Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 24, 2015

Κώστα Βάρναλη – Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου

Varnalis

(από τη συλλογή «Ποιητικά» του 1956)
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρηµάδια!
Κούτσα µια και κούτσα δυο
της ζωής το ρηµαδιό!
 
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και µ’ αφήναν νηστικό.
 
Τα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
µε κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες µύγα στ’ αχαµνά!
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και µε κάµα και βροχή,
ώσπου µου ’βγαινε η ψυχή
 
Είκοσι χρονώ γοµάρι
σήκωσα όλο το νταµάρι
κι έχτισα, στην εµπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
 
Και ζευγάρι µε το βόδι
(άλλο µπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέµατα
τ’ αφεντός τα στρέµµατα
 
Και στον πόλεµ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
 
Και γι’ αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιµή της ουρανό!
 
Αλλ’ εµένα σε µια σφήνα
µ’ έδεναν το Μάη το µήνα
στο χωράφι το γυµνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
 
Κι ο παπάς µε την κοιλιά του
µ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και µου µίλαε κουνιστός:
— Σε καβάλησε ο Χριστός
 
Δούλευε για να στουµπώσει
όλ’ η Χώρα κι οι Καµπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
 
— Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
— Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
— Αντραλίζοµαι!… Πεινώ!…
— Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
 
Κι έλεα: όταν µιαν ηµέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!
 
Όχι ξύλο! Φόρτωµα όχι!
Θα µου δώσουνε µια κόχη,
λίγο πιόµα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
 
Κι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει µου το λάδι
κι αµολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
 
η ψυχή µου θε να δράµει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράµη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του! …
 
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
µε πετάξανε µακριά
να µε φάνε τα θεριά.
 
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον αϊ-Φραγκίσκο:
— «Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γερο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
 
Το σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
Μα µε την κουβέντ’ αυτή
πόρτα µού ’κλεισε κι αυτί.
Τότενες το µαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει µε βιά:
 
— «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
µα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Αν το δίκιο θες, καλέ µου,
µε το δίκιο του πολέµου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μη χτυπάς τον αδερφό σου —
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.
 —
Χάιντε θύµα, χάιντε ψώνιο,
Χάιντε Σύµβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, µονοµιάς
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
 —
Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».
Ερμηνεία:
Ο «κυρ Μέντιος» είναι ένα αλληγορικό ποίημα που με την προσωποποίηση του συμπαθητικού τετράποδου μας θυμίζει την δυσκολία του βιοπορισμού  των ανθρώπων  και, ειδικά, αυτό που ζούμε σήμερα. Μας μεταφέρει την εικόνα του γαϊδαράκου που χρόνια δουλεύει ακατάπαυστα και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, με αντάλλαγμα την σκληρότητα, την  απονιά και, τελικά, την εγκατάλειψη. Μεταφορικά, αντιπροσωπεύει τον κάθε άνθρωπο του λαού που, ειδικά στις μέρες μας, είναι καταδικασμένος να ζήσει στον καθημερινό μόχθο με ανταμοιβή ελάχιστη και με λιγοστές ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο ή, έστω,  για αξιοπρεπή ανάπαυση στα γηρατειά του.
Είναι ένα ποίημα που, στην πραγματική του εικόνα, προκαλεί συναισθήματα συγκίνησης για το παράπονο του γαϊδαράκου, συμπόνιας γιατί περνάει όλη τη ζωή του δουλεύοντας μέχρι τελικής εξάντλησης και ντροπής για την κακομεταχείριση που έχει από τους ανθρώπους. Έτσι του φέρονται σχεδόν όλοι οι ιδιοκτήτες του, που συντηρούν το ζώο αυτό όχι από αγάπη, αλλά για να το χρησιμοποιήσουν στην δουλειά.
Στην μεταφορική του εικόνα, μας γεμίζει απελπισία για την συγγένεια της μοίρας μας με αυτήν του γαϊδάρου και αγανάκτηση για την ομοιότητα στην αδράνεια, την ανοχή και την υποδούλωση. Το ποίημα είναι συμβολικό και παραινετικό και υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται, αρκεί να αγωνισθεί ο καθένας γι΄ αυτά που δικαιούται.
Στην τελευταία στροφή, βέβαια, ο ποιητής εκφράζει την ελπίδα του, ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία με περισσότερη ανθρωπιά και δικαιοσύνη, αφού έχει ήδη ξεκινήσει κάποια αλλαγή στις κομμουνιστικές (τις «κόκκινες») χώρες. Στα χρόνια εκείνα που γράφτηκε το ποίημα, οι χώρες που εφάρμοζαν το  κομμουνιστικό σύστημα ενέπνεαν κάποια ελπίδα για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, ώσπου οι κακοί χειρισμοί των κυβερνώντων οδήγησαν σε διάφορα δεινά και, τέλος, στην κατάρρευσή του. Όμως, η προσδοκία και ο αγώνας για το συλλογικό καλό πρέπει πάντοτε να υπάρχει, αλλιώς η ζωή των ανθρώπων θα συνεχίζεται κάτω από τον ζυγό των τεράστιων οικονομικών συμφερόντων και θα είναι ίδια με του «αβασταγού» γαϊδαράκου.
Μέρος του ποιήματος μελοποιήθηκε το 1974 από τον Λουκά Θάνο και ακούστηκε πρώτη φορά το 1980, ερμηνευμένο  μοναδικά από τον Νίκο Ξυλούρη, που μετέφερε με την φλόγα και τον παλμό της φωνής του τον συμβολισμό, την απελπισία, αλλά και την προτροπή και την προσμονή για κάποια αλλαγή. Από τότε τραγουδήθηκε πολλές φορές από διάφορους αοιδούς (και «αηδούς»), με τρόπους και σε τόπους που, πολλές φορές, μάλλον ευτέλισαν παρά ανέδειξαν το νόημα του τραγουδιού. Γιατί, όσο κι αν παραδεχθούμε ότι οι καλλιτέχνες που το τραγουδούν, το κάνουν από ευαισθησία και διάθεση να μεταδώσουν το μήνυμά του, είναι αμφίβολο αν ένα τέτοιο τραγούδι, τραγουδισμένο ανάμεσα σε καψουροτράγουδα και ουϊσκια, γίνεται αντιληπτό από το κοινό και δεν θεωρείται ότι είναι, απλώς, ένα ωραίο κομμάτι του υπόλοιπου διασκεδαστικού ρεπερτορίου. Έτσι, ίσως κάποιοι θαμώνες του μπουζουκομάγαζου να θεωρήσουν ότι, το μήνυμα που τους στέλνει ο ποιητής στην τελευταία στροφή είναι ότι πρέπει να γυρίσουν σπίτι, γιατί κοντεύει να ξημερώσει.
Λίγα λόγια για τον ποιητή:
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884. Το επίθετό του δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο, συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία, όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.  Το 1908 πήρε το πτυχίο φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση . ∆ιετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...