Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» σε 2 τεύχη (136-ο, Ιουλίου – Αυγούστου και 137-ο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου του 2012), του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.
Είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία δέχτηκε ειδωλολατρικές συνήθειες και εορτές στο τυπικό της; ρωτούν πολλοί. Λένε, για παράδειγμα, ότι το έθιμο της μνημόνευσης των κεκοιμημένων κατά το Ψυχοσάββατο που προηγείται της Πεντηκοστής, καθώς και η γονυκλισία τη μέρα αυτή είναι κατάλοιπα ειδωλολατρικά, όπως οι τριήμερες ειδωλολατρικές νεκρικές εορτές των λεγομένων Λεμουρίων. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι πολλές παραδόσεις των ειδωλολατρών παρέμειναν και ενσωματώθηκαν στην αληθινή λατρεία των Χριστιανών. Θα πρέπει όμως εξαρχής να τονιστεί ότι αυτό έγινε μόνο όταν προσέδωσε η Εκκλησία διαφορετικό, αληθινό νόημα και περιεχόμενο στη διεφθαρμένη ειδωλική λατρεία. Κράτησε τον τύπο, το εξωτερικό μέρος με το οποίο ήταν εξοικειωμένοι οι ειδωλολάτρες πριν γνωρίσουν τον αληθινό Θεό και απορρίψουν τη λατρεία των ειδώλων. Η Εκκλησία έκανε αυτή τη συγκατάβαση αναγνωρίζοντας τη δυσκολία που είχαν αυτοί να αποχωριστούν προηγούμενες μακροχρόνιες συνήθειες.
Έτσι έχουμε τα κάλαντα, με διαφορετικό σήμερα περιεχόμενο .
Ή τα ρύζια που συνηθίζεται να ρίχνουν στην ακολουθία του γάμου .
Ή την τιμή των νεκρών. Οι ειδωλολάτρες τιμούσαν τους νεκρούς τους και έκαναν γεύματα την 3η, 9η και 30η μέρα καθώς και κάθε χρόνο στην επέτειο. Οι χριστιανοί αντίστοιχα τελούσαν μνημόσυνα την 3η, 9η και 40η μέρα από τον θάνατο του νεκρού και την επέτειο του θανάτου του στη συμπλήρωση ενός χρόνου γιατί θεωρούσαν την ημέρα αυτή ως γενέθλιο για τη νέα ζωή .
Άλλοτε οι συνήθειες των ειδωλολατρών δεν έβλαπταν το ορθό φρόνημα της Εκκλησίας και διατηρήθηκαν, έχοντας δευτερεύον ή συμβολικό νόημα. Όπως λ.χ. το λούσιμο του νεκρού, ή το ντύσιμό του με καθαρά ρούχα αντί των συνηθισμένων καθημερινών που φορούσε ο κεκοιμημένος.
Ακόμη και η ‘μακαρία’, το γεύμα που προσφέρεται από τους συγγενείς για την ψυχή του κεκοιμημένου έχει παλαιές ρίζες. Συναντάται στον Όμηρο αλλά και στους Ρωμαίους, τους Βαβυλωνίους και άλλους λαούς που συνέτρωγαν κοντά στους τάφους πιστεύοντας πως και ο νεκρός συμμετέχει στην ευωχία. Οι δε Αιγύπτιοι αλλά και άλλοι λαοί όπως οι Ιάπωνες, άφηναν τροφές στους τάφους «με την ιδέαν ότι θα έλθει η ψυχή, έστω και υπό την μορφήν κόρακος, δια να τας φάγη». Κάτι που και σήμερα γίνεται από ορισμένους χριστιανούς χωρίς απαραίτητα παρόμοια ερμηνευτική.
Συχνά θάβονταν μαζί με το νεκρό και αντικείμενα που σχετίζονταν με τη ζωή του. Αλλά και στους χριστιανούς παρέμεινε η συνήθεια. Ο αγ. Αμβρόσιος αναφέρει ότι στον τάφο του αγ. μάρτυρα Αγρικόλα που μαρτύρησε το 303 βρέθηκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του. Ο αγ. Χρυσόστομος λέει ότι ο αγ. Βαβύλας που μαρτύρησε το 250 τάφηκε μαζί με τις αλυσίδες του. Μ’ αυτό τον τρόπο έδειχναν ότι οι χριστιανοί, παρατηρεί ο άγιος, ότι «αυτά που θεωρούνταν επονείδιστα, αυτά ήταν σεβαστά και λαμπρά όταν γινόταν για τον Χριστό».
Βέβαια, ο ίδιος άγιος θα επικρίνει την αρχαία τάση που μιμούνταν οι χριστιανοί της εποχής του, να συνθάπτουν με το νεκρό πολύτιμα αντικείμενα και κοσμήματα, που γίνονταν αιτία τυμβωρυχίας που …ξεγύμνωνε τελικά τον «επιμελώς ταφέντα» νεκρό. Πόσος πλούτος καταχωνιαζόταν με το σώμα του αποθανόντος φαίνεται και από τον τάφο της αυτοκράτειρας Μαρίας συζύγου του Ονωρίου, στον οποίο βρέθηκαν πολύτιμα φορέματα και κοσμήματα αξίας 36 λίτρων καθαρού χρυσού.
Άλλο παράδειγμα είναι η προσευχή προς ανατολάς. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας αναφέρει ότι «τα αρχαία ιερά έβλεπαν στη δύση, ώστε όσοι στέκονταν απέναντι στα αγάλματα να διδάσκονται να στρέφονται προς την ανατολή».
Ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ο λαός ήταν επιρρεπής στην προσκύνηση χρυσών αγαλμάτων, είχε δοθεί εντολή από τον Θεό τα χερουβείμ της Κιβωτού να έχουν πρόσωπα …μόσχου! Οι Ισραηλίτες από τον καιρό που ήταν σκλάβοι στον Φαραώ είχαν επηρεασθεί από την ειδωλολατρική πρακτική των Αιγυπτίων που προσκυνούσαν τον μόσχο και η συνήθεια αυτή δεν ήταν δυνατό να ξεριζωθεί δια μιας, χωρίς κάποιο μεταβατικό στάδιο. Ο λαός αυτός που δεν είχε την υπομονή να περιμένει τον Μωυσή να κατέβει από το όρος και έβρισκε ευκαιρία κάθε τόσο να στήνει χρυσά μοσχάρια, γιατί ήθελε χειροπιαστή λατρεία, δεν ήταν δυνατό να κάνει αίφνης στροφή 180ο. Μάθαιναν λοιπόν από τα Χερουβείμ, ότι αν ο μόσχος προσκυνάει την Κιβωτό, κακώς οι Αιγύπτιοι προσκυνούν τον μόσχο σαν θεό.
Μία και η αυτή συνήθεια, σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς. Με διαμετρικά αντίθετο ωστόσο αποτέλεσμα.
Ακόμη είχαν κυρίαρχες από το πρόσφατο παγανιστικό παρελθόν τους δοξασίες διάφορες για τον Άδη, σαν μια τεράστια σκοτεινή φυλακή κρυμμένη κάτω στα τρίσβαθα της γης ή κάποιες υπόγειες σκοτεινές σήραγγες, σκοτεινούς και ταρταρώδεις χώρους στους οποίους για να φτάσει κανείς έπρεπε να περάσει μεγάλους ποταμούς. Για να περάσουν οι ψυχές των νεκρών όφειλαν να προσφύγουν στις υπηρεσίες του Χάροντα και να πληρώσουν σ’ αυτόν κόμιστρα για να τους βγάλει απέναντι με τη βάρκα του. Άλλες παρεμφερείς αντιλήψεις προϋπέθεταν ένα θεό τιμωρό, ή έναν διάλογο της ψυχής με τα εναέρια τελώνια, ή τις αντιμισθίες και τιμωρίες που μια θεότητα γεμάτη φθόνο και εκδικητικότητα επιβάλλει στο ανθρώπινο γένος. Ο Άδης, που ήταν θεός της μυθολογίας, είχε βοηθούς δικαστές για τις ψυχές των νεκρών. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου ήταν τελεσίδικες. Οι μεν εκλεκτοί οδηγούνταν στα Ηλύσια πεδία ενώ οι κακοί στον Τάρταρο.
Η Εκκλησία με ήπιους τρόπους ζητά να μας αποσπάσει από παλαιά έθη και να μας οδηγήσει σταδιακά στο φως της αληθινής και εν πνεύματι λατρείας και στο αληθινό φρόνημα που μόνο αυτό σώζει.
Ο ίδιος ο Χριστός μας δέχθηκε συγκαταβατικά όρους των ειδωλολατρών. Το ίδιο το ευαγγέλιο μιλάει για τον «σεληνιαζόμενο» που θεραπεύτηκε. Υπήρχε «πλανεμένη αντίληψη» στους ανθρώπους, λέει ο άγιος Χρυσόστομος, ότι οι φάσεις της σελήνης κάνουν δαιμονισμένους τους ανθρώπους, ενώ «ο ίδιος ο δαίμων διέπραττε αυτή την κακουργία για να διαστρέψει το δημιούργημα» του Θεού. Καθώς εξηγεί ο Μ. Φώτιος, ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί «γνώριμες και συνηθισμένες στο πλήθος λέξεις» και τον «συνήθη στο πλήθος τρόπο», ώστε αυτοί που «λάτρευαν τον ήλιο και τη σελήνη», βλέποντας τα θαύματα του Κυρίου να απαλλαγούν «από την αρχαία ασεβή πλάνη τους».
Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με τις εικόνες. Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον γ΄ λόγο του περί των αγίων Εικόνων ότι και οι ειδωλολάτρες χρησιμοποιούν εικόνες. Με διαφορετικό όμως τρόπο: τις θεοποιούν. «Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργήσουμε και τη δική μας προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια».
Προσθέτει στη συνέχεια και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο ο άγιος: «Εξορκίζουν οι μάγοι και οι γόητες, λέει, εξορκίζει και η Εκκλησία τους κατηχουμένους, αλλ’ εκείνοι βέβαια επικαλούμενοι δαίμονες, ενώ η Εκκλησία το Θεό εναντίον των δαιμόνων. Οι ειδωλολάτρες αφιερώνουν τις εικόνες στους δαίμονες και τις αποκαλούν θεούς, ενώ εμείς τις αφιερώνουμε στον αληθινό Θεό, που σαρκώθηκε, και στους δούλους και φίλους του Θεού, τους αγίους, που απομακρύνουν τα στίφη των δαιμόνων».
Ένα σύγχρονο παράδειγμα είναι επίσης η ανάρτηση μαντηλιών (τζάτζαλα) από τα δένδρα. Άνθρωποι που ζητούν θεραπεία από κάποια ασθένεια αναρτούν κουρέλια, μαντήλια ή κλωστές στα κλαδιά δέντρων και θάμνων (συχνά δένοντας κόμπο), κοντά σε νερά, σε αγιάσματα και ιαματικές πηγές. Τα τμήματα αυτών των υφασμάτων είχαν αγγίξει προηγουμένως στο σώμα του ασθενούς και πίστευαν ότι προσδένοντάς τα στο δέντρο θα απαλλάσσονταν με αυτό τον τρόπο από την ασθένεια. Άλλοτε γίνεται είτε για κάποιο τάμα ή για να αποκτήσουν παιδιά οι στείρες γυναίκες. Κάθε άλλο παρά μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό. Συναντάται και σε πολλές δυτικές χώρες (Σκωτία, Ουαλία, Ιρλανδία, Γαλλία, Βέλγιο) στη Γεωργία, την Αρμενία καθώς και σε όλες τις βαλκανικές χώρες, αλλά και το Θιβέτ («προς τιμήν των θεοτήτων των βουνών και των υδάτων» ), την Ινδία, τα Ιμαλάϊα, την Ιαπωνία. Επίσης τα τζάτζαλα συνηθίζονται και σε ισλαμικές χώρες όπως το Ιράκ και το Αβγανιστάν, η Τυνησία και το Μαρόκο στη Β. Αφρική. Ακόμα και στην Μέκκα, υπάρχει ένα δέντρο στο οποίο κρεμούν ρούχα ή και όπλα. Στο Μουσείο της Λιέγης, Βέλγιο (Musee de la vie Wallone) εκτίθεται ένα ολόκληρο, τεράστιο δέντρο με «κρεμασμένα ράκη υφασμάτων, κουρέλια και υπολείμματα ρούχων», ακόμα και ρούχα ολόκληρα. Υπήρχε παλιά δοξασία ότι στις ιερές αυτές τοποθεσίες κατοικούσε η θεότητα των αγρών και των δασών η οποία προστάτευε από αρρώστιες ή κεραυνούς. Τα ράκη αυτά «πρέπει να μένουν άθικτα επάνω στα δέντρα, γιατί είναι ποτισμένα με την ασθένεια, η οποία μπορεί να μεταβιβαστεί στον απρόσεκτο ή περίεργο επισκέπτη». Το δέντρο επίσης δεν έπρεπε να πειραχτεί, ούτε να ανέβει άνθρωπος ή να κοιμηθεί στη σκιά του ή να γευτεί τον καρπό του, εκτός από τον άρρωστο που δοκίμαζε τον καρπό για να ιαθεί. Στη Λέσβο υπάρχουν δυο ναοί –με τα αντίστοιχα δέντρα- με την ονομασία «Άγιος Θεράπων Τζατζαλιάρης» και «Αϊ Γιάννης ο Τζατζαλιάρης».
Στον Βίο του αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη αναφέρεται ότι στα Φάρασα ήταν ένα δένδρο το οποίο «περισσότερο από φύλλα, είχε κλωστές και κουρελάκια δεμένα στα κλωνάρια του από τους πονεμένους ανθρώπους. Όταν δηλαδή αρρώσταιναν οι άνθρωποι που έμενα εκεί στα κτήματα, επειδή δεν ήταν εύκολο να πάνε στον Χατζεφέντη [τον άγιο Αρσένιο], στα Φάρασα, γιατί ήταν ιδιόκτητο και το κλείδωναν για να μην το βεβηλώσουν οι Τούρκοι, πήγαιναν και προσεύχονταν έξω από το Εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ∙ έκοβαν μία κλωστή από το ρούχο που ακουμπούσε στο πονεμένο μέρος του σώματος ή ένα κουρελάκι, και το έδεναν στο δένδρο και έλεγαν ‘Άγιε, πάρε μου τον πόνο, εσύ είσαι Άγιος και μπορείς’. Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ αμέσως θεράπευε τους πονεμένους πιστούς». Κάποτε ένας άθεος νέος είχε έρθει στα Φάρασα και κορόιδευε τους Φαρασιώτες ως καθυστερημένους. Μια μέρα βάλθηκε να κόψει το δέντρο ενώ οι άλλοι τον εμπόδιζαν. Ο άγιος όταν το έμαθε «πολύ λυπήθηκε για το κακό που έκανε στις ψυχές των πιστών» και τον έδιωξε από το χωριό.
Στην αρχαία ειδωλολατρική Ελλάδα επίσης, «συνηθιζόταν το ίδιο ακριβώς έθιμο της αναρτήσεως υφασμάτων και ρακών από τα ενδύματα ασθενών επάνω σε ξόανα ή ιερά αγάλματα, όπως και σήμερα συμβαίνει σε εικόνες ή προσκυνητάρια το ίδιο έθιμο».
Κάποτε το παραπάνω έθιμο συνδυάζεται με το ‘τρυποπέρασμα’ (ο ασθενής περνάει από το στένωμα ενός βράχου, ενός διάτρητου λίθου, το άνοιγμα μιας σπηλιάς ή μιας κουφάλας δέντρου ή τις θυρίδες ναών με σκοπό να απαλλαγεί από την αρρώστια) μια συνήθεια παγκόσμια και πανάρχαια. Στη Νάξο περνούσαν τα καχεκτικά παιδιά τους για να παχύνουν. Η συνήθεια αυτή δε συναντάται μόνο «σε βράχους ή πέρασμα ανάμεσα σε κίονες, αλλά ακόμα και πέρασμα από θωράκιο εικονοστασίου, όπως στην περίπτωση της Αγίας Ζώνης στο Σιδηρόκαστρο, δηλαδή μέσα στην εκκλησία και μάλιστα μετά την ανάγνωση ειδικής ευχής από τον ιερέα. Η Εκκλησία παρατηρούμε ότι ανέχεται την πανάρχαιη αυτή συνήθεια και κατά κάποιο τρόπο τη συντηρεί». Πρόκειται για «μαγικά υπολείμματα» τα οποία συχνά επιβιώνουν από την «αμάθεια μερικών κληρικών» αλλά και το «παραδοσιακό φρόνημα του ελληνικού λαού» και βέβαια λόγω των αναγκών θεραπείας ιδιαίτερα «ασθενικών παιδιών, για την υγεία των οποίων τα πάντα κάνει η κάθε οικογένεια».
Ας έρθουμε στην αστρολογία. Οι Μάγοι οδηγήθηκαν στο μυστήριο της θείας Οικονομίας με ένα άστρο. Ρωτάει για λογαριασμό μας ο άγιος Χρυσόστομος προσφέροντας συγχρόνως και την απάντηση:
«Γιατί προσείλκυσε [ο Θεός τους Μάγους] με θέαμα αυτού του είδους; Αλλά πώς έπρεπε; Να τους στείλει προφήτες; Ήταν μάγοι και δεν παραδέχονταν τους προφήτες. Να τους μιλήσει από τον ουρανό; Δεν θα έδιναν σημασία. Να αποστείλει άγγελο; Και αυτόν θα τον περιφρονούσαν. Γι’ αυτό δεν χρησιμοποίησε ο Θεός τίποτε από αυτά και με πολλή συγκατάβαση τους προσκάλεσε με μέσο, με το οποίο είχαν εξοικείωση, και τους έδειξε ένα μεγάλο και εντελώς διαφορετικό αστέρι, για να τους προξενήσει μεγάλη εντύπωση και με το μέγεθός του και με το κάλλος του και με τον τρόπο της κινήσεώς του. Αυτά μιμήθηκε και ο Παύλος και μίλησε προς τους Έλληνες από ένα βωμό και άντλησε επιχειρήματα από ποιητές. Επειδή δηλαδή κάθε άνθρωπος αγαπά εκείνα, με τα οποία έχει εξοικειωθεί, τα χρησιμοποιούν, και ο Θεός και οι άνθρωποι που απέστειλε, προς σωτηρίαν της οικουμένης».
Είναι ενδιαφέροντα και αυτά που λέει στη συνέχεια ο Χρυσορρήμων, επεκτείνοντας το παράδειγμα:
«Μη νομίσεις λοιπόν ότι θα έκρινε ταπεινωτικό να καλέσει [τους μάγους] με αστέρι. Διότι τότε θίγεις όλους τους Ιουδαϊκούς θεσμούς, τις θυσίες, τους καθαρμούς, την πρωτομηνιά, την κιβωτό, ακόμη και τον ναό τον ίδιο. Διότι αυτά έχουν την αρχή τους στην ειδωλολατρική θρησκεία. Ο Θεός όμως, για να σώσει τους παραπλανημένους, δέχθηκε να χρησιμοποιηθούν σαν θεραπευτικά μέσα, αφού τα μετέβαλε λίγο, εκείνα με τα οποία λάτρευαν τα είδωλα οι ειδωλολάτρες, για να τους απομακρύνει σταδιακά από τις συνήθειές τους και να τους οδηγήσει στην υψηλή πίστη. Αυτό λοιπόν έκανε και στην περίπτωση των μάγων. Συγκατέβη να τους καλέσει με τη θέα ενός άστρου, για να τους οδηγήσει κατόπιν υψηλότερα. Και αφού τους κατεύθυνε και τους οδήγησε και τους έφερε μπροστά στη φάτνη, δεν συνεννοείται πλέον μαζί τους μέσω του άστρου, αλλά με άγγελο, και έτσι βελτιώθηκαν σιγά σιγά».
Καθώς εύστοχα το διατυπώνει κάποιος σύγχρονός μας:
«Οι ομοιότητες με τα αρχαία προχριστιανικά έθιμα είναι τέτοιες, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να αρνηθεί τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά και στις σημερινές εκδηλώσεις προς τιμήν των νεκρών, που γίνονται κατά το τριήμερο των εορτών της Πεντηκοστής. Και δεν είναι μόνο τα λαϊκά αυτά έθιμα. Το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής είναι εντεταγμένο στο εορτολόγιό μας ως ημέρα κοινών δεήσεων υπέρ των κεκοιμημένων. Αλλά και η ίδια η ακολουθία της Γονυκλισίας κατά τον εσπερινό της Πεντηκοστής δεν είναι αμέτοχη από νεκρώσιμο χαρακτήρα… Είναι γνωστό, πως και οι αρχαίοι γονάτιζαν για να τιμήσουν τους νεκρούς και για να προσευχηθούν γι’ αυτούς στις χθόνιες θεότητες.
»Ο Χριστιανισμός κατά τη διάδοσή του εφάρμοσε μία πολύ σοφή τακτική. Αντικαθιστούσε ιουδαϊκές ή ειδωλολατρικές εορτές με χριστιανικές, δίνοντας σ’ αυτές νέο νόημα. Έτσι εκτός από το Πάσχα και την Πεντηκοστή των Εβραίων, που τις εκχριστιάνισε, αντικατέστησε και τις εορτές των γενεθλίων του ανικήτου ηλίου με τις εορτές της Γεννήσεως και της Επιφανείας του Ηλίου της Δικαιοσύνης, του Χριστού. Το θέμα της σχέσεως των Λεμουρίων με το τριήμερο της Πεντηκοστής, με το οποίο χρονικά περίπου συμπίπτει, δεν έχει μελετηθεί. Αλλά και αν ακόμα διαπιστωθεί κάποια σχέση, αυτό δεν θα είναι στοιχείο κατηγορίας για τη χριστιανική λατρεία. Κατά τις παραδοσιακές ημέρες λατρείας των νεκρών οι χριστιανοί μπορούσαν άριστα να προσεύχονται υπέρ των κεκοιμημένων πιστών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υιοθέτησαν ειδωλολατρικές συνήθειες και μόλυναν έτσι την καθαρή τους λατρεία. Αρκεί να διαβάσει κανείς τη θαυμάσια ακολουθία του Ψυχοσαββάτου και τις αριστουργηματικές και θεολογικότατες νεκρώσιμες ευχές της γονυκλισίας της Πεντηκοστής, για να αισθανθεί την άβυσσο που χωρίζει τη λογική λατρεία των χριστιανών από την εθνική λατρεία των νεκρών.
»Όσο για τα διάφορα λαϊκά νεκρικά έθιμα, που συνεχίζουν εν πολλοίς αρχαία προχριστιανικά, και πάλι αυτά έμειναν στο περιθώριο της χριστιανικής λατρείας χωρίς να θίξουν τον πνευματικό της χαρακτήρα. Οι άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο και όποια θρησκεία κι αν έχουν, εκφράζουν με παρόμοιους τρόπους τη λατρεία τους προς το Θεό και την τιμή τους στους νεκρούς. Εκείνο που έχει σημασία είναι το νόημα, που δίνει η κάθε μια θρησκεία σ’ όλους αυτούς τους τύπους και στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει την πανανθρώπινη αυτή γλώσσα των συμβόλων».
Κι άλλος ένας σύγχρονος, ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης, διευκρινίζει καταθέτοντας περισσότερα παραδείγματα:
«…Με αυτές τις αφομοιώσεις που είναι εντελώς εξωτερικές και δεν βλάπτουν την ουσίαν και το εντελώς Νέο του δόγματος, τα πλήθη που εκχριστιανίζονταν, τόσο των εβραίων όσον και των ειδωλολατρών, διευκολύνονταν στην αποδοχή της νέας τους θρησκείας. Κι αυτό, γιατί έβλεπαν ομοιότητες με τις παλαιές πίστεις τους και ικανοποιούνταν με τις σχετικές επεξηγήσεις που τους έδιδε η Εκκλησία, διαφωτίζοντάς τους δηλαδή, στο νέο περιεχόμενο που έπαιρναν… Για να διευκολύνει δηλαδή η Εκκλησία την υιοθέτηση της διδασκαλίας της δεν έκοψε ‘με το μαχαίρι’ (κατά το λεγόμενο) ό, τι συνέδεε τις φυλές αυτές με το παρελθόν αλλά, γνωρίζοντας κάλλιστα τη δύναμη της από αιώνων συνηθείας, προχώρησε προοδευτικώς, ήτοι επέτρεψε την διατήρηση εθίμων τους και λατρευτικών εκδηλώσεών τους (φυσικά εκείνων που δεν είχαν τη δύναμη να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα της) δίνοντας σε αυτά το δικό της νόημα. Έτσι, ωριμάζοντας αυτές οι φυλές μέσα στο εύκαρπο χριστιανικό κλίμα, καταλάβαιναν, σιγά –σιγά τη διαφορά των δύο κόσμων. Ότι από το σκότος ήλθαν στο φως. Ας θυμηθούμε τα τραγούδια, τους χορούς, τις δοξασίες, τις δεισιδαιμονίες κ.λπ. πρωτογόνων, λεγομένων, φυλών, – πράγματα που μετέτρεψε η Εκκλησία σε ιερούς χορούς, σε τριαδικούς ύμνους, σε έλλογη ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, σε αφοσίωση στο Θεό ως αγαθό πατέρα… Τέλος την λατρεία των πνευμάτων (προγόνων, της φύσεως κ.τ.τ.) που η Εκκλησία αντικατέστησε με την λατρεία του Αγίου Πνεύματος, της τιμής των αγίων, και όσα παρόμοια.
»Μην εκπλήσσονται λοιπόν μερικοί όταν ακούουν ότι πρόδρομες μορφές, (στοιχεία, κ.λπ.) π.χ. του Επιταφίου και της περιφοράς του, βεβαιώνονται, όπως είπαμε, στις εορτές των Παναθηναίων, του Αδώνιδος, κ.ά… Επίσης οι νυχτερινές ‘εγκατακοιμήσεις’ στα τελεστήρια αρχαίων ναών (π.χ. του Ασκληπιού) έγιναν τύπος των σχετικών παννυχίδων και διανυκτερεύσεων πολλών χριστιανών σε Εκκλησίες, κατά την παραμονή ιδιαίτερης εορτής, -και τόσα άλλα σχετικά».
Κλείνοντας την απάντησή μας θα πρέπει να επισημάνουμε και το εξής. Η οικονομία έχει όρους που τη διέπουν. Όταν δεν συντρέχουν απαραίτητοι λόγοι τότε η πράξη επανέρχεται στον κανονικό της ρου. Οι αλλότριες συνήθειες τότε δεν έχουν λόγο υπάρξεως και αποκόπτονται σύρριζα.
Η διαδεδομένη συνήθεια λ.χ. να πηδούν πάνω από φωτιές έχει απαγορευτεί.
«Προστάζουμε να καταργηθούν από τώρα και στο εξής οι φωτιές που ανάβονται από κάποιους μπροστά από τα εργαστήριά τους ή τα σπίτια τους την πρώτη μέρα κάθε μήνα, τις οποίες κάποιοι επιχειρούν και να πηδούν, σύμφωνα με κάποια παλιά συνήθεια. Όποιος λοιπόν κάνει κάτι τέτοιο, αν είναι κληρικός, να καθαιρείται, κι αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται».
Οι μητέρες παλαιά βάζανε με το δάχτυλο ακαθαρσία στο μέτωπο των παιδιών «για να διώχνει το κακό μάτι». Η αντίδραση του αγ. Χρυσοστόμου είναι χαρακτηριστική: «Δεν ντρέπεσθε, πείτε μου, δεν θα καταλάβετε ποτέ τις παγίδες τις διαβολικές;… Άξια για γέλια είναι αυτά και κωμωδία σατανική, όχι μόνο ξευτελιστική αλλά και που οδηγεί στην γέεννα αυτούς που εξαπατά… Το να διατηρεί κανείς αυτή τη ντροπή, αυτό είναι άξιο πολλών θρήνων».
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στα πανηγύρια και το εμπόριο έξω από τους ναούς, πράγμα που γινόταν κατά μίμηση ειδωλολατρικών εορτών. Αντί να προσεύχονται, λέει, να προσκυνούν και να κλαίνε ζητώντας το έλεος του Θεού για τις αμαρτίες τους και να τον ευχαριστούν για τις ευεργεσίες του μεταβάλλουν τον ιερό τόπο σε αγορά και κοινό εμπορικό σταθμό. Αλλ’ εμείς, προσθέτει ο άγιος, «δεν πρέπει να ακολουθούμε τις διεφθαρμένες προλήψεις των πολλών, και να επικυρώνουμε με τη συμμετοχή μας αυτά τα άτοπα».
Μιλώντας γενικότερα για τις προσληφθείσες αλλότριες συνήθειες ο ίδιος άγιος συνιστά να τις «ξεμάθουμε».
Στην κάτω Ιταλία, ο άγιος Λουκάς ο Σικελιώτης έγραφε στη Διαθήκη του: «σαράντα πέντε χρόνια έχω αποκάμει και ο λαιμός μου βράχνιασε, για να βγάλω από τη μέση τις συνήθειες των ειδωλολατρών και των αγαρηνών».
Ο άγιος Χρυσόστομος, πιο οξύς και πιο απαιτητικός στην εκρίζωση παλαιών συνηθειών, μιλάει εφ’ όλης της ύλης:
«Ξέρω ότι φαίνομαι βαρύς σε μερικούς και φορτικός, όταν σας τα λέω αυτά θέλοντας να κόψω τις παλαιές συνήθειες. Αλλά δεν με νοιάζει γι’ αυτό! Δεν ζητώ να γίνω αρεστός, αλλά την ωφέλειά σας θέλω… Μη μου λέτε, έτσι μάθαμε. Όταν πρόκειται για παράβαση, άφησε στην άκρη τη συνήθεια. Κι αν μεν είναι κακό αυτό που γίνεται, και παλαιά συνήθεια να είναι, κατάργησέ την∙ αν όμως δεν είναι κακό, και συνήθεια να μην είναι, φέρτην και εφάρμοσέ την».
Η Εκκλησία δια των ιερών Κανόνων της έχει απαγορέψει στους χριστιανούς να καταφεύγουν σε μάντεις και αστρολόγους, σ’ αυτούς που λένε την τύχη και την μοίρα και άλλες «φλυαρίες που παραπλανούν» και είναι έργα του Διαβόλου. Ομοίως και τους βοσκούς που βάζουν κάποιο «κοκκαλάκι εις τα ποδάρια των προβάτων, ή τράγων, δια να αυξάνουν, και να πληθύνη το ποίμνιόν τους». Είναι αναρίθμητες οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις που κατείχαν τους αρχαίους, πολλά από τα οποία κληρονομήθηκαν και συνεχίζονταν να γίνονται πιστευτά μετά τη μεταστροφή των ειδωλολατρών στον αληθινό Θεό. Έτσι χειρομαντείες, νεκρομαντείες, όνειρα, το πέταγμα ενός πουλιού, το φτάρνισμα, το κακό συναπάντημα, κ.ο.κ. ήταν για τους αρχαίους τρόποι με τους οποίους πίστευαν ότι μιλούσε στον άνθρωπο ο θεός.
Η Εκκλησία δια των αγίων της συνιστά ωστόσο να αποφεύγεται η προσκόλληση σε παγανιστικές πρακτικές ακόμα και αν αυτές εμφανίζονται με χριστιανικό ένδυμα και, όπως αναφέρεται στο Πηδάλιο, «ανακατώνουν, μαζί με τις επικλήσεις των δαιμόνων, και Ψαλμούς του Δαβίδ, τα ονόματα των Αγίων, και αυτής της κυρίας Θεοτόκου, για τους οποίους λέει ο θείος Χρυσόστομος, ότι κι αν επονομάζουν το όνομα της αγίας Τριάδος, ή το όνομα των Αγίων, ή κάνουν το σημείο του Σταυρού, πρέπει οι Χριστιανοί να τους αποφεύγουν και να τους αποστρέφονται. Κι αλλού, στους Ανδριάντας, λέει∙ ‘Δεν ντρέπεσαι, Χριστιανέ, να φέρνεις στο σπίτι σου γριές μεθυσμένες και έξω από τα λογικά τους, αλλά λες ότι οι γριές αυτές άλλο δεν λένε παρά το όνομα του Θεού; Μα ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να τις αποστρέφεσαι, γιατί ενώ είναι χριστιανές οι γριές αυτές, κακομεταχειρίζονται το όνομα του Χριστού, και πράττουν τα έργα των Ελλήνων∙ διότι και οι δαίμονες έλεγαν μεν το όνομα του Χριστού, αλλά δεν έπαυαν να είναι δαίμονες, κακοί∙ γι’ αυτό και ο Χριστός τους έκλεισε το στόμα και τους έδιωξε’».
Έτσι έχουμε τα κάλαντα, με διαφορετικό σήμερα περιεχόμενο .
Ή τα ρύζια που συνηθίζεται να ρίχνουν στην ακολουθία του γάμου .
Ή την τιμή των νεκρών. Οι ειδωλολάτρες τιμούσαν τους νεκρούς τους και έκαναν γεύματα την 3η, 9η και 30η μέρα καθώς και κάθε χρόνο στην επέτειο. Οι χριστιανοί αντίστοιχα τελούσαν μνημόσυνα την 3η, 9η και 40η μέρα από τον θάνατο του νεκρού και την επέτειο του θανάτου του στη συμπλήρωση ενός χρόνου γιατί θεωρούσαν την ημέρα αυτή ως γενέθλιο για τη νέα ζωή .
Άλλοτε οι συνήθειες των ειδωλολατρών δεν έβλαπταν το ορθό φρόνημα της Εκκλησίας και διατηρήθηκαν, έχοντας δευτερεύον ή συμβολικό νόημα. Όπως λ.χ. το λούσιμο του νεκρού, ή το ντύσιμό του με καθαρά ρούχα αντί των συνηθισμένων καθημερινών που φορούσε ο κεκοιμημένος.
Ακόμη και η ‘μακαρία’, το γεύμα που προσφέρεται από τους συγγενείς για την ψυχή του κεκοιμημένου έχει παλαιές ρίζες. Συναντάται στον Όμηρο αλλά και στους Ρωμαίους, τους Βαβυλωνίους και άλλους λαούς που συνέτρωγαν κοντά στους τάφους πιστεύοντας πως και ο νεκρός συμμετέχει στην ευωχία. Οι δε Αιγύπτιοι αλλά και άλλοι λαοί όπως οι Ιάπωνες, άφηναν τροφές στους τάφους «με την ιδέαν ότι θα έλθει η ψυχή, έστω και υπό την μορφήν κόρακος, δια να τας φάγη». Κάτι που και σήμερα γίνεται από ορισμένους χριστιανούς χωρίς απαραίτητα παρόμοια ερμηνευτική.
Συχνά θάβονταν μαζί με το νεκρό και αντικείμενα που σχετίζονταν με τη ζωή του. Αλλά και στους χριστιανούς παρέμεινε η συνήθεια. Ο αγ. Αμβρόσιος αναφέρει ότι στον τάφο του αγ. μάρτυρα Αγρικόλα που μαρτύρησε το 303 βρέθηκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του. Ο αγ. Χρυσόστομος λέει ότι ο αγ. Βαβύλας που μαρτύρησε το 250 τάφηκε μαζί με τις αλυσίδες του. Μ’ αυτό τον τρόπο έδειχναν ότι οι χριστιανοί, παρατηρεί ο άγιος, ότι «αυτά που θεωρούνταν επονείδιστα, αυτά ήταν σεβαστά και λαμπρά όταν γινόταν για τον Χριστό».
Βέβαια, ο ίδιος άγιος θα επικρίνει την αρχαία τάση που μιμούνταν οι χριστιανοί της εποχής του, να συνθάπτουν με το νεκρό πολύτιμα αντικείμενα και κοσμήματα, που γίνονταν αιτία τυμβωρυχίας που …ξεγύμνωνε τελικά τον «επιμελώς ταφέντα» νεκρό. Πόσος πλούτος καταχωνιαζόταν με το σώμα του αποθανόντος φαίνεται και από τον τάφο της αυτοκράτειρας Μαρίας συζύγου του Ονωρίου, στον οποίο βρέθηκαν πολύτιμα φορέματα και κοσμήματα αξίας 36 λίτρων καθαρού χρυσού.
Άλλο παράδειγμα είναι η προσευχή προς ανατολάς. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας αναφέρει ότι «τα αρχαία ιερά έβλεπαν στη δύση, ώστε όσοι στέκονταν απέναντι στα αγάλματα να διδάσκονται να στρέφονται προς την ανατολή».
Ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ο λαός ήταν επιρρεπής στην προσκύνηση χρυσών αγαλμάτων, είχε δοθεί εντολή από τον Θεό τα χερουβείμ της Κιβωτού να έχουν πρόσωπα …μόσχου! Οι Ισραηλίτες από τον καιρό που ήταν σκλάβοι στον Φαραώ είχαν επηρεασθεί από την ειδωλολατρική πρακτική των Αιγυπτίων που προσκυνούσαν τον μόσχο και η συνήθεια αυτή δεν ήταν δυνατό να ξεριζωθεί δια μιας, χωρίς κάποιο μεταβατικό στάδιο. Ο λαός αυτός που δεν είχε την υπομονή να περιμένει τον Μωυσή να κατέβει από το όρος και έβρισκε ευκαιρία κάθε τόσο να στήνει χρυσά μοσχάρια, γιατί ήθελε χειροπιαστή λατρεία, δεν ήταν δυνατό να κάνει αίφνης στροφή 180ο. Μάθαιναν λοιπόν από τα Χερουβείμ, ότι αν ο μόσχος προσκυνάει την Κιβωτό, κακώς οι Αιγύπτιοι προσκυνούν τον μόσχο σαν θεό.
Μία και η αυτή συνήθεια, σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς. Με διαμετρικά αντίθετο ωστόσο αποτέλεσμα.
Ακόμη είχαν κυρίαρχες από το πρόσφατο παγανιστικό παρελθόν τους δοξασίες διάφορες για τον Άδη, σαν μια τεράστια σκοτεινή φυλακή κρυμμένη κάτω στα τρίσβαθα της γης ή κάποιες υπόγειες σκοτεινές σήραγγες, σκοτεινούς και ταρταρώδεις χώρους στους οποίους για να φτάσει κανείς έπρεπε να περάσει μεγάλους ποταμούς. Για να περάσουν οι ψυχές των νεκρών όφειλαν να προσφύγουν στις υπηρεσίες του Χάροντα και να πληρώσουν σ’ αυτόν κόμιστρα για να τους βγάλει απέναντι με τη βάρκα του. Άλλες παρεμφερείς αντιλήψεις προϋπέθεταν ένα θεό τιμωρό, ή έναν διάλογο της ψυχής με τα εναέρια τελώνια, ή τις αντιμισθίες και τιμωρίες που μια θεότητα γεμάτη φθόνο και εκδικητικότητα επιβάλλει στο ανθρώπινο γένος. Ο Άδης, που ήταν θεός της μυθολογίας, είχε βοηθούς δικαστές για τις ψυχές των νεκρών. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου ήταν τελεσίδικες. Οι μεν εκλεκτοί οδηγούνταν στα Ηλύσια πεδία ενώ οι κακοί στον Τάρταρο.
Η Εκκλησία με ήπιους τρόπους ζητά να μας αποσπάσει από παλαιά έθη και να μας οδηγήσει σταδιακά στο φως της αληθινής και εν πνεύματι λατρείας και στο αληθινό φρόνημα που μόνο αυτό σώζει.
Ο ίδιος ο Χριστός μας δέχθηκε συγκαταβατικά όρους των ειδωλολατρών. Το ίδιο το ευαγγέλιο μιλάει για τον «σεληνιαζόμενο» που θεραπεύτηκε. Υπήρχε «πλανεμένη αντίληψη» στους ανθρώπους, λέει ο άγιος Χρυσόστομος, ότι οι φάσεις της σελήνης κάνουν δαιμονισμένους τους ανθρώπους, ενώ «ο ίδιος ο δαίμων διέπραττε αυτή την κακουργία για να διαστρέψει το δημιούργημα» του Θεού. Καθώς εξηγεί ο Μ. Φώτιος, ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί «γνώριμες και συνηθισμένες στο πλήθος λέξεις» και τον «συνήθη στο πλήθος τρόπο», ώστε αυτοί που «λάτρευαν τον ήλιο και τη σελήνη», βλέποντας τα θαύματα του Κυρίου να απαλλαγούν «από την αρχαία ασεβή πλάνη τους».
Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με τις εικόνες. Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον γ΄ λόγο του περί των αγίων Εικόνων ότι και οι ειδωλολάτρες χρησιμοποιούν εικόνες. Με διαφορετικό όμως τρόπο: τις θεοποιούν. «Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργήσουμε και τη δική μας προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια».
Προσθέτει στη συνέχεια και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο ο άγιος: «Εξορκίζουν οι μάγοι και οι γόητες, λέει, εξορκίζει και η Εκκλησία τους κατηχουμένους, αλλ’ εκείνοι βέβαια επικαλούμενοι δαίμονες, ενώ η Εκκλησία το Θεό εναντίον των δαιμόνων. Οι ειδωλολάτρες αφιερώνουν τις εικόνες στους δαίμονες και τις αποκαλούν θεούς, ενώ εμείς τις αφιερώνουμε στον αληθινό Θεό, που σαρκώθηκε, και στους δούλους και φίλους του Θεού, τους αγίους, που απομακρύνουν τα στίφη των δαιμόνων».
Ένα σύγχρονο παράδειγμα είναι επίσης η ανάρτηση μαντηλιών (τζάτζαλα) από τα δένδρα. Άνθρωποι που ζητούν θεραπεία από κάποια ασθένεια αναρτούν κουρέλια, μαντήλια ή κλωστές στα κλαδιά δέντρων και θάμνων (συχνά δένοντας κόμπο), κοντά σε νερά, σε αγιάσματα και ιαματικές πηγές. Τα τμήματα αυτών των υφασμάτων είχαν αγγίξει προηγουμένως στο σώμα του ασθενούς και πίστευαν ότι προσδένοντάς τα στο δέντρο θα απαλλάσσονταν με αυτό τον τρόπο από την ασθένεια. Άλλοτε γίνεται είτε για κάποιο τάμα ή για να αποκτήσουν παιδιά οι στείρες γυναίκες. Κάθε άλλο παρά μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό. Συναντάται και σε πολλές δυτικές χώρες (Σκωτία, Ουαλία, Ιρλανδία, Γαλλία, Βέλγιο) στη Γεωργία, την Αρμενία καθώς και σε όλες τις βαλκανικές χώρες, αλλά και το Θιβέτ («προς τιμήν των θεοτήτων των βουνών και των υδάτων» ), την Ινδία, τα Ιμαλάϊα, την Ιαπωνία. Επίσης τα τζάτζαλα συνηθίζονται και σε ισλαμικές χώρες όπως το Ιράκ και το Αβγανιστάν, η Τυνησία και το Μαρόκο στη Β. Αφρική. Ακόμα και στην Μέκκα, υπάρχει ένα δέντρο στο οποίο κρεμούν ρούχα ή και όπλα. Στο Μουσείο της Λιέγης, Βέλγιο (Musee de la vie Wallone) εκτίθεται ένα ολόκληρο, τεράστιο δέντρο με «κρεμασμένα ράκη υφασμάτων, κουρέλια και υπολείμματα ρούχων», ακόμα και ρούχα ολόκληρα. Υπήρχε παλιά δοξασία ότι στις ιερές αυτές τοποθεσίες κατοικούσε η θεότητα των αγρών και των δασών η οποία προστάτευε από αρρώστιες ή κεραυνούς. Τα ράκη αυτά «πρέπει να μένουν άθικτα επάνω στα δέντρα, γιατί είναι ποτισμένα με την ασθένεια, η οποία μπορεί να μεταβιβαστεί στον απρόσεκτο ή περίεργο επισκέπτη». Το δέντρο επίσης δεν έπρεπε να πειραχτεί, ούτε να ανέβει άνθρωπος ή να κοιμηθεί στη σκιά του ή να γευτεί τον καρπό του, εκτός από τον άρρωστο που δοκίμαζε τον καρπό για να ιαθεί. Στη Λέσβο υπάρχουν δυο ναοί –με τα αντίστοιχα δέντρα- με την ονομασία «Άγιος Θεράπων Τζατζαλιάρης» και «Αϊ Γιάννης ο Τζατζαλιάρης».
Στον Βίο του αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη αναφέρεται ότι στα Φάρασα ήταν ένα δένδρο το οποίο «περισσότερο από φύλλα, είχε κλωστές και κουρελάκια δεμένα στα κλωνάρια του από τους πονεμένους ανθρώπους. Όταν δηλαδή αρρώσταιναν οι άνθρωποι που έμενα εκεί στα κτήματα, επειδή δεν ήταν εύκολο να πάνε στον Χατζεφέντη [τον άγιο Αρσένιο], στα Φάρασα, γιατί ήταν ιδιόκτητο και το κλείδωναν για να μην το βεβηλώσουν οι Τούρκοι, πήγαιναν και προσεύχονταν έξω από το Εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ∙ έκοβαν μία κλωστή από το ρούχο που ακουμπούσε στο πονεμένο μέρος του σώματος ή ένα κουρελάκι, και το έδεναν στο δένδρο και έλεγαν ‘Άγιε, πάρε μου τον πόνο, εσύ είσαι Άγιος και μπορείς’. Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ αμέσως θεράπευε τους πονεμένους πιστούς». Κάποτε ένας άθεος νέος είχε έρθει στα Φάρασα και κορόιδευε τους Φαρασιώτες ως καθυστερημένους. Μια μέρα βάλθηκε να κόψει το δέντρο ενώ οι άλλοι τον εμπόδιζαν. Ο άγιος όταν το έμαθε «πολύ λυπήθηκε για το κακό που έκανε στις ψυχές των πιστών» και τον έδιωξε από το χωριό.
Στην αρχαία ειδωλολατρική Ελλάδα επίσης, «συνηθιζόταν το ίδιο ακριβώς έθιμο της αναρτήσεως υφασμάτων και ρακών από τα ενδύματα ασθενών επάνω σε ξόανα ή ιερά αγάλματα, όπως και σήμερα συμβαίνει σε εικόνες ή προσκυνητάρια το ίδιο έθιμο».
Κάποτε το παραπάνω έθιμο συνδυάζεται με το ‘τρυποπέρασμα’ (ο ασθενής περνάει από το στένωμα ενός βράχου, ενός διάτρητου λίθου, το άνοιγμα μιας σπηλιάς ή μιας κουφάλας δέντρου ή τις θυρίδες ναών με σκοπό να απαλλαγεί από την αρρώστια) μια συνήθεια παγκόσμια και πανάρχαια. Στη Νάξο περνούσαν τα καχεκτικά παιδιά τους για να παχύνουν. Η συνήθεια αυτή δε συναντάται μόνο «σε βράχους ή πέρασμα ανάμεσα σε κίονες, αλλά ακόμα και πέρασμα από θωράκιο εικονοστασίου, όπως στην περίπτωση της Αγίας Ζώνης στο Σιδηρόκαστρο, δηλαδή μέσα στην εκκλησία και μάλιστα μετά την ανάγνωση ειδικής ευχής από τον ιερέα. Η Εκκλησία παρατηρούμε ότι ανέχεται την πανάρχαιη αυτή συνήθεια και κατά κάποιο τρόπο τη συντηρεί». Πρόκειται για «μαγικά υπολείμματα» τα οποία συχνά επιβιώνουν από την «αμάθεια μερικών κληρικών» αλλά και το «παραδοσιακό φρόνημα του ελληνικού λαού» και βέβαια λόγω των αναγκών θεραπείας ιδιαίτερα «ασθενικών παιδιών, για την υγεία των οποίων τα πάντα κάνει η κάθε οικογένεια».
Ας έρθουμε στην αστρολογία. Οι Μάγοι οδηγήθηκαν στο μυστήριο της θείας Οικονομίας με ένα άστρο. Ρωτάει για λογαριασμό μας ο άγιος Χρυσόστομος προσφέροντας συγχρόνως και την απάντηση:
«Γιατί προσείλκυσε [ο Θεός τους Μάγους] με θέαμα αυτού του είδους; Αλλά πώς έπρεπε; Να τους στείλει προφήτες; Ήταν μάγοι και δεν παραδέχονταν τους προφήτες. Να τους μιλήσει από τον ουρανό; Δεν θα έδιναν σημασία. Να αποστείλει άγγελο; Και αυτόν θα τον περιφρονούσαν. Γι’ αυτό δεν χρησιμοποίησε ο Θεός τίποτε από αυτά και με πολλή συγκατάβαση τους προσκάλεσε με μέσο, με το οποίο είχαν εξοικείωση, και τους έδειξε ένα μεγάλο και εντελώς διαφορετικό αστέρι, για να τους προξενήσει μεγάλη εντύπωση και με το μέγεθός του και με το κάλλος του και με τον τρόπο της κινήσεώς του. Αυτά μιμήθηκε και ο Παύλος και μίλησε προς τους Έλληνες από ένα βωμό και άντλησε επιχειρήματα από ποιητές. Επειδή δηλαδή κάθε άνθρωπος αγαπά εκείνα, με τα οποία έχει εξοικειωθεί, τα χρησιμοποιούν, και ο Θεός και οι άνθρωποι που απέστειλε, προς σωτηρίαν της οικουμένης».
Είναι ενδιαφέροντα και αυτά που λέει στη συνέχεια ο Χρυσορρήμων, επεκτείνοντας το παράδειγμα:
«Μη νομίσεις λοιπόν ότι θα έκρινε ταπεινωτικό να καλέσει [τους μάγους] με αστέρι. Διότι τότε θίγεις όλους τους Ιουδαϊκούς θεσμούς, τις θυσίες, τους καθαρμούς, την πρωτομηνιά, την κιβωτό, ακόμη και τον ναό τον ίδιο. Διότι αυτά έχουν την αρχή τους στην ειδωλολατρική θρησκεία. Ο Θεός όμως, για να σώσει τους παραπλανημένους, δέχθηκε να χρησιμοποιηθούν σαν θεραπευτικά μέσα, αφού τα μετέβαλε λίγο, εκείνα με τα οποία λάτρευαν τα είδωλα οι ειδωλολάτρες, για να τους απομακρύνει σταδιακά από τις συνήθειές τους και να τους οδηγήσει στην υψηλή πίστη. Αυτό λοιπόν έκανε και στην περίπτωση των μάγων. Συγκατέβη να τους καλέσει με τη θέα ενός άστρου, για να τους οδηγήσει κατόπιν υψηλότερα. Και αφού τους κατεύθυνε και τους οδήγησε και τους έφερε μπροστά στη φάτνη, δεν συνεννοείται πλέον μαζί τους μέσω του άστρου, αλλά με άγγελο, και έτσι βελτιώθηκαν σιγά σιγά».
Καθώς εύστοχα το διατυπώνει κάποιος σύγχρονός μας:
«Οι ομοιότητες με τα αρχαία προχριστιανικά έθιμα είναι τέτοιες, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να αρνηθεί τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά και στις σημερινές εκδηλώσεις προς τιμήν των νεκρών, που γίνονται κατά το τριήμερο των εορτών της Πεντηκοστής. Και δεν είναι μόνο τα λαϊκά αυτά έθιμα. Το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής είναι εντεταγμένο στο εορτολόγιό μας ως ημέρα κοινών δεήσεων υπέρ των κεκοιμημένων. Αλλά και η ίδια η ακολουθία της Γονυκλισίας κατά τον εσπερινό της Πεντηκοστής δεν είναι αμέτοχη από νεκρώσιμο χαρακτήρα… Είναι γνωστό, πως και οι αρχαίοι γονάτιζαν για να τιμήσουν τους νεκρούς και για να προσευχηθούν γι’ αυτούς στις χθόνιες θεότητες.
»Ο Χριστιανισμός κατά τη διάδοσή του εφάρμοσε μία πολύ σοφή τακτική. Αντικαθιστούσε ιουδαϊκές ή ειδωλολατρικές εορτές με χριστιανικές, δίνοντας σ’ αυτές νέο νόημα. Έτσι εκτός από το Πάσχα και την Πεντηκοστή των Εβραίων, που τις εκχριστιάνισε, αντικατέστησε και τις εορτές των γενεθλίων του ανικήτου ηλίου με τις εορτές της Γεννήσεως και της Επιφανείας του Ηλίου της Δικαιοσύνης, του Χριστού. Το θέμα της σχέσεως των Λεμουρίων με το τριήμερο της Πεντηκοστής, με το οποίο χρονικά περίπου συμπίπτει, δεν έχει μελετηθεί. Αλλά και αν ακόμα διαπιστωθεί κάποια σχέση, αυτό δεν θα είναι στοιχείο κατηγορίας για τη χριστιανική λατρεία. Κατά τις παραδοσιακές ημέρες λατρείας των νεκρών οι χριστιανοί μπορούσαν άριστα να προσεύχονται υπέρ των κεκοιμημένων πιστών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υιοθέτησαν ειδωλολατρικές συνήθειες και μόλυναν έτσι την καθαρή τους λατρεία. Αρκεί να διαβάσει κανείς τη θαυμάσια ακολουθία του Ψυχοσαββάτου και τις αριστουργηματικές και θεολογικότατες νεκρώσιμες ευχές της γονυκλισίας της Πεντηκοστής, για να αισθανθεί την άβυσσο που χωρίζει τη λογική λατρεία των χριστιανών από την εθνική λατρεία των νεκρών.
»Όσο για τα διάφορα λαϊκά νεκρικά έθιμα, που συνεχίζουν εν πολλοίς αρχαία προχριστιανικά, και πάλι αυτά έμειναν στο περιθώριο της χριστιανικής λατρείας χωρίς να θίξουν τον πνευματικό της χαρακτήρα. Οι άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο και όποια θρησκεία κι αν έχουν, εκφράζουν με παρόμοιους τρόπους τη λατρεία τους προς το Θεό και την τιμή τους στους νεκρούς. Εκείνο που έχει σημασία είναι το νόημα, που δίνει η κάθε μια θρησκεία σ’ όλους αυτούς τους τύπους και στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει την πανανθρώπινη αυτή γλώσσα των συμβόλων».
Κι άλλος ένας σύγχρονος, ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης, διευκρινίζει καταθέτοντας περισσότερα παραδείγματα:
«…Με αυτές τις αφομοιώσεις που είναι εντελώς εξωτερικές και δεν βλάπτουν την ουσίαν και το εντελώς Νέο του δόγματος, τα πλήθη που εκχριστιανίζονταν, τόσο των εβραίων όσον και των ειδωλολατρών, διευκολύνονταν στην αποδοχή της νέας τους θρησκείας. Κι αυτό, γιατί έβλεπαν ομοιότητες με τις παλαιές πίστεις τους και ικανοποιούνταν με τις σχετικές επεξηγήσεις που τους έδιδε η Εκκλησία, διαφωτίζοντάς τους δηλαδή, στο νέο περιεχόμενο που έπαιρναν… Για να διευκολύνει δηλαδή η Εκκλησία την υιοθέτηση της διδασκαλίας της δεν έκοψε ‘με το μαχαίρι’ (κατά το λεγόμενο) ό, τι συνέδεε τις φυλές αυτές με το παρελθόν αλλά, γνωρίζοντας κάλλιστα τη δύναμη της από αιώνων συνηθείας, προχώρησε προοδευτικώς, ήτοι επέτρεψε την διατήρηση εθίμων τους και λατρευτικών εκδηλώσεών τους (φυσικά εκείνων που δεν είχαν τη δύναμη να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα της) δίνοντας σε αυτά το δικό της νόημα. Έτσι, ωριμάζοντας αυτές οι φυλές μέσα στο εύκαρπο χριστιανικό κλίμα, καταλάβαιναν, σιγά –σιγά τη διαφορά των δύο κόσμων. Ότι από το σκότος ήλθαν στο φως. Ας θυμηθούμε τα τραγούδια, τους χορούς, τις δοξασίες, τις δεισιδαιμονίες κ.λπ. πρωτογόνων, λεγομένων, φυλών, – πράγματα που μετέτρεψε η Εκκλησία σε ιερούς χορούς, σε τριαδικούς ύμνους, σε έλλογη ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, σε αφοσίωση στο Θεό ως αγαθό πατέρα… Τέλος την λατρεία των πνευμάτων (προγόνων, της φύσεως κ.τ.τ.) που η Εκκλησία αντικατέστησε με την λατρεία του Αγίου Πνεύματος, της τιμής των αγίων, και όσα παρόμοια.
»Μην εκπλήσσονται λοιπόν μερικοί όταν ακούουν ότι πρόδρομες μορφές, (στοιχεία, κ.λπ.) π.χ. του Επιταφίου και της περιφοράς του, βεβαιώνονται, όπως είπαμε, στις εορτές των Παναθηναίων, του Αδώνιδος, κ.ά… Επίσης οι νυχτερινές ‘εγκατακοιμήσεις’ στα τελεστήρια αρχαίων ναών (π.χ. του Ασκληπιού) έγιναν τύπος των σχετικών παννυχίδων και διανυκτερεύσεων πολλών χριστιανών σε Εκκλησίες, κατά την παραμονή ιδιαίτερης εορτής, -και τόσα άλλα σχετικά».
Κλείνοντας την απάντησή μας θα πρέπει να επισημάνουμε και το εξής. Η οικονομία έχει όρους που τη διέπουν. Όταν δεν συντρέχουν απαραίτητοι λόγοι τότε η πράξη επανέρχεται στον κανονικό της ρου. Οι αλλότριες συνήθειες τότε δεν έχουν λόγο υπάρξεως και αποκόπτονται σύρριζα.
Η διαδεδομένη συνήθεια λ.χ. να πηδούν πάνω από φωτιές έχει απαγορευτεί.
«Προστάζουμε να καταργηθούν από τώρα και στο εξής οι φωτιές που ανάβονται από κάποιους μπροστά από τα εργαστήριά τους ή τα σπίτια τους την πρώτη μέρα κάθε μήνα, τις οποίες κάποιοι επιχειρούν και να πηδούν, σύμφωνα με κάποια παλιά συνήθεια. Όποιος λοιπόν κάνει κάτι τέτοιο, αν είναι κληρικός, να καθαιρείται, κι αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται».
Οι μητέρες παλαιά βάζανε με το δάχτυλο ακαθαρσία στο μέτωπο των παιδιών «για να διώχνει το κακό μάτι». Η αντίδραση του αγ. Χρυσοστόμου είναι χαρακτηριστική: «Δεν ντρέπεσθε, πείτε μου, δεν θα καταλάβετε ποτέ τις παγίδες τις διαβολικές;… Άξια για γέλια είναι αυτά και κωμωδία σατανική, όχι μόνο ξευτελιστική αλλά και που οδηγεί στην γέεννα αυτούς που εξαπατά… Το να διατηρεί κανείς αυτή τη ντροπή, αυτό είναι άξιο πολλών θρήνων».
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στα πανηγύρια και το εμπόριο έξω από τους ναούς, πράγμα που γινόταν κατά μίμηση ειδωλολατρικών εορτών. Αντί να προσεύχονται, λέει, να προσκυνούν και να κλαίνε ζητώντας το έλεος του Θεού για τις αμαρτίες τους και να τον ευχαριστούν για τις ευεργεσίες του μεταβάλλουν τον ιερό τόπο σε αγορά και κοινό εμπορικό σταθμό. Αλλ’ εμείς, προσθέτει ο άγιος, «δεν πρέπει να ακολουθούμε τις διεφθαρμένες προλήψεις των πολλών, και να επικυρώνουμε με τη συμμετοχή μας αυτά τα άτοπα».
Μιλώντας γενικότερα για τις προσληφθείσες αλλότριες συνήθειες ο ίδιος άγιος συνιστά να τις «ξεμάθουμε».
Στην κάτω Ιταλία, ο άγιος Λουκάς ο Σικελιώτης έγραφε στη Διαθήκη του: «σαράντα πέντε χρόνια έχω αποκάμει και ο λαιμός μου βράχνιασε, για να βγάλω από τη μέση τις συνήθειες των ειδωλολατρών και των αγαρηνών».
Ο άγιος Χρυσόστομος, πιο οξύς και πιο απαιτητικός στην εκρίζωση παλαιών συνηθειών, μιλάει εφ’ όλης της ύλης:
«Ξέρω ότι φαίνομαι βαρύς σε μερικούς και φορτικός, όταν σας τα λέω αυτά θέλοντας να κόψω τις παλαιές συνήθειες. Αλλά δεν με νοιάζει γι’ αυτό! Δεν ζητώ να γίνω αρεστός, αλλά την ωφέλειά σας θέλω… Μη μου λέτε, έτσι μάθαμε. Όταν πρόκειται για παράβαση, άφησε στην άκρη τη συνήθεια. Κι αν μεν είναι κακό αυτό που γίνεται, και παλαιά συνήθεια να είναι, κατάργησέ την∙ αν όμως δεν είναι κακό, και συνήθεια να μην είναι, φέρτην και εφάρμοσέ την».
Η Εκκλησία δια των ιερών Κανόνων της έχει απαγορέψει στους χριστιανούς να καταφεύγουν σε μάντεις και αστρολόγους, σ’ αυτούς που λένε την τύχη και την μοίρα και άλλες «φλυαρίες που παραπλανούν» και είναι έργα του Διαβόλου. Ομοίως και τους βοσκούς που βάζουν κάποιο «κοκκαλάκι εις τα ποδάρια των προβάτων, ή τράγων, δια να αυξάνουν, και να πληθύνη το ποίμνιόν τους». Είναι αναρίθμητες οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις που κατείχαν τους αρχαίους, πολλά από τα οποία κληρονομήθηκαν και συνεχίζονταν να γίνονται πιστευτά μετά τη μεταστροφή των ειδωλολατρών στον αληθινό Θεό. Έτσι χειρομαντείες, νεκρομαντείες, όνειρα, το πέταγμα ενός πουλιού, το φτάρνισμα, το κακό συναπάντημα, κ.ο.κ. ήταν για τους αρχαίους τρόποι με τους οποίους πίστευαν ότι μιλούσε στον άνθρωπο ο θεός.
Η Εκκλησία δια των αγίων της συνιστά ωστόσο να αποφεύγεται η προσκόλληση σε παγανιστικές πρακτικές ακόμα και αν αυτές εμφανίζονται με χριστιανικό ένδυμα και, όπως αναφέρεται στο Πηδάλιο, «ανακατώνουν, μαζί με τις επικλήσεις των δαιμόνων, και Ψαλμούς του Δαβίδ, τα ονόματα των Αγίων, και αυτής της κυρίας Θεοτόκου, για τους οποίους λέει ο θείος Χρυσόστομος, ότι κι αν επονομάζουν το όνομα της αγίας Τριάδος, ή το όνομα των Αγίων, ή κάνουν το σημείο του Σταυρού, πρέπει οι Χριστιανοί να τους αποφεύγουν και να τους αποστρέφονται. Κι αλλού, στους Ανδριάντας, λέει∙ ‘Δεν ντρέπεσαι, Χριστιανέ, να φέρνεις στο σπίτι σου γριές μεθυσμένες και έξω από τα λογικά τους, αλλά λες ότι οι γριές αυτές άλλο δεν λένε παρά το όνομα του Θεού; Μα ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να τις αποστρέφεσαι, γιατί ενώ είναι χριστιανές οι γριές αυτές, κακομεταχειρίζονται το όνομα του Χριστού, και πράττουν τα έργα των Ελλήνων∙ διότι και οι δαίμονες έλεγαν μεν το όνομα του Χριστού, αλλά δεν έπαυαν να είναι δαίμονες, κακοί∙ γι’ αυτό και ο Χριστός τους έκλεισε το στόμα και τους έδιωξε’».
Από το περιοδικό ΚΙΒΩΤΟΣ, τεύχος 25, καλοκαίρι 2011, σελίδες 13 -20.
το είδαμε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά