Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 01, 2015

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία


Οσία Μαρία η Αιγυπτία

Ἀπῆρε πνεῦμα, σάρξ ἀπερρύη πάλαι.
Τὸν ὅστινον γῆ κρύπτε νεκρὸν Μαρίας.
Πρώτῃ Ἀπριλίου Μαρίη θάνεν εὖχος ἐρήμου.


Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.

Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της ΔΩΡΕΆΝ, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.

Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».

Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.

Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.

Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».

Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.

Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.

Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.

Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.

Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.

Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».

Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.

Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.

Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.

Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.

Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.

Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.

Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.

Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».

Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.

Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.

Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.

Όσιος Ευλόγιος ο διά Χριστόν σαλός


Όσιος Ευλόγιος ο διά Χριστόν σαλός
Ο Όσιος Ευλόγιος γεννήθηκε στην Γεωργία και έζησε κατά τους χρόνους της βασίλισσας Ταμάρα (1184 - 1213 μ.Χ.). Επειδή αγαπούσε τον Θεό και την μοναχική πολιτεία, έγινε μοναχός. Ο Θεός ευλόγησε την πνευματική του προσπάθεια και τη σαλότητά του και του χάρισε το προορατικό χάρισμα.

Μαζί με τον Όσιος Ιωάννη τον Φιλόσοφο, ακολούθησε την βασίλισσα Ταμάρα στη μάχη εναντίων του σουλτάνου Ρουκν-εντ-Διν στο Μπασιάνη, το έτος 1203 μ.Χ.

Ο Γεωργιανός στρατός, καθοδηγούμενος από τον βασιλέα Δαβίδ Σοσλάν, έφθασε στο μοναστήρι του Μπάρτζια, όπου οι Όσιοι Ευλόγιος και Ιωάννης, μαζί με την βασίλισσα, προσευχήθηκαν για την ΝΊΚΗ των Χριστιανών. Κατόπιν, οι Γεωργιανές δυνάμεις μεταφέρθηκαν στο Μπασιάνι, όπου βρισκόταν ο σουλτάνος με τον στρατό του, που τον αποτελούσαν 400.000 στρατιώτες. Η βασίλισσα, στην συνοδεία της οποίας ήταν και οι Όσιοι, κατέλυσε κοντά στο χωριό Κόζρχε και εκεί σταμάτησε, ενώ η προσευχή της ήταν αδιάλειπτη.

Μία ημέρα, ενώ οι Όσιοι Ευλόγιος και Ιωάννης ήταν μαζί με την βασίλισσα, ο Όσιος Ευλόγιος κοίταξε ψηλά, μετακινήθηκε από την θέση του και βγήκε από την σκηνή φωνάζοντας: «Ιδού η Χάρη του Κυρίου!» και ανηφόρισε προς την κορυφή ενός λόφου. Ο Όσιος Ιωάννης, που είχε παραμείνει με την βασίλισσα, είπε: «Ο σαλός είχε ένα όραμα και νομίζω ότι ήταν καλό». Φέρνοντας εκ των υστέρων στη μνήμη αυτή την ημέρα και ώρα, προκύπτει ότι εκείνη ακριβώς την στιγμή οι Γεωργιανοί πολεμιστές είχαν κατατροπώσει τον στρατό του σουλτάνου, που ήταν δέκα φορές μεγαλύτερος.

Ο Όσιος Ευλόγιος κοιμήθηκε με ειρήνη.

Όσιος Ευθύμιος Σαυζδαλίας


Όσιος Ευθύμιος Σαυζδαλίας


Ο Όσιος Ευθύμιος ο Θαυματουργός γεννήθηκε το έτος 1316 μ.Χ. στην πόλη Νίζνιυ-Νόβγκοροντ της Ρωσίας, μια μικρή πόλη τοποθετημένη στην συμβολή των ποταμών Βόλγα και Όκα, στο πριγκιπάτο της Σουζδαλίας. Ήταν τα χρόνια του ταταρικού ζυγού και των εσωτερικών πολέμων ανάμεσα στους Ρώσους πρίγκιπες. Ο Όσιος από την παιδική του ηλικία εξεδήλωσε την δίψα του για τα γράμματα και την αγάπη του προς τον μοναχικό βίο. Στην παιδική του ηλικία, υπό την καθοδήγηση του εφημέριου του χωριού του, άρχισε να μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει, για να είναι σε θέση να διαβάζει τις θείες Γραφές και τα έργα των Αγίων Πατέρων.

Με το πέρασμα του καιρού, στην ψυχή του νεαρού ωρίμασε η απόφαση να αφιερώσει τελείως την ζωή του στον Θεό. Αναζήτησε, λοιπόν, έναν πνευματικό καθοδηγητή που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην οδό της τελειώσεως. Την πνευματική καθοδήγησή του ανέλαβε ο Άγιος Διονύσιος, μοναχός στη μονή των Σπηλαίων του Νιζνέγκοροντ και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας (15 Οκτωβρίου).

Ο τελευταίος πρίγκιπας της Σουζδαλίας, Μπόρις, το έτος 1351 μ.Χ. αποφάσισε να ιδρύσει στην γενέτειρά του ένα μοναστήρι και για τον σκοπό αυτό επιθυμούσε να λάβει την ευλογία του ηγουμένου της μονής της Αναλήψεως, Αγίου Διονυσίου. Αφού έλαβε την ευλογία, ο πρίγκιπας ζήτησε να του αποστείλουν ένα μοναχό για να επιτηρεί την κατασκευή και την οργάνωση του μοναστηριού. Ο πρίγκιπας επέστρεψε στη Σουζδαλία, με την ευλογία και την υπόσχεση του Αγίου Διονυσίου ότι θα τον βοηθήσει.

Στο μεταξύ, ο Άγιος Διονύσιος επέλεξε ανάμεσα από τους μαθητές του όχι μόνο αυτόν που θα έστελνε στη Σουζδαλία, αλλά και άλλους μοναχούς για να τους στείλει σε άλλα μέρη, ώστε να διακονήσουν την Εκκλησία και τον λαό και να διαδοθεί ο μοναχισμός. Αφού κλήθηκε η αδελφότητα, ο Άγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχούς από τους πιο δυνατούς στην πίστη και ζηλωτές και τους απέστειλε σε όλες τις βορειοανατολικές περιοχές της Ρωσίας. Ο Όσιος Ευθύμιος, που ήταν την εκείνη την εποχή τριάντα έξι ετών, ανέλαβε την υποχρέωση αν πάει στη Σουζδαλία, στον πρίγκιπα Μπόρις.

Η κατασκευή του ναού ολοκληρώθηκε το έτος 1352 μ.Χ. και ήταν τόσο περίλαμπρος που προκαλούσε τον θαυμασμό όλων. Ο πρίγκιπας Μπόρις διακόσμησε εικονογραφικά το ναό με δικά του έξοδα. Ο ναός εγκαινιάσθηκε επίσημα, αλλά η κατασκευή του ήταν μονάχα η αρχή του καθήκοντος που είχε ανατεθεί στον Όσιο Ευθύμιο. Πράγματι, απέμενε να κατασκευασθούν τα κελιά για τους μοναχούς, η τραπεζαρία, διάφορα άλλα προσκτίσματα, καθώς και τα τείχη που θα ξεχώριζαν τη μονή από τον λοιπό κόσμο. Μέχρι εκείνη την στιγμή ο Ευθύμιος ήταν ένας ΑΠΛΌΣ μοναχός, αλλά τώρα που θα γινόταν ο πνευματικός οδηγός της μονής, χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο πρώτα διάκονος και έπειτα πρεσβύτερος, για να τοποθετηθεί αργότερα αρχιμανδρίτης της μονής.

Ο πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε με γενναιοδωρία στην κατασκευή της μονής, δωρίζοντας χρυσό και ασήμι για το επιχρύσωμα των τρούλων του ναού και άλλα υλικά. Ο Όσιος φρόντιζε για το ιερό αυτό έργο με την εργασία, την άσκηση, τα δάκρυα και την αδιάλειπτη προσευχή.

Όσο αυστηρός ήταν με τον εαυτό του, ο Όσιος Ευθύμιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ήταν προς τους άλλους. Το μοναστήρι του, τοποθετημένο στα περίχωρα μια μεγάλης πόλεως, που ήταν σταυροδρόμι πολλών οδών, ήταν ανοικτό για όλους. Ο ηγούμενος δεν αρνιόταν ποτέ να βοηθήσει όποιον του το ζητούσε. Ο ξένος εύρισκε κοντά του καταφύγιο, ο φτωχός ελεημοσύνη, ο πεινασμένος τροφή. Η ελεημοσύνη και γενναιοδωρία του σε ορισμένους φαινόταν υπερβολική και έτσι αναγκαζόταν να ελεεί στα κρυφά, για να μην διεγείρει παράπονα εκ μέρους της αδελφότητας και την οδηγήσει σε πειρασμούς. Εξαγόρασε τα χρέη αυτών που δεν είχαν τα μέσα να αποπληρώσουν τους οφειλέτες τους και συχνά χάριζε τα χρέη που άλλοι όφειλαν στη μονή. Εξέθετε τους άδικους και διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας από καταχρήσεις όλους όσοι είχαν άδικα καταδικασθεί και παρακαλούσε να συμπεριφέρονται στους αληθινούς εγκληματίες με επιείκεια και φιλευσπλαχνία. Κάθε αμαρτωλός που αναζητούσε την σωτηρία, εύρισκε σε αυτόν τον οδηγό της μετάνοιας. Με την προσευχή του θεράπευε ασθενείς και δίωκε τα δαιμόνια.

Όταν ο Όσιος ένιωσε ότι το τέλος του είναι πλέον κοντά, κάλεσε όλους τους μοναχούς και ευλόγησε τον καθένα ξεχωριστά. Τους εμπιστεύθηκε όλους στα χέρια του Θεού. Τους ασπάσθηκε πατρικά και ζήτησε συγγνώμη από όλους. Στην συνέχεια κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και παράδωσε την ψυχή του στον Άγιο Θεό. Ο Όσιος Ευθύμιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1404 μ.Χ., σε ηλικία ογδόντα οκτώ ετών. Οι μοναχοί ενταφίασαν το ιερό λείψανό του κάτω από τα τείχη του ναού της Μεταμορφώσεως, στο μνήμα που κατά την κατασκευή του ναού, ο Όσιος είχε κτίσει με τα ίδια του τα χέρια.

Μετά την κοίμησή του, ο Όσιος Ευθύμιος συνέχισε να προστατεύει το μοναστήρι, όπως μαρτυρούν τα πολλά θαύματα που έλαβαν χώρα πλησίον του τάφου του. Στις 4 Ιουλίου 1507 μ.Χ., με την ευκαιρία της ανακατασκευής του ναού, τα ιερά λείψανά του βράθηκαν άφθαρτα.

Άγιος Αβραάμιος ο Νεομάρτυρας εκ Βουλγαρίας

Άγιος Αβραάμιος ο Νεομάρτυρας εκ Βουλγαρίας
Ο Άγιος Νεομάρτυς Αβραάμιος καταγόταν από την Βουλγαρία και ζούσε στην Ρωσία. Αρχικά ήταν Μουσουλμάνος, αλλά όταν άκουσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου ασπάσθηκε την Ορθόδοξη πίστη. Ήταν φιλάνθρωπος και ελεήμων προς τους φτωχούς. Στην πόλη Βολγάρα, στις κατώτερες εκβολές του ποταμού Βόλγα, ο Άγιος Αβραάμιος άρχισε να διδάσκει τους συμπατριώτες του για τον αληθινό Θεό. Τότε τον συνέλαβαν και προσπάθησαν να τον εξαναγκάσουν να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Άγιος, όμως, έμεινε σταθερός στην ομολογία της πατρώας ευσέβειας. Έτσι, το έτος 1229 μ.Χ., τεμάχισαν τον Άγιο και έπειτα απέκοψαν την τίμια κεφαλή του. Οι Ρώσοι Χριστιανοί, που ζούσαν στην πόλη, ενταφίασαν το ιερό λείψανο του Αγίου στο χριστιανικό κοιμητήριο.

Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε στις 6 Μαρτίου του έτους 1230 μ.Χ. από τον μεγάλο πρίγκιπα του Βλαντιμίρ Γεώργιο (τιμάται 4 Φεβρουαρίου), ο οποίος τα εναπέθεσε στον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της μονής Κνυατζινίν.

Συναξαριστής της 1ης Απριλίου

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια

 


«Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Δὲν ἦλθα νὰ καλέσω αὐτοὺς ποὺ νομίζουν τοὺς ἑαυτούς τους δικαίους, ἀλλὰ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας βρίσκει πλήρη ἐφαρμογὴ στὴ ζωὴ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας, καὶ νὰ γιατί: ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο τὸ 345 (κατὰ τὸν Μ.Ι. Γαλανό).

Ἀπὸ νωρὶς ἀναπτύχθηκε ἡ ὡραιότητα τοῦ σώματός της, καὶ παρὰ τὶς συμβουλὲς γονέων καὶ ἱερέων, ἔπεσε στὴ διαφθορὰ τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς γιὰ 17 ὁλόκληρα χρόνια. Ὅμως, ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος ὄχι μόνο τὴν ἀνέχθηκε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια της ἀσωτίας της, ἀλλὰ ἐνήργησε καὶ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας της. Ὁδήγησε τὰ βήματά της στοὺς Ἁγίους Τόπους.

Ἡ Μαρία προσπάθησε νὰ μπεῖ στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό. Μάταια, ὅμως. Εἶχε «καρφωθεῖ» στὴν εἴσοδο καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα μπροστά. Ἡ ἀλλαγὴ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς της ἤδη εἶχε ἀρχίσει. Παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ μπεῖ νὰ προσκυνήσει καὶ ἡ ζωή της ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐμπρὸς θὰ ἦταν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ της. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἡ Μαρία μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα στὰ μάτια μπῆκε καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό.

Ἔπειτα, μὲ θεία νεύση πῆγε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Ζωσιμᾶ (4 Ἀπριλίου) καὶ ἀσκήτεψε ἐκεῖ 50 ὁλόκληρα χρόνια, μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔκαψε, ἔτσι, τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθόν της καὶ συγχρόνως ἔγινε μεγάλο παράδειγμα μετανοίας.

Μετὰ τὴν συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν ἀσκητὴ Ζωσιμᾶ καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο, ὁ ἴδιος ἀσκητὴς ἐπανῆλθε γιὰ νὰ τὴν συναντήσει. Ἀλλὰ τὴν βρῆκε πεθαμένη καὶ τὴν ἔθαψε ἐκεῖ, στὰ μέρη ποὺ ἀσκήτευσε ἡ Ἁγία.
 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς τῶν ἀγώνων σου πόνοις θεόληπτε, τὸ τῆς ἐρήμου τραχὺ καθηγίασας· διό σου τὴν μνήμην δοξάζομεν, ἐν ὑμνῳδίαις Μαρία τιμῶντές σε, Ὁσία Ὁσίων ἀγλάϊσμα.

Ἔτερον Κοντάκιον
 Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς μετανοίας τὴν λαμπάδα τὴν πολύφωτον. Καὶ ἐγκρατείας τὴν εἰκόνα τὴν θεόγραφον, Τὴν Μαρίαν ἀνυμνήσωμεν τὴν Ὁσίαν. Ἐν ἐρήμῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσε Καὶ τὸν τρώσαντα αὐτὴν πρῴην κατῄσχυνε· Ταύτῃ λέγοντες· χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον
Αἴγυπτον φυγοῦσα τὴν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ, τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.
 
 

 
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ ὁμολογητὴς ἡγούμενος ἱερᾶς Μονῆς Πελεκητῆς

Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 8ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὀνομαζόταν Χριστοφόρος. Μικρὸς ἀκόμα, ἔχασε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του. Τὸν ἀνέθρεψε ἕνας θεῖος του, μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ στοργή.

Ἡ προκοπή του στὰ γράμματα ὑπῆρξε θαυμάσια, καὶ ἡ ζωή του ἦταν γεμάτη σωφροσύνη καὶ χρηστότητα, ὑπόδειγμα σὲ πολλοὺς συνομηλίκους του. Ὅταν ὡρίμασε στὴν ἡλικία, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τῆς Πελεκητῆς, ποὺ βρίσκεται στὴν Τρίγλεια τῆς Προῦσας.

Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ μετονομάστηκε Μακάριος. Ἡ παιδεία του, καὶ οἱ ὑπέροχες προσωπικὲς καὶ διοικητικὲς ἀρετές του, δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀναδείξουν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, μετὰ ἀπὸ θερμὴ παράκληση τῶν μοναχῶν.

Ὁ δὲ Πατριάρχης Ταράσιος, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Μακάριος θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του ἀσθενεῖς, τὸν προσκάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου θεράπευσε ἕνα πατρίκιο, τὸν Παῦλο. Ἐκτιμῶντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Μακαρίου ὁ Ταράσιος, τὸν χειροτόνησε ὁ ἴδιος Ἱερέα.

Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου καὶ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε ποικιλοτρόπως. Τελικὰ πέθανε ἐξορισμένος στὸ νησὶ Ἀφουσία, ὑπέρμαχος τοῦ ὀρθοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας.

 
Οἱ Ἅγιοι Γερόντιος καὶ Βασιλείδης

 


(ἢ κατ᾿ ἄλλους Βασιλειάδης). Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

 
Ὁ Δίκαιος Ἄχαζ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Πολυνίκης

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του.

 
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ νεομάρτυς, ὁ Ῥῶσος

Διὰ Χριστὸν σαλός.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή. Πάκερος (ἢ Πάνταινος), Παρθένιος καὶ Σατουρνῖνος

Μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη, πιθανότατα κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.

 

 
Ἅγιος Ἀβραάμιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βουλγαρίας

 


Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀβραάμιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ζοῦσε στὴν Ρωσία. Ἀρχικὰ ἦταν Μουσουλμάνος, ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἦταν φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων πρὸς τοὺς φτωχούς. Στὴν πόλη Βολγάρα, στὶς κατώτερες ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, ὁ Ἅγιος Ἀβραάμιος ἄρχισε νὰ διδάσκει τοὺς συμπατριῶτες του γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Τότε τὸν συνέλαβαν καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία τῆς πατρώας εὐσέβειας. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1229 μ.Χ., τεμάχισαν τὸν Ἅγιο καὶ ἔπειτα ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του. Οἱ Ρῶσοι Χριστιανοί, ποὺ ζοῦσαν στὴν πόλη, ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸ χριστιανικὸ κοιμητήριο.

Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στὶς 6 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1230 μ.Χ. ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμὶρ Γεώργιο (τιμᾶται 4 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος τὰ ἐναπέθεσε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς μονῆς Κνυατζινίν.

 
Ὅσιος Εὐθύμιος Σαυζδαλίας

 


Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργὸς γεννήθηκε τὸ ἔτος 1316 μ.Χ. στὴν πόλη Νίζνιυ τοῦ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, μία μικρὴ πόλη τοποθετημένη στὴν συμβολὴ τῶν ποταμῶν Βόλγα καὶ Ὄκα, στὸ πριγκιπάτο τῆς Σουζδαλίας. Ἦταν τὰ χρόνια του ταταρικοῦ ζυγοῦ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν πολέμων ἀνάμεσα στοὺς Ρώσους πρίγκιπες. Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐξεδήλωσε τὴν δίψα του γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν παιδική του ἡλικία, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἐφημέριού του χωριοῦ του, ἄρχισε νὰ μαθαίνει νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ διαβάζει τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ, στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ ὡρίμασε ἡ ἀπόφαση νὰ ἀφιερώσει τελείως τὴν ζωή του στὸν Θεό. Ἀναζήτησε, λοιπόν, ἕναν πνευματικὸ καθοδηγητὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τῆς τελειώσεως. Τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του ἀνέλαβε ὁ Ἅγιος Διονύσιος, μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Νιζνέγκοροντ καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας (15 Ὀκτωβρίου).

Ὁ τελευταῖος πρίγκιπας τῆς Σουζδαλίας, Μπόρις, τὸ ἔτος 1351 μ.Χ. ἀποφάσισε νὰ ἱδρύσει στὴν γενέτειρά του ἕνα μοναστήρι καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε νὰ λάβει τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως, Ἁγίου Διονυσίου. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ὁ πρίγκιπας ζήτησε νὰ τοῦ ἀποστείλουν ἕνα μοναχὸ γιὰ νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν κατασκευὴ καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ πρίγκιπας ἐπέστρεψε στὴ Σουζδαλία, μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει.

Στὸ μεταξύ, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐπέλεξε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ ὄχι μόνο αὐτὸν ποὺ θὰ ἔστελνε στὴ Σουζδαλία, ἀλλὰ καὶ ἄλλους μοναχοὺς γιὰ νὰ τοὺς στείλει σὲ ἄλλα μέρη, ὥστε νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαὸ καὶ νὰ διαδοθεῖ ὁ μοναχισμός. Ἀφοῦ κλήθηκε ἡ ἀδελφότητα, ὁ Ἅγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνατοὺς στὴν πίστη καὶ ζηλωτὲς καὶ τοὺς ἀπέστειλε σὲ ὅλες τὶς βορειοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ποὺ ἦταν τὴν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τριάντα ἔξι ἐτῶν, ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση ἂν πάει στὴ Σουζδαλία, στὸν πρίγκιπα Μπόρις.

Ἡ κατασκευὴ τοῦ ναοῦ ὁλοκληρώθηκε τὸ ἔτος 1352 μ.Χ. καὶ ἦταν τόσο περίλαμπρος ποὺ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων. Ὁ πρίγκιπας Μπόρις διακόσμησε εἰκονογραφικὰ τὸ ναὸ μὲ δικά του ἔξοδα. Ὁ ναὸς ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα, ἀλλὰ ἡ κατασκευὴ τοῦ ἦταν μονάχα ἡ ἀρχὴ τοῦ καθήκοντος ποὺ εἶχε ἀνατεθεῖ στὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Πράγματι, ἀπέμενε νὰ κατασκευασθοῦν τὰ κελιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, ἡ τραπεζαρία, διάφορα ἄλλα προσκτίσματα, καθὼς καὶ τὰ τείχη ποὺ θὰ ξεχώριζαν τὴ μονὴ ἀπὸ τὸν λοιπὸ κόσμο. Μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Εὐθύμιος ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχός, ἀλλὰ τώρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ πνευματικὸς ὁδηγὸς τῆς μονῆς, χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο πρῶτα διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς.

Ὁ πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε μὲ γενναιοδωρία στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς, δωρίζοντας χρυσὸ καὶ ἀσήμι γιὰ τὸ ἐπιχρύσωμα τῶν τρούλων τοῦ ναοῦ καὶ ἄλλα ὑλικά. Ὁ Ὅσιος φρόντιζε γιὰ τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο μὲ τὴν ἐργασία, τὴν ἄσκηση, τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Ὅσο αὐστηρὸς ἦταν μὲ τὸν ἑαυτό του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ἦταν πρὸς τοὺς ἄλλους. Τὸ μοναστήρι του, τοποθετημένο στὰ περίχωρα μία μεγάλης πόλεως, ποὺ ἦταν σταυροδρόμι πολλῶν ὁδῶν, ἦταν ἀνοικτὸ γιὰ ὅλους. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἀρνιόταν ποτὲ νὰ βοηθήσει ὅποιον τοῦ τὸ ζητοῦσε. Ὁ ξένος εὕρισκε κοντὰ τοῦ καταφύγιο, ὁ φτωχὸς ἐλεημοσύνη, ὁ πεινασμένος τροφή. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ γενναιοδωρία του σὲ ὁρισμένους φαινόταν ὑπερβολικὴ καὶ ἔτσι ἀναγκαζόταν νὰ ἐλεεῖ στὰ κρυφά, γιὰ νὰ μὴν διεγείρει παράπονα ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητας καὶ τὴν ὁδηγήσει σὲ πειρασμούς. Ἐξαγόρασε τὰ χρέη αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχαν τὰ μέσα νὰ ἀποπληρώσουν τοὺς ὀφειλέτες τους καὶ συχνὰ χάριζε τὰ χρέη ποὺ ἄλλοι ὄφειλαν στὴ μονή. Ἐξέθετε τοὺς ἄδικους καὶ διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας ἀπὸ καταχρήσεις ὅλους ὅσοι εἶχαν ἄδικα καταδικασθεῖ καὶ παρακαλοῦσε νὰ συμπεριφέρονται στοὺς ἀληθινοὺς ἐγκληματίες μὲ ἐπιείκεια καὶ φιλευσπλαχνία. Κάθε ἁμαρτωλὸς ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν σωτηρία, εὕρισκε σὲ αὐτὸν τὸν ὁδηγὸ τῆς μετάνοιας. Μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ δίωκε τὰ δαιμόνια.

Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐνίωσε ὅτι τὸ τέλος τοῦ εἶναι πλέον κοντά, κάλεσε ὅλους τους μοναχοὺς καὶ εὐλόγησε τὸν καθένα ξεχωριστά. Τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὅλους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τοὺς ἀσπάσθηκε πατρικὰ καὶ ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Στὴν συνέχεια κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Ἅγιο Θεό. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1404 μ.Χ., σὲ ἡλικία ὀγδόντα ὀκτὼ ἐτῶν. Οἱ μοναχοὶ ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανό του κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ μνῆμα ποὺ κατὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ναοῦ, ὁ Ὅσιος εἶχε κτίσει μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια.

Μετὰ τὴν κοίμησή του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος συνέχισε νὰ προστατεύει τὸ μοναστήρι, ὅπως μαρτυροῦν τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔλαβαν χώρα πλησίον του τάφου του. Στὶς 4 Ἰουλίου 1507 μ.Χ., μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀνακατασκευῆς τοῦ ναοῦ, τὰ ἱερὰ λείψανά του βράθηκαν ἄφθαρτα.

 
Ὅσιος Γερόντιος ὁ Κανονάρχης

 


Ὁ Ὅσιος Γερόντιος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου του εἶχε ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τοῦ Κανονάρχου. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὴν ὑπακοή του.

Ὁ Ὅσιος Γερόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Φιλόσοφος ἐκ Γεωργίας καὶ ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς 

 


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Σκιαβτέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 12ου καὶ 13ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε Θεολογία, φιλοσοφία καὶ ἱστορία στὴν ἀκαδημία τοῦ Γελατᾶ (βόρεια Γεωργία). Ἔπειτα ἔγινε μοναχὸς καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀσκήτεψε στὸ περίφημο μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια (νότια Γεωργία), σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελί. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, συνεχῶς ἀφιερωμένος σὲ θεολογικὲς ἀναζητήσεις διὰ τῆς προσευχῆς καὶ ἐντρύφησε στὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς πνευματικὲς προσπάθειές του κατόρθωσε νὰ φθάσει σὲ ἕνα ὑψηλὸ βαθμὸ πνευματικῆς τελειώσεως καὶ δέχθηκε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, τὸ ὁποῖο φανερώθηκε στὴν ποιητική του δημιουργικότητα.

Στὸ μοναστῆρι τοῦ Μπάρτζια, κατὰ τὰ ἔτη 1210 – 1214, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε μία ἀξιοσημείωτη ὠδή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Δοῦλος Χριστοῦ», στὴν ὁποία σκιαγραφεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ εἶναι πιστὸς στοὺς Κανόνες τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ μοναχὸς αὐτοαποκαλεῖται συχνὰ περιπλανώμενος καὶ δοῦλος Χριστοῦ. Μεγάλο μέρος τῆς ὠδῆς ἀφιερώνεται στὸν Γεωργιανὸ αὐτοκράτορα Ἅγιο Δαβὶδ Γ’, τὸν Ἀποκαταστάτη († 26 Ἰανουαρίου) καὶ στὴν Γεωργιανὴ αὐτοκράτειρα Ταμάρα τὴ Μεγάλη († 1 Μαΐου καὶ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων).

Ἡ θεολογικὴ σημασία τῆς ὠδῆς «Δοῦλος Χριστοῦ», εἶναι εἰδικὰ ἐμφανὴς σὲ ἐκείνους τοὺς στίχους, ὅπου ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει προσευχὲς στὸ Ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὴ Θεία Παντοδυναμία καὶ τὴ Θεία Πρόνοια, ποὺ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μιλώντας γιὰ τὴν σειρὰ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γράφει, σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, σχετικὰ μὲ τὶς Θεῖες καὶ Ἐκκλησιαστικὲς Ἱεραρχίες.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος γεννήθηκε στὴν Γεωργία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασίλισσας Ταμάρα (1184 – 1213). Ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἔγινε μοναχός. Ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν πνευματική του προσπάθεια καὶ τὴ σαλότητά του καὶ τοῦ χάρισε τὸ προορατικὸ χάρισμα.

Μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Φιλόσοφο, ἀκολούθησε τὴν βασίλισσα Ταμάρα στὴ μάχη ἐναντίων τοῦ σουλτάνου Ρούκν – ἔντ – Δὶν στὸ Μπασιάνη, τὸ ἔτος 1203.

Ὁ Γεωργιανὸς στρατός, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν βασιλέα Δαβὶδ Σοσλάν, ἔφθασε στὸ μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια, ὅπου οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καὶ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα, προσευχήθηκαν γιὰ τὴν ΝΊΚΗ τῶν Χριστιανῶν. Κατόπιν, οἱ Γεωργιανὲς δυνάμεις μεταφέρθηκαν στὸ Μπασιάνι, ὅπου βρισκόταν ὁ σουλτάνος μὲ τὸν στρατό του, ποὺ τὸν ἀποτελοῦσαν 400.000 στρατιῶτες. Ἡ βασίλισσα, στὴν συνοδεία τῆς ὁποίας ἦταν καὶ οἱ Ὅσιοι, κατέλυσε κοντὰ στὸ χωριὸ Κόζρχε καὶ ἐκεῖ σταμάτησε, ἐνῷ ἡ προσευχή της ἦταν ἀδιάλειπτη.

Μία ἡμέρα, ἐνῷ οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καὶ Ἰωάννης ἦταν μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα, ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοίταξε ψηλά, μετακινήθηκε ἀπὸ τὴν θέση του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν σκηνὴ φωνάζοντας: «Ἰδοὺ ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου!» καὶ ἀνηφόρισε πρὸς τὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ποὺ εἶχε παραμείνει μὲ τὴν βασίλισσα, εἶπε: «Ὁ σαλὸς εἶχε ἕνα ὅραμα καὶ νομίζω ὅτι ἦταν καλό». Φέρνοντας ἐκ τῶν ὑστέρων στὴ μνήμη αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ ὥρα, προκύπτει ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ οἱ Γεωργιανοὶ πολεμιστὲς εἶχαν κατατροπώσει τὸν στρατὸ τοῦ σουλτάνου, ποὺ ἦταν δέκα φορὲς μεγαλύτερος.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

 
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα

Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος γεννήθηκε στὶς 5 Ἰουλίου 1845 στὴ Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο τῆς Ὄπτινα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1913.

 
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μακάριος μαρτύρησε στὴν Ρωσία τὸ ἔτος 1944. 

Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΜΑΣΤΙΓΩΜΑΤΟΣ.



Σε μία φυλή ινδιάνων,κάποιος έκλεβε κοτόπουλα. 
Ο αρχηγός διέταξε ότι αν πιαστεί ο παραβάτης να χτυπιόταν με 10 μαστιγιές. 
Όταν η κλοπή συνεχίστηκε το ανέβασε σε 20 μαστιγιές. 
Παρόλο αυτά τα κοτόπουλα εξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό,ο αρχηγός ανέβασε την ποινή σε 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
 Ο κλέφτης τελικά πιάστηκε. 
Αλλά ο αρχηγός βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα τρομερό δίλημμα.
Ο κλέφτης ήταν η ίδια του η μητέρα.
Όταν ήρθε η μέρα της εκτέλεσης της ποινής,συγκεντρώθηκε ολόκληρη η φυλή.
 Θα υπερίσχυε η αγάπη του αρχηγού της δικαιοσύνης;
Το πλήθος παρακολουθούσε με κομμένη την αν άσα όταν διέταξε να δεθεί η μητέρα του στον πάσαλο των μαστιγώσεων.
Ο αρχηγός έβγαλε το πουκάμισό του,αποκαλύπτοντας το δυνατό του αναστημά του, και πήρε το μαστίγιο στο χέρι.
Αλλά αντί να το σηκώσει και να χτυπήσει την πρώτη μαστιγιά,το έδωσε σε ένα δυνατό νεαρό ινδιάνοπου στεκόνταν στο πλευρό του.
Αργά ο αρχηγός πλησίασε τη μητέρα του και την έσφιξε με τα δυνατά του χέρια μέσα στην αγκαλιά του.
Ύστερα διέταξε τον νεαρό να χτυπήσει με 100 μαστιγιές.


Αυτό ακριβώς έκανε και ο Ιησούς για μας.Γεμάτος αγάπη έγινε ο δικός μας αντικαταστάτης και πέθανε στη δικιά μας θέση.Υπερνίκησε την ανικανότητά μας να σώσουμε τους ευατούς μας πληρώνοντας Αυτός το αντίτιμο για τις αμαρτίες μας.

Μέσα από το αποκλεισμένο Μεσολόγγι



Μέσα από το αποκλεισμένο Μεσολόγγι

                           Ημερολόγιον Πολιορκίας Μεσολογγίου, στην εφημερίδα του «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ»
Μεσολόγγιον την 23 Αυγούστου.
Αποτέλεσμα εικόνας για ρωγων ιωσηφ
Αρκετόν καιρόν εστερούμεθα εφημερίδας της Ευρώπης, και επομένως δεν εγνωρίζαμεν υπό ποίαν μορφήν παρεσταίνοντο εκείσε τα περί της πατρίδος μας. Εσχάτως λοιπόν λαβόντες μερικάς, μέ απορίαν μας απερίγραπτον βλέπομεν, ότι oι πλείστοι των συντακτών αυτών μακρόν του να κρίνωσι μετ' απαθείας περί των κατά την Ελλάδα διατρεχόντων, ευαρεστούνται να δημοσιεύουν, μάλλον ψεύδη, παραλογισμούς, ή υποθέσεις πολύ κακώς θεμελιωμένας· και το χείριστον ακόμη, ότι εγκαταλείπουν εις την εσχάτην απελπισίαν την πτωχήν Ελλάδα, και λέγουν ότι η επανάστασις της Πελοποννήσου εγγίζει εις το τέλος της. Ο Ρεσίτ πασάς θέλει βιάσει το Μεσολόγγιον να παραδοθή· και τότε τι ημπορούν πλέον να κάμουν αι νήσοι; -
Αλλ' oι άνθρωποι ούτοι κάμνουν λογαριασμούς εις τον αέρα, χωρίς να έχουν ποσώς ιδέαν μήτε περί των πράξεών μας, μήτε περί τού χαρακτήρος των πολιτικών και στρατιωτικών οδηγών μας· όθεν και κατά τούτο δεν τους συνεριζόμεθα. Το μόνον εις αυτούς ασυγχώρητον είναι ο ειρωνικός τρόπος με τον οποίον εις πολλάς εφημερίδας των εκφράζονται και διά του οποίου κατατραυματίζουν τας αισθαντικάς και τας ωρκισμένας να αποθάνωσι δια την θρησκείαν του ΧΡlΣΤΟΥ καρδίας. Αι είρωνείαι αύται είναι πλέον κεντηστικαί, παρά τας ύβρεις αυτάς των εχθρών μας Τούρκων· διό και κατ' ορθόν λόγον δύναταί τις να ονομάση μάλλον τους τοιούτους Τούρκους, παρά Χριστιανούς. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας των Ελλήνων είναι ιερός επειδή είναι αγών υπέρ του ΣΤΑΥΡΟΥ κατά της ημισελήνου· όθεν αν τα προς το παρόν
επικρατούντα εν Ευρώπη πολιτικά συστήματα δεν επιτρέπουν την συνδρομήν των μαχομένων κατά του Μωαμεθανισμού πτωχών Χριστιανών, νομίζομεν, ότι έπρεπε τα ίδια αυτά συστήματα να απαγορεύωσι την δημοσίευση τοιούτων σαρκασμών, γινομένων κατ' ανθρώπων, oι οποίοι πέντε έτη ολόκληρα έχουν προ οφθαλμών τον θάνατον, μόνον και μόνον διά να ζήσουν Χριστιανοί και ελεύθεροι πολίται.

Ιωάννου-Ιακώβου Μάγερ

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ (Α-7)

Στήν ἀρχή, ὁ ἄνθρωπος ἑλκύεται μέ τόν α´ ἤ β´ τρόπο ἀπό τήν δωρεά τῆς Χάριτος. Στήν γνησία-ἀτέλεστη ἐμπειρική πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος ἑλκύεται αἰσθητά ἀπό τήν Χάρι, διότι γεύεται τήν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, ''τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν'', πού τοῦ παρέχει νέα πνευματικά φτερά. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται πνευματικά. Ζεῖ τήν ὄντως καινή ἐν Χριστῷ ζωή. Γίνεται ''καινή κτίσις'', ἀναγεννᾶται ἄνωθεν. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μία κατάστασι, πού ὄχι ἁπλῶς πιστεύει στόν Θεό - πού κι αὐτό βέβαια εἶναι σωτήριο καί ἀπαραίτητο, καί μάλιστα στήν ἀρχή -, ἀλλά γνωρίζει, στό μέτρο τῆς προσωπικῆς του θεοαποκαλύψεως, τά τοῦ Θεοῦ, ὅσον βέβαια αὐτό εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο. Αὐτή ἡ θεοεμπειρία του αὐξάνει καί ἑδραιώνει τήν ἀρχική του πίστι.
Αὐτή ἡ περίοδος τῆς Χάριτος, τοῦ πνευματικοῦ μέλιτος, εἶναι ἄγνωστο πόσο θά κρατήση, ὅταν καί ἄν παρουσιασθῆ μέ αὐτήν τήν ὀντολογική μορφή. Ἀλλά καί μέ αὐτήν τήν μορφή νά μή παρουσιασθῆ, πού δυστυχῶς εἶναι καί τό πιό σύνηθες φαινόμενο, ὑπάρχει μία Χάρις, μία ὄρεξις πνευματική, ἡ ὁποία τραβᾷ τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποσπᾷ ἀπό τά κοσμικά θελήματα, φρονήματα καί συνήθειες. Καί αὐτό ὅμως εἶναι δωρεά τῆς Χάριτος, ὄχι βέβαια στόν τέλειο βαθμό τῆς αἰσθητῆς δωρεᾶς τῆς Χάριτος. Ὅλα τελικά εἶναι δωρεά τῆς Χάριτος, διότι, διαφορετικά, κανείς, ὅπως λέγη ἡ Γραφή, δέν ἠμπορεῖ νά πῆ τόν Χριστό ''Κύριο'', ''εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ''. Ἄν δέν ἔλθη ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐμποδίση μέ τήν στάσι του νά δράση μέσα του αὐτή ἡ ἐνέργεια, δέν ἠμπορεῖ νά γευθῆ καί νά συγκινηθῆ ἀπό τά τοῦ Εὐαγγελίου καί νά ἐννοήση τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί νά κάνη μία πρώτη πνευματική προσπάθεια.
Εἴθε ἡ στάσις μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ νά εἶναι τέτοια, ὥστε, χωρίς νά τό ἐπιδιώκωμε, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά δρᾷ, εἰ δυνατόν καί αἰσθητά, μέσα μας.


ΑΡΧΙΜ. ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΑΤΕΡΕΛΟΣ

Εύκολο να κατακρίνεις τους άλλους

katakrisi

Εύκολο να κατακρίνεις τους άλλους

Μια γυναίκα πήγε σε κάποιον ιερέα να εξομολογηθεί. Αφού, λοιπόν, τελείωσε την εξομολόγησή της και έλαβε συγχώρεση για τις αμαρτίες που εξομολο­γήθηκε, ξεκίνησε για το σπίτι της. Πριν, όμως, φθάσει, θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει μια αμαρτία. Δεν έμεινε πολύ με αυτή τη σκέψη και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς τον πνευματικό. Εκείνος, αφού τη ρώτησε το λόγο της επιστροφής της, έβαλε το πετραχήλι και άκουσε με πολλή προσοχή τα όσα ήθελε η γυναίκα εκείνη να προσθέσει στην εξομολό­γησή της. Όταν τελείωσε, της είπε ο ιερέας:
«Πήγαινε στο σπίτι σου, πάρε μια κότα και να επιστρέψεις εδώ με την κότα. Στο δρόμο που θα έρχεσαι να βγάζεις φτερά από την κότα και να τα πετάς».
Εκείνη, λοιπόν, παιδί της υπακοής, εφάρμοσε τα όσα της είπε ο πνευματικός της. Όταν ήρθε στον ιερέα πάλι, της είπε:
«Πήγαινε τώρα να μαζέψεις τα φτερά της κότας που σκόρπισες ερχόμενη προς τα εδώ».
«Πάτερ μου», του είπε εκείνη, «είναι αδύνατο να γίνει αυτό, γιατί ο αέρας πήρε τα φτερά και τα σκόρ­πισε εδώ κι εκεί».
«Έτσι γίνεται, παιδί μου, και με τους λόγους της κατάκρισης», της απάντησε ο πνευματικός. «Τα λό­για που λες τα παίρνει ο διάβολος, τα παίρνουν οι άνθρωποι και τα σκορπούν στις καρδιές των άλλων, με αποτέλεσμα ανδρόγυνα να χωρίζουν, άνθρωποι να μη μιλιούνται μεταξύ τους και να μισούνται με απρόβλεπτες συνέπειες».
Είναι φοβερή αμαρτία η κατάκριση· η κακόβουλη εκείνη κρίση, που δείχνει έλλειψη αγάπης για τον άλ­λο και κρύβει φοβερό εγωισμό για εκείνον που κατα­κρίνει. Είναι τόσο βαριά, που ο Χριστός παρομοιάζει την αμαρτία του άλλου με αγκίδα και την αμαρτία όποιου κατακρίνει με δοκάρι.
Η κρίση ανήκει μόνο στο Θεό. Εκείνος θα υπολογί­σει στον καθένα τα κίνητρα που τον οδήγησαν στην αμαρτία· τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες μεγάλωσε· την προαίρεσή του, ακόμα και τα γονίδιά του. Και στην κρίση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού κινδυνεύει ο κατήγορος σε αυτόν τον κόσμο να μετατραπεί σε κατηγορούμενο εκεί και, αντίθετα, ο κατη­γορούμενος εδώ να γίνει κατήγορος εκεί.
Ένας Άγιος της Εκκλησίας, ο Άγιος Ιωάννης, συγγραφέας της «Κλίμακος», λέει: «Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε, ενώ στα κρυφά έκανε μεγά­λα καλά». Γι’ αυτό δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανέναν. Η εξωτερική εμφάνιση ξεγελάει και παρασύ­ρει τον άνθρωπο στην κατάκριση, αλλά, όπως λέει ο λαός, «άνθρωπο βλέπεις, καρδιά όμως δεν ξέρεις». Και σίγουρα, ο Θεός θα θεωρήσει ΝΙΚΗ ενός ανθρώπου τον αγώνα και την προσπάθειά του, έστω κι αν αμάρτησε, στο τέλος, όμως, μετανόησε.
Είναι προτιμότερο και θεάρεστο, αντί να ασχο­λούμαστε και να κατακρίνουμε τη συμπεριφορά των άλλων, να προσευχόμαστε με τα λόγια του Αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Κύριε, δώσε μου τη δύναμη να βλέπω τις δικές μου αμαρτίες και να μην κατακρίνω τον αδελφό μου».
το είδαμε εδώ

Ο πνευματικός μου και εγώ

exomologisi

Ο πνευματικός μου και εγώ

«Επί τέλους η ευλογημένη ώρα ήρθε. Παρά τις πολλές μου αντιρρήσεις βρίσκομαι μπροστά στον πνευματικό. Δεν ξέρω πώς νιώθω. Οπωσδήποτε αμήχανα. Ένας κρύος ιδρώτας περιλούζει ολόκληρο το σώμα μου. Είπα να ζητήσω συγγνώμη και να φύγω. Σκέφτηκα όμως πως για να φθάσω εδώ έκανα μεγάλη προσπάθεια Δε θα γίνει του Σατανά, είπα.
Ο πνευματικός είδε την αμηχανία μου. Κατάλαβε. Μην ανησυχείς, παιδί μου, μου είπε. Εδώ που ήλθες θα ανακουφισθείς. Το φορτίο σου θα ελαφρώσει. Να θεωρείς τον εαυτό σου ευτυχή γι” αυτή σου την απόφαση. Θα το διαπιστώσεις, άλλωστε, γι” αυτό δε χρειάζεται να χρονοτριβούμε.
Πήρα θάρρος. Η μορφή του με ενέπνεε. Χωρίς να το καταλάβω δέθηκα μαζί του. Νόμισα προς στιγμή ότι γνωριζόμαστε χρόνια. Τον ένιωσα πιο κοντά από κάθε άλλο γνωστό και φίλο μου. Απ” εκείνη τη στιγμή έγινε ο πατέρας μου. Τώρα, είπα, μπορώ να μιλήσω ελεύθερα. Η γλώσσα μου λύθηκε. Πήρα θάρρος. Πατέρα μου, είπα, πολύ καιρό ζητούσα αυτή τη στιγμή. Ο Θεός μου τη χάρισε.
Μιλήστε μου. Πέστε μου για το μυστήριο που λυτρώνει. Πέστε μου αν ο Θεός μπορεί να συγχωρήσει και τα δικά μου αμαρτήματα. Διαβεβαιώστε με ότι στο χώρο της Αγίας μας Εκκλησίας υπάρχει μια γωνιά και για μένα. Θέλω να λυτρωθώ. Βοηθήστε με. Θα κάνω αυτό που θα μου πείτε.
Ο πνευματικός κατάλαβε. Είχε μπροστά του ένα νέο άνθρωπο με πλήρη συναίσθηση. Μια ψυχή που ζητούσε τη λύτρωση. Ένα πρόβατο απολωλός.
Απολωλώς είναι ο κάθε άνθρωπος που ζει μακριά από τη Χάρη του Θεού. Είχε όμως κοντά του έναν άνθρωπο με πλήρη επίγνωση. Ήξερε τι έκανε και τι ήθελε. Δεν ήταν αυτά συγκινήσεις της στιγμής. Είχε την απόφαση να προσεγγίσει τον πνευματικό. Και τώρα ήρθε η ώρα της χάριτος. Μια ώρα που την εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο.
Και μετά απ” αυτά ο πνευματικός άρχισε να ομιλεί. Μίλησε στη μετανιωμένη ψυχή για την αγάπη του Θεού. Είπε για τη χαρά του ουρανού κατά τη σημερινή αυτή ημέρα . «Χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενίαμαρτωλώμετανοούντι» (Λουκ. 15, 7). Υπενθύμισε ότι ο Θεός συγχώρεσε το ληστή, την πόρνη, τον τελώνη, τον αρνητή μαθητή του. Είπε πολλά.
Και η μετανιωμένη ψυχή μου άκουγε. Δε μιλούσε. Άκουγε από τον πνευματικό ότι ο Θεός είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός (Ψαλμ 102) και ότι η αγκαλιά του Θεού είναι ανοικτή και περιμένει. Άκουγε σιωπηλά χύνοντας δάκρυα, πολλά δάκρυα.
Κατόπιν άρχισα συγκλονισμένος να εξαγορεύω τις αμαρτίες μου. Ήταν η σειρά του πνευματικού να ακούσει προσεκτικά. Τα λόγια πνίγονταν από τα δάκρυα. Τα δάκρυα της συντριβής. Τα δάκρυα της μετανοίας.
Τα δάκρυα αυτά έγιναν αφορμή να μου διηγηθεί ο πνευματικός την παρακάτω πολύ διδακτική ιστορία:
«Κάποτε ο Θεός έστειλε τον Άγγελο του εδώ κάτω στη γη με την εντολή να του φέρει ότι πολυτιμότερο εύρισκε. Και ο άγγελος βρέθηκε σε μια μάχη. Πήρε μια σταγόνα αίμα από το στρατιώτη που υπερασπιζόταν την πατρίδα του και την πίστη του και το μετέφερε στο Θεό Πατέρα. Και ο Θεός του είπε: είναι πράγματι πολύτιμο το αίμα που χύνει κανείς υπερασπίζοντας πίστη και πατρίδα. Αλλά δεν είναι αυτό που θέλω. Κατόπιν ο Άγγελος κατέβηκε στη γη και πλησίασε έναν τίμιο οικογενειάρχη που έσκαβε σ” ένα αμπέλι, για να θρέψει τη φαμελιά του. Πήρε μια σταγόνα από τον ιδρώτα του και την πήγε στο Θεό. Και ο Κύριος του είπε: είναι ο ιδρώτας που χύνει κανείς για την οικογένειά του πολύτιμος, αλλά δεν είναι αυτό που θέλω. Πολλές φορές επανέλαβε ο άγγελος το ίδιο έργο φέρνοντας από τη γη ότι πολύτιμο, κατά τη γνώμη του, εύρισκε, χωρίς να ευαρεστήσει το Θεό.
Την τελευταία φορά βρέθηκε σε κάποια έρημο. Άκουσε αναστεναγμούς. Πλησίασε το βράχο. Βλέπει εκεί έναν ασκητή. Έκλαιγε με λυγμούς. Κατηγορούσε τον εαυτό του. Παίρνει τότε ένα δάκρυ και το μεταφέρει στο Θεό. Και ευαρεστήθηκε ο Κύριος. Ήταν αυτό που ζητούσε».
Όταν τελείωσε την ιστορία, μου είπε:
- Τα πολύτιμα δάκρυα που χύνεις είναι αυτά που θέλει ο Θεός. Όχι μόνο από σένα, αλλά και από μένα και από κάθε αμαρτωλό. Και, αφού διάβασε τη συγχωρητική ευχή, έφυγα, αφήνοντας στο εξομολογητάρι του πνευματικού τον «παλαιόν άνθρωπον» (Εφεσ. 4, 22).
Και ο πνευματικός συνέχισε το ιερό του έργο. Δε λησμόνησε όμως να βάλει μόνιμα στο κομβοσχοίνι του τη μετανιωμένη ψυχή που ο Θεός του εμπιστεύθηκε».
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...