Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 29, 2016

Μητρ. Νικόδημος Βαλληνδράς- ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ


Σε τον αναβαλλόμενον

Σε τον αναβαλλόμενον Μακαριστός Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς

Αι Γενεαί Πασαι - Ω Γλυκύ μου έαρ - εγκώμια της Παναγίας


Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΣΥΝΔΕΣΗ





Απο τον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου
σε ζωντανή σύνδεση μέσω ΕΡΤ2
Πιέστε εδώ

ύμνοι επιτάφιου θρήνου


Επιτάφιος θρήνος

                             

                       

Επιτάφιος θρήνος

Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,
καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου σὺν Νικοδήμῳ,
καὶ θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον,
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν·
Οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ·
ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφῳ περιεβάλλετο,
καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο,
καὶ διερήγνυτο τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα·
ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον.
Πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἰλήσω;
ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα;
ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;
Μεγαλύνω τὰ πάθη σου ὑμνολογῶ καὶ τὴν ταφήν σου,
σὺν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.
Μεταγραφή

Εσένα, που το φως φοράς σαν ιμάτιο, όταν κατέβασε από τον Σταυρό ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο και (σε) αντίκρισε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε ευσυμπάθητο θρήνο και έλεγε οδυρόμενος: "Αλίμονο γλυκύτατε Ιησού, που, πριν λίγο, επειδή (σε) είδε ο ήλιος να κρέμεσαι στον Σταυρό, τυλίχθηκε με σκοτάδι και η γη από τον φόβο εσείετο και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού. Αλλά, να, τώρα σε βλέπω για μένα να έχεις υποστεί με την θέλησή σου θάνατο. Πως θα σε κηδεύσω Θεέ μου; και πως θα σε τυλίξω με σεντόνια; Με ποια χέρια θα πιάσω το πάναγνό σου σώμα; και ποια τραγούδια θα ψάλλω στην κηδεία σου Οικτίρμονα; Δοξάζω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφή σου μαζί με την ανάσταση και κραυγάζω: Κύριε δόξα σοι."

Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας,
καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ,
ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον
ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα,
ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ
τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Μεταγραφή
Τον ήλιο που έκρυψε τις ίδιες του τις ακτίνες και το καταπέτασμα του ναού που διερράγη, λόγω του θανάτου του Σωτήρος, ο Ιωσήφ όταν (τα) είδε, προσήλθε στον Πιλάτο και θερμά ικετεύει λέγοντας: Δώσε μου τούτο τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που παραξενεύομαι να βλέπω του θανάτου το (παρά)ξενο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι από φθόνο τον απεξένωσαν από τον κόσμο. Δώσε μου τούτο τον ξένο, για να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Δώσε μου τούτο τον ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε: Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω. Και με τούτα τα λόγια ικετεύοντας τον Πιλάτο ο άρχοντας λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα, που και με φόβο το τύλιξε σε σεντόνι και σε σμύρνα και το έβαλε σε τάφο, αυτόν που παρέχει σε όλους ζωή αιώνια και το μεγάλο έλεος.

Η Διαθήκη και ο Θάνατος του Θεού - Γιατί ο Ιησούς Χριστός έπρεπε να πεθάνει;




Η Αγία Γραφή των χριστιανών, ως γνωστόν, είναι μια συλλογή αρχαίων κειμένων (βιβλίων), που χωρίζεται σε δύο μέρη: την Παλαιά Διαθήκη και τηνΚαινή Διαθήκη.
Στην πραγματικότητα, παλαιά και καινή διαθήκη ονομάζονται οι υποσχέσεις του Θεού προς τους ανθρώπους για τη σχέση Του με αυτούς. Η Παλαιά Διαθήκη είναι η υπόσχεση του Θεού προς τον αρχαίο λαό των Εβραίων (Ισραήλ), ότι, όσο παραμένουν πιστοί σε Αυτόν, θα τους ευλογεί και θα τους προστατεύει, καθώς και ότι θα στείλει το Μεσσία (το Χριστό), που θα είναι ο αιώνιος σωτήρας και βασιλιάς του λαού του Θεού.
Η Καινή (=καινούργια) Διαθήκη είναι η διαβεβαίωση του Θεού στην ανθρωπότητα, σε όλους τους λαούς της γης, ότι ο Μεσσίας ήρθε και είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, και η υπόσχεσή Του ότι όλοι όσοι θα ζήσουν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, δηλαδή τον παράδεισο.
Οι υποσχέσεις αυτές ονομάζονται διαθήκες, όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή (που βρίσκεται μέσα στο βιβλίο που λέμε Καινή Διαθήκη), επειδή κάθε διαθήκη ισχύει με το θάνατο εκείνου που τη συνέταξε, και η διαθήκη του Θεού, με την οποία κάνει τους ανθρώπους κληρονόμους της βασιλείας Του, ισχύει μετά το θάνατο του Ιησού Χριστού, που είναι ο Υιός του Θεού και Θεός, το ένα από τα τρία πρόσωπα της τριαδικής Θεότητας, της Αγίας Τριάδας (δείτε σχετικά στην προς Εβραίους επιστολή, κεφ. 19, στίχοι 16-17).
Εικ. από αυτό το post
Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η προετοιμασία των ανθρώπων για την Καινή Διαθήκη. Όπως η Καινή Διαθήκη (δηλαδή η υπόσχεση του Θεού προς τους ανθρώπους για την κληρονομιά της βασιλείας των ουρανών) επισφραγίστηκε με το αίμα του Ιησού Χριστού, το οποίο χύθηκε στο σταυρό και βρίσκεται επίσης στο ποτήριο της θείας μετάληψης, έτσι και η Παλαιά Διαθήκη επισφραγιζόταν με το αίμα των ζώων, που θυσίαζαν οι Εβραίοι κατά τη λατρεία του αληθινού Θεού στο αρχαίο Ισραήλ. Οι θυσίες ζώων ήταν συνηθισμένη πρακτική λατρείας σε όλες τις θρησκείες. Μόνο που οι ειδωλολατρικές θρησκείες, αυτά τα ζώα τα πρόσφεραν στους «θεούς» (και πολλές φορές θυσίαζαν και ανθρώπους!), ενώ στην Παλαιά Διαθήκη οι θυσίες ανθρώπων απαγορεύονται και οι θυσίες των ζώων προσφέρονται για τη συγχώρηση των αμαρτιών των ανθρώπων, είναι δηλαδή συμβολισμός (προτύπωση) της θυσίας του αναμενόμενου Μεσσία, του Χριστού, που θα έσωζε τους ανθρώπους με τη δική Του θυσία, το θάνατό Του.
Μόνο που (όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος) το αίμα των ζώων δεν εξαφανίζει τις αμαρτίες και δεν τελειοποιεί τον άνθρωπο. Αυτό το κάνει μόνο το άγιο αίμα του Ιησού Χριστού (προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαια 9 και 10).
Ο όρος «καινή διαθήκη» είναι παρμένος από την Αγία Γραφή. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός, μέσω του προφήτη Ιερεμία, λέει: «ιδού, έρχονται ημέρες, κατά τις οποίες θα συντάξω για το λαό των Ιουδαίων μια νέα διαθήκη» (στο αρχαίο:διαθήκην καινήν) «…θα δώσω νόμους στο μυαλό τους και θα τους γράψω στην καρδιά τους· και θα είμαι ο Θεός τους και εκείνοι θα είναι ο λαός μου· όλοι θα με γνωρίζουν και εγώ θα συγχωρήσω τις αμαρτίες τους» (βιβλίο του Ιερεμία, στην Π.Δ., κεφ. 38, 31-34). Η νέα αυτή διαθήκη βεβαίως δεν απευθύνεται μόνο στους Ιουδαίους (τους Εβραίους), αλλά στο συμβολικό «νέο Ισραήλ», δηλαδή όλη την ανθρωπότητα, που είναι προσκαλεσμένη για τη βασιλεία του Θεού μέσω του Ιησού Χριστού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας Του.
Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιησούς Χριστός, όταν κοινώνησε τους μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο, είπε: «αυτό το ποτήρι είναι η καινή διαθήκη, με το αίμα μου, που χύνεται για εσάς» (κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 22, στίχος 20).
Έτσι, όπως τα βιβλία των αρχαίων προφητών συγκεντρώθηκαν σε μια συλλογή, η οποία ονομάστηκε Παλαιά Διαθήκη (δηλαδή η παλαιά έκφραση του θελήματος και της υπόσχεσης του Θεού), έτσι τα βιβλία των μαθητών του Χριστού συγκεντρώθηκαν σε μια συλλογή, η οποία ονομάστηκε Καινή Διαθήκη.

Γιατί ο Ιησούς Χριστός έπρεπε να πεθάνει;

  
Ο Θεός ευλογεί τον Αδάμ, πρόσωπο προς πρόσωπο. Ο Τριαδικός Θεός εικονίζεται με τη μορφή του Χριστού, γιατί είναι η μόνη μορφή Του που μπορούμε να ζωγραφίσουμε. Από το βιβλίο Θρησκευτικών της Β΄ Λυκείου. Από εδώ.

Κατά την πνευματική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο έχοντας από την αρχή σκοπό να ενωθεί με αυτόν. Το ον, μέσω του οποίου πραγματοποιείται αυτή η ένωση Θεού και κόσμου, είναι ο άνθρωπος.
Έτσι, ακόμη κι αν δεν είχε γίνει το προπατορικό αμάρτημα (δηλαδή η αμαρτία των πρωτοπλάστων, που κατά το χριστιανισμό απομάκρυνε συνολικά την ανθρωπότητα από το Θεό και έβαλε στον άνθρωπο την ισχυρή τάση προς το κακό), ο Υιός του Θεού θα γινόταν άνθρωπος, ώστε με γέφυρα αυτόν (τον Ιησού Χριστό) κάθε άνθρωπος να μπορεί να φτάσει στη θέωση, δηλαδή στην ένωση με το Θεό, όπως μπορεί να συμβεί και τώρα (αλλά δεν θα μπορούσε να συμβεί αν ο Θεός δεν είχε γίνει και άνθρωπος). Φυσικά, η πορεία του Ιησού Χριστού στη γη θα ήταν ομαλή και ειρηνική και δεν θα περιελάμβανε το βασανισμό και τη σταύρωσή Του.
Όμως το προπατορικό αμάρτημα άλλαξε τα πράγματα. Την ιστορία του Αδάμ και της Εύας όλοι κάποτε την ακούσαμε. Ας διευκρινίσουμε ότι ο απαγορευμένος καρπός στον παράδεισο δεν ήταν «μήλο», αλλά «το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού», το οποίο, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, σημαίνει την επιλογή του ανθρώπου να γνωρίσει είτε το καλό είτε το κακό. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται κυριολεκτικά ένα δέντρο, ούτε όμως και ότι οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό (ότι ήταν δηλαδή μειωμένης ηθικής και πνευματικής αντίληψης), γιατί αυτό θα σήμαινε ότι καλώς παρέβησαν την εντολή του Θεού. Αντίθετα, κατά τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού, η παράβαση της θείας εντολής συσκότισε τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Ο Χριστός ήρθε στη γη ως δεύτερος και έσχατος (τελευταίος) Αδάμ. Έτσι, οι πράξεις του έχουν αντιστοιχία με τις πράξεις του πρώτου Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ έλαβε από το Θεό μια εντολή, την οποία παρέβη, με συνέπεια την απομάκρυνση όλης της ανθρωπότητας απ’ το Θεό, επειδή στον Αδάμ εμπεριέχεται εν δυνάμει όλη η ανθρωπότητα (η ιστορία του Αδάμ και της Εύας δίνεται με συμβολικό τρόπο στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά, κατά το χριστιανισμό, αντιστοιχεί σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην αυγή της ανθρώπινης ιστορίας).

O Χριστός ως Νυμφίος (Αφρική, από εδώ).

Ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, έλαβε επίσης μια εντολή από το Θεό Πατέρα: να μην αντιδράσει ενάντια στους εχθρούς του, αλλά να τους αφήσει να του κάνουν ό,τι θέλουν. Υπάκουσε αυτή την εντολή, παρά τη δυσκολία της και παρά το ότι, ως αληθινός άνθρωπος, προς στιγμήν λύγισε υπό το βάρος του φόβου, του πόνου και της αγωνίας. Η τέλεια αυτή υπακοή του δεύτερου Αδάμ, που έγινε λόγω της τέλειας αγάπης Του προς τον άνθρωπο, θεράπευσε την ανθρώπινη φύση από την πληγή που της είχε ανοίξει η παρακοή του πρώτου Αδάμ. Με αυτό τον τρόπο, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η σταύρωση του Χριστού «έσωσε τον άνθρωπο».
Στη συνέχεια, κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα, αν ζήσει κατά τη διδασκαλία του Χριστού, να ενωθεί με Αυτόν και, μέσω του Χριστού, με το Θεό και να γίνει άγιος, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, πράγμα που είναι και η ορθόδοξη διδασκαλία για τη σωτηρία του ανθρώπου (παράδεισος = να είσαι άγιος, έστω και «μικρός άγιος»).
Όπως έχουμε δεύτερο Αδάμ, έχουμε και δεύτερη Εύα, την Παναγία. Μόνο που, όπως, κατά την Παλαιά Διαθήκη, η πρώτη Εύα δημιουργήθηκε από το σώμα του Αδάμ (πράγμα που συμβολίζει την ισοτιμία μεταξύ τους), έτσι και ο δεύτερος Αδάμ δημιουργήθηκε από το σώμα της δεύτερης Εύας, δηλαδή γεννήθηκε από τη Θεοτόκο. Η πρώτη Εύα απέρριψε το λόγο του Θεού, ενώ η δεύτερη Εύα τον δέχτηκε, όταν είπε το «ναι» στον άγγελο κατά τον Ευαγγελισμό, παρά το ότι θα γινόταν μια άγαμη μητέρα και κινδύνευε με λιθοβολισμό.


το είδαμε εδώ

Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν


Τοῦ πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ 

Με τα ἀπαισιότερα συναισθήματα ἀντιμετωπίζεται συνήθως ὁ θάνατος. Ὁ πολιτισμός μας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο καυχόμαστε, δὲν μᾶς ἔχει ἐξοικειώσει μὲ τὴ μεγαλύτερη καὶ τραγικότερη πραγματικότητα στὴ ζωή μας, τὸν θάνατο. Οὔτε μᾶς ἔχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι᾽ αὐτὸ λείπει στὴ σημερινὴ κοινωνία μία ρεαλιστικὴ φιλοσοφία τοῦ θανάτου. Βέβαια, σ᾽ αὐτὸ συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ὁ ὀλιγόπιστος φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι βλέπει τὴν ἀνετοιμότητά του νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Ὁ ἄπιστος ἢ ἄθεος, ποὺ στηρίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες του στὸν κόσμο αὐτό, βλέπει τὸν θάνατο σὰν καταστροφή. Γι᾽ αὐτὸ ἀποφεύγει νὰ μιλεῖ γιὰ τὸν θάνατο ἢ χλευάζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ στὸ βάθος τὸν φοβᾶται. Ὅπως τὸν φοβοῦνται οἱ οἰκονομικὰ εὔρωστοι, διότι θὰ τοὺς κάμει νὰ χάσουν ὅσα ἔχουν, ἀλλὰ καὶ οἱ προλετάριοι τοῦ κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ὅτι βλέπουν τὸν θάνατο σὰν σωτηρία. Διότι γι᾽ αὐτούς, κυρίως, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Δ. Σολωμοῦ: «Γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα». 

Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὅμως, καὶ μάλιστα τὸν πατερικό, δηλαδὴ τὸν ὀρθόδοξο, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου ἔχει λυθεῖ. Ἡ Σφίγγα τοῦ θανάτου διέκοψε τὴ σιωπή της. Τὸ αἴνιγμα, ποὺ τόσο ἀπασχόλησε τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ μόνο ἡ σωκρατική–πλατωνικὴ μεγαλοφυία μπόρεσε νὰ ψαύσει στὸν «Φαῖδρο», ἔχει πιὰ ἐξιχνιαστεῖ καὶ ἀπομυθευθεῖ. Μένει, βέβαια, καὶ γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ θάνατος «μυστήριο». «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου, μυστήριο»— ψάλλουμε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τὸ μυστήριο ὅμως δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ στὶς συνέπειές του: «πῶς ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται…»! 

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βοηθεῖ στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπὸ τὸ μηδὲν) καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Ὁ θάνατος, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀστοχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ μείνει στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν», «φθόνῳ διαβόλου εἰσῆλθε θάνατος εἰς τὸν κόσμον». Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν θάνατό μας, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». 


Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ θανάτου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, τοὺς ἀληθινοὺς Θεολόγους. Ἡ ἁμαρτία, ὡς πτωτικὸ γεγονός, ἀδρανοποίησε καὶ νέκρωσε, τελικά, τὴ ζωή μας, ποὺ εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτὸς ὁ «χωρισμός» ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ποὺ προκάλεσε καὶ τὸν σωματικό–βιολογικὸ θάνατό μας. Στὸν πνευματικὸ θάνατο πρέπει νὰ ζητηθεῖ ἡ αἰτία καὶ τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Ὁ θρῆνος, λοιπόν, κατὰ τὴν κήδευση κάποιου ἀγαπητοῦ μας προσώπου («Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον…», ψάλλουμε) δὲν συνδέεται μὲ τὸν πρόσκαιρο χωρισμό μας, ἀλλὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε τὸν θάνατό μας, τὴν ἁμαρτία. 


 Ὁ σωματικὸς θάνατος εἶναι διάσπαση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης καὶ συλλειτουργίας ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς τὴ Δεύτερη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται καί, ἐπιστρέφοντας στὸ χῶμα, διαλύεται. Ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν φθείρεται, οὔτε διαλύεται, διότι ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε πνευματική. Περιμένει τὸ «κέλευσμα» (παράγγελμα) τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ Β´ Παρουσία Του (Α´ Θεσ. 4,16), γιὰ νὰ ξαναενωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα καὶ νὰ ζήσει αἰώνια μαζί Του, σὲ μίαν ἄλλη ζωή, ποὺ θὰ εἶναι ὅμως αἰώνια συνέχεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας. Ὁ «νόμος τῆς ἀφθαρσίας» ἰσχύει ἀπόλυτα στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν χάνεται ἀπὸ αὐτό. Γι᾽ αὐτὸ κάθε στιγμὴ τῆς παρούσας ζωῆς ἔχει γιὰ τὸν χριστιανὸ σωτηριολογικὴ σημασία, διότι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ τὴ ζοῦμε κρίνεται ἡ σωτηρία μας, ἡ κατάστασή μας στὴν μετὰ θάνατον ὕπαρξή μας (Βλ. Β´ Κορ. 6, 7). 

Ὁ Χριστός, μὲ ὅλο τὸ σωτήριο ἔργο Του, ἐπιφέρει τὴν πλήρη ἄρση ὅλων τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσης. Συντρίβει τὴν ἁμαρτία πρῶτα στὴ δική Του ἀναμάρτητη φύση, ποὺ δὲν νικᾶται ἀπὸ τὴ θανατηφόρο δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ πάνω στὸ Σταυρό Του, στὸν Ὁποῖο θανάτωσε τὴ δική μας ἁμαρτία, τὴν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 29). Ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ τιμωρητικά, ὅπως θὰ ἀπαιτοῦσε ὁ ἀνθρώπινος νομός, ἀλλὰ ὡς σωτήρας καὶ ἀπελευθερωτὴς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἐπιβάλλει ὁ δικός Του νόμος. Δὲν «τιμωρεῖ», συνεπῶς, τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως συνέβη μὲ τὸν κατακλυσμὸ στὴν Π. Διαθήκη (Γεν., κεφ. 8), ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία, ὅπως ὁ καλὸς γιατρὸς δὲν ζητεῖ τὸν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλὰ τῆς νόσου. Γι᾽ αὐτὸ στὴ Θεία Λειτουργία ὀνομάζεται ὁ Χριστὸς «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». 


 Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση τῆς νίκης Του πάνω στὴν ἁμαρτία μας καὶ γι᾽ αὐτὸ νοηματοδοτεῖ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας. Ἐνῶ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου βαδίζει πρὸς ἕνα τέλος, ὁ ἄνθρωπος στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἀποδεικνύεται χωρὶς τέλος. Διότι στὸ ὅριο ἱστορίας καὶ μεταϊστορίας βρίσκεται ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «θανάτῳ ἐπάτησε τὸν θάνατον» καὶ μεῖς «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν», τὸν θάνατο τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νίκη πάνω στὸ θάνατο. Ἔξω ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ ὁ θάνατος γίνεται φοβερὸς καὶ ἀδυσώπητος. Μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ ὁ θάνατος ἀπομυθοποιεῖται. Καταλύεται ἡ παντοδυναμία του (Ἑβρ. 2, 14). 


Ὁ Χριστὸς κατήργησε τὸ φόβητρο τοῦ θανάτου, ὥστε χριστιανικὰ ο θάνατος νὰ νοεῖται ὡς ἡ ἀληθινὴ γέννηση καὶ ἀναμονὴ τῆς κοινῆς ἀνάστασης. Κατανοεῖται, ἔτσι, τὸ παράδοξο: ἐνῶ ὁ «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ πανηγυρίζουμε τὴν «μνήμην», τὴν κοίμηση, τῶν Ἁγίων μας. Διότι ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν αὐθεντικὰ χριστιανὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ γέννησή μας («γενέθλιος ἡμέρα») στὴν ἀληθινὴ ζωή. 

 Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς ὅμως ζεῖ αὐτὲς τὶς περίεργες γιὰ τὸν χωρὶς Θεὸ κόσμο πραγματικότητες, μετέχοντας στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δὲν ἀρκεῖ γι᾽ αὐτὸ τὸ τυπικὸ βάπτισμα. Χρειάζεται μετοχὴ στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὕπαρξη. Στὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ πιστὸς πεθαίνει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, νεκρώνεται, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσει μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ «αἰώνιος ζωή». Γι᾽ αὐτὸ μᾶς διδάσκουν οἱ μοναχοί μας, οἱ αὐθεντικοὶ πιστοί: «Ἐὰν πεθάνεις, πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις»!


 Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰωαν. 11, 25) σημαίνει, ὅτι ἡ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἕνωσή μας μαζί Του, μᾶς συνδέει καὶ πάλι μὲ τὴν γεννήτρια τῆς ζωῆς, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι Αὐτός. Μᾶς ἐπαναφέρει στὴν κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό, ποὺ ζωοποιεῖ τὸν θάνατό μας καὶ μεταμορφώνει σὲ ζωὴ δική Του τὸν καθημερινὸ θάνατό μας. Χωρὶς νὰ εἶναι, συνεπῶς, κανεὶς ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινά, νὰ μετέχει τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁπλὰ βαπτισμένος ἔχει τὶς δυνατότητες καὶ προϋποθέσεις μετοχῆς σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι μετέχει σ᾽ αὐτήν, ἂν δὲν μετέχει στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μυστηρίων. «Οὐχ ὅτι ἅπαξ γεγενήμεθα τοῦ σώματος», λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Δὲν τελειώνουν, δηλαδή, ὅλα ὅσον ἀφορᾶ τὴ σωτηρία, μὲ τὸ βάπτισμα. Μὲ αὐτὸ ἀρχίζουν. Τὸ βάπτισμα εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης, ἀλλὰ πρέπει νὰ διαβεῖ τὴν πύλη κανεὶς καὶ νὰ ζήσει ἐν Χριστῷ.


 Οἱ Ἅγιοί μας, μὲ τὰ ἀκέραια καὶ ἄφθαρτα λείψανά τους (π.χ. Ἅγιος Σπυρίδων ἢ Ἅγιος Γεράσιμος) βεβιώνουν τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ τῶν συνεπειῶν του (φθορᾶς) ἤδη μέσα στὴ ζωὴ αὐτή, ἀλλὰ καὶ δίνουν μαρτυρία τῆς αἰωνιότητας μέσα στὴν ἱστορία. Βλέποντας τοὺς Ἁγίους ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς (καὶ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἑπτανήσιοι ἀπὸ μικρὰ παιδιά), οἰκοδομεῖ τὴ δική του φιλοσοφία γιὰ τὸν θάνατο. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δίνει τὴ δύναμη, ὥστε νὰ μὴ βλέπει ὁ πιστὸς τὸν θάνατο, ὅπως «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 14), ἀλλὰ καὶ νὰ νικᾶ κάθε μορφὴ θανάτου (ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, παθήματα). Διότι δὲν δίνει ἀπόλυτο χαρακτήρα στὴ ζωὴ αὐτή. Δὲν ἦταν οὔτε μαζοχιστής, οὔτε πεισιθάνατος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔλεγε: «τὴν ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (θέλω νὰ πεθάνω καὶ νὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστό, Φιλ. 1, 23).


 Ὁ θάνατος εἶναι γιὰ τὸν ὀρθόδοξο πιστὸ «μετάβαση» στὴν ὄντως ζωή. Ἕνας ὕπνος, ποὺ περιμένει τὸ ξύπνημα στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα. Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση ἀθάνατος. Ἡ ἀθανασία εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὡς πλάσμα Του. Ἀθάνατος εἶναι μόνο ὁ ἄχτιστος (ἀδημιούργητος) Θεὸς (Α´ Τιμ. 6, 15). Ἀθανασία, ἐξ ἄλλου, δὲν εἶναι ἡ ἁπλὴ ἐπιβίωση, ἀλλὰ ἡ μετοχὴ στὸν «παράδεισο», στὴ Χάρη ἢ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ἡ εὐχὴ «αἰωνία ἡ μνήμη». Νὰ μετέχει, δηλαδή, ὁ πιστὸς αἰώνια στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, στὴ βασιλεία Του. 5. Ἡ Ὀρθοδοξία, μὲ ὅλη τὴ δομή της, προσφέρει στὸν πιστὸ τὴν δυνατότητα συνεχοῦς μετοχῆς στὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὰ μυστήρια λ.χ. εἶναι συνεχὴς πραγμάτωση αὐτῆς τῆς δυνατότητας. Μὲ τὸ βάπτισμα πεθαίνει κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ (Ρωμ. 6, 3). Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ ἀρχαῖα βαπτιστήρια, οἱ ὁμαδικὲς «κολυμβῆθρες» τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν συνήθως τὸ σχῆμα σταυροῦ. Τὸ βαπτιστήριο (ἢ κολυμβήθρα) εἶναι ὁ τάφος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ «μήτρα» τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως. Γι᾽ αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι τελοῦμε τὸ βάπτισμα μὲ τριπλὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ ὄχι μὲ ραντισμὸ ἢ ἐπίχυση. Ζοῦμε αἰσθητὰ καὶ ὁρατὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή μας. Ἡ Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση εἶναι καὶ αὐτὴ θάνατος (τῆς ἁμαρτίας μας) καὶ ἀνάστασή μας στὴ νέα ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Γι᾽ αὐτὸ εἶναι τόσο ἀναγκαῖο αὐτὸ τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ ἡ ὁλοκλήρωσή του, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ μετοχὴ στὴ νίκη καὶ τὴ δόξα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ὅπου μὲ τὴν Ἀνάληψή του ἀνέβασε τὴν ἀναγεννημένη φύση μας. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια (Εὐχέλαιο, Γάμος, Ἱερωσύνη π.χ.) προσφέρουν τὴν ἴδια δυνατότητα. Ὁ γάμος λ.χ. εἶναι ἐνσωμάτωση τῆς νέας ζωῆς τοῦ ζεύγους στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε καὶ στὴν εἰδικὴ αὐτὴ ὄψη τῆς ζωῆς τους νὰ ζοῦν τὸ ἴδιο μυστήριο τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς συνεχοῦς ἀναστάσεώς τους σὲ μιὰ ζωή, στὴν ὁποία Κύριος εἶναι μόνο ὁ Χριστός. 


Γι᾽ αὐτὸ —ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα στὴν ἀληθινή τους ὄψη— ὁ πολιτικὸς γάμος εἶναι μὲν νόμιμος, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸ μυστήριο, διότι πραγματοποιεῖ μὲν ἕνα «νομικὸν συνάλλαγμα», ἀλλὰ δὲν εἰσάγει στὴ ζωὴ τῆς Χάρης. Συχνά, ὅταν μοῦ ὑποβάλλεται τὸ ἐρώτημα, τί ἔχει νὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀντιμετώπιση τῆς κάθε κοινωνικῆς δυσλειτουργίας, ἡ ἀπάντησή μου εἶναι μία: Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, δὲν μοιράζει ἀσπιρίνες στοὺς πονοκεφάλους τοῦ κόσμου. Εἰσάγει σὲ μία ζωή, ποὺ δίνει τὴν δυνατότητα στὸν πιστὸ ἄνθρωπο νὰ νικᾶ συνεχῶς τὸν κάθε θάνατό του καὶ νὰ ὁμολογεῖ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν»· φαινόμαστε σὰν νὰ πεθαίνουμε, καὶ ὅμως ζοῦμε (Β´ Κορ. 6, 9)!

Τι νόημα έχει το έθιμο να περνούν οι πιστοί κάτω από τον Επιτάφιο;

Τι νόημα έχει το έθιμο να περνούν οι πιστοί κάτω από τον Επιτάφιο;

Έχετε αλήθεια αναρωτηθεί ποιό είναι το νόημα του εθίμου να περνάμε κάτω από τον Επιτάφιο, μετά την περιφορά Του;


Το να περνούν οι πιστοί κάτω από τον Επιτάφιο, είναι μια ευσεβής συνήθεια με νόημα σχεδόν εμφανές. : «Εκφράζω τη βαθύτατη ευλάβειά μου και την πίστη μου στον θυσιασθέντα, παθόντα και ταφέντα Κύριο, και θέτω τον εαυτό μου εν ταπεινώσει κάτω από Αυτόν και κάτω από τη θαυμαστή και θεϊκή επίδραση και ευλογία Του».Το ίδιο γίνεται και με το Ι.Πετραχήλι, όπου σκύβω κάτω από αυτό, για να δεχθώ την ευλογία και την ευχή του Ιερέα, είτε στην Εξομολόγηση, είτε στο Ευχέλαιο, είτε σε οποιαδήποτε άλλη Ευχή.
Το ίδιο γίνεται και όταν εορτάζει κάποιος Άγιος και λιτανεύεται η Ιερά Εικόνα του, ή το σκήνωμά του (πχ Αγ.Γεράσιμος) ή ένα θαυματουργό Εικόνισμα της Παναγίας (πχ στην Τήνο). Βλέπουμε εκατοντάδες ανθρώπων που στρώνονται στο έδαφος, γιά να περάσει από πάνω τους η «χάρη». Συχνά το ίδιο επαναλαμβάνεται και με τα Άγια Δώρα, στη Μ.Είσοδο.
Αλλά, παρόμοια συνήθεια περιγράφεται και στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου θαυμαστά σημεία λάμβαναν χώρα, όταν και μόνο η σκιά των Αποστόλων που περνούσε πάνω από ασθενείς, ήταν αρκετή για να τους θεραπεύσει: «Ο σεβασμός δε και η εκτίμησις του λαού προς αυτούς (τους Αποστόλους) δια την θείαν δύναμιν, που ενεργούσε δια μέσου αυτών, ήτο τόσος, ώστε έβγαζαν τους ασθενείς εις τας πλατείας και τους έβαζαν οι μεν πλούσιοι επάνω εις κλίνας, οι δε πτωχοί εις απέριττα κρεββάτια, ώστε, όταν θα ήρχετο και θα επερνούσε ο Πετρος, και η σκια του έστω να πέση επάνω εις κανένα από αυτούς, δια να τον θεραπεύση». (Πράξ. 5,15)
Το μόνο, που απαιτεί προσοχή και δηλώνει ασέβεια και ολιγοπιστία, είναι εκείνο το άγχος να τρέξουμε και να περάσουμε οπωσδήποτε από 3 ή από 7 Επιταφίους.. Πάντα η θρησκοληψία καιροφυλακτεί, για να θολώσει την θεοσέβεια…
π.Θεολόγος

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ Λόγος εις την ΜεγάληΠαρασκευή «Ην δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ' όλην την γην έως ώρας εννάτης» (Λκ. 23, 44).

Λόγος εις την Μεγάλη Παρασκευή
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙ ΜΑΙΑΣ
Λόγος εις την ΜεγάληΠαρασκευή
«Ην δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ' όλην την γην έως ώρας εννάτης» (Λκ. 23, 44).

Ο ήλιος από τον τρόμο για το τι έκαναν οι δολοφόνοι, σκοτώνοντας στη γη τον Υιό του Θεού, έκρυψε τις ακτίνες του, για να μην δει κανείς το πιο φρικτό από όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν ποτέ πάνω στη γη. Από φόβο και τρόμο εσιώπησαν τα καταραμένα χείλη αυτών που δολοφόνησαν τον Σωτήρα του κόσμου, που λίγο πριν Τον ενέπαιζαν, λέγοντας: «Άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι· ει βασιλεύς Ισραήλ εστι, καταβάτω νυν από του σταυρού και πιστεύσομεν επ’ αυτώ» (Μθ. 27, 42).
Ήρθε η στιγμή, που το πάθος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έφτασε στο αποκορύφωμά του. Ξέρετε γιατί οι άλλοι που εκτελέστηκαν πάνω στο σταυρό κρέμονταν σ' αυτόν ολόκληρες ήμερες μέχρι να πεθάνουν ενώ ο Κύριός μας πέθανε πολύ πιο γρήγορα, σε έξι ώρες μόνο; Ξέρετε ότι ο πάρα πολύ δυνατός πόνος, ο οποίος διαρκεί πολύ καιρό μπορεί και μόνο αυτός να γίνει αιτία του θανάτου; Αυτό ακριβώς συνέβη με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το μαρτύριο και τα βάσανά Του ήταν φρικτά επειδή Τον συνέθλιβε τόσο αφάνταστα μεγάλο φορτίο των αμαρτιών όλου του κόσμου, για τις όποιες εκούσια θυσιάστηκε  και τις εξαγόρασε με το άχραντό Του Αίμα.    
Η δύναμη που Του έμεινε έφτασε μόνο για να πει τα τελευταία Του λόγια: «Διψώ» (Ιω. 19, 28). «Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου» (Λκ. 23 46). Σείστηκε η γη και το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω. Και έφευγε, χτυπώντας τα στήθη, ο άπιστος λαός που δεν δέχθηκε τον Μεσσία του. Τι σκέφτονταν οι ανόητοι αυτοί φανατικοί, οι οποίοι λίγο πριν φώναζαν στον Πιλάτο: «Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν» (Λκ. 23, 21). «Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών» (Μθ. 27, 25). Έχουν καταλάβει άραγε ότι ο ίδιος ο σατανάς με το στόμα τους φώναζε τα φοβερά αυτά λόγια;
Οι ίδιοι άνθρωποι λίγο πριν υποδέχονταν πανηγυρικά τον Κύριο Ιησού Χριστό, στρώνοντας στην οδό τα ιμάτιά τους και κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά φοινικιάς και κραυγάζοντας: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιω. 12, 13). Είναι πολύ φοβερό αυτό το πράγμα, δείχνει πόσο βαθειά στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να εισέλθει το πονηρό πνεύμα.
Ας αφήσουμε όμως τον ανόητο φανατισμό των εχθρών του Χριστού, οι οποίοι θεωρούσαν βαρειά αμαρτία και κατάργηση του Μωσαϊκού νόμου την θεραπεία κατά την ήμερα των Σαββάτων των παραλύτων, των ασθενών, των κατεχομένων από βαρείες αρρώστιες, των δαιμονιζομένων και των εκ γενετής τυφλών. Ας σκεφτούμε ότι και άλλου είδους φανατισμός υπήρξε στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Ας θυμηθούμε πόσοι κατά φαντασίαν αιρετικοί πέθαναν στις φλόγες της ιεράς εξέτασης στην Ισπανία. Ας θυμηθούμε την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου κατά την οποία σφάχτηκαν πολλοί Γάλλοι προτεστάντες εξ αιτίας της ετεροδοξίας τους. Ας θυμηθούμε τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν κατά τον πόλεμο, όταν οι χριστιανοί 30 ολόκληρα χρόνια πολεμούσαν εναντίων των άλλων χριστιανών.
Αλλά ας κοιτάξουμε γύρω μας. Βλέπουμε ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί όχι ετερόδοξοι αλλά άνθρωποι, οι οποίοι καθόλου δεν πιστεύουν στον Χριστό. Πολλοί είναι και αυτοί για τους οποίους είπε ο απόστολος Παύλος: «αθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρισί μάρτυσιν αποθνήσκει, πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της δι¬αθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγιάσθη και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας;» (Εβρ. 10, 28-29).
Δεν μπορούμε σε τίποτα να βοηθήσουμε αυτούς τους κακότυχους ανθρώπους. Είμαστε μόνο ένα μικρό ποίμνιο του Χριστού και ποτέ δεν ξεχνάμε τα φοβερά λόγια του Σωτήρος μας: «Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8). Στεκόμαστε όλοι μας τώρα ενώπιον του Επιταφίου. Κατά την φοβερή αυτή στιγμή αποκαθηλώνεται η Θυσία, η οποία τελέστηκε για τις αμαρτίες τις δικές μας αλλά και όλου του κόσμου. Βλέπουμε στον Επιτάφιο το νεκρό Του σώμα γεμάτο ανοιχτές πληγές. Το τρομερό αυτό θέαμα ας γίνει αιτία να ανάψει στις καρδιές μας η αγάπη προς τον Υιό του Θεού, ο Οποίος υπέφερε τόσα βάσανα από τους ανθρώπους τους οποίους ήλθε να σώσει, αλλά εκείνοι δεν Τον δέχθηκαν.
Ελάτε όλα τα πιστά τέκνα του Χριστού να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο, να τον φιλήσουμε με τα χείλη μας, να τον αγγίξουμε με τις καρδιές μας και να τον βρέξουμε με τα δάκρυά μας. Αμήν.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...