Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 08, 2015

Κυριακὴ Ι΄ Ματθαίου (Ματθ. 17,14-23). Ο έλεγχος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που αποβλέπει στη μετάνοια και τη σωτηρία μας


«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη…» (Ματθ. 17,17)
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Τὸεὐαγγέλιο αὐτὸ διαφέρει κάπως ἀ­πὸ τὰ ἄλλα· ἐνῷ στὰ εὐαγγέλια τῶν ἄλλων Κυριακῶν ἀκούγεται γλυκειὰ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, σὰν τῆς μάνας ποὺ καλεῖ τὰ παιδιὰ κοντά της, ἐδῶ ἡ φωνή του γί­νεται αὐστηρή. Νομίζει κανεὶς ὅτι ὁ οὐρανὸς γέμισε σύννεφα, ὁ ἥλιος σκοτεί­νια­σε, ἀ­στράφτει καὶ βροντᾷ καὶ πέφτουν

ἀ­στροπελέκια, καθὼς ἀκούει· «Ὦ γε­νεὰ ἄ­πιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔ­σο­μαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17).
Αὐστηρὸς ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ γιὰ ποιόν λέγεται; ποιά εἶνε ἡ ἄπιστη αὐ­τὴ γενεά; Εἶνε πρῶτα ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Καν­ένας ἄλ­λος λαὸς στὸν κόσμο δὲν εὐεργετήθηκε τόσο ὅσο ὁ Ἰσραήλ. Ἡ ἱστορία του εἶνε μιὰ ἱ­στορία θαυμάτων. Θαύματα κατὰ τὸ παρελθὸν διὰ τοῦ Μωυσέως, τῶν κριτῶν, τῶν βα­σιλέ­ων καὶ τῶν προφητῶν, πρὸ παντὸς ὅμως ἐ­πὶ τῶν ἡμερῶν τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀ­νάμεσά τους. Τότε αὐξήθηκαν καὶ πολλαπλα­σι­άσθηκαν τὰ θαύματα σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσ­σης καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἔγιναν ἀ­μέτρητα. Κι ὅπως λέει στὸ τέλος τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ἂν γράφονταν ἕνα πρὸς ἕνα σὲ βιβλία ὅσα ἔκανε ὁ Χριστός, δὲν θὰ χωροῦ­σε ὁ κόσμος τοὺς τόμους (βλ. Ἰω. 21,25). Διότι θαύμα­τα δὲν εἶνε μόνο αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγ­γέλιο· εἶνε καὶ ἄλλα, ὅπως ὅλη ἡ δημιουργία, ἀπὸ τὸ ἄνθος, τὸ κρίνο τοῦ ἀγροῦ, τὸ φύλλο τοῦ δέντρου, τὸ μυρμήγκι, τὴ μέλισσα, μέχρι τὸν ἄνθρωπο –σὰν σῶμα μὲ τὰ κύτταρά του καὶ σὰν ψυχή–, τὸ κάθε ἄστρο καὶ τοὺς γαλαξί­ες, ποὺ ἐρευνοῦν καὶ θαυμάζουν οἱ ἐπιστήμο­νες. Ὄντως «θαυμαστὰ τὰ ἔργα Κυρίου» (Σ. Σειρ. 11,4).
Βλέποντας ὅλα αὐτὰ τί ἔπρεπε νὰ κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι; Ἔπρεπε νὰ πιστέψουν. Πίστεψαν; Δὲν πίστεψαν, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ μικρὴ μειοψηφία. Μερικοὶ βοσκοί, ψαρᾶδες, χωρικοὶ καὶ λίγες γυναῖκες, ὁ κατώτερος λεγόμενος λαός, αὐτοὶ πίστεψαν. Οἱ ἄλλοι; μίσησαν τὸ Χριστὸ καὶ τέλος τὸν σταύρωσαν στὸν κρανίου τόπον. Ἔχει λοιπὸν δίκιο ὁ Χριστὸς νὰ λέῃ· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πό­τε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».

* * *

Αὐτὸ ὅμως, ἀγαπητοί μου, ποὺ λέει ὁ Χριστὸς κατ᾿ ἐξοχὴν γιὰ τὸν Ἰουδαϊκὸ λαό, ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς.
Διότι κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε περιούσιος λαός, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρ­χαιοτέρους λαούς, μὲ ἱστορία τριῶν – τεσσάρων χιλιάδων ἐτῶν, λαὸς ποὺ εἶχε θαυμαστὰ ἐπιτεύγματα ἀλλὰ καὶ εἶδε θαύματα στὴ ζωή του. Ἄλλα ἔθνη μεγάλα καὶ κραταιὰ καταποντίσθηκαν καὶ χάθηκαν, τὸ δικό μας ἐξ­ακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ ἀκόμη στὸν κόσμο.
Δὲν εἶνε ὑπερβολὴ ἂν ποῦμε ὅτι ἡ χώρα μας εἶνε χώρα ἁγίων. Μὲ δέος πρέπει νὰ πατοῦμε τὸ ἱερό της χῶμα. Ἂν πᾷς στὴν Κέρκυρα εἶνε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ἂν πᾷς στὴν Κεφαλονιὰ εἶνε ὁ ἅγιος Γεράσιμος, ἂν πᾷς στὴ Ζάκυνθο εἶνε ὁ ἅγιος Διονύσιος, ἂν πᾷς στὴν Πάτρα εἶνε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ἂν πᾷς στὴν Κόρινθο εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἂν πᾷς στὴ Θεσσαλονίκη μας εἶνε ὁ ἅ­γιος Δημήτριος…
Καὶ ὅμως ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες δὲν ἐκτιμήσαμε αὐτὲς τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Μή­πως αὐτὰ ποὺ λέμε εἶνε ὑπερβολικά; Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἂν ζοῦμε κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει ὁ Κύρι­ος; Ἂς πάρουμε πρόχειρα μερικὲς ἐντολές.
⃝ «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ», λέει (Ἔξ. 20,9. Δευτ. 5,13), θὰ ἐργάζεσαι ἕξι μέρες. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμ­πτη, Παρασκευή, Σάββατο ἐργασία. Ἡ ἐρ­γασία εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν εὐλόγησε ὁ Χριστός. Ἦρθε Κυριακή, χτύπησε καμπάνα; Ἔχεις αὐ­τιά; ἄκου· ἔχεις πόδια; κάνε φτερὰ καὶ τρέξε στὴν ἐκκλησία. Νὰ ἐκκλησιαστῇς ὁπωσδήποτε, νὰ σὲ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ πῇς ἕνα «Εὐχαρι­στῶ» γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες του, ἕνα «Κύ­ριε, ἐλέησον» ἀπ᾽ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42). Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν γίνεται. Ὁ πολὺς λαὸς ἀπουσιάζει. Μιὰ στατιστική, ποὺ ἔγινε ἔδειξε, ὅτι στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς ἑ­κα­τὸ ἐκκλησιάζονται μόνο δύο (2%), τόσο μόνο. Πρέπει νά ᾽νε καμμιὰ μεγάλη ἑορτή, γιὰ νὰ γίνῃ τὸ δύο τέσσερα, ἕξι, δέκα, δεκαπέντε, εἴ­κοσι. Τὸν ἄλλο χρόνο οἱ πολλοὶ ἀπουσιάζουν. Εἶνε μικρὴ ἁμαρτία ὁ λαός μας νὰ μένῃ μακριὰ ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῶν μυστηρίων;
 Ἄλλη ἐντολὴ εἶνε τὸ «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Νὰ προσέχῃς πῶς πιάνεις στὸ στόμα σου τὸ ὄ­νομα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παν­αγίας, ὅλων τῶν ἁγίων. Νὰ τὰ σέβεσαι τὰ ὀνόματα αὐτά. Ἀντὶ σεβασμοῦ ὅμως σήμερα τί ἀ­κοῦμε; Φρικτὲς βλασφημίες. Ἦταν κάποτε ἐ­ποχὴ ποὺ βλαστήμια δὲν ἀ­κουγόταν στὸν τόπο μας. Τώρα; Φρίκη! Δὲν θὰ βρῇς χωριὸ καὶ συνοικισμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀκούγεται βλαστήμια. Βλαστημοῦν πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μεσάνυχτα· βλαστημοῦν στοὺς δρόμους, στ᾽ αὐτοκίνητα, στὶς ἐργασίες, στὰ καφφενεῖα, στοὺς στρατῶ­νες… Ἂν πᾷς ὅμως στὴν Τουρκιά, οὔ­τε ἕνας δὲ βλαστημάει ἐκεῖ τὸν Ἀλλάχ. Ἂν πᾷς καὶ στοὺς Ἑβραίους, κανείς δὲ βλαστημά­ει ἐκεῖ τὸν Ἰεχωβᾶ. Ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τὴ ζωντανὴ θρησκεία μὲ τὰ θαύματα, γίναμε τὸ πλέον βλάσφημο ἔθνος, ἡ χώρα τῶν βλασφή­μων. Κάποτε πρῶτοι στὴ βλαστήμια ἔρχονταν οἱ Ἰταλοί, τώρα ἐρχόμαστε ἐμεῖς. Δὲν ἁμαρτά­νει ὅμως μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει, ἁ­μαρτάνει κι ὁ ἄλλος ποὺ ἀκούει καὶ δὲν διαμαρτύρεται. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Ἂν βλαστημήσῃς τὴ μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν πάρῃς μαχαίρι καὶ μοῦ κόψῃς τὴ μύτη, μοῦ βγάλῃς τὰ μάτια, μοῦ ξερριζώσῃς τὰ δόντια, μὲ κάνεις κομμάτια, θὰ σὲ συγχωρήσω. Ἂν ὅμως βλαστημᾷς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ! Ὅπως ἐσὺ δὲν θέλεις ν᾽ ἀκοῦς νὰ βρίζουν τὴ μάνα σου, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. Καὶ ὅμως καμμιά γυναίκα στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑβρίζεται τόσο χυδαίως ὅπως ἡ Παναγιά. Χυδαίως, χυδαιότατα ὑβρίζουν τὴν Παναγιά, καὶ κανείς δὲν ὑ­ψώνει φωνὴ διαμαρτυρίας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Βλαστημάει κάποιος; Φώναξέ τον, παρακάλεσέ τον μὲ δάκρυα νὰ κόψῃ τὴ βλαστήμια. Δὲν τὴν κόβει, ἐπιμένει; Ἔχεις χέ­ρι; χτύπα τὸ βλάστημο· χέρι ποὺ θὰ χτυπή­σῃ βλάστημο θὰ ἁγιάσῃ. Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέει καὶ σ᾽ ἐμᾶς· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!». Τὴν ἐντολὴ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ δὲν τὴν τηροῦμε, τὴν τιμὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ τὴν καταπατοῦμε. Λοιπόν;
⃝ Νὰ ποῦμε ἄλλη ἐντολή; «Οὐ μοιχεύσεις» (Ἔξ. 20,13. Δευτ. 5,18). Ἕνας ἄντρας – μία γυναίκα, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, κανείς ἄλλος ἀνάμεσά τους. Καὶ πράγματι ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου ἦταν ἰσχυρός. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο στὴν πατρίδα μας, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτου χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα ὅμως τὰ διαζύγια πλήθυναν. Οἱ μισοὶ σχεδὸν γάμοι διαλύονται. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!».
Π. Αυγουστινος⃝ Ἄλλη ἐντολὴ λέει «οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15. Δευτ. 5,17). Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσῃς ἄνθρωπο. Ἡ ζωὴ εἶνε δῶρο τοῦ Θεοῦ ἱε­ρό, θαῦμα ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο ἡ ἐπιστήμη μένει ἔκπληκτη καὶ παρ᾽ ὅλες τὶς προσπάθειές της δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξιχνιάσῃ. Ὅ,τι λοιπὸν δὲν μπορεῖς νὰ δημιουργή­σῃς, μὴν τὸ κα­ταστρέφεις. Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὴν ἐντολὴ αὐτὴ σεβά­στηκε. Ἡ ἐποχή μας ἀποδεικνύεται ἡ πιὸ αἱ­μα­τηρή. Δύο παγ­κόσμιοι πόλεμοι ἔγιναν, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι φονεύθηκαν. Καὶ τὸ αἷμα ἐξακολουθεῖ νὰ τρέχῃ ποτάμι καθημερινῶς… Καὶ μόνο στὸν πόλεμο; καὶ σὲ καιρὸ εἰρήνης ἑ­κατομμύρια ἄνθρωποι φονεύονται μὲ τὶς ἐκ­τρώσεις. Ὅποιος σκοτώνει ἕνα παιδί, σκοτώνει ἕνα ἀγγελούδι, σκοτώνει τὸ Χριστό! Ἂν σκοτώσῃς ἕναν ἄνθρωπο, ἴσως κάποια ἀφορμὴ σοῦ ἔδωσε· ἐνῷ τὸ ἀγγελούδι αὐτὸ ποὺ εἶν­ε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, τί κακὸ σοῦ ἔκανε; Δὲ γεννᾶνε πλέον οἱ Ἕλληνες. Μεγάλη κατά­ρα. Σχολεῖα κλείνουν ἐλλείψει παιδιῶν. Στὰ χωριὰ δὲν γίνονται πλέον βαπτίσεις παρὰ μόνο κηδεῖες γερόντων. Τὸ 1911 – 1912 ἕ­νας Ἕλληνας πέθαινε τὸ πρωί, καὶ μέχρι τὸ βράδυ γεννιόντουσαν ὀχτώ. Τώρα ἕνας Ἕλ­ληνας πεθαίνει, καὶ μέχρι τὸ βράδυ μισὸς γεν­νιέται. Σβήνει τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἔθνος κ᾽ ἐμεῖς κινδυνεύουμε νὰ γίνουμε οἱ νεκροθάφτες του. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!».

* * *

Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, ἀλλὰ μέχρι πότε; Προτοῦ ἐκσπάσῃ ἡ ὀργή του, ἂς μετανοήσουμε. Νὰ τηρήσουμε τὶς θεῖες ἐντολές του. Νὰ ζήσουμε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία, αὐτὰ ποὺ διώχνουν τὸν διάβολο καὶ ἑλκύουν τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἔλεγχος τοῦ Κυρίου ἔχει αὐστηρότητα, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀ­ποβλέπει στὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὄχι «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη»· νὰ γί­νου­με «γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 23,6), ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(4-8-1991 ἱ. ν. Ἁγ. Γερμανοῦ Ἁγ. Γερμανοῦ – Πρεσπῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...