθόδοξης πίστης, καθιστούν αναπολόγητους τους αλλοπίστους την ημέρα της κρίσεως, αποτελούν δόξα και καύχημα της Ανατολικής Εκκλησίας και καταισχύνη των ετεροδόξων, είναι παραδείγματα υπομονής αλλά και πρότυπα μιμήσεως για τους χριστιανούς.
δ) Ανάμεσα στους βίους των νεομαρτύρων περιλαμβάνεται και σύντομος βίος του Αχμέτ του Κάλφα, ο οποίος ενώ ήταν μωαμεθανός, με θαυμαστό τρόπο έγινε χριστιανός και μαρτύρησε το 1682. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου και στις 3 Μαΐου. Στο Νέον Μαρτυρολόγιον αναφέρεται: «Ούτος έχων σκλάβαν Ρώσσαν συνεμίγνυτο με αυτήν, άφηνεν όμως αυτήν να πηγαίνη εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών εἰς τας επισήμους ημέρας. Επειδή δε όταν εκείνη ήρχετο από την Εκκλησίαν, αυτός ησθάνετο ευωδίαν άρρητον απού έβγαινεν από το στόμα της, την ηρώτησεν τί τρώγει και μυρίζει έτζη;».
ε) «Εκείνη του είπεν, ότι τρώγει αντίδωρον, και πίνει αγιασμόν. Ταύτα ακούσας προσκαλεί έναν εφημέριον της Μεγάλης Εκκλησίας, και του λέγει να ετοιμάση τόπον διά να υπάγη αυτός, όταν ελειτούργει ο Πατριάρχης. Ου γενομένου, έβλεπεν, ω του θαύματος! όταν ευλόγει ο Πατριάρχης τον λαόν, και εύγαιναν από το τρικήριον, και από τα δάκτυλά του ακτίνες, και έπιπτον επάνω εις όλων των χριστιανών τας κεφαλάς, αυτού δε την κεφαλήν άφιναν άμοιρον».
στ) «Τούτο το θαυμάσιον ιδών, κράζει τον ιερέα, και βαπτίζεται, και ήτο κρυφά χριστιανός ικανόν καιρόν. Επειδή δε εις μίαν σύναξιν λογοτριβούντες οι μεγιστάνες ποίος άραγε να είναι μεγαλύτερος; και ερωτήσαντες και αυτόν, αυτός εφώναξεν όσον εδύνατο: μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστις των χριστιανών. Και ωμολόγησεν τον εαυτόν του χριστιανόν, και όλον το μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού κηρύξας παρρησία, το μακάριον τέλος του μαρτυρίου εδέξατο».
ζ) Ο Αχμέτ ήταν άνθρωπος καλής προαιρέσεως, γι’ αυτό επέτρεπε στη ρωσίδα σύντροφό του να εκκλησιάζεται. Αυτή προφανώς είχε επιτίμιο και δεν κοινωνούσε, αλλά έπαιρνε αντίδωρο και έπινε αγιασμό. Η πίστη της όμως αγίασε και τον Αχμέτ. Εδώ βρίσκει εφαρμογή το αποστολικό λόγιο: «και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ᾿ αυτής, μη αφιέτω αυτόν. ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί.» (Α΄ Κορ. 7, 13-14). Προκύπτει όμως το ερώτημα: Πώς ένας αλλόθρησκος όντας στη Θεία Λειτουργία βλέπει το άκτιστο φως, που πηγάζει από τα χέρια του Πατριάρχη και εκχέεται στους χριστιανούς; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Υπάρχουν φαίνεται περιπτώσεις γνωστές μόνο στον Θεό, που κατά θεία παραχώρηση γεύονται πνευματικές εμπειρίες και αλλόθρησκοι. Το παράδοξο αυτό γεγονός αναδεικνύει τη μέγιστη ευθύνη των χριστιανών για τον τρόπο μετοχής τους στα μυστήρια της Εκκλησίας και όχι μόνο…

Συναξαριστής της 24ης Δεκεμβρίου

Ἡ Ἁγία Εὐγενία ἡ Ὀσιοπαρθενομάρτυς καὶ Παραμονὴ Χριστουγέννων (Νηστεία ἐκ πάντων)
 

Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομαζόταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία. Ἐπίσης, εἶχε καὶ δυὸ ἄλλα ἀδέλφια, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸ Σέργιο.

Ὁ πατέρας της διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε ἐκεῖ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια. Ἐκεῖ ἡ Εὐγενία σπούδασε κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ ἔμαθε ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ φιλολογία. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές της, ψάχνοντας γιὰ περισσότερη γνώση πῆρε στὰ χέρια της ἀπὸ μία χριστιανὴ κόρη τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὶς διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε πολύ.

Ἐκεῖ μέσα δὲν ὑπῆρχαν θεωρίες καὶ φιλοσοφικὲς δοξασίες. Οἱ γραμμές τους ἐνέπνεαν ζωὴ καὶ ἐλπίδα. Ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ τὴν δώσουν σύζυγο σὲ κάποιο Ῥωμαῖο ἀξιωματοῦχο, τὸν Ἀκυλίνα. Τότε ἡ Εὐγενία, ἀρνούμενη νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση τῶν γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔφυγε σὲ ἄλλη πόλη.

Ἐκεῖ κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανὴ καὶ ἔλαβε συγχρόνως τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἔγινε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀνέκφραστη χαρά.

Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας δέχθηκαν τὸ χριστιανισμό. Ἀπὸ μῖσος τότε οἱ εἰδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν πατέρα της. Καὶ ὅταν ἡ Εὐγενία ἐπέστρεψε στὴ Ῥώμη, ἐπειδὴ δὲ θυσίαζε στὰ εἴδωλα, τὴν ἀποκεφάλισαν, τερματίζοντας ἔτσι ἔνδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» μαζὶ μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή της.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος τῇ ὑμνωδίᾳ, φῶς προσέλαβες θεογνωσίας, Εὐγενία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· καὶ ἐν ὁσίων χορείᾳ ἐκλάμψασα, ἀθλητικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐθριάμβευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου πρόσκαιρον, φυγοῦσα δόξαν, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας, τὸ εὐγενές σου τῆς ψυχῆς, ἀδιαλώβητον σῴζουσα, Μάρτυς θεόφρον, Εὐγενία πανεύφημε.


 

 
Ἡ Ἁγία Βάσιλα

Στοὺς Συναξαριστὲς σημειώνεται μόνο, ὅτι συμμαρτύρησε μὲ τὴν Ἁγία Εὐγενία καὶ θανατώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως, νομίζει ὅτι ἡ Ἁγία αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, διότι μαζὶ μ᾿ αὐτὴ ἀναφέρεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ πατέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, Φιλίππου, καθὼς καὶ τῶν ὑπηρετῶν της, Πρωτᾶ καὶ Ὑακίνθου, ποὺ ὅλοι μαζὶ μαρτύρησαν στὴν Ῥώμη ἐπὶ Κομόδου (180-192 μ.Χ.).

Ἀλλ᾿ ὁ Γαλανὸς στοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» ἀναφέρει ὅτι τὴν Βάσιλα προσήλκυσε στὸ χριστιανισμὸ ἡ Ἁγία Εὐγενία στὴ Ῥώμη. Ὁ μνηστῆρας ὅμως τῆς Ἁγίας Βασίλας, Πομπήιος, ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κατέδωσε στὶς ἀρχὲς τὴν Ἁγ. Βάσιλα καὶ τὴν Ἁγία Εὐγενία, μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ μὲν πρώτη νὰ ἀποκεφαλιστεῖ, ἡ δὲ δεύτερη ἀφοῦ πρῶτα ῥίχτηκε στὸν ποταμὸ Τίβερη καὶ διασώθηκε, κατόπιν νὰ ἀποκεφαλιστεῖ καὶ αὐτή.


 

 
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος

Ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Εὐγενίας καὶ μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ μαχαῖρι.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Πρωτᾶς καὶ Ὑάκινθος

Ἦταν ὑπηρέτες καὶ ἀργότερα συνασκητὲς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴ Ῥώμη.


 

 
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν»

Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης καὶ πῆρε μέρος στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ἐπὶ Νικηφόρου τοῦ Λογοθέτου (802-811).

Σὲ μία ὁδοιπορία διανυκτέρευσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Τὴ νύχτα ὅμως, ἡ κόρη τοῦ ξενοδόχου τοῦ ἐπιτέθηκε μὲ ἁμαρτωλὲς προθέσεις. Ἀλλ᾿ ὁ Νικόλαος συγκρατήθηκε καὶ δὲν μόλυνε τὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ πράξη, στὴν ὁποία τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐρέθιζε ἡ πονηρὴ κόρη.

Τότε ἀξιώθηκε νυκτερινῆς ὀπτασίας, ποὺ ἐπιβράβευσε τὴν ἁγνότητά του. Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν πόλεμο σῶος καὶ ἀβλαβῆς, ἀποσύρθηκε σὲ κάποια Μονή, ὅπου ἔγινε μοναχός. Καὶ ἀφοὺ ἔζησε ζωὴ ὁσία, πέθανε εἰρηνικά.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀχαϊκός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὑποθέτει, ὅτι ὁ Ὅσιος αὐτὸς εἶναι ὁ λεγόμενος Πάνδεκτος (δηλαδὴ ὁ συγγραφέας τῆς Πανδέκτου), ποὺ ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 7ου αἰῶνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία καὶ ἦταν μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα.

Αὐτὸς μάλιστα περιέγραψε καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ θρήνησε τὸ φόνο τῶν μοναχῶν τῆς Λαύρας ἀπὸ τοὺς ἐπιδρομεῖς.

Γιὰ τὸν Ἀντίοχο καλὴ μελέτη ἔγραψε ὁ ἀρχιμ. Κάλλιστος (1910) καὶ ὁ Ἰ. Φωκυλίδης στὸ ἔργο του «Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ ἡγιασμένου».


 

 
Ὁ Ὅσιος Βιτιμίων

Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀφροδίσιος

Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Σόσσιος καὶ Θεόκλειος

Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου.

Ἀναφέρονται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621, μὲ λίγα βιογραφικὰ στοιχεῖα.

Μαρτύρησαν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ Μαγνεντίου. Συνελήφθησαν σὰν χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Βαῦδο (ποὺ ἦταν ἡγεμόνας τῆς Ἀδριανουπόλεως τῆς Μακεδονίας) καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, βασανίστηκαν ἀνελέητα μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Τόσα πολλὰ εἶναι τὰ βασανιστήριά τους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαριθμηθοῦν καὶ ἀπορεῖ κανεὶς πὼς κατόρθωσαν νὰ ἐπιζήσουν. Τελικά τους ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἄφθαρτα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.


 

 
Ὁ Ἅγιος Κάστουλος

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα.

Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 μὲ σύντομο βιογραφικὸ ὑπόμνημα.

Σύμφωνα λοιπὸν μ᾿ αὐτό, ὁ Ἅγιος αὐτὸς μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου (307-323), στὸν ὁποῖο καταγγέλθηκε σὰν χριστιανός. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα. Κατόπιν τὸν παρέδωσαν στὸν ἡγεμόνα Ζηλικίνθιο καὶ ἐπειδὴ δὲν κατάφερε κι᾿ αὐτὸς νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν μάρτυρα, τὸν βασάνισε σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀχμέδ ὁ Νεομάρτυρας

Ἦταν μωαμεθανὸς στὸ θρήσκευμα καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν γραφέας τοῦ «δευτεράρη», ἐπικαλούμενος Πατσουρούνης.

Στὸ σπίτι του εἶχε σὰν ὑπηρέτρια κάποια χριστιανὴ Ῥωσίδα, στὴν ὁποία ἐπέτρεπε νὰ τελεῖ ἐλεύθερα τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα στοὺς ναούς. Ὁ ἴδιος βαπτίσθηκε κρυφὰ καὶ ἔγινε χριστιανός.

Σὲ κάποια ἐπίσημη συζήτηση, ποὺ ἔγινε μὲ μορφωμένους μωαμεθανοὺς ἰσχυρίστηκε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ Χριστιανικὴ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό.

Τότε καταγγέλθηκε στὶς τουρκικὲς ἀρχές, συνελήφθη καὶ ἀπαγχονίστηκε στὶς 3 Μαΐου 1682 στὸ Κεάτχανε Μπαξὲ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ Ἰ. Καρυοφύλλης.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ νεώτερος

Ὁ Ἀγάπιος ὁ νεώτερος, κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Ἀντωνόπουλος, γνωστὸς καὶ ὡς Ἀγάπιος Παπαντωνόπουλος (Δημητσάνα, 1753-1812).

Φοίτησε στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ὅπου εἶχε διδασκάλους τὸν Ἀγάπιο Λεονάρδο καὶ τὸν Γεράσιμο Γοῦνα. Ὅταν μὲ τὰ Ὀρλοφικὰ ἡ σχολὴ ἔκλεισε, ὁ Ἀγάπιος ἀκολούθησε τὸν Γεράσιμο Γοῦνα στὴ Σμύρνη, ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ φημισμένη σχολὴ τῆς πόλης μὲ σχολάρχη τὸν Ἰερόθεο Δενδρινό.

Στὴ Σμύρνη πῆρε καὶ τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Γεράσιμο Γοῦνα στὴ Χίο καὶ τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του Δημητσάνα, ὅπου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1781 ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση τῆς παλιᾶς σχολῆς του.

Τὴ φήμη της ἡ σχολὴ τῆς Δημητσάνας τὴν ὀφείλει κατὰ κύριο λόγο στὸν Ἀγάπιο τὸν νεώτερο, ὁ ὁποῖος ἐπὶ 32 ὁλόκληρα χρόνια ἄσκησε τὰ καθήκοντα τοῦ σχολάρχη μὲ μοναδικὴ εὐσυνειδησία, ἐργατικότητα καὶ ἐντιμότητα.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του Ἀγάπιου, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀλληλογραφία του, εἶναι ἡ ἁπλότητα καὶ λιτότητα τῆς ζωῆς του: «... ζῶμεν δημητσανίτικα», γράφει στὸν Ἄνθιμο Καράκαλλο, ποὺ ἔνθερμα ὑποστήριζε τὸ ἔργο τῆς σχολῆς, «πότε μὲ μολόχες, πότε μὲ τζικνίδες, πότε μὲ ἁβρονιές, πότε μὲ ἀριάνι, πότε μὲ μοναχὸ ψωμί». Συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀγάπιου δὲν ἔχουμε. Ἡ διδασκαλία του ὅμως, ἦταν ὁ σπόρος ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλάστησαν πολλοὶ ἔξοχοι διδάσκαλοι καὶ κληρικοὶ τῆς ἐποχῆς.

Η σωτηριολογική προοπτική των Χριστουγέννων, απέναντι στη παγανιστική – μαγική παρουσία, διαφόρων καινοφανών πνευμάτων

Πολύς ο λόγος αναφορικά με τα Χριστούγεννα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ένας λόγος όμως παραπειστικός, κενός νοηματικού περιεχομένου, αφού ξαστοχά συστηματικά και δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ, στο ουσιαστικό νόημα των Χριστουγέννων, ως αφορμή υπαρξιακής σωτηρίας του ανθρώπου, με την ενανθρώπιση του θεανθρώπου Χριστού.
Τα λαμπιόνια τα στολίδια, οι εξωπραγματικές φάτνες και τα πρόσωπα που ανεπιτυχώς προσομοιάζονται για να θυμίσουν το γεγονός,  απέχουν μακράν από το να αποδώσουν το νόημα, του σωτηριολογικού γεγονότος της  γέννησης του Χριστού.
Από τη στιγμή που τα Χριστούγεννα απέκτησαν παγκοσμιοποιημένη διάσταση, ήταν μοιραίο να αδειάσουν ουσίας και να παραμείνουν νομιναλιστικά (ονομαστικά) μόνο, αφού κατάντησαν μια «απογυμνωμένη» ματεριαλιστική φιέστα, εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα. Τα Χριστούγεννα για τον «κόσμο» και το φρόνημά του, κατέστησαν μια «πλαστική» εορτή δίχως «σχήμα», «είδος» και «κάλλος», όπως και τόσες άλλες γιορτές και επέτειοι που κενώθηκαν νοήματος και απέμειναν άρρωστα σύμβολα, αφού ότι χάνει το νόημά του μέσα στο χρόνο, είναι καταδικασμένο να απενεργοποιηθεί, να στοιχειώσει,  και να μετατραπεί σε σαμανικό ξόανο.
Την  θέση όμως της απούσας ουσίας, τελολογικά σχεδόν πάντα, την καταλαμβάνει ο «τύπος» ή το «είδωλο» και αυτό ακριβώς συνέβη και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έρχονται – φεύγουν τα Χριστούγεννα και εμείς μένουμε άγευστοι και άοσμοι της συγκλονιστικής φανέρωσης πως ένας «Θεός εφανερώθη εν σαρκί»(1), ως «Υιός του Ανθρώπου»(2). Εμείς παραμένουμε αυτιστικά «αλλού» τυρβάζοντας και μεριμνώντας περί πολλών και διαφόρων ενώ «ενός δε εστί χρεία»(3).
Είναι διάχυτη πλέον, στη ζωή που μας πλαισιώνει,  η προσπάθεια που καταβάλουν εγνωσμένα ή ανεπίγνωστα οι περισσότεροι από εμάς, να κρυφτούν από την πραγματικότητα και να δραπετεύσουν από τις ευθύνες τους, η πίεση για αποφυγή του εαυτού μας, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυξάνεται κάθε χρόνο με την αύξηση της εμπορικότητας, της εκοσμικεύσεως, και των διαφόρων ψευδο – ανθρωπιστικών θρησκευτικών εκδηλώσεων αυτής της περιόδου(4), ως  μπαλώματα και άλλοθι μιας καταρρακωμένης συνείδησης.
Επειδή λοιπόν το γεγονός αυτό καθαυτό του περιεχομένου των Χριστουγέννων,  δημιουργεί αδιαχείριστο άγχος αφού αρνούμαστε να μεταμορφωθούμε (μετανοήσουμε), ως ψυχική αντίσταση  επιλέγουμε να μεταμορφώσουμε τα Χριστούγεννα, από γεγονός πανανθρώπινης λυτρωτικής σωτηρίας, σε ένα «σκηνικό δράσης» απροσδιόριστων πνευμάτων παγανιστικής ιδιοπροσωπίας, με μαγικά χαρακτηριστικά, τα οποία  δήθεν, αν μας αγγίξουν θα μας χαρίσουν τύχη, υγεία, πλούτο, δόξα και βιολογική μακροζωία, δηλαδή τις τέσσερις βασικές πύλες της ψευδαίσθησης ανάμικτης με  την φθαρτότητα, την χοϊκότητα, την οίηση και την ματαιότητα.
Το τέλος των ψευδαισθήσεων όμως σήμανε πλέον οριστικά, και είναι μια ευκαιρία πρώτης τάξης, αυτό να το συνδέσουμε με το γεγονός των Χριστουγέννων, για μια προσωπική νέα αρχή, μια επανεκκίνηση, αφού προηγηθεί ένα ενσυνείδητο σβήσιμο, μια κάθαρση, μια μετανοημένη αυτοσυνειδησία, του εμπαθούς παθογόνου παρελθόντος μας, με την οριστική καταστροφή των παντός είδους «ιών», που κατάντησαν τη ζωή μας  αβίωτη  και οδήγησαν  την αυτοεκτίμησή μας  στο ναδίρ, δίχως μελλοντικό όραμα και ελπίδα.
Η υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου, περιγράφεται με θεολογική σαφήνεια, από τον μακαριώτατο αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο  ως εξής: H πίστη και η προσωπική σχέση με τον Χριστό, αποδεσμεύουν και ενεργοποιούν κρυμμένες μέσα μας δυνάμεις για την υπέρβαση των ανθρωπίνως αδυνάτων Μεταγγίζουν συγχρόνως εκπληκτική ζωτικότητα στην ανθρώπινη ψυχή, για να αντέχει και στις πιο αντίξοες συνθήκες στερήσεως, κατατρεγμού, πιέσεων• και να συνεχίζει να δρα με αισιοδοξία δημιουργική. Την εμπειρία αυτή συμπυκνώνει η μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4:13). Οι εορτές της Εκκλησίας, μας καλούν να αναθεωρήσουμε τη ζωή μας. Να συνέλθουμε από την ταραχή και την κατάθλιψη. Να ανανεώσουμε την πίστη και τη βεβαιότητά μας ότι ο Χριστός, του Οποίου την έλευση στόν κόσμο εορτάζουμε, παραμένει “μεθ᾽ ἡμῶν”• ότι ῍τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν” (Λουκ. 18:27). Να αλλάξουμε τρόπο σκέψεως και συμπεριφοράς. Να συντονίσουμε τη ζωή μας με το θέλημα το δικό Του. Και η προσωπική αυτή αλλαγή αντανακλά πάντοτε ευεργετικά στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο• τονώνει την αντοχή, την αλληλεγγύη, την ειρήνη, τη δημιουργικότητα, με τρόπους που συχνά παραμένουν αθέατοι αλλά που είναι ουσιαστικοί. Η υπέρβαση του ανθρωπίνως αδυνάτου παραμένει κεντρικό μήνυμα των Χριστουγέννων και προσωπική εμπειρία εκείνων που ζουν εν Χριστῷ (5).
Οι άνθρωποι και οι κοινωνίες τους, δεν έχουν ανάγκη από μια νέα εποχή, που θα κουβαλάει στο DNA της την νοσογόνο παθογένεια των προηγουμένων εποχών, αλλά από μια νέα αρχή  η οποία θα εδράζεται στην αυτό-συναίσθηση και την μετάνοια, ως προοπτικών μιας καινής επανανοημαδοτημένης ζωής.
________________________________

1.Καινή Διαθήκη  Α΄ Τιμ. γ΄ 16
2.Καινή Διαθήκη  Ιωαν. ιβ΄23
3.Καινή Διαθήκη  Λουκ. ι΄42
4.παπα-Σταύρος Κοφινάς «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ» Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1982, σ.150
5.Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος  http://www.amen.gr/article7859 (22/12/2011)\

πηγή

Ξέσπασµα τῆς καρδιᾶς µου








Γλυκύτατε Ἰησοῦ µου, σκέπτοµαι πόσο µὲ ἀγάπησες.

Κάτι µὲ τραβοῦσε κοντά Σου.

Πόσες φορές, τὸ γνωρίζεις, τὸ εἶδες, Σὲ ἄφησα.

Μὲ τὴ ζωή µου τὴν ἁµαρτωλή Σοῦ ἔλεγα: δὲν σὲ ἀγαπῶ.

Καὶ ὅµως Σύ, Κύριε, “ἐπέτασας χείρας” σ΄ ἕνα παιδὶ ἄτακτο καὶ δύστροπο.

Ἔφτασα µέχρι τὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου.

Τὴν τελευταία στιγµὴ µὲ ἔπιανες καὶ µὲ τραβοῦσες ἀπὸ τὴν καταστροφή.

Πολλὲς φορὲς ἔφυγα ἀπὸ κοντά Σου, κι ἄλλες τόσες φορές, Φίλε µου Καλέ,

Γλυκέ, Σύντροφε τῆς ζωῆς µου, Παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς,

πεφιληµένε µου καὶ ἀγαπητικὲ τῆς καρδιᾶς µου,

µὲ δάκρυα καὶ λυγµούς Σοῦ ἔλεγα:

“Σοὶ µόνῳ ἁµαρτάνω καὶ Σοὶ µόνῳ προσπίπτω”.

Ἐλέησόν µε . . . καὶ µὲ ἐλεοῦσες.

Δὲν µποροῦσα ὅµως ποτέ, Κύριέ µου, νὰ φαντασθῶ

Πὼς τόσο πολὺ θὰ µ΄ ἀγαποῦσες.

Τί νὰ πῶ; Ἐσὺ ξέρεις πιὸ πολλὰ ἀπ΄ ὅλους µας.

Οἱ ἀναστεναγµοί µου Σοῦ τὰ λένε.

Κύριε, Κύριε, θὰ ἀπαντήσω πὼς εἶσαι ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς µου.

Ναί, Κύριε, Σ΄ ἀγαπῶ, παρ΄ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα στοιχεῖα µου.

Πορεύου, Κύριε µαζί µου κάθε στιγµή !

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...