Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2016

Χριστιανοί κατά της θρησκείας. Ο χάρτης ενός γνωστού-άγνωστου τοπίου

Βασίλης Ξυδιάς
ΣΥΝΑΞΗ,Τ. 106, Απρίλιος-Ιούνιος 2008, σελ. 45-54.
Ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία ή ότι – κατά μείζονα λόγο – είναι αντίθετος προς τη θρησκεία μπορεί να αποτελεί μια θέση παράδοξη εκ πρώτης όψεως, τα ζητήματα όμως που εγείρει συνιστούν καίρια πρόκληση για τη χριστιανική αυτοσυνειδησία. Το είδαμε και πρόσφατα, με την έκδοση του βιβλίου του Χρήστου Γιανναρά Ενάντια στη Θρησκεία (εκδ. Ίκαρος, 2006). [Βλ.στοΑντίφωνο μια σύντομη βιβλιοπαρουσίαση και τις εντελώς αντίθετες μεταξύ τους βιβλιοκριτικές του π. Σταύρου Τρικαλιώτη και του γράφοντος, καθώς και την παρουσίαση του βιβλίου στην Εκπομπή "Ανιχνεύσεις" του Παντελή Σαββίδη στην ΕΤ-3.] Με αφορμή αυτό το βιβλίο θεώρησα χρήσιμο να ανατρέξω σε παρόμοιες απόψεις που άλλοι θεολόγοι έχουν διατυπώσει στο παρελθόν.ΑΝ και είχα την εντύπωση ότι γνώριζα κάπως το ζήτημα, οφείλω να πω ότι έμεινα έκπληκτος συνειδητοποιώντας πόσο βαθιά έχει επηρεάσει αυτή η ιδέα τη σύγχρονη προτεσταντική θεολογία και πόσο ζωντανή εμφανίζεται τα τελευταία ιδίως χρόνια όχι μόνο στον προτεσταντικό, αλλά και στο ρωμαιοκαθολικό χώρο. Από την άλλη μεριά, παραλληλίζοντας συναφείς θέσεις ορθοδόξων θεολόγων διέκρινα λεπτές αλλά αξιοσημείωτες διαφορές, οι οποίες προηγουμένως μου διέφευγαν. Κρίνοντας ότι και τα δύο αυτά μπορεί να έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, θεώρησα χρήσιμο να καταγράψω τα βασικά ευρήματα της περιδιάβασής μου σε μια συνοπτική, καθαρά ενημερωτική παρουσίαση· χωρίς φιλοδοξίες ανάλυσης, ερμηνείας ή αξιολόγησης· χωρίς προθέσεις βαθύτερης διερεύνησης των υπαρκτών ή μη εξαρτήσεων ή οποιωνδήποτε άλλων συσχετίσεων μεταξύ των διαφόρων απόψεων· ωσάν μια εγκυκλοπαιδική χαρτογράφηση αυτού του ‘γνωστού’ όσο και ‘άγνωστου’ θεολογικού τοπίου.
Το ζήτημα μπορεί στην ουσία του να είναι παλιό, όσο και το αν η Εκκλησία συνιστά ‘πλήρωση’ ή ‘υπέρβαση’ του Μωσαϊκού Νόμου· ετέθη όμως με αυτούς τους συγκεκριμένους όρους – αν δηλαδή είναι ή όχι ‘θρησκεία’ ο Χριστιανισμός – μόλις τον 20ο αιώνα. Πρώτος το έθεσε ο Καρλ Μπαρτ[i] (KarlBarth, 1886-1968), ένας από τους σημαντικότερους προτεστάντες θεολόγους, στην “Εκκλησιαστική Δογματική του (Die Kirchlishe Dogmatic). Σ’ αυτό το ογκώδες όσο και θεμελιώδες για τη σύγχρονη δυτική θεολογία έργο του, ο Μπαρτ ξεκάθαρα αντιπαρέθεσε τη θρησκεία προς το χριστιανικό Ευαγγέλιο, λέγοντάς μας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η θρησκεία είναι «έλλειψη πίστης» και μέριμνα «του χωρίς Θεό ανθρώπου» (σ.299)[ii], μια «υπερφίαλη όσο και απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου» να κατασκευάσει ένα «υποκατάστατο της αποκάλυψης». Επομένως «καμιά θρησκεία δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στη Χάρη του Θεού ως αληθής θρησκεία» (σ.325)· «η αποκάλυψη του Θεού καταργεί τη θρησκεία» (σ.280). Ο δεύτερος που διατύπωσε μια ανάλογη ιδέα είναι ο Ντίτριχ Μπονχέφερ (Dietrich Bonhoeffer, 1906-1945). Ο Γερμανός αυτός λουθηρανός θεολόγος εκτελέστηκε από τους Ναζί για την αντίστασή του κατά του χιτλερισμού, έμεινε όμως γνωστός και ως «προφήτης ενός μη θρησκευτικού χριστιανισμού»[iii]. Ο Μπονχέφερ αφορμάται από τον Μπαρτ, ακολουθεί όμως άλλη κατεύθυνση. Ενώ ο Μπαρτ διαπιστώνει ουσιώδη εξ αρχής διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και θρησκείας, ο Μπονχέφερ βλέπει τη θρησκεία όχι ακριβώς ως αλλοίωση του Χριστιανισμού, αλλά ως μια παρωχημένη φάση του· εντοπίζει δηλαδή το ζήτημα στη μετάβαση από μια προηγούμενη εποχή (την οποία αξιολογεί ως εποχή πνευματικής ανωριμότητας) σε μια άλλη, πνευματικώς πιο ώριμη. Σε έναν«κόσμο – λέει – που ενηλικιώθηκε» (σ.146)[iv] και όπου οι άνθρωποι «δεν μπορούν πλέον να θρησκεύουν» (σ.147) το κέντρο βάρους της εκκλησιαστικής πράξης μετατοπίζεται από το ‘θρησκευτικό’ στο ‘κοινωνικοπολιτικό’ πεδίο. Η Εκκλησία οφείλει πλέον να αναλάβει την ευθύνη της έναντι της ιστορίας μέσω της κοινωνικής και πολιτικής κυρίως πράξης, χωρίς αυτό να σημαίνει εγκατάλειψη του λόγου, της λατρείας, των μυστηρίων και της προσευχής (σ.149). Αυτή είναι η βασική ιδέα του περίφημου ‘μη θρησκευτικού’ χριστιανισμού. (Αξίζει δε να αναφερθεί, έστω και εν παρενθέσει, ότι αυτό δεν είναι το μοναδικό σημείο επαφής με τον Χρ. Γιανναρά και την ορθόδοξη θεολογία του ‘Προσώπου’, αφού ο Μπονχέφερ έχει επίσης μιλήσει για τον κοινοτικό χαρακτήρα της λατρευτικής σύναξης, αλλά και για το Θεό ως ‘υπάρχων-εν-σχέσει’, being-in-relation[v].)
Οι δύο πόλοι που διαμόρφωσαν ο Μπαρτ και ο Μπονχέφερ όρισαν κατά κάποιο τρόπο το πεδίο όλου του θεολογικού προβληματισμού που ακολούθησε, και ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα έντονος από τότε έως τις μέρες μας. Όπως σημειώνει ο Ν. Νησιώτης, η διάκριση χριστιανισμού και θρησκείας «ουδένα σχεδόν θεολόγον ή χριστιανικώς φιλοσοφούντα εν τη Δύσει άφησεν ανεπηρέαστον»[vi]. Ο Μπαρτ παραμένει η κλασική βάση αυτής της διάκρισης, ενώ ο ‘μη θρησκευτικός’ χριστιανισμός του Μπονχέφερ είναι η μήτρα όλων των κοινωνικο-πολιτικών θεολογιών που εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ου αι. Ο Γάλλος ‘χριστιανός αναρχικός’ Ζακ Ελλύλ (Jacques Ellul, 1912-1994) γράφει, ακολουθώντας τον Μπαρτ, πως «η πίστη συντρίβει κάθε θρησκεία»[vii]. Στον ίδιο τόνο ο Αμερικανός επισκοπιανός ιερέας Ρόμπερτ Καπόν (Robert Farrar Capon) μάς λέει πως «το ευαγγέλιο της χάριτος είναι το τέλος της θρησκείας»[viii], άρα αυτή καθεαυτή η έννοια της ‘Χριστιανικής θρησκείας’ είναι αντιφατική και ανακόλουθη[ix]. Από την άλλη μεριά, ο Βαπτιστής Αμερικάνος θεολόγος, Χάρβεϋ Κοξ (Harvey Cox), έγινε διάσημος στην Αμερική τη δεκαετία του ’60 με το βιβλίο του “Η Κοσμική Πόλις” (TheSecular City, 1965) στο οποίο διατυπώνει μια ριζοσπαστική κοινωνικο-πολιτική θεολογία σε στενό διάλογο με το ‘μη θρησκευτικό’ χριστιανισμό του Μπονχέφερ. Αξιοσημείωτο είναι πως τα τελευταία δέκα χρόνια μια σειρά άρθρων, βιβλίων και αφιερωμάτων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας[x]δείχνουν ότι η ιδέα αυτή, στη μια ή την άλλη μορφή της, όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά αντίθετα, κερδίζει έδαφος. «Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να διακρίνουμε και να αντιδιαστείλουμε τη θρησκεία από τον Χριστιανισμό»[xi] έγραφε μόλις το 1998 εν είδει μανιφέστου ο Αμερικανός ιερέας Τζαίημς Φάουλερ (James AFowler) στο βιβλίο του με το χαρακτηριστικό τίτλο “Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία”, ενώ ένα ανάλογο βιβλίο, με τίτλο “Για έναν μη θρησκευτικό Χριστιανισμό[xii] εξέδωσε το 2002 ο Ιταλός καθηγητής φιλοσοφίας, ριζοσπάστης καθολικός χριστιανός, Τζιάννι Βάττιμο (Gianni Vattimo)[xiii].
Στον ορθόδοξο χώρο τα πράγματα είναι λιγότερο θεαματικά, ίσως όμως περισσότερο περίπλοκα. Κύριοι πόλοι της εκκλησιαστικής κριτικής προς τη θρησκεία είναι εδώ ο Χρ. Γιανναράς και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Το “Ενάντια στη θρησκεία” μάς θύμισε τη σταθερή πολεμική του Χρ. Γιανναρά κατά της ‘θρησκειοποίησης’. Εξ ίσου όμως μαχητικός και απόλυτος είναι και ο π. Ιω. Ρωμανίδης, όπως το δείχνει ο εύγλωττος τίτλος ενός άρθρου του της δεκαετίας του ’60 «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της»[xiv].ΑΝ θα θέλαμε να συγκρίνουμε τις απόψεις των δύο ορθοδόξων θεολόγων με τις αντίστοιχες των Μπαρτ και Μπονχέφερ το πρώτο πράγμα που πράγμα που οφείλουμε να επισημάνουμε είναι η διαφορά στην ορολογία, αφού ούτε ο Χρ. Γιανναράς ούτε ο π. Ιω. Ρωμανίδης μιλούν για ‘Χριστιανισμό’. Αντ’ αυτού ο πρώτος μιλά για ‘Εκκλησία’ (μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από τον Χριστιανισμό ως διδασκαλίας ή ως θεσμού προς τη ζώσα κοινότητα και την πνευματική της εμπειρία), ενώ ο δεύτερος μιλά για ‘Ορθοδοξία’ (τονίζοντας τη διαφορά του ανατολικού προς το δυτικό χριστιανισμό). Παρ’ όλα αυτά, αν περιοριστούμε σε μια φορμαλιστική επιφανειακή προσέγγιση, τόσο ο Γιανναράς όσο και ο Ρωμανίδης φαίνεται να κινούνται στον άξονα του Μπαρτ[xv], αφού και για τον έναν και για τον άλλον η διαφορά θρησκείας και χριστιανισμού έχει να κάνει με μια εξ αρχής ουσιώδη αντίθεση της χριστιανικής Εκκλησίας προς τη θρησκεία. Όμως στους δύο αυτούς κορυφαίους θεολόγους της γενιάς του ’60 πρέπει να προσθέσουμε και έναν νεώτερο, τον Παντελή Καλαϊτζίδη, το ενδιαφέρον του οποίου στρέφεται προς το ριζοσπαστικό χριστιανισμό του Μπονχέφερ. Στο πρόσφατο έργο του “Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα” (Ίνδικτος, 2007) o Καλαϊτζίδης αναγνωρίζει ότι ο Γερμανός θεολόγος «έπεσε εν μέρει έξω» (σ.93) όσον αφορά το ‘τέλος’ των θρησκειών· θεωρεί εν τούτοις ότι «η επιστροφή του θρησκευτικού, με όλα τα σκοτεινά και τα επικίνδυνα ενδεχόμενα που κρύβει, κάνει επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε το αίτημα τουBonhoeffer για έναν μη θρησκευτικό χριστιανισμό» (σ.94).
Υπάρχουν όμως και οι αντιρρήσεις. Αντίθετοι, για παράδειγμα, με την απόλυτη αντιδιαστολή χριστιανισμού και θρησκείας ήταν εξ αρχής τόσο ο Ν. Νησιώτης, όσο και ο νυν αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος. «Ασφαλώς, τοιαύτη αντίληψις περί Θρησκείας – γράφει ο Nίκος Νησιώτηςκρίνοντας τον Μπαρτ – ελέγχεται ως πολύ μονομερής και περιορισμένη. Ορθή αντίληψις περί αυτής δεν θα επέτρεπε τοιούτον διαχωρισμόν»[xvi]. Τόσο η ‘πίστις’ – σημειώνει – όσο και η ‘αληθής θεολογία’ δεν αντίκεινται «προς την ούτω πως θεωρουμένην ‘φυσικήν’ θρησκευτικότητα», διότι «θρησκεία, κατά την πίστιν ταύτην (σημ.: τη χριστιανική), δεν είναι έρευνα προς ανεύρεσιν του Θεού, αλλ’ απόφασις προς αποδοχήν τούτου … ενόρασις τούτου εν τη ενεργεία αυτού εν τω κόσμω»[xvii]. Ανάλογη είναι η θέση του Αναστασίου Γιαννουλάτου που προχωρά παραπέρα, υπερασπιζόμενος τον θεοκεντρικό και αποκαλυπτικό χαρακτήρα όχι μόνο του Χριστιανισμού, αλλά όλων, κατά κάποιο τρόπο, των θρησκειών: «η θρησκευτική εμπειρία – γράφει – έχει τις ρίζες της στην αποκάλυψη του Θεού στον πρώτο άνθρωπο. Ο παγκόσμιος χαρακτήρας της Θείας αποκαλύψεως στην ανθρωπότητα σχετίζεται με το έμφυτο θρησκευτικό συναίσθημα.»[xviii] «Με βάση της θεώρηση αυτή θα μπορούσαμε να δούμε τις θρησκευτικές εμπειρίες της ανθρωπότητος ως βαθύ πόθο του ανθρώπου και αναζήτηση της υψίστης πραγματικότητος και συγχρόνως ως απορρόφηση ορισμένων ακτίνων από την παγκόσμια θεία ακτινοβολία»[xix]. Τα υπόλοιπα, λέει ο Γιαννουλάτος, είναι θέμα ορολογίας[xx]. Ο Νησιώτης και ο Γιαννουλάτος λένε τα παραπάνω αναφερόμενοι κυρίως στη θεωρία του Μπαρτ, δεν πρέπει όμως να έχουμε καμία αμφιβολία ότι την ίδια ώρα έχουν κατά νου και τις ανάλογες θέσεις του Χρ. Γιανναρά και του π. Ιω. Ρωμανίδη. Την αντίληψη αυτή των Νησιώτη και Γιαννουλάτου, ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί την ‘πλήρωση’ της θρησκευτικής αναζήτησης του ανθρώπου, υπερασπίζεται και ο Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος απαντώντας σε ένα άρθρο του Μ. Μπέγζου στο οποίο θα αναφερθούμε και στη συνέχεια[xxi]«Δεν μπορούμε να κάνουμε αυτόν τον αρκετά οξύ διαχωρισμό σε Εκκλησία και κόσμο – γράφει ο Στ. Παπαλεξανδρόπουλος – ούτε, επομένως, σε Εκκλησία και θρησκεία». «Η Αλήθεια της Εκκλησίας φανερώνει την αλήθεια του κόσμου». Στο βαθμό που οι θρησκείες «αποτελούν εκφράσεις … της λαχτάρας και νοσταλγίας του κόσμου για το αληθινό είναι του, για την αλήθειά του», η Εκκλησία «ακριβώς όπως ο Θεάνθρωπος… αποτελεί ‘πλήρωση’ της θρησκείας»[xxii].
Ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις (την ‘αντιθρησκευτική’ και τη ‘φιλοθρησκευτική’) μπορεί να βρει κανείς μεταξύ των ορθοδόξων θεολόγων μια σειρά από ενδιάμεσες θέσεις, που φαίνεται να υιοθετούν τη διάκριση χριστιανισμού και θρησκείας, αλλά με πιο ήπιο τρόπο από τους αρχικούς εισηγητές της και με πολλά περιθώρια σχετικοποίησης των όρων. Βλέπουμε πολλές φορές να αναφέρεται η θρησκεία με αρνητική σημασία –θυμίζοντας λίγο ως πολύ τον Μπαρτ – αυτή όμως η αρνητική χροιά δηλώνεται είτε με την προσθήκη στη λέξη εισαγωγικών (‘θρησκεία’) είτε με τη χρήση ειδικών επιθέτων που περιορίζουν τον αρνητικό χαρακτηρισμό σε ιδιαίτερες εκφάνσεις και εκδοχές της θρησκείας και όχι στο θρησκευτικό φαινόμενο εν γένει. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, για παράδειγμα, λέει με τρόπο όμοιο με αυτόν του Χρ. Γιανναρά ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία και όχι ‘ατομικιστική’ θρησκεία[xxiii], αφήνοντας όμως έτσι θετικό περιθώριο για μια ‘μη ατομικιστική’ θρησκεία. Ανάλογη είναι και η θέση του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν. Στο ιδιαίτερα επικριτικό προς τη θρησκεία βιβλίο του “Για να ζήσει ο Κόσμος” (1963-1964)[xxiv], ο Σμέμαν γράφει ότι ο Χριστιανισμός «σημαίνει στο βάθος το τέλος κάθε θρησκείας» (σ.27) και ότι «ο Χριστός εγκαινίασε μια νέα ζωή και όχι μια νέα θρησκεία» (σ.28). Σπεύδει όμως να σχετικοποιήσει αυτές τις δηλώσεις στις αμέσως επόμενες γραμμές, διευκρινίζοντας ότι μιλά για τη ‘θρησκεία’ «με τη συνηθισμένη κατά παράδοση σημασία αυτής της λέξης» (σ.28), υπονοώντας προφανώς ότι πέρα από την παραδοσιακή της σημασία η λέξη μπορεί να αποκτήσει και μια νέα, πράγμα που του επιτρέπει παρακάτω να μιλά για την«αληθινή ‘θρησκεία’» (σ.55). Επομένως η κριτική του Σμέμαν στρέφεται κατά της θρησκείας «όσο αυτή εξακολουθεί να είναι θρησκεία του κόσμου τούτου» (σ.155). Άρα ενώ τη μια στιγμή φαίνεται να υιοθετεί κι αυτός το αντιθετικό δίπολο θρησκεία-Εκκλησία, την αμέσως επόμενη το αναιρεί, ή εν πάση περιπτώσει το σχετικοποιεί. Και να μην παραλείψουμε την κριτική που ο Σμέμαν ασκεί στους «ιδεολόγους ενός ‘μη θρησκευτικού’ Χριστιανισμού»(σ.166), υπονοώντας σαφώς τον Μπονχέφερ και τους ριζοσπάστες επιγόνους του.
Ανάλογη στάση βλέπουμε και σε Έλληνες θεολόγους που δείχνουν επιφυλακτικοί προς την έννοια της θρησκείας, αφήνοντας όμως τελικά περιθώριο για μια χριστιανική εκδοχή της. Θα σταθώ σε τέσσερεις περιπτώσεις· τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο Βλάχο, τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, τον Μάριο Μπέγζο και τον Ηλία Βουλγαράκη. Οι δύο πρώτοι ανήκουν στο θεολογικό ‘κλίμα’ του π. Ιω. Ρωμανίδη και αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος για να σημειώσουμε τις διαφοροποιήσεις που επιφέρουν στη δική του απόλυτη θέση. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος εμφανίζεται σε πρώτο επίπεδο αρνητικός προς τη θρησκεία, καταλήγει όμως σε μια κατά συγκατάβαση και υπό προϋποθέσεις αποδοχή της. Ο Χριστιανισμός, λέει, «δεν μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία» (σ.22)[xxv], διευκρινίζει όμως αμέσως: «με την έννοια τουλάχιστον που παρουσιάζεται η θρησκεία σήμερα» (σ.22)· δεν μπορεί, συνεχίζει, «να κλεισθή στην έννοια και τον ορισμό της θρησκείας», αλλά προσθέτει: «όπως συνήθως δίνεται στις ‘φυσικές’ λεγόμενες θρησκείες» (σ.23)· επομένως «και όταν ακόμη μιλούμε για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία, πρέπει απαραίτητα να το κάνουμε μέσα από μερικές αναγκαίες προϋποθέσεις»(σ.24)[xxvi]. Με παρόμοιο και ίσως ακόμα πιο συγκαταβατικό τρόπο αντιμετωπίζει τα πράγματα και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός μελετώντας το συναφές προς τη θρησκεία θέμα της λατρείας: αρνητικός προς τη θρησκεία στην αρχή, διαλλακτικός στη συνέχεια. «Πρέπει να προσεχθεί – γράφει – ότι ο Χριστιανισμός ούτε χαρακτηρίσθηκε, ούτε ταυτίστηκε αρχικά με τη ‘θρησκεία’, η οποία προϋποθέτει Θεό ‘μακράν’ του ανθρώπου. … Ο Χριστιανισμός δεν ονομάζεται στην Κ.Δ. ‘θρησκεία’ αλλ’ ‘οδός’ (=ζωή) (Πράξ. 9,2). Είναι τρόπος ζωής, μέθοδος σωτηρίας/θεώσεως» (σ.23, σημ.10)[xxvii]. Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει ο π. Γ. Μεταλληνός, η Εκκλησία αποδέχθηκε σταδιακά τον όρο ‘θρησκεία’ «με την έννοια της λατρείας» (σ.24)[xxviii], όπως επίσης αποδέχθηκε τον όρο ‘λειτουργία’, παίρνοντάς τον από την εβραϊκή και την εθνική λατρευτική παράδοση με μια «ενέργεια κυριολεκτικά επαναστατική»(σ.27), αφού «η χριστιανική λατρεία … ως λειτουργία είναι υπέρβαση της λατρείας ως θρησκευτικού φαινομένου» (σ.27).
Παρόμοια είναι και η θέση του Μάριου Μπέγζου. Στο άρθρο του[xxix] που έδωσε την αφορμή για τις αντιρρήσεις του Στ. Παπαλεξανδρόπουλου που είδαμε ήδη παραπάνω, ο Μ. Μπέγζος μιλά για τη «διάσταση χριστιανισμού-θρησκείας» (σ.77), τονίζοντας ότι ο «χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά Εκκλησία» (σ.81), ότι η Εκκλησία «δεν είναι ένας άλλος τρόπος του ‘θρησκεύεσθαι’, έστω ανώτερος, καλύτερος ή καταλληλότερος» (σ.83) και πως οι Απόστολοι «δεν καθιέρωναν μιαν ακόμα θρησκεία», αλλά «ως Εκκλησία αποτελούσαν άρνηση της θρησκείας» (σ.86). Παρά ταύτα, και για τον Μ. Μπέγζο η Εκκλησία δεν αποκόπτεται εντελώς από τη θρησκεία, απλώς βρίσκεται σε συνεχή ένταση με αυτήν («ούτε μονιστική ταύτιση ούτε δυαλιστική διάσταση, αλλά διαλεκτική ένταση», σ.85). Η ένταση αυτή εκφράζεται με τη «διαλεκτική του ‘εκ’ και του ‘εν’» (σ.85), όπου «η Εκκλησία είναι εν τη θρησκεία χωρίς να είναι εκ της θρησκείας»«έχει όση θρησκεία θέλετε (λατρεία, δόγμα, μοναχισμό, μυστικισμό, θεολογία κτλ.) αλλά δεν είναι θρησκεία»(σ.85). Το πρόβλημα λοιπόν και για τον Μ. Μπέγζο δεν είναι η θρησκεία καθεαυτήν, αλλά η απώλεια της ισορροπίας της διαλεκτικής έντασης, ήτοι η ‘θρησκειοποίηση’ της Εκκλησίας – που «δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ‘χριστιανική’ ειδωλολατρία» (σ.85). Συνοψίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, το διαφαινόμενο consensus μεταξύ των παραπάνω ‘ενδιάμεσων’ θέσεων ο Ηλίας Βουλγαράκης συμπέρανε[xxx] ότι «η δυτική θεολογική σκέψη στην από μέρους της σύγκριση Χριστιανισμού και θρησκειών εγκλωβίστηκε στις λύσεις: αντίθεση, συμπλήρωση, εξέλιξη, από τις οποίες τελικά καμιά δεν είναι ικανοποιητική» (σ.94). Πράγματι, λέει, «η θρησκεία, ως διάμεσο ανθρώπου και Θεού, αποτελεί γεγονός της πτώσης» και επομένως δεν είχε θέση εκεί όπου υπάρχει «διαπροσωπική επικοινωνία και σχέση» μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Γι’ αυτό άλλωστε ο Χριστιανισμός λαμβάνει «θρησκειακή μορφή», η οποία «δεν ανάγεται στην ουσία του, αλλά αποτελεί σκόπιμη συγκατάβαση, που λειτουργεί στο σχήμα κένωση - πρόσληψη - ενσάρκωση» (σ.93).ΑΝλοιπόν, καταλήγει, διακρίνουμε την ουσία από το ένδυμα του Χριστιανισμού «οι δυτικές λύσεις χάνουν τη διάζευξή τους και έτσι μπορεί να υιοθετηθούν κατά περίπτωση είτε ξεχωριστά είτε μαζί, είτε ακόμη και να απορριφθούν» (σ.94). Με την τελευταία αυτή θέση του ο Ηλ. Βουλγαράκης θεμελιώνει θεωρητικά την επιλεκτική ευχέρεια του ορθοδόξου χριστιανού να υιοθετήσει ή να τροποποιήσει ή να απορρίψει κατά περίπτωση το αντιθετικό δίπολο του Μπαρτ και του Μπονχέφερ, χωρίς αυτή η θεωρητική ‘ανακολουθία’ να συνιστά κατ’ ανάγκη και ουσιαστική ασυνέπεια. Ή, όπως το λέει απλούστερα οΘανάσης Παπαθανασίου«ανάλογα με το νόημα που δίνεται στον όρο θρησκεία, διατυπώνονται διαφορετικές θεολογικές θέσεις περί του αν ο Χριστιανισμός είναι η κατεξοχήν θρησκεία (νοούμενη ως η σχέση Θεού και κόσμου) ή, αντιθέτως, η υπέρβαση της θρησκείας (νοούμενης ως μιας ανθρώπινης δραστηριότητας που προϋποθέτει τείχος ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο)»[xxxi]. Ο ίδιος πάντως προσεγγίζει το φαινόμενο της θρησκείας ως εκδήλωση της θεμελιώδους δυνατότητας του ανθρώπου να προσδιορίζει τί κομίζει νόημα στην ύπαρξή του και στον κόσμο[xxxii].
Αυτό είναι, με δυο λόγια, το τοπίο της διάκρισης χριστιανισμού και θρησκείας στη σύγχρονη θεολογική σκέψη σε Δύση και σε Ανατολή. Βεβαίως η συντομία και η ελλειπτικότητα της παρουσίασης κρύβει έναν κίνδυνο: να νομίσει ο αναγνώστης ότι οι ίδιοι όροι που πολλές φορές χρησιμοποιούν αυτοί οι θεολόγοι μιλούν όντως για ίδια πράγματα. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ορισμένες φορές μάλιστα μπορεί να λένε ακριβώς τα αντίθετα – και δεν αναφέρομαι μόνο στη θεολογική τους σημασία (που εξαρτάται από το δόγμα και την πνευματική εμπειρία του καθενός), αλλά και στις φιλοσοφικές ή ιδεολογικές συντεταγμένες τους: Για παράδειγμα, ενώ ο π. Γ. Φλωρόφσκυ ή ο Χρ. Γιανναράς, τονίζουν τον μη-ατομικιστικό, κοινοτικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, ο Φάουλερ που ανέφερα στην αρχή – τυπικός Αμερικάνος φιλελεύθερος – υπερασπίζεται κυρίως την ατομική ελευθερία του Χριστιανού, απορρίπτοντας τη ‘δέσμευση’ που υποδηλώνει στα αγγλικά η λέξη ‘θρησκεία’ βάσει της λατινικής ρίζας του religio=δεσμός[xxxiii]. Όμως παρά τις διαφορές αυτές – δογματικές, φιλοσοφικές ή ιδεολογικές – υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής. Είναι η ειλικρινής από όλους αναγνώριση της κρίσης που χαρακτηρίζει τη σχέση του λεγόμενου χριστιανικού κόσμου με το χριστιανικό Ευαγγέλιο και η εξίσου κοινή σε όλους διάθεση κριτικής και αμφισβήτησης των παγιωμένων εκκλησιαστικών σχημάτων (νόρμες, θεσμούς, δόγματα) – ό,τι εν πάση περιπτώσει ο καθένας αντιλαμβάνεται ως αλλοίωση της αυθεντικής ταυτότητας και εν τέλει ως ακύρωση τού Ευαγγελίου. Πρόκειται, θα έλεγα, για τη ‘γραμματική’ μιας κοινής αγωνίας. Μένει βέβαια το ερώτημα κατά πόσον προκύπτει μέσα απ’ αυτήν το ‘συντακτικό’ μιας εξίσου κοινής ελπίδας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Βλ. (α) Jenkins, Daniel, Beyond Religion: The Truth and Error in ‘Religionless Christianity’, London, 1962. (β) GibelliniRosinoΗ θεολογία του εικοστού αιώνα, Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2002. (γ) Νησιώτη, Νικολάου, Φιλοσοφία της θρησκείας και φιλοσοφική θεολογία, δ΄ έκδ., Μήνυμα, Αθήνα, 1986. σ.26, σημ.1. (δ) Του ιδίου, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, δ΄ έκδ., Μήνυμα, Αθήνα, 1986, σ.182 κ.ε.
[ii] Οι επόμενες παραπομπές είναι από την αγγλόφωνη έκδοση: BarthKarlChurch DogmaticsVolI, Pt. 2, T&T Clark, Edinburgh, 1956.
[iii] Βλ. (α) Reynolds Michel, «Dietrich Bonhoeffer, résistant et prophète d’un christianisme non religieux»στο Témoignages, 26/9/2006, σ.16. (β)Corbic, Arnaud, Dietrich Bonhoeffer,le Seigneur des non-religieux: de l’avant-dernier au dernier Bonhoeffer, Ed. Franciscaines, Paris, 2001. (γ) Tου ιδίου,Dietrich Bonhoeffer, résistant et prophète d’un christianisme non religieux, Albin Michel, Paris, 2002. (δ) Schlingensiepen, Ferdinand, Dietrich Bonhoeffer, 1906-1945: une biographie, Salvator, Paris, 2005. (ε) Mottu, Henry, Dietrich Bonhoeffer, Cerf, Paris, 2002. (στ) Mengus, Raymond, Théorie et pratique chez Dietrich Bonhoeffer, Beauchesne, Paris, 1978. (ζCox, Harvey Gallagher, “Beyond Bonhoeffer? The Future of Religionless Christianity”, The Seduction of the Spirit, Simon & Schuster, NΥ, 1973, σ. 123-143. Πρώτη δημοσίευση στο Commonweal 43, 21 (1965), σ.653-657. – Για περισσότερα βλστη wikipediaκαι στην ιστοσελίδα της International Dietrich Bonhoeffer Society (εδώ). – Επίσης αναλυτική βιβλιογραφία για τον Μπονχέφερ στο Gibellini,R., ό.π.,σ.672-674 και πλήρης αρθρογραφία στη Bonhoeffer Bibliography (αρχείο pdfτης βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Columbia. – Για το σχολιασμό του ‘μηθρησκευτικού χριστιανισμού’ του Μπονχέφερ από πλευράς ορθοδόξων βλ(α) Σμέμαν, Αλεξάνδρου, Για να ζήσει ο κόσμος, Δόμος, Αθήνα, 1983, σ. 166-169. (β) Καλαϊτζίδη, Παντελή, Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα, Ίνδικτος, Αθήνα, 2007, σ.84-97.
[iv] Οι παραπομπές του Μπονχέφερ είναι από το GibelliniRό.π.
[v] Περισσότερα για τον Μπονχέφερ και τη συνάφεια της σκέψης του με τους Χρ. Γιανναρά και Ιω. Ζηζιούλα βλ. και στο Λουδοβίκου, π. Νικολάου, Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου, Αρμός, Αθήνα, 2002, σ.122-128. – Βλ. και Gibellini,Rό.π., σ.133 κ.ε.
[vi] Νησιώτη, Νικολάου, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, ό.π., σ.186.
[vii] EllulJacquesLIVING FaithBelief and Doubt in a Perilous WorldHarper and RowSan Francisco, 1983, σ.123 (αρχική γαλλική έκδοση: La foiau prix du doute, ΗachetteParis, 1980). Για περισσότερα βλ. στη wikipedia και στις ιστοσελίδες www.ellul.org και www.jacques-ellul.org.
[viii] Farrar-CaponRobertBetween Noon and Three: Romance, Law, and the Outrage of GraceHarper and Row, San Francisco, 1982σ. 126-127.
[ix] «Σχεδόν ο καθένας, εντός ή και εκτός της εκκλησίας, ανακαλύπτει ότι η έννοια της χάριτος είναι αντίθετη προς οτιδήποτε αντιλαμβάνεται ως θρησκεία». (Farrar-CaponRobertό.π., σ.136). Για περισσότερα βλ. στη wikipedia και στην ιστοσελίδα του Robert Farrar Capon.
[x] Βλ. (α) Αφιέρωμα στο Generation MagazineVol 3.1, με θέμα «Christ vsreligion». (β) Ιστοσελίδα JESUS VERSUS RELIGION. (γ) «Ekklesia (Body) & Faith – VS – Religion». (δ) «Religion vsSpirituality?». (ε) Αναφορά στις γνωστικιστικές ιδέες της Μη-θρησκείας (non religion) του François Laruelle.
[xi] ΒλFowlerJames A., Christianity is not religionChristInYou.Net, 1998.
[xii] Vattimo, Gianni, Dopo la cristianità. Per un cristianesimo non religioso, Garzanti, Milano, 2002. ΑγγλικάAfter Christianity, Columbia University Press,ΝΥ, 2002. ΓαλλικάAprès la chrétienté. Pour un christianisme non religieux, Calmann-Lévy, Paris, 2004. Βλ. παρουσίαση στα αγγλικά και στα γαλλικά.
[xiii] Για μια γνωριμία με τον Τζιάννι Βάττιμο στα ελληνικά βλ. DerridaJacques· VattimoGianni (επιμ), Η θρησκεία, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2003.
[xiv] Ρωμανίδη, π. Ιωάννη, «Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της», στόν τόμο Ορθοδοξία, Ελληνισμός, πορεία στην 3η χιλιετηρίδα, Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, Αγ. Όρος, 1966, σ.67-87. Βλ. και στην ιστοσελίδα αφιερωμένη στον π. Ρωμανίδη.
[xv] Σημειώνω την παρατήρηση του Π. Καλαϊτζίδη για τον Χρ. Γιανναρά, ότι εδώ έχουμε ένα «δυτικής προέλευσης δάνειο» που «θα πρέπει να αποδοθεί περισσότερο μάλλον στη θεολογία του Barth παρά σε εκείνην του Bonhoeffer» (βλ. Καλαϊτζίδη, Π., Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα: Προλεγόμενα, ό.π., σ.96, σημ.147).
[xvi] Νησιώτη, Ν., Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίαν, ό.π., σ.185, σημ.1.
[xvii] Του ιδίου, Φιλοσοφία της θρησκείας και φιλοσοφική θεολογία, ό.π., σ.27. Για περισσότερα ο Ν. Νησιώτης παραπέμπει στον Λεωνίδα Φιλιππίδη: (α) “Θρησκεία. Ein Versuch zu endgultiger Etymolgie des Wortes.”, ΘεολογίατόμΛΒ΄Ιαν.-Μάρτ. 1961, σ.8. (βReligionsgeschichte als Heilsgeschichte in der Weltgeschichte, Athen, 1953, σ.9. (ΒλΠρολεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωσιολογίανό.π., σ.185, σημ.1.)
[xviii] Γαννουλάτου, Αναστασίου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα, 2000, σ.191.
[xix] Ό.π., σ.193.
[xx] Σε μια εκτεταμένη σημείωση των πανεπιστημιακών του παραδόσεων οΑΝ. Γιαννουλάτος θέτει ρητά το ερώτημα: «Εντάσσεται ο Χριστιανισμός στις θρησκείες;» Κι ενώ για τους ιστορικούς, κοινωνιολόγους κ.ά. η απάντηση είναι αυτονόητα καταφατική, πολλοί θεολόγοι, σημειώνει, απαντούν αρνητικά, ότι δηλαδή ο Χριστιανισμός “δεν ανήκει στις θρησκείες”, ότι είναι ‘Εκκλησία’. «Κατανοούμε – συνεχίζει ο Γιαννουλάτος – το θεολογικό σκεπτικό αυτής της τάσεως, που την επέτεινε η διαλεκτική θεολογία με την περίφημη πρόταση του K.Barth: “Η θρησκεία είναι απιστία!” … Είναι ενδιαφέρον ότι εκπρόσωποι και άλλων θρησκειών (π.χ. Βουδδιστές, Ινδουϊστές) αρνούνται ότι η διδασκαλία τους ανήκει στις θρησκείες. Προτιμούν να ονομάζουν το σύστημά τους ‘φιλοσοφία’ ή ‘ψυχολογία’. Βεβαίως εξαρτάται τι ορισμό δίνει κανείς στη θρησκεία και από ποια οπτική γωνία εξετάζει το θέμα. Στη γλώσσα πάντως της Καινής Διαθήκης δεν βλέπουμε εξοστρακισμό της λέξεως ‘θρησκεία’. Στην Επιστολή του Ιακώβου (1:27) αναφέρεται “Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλο εαυτόν τηρεί από του κόσμου” … Θα προτιμούσαμε – στη θεολογική γλώσσα – να διακρίνουμε ‘Χριστιανισμό’ και ‘Εκκλησία’ και να προτείνουμε τη διατύπωση “Η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία. Είναι η υπέρβαση του προπτωτικού γεγονότος της θρησκείας”. Αλλά μια τέτοια συζήτηση ανήκει περισσότερο στην προβληματική της θεολογικής ορολογίας. Θρησκειολογικά, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο Χριστιανισμός στην ιστορική του πορεία παρουσίασε πολλαπλά ‘θρησκευτικά’ χαρακτηριστικά». (Γιαννουλάτου, Αναστασίου, Θέματα Ιστορίας των θρησκευμάτων, πανεπιστημιακές παραδόσεις, Αθήνα, 1989, σ.13-14).
[xxi] Βλ. παρακάτω, υποσημείωση 29.
[xxii] Παπαλεξανδρόπουλου, Στέλιου, «Κοσμολογία-Εσχατολογία: συμπλήρωση και όχι αλληλοαναίρεση», Σύναξη, 11 (1984), σ.73.
[xxiii] Φλορόφσκυ, Γεωργίου, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1976, σ.97.
[xxiv] Schmemann, Alexander, For theLIFE of the world, National Student Christian Federation, 1964. Οι παραπομπές είναι από την ελληνική έκδοση: Σμέμαν, Αλεξάνδρου, Για να ζήσει ο κόσμος, Δόμος, Αθήνα, 1987.
[xxv] Οι παραπομπές είναι από το βιβλίο: Βλάχου, Ιερόθεου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Γ΄ έκδ., 1989. Βλ. επίσης στο διαδίκτυο: “Ο Χριστιανισμός είναι θεραπευτική επιστήμη” και στα αγγλικά: Christianity is not a religionIt is psychotherapeuticscience.
[xxvi] Ό.π., σ.24: Πρώτη προϋπόθεση που θέτει ο π. Ι. Βλάχος είναι «ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως [sic] Εκκλησία …» (σ.24) και δεύτερη ότι σκοπός του Χριστιανού είναι η θέωση. Στην προοπτική αυτή, ο Χριστιανισμός «είναι κυρίως θεραπεία» - «θεραπεία του ανθρώπου από τα πάθη του για να φθάση στη συνέχεια σε κοινωνία και ενότητα με τον Θεό» (σ.25).
[xxvii] Οι παραπομπές είναι από το βιβλίο: Μεταλληνού, Γεωργίου, Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, Αρμός, Αθήνα, 1995.
[xxviii] «Στην Κ. Διαθήκη ο όρος ‘θρησκεία’, ταυτιζόμενος στην ελληνική γλώσσα με τη λατρεία, δεν χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη λατρεία της Εκκλησίας. Για πρώτη φορά στην Α΄ Κλήμεντος (τέλη του α΄ αιώνα) ο όρος θα χρησιμοποιηθεί με την έννοια της λατρείας. ... Ο μακρός αυτός δισταγμός είναι κατανοητός, λόγω του περιεχομένου του όρου. Θρησκεία είναι για τον εξωχριστιανικό κόσμο η θεραπεία, η λατρεία του θείου, κάτι που δεν μπορεί να συμβιβασθεί με το χριστιανικό πνεύμα …» (σ.24).
[xxix] Μπέγζου, Μάριου Π., «Εκκλησία και Θρησκεία», Σύναξη, 9 (1984), σ.107-111. Αναδημοσιεύτηκε στο: του ιδίου, Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας: Μεταμοντερνισμός και Εσχατολογία, Γρηγόρης, Αθήνα, 1988, σ.75-88.
[xxx] Βλ. Βουλγαράκη, Ηλία, «Το δικαίωμα της Ιεραποστολής», Σύναξη, 11 (1984), σ.92-95, απ’ όπου και οι επόμενες παραπομπές.
[xxxi] Παπαθανασίου, Θανάση Ν., Θρησκεία, Ιδεολογία, Επιστήμη, Πορθμός, Χαλκίδα, 2003, σ.27, σημ.5.
[xxxii] Παπαθανασίου, ό.π., σ.11-14.
[xxxiii] Γράφει ο π. Φάουλερ: «Η Λατινική λέξη από την οποία προέρχεται η αγγλική λέξη ‘θρησκεία’ (religion), σημαίνει ‘δεσμεύω’. Όμως ο Ιησούς δεν ήλθε να μας δεσμεύσει με κανόνες και κανονισμούς ή τελετουργικούς τύπους αφιέρωσης, αλλά να μας ελευθερώσει, ώστε να γίνουμε ‘άνθρωποι’ σύμφωνα με την πρόθεση του Θεού.» Βλ. FowlerJames A., Christianity is not religion, ό.π.

πηγή: περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ,Τ. 106, Απρίλιος-Ιούνιος 2008, σελ. 45-54.
το είδαμε εδώ

Ερωτοαπαντήσεις σε λειτουργικά και τελετουργικα θέματα - Ιερές Ακολουθίες-Ειδικές ευχές

  1. Πόσες φορές μπορεί να τελεσθεί το Ευχέλαιο; Όσο πιο πολλά Ευχέλαια τελούνται τόσο πιο καλά;
  2. Τι είναι το Αντίδωρον;
  3. Πολλοί εκ των πιστών, κληρικοί και λαϊκοί, ερωτούν εάν οι ευχές του Ευχολογίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας είναι όλες σωστές ή όχι, και ποιό είναι το κριτήριο της ενσωμάτωσης αυτών στο Ευχολόγιον;
  4. Λειτουργικές επισημάνσεις για το «Ευχολόγιον»
  5. Πῶς πρέπει νὰ διαβάζει ὁ ἱερέας τὶς λεγόμενες Περιστατικὲς Εὐχὲς τοῦ Εὐχολογίου; Ποιά ὀφείλει να εἶναι ἡ ἱερατική του ἔνδυση;
  6. Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ
  7. Εὐχὲς τῶν Ἐξορκισμῶν ἐπὶ πασχόντων ὑπὸ Δαιμόνων καὶ ἐπὶ πᾶσαν ἀσθένειαν
  8. Ἀκολουθία τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου
  9. Ἡ ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως καὶ Εὐχαριστίας
  10. Ἡ ἀκολουθία εἰς Ἱερέα ἐνυπνιασθέντα
  11. Υπάρχει σχέση μεταξύ της Μαγείας και των εξορκισμών;
  12. H ζώνη των αμφίων των ιερέων
  13. Μπορεί να τελεσθεί σήμερα ένα Ευχέλαιο κατ' ανάγκη σε περίπτωση ετοιμοθάνατου; Και με ποιό τρόπο αφού η ακολουθία του ευχελαίου είναι εκτενής;
  14. Πώς μπορεί να τελεσθεί το Ευχέλαιο κατά την ακολουθία του εσπερινού ή του όρθρου στο ναό; Αποτελεί ιδιαίτερη ακολουθία;
  15. Πότε δεν μπορεί να τελεσθεί το μυστήριο του Ευχελαίου;
  16. Τι σημαίνει το φτύσιμο για την αποτροπή της βασκανίας;
  17. Επιτρέπεται να διαβάζεται η ευχή της βασκανίας σε παιδιά αβάπτιστα;
  18. Τι είναι οι γητευτές;
  19. Τι είναι οι Φυλακτήριοι;
  20. Ποια η σημασία των φυλακτών;
  21. Μερικοί στο ποτηροκάνδηλο του Ευχελαίου χρησιμοποιούν εκτός του ελαίου και οίνο. Που στηρίζεται αυτή η πρακτική;
  22. Πόσες θρυαλίδες (= κανδηλήθρες) τοποθετούνται μέσα στο ποτηροκάνδηλο του Ευχελαίου;
  23. Πως γίνεται η Θεία Κοινωνία των ασθενών κατ’οίκον;

Αγγελος Κυρίου κατήλθε εξ ουρανού, εμέλισε το βρέφος και έβαλε το αίμα στο Άγιο Ποτήριο

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΥ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΚΕ


Ένας γέροντας Ασκητής, ενάρετος στην χριστιανική πολιτεία, απλούς και αγράμματος, δεν πίστευε ότι ο Άρτος που μεταλαμβάνουμε είναι Θεός, αλλά τύπος μόνο.
Όταν το άκουσαν αυτό δύο γέροντες, οι οποίοι γνώριζαν την ενάρετη πολιτεία του ασκητή αυτού, κατανόησαν ότι το κάνει αυτό εξαιτίας της απλότητάς του.
Πήγαν στο κελί του και του είπαν ότι κάποιος αββάς λέγει ότι δεν πιστεύει πως ο Άγιος Άρτος που μεταλαμβάνουμε είναι Σώμα του Χριστού, αλλά τύπος. Αυτός αποκρίθηκε : Εγώ είπα αυτό τον λόγο. Τότε οι δύο γέροντες του συνέστησαν να πάψει να λέγει πλέον τέτοιες βλασφημίες, αφού όλοι οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Άρτος που κοινωνούμε μετατρέπεται σε Σώμα Χριστού και ο οίνος σε Αίμα Χριστού. Διότι όπως στη δημιουργία ο Θεός πήρε χώμα από τη γη και έκανε τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιερέας ως επίτροπος του Χριστού, λέγει αντ΄ αυτού τα λόγια : «Τούτο εστί το Σώμα μου». Και αυτό πιστεύουμε ότι αναμφισβήτητα είναι το Σώμα του Χριστού.

Ο γέροντας Ασκητής τους απάντησε : αν δεν το δω αυτό αισθητά δεν το πιστεύω. Οι δύο γέροντες τότε του είπαν : ας προσευχηθούμε στον Θεό με νηστεία και δάκρυα αυτή την εβδομάδα, να μας αποκαλύψει την αλήθεια. Ο Γέροντας με χαρά συμφώνησε και προσεύχονταν : «Κύριε, γνωρίζεις ότι δεν το λέγω εξαιτίας της πονηρίας, αλλά για την ασφάλειά μου, να βεβαιωθώ για την αλήθεια. Στερέωσέ με τον δούλο σου». Οι άλλοι δύο γέροντες στα κελιά τους προσεύχονταν λέγοντας : «Κύριε Ιησού Χριστέ, φανέρωσε το μυστήριο τούτο στον γέροντα, για να μην χάσει τους κόπους του».
Ο Κύριος, εισάκουσε τις προσευχές των γερόντων και την Κυριακή που πήγαν στη Θεία Λειτουργία οι τρεις μόνο, όταν ήλθε η ώρα ο ιερεύς να διαμερίσει τον Άγιο Άρτο, είδαν ότι έγινε ο Άρτος βρέφος μικρό και ζωντανό και κατήλθε Άγγελος εξ ουρανού, εμέλισε το βρέφος, και έβαλε το αίμα στο Ποτήριο.
Μετά τη Λειτουργία κοινώνησαν οι δύο γέροντες Άρτο και Αίμα. Όταν ήλθε ο Ασκητής και πήρε τη μερίδα του δεσποτικού σώματος, βλέπει – ώ του Θαύματος – ότι ήταν ωμή και έσταζε αίμα. Τότε, φώναξε μετά φόβου : «Πιστεύω, Κύριέ μου, ότι ο Άγιος Άρτος που μεταλαμβάνουμε, είναι το άχραντο Σώμα σου, και το Ποτήριο το τίμιο Αίμα σου». Τότε, έγινε πάλι η Σάρκα Άρτος και κοινώνησε.
Οι άλλοι δύο γέροντες του είπαν : Ξέροντας ο Θεός ότι η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να φάγει σάρκα ωμή, ετοίμασε ο Ίδιος το μυστήριο αυτό σε είδος Άρτου και Οίνου, για να το λαμβάνει ο καθένας με πολύ πόθο».

*ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΕΝ ΒΕΝΕΤΙΑ 1851, σ. 199 κ.ε.

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ.. ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΤΑΓΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΥΠΕΓΡΑΨΑΝ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΣΧΟΛΙΟ: ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ.... ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΒΙΒΛΙΟ..... 
ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΕΝΑ ΠΕΝΤΑΛΕΠΤΟ VIDEO... 
ΣΚΛΗΡΟ.. ΑΛΛΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΚΑΙ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΑΛΗΘΙΝΟ.
π. Φώτιος Βεζύνιας.


 
 
ΔΕΙΤΕ ΤΟ VIDEO:
 
 

 
 



το είδαμε εδώ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ-Περί σκληροκαρδίας(Αγ.Λουκά Κριμαίας)




Ποιος άνθρωπος δεν θα θυμώσει και δεν θα δια­μαρτυρηθεί ακούγοντας την παραβολή του κάκου δού­λου στον όποιο ό κύριος του συγχώρεσε ένα μεγάλο χρέος ενώ αυτός δεν ήθελε να συγχωρέσει στον πλη­σίον του ένα μικρό;
Ταράζεται ή καρδιά μας όταν βλέπουμε τίς χειρό­τερες εκδηλώσεις των παθών καί της άμ»ρτωλότητας των ανθρώπων. Σωστά είπε ό προφήτης Δαβίδ «Καί έρρύσατο την ψυχήν μου εκ μέσον σκύμνων, έκοιμήθην τεταραγμένος υιοί ανθρώπων, οι οδόντες αυτών όπλα καί βέλη, καί ή γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία» (Ψαλ. 56, 5). Καί δεν το λέει για τους φονιάδες καί τους κακούργους αλλά για μας τους απλούς ανθρώ­πους. Εμάς μας αποκαλεί λιοντάρια καί λέει ότι ταδόντια μας είναι όπλα καί βέλη και ή γλώσσα - ακο­νισμένο σπαθί. Καί το σπαθί είναι όργανο του φόνου.
Αν ή γλώσσα μας είναι σαν το αιχμηρό σπαθί τό­τε μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε για να φο­νεύουμε τους ανθρώπους. Καί όντως πολλές φορές το κάνουμε καί δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας δολοφό­νους. Πληγώνουμε την καρδιά του πλησίον με συκο­φαντία καί ψέμμα, προσβάλλουμε τη δική του ανθρώ­πινη αξιοπρέπεια, ταράζουμε την καρδιά του με κακο­λογία, - αυτό δεν είναι πνευματικός φόνος;
Άκούμε πώς κάποιος από τους γνωστούς ανθρώ­πους μοιχεύει καί θυμώνουμε μ' αυτόν. Δεν είναι δύ­σκολο να θυμώνεις με τους άλλους.Δύσκολο είναι να  θυμώνεις με τον εαυτό σου. "Εχουμε δικαίωμα να θυ­μώνουμε με τους άλλους ενώ οι ϊδιοι δεν έχουμε την καθαρότητα πού ζητά από μας ό Χριστός; Πόσοι από μας δεν έχουν κοιτάξει ποτέ γυναίκα ή άνδρα με πό­θο; Λίγοι, πολύ λίγοι.
Ό Κύριος "Ιησούς Χριστός κάθε ακάθαρτο βλέμ­μα πού ρίχνουμε στη γυναίκα το ονομάζει μοιχεία. Καί αν ακόμα δεν την κάναμε με το σώμα, στην καρ­διά μας την είχαμε κάνει.
Ένας μεγάλος ιεράρχης, ό άγιος Τυχών του Ζαντόνσκ, λέει το έξής:«Τις αμαρτίες πού βλέπουμε στους άλλους τις έχουμε καί εμείς». Αυτό είναι πολύ σωστό. 


                                                                         
Όλες οι αμαρτίες πού βλέπουμε στους άλλους υ­πάρχουν και μέσα μας,ίσως σε βαθμό πιο μικρό, αλ­λά έχουμε το ίδιο ακάθαρτη καρδιά πού ή ακαθαρσία της φανερώνεται με τίς προσβολές του πλησίον και το μίσος εναντίον του. Τέτοια ακαθαρσία υπάρχει στην καρδιά κάθε ανθρώπου. Γι'αυτό, τον λόγο του μεγάλου Ιεράρχη πρέπει να τον θυμόμαστε καί να τονέχουμε πάντα στην καρδιά μας.
Όταν βλέπουμε την άμαρτωλότητα των άλλων πρέπει να δούμε την δική μας καρδιά και να αναρωτη­θούμε «Εγώ είμαι καθαρός από αμαρτία, δεν υπάρχει μέσα μου το ίδιο πάθος πού βλέπω στον αδελφό μου;»
Πάντα θυμόμαστε αυτά πού μας προκαλούν μεγα­λύτερη εντύπωση. Θυμόμαστε, για παράδειγμα τους σεισμούς. Καί όσο πιο συμπονετική είναι ή καρδιά μας τόσο περισσότερο χρόνο θυμόμαστε τα δυστυχή­ματα. Ενώ οι σκληρόκαρδοι άνθρωποι τα ξεχνάνε πο­λύ γρήγορα.
Δεν δουλεύουν έτσι οί σεισμολόγοι. Πάντα έχουν στο νου τους τους σεισμούς καί κάθε μέρα κάνουν τις ανάλογες μετρήσεις. Άπ' αυτούς πρέπει να παίρνουμε το παράδειγμα. Όπως οί σεισμολόγοι πάντα με προ­σοχή παρακολουθούν τίς δονήσεις στο εσωτερικό ή την επιφάνεια της γης, το ίδιο πρέπει εμείς να παρα­κολουθούμε ακούραστα τίς κινήσεις της δικής μας καρδιάς καί να διώχνουμε από μέσα της κάθε ακαθαρ­σία. Να προσέχουμε τίς σκέψεις μας, τις επιθυμίες, τα κίνητρα καί τίς πράξεις. Να τα αναλύουμε με προσο­χή εξετάζοντας μήπως υπάρχει σ' αυτά κάτι αμαρτω­λό.
"Αν μιμηθούμε τους σεισμολόγους και παρακολου­θούμε με προσοχή τίς κινήσεις της δικής μας καρ­διάς, τότε θα συνειδητοποιήσουμε την δικη μας άμαρτωλότητα καί την άναξιότητα καί δεν θα δίνουμε προ­σοχή σ' αυτά πού κάνουν οί άλλοι καί δεν θα τους κα­τακρίνουμε γι' αυτά πού κάνουν.
Προκαλεί αγανάκτηση ή συμπεριφορά του κακού δούλου πού ό ευσπλαγχνος κύριος μόλις του άφησε μεγάλο χρέος δέκα χιλιάδων ταλάντων καί εκείνος μόλις είδε κάποιον πού του οφείλε μόνο εκατό δηνά­ρια τον έπιασε καί άρχισε να τον σφίγγει. Ό φτωχός τον παρακαλούσε καί του έλεγε ίδια λόγια πού μόλις πρίν λίγο ό άσπλαγχνος δούλος έλεγε μπροστά στον κύριο «Μακροθύμησον έπ' έμοί καί αποδώσω σοι» (Μτ. 18, 29). Άλλα εκείνος δεν θέλει να περιμένει καί βάζει στην φυλακή τον οφειλέτη του.
Τί πιο άδικο μπορεί να υπάρχει;
Είναι έσχατος βαθμός σκληροκαρδίας καί άσπλαγχνίας, είναι πλήρης απουσία της ευσπλαχνίας, της θέλησης καί της ικανότητας να αφήνει κανείς στον πλησίον τα όφειλήματά του. Είναι ή λήθη εκεί­νης της αίτησης πού κάθε μέρα απευθύνουμε στον Θεό:«Καί αφες ήμίν τα όφειλήματά ημών, ως καί ήμείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Δεν θέλουμε να αφήνουμε στον πλησίον τα όφειλήματά του, περιμέ­νουμε όμως από τον Θεό να μας αφήσει τα δικά μας.
Την πιο σκοτεινή πλευρά της ψυχής του έδειξε αυτός ό άκαρδος άνθρωπος στον πλησίον του. Ποια ήταν ή αιτία να φερθεί τόσο σκληρά και να καταπα­τήσει το δίκαιο; Πρώτ' άπ' όλα ήταν όεγωισμός του, ή φιλαυτία του. Λογάριαζε μόνο τον εαυτό του και δεν σκεφτόταν τους άλλους, μόνο για τον εαυτό του ή­θελε καλό. Όλες οί σκέψεις καί επιδιώξεις του ήταν στο να αποκτήσει όσο γίνεται πιο πολλά.Ηταν πολύ μεγάλος εγωιστής. Δεν του αρκούσε ότι πήρε από τον κύριο δέκα χιλιάδες τάλαντα, δεν μπορούσε να ξεχά­σει καί εκείνα τα εκατό δηνάρια πού του χρωστούσε ό φτωχός.
"Ας δούμε όμως τη δική μας καρδιά. Δεν υπάρχει μέσα μας σκληροκαρδία καί φιλαργυρία; Πόσοι από μας περιφρονούν τα λεφτά καί δεν επιδιώκουν τον πλούτο; Λίγοι, πολύ λίγοι. Φιλαργυρία είναι ή αμαρ­τία των περισσότερων ανθρώπων. Αγανακτώντας για την φιλαργυρία του κάλου δούλου, πρέπει με ταπείνω­ση να παραδεχτούμε ότι καί εμείς ευθυνόμαστε για την ΐδια αμαρτία. Στό παράδειγμα του κάκου αύτοΰ δούλου βλέπουμε την χειρότερη εκδήλωση του πά­θους του εγωισμού καί της φιλαργυρίας. Όμως δεν α­γαπάμε καί εμείς τον εαυτό μας πιο πολύ από τον πλη­σίον μας; Τηρούμε την εντολή" «Αγαπήσεις τον πλη­σίον σου ως σεαυτόν» (Μτ. 19, 19);
Αγαπάμε τον εαυτό μας καί για τους άλλους λίγο νοιαζόμαστε. Αυτό σημαίνει εγωισμός, είναι το πάθος πού σε τέτοια άσχημη μορφή εκδηλώθηκε στην περί­πτωση του κάκου δούλου.Ήταν άνθρωπος σκληρόκαρδος καί άσπλαχνος. Εμείς όμως μπορούμε να πουμε για τον εαυτό μας ότι τηρούμε την εντολή του Χρί­στου1 «Γίνεσθε ούν οικτίρμονες, καθώς καί ό πατήρ υ­μών οίκτίρμων εστί;» (Λκ. 6, 36).
Ποιος αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του; Ποιος τον φροντίζει όπως φροντίζει τον εαυτό του; Μόνο οι άγιοι. Εμείς δεν είμαστε άγιοι γιατί ό­λοι έχουμε τα ϊδια πάθη πού βλέπουμε στους άλλους, όπως είπε ό άγιος Τυχών του Ζαντόνσκ.
Πολλές φορές δεν δείχνουμε έλεος στους οφειλέτες μας. Άλλα ό απόστολος Ιάκωβος λέει' «Ή γαρ κρίσις άνέλεος τω μη ποιήσαντι έλεος» (Ίακ. 2, 13). Να τρο­μάζουμε ακούγοντας αυτά τα λόγια του αποστόλου για­τί θα έχουμε την ίδια μοίρα με τον άσπλαχνο δούλο, τον όποιο οργισμένος ό κύριος παρέδωσε στους βασα­νιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όλο το χρέος.
Στό τέλος της παραβολής ό Χριστός είπε «Ούτω καί ό πατήρ μου ό επουράνιος ποιήσει ύμίν, εάν μη άφήτε έκαστος τω άδελφω αυτόν από των καρδιών υ­μών τα παραπτώματα αυτών» (Μτ. 18, 35).
Μία άλλη φορά ό Χριστός είπε «Εάν γαρ άφήτε τοις άνθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει καί ύ­μίν ό πατήρ υμών ό ουράνιος' εάν δε μη άφήτε τοις άνθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ό πατήρ υ­μών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Μτ. 6, 14-15).
Ό Κύριος μας είπε να προσευχόμαστε με την προ­σευχή πού έδωσε στους μαθητές του, ή οποία λέει «Καί άφες ήμΐν τα όφειλήματα ημών, ως καί ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών».Αυτά τα λόγια επανα­λαμβάνουμε κάθε μέρα.
Βλέπετε ότι ή απαίτηση είναι μεγάλη. Δεν μπο­ρούμε όταν, βλέπουμε τίς κακίες πού κάνουν οί άλλοι, μόνο να αγανακτούμε, - πρέπει να θυμόμαστε τον λόγο' «πρόσεχε σεαυτόν».
Να προσέχεις πάντα την καρδιά σου, την κάθε κί­νηση της, ακόμα καί τις πιο ασήμαντες εκδηλώσεις των παθών μέσα της. "Ας θυμόμαστε πάντα τον λόγο του αποστόλου Παύλου στην επιστολή προς Έφεσίους" «Γίνεσθαι δε εις αλλήλους χρηστοί, ενσπλαγχνοι, χαριζόμενοι έαυτοίς καθώς καί ό Θεός εν Χρι­στώ έχαρίσατο υμίν» (Εφ. 4, 32). Πρέπει να συγχω­ρούμε τους άλλους έτσι όπως το είπε ό Χριστός στο τέλος της παραβολής, - με όλη την καρδιά.
"Ας μάθουμε να κάνουμε αυτό πού ζητάει από μας ό Χριστός - να είμαστε σπλαχνικοί, όπως είναι εΰσπλαχνος ό επουράνιος Πατέρας μας καί με όλη την, καρδιά να συγχωρούμε στον πλησίον τα παραπτώμα­τα του. Τότε καί εμάς θα μας συγχωρήσει ό επουρά­νιος Πατέρας μας. Αμήν.
Από το βιβλίο« Αγ.Λουκά επισκόπου Κριμαίας-Λόγοι και ομιλίες»Τόμος Γ Ορθόδοξος Κυψέλη

Ανοιχτή επιστολή Ορθοδόξων Κληρικών-Λαϊκών προς τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Κρήτης

ekklisia-kritis\


Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ὡς πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, μετά ἀπὸ προσεκτικὴ μελέτη τῶν πεπραγμένων καὶ ἀποφασισθέντων τῆς ἐπονομαζόμενης «Ἁγίας καὶ Πανορθοδόξου» Συνόδου τῆς Κρήτης, ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ Κολυμπάρι ἀπὸ 19-23 Ἰουνίου 2016 καὶ ἀντιπαραβάλλοντας τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς μὲ τὴν ὅλη Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη, ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς εἶναι ξένες καὶ ἀντίθετες μὲ τὰ παραδεδομένα τῶν Ἁγίων Πατέρωνκαὶ τῶν Ἁγίων Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ χαρακτηρίζεται «κακόδοξη», «ψευδοσύνοδος» καὶ «ληστρικὴ».

Διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς, σᾶς ἐπισυνάπτουμε τὴν ἄκρως θεολογικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ μελέτη τοῦ κ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Καθηγητοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, Θεολόγου καὶ Δικηγόρου παρ’ Ἀρείῳ Πάγῳ, καθὼς καὶ τὴν μελέτη τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδου, Καθηγητοῦ Θεολογίας Α.Π.Θ.
Ὡς ἐκ τούτου καὶ κατὰ πιστὴ ἐφαρμογὴ τῆς θεωρητικῆς καὶ βιωματικῆς διδαχῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σᾶς ἐνημερώνουμε ὅτι θὰ διακόψουμε κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία:
α) Μὲ τοὺς ὑπογράψαντες ἐπισκόπους.
β) Μὲ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὰ κείμενα τῆς Συνόδου, ἀλλὰ διατηροῦν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς ὑπογράψαντες. Βασιζόμενοι στὴν ὀρθόδοξη διδαχή, ἡ μὴ καταγγελία ἐκ μέρους τους τῆς παρεκτροπῆς τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, δὲν τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν εὐθύνη καὶ τοὺς καθιστᾶ –διὰ τῆς σιωπῆς, ἤ ἀδιαφορίας, ἤ κρυφῆς ὑποστήριξης– συνεργούς στὴν καθιέρωση καὶ ἐξάπλωση τῆς κακοδοξίας.
Διακηρύσσουμε τὴν ὑποστήριξη καὶ συμπόρευσή μας μὲ τοὺς ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσους ἄλλους ἀδελφοὺς διέκοψαν, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν ἐκφραστὴ τῆς κακοδοξίας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καὶ μὲ τοὺς περὶ αὐτὸν κρυφούς καὶ φανερούς συνεργάτες ἐπισκόπους.
Δηλώνουμε ὅτι, δὲν κρίνουμε τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων ποὺ τελοῦν οἱ Οἰκουμενιστὲς, οὔτε ἀποφαινόμαστε γιὰ τὴν παρουσία τῆς Θείας Χάριτος σὲ αὐτοὺς καὶ στὶς ἱεροπραξίες τους, κατὰ μίμηση τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ ἐναπέθεταν αὐτὸ τὸ ἔργο, στὴν ἁρμοδιότητα κάποιας μείζονος Συνόδου.
Ἐπίσης δηλώνουμε ὅτι, δὲν δημιουργοῦμε, οὔτε σκοπεύουμε νὰ δημιουργήσουμε ἄλλη «Ἐκκλησία», μὲ ξεχωριστὲς «συνόδους» καὶ διοικητικὰ ὄργανα.
Οἱ συνειδήσεις μας δέν ἀνέχονται ἄλλη συμπόρευση μὲ τὴν κακοδοξία καὶ τοὺς κακοδόξους, ποὺ περιφέρονται μὲ «κώδιον προβάτου». Σᾶς καλοῦμε, μέ αὐτὴν τὴν ὑστάτη παράκληση, νὰ προασπίσετε καθηκόντως τὴν Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη ποὺ παραλάβαμε ἀπὸ τούς Ἁγίους Πατέρες καὶ τὶς Ἁγίες Συνόδους. Νὰ προστατέψετε τὸ ποίμνιό σας, ἀπὸ τούς ὑπερασπιστὲς τῶν ποικίλων αἱρέσεων καὶ τοῦ ἐπάρατου Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ὁμογενοποιεῖ τὶς κακοδοξίες μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ δημιουργεῖ μεταλλαγμένη θεολογία καὶ παράδοση καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων, νά ἀπορρίψετε τὴν λεγομένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.
Σεβασμιώτατοι, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἐὰν ἐσεῖς καθηκόντως δὲν τὴν ἀπορρίψετε, σᾶς προειδοποιοῦμε ὅτι ἐμεῖς δὲν θὰ σᾶς ἀκολουθήσουμε, ἀλλὰ θὰ ἀκολουθήσουμε τὴν διαχρονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν Πάπα Πῖον τὸν Θ΄ τὸ 1848, «Παρ” ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὑπερασπιστὴς τῆς Θρησκείας ἐστὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Εὐελπιστώντας ὅτι θὰ ὀρθοτομήσετε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας,
Διατελοῦμεν μετὰ τιμῆς καὶ σεβασμοῦ,
Ὀρθόδοξοι Κρῆτες.
Οἱ ὑπογραφές νὰ ἀποστέλονται:
Ἠλεκτρονικά στὴν διεύθυνση: e-mail orthodoxoi.krites@yahoo.gr
Ταχυδρομικῶς στὴν διεύθυνση:Τ.Θ. 26, 73014 ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ ΧΑΝΙΑ


πηγή: εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...