Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 31, 2015

Κυριακὴ της Πεντηκοστής (Ιωάν. 7,37-52· 8,12).«Ἐάν τις διψᾷ…» (Ἰωάν. 7,37) Περί Ευτυχίας!!!!_Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


«Ἐάν τις διψᾷ…» (Ἰωάν. 7,37)
ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, ἀγαπητοί μου. 
Ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πανηγυρίζει ἕνα κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ποὺ μετέβα­λε τὴν ὄψι τῆς ἀνθρωπότητος· πῆρε τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας καὶ τοὺς ἔκανε παγ­κοσμίους διδασκάλους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν ἀρ­χαία ἑλ­ληνικὴ ποὺ δυστυχῶς τὴ λησμονήσαμε, λέγεται ἐπιδημία ἢ ἐπιφοίτησις ἢ κάθοδος ἢ ἁ­πλούστερα
ἐρχομὸς τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος. Τὰ νο­ήματα εἶνε ὑψηλά· ἴλιγγος καταλαμβάνει ὅ­ποιον μελετᾷ τὸ ὑπερφυσικὸ γεγονός.

Σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτὴ εἶνε τὸ σημερινὸ ὑ­πέ­­ροχο εὐαγ­γέλιο (Ἰωάν. 7,37-52· 8,12). Δεκαεπτὰ στίχοι, δεκαεπτὰ διαμάντια. Ἂς ῥίξουμε ἕνα βλέμμα στὸν πρῶτο στίχο, ὁ ὁποῖος λέει· «Ἐ­άν τις δι­ψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ. 7,37).
Πότε εἶπε αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Χριστός; Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ὄχι μόνο τότε ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμε­ρα τηροῦν τὶς παραδόσεις των. Ἀκόμη καὶ τώρα, μετὰ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, ἑ­ορτάζουν μία ἑορτὴ ποὺ ὀνομάζεται ἑορτὴ τῆς σκη­νοπη­γί­ας.
Ποιό ἱστορικὸ γεγονὸς ὑπενθυμίζει ἡ σκηνοπηγία; Οἱ πρόγονοί τους ἦ­ταν σκλάβοι στὸ φαραώ, καὶ ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ τοὺς ἐ­­λευθε­ρώσῃ. Ἐξῆλθαν λοιπὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐ­­πέ­στρεφαν χαρούμενοι στὴ χώρα τους, τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλὰ δὲν ἐπέστρεψαν σύντομα. Μέχρι νὰ φθάσουν περιπλανήθηκαν σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν εἶχαν σπίτια· ζοῦσαν ὅλοι ὑπὸ σκηνάς, ὅπως οἱ τσιγγάνοι στὰ τσαντίρια. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑώρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τὴν ἡμέρα αὐτὴ μεγαλοπρεπῶς. Ἡ ἑορτὴ διαρκοῦσε ἑπτὰ ἡ­μέρες. Ἡ τελευταία ἡμέρα ἦταν ἡ πιὸ ἐπίσημη. Τότε ὁ ἀρχιερεὺς μὲ χρυσὸ κανάτι γεμᾶτο νερὸ ῥάν­τιζε τὸ θυσιαστήριο καὶ ὅλο τὸ λαό.
Λέει λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι τὴν τελευταία ἡμέρα, τὴν πιὸ ἐπίσημη, ὁ Χριστὸς ἦταν στὰ Ἰεροσόλυμα. Στάθηκε στὰ προπύλαια τοῦ μεγάλου ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, κ’ ἐκεῖ μί­­λησε. Μίλησε; Κάτι ἄλλο λέει τὸ εὐαγγέλιο· «ἔ­κρα­ξε» (ἐ.ἄ). Τί σημαίνει «ἔκραξε»; Ὅλες οἱ λέξεις τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν σημα­σία. Ἔβγα­λε ὅλη τὴ φωνή του, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ ὅλος ὁ λαός. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ ἅ­μα ὁ δεσπότης ἢ ὁ ἱεροκήρυκας ὑψώνῃ τὴ φω­νή του λένε· «Δὲν ὑποφέρεται· πολὺ φωνά­ζει». Ὅποιος πονεῖ, φωνάζει. Ἡ μάνα, ποὺ βλέπει τὸ παι­δί της νὰ κινδυνεύῃ, φωνάζει. Ἡ κλῶσ­σα, ὅ­ταν βλέπῃ τὸ γεράκι νὰ πέφτῃ στὸν ὀρ­νιθῶ­να, βγάζει φωνὴ σπαρακτική. Κ’ ἐμεῖς οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, ἂν πονοῦμε τὸ ποίμνιό μας, πρέπει ὄχι ἁπλῶς νὰ λέμε, ἀλλὰ νὰ κράζουμε μεγάλῃ τῇ φωνῇ, γιὰ ν’ ἀκούσουν ὅλοι.
Ἔκραξε ὁ Χριστός. Τί ἔκραξε; Λόγια ἀνεκ­τίμητα, αἰώνια. Ἔλαβε ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ ῥάντιζε ὁ ἀρχιερεύς, καὶ εἶπε· «Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέ­τω»· ὅποιος δι­ψᾷ, νὰ ἔρχεται σ’ ἐμένα καὶ νὰ πίνῃ. Τί νερὸ ἐν­νοεῖ; γιὰ ποιά δίψα ὁμιλεῖ σήμερα ὁ Χριστός;
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε διπλός· ἔ­­χει ὁρατὸ καὶ ἀόρατο μέρος. Τὸ ὁρατὸ εἶνε τὸ σῶμα του· τὸ ἀόρατο, ποὺ εἶνε ἕνα ὁλόκλη­ρο σύμπαν, μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμ­παν, εἶνε ἡ ψυχή του. Διπλὸς ὁ ἄνθρωπος, διπλὲς καὶ οἱ ἀνάγκες του. Συνεπῶς ἔχει καὶ ἀνάγ­κες πνευματικές. Καὶ ὅποιος δὲ νιώθει ἀνάγ­κες πνευματικές, δὲν εἶνε ἀληθινὸς ἄν­θρωπος, καταντᾷ κτηνώδης. Καὶ τέτοιος εἶνε ὁ ὑ­λιστὴς ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μας.
Μία ὑλικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος εἶνε ἡ δίψα. Θέλει νερό. Ἰδίως ἐν καιρῷ καύσωνος εἴδατε μὲ πόση βουλιμία ἁρπάζει τὸ ποτήρι μὲ τὸ δροσερὸ νερὸ καὶ πίνει; Οἱ πατέρες μας ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία τοῦ 1922, ὅταν πέρασαν τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο, δίψασαν πολύ. Κι ὅταν εἶ­δαν τὸν Σαγγάριο, ἔπεσαν στὰ νερά του καὶ ἔπιναν ἀχόρταγα.
Ἡ δίψα εἶνε φυσικὴ ἀνάγκη. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὁ πανάγαθος, ποὺ φύτευσε στὸ σῶ­μα τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς δίψης, ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ ὑ­πάρχῃ καὶ τὸ μέσον ποὺ θὰ ἱκανοποιῇ τὴν ἀνάγκη αὐ­τή. Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ σοφία του. Καμμία ἀνάγκη ποὺ ἐφύτευσε μέσα μας δὲν στερεῖται τὸ ἀντίστοιχο μέσον πρὸς ἱκανοποί­ησίν της. Ὑπάρχει δίψα, ὑπάρχουν ὅμως καὶ βροχὴ καὶ χιόνι καὶ πηγὲς καὶ ποταμοὶ καὶ λίμνες. Ὑπάρχει ἄφθονο νερό. Κάθε σταλα­γματιὰ εἶνε καὶ μιὰ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀχάριστοι εἴμεθα ἐμεῖς! Θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγὲς καὶ τὰ νερά…
 
Ἀλλ’ ἐκτὸς τοῦ σώματος διψᾷ καὶ ἡ ψυχή. Τί διψᾷ; Ὅπως ὁ μαγνήτης στρέφεται πρὸς τὸν βορρᾶ, ἔτσι καὶ ἡ ἀν­θρώπινη ψυχὴ εἶνε πλασμένη νὰ στρέφεται πάντοτε πρὸς τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια. Διψᾷ ἡ ψυχὴ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ὑ­ψηλό. Εἶνε θεοειδής, ὅ­πως τὴν χαρακτήρισε ὁ Πλάτων. Μοιάζει μὲ τὸ Θεό, θέλει νὰ τοῦ μοιάσῃ. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ ἠρεμεῖ. Μὲ ἄλλα λόγια ἐκεῖ βρίσκει τὴν εὐ­τυχία ποὺ διψᾷ. Παγ­κόσμιος αὐτὸς ὁ πόθος. Ὅπου νὰ πᾶμε, εἴτε στοὺς Ἐσκιμώους εἴτε στοὺς ἀγρίους, σὲ ὁ­ποιοδήποτε σημεῖο τῆς γῆς, οἱ ἄνθρωποι, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους ὅλοι ἀνεξαιρέτως ζητοῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία.
Ἀλλ’ ἐνῷ ὅλοι συμφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, διαφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ μέσον μὲ τὸ ὁποῖο θὰ φθάσουν σ’ αὐτό. Ἄλ­λοι λένε ὅτι ἡ εὐτυχία εἶνε στὸ χρῆμα, ἄλλοι στὴ δόξα, ἄλλοι στὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις, ἄλ­λοι στὴ σοφία καὶ ἐπιστήμη, ἄλλοι στὸν τεχνι­κὸ πολιτισμό. Ἀλλὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ―δὲν τὰ περιφρονοῦμε, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ τὴν ὕλη―, ὅση ἀξία κι ἂν ἔχουν, χρειά­ζεται νὰ τὸ ποῦμε ὅτι ἀδυνατοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς βαθυτέρους πόθους τῆς ψυ­χῆς; Ἂν ἀμφιβάλ­λετε, ρωτῆστε τοὺς πλουσίους· θὰ δῆτε ὅτι ἀ­ναστενάζουν. Ρωτῆστε τοὺς ἐνδόξους τῆς γῆς· θὰ σᾶς ποῦν, ὅτι ὅλα εἶνε ἕνα ψέμα. Ρωτῆστε κ’ ἐκείνους ποὺ δοκίμασαν ἡδονὲς καὶ διασκεδά­σεις, τὸν πανσεξουαλισμὸ καὶ τὰ ναρκωτικά (ποὺ ἔχουν τεραστία διάδο­σι, μέχρι καὶ τὰ σχο­λεῖα)· ὅλοι θὰ σᾶς ἀπαντή­σουν, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἕνας προσωρινὸς παράδεισ­ος, μετὰ τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ κόλασις. Ρώτησαν μία διάσημη ἠθο­ποιό· ―Εἶσαι εὐτυχισμένη; ―Αἰσθάνομαι κενό, ἀπήντησε, νιώθω μελαγχολία. Καὶ ἕνας νέ­ος ποὺ ἔπασχε ἀπὸ μελαγχολία πῆγε σ’ ἕνα μεγάλο ψυχίατρο τῆς Εὐρώπης καὶ τὸν ρώτησε· ―Πῶς θὰ βρῶ τὴ χαρά; ―Ἦρθε σήμερα ἐδῶ στὴν πόλι μας ἕνα τσίρκο, εἶπε ὁ γιατρός, κ’ ἐ­κεῖ ἐμ­φανίζεται ἕνας γελοτοποιός, ποὺ κάνει καὶ τὸν πιὸ ἄκεφο νὰ γελάσῃ· πήγαινε νὰ τὸν ἀ­κούσῃς καὶ θὰ ξεσκάσῃς. Καὶ τί τοῦ ἀπαντᾷ ὁ νέος· ―Ἐγὼ εἶμαι ὁ γελοτοποιός… Καταλάβατε; Αὐτός, ποὺ ἔκανε τοὺς ἄλλος νὰ σκᾶνε στὰ γέλια, ὁ ἴδιος μέσα του εἶχε πένθος καὶ νέφος μελαγχολίας. Ρωτῆστε τέλος, ἂν θέλε­τε, καὶ τὸν σοφὸ Σολομῶντα, ποὺ συγκέν­τρω­σε στὸν ἑαυτό του καὶ πλοῦτο καὶ ἡδονὲς καὶ δόξα καὶ γυναῖκες, ρωτῆστε αὐτὸν ποὺ ἀπήλαυσε τὰ πάν­τα στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ καὶ πέστε του· Τί κατάλαβες, ποιό εἶνε τὸ συμπέρα­σμα τῆς ζωῆς σου; Τί ἀπαντᾷ· «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ.1,2). Ματαιότης ἡ δόξα, ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης τὰ πάντα.

* * *

Ο ΚΥΡΙΟΣ

Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν τίποτε; Ἔτσι μᾶς ἔρριξε ὁ Θεὸς ἐδῶ στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ τὸ ἀντίστοιχο μέσο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βροῦμε τὴν εὐτυχία; Ὄχι, ἀδελφοί μου· εὐλογητὸς ὁ Θεός! Μέσα στὴ Σαχάρα αὐτὴ τοῦ βίου ἀκούγεται φωνὴ γλυκειά. Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ τί λέει· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Κανένα δὲν βιάζει ὁ Χριστός· καλεῖ ὅλους ἐλευθέρως. Ἡ διδασκαλία του εἶνε ὑπέροχη· αὐτὴ εἶνε τὸ ἀθάνατο νερὸ ποὺ δροσίζει τὸν ἄνθρωπο. Κι ὅποιος ζήσῃ τὸν χριστιανικὸ βίο, τὴν χριστιανικὴ ζωή, ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε γεγονός― θὰ αἰσθανθῇ στὰ βά­θη του τὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδία τοῦ συνειδητοῦ, ὄχι τοῦ τυπικοῦ Χριστιανοῦ, μεταβάλλεται σὲ κῆπο μὲ ὡραῖα ἄνθη. Λόγια εἶν’ αὐτά; Ὄχι, εἶνε πραγματικότης. Δὲν ἔχω γλῶσσα Χρυσοστόμου καὶ Βασιλείου, οὔτε γλῶσσα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, νὰ σᾶς περιγράψω τὴν εὐτυχία ποὺ αἰσθάνονται μέσα τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἑκατομμύρια ἁ­γίων, ποὺ πέρασαν μαρτύρια σκληρά, δοκίμα­σαν τὴ χαρά. «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολ. 1,24).
Ὅποιος λοιπὸν ἀμφιβάλλει ἂς δοκιμάσῃ. Διψᾷ; ἂς πλησιάσῃ τὸν ποταμό. Ὁ δὲ ποταμός, ποὺ ῥέει ἀστείρευτος διὰ μέσου τῶν αἰώνων, εἶνε ὁ ποταμὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ποταμὸς αὐτὸς δὲ θὰ στερέψῃ ποτέ· θὰ ῥέῃ ἀενάως στὸν κόσμο, θὰ δροσίζῃ καὶ θὰ ποτίζῃ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ θὰ δημιουργῇ παραδεί­σους πνευματικούς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 10-6-1984

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...