Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 27, 2020

Άγιος Νεκτάριος & Νίκος Καζαντζάκης: βίοι παράλληλοι και αποκλίνοντες

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ
  

Στη ζωή των δύο αυτών αναμφίβολα μεγάλων προσωπικοτήτων διακρίνω άφθονα κοινά σημεία, καθώς και μερικές θεμελιώδεις διαφορές. Τα κοινά αυτά και τις διαφορές θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας με τούτο το άρθρο.
Φυσικά, κάποιοι, που θεωρούν μεγάλο τον Καζαντζάκη, νομίζω πως δε συγκαταλέγουν στους μεγάλους της Ιστορίας τον άγ. Νεκτάριο. Και κάποιοι, που θεωρούν μεγάλο τον άγ. Νεκτάριο, δε συμπεριλαμβάνουν στους μεγάλους τον Καζαντζάκη. Αυτό θα έλεγα πως είναι ένα ακόμα κοινό σημείο που χαρακτηρίζει τους δυο άντρες.

Α΄. Κοινά σημεία στη ζωή του αγ. Νεκταρίου και του Ν. Καζαντζάκη

Και οι δύο:
Έζησαν ανάμεσα στο 19ο και τον 20ό αιώνα. Συγκεκριμένα, ο άγ. Νεκτάριος έζησε τα έτη 1846-1920 και ο Καζαντζάκης τα έτη 1883-1957. Δηλαδή, όταν γεννήθηκε ο Καζαντζάκης, ο άγ. Νεκτάριος ήταν 37 ετών και, όταν κοιμήθηκε ο άγ. Νεκτάριος, ο Καζαντζάκης ήταν 37 ετών και έζησε ακόμη 37 χρόνια (κοιμήθηκαν και οι δύο σε ηλικία 74 ετών).
Γεννήθηκαν και έζησαν παιδικά χρόνια σε περιοχές υπόδουλες στους Τούρκους, έξω από τα όρια του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ο Καζαντζάκης στην Κρήτη και ο άγ. Νεκτάριος στη Σηλυβρία της Ανατολικής Ρωμυλίας (Β. Θράκης). Ο Καζαντζάκης, βεβαίως, ευτύχησε να δει, όσο ζούσε, την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του και την ένωσή της με την Ελλάδα, αντίθετα από τον άγ. Νεκτάριο.
Από παιδιά διέθεταν ανήσυχο πνεύμα, διάβαζαν αχόρταγα και άρχισαν να αποθησαυρίζουν ένα τεράστιο πλούτο γνώσεων, πολύ μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα παιδιά της ηλικίας τους. Για τον άγ. Νεκτάριο αρκεί να πούμε πως άρχισε τη συλλογή αποσπασμάτων των αρχαίων συγγραφέων, της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας σε ηλικία 7 ετών. Εργαζόμενος μάλιστα σε καπνοπωλείο της Κωνσταντινούπολης, σε ηλικία 14 ετών, συνήθιζε να γράφει τέτοια αποσπάσματα στο περιτύλιγμα των εμπορευμάτων, με την ελπίδα να τα διαβάσουν κάποιοι από τους πελάτες του καταστήματος και να ωφεληθούν πνευματικά (την ιστορική αυτή συλλογή, που συνεχίστηκε για χρόνια, την εξέδωσε το 1894 και 95, ενώ επανεκδόθηκε πρόσφατα σε νεοελληνική μετάφραση και επιμέλεια του αξιόλογου λόγιου ιερέα και συγγραφέα π. Αντωνίου Μπιλάλη, με τίτλο Θησαυρός Λογίων). 
Ως παιδιά παρουσίασαν έντονες πνευματικές ανησυχίες και κλίση προς τη θρησκευτική ζωή. Είναι γνωστή η παιδική λατρεία του Καζαντζάκη προς τα συναξάρια των αγίων, που του διάβαζε η μητέρα του, και η ατυχής απόπειρά του «να πάει στο Άγιο Όρος ν’ αγιάσει», όπως τα αφηγείται ο ίδιος στηνΑναφορά στο Γκρέκο. Ομοίως, είναι γνωστό στους φίλους ότι ο άγ. Νεκτάριος έμαθε πολλά για την πνευματική ζωή της Ορθοδοξίας από τη γιαγιά του και αγάπησε αυτό τον τρόπο ζωής από μικρός.
Στην εφηβεία τους έφυγαν από την πατρίδα τους και σπούδασαν σε ξένο τόπο. Ο άγ. Νεκτάριος στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα και ο Καζαντζάκης στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, στη Νάξο, την οποία διοικούσαν φραγκισκανοί μοναχοί, ενώ αργότερα σπούδασε Νομική στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι. 
Έζησαν την ενήλικη ζωή τους σε άλλους τόπους, μακριά από την πατρίδα τους, όπου και πέθαναν.
Ως ενήλικες διέθεταν πλέον ιλιγγιώδη μόρφωση και συνέγραψαν πολλά βιβλία.
Καταδιώχτηκαν και ταλαιπωρήθηκαν αρκετά από τους πνευματικούς ή προσωπικούς τους αντιπάλους. Ο Καζαντζάκης παραπονείται για την πολεμική συντηρητικών και εκκλησιαστικών κύκλων – που υπέσκαψαν και την υποψηφιότητά του για Νόμπελ Λογοτεχνίας – ενώ ο άγ. Νεκτάριος συκοφαντήθηκε και εξορίστηκε από το πατριαρχείο Αλεξανδρείας, υβρίστηκε και λοιδορήθηκε ως ιεροκήρυκας στην Κεντρική Ελλάδα, συκοφαντήθηκε και διασύρθηκε ακόμη και για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ως μοναχός στην Αίγινα.
Και οι δύο πολεμήθηκαν εντονότατα από εκκλησιαστικούς κύκλους της εποχής τους. Είναι γνωστό ότι, όταν η σορός του αγ. Νεκταρίου κατέβαινε από το Αρεταίειο Νοσοκομείο στην Αίγινα, για την κηδεία του, ο τότε μητροπολίτης Πειραιώς δεν επέτρεψε την είσοδό της στο μητροπολιτικό ναό του Πειραιά, με αποτέλεσμα να αφεθεί έξω από τις κλειστές πόρτες του ναού κατά την αναμονή της επιβίβασής της στο πλοίο. Η σκηνή έχει αποτυπωθεί σε μια ιστορική και πασίγνωστη πλέον φωτογραφία.

Για τον Καζαντζάκη πρέπει να πούμε ότι ο περίφημος αφορισμός του από την Εκκλησία αποτελεί μύθο. 

Το έγγραφο του Οικουμενικού Πατριαρχείου απ' όπου φαίνεται ότι ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε.
 Όμως εκκλησιαστικοί παράγοντες της εποχής του είχαν ζητήσει την απαγόρευση της κυκλοφορίας κάποιων βιβλίων του ως υβριστικών των ελληνοχριστιανικών αξιών, ενώ η επίσημη είσοδος της σορού του στο μητροπολιτικό ναό Ηρακλείου, όπου τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, καθώς και η τέλεση της εκκλησιαστικής κηδείας του με τη συμμετοχή του τότε αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγένιου και 17 ιερέων επικρίθηκαν έντονα από εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο μετέπειτα μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης (ότι θάφτηκε στο Μαρτινέγκο επειδή «η Εκκλησία απαγόρευσε την ταφή του σε νεκροταφείο» και ότι ο ιερέας π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης «τιμωρήθηκε επειδή συνόδευσε την ταφή», πιστεύω ότι επίσης πρέπει να τα θεωρήσουμε μύθους, δεδομένης της επίσημης εκκλησιαστικής κήδευσης του Καζαντζάκη).
Ας επισημάνω εδώ ότι ο Καντιώτης (1907-2010) δεν είχε προσωπικούς λόγους να εχθρεύεται τον Καζαντζάκη. Ο αντικαζαντζακικός αγώνας του οφειλόταν στην πεποίθησή του ότι τα βιβλία του Καζαντζάκη περιέχουν ύβρεις κατά του Χριστού και αντιχριστιανικές ιδέες με χριστιανικό επίχρισμα. Γενικά, ο Καντιώτης τα έβαλε με κάθε άνθρωπο που προωθούσε ιδέες αντίθετες με την παραδοσιακή ευσέβεια και φιλοπατρία (από το βασιλιά Παύλο, του οποίου, το 1949, διέκοψε το «πολυχρόνιο», δηλ. την επίσημη υπέρ αυτού προσευχή στην εκκλησία, μέχρι το σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο), γι’ αυτό και ο ίδιος μισήθηκε και πολεμήθηκε κατά κόρον από εκείνους που συμπαθούν τέτοιες ιδέες, ενώ αντιπαθούν εκείνες, για τις οποίες αγωνίστηκε. Προσωπικά είμαι φίλος της προσωπικότητας και των ιδεών του Καντιώτη, ο οποίος ήταν αδέκαστος και ανιδιοτελής (στην Κατοχή π.χ., ως απλός παπάς, είχε επιδοθεί σε υπεράνθρωπο αγώνα για τη σίτιση των πεινασμένων, ενώ, αργότερα, η βοήθειά του προς τους Τσιγγάνους της Φλώρινας ήταν πρωτοποριακή και του επέφερε τον ειρωνικό χαρακτηρισμό «ο δεσπότης των Γύφτων» από εκείνους που τους περιφρονούσαν – δε δίστασε δε να πει για τον εαυτό του «είμαι κομμουνιστής εν Χριστώ»), αν και στη θέση του θα εκφραζόμουν πιο ήπια.
Από εδώ
Ο Καντιώτης, όπως και ο Καζαντζάκης, ήταν ευθύς και αγαπούσε την κατά μέτωπον επίθεση, όχι τη διπλωματική ευγένεια και τα μισόλογα. Ξεσπούσε σαν ηφαίστειο, όχι επειδή ήταν κάποιος κοντόφθαλμος φανατικός, αλλά επειδή αγωνιούσε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Θα ήταν ευχής έργο να είχαν συναντηθεί και συζητήσει με τον Καζαντζάκη. Ίσως όμως να τσακώνονταν, λόγω του σφοδρού χαρακτήρα τους. Αντιθέτως, ο άγ. Νεκτάριος ήταν γλυκύς και πράος και πιστεύω ότι θα είχαν γίνει φίλοι με τον Καζαντζάκη, και μάλιστα ότι, αν είχαν συναντηθεί, ίσως ο Καζαντζάκης να είχε διαφορετική άποψη σε μερικά πνευματικά ζητήματα, στα οποία – όπως θα πούμε παρακάτω – φαίνεται ότι δεν είχε κατανοήσει σωστά την Ορθοδοξία.

Ας ολοκληρώσουμε αυτό το κεφάλαιο με το κοινό στοιχείο ότι και ο άγ. Νεκτάριος και ο Καζαντζάκης τιμήθηκαν και τιμώνται από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, ακόμη και σήμερα, αν και οι φίλοι τους μάλλον δεν προέρχονται από τους ίδιους πνευματικούς χώρους. Εδώ ωστόσο πρέπει να επισημάνω ότι ο Καζαντζάκης απόλαυσε αρκετή αποδοχή και αναγνώριση όσο ζούσε, αν και γεύτηκε και πίκρες, ενώ ο άγιος Νεκτάριος, παρότι είχε και φίλους, γεύτηκε κυρίως πίκρες και αναγνωρίστηκε μετά την κοίμησή του, και μάλιστα πρωτίστως από τον απλό λαό και κατόπιν από εκκλησιαστικούς παράγοντες.
Για έναν άλλο μύθο, ότι δήθεν ο άγ. Νεκτάριος συμμετείχε στον αναθεματισμό του Ελ. Βενιζέλου, δείτε τη μελέτη του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου Ιστορική βιογραφία του Αγίου Νεκταρίου βασισμένη σε πηγές, Αθήνα 1998, σελ. 267-268, και αναζητήστε στο Διαδίκτυο το άρθρο του π. Χρυσόστομου Παπαδάκη «Το ανάθεμα του Βενιζέλου και ο άγιος Νεκτάριος».

Β΄. Αποκλίσεις στη ζωή του αγ. Νεκταρίου και του Ν. Καζαντζάκη
  

Οι φίλοι του Καζαντζάκη συχνά τον αντιμετωπίζουν περίπου σαν άγιο και εξαγριώνονται όταν του ασκείται κριτική, και μάλιστα από χριστιανική σκοπιά. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται αφενός σε μια κατανοητή ανάπτυξη αντανακλαστικών, λόγω της σφοδρότητας της κριτικής που έχει δεχτεί ο αγαπημένος τους στο παρελθόν, αλλά αφετέρου και στη συγκινησιακή φόρτιση και τον επικό τόνο των έργων του, με την έντονη αν και ανάμικτη θρησκευτικότητά τους, που μεταβάλλουν τον αναγνώστη σε οιονεί πολεμιστή, υπέρμαχο ενός υψηλού ιδανικού. Αυτό το ιδανικό υποτίθεται πως είναι ανθρωπιστικό και ορθολογικό («στη γης δε χύνω, πίνω το κρασί, στη γεια του νου του ανθρώπου» κατά τη συγκλονιστική σπονδή του Οδυσσέα στην καζαντζακική Οδύσσεια, Α, 1133). Προσωπικά, νομίζω ότι δεν έχει κανένα από αυτά τα δυο χαρακτηριστικά, αλλά είναι υπερανθρωπιστικό, ελιτιστικό και συναισθηματικό.
Τολμώ δε να τον κρίνω, σπάζοντας κι εγώ ένα ταμπού, επειδή τον υπεραγαπώ και τα βιβλία του με έχουν, στα νιάτα μου, συνεπάρει και γοητεύσει.
Εκτός λοιπόν από το προφανές – ότι ο άγ. Νεκτάριος, αν και ποιητής, έγραψε κυρίως μελέτες και δοκίμια κι όχι λογοτεχνικά έργα – έχουμε και λέμε:
Ο άγιος Νεκτάριος δεν ξέφυγε ποτέ από την πνευματική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ ο Ν. Καζαντζάκης άνοιξε πανιά, σαν τον Οδυσσέα του, και σάλπαρε προς όλες τις πνευματικές παραδόσεις που μπορούσε να συναντήσει. Η ισόβια αυτή περιπλάνηση τον κάνει ιδιαίτερα αγαπητό και θαυμαστό σε αμέτρητους ανθρώπους, αλλά το αποτέλεσμα δε φαίνεται να τον οδήγησε σε κάποια Ιθάκη.

Ο Γέρων Σωφρόνιος του Essex
Η Ορθοδοξία δεν αντιπαθεί τους αναζητητές και τους περιπλανώμενους. Όλοι βρισκόμαστε σ’ αυτή τη θέση. Ο Χριστός για μας ήρθε, και μας καλεί. Τέτοιοι περιπλανώμενοι, που διένυσαν αμέτρητα πνευματικά χιλιόμετρα, υπήρξαν ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, ο Κλάους Κένεθ και πολλοί άλλοι. Κι αυτοί – ιδίως ο τελευταίος [1] – είναι προσωπικότητες που θα μπορούσαν να συγκριθούν με τον Καζαντζάκη. Δυστυχώς όμως μια περιπλάνηση σαν τη δική τους, που δεν ήταν λιγότερο αγωνιώδης και ειλικρινής ή λιγότερο δυναμική, συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία και προκατάληψη (οι συγκεκριμένες περιπτώσεις σίγουρα δε σας είναι καν γνωστές), επειδή αυτού του είδους οι περιπλανώμενοι δεν ισχυρίζονται πως κάθε δρόμος είναι εξίσου καλός και πως η περιπλάνηση έχει αξία καθεαυτήν, χωρίς να οδηγήσει κάπου, αλλά ούτε η Οδύσσειά τους κατέληξε σε κάποια φαντασίωση εγωκεντρικής τελειότητας βουδιστικού τύπου. Οδήγησε στο Χριστό, και ο Χριστός δεν είναι συμπαθής (παρά μόνο κομμένος και ραμμένος στα δικά μας μέτρα [2]). Οδήγησε στην Ορθοδοξία, και η Ορθοδοξία δεν είναι συμπαθής. Οδήγησε σ’ ένα δρόμο, που διατείνεται πως είναι ο μοναδικός δρόμος, όμως η μοναδικότητα δεν είναι συμπαθής. Συμπαθής είναι ο ισχυρισμός πως όπου κι αν είσαι, καλά είσαι, κι όπου κι αν φτάσεις είναι εξίσου καλά, αρκεί να νιώθεις εσύ, με το υποκειμενικό σου κριτήριο, που απολυτοποιείται και αποθεώνεται, πληρότητα και ικανοποίηση.
 Ο θαυμασμός αυτός προς την ατελεύτητη περιπλάνηση και την αναζήτηση, που δεν καταλήγει πουθενά, οφείλεται στην ιδέα ότι Ιθάκες δεν υπάρχουν. Ότι η αλήθεια είναι κάτι σχετικό και ο άνθρωπος αρκεί να περιπλανιέται σε όποιο πνευματικό δρόμο του προκαλεί ευχαρίστηση και τελικά, αν έχει ισχυρό πνεύμα, να συνθέσει μια «δική του αλήθεια», επιλέγοντας κατά βούληση στοιχεία απ’ όλες τις παραδόσεις που βρίσκει στο δρόμο του.
Η άποψη αυτή, με τα κριτήρια της Ορθοδοξίας (που βασίζονται όχι σε «θεολογικές θεωρίες», αλλά στην εμπειρία χιλιάδων περιπλανώμενων από κάθε εποχή, όπως οι τρεις που κατονόμασα), δεν αποτελεί παρά μια τεράστια σύγχυση. Στη σύγχυση αυτή υπέπεσε ο Καζαντζάκης, φτάνοντας στο σημείο να εξυμνήσει τον υπερανθρωπισμό του Νίτσεκαι το καθεστώς του Φράνκο, να επιχειρήσει την ίδρυση δικής του θρησκείας και να εμφανίσει ως φιλοσοφική θεότητα (στην Ασκητική και, εν μέρει, στηνΟδύσσεια και στον Τελευταίο Πειρασμό) τη φαντασίωση ενός άτεγκτου Θεού, που χειρίζεται τους ανθρώπους σα μαριονέτες και τους οδηγεί σε μια αέναη μάχη χωρίς αγάπη, χωρίς φίλους και ουσιαστικά χωρίς σκοπό – η ίδια η μάχη είναι αυτοσκοπός – μέχρι το θάνατό τους. Ο Καζαντζάκης είναι φανερό πως επιθυμεί την αγάπη, αλλά ο φιλοσοφικός Θεός που προβάλλει δεν την επιθυμεί. «Μη ζητάς φίλους, να ζητάς συντρόφους» (Ασκητική).
Έτσι, ας μου επιτραπεί να πω ότι ο Καζαντζάκης δε συμφιλιώνει τους ανθρώπους, παρά μόνο στα σημεία όπου φαίνεται επηρεασμένος από το χριστιανισμό (π.χ. Ο Χριστός ξανασταυρώνεταιΟ Φτωχούλης του Θεού), ενώ στα νιτσεϊκά του κρεσέντα, ιδίως στην Οδύσσεια, διαχωρίζει ανελέητα τον ιδεώδη άνθρωπο από τους πολλούς, τον απομονώνει απ’ αυτούς και, στο απόγειο της πνευματικής του τελειοποίησης και της αυτοθέωσής του, τον οδηγεί σ’ ένα μοναχικό και παγωμένο θάνατο.
Στις παραπάνω διαπιστώσεις προβαίνω με πλήρη νηφαλιότητα και χωρίς απαξιωτική διάθεση. Ως χριστιανός, βέβαια, θεωρώ μια τέτοια φιλοσοφία ολέθρια. Όμως ένας μη χριστιανός έχει κάθε δικαίωμα να τη συμπαθεί. Πάντως, αν και η καζαντζακική σκέψη (όπως και κάθε ανθρώπου) είναι κάτι σύνθετο, πράγμα που επιτείνει η ποικιλία των απόψεων που εκφράζονται από τους μαστορικά δομημένους χαρακτήρες των έργων του, αυτό διαπιστώνω ως ουσία της ανθρωπολογίας του Καζαντζάκη, τον οποίο επαναλαμβάνω ότι υπεραγαπώ. Πιστέψτε με, ότι οι γραμμές αυτές είναι χαραγμένες με πόνο ψυχής και χωρίς καμιά προκατάληψη.
Αντίθετα, ο άγιος Νεκτάριος τίποτε άλλο δεν είπε και δεν έγραψε στη ζωή του παρά για την αγάπη. Αγάπη γι’ αυτούς που τον καταδίωξαν, αγάπη για τους αιρετικούς και τους αμαρτωλούς, αγάπη για τον απλό και φτωχό λαό, αγάπη για τους μοναχούς και τις μοναχές, αγάπη για τους σπουδαστές της Ριζαρείου Ακαδημίας, όπου υπηρέτησε για ένα διάστημα ως διευθυντής, αγάπη για το Χριστό και την Παναγία, προς την οποία έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο με εξαίσια ποιήματα… Αυτή την αγάπη έζησε και αυτήν δίδαξε σε όλο τον κόσμο και με τη ζωή και με τα γραπτά του. Έτσι απλά, χωρίς περίπλοκους συλλογισμούς και υπαρξιακά μπερδέματα. Ο Θεός που υπηρετεί ο άγ. Νεκτάριος είναι ο Θεός της αγάπης και όχι του πολέμου.

Ο Θεός του Καζαντζάκη
Έτσι – κι αυτό είναι μια δεύτερη διαφορά μεταξύ των δύο αντρών – ο άγ. Νεκτάριος, τους ανθρώπους που μπόρεσαν να προσεγγίσουν τον ίδιο και το έργο του, τους οδήγησε πιο κοντά στο Χριστό, ενώ ο Καζαντζάκης με τη δική του προσωπικότητα και το έργο θεωρώ πως μεγάλωσε τη σύγχυση του σύγχρονου ανθρώπου και καλλιέργησε φαντασιώσεις υπερανθρωπισμού, πνευματικής αυτάρκειας και τελειότητας. Απομάκρυνε τον άνθρωπο από το Χριστό (δηλαδή από την ενσωμάτωσή του στο Σώμα του Χριστού, στο σύνολο των ορθόδοξων χριστιανών που έχει κεφαλή το Χριστό και μέλη όλους εμάς) και του φόρεσε τη φαντασίωση ότι έχει την ευθύνη μόνος του «να σώσει τον κόσμο» – και τι ακριβώς σημαίνει «να σώσει»; Ούτε ο ίδιος ο Καζαντζάκης νομίζω πως θα ’ξερε ν’ απαντήσει, ίσως ούτε και θα τον ενδιέφερε… Ό,τι περιεχόμενο θέλει ο καθένας ας δώσει (θέλει να γίνει πολεμιστής; γλεντζές και γυναικάς; ασκητής; ποιητής; πολιτικός; όλα το ίδιο είναι), αρκεί να μάχεται για «να φτάσει όπου δεν μπορεί»και ν’ ανηφορίζει προς το μηδέν, απ’ όπου θα ρίξει ένα ατρόμητο βλέμμα στην άβυσσο της ανυπαρξίας και μετά θα βουτήξει σ’ αυτήν, ικανοποιημένος που δεν ένιωσε ελπίδα και φόβο, όπως οι πολλοί και χαμηλοί.
Άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Φυσικά, ο Καζαντζάκης αυτή την υπερανθρωπιστική και μηδενιστική φαντασίωση την απεύθυνε σ’ ένα ευρωπαϊκό κοινό που βρισκόταν ήδη σ’ αυτό το δρόμο. Τη μετέφερε όμως, νομίζω, και σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, εμποδίζοντάς το ίσως να γνωρίσει την Ορθοδοξία (την υποτιμημένη κληρονομιά των πατέρων μας, το «πιο καλά κρυμμένο μυστικό του κόσμου», όπως τη χαρακτηρίζει ο μεγάλος Σέρβος άγιος, σύγχρονος του Καζαντζάκη, Νικόλαος Βελιμίροβιτς – κάτοχος πέντε διδακτορικών τίτλων, που κάποιες από τις πιο συγκλονιστικές σελίδες του τις έγραψε αιχμάλωτος στο Νταχάου [3] – και την ονομάζει μεταφορικά τόσο καλά κρυμμένη, επειδή βρίσκεται δίπλα μας κι όμως δεν τη βλέπουμε), την Ορθοδοξία που κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης δε γνώριζε.
Ο Καζαντζάκης σίγουρα αγαπούσε το Χριστό ως «πρότυπο αγωνιζόμενου ανθρώπου» (ανεξάρτητα αν πίστευε ή όχι στη θεότητά Του) και αγαπούσε και την Ορθοδοξία, ως σεβαστό κομμάτι της πολιτισμικής παράδοσης του έθνους μας, όμως ο τρόπος που κατανοεί τη θρησκεία είναι καθαρά δυτικός και ο τρόπος που κατανοεί το Θεό είναι περισσότερο ιουδαϊκός παρά χριστιανικός: ο Θεός του είναι Ένας και Μόνος, ένας άγριος πολέμαρχος που αγαπάει μόνο τους πολεμιστές του. Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού (μ’ αυτή τη λογοτεχνική ασάφεια που υπάρχει στον Τελευταίο Πειρασμό και προέρχεται, κατά τη γνώμη μου, από την αρχαία αίρεση των Υιοθετιστών [4]). Όμως πουθενά δε φαίνεται ο Χριστός ως Θεός, εκτός από το όνειρο της Δευτέρας Παρουσίας στουςΑδερφοφάδες και ίσως σε ένα δυο ακόμη σημεία ήσσονος σημασίας. Κι εκεί ακόμη, ο Χριστός ως Θεός φαίνεται Μόνος. Ο Θεός του Καζαντζάκη δεν είναι Τριαδικός, γι’ αυτό και δεν είναι Θεός της αγάπης, αλλά πολεμιστής, όπως κατανοείται ο Θεός-Μονάδα στην Παλαιά Διαθήκη και στο Ισλάμ.
Ακόμη και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πάσχει στην κατανόηση της Αγίας Τριάδας (βλ. το πρόβλημα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος), γι’ αυτό και κατέληξε σε μια πολεμική θρησκεία κοσμοκρατορίας, ιπποτών, σταυροφόρων και ιεροεξεταστών (και υπερανθρωπιστικών φαντασιώσεων). Ο Καζαντζάκης είμαι βέβαιος ότι γνώριζε αυτή την παράδοση, από τον προπάτορά της ιερό Αυγουστίνο ώς τον Ακινάτη και φυσικά τον αγαπημένο του άγιο Φραγκίσκο, αλλά αμφιβάλλω αν υποψιαζόταν καν τις θεμελιώδεις διαφορές της από την πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας. Οι προτεστάντες ακόμη περισσότερο πάσχουν και κατανοούν το Θεό ιουδαϊκά, περισσότερο όμως ως σκληρό κριτή παρά ως πολεμιστή.
Η εσφαλμένη αυτή κατανόηση του Θεού και του χριστιανισμού από τον Καζαντζάκη, κατά τη γνώμη μου, δεν οφείλεται μόνο στα ξένα σχολεία όπου σπούδασε και στα διαβάσματά του, αλλά και στο ότι έζησε σε μια εποχή έντονου επηρεασμού της ελληνικής θεολογίας από τη δύση. Είναι γνωστά π.χ. στους θεολογικούς κύκλους τα εμπόδια που συνάντησε ο μεγάλος Νεοέλληνας θεολόγος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, όταν, το 1957 (τη χρονιά θανάτου του Καζαντζάκη), ερχόμενος από την Αμερική, κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή προς τη Θεολογική Σχολή Αθηνών, μετατοπίζοντας τη θεολογική μας σκέψη ξανά προς τις πηγές της.
Πέφτει δηλαδή ο Καζαντζάκης θύμα της εποχής του, αν και πέρασε δίπλα από μεγάλους ορθόδοξους αγίους του καιρού του – κάνω μια νύξη στην υποσημείωση 3 – και είναι λυπηρό που δεν τους αντιλήφθηκε, πελαγωμένος τόσο στον, κατά τη γνώμη μου, αυτάρεσκο κοσμοπολιτισμό όσο και στην παθιασμένη, μα υλιστική, επαναστατικότητα της μοντέρνας εποχής.
Ο άγ. Νεκτάριος ήταν ελεύθερος απ’ αυτό τον επηρεασμό, γι’ αυτό μπορούσε να κατανοήσει το Θεό ως Τριάδα, δηλ. ως ενότητα αγάπης. Ο Θεός, κατά την Ορθοδοξία, σε καλεί να ενωθείς μ’ Αυτόν διά του Χριστού. Η ενότητα αυτή πραγματοποιείται με την αγάπη και τη συγχώρεση, που προϋποθέτουν μια ταπεινή καρδιά και καθόλου αίσθημα ανωτερότητας ή τελειότητας. Η ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, είναι από μόνη της μια πράξη ταπεινής αγάπης: ακολουθείς το δρόμο κάποιων άλλων, μαζί με κάποιους άλλους, και δε λαχταράς να χαράξεις «δικό σου δρόμο». Όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνει αυτός ο δρόμος, όπως η θεία κοινωνία, η εξομολόγηση, η τήρηση των κοινών νηστειών κ.π.ά., αποτελούν ασκήσεις αύξησης της ταπεινής αγάπης και της θείας χάριτος (της αγαθής ενέργειας του Θεού, που καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη και τον μετατρέπει σε θεοειδές ον) και δεν έχουν σχέση με κάποια έννοια ενοχής, τιμωρίας και θείας δικαιοσύνης, όπως αυτά που στριφογυρίζουν διαρκώς στη σκέψη της δυτικής χριστιανοσύνης (αλλά και του Καζαντζάκη, όπου η γυναίκα π.χ. συνιστά εμπόδιο στην επιτέλεση της αποστολής του άνδρα υπερανθρώπου του – ενώ στην Ορθοδοξία όχι, γι’ αυτό και έχουμε αναρίθμητους έγγαμους αγίους, άντρες και γυναίκες, καθώς και ζευγάρια ή και ολόκληρες οικογένειες αγίων).
Ο Καζαντζάκης αμφιβάλλω αν άκουσε ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα, παρότι και το Άγιο Όρος επισκέφτηκε, ως γνωστόν. Αμφιβάλλω αν κατάλαβε ποτέ τι είναι άγιος – ότι άγιος δεν είναι κάποιος που έχει δαμάσει τη σάρκα και τη θέλησή του, που τέτοιους βρίσκεις σε όλες τις θρησκείες, αλλά κάποιος που έχει ενωθεί με το Χριστό κι έχει βαδίσει ένα δρόμο που μόνο στην Ορθοδοξία υπάρχει. Και μέσω αυτού του δρόμου έχει γίνει θεός και σηκώνει τα βάρη όλου του κόσμου με ταπείνωση και αγάπη, ενωμένος με όλο τον κόσμο, και όχι με σκληρότητα και υπεροψία, όπως φαίνεται στηνΑσκητική.
Την ταπείνωση δε νομίζω πως την αγάπησε ο Καζαντζάκης (δεν κατάλαβε ασφαλώς και την αξία της), και σίγουρα δεν τη μετέδωσε στους αναγνώστες του. Την ταπείνωση μπροστά στο σύμπαν, ίσως. Μπροστά στις «μεγάλες έγνοιες», πιθανόν. Μπροστά στο κουκούλι που σκάει και προβαίνει η πεταλούδα με μουδιασμένες ακόμα σγουρές φτερουγίτσες, ίσως. Αλλά την ταπείνωση που σε ωθεί να μην κομπάζεις λέγοντας «Κύριε, παρατέντωσέ με κι ας σπάσω», αλλά απλώς να εξομολογηθείς σ’ έναν ιερέα (όχι ψάχνοντας να ανακαλύψεις έναν άγιο ιερέα, για να είναι αντάξιός σου), να νηστέψεις τη σαρακοστή μαζί με τους αγράμματους χριστιανούς του χωριού σου ή να ξεκουκίσεις το κομποσκοίνι με την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό», όχι. Και οι διαχρονικοί φίλοι του Καζαντζάκη δε γνωρίζω αν έχουν αγαπήσει αυτή την ταπείνωση ή αν έχουν μάθει έστω την ύπαρξή της.
Αμφιβάλλω επίσης αν ο Καζαντζάκης έμαθε ποτέ να προσεύχεται σοβαρά και βαθιά (αν δηλαδή το διδάχτηκε από κάποιον αυθεντικό ορθόδοξο ησυχαστή – ή αν γνώριζε καν τι είναι ο ησυχασμός, σε μια εποχή που θεωρώ ότι κυριαρχούσε απολύτως στους λόγιους κύκλους η δυτική παρανόηση και πολεμική κατά του ησυχασμού), ενώ για τον άγιο Νεκτάριο δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η «επιστήμη της νοεράς προσευχής» τον ενέπνευσε και τον καλλιέργησε έμπρακτα από παιδί. Και του έδωσε μνημειώδη ταπεινοφροσύνη, λόγω της οποίας αποδέχτηκε στωικά τις διώξεις, τις λοιδορίες και τις συκοφαντίες, και λόγω της οποίας επίσης διεύθυνεόπως διεύθυνε τη Ριζάρειο Ακαδημία: καθαρίζοντας τις τουαλέτες, για να μην απολυθεί η άρρωστη καθαρίστρια, και τιμωρώντας τον εαυτό του με απεργία πείνας όταν κάποιος σπουδαστής παρέβαινε τους κανονισμούς.
Αποφθέγματα, όπως η απάντηση του Καζαντζάκη στην Εκκλησία της Ελλάδος («Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ») ή στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία («Ad tuum, Domine, tribunal apello» = «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση»), είναι αδιανόητα για τον επίσης καταδιωγμένο άγ. Νεκτάριο, ο οποίος υπέμεινε τις ταλαιπωρίες κυριολεκτικά σαν Χριστός.
  
Έτσι προκύπτει και μια τρίτη διαφορά, με την οποία και θα τελειώσω: ότι ο άγιος Νεκτάριος είναι άγιος. Έκανε δηλαδή πράξη τη διδασκαλία του Χριστού, βάδισε αυτό το δρόμο μέχρι εκεί που μπορεί να τον βαδίσει ο άνθρωπος. Την ώρα που ο Καζαντζάκης ανηφόριζε μπερδεμένος σε χαράδρες φιλοσοφίας, ο άγιος ανηφόριζε φορτωμένος το σταυρό του στο Γολγοθά της αγιότητας.
Αν ο Καζαντζάκης δεν έγινε άγιος, δεν τον κατακρίνω. Εύχομαι ο Χριστός ν’ άπλωσε το χέρι, να τον ξεκάρφωσε από κάποια απ’ αυτές τις χαράδρες, όταν τον βρήκε ο θάνατος, και να του είπε: «Συχωρεμένος να ’σαι, γιατί αγάπησες πολύ». Αυτή τη φράση του Χριστού τη χρησιμοποιεί ο Μανωλιός στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και θεωρώ ταπεινά πως είναι από τα πιο ορθόδοξα στιγμιότυπα όλου του καζαντζακικού έργου.

Ο Αλέξης Γκόλφης ως Μανωλιός στη θρυλική τηλεοπτική μεταφορά του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται.
Για την περί Θεού ιδέα του Καζαντζάκη θα ήθελα να κλείσω με το ακόλουθο απόσπασμα. Στο περίφημο ταξιδιωτικό του Ισπανία, ο συγγραφέας, αφού εξυμνεί την ταυρομαχία, ως αρχέγονη πάλη του ανθρώπου με το Θεό, που οδηγεί στο φόνο του Θεού, με τη μορφή του ταύρου, και την ένωση του ανθρώπου με αυτόν (και ίσως δεν έχει άδικο ως προς τις απαρχές του «αθλήματος»), χαρακτηρίζει δε την αρένα «σπίτι του Θεού» και τους θεατές «πιστούς», ολοκληρώνει γράφοντας:
«Εδώ ο σκοτωμός είναι ο καρπός αβάσταχτης αγάπης. Ο ιερός γάμος κι ο ιερός φόνος είναι ένα. Η ταύτιση τούτη θα φανεί παράλογη στις ντελικάτες, ανίδεες ψυχές· μα όποιος αληθινά αγάπησε, αυτός εννοεί. Το αίμα, η ένωση με το αίμα, η αθανατοποίηση της αγάπης με το θάνατο, είναι βαθιές ανάγκες του ανθρώπου, που πια με τον πολιτισμό κρύφτηκαν και μουλώσαν· μα ξάφνου ξαναζωντανεύουν, με τρόπο απλότατο και μυστηριώδη, εδώ, στην άκρα της Μεσόγειος»(Ταξιδεύοντας: Ισπανία, Αθήναι 1964, σελ. 132).
Ζητώ συγγνώμη για τη δική μου ανίδεη ψυχή, μα δεν αντιλαμβάνομαι σε τι είδους πνευματικότητα οδηγεί αυτή η αντίληψη περί αγάπης, αν φυσικά δεν τη θεωρήσουμε απλή ποιητική έξαρση, αλλά θεωρία και πρόταση ηθικής και ζωής.
***
Η αγιότητα είναι ένα αμφισβητούμενο θέμα. Όμως, στην πραγματικότητα, ότι υπάρχουν άγιοι και ότι κάνουν θαύματα είναι τόσο αναμφισβήτητο, όσο και ότι η Γη γυρίζει. Για την ακρίβεια, οι μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν ζήσει θαύματα (σ’ αυτούς περιλαμβάνομαι κι εγώ, η οικογένειά μου και κάποιοι φίλοι μου) είναι απείρως περισσότερες από εκείνες ανθρώπων που έχουν δει με τα μάτια τους την περιφορά της Γης. Οι περισσότεροι βλέπουμε να γυρίζει ο Ήλιος. Ακόμα και πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι αποδέχονται την αγιότητα ως πραγματική κατάσταση,έχοντας προσωπική πείρα, ενώ υπάρχουν και πανεπιστημιακοί που έγιναν οι ίδιοι θαυματουργοί άγιοι, όπως ο άγ. Λουκάς ο Ιατρός, ο άγ. Ιουστίνος Πόποβιτς κ.ά. Η άρνηση των αγίων, της αγιότητας και των θαυμάτων από ανθρώπους που δεν έχουν κάνει καμιά σοβαρή σχετική έρευνα, αλλά απλώς επικαλούνται ότι οι ίδιοι θεωρούν πως δεν έχουν δει κάποιο θαύμα (άρα κανείς δεν έχει δει ποτέ κάποιο πραγματικό θαύμα), είναι τουλάχιστον αυθαίρετη. (Για περισσότερα, αναζητήστε στο Διαδίκτυο το άρθρο «Θαυματουργοί άγιοι: αλήθεια ή μύθος;», καθώς και το «Νευροθεολογία: Εγκέφαλος και πνευματική εμπειρία»).
Ο άγιος Νεκτάριος λοιπόν έχει πραγματοποιήσει αναρίθμητα θαύματα και εμφανίσεις, γι’ αυτό και ολόκληρος ο ορθόδοξος χριστιανικός κόσμος είναι γεμάτος από εκκλησίες του. Και αυτός ο κόσμος δεν αποτελείται από ανόητους, αμόρφωτους και δεισιδαίμονες, όπως πολλοί νομίζουν, καθώς και ο κόσμος της αθεΐας δεν αποτελείται οπωσδήποτε από φωτισμένα μυαλά.
Θα μπορούσα ως τέταρτη διαφορά να αναφέρω ότι ο Καζαντζάκης ήταν μασόνος (γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών το 1907 – βλ. το βιογραφικό του από το Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ., που δημοσιεύεται εδώ). Δε θέλω να σταθώ εδώ, για να είμαι ειλικρινής, ούτε να προσπαθήσω να εξιχνιάσω κατά πόσον οι πεποιθήσεις της Μασονίας επηρέασαν τις δικές του πεποιθήσεις ή το έργο του. Δεν είμαι σε θέση, ούτε και θέλω να εμπλακώ σε μια διαμάχη για το τι ακριβώς πρεσβεύει η Μασονία και αν επηρέασε τον Καζαντζάκη, ζήτημα που ξεφεύγει και από τις δυνατότητές μου και από τα πλαίσια του παρόντος. Ας το κάνουν άλλοι, ικανότεροι.

Επίλογος

Το κίνητρο, με το οποίο έγραψα αυτό το άρθρο, είναι να εξηγήσω στους φίλους του Ν. Καζαντζάκη ότι υπάρχει κι ένα άλλο είδος πνευματικότητας, ένας διαφορετικός πνευματικός δρόμος, εκτός από αυτόν όπου περπάτησε ο μεγάλος Κρητικός στοχαστής. Ότι ένας άλλος άνθρωπος, εξίσου χαρισματικός (και δεν είναι μόνο ένας), ξεκίνησε με παρόμοιες προϋποθέσεις και έγινε άγιος Νεκτάριος.
Θα ήθελα επίσης να προσκαλέσω τους φίλους ν’ ασχοληθούν με το πρόσωπο και το έργο του αγίου Νεκταρίου. Θα γνωρίσουν έτσι την άλλη πλευρά του φεγγαριού και ίσως αποκαλυφθεί μπροστά τους ένας σπουδαίος και φωτεινός δρόμος (ανηφορικός μα/και συγκλονιστικός) κι ένας ολόκληρος κόσμος, που ούτε καν φαντάζονται την ύπαρξή του.

Σημειώσεις:
  
[1] Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κλάους Κένεθ από το βιβλίο του Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς – Από το σκοτάδι του μίσους στον Γέροντα Σωφρόνιο (Bornto Hate – Reborn to Love), Εν πλω 2009:
«Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το αφιέρωσα στην αναζήτηση της αγάπης και της αλήθειας, και η πραγματική απόσταση που διήνυσα κατά την πνευματική αυτή διαδρομή προϋπέθετε πολλές περιπλανήσεις ανά τον κόσμο. Πέρασα από την Ινδία, το Θιβέτ και την Ταϊλάνδη, καθώς και από αραβομουσουλμανικές χώρες, όπως ο Ιράν, το Αφγανιστάν, το Μαρόκο και τη Μαλαισία. Ταξίδεψα στην Αλάσκα, στο Μεξικό και στη Βραζιλία, για να δοκιμάσω άλλα συστήματα, περιλαμβανομένων του κομμουνισμού, του αθεϊσμού και της χίπικης κουλτούρας. Επί αρκετά χρόνια μελέτησα ενδελεχώς τις ανατολικές θρησκείες: τον ινδουισμό, το βουδισμό, τον ισλαμισμό, καθώς και την πνευματικότητα των Αμερικανών αυτοχθόνων. Άλλες φορές πάλι, έμπλεξα με τον υπόκοσμο των ναρκωτικών και εισχώρησα στον εσωτερισμό και την απόκρυφη γνώση, περιερχόμενος σε κατάσταση έκστασης. Όμως, τίποτα δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό που υπήρχε της ψυχής μου, μέχρι την ημέρα που βρέθηκα αντιμέτωπος με εφτά όπλα. Τότε μόνο –και απροσδόκητα– είχα μια συγκλονιστική κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Άγνωστο σε μένα Θεό. Τότε ήταν που σώθηκα, κατά ένα θαυμαστό, βέβαια, τρόπο.
»Πάντοτε έτρεχα να ξεφύγω από το Θεό, από τους ανθρώπους και τον εαυτό μου. Ήταν ένα ταξίδι στην κόλαση, γεμάτο μίσος και θάνατο, ώσπου να αντικρίσω την αλήθεια για το ποιος πραγματικά ήμουν.
»Άκουσα πολλές φορές να προφέρουν το όνομα του Ιησού και άλλες τόσες φορές Τον απέρριψα και Τον αρνήθηκα. Δεν Τον είχα καθόλου ανάγκη, ή έτσι νόμιζα. Επειδή είναι βέβαιο πως ο ίδιος ο Θεός με αγαπά και με περιβάλλει με τη Χάρη Του, το να πιάνω τον εαυτό μου τώρα να αφηγείται και να τραγουδά για την αγάπη του Θεού, το θεωρώ απίστευτο και θαυμαστό.
»Ίσως κάποιοι στο άκουσμα του ονόματος του Ιησού να μη θελήσουν να διαβάσουν την ιστορία, αντιμετωπίζοντας καθετί παρόμοιο ως «πνευματική ανισορροπία». Αυτός όμως που ειλικρινά αναζητεί την αλήθεια προκειμένου να βρει την αλήθεια, θα διαβάσει την ιστορία αυτή με πολλή προσοχή, αλλά και προς μεγάλη του τέρψη, διαπιστώνοντας πόσο ζωντανή είναι η παρουσία του Θεού και με πόση αγάπη προστατεύει όλους εμάς, κάθε μέρα, κατά την πορεία μας στη ζωή».
[2] Ο Καζαντζάκης στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται καταγγέλλει το δεσπότη πως έχει κόψει και ράψει το Χριστό στα μέτρα του. Είμαι βέβαιος πως μέσα του δε γενικεύει, το δε φανερό παράπονό του, πως πολλοί ρασοφόροι είναι παπα-Γρηγόρηδες και λίγοι παπα-Φώτηδες, είναι παράπονο ίσως κάθε ορθόδοξου χριστιανού (αν και ο χριστιανός αγαπά και τους παπα-Γρηγόρηδες – ίσως όμως κι ο Καζαντζάκης ένιωσε γι’ αυτούς κάποια αγάπη, γι’ αυτό και βάζει το Μανωλιό να την εκφράζει).
Όμως φοβούμαι πως ο αναγνώστης του Καζαντζάκη, ακαθοδήγητος στα πραγματικά ανηφορικά μονοπάτια της Ορθοδοξίας και γαλουχημένος με το (φανταστικό) γάλα δράκαινας που τον ποτίζει ο συγγραφέας, κάνει αυτό που δεν κάνει ο δάσκαλός του: γενικεύει, φυτεύοντας μέσα του την πεποίθηση πως ο ίδιος κατανοεί αυθεντικά το Χριστό και πως «οι παπάδες» Τον κόβουν και ράβουν στα μέτρα τους και δεν αγαπά τους παπα-Γρηγόρηδες. Βλέπει δε στο πρόσωπο κάθε παπά έναν παπα-Γρηγόρη, εκτός αν έναν στους τόσους τον αξιολογήσει αυτός ο ίδιος και τον εκτιμήσει σαν φωτεινή εξαίρεση – που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να πάει ποτέ να εξομολογηθεί ή να κοινωνήσει, κι αν κοινωνήσει κοινωνεί υπεροπτικά και εθιμοτυπικά κι όχι ταπεινά και φλογερά.
Λοιπόν, οι δάσκαλοι της Ορθοδοξίας δεν είναι οι φαρισαίοι που προσαρμόζουν το Χριστό στα δικά τους πάθη, αλλά κάποιοι γίγαντες ταπεινοί, γεμάτοι αγάπη, που το ανάστημά τους δεν το φαντάζεται καν ο δυστυχής αδελφός μου που σκέφτεται ως ανωτέρω. Ας είναι ευλογημένος.
[3] Ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956), αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, ήταν διδάκτορας των πανεπιστημίων της Βέρνης και της Οξφόρδης και επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων Κέιμπριτζ, Γλασκόβης και Κολούμπια. Κοιμήθηκε στις Η.Π.Α., εκτοπισμένος από το αθεϊστικό καθεστώς της πατρίδας του.
Σύγχρονοι του Καζαντζάκη ήταν και ο αρχιεπίσκοποςΙωάννης Μαξίμοβιτς (1896-1966), ο ξυπόλυτος άγιος της Σαγκάης, του Παρισιού και του Σαν Φρανσίσκο (θαυματουργός ήδη εν ζωή, άφθορος σήμερα), και ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός (1877-1961), καθηγητής του πανεπιστημίου της Τασκένδης, που ήταν καταποντισμένος, μαζί με χιλιάδες άλλα διαμάντια της Ορθοδοξίας του 20ού αιώνα, σε μιαθάλασσα βίας και τρόμου, μέσα στους φοβερούς διωγμούς που διεξήγαγε το αθεϊστικό καθεστώς της Ε.Σ.Σ.Δ. (την ίδια ώρα στις φυλακές της Ρουμανίας πέθαιναν ο άγ. Βαλέριος Γκαφένκου, †1952, ο άγ.Κωνσταντίν Οπρισάν [φωτο], ο Φιλόσοφος και Μάρτυρας, †1958, και πλήθος άλλων). Οι άγιοι αυτοί είναι προσωπικότητες εφάμιλλες του Καζαντζάκη, αλλά και του Μπεργκσόν και του Καμύ και του Σαρτρ και όλων των μοντέρνων φιλοσόφων, η δε ζωή και το έργο τους αποτελούν αξεπέραστα πρότυπα για τους ορθόδοξους χριστιανούς, όπως ο Καζαντζάκης και οι φιλόσοφοι που κατονόμασα για τους δικούς τους φίλους. Ατυχώς, οι γίγαντες αυτοί της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς δεν ανακαλύφθηκαν από τον Καζαντζάκη και σήμερα είναι άγνωστοι στους «παραέξω», που νομίζουν πως η Ορθοδοξία απευθύνεται σε αναλφάβητους και δεισιδαίμονες.
[4] Δυναμικοί μοναρχιανοί ή Υιοθετιστές: αρχαία αίρεση, που πίστευε πως ο Χριστός ήταν κοινός άνθρωπος, που ο Θεός τον ανέδειξε σε Υιό Του (τον «υιοθέτησε») λόγω της μεγάλης ηθικής του καθαρότητας.
Οι μοναρχιανοί, γενικά, προσπαθούσαν να διασώσουν στη σκέψη τους την απόλυτη μονοθεΐα (μοναρχία του Θεού), επειδή δε μπορούσαν να αντιληφθούν την ενότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας (αυτό το πρόβλημα, όπως γράφουμε, το έχει και ο Καζαντζάκης).
Ο άλλος κλάδος των μοναρχιανών ήταν οι Τροπικοί μοναρχιανοί ή Πατροπασχίτες, που υποστήριζαν πως ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι το ίδιο Πρόσωπο, που εμφανίστηκε σε διάφορες φάσεις της ανθρώπινης Ιστορίας με διαφορετικά προσωπεία.
Πηγή

Τι Πίστη όπου έχει τέτοια Πίστη!!!




O πιστός μαθητής του Χριστού παραδίνει την ψυχή του και την αιώνια προοπτική του στα χέρια Εκείνου, με ακλόνητη εμπιστοσύνη και αταλάντευτη ελπίδα στην αγαθότητα και τη δύναμή Του. Όταν η ψυχή χωριστεί από το σώμα με αναίδεια και θρασύτητα θα τη ζυγώσουν οι δαίμονες. Τότε εκείνη με την αυτα­πάρνησή της θα τρέψει σε φυγή τους μοχθηρούς αγγέλους του σκοτεινού κόσμου. “Πάρτε με! Πάρτε με!”, θα τους πει με ανδρεία. “Ρίξτε με στην άβυσσο του άδη, αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού μου, αν έτσι αποφάσισε Εκείνος. Καλύτερα να στερηθώ τη γλυκύτητα του παρα­δείσου, καλύτερα να καίγομαι στις φλόγες του άδη, πα­ρά να εναντιωθώ στο θέλημα και την απόφαση του μεγάλου Θεού. Σ’ Αυτόν παραδόθηκα και παραδίνομαι! Αυτός είναι, όχι εσείς, ο Κριτής των παθών και των αμαρτιών μου! Εσείς είστε μόνο εκτελεστές των αποφάσεών Του, παρ’ όλη την άλογη αποστασία σας”. Θα φρίξουν και θα σαστίσουν οι υπηρέτες του κοσμοκράτορα διαβόλου μπροστά σε τέτοια γενναία αυταπάρνηση, μπροστά σε τέτοια ταπεινή παράδοση στο θείο θέλημα! Γιατί εκείνοι, αποστέργοντας αυτή τη μακάρια υποταγή, από άγγελοι άγιοι και αγαθοί έγιναν δαίμονες ζοφεροί και κακόβουλοι. Θα φύγουν, λοιπόν, ντροπιασμένοι, και η ψυχή ανεμπόδιστα θα κινήσει για τον Θεό, που είναι ο θησαυρός της. Έτσι Αυτόν, που τώρα Τον βλέπει με την πίστη μέσα στην πρόνοιά Του, θα Τον βλέπει τότε όπως πραγματικά είναι, και αιώνια θα αναφωνεί: “Δόξα τω Θεώ!”.

Aγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ

Θεολογία καὶ Ἀνανέωση



Ἐπιλογὲς ἀπὸ σχετικὸ δοκίμιο τοῦ π. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου σχετικὰ μὲ ποιὰ εἶναι ἢ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὥστε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία.

Σὲ ἕνα ἀφιέρωμα γιὰ τὴν παράδοση καὶ τὴν ἀνανέωση στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείψει ἡ ἀναφορὰ στὴ Θεολογία. Καὶ αὐτό, γιατί ἡ Θεολογία ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ συντελεστὴ ἀνανέωσης. Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ σκέψη καὶ γραφὴ ἐπηρεάζει τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δίνοντας κατευθύνσεις καὶ ἀποκαλύπτοντας τὴν ἀλήθεια.

Ποιὰ εἶναι ὅμως ἢ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὥστε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία;

Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ τὸ παρακάτω κείμενο τοῦ π. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου. O συγγραφέας, λόγιος θεολόγος, εἶναι ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα «Παράδοση καὶ Ἀνανέωση» ὅσο λίγοι καὶ μάλιστα ἐδῶ καὶ δεκαετίες. Ἄλλωστε, τὸ κείμενο αὐτὸ ἔχει ἑτοιμαστεῖ τὸ 1962, στὰ πλαίσια τοῦ Θεολογικοῦ Συμποσίου ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ἡ Ζωὴ» μὲ γενικὸ θέμα «Θεολογία, ἀλήθεια καὶ ζωή». Τὸ κείμενο, μὲ τὸ νὰ εἶναι «σύγχρονο», ἀποδεικνύει εὔγλωττα ὅτι ἡ ἀληθινὴ Θεολογία εἶναι πάντοτε ζωντανὴ καὶ ἐπίκαιρη. Τὸ παραθέτουμε σὲ διασκευή.


ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ



Μερικὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας

OΡΘOΔOΞΗ:

Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ εἶναι ἡ θεολογία μας ὀρθόδοξη ὑπὸ ἔννοια ἀρνητική, δηλαδὴ νὰ μὴν περιπίπτει σὲ αἵρεση ἢ πλάνη. Πρωτίστως, πρέπει νὰ εἶναι ὀρθόδοξη ὑπὸ ἔννοια θετική. Δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ προσέχουμε νὰ μὴν ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ὀρθοδόξου γραμμῆς. Πρέπει ἡ πνοὴ καὶ ὁ παλμὸς τῆς θεολογίας νὰ εἶναι ὀρθόδοξοι, νὰ εἶναι ὅλη διαποτισμένη ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα, νὰ ἀντλεῖ ἀπ’ τὸν ἀστείρευτο ποταμὸ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Νὰ εἶναι βιβλικὴ καὶ πατερική, ὄχι τυπικῶς ἀλλ’ οὐσιαστικῶς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνοικεῖ σ’ αὐτὴν πλουσίως καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες νὰ εἶναι οἱ ζωντανοὶ ὁδηγοί της.


ΖΩΝΤΑΝΗ:

Ἡ θεολογία μας πρέπει νὰ μὴν εἶναι ξηρά, νοησιαρχικὴ καὶ σχολαστική, ἀλλὰ ζωντανὴ καὶ οὐσιαστική, γραμμένη «ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις» (Β΄ Κορ., γ΄ 3). Νὰ εἶναι ἀπαύγασμα ζωῆς, προϊόν τῆς ψυχῆς, ἔκφραση τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου. Νὰ ἀκούει τὸν σύγχρονον ἄνθρωπο καὶ νὰ ἔχει κάτι νὰ τοῦ πεῖ. Νὰ τὸν κατανοεῖ καὶ νὰ τὸν βοηθεῖ.

Ἡ ἀληθὴς θεολογία εἶναι ἀνθρωπιστικὴ καὶ καθοδηγητική, εἶναι θεανθρωπολογία. Τὸ ὅτι εἶναι παραδοσιακὴ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι στατικὴ καὶ ἐπαναληπτική. Ἡ πορεία της δὲν σταματᾶ. Ὁ λόγος της «οὐ δέδεται», διότι εἶναι ἔκφρασις τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος.


ΧΡΙΣΤOΒΙΩΜΑΤΙΚΗ:

Ὁ πράγματι ὀρθόδοξος θεολόγος εἶναι καὶ «θεοφόρος». Σκοπὸς του εἶναι ὄχι νὰ γνωρίσει τὸν Θεόν, ἀλλὰ πρωτίστως νὰ «μορφωθῆ Χριστὸς ἐν αὐτῷ» (Γαλ. δ’ 19). Μόνον «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται” (Ματθ ε΄,8). Ὅταν ἡ ψυχὴ καθαρθεῖ, τότε θὰ γίνει ὅλη ὀφθαλμός, κατὰ τὸν Ἅγ. Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Θεολόγος εἶναι ὁ ὁρῶν, ὁ βλέπων, ὅπως ἦταν ὁ προφήτης τῆς Π. Διαθήκης, ὁ «ἐπόπτης τῆς θείας μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ., α΄ 16) ὁ «ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. β’14).

Μόνον σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος «ἀπεκδύεται τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον καὶ ἐνδύεται τὸ νέον» (Κολ. γ΄ 9-10) ἀποκαλύπτεται ὁ Ἀπερίγραπτος. Μόνο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει μετὰ τοῦ Χριστοῦ ὡς πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ συσταυροῦται καὶ συνθάπτεται, αὐτὸς βλέπει τὸν ἀναστάντα. Μόνον ὅταν «κατοικήσῃ ὁ Χριστὸς ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, εἶναι δυνατὸν «καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ” (Ἐφεσ. γ΄ 17-19).


ΠΡOΣΕΥΧOΜΕΝΗ:

Μόνον μέσα στὴν θερμὴ ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς συνεχοῦς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸν μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ μία ἀληθινή, ζωντανὴ καὶ ὀρθόδοξη θεολογία. Καὶ ὄχι μόνον ἡ ἀτομικὴ προσευχή, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ ὁμαδικὴ λατρεία, ἡ συμμετοχὴ στὴν λειτουργικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία θὰ τροφοδοτήσει καὶ θὰ ἐμπνεύσει τὴν θεολογία μας. Ἡ ἕδρα πρέπει νὰ πλησιάζει τὸ θυσιαστήριον, τονίζει καὶ ὁ σοφὸς θεολόγος π. Γ. Φλωρόφσκυ.


ΑΓΙΑ:

Ἀλλ’ ἡ θεολογία πρέπει ἐπίσης νὰ εἶναι ἁγία. Ὅλοι οἱ μεγάλοι ὑπηρέτες της, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξαν ὅσιοι καὶ ἅγιοι. Διὰ τοῦτο ὑπῆρξαν οἱ κατεξοχὴν θεολόγοι. Κάθε πιστὸς εὕρισκε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μία διαυγῆ ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τους, ἕνα ζωντανὸ θεολογικὸ ὑπόμνημα.

Καὶ σήμερα, πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, ἅγιοι πρέπει νὰ γίνουν οἱ θεολόγοι, ἐὰν θέλουν νὰ δώσουν στὴ θεολογία τὴν ἀρχαία της αἴγλη καὶ τὴ θαυματουργική της δύναμη. Καὶ ἅγιος δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει φθάσει στὴν κορυφή, ἀλλὰ ὁ τείνων πρὸς τὴν ἁγιότητα, ὁ πράγματι ἀγωνιζόμενος, ὁ ἀσκητής. Χωρὶς αὐτὸν τὸν ἀπαραίτητον τόνον τῆς ἁγιότητας ἡ θεολογία εἶναι ἀναιμικὴ καὶ ἄψυχος, ἀδρανὴς καὶ ἀνενέργητος.


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ:


Ἡ θεολογία ἡ ὀρθόδοξη, δὲν εἶναι αὐτόνομη ἢ ὑποκειμενική, ὅπως τὰ προτεσταντικὰ κατασκευάσματα, ἀλλὰ εἶναι στόμα καὶ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, λειτουργός τοῦ μυστικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Διακονεῖ τὸν Θεὸν καὶ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο μέσα στὸ μυστικὸ «πανδοχεῖον». Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἁγιαστικὸ χῶρο καὶ ἀπὸ τὴν ζωογόνο ἀτμόσφαιρα τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας. Μόνον «πεφυτευμένη ἐν τῷ Οἴκῳ Κυρίου» δύναται νὰ «φέρῃ καρπὸν πολὺν» (Ἰω, ιε’,5).


ΑΓΩΝΙΖOΜΕΝΗ:

Ἡ ἀληθινὴ θεολογία δὲν μένει κλεισμένη στὸ γραφεῖο της, δὲν εἶναι ἁπλῶς μία «θεολογία τῶν καθηγητῶν», ἀλλὰ κατέρχεται καὶ στὸν στίβο, μετέχει τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ τοῦ μαρτυρίου, ὅταν χρειαστεῖ. Κατὰ ταῦτα, οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι πρέπει νὰ εἶναι ἀπόστολοι καὶ προφῆτες, ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες, «ἵνα μαρτυρῶσι τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω, ιη΄ 37).


ΠΝΕΥΜΑΤOΦOΡOΣ:

Εἶναι τρομερὸ ὅτι πολλοὶ θεολόγοι λησμονοῦν τὴ ρητὴ καὶ κατηγορηματικὴ διαβεβαίωση τοῦ ἀψευδοῦς Κυρίου: “ὁ Παράκλητος…, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω, ιστ΄, 13). Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καταυγάζει τὸν νοῦν, πυρώνει τὴν καρδιά. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἁπλὴ ἰδεολογικὴ καὶ νοητικὴ ἀνάπτυξη. Αὐτὴ εἶναι ἀνεπαρκὴς καὶ συχνὰ ἐπικίνδυνη. Ἂν δὲν κατοικήσει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεολογήσουμε. Ὁ θεολόγος πρέπει νὰ εἶναι δοχεῖο τοῦ Πνεύματος καὶ πλῆκτρο τοῦ Πνεύματος, πνευματοφόρος καὶ πνευματοκίνητος, «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. στ΄. 3).

Σύμφωνα μ’ αὐτά, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς οὐσιαστικῆς ἀλήθειας, τῆς ΑΛΗΘΕΙΑΣ ἡ ὁποία εἶναι συγχρόνως ἡ OΔOΣ καὶ ἡ ΖΩΗ (Ἰω. ιδ΄, 6). Ἀναζήτηση ὄχι μόνον διὰ τῆς διανοίας, ἀλλὰ «ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ψυχῆς». Ἀναζήτηση εὐλαβικὴ καὶ ἱκετευτική, ταπεινὴ καὶ σεμνή. Μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ ζώσης πίστεως, μετ’ ἀγάπης καὶ πόθου, μετὰ ταπεινώσεως καὶ συντριβῆς καὶ κατανύξεως, μετὰ καθαρότητος ψυχῆς καὶ συνεχοῦς ἐξαγνισμοῦ, «κεκαθαρμέναις διανοίαις … καὶ ταῖς αἰσθήσεσι», μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα λατρείας καὶ ἀσκήσεως, μέσα στὸ πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς.

Μία τέτοια θεολογία εἶναι γονυκλισία πρὸ τοῦ θείου μυστηρίου, εἶναι γεύση Θεοῦ καὶ ψυχικὴ ἐμπειρία, εἶναι ἱερουργία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεοῦ. (Ρώμ. ιε΄ 16) καὶ κατεξοχὴν λειτουργία, εἶναι οἰκείωση, βίωση καὶ κοινωνία Θεοῦ, συγχρόνως δὲ «καταγγελία τῶν θαυμασίων Αὐτοῦ».

Μόνον μία τέτοια ὄντως ὀρθόδοξη θεολογία δύναται νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τὶς ὀλισθηρὲς ἀτραποὺς τῆς «ψευδωνύμου γνώσεως» (Α’ Τιμ. στ΄ 10)., ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ὑπάρχει ὡς μία μεγάλη ἀπειλὴ σὲ κάθε ἐποχή.

Τὴν καλλιέργεια μιᾶς τέτοιας Θεολογίας περιμένει ὁ αἰώνιος Θεός, ἀλλὰ καὶ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας.

Όταν εξαντλούνται τα όρια μου, Του λέω: «Βλέπεις ότι ζορίζομαι... Κανόνισε» (Μ. Κωχ)



Πιστεύετε στον Θεό;

Αν δεν πίστευα, δεν θα είχα επιβιώσει.

Πιστεύω πως με τη δύναμη του Θεού ζω.

Και μη σου φανεί μελοδραματικό.

Ζω με τη χαρά ότι η ζωή τούτη είναι μια δοκιμασία και το επάνω είναι ένα όνειρο.

Η σκέψη μου είναι στον... ουρανό!

Νιώθω από τώρα τη χαρά της «αρπαγής».

Έχετε βιώσει το θαύμα στη ζωή σας; 

Έχω καταλάβει πολύ βαθιά το «Γεννηθήτω τω θέλημα σου».

Στη ζωή, παλεύω, δεν παραιτούμαι.

Και όταν εξαντλούνται τα δικά μου όρια, Του λέω:

«Παύω να ασχολούμαι. Βλέπεις ότι ζορίζομαι... Κανόνισε».

Όταν με ξεπερνά η δυσκολία, Του κάνω ανάθεση έργου!

Γίνεται πάντα κάτι μετά; 

Ναι, κι αυτό είναι το θαύμα!

(Αποσπάσματα από τη συνέντευξη της Μαρίζας Κωχ στο περιοδικό "ΕΓΩ")

Φῶς τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός Anthony Metropolitan of Sourozh

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.



Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προυπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.

Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις.

Ἀλλά τώρα ἡ ψυχή της εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κοιτάζει τὰ νερὰ τοῦ Τάμεση ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι, σάν ἕνα γεγονός· βλέπει τὰ νερὰ σὰν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ διασχίζει μιὰ μεγάλη πόλη, μαζεύοντας ὅλη τὴν βρωμιά της καὶ παρασύροντάς την μακριά. Κι ἐπειδὴ δὲν νοιώθει πιὰ τὴν φυσικὴ ἀποστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε πρίν, οὔτε τῆς φαντασίας, ἡ ψυχὴ της, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιαφάνεια αὐτῶν τῶν νερῶν, μπορεῖ νὰ δεῖ σὲ αὐτὰ ἕνα νέο, ἀκόμα πιὸ καινούργιο βάθος· πιὸ βαθειὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπιφανειακὴ πυκνότητα, ἀνακαλύπτει ἕνα στρῶμα καθαρότερου νεροῦ, μιά ἡμιδιαφάνεια, καὶ πιὸ βαθιὰ - ἕνα διάφανο στρῶμα καὶ στὸν πυρήνα αὐτῶν τῶν νερῶν ποὺ διασχίζουν τὴν μεγάλη πόλη- κι αὐτή ἡ πόλη καλεῖται νὰ ὀνομαστεῖ μιὰ μέρα ἡ π ό λ η τοῦ Θεοῦ - βλέπει ἕνα ρεῦμα ἀπὸ ἀπίστευτα λαμπερὰ νερά· τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ἀρχέγονο νερὸ τῆς δημιουργίας, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός στὴν Σαμαρείτιδα. Ἐπειδή ἦταν ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσωπικὴ ἀπέχθεια καὶ ἀντίδραση, ἡ νεκρὴ γυναῖκα μπόρεσε νὰ δεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ σκοτάδι, τὰ αὐξανόμενα στρώματα φωτός.

Ἐπειδὴ ἐμπλεκόμαστε συνεχῶς σὲ καταστάσεις ποὺ ἔχουν σὰν κέντρο τὸν ἑαυτό μας, καταφέρνουμε νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ ἐπίπεδα φωτός, ἕνα σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κάποιες φορές δημιουργοῦμε ἤ φανταζόμαστε· ἐπειδὴ τὸ βλέμμα μας εἶναι σκοτεινό, βλέπουμε σκοτάδι καὶ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ δοῦμε τὸ βάθος, τὴν διαύγεια καὶ τὴν λάμψη.

Μιάν ἄλλη εἰκόνα ποὺ βρίσκουμε στὸ ἴδιο βιβλίο εἶναι ἀκόμα πιὸ τραγική. Αὐτὴ ἡ νέα γυναῖκα βλέπει τὸν ἑαυτὸ της νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γέφυρες· ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδεια, ὅτι ἄνθρωποι περπατοῦν, λεωφορεῖα τρέχουν, ὑπάρχει ζωή τριγύρω, κι ὅμως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτα, ἐπειδὴ ἔχει χωριστεῖ ἀπὸ τό σῶμα της. Μπορεῖ τώρα νὰ δεῖ μόνο ἐκεῖνα τὰ πράγματα, κι ἐκεῖνους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν ἀγαπητικά, κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀγαπήσει παρά μόνο τὸν ἄνδρα της, εἶναι τυφλὴ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο γύρω της, ὑπάρχει μονάχα ἕνα κενό, τίποτα.

Καὶ μόνο ὅταν σταδιακὰ ἀποκτᾶ ἐπίγνωση, μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὴ ζωή της καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ μοναδική της ἀγάπη, ὅσο μικρὴ κι ἄν ἦταν, τῆς σχέσης της μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ τῆς ἦταν ἀγαπητά, ἀρχίζει να βλέπει.

Αὐτός δὲν εἶναι κι ὁ τρόπος πού ζοῦμε; Ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα παρὰ σκιές ποὺ διαβαίνουν ἤ τὸ κενό· πόσες φορὲς ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴ ζωή μας χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος; Περνᾶ ἀπαρατήρητος, παρόλο ποὺ ἔχει μιὰ ἀνάγκη, ἤ μιά ὀμορφιά ποὺ λάμπει· ἀλλὰ ἐπειδή δὲν εἶχε σχὲση μὲ μᾶς, ἡ καρδιά μας δεν βρῆκε κάτι γιὰ ν' ἀνταποκριθεῖ, κι ἐμεῖς εἴμαστε σὲ μιὰ ἐρημιά, ἀκόμα κι ὅταν μᾶς περιβάλλει πλοῦτος.

Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ κοιτᾶμε, δὲν βλέπουμε τίποτα, γιατὶ μόνο ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα· καὶ πάλι μποροῦμε νὰ βλέπουμε μ’ ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο· πόσο συχνὰ δίνουμε κακὴ ἑρμηνεία σ΄ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ἀντί νὰ τὰ δοῦμε ὅπωςεἶναι, τὰ ἐξετάζουμε μὲ γνώμονα τὴν σκοτεινὴ ψυχὴ μας καὶ τὴ διεστραμμένη ἐμπειρία μας. Πόσο συχνά παρερμηνεύουμε τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὰ βλέπουμε μὲ ματιὰ ποὺ εἶναι ἤδη σκοτεινή.

Ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σήμερα μᾶς καλοῦν νὰ δείξουμε μιὰ στάση ἐξαιρετικὰ προσεκτική ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ κοιτάζουμε καὶ βλέπουμε. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἄν δὲν βλέπουμε τίποτα αὐτὸ προέρχεται πολὺ συχνὰ ἀπὸ τὴν τυφλότητα μας, ἄν βλέπουμε κακό, αὐτό ὀφείλεται στὸ σκοτάδι μέσα μας, ἄν νοιώθουμε μιάν ἀποστροφή ἀπέναντι σὲ πράγματα, συμβαίνει συχνά λόγω τοῦ τρόπου πού ἑστιάζουμε τὴ ζωὴ μας γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ ἠρεμία, μὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Γιατὶ τελικά, δὲν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια μας ποὺ μεταφέρουν ἐντυπώσεις, βλέπουμε ἐπίσης καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν εἶναι καθαρή, κι ὄχι μόνο τὸν Θεὸ στὴν μυστηριακή Του ὕπαρξη, ἀλλά τὸν Θεό μέσα ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐλογία. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὴ ματιὰ καὶ καθαρὴ καρδιὰ δὲν βλέπει πλέον τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς θείας Χάριτος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο σκοτεινὰ κι ἄν φαίνονται.

Ἄς πάρουμε τουλάχιστον αὐτὸ τὸ μάθημα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄς φροντίζουμε νὰ βλέπουμε μὲ καθαρότητα, νὰ ἑρμηνεύουμε μὲ καθαρότητα καρδιᾶς καὶ νὰ ἐνεργοῦμε μέ ἀγάπη μέσα μας, καὶ τότε θὰ εἴμαστε ἱκανοί νὰ διακρίνουμε ἐλεύθερα τὴν διαύγεια καί τὴν λαμπρότητα τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε, καὶ νὰ βρισκόμαστε στὸν τόπο ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Κύριος, εὐλογώντας στό ὄνομα Του, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας, δίχως ποτὲ νὰ σταματήσουμε ν’ ἀγαπᾶμε, ἀκόμα κι ὅταν ἀγάπη σημαίνει νὰ θυσιάζουμε τὴν ζωή μας, εἴτε τὴ ζωὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ἤ διαφορετικὰ, τὴ ζωή τοῦ Νέου Ἀδάμ ποὺ δίνει τὴ ζωή του γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν. Ἀμήν.





Πρωτότυπο Κείμενο



THE LIGHT OF THE BODY IS THE EYE
Matthew 6, 22-33.



In the name of the Father, of the Son and of the Holy Ghost.

We meet the world, we take cognisance of the world through our senses; and through all our senses we are not only aware of the world, but we are also involved in it, all our senses put us into contact with the world of objects, with all things around us, but also immediately introduce into us sensations and impressions which change us at times very deeply.

Our sight, of which the Lord speaks today in His Gospel, is the only way in which we can take cognisance of the world with serenity, in complete repose of all the powers of our human being, but also on condition, as the Lord puts it, that our eye be single, that it should be light, that is should allow only light to enter into our awareness through it.

One of the modern English writers gives us two images which I believe will allow us to understand something of this passage of the Gospel; in a novel ‘All Hallows Eve’, Charles Williams presents us with a young woman who had died in an accident and whose soul is gradually finding her way in the new world in which she has entered.

She finds herself standing on the banks of the Thames; she looks at the waters, and of a sudden she sees these waters of the Thames as she had never seen them in the past, when her soul was endowed with a body; (then) she had a revulsion against these dark, greasy, dirty waters because her imagination immediately connected them with touch and direct impressions of the body.

But now, this soul is free from the body and she sees these waters of the Thames freely, as they are, as a fact; she sees that these waters are exactly what they should be, being the waters of a river that runs through a great city, collecting all the dirt of it and carrying it away. And because she has no longer the usual revulsion of the body and of the imagination, this soul, through the opacity of these waters, begins to see in them new and new depth; deeper that this superficial opacity she discovers a layer of purer water, a greater translucence, and beyond and deeper again — a layer of transparency; and at the core of these waters that run across the great city — and this city is also called one day to become t h e city of God, — she sees a stream of incredibly shining water, the water of eternal life, the primordial water created by God, the water of which Christ speaks to the Samaritan woman; because she was free from personal reaction and revulsion, the dead woman could see across the superficial darkness, the (increasing?) layers of light.

Because we are continuously entangled in our own self-centred reactions, we manage to see through layers of light somewhere a darkness which at times, we create or imagine; because our eye is dark we see darkness and we are incapable of seeing the depth, the translucence and the shining.
Another image that we find in the same book is perhaps even more tragic. This young woman finds herself standing on one of the great bridges; she knows that this bridge cannot be empty, that people are walking, buses are running, there is life around, and yet, she sees and perceives nothing of it, because disengaged from the body she can see now only those things and those people with which, with whom she is connected through love, and as she loves no one except her husband, she is blind to all things around her, there is only emptiness, nothing.

And it is only when she becomes increasingly aware, through the small love she had in her life, of love altogether and through connection — with this unique love, however small, with other people and other things that were dear that she begins to see.

Is it not the way in which we live? We are surrounded with light and we see nothing but passing shadows or emptiness; how often a human being passes through our life without leaving any trace, passes unnoticed, in spite of the fact that there was a need, or there was a shining beauty; but it was irrelevant to us, our heart had nothing with which it could respond, and we are in a wilderness even when we are surrounded with richness.

This again comes from the way in which we look, we look without love and we see nothing because only love can reveal things to us; and again, we are capable of seeing in a dark and evil way: how often we put evil interpretations on things which we see? Instead of seeing them as facts we see them as we understand them from within our darkened soul and our distorted experience. How often we misinterpret the actions and words of people because we see with an eye which is already darkened!

So, that Christ's words today call us to an extremely careful attitude; to the way in which we look and see; we must remember that if we see nothing, it comes very often from our blindness; if we see evil — it comes from the darkness within; if we have a revulsion against things, it is so often from the way in which we are centred on ourselves and cannot look with serenity, with a purity of heart. Because ultimately, we see not only with our physical eyes which convey to us impressions, we see also with a heart that can see God only when it is pure and not only God in His mysterious being, but God in His presence through grace and beauty, and (blessing). Saint Isaac the Syrian says that a man who has got a clear eye and a pure heart does no longer see the darkness in the world because this darkness is superseeded by the shining of the divine grace at work and resting on all things, however dark they may appear.

Let us learn this lesson at least from the Gospel. Let us be so careful to see with purity, to interpret with purity of heart and to act from within love, and then we shall be able to see with freedom the transparenc(ies) and the shining of the world and in the world, and love it, and serve it, and be in this world in the place which Christ assigned us, blessing in His own name, believing things, hoping all things and never ceasing to love even if love means laying down our life, either the life of the old Adam who must die so that the new Adam should live, or else the life of the New Adam who gives his life that the world and others may live. Amen.

Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Γ Ματθαίου «ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»



 
«ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»



Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτός. Μπορεῖ νά ἀνέλθει μέχρι τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό («ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ παρ΄ἀγγέλοις»), μπορεῖ, ὅμως, νά κατέλθει μέχρι τήν πλήρη ἐξαχρείωση, νά ὁμοιωθεῖ μέ τούς δαίμονες καί νά γίνει χειρότερος τῶν ζώων.

Ἔχοντας, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τήν προίκα τοῦ αὐτεξουσίου καλεῖται νά πραγματώσει τό καθ’ὁμοίωσιν, νά γίνει θεοειδής, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Σέ αὐτή τήν διαδικασία, τήν πνευματική, δηλαδή, ἐνηλικίωση, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀξιολογήσει τίς προτεραιότητες τῆς ζωῆς του καί νά πορευθεῖ μέ βάση τίς ἐπιλογές του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά προσανατολίσει τήν ζωή του καί ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία του.

Στό κέντρο λοιπόν τῆς ὕπαρξής του, στόν «λύχνο τοῦ σώματος», τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, πού ἐδῶ νοεῖται ὁ νοῦς, πρέπει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νά γίνει «λύχνος τοῖς ποσίν μου καί φῶς τοῖς τρίβοις μου»( Ψαλμ. 118, 105).

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά θεωρήσει ὡς τήν πρώτη ἀγάπη τῆς ζωῆς του τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη πρός κάθε τι γήινο εἴτε αὐτό εἶναι ἡ οίκογένεια, ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, εἴτε εἶναι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀγάπη. Αύτό ὀφείλει νά εἶναι μία ἥρεμη ἀπόφαση στόν νοῦ τοῦ ἄνθρώπου. Ó ἄνθρωπος μεγαλώνει τά παιδιά του προκειμένου νά τούς ἐμφυτεύσει τόν Χριστό, ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων εἶναι πρός δόξαν Θεοῦ, ἡ μεταξύ μας ἀγάπη εἶναι ἡ ἐν Χριστῶ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει μία πραγματικότητα ἔξω ἀπό τόν Θεό, αὐτό θά ἦταν εἰδωλολατρεία καί ἔμπαιγμός τῶν δαιμόνων. Ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει ἡλικιακά σύμφυρτος μέ τίς ἡδονές καί γι αύτό, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, δυσκολεύεται νά ἀποποιηθεῖ τό κριτήριο τῆς ἰδιοτέλειας, «τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης» κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἐφόσον ὁ νοῦς καταδυναστεύεται ἀπό τίς αἰσθήσεις στήν πρώτη νεότητα τοῦ ἀνθρώπου( Γρηγόριος Νύσσης , 8η ὁμιλία στόν Ἐκκλησιαστή). Ἐνηλικιούμενος πνευματικά ὁ ἄνθρωπος θά συνειδητοποιήσει ὅτι δέν εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος, ὅτι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μία ὁλότητα καί ὡς ἐκ τούτου καθένας εἶναι συνυπεύθυνος γιά τόν ἄλλο, ὅτι τὀ «ὅντως ἐφετόν» εἶναι ὁ Θεός, ἡ πηγή κάθε ἀγαθότητος.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ λύχνος τοῦ σώματος, ἤτοι ὁ νοῦς, εἶναι καθαρός δηλαδή δέν εἶναι ὑποταγμένος στήν δουλεία τῶν κτισμάτων, τότε ὅλο τό σῶμα, ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φῶς. Ὅταν ὁ νοῦς ἐγκαταλείψει τόν Θεό τότε σκοτίζεται καί προσκολᾶται στήν ἁμαρτία καί ὁ ἄνθρωπος λόγω τῆς τρεπτότητάς του ὁδηγεῖται στόν θάνατο τῆς ψυχῆς. Γι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ κατά τούς Πατέρες ἡ «φυλακή (δηλαδή ἐπιφυλακή) τοῦ νοός». Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἡγεμονική δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἅλλωστε στους Ἁγίους ἡ ψυχή, κατά τούς Πατέρες, γίνεται ὅλη νοῦς καί αὐτές οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις ὀνομάζονται νόες. Ὁμοίως, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος «μοναχός εἶναι ἔκσταση τοῦ νοός». Ὁ διάβολος κατά τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη δέν μπορεῖ νά βλάψει τόν ἄνθρωπο. Μπορεῖ ὅμως νά τοῦ ὑποβάλει στόν νοῦ μιά ἁμαρτωλη ἰδέα καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκατεθεῖ νά τόν ὁδηγήσει σέ πτώση.

Εἶναι φανερό τό πόσο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει τόν νοῦν του σέ ἐγρήγορση. Ὁ κόσμος σήμερα ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι γεμᾶτος άνθρώπινες θεωρίες καί ἐπινοήσεις καί λανθασμένα συστήματα ἀξιῶν πού ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Στίς μέρες μας η τηλεὀραση εἶναι ἡ θύρα είσόδου στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων κάθε εἴδους πλάνης καί ἁμαρτίας. Προκειμένου νά ἀντισταθεῖ ὁ ἅνθρωπος ὀφείλει νά ἀπαρνηθεῖ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί νά ἐνστερνισθεῖ τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.(«Τοίνυν ἐξερχόμεθα πρός αὐτόν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τόν ὀνειδισμόν αὐτοῦ φέροντες» Ἐβρ. 13,13). Ἁπαραίτητη εἶναι ἡ προσευχή γιά τόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό καί ἱδίως ἡ νοερά προσευχή, ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἡ εὐχή έπαναφέρει τόν σωστό προσανατολισμό στήν ψυχή τοῦ ἀνθρὠπου, καί ὀδηγεῖ στήν εἴσοδο τοῦ νοῦ στήν καρδιά, δηλαδή στήν ἀποκατάσταση τῆς διασπασμένης ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα ἑνότητας τῆς ψυχῆς. Ἡ προσευχή δέν εἶναι πολυτέλεια οὔτε προσφέρομε χάρη στόν Θεό μέ αύτήν. Εἶναι ἀναγκαιότητα, τροφή τῆς ψυχῆς καί ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί τόν φωτισμό τοῦ ἐσκοτισμένου νοός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί διαθέτει μέ τόν θεσμό τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, τό μυστήριο τῆς μετάνοιας-ἐξομολόγησης καί τή Θεία Εύχαριστία τά μέσα γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ὀπου πραγματοποιεῖται ὁ σκοπός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ θέωση.

Στόν κόσμο συγκρούονται δύο πνεύματα: τόν πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν λύτρωση, τό νόημα τῆς ζωῆς, τήν «δικαίωση» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τῆς ὕπαρξής του.

Κυριακη Γ Ματθαίου Ὁ ἡγεμών νοῦς


Καυχῶνται οἱ ἀνθρωπολόγοι, καί δικαίως, γιά τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται ἀπό τά λοιπά εἴδη τοῦ ζωικοῦ βασιλείου, λόγω τῆς λογικῆς καί τῆς ἀντιληπτικῆς του ἱκανότητας. Ἀλλά καί πολλοί φιλοσοφοῦντες ἐπαίρονται γιά τή δυνατότητα τῆς σκέψης καί τήν παραγωγή τοῦ νοῦ. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι καί οἱ θεολόγοι δοξάζουν τόν Ἅγιο Θεό γιά τό μεγάλο δῶρο του στόν ἄνθρωπο, τόν ἡγεμόνα νοῦ. Ἐκεῖνο πού δέν γίνεται ἀπολύτως κατανοητό εἶναι πώς μέ ὅλα αὐτά οἱ ἄνθρωποι ὄχι μόνον αὐτοθαυμαζόμαστε γιά τό μεγάλο προσόν τῆς λογικῆς, ἀλλά κυρίως αὐτοκατακρινόμαστε μιᾶς πού τό προνόμιο τῆς σκέψης καί τῆς ἐλεύθερης βούλησης μᾶς καθιστᾶ ὑπόλογους γιά τίς πράξεις, τούς λόγους, τίς ἐπιθυμίες, μ’ ἕνα λόγο τά ἐνεργήματά μας. Ἀκριβῶς δέ ἐπειδή μποροῦμε καί ἀντιλαμβανόμαστε τήν πραγματικότητα κι ἔχουμε συνείδηση τῶν πραττομένων μας, φέρουμε καί τήν εὐθύνη γιά ὅ,τι ἀρνητικό, ἀπάνθρωπο καί προσβλητικό συμβαίνει στόν πλανήτη αὐτόν, συνήθως ὡς ἀποτέλεσμα συλλογικῶν ἐπιλογῶν, τίς ὁποῖες ὅμως, ἔστω καί περιστασιακά ἤ παρορμητικά, στηρίζουμε.

Σπεύδουμε, βεβαίως, οἱ ἄνθρωποι νά κατηγορήσουμε ὅλους τους ὑπόλοιπους καί φορτώνουμε πάντα «στόν ἄλλον» τό ὅποιο φταίξιμο, μιᾶς πού ὁ ἐγωισμός μᾶς ἐμποδίζει νά ἀναλάβουμε τό μερίδιο τῆς εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ, ἐνῶ ἡ δικαιολογία εἶναι μιά φοβερά ἀμυντική λειτουργία πού ἐπιτρέπει τόν ἐφησυχασμό καί τήν αὐτοδικαίωση. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει ἄν ὄχι συνενοχή, ὁπωσδήποτε συνυπευθυνότητα γιά τήν κατάσταση τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦμε. Τελικά, τί κάνουμε; Πῶς φθάνουμε σέ οὐσιαστικές ἐπιλογές πού οἰκοδομοῦν καί δέν καταστρέφουν; Πῶς βοηθᾶμε τόν κόσμο χωρίς νά κάνουμε ζημιά; Πῶς κατευθύνουμε τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά εἴμαστε τά ἀντισώματα στή σήψη καί τή διαφθορά;


Τό κέντρο λήψης ἀποφάσεων

Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή βλέπουμε τόν Χριστό νά κάνει ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν νοῦ, ὡς τό σημεῖο ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει τίς ἀποφάσεις του, ἀξιολογώντας δεδομένα, ἱεραρχώντας ἐπιθυμίες, σταθμίζοντας δυνατότητες. Καί μάλιστα ὁ Χριστός μᾶς μιλάει γιά τόν νοῦ χωρίς νά τόν κατονομάζει! Μιλάει μόνο γιά φῶς καί σκότος μέσα στόν ἄνθρωπο. Κι αὐτό τό κάνει ὄχι θεωρητικά ἤ μέ φιλοσοφική διάθεση, ἀλλά τελείως πρακτικά, ἀναφερόμενος στίς θυρίδες τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ, στά μάτια. Ἀναφέρεται δέ εἰδικά στά μάτια, καθώς αὐτά συλλέγουν τίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αὐτά εἰσάγουν τήν ὅποια εἰκόνα ἐντυπωσιαζόμενα ἀπό τή δύναμή της κι αὐτά κατευθυνόμενα σημασιοδοτοῦν τίς ὅποιες ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο γύρω του.

Μιλάει γιά ἁπλό καί πονηρό ὀφθαλμό, χρησιμοποιώντας ἐπίθετα πού προσδιορίζουν ἠθική, ὄχι μόνο γιά νά τονίσει τὸν μεταφορικό του λόγο, ἀλλά κυρίως γιά ν’ ἀναδείξει τίς συνέπειες τῆς ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τήν εὐθύνη του στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βλέπει καί ἀντιμετωπίζει τά πράγματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν ὁ ἄνθρωπος μέ πονηρή διάθεση, ὑπό εὐρεία ἔννοια, περιεργάζεται τά πράγματα, ἐπιτρέποντας στά μάτια του ὄχι νά διαπιστώνουν αὐτό πού πραγματικά συμβαίνει, ἀλλά αὐτό πού ἡ προκατάληψη καί ἡ ὑστεροβουλία του θέλουν νά δοῦν, τότε δέν ὁδηγεῖται στήν ἁπλότητα τῆς πραγματικότητας, ἀλλά μέσα ἀπό τήν καχυποψία του φθάνει στή διαστροφή τῆς πλάνης καί ἐνέργει ἀνάλογα προξενώντας πόνο καί ζημιά.

Θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης». Κι αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος ὅταν δέν ἔχει στόν νοῦ τόν Θεό, τότε μοιάζει εἴτε στά ζῶα, εἴτε στούς δαίμονες. Πράγματι, ὁ χωρίς Θεό νοῦς τί ἀποζητᾶ καί τί ὑποβάλλει στόν ἄνθρωπο; Ἀφενός ἐπιθυμίες πονηρές, εἴτε σέ σχέση μέ σαρκικά πάθη εἴτε σέ σχέση μέ φιλαργυρία καί ἀπληστία, ἀφετέρου δαιμονικῆς διαστροφῆς ἰδέες καί θεωρήσεις σέ μιά προσπάθεια καταστροφῆς τῆς σχέσης Θεοῦ-ἀνθρώπου ἤ τῶν παντοδαπῶν ἀνθρώπινων σχέσεων σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.


Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ

Ὅταν θέλουμε στά ἑλληνικά νά χαρακτηρίσουμε κάποιον ὡς οὐσιαστικό ἄνθρωπο μέ μεγάλη ἀξία, τόν χαρακτηρίζουμε φωτισμένο. Δέν εἶναι μόνον ἡ ἐπίδραση τῆς ἡσυχαστικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας πού ὁδηγεῖ στόν ἀνωτέρω χαρακτηρισμό. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού διαπιστώνεται ὅποτε πλησιάζουμε ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, μιᾶς πού ἡ αἴσθηση ἑνός κάποιου ὑπερκόσμιου φωτός πού τόν χαρακτηρίζει, μᾶς κατακλύζει καί μᾶς ἀναπαύει. Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία μας ἁγιογραφεῖ τούς Ἁγίους περικοσμώντας τους μέ φωτοστέφανο ὡς δηλωτικό της κατάστασης τῆς ἁγιότητας, ἀλλά καί τῆς αἴσθησης πού οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Ἅγιο Θεό.

Ἡ προσευχή πού γιά χρόνια ἀπηύθυνε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς, κατά τήν ἐγκαταβίωσή του στό Ἁγιώνυμο Ὄρος, ἦταν: «φώτισόν μου τό σκότος»! Διεκδικοῦσε τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ὥστε ἐλεύθερος ἀπό τό σκότος τῶν παθῶν, τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῶν προσωπικῶν ἐπιδιώξεων, νά μπορεῖ νά τόν κατευθύνει ἀπλανῶς στό θεῖο θέλημα, σέ ἀποφάσεις ἅγιες καί ἱερές, δηλαδή κατεξοχήν σωστές, χρήσιμες καί οὐσιαστικές γιά τόν ἴδιο καί τόν κόσμο στόν ὁποῖο ζοῦσε.

Ἄν δέν ἐπέλθει ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, μετά τήν κάθαρσή του ἀπό ἐπιδιώξεις καί ἐπιθυμίες πονηρές καί ὑστερόβουλες, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πάρει ἀποφάσεις καταλυτικά οὐσιαστικές γιά τόν ἑαυτό του καί τήν κοινωνία. Γι’ αὐτό καί ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πλέον δυναμικά σκεπτόμενος, καθώς διεκδικεῖ τόν φωτισμό τοῦ ἡγεμόνα νοῦ ἀπό τή θεία χάρη, ὥστε νά καθοδηγεῖται ἀπλανῶς καί νά ἐνεργεῖ καί νά εὐεργετεῖ μέ κριτήριο τήν ἀλήθεια.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...