Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ «δεῦρο ἀκολούθει μοι»


Αποτέλεσμα εικόνας για ΙΓ  ΛΟΥΚΑ


Οἱἀληθινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱἈπόστολοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἔχουν ἕνα κοινό χαρακτηριστικό: τήν αὐταπάρνηση. Ὅσοι ξεκινοῦν νά ἀκολουθήσουν τόν Κύριο δέν κοιτοῦν πίσω. Τό Ἀποστολικό ἀξίωμα ἀπαιτεῖ πλήρη ἀπαλλαγή ἀπό τά βάρη αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τό κυριώτερο ἐμπόδιο εἶναι ἡἰδιοκτησία ἀγαθῶν καί ἡ δέσμευση πού προϋποθέτει.

Τό ἀποστολικό ἀξίωμα εἶναι κατά τόν Παῦλο τό ἀνώτερο: «καί οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῆἐκκλησία πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἴτα χαρίσματα ἱαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν»( Β΄Κορ. 12,28). Στήν Ἐκκλησία ὅλοι εἶναι χαρισματοῦχοι. Ἔλαβαν τά χαρίσματά τους στήν διάρκεια τοῦ μυστηρίου τοῦ μυρώματος καί καλοῦνται νά τά ἐνεργοποιήσουν «πρός τό συμφέρον» (Α΄Κορ. 12,7), ἐννοεῖται τῆς Ἐκκλησίας.
Τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀμεταμέλητα:  «ἀμεταμέλητα γάρ τά χαρίσματα καί ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ»( Ρωμ. 12,29). Δίδονται καί ποτέ δέν ἀνακαλοῦνται. Παραμένουν στό βάθος τῆς ψυχῆς καλυμένα ἀπό τήν ἁμαρτωλότητα. Χρειάζεται ἡ διαδικασία κάθαρσης κατά τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων προκειμένου νά ἐνεργοποιηθοῦν. Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς πρέπει νά οἰκειοποιηθεῖ τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἀφορᾶ καθέναν ἀπό ἐμᾶς προσωπικά καί εἶναι ἔργο τοῦἉγίου Πνεύματος. Ὅλη ἡ κτιστή πραγματικότητα, μέ τήν διαρκή οὐσίωση τῆς Θείας Πρόνοιας, πορεύεται σέ μία ἐξέλιξη καί τελείωση. Ὁἄνθρωπος δέν πρέπει νά μένει στατικός ἀλλά νά ἀποδέχεται τήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά προαγωγἠ καί τελείωση. Βεβαίως «πολλοί οἱ κλητοί, ὀλίγοι οἱἐκλεκτοί». Ἡἐκκλησία ὅμως ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐργάτες πού νά συνειδητοποιοῦν τό θαῦμα τῆς κλήσης τους καί νά προσπαθοῦν νά ἀνταποκριθοῦν μέ φιλότιμο. Κατά τόν Ἅγιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη: «Τήν αἰώνια Ἐκκλησία ἀποτελοῦν τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡἀγάπη τοῦ Θεού μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του. Μᾶς συμπεριέλαβε στήν Ἐκκλησία παρ’ ὅτι ἐγνώριζε τήν ἀποστασία μας. Μᾶς ἔδωσε τά πάντα, γιά νά μᾶς κάνει κι ἐμάς θεούς κατά χάριν καί δωρεάν... . Μπαίνοντας στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία, ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαίνομε στό ἄκτιστον. Καλούμαστε δηλαδή κι ἐμεῖς οἱ πιστοί νά γίνομε ἄκτιστοι κατά χάριν, νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ένεργειών τοῦ Θεού, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητος, νά ξεπεράσομε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά ἀποθάνομε κατά «τόν παλαιόν ἄνθρωπον» καί νά γίνομε ἔνθεοι»(Βίος καί Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, σελ. 193). Αὐτός πού θά ἀκολουθήσει τόν Χριστό πρέπει νά γνωρίζει τά παραπάνω, τό μέγεθος τῆς τιμῆς τῆς κλήσης του. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό θεολόγο «ἡἘκκλησία εἶναι μία δεύτερη εὐκαιρία κοινωνίας μέ τόν Θεό ἀπ’ὅτι ἡ ζωή τῶν πρωτοπλάστων». Στούς λόγους τοῦἸησοῦ πρός τόν ἐρωτῶντα φαίνεται ἡ κλιμάκωση τῆς ἀρετῆς. Κατ’ἀρχάς στό ἐρώτημα «τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω» ὁ Χριστός ἀπαντᾶ μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. «Ὁἀγαπῶν ἐμέ τάς ἐντολάς μου τηρεῖ». Ὁ Κύριος θεωρεῖ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν δέν εἶναι προαποαιτούμενο πού μέ βαρειά καρδιά κάνει ὁ πιστός γιά νά εἰσέλθει στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλά ἀπροϋπόθετη πράξη ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ἡἀληθινή ἀγάπη εἶναι ἀνιδιοτελής καί δέν ἔχει σχέση μέ τό συμφέρον ἤ τό ὄφελος. Ὅσο βαθαίνει αὐτή ἡἀγάπη πρός τόν Θεό, ὁἄνθρωπος ἐπιζητεῖ νά κάνει ὅσο μπορεῖ περισσότερα γιά τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, πού κατά τόν Ἅγιο Πορφύριο εἶναι ἄκτιστη. Ὁ πόθος τοῦἀνθρώπου νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἄκτιστο Θεό μετέχοντας στίς ἐνέργειές του γίνεται ἀσίγαστος. Ἡἀνταπόκριση τοῦἀνθρώπου στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γίνεται αἰτία προσέλκυσης περισσότερης χάριτος. Ἡ χάρις αὐτή ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀφιέρωση. Ὅταν ὁἄρχων λέγει ὅτι τηρεῖ τίς ἐντολές ἐκ νεότητος ὁ Κύριος ἀπαντᾶ: «ἕν σοι λείπει, πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον...καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ἡ κορύφωση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἡ πλήρης ἀφιέρωση. Σήμερα ὁ μοναχισμός θεωρεῖται πλήρης ἀφιέρωση στόν Θεό, ἀλλά ὄχι ἡ μόνη ἐπιλογή. Οἱ μοναχοί εἶναι ἀκτήμονες καί κύριο μέλημά τους εἶναι ἡ προσευχή, ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό οἰκογένειακές  καί συγγενικές σχέσεις. Ὑπάρχουν καί σήμερα ὅπως σέ ὅλες τίς ἐποχές ἀπόστολοι. Εἶναι οἱἱεραπόστολοι τῶν περιοχῶν τῆς γῆς πού δέν γνώρισαν ἐπαρκῶς τό Εὐαγγέλιο ἀκόμη, ἀλλά καί αὐτοί πού εἶναι ταγμένοι στόν ἐπανευαγγελισμό τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. ΟἱἈπόστολοι δέν ἰδρύουν μόνο ἐκκλησίες ἀλλά φροντίζουν νά τίς προστατεύουν ἀπό αἱρετικές κακοδοξίες καί ἐσωτερικές διαμάχες. Σήμερα διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων θεωροῦνται οἱἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἔχοντες ὅλη τήν χάρη τῆς ἀρχιερωσύνης.

ἩἈνάσταση τοῦ Χριστοῦἔγινε μία φορά, γιά πάντα, γιά ὅλους. Ὅσοι ἀνέρχονται στό πνευματικό ὕψος νά ἀντιληφθοῦν τήν παγκοσμιότητα καί διαχρονικότητα τοῦἑνιαίου καί ἀδιασπάστου μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, πού φθάνει ἕως τά ἕσχατα, θεωροῦν ὕψιστη τιμή νά ὑπηρετήσουν, κατά δύναμιν, τήν Ἐκκλησία. «Θεοῦ συνεργοί ἐσμέν, Θεοῦ γεώργιον» κατά τόν Ἀπ. Παῦλο. Εἴμαστε χωράφι τοῦ Θεοῦ. Νά φροντίζουμε ὅσα χαρίσματα ἔσπειρε, νά βλαστήσουν.
 Ἀρχιμ. Δ. Τ. 


Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»-Φώτης Κόντογλου



Αὔριο Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νίκωνος «τοῦ Μετανοεῖτε». Τὸν εἴπανε «Μετανοεῖτε», ἐπειδὴ ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουνε, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Πατρίδα τοῦ ἤτανε κάποια χώρα τοῦ Πόντου ποὺ τὴ λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Οἱ γονιοί του ἤτανε πλούσιοι, μὰ ὄχι μοναχὰ στὰ ὑλικὰ πλούτη μὰ καὶ στὰ πνευματικά. Γιὰ τοῦτο τὸν ἀναθρέψανε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Καὶ ἐνῶ τὰ ἄλλα τὰ ἀδέρφια του καὶ οἱ φίλοι τοῦ ἤτανε παραδομένοι στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ ἱπποδρόμια, ὁ Νίκων ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, κ᾿ ἤτανε ταπεινὸς καὶ φρόνιμος σὲ ὅλα, λιγόφαγος, ἁπλὸς στοὺς τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τὰ μάτια του νὰ μὴν μπεῖ μέσα του ὁ σαρκικὸς πειρασμὸς ποὺ χαλᾶ τὴν ἁγνότητα τῆς νεότητος. Μιὰ μέρα τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε πολλὰ κτήματα, νὰ ἐπιστατήσει ἀπάνω στοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύανε σ᾿ αὐτά, καὶ σὰν εἶδε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα ποὺ χύνανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο λυπήθηκε ἡ ψυχή του, ποὺ παράτησε παρευθὺς καὶ τὰ κτήματά του καὶ τοὺς γονιούς του καὶ τὴν πατρίδα τοῦ κ᾿ ἔφυγε χωρὶς νὰ γνωρίζει ποὺ πηγαίνει, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἤτανε τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Ἀφοῦ πέρασε πολλοὺς τόπους ποὺ δὲν τὸν ἤξερε κανένας, ἔφταξε σ᾿ ἕνα βουνὸ ποὺ ἤτανε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὸν Πόντο καὶ στὴν Παφλαγονία καὶ ποὺ εἶχε κ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Χρυσὴ Πέτρα. Σὰν εἶδε τὸ μοναστήρι ὁ Νικήτας, ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Κι᾿ ὁ Θεὸς φώτισε τὸ γέροντα ἡγούμενο, ποὺ ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ βγῆκε στὴν πόρτα καὶ καλωσόρισε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀγκάλιασε σὰν πατέρας τὸ γυιό του καὶ τὸν κάλεσε μὲ τὄνομά του. Ὁ Νικήτας σὰν ἄκουσε τὸ γέροντα νὰ τὸν φωνάζει μὲ τὄνομά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτέ, φτεροκόπησε ἡ καρδιά του καὶ μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια ὥρα τὸν κούρεψε μοναχὸ μὲ τὄνομα Νίκων. Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ξέχασε ὁλότελα πιὰ πὼς ζεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τὴ μέρα δούλευε στὴν ὑπηρεσία ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ γέροντάς του, καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμότανε, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ μολευθεῖ ἡ νεανικὴ ψυχή του ἀπὸ κανέναν ἄσχημο διαλογισμὸ κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηριὰ ποὺ μπαίνει τόσο εὔκολα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ τῆς μονῆς τὸν ἀγαπήσανε πολύ, γιατὶ ἤτανε ἀπερηφάνευτος, πρᾷος καὶ καλοκάγαθος. Δώδεκα χρόνια ἔζησε μέσα στὸ μοναστήρι τῆς Χρυσῆς Πέτρας. Στὸ μεταξὺ ὁ πατέρας του χάλασε τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, πλὴν μάταια κοπίασε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ψάχνει, ὁ ἅγιος παρακάλεσε τὸ γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπως κ᾿ ἔγινε. Μὰ σὰν πέρασε τὸ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ᾿ εἶδε στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ τὸν πατέρα του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά του καὶ μὲ τὴ συνοδεία του, καὶ σὰν τὸν γνώρισε ὁ γέρος, ἄρχισε νὰ κλαίγει καὶ νὰ φωνάζει στὸν Νικήτα νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ γυρίσει στὸ σπίτι τους, κ᾿ ἤθελε νὰ πέσει στὸ ποτάμι. Μὰ τὸν μποδίσανε οἱ δικοί του, γιατὶ εἶχε φουσκώσει τὸ ρεῦμα του ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ ποὺ κατέβασε. Κι᾿ ὁ μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τὴν καρδιά του, γύρισε κατὰ τὸν πατέρα του καὶ γονάτισε καὶ τὸν προσκύνησε, κ᾿ ὕστερα ἔστριψε πάλι καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του. Πέρασε ἀπὸ βουνὰ ἔρημα, ἀπὸ κρεμνοὺς καὶ καταβόθρες. Τὰ ροῦχα του ἤτανε λερὰ καὶ τριμμένα, τὰ πόδια του ξυπόλητα. Βαστοῦσε μοναχὰ ἕνα ραβδὶ κ᾿ ἕνα σταυρό. Τρία χρόνια γυροβολοῦσε ἔτσι στὰ βουνὰ ποὺ ἤτανε λημέρια τῶν ληστῶν, κ᾿ ἔτρωγε χορτάρια. Πολλὲς φορὲς τὸν συναπαντούσανε αὐτοὶ οἱ φονηάδες καὶ τὸν κλωτσούσανε. Μὰ σὰν εἴδανε πὼς στὴν κακία τοὺς ἀποκρινότανε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ταπείνωση, τὸν ἀγαπήσανε κι᾿ αὐτοὶ καὶ τὸν τιμούσανε σὰν ἅγιο. Σὰν περάσανε τρία χρόνια ποὺ ἔζησε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀποφάσισε νὰ κατέβει στὶς πολιτεῖες καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴ μετάνοια. Ἤτανε τότε ὡς 36 χρονῶν, κατὰ τὰ 959 μ.X. Ἀφοῦ πέρασε βιαστικὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μπαρκάρησε σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πάγη στὴν Κρήτη, στὰ 961 μ.X., ἐπειδὴ οἱ Ἄραβες εἴχανε ἀλλαξοπιστήσει τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸ σπαθί. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπόρεσε καὶ τοὺς γύρισε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ πῆγε στὴν Ἐπίδαυρο στὰ μέρη τοῦ Δαμαλᾶ, κ᾿ ἐκεῖ κήρυξε τὴ μετάνοια κ᾿ ἔσωσε ψυχές. Ἀπὸ τὸν Δαμαλᾶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καΐκι γιὰ νὰ πάγη στὴν Ἀθήνα. Μαζὶ μὲ τὸ καΐκι ποὺ μπῆκε ὁ ἅγιος, ταξίδευε κ᾿ ἕνα ἄλλο γιὰ τὴν Ἀθήνα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα βγήκανε οἱ ναῦτες νὰ πάρουνε νερό. Αὐτὸ τὸ νησὶ ἤτανε ἔρημο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ ἅγιος εἶπε στοὺς καπετάνιους νὰ μὴ φύγουνε ἀκόμα ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, γιατὶ θὰ πάθουνε. Ὁ ἕνας καπετάνιος ποὖχε τἄλλο τὸ καΐκι δὲν τὸν ἄκουσε κ᾿ ἔφυγε, μὰ κεῖνος ποὖχε μέσα τὸν ἅγιο ἀπόμεινε. Μὰ τὸ καΐκι ποὺ ἔκανε πανιὰ τὸ πιάσανε οἱ κουρσάροι πρὶν φτάξει στὴν Ἀθήνα. Σὰν ἔφτασε ὁ ἅγιος σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρχαία πολιτεία, ποὺ ἦταν ἄλλη φορὰ φημισμένη στὸν κόσμο πλὴν τότε ἤτανε καταντημένη ἕνα χωριό, ἄρχισε τὸ κήρυγμα κ᾿ ἔφερε πολὺν καρπό, γιατὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἤτανε θεοφοβούμενοι. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα πῆγε στὴν Εὔβοια, καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολὺς νὰ τὸν ἀκούσει. Καὶ μὲ τὴν ὀχλοβοή, ἕνα παιδὶ ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ κάστρο μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον κόσμο, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε, καὶ βάλανε τὶς φωνὲς κ᾿ ἔγινε μεγάλη σύγχυση κ᾿ οἱ γονιοὶ τοῦ παιδιοῦ καταριόντανε τὸν ἅγιο. Μὰ ἐκεῖνος δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τοὺς εἶπε ἥσυχα: «Τὸ παιδὶ ζεῖ, δὲν πέθανε». Κι᾿ ἀλήθεια τὸ παιδὶ σηκώθηκε ἀπάνω γελαστὸ σὰν νὰ πήδηξε ἀπὸ τὸ μπιντένι, κι᾿ οἱ γονιοί του κι᾿ ὅλος ὁ κόσμος πέσανε καὶ προσκυνούσανε τὸν ἅγιο, καὶ τὸ παιδὶ τοὺς ἔλεγε πὼς σὰν γλύστρησε καὶ βρέθηκε στὸν ἀγέρα, εἶδε ἐκεῖνον τὸν καλόγερο ποὺ φώναζε «Μετανοεῖτε» νὰ πετᾶ καὶ νὰ τὸ πιάνει στὴν ἀγκαλιά του ὡς ποὺ τὸ κατέβασε μαλακὰ στὴ γῆ. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Εὔριπο, πῆγε στὶς Θῆβες, κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὸ βουνὸ Κιθαιρῶνα, ποὺ τὸ λέγανε τότε ὄρος τῆς Μυουπόλεως, κ᾿ ἐκεῖ ἀσκήτεψε μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ βρίσκεται τὸ μοναστήρι, ποὺ ἔχτισε ὁ ὅσιος Μελέτιος ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κι᾿ αὐτὸς Ἀνατολίτης. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κόρινθο, στὸ Ἄργος, στὸ Ναύπλιο, κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἄναβε στὶς καρδιὲς τὸν πόθο τῆς θρησκείας κ᾿ ἔκανε πολλὰ θαύματα, προπάντων ἔγιαινε ἀρρώστους ἀνθρώπους.
Ἀφοῦ πέρασε ὅλον τὸν Μοριᾶ, κ᾿ ἔφταξε ὡς τὴ Μάνη, πῆρε πάλι τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσει στὴ Σπάρτη, ἀπ᾿ ὅπου εἶχε περάσει. Μὰ πρὶν πάγει στὴ Σπάρτη, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπήλαιο ποὺ βρισκότανε σὲ κάποιο ἔρημο μέρος ποὺ τὸ λέγανε «Μῶρον» καὶ κειτότανε ἄρρωστος καὶ θερμιασμένος. Σὲ λίγες μέρες μαθεύτηκε τὸ καταφύγιό του καὶ μαζεύθηκε κόσμος πολύς σὲ κεῖνο τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι περιμένανε τὴ γιατρειά τους ἀπὸ τὸν ἄρρωστον. Σὰν σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πῆγε στὸ Ἀμύκλι, κ᾿ ἐπειδὴ ἐκείνη ὅλη τὴν περιφέρεια τὴ ρήμαξε τὸ θανατικὸ ἀπὸ λοιμικὴ ἀρρώστια κ᾿ εἶχε πιάσει τὸν κόσμο φόβος καὶ τρόμος, μαζεύθηκε πολὺς λαὸς καὶ πήγανε καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει στὴ Σπάρτη. Ὁ ἅγιος τοὺς εἶπε πὼς θὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ πάψει τὴν ὀργή του, καὶ πὼς θὰ καθίσει στὴ Σπάρτη ὡς ποὺ νὰ πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ πῆγε στὴ Σπάρτη, καὶ σὰν ἐμπῆκε στὴν πολιτεία, πὼς σὰν φανερωθεῖ ὁ ἥλιος σκορπᾶ καὶ χάνεται ἡ ἀντάρα, ἔτσι καὶ σὰν φάνηκε ὁ ἅγιος ἔπαψε τὸ θανατικό, κι᾿ ὁ κόσμος ξεκουράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ ἔπεσε σὲ μετάνοια. Ἀπὸ τότε δὲν ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὴ Σπάρτη ὁ ἅγιος, κ᾿ ἡ πολιτεία τούτη ἔγινε ἡ δεύτερη πατρίδα του. Ἔχτισε μία μεγάλη ἐκκλησία στὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ποὺ βρεθήκανε τὰ θεμέλιά της κοντὰ στὸ κάστρο τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, κι᾿ αὐτὴ ἡ διαβόητη πολιτεία ποὺ ἤτανε ξακουσμένη στὸν κόσμο γιὰ τὴν παλληκαριά της, καταστάθηκε ἡ καθέδρα τῆς Χριστιανοσύνης μὲ ἄρχοντά της τὸν πράον κ᾿ ἥμερον μαθητὴ τοῦ Κυρίου ποὺ δίδαξε στὸν κόσμο τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ τὴν εἰρήνη. Στὸ μεταξὺ βαφτιζόντανε οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ὑπήρχανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ πλήθαινε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ ἦρθε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νίκωνα ἡ μέρα νὰ πληρώσει, σὰν ἄνθρωπος κι᾿ αὐτός, τὸ «κοινὸν χρέος τοῦ θανάτου», κι᾿ ἀρρώστησε. Μάζεψε λοιπὸν γύρω στὸ κλινάρι του τὰ πνευματικὰ τέκνα του, καὶ τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε πὼς σιμώνει τὸ τέλος του, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε πολλὲς συμβουλὲς καὶ τοὺς στερέωσε στὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου» καὶ παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή του σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ γι᾿ αὐτὸν ὑπόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στὰ 998 μ.X., στὶς 26 Νοεμβρίου, σὲ ἡλικία 75 χρονῶν.
Τὸ σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. Ὁ λαὸς τὸ τριγύρισε καὶ βούιζε ὅπως κάνουνε οἱ μέλισσες γύρω στὸ κουβέλι. Ὅλοι θέλανε νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ λείψανο, καὶ πολλοὶ παίρνανε ἀπὸ εὐλάβεια κάποιο πρᾶγμα ἀπὸ πάνω του, ἄλλος ἕνα κομμάτι ροῦχο, ἄλλος λίγες τρίχες, ἄλλος ἔκοβε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ ζώνη του νὰ τἄχουνε γιὰ φυλαχτό. Ὁ δεσπότης μὲ ὅλο τὸ ἱερατεῖο κηδέψανε τὸ τίμιο σκῆνος, ποὺ ἤτανε βαλμένο μέσα σὲ θήκη ἀκριβὴ κι᾿ ἀνάβρυσε ἅγιο μύρο, καὶ πολλοὶ ἄρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, ὑδρωπικοί, παράλυτοι κι᾿ ἄλλοι ποὺ βασανιζόντανε ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του λέγει:
«Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα τῶν Σῶν λειψάνων
ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων
καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεως
τοὺς Σοὶ προστρέχοντας, Πάτερ ἐκ Πίστεως.
Νίκων ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».
Ἕνας εὐσεβὴς ἄρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον ἀγαποῦσε τὸν ἅγιο Νίκωνα, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ζήσει χωρὶς νὰ βλέπει τὴν ὄψη του. Φώναξε λοιπὸν ἕνα ζωγράφο καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ ζωγραφίσει τὸν ἅγιο, μὰ ἐπειδὴ ὁ ζωγράφος δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ, ὁ Μαλακηνὸς ἱστόρησε μὲ λόγια ὅσο μποροῦσε στὸ ζωγράφο τί λογῆς ἤτανε ἡ φυσιογνωμία του. Ὁ ζωγράφος πῆγε στὸ ἐργαστήρι του κ᾿ ἔπιασε νὰ κάνει τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ κοπίασε πολὺ χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τὸν ἐπιτύχει τὸν ἅγιο ὅπως ἤτανε. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει νὰ μπαίνει ἕνας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, μὲ μαλλιὰ μαῦρα κι᾿ ἀνακατεμένα, μὲ μαῦρα ἀχτένιστα γένια, μ᾿ ἕνα κουρελιασμένο παλιόρασο καὶ νὰ βαστᾶ ἕνα ραβδὶ μ᾿ ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη, ποὺ τὸν ἔδωσε στὸ ζωγράφο νὰ τὸν φιλήσει. Ὕστερα τὸν ρώτησε γιατί εἶναι στενοχωρημένος. Σὰν τοῦ εἶπε ὁ ζωγράφος τὴν αἰτία, τοῦ λέγει ὁ καλόγερος: «Κοίταξέ με, ἀδελφέ, καὶ ζωγράφισε τὴν εἰκόνα, γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἱστορίζεις μοιάζει μὲ μένα σὲ ὅλα». Σὰν τὸν κοίταξε καλὰ ὁ ζωγράφος ἀπόρησε, ἐπειδὴ ἤτανε ἴδιος ὅπως τὸν εἶχε περιγράψει ὁ Μαλακηνός. Γύρισε λοιπὸν τὸ πρόσωπό του κατὰ τὸ σανίδι ποὺ ζωγράφιζε νὰ δεῖ ἂν μοιάζει μὲ τὸ πρόσωπο, ποὺ ἔκανε, καὶ βλέπει πὼς εἶχε τυπωθεῖ ὁ καλόγερος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Τὸν ἔπιασε φόβος καὶ φώναξε «Κύριε ἐλέησον», καὶ σὰν γύρισε νὰ τὸν ξαναδεῖ, δὲν εἶδε τίποτα.
Ὅπως τὸν εἶδε ὁ ζωγράφος, ἔτσι εἶναι ζωγραφισμένος ὁ ἅγιος Νίκων στὶς εἰκόνες ποὺ βρεθήκανε κανωμένες ἀπὸ παλιοὺς ἁγιογράφους. Ἡ πιὸ παλιὰ εἰκόνα του βρίσκεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς ἱστορημένη μὲ ψηφιά, μὰ τὸν παριστάνει μὲ μαλλιὰ χτενισμένα. Φαίνεται ὅμως πὼς πιὸ σωστὰ παραστήσανε τὴ φυσιογνωμία του οἱ ζωγράφοι ποὺ τὸν ζωγραφίσανε σὲ ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὰ μέρη τῆς Σπάρτης, ὅπως εἶναι στὸ Παληομονάστηρο τῆς Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στὰ 1267, στὴν Παναγία τὴ Χρυσαφίτισσα στὰ Χρύσαφα, στὸν ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἀναβρυτῆς, στὴν ἐκκλησιὰ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ χωριὸ Πέρπαινη, κι᾿ ἀλλοῦ. Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ παλαιὲς καὶ μαστορικὲς εἰκόνες του εἶναι καὶ κείνη ποὺ βρῆκα στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα γιὰ νὰ καθαρίσω καὶ νὰ στερεώσω τὶς παλιὲς τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντὰ στὴ μικρὴ τὴν πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας στὴν ἐκκλησιά. Ὁ ἅγιος εἶναι ζωγραφισμένος ὅπως τὸν ἱστορίζει τὸ συναξάρι του, μὲ βουλιασμένα τὰ μάγουλά του ἀπὸ τὴν κακοπάθηση, μὲ ζωηρὰ μάτια, μὲ μαῦρα μαλλιὰ ἀνακατεμένα κι᾿ ἀχτένιστα καὶ μὲ μαῦρα γένια. Ἔτσι τὸν γράφει κι᾿ ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ στὴν «Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων»: «Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, ἔχων τὰς τρίχας ἠγριωμένας». Λέγοντας «νέος» θέλει νὰ πεῖ μαυρομάλλης.
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΦΛΑΓΩΝ (26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)


Αποτέλεσμα εικόνας για αγιοσ στυλιανοσ«Ο όσιος Στυλιανός αγιάστηκε ήδη από τη μήτρα της μητέρας του και έγινε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Έδωσε μάλιστα ό,τι περιουσία  είχε στους πτωχούς και ακολούθησε τον μοναχικό βίο, ξεπερνώντας όλους στην επίπονη άσκηση και τη σκληραγωγία. Έπειτα πήγε στην έρημο, κι αφού βρήκε ένα σπήλαιο ως τόπο κατοικίας, δεχόταν τροφή από θείο άγγελο κι έγινε θεραπευτής ποικίλων ανιάτων παθών. Όταν κάποτε ο φθοροποιός θάνατος, προσβάλλοντας  νεογνά, έκανε άτεκνες αυτές που είχαν γεννήσει, οι μητέρες επικαλούνταν το όνομα του αγίου και φτιάχνοντας το τίμιο εικόνισμά του ξαναγίνονταν και πάλι ικανές προς τεκνοποιία. Όταν πέθανε, το σώμα του κατατέθηκε στη χώρα των Παφλαγόνων, επιτελώντας πολλές ιάσεις και θαυματουργίες».                  
     Ο όσιος Στυλιανός είναι γνωστός ως προστάτης, κυρίως, των παιδιών: των νηπίων, των βρεφών, των νεογνών. «Εξαιρέτως νεογνών και νηπίων και βρεφών προστάτης εδείχθης θερμότατος». Το ιδιαίτερο αυτό χάρισμά του ως προς τα παιδιά, όπως σημειώνει το συναξάρι του,  δεν του δόθηκε αυθαίρετα. Ο ίδιος ο Θεός φανέρωσε τη θέλησή Του να θεραπεύονται τα παιδιά μέσω αυτού: η επίκληση του ονόματός του γινόταν ίαμα σ’ αυτά και στις μητέρες τους. «Ο Χριστός σε εμεγάλυνε, χάριτι πολλή, και θείοις θαύμασι, και νεογνών και νηπίων ακέστορα (=θεραπευτή, σωτήρα), Πάτερ, τω κόσμω σε έδειξε». Ποια η αιτία που πρέπει να εννοήσουμε για το χάρισμα αυτό; Γιατί κατεξοχήν αυτός να θεωρείται ο ευεργέτης των παιδιών; Η απάντηση μάλλον σχετίζεται με αυτό που κατά κόρον θίγει ο υμνογράφος της ακολουθίας του, εν προκειμένω ο μακαριστός γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: ότι αγιάστηκε ήδη από την κοιλιά της μητέρας του. «Θεώ από παιδός ανετέθη»∙ «ηγίασε, Πάτερ,  σε ο Θεός μητρός εκ κοιλίας»∙ «αγιασθείς από μητρώας νηδύος». Και τούτο διότι ο Θεός προείδε, μέσα στα πλαίσια της παγγνωσίας Του, τη θετική προς Αυτόν στάση του, οπότε τον χαρίτωσε με πλούσια χαρίσματα και σημεία. «Απαλών εξ ονύχων σε ο Θεός προσελάβετο, προειδώς του βίου σου την χρηστότητα». Η από τόσο νωρίς κλήση του από τον Θεό μάλιστα κάνει τον υμνογράφο να τον παραλληλίζει με γιγάντια από το παρελθόν αναστήματα, που και αυτά είχαν κληθεί με αντίστοιχο τρόπο: τον προφήτη Σαμουήλ, τον προφήτη Ιερεμία, τον προφήτη και Πρόδρομο του Κυρίου, Ιωάννη τον Βαπτιστή («Σαμουήλ ως ένθεος», «ως ο κλεινός Ιερεμίας», «ώσπερ ο μέγας Βαπτιστής»).

Ο περιορισμός όμως των χαρισμάτων του μεγάλου Στυλιανού μόνο στον κόσμο των παιδιών θα ήταν μία συρρίκνωση μη αληθινή της θαυμαστής παρουσίας του στην Εκκλησία. Και τούτο διότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει, πέρα από προστάτη των παιδιών, και ευρύτερα ως έναν από τους στύλους της, ως ένα από τα στηρίγματά της: «στύλος άσειστος της Εκκλησίας, Στυλιανέ, ανεδείχθης, μακάριε», κατά το γνωστό απολυτίκιό του. Χρειάζεται να το εξηγήσουμε. Η Εκκλησία μας βεβαίως στηρίζεται στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της, γι’  αυτό και ως θεοΐδρυτη «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», όμως ο ίδιος ο Χριστός θέλησε να μαρτυρείται στον κόσμο και να στερεώνονται οι άνθρωποι και μέσω των πιστών Του. Εκείνος ήταν που είπε ότι οι μαθητές Του θα αποτελούν τους μάρτυρές Του στον κόσμο όλο, όπως και ότι το όνομά Του θα βλασφημείται ή όχι εξαιτίας τους. Από την άποψη αυτή, ο πιστός που με συνέπεια ακολουθεί τον Κύριο, σαν τον όσιο Στυλιανό – «τω Χριστώ ηκολούθησας τελείω φρονήματι» - γίνεται και αυτός ένας στύλος της Εκκλησίας, κατά το θέλημα του ίδιου του Χριστού: οι άνθρωποι μπορούν να στηρίζονται επάνω του, βλέποντας σαν σε διαφάνεια την παρουσία Εκείνου.

Ποιο το κύριο γνώρισμα της αγιασμένης ζωής του, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας; Ο άγιος Στυλιανός «αξίως διέπρεψε ηθών καθαρότητι και αγώσιν ιεροίς αρετών τελειότητος, ώσπερ άγγελος». (Διέπρεψε στην καθαρότητα των ηθών και στους ιερούς αγώνες για να αποκτήσει την τελειότητα των αρετών ως άγγελος). Κι αυτό θα πει ότι αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του, ώστε να ζήσει την αγάπη του Θεού, ήταν η εγκράτεια. Επανειλημμένως η ακολουθία του αναφέρει ότι υπήρξε «στήλη έμψυχος της εγκρατείας», «της εγκρατείας αληθής υποτύπωσις». Δεν είναι τυχαίο ότι προβάλλεται «ως άσαρκος», «φθαρτών την αίσθησιν ολικώς βδελυξάμενος», ζώντας σε ένα σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο του Θεού. Μιλώντας όμως για εγκράτεια δεν πρέπει να την εννοήσουμε με έννοια αιρετική: ως αποχή των αισθητών από μίσος προς αυτά ή ως μία άρνηση γενικότερα προς τη ζωή. Η εγκράτεια, κατά την πίστη μας, είναι η απομάκρυνση από τη γοητεία που ασκεί ο κόσμος  στον άνθρωπο μέσω των αισθήσεών του, διότι έχει προσανατολίσει εν αγάπη και θείω έρωτι τον νου και την καρδιά του προς τον Θεό. Η εγκράτεια δηλαδή είναι μία γενική αρετή, που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή του ανθρώπου. «Ο πιστός πάντα εγκρατεύεται».

Που σημαίνει: δεν είναι δυνατόν να στραφεί κάποιος προς τον Θεό, αν ταυτοχρόνως δεν καταβάλλει προσπάθεια απεγκλωβισμού του από τον μαγνήτη των παθών. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να είναι κανείς με τον Θεό, να ακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, χωρίς να θέλει να νηστεύει. Η νηστεία, ως στοιχείο εγκράτειας, δηλώνει το πού έχει ρίξει ο πιστός το κέντρο βάρους της ψυχής του. Αδυναμία νηστείας – εννοείται χωρίς να υπάρχει ιατρικός λόγος – σημαίνει ότι η ψυχή είναι «δεμένη» με τα πράγματα του κόσμου τούτου και όχι με τον Χριστό.  Έτσι η εγκράτεια κατανοείται πρωτίστως με θετική διάσταση. Για να χρησιμοποιήσουμε μία εικόνα: είναι σαν το ελατήριο εκείνο που συμπιεζόμενο, μπορεί να φαίνεται ότι μικραίνει, μαζεύει όμως τεράστια ενέργεια. Κι η ενέργεια αυτή μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση πετάγματος. Η εγκράτεια λοιπόν, ασκούμενη σωστά στην Εκκλησία, δίνει εκείνη την τεράστια ενέργεια, προκειμένου κανείς να «πετάξει», να ακολουθήσει δηλαδή τα χνάρια του Χριστού. Στην πραγματικότητα είναι το «απαρνησάσθω εαυτόν» που είπε ο Κύριος, για να γίνει κάποιος ακόλουθος και μαθητής Του. «Κατεπλάγησαν την σην ασκητικήν διαγωγήν οι ορώντες σε, σοφέ, άσαρκον βίον εν σαρκί πολιτευόμενον έρωτι τω αγίω» θα σημειώσει για τον άγιο Στυλιανό επί του θέματος ο υμνογράφος. Δηλαδή: Αυτοί που σε έβλεπαν, σοφέ, να ζεις από άγιο θεϊκό έρωτα άσαρκο βίο μέσα σε σάρκα, έμειναν έκπληκτοι για την ασκητική σου διαγωγή. Είθε, με τις πρεσβείες του οσίου μεγάλου Στυλιανού, η χάρη του Θεού να δώσει να ζούμε και εμείς με λίγη εγκράτεια, σ’  έναν κόσμο που ταλανίζεται μεν από όλων των ειδών τις κρίσεις, αλλά είναι βουτηγμένος κατά το πλείστον στις διάφορες εμπαθείς ηδονές.

ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ του Αρχ. Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου


Αποτέλεσμα εικόνας για αγιοσ στυλιανοσ

Ο Αγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας , μεταξύ του 400 και 500 μ.Χ. Ήταν ευλογημένος από την κοιλιά της μητέρας του ακόμη. Όσο μεγάλωνε, τόσο με την Χάριν του Θεού γινόταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος.

Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα σπάνια προτερήματα της αγιασμένης ζωής του. Αν και ήταν και αυτός παιδί και νέος και έφηβος , μολο­νότι είχε κι εκείνος σάρκα , εν τούτοις δεν άφη­σε τις επιθυμίες να μολύνουν το πνεύμα και την ψυχή του. Ήταν αγνός , αγνότατος. Δεν άφησε επίσης να τον κυριεύσει κανένα γήινο πάθος. Δεν επέτρεψε στα πλούτη και στην φιλοπλουτία να κυριαρχήσουν στην ψυχή του και να την υποτάξουν στην φθορά και στην απώλεια.

Με την δύναμη και την Χάρη του Θεού πολέ­μησε όλα τα δολώματα της φθαρτής και πρόσκαι­ρης ζωής. Φιλοσόφησε με την αληθινή σοφία του Θεού και είδε πόσο πρόσκαιρος και τιποτένιος είναι ο υλικός τούτος κόσμος. Αποφάσισε έπειτα να βαδίσει με την επιθυμία της ψυχής του. Η ψυχή του τον καλούσε σε αγώνες ηθικούς και ωραίους. Τον καλούσε στην άσκηση της αρε­τής. Του έδειχνε τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο της αιωνίας ζωής, της παντοτινής ευτυχίας.

H αγνή και πιστή καρδιά του υπάκουσε στην φωνή της ψυχής του. Και η πρώτη ενέργεια του ή­ταν να πουλήσει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς της Εκκλησίας. Και όταν δεν του είχε απομείνει τίποτε πια από την πατρική κληρονομία , γεμάτος ανακούφιση και χαρά , είπε:

«Πέταξα μια βαρειά άγκυρα , που με κρατού­σε δεμένο κοντά στις επιθυμίες του φθαρτού σώ­ματος. Πέταξα από πάνω μου την φθορά και την απώλεια. Τώρα ανοίγεται μπροστά μου πιο ευδιά­κριτος ό δρόμος της αληθινής ζωής. Απαλλαγμέ­νος , λοιπόν, ο Αγιος από τα φθαρτά, αλλά και συγχρόνως με ευτυχισμένη την καρδιά του, διότι μοίρασε τα πλούτη του σε φτωχούς δυστυχισμένους και σε θεάρεστα άλλα έργα , σκέφτεται πως θα ζήσει τιμιότερα και αγιώτερα τη ζωή του.

Πόσο ανώτερον κάμνει τον άνθρωπο η διδα­σκαλία του Χριστού , από τη διδασκαλία των φιλο­σόφων! Αυτό το βλέπωμε, εάν συγκρίνωμε την πράξη αυτή του Αγ. Στυλιανού με εκείνο που έκανε ένας αρχαίος φιλόσοφος, Κράτης ονόματι. Και εκείνος κατάλαβε ότι ο πλούτος είναι τύραν­νος. Τον δουλεύει ο άνθρωπος σαν αφεντικό του. Εί­ναι σκλαβωμένος ο άνθρωπος στον πλούτο του και είναι δεμένος. Δεν είναι ελεύθερος. Γι´αυτό και αυτός πήρε τα χρήματα του , ανέβηκε σ´ έναν πα­ραθαλάσσιο βράχο και από εκεί τα πέταξε στη θάλασσα , φωνάζοντας συγχρόνως: «Κράτης Κράτη τα ελεύθεροι». Εγώ δηλ. ο Κράτης με το να πετά­ξω τα λεφτά μου στη θάλασσα ελευθερώνω τον Κράτητα , τον εαυτόν μου.

Κι' o Κράτης ελευθερώθηκε μεν από τα χρή­ματα του , αλλά δέθηκε περισσότερο από τον εγωι­σμό του. Πέταξε τα χρήματα του για να του πούνε ένα «μπράβο». Οι οπαδοί του Χριστού όμως τα απο­χωρίζονται , και συγχρόνως κτυπούν τα πάθη τους και κυρίως τον εγωϊσμόν. Αγωνίζονται να ελευθε­ρωθούν από το τυραννικόν πάθος του εγωισμού , διότι και η φιλοπλουτία είναι παιδί του εγωισμού. Για να απαλλαγούν όμως από τα πάθη και τον εγωϊσμόν αρχίζουν ισόβιο αγώνα, έχοντας συγχρό­νως και τη Θεία Χάρη βοηθόν.

Ο Κράτης ένας ήταν αν που το έκαμε αυτό οδη­γούμενος από τη φιλοσοφία, οι Χριστιανοί όμως που το πετυχαίνουν εφαρμόζοντας την διδασκαλία του Χριστού είναι εκατομμύρια. Πράγματι σε κά­θε γενιά πόσα εκατομμύρια εγκαταλείπουν τα εγ­κόσμια και ζουν θεληματικά φτωχοί. Ένα από τα τρία προσόντα του μοναχού είναι η ακτημοσύνη. Όλα τα πλήθη των μοναστών «αποθέτουν πάντα όγκον» όχι για ένα κούφιο μπράβο , αλλά για να αποκτήσουν την Βασιλείαν του Θεού. Δίνουν τα γήινα και παίρνουν τα επουράνια. Δίνουν τα ρέοντα και παίρνουν τα μόνιμα και παντοτεινά. Αποθέτουν το βάρος του πλούτου για να μπορούν ελεύθεροι να τρέχουν για να εισέλθουν στην Βασιλείαν του Θεού. Έχουν υπ´όψει τους το «ως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την Βασιλείαν του Θεού», που είπε ο Κύριος. Πόσο λοιπόν ανώτερη είναι η διδασκαλία του Χριστού από την φιλοσοφίαν των ανθρώπων.

Με μοναδική πλέον περιουσία τα ενδύματα του, αρχίζει ένα σκληρό και αγωνιστικό στάδιο σύμφωνα με την διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αφού, λοιπόν, με τις ευεργεσίες του, ανέβασε ο μακάριος Στυλιανός τον γήινο θησαυρό του στους ουρανούς, και τον ασφάλισε, πήγε σε ένα μονα­στήρι και ντύθηκε το μοναχικό σχήμα. Από τη στιγμή εκείνη καμμιά γήινη σκέψη, καμμιά υλική παρένθεση δεν μπορεί να τον απομακρύνει από την πίστη του και την προσευχή του. Τίποτε άλλο δεν φροντίζει και τίποτε άλλο δεν επιδιώκει, παρά μονάχα ό,τι είναι αρεστό στο άγιο θέλημα του Θεού. Αγωνίζεται πως να αρέσει στον Κύριο, πως να τελειοποιήσει την ψυχή του, πως να κερδίσει τον Παράδεισο. Καμμιά δική του θέληση , που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού , δεν βρίσκει θέση στην ζωή του. Η αυστηρή ασκητική του ζωή είναι απερίγρα­πτη. Η αγιότης του αρχίζει να αστράφτη. Η ταπει­νοφροσύνη του λαμποκοπάει. Η αγνότης του θαμ­πώνει. Η νηστεία του είναι αυστηρότατη. Η προσευ­χή του αληθινή επικοινωνία με τον Θεό.

Οι αγρυ­πνίες του είναι θαυμαστές. Τρεις στόχους έβαλε για σκοπό του να επιτύχει ως μοναχός: την ακτημοσύνη , την αγνότητα και την υπακοή. Τους τρεις αυτούς στόχους τους πέτυχε. Και στις τρεις αυτές αρετές πήρε, σαν να πούμε , άριστα ο Αγιος Στυλιανός. Την ακτημοσύνην του την είδαμε. Δεν κράτη­σε για τον εαυτό του από την περιουσία του τίπο­τε απολύτως. Ούτε φρόντισε ν' αποκτήσει ποτέ στη ζωή του κάτι τι και αυτός. Έζησε με φτώχεια και τελεία ακτημοσύνη.

Την αγνότητα του επίσης και την ηθικότητα του την κράτησε πολύ ψηλά. Κρατούσε την ψυχή του καθαρή «από παντός μολυσμού σάρκας και πνεύματος». Αγωνιζότανε στις επιθέσεις του ε­χθρού να μη τον αγγίξει η βρωμερή αμαρτία. Στο μυαλό του στριφογύριζαν πάντα τα λόγια τού Κυρίου μας που είπε: «Μακάριοι οι κα­θαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Ευτυχισμένοι δηλαδή και καλότυχοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά τους από τη βρώμα της ανηθικότητος διότι αυ­τοί θ' αξιωθούν να δούνε το Θεό στη Βασιλεία των Ουρανών. Η υπακοή του στο Γέροντα του και τους άλ­λους ήταν παραδειγματική. Αγωνίστηκε σκληρά νά κόψει «το δικό του θέλημα», που στηρίζεται στον εγωισμό. Είναι πολύ δύσκολο να κόψη κανείς το θέλημα του. Αυτό το ξέρουν όσοι αγωνίζονται τον πνευματικόν αγώνα. Ο Αγιος Στυλιανός πολέμησε στο Μοναστήρι εκείνο σκληρά εναντίον των τριών εχθρών , της σάρκας , του κόσμου και του διαβόλου. Για να καταβάλει τον καθένα από αυτούς χρειάσθηκε πόλεμος πολυχρόνιος, σκληρός και ανύστακτος. Στις τρεις αυτές λέξεις κρύβονται ηρωισμοί και παλαίσματα υπεράνθρωπα.

Έτσι ο Αγιος Στυλιανός αποδεικνύεται λαμπρό αστέρι της ασκητικής ζωής.

Γίνεται παράδειγμα σε νεότερους και παλαιότερους. Όλοι τον θαυμάζουν και τον προβάλλουν σαν παράδειγμα. Τον έχουν σαν πρότυπο μιμήσεως.

Άλλα η αυστηρότης εκείνη του ασκητικού βίου δεν του είναι αρκετή , θέλει να πλησιάσει περισσότε­ρο στην τελειότητα. Επιθυμεί, τώρα την πλήρη μόνωση τον αυστηρότατο ασκητισμό: τον αναχωριτισμό. Αποχαιρετάει τους αδελφούς μονα­χούς στο Μοναστήρι και αποσύρεται ο Αγιος μακρυά σε έρημο και ακατοίκητο μέρος. Εκεί στην έρημο κατασκηνώνει σ' ένα σπήλαιο.

Το νέο στάδιο της ασκητικής του ζωής είναι ουράνιας τελειότητος. Οι μέρες και οι νύχτες του κυλούν με λογισμούς, με σκέψεις και προσευχές για τον Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ολόψυχα το μεγαλείο του Θεού. Υμνεί την Αγία Τριάδα. Ζει ενωμένος με τον Θεό! Τίποτε δεν διασπά την θεϊκή του γαλήνη.

Όλα όσα βρίσκονται γύρω του και όσα προβάλλουν στον μακρυνό του ορίζοντα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποδείξεις του Δημιουργού. Μελέτα τα δημιουργήματα του Θεού και δυναμώνει πιο πολύ η πίστη του. Νοιώθει καλά εκείνο που λέγει ο Απόστολος Παύλος «Τα γάρ αόρατα του Θεό ο τοις ποιήμασι νοούμενα καθο­ράται ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης».

Ο σημερινός άνθρωπος , δεν έχει την ευκαιρία να βλέπει τα έργα το Θεό , που τον βοηθούν στο να πιστεύει στο Θεό. Ζεί χωμένος μέσα στις τερά­στιες πόλεις , μέσα στις πελώριες πολυκατοικίες ή στο θόρυβο των εργοστασίων. Απομακρύνθηκε έ­τσι από τη φύση , απομακρύνθηκε από τα δημιουρ­γήματα του. Βλέπει περιωρισμένα τα δικά του δη­μιουργήματα μόνον. Γι´αυτό απομακρύνεται από τον Θεό και λιγοστεύει η πίστη του συνεχώς.

Οι αστρονόμοι , οι οποίοι παρατηρούν συνεχώς τα ουράνια σώματα , τα πολυάριθμα άστρα , τα έρ­γα του Θεό , είναι ευσεβείς και θεοφοβούμενοι. Ο μεγάλος αστρονόμος Κέπλερ , όταν άκουε το όνο­μα του Θεού , σηκωνόταν όρθιος και έβγαζε το καπέλλο του.

Και ο ερημίτης Στυλιανός εκεί στην ησυχία της έρημου είχε τον καιρόν να παρατηρεί τα δημι­ουργήματα του Θεού και να φιλοσοφεί επάνω σ' αυτά. Έβλεπε τον Δημιουργόν σε όλα, διότι εσκέπτετο , ότι ήταν αδύνατον να γίνει μόνος του αυτός ο τρισμέγιστος κόσμος, τόσον ωραίος , σκόπιμος και αρμονικός. Έβλεπε τον Θεόν στα απειροπληθή άστρα του ουρανού , που στροβιλίζονται στο αχανές διάστημα με τόση ταχύτητα, αλλά και ακρίβειαν.

Έβλεπε τον Θεό στον γίγαντα της ημέρας τον ήλιο ο οποίος με το να κρατεί κανονική απόστασιν από την Γή, δίδει με την θερμότητα του ζωή στους ανθρώπους, τα ζώα και σ' όλην την γύ­ρω φύση. Έβλεπε τον Θεό στο νεράκι που κελλάριζε στις βρυσούλες του βουνού και τον δρόσιζε. Σκεφτόταν ότι το νερό αυτό ήταν κάτω στις θάλασσες και τους ωκεανούς και όμως η πανσοφία και παντοδυ­ναμία του Θεού το ανεβάζει στο βουνό. Το εξατμί­ζει , το κάνει αραιότατο και ανάλαφρο σύννεφο. Το μεταφέρει με τον αέρα στα βουνά, το κάνει ψηλή βροχούλα, το ραντίζει σε όλο το πρόσωπο της γης και την ποτίζει. Το εναποθηκεύει στα σπλάχνα των ορέων σε τεράστιες αποθήκες και το δίδει λίγο - λί­γο στις βρυσούλες , που τρέχουν συνεχώς! Έβλεπε τον Θεό στα αναρίθμητα ζώα τα μι­κρά και τα μεγάλα , που δημιούργησε ο Θεός «κατά γένος και κατά είδος». Κοίταζε την ποικιλίαν των δένδρων και των φυτών και σκεφτόταν, αν δεν τα έφτιαχνε αυτά ο Θεός , θα ήταν αδύνατον η ζωή των ανθρώπων και των ζώων. Διότι όλα αυ­τά τρέφονται από το φυτικόν βασίλειον.

Τα έβλεπε όλα αυτά και αναφωνούσε με τον Δαυίδ: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού ποίησιν δέ χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα». Ξεσπού­σε κατόπιν σε δοξολογία, λέγοντας: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας. Επληρώθη η γη της κτίσεως Σου»!

Δύο βιβλία διάβαζε συνεχώς στην έρημο: το βιβλίο της φύσεως και το βιβλίον της Αγίας Γραφής. Η καρδιά του , η διάνοια του , η ψυχή του , όλη η ύπαρξης του είναι ολόθερμα δοσμένη στον Θεό. Θείο και ιερό ρίγος διαπερνά την ασκητική σάρκα του , καθώς η ψυχή του εμβαθύνει στο κάλ­λος της θείας Δημιουργίας. Το άγιο πάθος της αγάπης του οσίου Στυλια­νού προς το πανάγιο Όνομα του Θεού τον συγκλο­νίζει. Όλη η δύναμη του είναι συγκεντρωμένη στη θεία αυτή αγάπη. Εγκαταλείπει έτσι ο Αγιος το σαρκικό εγώ του. Παύει να φροντίζη για την τροφή του. Γίνεται όλος ακμή πνεύματος και ψυχής. Μπορεί να πει και αυτός «ζω δε ουκέτι εγώ, η δε εν εμοί Χριστός». Τρεφόταν με χόρτα της ερήμου. Και όταν δεν υπήρχαν αυτά, ο Θεός δεν τον άφηνε. Ο Θεός, που θαυματουργεί δια τους Αγίους και μέσω των Αγίων, δεν άφηνε τον σεβάσμιο όσιο να εξαντληθεί από την πείνα. Τον κράτησε στην ζωή στέλνοντας του τροφές με τους αγγέλους, όπως έστελνε και στους άλλους Αγίους, στον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Μάρκο τον Αθηναίο τον φιλόσοφο και λοιπούς.

Πολλά χρόνια έζησε τη σκληρή ζωή του αναχωρητού. Πάλεψε στην έρημο επί δεκαετίας ολό­κληρες σκληρά με τον διάβολο και τον εαυτό του. Πάλεψε να ξεριζώσει τα πάθη του , να από­κτησει τις αρετές και να φθάσει στην αγιότητα που θέλει ο Θεός, ο Οποίος είπε: «γίνεσθε Άγιοι , ότι Εγώ Αγιος ειμί».

Ο Δημιουργός ήθελε να ζήσει ακόμη ο Αγιος Στυλιανός , για να λαμποκοπάει με την αρετή του και να παραδειγματίζει με την αυστηρότητα της ασκητικής του ζωής. Ήθελε η έμψυχος εκείνη στήλη της εγκράτει­ας , ο φωτεινός λύχνος της ερήμου , να λάμψει σ' όλα τα πέρατα της γης. Ήθελε ο Θεός να φανούν οι ποικίλες αρετές του. Ο λύχνος όμως πρέπει να βρίσκεται ψηλά , για να φέγγει σ' όλους και όχι να κρύβεται και να χά­νεται η λάμψη του. Έτσι και εκείνοι , που φεγγο­βολούν με τις αρετές τους , τους φανερώνει ο Θεός για να γίνονται φως στο δρόμο της ζωής των άλ­λων. Έτσι και ο Αγιος Στυλιανός , αφού με τους σκληρούς ασκητικούς αγώνας του στολίστηκε με τις αρετές και ήταν σαν λαμπάδα , με το γλυκό και ζεστό φως , αφού έφθασε σε ύψη δισθεώρητα αρε­τής, μπορούσε να χύσει στο λαό το ιλαρό φως της αγιότητός του , προς δόξαν Θεού και σωτηρίαν αν­θρώπων. Ο δίκαιος Θεός θα έδειχνε ακόμη στον κόσμο πως αντιδοξάζει εκείνους , που λατρεύουν το όνο­μα Του και Τον δοξάζουν.

Διαδόθηκε , λοιπόν, η φήμη του Αγίου Στυλια­νού παντού. Πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη συνέρρεαν μ' ευλάβεια προς τον Άγιον για να θαυ­μάσουν την αγιότητα του και ν' αποκομίσουν ψυχι­κά και σωματικά αγαθά. Η αγία του μορφή , τα σοφά του λόγια , οι προτροπές του άλλαξαν την ζωή πολλών ανθρώπων. Πολλοί ήταν εκείνοι που γοητευμένοι από την ασκητικότητα του , εγκατέ­λειπαν τον κακό εαυτό τους και μετανοούσαν και αναγεννιόνταν ψυχικά. Συγκινητικές ήταν οι εκδηλώσεις των Χριστια­νών που τον επισκέπτονταν στην έρημο , εκεί στο ασκητήριο του. Ήξερε να γαληνεύει τις ταραγμένες ψυχές. Κοντά του έτρεχαν και άλλοι ασκητές για να ενι­σχυθούν με τα λόγια του και την λάμψη του στο σκληρό ασκητικό βίο. Εγνώριζεν ο Αγιος Στυλιανός , ότι για να κερδίσει κανείς την Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να έχει την ψυχή του , σαν την ψυχή των μικρών παι­διών. Του έκαναν εντύπωση τα λόγια του Κυρίου: «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρα­νών». «Των γαρ τοιούτων εστίν, η Βασιλεία του θεού», των μικρών παιδιών δηλαδή που είναι αθώα. Ήξερε, ότι τα παι­διά έχουν αγγελικές ψυχές. Το κτυπάει ο πατέρας του και πάλι πηγαίνει σ' αυτόν. Τον κτυπάει ο φί­λος του και δεν του κρατάει κακία , αλλά σε λίγο πάλιν παίζουν μαζί. Ενώ οι μεγάλοι το κρατούν σαν κα­μήλα μέσα τους. Γι´αυτό ήθελε να τα βοηθάει, να τα προστατεύει τα παιδιά. Και στην αγία του εκείνη επιθυμία ο Παντο­γνώστης Θεός του έδωσε την Χάρη Του, να μπορεί να κάνει θαύματα.

Ο Θεός βράβευσε το ιερό του αίσθημα και του έδωσε την θαυματουργική δύναμη να θεραπεύει τα ασθενεί παιδιά. Μητέρες από κον­τινά και μακρινά μέρη, με φορτωμένα στους ώμους ανάπηρα και άρρωστα παιδιά έτρεχαν , με πόνο καί πίστη, κοντά στον Άγιο για να ζητήσουν την θεραπείαν των παιδιών τους. Μέρες ολόκληρες βάδιζαν μέσα σ' έρημα μέρη για να βρουν την δοξασμένη από τον Θεό ασκη­τική σπηλιά του Αγίου Στυλιανού. Και όταν έφθασαν εκεί, με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του Γέροντα ασκητή, δόξαζαν τον Θεό, που τον συνάντησαν και τον παρακαλού­σαν να γιατρέψει τα παιδιά τους. Ο Αγιος Στυλιανός γεμάτος καλωσύνη και συμπόνοια έπαιρνε τ' άρρωστα νήπια στα χέρια του και με μάτια δακρυσμένα παρακαλούσε το Θεό να τα γιατρέψει. Ο Δεσπότης των Ουρανών άκουγε την ολόψυ­χη προσευχή του και ο Αγιος θαυματουργούσε. Παιδιά άρρωστα εύρισκαν την υγειά τους.

Πα­θήσεις διαφόρων ειδών εξαφανίζονταν. Μπροστά στη δύναμη του Θεού καμιά αρρώστια δεν μπο­ρούσε ν' αντισταθεί. Μανάδες έκλαιγαν από χαρά έξω από το ασκητήριο του. Και άλλες καταφιλούσαν με σεβα­σμό και ευγνωμοσύνη το χέρι του Αγίου γέροντα , δοξάζοντας τον Θεόν. Δοξολογούσε κι' εκείνος ακατάπαυστα το Άγιο Όνομά Του και τον ευχαριστούσε για τα θαύ­ματα αυτά , που τον αξίωνε να κάνει. Έπειτα γεμάτος στοργή κοίταζε τα αθώα πλασματάκια που είχαν λυτρωθεί από την αρρώστια. Ένα γλυκό χαμόγελο , χαμόγελο αγγελικό άνθιζε στο πρόσωπο του σεβασμίου ασκητού. Τα θαύματα όμως αυτά γινόταν γνωστά σ' όλα τα μέρη και κόσμος πολύς έτρεχε στον Άγιο Στυλιανό για να τον παρακαλέσει να γιατρέψει από κάποια ασθένεια τα παιδιά του.

Έτσι δόξαζε ο Αγιος Θεός το όνομα του ο­σίου Στυλιανού που αφιέρωσε την ζωή του για την δό­ξα του Θεού. 'Αλλά δεν ήταν μόνο τα θαύματα της θεραπεί­ας των παιδιών που δόξαζαν το όνομα του ταπει­νού Αγίου Στυλιανού. Ο Αγιος απέκτησε φήμη ως θαυματουργού, διότι έκανε τους άτεκνους εύτεκνους, με την προσ­ευχή του. Με την προσευχή του Αγίου Στυλιανού πολλές στείρες τεκνοποιούσαν. Πολλοί πιστοί Χριστιανοί με την ευλογία του, αν και ήταν άτεκνοι πρωτύτερα , απέκτησαν ωραία και γεμάτα υγεία παιδιά.

Πολλοί μάλιστα καλοί Χριστιανοί και μετά την κοίμηση του, επικαλούμενοι το όνομα του Αγίου και ζωγραφίζοντες σαν τάμα την εικόνα του , α­πέκτησαν παιδιά, αν και είχαν χάσει την ελπίδα πια να τεκνοποιήσουν.

Εν' τω μεταξύ απ' όλα τα μοναστήρια πήγαι­ναν στον γέροντα ασκητή για να ευφρανθούν κον­τά του , το άρωμα της αγιότητας του. Μοναχοί και ασκητές ζητούσαν από τον Άγιο δάσκαλο συμβουλές , για το πως πρέπει να αντιμε­τωπίζουν τους πειρασμούς και πως να επιβάλλουν την γαλήνη στα κοινόβια τους. Όλοι τον έβλεπαν σαν πρότυπο αγίας ασκητι­κής ζωής. Η προσωπικότητα του ήταν γεμάτη τα­πεινοφροσύνη και άστραφτε από ουράνιο κάλλος.

Και εκείνος ακούραστος με αγγελική γαλήνη τους δίδασκε , τους καθοδηγούσε , τους γέμιζε την καρδιά , τους στερέωνε στην πίστη , τους διέλυε τις αμφιβολίες. Ειρήνευε με τις συμβουλές του από μακριά όσα μοναστήρια είχαν εσωτερικές διχόνοιες. Έτσι έζησε κι έτσι δόξασε το όνομα του Θεού και δοξάσθηκε από τον Ουράνιο Πατέρα ο Αγιος Στυλιανός. Όταν έφθασε σε βαθειά γεράματα , έστειλε ο Θεός τους Αγγέλους Του και πήραν την αγίαν του ψυχή , για να την αναπαύσουν από τους πολύ­χρονους κόπους , τις στερήσεις και την σκληρότητα της ασκητικής ζωής. Κοιμήθηκε , λοιπόν, ο Αγιος πλήρης ημερών και αρετών.

Που τον έθαψαν , δεν γνωρίζουμε , ούτε διεσώθηκαν άλλα στοιχεία από την κουρασμένη και αγιασμένη ζωή του. Εμεινε όμως το όνομα του. Τον σέβεται και τον τιμά όλη η Ορθόδοξη Χριστιανωσύνη. Τον επικαλούνται στις ανάγκες τους και προπάντος για τα άρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στο όνομα του μεγαλοπρεπείς Ναούς. Στην Αθήνα υπάρχουν τουλάχιστον δύο Ναοί του Αγίου Στυλιανού στον Γκύζη και στον Καρρέα. Τα θαύματα του Αγίου συνεχίζονται και μετά την κοίμηση του. Και σήμερα ο Αγιος Στυλιανός εξακολουθεί να είναι προστάτης των παιδιών. Λένε μάλιστα, ότι από την λέξη «στυλώνει» που σημαίνει «στηρίζει τη υγεία των παιδιών».

Ο Αγιος εικονογραφείται με ένα νήπιο σπαργανωμένο στην αγκαλιά του που συμβολίζει , ότι είναι ο προστάτης των νηπίων. Η μνήμη του Αγίου Στυλιανού εορτάζεται στις 26. Νοεμβρίου.

Επίλογος

Οπως είδαμε ο Αγιος Στυλιανός είναι προ­στάτης των μικρών παιδιών. Και είναι αλήθεια, ότι οι γονείς τρέχουν στον Αγιο να τα θεραπεύσει από τις διάφορες ασθένειες του σώματος. Δεν τρέ­χουν όμως στον Άγιο να τα προστατέψει και από τις ασθένειες της ψυχής. Τα παιδιά πάσχουν από ελαττώματα και πά­θη. Είναι κακοκέφαλα και ατίθασα, νευρικά και ανάποδα. Τα επηρεάζει ο Σατανάς και τα παρακι­νεί στο κακό και την αμαρτία. Τα κάνει αγνώρι­στα στο σπίτι. Κινδυνεύουν επίσης τα παιδιά από τους κακούς και φαύλους ανθρώπους , καθώς και από τις κακές παρέες. Παρασύρονται και παίρ­νουν τον κακό δρόμο.

Αι λοιπόν, σ' αυτές τις περιπτώσεις πρέπει οι γονείς να καταφεύγουν στον Άγιο Στυλιανό. Είναι πρόθυμος να τα βοηθεί , να τα προστατεύει και να τα θεραπεύει όχι μόνον σωματικά, άλλα και ψυ­χικά , αρκεί φυσικά να κάνει και εκείνος που τον παρακαλεί το καθήκον του. Αλλά και εκτός της ειδικής αυτής περιπτώσε­ως , η ζωή του μας καλεί και εμάς να εργασθούμε τα έργα της ευσέβειας, της σωφροσύνης, της δικαι­οσύνης , της ελεημοσύνης. Μας καλεί στην θερμή πίστη , αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο κατά την ημέρα της Κρίσεως. Μας καλεί να ζήσωμε με έργα το θέλημα του Θεού για να παραλάβουν και τη δική μας την ψυχή οι άγγελοι και να την οδηγή­σουν στην αιώνια ευτυχία και μακαριότητα των Ουρανών !!! ΑΜΗΝ !!!



Από το βιβλίο: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ "Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ"

του Αρχ. Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου 

Εκδόσεις: Ορθόδοξου Τύπου

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΓ’ ΛΟΥΚΑ : ΤΙ ΠΟΙΗΣΑΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΩ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΙΓ  ΛΟΥΚΑ


Το ερώτημα της αιώνιας ζωής απασχολεί κάθε άνθρωπο, αν υπάρχει ή δεν υπάρχει αρχικά, και κατόπιν, αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε με ποιο τρόπο οι άνθρωποι θα την κληρονομήσουμε και πώς θα τη ζήσουμε. 
Απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με τη λογική, με την επιστήμη, με το πείραμα. Η αιωνιότητα προσεγγίζεται είτε θετικά είτε αρνητικά μόνο μέσα από το δρόμο της πίστης ή της απιστίας. Όσα λογικά επιχειρήματα κι αν χρησιμοποιήσουμε, δεν μπορούμε να αποδείξουμε τίποτα. Ενδείξεις έχουμε, τουλάχιστον στην ορθόδοξη παράδοση. Είναι τα λείψανα και τα θαύματα των Αγίων. Είναι, κυρίως, η επιβίωση της Εκκλησίας δύο χιλιάδες χρόνια και, παρότι όλοι, από τον πλέον επιφανή, μέχρι τον πλέον άσημο, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να δυσφημήσουμε το όνομα του Θεού στους ανθρώπους. Αλλά είναι και το ίδιο το μυστήριο της Εκκλησίας, με την αγάπη την οποία ο άνθρωπος βιώνει και καλείται να μοιραστεί στη ζωή του, που δείχνει ότι εδώ τίποτε δεν μπορεί να είναι τυχαίο.

Αν λοιπόν ο άνθρωπος, μέσα από την οδό της πίστης, απαντήσει καταφατικά στο ερώτημα της αιωνιότητας, δηλαδή στην υπέρβαση του χρόνου και το άνοιγμα της ύπαρξης σε έναν καινούριο και χρόνο και τρόπο ζωής, που υπερβαίνει τα υλικά μέτρα, τότε δεν μπορεί παρά η αιωνιότητα να έχει υπόσταση πνευματική κατ’ αρχάς, καθώς «πνεύμα ο Θεός και τους αληθινούς προσκυνητάς δει εν πνεύματι και αληθεία προσκυνείν», όπως είπε ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα, αλλά και, ταυτόχρονα, υπάρχει και μία εκκρεμότητα με την παρούσα ζωή. Ο άνθρωπος αφήνει πίσω του το ένα σημείο της διφυούς υπόστασής του, που είναι το σώμα. Επομένως, αν αποδεχθούμε την αιωνιότητα, πρέπει να συμπεριληφθεί και το σώμα μας σ’ αυτήν. Εδώ η Εκκλησία φέρνει μπροστά μας το μήνυμα και την ελπίδα της Ανάστασης. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» αναφωνούμε στο Σύμβολο της Πίστεώς μας. Η αιωνιότητα δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο πνεύμα, στην ψυχή. Χρειάζεται ο άνθρωπος και το σώμα του, που είναι «ναός του Αγίου Πνεύματος», για να μπορεί ο χρόνος να κατανικηθεί και να μεταμορφωθεί.
Το ερώτημα αναφύεται εύλογο, όπως το διατυπώνει ένας πλούσιος στο Χριστό. «Τι ποιήσας;».  Η αιωνιότητα είναι κατόρθωμα του ανθρώπου ή δωρεά του Θεού; Για την πίστη μας είναι και τα δύο. Μόνο που από την μεριά του ανθρώπου το κατόρθωμα δεν είναι να κάνει σπουδαία και θαυμαστά έργα. Δύο είναι τα σημεία εκείνα στα οποία καλείται ο άνθρωπος να εργαστεί. Στην αγάπη, που ο Χριστός δεν αφήνει περιθώριο παρά να είναι ολοκληρωτική και ανοιχτή προς όλο τον κόσμο, σε σημείο να υπερβαίνει την όποια προσκόλληση στα υλικά αγαθά και σε κάθε τι που ο άνθρωπος νιώθει να του ανήκει, και στην μετάνοια, δηλαδή στην εκζήτηση της ακέραιης, σωματοψυχικής επιστροφής του ανθρώπου στη σχέση με το Θεό. Τα υπόλοιπα σφραγίζονται από την δωρεά της αγάπης του ίδιου του Θεού, όπως αποτυπώνεται στην ζωή της Εκκλησίας, όπου είναι παρών ο Χριστός. Και είναι η αγάπη και η μετάνοια έκφραση της ανθρώπινης ελεύθερης αποδοχής της νέας ζωής που ο Χριστός δίνει, γιατί τίποτε δεν γίνεται χωρίς την ελευθερία.
Πώς θα ζήσουμε την αιωνιότητα; Εδώ η όποια απάντηση περιορίζεται σ’ αυτό που ονομάζουμε εμπιστοσύνη στο Χριστό που μας αγαπά. Είναι μυστήριο η αιωνιότητα και τα μυστήρια μόνο με την αγάπη και την αφοσίωση όχι λύνονται, αλλά βιώνονται. Για τον ορθολογιστή άνθρωπο, που θέλει λογικές απαντήσεις, κανένα μυστήριο δεν μπορεί να ψηλαφηθεί. Για όσους πιστεύουν όμως το ίδιο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η παρουσία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού θα παραμένει η μόνη απάντηση στα ερωτήματά μας. Αρκεί να αφεθούμε και να γευθούμε.   Αμήν.


Ὁ Ἅγιος Στυλιανός - Στεργιανός



Τὴν 26ην Νοεμβρίου ἑορτάζομεν τήν μνήμην τοῦ ἐν
Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγῶνος.
Ἀνωτέρω εἰκών τοῦ Ἁγίου προερχομένη ἐκ τοῦ χρω -
στῆρος τῆς Ἀδελφότητος τῶν Παχωμαίων Ἁγίου Ὄρους
.
Στίς 26 τοῦ μηνός Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τόν ἅγιο Στυλιανό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδιαίτερα ἀγαπητός στόν λαό καί θεωρεῖται προστάτης τῶν βρεφῶν καί νηπίων.
Πολύ χαρακτηριστική, ἀλλά καί συγκινητική εἶναι ἡ εἰκόνα του· ὁ ἅγιος κρατώντας ἕνα σπαργανωμένο παιδί στήν ἀγκαλιά του παρουσιάζεται ὡς φιλόστοργη μητέρα καί συγχρόνως ὡς χειροδύναμος πατέρας, πού προσφέρει στό παιδί τήν στοργή καί τήν δύναμη, πού αὐτό χρειάζεται.
Οἱ γυναῖκες, πού δέν γεννοῦν παιδιά, ἐπικαλοῦνται τήν πρεσβεία του καί οἱ μητέρες, ὅταν ἀρρωσταίνουν τά μικρά τους, προστρέχουν στήν βοήθειά του.
Ἐνῶ ὅμως εἶναι πολύ διαδεδομένη ἡ γιορτή του καί πολύ λαοφιλής ἡ μνήμη του, δέν εἶναι καλά γνωστή ἡ ἱστορία του.
Ὑπάρχει, μάλιστα, μία σύγχυση γύρω ἀπό τό πρόσωπό του, καθώς καί γύρω ἀπό τό ὄνομά του, ἡ ὁποία ἐπιτείνεται, καθόσον σήμερα οἱ χριστιανοί δέν ἐνδιαφέρονται νά διασώζουν ἀκριβῶς τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μέ τό ὁποῖο βαπτίσθηκαν.

Ἔτσι πολλοί δέν ἀναγνωρίζουν ἄν τά βαπτιστικά Στέλιος-Στέλλα καί Στέργιος- Στεργιανή ἀναφέρονται στόν ἅγιο Στυλιανό ἤ τό δεύτερο ἀναφέρεται σέ ἄλλον ἅγιο.
Ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι ἅγιος Ἀστέριος καί Σέργιος ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία μας· δέν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι τό Στέργιος μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό τό Ἀστέριος ἤ ἀκόμη ἀπό τό Σέργιος, καί δέν ἔχει σχέση μέ τό Στυλιανός. Παρ᾽ ὅλο ὅμως πού εἶναι βέβαιο ὅτι τό Στέργιος συνδέεται μέ αὐτά τά πρόσωπα καί τά ὀνόματά τους.


Νομίζω ὅτι εἶναι μία εὐλαβική προσ φορά στήν μνήμη τοῦ ἁγίου καί μία σεμνή συμμετοχή στήν γιορτή του νά προσπαθήσουμε νά γνωρίσουμε καλύτερα τό πρόσωπό του μελετώντας τό ὄνομά του, τό ὁποῖο σέ τέτοιες περιπτώσεις ἀποτελεῖ μία ἱστορική μαρτυρία ταυτότητος.

Τό συναξάριο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Στυλιανός καταγόταν ἀπό τήν Παφλαγονία, ὅπου καί ἀπέθανε καί ἐτάφη. Ἔζησε στά χρόνια μεταξύ τοῦ 4ου καί 6ου αἰῶνος καί ἔδειξε ἀπό μικρός ὅτι ἀνῆκε ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό.
Νωρίς μοίρασε τήν περιουσία του στούς πτω χούς καί ἔγινε μοναχός, ὡς μοναχός δέ ξεπέρασε τούς πάντες σέ κοπιαστική ἄσκηση καί σκληραγωγία.
Ἀργότερα ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο καί κατοίκησε μέσα σέ μιά σπηλιά. Ἡ ἁγιότητά του ἥλκυσε τήν θεία χάρη καί ἀπέκτησε τό χάρισμα νά θεραπεύει ἀνίατες ἀρρώστιες.
Ἰδιαίτερα ὅταν μητέρες, πού ἔχαναν τά νεογνά τους, ἐπικαλοῦνταν τό ὄνομά του, γρήγορα ἀποκτοῦσαν ἄλλα παιδιά.
Μ᾽ αὐτή τήν φήμη, τῆς προστασίας τῶν βρεφῶν, ὁ ἅγιος Στυλιανός ἐπεκράτησε στόν λαό καί ἡ γιορτή του διακρίθηκε. Μέ τό ὄνομά του βαπτίζονταν συχνά τά παιδιά, γιά νά ἔχουν τήν βοήθειά του, ἰδιαίτερα ἄν ἦταν φιλάσθενα ἤ ἄν εἶχε κινδυνεύσει ἡ ὑγεία τους.
Στά νεώτερα χρόνια ἡ ἰδιότητα τοῦ ἁγίου νά «στερεώνει» τά μικρά παιδιά στήν ζωή ὑπερίσχυσε τοῦ ὀνόματός του καί ἐπιπλέον ἡ ὁμοηχία τοῦ ὀνόματος Στυλιανός μέ τήν ἰδιότητα τοῦ στερεός συνέβαλε, ὥστε ὁ ἅγιος Στυλιανός ἔγινε στά νεοελληνικά Στεργιανός καί τά παιδιά πού ἔπαιρναν τό ὄνομά του λέγονταν ἐπίσης Στέργιος, Στεργιανή.

Τά ὀνόματα αὐτά ἀπαντοῦν ἰδιαίτερα στούς ὀρεινούς πληθυσμούς τῆς Β. Ἑλλάδος, ἐνῶ στά νότια παραμένουν τά ἀρχικά Στέλιος, Στέλλα.
Στούς ὀρεινούς συνηθίζονταν, ἐξάλλου, καί ἄλλα παρεμφερῆ ὀνόματα, πού ὑπαγορεύονταν ἀκριβῶς ἀπό τόν φόβο τῆς θνησιμότητος τῶν βρεφῶν. Ἔτσι μαζί μέ τό Στέργιος, πού δινόταν σάν εὐχή στό παιδί νά στεργιώσει καί σάν προσευχή στόν ἅγιο νά βοηθήσει, ἀκουγόταν συχνά καί τό Ζήσης (=νά ζή- σει), τό Ρίζος (=νά ριζώσει) κ.ἄ. ὅμοια.

Ἑπομένως, τό ὄνομα Στέργιος ἀναφέρεται στόν ἅγιο Στυλιανό καί δέν ἔχει σχέση ὡς ὄνομα οὔτε μέ τό Ἀστέριος οὔτε μέ τό Σέργιος. Τό Ἀστέριος ἦταν γνωστό καί στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή καί σημαίνει αὐτόν πού μοιάζει μέ ἀστέρι· τό δέ Σέργιος μᾶς ἦλθε ἀπό τά λατινικά καί ἐξελληνίσθηκε.

Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἐν προκειμένῳ μέ τόν ἅγιο Στυλιανό συνέβη ὅ,τι καί μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο· κληροδότησαν στήν Ἐκκλησία ὄχι μόνο τό ἁγιασμένο ὄνομά τους, ἀλλά καί τό εὐλογημένο τους χάρισμα. Πράγματι, ὡς βαπτιστικά σήμερα χρησιμοποιοῦνται τόσο τά Στυλιανός, Ἰωάννης ὅσο καί τά ἀντίστοιχα Στέργιος, Χρυσόστομος.

Τήν ἴδια μέρα μέ τόν ἅγιο Στυλιανό γιορτάζει καί ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης ἤ Στυλίτης, ἕνας ἅγιος πού παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεῖα μέ τόν ἅγιο Στυλιανό. Ἦταν καί αὐτός Παφλαγόνας, ἀπό τήν Ἀδριανούπολη, καί ἔδειξε καί αὐτός ἀπό μικρός ὅτι ἦταν προικισμένος μέ ἐξαιρετικές χάρες.
Γεννήθηκε στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἡρακλείου, κατά τόν 6ο αἰ., καί ἔγινε καί αὐτός μοναχός πού διακρίθηκε μέ ποικίλες ἀσκήσεις καί ξεπέρασε τούς πάντες στήν καρτερία, ἀπέκτησε δέ καί τό χάρισμα νά θαυματουργεῖ.
Τό ἰδιαίτερο στόν ἅγιο Ἀλύπιο ἦταν ὅτι ἔζησε πάνω σέ ἕνα στύλο -ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία Κιονίτης ἤ Στυλίτης (κίων=στύ- λος)- 66 χρόνια, «σάν ἕνας χάλκινος ἀνδριάντας, παλεύοντας μέ τίς βροχές καί τόν καύσωνα, μέ τούς παγετούς καί τά χιόνια καί μέ τούς ἀνέμους καί τίς λαίλαπες», ὅπως λέει ὁ βιογράφος του.
 Ὁρισμένοι ἐρευνητές ἔχουν τήν γνώμη ὅτι ὁ ἅγιος αὐτός ταυτίζεται μέ τόν ἅγιο Στυλιανό, καθόσον ἡ λέξη Στυλιανός δέν εἶναι παρά μετάφραση τοῦ Κιονίτης, ἡ δέ ζωή τους ἐκτυλίσσεται παρόμοια.
Πιθανόν, πράγματι, κάποιες συνθῆκες νά συνέβαλαν ὥστε ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης νά ἔγινε γνωστός μέ τόν μεταφρασμένο τύπο τοῦ ἐπιθέτου του ὡς ἅγιος Στυλιανός, κάποτε δέ νά θεωρήθηκε ὅτι τά δύο ὀνόματα ἀντιπροσώπευαν δύο διαφορετικά πρόσωπα καί νά διακρίθηκαν.
Πάντως στήν Ἐκκλησία μας ὁ ἅγιος Στυλιανός, παρ᾽ ὅλο πού γιορτάζει μαζί μέ τόν ἅγιο Ἀλύπιο τόν Κιονίτη, τιμᾶται ὡς ἰδιαίτερος ἅγιος.
Ἀλλά δέν εἶναι καθόλου παράξενο οὔτε ἀπίθανο καί ὁ ἅγιος Στυλιανός νά ὑπῆρξε ἐπίσης ἕνας στυλίτης, καθόσον τό ὄνομά του προέρχεται ἀπό τήν λέξη στύλος.
Ἔτσι, λοιπόν, τόν ἅγιό μας, ὁ ὁποῖος ἔγινε ζωντανός στύλος, στήν προσπάθειά του νά ἀγγίξει τόν Θεό ἀφήνοντας τά γήινα καί ὑψώνοντας τό πνεῦμα καί τό σῶμα του στόν οὐρανό, τόν ἄγγιξε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν κατέστησε «στεργιωτή» τῶν βρεφῶν καί τῶν νηπίων.

Ορθόδοξος Τύπος 26 Νοεμβρίου 2011
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...