Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Ιʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 17, 14-23) «Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν;»

ΚΥΡΙΑΚΗ  Ιʹ  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 17, 14-23)
«Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν;»
Συχνά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προσευχόμαστε οἱ ἄνθρωποι στόν Θεό. Τόν παρακαλοῦμε γιά κάτι, πού τελικά ὅμως δέν πραγματοποιεῖται. Τό αἴτημά μας δέν ἐκπληρώνεται. Ἡ ἰκεσία μας δέν βρίσκει ἀνταπόκριση.
Καί αὐτό πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάτι τό παράλογο ἤ ἀθέμιτο. Διότι ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι δέν δικαιούμαστε, δέν εἶναι κάν ἐπιτρεπτό νά παρακαλοῦμε τόν Θεό γιά πράγματα πού εἶναι ἀντίθετα πρός τό Εὐαγγέλιό Του˙ γιά πράγματα τῶν ὁποίων ἡ ἐκπλήρωση ἱκανοποιοῦν τόν ἐγωϊσμό καί τήν ἀρρωστημένη φαντασία μας.
Ζητοῦμε, λοιπόν, πράγματα λογικά καί θεμιτά˙ παρακαλοῦμε γιά κάτι πού δέν ἀντιτίθεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο ἀπάντηση δέν παίρνουμε, τό αἴτημά μας δέν ἰκανοποιεῖται. Καί πολύ φυσικά τότε ἀναρωτιόμαστε: Γιατί; Γιατί δέν ἀπαντᾶ στήν προσευχή μας ὁ Θεός;
Στό ἐρώτημα αὐτό, πού ἀκοῦμε νά διατυπώνουν συχνά πολλοί ἀδελφοί μας χριστιανοί, ἔρχεται νά δώσει ἀπάντηση ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή.
Κάποτε ἦρθε στό Χριστό ἕνας δυστυχισμένος πατέρας. Ὁ γιός του ἦταν ἄρρωστος˙ σεληνιαζόταν καί ὑπέφερε φρικτά. «Πολλάκις γαρ πίπτει, εἰς τό πῦρ καί πολλάκις εἰς τό ὕδωρ» ἀνέφερε στόν Ἰησοῦ μέ πόνο ὁ πατέρας. Ἀρχικά τόν εἶχε ὁδηγήσει στούς μαθητές τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν μπόρεσαν νά τόν κάνουν καλά. Ὁ Κύριος ἐπιπλήττει τό ἀκάθαρτο πνεῦμα καί τό δυστυχισμένο μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα παιδί ἐλευθερώνεται ἀπό τή δαιμονική ἐνέργεια.
Οἱ μαθητές τότε πλησίασαν ἰδιαιτέρως τόν Χριστό καί τόν ρώτησαν: «Διατί ἡμεῖς, οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;». Δηλαδή, «γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμόνιο;» Καί ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν». Αἰτία τῆς ἀδυναμίας τους ἦταν ἡ ἀδύναμη πίστη εἴτε ἡ δική τους εἴτε, ἴσως, τοῦ πατέρα καί ὅσων παρευρίσκονταν.
Ἡ ἴδια αἰτία βρίσκεται πίσω ἀπό τή σιωπή τοῦ Θεοῦ καί στή δική μας προσευχή˙ στά διάφορα αἰτήματα πού τοῦ ἀπευθύνουμε. Ὁ Θεός σιωπᾶ στήν προσευχή μας, γιατί προσευχόμαστε χωρίς βαθιά καί ζωντανή πίστη. Τά ὅσα τοῦ ζητοῦμε μένουν ἀνεκπλήρωτα καί ἀναπάντητα, διότι δέν τόν πλησιάζουμε μέ ἐμπιστοσύνη καί δέν τόν παρακαλοῦμε μέ θερμή ἀγάπη καί καθαρή καρδιά. Γιατί ἡ πίστη, ἡ ἐμπιστοσύνη δηλαδή, καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀνοίγει τό δρόμο καί τῆς ἀληθινῆς ἐπικοινωνίας μαζί Του.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔχει διδάξει: «Αἰτεῖται καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καί εὐρήσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν˙» (Ματθ. 7,7). Καί ὅπως πάλι ὁ ἴδιος ὑπογραμμίζει στό σημερινό Εὐαγγέλιο «ἄν ἔχετε πίστη ἔστω καί σάν κόκκο σιναπιοῦ, θά λέτε σ’ αὐτό τό βουνό «πήγαινε ἀπό δῶ ἐκεῖ» καί θά πηγαίνει˙ καί κανένα πράγμα δέν θά εἶναι ἀδύνατο γιά σᾶς».
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως προσθέτει καί κάτι ἄλλο πού φωτίζει τό ἐρώτημα τῶν μαθητῶν Του:«Τοῦτο δέ τό γεγονός οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Δηλαδή, αὐτό τό εἶδος τῶν δαιμονίων δέν βγαίνει ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἔχει καταληφθεῖ ἀπό αὐτό, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία. Ἡ χριστιανική μας ὑπόσταση δέν ὁρίζεται μόνο ἀπό τήν πίστη, μιά πίστη θεωρητική καί πολλές φορές ἄκαρπη. Ἡ πίστη πρέπει νά συνδιάζεται μέ τήν πράξη, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Καί ἀπό τίς βασικές ἐκδηλώσεις μιᾶς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία.
Γιά νά μᾶς ἀκούσει ὁ Θεός ὀφείλουμε νά προσευχόμαστε. Νά προσευχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη καί θερμή διάθεση, μέ ἐπιμονή καί ἀφοσίωση. Στήν Ἐκκλησία μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας, στό σπίτι μας, στήν ἐργασία, τήν ἡμέρα καί τή νύχτα.
Ὁ Κύριος δίπλα στήν προσευχή τοποθετεῖ καί τή νηστεία. Μέ τήν προσευχή ἐπιδιώκουμε νά συναντήσουμε τό Θεό καί νά συνομιλήσουμε μαζί Του. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει τήν ἐλευθερία ἀπό τά πάθη μας. Στήν προσπάθεια αὐτή βοηθᾶ ἡ νηστεία. Δυστυχῶς ἡ ὑλιστική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας δέν ἐπιτρέπει σέ πολλούς ἀνθρώπους νά καταλάβουν τήν ἀξία τῆς νηστείας καί γενικότερα τῆς σωματικῆς ἄσκησης γιά λόγους πνευματικούς. Ὡστόσο θά πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι προσευχή χωρίς ἄσκηση δέν ὑπάρχει. Προσευχή χωρίς ἀγώνα πνευματικό δέν πετυχαίνεται. Προσευχή χωρίς νά ὑπερνικήσουμε τό σαρκικό φρόνημα εἶναι ἀδύνατο νά κατορθώσουμε.
Αὐτό φαίνεται καθαρά στή ζωή τῶν Ἁγίων. Τήν προσπάθειά τους γιά προσευχή συνόδευε καί ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος. Ἡ προσευχή τους ἐνίσχυε τόν ἀγώνα τους. Καί ὁ ἀγώνας τους ἐνδυνάμωνε τήν προσευχή τους. Ἡ νηστεία κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικό ἀγώνισμα. Διώχνει τούς δαίμονες καί ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν. Νεκρώνει τίς σαρκικές ἐπιθυμίες, δυναμώνει τήν προσευχή.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Χρειαζόμαστε μιά ζωντανή καί σταθερή πίστη. Καί ὅταν μαζί μέ τήν πίστη συμπορεύεται ἡ θερμή προσευχή καί τό ἀγώνισμα τῆς νηστείας, τότε καί μόνο τότε ὁ Θεός ἀκούει αὐτά γιά τά ὁποῖα τόν παρακαλοῦμε. Ἀμήν.                      
                                                                             
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Οἱ Ἀπόστολοι πρότυπα ἀγωνιστῶν γιὰ χριστιανοὺς



«Ἀδελφοί, μοῦ φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς σ' ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατί γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους. Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸ Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! Ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας.

Δὲ σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ' ἀγαπημένα τοῦ παιδιά. Γιατί κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴ ζωή σας μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Στὴ σωτήρια οἰκονομία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε» (Α΄ Κορ.4,9-16).

Μὲ ἔντονες ἀντιθέσεις, ποὺ ἐγγίζουν πολλὲς φορὲς τὰ ὅρια τῆς εἰρωνείας, περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπῆ τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του τὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο διακόνημα τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου μέσα στὸν κόσμο. Ἐνῶ οἱ καυχώμενοι γιὰ τὴ «σοφία» τοὺς Κορίνθιοι, ἢ μᾶλλον μερικοὶ ἐξ αὐτῶν, εἶναι ἔνδοξοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ κόσμον ἄσημοι, ἀνίσχυροι, καταδιωκόμενοι καὶ ἀντιμετωπίζουν συνεχῶς τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴν κόπωση καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ μεγάλος Ἀπόστολος μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὶς δύο ἀκόλουθες σκέψεις:

1. Πρῶτα-πρῶτα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔργο τοῦ θεοῦ. Ὅ,τι ἐπιτυγχάνει τὸ ἐπιτυγχάνει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴ δύναμη τῶν ἡγετῶν της. Τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐνδοανθρώπινα στηρίγματα καὶ ἀπὸ κρατικὲς ἐξουσίες, οὔτε ἀπὸ δόξες καὶ τιμές. Ὁ Θεὸς διαλέγει ἄσημους ἀλλὰ ἁγνοὺς ἐργάτεςγια νὰ καταισχύνει τοὺς κατὰ κόσμον «σοφούς». Ὁ Ἀπ. Παῦλος ποὺ μετέφερε τὴ φλόγα τοῦ Εὐαγγελίου μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο γράφει μὲ συντριβὴ στὴν ἴδια ἐπιστολή: «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα αὐτὸ ποὺ ἔγινα· κι αὐτὴ ἡ χάρη πρὸς ἐμένα δὲν ὑπῆρξε ἄκαρπη: ἐργάστηκα περισσότερο ἀπ' ὅλους τοὺς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συνοδεύει» (Α΄ Κορ 15,10).

Πολλὲς φορὲς ὑπερτονίζουμε τὴ θέση μας καὶ τὴν ἀξία μας, εἴτε ὡς ἁπλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς ἡγετικὰ στελέχη, μικρὰ ἢ μεγάλα, καὶ ξεχνοῦμε τὸν χορηγό τῆς δυνάμεώς μας, ποὺ ἐνδιαφέρεται περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὴ λύτρωση τῶν αἰχμαλωτισμένων στὰ δίκτυα τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς συνανθρώπους μας.

2. Καὶ ἡ δεύτερη σκέψη μας εἶναι ὅτι ἡ περικοπὴ τῆς Α΄πρὸς Κορινθίους ποὺ παραθέσαμε παραπάνω δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐγκώμιο τῶν ἀποστόλων ὅσο ὑπόμνηση πρὸς τοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο τότε μόνο βρίσκεται στὴ φυσιολογική της κατάσταση, ὅταν διώκεται καὶ ἀγωνίζεται, ὅταν στρατεύεται κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀποσυνθέσεως, γιὰ νὰ μεταδώσει τὸ ζωντανὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν κίνδυνο νὰ διωχθοῦν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ χάσουν τὴ θέση τους, νὰ γίνουν «θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους».

Βέβαια αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους στὸ εὐαγγελιστικὸ ἔργο κήρυκες ἀλλὰ κατ’ ἐπέκταση καὶ γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, προϋποθέτουν δὲ τὴ νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνάστασή του σὲ μία νέα ζωή, ζωὴ τῆς χάριτος. Νέκρωση ὡς πρὸς τὶς νόμιμες προσωπικὲς φιλοδοξίες γιὰ κοινωνικὴ ἄνοδο, γιὰ οἰκονομικὴ τακτοποίηση, γιὰ ἐπικράτηση. Καὶ ἀνάσταση σὲ μία καινούργια κατάσταση ζωῆς, στὴν ὁποία δεσπόζει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, ἡ ἐλπίδα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ φθαρμένου κόσμου σὲ «καινὴ κτίση».

Οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἔφεραν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στὴν οἰκουμένη καὶ ποὺ τὸ ἔργο τους τόσο ζωντανὰ περιγράφει ὁ Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπή, δὲν εἶναι μόνο ἱστορικὲς μορφὲς ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος ἀλλὰ φωτεινοὶ καθοδηγητὲς τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς, πρότυπα ἀγωνιστῶν, ποὺ καλοῦν τοὺς χριστιανοὺς σὲ μία ἀφύπνιση καὶ δραστηριοποίηση, ὥστε νὰ γίνει πιὸ αἰσθητὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἡ παρουσία τους μέσα στὸν κόσμο.

Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος:ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΜΑΤΘΑΙΟΥ ( Ευαγγέλιον Ματθ. Ιζ' 14-23 ) «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΜΑΤΘΑΙΟΥ
( Ευαγγέλιον Ματθ. Ιζ' 14-23 )
«Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ»
Μολονότι φαίνεται παράξενον, εν τούτοις μέγας ευεργέτης του ανθρώπου είναι η θλίψις και ο πόνος. Ο πόνος κάμνει τον άνθρωπον να αισθανθή την αδυναμίαν του, να ταπεινωθή, να μετανοήση, να καταφύγει εις τον Θεόν τον ελεήμονα, να ζητήση με πόθον και να εύρη την θείαν βοήθειαν και προστασίαν. Καθαρά το βλέπομεν αυτό εις τον δυστυχή πατέρα του δαιμονισμένου παιδιού του σημερινού ευαγγελίου.

Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος: Κήρυγμα Ι Κυριακής Ματθαίου

Πράγματι ο πατέρας αυτός είναι δυστυχής και ο πόνος καθημερινώς σπαράσσει την πατρικήν του καρδίαν. Φαίνεται από χρόνια πολλά να τον μαστίζη η θλίψις. Αλλά τώρα το κακόν έχει κορυφωθή. Δι'αυτό ταπεινωμένος έρχεται προς τον Χριστόν, γονατίζει εμπρός του και με πόνον εκφράζει την βαθείαν του θλίψιν. Του λέγει «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ». Το ταλαίπωρο παιδί! Κυριευμένο από πνεύμα πονηρόν περνά φοβερές κρίσεις. Με του πονηρού την επενέργειαν τυραννείται, βασανίζεται, υποφέρει πολύ. Και το πλέον επικίνδυνον είναι ότι το δαιμόνιον τον ρίχνει συχνά εις την φωτιάν ή εις το νερόν δια να τον θανατώση.
Συμφορά μεγάλη και δι 'αυτό, κυρίως όμως δια τον πατέρα. Ακριβώς δε η συμφορά αυτή τον οδηγεί προς τον Χριστόν. –Προηγουμένως είχε προσφύγει ο πατέρας αυτός εις τους μαθητάς του Κυρίου. Αυτοί όμως δεν μπόρεσαν να το θεραπεύσουν. Το αναφέρει τώρα και ζητεί του Χριστού την επέμβασιν προς θεραπείαν του παιδιού του. Ο Κύριος ελέγχει τότε την απιστίαν της γενεάς εκείνης, που έστεκε εμπόδιον δια να θαυματουργή εις πολλούς ο Χριστός και να τους θεραπεύη. Έπειτα, δίνει εντολήν να φέρουν το παιδί εμπρός του, «φερετέ μοι αυτόν ώδε». Μόλις του παρουσίασαν τον νεαρόν δαιμονισμένον, «επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς, και εξήλθεν απ' αυτού το δαιμόνιον, και ιάθη ο παίς από της ώρας εκείνης». Έτσι, κοντά εις τον Χριστόν και με την χάριν του Χριστού, εσώθη το δαιμονισμένο παιδί και ξαναβρήκε ο δυστυχής πατέρας την χαράν και την ειρήνην του σπιτιού του.

Άλλ 'εκείνο, που είπεν ο Χριστός εις τον πατέρα αυτόν, το λέγει και εις όλους τους Χριστιανούς γονείς, που υποφέρουν εξ αιτίας της κακής ζωής των παιδιών των. «Φέρετέ μοι αυτά ώδε». Φέρετε εις εμέ τα παιδιά σας. Φέρετέ τα εις τον ναόν μου, εις το Κατηχητικόν μου, εις την εξομολόγησιν και την θείαν Κοινωνίαν. Εκεί θα διδαχθούν την αλήθειαν και θα λάβουν την σωτήριον χάριν μου. Εκεί θα φωτισθούν, θα αλλάξουν, θα αγιασθούν. Κακά παιδιά, θυμώδη, πεισματάρικα, ανυπάκουα, με ψεύδη και λόγια πικρά εις το στόμα είναι τώρα. Άλλ ' όταν τα φέρετε εις εμέ και δεχθούν την χάριν μου, τα κακά θα γίνουν καλά, ενάρετα, τίμια, σωφρονισμένα, άγια παιδιά. Με την ιδικήν μου χάριν θα εξαγιασθή και η ψυχή και η ζωή των. Δεν θα βασανίζεσθε τότε, δεν θα εντρέπεσθε, διότι έχετε τέτοια παιδιά. Θα τα χαίρεσθε και θα τα καμαρώνετε, θα τα ζηλεύη δε όλη η γειτονιά και όλη η κοινωνία διότι αυτά θα είναι το στήριγμα και η χαρά του σπιτιού σας και το καύχημα της Πατρίδος. Λοιπόν, γονείς, λέγει ο Χριστός, μη στέκεσθε ψυχροί και αδιάφοροι και μην αφίνετε τα παιδιά σας να τα παρασύρει ο πονηρός εις τον δρόμον τον κακόν και να τα βασανίζουν οι κακίες των. Φέρετέ τα εις εμέ, δια να σωθήτε και σεις και εκείνα.

Αλλά, δια να γίνη αυτό, δηλαδή η προσαγωγή των παιδιών εις τον Χριστόν και η ψυχική των θεραπεία, χρειάζεται εις τους γονείς πρωτίστως πίστις μεγάλη και θερμή. Είπαμε προτήτερα, ότι οι μαθηταί δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιον και να θεραπεύσουν τον νεανίαν. Όταν το έβγαλεν ο Κύριος, οι μαθηταί ερωτούν τον Διδάσκαλον των: «Διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτώ;» Ο Κύριος τους απαντά: «Διά την απιστίαν υμών». Δεν είχατε και σεις και ο πατέρας του παιδιού όσην εχρειάζετο πίστιν. Δι' αυτό και δεν έγινεν από σας το θαύμα. Και τους επρόσθεσεν ο Σωτήρ, εάν έχετε πίστιν ζωντανήν, θερμήν, καίουσαν πίστιν, που να υπενθυμίζη την θερμότητα, την οποίαν έχει ο σπόρος του σιναπιού, αν δηλαδή έχετε φλόγα πίστεως εις την ψυχήν σας, θα λέγετε εις το βουνό αυτό –έδειξε το βουνό που ήτο εκεί επάνω –πήγαινε από εδώ εκεί και θα γίνεται, και εις σας δεν θα είναι τίποτε αδύνατον. Δηλαδή, και τα αδύνατα θα γίνωνται δυνατά, εύκολα, κατορθωτά.

Και πράγματι. Η ιστορία της πίστεως είναι ιστορία θαυμάτων. Και η ιστορία των θαυμάτων είναι ιστορία της πίστεως. Πίστις και θαύμα, είναι αιτία και αποτέλεσμα, ρίζα και καρπός, Θεού και ανθρώπου πλήρης συμμαχία, δια να γίνωνται τα αδύνατα δυνατά και ο μικρός και αδύνατος άνθρωπος να απολαμβάνη του Θεού τα μεγάλα και υπερθαυμαστά έργα. Δια τον Χριστιανόν, όχι τον ολιγόπιστον και χλιαρόν, αλλά τον πιστόν που αισθάνεται εις την ψυχήν του τον Χριστόν, είναι όλα δυνατά. Πίστευε, Χριστιανε. Πίστευε ακλονήτως. Πίστευε με όλην σου την ψυχήν. Και εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς της ζωής σου, εις τους τρομερωτέρους σου πειρασμούς, μένε ακλόνητος, σταθερός, με πλήρη εμπιστοσύνην εις τον Χριστόν και την βοήθειάν του. Και τότε μεγάλα θαύματα, θαύματα αληθινά θα δής εις την ζωήν σου, που θα τα κάμνει ο Θεός προς σωτηρίαν ιδικήν σου.
Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος
Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας

Κυριακή Ι Ματθαίου

Μπροστά σε ένα ανθρώπινο δράμα βρίσκεται ο Κύριός μας, αδελφοί μου Χριστιανοί, όπως διηγείται το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ένας τραγικός πατέρας πλησιάζει και Τον παρακαλεί να θεραπεύσει το παιδί του, το οποίο υποφέρει, ευρισκόμενο υπό την επήρεια δαιμονικών δυνάμεων. Ο άνθρωπος αυτός εκφράζει το παράπονό του για το γεγονός ότι οδήγησε το παιδί του και ενώπιον των Μαθητών, οι οποίοι, όμως, δε μπόρεσαν να το λυτρώσουν από την δύναμη του σατανά. Ο Κύριος ήλεγξε την ελλειμματική πίστη τόσο του πατέρα, όσο και των Μαθητών και αφού επετίμησε το δαιμονικό πνεύμα ελευθέρωσε το παιδί και το παρέδωσε υγιές στην οικογένειά του. Οι Μαθητές εξέφρασαν την απορία τους για την αδυναμία τους να θεραπεύσουν το δαιμονισμένο παιδί και ο Κύριος την απέδωσε στην προβληματική τους πίστη, ενώ επεσήμανε πως η αληθινή και απόλυτη πίστη είναι ικανή να επιτελέσει σημεία θαυμαστά και υπέρλογα.

Ο προβληματικός χαρακτήρας της πίστης των Μαθητών μάς δίδει την ευκαιρία να προσεγγίσουμε το γεγονός της πίστης και να το εξετάσουμε υπό το πρίσμα της σημερινής πραγματικότητας, να το
φέρουμε στα μέτρα της δικής μας πίστης, ως Ορθοδόξων Χριστιανών, μελών της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, «Πιστεύω» σημαίνει εμπιστεύομαι, αποδέχομαι, συναινώ. Αποδέχομαι ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι η εγγύηση της προσωπικής μου καταξίωσης, δικαίωσης και λύτρωσης. Εμπιστεύομαι σ’ Εκείνον τη ζωή μου όλη, με τις χαρές και τις λύπες της, με τα πάθη και τα προβλήματά της και αγωνίζομαι, με τη δική Του βοήθεια, με το δικό Του λόγο, να βρω την ελπίδα και να κατακτήσω την σωτηρία.

Η πίστη, στη γλώσσα του Αποστόλου Παύλου, ξεπερνά την έννοια της πιστότητας στο Θεό και της εμπιστοσύνης στο θέλημά Του. Αναλαμβάνει την έννοια της αξιοπιστίας εκείνου που δηλώνει άνθρωπος
του Θεού, έναντι των άλλων κι έναντι του Θεού. Η αξιοπιστία είναι αγαθό δυσεύρετο σήμερα, ενώ, συχνά, απουσιάζει και από τη ζωή και τους λόγους και των ανθρώπων της Εκκλησίας. Πόσο δύσκολο είναι να
βρεθεί σήμερα άνθρωπος που ο λόγος του να είναι συμβόλαιο, να ταυτίζεται και με τις προθέσεις του αλλά και με τις πράξεις του, να μη λειτουργεί ως επικάλυμμα υποκρισίας και κακότητας; Η αξιοπιστία είναι
ίδιον των ταπεινών ανθρώπων εκείνων που όντως έγιναν φορείς του Πνεύματος του Θεού, όντας ειλικρινείς διάκονοί του και όχι αδίστακτοι υπηρέτες του άκρατου εγωισμού, της φιλαυτίας και της κενότητάς τους,
στο βωμό των οποίων είναι ικανοί να θυσιάσουν σχέσεις αγάπης και αλληλεγγύης, αλλά και να προδώσουν δεσμούς πνευματικούς.

Άραγε, αγαπητοί μου, πιστεύουμε στην εποχή μας; Είμαστε αξιόπιστοι έναντι Θεού και ανθρώπων, εμείς που δηλώνουμε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που εκκλησιαζόμαστε και τηρούμε με ευλάβεια τα θρησκευτικά σχήματα και τις συμβατικές προς την Εκκλησία μας υποχρεώσεις; Πιστεύουμε πραγματικά και πώς εκφράζουμε την πίστη μας αυτή;

Προ ετών,. δημοσιεύθηκε μια πρωτότυπη δημοσκόπηση, με γενικό τίτλο «Σε ποιόν Θεό πιστεύουμε;»1. Τα προϊόντα της έρευνας αποκαλύπτουν την αληθινή εικόνα της Ελληνικής κοινωνίας, όσον αφορά στον τρόπο και στην έκφραση της θρησκευτικής πίστης. Το συντριπτικό ποσοστό των ερωτηθέντων, για την ακρίβεια το 91,6%, δήλωσε ότι πιστεύει στο Θεό. Την ίδια στιγμή το 57,8% αποδέχεται την ύπαρξη των ψυχών και το 57% την ύπαρξη του σατανά. Στην μετά θάνατον ζωή πιστεύει το 46,7% και ακόμη μικρότερο, 45,5%, στην Δευτέρα Παρουσία και στη μέλλουσα κρίση. Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό πιστεύει, τέλος, στην μετεμψύχωση, στα φαντάσματα, στην αστρολογία και στα μέντιουμ.

Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι οι νεοέλληνες χαρακτηριζόμαστε από βαθιά και ανησυχητική σύγχυση όσον αφορά στο τί και πώς πιστεύουμε. Παρατηρείται το φαινόμενο ν’
αποδεχόμαστε είτε αυτά που μπορούν να δικαιολογηθούν και να ερμηνευτούν από την κρησάρα της λογικής μας, είτε αυτά που μπορεί να αντέξει η ασθενής και αδύναμη φύση μας. Αντί να προσαρμόζουμε τη
ζωή μας στο θέλημα του Θεού, προσαρμόζουμε τον Θεό στα μέτρα της δικής μας αδυναμίας, φτιάχνοντας, τελικά, τόσους Θεούς όσοι είμαστε κι εμείς. Αυτό, όμως, δε συνιστά γνήσια και αυθεντική πίστη, αλλά έναν
ιδιότυπο και επικίνδυνο πολυθεϊσμό.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς: να πιστεύουμε τα πάντα χωρίς έλεγχο; Την απάντηση δίδει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: «Τί χρηστότερο από τις εντολές ή τί αληθέστερο από τις αλήθειες που νομοθέτης τους ήταν ο
ίδιος ο Θεός; Αυτός και καθοδηγητής, αφού Αυτός μόνος είναι η αλήθεια, Αυτός ο μόνος αγαθός»2.

Η γνήσια και αυθεντική πίστη, αδελφοί μου, είναι αυτή που πραγματώνεται χωρίς όρους και προϋποθέσεις, χωρίς τους κανόνες που υπαγορεύει η ατελής ανθρώπινη λογική που απαιτεί να δει για να πιστέψει. Μια πίστη που, όταν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχει ως αμοιβή να δει, τελικά, αυτό που προσδοκά.

ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.
1 Ταχυδρόμος, 19/3/2005
2 «Περί της εν Χριστώ ζωής», σελ. 219


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. ιζ΄ 14–23) Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος



Σὲ τρεῖς λόγους ἀποδίδει σήμερα ὁ Χριστὸς τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ θεραπεύσουν τὸ δαιμονιζόμενο νέο, νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Πρῶτα, στὴν ἐλλιπῆ τους πίστη: «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν», τοὺς λέει. Δεύτερον, στὴν ἐλαττωματική τους προσευχή. Καὶ τρίτον, στὴν ἀνυπαρξία νηστείας: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ», προσθέτει.

Πολὺ σύντομα θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς τρεῖς αὐτὲς χριστιανικὲς ἀρετές.

Μὲ τὸν ὅρο «πίστις» ἐννοοῦμε τὴν ἀποδοχὴ πραγμάτων ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς καὶ πού, χωρὶς νὰ εἶναι παράλογα, εἶναι ὑπέρλογα καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν μὲ τὴ λογική μας. Γίνονται ἀποδεκτὰ γιατί ἐμπιστευόμαστε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς διαβεβαιώνει γιὰ τὴν ὕπαρξή τους. Δείχνουμε πίστη π.χ. ὅταν ἀποδεχόμαστε τὴν ὕπαρξη ἀγγέλων, τὴν ὕπαρξη τοῦ παραδείσου, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Δείχνουμε πίστη ὅταν δὲν ἔχουμε καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ὅτι θὰ ὑπάρξει κρίση καὶ ἀνταπόδοση. Αὐτὸ τὸ κάνουμε γιατί ξέρουμε ὅτι εἶναι «πιστὸς ὁ ἐπαγγειλάμενος». Μὲ τὶς προηγούμενες ἐνέργειές του, ὁ Θεός, ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ἀληθὴς καὶ μπορεῖ νὰ ἐκπληρώσει ὅ,τι ὑπόσχεται.

Θὰ ’πρεπε οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἤξεραν ὅτι ὁ Θεὸς συντήρησε τοὺς προπάτορές τους στὴν ἔρημο γιὰ σαράντα χρόνια μὲ τὸ μάννα, ποὺ τοὺς πέρασε μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, νὰ μὴν εἶχαν καμιὰν ἀμφιβολία ὅτι μποροῦσε νὰ ἐκδιώξει καὶ ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ λέμε πίστη. Τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ κι ὄχι στὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη εἶναι μία ἕκτη αἴσθηση ποὺ μᾶς διευρύνει τὸν ὁρίζοντα.

Ὅσες φορὲς οἱ ἄνθρωποι ἐπέδειξαν πίστη, πέτυχαν τὸ θαῦμα. Ὅσες φορές, ὅμως, ταλαντεύτηκαν, ἀπέτυχαν. Ἀπόδειξη καὶ τώρα οἱ ἐννέα μαθητές: «Οὐκ ἠδυνήθησαν ἐκβαλεῖν αὐτό, διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν». Κι ἂν ἐλέγχονται δριμύτατα, ἂν χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸ Χριστὸ «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» εἶναι γιατί εἶχαν ὅλες τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ πιστέψουν. Εἶδαν νεκροὺς νὰ ἐγείρονται, λεπροὺς νὰ καθαρίζονται, παραλύτους νὰ συσφίγγονται. Πῆραν πολλὲς ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμη τῆς πίστης. Κι ὅμως γίνονται περίγελοι τοῦ σατανᾶ.

Μεγάλη εἶναι, ὅμως, καὶ ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, τῆς ἄμεσης ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Στὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος στέκεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μὲ τὸν Θεό, σὲ μία σχέση παιδιοῦ πρὸς πατέρα. Εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ ἐκδήλωση ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό. Εἶναι, ταυτόχρονα, καὶ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων μας, τῆς μεγάλης διαφορᾶς ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ Ἐκεῖνον. Μὲ τὴν προσευχὴ ἀναγνωρίζουμε τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀδυναμία μας καὶ ξανοιγόμαστε στὸ πέλαγος τῆς μεγαλοσύνης καὶ τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀβραάμ, προσευχόμενος στὸν Θεό, ἔπεσε κατὰ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ φώναξε: «Οἴμοι, ὅτι ἐγὼ εἰμὶ γῆ καὶ σποδός». Ἀλοίμονο! Μιλῶ μὲ τὸν Θεό, μὰ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἠσαΐας καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες καὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς, συναισθανόμενος τὴν ἀναξιότητά του καὶ τὴν ἀπόσταση ποὺ τὸν χώριζε ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ ψηλώσει στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε μόνο τὸ στῆθος του, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ὁ Χριστός, πολλὲς φορές, διαβεβαίωσε τόσο τοὺς ἀποστόλους ὅσο καὶ ὅλους τους ἀκροατές του, λέγοντάς τους: «Πάντα ὅσα ἂν αἰτήσησθε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε». Ὅσα ζητήσετε μὲ πίστη κατὰ τὴν προσευχή σας, θὰ σᾶς δοθοῦν.

Μὲ τὸ νὰ πεῖ σήμερα ὁ Χριστὸς ὅτι «τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ», ἤθελε νὰ καταστήσει σαφὲς ὅτι μὲ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις ἡ ἐκδίωξη τοῦ δαίμονος ἦταν ἀδύνατη. Μόνον ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ θερμὴ προσευχή, ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαλλάξει τὸ νέο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο.

Καὶ τῆς νηστείας εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε, σήμερα, ὁ Χριστός. Δηλώνει κι αὐτὴ τὴν ἀναγνώριση τῶν ὁρίων μας καὶ τὴν ὑποταγή μας στὸ θεῖο θέλημα. Κάποιος ποὺ δὲν ἔχει Κύριον, συμπεριφέρεται ὅπως θέλει. Ἕνας ποὺ ἔχει Κύριον, ὑπακούει στὸν Κύριό του. Κι ἐμεῖς μὲ τὸ νὰ μὴν τρῶμε ὅ,τι θέλουμε σὲ κάποιες περιόδους ἀλλὰ νὰ ὑπακοῦμε στοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, δηλώνουμε τὴν ὑποταγή μας στὸ Θεό. Κι εἶναι αὐτὴ ἡ ὑποταγή μας καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπιτελεῖ τὸ θαῦμα.

Ἡ πραγματικὴ νηστεία, βέβαια, δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα εἴδη φαγητῶν. Εἶναι μία ἄσκηση τῆς θέλησής μας ποὺ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες ἀρετές. «Ἀληθὴς νηστεία (εἶναι) ἡ τῶν παθῶν ἀλλοτρίωσις. Ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός…»

Πίστη, λοιπόν, καὶ προσευχὴ ποὺ ἐνισχύονται ἀπὸ τὴ νηστεία εἶναι οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἐπιτελεσθεῖ τὸ θαῦμα. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐνδυναμώσουμε τὴν πίστη μας στὸν Θεό, ἂς ἐπικοινωνοῦμε συνεχῶς διὰ τῆς προσευχῆς μὲ αὐτὸν κι ἂς προετοιμαζόμαστε μὲ τὴ νηστεία ὥστε ὅταν χρειαστεῖ, στὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του νὰ εἰσακουσθεῖ καὶ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ αἴτησή μας.



† Ὁ Πάφου Γεώργιος – Μητρόπολη Πάφου

Ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου υἱοῦ(Ματθ. ιζ,14-23)




Ματθ. 17,14-21. Μάρκ. 9,14-29 Λουκ. 9,37-43
«Ἐγένετο δὲ τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ» τὴν ἑπομένην δηλαδὴ ἡμέραν ἀπὸ τῆς μεταμορφώσεώς Του «κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς». Ὁ Κύριος μετὰ τῶν τριῶν μαθητῶν Του κατῆλθεν ἀπὸ τοῦ ὄρους εἰς τοὺς πρόποδας αὐτοῦ, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ ἄλλοι ἐννέα μαθηταὶ καὶ ὁ λαός. Ὁ Κύριος κατελθών κατευθύνεται ἐκεῖ, ὅπου ἦσαν οἱ ἄλλοι ἐννέα μαθηταί. Ὁ Κύριος καὶ οἱ τρεῖς μαθηταὶ «ἐλθόντες πρὸς τοὺς μαθητάς εἶδον ὄχλον πολὺν περὶ αὐτοὺς καὶ Γραμματεῖς συζητοῦντας πρὸς αὐτούς». Οἱ ἐννέα Ἀπόστολοι στηριζόμενοι εἰς τὴν ἐξουσίαν, ἥτις ἐδόθη εἰς αὐτοὺς (1) νὰ ἐκδιώκωσι τὰ δαιμόνια, προσεπάθησαν νὰ θεραπεύσωσι δαιμονιζόμενόν τινα υἱὸν ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν. Οἱ Γραμματεῖς εὑρισκόμενοι ἐκεῖ καὶ ἰδόντες τὴν ἀδυναμίαν ταύτην ἐνέπαιζον πιθανὸν αὐτοὺς καὶ τὸν Διδάσκαλόν των. Οἱ ἐννέα Ἀπόστολοι συζητοῦν μετ’ αὐτῶν ὑπερασπίζοντες τὸν Διδάσκαλόν των. Ὁ λαὸς συνεκεντρώθη γύρω ἀπ’ αὐτούς. Κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην φθάνει καὶ ὁ Ἰησοῦς μετὰ τῶν τριῶν ἄλλων μαθητῶν ἐκ τοῦ ὄρους. «Εὐθὺς πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες Αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν» ἐξεπλάγησαν, οἱ ἄνθρωποι, διότι ὁ Κύριος ἐνεφανίσθη ἐπικαίρως καὶ ἀπροσδοκήτως, ὅτε οἱ 9 μαθηταὶ Του ἐπολεμοῦντο ὑπὸ τῶν Γραμματέων ἤ διότι κατ’ ἄλλους — τὸ ὀλιγώτερον πιθανόν— ἔφερεν ἀκόμη ἀρκετὴν αἴγλην εἰς τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ἐκ τῆς μεταμορφώσεώς Του. Ἡ αἴγλη αὕτη ὀλίγον χρόνον διήρκεσεν, διότι εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι «προστρέχοντες ἠσπάζοντο Αὐτόν».

Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τοὺς προστρέξαντας πρὸς Αὐτόν. «Τί συζητεῖτε πρὸς αὐτούς;» Ποῖον εἶναι τὸ θέμα τῆς συζητήσεώς σας μὲ τοὺς μαθητάς Μου; Εἰς τὴν ἐρώτησιν ταύτην «ἰδοὺ ἀνὴρ ἐκ τοῦ ὄχλου προσῆλθεν Αὐτῷ γονυπετῶν καὶ ἐβόησε λέγων. Κύριε δέομαί Σου ἐπίβλεψαι καὶ ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται «καὶ κακῶς πάσχει. Μονογενής μου ἐστίν». Πατὴρ τις ἔχων δαιμονιζόμενον υἱὸν παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦν νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Αἱ διάφοροι κρίσεις τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ συμβαίνουσι κατὰ διαφόρους φάσεις τῆς σελήνης, ἐξ οὗ ἡ δαιμονοπληξία ὀνομάζεται σεληνιασμός. Ὁ πατὴρ περιγράφει τὰς κρίσεις ταύτας τοῦ υἱοῦ του ὡς ἑξῆς. «Κύριε ἤνεγκα πρὸς Σὲ τὸν υἱόν μου ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον». Ὁ υἱὸς οὗτος δηλαδὴ κατείχετο ὑπὸ πονηροῦ πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἔκαμε τὸ θῦμα του ἄλαλον, ἀνίκανον νὰ ὁμιλήσῃ. Πλὴν αὐτοῦ τὸ πονηρὸν τοῦτο «πνεῦμα λαμβάνει αὐτὸν καὶ ἐξαίφνης κράζει καὶ ρήσσει» ἤτοι «σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ» τὸ ὁποῖον ἐξάγει ἐκ τοῦ στόματός του. «Τρίζει τοὺς ὀδόντας καὶ μόλις ἀποχωρεῖ ἀπ’ αὐτοῦ ὁ δαίμων συντρίβων αὐτόν». Μετὰ τοὺς σπασμοὺς αὐτούς, τὸ τράνταγμα αὐτὸ ὁ δαιμονιζόμενος υἱὸς «ξηραίνεται» γίνεται ἄκαμπτος σἄν τὸ ξηρὸν ξύλον, ἀναισθητεῖ καὶ «πολλάκις πίπτει εἰς τὸ πῦρ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ» προσθέτει ὁ δυστυχὴς πατήρ. Ὁ πατὴρ γνωρίζει εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὅτι «ἐδεήθην τῶν μαθητῶν Σου, ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτὸ καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν». Παρεκάλεσα τοὺς μαθητάς Σου νὰ θεραπεύσωσιν αὐτόν, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν.

Ὁ Κύριος ἐπιπλήττων τὴν ὀλιγοπιστίαν τῶν μαθητῶν Του καὶ τοῦ πατρὸς τούτου καὶ τὴν ἀπιστίαν τοῦ λαοῦ, ἕνεκεν τῆς ὁποίας δὲν ἐθεραπεύθη ὁ υἱὸς οὗτος, λέγει˙ «ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» Ἡ γενεὰ τοῦ Κυρίου ἐδῶ εἶναι κυρίως ἡ τῶν Φαρισαίων. Αὕτη δὲν ἦτο μόνον ἄπιστος, ἀλλὰ καὶ διεστραμμένη, διότι παρ’ ὅλα τὰ θαύματά Του ἔμεινεν ἄπιστος εἰς Αὐτόν. Διά τοῦτο λέγει πρὸς αὐτήν: Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας εἰς μάτην διδάσκων ὑμᾶς; ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι ἀπιστοῦντας εἰς Ἐμὲ καὶ εὑρισκόμενος μαζί σας; Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἦτο ἀνοχή! Ὁ Κύριος ἐν τῇ ἀγανακτήσει Του ταύτῃ συμπονῶν πατέρα καὶ υἱόν—, ὁποία μεγαλοπρέπεια!—λέγει πρὸς τὸν πατέρα: «φέρετε αὐτὸν πρὸς ἐμέ. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς Αὐτόν», ὡδήγησαν τὸν δαιμονιζόμενον υἱὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. «Ἔτι δὲ προσερχόμενου αὐτοῦ» πρὸς τὸν Ἰησοῦν «τὸ δαιμόνιον ἰδὼν» τὸν Ἰησοῦν διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ παιδίου «ἔρρηξε αὐτὸν» μετὰ πατάγου ἔρριψε κατὰ γῆς «συνεσπάραξεν αὐτὸν» ἐτάραξε μὲ σπασμοὺς ὅλον τὸ σῶμα του καὶ ὁ δαιμονιζόμενος υἱὸς «πεσών ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων». Τὸ πονηρὸν πνεῦμα ὁμιλεῖ ἄλλοτε αὐτὸ τὸ ἴδιον καὶ ἄλλοτε διὰ τοῦ παιδίου. Ὁ Κύριος, ἵνα διδαχθῇ ὁ λαὸς τὸ μέγεθος τοῦ πονηροῦ τούτου πνεύματος καὶ αἰσθανθῇ τὴν ἐκ τῆς θεραπείας τοῦ υἱοῦ τούτου θείαν Του δύναμιν, ἐρωτᾷ τὸν πατέρα˙ «πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονε αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε˙ παιδιόθεν. Πολλάκις καὶ εἰς πῦρ αὐτὸν ἔβαλλεν καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν». Ὁ πατὴρ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν μαθητῶν εἰς τὸ νὰ θεραπεύσωσι τὸν υἱὸν του ὀλιγοπιστῶν καὶ εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ καὶ ἐν πλήρει συντριβῇ λέγει πρὸς τὸν Ἰησοῦν: «Εἰ τι δύνῃ, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεῖς ἐφ’ ἡμᾶς». Ἂν δύνασαι, βοήθησέ μας!

Ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία ἀπαιτεῖ καὶ τὴν πίστιν τοῦ θεραπευομένου. Διά τοῦτο ὁ Κύριος φροντίζων νὰ διεγείρῃ τὴν πίστιν τοῦ πατρὸς καὶ ἐκ μετριοφροσύνης ἀποδίδων τὴν θεραπείαν εἰς τὴν πίστιν ταύτην λέγει τὸ «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Ὁ πατὴρ συγκεντρώνων τὰς ὀλίγας δυνάμεις τῆς πίστεώς του καὶ αἰσθανόμενος, ὅτι δὲν εἶναι, ὅσον ἔπρεπε, πιστός, λέγει μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Ἰησοῦν «πιστεύω˙ βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ» ἤτοι βοήθησόν με τὸν ὀλιγόπιστον. Αὐτὸ ἤθελε καὶ ὁ Κύριος, τὴν πίστιν ταύτην. Ἔπειτα προβαίνει εἰς τὸ θαῦμα ὡς ἑξῆς:

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ εἰς μικρᾶν ἀπόστασιν εὑρισκόμενος ὄχλος συγκεντρώνεται πλησίον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ἀποφεύγων πάντοτε τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ ὄχλου «ἰδών, ὅτι ἐπισυντρέχει ὁ ὄχλος» ὅτι συγκεντρώνεται ὁ λαὸς «ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ» διέταξε τὸν διάβολον «λέγων αὐτῷ˙ τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν πνεῦμα ἐγὼ ἐπιτάσσω σοι, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Ὀνομάζεται ὁ κατέχων τὸν υἱὸν τοῦτον πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφόν, διότι προκαλεῖ εἰς τὸ θῦμα του κωφότητα καὶ βωβαμάραν. Τὸ πονηρὸν πνεῦμα ὑπακούει εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἀφίνων τὰ τελευταῖα δείγματα τῆς κακίας του ἐπὶ τοῦ θύματός του «κράξαν» τὸ ἴδιον «καὶ πολλὰ σπαράξαν» τὸ θῦμα Του «ἐξῆλθεν». Ὁ δὲ υἱὸς «ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε τοὺς πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν». Ὁ Ἰησοῦς λίαν συμπαθῶς «κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἤγειρεν αὐτόν». Ὁ υἱὸς «ἐθεραπεύθη ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης καὶ ἀνέστη» καὶ ἠγέρθη, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἐθεράπευσε τὸν υἱὸν τοῦτον «ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ» τὸν παρέδωκε εἰς τὸν πατέρα Του. Πάντες οἱ ἄνθρωποι βλέποντες ταῦτα «ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ», ἐξεπλήσσοντο διὰ τὰ μεγάλα ταῦτα ἔργα τὰ προερχόμενα ἐκ τοῦ Θεοῦ.

Μετὰ ταῦτα «εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς οἶκον οἱ μαθηταί αὐτοῦ κατ’ ἰδίαν ἐπηρώτων αὐτόν, διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν» δὲν μπορέσαμεν «ἐκβαλεῖν αὐτὸ» νὰ ἀποδιώξωμεν τὸ πονηρὸν δηλαδὴ αὐτὸ πνεῦμα; Ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾷ: «διὰ τὴν ὀλιγοπιστίαν ὑμῶν». Οἱ Ἀπόστολοι εἶχον λάβει ἐξουσίαν νὰ ἐκδιώκωσι τὰ δαιμόνια. Πεποιθότες ὅμως εἰς τὴν ἰδίαν των δύναμιν καὶ μὴ καταφυγόντες εἰς τὴν προσευχήν, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ θεραπεύσωσιν αὐτόν. Διά τοῦτο ὁ Κύριος λέγει πρὸς τοὺς Ἀποστόλους Του «τοῦτο τὸ γένος» τῶν δαιμόνων γενικῶς «ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Ὁ Κύριος δεικνύων τὴν δύναμιν τῆς πίστεως ἐνισχυομένην ὑπὸ τῆς προσευχῆς συμπληροῖ λέγων: «ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβα ἔνθεν ἐκεῖ καὶ μεταβήσεται καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν». Πίστις ὡς κόκκος σινάπεως εἶναι ἡ θερμὴ πίστις, ὡς θερμὸς εἶναι ὁ σιναπόσπορος. Αὕτη δύναται ὄρη νὰ μετακινήσῃ, λέγει ὁ Κύριος. Εἶναι ἀληθές, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δὲν μετεκίνησαν ὄρη, διότι δὲν παρέστη ἀνάγκη τοιαύτη. Ἀνέστησαν ὅμως νεκροὺς μὲ τὴν πίστιν των, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον, ὅπως ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀνώτερον τῆς μετακινήσεως τῶν ὀρέων.



Θέμα: Ἀνατροφὴ τῶν τέκνων.

Εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν περικοπὴν τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ δίδεται ἡ ἀφορμὴ νὰ ἐξετάσωμεν τὰς ἐλλείψεις καὶ τὸν τρόπον τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ζωῆς μας. Ἂς ἴδωμεν.

Α. Ἐξωχριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν παιδίων: Προκειμένου νὰ ἴδωμεν τὰς ἐλλείψεις τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδίων, πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν τὸ παιδὶ καὶ τοὺς διδασκάλους του. Ἐπειδὴ δὲ διδάσκαλοι τοῦ παιδίου πλὴν τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ σχολεῖον, θὰ ἴδωμεν τὴν φύσιν τοῦ παιδίου, τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς διδασκάλους αὐτοῦ.

Πρῶτον. Ἡ φύσις τοῦ παιδίου: Ἐκ τῆς ἀνωτέρω εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἴδομεν, ὅτι ὁ υἱὸς «κακῶς σεληνιάζεται. Πολλάκις πίπτει εἰς τὸ πῦρ, πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ καὶ ξηραίνεται». Ἡ δὲ ζωὴ μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ παῖς παρ’ ὅλην τὴν ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνειαν ποὺ ἔχει εἰς μικράν ἡλικίαν, ὅσον προχωρεῖ εἰς τὴν ἡλικίαν, ὁ ἐγωϊσμός, τὸ πεῖσμα, ἡ ζήλεια καὶ τὰ λοιπὰ πάθη εἶναι ψεγάδια τῆς παιδικῆς ἡλικίας ἀναντίρρητα. Ἡ εἰκὼν τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς δὲν ὑπολείπεται πολλάκις τοῦ παιδικοῦ δαιμονίου ὑγιοῦς υἱοῦ. Καὶ τὸ παιδί, ὅταν εὑρίσκεται ὑπὸ τὸ κράτος πάθους τινός, τινάζεται, ξηραίνεται, κακῶς δαιμονίζεται. Ἡ κακία πηγάζουσα ἐκ τῶν πρωτοπλάστων Ἀδάμ—Εὔας εἶναι κληρονομικὴ ἑπομένως παρουσιάζεται καὶ εἰς τὰ παιδιὰ καὶ εἶναι βαθεῖα.

Δεύτερον. Οἱ γονεῖς: Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς μανθάνομεν, ὅτι ὁ πατὴρ ἦτο ὀλιγόπιστος καὶ ὁ Κύριος ὠνόμασε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν πατέρα τοῦτον «γενεὰν ἄπιστον» καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας ταύτης δὲν ἐθεραπεύθη ὁ υἱός, πρὶν παρουσιασθῇ ὁ Χριστός. Πράγματι! Αἱ ἀτέλειαι τῶν γονέων ἐπιδροῦν πολὺ εἰς τὴν μὴ ὀρθὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν τέκνων των ἰδίως δὲ ἡ ἀπιστία των. Καὶ συγκεκριμένως: Ἡ ἀπρόσεκτος συμφεριφορὰ τῶν συζύγων εἰς ζητήματα αἰδημοσύνης, αἱ ἀδυναμίαι τῶν γονέων ἐνώπιον τῶν τέκνων, ἡ προσκόλλησις τῶν γονέων εἰς τὸ χρῆμα, ὥστε ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ νὰ συντρίβῃ ψυχικῶς τοὺς γονεῖς, ἐπιδροῦν ὀλεθρίως εἰς τὰ τέκνα. Ὄχι αἱ συμβουλαὶ τῶν γονέων, ἀλλὰ τὰ ἄπρεπα λόγια τῆς στιγμῆς ἐπιδροῦν εἰς τὰ παιδιά, τὰ ὁποία εἶναι εὔφλεκτος ὕλη εἰς τὰ λόγια ταῦτα τῆς στιγμῆς τῶν γονέων, διότι οἱ μικροὶ εἶναι κατάσκοποι τῶν μεγάλων!

Τρίτον. Τὸ σχολεῖον: Ὁ δαιμονιζόμενος υἱὸς δὲν ἐθεραπεύθη ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, διότι ὅπως ἐβεβαίωσεν ὁ Κύριος δὲν εἶχον οὗτοι τὴν ἀνάλογον πίστιν οὐδὲ τὴν προσευχήν. Ἐὰν οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἠδυνήθησαν νὰ θεραπεύσωσι τὸν υἱόν, διότι ἐστεροῦντο ἀναλόγου πίστεως, πολὺ περισσότερον δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ διώξῃ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ παιδιὰ τὸ σχολεῖον, τὸ ὁποῖον ἔχει διδασκάλους ἀπίστους. Δυνατὸν οἱ μορφωμένοι διδάσκαλοι ἀλλὰ ἄπιστοι νὰ δώσωσιν εἰς τὰ παιδιὰ γνώσεις πολλάς. Δὲν δύνανται ὅμως νὰ διώξωσιν ἀπὸ τὰ παιδιὰ οὐδὲ ἕν δαιμόνιον, Διά τὴν ζήλειαν, τὸ ψεῦδος, τὴν ἀπάτην, τὸ πεῖσμα, τὸν θυμὸν καὶ λοιπὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ἐμφωλεύουν εἰς τὴν καρδίαν τῶν παιδιῶν, δὲν καταβάλλεται φροντὶς νὰ ἐκριζωθῶσι, διότι ἡ προσοχὴ τοῦ σχολείου στρέφεται κυρίως εἰς τὰς γνώσεις ὑπὸ τὰς δύο ὄψεις τὴν μνήμην καὶ τὴν κρίσιν. Αὐτὰ ἀναπτύσσονται καὶ βαθμολογοῦνται. Ἡ διαγωγὴ βαθμολογεῖται μόνον χωρὶς νὰ διαπαιδαγωγῆται, ὅπως παιδαγωγεῖται ἡ μνήμη καὶ ἡ κρίσις. Πῶς τὸ σχολεῖον θὰ βγάλῃ τὸ δαιμόνιον ἀπὸ τὸ παιδί, τὸ ὁποῖον παιδὶ ἔχει τόσην κακίαν, τὸ δὲ σχολεῖον ἄνευ Χριστοῦ ἔχει τόσην ἀδυναμίαν;

Ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ αἰσθανθεῖς τὴν ἀδυναμίαν τοῦ παιδιοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴν ἰδικὴν τοῦ κατέφυγεν εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ἡμεῖς ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τὴν παιδικὴν φλόγα τῶν παθῶν, τὴν οἰκογενειακὴν καὶ σχολικὴν ἐλλιπῆ διαπαιδαγώγησιν, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ καταφύγωμεν εἰς τὸν Χριστόν, διότι μόνον Αὐτὸς θὰ βγάλῃ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ παιδιά.

Β. Ἡ Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν παιδίων. Τὰ παιδιὰ θὰ εὕρουν τὴν χαρὰν των εἰς τὸν Χριστόν, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα μεγάλο παιδί. Τὰ παιδιὰ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν θὰ εὕρουν τὸ ἄναμμά των καὶ συμπλήρωμά των. Θὰ ἀνάψῃ ὅ,τι καλὸν ἔχουν καὶ θὰ ἀποκτήσουν ὅ,τι τοὺς λείπει. Καὶ συγκεκριμένως: Ἡ ἁπλότης τοῦ μικροῦ παιδιοῦ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν θὰ συμπληρωθῇ ὑπὸ τῆς καθαρότητος. Τὸ παιδὶ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν δὲν θὰ ἔχῃ μόνον τὴν φυσικήν του χαράν, ἀλλὰ καὶ καρδίαν καθαράν. Ἡ φυσικὴ εἰλικρίνεια, ἡ ὁποία ὑπάρχει εἰς τὰ μικρὰ παιδιά, ὅταν αὐτὰ εὑρεθοῦν κοντὰ εἰς τὸν Χριστόν, θὰ εὕρῃ σπουδαῖον τρόπον ἐκδιώξεως τῶν δαιμονίων διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως. Ποῖος ἱερεὺς ἐξωμολόγησε μικρὰ παιδιὰ καὶ δὲν εἶδε τὴν παιδικὴν εἰλικρίνειαν πεντακάθαρη; Τὰ παιδιὰ εἶναι ἀπρόσεκτα καὶ αἱ πτώσεις των πολλαί. Ἡ εἰλικρίνειά των ὅμως ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι τόσον φυσική, ὥστε προσφέρει ὅλο σιτάρι, κόκκους καθαροὺς ἐνοχῆς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἐξομολογήσεις τῶν μεγάλων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξομολογούμενοι προσφέρουσι ὀλίγους κόκκους ἐνοχῆς, τὰ περισσότερα δὲ λόγια των εἶναι ἄχυρα ἀπὸ βάσανα καὶ ἱστορίες ἤ ἁμαρτίες ἄλλων. Ἑπομένως ἡ ἁπλότης, χαρὰ καὶ εἰλικρίνεια, τὰ στολίδια τῆς παιδικῆς ἡλικίας θὰ ἐνισχυθῶσι καὶ θὰ συμπληρωθῶσι ὑπὸ τῆς καθαρότητος καὶ τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ ὡδήγησε τὸ παιδίον του εἰς τὸν Χριστόν. Τὸ αὐτὸ πρέπει νὰ κάμωσι καὶ οἱ γονεῖς εἰς τὰ παιδιὰ των. Πρέπει νὰ ὁδηγοῦν αὐτὰ εἰς τὸν Χριστόν. Πρέπει δηλαδὴ οἱ γονεῖς νὰ προπορεύωνται εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὥστε νὰ ἐκκλησιάζωνται. Πρέπει οἱ γονεῖς ὄχι μόνον νὰ στελλουν τὰ παιδιὰ των εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, ἀλλὰ νὰ ἐξομολογοῦνται καὶ αὐτοί, ὅπως ἐξωμολογήθη καὶ ὁ πατὴρ τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ τὴν ὀλιγοπιστίαν του εἰς τὸν Χριστόν. Πρέπει οἱ γονεῖς μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ των νὰ προσέρχωνται εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Πόσον ὡραῖον νὰ βλέπῃ τις γονεῖς νὰ συμπροσεύχωνται μὲ τὰ παιδιὰ των! Πόσον συγκινητικὸν γονεῖς νὰ συμψάλλουν μὲ τὰ παιδιὰ των. Τότε θὰ φύγουν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἐὰν οἱ γονεῖς στέλλουν μόνον τὰ παιδιὰ των εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐξομολόγησιν, θείαν κοινωνίαν, αὐτοὶ δὲ ἀδιαφοροῦσιν, οὐδόλως οἰκοδομοῦσιν αὐτά.

Τί νὰ εἴπῃ τις διὰ τοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐμποδίζουσιν ἤ εἰρωνεύονται τὰ παιδιὰ των, ὅταν αὐτὰ θρησκεύωσι; Αὐτοὶ πρῶτοι θὰ πληρώσωσι τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας των, διότι τὰ δαιμόνια τῶν παιδιῶν αὐτῶν θὰ στραφοῦν κατὰ τῶν γονέων των καὶ θὰ ποτίσουν αὐτοὺς μὲ δηλητήριον. Ἰδοὺ ἡ φύσις τοῦ παιδίου μακρὰν καὶ πλησίον τοῦ Χριστοῦ. Ἰδοὺ αἱ ἀτελεῖς διαπαιδαγωγήσεις σχολικαὶ καὶ οἰκογενειακαὶ καὶ αἱ συμπληρώσεις αὐτῶν.

Ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ θρησκευτικὴ διαπαιδαγώγησις τῶν παιδιῶν φαίνεται ἐκ τοῦ ἑξῆς: Ὁ βαθύπλουτος Κροῖσος ἠρώτησε τὸν σοφὸν Σόλωνα, ποῖος εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Σόλων ἀπαντᾷ: Ὁ Βίτων καὶ ὁ Κλέοβις, διότι θρησκευτικῶς παιδαγωγηθέντες ὑπὸ τῆς μητρὸς των ἐφάνησαν εὐγνώμονες εἰς αὐτὴν κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. Ἡ μήτηρ τῶν δύο αὐτῶν υἱῶν μετέβαινε τακτικὰ εἰς τὸν ναόν. Ἡμέραν τινά, ἐπειδὴ ἔλειψαν οἱ ἵπποι τοῦ ὀχήματος, ἐζεύχθησαν οἱ δύο οὗτοι υἱοὶ καὶ ἔφερον ἐγκαίρως τὴν μητέρα των εἰς τὸν ναόν. Ἐκεῖ κοιμηθέντες οἱ δύο υἱοὶ κατόπιν προσευχῆς τῆς μητρὸς των, ὅπως ἐπιτύχωσιν οὗτοι τὸ μέγιστον ἀγαθόν, ἀπέθανον ἐν τῷ ναῷ! Ἐὰν τοιαύτην ἰδέαν εἶχον οἱ πρὸ Χριστοῦ διὰ τὴν θρησκευτικὴν ἀνατροφήν, ποίαν σημασίαν πρέπει νὰ δίδωμεν ἡμεῖς διὰ τὰ παιδιὰ εἰς τὴν Χριστιανικὴν ἀνατροφήν; Ἂς ὁδηγήσωμεν λοιπὸν τὰ παιδιὰ εἰς τὸν Χριστόν!


Δευτέρα πρόρρησις τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου.

Ματθ. 17,22-23. Μᾶρκ. 9,30—32. Λουκ. 9,43β—45.
Ὁ Κύριος καὶ οἱ μαθηταὶ Του «ἐξελθόντες ἐκεῖθεν» ἐκ τῶν μερῶν δηλ. τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου, ὅπου ἐθεραπεύθη ὁ σεληνιαζόμενος υἱὸς «παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ οὐκ ἤθελεν, ἵνα τις γνῷ». Ὁ Κύριος δηλαδή, ἵνα ἀποφύγῃ τὸν κοσμικὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ ἵνα εὑρίσκεται μόνος μετὰ τῶν μαθητῶν Του παρασκευάζων αὐτοὺς διὰ τὸ πάθος του «παρεπορεύετο» ἤτοι διήρχετο πόλεις καὶ κώμας χωρὶς νὰ σταματήσῃ ἤ ἐπορεύετο διὰ τῶν μὴ κεντρικῶν ὁδῶν τῶν πόλεων.

«Πάντων δὲ θαυμαζόντων ἐπὶ πᾶσι, οἷς ἐποίει καὶ συστρεφομένων αὐτῶν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς μαθητάς αὐτοῦ». Ἐνῷ δηλαδὴ ὅλοι ἐθαύμαζον διὰ τὸ θαῦμα τοῦ δαιμονιζομένου υἱοῦ καὶ τὰ ἄλλα θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔκαμνε καὶ ἐνῷ περιεφέρετο ὁ Κύριος μετὰ τῶν μαθητῶν Του ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, «ἐδίδασκε» συνεχῶς καὶ κατ’ ἐπανάληψιν ἐτόνιζεν εἰς «τοὺς μαθητάς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς˙ θέσθε ὑμεῖς εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους», δέσατε κόμπον καλὰ εἰς τὸ μυαλό σας, ὅτι «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται» ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων «εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν Αὐτὸν» θὰ τὸν φονεύσωσι «καὶ ἀποκτανθεῖς τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἐγερθήσεται» καὶ φονευθείς θὰ ἀναστηθῇ τὴν τρίτην ἡμέραν. Οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ταῦτα «ἐλυπήθησαν σφόδρα». Ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους μεταμόρφωσίν Του στρέφει τὸ βλέμμά Του εἰς τὸν Γολγοθᾶν, διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἀναβῇ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἵνα σταυρωθῇ. Οἱ μαθηταὶ ἀδυνατοῦν νὰ συνδέσουν τὰ δύο ταῦτα ὄρη, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συνδυάσωσι μεταμόρφωσιν καὶ σταύρωσιν. Διά τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγει δὶ’ αὐτούς. «Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα τοῦτο» τῆς σταυρώσεως. Δὲν ἐνόουν τὴν σταύρωσίν Του, διότι ἦσαν πλήρεις πολιτικῶν μεσσιανικῶν ἀντιλήψεων. Ὁ Λουκᾶς προσθέτει καὶ ἄλλο τι: «τὸ ρῆμα τοῦτο ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ’αὐτῶν, ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι Αὐτὸν περὶ τοῦ ῥήματος τούτου». Ἡ ἀλήθεια δηλαδὴ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, ἦτο ἀκατανόητος, πολὺ βαρεῖα διὰ τὸν νοῦν τῶν Ἀποστόλων. Ἡ θεία πρόνοια, ἵνα μὴ συντριβῶσιν οἱ Ἀπόστολοι ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἀληθείας ταύτης καὶ ὦσι ἐν διαρκεῖ κατηφείᾳ ἐπέτρεπε νὰ μὴ ἐννοῶσι τὴν φρικτὴν ὄψιν τοῦ σταυροῦ πλήρως. Ἐφοβοῦντο δὲ νὰ ἐρωτήσωσι καὶ τὸν Ἰησοῦν, ἵνα μὴ λυπήσωσιν Αὐτὸν καὶ ἐπιτιμηθῶσιν ὑπ’ Αὐτοῦ, ὡς ἐπετιμήθη καὶ ὁ Ἀπόστ. Πέτρος, ἴσως δὲ καὶ ἵνα μὴ ἀκούσωσι τρομερώτερα πράγματα.

Οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἐνόησαν «τὸ ρῆμα» τὸν λόγον περὶ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ἐνόησαν ὅμως κάποιο ἄλλο σπουδαῖον σημεῖον, τὸ ἑξῆς. Προλέγων ὁ Κύριος τὸ πάθος Του, δηλοῖ, ὅτι ἑκουσίως πάσχει, εἶναι κύριος τοῦ πάθους Του. Ἑπομένως ὁ πειρασμὸς τοῦ ἀπροσδοκήτου τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου δὲν πρόκειται νὰ ἐπηρεάσῃ τελικῶς τοὺς μαθητάς Του περὶ δῆθεν ἀποτυχίας τοῦ ἔργου Του.

Ἡ πρόρρησις αὕτη τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου θεωρεῖται δευτέρα, ἂν καὶ πρὸ ταύτης ὑπῆρξαν δύο ἄλλαι ἐν Ματθ. 16,21 καὶ 17,12, διότι ἡ πρώτη 16,21 θεωρεῖται κυρία πρόρρησις. Ἡ ἄλλη ἐν 17,12 ἦτο συμπτωματική. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἦτο ἀκατανόητος ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, διότι ἐθεωρεῖτο ἐσχάτη ἀδυναμία διὰ τὸν Ἀρχηγὸν των καὶ ἀπελπισία διὰ τὸν ἑαυτὸν των. Καὶ ὅμως ὁ Σταυρὸς εἶναι δύναμις καὶ ἐλπίς.



Θέμα: Ὁ Σταυρὸς δύναμις - ἐλπὶς
Α.Ὁ Σταυρὸς δύναμις. Ὁ Σταυρὸς εἶναι δύναμις πρὸς τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὑλικὸν κόσμον καὶ τὸν ἔμψυχον κόσμον ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων.
α) Ὁ Σταυρὸς δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν βλέπωμεν τὸν Ἰησοῦν ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὴν μανίαν τῶν σταυρωτῶν του καὶ παραδίδοντα τὴν ἁγίαν Του ψυχὴν ἐν μέσῳ τόσων σκληρῶν βασάνων μὴ φαντασθῶμεν, ὅτι περιῆλθεν εἰς τὴν ἀξιοθρήνητον ταύτην θέσιν ἀπὸ ἀδυναμίαν. Δὲν εἶναι ἡ σκληρότης τῶν βασανιστηρίων, τὰ ὁποῖα τὸν κάμνουν καὶ ἀποθνῄσκει, εἶναι ἡ θέλησίς Του. Ὁ θάνατος παρ’ ἡμῖν προέρχεται ἐξ ἀδυναμίας, ἀπὸ ἐξάντλησιν. Ὁ Κύριος ἀποθνῄσκει, διότι τό θέλει. Ὁ Κύριος πρὶν σταυρωθῇ ὁμολογεῖ: «ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν». Ἰωάν. 10,18. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην ὁ Κύριος ἐξηπλωμένος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἐξετάζει διὰ τῆς σκέψεώς Του τὰ ὑπὸ τῶν προφητῶν περὶ ἑαυτοῦ γραφέντα καὶ «εἰδώς ὁ Ἰησοῦς, ὅτι τὰ πάντα τετέλεσται» ἐννοήσας, ὅτι ἅπασαι αἳ προφητεῖαι ἐξεπληρώθησαν πλὴν τοῦ πικροῦ ποτίσματος, ἵνα πληρωθῇ ἡ γραφὴ εἶπε «διψῶ». (2)

Μετὰ ταῦτα ἰδών, ὅτι οὐδὲν ἄλλο Τὸν κρατᾷ εἰς τὸν κόσμον, ὑψώνει τὴν φωνήν Του καὶ παραδίδει τὸ πνεῦμα μετὰ τοσαύτης ἠρεμίας, ὥστε εἶναι εὔκολον νὰ συμπεράνῃ τις, ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ τοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ζωήν. Ποῖον ἄλλον εἴδομεν νὰ κοιμᾶται μετὰ τοιαύτης γλυκύτητος, μεθ’ ὅσης ἀποθνῄσκει ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ; Οὐδένα! Ποῖος ἄλλος ὁρίζει τόσον ἀκριβῶς τὴν ὥραν τοῦ ὕπνου, καθ’ ἥν θὰ κλείσουν τὰ βλέφαρά του, ὡς ὁρίζει ὁ Χριστὸς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου Του; Οὐδείς! Τὶς τῶν ἀνθρώπων μελετῶν ταξίδιον ὁρίζει τόσον ἐπακριβῶς τὴν ὥραν τῆς ἀναχωρήσεως καὶ ἀφίξεως, ὅσον ὁ Χριστὸς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου Του; Οὐδείς! Διά τοῦτο ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος ζῶντος τοῦ Κυρίου οὐδόλως συνεκινήθη ἐκ τῆς τοῦ Κυρίου τύχης, ὅταν ὅμως ἀπέθανεν ὁ Κύριος, ὠμολόγησεν ἐκεῖνος τὴν θεότητά Του εἰπών «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος».

Διατί; Διότι εἶδεν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ταύτῃ ἀδυναμίᾳ καὶ ἐξαντλήσει δύναμιν ἠρεμίας καὶ ἐλευθερίαν αὐτοδιαθέσεως. Ἰδοὺ ἡ πρώτη δύναμις τοῦ Ἐσταυρωμένου; Ἀποθνῄσκει κατὰ τὸν Αὐγουστῖνον ἐκ δυνάμεως, ἐπειδὴ τὸ θέλει καὶ οὐχὶ ἐξ ἀδυναμίας παρὰ τὴν θέλησίν Του. Ὦ δύναμις τοῦ Ἐσταυρωμένου!

β) Ὁ Σταυρὸς δύναμις πρὸς τὸ ὑλικὸν σύμπαν. Ὁ Σταυρικὸς θάνατος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σείσῃ ἐκ θεμελίων τὸν Οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, διότι ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη «σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν, τὰ μνημεῖα ἠνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη˙ καὶ τὸ καταπέτασμα» τὸ τέμπλον τοῦ Ναοῦ, ἂς εἴπωμεν σήμερον, «ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνω ἕως κάτω». Γενικῶς ὁ σταυρὸς δίδει ἕνα μάθημα, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν εἰς τὴν ἄψυχον φύσιν νὰ μάθῃ ποῖον ἦτο τὸ χάος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθε καὶ εἰς τό ὁποῖον θὰ κατήντα, ἂν δὲν συνετηρεῖτο ὑπὸ τῆς θείας προνοίας. Πόση εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ!

γ) Ὁ σταυρὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ δαίμονας.
 Ὁ σταυρὸς συνταράσσει ὄχι μόνον τὴν ἄψυχον φύσιν, ἀλλὰ τοὺς δαίμονας καὶ τὸν ἐγωϊσμὸν τῶν ἀνθρώπων. Ἰδοὺ πῶς. Μεγαλύτερα νίκη εἶναι ἡ καθυπόταξις τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν συντριβὴν ὁλοκλήρου τῆς φύσεως, διότι οὐδὲν ἐν τῇ φύσει ῥοῶδες καὶ ἀνυπότακτον ὅσον ἡ ἀνθρωπίνη καρδία καὶ οὐδὲν ἄκαμπτον ὅσον ἡ τῶν δαιμόνων ὑπεροψία. Ὁ ἐγωϊσμὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, διότι ἀνῆλθε μέχρι τοῦ Θείου Θρόνου καὶ ἐκρήμνισεν ἐκεῖθεν μερίδα ἀρκετὴν καὶ ἐκλεκτὴν τῶν Οὐρανίων πνευμάτων, τοὺς ἀγγέλους, κατόπιν κατῆλθεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἀφοῦ μετέβαλε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἐγωϊστάς καὶ ἀντάρτας κατὰ τοῦ Θείου θελήματος, ἔκαμε αὐτοὺς δούλους τοῦ κακοῦ.

Ὁ σταυρὸς ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὑπέταξε τοσαύτας καὶ τοιαύτας καρδίας ἀνθρωπίνας, οἵας οὐδεμία ἄλλη δύναμις τοῦ κόσμου. Γύρω τοῦ σταυροῦ βασιλεῖς ἐναπέθεσαν τὰ σκῆπτρα καὶ τὰς βασιλικάς ἀλουργίδας, παρθένοι ἀφιέρωσαν τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς των. Μάρτυρες ἔδωκαν τὸ αἷμὰ των, πλῆθος δὲ ὁσίων, ἀσκητῶν, ἱερομαρτύρων ἔζησαν τὸν σταυρὸν ὑποτάσσοντες τὸν ἐγωϊσμὸν των. Ποῖα ὅπλα ἐχρησιμοποίησεν ὁ Κύριος κατὰ τῶν ἐχθρῶν τούτων; Μήπως κεραυνούς, ἀστραπάς ἤ τὴν μεγαλοπρεπῆ Του ἐμφάνισιν ἐνώπιον τῆς ὁποίας τὰ ὑψηλότερα ὄρη τρέμουν, διαρρέουν ὡς τηκόμενος κηρός; Ὄχι! Ἀλλὰ αἱματωμένην καθέδραν, ὀνοζομένην σταυρόν, αἷμα χυνόμενον μετὰ σκληρότητος, θάνατον ἄτιμον. στέφανον ἐξ ἀκανθῶν. Καὶ πολὺ σοφὴ εἶναι ἡ ἐκλογὴ αὕτη. Θὰ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἐγωϊσμὸν μεγαλύτερον καὶ τὸν ἐγωϊστὴν δαίμονα ὑπερόπτην, ἐὰν ἤθελεν ἐπέλθει κατ’ αὐτοῦ μετὰ δυνάμεως. Ἡ ἀδυναμία πρέπει νὰ τὸν νικήσῃ, ἵνα ἡ ἧττά του εἶναι καὶ ταπείνωσίς του! Πρέπει νὰ ἡττηθῇ διὰ μέσου τινός, τὸ ὁποῖον περιφρονεῖ! Ὑψώθης ὦ Σατανᾶ, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μεθ’ ὅλης σου τῆς δυνάμεως. Κατῆλθεν ὁ Θεὸς ἐναντίον σου μετὰ πάσης ἀδυναμίας, ἵνα δείξῃ πόσον περιφρονεῖ τὰ σχέδιά σου. Ἠθέλησες νὰ γίνῃς Θεὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας κατὰ τὸ φαινόμενον ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ γίνεται Θεός σου! Ὦ δύναμις τοῦ σταυροῦ! Ἡ ἐσχάτη ἀδυναμία ἔφερε τοιαῦτα ἀποτελέσματα, οἷα οὐδεμία ἄλλη δύναμις. Πολὺ καλὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καυχᾶται οὐχὶ εἰς τὰ θαύματα καὶ ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ εἰς τὸν σταυρόν Του. «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰμὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου». Ὦ δύναμις τοῦ Σταυροῦ! Εἰς μάτην προσπαθοῦν οἱ δήμιοι Ρωμαῖοι στρατιῶται σταυρώνοντες τὸν Χριστὸν νὰ ξηράνουν τὸ ποταμὸν τῆς ζωῆς. Ὅσα περισσότερα πλήγματα καταφέρουν κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καὶ περισσότερον αἷμα χύνεται, τόσον ἀφθονωτέρα ἡ ζωὴ ἀναβρύει ἐκ τῶν πληγμάτων! Ὁ Χριστὸς εἶναι κεφαλάρι ὕδατος ζῶντος. Κάθε κτύπημα καὶ ζωή! Κτυπήσατε λοιπὸν σεῖς, δήμιοι σταυρωταί, μεθ’ ὅλης τῆς σωματικῆς σας δυνάμεως καὶ τῆς ψυχικῆς σας ἀγριότητας! Ἀνοίξατε πληγᾶς, θύρας καὶ παράθυρα ἀπὸ ὅλας τὰς πλευράς τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ἵνα διαρρεύσῃ ἡ ὡραία Του ζωή! Ματαιοπονεῖτε. Δὲν θὰ ῥεύσῃ, ἐὰν δὲν θελήσῃ Αὐτὸς ὁ ἴδιος. Μάλιστα! Ὅ,τι δὲν ἠδυνήθητε νὰ ἐπιτύχητε διὰ τῆς ἀγριότητός σας τὸ ἐπέτυχεν Ἐκεῖνος διὰ τῆς ἀγάπης Του, διότι ἀπὸ ἀγάπην Του ἠθέλησε καὶ ἀπέθανε! Ἀφοῦ τοιαύτη εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ, αὐτὸς εἶναι ἡ ἐλπίς μας.

Β. Ὁ Σταυρός—Ἐλπίς. Οὗτος εἶναι ἡ ἐλπίς μας. Πράγματι. Ἡ πληθὺς τῶν ἁμαρτημάτων μας εἶναι μεγάλη. Εἰς ποίαν ἀπελπισίαν θὰ περιεπίπτομεν, ἀφοῦ ὁ στενὸς δρόμος, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς διατάσσει νὰ βαδίσωμεν, τὸ εὐόλισθον τοῦ δρόμου τούτου, τὸ ἀσθενές τῆς κυμαινομένης καὶ ἀσταθοῦς θελήσεώς μας θὰ μᾶς ὡδήγουν εἰς ἀπείρους πτώσεις; Ὅταν ῥίψω ἕν βλέμμα εἰς τὰ μυστικὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας ἱκανῆς νὰ κρύψῃ τόσας καὶ τόσας πτυχάς στρεβλάς διεφθαρμένων κλίσεων, τῶν ὁποίων οὐδεμίαν γνῶσιν οὐδὲ κἄν ὑποψίαν ἔχω, φρίτω. Φρικιῶ, ὅταν συλλογισθῶ, ὅτι καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἀθῶα λόγια καὶ ἔργα ὑπάρχουν τὰ μολύσματα τοῦ κακοῦ! Ἐὰν ἕνας Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγεν «οὐδὲν ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ’ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι» «δὲν αἰσθάνομαι συγκεκριμένον τί ἁμάρτημα καὶ ὅμως δὲν εἶμαι ἀπηλλαγμένος ἁμαρτιῶν» τί δύναμαι νὰ εἴπω ἐγώ, νὰ εἴπωμεν ἡμεῖς οἱ ἄθλιοι καὶ ἁμαρτωλοί; Ἔχομεν ὅμως ἐλπίδα τὸν Ἐσταυρωμένον, ὁ ὁποῖος ἐνισχύει τὴν ἀσθενῆ ἀνθρωπίνην φύσιν, συγχωρεῖ τὰς πτώσεις.

Ὦ Σταυρὲ Πανσεβάσμιε, σὺ χύνεις μέσα εἰς τὴν ψυχὴν μας ἠρεμίαν Ἐφ’ ὅσον δύναμαι νὰ ἀγκαλιάσω τὸν σταυρόν, οὐδέποτε θὰ χάσω τὴν ἐλπίδα μου. Ἐφ’ ὅσον βλέπω εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Οὐρανίου Πατρός, τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν φέροντα τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν σημαδεμένην εἰς τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας καὶ τὴν καρδίαν, τὴν κεφαλὴν μὲ τὰ σημάδια ἐκεῖνα τῆς ἀγάπης, τὰς πληγάς τὰς ὁποίας ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, οὐδόλως ἀπελπίζομαι, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται τὸ ἀσθενὲς ἀνθρώπινον γένος. Οὐδόλως ὁ τρόμος τῆς θείας μεγαλειότητος μὲ ταράσσει, ὥστε νὰ μὲ ἐμποδίζῃ νὰ πλησιάσω καὶ νὰ σκεπασθῶ εἰς τὴν θείαν εὐσπλαγχνίαν. Ἡ σταυρωμένη θεία σὰρξ εἶναι ἄσυλον τῆς ἀνθρωπίνης μου ἀδυναμίας. Ὁ Σταυρὸς μὲ βεβαιοῖ, ὅτι θὰ ἐλεηθῶ. Ὁποία ἐλπίς!

Ποίαν δύναμιν παρηγορίαν καὶ ἐλπίδα ἔχει ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὴν δύναμιν, παρηγορίαν καὶ ἐλπίδα ποὺ δίδει καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ εἰς τοὺς διαφόρους ἁγίους καὶ ἀσκητάς. Εἷς ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Οὗτος ἐν ἐρήμῳ εὐρισκόμενος ὑφίστατο πολλοὺς πειρασμοὺς ὁμοίους πρὸς τοὺς τοῦ Κυρίου, ὅταν ἐπειράζετο ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ ἐν ἐρήμῳ ἐπὶ 40 ἡμέρας, ἐνεφανίζετο δηλαδὴ ὁ Σατανᾶς ὑπὸ μορφὴν ὄφεων καὶ ἀγρίων θηρίων. Ὅταν ἔκαμνε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ὁ Ἅγιος, οἱ δαίμονες ἔφευγον. Ἔλεγε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του. Τὸ ὅπλον τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Ὅπως φεύγει τὸ σκυλὶ πρὸ τῆς μάστιγος, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ διάβολος πρὸ τοῦ Σταυροῦ. Ἰδοὺ λοιπὸν διατὶ ὁ σταυρὸς εἶναι δύναμις καὶ ἐλπὶς ἡμῶν.

(1) Μάρκ. 6,7-13
(2) Ἰωάν. 19,23.

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Ι΄ Ματθαίου

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης



Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, μάς παρουσιάζει για μια ακόμα φορά τον Κύριο να θαυματουργεί. Να κατακρίνει την αδυναμία της απιστίας, που αποτελεί φαινόμενο του ψυχικού θανάτου. Και να προλέγει προφητικά τον σταυρικό Του θάνατο.
Η εκδίωξη του Αρνίου, που συνθέτει τον πνευματικό πόλεμο και που αποκορύφωμα αυτού του πολέμου είναι το γεγονός του φρικτού Γολγοθά, στην ιστορία του κόσμου είναι μια πράξη πολυσήμαντη. Ο Ιησούς «κεῖται εἰς πρῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Σε καμία εποχή δεν έλειψαν  οι άπιστοι και όσοι ανασταυρώνουν τον Χριστό. Το ζήτημα αυτό είναι μεγάλο και παραμένει πάντοτε επίκαιρο και χρήσιμο για τον καθένα μας.
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο για «νά ζητήση καί σώση τό ἀπολωλός». Η παρουσία του Χριστού στη γη είναι μια άρρητη πράξη αγάπης της Θεότητος προς το ανθρώπινο γένος. Αλλά σε αντάλλαγμα αυτής της θείας προσφοράς ο άνθρωπος προσφέρει την οργή και το μίσος του. Η θεία αγάπη διώκεται. Και ο Θεάνθρωπος Χριστός που είναι η ενσάρκωση αυτής της ουράνιας δωρεάς, υψώνεται στο ξύλο του Σταυρού. Είναι γνωστά σε όλους μας τα γεγονότα αυτά του Πάθους του Κυρίου. Πριν από την ίδρυση της Εκκλησίας οι Ιουδαίοι σταύρωσαν τον Χριστό. Μετά την ίδρυση της Εκκλησίας, που διατηρεί τον Αναστάντα Αμνό του Θεού, ανασταυρώνουν τον Κύριο οι αποστάτες. Οι διάφοροι ποικιλόμορφοι αρνητές και παραχαράκτες της Αλήθειας. «Οἱ παραπεσόντες», όπως λέει ο Απόστολος Παύλος. Εκείνου που, αφού δέχθηκαν την δωρεά του Θεού, εξέπεσαν στην πλάνη και την αίρεση, με αποτέλεσμα να χάσουν την εξόχως τιμητική θέση του μέλους της Εκκλησίας. Όλοι αυτοί είναι οι πολέμιοι του Χριστού. Ως «ἀνασταυροῦντας ἑαυτοῖς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί παραδειγματίζοντας», τους χαρακτηρίζει ο Απόστολος Παύλος. Δηλαδή ξανασταυρώνουν με την απιστία τους και την οικτρά πλάνη τους στον εαυτό τους τον Χριστό και γίνονται όχι μόνο διαπομπευτές του Κυρίου, αλλά και δεινοί ανασταυρωτές αφού προσπαθούν να παραπλανήσουν τους άλλους και να εξευτελίσουν μαζί με την αίρεσή τους τον Χριστό και την πίστη στην Εκκλησία Του.
Τέτοιοι τρομεροί ανασταυρωτές είναι και οι αιρετικοί, όλων των αιώνων, και της εποχή μας. Διότι αιρετικοί υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν.
Σκοπός του αιρετικού είναι να ματαιώσει τη σωτηρία του ανθρώπου, που προσφέρει στην Εκκλησία του ο Χριστός. Τα όπλα που χρησιμοποιούν όλοι αυτοί οι ψυχοκτόνοι, που υπηρετούν αποκλειστικά και μόνο το ψέμα και τον θάνατο, είναι η πλάνη και η κατάκριση της Ορθόδοξης πίστης. Για το λόγο αυτό τυπώνουν περιοδικά και βιβλία. Επισκέπτονται τους αγαθούς και ανυποψίαστους πιστούς, προσφέροντάς τους χρήματα, ανέσεις, θέσεις και αξιώματα. Μεταδίδουν τις αιρετικές δοξασίες τους από το διαδίκτυο, χωρίς έλεγχο και φραγμό. Βρίζουν τον Χριστό και την Εκκλησία του. Περιφρονούν τα άγια Μυστήρια και τα διαπομπεύουν. Διαθέτουν άρτια οργάνωση για να μεταφέρουν την πλάνη τους στους πιστούς και να κλονίσουν με τον τρόπο αυτό τα θεμέλια της αγνής και αληθινής πίστης. Και όλα αυτά τα επιχειρούν με τόση σατανική τέχνη οι αιρετικοί, ώστε να καλύπτονται. Να εξαπατούν τους αφελείς και αδύνατους στην πίστη. Να προκαλούν με τις υλικές υποσχέσεις τους. Να ανοίγουν στον πιστό τον δρόμο της πλάνης που είναι κατήφορος, γκρεμός και άβυσσος. Γιατί οι αιρετικοί είναι τυφλοί πνευματικά. Με την  αίρεσή τους έχουν αποκοπεί από την Εκκλησία. Κι αν κάποτε δέχθηκαν το άγιο Βάπτισμα και ενδύθηκαν τον Χριστό, με τη συμμετοχή τους στην αίρεση έχασαν τα πάντα. Και τον Χριστό και τις δωρεές των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό οι αιρετικοί, όπως κι αν ονομάζονται, όχι μόνο δεν έχουν το φως που φωτίζει, αγιάζει και σώζει τον άνθρωπο, αλλά βρίσκονται στο σκοτάδι της πλάνης και της διαστροφής της αλήθειας. Είναι πλανώντες και πλανώμενοι.
Το σημείο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Γιατί οι αιρετικοί ισχυρίζονται ότι δήθεν παραδέχονται μόνο την Αγία Γραφή και ότι την πίστη τους την στηρίζουν πάνω σ’ αυτήν. Στην πραγματικότητα όμως οι αιρετικοί πιστεύουν, ότι ικανοποιεί τους κρυφούς σκοπούς τους. Για να «χρυσώσουν» όμως τις αιρετικές τους απόψεις και για να τις παρουσιάσουν με περισσότερο κύρος, λένε πως παραδέχονται την Αγία Γραφή και πως ακολουθούν το ιερό της κείμενο, που ερμηνεύουν όμως σύμφωνα με τις προσωπικές τους διαθέσεις.
Η πίστη όμως στον Χριστό δεν είναι προσωπική υπόθεση. Ο καθένας είναι ελεύθερος να αποδέχεται ή να απορρίπτει το γεγονός της πίστεως στο Θεό. Ο Κύριος δεν βιάζει κανένα. Αλλά με αυτό δεν σημαίνει, πως εκείνος που επιθυμεί να δεχθεί τον Χριστό, έχει και το δικαίωμα να τον δεχθεί όπως αυτός θέλει. Ο Χριστός, που είναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία Του. Η Εκκλησία διατηρεί την πίστη των Αγίων Αποστόλων και των Πατέρων και ερμηνεύει την Αγία Γραφή όχι με τις υποκειμενικές αντιλήψεις του κάθε θεολόγου ή κληρικού, αλλά με το αδιάψευστο κριτήριο της Ιεράς Παράδοσης και της κοινής συνείδησης ολόκληρης της Εκκλησίας. Γι’ αυτό οι αιρετικοί είναι κήρυκες του ψεύδους και του εαυτού τους. Είναι πλανώντες και πλανώμενοι, που έρχονται προς τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του Χριστού να τα κατασπαράξουν με την πλάνη και να τα οδηγήσουν εκτός της Εκκλησία, στην απώλεια.
«Δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι μή ποτε παραρρυῶμεν», μάς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος. Κι αν μέχρι τώρα δεν αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο να προσχωρήσουμε στην ψυχοκτόνο αίρεση, οπωσδήποτε οι διάφοροι αιρετικοί μάς δηλητηριάζουν με τις απόψεις τους και υποβοηθούν πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, στην απομάκρυνσή μας από την αληθινή πίστη και την Εκκλησία του Χριστού.
Επιβάλλεται λοιπόν να έχουμε προσοχή και σύνεση στο σημείο της πίστεως και των σχέσεών μας με την Ορθοδοξία. Έχουμε τον ατίμητο θησαυρό της ορθής χριστιανικής πίστης. Έχουμε την ελπίδα της εν Χριστώ σωτηρίας μέσα στην Εκκλησία. Αρκεί «νά γίνουμε πιστοί μέχρι την ώρα του θανάτου». Ο Κύριος μάς έχει προειδοποιήσει: «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ». Και οι πλανώμενοι και πλανώντες είναι πολλοί, δυστυχώς, στην εποχή μας. Είναι αυτοί που ανασταυρώνουν τον Χριστό. Που αγωνίζονται να μεταβάλουν και όλους εμάς σε ανασταυρωτές του Κυρίου μας.
Θα μείνουμε αδιάφοροι στις προκλητικές αυτές επιθέσεις; Θα τους αφήσουμε να γίνουν «λύκοι βαρεῖς» της ψυχής και της σωτηρίας; 
Ο καθένας μας ας αναλογισθεί τις ευθύνες του και ας δώσει την απάντηση, όχι τόσο στον εαυτό του, αλλά στον ίδιο τον Θεό. Αμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης

Ἡ διήγηση τῆς θαυματουργικῆς θεραπείας τοῦ ἐπιληπτικοῦ νέου ξαναδιαβάζεται μὲ περισσότερες λεπτομέρειες, ὅπως τὴν παρουσιάζει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου. Ἡ σημερινὴ περικοπὴ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ διακηρύσσει ἐμφαντικὰ τὴν ἀδιαφιλονίκητη κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις. Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὑπερδύναμη τοῦ Θεοῦ πραγματώνει τὸ θαῦμα τῆς ἀπελευθέρωσής του ἀπὸ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῆς μανίας τοῦ διαβόλου.
Ὁ Χριστὸς δὲν συνάντησε πρώτη φορὰ τὸν διάβολο κατὰ τὶς θεραπεῖες τῶν δαιμονισμένων ἢ τῶν ψυχασθενῶν, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ διαβόλου. Βέβαια, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν θεολογικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δὲν ἑρμηνεύει καὶ δὲν ἀναλύει τὴν βιολογικὴ καὶ ἰατρικὴ ἄποψη, κάθε μορφὴ ἀρρώστιας εἶναι συνέπεια τῆς πτώσης, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἦρθε νὰ λύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Πρὶν ἀρχίσει τὸ λυτρωτικό Του ἔργο, πῆγε στὴν ἔρημο ὅπου ἔμεινε «ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ» σαράντα ἡμέρες καὶ νύχτες. Ἡ ἔρημος εἷναι ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ κόσμου ποὺ ἀρνεῖται τὸν Θεό καὶ ὑποτάσσεται στὸν «κοσμοκράτορα τοῦ σκότους», στὸν «ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου». Οἱ χαρακτηριστικοὶ αὐτοὶ ὅροι δὲν δηλώνουν, βέβαια, τὴν ἐπικράτηση τοῦ διαβόλου ἐπὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴν παγίδευση καὶ τὴν θεληματικὴ παράδοση τοῦ κόσμου στὰ τεχνάσματά του. Τὸ πιὸ τρομακτικὸ ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ ἐρήμωση τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία τῆς πνευματικῆς νέκρωσης τοῦ κόσμου. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ὅτι «ὁ Θεὸς δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἔρημο τὸν λαό Του, τὸν Υἱό Του καί, ἀργότερα, τοὺς ἀναχωρητὲς καὶ τοὺς ἐρημίτες, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν κόσμο, ἀλλὰ, ἀντίθετα, γιὰ νὰ τὸν πλήξουν στὴν καρδιά του καὶ νὰ διακηρύξουν ἐκεῖ, στὸν πιὸ σκληρὸ τόπο τὴν νίκη καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ». Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς συναντᾷ στὴν ἔρημο τὸν διάβολο καὶ δίνει ἐκεῖ τὴν πρώτη καὶ καθοριστικὴ μάχη μαζί του ἀποδεικνύει μὲ τὸν πλέον κατηγορηματικὸ τρόπο τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Μιὰ ἀόρατη πνευματικὴ ὕπαρξη καὶ αὐτοσυνείδηση καὶ δική της ἐλεύθερη θέληση. Ἐπάνω σ’ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια τὸ κακὸ βρίσκει τὴν μεταφυσική του αἰτία, ὄχι σὰν ἀφηρημένη πραγματικότητα ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ σὰν ἀποτέλεσμα καὶ τραγικὴ συνέπεια τῆς δαιμονικῆς ἐπιρροῆς ποὺ παρασύρει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ βαραίνει δυσβάστακτα τὴν εὐθύνη του. Ὁ διάβολος, ἂν καὶ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, στράφηκε ἐναντίον τοῦ Ἴδιου καὶ τῶν δημιουργημάτων Του καὶ ἀπὸ τότε ἀντιστρατεύεται τὸ θέλημά Του. Ἐδῶ ἀκριβῶς οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «ψηλαφίζουν» τό ἀνεξήγητο μυστήριο τῆς ἀνομίας. Οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις, ἂν καὶ ἀναγνωρίζουν τὴν κυριαρχικὴ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, μισοῦν, φθονοῦν καὶ πολεμοῦν τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπιληπτικοῦ νέου βλέπουμε τὴν φρίκη τῆς μανίας τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἀνθρώπινη συμφορὰ καὶ ἀπόγνωση, στὸ ἀδιέξοδο καὶ τὴν διάλυση.
Μὲ τὴν παράδοξη εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν πίστη, θέλει νὰ ἐμπνεύσει τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὴν ὑπερδύναμη τοῦ Θεοῦ «Σᾶς βεβαιώνω πὼς, ἂν ἔχετε πίστη, ἔστω καὶ σὰν κόκκο σιναπιοῦ, θὰ λέτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ πηγαίνει καὶ κανένα πράγμα δὲν θὰ εἶναι ἐμπόδιο γιὰ ἐσὰς» ( Ματθ. 17, 20). Μόνο ὅποιος πιστεύει στὸν σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο Χριστό, στὸ λυτρωτικὸ ἔργο Του καὶ τὴν συνέχειά Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, βλέπει καὶ βιώνει τὸ θαῦμα τῆς δύναμης τῆς ἀγάπης Του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐντάσσεται στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γεύεται τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεραπεύεται ἡ ἀρρώστια τῆς φύσης του καί, ἔτσι, ὁ κόσμος ἀνανεώνεται.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ θεία χάρη πλεονάζουσα μᾶς ἀναδεικνύει δυνατοὺς καὶ ἀπαλλαγμένους ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες μὲ πολλὲς μορφὲς καὶ σχήματα μᾶς καταδυναστεύουν μέσα ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη μας. Μόνο μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν προσευχὴ μποροῦμε νὰ ἀγκαλιάζουμε τὸν χαλασμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κόσμο καὶ ἑαυτό μας καὶ νά τὸν μεταμορφώνουμε μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινή μας πάλη σὲ καινὴ κτίση, σὲ νέα πραγματικότητα. Μᾶς τό ἐγγυᾶται ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του. Ἀμήν.

Υπάρχει ο Άγιος Φανούριος ή είναι μυθικό πρόσωπο;

Κάποιοι, που πιστεύουν πως στην Ορθοδοξία τιμάμε και ανύπαρκτους αγίους, έχουν τη γνώμη πως ο Άγιος Φανούριος δεν υπήρξε και πως η αρχική εικόνα (η οποία, απ' όσο ξέρω, δεν υπάρχει πια) απεικόνιζε τον άγιο Γεώργιο, αλλά το όνομά του είχε πάθει ζημιά κι έτσι, από λάθος... 
ο μητροπολίτης Νείλος νόμισε πως επρόκειτο για νεοφανή άγιο.


Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Κατ' αρχάς, τα αναρίθμητα θαύματα του αγίου τεκμηριώνουν πέρα από κάθε αμφιβολία την πραγματική του ύπαρξη, για όσους φυσικά δεν έχουν την αλαζονεία να νομίζουν πως ο ορθόδοξος ελληνικός λαός (ο λαός τους) είναι ένας λαός ηλίθιων θρησκόληπτων που παραλογίζονται (sorry κιόλας)...

Εκτός αυτού όμως, τα μαρτύρια του αγίου, που παριστάνονται στην εικόνα, δεν ταιριάζουν με τη βιογραφία του αγίου Γεωργίου. Αλλά και η μορφή του, όπως εικονίζεται στις αγιογραφίες, είναι διαφορετική από τη μορφή του αγίου Γεωργίου.



Αυτός είναι ο καθιερωμένος παραδοσιακός εικονογραφικός τύπος του αγ. Φανουρίου
Διαφέρει σημαντικά από τον αντίστοιχο τύπο του αγ. Γεωργίου.



Οι μελετητές μπερδεύονται από το ότι και οι δύο άγιοι ήταν νέοι στρατιωτικοί μεγαλομάρτυρες κατά τους ρωμαϊκούς διωγμούς. Όμοια, όπως μπερδεύονται π.χ. με τους αγίους Θεοδώρους Τήρωνα & Στρατηλάτη και, ενώ οι βιογραφίες τους δεν έχουν καμία σχέση, κι ούτε οι άγιοι έχουν καμιά κοινή γιορτή (η λεγόμενη "εορτή των αγίων Θεοδώρων", το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής, αναφέρεται μόνο στον άγ. Θεόδωρο τον Τήρωνα), νομίζουν πως πρόκειται για ...το ίδιο πρόσωπο!

o-nekros.blogspot.gr

Κυριακή Ι’ Ματθαίου: Λόγος εις το ότι το να σεληνιάζεται κανείς και να πάσχει από τον δαίμονα, σημαίνει την υποδούλωσι στα θελήματα της σαρκός, όπως η πορνεία και άλλα (Αγ. Μακάριος ο Πάτμιος)

Ομιλία του Αγίου Μακαρίου του Πατμίου, σχετικά με το ότι το να σεληνιάζεται κανείς και να πάσχει από τον δαίμονα, σημαίνει την υποδούλωση στα θελήματα της σαρκός, όπως κυρίως η πορνεία.
Αξιος αληθώς πολλών επαίνων είναι ο σημερινός πατέρας —αν και ολιγόπιστος κατά έναν τρόπον— διότι εσυμπόνεσε τη δυστυχία του υιού του, δεν υπέφερε άλλο τα βάσανα, τους κινδύνους και τους πειρασμούς τους οποίους καθημερινώς του προξενούσε ο κοινός και αδιάλλακτος εχθρός. Είναι και κατ’ άλλον τρόπον επαινετός, για το ότι δεν προσέτρεξε σε ανθρώπινα νοσοκομεία, αλλά σε Αυτόν τον άμισθον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Και για να ειπώ εν ολίγοις, όσον υπερβολικά αξιοκατάκριτος θα ήταν ο πατέρας αυτού του δαιμονισμένου υιού, αν, βλέποντάς τον να κρημνίζεται πότε στα ύδατα και πότε στη φωτιά από τον δαίμονα, σφάλιζε τους οφθαλμούς, και του στερούσε έτσι τη δυνατότητα της θεραπείας, τόσον αξιέπαινος είναι τώρα, διότι έδειξε στον υιό του ευσπλαχνία πατρική. Γι’ αυτό και ο μισθαποδότης των καλών Θεός, μολονότι στην αρχή τον πλήγωσε με τον πικρόν έλεγχον της απιστίας, λέγοντας: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! ως πότε έσομαι μεθ’ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμίν»; πλην όμως ταχέως ιάτρευσε και την απιστία του, μα και τη βαρύτατη ασθένεια του υιού του. Και εκτός αυτού του έδωσε χάρη να δει οφθαλμοφανώς εκείνα που επεθύμησαν Πατριάρχες και Προφήτες να ιδούν, έστω και αινιγματωδώς. Τοιαύτα είναι τα κέρδη, τόσον υψηλά και μεγάλα τα στεφάνια, τόσες πολλές οι αμοιβές του Θεού προς τους πατέρες οι οποίοι φροντίζουν τη σωτηρία και υγεία των παιδιών τους. Και επειδή αυτή η αλήθεια είναι αναμφίβολος, δεν ηξεύρω πώς να απαριθμήσω τις κολάσεις που επικρέμανται στις κεφαλές εκείνων, που σφαλίζουν τους οφθαλμούς και δεν βλέπουν τα πάθη και τις αδυναμίες που καταδυναστεύουν τις ψυχές των αθλίων τους τέκνων. Στις εξωτερικές ασθένειες είναι πολυόμματοι, ενώ σε εκείνες που ημπορούν να τους προξενήσουν και θάνατον αιώνιον και παντοτεινή κόλαση και ατιμία ασύγκριτη, αποκοιμώνται, δεν έχουν καμία συμπάθεια και πατρική ευσπλαχνία.
Ποίος πατέρας, ποία μητέρα είναι τόσον άσπλαχνος, τόσον ασυμπαθής, ώστε, βλέποντας τον υιόν ή τη θυγατέρα του να έχει ριφθεί από τον δαίμονα πότε στην φωτιά, πότε στα ύδατα, δεν πονά η ψυχή του, δεν σαλεύει η καρδία του, δεν ζητεί την ελευθερία του πάθους, δεν φροντίζει για ιατρό; Και όμως, ο πραγματικός δαιμονισμένος είναι αυτός που έχει την ψυχή του τόσο υποδουλωμένη στα θελήματα της σαρκός ώστε να κρημνίζεται πότε σε τούτο και πότε σε εκείνο το πάθος. Αυτό είναι ουσιαστικά το να καταληφθεί κανείς από δαιμόνιο, αυτός είναι ο βαρύτερος σεληνιασμός, αυτό είναι το βλαπτικότερο δαιμόνιο. Και όμως, ο πατέρας και η μητέρα δεν έχουν σπλάγχνα πατρικά σε τέτοια φοβερά και φριχτά πάθη των τέκνων τους, και αυτό οφείλεται ή στο ότι είναι εντελώς άπιστοι ή στο ότι δεν γνωρίζουν ότι περισσότερη ζημία προξενεί στον άνθρωπο ένα ψυχικό πάθος, παρά ο σεληνιασμός. Και για να γίνει αυτό φανερό, πρέπει να φέρωμε πάλι στο μέσον το πάθος της πορνείας. Και προσέχετε.
Κάποιος από τους παλαιούς χριστιανούς ηρώτησε τον αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγόριον: αφού ο πανάγαθος Θεός με τόσην άκραν και ακατανόητον συγκατάβασιν ήλθε στη γη για να καταπαύσει τη δύναμη και την εξουσία του διαβόλου, πώς ευρίσκονται πάλι στον κόσμο φόνοι, πορνείες και μοιχείες; Έπρεπε να βγει εντελώς από τη μέση η ενέργεια του δαίμονος. Αποκρίνεται ο Άγιος με τη συνηθισμένη του ευγλωττία και λέγει: καθώς όταν χτυπήσει κάποιος έναν όφι στην κεφαλή, εκείνη συντρίβεται, αλλά το υπόλοιπο μέρος του παραμένει ζωντανό, έτσι και ο καθαιρέτης του δράκοντος, αφού κατέστρεψε την κεφαλή του, δηλαδή την καταστρεπτική των καλών δύναμη, δεν προχώρησε στον πλήρη αφανισμό του, για να γυμνάζονται οι μεταγενέστεροι. Συνέτριψε, λέγει, ο Πανάγαθος Θεός την κεφαλήν του δαίμονος, αλλά το υπόλοιπο μέρος το άφησε να σαλεύει, για να έχουν οι άνθρωποι άθλημα, ώστε αγωνιζόμενοι να διακριθούν οι δυνατοί, από τους αδυνάτους. Επαινώ την παρομοίωση του Αγίου, προσκυνώ τους λόγους του και τους τιμώ ως χρησμούς, πλην όμως, αναλογιζόμενος τις πολλές και αναρίθμητες συμφορές στις οποίες κρημνίζει καθημερινώς τους ανθρώπους ο νοητός εκείνος δράκοντας με τη συντριμμένη κεφαλή του δια μέσου μιας γυναικός πόρνης, θα έλεγα ότι αυτή αναπληρώνει την δύναμη της κεφαλής, και ακολούθως συμπεραίνω, ότι περισσότερη ζημία προξενεί στην ψυχή ο ακέφαλος εκείνος δράκοντας δια μέσου της γυναικός, παρά εάν είχε την κεφαλήν ζωντανή, όπως πριν την ένσαρκον οικονομίαν. Είναι λοιπόν ολιγότερος ο κίνδυνος σε εκείνον που θα κυριευθεί σωματικώς από τον νοητό δράκοντα, ή και από αυτόν τον ίδιο τον νοητό, παρά από γυναίκα.
Ευρίσκεται τάχα πατέρας τόσο πτωχός σε φρόνηση, τόσον αναίσθητος, ο οποίος βλέπει τον υιό του να ευρίσκεται σε κάποιο θανάσιμο πάθος, όπως είναι η κλοπή ή η ιεροσυλία, και δεν αγανακτεί, δεν τον επιπλήττει με αυστηρούς λόγους, δεν φροντίζει για την επιστροφή του από τόσο μεγάλο κακό, με όποιον τρόπον ημπορεί, και με γλυκείς και πικρούς λόγους;… Λοιπόν, πόσης κατηγορίας, πόσης κολάσεως είναι άξιοι οι γονείς εκείνοι που βλέπουν τα τέκνα τους κυλιόμενα μέσα στα σαρκικά πάθη, σε πορνείες και μοιχείες, τα οποία είναι αμαρτήματα βαρύτερα και από την κλοπή και την ιεροσυλία, και όμως αμελούν, παραβλέπουν, περιφρονούν τη διόρθωση των τέκνων, ενώ γνωρίζουν ότι, καθώς προείπα, αυτά τα αμαρτήματα είναι βαρύτερα και από την κλοπή, όπως ολοφάνερα το κηρύττει ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και Μάρτυς.
Και ο πατέρας δεν φωνάζει, πρὀσεχε υιέ μου, μην εισέλθεις σε αυτό το διαβολικό σπίτι, το πορνείο. Όποιος άνθρωπος εισέλθει εκεί μέσα, δεν εξέρχεται πλέον άνθρωπος αλλά ζώον άλογον… Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να πέσει κάποιος σε έρωτα γυναικός πόρνης. Και λοιπόν, αν εσύ έχεις σπλάχνα πατρικά, πώς δεν φωνάζεις όταν βλέπεις το παιδί σου σε τοιούτον κίνδυνον; Πώς δεν του λέγεις μαζί με τον Χρυσόστομον, φεύγε, υιέ μου, από γυναίκα πόρνη, διότι αυτή είναι βέλος που λαβώνει χωρίς σίδερο, αυτή είναι ο ιξός των νέων, το ακόνι της επιθυμίας, η καπηλεία του σώματος, η επιζήμιος πραγματεία, το δίκτυον της νεότητος, η ασκέπαστος παγίδα, η πολυκέφαλος λέαινα, η δυσωδία της πόλεως, η επιδημία που έρποντας μολύνει κάθε αίσθηση.
— Ναι, αποκρίνονται, του είπα πολλές φορές, αλλά δεν με άκουσε, επειδή το κάλλος του σώματος κυρίευσε τις αισθήσεις του υιού μου, και δεν έχει την δύναμη να υπακούσει.
Ίσως να λέγεις αλήθεια, πλην όμως συ είσαι η αιτία της παρακοής του υιού σου. Επειδή ποτέ δεν του φανέρωσες τι είναι κάλλος γυναικός, ποτέ δεν σε άκουσε να του λέγεις τι έχει μέσα του αυτό το δέρμα που λάμπει στο πρόσωπο της πόρνης. Δεν του είπες ποτέ ότι η υπόστασις του βλεπομένου κάλλους δεν είναι τίποτε άλλο, όπως το περιγράφει το πάνχρυσο στόμα της Εκκλησίας, παρά φλέγμα, ρεύμα, αίμα και χυλός από σαπισμένη τροφή… Αν είχες οφθαλμούς να δεις μέσα από αυτό το δέρμα, θα έλεγες ότι το σώμα το λαμπρόν της πόρνης δεν είναι παρά ένας τάφος ασβεστωμένος… Και από τοιαύτην ακαθαρσίαν είναι γεμάτα όλα τα μέλη της πόρνης. Είπες ποτέ λόγια σαν αυτά στον υιό σου;… Πότε του είπες, υιέ μου, μην πλανάσαι από αυτό το εξωτερικόν κάλλος που βλέπεις, διότι είναι πλαστόν, είναι νόθον, είναι κατασκευαστόν. Και αν θέλεις να γνωρίσεις τι είναι αυτό που επιθυμείς, βλέπε το στο γήρας, βλέπε το στον καιρό της ασθενείας, βλέπε το μέσα στους τάφους. Και αν, υποθετικώς, και σε αυτή την αλήθεια δεν πείθεται, αλλά όλως δι’ όλου κατά το προφητικόν «εταπεινώθη εις χουν η ψυχή, εκολλήθη εις γην η γαστήρ» του υιού σου και ηχμαλωτίσθη όλως δι’ όλου από τον πηλόν του φαινομένου κάλλους, υπεδουλώθη στη στάχτη και στη λάσπη, μεταχειρίσου άλλον τρόπον, απαρίθμησε του τις συμφορές, τις πτωχείες, την περιφρόνηση και πολλές φορές τους αιφνιδίους θανάτους που συνέβησαν σ’ εκείνους που κυριεύθησαν από τοιούτον πάθος.
Είπες ποτέ συ ο καλός πατέρας τέτοιους λόγους, για να διορθώσεις τον υιό σου;… Δεν ακούεις κάθε ημέρα τον θεόσοφον Λουκά, που φωνάζει στις Πράξεις «απέχεσθαι ειδωλοθύτων και πορνείας»; Δεν σου κηρύττει ο μακάριος Παύλος, ότι είναι φανερά τα έργα της σαρκός, τα οποία είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ακολασία και η ασέλγεια; Δεν προστάζει ο ίδιος τους Εφεσίους ότι δεν πρέπει όχι μόνον να ευρίσκεται τοιούτον πάθος στις πολιτείες των Χριστιανών, αλλά ούτε καν το όνομά του να ακούεται; «Πορνεία δε και ακαθαρσία μηδέ ονομαζέσθω εν υμίν, καθώς πρέπει αγίοις». Δεν δίδει την απόφασιν ο ίδιος Απόστολος, ότι όσοι μολύνουν το βάπτισμα με τοιούτο πάθος, είναι απόκληροι της Βασιλείας των ουρανών; «μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι, μαλακοί, και αρσενοκοίται, βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι». Δεν άκουσες από την Παλαιάν Γραφήν ότι το βδελυρό αυτό αμάρτημα εθανάτωσε σε μία ημέρα είκοσι τρεις χιλιάδες υιούς του Ισραήλ; Δεν παραγγέλλει ο μακάριος Πέτρος να απέχουν οι χριστιανοί από αυτές τις σαρκικές επιθυμίες, επειδή προξενούν θάνατο στην ψυχή; «Αγαπητοί, παρακαλώ ως παροίκους και παρεπιδήμους, απέχεσθαι των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής». Αυτά ούτε οι πατέρες τα ακούουν ούτε οι υιοί, και αιτία είναι το διαβολικό πάθος της πορνείας, που τυφλώνει το νου, κλείνει τα ώτα και απονεκρώνει τις αισθήσεις υπερβολικά, περισσότερο από όσο κατορθώνει ένα δαιμόνιο που κατά παραχώρηση κυριεύει τον άνθρωπο.
Ας εξορίσουμε λοιπόν μέσα από την καρδία μας κάθε είδος πορνείας, ας αποστείλωμε πρέσβη στον ιατρό ψυχών και σωμάτων, στον γλυκύτατον Ιησούν, την αποχή των προτέρων κακών, τη μετάνοια συντροφιασμένη με το αληθινό βάλσαμο της ψυχής, που είναι τα θερμά δάκρυα. Ας ακολουθήσει και η συντριβή της καρδίας, που είναι το αψευδέστατο σημείον όσων μετανοούν αληθινά. Αυτά ας αποστείλωμε, σαν άλλον πατέρα και μεσίτη, προς τον Θεόν. Και εάν μεν ελέγξει την απιστία μας λέγοντας: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι μεθ’ υμών, έως πότε ανέξομαι υμάς», έως πότε θα υποφέρω την αχαριστίαν που δεικνύετε στους νόμους μου, έως πότε θα βλέπω την εικόνα μου μολυσμένην από τις σαρκικές σας επιθυμίες, έως πότε θα βλέπω το Ευαγγέλιό μου περιφρονημένο, το αίμα μου ματαίως για σας χυμένο, το σώμα μου με τα ακάθαρτά σας χείλη μασημένο; Με αυτά και μύρια άλλα αν μας ελέγξει ο καρδιογνώστης Θεός, θα αποκριθεί η μετάνοιά μας λέγοντας: «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Δεν το αρνούμεθα, Κύριέ μου, ότι εμείς σε καταφρονήσαμε περισσότερο, παρά η σκληροκάρδιος γενεά των Ιουδαίων. Το ομολογούμε, ότι κλίνουμε περισσότερο στα θελήματα της σαρκός, παρά στην προσταγή των δικών σου αγίων νόμων. Πλην παρακαλούμε την αγαθότητά σου, λυπήσου το πλάσμα σου, σπλαγχνίσου τα έργα των χειρών σου, ελέησον τους βαπτισμένους στο όνομά σου, ενθυμήσου ότι ήλθες στη γη για τους αμαρτωλούς και όχι για τους δίκαιους. Μη δεις εκείνα που ζητεί η δικαιοσύνη σου, αλλά εκείνο που χρειάζεται η αδυναμία μας. Εξόρισε, λοιπόν, τα πονηρά πάθη που κατακυριεύουν την ψυχή μας, σπλαγχνίσου και εμάς όπως κάποτε τον δαιμονιζόμενο, για να δοξάζεται το πανάγιον όνομά Σου στους απεράντους αιώνας.
Αμήν.
(18ος αιών, Ευαγγελική Σάλπιγξ, σελ. 18 – Αποσπάσματα από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 217 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: "Ορθόδοξη Πορεία")

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...