Όποιος λοιπόν ανήκει σε αυτούς ας μη θυμάται τις αιτίες της δυστυχίας του, πώς του ήλθαν, γιατί αυτό του προκαλεί μεγαλύτερη θλίψη και αγανάκτηση, αλλά να σκέφτεται το πλήθος των αμαρτημάτων του και να ευχαριστεί Τον Κύριο για τη λίγη παίδευση που του έδωσε εδώ πρόσκαιρα για να μην τον κολάσει αιώνια. Πες μου Χριστιανέ που θλίβεσαι και έχεις τόση λύπη επειδή στερήθηκες τον πλούτο: Τα χρήματα, τα χωράφια, τα σπίτια και τα άλλα όμοια που έχασες ποιος σου τα έδωσε; Πού τα βρήκες;, Πώς τα απέκτησες; Δεν ξέρεις ότι όταν ήλθες σ’ αυτό τον κόσμο δεν είχες τίποτε από αυτά, ούτε ένα κομμάτι παλιόρασο για να σκεπάσεις την αισχύνη σου και όλα αυτά που απέκτησες σου τα έδωσε δανεικά Ο Πανάγαθος να τα εξουσιάζεις και να τα χαίρεσαι μέχρι να αποφασίσει να τα πάρει;
Τότε, λοιπόν, γιατί θλίβεσαι και σου κακοφαίνεται να επιστρέψεις το δάνειο; Γιατί δε μιμείσαι τον πολύαθλο Ιώβ, τον Ευστάθιο, την Πλακίδα και άλλους ενάρετους δούλους Του Δημιουργού που ζημιώθηκαν χίλιες φορές περισσότερο από σένα και δεν αγανάκτησαν, ούτε είπαν άπρεπο λόγο; Αλλά γνωρίζοντας ότι ο Θεός τους τα χάρισε έλεγαν με ευχαριστία: «Ο Κύριος τα έδωσε, Ο Κύριος τα πήρε, όπως ήθελε Ο Κύριος έτσι έγινε. Ας είναι το όνομά Του ευλογημένο».
Πες μου ανόητε, αν ένας άρχοντας έδινε σε ένα φτωχό εκατό φλουριά δανεικά, ή αμπελώνες, ή χωράφια, ή και άλλα πράγματα και εισοδήματα για να κερδίζει το κέρδος και την ωφέλειά τους και όταν αποφασίσει να τα πάρει πάλι πίσω και μετά από λίγα χρόνια έπαιρνε ο άρχοντας το δάνειο, θα ήταν πρέπον να δυσανασχετήσει ο φτωχός, να γογγύζει εναντίον του πλουσίου πως τον αδίκησε, ή θα έπρεπε να τον ευχαριστεί που τον άφησε τόσο καιρό και τα χαιρόταν;
Αχάριστε άνθρωπε, όταν σου δίνει πλούτο ο Κύριος και αυξάνουν τα πράγματά σου τον ευλογείς και τον ευχαριστείς και όταν ψοφήσουν τα ζώα σου, ή ναυαγήσεις στη θάλασσα, ή πεθάνει ο συγγενής, ή ο φίλος σου, ή σου έλθουν άλλες ζημιές διάφορες παραπονιέσαι στο Θεό και τον βλασφημείς άθλιε;
Όταν σου δίνει τον αναγνωρίζεις για Αφέντη και Κύριο, και όταν παίρνει γογγύζεις και τον κατηγορείς; Τη στιγμή μάλιστα που το κάνει για καλό σου και σε στερεί από τον πλούτο, όταν δει πως είναι η αιτία της απώλειάς σου; Όπως ο σωματικός γιατρός όταν καταλάβει πως ένας άνθρωπος έχει περισσότερο αίμα από όσο πρέπει και κινδυνεύει από την υπερβολή να τον πνίξει και να τον οδηγήσει στο θάνατο, τον φλεβοτομεί και βγάζει το κακό αίμα και το απομακρύνει. Έτσι κι ο Θεός, ο πάνσοφος γιατρός, γνωρίζοντας ότι ο πλούτος που είχες μπορούσε να σε θανατώσει στην ψυχή από την πολλή αγάπη που είχες γι’ αυτόν και την προσπάθεια, σου το πήρε και το έβγαλε σας κακό αίμα που σε έβλαπτε. Γι’ αυτό ευχαρίστησε την πρόνοια και τη σοφία Του για την ευσπλαχνία και την ευεργεσία που σου έκανε.
Διαβάζουμε στις ιστορίες των Ρωμαίων, για έναν Έλληνα φιλόσοφο, ότι, γνωρίζοντας, επειδή ήταν σοφός τη ζημιά που του προκαλούσε ο πλούτος και τα υπάρχοντά του, τα μάζεψε όλα και τα έριξε στη θάλασσα λέγοντας: «Καλύτερα να σας πνίξω εγώ, παρά εσείς να πνίξετε εμένα».
Αν λοιπόν αυτός ο ειδωλολάτρης έκανε έτσι για να μην έχει φροντίδα και μέριμνα στη φιλοσοφία, πόσα πρέπει να κάνεις εσύ, χριστιανέ, που γνωρίζεις πόση ζημιά σου προκαλεί ο πλούτος στην αρετή και πόσο μακαρίζει ο Δεσπότης τους φτωχούς;
Επειδή όμως δεν έχεις τέτοια θερμότητα να δώσεις τον πλούτο σου ελεημοσύνη στους φτωχούς με το χέρι σου, ευχαρίστησε το Θεό που σου πήρε τον κόπο και έκανε αυτό που έπρεπε να κάνεις εσύ και πήρε εκείνο που σε έβλαπτε και σου στέρησε τα πρόσκαιρα αγαθά για να κληρονομήσεις τα ουράνια. Κατάλαβε ακόμα πως σε αυτό τον κόσμο είμαστε πάροικοι και περπατούμε γρήγορα για να φτάσουμε στην ουράνια πατρίδα μας και όσο είμαστε φορτωμένοι με βαριά πράγματα τόσο δυσκολότερα περπατούμε στο δρόμο μας και αν υπήρχε κάποιος να σηκώσει ένας μέρος από το φορτίο μας θα τον ευχαριστούσαμε για την καλοσύνη που μας έκανε. Λοιπόν μην παραπονιέσαι στο Δεσπότη Χριστό που σου πήρε το βάρος για να φτάσεις γρηγορότερα στην πατρίδα σου στερημένος από τον πλούτο και καλύτερα ευχαρίστησε τον ευεργέτη σου.
Και να ξέρεις στο εξής, ότι αντί για τα επίγεια πράγματα που έχασες, τα οποία σε κάθε περίπτωση θα τα άφηνες εδώ μετά το θάνατό σου, είναι ετοιμασμένα άλλα αγαθά τελειότερα και αξιότερα από όσο μπορείς και επιθυμείς, τα οποία πρόκειται να κληρονομήσεις εάν έχεις λίγη υπομονή και ευχαριστείς το Θεό για τη φτώχεια σου.Όμως εάν γογγύζεις και βλασφημείς κάνεις μεγαλύτερη ζημιά, γιατί έχασες και αυτά τα πρόσκαιρα αγαθά και στερείσαι και τα αιώνια και χάνεις τον ουράνιο εκείνο πολύτιμο μαργαρίτη που λέει ο Κύριος στο «Κατά Ματθαίον» Ευαγγέλιο, στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο, πως έδωσε εκείνος ο φρόνιμος έμπορος όσα είχε και τον αγόρασε.
Ώ, και να ήξεραν όσοι είναι θλιμμένοι την αξία αυτού του πολύτιμου μαργαρίτη, δηλαδή της φτώχειας, γιατί τότε δε θα χρειάζονταν λόγια για να παρηγορηθούν σε αυτή και μάλιστα θα χαίρονταν γνωρίζοντας το μεγάλο θησαυρό που έχουν.
Γιατί παραπονιέσαι Χριστιανέ και γογγύζεις στη φτώχεια σου, που αυτή είναι ένας κλήρος ασφαλέστατος και ακίνδυνος χωρίς καμία κρίση και εναντιότητα; Μια ειρηνική κατάσταση που κανένας δεν τη φθονεί. Μια ατάραχη ελευθερία, άφοβη και αμέριμνη;
Αν η φτώχεια μας κάνει να απολαύσουμε μεγάλο πλούτο, πλησμονή και αυτάρκεια, γιατί δεν την ποθούμε παρά μόνο τους πρόσκαιρους θησαυρούς;
Ο Χριστός λέει: «Μακάριοι αυτοί που πεινούν εδώ πρόσκαιρα, γιατί θα χορτάσουν αιώνια» Και πάλι σε άλλο χωρίο: «Αλλοίμονο σε σας που είστε χορτασμένοι, γιατί πρόκειται να πεινάσετε αιώνια». Ποιος λοιπόν δε θα προτιμήσει το παντοτινό και ουράνιο αγαθό; Αν λοιπόν θέλεις να έχεις χριστιανέ, υπομονή στη θλίψη σου, ερεύνησε με επιμέλεια και τη ζημιά τόσο του πλούτου που στερείσαι όσο και της φτώχειας που έχεις και θα καταλάβεις, ότι αν και μισούν την πενία οι περισσότεροι άνθρωποι, επειδή είναι σαρκικοί και ανόητοι, όμως αυτή έπρεπε να τιμούν όλοι περισσότερο, παρά το μάταιο πλούτο, που δεν τους δίνει καμία ωφέλεια, αλλά μάλλον αιώνια κόλαση.
Απόσπασμα από το ψυχωφελέστατο βιβλίο
«ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ»
Αγαπίου μοναχού του Κρήτος
Μεταγραφή στη νέα Ελληνική