Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2016

Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μνημόσυνα





Πρόλογος

Σύμφωνα μὲ ὁμόφωνη ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία τὴν ὁποία ἐπιβεβαιώνει ἀδιάκοπη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση αἰώνων, οἱ εἰδικὲς εὐχὲς γιὰ τοὺς νεκροὺς θεσπίστηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Ἡ θέσπιση αὐτὴ ἔχει δύο βασικὰ δογματικὰ θεμέλια: α) τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας ἁγίων, ποὺ ἀποτελεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς «κεκοιμημένους» χριστιανοὺς καὶ β) τὴν πίστη στὴ μεταθανάτια ζωή, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν τελικὴ κρίση.

Ἐπιπλέoν, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ διαχρονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς προτρέπουν νὰ ἐκδηλώνουμε τὴ μέριμνά μας γιὰ τὴν ἀνάπαυση μιᾶς ψυχῆς ὄχι μόνο μὲ προσευχές, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα ἀγάπης. Ἔτσι, οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς παραγγέλνουν νὰ προσφέρονται στοὺς φτωχοὺς ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ νεκροῦ στὴ μνήμη του. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, συμβουλεύει νὰ κάνουμε τέτοιες ἀγαθοεργίες, «ὥστε, ἂν μὲν ὁ νεκρὸς εἶναι ἁμαρτωλός, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του• καὶ ἂν εἶναι δίκαιος, νὰ λάβει μεγαλύτερο μισθὸ καὶ ἀνταπόδοση». Οἱ προσευχές, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, γιὰ τοὺς νεκροὺς περιλαμβάνουν τόσο τὴν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τους στὶς θεῖες λειτουργίες, ὅσο καὶ τὴν τέλεση εἰδικῶν ἀκολουθιῶν, τῶν μνημοσύνων.

Ἤδη στὶς Ἀποστολικὲς Διδαχὲς βρίσκεται ἡ διάκριση τῶν μνημοσύνων σὲ «τρίτα», «ἔνατα», «τεσσαρακοστὰ» καὶ ἐνιαύσια» (ἐτήσια), ἀνάλογα μὲ τὸ χρόνο τελέσεώς τους ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου.

Πολλοὶ συμβολισμοὶ τῶν ἐπιμέρους μνημοσύνων ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς πατέρες. Οἱ κυριότεροι εἶναι οἱ ἑξῆς: Τὰ «τρίτα» συμβολίζουν τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν τριήμερη παραμονή Του στὸν τάφο καὶ τελοῦνται μὲ τὴν εὐχὴ ν’ ἀναστηθεῖ καὶ ὁ νεκρὸς στὴν οὐράνια βασιλεία. Τὰ «ἔνατα» τελοῦνται γιὰ τὰ ἐννέα τάγματα τῶν ἀύλων ἀγγέλων, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ βρεθεῖ κοντά τους ἡ ἄυλη ψυχὴ τοῦ νεκροῦ. Τὰ «τεσσαρακοστὰ» τελοῦνται γιὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγινε σαράντα μέρες μετὰ τὴν ἀνάστασή Του. Μὲ τὴν εὐχὴ νὰ «ἀναληφθεῖ» καὶ ὁ νεκρός, νὰ συναντήσει τὸ Χριστὸ στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ ζήσει γιὰ πάντα μαζί Του. Τὰ «ἐνιαύσια» (ἐτήσια), τέλος, τελοῦνται τὴν ἐπέτειο ἡμέρα τοῦ θανάτου, σὲ ἀνάμνηση τῶν γενεθλίων τοῦ νεκροῦ, καθώς, γιὰ τοὺς πιστοὺς χριστιανούς, ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεως εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου καὶ τῆς μεταστάσεως στὴν αἰώνια ζωή. Μνημόσυνα, ἀντίστοιχα μὲ τὰ παραπάνω, τελοῦνται τὸν τρίτο, ἕκτο καὶ ἔνατο μήνα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου («τρίμηνα», «ἑξάμηνα», «ἐννεάμηνα»).

Τὴ μεγαλύτερη ὠφέλεια, πάντως, στοὺς νεκροὺς τὴν προξενεῖ ἡ τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας στὴ μνήμη τους, γιατί τότε, μὲ τὶς μερίδες τους στὸ ἅγιο δισκάριο, «ἑνώνονται ἀόρατα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἐπικοινωνοῦν μαζί Του καὶ παρηγοροῦνται καὶ σώζονται καὶ εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ» (ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰδικὰ γιὰ κάθε νεκρὸ μνημόσυνα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες της, γενικὲς δεήσεις γιὰ τοὺς «κεκοιμημένους», ὅπως εἶναι λ.χ. τὸ νεκρώσιμο μέρος τοῦ μεσονυκτικοῦ καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς στὶς ἐκτενεῖς τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ ὄρθρου καὶ τῆς θείας λειτουργίας. Ἔχει, ἐπίσης, καθιερώσει καὶ εἰδικὲς ἡμέρες μνημοσύνων. Τὰ Σάββατα σχεδὸν ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, καὶ ἰδιαίτερα τὰ προηγούμενα τῶν Κυριακῶν τῆς Ἀπόκρεω καὶ τῆς Πεντηκοστῆς (Ψυχοσάββατα), εἶναι ἀφιερωμένα στὴ μνήμη τῶν νεκρῶν.

Πρέπει, τέλος, νὰ σημειωθεῖ, ἂν καὶ αὐτονόητο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τελεῖ μνημόσυνα μόνο γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ κοιμήθηκαν μέσα στοὺς κόλπους της.

Ὅσα συνοπτικὰ ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω γιὰ τὰ μνημόσυνα καί, γενικότερα, τὴν κοινωνία τῶν ζωντανῶν μὲ τὰ «κεκοιμημένα» μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὅλων τῶν μελῶν τοῦ θεανθρώπινου σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀφενὸς ἐνημερωτικὰ γιὰ τὸν «ἀμύητο» ἀναγνώστη καὶ ἀφετέρου προοιμιακά τῆς πραγματείας τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων», ἀποσπάσματα τῆς ὁποίας ἀκολουθοῦν σὲ ἐλεύθερη νεοελληνικὴ ἀπόδοση.

Μ’ αὐτὸ τὸ ἔργο του ὁ μεγάλος ἅγιος καὶ θεολόγος τοῦ 8ου αἰώνα συνοψίζει τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησία μας γιὰ τὰ μνημόσυνα καί, χρησιμοποιώντας πλῆθος πατερικῶν μαρτυριῶν, ἀπαντᾶ σὲ πολλὰ ἐρωτήματα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἱστορικὴ προέλευση, τὴ σημασία καὶ τὴ σκοπιμότητά τους.

1). Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι πρόσφεραν θυσίες γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν «τῶν μετ’ εὐσεβείας κοιμωμένων» (Β΄ Μακ.12:45)

2) Σχετικὸς εἶναι καὶ ὁ θεολογικὸς συμβολισμὸς τῶν κολλύβων ποὺ προστίθενται σὲ κάθε μνημόσυνο. Τὸ σιτάρι συμβολίζει τὴν ταφή, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν πέρα ἀπὸ τὸν τάφο ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, καθώς, πέφτοντας στὴ γῆ, σαπίζει καὶ «πεθαίνει». Ἀπ’ αὐτὸν τὸ «θάνατό» του ὅμως βλασταίνει μία νέα ζωή.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ







Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μνημόσυνα

Ὁ διάβολος, ὁ ἄδειος ἀπὸ καθετὶ καλὸ καὶ θεάρεστο, μὲ πρόσχημα ἀλλόκοτο καὶ παράδοξο καὶ ὁλότελα ἄθεσμο, ἔπεσε πάνω σὲ κάποιους καὶ τοὺς φύτεψε τὴν ἰδέα ὅτι τάχα δὲν ὠφελοῦν σὲ τίποτα τοὺς νεκροὺς ὅλες οἱ θεάρεστες πράξεις, ποὺ γίνονται γιὰ τὶς ψυχές. Γιατί λένε, χρησιμοποιώντας ἁγιογραφικὰ χωρία γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν ἄποψή τους, «Ὁ καθένας θὰ πάρει τὴν ἀμοιβὴ του ἀνάλογα μὲ τὰ ὅσα καλὰ ἢ κακὰ ἔπραξε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ» (Β΄ Κορ.5:10) καὶ «Στὸν ἅδη ποιὸς θὰ μετανοήσει ἐνώποιόν Σου;» (πρβλ.Ψαλμ. 6:6) καὶ «Ἐσύ, Κύριε, θὰ ἀμείψεις ἢ θὰ τιμωρήσεις τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του» (Ψαλμ. 61:13) καὶ «ὅ,τι ἔσπειρε ὁ καθένας, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει». (πρβλ.Γαλ. 6:7).

Ἀλλά, σοφοί μου, θὰ λέγαμε σ’ αὐτούς, ἐρευνῆστε καὶ μάθετε, ὅτι ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἐμπνέει ὁ Θεός, ὁ Κύριος τῶν ὅλων, πολὺ πιὸ μεγάλη εἶναι ἡ ἀγαθότητά Του. Καὶ οἱ ἀπειλὲς Του εἶναι, βέβαια φοβερές, μὰ καὶ ἡ φιλανθρωπία Του ἀφάνταστα μεγάλη. Καὶ οἱ καταδίκες Του εἶναι φρικτές, μὰ καὶ ἡ εὐσπλαχνία Του πέλαγος ἀπέραντο.

Προσέξτε τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή:

Ὅταν στὴ Σιών, τὴν πόλη τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ, ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος εἶδε τὸ λαὸ του θανατωμένο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔψαξε καὶ βρῆκε μέσα στοὺς κόρφους τους μικρὰ εἴδωλα. Ἀμέσως, μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ ἀγάπη, πρόσφερε γιὰ τὸν καθένα τους ἐξιλαστήρια θυσία στὸν σπλαχνικὸ Κύριο. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴ Γραφὴ θαυμάζεται γιὰ τὴν πράξη του ἐκείνη, καθὼς καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες (βλ. Β΄ Μακκ. 12:38-45).

Οἱ μαθητὲς τοῦ Σωτήρα μας, πάλι, οἱ μῦστες καὶ αὐτόπτες τοῦ Λόγου, οἱ θεῖοι ἀπόστολοι, ποὺ σαγήνεψαν τὸν κόσμο, θέσπισαν νὰ γίνεται μνημόνευση τῶν πιστῶν νεκρῶν κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων. Ἀπὸ τότε μέχρι τώρα ἡ ἀποστολικὴ καὶ καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, κρατάει σταθερὰ καὶ ἀναντίρρητα αὐτὴ τὴν παράδοση, καὶ θὰ τὴν κρατάει ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Αὐτό, ὁπωσδήποτε, δὲν τὸ θέσπισαν οὔτε ἀλόγιστα οὔτε ἄσκοπα οὔτε τυχαῖα. Γιατί τίποτε ἀνώφελο δὲν ἔχει παραλάβει ἡ ἀλάθητη χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τίποτε ἄχρηστο δὲν ἔχει διατηρήσει σταθερὰ τόσους αἰῶνες. Ὅλα ὅσα ἔχει παραλάβει καὶ διατηρήσει εἶναι καὶ χρήσιμα καὶ θεάρεστα καὶ πολὺ ὠφέλιμα καὶ πολὺ σωτήρια.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί ἔχουν πεῖ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα οἱ παλαιότεροι ἅγιοι πατέρες.

Ὁ μεγάλος καὶ βαθὺς γνώστης τῶν θείων Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, στὸ ἔργο του γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία, γράφει ἀκριβῶς τὰ ἑξῆς: «Οἱ προσευχὲς τῶν ἁγίων καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καί, πολὺ περισσότερο, μετὰ τὸ θάνατο, ἐπιδροῦν σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἄξιοι ἱερῶν εὐχῶν, δηλαδὴ στοὺς πιστούς». Καὶ πάλι: «Ὁ πανάγαθος Θεὸς ζητάει νὰ συγχωρήσει ὅλα τὰ πταίσματα, ποὺ ὀφείλονται στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, καὶ νὰ τοὺς τοποθετήσει στὴ χώρα τῶν ζωντανῶν, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ἀπ’ ὅπου ἔχουν φυγαδευθεῖ ὁ πόνος, ἡ λύπη καὶ ὁ στεναγμός, παραβλέποντας μὲ τὴν ἀγαθότητα τῆς θεαρχικῆς Του δυνάμεως τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε ὁ νεκρὸς ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀφοῦ, ὅπως λέει ἡ Γραφή, κανένας δὲν εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία.

Βλέπεις ἐσὺ ποὺ ἀντιλέγεις, πὼς βεβαιώνει ὅτι εἶναι ὠφέλιμες οἱ δεήσεις γι’ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν μὲ τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό;

Ὁ ἐπώνυμός τῆς θεολογίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέει γιὰ τὴ μητέρα του στὸν ἐπιτάφιο λόγο τοῦ ἀδερφοῦ του Καισαρίου: «Ἀκούστηκε κήρυγμα ἀξιοπρόσεκτο καὶ ὁ πόνος τῆς μητέρας γίνεται πιὸ ἐλαφρὸς μὲ τὴν καλὴ καὶ θεάρεστη ὑπόσχεση, ὅτι θὰ τὰ δώσει ὅλα γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ, θὰ δώσει τὸν πλοῦτο του ὡς ἐπιτάφιο δῶρο γι’ αὐτό». Καὶ πιὸ κάτω: «Ὅσα, λοιπόν, ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, εἶναι αὐτά. Καὶ ἄλλα τὰ κάναμε ἤδη, ἀλλὰ θὰ τὰ κάνουμε στὸ μέλλον, προσφέροντας τὶς ἐτήσιες τιμὲς καὶ τὰ μνημόσυνα, ἂν φυσικὰ μείνουμε στὴ ζωή».

Μετὰ ἀπ’ αὐτόν, ὁ χρυσώνυμος καὶ πραγματικὰ Χρυσόστομος Ἰωάννης, στὴ θεοφώτιστη ἑρμηνεία του στὸ κατὰ Ἰωάννη εὐαγγέλιο, λέει: «Ἂν οἱ εἰδωλολάτρες καῖνε μαζὶ μὲ τοὺς νεκροὺς καὶ τὰ πράγματα ποὺ τοὺς ἀνήκουν, πόσο μᾶλλον ἐσύ, ὁ πιστός, πρέπει νὰ συνοδέψεις μαζὶ μὲ τὸν πιστὸ καὶ τὰ πράγματά του, ὄχι γιὰ τὴν στάχτη, ὅπως ἐκεῖνα τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσεις μεγαλύτερη δόξα: Ἂν δηλαδὴ ὁ νεκρὸς εἶναι ἁμαρτωλός, γιὰ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του• ἂν πάλι εἶναι δίκαιος γιὰ ν’ αὐξηθοῦν ὁ μισθὸς καὶ ἡ ἀνταμοιβή του». Καὶ στὴν ἑρμηνεία του στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ γράφει: «Ἂς σοφιστοῦμε κάποιαν ὠφέλεια γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν. Ἂς τοὺς προσφέρουμε κάθε δυνατὴ βοήθεια. Μιλάω γιὰ τὶς ἐλεημοσύνες καὶ τὶς προσφορές, αὐτὲς ποὺ πραγματικά τοὺς ἐξασφαλίζουν πολλὴ ἀνακούφιση, μεγάλη ἀπολαβὴ καὶ ὠφέλεια. Γιατί αὐτὰ ποὺ νομοθετήθηκαν οὔτε παραδόθηκαν ἔτσι ἄσκοπα καὶ τυχαῖα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς σοφοὺς μαθητές Του. Καὶ δὲν θὰ μᾶς ἄφηναν ἐκείνη τὴν παράδοση νὰ κάνει εὐχὴ ὁ ἱερέας, κατὰ τὴν τέλεση τῶν φρικτῶν μυστηρίων, γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ κοιμήθηκαν, ἂν δὲν γνώριζαν ὅτι θὰ εἶχαν ἀπ’ αὐτὸ πολὺ κέρδος καὶ μεγάλη ὠφέλεια.

Ὁ σοφὸς Γρηγόριος ὁ Νύσσης, πάλι γράφει: «Τίποτα δὲν παραδόθηκε ἀσυλλόγιστα καὶ ἀνώφελα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ κήρυκες τοῦ Χριστοῦ, μὰ καὶ τίποτα δὲν διατηρήθηκε ἀσυλλόγιστα καὶ ἀνώφελα σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὴ θεία κι ὁλόλαμπρη μυσταγωγία ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν ὀρθόδοξοι, εἶναι ὁπωσδήποτε ὠφέλιμο καὶ θεάρεστο».

Γιατί τὰ λόγια, «Ἐσύ, Κύριε, θ’ ἀμείψεις ἢ θὰ τιμωρήσεις τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του» (Ψαλμ. 61:13) καὶ «Ὁ καθένας θὰ θερίσει αὐτὸ ποὺ ἔσπειρε» (πρβλ. Γαλ.6:7) καὶ τὰ ἄλλα παρόμοια, ἔχουν λεχθεῖ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴ Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου, τὴ φοβερὴ κρίση καὶ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Τότε, βέβαια, δὲν θὰ ὑπάρχει δυνατότητα βοήθειας. Τότε κάθε ἱκεσία θὰ εἶναι ἀνώφελη. Γιατί, ὅταν τελειώσει τὸ παζάρι, δὲν ὑπάρχει πιὰ ἐμπόρευμα διαπραγματεύσιμο. Πραγματικά, ποῦ θὰ εἶναι τότε οἱ φτωχοί; Ποῦ θὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς γιὰ τὴν τέλεση τῆς λατρείας; Ποῦ οἱ ψαλμωδίες; Ποῦ οἱ εὐεργεσίες; Ποῦ οἱ ἀγαθοεργίες;

Γι’ αὐτό, πρὶν ἔρθει ἐκείνη ἡ ὥρα, ἂς βοηθήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἂς προσφέρουμε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης μας στοὺς ἀδερφούς. Γιατί δέχεται μὲ εὐχαρίστηση τὶς προσφορές μας γιὰ χάρη ὅσων δὲν πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν, θὰ λέγαμε, ἀπροετοίμαστοι. Τὶς δέχεται καὶ τὶς λογαριάζει σὰν πράξεις καὶ προσφορὲς ἐκείνων. Ἔτσι θέλει ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, νὰ Τοῦ ζητᾶνε τὰ πλάσματά Του καὶ νὰ τοὺς δίνει ὅσα εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία τους. Καὶ μάλιστα λυγίζει ὁλοκληρωτικά, ὅταν κάποιος δὲν ἀγωνίζεται μόνο γιὰ τὴν δική του ψυχή, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ πλησίον του. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος γίνεται μιμητὴς τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς δωρεὲς τῶν ἄλλων τὶς ζητάει σὰν δικές του χάρες. Ἔτσι ἐκπληρώνει τὴν προϋπόθεση τῆς τέλειας ἀγάπης, ἐξασφαλίζει τὸν μακαρισμὸ («μακάριοι εἶναι ὅσοι δείχνουν ἔλεος στοὺς ἄλλους, γιατί σ’ αὐτοὺς θὰ δείξει ὁ Θεὸς τὸ ἔλεός Του», Ματθ.5: 7) καί, μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ πλησίον, εὐεργετεῖ πάρα πολὺ καὶ τὴ δική του ψυχή.

Ἂς περάσουμε τώρα ἀπ’ αὐτὰ σὲ ἄλλα παρόμοια καὶ ἰσοδύναμα. Ὁ Παλλάδιος, στὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία του, ἀναφέρει μὲ ἀκρίβεια τὰ θαύματα τοῦ μεγάλου Μακαρίου. Ἐκεῖ γράφει πὼς ὁ ὅσιος Μακάριος, ρωτώντας κάποτε τὸ κρανίο ἑνὸς νεκροῦ ἔμαθε ὅλα τὰ σχετικὰ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει. Καὶ στὸ τέλος τὸν ρώτησε: ‘‘Δὲν βρίσκετε, λοιπόν, καμιὰ παρηγοριά;’’ Αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τὴν ἔκανε, γιατί συνήθιζε νὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς νεκροὺς καὶ ἤθελε νὰ ξέρει ἂν πραγματικά τοὺς ὠφελοῦσε. Τότε ὁ φιλάνθρωπος Κύριος θέλησε ν’ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια στὸ πιστὸ ὑπηρέτη Του. Τὸν πληροφόρησε, λοιπόν, μέσω τοῦ κρανίου: ‘‘Ὅταν προσφέρεις τὶς δεήσεις γιὰ τοὺς νεκρούς, αἰσθανόμαστε μιὰ μικρὴ ἀνακούφιση’’.

Κάποιος ἄλλος, πάλι, ἀπὸ τοὺς ὁσίους πατέρες εἶχε ἕναν μαθητὴ ποὺ ζοῦσε ἀπρόσεκτα. Ἔτσι, μέσα στὴ ραθυμία, ἔφτασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ πολυεύσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Κύριος φανέρωσε στὸ γέροντα, ποὺ τὸν παρακάλεσε μὲ δάκρυα, ὅτι θὰ ρίξει τὸν μαθητή του στὴν φωτιὰ μέχρι τὸ λαιμό, ὅπως τὸν πλούσιό τῆς παραβολῆς τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16:23-24). Ὅταν ὁ ὅσιος γέροντας ἄρχισε νὰ κτυπιέται καὶ νὰ ἱκετεύει κλαίγοντας τὸ Θεό, Ἐκεῖνος τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι θὰ τὸν βάλει στὴ φωτιὰ μόνο μέχρι τὴ ζώνη. Μὰ ὅταν καὶ πάλι ὁ γέροντας Τὸν παρακάλεσε μὲ μεγάλη ἐπιμονή, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδειξε σὲ ὅραμα ὅτι λύτρωσε τελείως τὸ μαθητή του ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως.

Ἀλλὰ ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ διηγηθεῖ μὲ τὴ σειρὰ ὅλες τὶς μαρτυρίες, ποὺ βρίσκονται σκόρπιες μέσα στοὺς βίους τῶν ἁγίων, στὰ μαρτυρολόγια καὶ στὶς ἱερὲς ἀποκαλύψεις, ἀπ’ ὅπου ὁλοφάνερα ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ προσευχές, οἱ λειτουργίες καὶ οἱ ἐλεημοσύνες γιὰ τοὺς νεκροὺς ὠφελοῦν πολὺ τὶς ψυχές τους; Γιατί, ἀπ’ ὅσα δανείστηκαν στὸ Θεό, τίποτα δὲν πάει χαμένο. Ὅλα τὰ ἀνταποδίδει ὁ Κύριος μὲ τὸ παραπάνω.

Ὅσο γιὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη, «Στὸν ἅδη ποιὸς θὰ μετανοήσει ἐνώπιόν Σου;» (πρβ. Ψάλμ. 6:6), εἴπαμε ἤδη πὼς οἱ ἀπειλὲς τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ εἶναι, βέβαια, φοβερές, ἀλλὰ τελικὰ τὶς ἐξουδετερώνει ἡ ἀνυπολόγιστη φιλανθρωπία Του. Ἄλλωστε, καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ προφήτη, ἔγινε ὁπωσδήποτε μετάνοια στὸν ἅδη. Ἐννοῶ τὴ μετάνοια ἐκείνων ποὺ πίστεψαν ἐκεῖ, ὅταν κετέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Ἀλλὰ καὶ στὸν ἅδη δὲν τοὺς ἔσωσε ὅλους ὁ Ζωοδότης. Ἔσωσε μόνο ὅσους τὸν πίστεψαν. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι καταργεῖται ἡ προφητεία. Ὄχι, ποτέ. Ἁπλὰ ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ πανάγαθος Κύριος νικιέται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του στὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν προφητικὸ λόγο τοῦ Ἰωνᾶ, «Ἡ Νινευΐ θὰ καταστραφεῖ» (Ἰων.3:4). Καὶ ὅμως δὲν καταστράφηκε, γιατί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νίκησε τὴ δικαιοσύνη Του. Καὶ στὸν Ἐζεκία εἶπε μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «Τακτοποίησε τὶς ὑποθέσεις τοῦ σπιτιοῦ σου, γιατί θὰ πεθάνεις. (Δ΄ Βασ. 20:1). Καὶ ὅμως δὲν πέθανε. Στὸν Ἀχαάβ, πάλι, ἔστειλε τὸν προφήτη Ἠλία γιὰ νὰ τὸν προειδοποιήσει: «θὰ σοῦ στείλω συμφορὲς» (Γ΄ Βασ. 20:21). Καὶ δὲν τοῦ ἔστειλε. Γιατί; Τὸ ἐξήγησε στὸν προφήτη. Εἶδες πῶς μετανόησε ὁ Ἀχαάβ; Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ τοῦ στείλω συμφορὲς ὅσο ζεῖ» (Γ΄ Βασ. 20:29). Πάλι, δηλαδή, ἡ ἀγαθότητά Του νίκησε τὴν ἀπόφασή του, ὅπως ἔγινε καὶ σὲ πάρα πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις καὶ ὅπως θὰ γίνεται μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, τότε ποὺ θὰ τελειώσει τὸ πανηγύρι, τότε ποὺ δὲν θὰ εἶναι πιὰ καιρὸς γιὰ βοήθεια ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος θὰ βρεθεῖ μόνος μὲ τὸ φορτίο του. Ἐνῶ τώρα εἶναι ἀκόμα καιρός, καιρὸς γιὰ φροντίδα, καιρὸς γιὰ συναλλαγή, καιρὸς γιὰ κόπο καὶ τρεχάματα καὶ ἀγώνα. Καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀπόκαμε, οὔτε ἔχασε τὴν ἐλπίδα του. Μὰ πιὸ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίστηκε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν πλησίον του.

Γιατί αὐτό, τὸ νὰ τρέχει δηλαδὴ ὁ καθένας σὲ βοήθεια τοῦ πλησίον, εὐχαριστεῖ περισσότερο τὸν φιλεύσπλαχνο Κύριο. Αὐτὸ θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ, νὰ εὐεργετοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ μετὰ τὸ θάνατο. Ἂν δὲν ἔβλεπε σωστὸ κάτι τέτοιο, δὲν θὰ μᾶς ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ μνημονεύουμε τοὺς νεκροὺς στὴ θεία λειτουργία, καθὼς καὶ νὰ τοὺς κάνουμε μνημόσυνα στὶς τρεῖς ἡμέρες, στὶς ἐννέα, στὶς σαράντα καὶ στὸ χρόνο, ὅπως χωρὶς καμιὰν ἀντίρρηση τὰ τηρεῖ ὁ εὐσεβέστατος λαός της. Ἄν, δηλαδή, αὐτὰ ἦταν μία κοροϊδία δίχως κέρδος καὶ ὠφέλεια, ὁπωσδήποτε σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πολλοὺς προγενέστερους θεοφόρους ἁγίους, πατριάρχες, πατέρες καὶ διδασκάλους θὰ ἐρχόταν ἡ φώτιση νὰ σταματήσει τὴν πλάνη. Κανένας τους, ὅμως, δὲν δοκίμασε ποτὲ νὰ καταργήσει τὰ μνημόσυνα. Ἀπεναντίας, μάλιστα, ὅλοι τὰ ἐπικύρωσαν, κι ἔτσι καθημερινὰ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ὄχι μόνο ἁπλώνεται καὶ ριζώνει, ἀλλὰ δέχεται καὶ ἀλλεπάλληλες προσθῆκες.

Ἂς δοῦμε, ὅμως τί λέει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὸν ὡραιότατο λόγο του γιὰ τοὺς κοιμηθέντες: «Κι ἂν ἀκόμα ὁ νεκρὸς τελείωσε τὴ ζωή του μὲ εὐσέβεια καὶ τοποθετήθηκε στὸ οὐρανό, μὴν ἀρνεῖσαι νὰ προσφέρεις λάδι καὶ ν’ ἀνάβεις κεριὰ στὸν τάφο του, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Γιατί αὐτὰ εἶναι εὐπρόσδεκτα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ φέρνουν πλούσια τὴν ἀνταπόδοσή Του, ἀφοῦ τὸ λάδι καὶ τὸ κερὶ εἶναι θυσία, ἡ θεία λειτουργία εἶναι ἐξιλέωση, καὶ ἡ ἀγαθοεργία στοὺς φτωχοὺς φέρνει κάθε ἀγαθὴ ἀνταπόδοση προσαυξημένη. Ὁ σκοπός, λοιπόν, ἐκείνου ποὺ κάνει τὴν προσφορὰ γιὰ τὸν νεκρό, εἶναι ἴδιος μ’ ἐκείνου ποὺ ἔχει ἕνα παιδὶ ἄλαλο, ἀδύναμο καὶ ἄρρωστο, καὶ γιὰ χάρη του προσφέρει μὲ πίστη στὸν ἱερὸ ναό, ὡς θυσία, κεριά, λιβάνι καὶ λάδι. Αὐτά, λοιπόν, δὲν εἶναι σὰν νὰ τὰ κρατάει καὶ νὰ τὰ προσφέρει τὸ ἴδιο τὸ παιδί; Κάτι ἀνάλογο δὲν γίνεται καὶ στὸ μυστήριο τοῦ θείου βαπτίσματος, ὁπότε ὁ ἀνάδοχος ‘‘ἀποτάσσεται τῷ σατανᾶ’’ καὶ ‘‘συντάσσεται τῷ Χριστῷ’’ γιὰ λογαριασμὸ τοῦ νηπίου ποὺ βαπτίζεται; Ὅμοια πρέπει νὰ κατανοοῦμε καὶ τὴν περίπτωση ἐκείνου ποὺ πέθανε πιστὸς στὸν Κύριο, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἴδιος κρατάει καὶ προσφέρει τὰ κεριά, τὸ λάδι καὶ ὅλα ὅσα ἐμεῖς προσφέρουμε γιὰ τὴν λύτρωσή του. Ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπιδίωξη, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν πίστη, δὲν θὰ ματαιωθεῖ. Γιατί οἱ θεολόγοι ἀπόστολοι καὶ οἱ μυσταγωγοὶ καὶ οἱ πνευματοφόροι πατέρες, ἀφοῦ πρῶτα ἑνώθηκαν μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἔγιναν μέτοχοι τῆς ἐκστατικῆς δυνάμεώς Του, θέσπισαν θεάρεστα τὶς λειτουργίες, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ψαλμωδίες, ποὺ γίνονται κάθε χρόνο στὴ μνήμη τῶν νεκρῶν».

Ἔρχεται, ὅμως, ἕνας ἀντίθετος καὶ λέει: ‘‘Ἂν εἶναι ἔτσι, ὅλοι θὰ σωθοῦν καὶ κανένας δὲν θὰ κολαστεῖ’’.

Σωστά. Καὶ μακάρι νὰ γίνει κάτι τέτοιο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ποθεῖ καὶ θέλει καὶ ἐπιδιώκει ὁ πανάγαθος Κύριος, εἶναι αὐτὸ ποὺ Τοῦ δίνει χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, τὸ νὰ μὴ στερηθεῖ κανεὶς τὶς θεῖες δωρεές Του. Μήπως τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια τὰ ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀγγέλους; Μήπως ἦρθε στὴ γῆ καὶ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔπαθε καὶ πέθανε γιὰ νὰ σώσει τὶς οὐράνιες δυνάμεις; Μήπως στοὺς ἀγγέλους θὰ πεῖ, «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία ποὺ σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ» (Ματθ. 25:34); Δὲν μπορεῖς ἐσύ, ὁ ἀντιρρησίας, νὰ ἰσχυριστεῖς ὅτι θὰ γίνει αὐτό. Ἀφοῦ ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὰ ὑπέφερε ὁ Χριστός, ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἑτοίμασε. Ποιὸς ἄλλωστε, καλώντας τοὺς φίλους του σὲ πλούσιο γεῦμα, δὲν θέλει νὰ ἔρθουν ὅλοι καὶ νὰ χορτάσουν ἀπ’ τὰ καλά του; Γιὰ ποιὸ σκοπό, δηλαδή, ἑτοίμασε τὸ φαγοπότι, ἂν ὄχι γιὰ νὰ περιποιηθεῖ τοὺς φίλους του; Ἄν, λοιπόν, αὐτὸ θέλουμε ἐμεῖς, δὲν θὰ τὸ θέλει πολὺ περισσότερο ὁ μεγαλοδωρος Θεός, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση Τοῦ εἶναι πανάγαθος καὶ φιλάνθρωπος καὶ πού, μοιράζοντας καὶ δίνοντας δῶρα, χαίρεται καὶ ἀγάλλεται περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἐκεῖνος ποὺ τὰ παίρνει;

Κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἀπέκτησε μικρὴ ζύμη ἀρετῶν καί, μολονότι ἤθελε, δὲν πρόφτασε νὰ τὴν κάνει ψωμὶ ἀπὸ ραθυμία ἢ ἀμέλεια ἢ ἀναβλητικότητα, κι ἔτσι μία μέρα, χωρὶς νὰ τὸ περιμένει, τὸν θέρισε ὁ θάνατος, αὐτὸς δὲν θὰ λησμονηθεῖ ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή. Ὁ Κύριος θὰ συγκινήσει τὶς ψυχὲς τῶν οἰκείων του, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν, ἀναπληρώνοντας τὰ ὑστερήματα τοῦ νεκροῦ.

Ἀπεναντίας, ὅποιος ἔζησε ζωὴ ἁμαρτωλή, ὅποιος δὲν πορεύθηκε ποτὲ σύμφωνα μὲ τὴ συνείδησή του, ἀλλὰ κυλιόταν ἄφοβα καὶ ἀδιάντροπα στὶς δυσωδίες τῶν ἡδονῶν, ἱκανοποιώντας ὅλες τὶς ὀρέξεις τῆς σάρκας καὶ ἀδιαφορώντας ὁλότελα γιὰ τὴν ψυχή του, ὅταν θὰ φύγει ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀπὸ κανέναν δὲν θὰ βοηθηθεῖ. Ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν τὸν λογαριάζει γιὰ δικό Του, θὰ οἰκονομήσει νὰ τὸν ξεχάσουν καὶ ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ τ’ ἀδέλφια του καὶ οἱ φίλοι του.

Ἐμένα, λοιπόν, ὅποιος εἶναι φίλος μου, εὔχομαι νὰ μὲ βοηθήσει, ἂν εἶναι δυνατόν, ὥστε νὰ μὴν ἀφήσω πίσω μου κανένα ὑστέρημα. Ἄν, ὅμως, φτάσω στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου χωρὶς νὰ εἶμαι ἀπόλυτα ἕτοιμος, παρακαλῶ τὸν πολυέλαιο Κύριο νὰ συγκινήσει τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους μου καὶ νὰ θερμάνει τὶς καρδιές τους, ὥστε, ἂν ὡς ἄνθρωπος ἀφήσω κάποιο ὑστέρημα, νὰ μὲ βοηθήσουν ὁλοπρόθυμα καὶ νὰ τὸ ἀναπληρώσουν μὲ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα. Ἔτσι, ἄλλωστε, διδάσκει καὶ διακηρύσσει ὁ θεολόγος Χρυσόστομος, ποὺ τὸν ἀνέφερα καὶ πιὸ πάνω. «Ἂν δὲν πρόλαβες», λέει, «νὰ τακτοποιήσεις ὅλα τὰ ζητήματα τῆς ψυχῆς σου ὅσο ζοῦσες, τότε, ἔστω καὶ στὰ τελευταῖα σου, ἄφησε ἐντολὴ στοὺς δικούς σου νὰ στείλουν μαζί σου τὰ ὑπάρχοντά σου, ὅταν πεθάνεις, νὰ σὲ βοηθήσουν δηλαδὴ μὲ ἀγαθοεργίες, ἐλεημοσύνες καὶ προσφορές. Ἔτσι θὰ κάνεις τὸ Λυτρωτὴ νὰ σὲ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιείκεια, γιατί αὐτὰ τὰ δέχεται μὲ εὐχαρίστηση».

Ὁ ἴδιος, πάλι γράφει κάπου ἀλλοῦ: «Στὴ διαθήκη σου βάλε συγκληρονόμο, μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς συγγενεῖς σου, καὶ τὸν Κύριο. Ἂς ἔχει τὸ χαρτὶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κριτῆ. Ἂς μὴν παραλείπει, ἀκόμα, ν’ ἀναφέρει καὶ τοὺς φτωχούς. Ἐγὼ γίνομαι ἐγγυητής τους. Αὐτό, βέβαια, δὲν πρέπει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει κανεὶς ὡς πρόφαση, γιὰ νὰ μὴν κάνει ἐλεημοσύνες ὅσο εἶναι ζωντανός. Καὶ ὅσο ζεῖ νὰ κάνει, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ θάνατο νὰ τὶς συνεχίζει. Τὸ ἀντίθετο εἶναι τελείως παράλογο, βέβηλο καὶ ἀσύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πολὺ καλὸ καὶ ἀρεστὸ καὶ εὐπρόσδεκτο ἀπ’ τὸ Θεὸ εἶναι τὸ νὰ καθαρίζει κάθε εὐσεβὴς καὶ φιλοχρηστὸς ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του μὲ ὅλες τὶς ἀγαθοεργίες, νὰ ἀποφεύγει κάθε ἁμαρτία καὶ νὰ τηρεῖ τὶς φωτεινὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσει, ὅταν φτάσει στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, νὰ πεῖ θαρρετὰ στὸν Κύριο: ‘‘Ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ μου, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου’’ (Ψαλ. 107:2). Καὶ ἔτσι μὲ χαρὰ νὰ ὑποδεχτεῖ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ θὰ κατέβουν γιὰ νὰ τὸν παραλάβουν».

Αὐτὸ βέβαια, τὸ κάνουν λίγοι καὶ σὲ λίγες περιπτώσεις, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, «αὐτοὶ ποὺ θὰ σωθοῦν θὰ εἶναι λίγοι» (πρβλ. Λουκ. 13:23), λόγο ποὺ εἶπε ὁ Πάνσοφος μὲ κάποια λύπη. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ βρεθοῦν ἄνθρωποι σ’ αὐτὴ τὴν πρώτη κατηγορία τῶν σωζομένων, πᾶμε ἀναγκαστικὰ στὴ δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων. Ἔτσι, μὲ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ὠφελοῦνται καὶ ἡ φιλανθρωπία αὐξάνει καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἡ προσευχὴ στὸ Θεὸ δυναμώνει καὶ τὸ ἐκκλησίασμα τῶν ἱερῶν ναῶν πυκνώνει καὶ ἡ ἀγαθοεργία στοὺς φτωχοὺς ἁπλώνεται.

Οἱ θεοφώτιστοι ἄνθρωποι λένε, πὼς οἱ πράξεις τῶν ἀνθρώπων, στὴν ὕστατη πνοή τους, δοκιμάζονται σὰν σὲ ζυγαριά. Καὶ ἂν ἡ δεξιὰ πλάστιγγα εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀριστερή, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς ὁ ἑτοιμοθάνατος θὰ παραδώσει τὴν ψυχή του στοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Ἂν πάλι καὶ οἱ δύο πλάστιγγες εἶναι ἴσες, νικάει ὁπωσδήποτε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἡ ζυγαριὰ γέρνει λίγο πρὸς τὰ ἀριστερά, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ θὰ ἀναπληρώσει ὅσο χρειάζεται. Νὰ οἱ τρεῖς θεῖες κρίσεις τοῦ Κυρίου: ἡ πρώτη εἶναι δίκαιη• ἡ δεύτερη εἶναι φιλάνθρωπη• ἡ Τρίτη εἶναι ὑπεράγαθη. Μετὰ ἀπ’ αὐτὲς ἔρχεται ἡ τέταρτη, ὅταν οἱ ἐφάμαρτες πράξεις εἶναι πολὺ βαρύτερες. Ἀλίμονο τότε, ἀδερφοί! Καὶ αὐτὴ ὅμως ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκαιη καὶ θεσπίζει δίκαια γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κρίνονται.

Μετὰ ἀπ’ αὐτά, λοιπόν, ἂς στρέψουμε ὅλη μας τὴν προσοχὴ στὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε, μήπως τότε κατηγορηθοῦμε, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μας ὅτι παραμελήσαμε τὶς ὑποχρεώσεις μας ἀπέναντί τους.

Ἀλίμονο σ’ ὅλους, ὅσοι εἶναι σὰν ἐμένα, ποὺ θὰ κληρωθοῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα στ’ ἀριστερά του Κριτῆ. Μακάριοι ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Κύριος θὰ τοὺς βάλει στὰ δεξιά Του καὶ θ’ ἀκούσουν τὴν εὐλογημένη φωνή. «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπ’ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία ποὺ σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου» (Ματθ. 25:34). Αὐτὴ τὴ φωνὴ μακάρι ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ τὴν ἀκοῦμε ὅλοι, ὅσοι θὰ φυλάξουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη, καὶ ν’ ἀπολαύσουμε τ’ ἀγαθὰ ποὺ τὴν ὀμορφιὰ τους «μάτι ἀνθρώπινο ποτὲ δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ ποτὲ δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ σκεφτεῖ». (Α΄ Κορ. 2:9).

Τετάρτη, Αυγούστου 12, 2015

Τι μπορεί να 'ναι πιο γλυκό από τη Μητέρα του Θεού;


Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού

«Θεοτόκος» και «Παναγία», «Θεομήτωρ» ή «Μήτηρ Θεού», «Υπέραγνη Δέσποινα» και «αγία Μαρία η αειπάρθενος», είναι μερικές από τις προσωνυμίες της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού Χριστού, της "λαμπρότερης μορφής στo αγιολόγιο και εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας".

Ο Ορθόδοξος κόσμος, την τιμά ως το γλυκύτερο και υψηλότερο δημιούργημα τού Θεού, της οποίας τη δόξα τοποθετεί πιο πάνω από τη δόξα των αγγέλων, την ψάλλει ως «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». 
Η ευλάβεια προς το πρόσωπό της δεν φαίνεται μόνο από την επίκλησή της για βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά και από το πλήθος των ναών και μονών που είναι αφιερωμένοι σ' αυτήν, τις εικονογραφικές παραστάσεις, τους εκκλησιαστικούς ύμνους και τα εγκωμιαστικά έργα τα οποία έχουν γραφτεί προς τιμή της.
Η τιμή προς τη Θεοτόκο, έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας, από την οποία προσαγορεύεται έτσι, επειδή έτεκε (=γέννησε) τον ενανθρωπήσαντα θείο Λόγο και Υιό του Θεού. Γι΄ αυτό ψάλλεται ως «Κλίμαξ επουράνιος», δια της οποίας ήρθε στη γη και σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός-Λόγος.

Η Εκκλησία, ως έκφραση ευχαριστίας αποδίδει στη Θεοτόκο τιμητική προσκύνηση και μέσω αυτής λατρεύει τον χορηγό της σωτηρίας Θεό, δεδομένου ότι τα ιδιώματα και χαρίσματα της Παναγίας αποδίδονται σ' αυτήν ως Θεομήτορα και πάντοτε σε σχέση με τον απ' αυτήν γεννηθέντα κατά σάρκα Θεό και Σωτήρα Χριστό.

Εφ’ όσον με τη δύναμη και του Υιού του Θεού μεταδίδεται η θεία χάρη στους Χριστιανούς, η Θεοτόκος γίνεται η Παναγία μητέρα τους και η γέφυρα η "μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν". Αυτή μιμούνται πνευματικά οι Χριστιανοί, όταν με την πίστη τους και τη θεία χάρη, γεννιέται στις ψυχές τους μυστικά ο Χριστός, και με τον τρόπο αυτό, διά της Θεοτόκου συμμετέχουν βιωματικά στην εν Χριστώ σωτηρία τους, αφού παίρνουν, πνευματικά, τη θέση της Παναγίας και προσφέρονται για να γεννηθεί και να μορφωθεί στην ύπαρξη τους ο Χριστός.

Σάββατο, Αυγούστου 01, 2015

Αγίου Ἰωάννου του Δαμασκηνού Ἐγκώμιον στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

                                Αποτέλεσμα εικόνας για Ἐγκώμιον στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο τό μέγα, πού συντελεῖται γύρω ἀπό τό πρόσωπό Σου, ἱερή Μητέρα καί Παρθένε; «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θά σέ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σύ εἶσαι ἄξια γιά μακαρισμό!

Καί νά πού ὅλες οἱ γενιές Σέ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, καί Σέ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδή οἱ ψυχές τῶν δικαίων, καί θά Σέ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σύ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στόν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τόν Βασιλέα καί Δημιουργό νά κάθεται ἐπάνω του. Σύ ἔγινες Ἐδέμ νοητή, πιό ἱερή καί πιό θεϊκή ἀπό τήν παλιά. Γιατί σ' ἐκείνη τήν Ἐδέμ ἔμεινε ὁ Ἀδάμ ὁ γήϊνος, ἐνῶ σ' Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σύ γέννησες τόν Χριστό, τή σωτηρία τοῦ κόσμου, πού καταπόντισε τήν ἁμαρτία καί κατασίγασε τά κύματά της.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος. Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες. Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτός τοῦ Νόμου κι Ἐσένα εἶχαν φανερά προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσή καί ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού 'χε βλαστήσει. Ἀπό Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς Θεότητος, τό μέτρο καί ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τό γλυκύτατο καί οὐράνιο μάννα, τό ὄνομα τό ἀπερίγραπτο καί πάνω ἀπ' ὅλα τά ὀνόματα, τό Φῶς τό αἰώνιο καί ἀπρόσιτο, ὁ Άρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ Καρπός πού δέν γεωργήθηκε, ἀλλά βλάστησε ἀπό Σένα μέ σῶμα ἀνθρώπινο.

Ἐσένα δέν προμηνοῦσε τό καμίνι πού ἔβγαζε φωτιά καί ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλά καί ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε; Παρά λίγο ὅμως θά ξεχνοῦσα τή σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δέν εἶναι φανερό σέ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακώβ εἶχε δεῖ τίς ἄκρες τῆς σκάλας νά ἑνώνουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί νά ἀνεβοκατεβαίνουν σ' αὐτήν ἄγγελοι, ἔτσι κι Ἐσύ ἕνωσες αὐτά πού ἦσαν πρίν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στή μέση Θεοῦ καί ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιά νά κατεβεῖ σ' ἐμᾶς ὁ Θεός, πού πῆρε τό ἀδύναμο προζύμι μας καί τό ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του κι ἔκανε τόν ἀνθρώπινο νοῦ νά βλέπει τόν Θεό.

Ποῦ θά ἀποδώσουμε ἀκόμη τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ' Ἐσένα, ἄν θέλουμε νά δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιό εἶναι τό Δαυϊτικό μαλλί τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σάν βροχή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μέ τόν Πατέρα; Δέν εἶσαι Σύ ὁλοφάνερα; Ποιά εἶναι ἐπίσης ἡ παρθένος πού ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θά συλλάβει καί θά γεννήσει Υἱόν, δηλ. τόν Θεό πού εἶναι μαζί μας; Καί ποιό εἶναι τό βουνό τοῦ Δανιήλ, ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, χωρίς νά ὑποκύψει σέ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο; Ἄς ἔρθει ὁ Ἱεζεκιήλ ὁ θεϊκότατος κι ἄς δείξει τήν κλειστή πύλη πού πέρασε ἀπό μέσα της μόνο ὁ Κύριος καί παραμένει κλειστή.

Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καί ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθώς ἀναχωροῦσες πρός τόν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων καί Πατριαρχῶν καί τό ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, σάν μέσα σέ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱερούς σ' Ἐσένα, τήν πηγή τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπό τά θεία συναισθήματα.

Ὦ, πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρός τήν ζωή διά μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νά ὀνομάσουμε τό μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μ' Ἐσένα; Θάνατο; Μά, ἄν καί ἡ πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπό τό ἀμίαντο σῶμα Σου καί αὐτό τό σῶμα Σου παραδίδεται στήν ταφή, ὅμως δέν παραμένει στό θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπό τή φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καί πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιά λίγο ἀπό τό σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σάν νά χάνεται καί τό σκοτάδι νά παίρνει τή θέση τῆς λάμψης του, μά αὐτός δέν χάνει τό φῶς του, ἀλλά ἔχει μέσα του τήν πηγή τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἄν καί καλύπτεσαι σωματικά ἀπό τόν θάνατο γιά κάποιο χρονικό διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ἀτελείωτα τά νάματα τοῦ θείου φωτός καί τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμούς χάριτος καί πηγές ἰαμάτων.

Ἐσύ ἄνθισες σάν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στό στόμα τῶν πιστῶν! Γι' αὐτό καί δέν θά ὀνομάσω θάνατο τήν ἱερή μετάστασή Σου, ἀλλά κοίμηση ἤ ἀποδημία ἤ ἐνδημία, γιά νά ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπό τήν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νά κατοικήσεις στά καλύτερα, στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.

Ἄγγελοι μαζί μέ Ἀρχαγγέλους Σέ μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στούς οὐρανούς. Καθώς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καί ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανός τήν ψυχή Σου. Σέ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ ὕμνους ἱερούς καί τελετή χαρμόσυνη: «τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σάν τό φεγγάρι, κι ὅλα τά Χερουβείμ ἐκπλήσσονται καί τά Σεραφείμ Σέ δοξάζουν, Ἐσένα πού δέν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τόν οὐρανό, σάν τόν προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τόν τρίτο οὐρανό, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά ἔφτασες μέχρις αὐτόν τόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καί στέκεις κοντά Του μέ πολλή κι ἀνείπωτη παρρησία.

Ἔγινες λοιπόν εὐλογία γιά ὅλον τόν κόσμο, ἁγιασμός γιά τό σύμπαν, ἄνεση γιά τούς κουρασμένους, παρηγοριά γιά τούς πενθοῦντες, θεραπεία γιά τούς ἀρρώστους, λιμάνι γιά τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιά τούς ἁμαρτωλούς, παρηγοριά γιά τούς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιά ὅλους πού σέ ἐπικαλοῦνται, ἀρχή καί μέση καί τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ξεπερνοῦν τόν νοῦν μας.

Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανός Αὐτήν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ' αὐτόν; Καί πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτήν πού δέχθηκε μέσα Της τόν Θεό; Ὦ, μνῆμα ἱερό καί θαυμαστό καί σεβάσμιο καί προσκυνητό, πού καί τώρα τό περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μέ πολύν σεβασμό καί φόβο, καί ἄνθρωποι πού ἔρχονται σ' αὐτό μέ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μέ μάτια καί χείλια καί μέ πόθο ψυχῆς, ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ταξιδέψουμε νοερά μακριά ἀπ' τή ζωή αὐτή μαζί μέ τήν Παρθένο πού φεύγει ἀπ' τή γῆ αὐτή. Ἐλᾶτε ὅλοι μέ πόθο καρδιακό, ἄς κατεβοῦμε στόν τάφο μαζί μέ τήν Παρθένο πού κατέρχεται σ' αὐτόν. Ἄς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στό ἱερότατο κρεβάτι Της. Ἄς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά ᾅσματα: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά Σοῦ. Χαῖρε Αμνάς πού γέννησες τόν Ἀμνό τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε Σύ πού εἶσαι πάνω ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις. 
Χαῖρε ἡ δούλη καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἀμήν

Τρίτη, Ιουνίου 30, 2015

Δεν είναι αίτιος του κακού ο Θεός


Agios-Ioannis-o-Damaskinos-35

 (Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού)
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να αποκαλεί την παραχώρηση του Θεού, «ενέργεια». Λέει, για παράδειγμα, ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του: «Μήπως δεν έχει εξουσία ο αγγειοπλάστης, χρησιμοποιώντας το ίδιο υλικό, να κατασκευάζει άλλα σκεύη για τι­μητική χρήση και άλλα για ατιμωτική;».
Ο ίδιος δηλαδή τεχνίτης πλάθει και τα πρώτα και τα δεύτερα. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός των πάντων, αλλ’ όμως δεν είναι Εκείνος που κατασκευάζει αγγεία για διαφορετικές χρήσεις, αλλά η προσωπική προ­αίρεση του κάθε ανθρώπου. Αυτό το λέει ξεκάθαρα ο Απόστολος Παύλος στην Δεύτερη Επιστολή του προς τον Τιμόθεο: «Σ’ ένα αρχοντόσπιτο», λέει,
«δεν υπάρχουν μονάχα χρυσά και ασημένια σκεύη, αλλά και ξύλινα και οστράκινα και προορίζονται άλλα για τιμητική χρήση και άλλα για ατιμωτική. Αν λοιπόν κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του από τις αμαρτίες είναι σκεύος που θα τιμηθεί, θα αγιασθεί και θα είναι πολύ χρήσιμο στον Θεό που το εξου­σιάζει και επιπλέον θα είναι ετοιμασμένο για κάθε έργο αγαθό».
Είναι βέβαια ολοφάνερο ότι αυτή η κάθαρση γίνεται, αν ο ίδιος ο άνθρωπος το θελήσει. «Αν κά­ποιος καθαρισθεί», λέει ο Απόστολος. Αν όμως δεν το κάνει, αν δεν καθαρίσει δηλαδή τον εαυτό του, θα είναι αγγείο για ατιμωτική χρήση, άχρηστο στον Δεσπότη Χριστό, δοχείο που θά ’πρεπε καλύτερα να γίνει κομμάτια.
Το ρητό λοιπόν του ’Αποστόλου Παύλου που λέει «επέτρεψε ο Θεός να πέσουν όλοι μαζί στην απείθεια», καθώς και το άλλο που λέει «τους έδωσε ο Θεός πνεύμα κατανύξεως, μάτια που δεν μπορούσαν να δουν και αυτιά που δεν μπορούσαν να ακούνε», πρέπει να τα εννοήσουμε ότι έγιναν, όχι γιατί τα θέλησε και τα δημιούργησε έτσι ο Θεός, αλλά γιατί τα παραχώρησε ο Θεός.
Γιατί το καλό είναι δημιούργημα της ελευ­θερίας του ανθρώπου και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί με τη βία.
Συνηθίζει λοιπόν η Αγία Γραφή να ονομάζει την παραχώρηση του Θεού, ενέργεια και δημιουργία. Όταν όμως λέει ότι «ο Θεός δημιουργεί κακά» και «δεν υπάρχει κακία σε μια πόλη που να μην τη δημιούργησε ο Θεός·», δεν εννοεί ασφαλώς ότι ο Θεός είναι αίτιος του κακού.
Η λέξη κακία έχει δύο έννοιες και δύο ση­μασίες. Άλλοτε σημαίνει το κακό κατά τη φύση του. Αυτό δηλαδή που είναι αντίθετο προς την αρετή και προς το θέλημα του Θεού. Άλλοτε πάλι φανερώνει αυτό που το αντιλαμβάνεται η αίσθησή μας ως κακό και κοπιαστικό, δηλαδή οι θλίψεις και οι συμφορές. Οι θλίψεις όμως φαινομενικά είναι κακό πράγμα, γιατί μας προξενούν πόνο. Στην πραγματικότητα όμως οι θλίψεις -για εκείνους που καταλαβαίνουν την αλήθεια των πραγμάτων- είναι καλές και ευερ­γετικές, γιατί γίνονται αιτία να επιστρέψουμε στον Θεό και να σωθούμε.
Αυτού του είδους οι θλίψεις, η Αγία Γραφή θεωρεί ότι συμβαίνουν «κατά παραχώρησιν» του Θεού.
Πρέπει όμως να γνωρίζουμε καλά ότι και γι’ αυτές τις θλίψεις, εμείς πάλι είμαστε υπεύθυνοι. Γιατί τα ακούσια κακά είναι καρποί εκείνων που εμείς ελεύθερα επιλέγουμε να κάνουμε.
Πρέπει ακόμα να ξέρουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να ονομάζει μερικά πράγματα, που είναι αποτέλεσμα κάποιων άλλων ενεργειών μας, ως αιτία. Για παράδειγμα, το αγιογραφικό χωρίο που λέει: «Ενώπιον Σου έχω αμαρτήσει και απέναντι σε Σένα έχω κάνει την παρανομία. Το ομολογώ αυτό δημόσια, ώστε να μη θεωρήσουν Εσένα άδικο για όποια τιμωρία μου δώσεις. Έτσι δεν θα κατακρίνουν Εσένα, αλλά θα αναγνωρίσουν όλοι ότι δίκαια μου επιβάλεις ό,τι όρισες για τιμωρία μου».
Δεν αμάρτησε δηλαδή ο Προφήτης για να αποδειχθεί δικαιοκρίτης ο Θεός, ούτε είχε ανάγκη ο Θεός την αμαρτία μας, για να φανερώσει τη δικαι­οσύνη Του. Αναδεικνύεται νικητής και υπερέχει στη δόξα και στη δύναμη έναντι όλων των ανθρώπων, ακόμα και έναντι εκείνων που δεν εμπλέκονται στις αμαρτίες. Γιατί είναι ο Ίδιος Δημιουργός, ακατάληπτος, άκτιστος και έχει τη δόξα ως φυσικό ιδίωμα και όχι ως κάτι που έλαβε εκ των υστέρων. Ο Θεός αναδεικνύεται επιπλέον ως νικητής έναντι της κακίας μας, όταν δεν μας τιμωρεί τη στιγμή που αμαρτάνουμε, αλλά αντίθετα μας συγχωρεί μόλις μετανοήσουμε. Δεν αμαρτάνουμε, συνεπώς, γιατί έτσι έχει ορίσει για μας ο Θεός, αλλά γιατί η αμαρτία είναι επακόλουθο της πτώσεως του ανθρώπου.
Αν πούμε δηλαδή ότι ο Θεός δημιούργησε το κακό, είναι σαν να λέει κάποιος, που δέχεται την επίσκεψη ενός φίλου του, ότι αυτός ήρθε για να μην μπορέσω να δουλέψω σήμερα. Ο φίλος βέβαια δεν έκανε την επίσκεψη, για να εμποδίσει τον νοικοκύρη από τη δουλειά, αλλά αυτό ήρθε ως συνέπεια της επίσκεψής του. Επειδή δηλαδή έπρεπε να ετοιμασθεί κατάλληλα η υποδοχή, δεν ήταν δυνατόν παράλληλα και να εργάζεται. Αυτές λοιπόν οι εκφράσεις βασίζο­νται στο αποτέλεσμα και αναφέρονται στο πως εξε­λίσσονται, ως επακόλουθο προγενέστερης πράξης, τα διάφορα γεγονότα.
Ο Θεός όμως δεν θέλει να είναι Εκείνος μόνο Άγιος, -ώστε να μας περάσει η ιδέα ότι δημιούργησε το κακό, για να αποκλείσει εμάς από την αγιότητα- αλλά θέλει όλοι, κατά το μέτρο τους, να αγιασθούν και να γίνουν όμοιοι με Αυτόν «κατά Χάριν».
 («Η πτώχευση της ενδοχώρας», εκδ. Ετοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2010, σ. 111-115)
Το είδαμε εδώ

Κυριακή, Ιουνίου 14, 2015

Δεν είναι αίτιος του κακού ο Θεός

Agios-Ioannis-o-Damaskinos-35

(Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού)
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να αποκαλεί την παραχώρηση του Θεού, «ενέργεια». Λέει, για παράδειγμα, ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του: «Μήπως δεν έχει εξουσία ο αγγειοπλάστης, χρησιμοποιώντας το ίδιο υλικό, να κατασκευάζει άλλα σκεύη για τι­μητική χρήση και άλλα για ατιμωτική;».
Ο ίδιος δηλαδή τεχνίτης πλάθει και τα πρώτα και τα δεύτερα. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός των πάντων, αλλ’ όμως δεν είναι Εκείνος που κατασκευάζει αγγεία για διαφορετικές χρήσεις, αλλά η προσωπική προ­αίρεση του κάθε ανθρώπου. Αυτό το λέει ξεκάθαρα ο Απόστολος Παύλος στην Δεύτερη Επιστολή του προς τον Τιμόθεο: «Σ’ ένα αρχοντόσπιτο», λέει, «δεν υπάρχουν μονάχα χρυσά και ασημένια σκεύη, αλλά και ξύλινα και οστράκινα και προορίζονται άλλα για τιμητική χρήση και άλλα για ατιμωτική. Αν λοιπόν κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του από τις αμαρτίες είναι σκεύος που θα τιμηθεί, θα αγιασθεί και θα είναι πολύ χρήσιμο στον Θεό που το εξου­σιάζει και επιπλέον θα είναι ετοιμασμένο για κάθε έργο αγαθό».
Είναι βέβαια ολοφάνερο ότι αυτή η κάθαρση γίνεται, αν ο ίδιος ο άνθρωπος το θελήσει. «Αν κά­ποιος καθαρισθεί», λέει ο Απόστολος. Αν όμως δεν το κάνει, αν δεν καθαρίσει δηλαδή τον εαυτό του, θα είναι αγγείο για ατιμωτική χρήση, άχρηστο στον Δεσπότη Χριστό, δοχείο που θά ’πρεπε καλύτερα να γίνει κομμάτια.
Το ρητό λοιπόν του ’Αποστόλου Παύλου που λέει «επέτρεψε ο Θεός να πέσουν όλοι μαζί στην απείθεια», καθώς και το άλλο που λέει «τους έδωσε ο Θεός πνεύμα κατανύξεως, μάτια που δεν μπορούσαν να δουν και αυτιά που δεν μπορούσαν να ακούνε», πρέπει να τα εννοήσουμε ότι έγιναν, όχι γιατί τα θέλησε και τα δημιούργησε έτσι ο Θεός, αλλά γιατί τα παραχώρησε ο Θεός.
Γιατί το καλό είναι δημιούργημα της ελευ­θερίας του ανθρώπου και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί με τη βία.
Συνηθίζει λοιπόν η Αγία Γραφή να ονομάζει την παραχώρηση του Θεού, ενέργεια και δημιουργία. Όταν όμως λέει ότι «ο Θεός δημιουργεί κακά» και «δεν υπάρχει κακία σε μια πόλη που να μην τη δημιούργησε ο Θεός·», δεν εννοεί ασφαλώς ότι ο Θεός είναι αίτιος του κακού.
Η λέξη κακία έχει δύο έννοιες και δύο ση­μασίες. Άλλοτε σημαίνει το κακό κατά τη φύση του. Αυτό δηλαδή που είναι αντίθετο προς την αρετή και προς το θέλημα του Θεού. Άλλοτε πάλι φανερώνει αυτό που το αντιλαμβάνεται η αίσθησή μας ως κακό και κοπιαστικό, δηλαδή οι θλίψεις και οι συμφορές. Οι θλίψεις όμως φαινομενικά είναι κακό πράγμα, γιατί μας προξενούν πόνο. Στην πραγματικότητα όμως οι θλίψεις -για εκείνους που καταλαβαίνουν την αλήθεια των πραγμάτων- είναι καλές και ευερ­γετικές, γιατί γίνονται αιτία να επιστρέψουμε στον Θεό και να σωθούμε.
Αυτού του είδους οι θλίψεις, η Αγία Γραφή θεωρεί ότι συμβαίνουν «κατά παραχώρησιν» του Θεού.
Πρέπει όμως να γνωρίζουμε καλά ότι και γι’ αυτές τις θλίψεις, εμείς πάλι είμαστε υπεύθυνοι. Γιατί τα ακούσια κακά είναι καρποί εκείνων που εμείς ελεύθερα επιλέγουμε να κάνουμε.
Πρέπει ακόμα να ξέρουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να ονομάζει μερικά πράγματα, που είναι αποτέλεσμα κάποιων άλλων ενεργειών μας, ως αιτία. Για παράδειγμα, το αγιογραφικό χωρίο που λέει: «Ενώπιον Σου έχω αμαρτήσει και απέναντι σε Σένα έχω κάνει την παρανομία. Το ομολογώ αυτό δημόσια, ώστε να μη θεωρήσουν Εσένα άδικο για όποια τιμωρία μου δώσεις. Έτσι δεν θα κατακρίνουν Εσένα, αλλά θα αναγνωρίσουν όλοι ότι δίκαια μου επιβάλεις ό,τι όρισες για τιμωρία μου».
Δεν αμάρτησε δηλαδή ο Προφήτης για να αποδειχθεί δικαιοκρίτης ο Θεός, ούτε είχε ανάγκη ο Θεός την αμαρτία μας, για να φανερώσει τη δικαι­οσύνη Του. Αναδεικνύεται νικητής και υπερέχει στη δόξα και στη δύναμη έναντι όλων των ανθρώπων, ακόμα και έναντι εκείνων που δεν εμπλέκονται στις αμαρτίες. Γιατί είναι ο Ίδιος Δημιουργός, ακατάληπτος, άκτιστος και έχει τη δόξα ως φυσικό ιδίωμα και όχι ως κάτι που έλαβε εκ των υστέρων. Ο Θεός αναδεικνύεται επιπλέον ως νικητής έναντι της κακίας μας, όταν δεν μας τιμωρεί τη στιγμή που αμαρτάνουμε, αλλά αντίθετα μας συγχωρεί μόλις μετανοήσουμε. Δεν αμαρτάνουμε, συνεπώς, γιατί έτσι έχει ορίσει για μας ο Θεός, αλλά γιατί η αμαρτία είναι επακόλουθο της πτώσεως του ανθρώπου.
Αν πούμε δηλαδή ότι ο Θεός δημιούργησε το κακό, είναι σαν να λέει κάποιος, που δέχεται την επίσκεψη ενός φίλου του, ότι αυτός ήρθε για να μην μπορέσω να δουλέψω σήμερα. Ο φίλος βέβαια δεν έκανε την επίσκεψη, για να εμποδίσει τον νοικοκύρη από τη δουλειά, αλλά αυτό ήρθε ως συνέπεια της επίσκεψής του. Επειδή δηλαδή έπρεπε να ετοιμασθεί κατάλληλα η υποδοχή, δεν ήταν δυνατόν παράλληλα και να εργάζεται. Αυτές λοιπόν οι εκφράσεις βασίζο­νται στο αποτέλεσμα και αναφέρονται στο πως εξε­λίσσονται, ως επακόλουθο προγενέστερης πράξης, τα διάφορα γεγονότα.
Ο Θεός όμως δεν θέλει να είναι Εκείνος μόνο Άγιος, -ώστε να μας περάσει η ιδέα ότι δημιούργησε το κακό, για να αποκλείσει εμάς από την αγιότητα- αλλά θέλει όλοι, κατά το μέτρο τους, να αγιασθούν και να γίνουν όμοιοι με Αυτόν «κατά Χάριν».

(«Η πτώχευση της ενδοχώρας», εκδ. Ετοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2010, σ. 111-115)
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Μαΐου 24, 2015

Η κατάργηση των οκτώ παθών (Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός)


Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο:

Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.

Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία.

Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείται η φιλαργυρία.

Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείται η οργή.

Με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη.

Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον Θεό καταργείται η ακηδία.

Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.

Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.

Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινή γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.

Κυριακή, Απριλίου 05, 2015

Ξηρανθείσα συκή. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ


Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν  Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

 
1.  έ ὠθεῖ νά μιλήσω ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς πατρικούς κόλπους καί κυοφορήθηκε ἀπερίγραπτα στά σπλάχνα τῆς Παρθένου. Αὐτός πού ἔγινε γιά μένα ὅ,τι ἐγώ εἶμαι, Αὐτός πού εἶναι ἀπαθής ὡς πρός τήν θεότητά Του καί περιβλήθηκε ὡστόσο ὁμοιοπαθές μέ ἐμένα σῶμα. Αὐτός πού στόν οὐρανό ἐποχεῖται πάνω στά χερουβικά ἅρματα καί πάνω στή γῆ καβαλικεύει σέ γαϊδουράκι (πρβλ. Ματθ. 11, 7-9). Ὁ βασιλιάς τῆς δόξας, Αὐτός πού μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα εὐφημεῖται ἀπό τά Σεραφίμ ὡς ἅγιος καί δέχεται τά ψελλίσματα τῶν παιδιῶν ἀπό τήν ἄκακη γλώσσα τους. Αὐτός πού εἶναι Θεός καί ἔχει τή μορφή δούλου καί πού ἔλαβε τή μορφή τοῦ δούλου. Αὐτός πού εἶναι ἄυλος καί ἀόρατος Θεός καί δέχτηκε νά λάβει ὁρατό καί ψηλαφητό σῶμα. 

Αὐτός πού βάδισε ἀκούσια στό πάθος, γιά νά μοῦ χαρίσει τήν ἀπάθεια. Αὐτός ὁ Ὁποῖος βλέποντας τόν ἄνθρωπο, πού 
ἔπλασε σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα Του καί τήν ὁμοίωσή Του, τό πλάσμα τῶν χεριῶν Του, νά ἔχει δελεαστεῖ ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ φιδιοῦ, ἐκεῖνον νά ἔχει πέσει στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς Του καί νά ἔχει γίνει ὑποχείριος τῆς φθορᾶς καί ὑπόλογος θανάτου, δέν ἄντεξε. Ὁ γεμάτος συμπάθεια δέν μπόρεσε νά ὑπομείνει τή στέρηση ἐκείνου πού 
ποθοῦσε, ἀλλά τόν κάλεσε μέ πολλούς τρόπους σέ ἐπιστροφή καί μετάνοια, ἀφοῦ τόν παίδεψε σάν ἀχάριστο δοῦλο, σάν ἄμυαλο καί νήπιο γιό"πολυμερῶς καί πολυτρόπως" καί ἀφοῦ μηχανεύτηκε κάθε μέσο, γιά ν᾽ ἀποτινάξει τή δουλεία πού τόν τυραννοῦσε καί ἔτσι νά ἐπανέλθει στόν Πλάστη του. 
Ὅμως ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή του, ἀφοῦ μιά γιά πάντα εἶχε καταδουλωθεῖ 
στήν ἁμαρτία καί εἶχε συζευχθεῖ θεληματικά μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γήινων. Γι᾽ αὐτό ὁ ὑπεράγαθος Κύριος ἀναλαμβάνει τή φύση μας, ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτή εἶχε ἐξασθενήσει.
Βλέποντας δηλαδή τόν ἄνθρωπο νά μή ὑπακούει στό λόγο καί τίς ἐντολές καί τά προστάγματα τῆς σωτηρίας, τί λέει; «Πρέπει νά παιδαγωγήσω μέ ἔργα αὐτόν πού ἔχει ἄγνοια. Πρέπει νά τόν κατευθύνω στίς ἀρετές, γιά νά τίς συνηθίσει καί νά τίς ἐπιτελέσει ὁ ἴδιος. Πρέπει νά μέ δοῦν μέ τά μάτια τους ἀνάμεσά τους, καί ἔτσι νά θεραπεύσω τόν ἄρρωστο. Πρέπει νά κάνω νά ξαναγυρίσει τό πλανημένο πρόβατο καί νά τό ὁδηγήσω στήν ἀρχική του διαμονή, στόν παράδεισο. Πῶς ὅμως θά τό ἐπιστρέψω χωρίς νά μέ βλέπει; Πῶς θά ὁδηγήσω αὐτόν πού δέν βλέπει τά ἴχνη μου;» 
Γι᾽ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε, μέ ὅσα ἔπραξε καί ἔπαθε, νά διδάξει ἔμπρακτα αὐτόν πού ἀγνοοῦσε, πῶς νά πράξει τήν ἀρετή. Ἔτσι βλέποντάς Τον νά κατεβαίνει κατ᾽ οἰκονομίαν γιά χάρη μας στή γῆ ἀπό τούς πατρικούς κόλπους, ν᾽ ἀνεβοῦμε καί ἐμεῖς μέ τή θέλησή μας πρός Αὐτόν ἀπό τή μητέρα μας γῆ. Σαρκώθηκε ἐπίσης γιά νά δείξει τόν ἀνυπέρβλητο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του πρός ἐμᾶς. Γιατί μεγαλύτερη ἀγάπη δέν μπορεῖ νά δείξει κανένας, παρά μόνο ἄν θυσιάσει τήν ψυχή του γιά χάρη τῶν φίλων του (Ἰω. 15, 13). Καί πῶς ὅποιος δέν ἔχει ἔνσαρκη ζωή θά δείξει τήν ἀγάπη του;



2. - Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει τή σάρκα, γιά νά Τόν δοῦμε στή γῆ καί νά ζήσει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (Βαρούχ 3, 38). Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει ψυχή, γιά νά θυσιάσει τήν ψυχή Του γιά χάρη τῶν φίλων Του. Καί φίλους δέν ἐννοῶ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν, ἀλλά αὐτούς πού ποθεῖ Ἐκεῖνος. Γιατί ἐμεῖς Τόν μισήσαμε καί Τοῦ στρέψαμε τήν πλάτη καί γίναμε δοῦλοι σέ ἄλλον, ἐνῶ Αὐτός δέν μετέβαλε τήν ἀγάπη Του σ᾽ ἐμᾶς. Γιά τοῦτο ἔτρεξε πίσω μας. Ἦρθε σ᾽ ἐμᾶς πού Τόν μισήσαμε, προσπάθησε νά προλάβει ἐμᾶς πού φεύγαμε κι ὅταν μᾶς ἔφτασε, δέ μᾶς ἔλεγξε μέ σκληρότητα, δέ μᾶς γύρισε κοντά Του μέ τό μαστίγιο, ἀλλά σάν ἄριστος γιατρός πού τόν ὑβρίζει κάποιος μανιακός, πού τόν φτύνει καί τοῦ δίνει ραπίσματα, Αὐτός πρόσφερε τή θεραπευτική Του ὑπηρεσία. Σέ ἔνδειξη τοῦ μεγέθους τῆς θεραπείας πρόσφερε στήν ἀνθρώπινη φύση τήν ἴδια Του τήν θεότητα ὡς φάρμακο. Φάρμακο πολύ δραστικό, φάρμακο παντοδύναμο. Αὐτή ἀπέδειξε τό ἀσθενικό μας σαρκίο πιό ἰσχυρό ἀπό τίς ἀόρατες δυνάμεις. Ὅπως δηλαδή ὁ σίδηρος ὅταν ἑνωθεῖ μέ τή φωτιά εἶναι ἀδύνατο ν᾽ ἀγγιχτεῖ, ἔτσι καί τό χόρτο τῆς δικῆς μας φύσης, ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τή φωτιά τῆς θεότητας, ἔγινε ἀπλησίαστο ἀπό τό διάβολο. Κι ἐπειδή ἕνα πάθος θεραπεύεται μέ τά ἀντίθετά του - ὅπως λένε κι οἱ μαθητές τῶν γιατρῶν - καταβάλλει κι Αὐτός τά πάθη μας μέ τά ἀντίθετά τους, δηλαδή τήν ἡδονή μέ τούς μόχθους, τήν ὑπερηφάνεια μέ τήν ταπείνωση. Δέν ταπείνωσε δηλαδή μόνο τόν Ἑαυτό Του μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος στή θεότητα, ἀλλά ταπεινώθηκε καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (πρβλ. Φιλιπ. 2, 6-8).
Πράγματι ποιός ἀπό τούς ἀνθρώπους ὑπῆρξε τόσο ταπεινός; «Δέν ἔχει ποῦ νά κλίνει τήν κεφαλή του» (Ματθ. 8, 20). Δέν εἶχε ὑποζύγιο, δέν εἶχε διπλό χιτώνα, δέν εἶχε ἄλλο ροῦχο. «Δεχόμενος προσβολές, δέν τίς ἀνταπέδιδε. Δέν ἀπειλοῦσε ὅταν τοῦ ἔκαναν κάποιο κακό»(Α' Πέτρ. 2, 23). Ὁδηγοῦνταν σάν ἄκακο ἀρνί στή θυσία, χωρίς νά διαμαρτύρεται, χωρίς νά φωνάζει (Ἠσ. 53, 7). Τόν ράπιζαν κι ἔδινε πρόθυμα τή σιαγόνα Του σ᾽ ἐκεῖνον πού Τόν χτυποῦσε. Δέν ἔστρεψε τό πρόσωπό Του γιά ν᾽ ἀποφύγει τά αἰσχρά φτυσίματα. Ἐνῶ Τόν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καί δαιμονισμένο (Ἰω. 8, 48) καί ἐνῶ Τόν καταδίωκαν, δείχνει ὑπομονή σ᾽ αὐτά, γιά ν᾽ ἀκολουθήσομε κι ἐμεῖς τά ἴχνη Του. Τά ἔκανε ὅλα αὐτά μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Ὄντας δηλαδή δικός Του Υἱός Μονογενής καί Ὁμοούσιος, μᾶς γνώρισε τήν Πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. 
Γιατί τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός καί Πατέρας, ὥστε ἔδωσε ὡς λύτρο γιά χάρη μας τόν Μονογενή Υἱό Του. Ὤ ἀγάπη ἀνυπέρβλητη! Ἔδωσε τόν Μονογενή Υἱό Του, πού ἦταν συμβασιλέας Του, γιά χάρη δούλων πού παράκουσαν, γιά χάρη ἐχθρῶν πού Τόν βλασφημοῦσαν καί λάτρευαν γιά θεό τους τόν ἐχθρό. Ὤ βάθος πλούτου τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ (Ρώμ. 11, 33). 
Δέν ἀντιστάθηκε ὅμως ὁ Μονογενής Υἱός, δέν ἀθέτησε τό θέλημα τοῦ Πατέρα. Γιατί ἦταν Αὐτός ἡ βουλή καί ἡ θέληση τοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἐπειδή ἦταν μέτοχος καί κοινωνός τῆς φύσης Του (γιατί εἶναι μία ἡ φύση τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ), ἐκτελεῖ δικό Του θέλημα, γίνεται ἄνθρωπος καί ὑπήκοος τοῦ Πατέρα μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ (Φιλ. 2, 8), θεραπεύοντας ἔτσι τή δική μου παρακοή.

3. Ἐπείγεται λοιπόν πρός τό πάθος καί βιάζεται νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου, τό σωτήριο γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔρχεται πεινασμένος γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας, καί δέ βρίσκει σ᾽ αὐτήν καρπό. Γιατί αὐτήν ὑπαινίσσεται μεταφορικά ἡ συκιά. Ποιός δηλαδή τρώει τό πρωί; Ὁ βασιλιάς, ὁ Κύριος, ὁ Δάσκαλος. Νιώθοντας πείνα πρωί-πρωί, δέν ἐμποδίζει τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ. Δέν συγκρατεῖ τή φύση Του, ἀλλά, σάν κάποιος ἀκρατής κι ἀκόλαστος, ὁρμᾶ ἀνόητα στό φαγητό, σέ ἀκατάλληλη ὥρα. Πῶς τότε παιδαγωγεῖ τούς μαθητές Του νά μήν τούς νικᾶ τό πάθος τῆς ἐπιθυμίας; Δέν εἶναι ἔτσι τό πράγμα. Ἀλλά ὅπως μιλοῦσε διδάσκοντας μέ παραβολικούς λόγους, ἔτσι ἐκτελεῖ καί τίς παραβολές μέ ἔργο. Πλησίασε στή συκιά πεινώντας (Ματθ. 11, 19). Ἡ συκιά ὑποδήλωνε τή φύση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ καρπός τῆς συκιᾶς εἶναι γλυκύς, τά φύλλα της τραχιά κι ἄχρηστα κι ἕτοιμα γιά τή φωτιά. Ἀλλά καί ἡ φύση τῆς ἀνθρωπότητας εἶχε γλυκύτατο τόν καρπό τῆς ἀρετῆς, ἔχοντας ἀπό τό Θεό τήν ἐντολή νά τήν καρποφορεῖ, ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἀκαρπίας της στήν ἀρετή ἔβγαλε τά τραχιά φύλλα.
Πράγματι τί ὑπάρχει τραχύτερο ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες (Γεν. 2, 25); Ἦταν κάποτε γυμνοί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί δέν ἔνιωθαν ντροπή. Γυμνοί στήν ἁπλότητα καί τήν ἀπέριττη ζωή τους. Οὔτε τέχνη εἶχαν οὔτε βιοτικές μέριμνες. Δέν ἐπινοοῦσαν τρόπους πῶς νά σκεπάσουν τή γύμνια τοῦ σώματός τους. Δέν ντρέπονταν γιά τήν ἀκτημοσύνη τους οὔτε γιά τή λιτότητα τῆς ζωῆς τους, ἀλλά, ἄν καί ἦταν γυμνοί στό σῶμα, τούς σκέπαζε ἡ Θεία Χάρη. 
Δέν εἶχαν σωματικό φόρεμα, ἀλλά φοροῦσαν ἔνδυμα ἀφθαρσίας. Ὅταν ὅμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριά ἀπό τή Χάρη πού τούς σκέπαζε. Ἀπογυμνώθηκαν ἀπό τήν ἔκστασή τους πρός τόν Θεό καί τή θεωρία Του. 

Εἶδαν τή γύμνωση τοῦ σώματός τους (Γεν. 3, 7). Πόθησαν τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς. Βρέθηκαν μέσα στή φτωχική καί στερημένη ζωή. Ἔρραψαν φόρεμα ἀπό φύλλα συκιᾶς κι ἔκαναν περιζώματα, ἔκαναν πολλούς λογισμούς καί βρῆκαν τήν τραχιά καί γεμάτη μέριμνες καί πόνους ζωή.«Μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου θά φᾶς τό ψωμί σου. Καταραμένη θά εἶναι γιά τά ἔργα σου ἡ γῆ, θά βγάλει γιά σένα ἀγκάθια καί τριβόλια καί θά καταλήξεις στή γῆ» (Γεν. 3, 17, 19).
Ἀπόχτησες γήινα φρονήματα, γι᾽ αὐτό ἡ στροφή σου θά γίνει πρός τή γῆ. Ἔγινες ἕνα μέ τά ἄλογα ζῶα, ἀφοῦ δέν κατάλαβες ὅτι εἶχες τιμητική θέση (Ψαλμ. 48, 13). Ἤσουν στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ καί δέν κατάλαβες τήν καρποφόρο ἀρετή. Προτίμησες τήν ἀπόλαυση τῶν γήινων κι ἀγάπησες τή ζωή τῶν ἀλόγων ζώων. 
Εἶσαι γῆ καί θά καταλήξεις στή γῆ. Θά κληρονομήσεις τό θάνατο, ὅπως τά ἄλογα ζῶα. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού φοράει καί τούς δερμάτινους χιτῶνες (Γεν. 3, 21). Ὄντας μέ τό σῶμα του ἀνάμεσα στή ζωή καί στό θάνατο - ἐνῶ πρῶτα ζοῦσε στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς καί κατοικοῦσε σέ βασιλικά διαμερίσματα - ἀπέκτησε ἔπειτα θνητό καί παχύ σῶμα, ἱκανό νά ἀντέχει στούς κόπους. Εἶναι ἀληθινά τραχιά τά φύλλα τῆς συκιᾶς τῆς φύσης μας, τῆς ἀπειθάρχητης κακίας τῆς φύσης μας. Σ᾽ αὐτή τή συκιά, τή φύση δηλαδή τῆς ἀνθρωπότητας, πῆγε ὁ Σωτήρας πεινώντας καί ζητώντας ἀπό αὐτήν τό γλυκύτατο καρπό, δηλαδή τήν γλυκύτατη γιά τό Θεό ἀρετή, μέ τήν ὁποία πραγματοποιεῖ τή σωτηρία μας. 
Καί δέ βρῆκε καρπό, παρά φύλλα μονάχα, τήν τραχιά καί πικρή ἁμαρτία καί ὅ,τι κακό φυτρώνει ἀπό αὐτήν. Γι᾽ αὐτό καί τῆς λέει ἐπιτιμητικά:«Ποτέ πιά δέν θά δώσεις καρπούς» (Ματθ. 11, 19). Γιατί ἡ σωτηρία δέν προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρετή δέν προέρχεται ἀπό ἀνθρώπινη δύναμη. Ἐγώ θά φέρω τή σωτηρία σας καί μέ τό πάθος μου θά σᾶς χαρίσω τήν ἀνάσταση. Θά σᾶς χαρίσω ἐπιπλέον καί τήν ἀπαλλαγή σας ἀπό τήν πολύ σκληρή αὐτή ζωή πού τώρα ζεῖτε. Αὐτά εἶπε καί βέβαια ὅπως τά εἶπε καί τά πραγματοποίησε.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ὁμιλία
στήν ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΑ.
το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 17, 2014

Ἑρμηνεία στὸν Χριστουγεννιάτικο Ἰαμβικὸ Κανόνα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

(διασκευὴ ἀπὸ τὸ ἑορτοδρόμιο Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)
«... Διάβαζα τ᾿ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας, ὅπως ἦταν πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ᾿ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος, ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ᾿ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριὰς ποὺ φυσοῦσε κ᾿ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ᾿ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα! Ὅλα τά ῾βλεπα μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα»... Φώτης Κόντογλου.

ᾨδὴ α´.

.
Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης Ὑγρὸν θαλάσσης, κῦμα χερσώσας πάλαι. Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατὴν Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ᾿ οὐσίαν Ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖ δοξάζομεν.Ὁ Δεσπότης Θεὸς Λόγος ποὺ ἔσωσε τότε θαυματουργικὰ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ (ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ Φαραώ), μετατρέποντας σὲ χέρσο τὸ κύμα τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας, συγκατένευσε τώρα νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Παρθένο Κόρη, κάνοντας βατὸ σὲ ἐμᾶς τὸν δρόμο τοῦ Οὐρανοῦ. Ἂς δοξάσουμε Αὐτὸν ποὺ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος.
Ἤνεγκε γαστήρ, ἡγιασμένη Λόγον Σαφῶς ἀφλέκτῳ, ζωγραφουμένη βάτῳ Μιγέντα μορφῇ, τῇ βροτησίᾳ Θεὸν Εὔας τάλαιναν, νηδὺν ἀρᾶς τῆς πάλαι Λύοντα πικρᾶς· ὃν βροτοὶ δοξάζομεν.Ἡ ἁγιασμένη κοιλία τῆς Θεομήτορος, ποὺ μὲ σαφήνεια προτυπώνεται ἀπὸ τὴν ἄφλεκτη βάτο, χώρεσε καὶ βάσταξε τὸν Λόγο τοῦ Πατρός, ποὺ πῆρε ἀνθρώπινη σάρκα γιὰ νὰ λύσει τὴν ταλαίπωρο κοιλία τῆς Εὔας ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη κατάρα*. Αὐτὸν ἂς δοξάσουμε οἱ ἄνθρωποι.
*«Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» (Γεν. γ´ 16).
Ἔδειξεν ἀστήρ, τὸν πρὸ ἡλίου Λόγον Ἐλθόντα παῦσαι, τὴν ἁμαρτίαν Μάγοις Σαφῶς πενιχρόν, εἰς σπέος τὸν συμπαθῆ Σὲ σπαργάνοις ἑλικτόν· ὃν γεγηθότες Ἶδον τὸν αὐτόν, καὶ βροτὸν καὶ Κύριον.Ἔδειξε καθαρὰ στοὺς Μάγους ὁ ἀστέρας τὸν (ἄναρχο) Λόγο, ποὺ ὑπῆρξε πρὶν κι ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἥλιο, καὶ ἦρθε νὰ παύσει τὴν ἁμαρτία. Σὲ Σένα τὸν φιλάνθρωπο, τυλιγμένο σὲ σπάργανα μέσα στὸ πενιχρὸ σπήλαιο, ἀναγνώρισαν οἱ Μάγοι καὶ Κύριο καὶ ἄνθρωπο, στὸ ἴδιο πρόσωπο.



ᾨδὴ γ´.

.
Νεῦσον πρὸς ὕμνους, οἰκετῶν Εὐεργέτα Ἐχθροῦ ταπεινῶν, τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν· φέρων τε παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας Ὕπερθεν ἀκλόνητον, ἐστηριγμένους Μάκαρ μελῳδούς, τῇ βάσει τῆς πίστεως.Δέξου, στῆσε τὸ αὐτί σου στοὺς ὕμνους ποὺ ψέλνουμε ἐμεῖς οἱ δοῦλοι σου, Εὐεργέτη, καὶ ταπείνωσε τὸ ἀνασηκωμένο φρῦδι τοῦ ἐχθροῦ (τὴν ἀλαζονεία τοῦ διαβόλου) ὑψώνοντας, Ἐσύ ποὺ τὰ βλέπεις ὅλα, ἐμᾶς τοὺς ὑμνωδούς σου, ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα στὸ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς πίστεως.
Νύμφης πανάγνου, τὸν πανόλβιον τόκον Ἰδεῖν ὑπὲρ νοῦν, ἠξιωμένος χορὸς Ἄγραυλος ἐκλονεῖτο, τῷ ξένῳ τρόπῳ· Τάξιν μελῳδοῦσάν τε, τῶν Ἀσωμάτων Ἄνακτα Χριστόν, ἀσπόρως σαρκούμενον.Ὁ χορὸς τῶν ποιμένων ποὺ ξαγρυπνοῦσε στοὺς ἀγρούς, συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸν παράδοξο καὶ θαυμαστὸ τρόπο τοῦ μυστηρίου, γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ ἀναγνωρίσει πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ τὸν παμμακάριστο τόκο τῆς πανάγνου Νύμφης καὶ τὶς τάξεις τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων ποὺ ὑμνοῦσαν Ἐσένα τὸν Βασιλέα Χριστόν, ποὺ σαρκώθηκε χωρὶς σπορὰ ἀνδρός.
Ὕψους ἀνάσσων, οὐρανῶν εὐσπλαγχνίᾳ Τελεῖ καθ᾿ ἡμᾶς, ἐξ ἀνυμφεύτου Κόρης Ἄυλος ὢν τὸ πρόσθεν, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων Λόγος παχυνθείς, σαρκὶ τὸν πεπτωκότα Ἵνα πρὸς αὐτόν, ἑλκύσῃ πρωτόκτιστον.Ὁ Βασιλέας τῶν ὕμνων στοὺς οὐρανούς, Θεὸς Λόγος, κινήθηκε πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ εὐσπλαχνία, καὶ ἐνῶ ἦταν ἄυλος καὶ ἄσαρκος πρίν, στοὺς ἔσχατους χρόνους ἔλαβε σάρκα καὶ ντύθηκε τὸν πεσμένο ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ἑλκύσει πρὸς Αὐτὸν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδάμ.

ᾨδὴ δ´.

.
Γένους βροτείου, τὴν ἀνάπλασιν πάλαι ᾌδων Προφήτης, Ἀββακοὺμ προμηνύει Ἰδεῖν ἀφράστως, ἀξιωθεὶς τὸν τύπον· Νέον βρέφος γάρ, ἐξ ὄρους τῆς Παρθένου Ἐξῆλθε λαῶν, εἰς ἀνάπλασιν Λόγος.Ψάλλοντας ἀπὸ τότε καὶ σὺ Προφήτη Ἀββακοὺμ προφήτευες τὴν ἀνάπλαση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἀξιώθηκες νὰ προειδεῖς μὲ ἄρρητο τρόπο τὸν τύπο τοῦ μυστηρίου: τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε ὡς βρέφος νέο γιὰ ν᾿ ἀναπλάσει τοὺς λαούς, ἀπὸ τὸ (κατάσκιο καὶ πυκνὸ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς) ὄρος τῆς Παρθένου.
Ἶσος προῆλθες, τοῖς βροτοῖς ἑκουσίως Ὕψιστε σάρκα, προσλαβὼν ἐκ Παρθένου Ἰὸν καθάραι, τῆς δρακοντείας κάρας Ἄγων ἅπαντας, πρὸς σέλας ζωηφόρον Θεὸς πεφυκώς, ἐκ πυλῶν ἀνηλίων.Ὦ Ὕψιστε, ἔλαβες μὲ τὴ θέλησή σου σάρκα καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Παρθένο ἴσος μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μᾶς καθαρίσεις ἀπὸ τὸ φαρμάκι τῆς κεφαλῆς τοῦ δράκοντα διαβόλου καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσεις ὅλους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι φύσει Θεός, ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς πύλες (τῆς ἁμαρτίας) πρὸς τὸ ζωηφόρο φῶς (τῆς ἀλήθειας).
Ἔθνη τὰ πρόσθεν, τῇ φθορᾷ βεβυσμένα Ὄλεθρον ἄρδην, δυσμενοῦς πεφευγότα Ὑψοῦτε χεῖρας, σὺν κρότοις ἐφυμνίοις Μόνον σέβοντα, Χριστὸν ὡς εὐεργέτην Ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς, συμπαθῶς ἀφιγμένον.Ἔθνη, σεῖς ποὺ εἴσαστε πρὶν βυθισμένα στὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ ποὺ ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψῶστε τὰ χέρια σας μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστόν, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μας συμπάσχοντας νὰ μᾶς σώσει.
Ῥίζης φυεῖσα, τοῦ Ἰεσσαὶ Παρθένε Ὅρους παρῆλθες, τῶν βροτῶν τῆς οὐσίας Πατρὸς τεκοῦσα, τὸν πρὸ αἰώνων Λόγον· Ὡς ηὐδόκησεν, αὐτὸς ἐσφραγισμένην Νηδὺν διελθεῖν, τῇ κενώσει τῇ ξένῃ.Παρθένε, σὺ ποὺ βλάστησες ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί*, ξεπέρασες ὅλα τὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ γέννησες τὸν προαιώνιο Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός, ποὺ εὐδόκησε νὰ βγεῖ χωρὶς φθορὰ ἀφήνοντάς σε ἐσφραγισμένη, μὲ τὴν παράδοξη συγκατάβασή του.
* δηλ. τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ τὸ βασιλικὸ γένος τοῦ Δαυίδ: Ὁ Ἰεσσαὶ ἦταν πατέρας τοῦ Δαυίδ.

ᾨδὴ ε´.

.
Ἐκ νυκτὸς ἔργων, ἐσκοτισμένης πλάνης Ἱλασμὸν ἡμῖν, Χριστὲ τοῖς ἐγρηγόρως Νῦν σοι τελοῦσιν, ὕμνον ὡς εὐεργέτῃ Ἔλθοις πορίζων, εὐχερῆ τε τὴν τρίβον· Καθ᾿ ἣν ἀνατρέχοντες, εὕροιμεν κλέος.Χριστέ, σὲ μᾶς ποὺ πρὶν εἴμασταν σκοτισμένοι ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς πλάνης, τώρα σοῦ προσφέρουμε μὲ ἐγρήγορση τοῦ νοῦ, ὕμνο εὐχαριστίας ὅπως ταιριάζει στὸν εὐεργέτη μας. Σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς χαρίσεις ἱλασμὸ καὶ νὰ κάνεις εὔκολο τὸν δρόμο τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ ἄν τὸν βαδίσουμε θὰ βροῦμε τὴν αἰώνιο δόξα.
Ἀπηνὲς ἔχθος, τὸ πρὸς αὐτὸν Δεσπότης Τεμὼν διαμπάξ, σαρκὸς ἐν παρουσίᾳ Ἶνα κρατοῦντος, ὤλεσε ψυχοφθόρου Κόσμον συνάπτων, ταῖς ἀΰλοις οὐσίαις Τιθεὶς προσηνῆ, τὸν Τεκόντα τῇ κτίσει.Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ τὴν σαρκική του παρουσία ἔκοψε ἀπὸ τὴ ρίζα τὸ νοερὸ μίσος ποὺ ἔτρεφαν πρὸς Αὐτὸν οἱ ἐχθροί του καὶ τὴν δύναμη τοῦ κοσμοκράτορα καὶ ψυχοφθόρου δαίμονος ἐξαφάνισε. Καὶ τὸν μὲν κόσμο ἕνωσε μὲ τὶς ἀσώματες ὑπάρξεις, τὸν δὲ Δημιουργὸ ἔκανε προσηνὴ πρὸς τὴν Κτίση.
Ὁ λαὸς εἶδεν, ὁ πρὶν ἠμαυρωμένος Μεθ᾿ ἡμέραν φῶς, τῆς ἄνω φρυκτωρίας· Ἔθνη Θεῷ δέ, κλῆρον Υἱὸς προσφέρει Νέμων ἐκεῖσε, τὴν ἀπόῤῥητον χάριν Οὗ πλεῖστον ἐξήνθησεν, ἡ ἁμαρτία.Ὁ λαὸς ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πρὶν σκοτισμένος (ἀπὸ τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ἁμαρτία), αὐτὸς μετὰ τὴν Ἡμέρα* γνώρισε τὸ φῶς τῆς ἄνω θεογνωσίας. Αὐτὰ τὰ Ἔθνη ποὺ κληρονόμησε ὁ Υἱός, τὰ προσφέρει στὸν Πατέρα του, ἀφοῦ μοίρασε σ᾿ αὐτὰ χάρη ἄρρητη καὶ περισσή, ἐκεῖ ὅπου πρὶν πλεόναζε ἡ ἁμαρτία**.
* Ἡμέρα ὀνομάζεται ἐξαιτίας τῆς παρουσίας τοῦ νοητοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης Χριστοῦ.
** Ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει ἴδε φῶς μέγα (Ἡσ. θ´ 2).- Αἴτησαι παρ᾿ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου (Ψαλμ β´ 8).- Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις (Ῥωμ. ε´ 20).

ᾨδὴ Ϛ´.

.
Ναίων Ἰωνᾶς ἐν μυχοῖς θαλαττίοις, ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι. Νυγεὶς ἐγὼ δέ τῷ τυραννοῦντος βέλει, Χριστὲ προσαυδῶ, τὸν κακῶν ἀναιρέτην, Θᾶττον μολεῖν σε τῆς ἐμῆς ραθυμίας.Ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς ὄντας μέσα στοὺς μυχοὺς τῆς θάλασσας ζητοῦσε νὰ ἔλθει πρὸς ἐσένα Κύριε (“ἀναβῇ ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου”) γιὰ νὰ δοθεῖ τέλος στὴ ζάλη ποὺ τὸν συνεῖχε. Ἐγώ, ὅμως, πληγωμένος ἀπὸ τὴ σαΐτα τοῦ τυράννου διαβόλου, παρακαλῶ Χριστέ μου νὰ ἔρθεις ἐσὺ πρὸς ἐμένα γρηγορότερα ἀπὸ τὴ δική μου ραθυμία καὶ ἀμέλεια καὶ νὰ γίνεις ἀναιρέτης τῶν κακῶν ποὺ μὲ συνέχουν.
Ὃς ἦν ἐν ἀρχῇ, πρὸς Θεὸν Θεὸς Λόγος Νυνὶ κρατύνει, μὴ σθένουσαν τὴν πάλαι Ἰδὼν φυλάξαι, τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οὐσίαν Καθεὶς ἑαυτόν, δευτέρᾳ κοινωνίᾳ Αὖθις προφαίνων, τῶν παθῶν ἐλευθέραν.Ὁ Θεὸς Λόγος πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα*, βλέποντας πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ φυλάξει ἀκέραιη τὴν πρώτη ἐκείνη προσφορά (τοῦ κατ᾿ εἰκόνα), κλίνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ συγκαταβαίνει νὰ ἑνωθεῖ σὲ δευτέρα κοινωνία μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ κραταιώνει καὶ δυναμώνει τὴ φύση μας ποὺ πρὶν ἀσθενοῦσε καὶ τὴν ἀναδεικνύει πάλι ἐλεύθερη ἀπὸ πάθη.
*Ἡ ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου εἶναι δανεισμένη ἀπὸ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Θεολόγο (Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος) καὶ τὸ τέλος ἀπὸ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (Δευτέραν κοινωνεῖ ὁ Υἱός] κοινωνίας, πολύ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν, ὅσω τότε μεν μετέδωκε τοῦ κρείττονος (τὸ κατ᾿ εἰκόνα). Νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος [δηλ. τῆς σαρκός].
Ἷκται δι᾿ ἡμᾶς, Ἀβραὰμ ἐξ ὀσφύος Λυγρῶς πεσόντας, ἐν σκότει τῶν πταισμάτων Υἱοὺς ἐγεῖραι, τῶν κάτω νενευκότων Ὁ φῶς κατοικῶν, καὶ φάτνην παρ᾿ ἀξίαν Νῦν εὐδοκήσας, εἰς βροτῶν σωτηρίαν.Σὺ Χριστέ, ποὺ κατοικεῖς στὸ φῶς, εὐδόκησες ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία νὰ ἔλθεις πρὸς ἡμᾶς καὶ νὰ κατοικήσεις στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων, ἔξω ἀπὸ κάθε μεγαλοπρέπεια. Γεννήθηκες ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ γιὰ τὴ σωτηρία ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέσαμε μὲ ἄθλιο τρόπο στὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ γιὰ νὰ ἐγείρεις πνευματικὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς πέτρες*.
*Δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τοῦ Ἀβραάμ (Λουκ. γ´ 8).

ᾨδὴ ζ´.

.
Τῷ παντάνακτος, ἐξεφαύλισαν πόθῳ Ἄπλητα θυμαίνοντος, ἠγκιστρωμένοι Παῖδες τυράννου, δύσθεον γλωσσαλγίαν· Οἷς εἴκαθε πῦρ, ἄσπετον τῷ Δεσπότῃ Λέγουσιν· Εἰς αἰῶνας, εὐλογητὸς εἶ.Ὦ τρεῖς Παῖδες, ἀφοσιωμένοι στὸν πόθο τοῦ παμβασιλέως Θεοῦ, ἐξευτελίσατε τὴν βλάσφημη γλωσσαλγία τοῦ τυράννου Ναβουχοδονόσορα, ποὺ ὀργίζονταν μὲ μένος ἐναντίον σας καὶ γι᾿ αὐτὸ σᾶς παρέδωσε στὸ ἀπερίγραπτο πῦρ τῆς καμίνου (ποὺ καθόλου δὲν σᾶς ἔκαψε). Γι᾿ αὐτὸ κι ἐσεῖς εὐχαριστεῖτε τὸν Δεσπότη εὐλογώντας τον εἰς τοὺς αἰῶνες.
Ὑπηρέτας μέν, ἐμμανῶς καταφλέγει Σῴζει δὲ παφλάζουσα, ῥοιζηδὸν νέους Ταῖς ἑπταμέτροις καύσεσι πυργουμένη Οὓς ἔστεφε φλὸξ ἄφθονον τοῦ Κυρίου Νέμοντος εὐσεβείας, εἵνεκα δρόσον.Ἡ ἀναβράζουσα καὶ ἠχηρὴ φλόγα ποὺ ὑψωνόταν σὰν πύργος ἀπὸ τὴν ἑπταπλάσια καύση του, τοὺς μὲν ὑπηρέτες τοῦ τυράννου κατέκαψε μὲ μανία, τοὺς δὲ νέους ἔσωσε καὶ τοὺς ἔστεψε, γιατὶ ὁ Κύριος χάρισε σ᾿ αὐτοὺς δροσιά ἄφθονη, χάρη στὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πίστη τους.
Ἀῤῥωγὲ Χριστέ, τὸν βροτοῖς ἐναντίον Πρόβλημα τὴν σάρκωσιν, ἀῤῥήτως ἔχων ᾜσχυνας ὄλβον, τῆς θεώσεως φέρων Μορφούμενος νῦν· ἧς τινος δι᾿ ἐλπίδα Ἄνωθεν εἰς κευθμῶνας, ἤλθομεν ζόφου.Ὡς ἀρωγὸς Χριστέ, παίρνοντας τὴ μορφή μας μὲ τὴ γέννησή σου σήμερα, κατήσχυνες τὸν ἀντίπαλο τῶν ἀνθρώπων διάβολο. Κι ἐνῶ ἔφερες τὸν πλοῦτο τῆς θεότητας μέσα σου, πρόβαλες τὴ σάρκα* μὲ τρόπο ἀνερμήνευτο, αὐτὴν ποὺ ἐμεῖς κατακρημνίσαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στοὺς σκοτεινοὺς τόπους τοῦ Ἅδη τρέφοντας τὴν ἐλπίδα νὰ γίνουμε θεοί (ὅπως μᾶς συμβούλευσε ὁ ὄφις).
*Πρόβαλε ὡς δόλωμα ὁ Κύριος τὴ σάρκα καὶ αὐτὴν ξεγελασμένος πολέμησε ὁ διάβολος, γιὰ νὰ νικηθεῖ τελικὰ ἀπὸ τὴν παντοδύναμη Θεότητα ποὺ δὲν ἔβλεπε.
Τὴν ἀγριωπόν, ἀκρατῶς γαυρουμένην Ἄσεμνα βακχεύουσαν, ἐξοιστρουμένου Κόσμου καθεῖλες, πανσθενῶς ἁμαρτίαν· Οὓς εἵλκυσε πρίν, σήμερον τῶν ἀρκύων Σῴζεις δὲ σαρκωθείς, ἑκὼν Εὐεργέτα.Τὴν ἀγριωπὴ ἁμαρτία τοῦ ἀφηνιασμένου κόσμου, ποὺ ἤτανε γεμάτη περηφάνεια καὶ τρελαμένη ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς ἀκολασίας, τὴν γκρέμισες ὁλότελα. Καὶ ἐκείνους ποὺ τράβηξε πρίν (ἡ ἁμαρτία) τοὺς σώζεις σήμερα ἀπὸ τὶς παγίδες της, παίρνοντας σάρκα ὤ εὐεργέτη.

ᾨδὴ η´.

.
Μήτραν ἀφλέκτως, εἰκονίζουσι Κόρης Οἱ τῆς παλαιᾶς, πυρπολούμενοι νέοι Ὑπερφυῶς κύουσαν, ἐσφραγισμένην. Ἄμφω δὲ δρῶσα, θαυματουργίᾳ μιᾷ Λαοὺς πρὸς ὕμνον, ἐξανίστησι χάρις.Οἱ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νέοι, πυρπολούμενοι μὲς στὸ καμίνι χωρὶς νὰ καίονται, εἰκόνιζαν τὴ μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Κόρης, ποὺ ἔτεκε μὲ ὑπερφυσικοὺς ὅρους κι ἔμεινε σφραγισμένη. Αὐτὰ τὰ δύο θαύματα (τῶν Παίδων καὶ τῆς Παρθένου) ποὺ τὰ ἐνήργησε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θαυματουργικῶς, ξεσηκώνουν τοὺς πιστοὺς νὰ ὑμνήσουν καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεό.
Λύμην φυγοῦσα, τοῦ θεοῦσθαι τῇ πλάνῃ Ἄληκτον ὑμνεῖ, τὸν κενούμενον Λόγον Νεανικῶς ἅπασα, σὺν τρόμῳ κτίσις. Ἄδοξον εὖχος, δειματουμένη φέρειν Ῥευστὴ γεγῶσα, κἂν σοφῶς ἐκαρτέρει.Τὸν ὄλεθρο τῆς θεοποίησης ἀπὸ τοὺς πλανεμένους διέφυγε ὅλη ἡ κτίση (μὲ τὴν Χριστοῦ γέννηση) κι ἐνῶ πρὶν φοβόταν καὶ ἔτρεμε τὴν δόξα ποὺ δὲν τῆς ἀνῆκε ὄντας φθαρτή, τώρα ὑμνεῖ ἀκατάπαυστα μὲ νεανικὸ σφρίγος ἀλλὰ καὶ τρόμο, τὸν συγκαταβάντα Λόγο ποὺ μὲ σοφία καρτεροῦσε.
Ἥκεις πλανῆτιν, πρὸν νομὴν ἐπιστρέφων Τὴν ἀνθοποιόν, ἐξ ἐρημαίων λόφων Ἡ τῶν ἐθνῶν ἔγερσις, ἀνθρώπων φύσιν· Ῥώμην βιαίαν, τοῦ βροτοκτόνου σβέσαι Ἀνὴρ φανείς τε, καὶ Θεὸς προμηθείᾳ.Σὺ Χριστέ, ἡ ἀνάσταση τῶν ἐθνῶν, ἦρθες γιὰ νὰ ἐπαναφέρεις τὴν πλανεμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ ἔρημα καὶ ἄγρια βουνά (τῆς ἁμαρτίας) σὲ λιβάδι πλούσιο σὲ ἄνθη (τῆς εὐσεβείας). Καὶ γιὰ νὰ ἀφανίσεις μὲ τὴν πρόνοιά σου τὴ βίαιη καὶ τυραννικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, φανερούμενος ὡς τέλειος ἄνθρωπος καὶ Θεός.

ᾨδὴ θ´.

.
Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ Ῥᾷον σιωπῇ· τῷ πόθῳ δὲ Παρθένε Ὕμνους ὑφαίνειν, συντόνως τεθηγμένους Ἐργῶδες ἐστίν· ἀλλὰ καὶ Μήτηρ σθένος Ὅση πέφυκεν, ἡ προαίρεσις δίδου.Εἶναι εὐκολότερο σὲ μᾶς νὰ ἀρκεστοῦμε ἀπὸ φόβο στὴ σιωπή, ποὺ εἶναι καὶ ἀκίνδυνη. Τὸ νὰ πλέκουμε ὅμως ἐγκώμια καὶ ὕμνους ἀπὸ πόθο γιὰ Σένα, Παρθένε, ἁρμονικὰ συνταιριασμένους εἶναι δύσκολο κι ἐπικίνδυνο*. Ἀλλά, Μήτερ, ὅση εἶναι ἡ πρόθεσή μας τόση ἀνάλογα δίνε σὲ μᾶς τὴ δική σου δύναμη.
*«Καθαρτέον πρῶτον ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον» (Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου)
Τύπους ἀφεγγεῖς, καὶ σκιὰς παρηγμένας Ὦ Μῆτερ Ἁγνή, τοῦ Λόγου δεδορκότες Νέου φανέντος, ἐκ πύλης κεκλεισμένης Δοξούμενοί τε, τῆς ἀληθείας φάος Ἐπαξίως σήν, εὐλογοῦμεν γαστέρα.Ὦ Μητέρα ἁγνὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ νεοφανῶς γεννήθηκε ἀπὸ σένα τὴν κεκλεισμένη Πύλη, βλέποντας ἐμεῖς νὰ ἔχουν παρέλθει πιὰ οἱ κεκαλυμένοι τύποι τῶν Προφητῶν καὶ οἱ σκιὲς τοῦ Νόμου μὲ τὴ φανέρωση τοῦ φωτὸς τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, εὐλογοῦμε ἐπάξια καὶ μακαρίζουμε τὴν εὐλογημένη σου κοιλία.
Πόθου τετευχώς, καὶ Θεοῦ παρουσίας Ὁ χριστοτερπής, λαὸς ἠξιωμένος Νῦν ποτνιᾶται, τῆς παλιγγενεσίας Ὡς ζωοποιοῦ· τὴν χάριν δὲ Παρθένε Νέμοις ἄχραντε, προσκυνῆσαι τὸ κλέος.Ὁ λαὸς τῶν Χριστιανῶν ποὺ εὐαρεστεῖ τὸν Χριστό (μὲ τὴν εὐσέβειά του), ἀφοῦ ἀξιώθηκε τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους του, τώρα παρακαλεῖ μὲ δάκρυα νὰ προσκυνήσει τὴ δόξα τῆς ζωοποιοῦ ἀναγέννησης (τὰ Θεοφάνεια & τὴ Βάπτιση). Κι ἐσὺ Ἄχραντε Παρθένε.               πηγή                              

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2014

Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού - Ομιλία στην Γέννηση της Θεοτόκου


Ἐλᾶτε ὅλα τὰ ἔθνη, κάθε ἀνθρώπινη γενιά, καὶ κάθε γλώσσα, καὶ κάθε ἡλικία, καὶ κάθε ἀξίωμα, νὰ γιορτάσουμε μὲ ἀγαλλίαση τὴ γέννηση τῆς παγκόσμιας χαρᾶς. Γιατὶ ἂν οἱ εἰδωλολάτρες, μὲ ψεύτικα δαιμονικὰ παραμύθια ποὺ ξεγελοῦν τὸ μυαλὸ καὶ σκοτεινιάζουν τὴν ἀλήθεια, κι᾿ ἂν ἀκόμα προσφέροντας ὅ,τι εἶχαν καὶ δὲν εἶχαν τιμοῦσαν γενέθλια βασιλιάδων, ποὺ τοὺς τυραννοῦσαν σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωή, πόσο περισσότερο πρέπει ἐμεῖς νὰ τιμοῦμε τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀνώρθωσε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ ἄλλαξε τὴ λύπη τῆς πρώτης μας μητέρας, τῆς Εὔας, σὲ χαρά; Ἐκείνη ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ: «Μὲ πόνους νὰ γεννᾷς τὰ παιδιά σου». Αὐτή: «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη». Ἐκείνη: «Στὸν ἄνδρα σου ἡ ὑποταγή σου». Αὐτή: «Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου».

Τί ἄλλο λοιπὸν ἀπὸ λόγο νὰ προσφέρουμε στὴ Μητέρα τοῦ Λόγου; Ὅλη ἡ κτίση ἂς γιορτάσει μαζί μας κι᾿ ἂς ὑμνήσει τὸν ἁγιασμένο καρπὸ τῆς ἁγίας Ἄννας. Γιατὶ γέννησε στὸ κόσμο παντοτινὸ θησαυρὸ ἀγαθῶν, δηλ. τὴν Παναγία. Μὲ τὴν μεσολάβηση τῆς Παναγίας ὁ Πλάστης ξανάπλασε πρὸς τὸ καλύτερο ὁλόκληρη τὴν πλάση, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, ἀφοῦ ὁ δημιουργικὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἕνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἑνώθηκε συνάμα μ᾿ ὁλόκληρη τὴν πλάση, ἀφοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας σὲ πνεῦμα καὶ σὲ ὕλη, εἶναι σύνδεσμος ὅλης της ὁρατῆς καὶ ἀόρατης δημιουργίας. Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν τὴν λύση τῆς ἀνθρώπινης στειρότητας, γιατὶ πῆρε τέλος γιὰ μᾶς ἡ στέρηση τῶν ἀγαθῶν.

Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως γεννήθηκε ἡ Μητέρα καὶ Παρθένος ἀπὸ γυναίκα στείρα; Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, αὐτὸ ποὺ εἶναι «τὸ μοναδικὰ καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο», ἡ βάση καὶ τ᾿ ἀποκορύφωμα τῶν θαυμάτων, ν᾿ ἀνοίξει τὸ δρόμο του μὲ θαύματα καὶ σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὰ πιὸ ταπεινὰ νάρθουν τὰ πιὸ μεγάλα.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλος λόγος πιὸ ὑψηλὸς καὶ πιὸ θεϊκός. Ἡ φύση, νικημένη ἀπὸ τὴ χάρη, στεκόταν φοβισμένη· δὲν εἶχε τὸ θάρρος καὶ τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει αὐτὴ πρώτη. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ ἡ Θεοτόκος – Παρθένος ἀπὸ τὴν Ἄννα, δὲν τολμοῦσε ἡ φύση νὰ καρποφορήσει πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη, ἀλλὰ ἔμενε ἄκαρπη, μέχρις ὅτου βλαστήσει ἡ χάρη τὸν καρπό. Ἔτσι ἔπρεπε, νὰ γεννηθεῖ πρωτότοκη ἐκείνη, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν «πρωτότοκο ὅλης της δημιουργίας», ποὺ «ὅλα σ᾿ αὐτὸν χρωστοῦν τὴν ὕπαρξή τους».

Καλότυχο ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ὅλη ἡ κτίση σᾶς εὐγνωμονεῖ. Γιατὶ μὲ τὴ μεσολάβησή σας δώρισε ἡ πλάση στὸ Δημιουργὸ τὸ πιὸ ὑπέροχο ἀπ᾿ ὅλα τὰ δῶρα· πολυσέβαστη Μητέρα, μοναδική, ἄξια τοῦ Πλάστη. Εὐλογημένος εἶσαι Ἰωακείμ, ἀπ᾿ ὅπου βγῆκε τὸ ἀκηλίδωτο σπέρμα. Θαυμαστὴ μήτρα τῆς Ἄννας, ποὺ μέσα της ἀναπτύχθηκε σιγὰ-σιγά, σχηματίσθηκε καὶ γεννήθηκε πανάγιο βρέφος. Γαστέρα, ποὺ κυοφόρησες μέσα σου τὸν ἔμψυχο οὐρανό, πλατύτερο ἀπὸ τὴν ἀπεραντοσύνη τῶν οὐρανῶν. Ἁλώνι, ποὺ κράτησες ἐπάνω σου τὴ θημωνιὰ τοῦ ζωοποιοῦ σιταριοῦ, ὅπως τὸ δήλωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἂν δὲν πέσει ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ στὴ γῆ καὶ πεθάνει, παραμένει ὁλομόναχος». Μαστοὶ ποὺ θηλάσατε ἐκείνη, ποὺ ἔθρεψε τὸν τροφοδότη τοῦ κόσμου. Θαυμάτων θαύματα καὶ παραδόξων παράδοξα. Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, ν᾿ ἀνοίξει μὲ τὰ θαύματα ὁ δρόμος, ἀπ᾿ ὅπου μὲ τρόπο ἀνέκφραστο, ἀπὸ ἀγάπη, κατέβηκε κοντά μας ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σαρκωθεῖ.

Ἀλλὰ πῶς νὰ προχωρήσω περισσότερο; Τὸ μυαλό μου σαστίζει, φόβος καὶ λαχτάρα μὲ κυριεύουν. Ἡ καρδιά μου χτυπάει καὶ ἡ γλώσσα μου δέθηκε. Δὲν ἀντέχω στὴ χαρά, μὲ καταβάλλουν τὰ θαύματα, ὁ πόθος μὲ γεμίζει ἐνθουσιασμό. Ἂς νικήσει λοιπὸν ὁ πόθος, ἂς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἂς τραγουδήσει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος: «Ἂς χαροῦν οἱ οὐρανοὶ κι᾿ ἂς πηδήσει ἀπ᾿ τὴ χαρά της ἡ γῆ».

Σήμερα ἀνοίγονται οἱ πύλες τῆς στειρώσεως, καὶ παρουσιάζεται θεϊκή, παρθενικὴ πύλη, ποὺ ἀπὸ μέσα της θὰ περάσει καὶ θὰ μπεῖ στὴν οἰκουμένη «σωματικὰ» ὁ Θεός, ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὁ ἀκροατὴς τῶν ἀνέκφραστων μυστικῶν. Σήμερα ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαὶ ξεφύτρωσε κλωνάρι, ποὺ πάνω του βλάστησε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου θεοϋπόστατο ἄνθος.

Σήμερα ἀπὸ τὴ γήινη φύση ἔφτιαξε οὐρανὸ πάνω στὴ γῆ, ἐκεῖνος ποὺ ἄλλοτε παλιὰ δημιούργησε μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ τὸ στερέωμα καὶ τὸ ἀνέβασε στὰ ὕψη. Κι᾿ ἀληθινὰ ὁ οὐρανὸς αὐτὸς εἶναι πολὺ πιὸ θεϊκὸς καὶ πολὺ πιὸ καταπληκτικὸς ἀπὸ τὸν πρῶτο. Γιατὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε στὸν πρῶτο οὐρανὸ τὸν ἥλιο, θὰ ἀνατείλει ὁ Ἴδιος στὸ δεύτερο οὐρανό, ἥλιος δικαιοσύνης. Ἔχει δύο φύσεις, κι ἂς λυσσομανοῦν οἱ Ἀκέφαλοι· ἕνα πρόσωπο, μία ὑπόσταση, κι ἂς σκάσουν ἀπ᾿ τὸ κακό τους οἱ Νεστόριοι. Τὸ ἄναρχο φῶς, ποὺ ἔχει τὴν προαιώνια ὕπαρξή του ἀπὸ ἄναρχο φῶς, τὸ ἄυλο καὶ ἀσώματο, παίρνει σῶμα ἀπὸ γυναίκα καὶ «σὰν νυμφίος βγαίνει ἀπὸ νυφικὸ δωμάτιο», καί, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι Θεός, γίνεται ἔπειτα γήινος ἄνθρωπος. Σὰν «γίγαντας» θὰ τρέξει μὲ χαρὰ τὸ δρόμο τῆς δικῆς μας ζωῆς, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ πάθη θὰ προχωρήσει γιὰ νὰ πεθάνει καὶ νὰ δέσει τὸν ἰσχυρό, τὸ διάβολο, καὶ νὰ τοῦ ἁρπάξει τὴν περιουσία, τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, καὶ νὰ ξαναφέρει στὴν οὐράνια γῆ τὸ χαμένο πρόβατο.

Σήμερα ὁ «γιὸς τοῦ μαραγκοῦ», ὁ παντεχνίτης Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ χάρη σ᾿ Αὐτὸν ὁ Πατέρας δημιούργησε τὰ πάντα, τὸ δυνατὸ χέρι τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἔχοντας, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν δάχτυλά του, ἀκονίσει τὸ στομωμένο σκεπάρνι τῆς φύσεως, ἔφτιαξε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔμψυχη σκάλα, ποὺ ἡ βάση της στηρίζεται πάνω στὴ γῆ καὶ τὸ κεφάλι της ἀκουμπάει στὸν οὐρανό, ποὺ πάνω της ἀναπαύεται ὁ Θεός, ποὺ τὴν εἰκόνα της ἀντίκρισε ὁ Ἰακώβ. Ἀπ᾿ αὐτὴ ἀφοῦ κατέβηκε, χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση του ὁ Θεός, πιὸ σωστὰ ἀφοῦ ταπεινώθηκε, «φανερώθηκε πάνω στὴ γῆ» καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὰ ὅλα λοιπὸν σημαίνουν ἡ κατάβαση, ἡ συγκαταβατικὴ ταπείνωση, ἡ πολιτεία του πάνω στὴ γῆ, τὴν πιὸ βαθιὰ γνώση, ποὺ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς.

Πάνω στὴ γῆ στηρίχθηκε ἡ νοητὴ σκάλα, ἡ Παρθένος· γιατὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ γῆ· καὶ ἡ κεφαλή της φθάνει στὸν οὐρανό. Ἡ κεφαλή, βέβαια, κάθε γυναίκας εἶναι ὁ ἄνδρας· γιὰ τὴν Παρθένο ὅμως μία καὶ δὲν γνώρισε ἄνδρα, ἔγινε κεφαλή της ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ἀφοῦ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔκανε συμφωνία μὲ τὴν Παρθένο κι ἀφοῦ ἔστειλε σὰν κάποιο θεϊκὸ πνευματικὸ σπόρο, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο του, τὴν παντοδύναμη δύναμή Του. Πραγματικὰ μὲ τὸ εὐλογημένο θέλημα τοῦ Πατέρα, ἔγινε ὑπερφυσικά, χωρὶς μεταβολή, ὁ Λόγος σάρκα, ὄχι μὲ φυσικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ξεπερνώντας τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία καὶ «κατασκήνωσε ἀνάμεσά μας». Γιατὶ ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γίνεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὅποιος μπορεῖ ἂς τὸ καταλάβει. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσει».

Ἂς ξεφύγουμε ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες σκέψεις. Ἄνθρωποί μου, ἡ θεότητα εἶναι ἀπαθής, δὲν παθαίνει ἀλλοιώσεις. Ἐκεῖνος ποὺ τὴν πρώτη φορὰ γέννησε ἀναλλοίωτα μὲ τρόπο φυσικό, γεννάει ἀναλλοίωτα τὸν ἴδιο Υἱὸ γιὰ δεύτερη φορὰ μὲ «κατὰ θεία οἰκονομία». Καὶ εἶναι μάρτυρας ὁ Δαβίδ, ὁ προπάτορας τοῦ Θεοῦ, λέγοντας: «Ὁ Κύριος εἶπε σὲ μένα. Ἐσὺ εἶσαι Υἱός μου, ἐγὼ σήμερα σὲ γέννησα». Αὐτὴ ἡ λέξη «σήμερα» δὲν ἔχει θέση στὴν προαιώνια γέννηση, γιατὶ ἡ γέννηση ἐκείνη βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.

Σήμερα χτίζεται ἡ πύλη ποὺ κοιτάει στὴν ἀνατολή, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Χριστὸς «θὰ μπεῖ καὶ θὰ βγεῖ», ἀφήνοντάς την κλεισμένη· στὴν πύλη αὐτὴ ὁ Χριστὸς εἶναι «ἡ θύρα τῶν προβάτων». «Ἀνατολὴ» εἶναι τὸ ὄνομα Ἐκείνου, ποὺ μᾶς ὁδήγησε κοντὰ στὸν ἀρχιφωτο Πατέρα. Σήμερα φύσηξαν χαρᾶς πνοές, προμηνύματα τῆς παγκόσμιας Χαρᾶς.

Ἂς χαμογελᾶ πάνω ὁ οὐρανός, κι᾿ ἂς πηδᾶ ἀπ᾿ τὴ χαρὰ της κάτω ἡ γῆ, ἂς πάλλεται ἡ θάλασσα τοῦ κόσμου. Μέσα της γεννιέται τὸ κογχύλι, τὸ στρείδι, ποὺ μὲ τὴν ἀστραπὴ τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ τὰ οὐράνια θὰ συλλάβει στὰ σπλάχνα του, καὶ θὰ γεννήσει τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, τὸν Χριστό. Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ στρείδι θὰ βγεῖ ὁ «δοξασμένος βασιλιάς», ντυμένος τὴν πορφύρα τῆς σάρκας, ποὺ ἀφοῦ ἐπισκεφθεῖ τοὺς αἰχμαλώτους θὰ διακηρύξει τὴν ἀπελευθέρωσή τους.

Ἂς πηδᾶ ἀπ᾿ τὴ χαρά της ἡ φύση· γεννιέται ἡ ἀμνάδα, ἡ προβατίνα, ποὺ ἀπ᾿ αὐτὴν ὁ βοσκὸς θὰ ντύσει τὸ πρόβατο, καὶ θὰ ξεσχίσει τὸ ροῦχο τῆς παλιᾶς θανατικῆς καταδίκης μας. Ἂς χορεύει ἡ παρθενία, ἀφοῦ γεννήθηκε ὅπως εἶπε ὁ Ἡσαΐας παρθένος, ποὺ θὰ «συλλάβει στὴν κοιλιά της καὶ θὰ γεννήσει υἱό, ποὺ θὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ», ποὺ σημαίνει «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας», μάθετε τὸ καλὰ Νεστόριοι κι᾿ ἀναγνωρίστε τὴν ἥττα σας. «Εἶν᾿ ὁ Θεὸς μαζί μας»! Ὄχι ἄγγελος, ὄχι ἀπεσταλμένος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος θἄρθει καὶ θὰ μᾶς σώσει. «Εὐλογημένος Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· ὁ Κύριος παρουσιάσθηκε μπροστά μας».

Ἂς γιορτάσουμε γιὰ τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου. Χαμογέλασε Ἄννα, «στείρα ποὺ δὲν γεννοῦσες, ξέσπασε σὲ κραυγὲς χαρᾶς, ξεφώνισε, σὺ ποὺ δὲν δοκίμαζες τῆς γέννας πόνους». Πήδησε ἀπ᾿ τὴ χαρά σου Ἰωακείμ, ἀπὸ τὴ θυγατέρα σου «γεννήθηκε τὸ παιδί μας», ὁ υἱὸς ποὺ μᾶς δόθηκε δῶρο καὶ τ᾿ ὄνομά του λέγεται «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, δηλ. ἀγγελιοφόρος ποὺ φέρνει τὸ μεγάλο θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, Θεὸς δυνατός», ἡ σωτηρία ὅλου του κόσμου. Ἂς ντροπιαστεῖ ὁ Νεστόριος, κι ἂς κλείσει μὲ τὸ χέρι του τὸ στόμα. Τὸ παιδὶ εἶναι Θεός, πῶς δὲν θάναι Θεοτόκος αὐτὴ ποὺ τὸ γέννησε; «Ἂν κάποιος δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἁγία Παρθένο ὡς Θεοτόκο, βρίσκεται χωρισμένος ἀπ᾿ τὸν Θεό». Αὐτὰ δὲν εἶναι δικά μου λόγια, ἂν καὶ τὰ λέω ἐγώ. Τὰ πῆρα, θεολογικὴ κληρονομιά, ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Θεολόγο Γρηγόριο.

Καλότυχο ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, κι ἀληθινὰ ἁγνότατο. Ἀπ᾿ τὸν καρπὸ τῶν σπλάγχνων σας γίνατε γνωστοί, καθὼς εἶπε ὁ Κύριος κάπου: «Θὰ τοὺς γνωρίσετε καλὰ ἀπὸ τοὺς καρποὺς ποὺ θὰ κάνουν». Μὲ τὴ ζωή σας δώσατε χαρὰ στὸ Θεὸ καὶ γίνατε ἄξιοι τῆς κόρης ποὺ γεννήσατε. Ζώντας τὴ ζωή σας μὲ ἁγνότητα καὶ ἁγιότητα καρποφορήσατε τὸ στολίδι τῆς παρθενίας, παρθένο προτοῦ νὰ γεννήσει, παρθένο τὴν ὥρα ποὺ γεννοῦσε, καὶ παρθένο ἀφοῦ γέννησε, τὴ μοναδικὴ ποὺ μένει καὶ σὲ νοῦ καὶ σὲ ψυχὴ καὶ σὲ σῶμα πάντοτε παρθένος.

Ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει, ἡ παρθένος ποὺ βλάστησε ἀπ᾿ τὴ δική σας ἁγνότητα νὰ γεννήσει σωματικὰ τὸ μονάκριβο, μονογέννητο φῶς, μὲ τὴν εὐδοκία ἐκείνου ποὺ τὸ γέννησε ἀσώματα. Φῶς ποὺ δὲν γεννάει, ἀλλὰ πάντοτε γεννιέται ἀπὸ φῶς, ποὺ ἡ γέννηση εἶναι ἡ ξεχωριστὴ προσωπική του ἰδιότητα.

Σὲ πόσα θαύματα καὶ σὲ πόσες συμφωνίες ἔγινε ἐργαστήριο αὐτὴ ἡ Κόρη! Ἀφοῦ γεννήθηκε ἀπὸ στείρα, γέννησε μὲ τρόπο παρθενικὸ Ἐκεῖνον, ποὺ ἕνωσε θεότητα καὶ ἀνθρωπότητα, πόνο καὶ ἀπάθεια, τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, γιὰ νὰ νικηθεῖ ἔτσι σ᾿ ὅλα τὸ χειρότερο ἀπὸ τὸ καλύτερο.

Κι᾿ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δική μου σωτηρία, Δέσποτα. Τόσο πολὺ μ᾿ ἀγάπησες, ὥστε μ᾿ ἔσωσες ὄχι μὲ ἀγγέλους, οὔτε μὲ κάποιο ἄλλο δημιούργημα, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἐσὺ ὁ ἴδιος μὲ ἔπλασες τὴν πρώτη φορά, ἔτσι πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος ἐργάσθηκες καὶ γιὰ τὴν ἀνάπλασή μου. Γι᾿ αὐτὸ χορεύω καὶ λέω μεγάλα λόγια καὶ νιώθω μεγάλη χαρά, καὶ ξαναγυρίζω πάλι πίσω στὴ πηγὴ τῶν θαυμάτων καὶ πλημμυρισμένος μὲ τὸ νάμα τῆς εὐθυμίας, ἁρπάζω τὴν κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θεϊκὸ ὕμνο τραγουδῶ στὴ γέννησή της.

Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ζευγάρι λογικὰ τρυγόνια σωφρονέστατο! Ἐσεῖς, μὲ τὸ νὰ κρατήσετε τὸ φυσικὸ νόμο τῆς σωφροσύνης, ἀξιωθήκατε μὲ δῶρα ὑπερφυσικά· γεννήσατε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀνέγγιχτη ἀπὸ ἄνδρα. Ἐσεῖς, ἀφοῦ ζήσατε μὲ εὐσέβεια καὶ ὁσιότητα μέσα στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, γεννήσατε τὴν ἀνώτερη ἀπὸ ἀγγέλους Κόρη, τὴν Κυρία τῶν ἀγγέλων.

Ὦ Κόρη, πανέμορφη καὶ γλυκύτατη. Κρίνο ποὺ ξεφύτρωσες ἀνάμεσα στ᾿ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴν πιὸ εὐγενικὴ καὶ βασιλικὴ ρίζα τοῦ Δαβίδ. Χάρη σὲ Σένα, Παρθένε, πλουτίσθηκε ἡ βασιλεία μὲ τὴν ἱεροσύνη. Χάρη σὲ Σένα μετακινήθηκε ὁ νόμος καὶ ἀνακαλύφθηκε τὸ πνεῦμα, ποὺ κρυβότανε κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα, ἀφοῦ ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία πέρασε ἀπὸ τὴ λευιτικὴ στὴ δαβιτικὴ φυλή. Ρόδο (τριαντάφυλλο), ποὺ ξεφύτρωσες μέσα ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια τῶν Ἰουδαίων, καὶ πλημμύρισες μὲ τὸ θεϊκό σου ἄρωμα τὰ σύμπαντα. Κόρη τοῦ Ἀδὰμ καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Εὐλογημένη ἡ μέση καὶ τὰ σπλάγχνα ἀπ᾿ ὅπου βλάστησες.

Εὐλογημένη ἡ ἀγκαλιὰ ποὺ σὲ κράτησε καὶ τὰ χείλη ποὺ ἀπολαύσανε τὰ ἁγνά σου φιλιά, δηλ. τὰ χείλη τῶν γονιῶν σου μονάχα, γιὰ νὰ μείνεις πάντοτε, σ᾿ ὅλα παρθένος.

Σήμερα ἀρχίζει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. «Δοξολογῆστε τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ, τραγουδῆστε καὶ χορέψτε καὶ παῖξτε τὰ ὄργανα»! Φωνάξτε δυνατά, φωνάξτε, μὴ φοβάστε, γιὰ χάρη μας γεννήθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἁγία Προβατικὴ Πύλη, ἀπ᾿ ὅπου καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ πῆρε πάνω του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.

Σκιρτῆστε βουνά, λογικὲς φύσεις, ποὺ μὲ λαχτάρα ὑψώνεστε στὶς κορυφὲς τῆς πνευματικῆς θεωρίας. Γεννιέται τὸ ἀστραποβόλο ὅρος τοῦ Κυρίου, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἀγγελικὸ ὄρος καὶ κάθε ἀνθρώπινη μεγαλοσύνη, ἀπ᾿ ὅπου εὐδόκησε ν᾿ ἀποκοπεῖ σωματικὰ τὸ ἀχειροποίητο ἀγκωνάρι, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ὁ Χριστός, ἡ μία ὑπόσταση, ποὺ ἕνωσε τὰ πρὶν χωρισμένα, τὴν θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸ σαρκικὸ Ἰσραὴλ σ᾿ ἕνα καὶ μόνο πνευματικὸ Ἰσραήλ. «Ὄρος τοῦ Θεοῦ, γεμάτο ἀπὸ δῶρα, γεμάτο πλούτη, πλούσιο ὅρος, τὸ ὄρος ποὺ πάνω του καταδέχθηκε νὰ κατοικεῖ ὁ Θεός». Τὸ «ἅρμα τοῦ Θεοῦ» ἀγγελοκυκλωμένο μὲ χίλιες – μυριάδες θεοχαριτωμένα χερουβὶμ καὶ σεραφίμ. Ἡ πανάγια κορυφή, ποὺ ξεπερνάει τὸ Σινᾶ, ποὺ δὲν σκεπάζει καπνὸς καὶ σκοτεινιά, θύελλα καὶ τρομερὴ φωτιά, ἀλλὰ ἡ ἀστραφτερὴ λάμψη τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Στὸ Σινᾶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγραψε, μὲ δάχτυλο τὸ Πνεῦμα, νόμο σὲ πέτρινες πλάκες. Στὴν Παρθένο Μαρία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὸ αἷμα της σαρκώθηκε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ παρέδωσε λυτρωτικὸ φάρμακο γιὰ τὴ δική μας φύση τὸν Ἑαυτό του. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο τὸ μάννα. Ἐδῶ στὴν Παναγία Αὐτός, ποὺ ἔδωσε τὴ γλυκύτητα στὸ μάννα. Ἂς σκύψει τὸ κεφάλι ἡ περίφημη σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἔφτιαξε στὴν ἔρημο ὁ Μωυσῆς, ἀπὸ πολύτιμα καὶ λογιῶν – λογιῶν ὑλικά, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴ ἡ σκηνὴ τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, μπροστὰ στὴν ἔμψυχη καὶ λογικὴ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔμψυχη αὐτὴ σκηνή, ἡ Παναγία, ὑποδέχθηκε ὄχι ἐνέργεια Θεοῦ, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ τὸ ἴδιο τὸ Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ. Ἂς νιώσουν καλὰ πὼς σὲ τίποτα δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μαζί της ἡ «χρυσοσκέπαστη σ᾿ ὅλα της κιβωτὸς» καὶ ἡ χρυσὴ στάμνα ποὺ εἶχε τὸ μάννα καὶ ἡ ἑπτάφωτη λυχνία καὶ ἡ χρυσὴ τράπεζα τῆς προθέσεως κι ὅλα τ᾿ ἄλλα τὰ παλιά. Τὴν τιμή τους τὴν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Παρθένο ποὺ προεικόνιζαν, σὰν σκιὲς τοῦ ἀληθινοῦ προτύπου.

Σήμερα καινούργιο βιβλίο ἑτοίμασε ὁ Λόγος – Θεός, ποὺ ἔπλασε τὰ πάντα καὶ ποὺ ἀνάβλυσε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ γραφτεῖ ὁ ἴδιος μέσα σ᾿ αὐτὸ σὰν μὲ κοντύλι, μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Θεοῦ, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Βιβλίο ποὺ δόθηκε σὲ γραμματισμένο ἄνδρα, καὶ δὲν τὸ διάβασε. Ὁ Ἰωσὴφ δὲν γνώρισε τὴν Μαρία οὔτε τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου, ποὺ ἔκρυβε μέσα της. Παναγία Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, ποὺ ξέφυγες ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, καὶ τὰ φλογερὰ βέλη τοῦ πονηροῦ, ποὺ πέρασες τὴ ζωή σου στὸ νυφικὸ θάλαμο τοῦ Πνεύματος, καὶ κρατήθηκες ἀνέγγιχτη γιὰ νὰ γίνεις νύφη Θεοῦ, καὶ Μητέρα τοῦ ἀληθινοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Παναγία Κόρη, ποὺ φανερώθηκες πάνω στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας καὶ γέμισες φόβο τὶς δυνάμεις ποὺ ἀποστάτησαν ἀπὸ τὸν Θεό.

Παναγία Κόρη, τὴν ὥρα ποὺ θήλαζες τὸ γάλα σὲ περιτριγύριζαν οἱ ἄγγελοι. Κόρη ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Θεό, δόξα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ γέννησαν. Θὰ Σὲ μακαρίζουν οἱ γενεὲς τῶν γενεῶν, ὅπως στ᾿ ἀλήθεια τὸ εἶπες προφητικά. Κόρη ἄξια του Θεοῦ, ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἡ ἐπανόρθωση τῆς πρώτης μας μητέρας τῆς Εὔας. Μὲ τὴ γέννησή σου ἀναστήθηκε ἡ πεσμένη.

Ἀστραποβόλημα τῶν γυναικῶν. Ἂν ἡ πρώτη Εὔα, μπαίνοντας στὴ ὑπηρεσία τοῦ φιδιοῦ ἐναντίον τοῦ πρώτου μας πατέρα, τοῦ Ἀδάμ, ἔπεσε στὴν παράβαση, κι ἔτσι «ἦρθε στὸν κόσμο μας ὁ θάνατος», ἡ Μαρία ὑπηρετώντας μὲ ὑποταγὴ τὴ θεία βουλή, ξεγέλασε τὸ φίδι ποὺ μᾶς ξεγέλασε κι ἔφερε στὸν κόσμο τὴν ἀφθαρσία.

Ἀειπάρθενε Κόρη, ποὺ παιδοποίησες, χωρὶς νὰ ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ ἄνδρα, ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ γέννησες ἔχει πατέρα αἰώνιο. Κόρη, γέννημα τῆς γῆς, ποὺ βάσταξες στὴ θεομητορική σου ἀγκαλιὰ τὸν Πλάστη. Οἱ αἰῶνες παράβγαιναν στὸ τρέξιμο ποιὸς θὰ πρωτοπρολάβει νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴ γέννησή σου. Ἀλλὰ ἡ προκαθορισμένη ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐφτίαξε καὶ τοὺς αἰῶνες, νίκησε τὸ συναγωνισμὸ τῶν αἰώνων κι ἔγιναν οἱ τελευταῖοι αἰῶνες πρῶτοι, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔλαχε νὰ γεννηθεῖς σ᾿ αὐτούς.

Εἶσαι πραγματικὰ ἡ πιὸ πολύτιμη ἀπ᾿ ὅλη τὴν πλάση, γιατὶ μόνο ἀπὸ σένα πῆρε μικρὸ μέρος ὁ Πλάστης τὶς ἀπαρχὲς τῆς δικῆς μας φύσεως. Σάρκα Του ἔγινε ἡ σάρκα σου, καὶ αἷμα Του τὸ αἷμα σου, καὶ γάλα ἀπὸ σένα θήλασε ὁ Θεός, κι ἑνώθηκαν τὰ χείλη σου μὲ τοῦ Θεοῦ τὰ χείλη. Ἀκατανόητα κι ἀνείπωτα θαύματα. Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων προγνώρισε ὅτι ἐσὺ ἄξια θὰ γίνεις τῆς ἀγάπης Του καὶ σ᾿ ἀγάπησε, κι ἀπὸ ἀγάπη σὲ προόρισε, καὶ «στοὺς στερνοὺς καιροὺς» σ᾿ ἔφερε στὸ φῶς καὶ σ᾿ ἀνάδειξε μητέρα καὶ τροφὸ τοῦ δικοῦ Του Υἱοῦ καὶ Λόγου.

Λέγουν πὼς τὰ ἀντίθετα γιατρεύουν τ᾿ ἀντίθετά τους, μὰ δὲν μπορεῖ τ᾿ ἀντίθετα καὶ νὰ γεννοῦν τ᾿ ἀντίθετά τους. Μολονότι κάθε πλάσμα ὑφαίνει αὐτό, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ εἶναι, ἀντιμετωπίζοντας τ᾿ ἀντίθετά του – τὸ κατορθώνει βέβαια ἀπ᾿ τὸν πλοῦτο τῆς δύναμης ποὺ κλείνει μέσα στὴ φύση του. Κι ὅπως ἀκριβῶς «ἡ ἁμαρτία χρησιμοποίησε τὸ καλό, τὴν ἐντολὴ τοῦ Νόμου, γιὰ τὸν θάνατό μου, κι ἔγινε ὑπερβολικὰ ἁμαρτωλή», ἔτσι κι ὁ αἴτιος τῶν καλῶν, ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τ᾿ ἀντίθετό τους, τὸν θάνατο, κατεργάζεται γιὰ μᾶς τὸ καλό, ποὺ τοῦ εἶναι φυσικό. «Ἐπειδὴ ὅπου πλήθυνε ἡ ἁμαρτία, περίσσεψε ἡ χάρη».

Ἂν εἴχαμε φυλάξει τὴν πρώτη μας κοινὴ ζωὴ μὲ τὸν Θεό, δὲν θὰ ἀξιωνόμαστε τὴν πιὸ μεγάλη καὶ τὴν πιὸ θαυμαστὴ ζωὴ μαζί Του. Τώρα ὅμως μὲ τὴν ἁμαρτία, κριθήκαμε ἀνάξιοί της πρώτης μας κοινῆς ζωῆς μὲ τὸν Θεό, γιατὶ δὲν κρατήσαμε τὸ δῶρο, ποὺ μᾶς δόθηκε. Ἀλλὰ μὲ τὴν συμπάθεια τοῦ Θεοῦ ἐλεηθήκαμε καὶ μᾶς πῆρε πάνω του καὶ μᾶς ἔκανε σάρκα Του, γιὰ νὰ γίνει πιὸ σίγουρη ἡ κοινὴ ζωὴ μαζί Του. Γιατὶ Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀγκάλιασε καὶ μᾶς ἔκανε σάρκα Του ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατήσει ἀδιάσπαστη τὴν ἕνωση. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁλόκληρη ἡ γῆ ἔγινε πόρνη καὶ γέννα τέκνα πορνείας, γι’ αυτὸ κι ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου «πλανήθηκε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας», μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό του, ποὺ τὸν ἔκανε λαὸ δικό του μὲ «δυνατὸ χέρι καὶ ψηλὸ βραχίονα», καὶ ποὺ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς σκλαβιᾶς τοῦ Φαραώ, καὶ τὸν πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, καὶ τὸν ὁδήγησε «μὲ νεφέλη τὴν ἡμέρα καὶ στήλη φωτιᾶς κάθε νύχτα». Καὶ πῆρε στροφὴ ἡ καρδιά τους γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔγινε ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου «μὴ λαὸς τοῦ Κυρίου», κι᾿ αὐτὸς ποὺ ἐλεήθηκε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐλεήθηκε, κι αὐτὸς ποὺ ἀγαπήθηκε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπήθηκε.

Γι᾿ αὐτὸ γεννιέται τώρα Παρθένος, ἀντίπαλος τῆς προγονικῆς πορνείας κι ἀρραβωνιάζεται μὲ τὸ Θεὸ τὸν ἴδιο, καὶ γεννᾶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ γίνεται λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἦταν πρῶτα λαὸς τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἦταν ἐλεημένος ἐλεήθηκε, κι ὁ μὴ ἀγαπημένος ἀγαπήθηκε. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὴ γεννιέται ὁ «ἀγαπητὸς Υἱὸς» τοῦ Θεοῦ, ποὺ σ᾿ αὐτὸν εὐδόκησε ὁ Πατέρας – Θεός.

«Ἀμπέλι καλοκλήματο» βλάστησε ἀπ᾿ τὴν Ἄννα, κι ἄνθισε σταφύλι ὁλογλυκό, πιοτὸ θεϊκό, νὰ τὸ πιοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ζήσουν στὸν αἰώνα. Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἔσπειραν «δικαιοσύνη» καὶ θερίσανε «καρπὸ ζωῆς». Φωτισθήκανε μὲ τὸ «φῶς τῆς γνώσεως» καὶ ψάξανε νὰ βροῦν τὸν Κύριο, καὶ τοὺς βρῆκε καρπὸς δικαιοσύνης.

Ἂς πάρει θάρρος ἡ γῆ καὶ «γεμίστε χαρὰ τὰ παιδιὰ τῆς Σιῶν γιὰ τὸν Κύριο καὶ Θεό σας», γιατὶ πρασίνισε ἡ ἔρημος. Ἡ στείρα καρποφόρησε. Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα σὰν μυστικὲς κορφὲς βουνῶν στάλαξαν γλύκα. Νιῶσε χαρά, εὐλογημένη Ἄννα, γιατὶ γέννησες κορίτσι. Γιατὶ αὐτὴ ἡ κόρη θὰ γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πύλη τοῦ φωτός, πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ θὰ ἐξαφανίσει τὸ ἔγκλημα τῆς γυναίκας.

Τὸ πρόσωπο αὐτῆς τῆς κόρης «θὰ ἱκετεύσουν οἱ πλούσιοί του λαοῦ». Τὴν κόρη αὐτὴ θὰ προσκυνήσουν οἱ βασιλιᾶδες τῶν ἐθνῶν προσφέροντας δῶρα. Τὴν κόρη αὐτὴ θὰ ὁδηγήσεις στὸ Θεό, στὸ βασιλιὰ τῶν ὅλων, ντυμένο στὰ «χρυσὰ κρόσσια» τὰ στολίδια τῶν ἀρετῶν, καὶ στολισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, κι «ἡ δόξα τῆς εἶναι μέσα της». Γιατὶ ἂν δόξα κάθε γυναίκας εἶναι ὁ ἄντρας ποὺ στέκεται στὸ πλάι της, τῆς Παναγίας ἡ δόξα εἶναι ἀπὸ μέσα, ὁ καρπὸς τῶν σπλάχνων της.

Ὦ Κόρη ποθητὴ καὶ τρισευλογημένη· «εὐλογημένη μέσα σ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες σύ, κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῶν σπλάχνων σου». Κόρη, θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ, καὶ Μητέρα τοῦ βασιλιᾶ τῶν ὅλων, τοῦ Θεοῦ. Θεϊκὸ κι ὁλοζώντανο ἄγαλμα, ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ ἔπλασε, ποὺ ἔχεις τὸ πνεῦμα σου θεοκυβέρνητο καὶ μόνο στὸ Θεὸ γυρνᾶς τὴν προσοχή σου. Κάθε σου πόθος στρέφει στὸν μόνο ποθητὸ κι ἀγαπημένο. Τὸ θυμό σου χύνεις μοναχὰ στὴν ἁμαρτία καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ γέννησε τὴν ἁμαρτία. Ζοῦσες ζωὴ ἀνώτερη ἀπὸ τὴ φύση. Ὄχι ζωὴ δική σου, γιατὶ ἐσὺ δὲν γεννήθηκες γιὰ σένα.

Γιὰ τὸν Θεὸ λοιπὸν ζοῦσες, γι᾿ Αὐτὸν ἦλθες στὴ ζωή, Αὐτὸν πιστὰ νὰ ὑπηρετήσεις στὴν παγκόσμια σωτηρία, γιὰ νὰ πληρωθεῖ ἡ «προαιώνια ἀπόφαση» τοῦ Θεοῦ, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ἡ δική μας θέωση. Ὁ πόθος σου μὲ θεϊκὰ νὰ τρέφεσαι λόγια, καὶ μὲ τὸ χυμό τους νὰ δυναμώνεις, σὰν «ἐλιὰ ὁλοκαρπη στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, σὰν δένδρο, ποὺ φυτεύτηκε στὴν ἀκροποταμιὰ» τοῦ Πνεύματος, σὰν δένδρο τῆς ζωῆς, ποὺ καρποφόρησε στὸν καιρὸ ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ Θεὸ ταχθεῖ, Θεὸ ἐνσαρκωμένο, τὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὰ πλάσματά Του ὅλα. Κρατᾶς κάθε λογισμὸ ποὺ τρέφει κι ὠφελεῖ τὴ ψυχή, καὶ ρίχνεις πέρα, πρὶν κἂν τὸ δοκιμάσεις, κάθε τι ποὺ εἶναι γιὰ σένα ἄχρηστο καὶ βλαβερό. Μάτια «στραμμένα πάντοτε στὸν Κύριο» βλέπουν τὸ αἰώνιο κι «ἀπλησίαστο φῶς».

Αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε τὸν θεϊκὸ λόγο κι εὐφραίνονται μὲ τὴν κιθάρα τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀπὸ μέσα τους πέρασε ὁ Λόγος γιὰ νὰ σαρκωθεῖ. Ὄσφρηση γοητευμένη μὲ τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀρωμάτων τοῦ Νυμφίου, ποὺ ἄρωμα θεϊκὸ ξεχύνεται ἐλεύθερα καὶ χρίει τὴν ἀνθρώπινή Του φύση. «Ἄρωμα ποὺ χύθηκε εἶναι τὸ ὄνομά σου» λέγει ἡ ἁγία Γραφή. Χείλη ποὺ δοξολογοῦν τὸν Κύριο καὶ μένουν κολλημένα στὰ δικά Του χείλη. Ἡ γλώσσα κι ὁ οὐρανίσκος ποὺ ξέρουν νὰ διακρίνουν τὰ λόγια του Θεοῦ καὶ ποὺ χορταίνουν μὲ τὴ θεϊκή τους γλυκύτητα. Καρδιὰ καθαρὴ κι ἀμόλυντη, ποὺ βλέπει καὶ ποθεῖ τὸν ἀόρατο Θεό.

Σπλάχνα, ποὺ μέσα τους κατοίκησε ὁ ἀχώρητος, καὶ στῆθος, ποὺ μὲ τὸ γάλα του, τράφηκε ὁ Θεός, τὸ παιδὶ Ἰησοῦς. Πύλη τοῦ Θεοῦ παρθενικὴ γιὰ πάντα. Χέρια, ποὺ κράτησαν τὸν Θεό, καὶ γόνατα, ποὺ ἔγιναν θρόνος ψηλότερος κι ἀπὸ τὰ χερουβίμ.

Μ᾿ αὐτὰ στερεώθηκαν τὰ «παράλυτα χέρια καὶ τ᾿ ἀδύναμα πόδια». Πόδια ὁδηγημένα μὲ τὸ φωτεινὸ λυχνάρι τοῦ θείου νόμου, τρέχουν ἀσταμάτητα πίσω του, ὥσπου κι τράβηξαν τὸν Ποθητὸ σ᾿ αὕτη ποὺ Τὸν ποθοῦσε. Ὁλόκληρη εἶσαι δωμάτιο νυφικὸ τοῦ Πνεύματος, πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν «εὐφραίνουν τὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ», τὰ κύματα δηλ. τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Πεντάμορφη καὶ πολυαγαπημένη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀφοῦ ξεπέρασε τὰ χερουβὶμ κι ἀνέβηκε ψηλότερα κι ἀπὸ τὰ σεραφίμ, ἔγινε πραγματικά του Θεοῦ ἡ πολυαγαπημένη.

Θαῦμα, τὸ πιὸ τρανὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ θαύματα! Γυναίκα νὰ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὰ σεραφίμ, κι αὐτὸ γιατὶ ὁ Θεὸς φανερώθηκε «λιγάκι πιὸ χαμηλὰ ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους». Σιώπα, Σολομῶν πολύσοφε, καὶ μὴ λές: «Τίποτα καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο». Παρθένε θεοχαριτωμένη, ἅγιε ναὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁ πνευματικὸς Σολομώντας, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης, σ᾿ ἔχτισε καὶ σ᾿ ἔκανε κατοικία του, ναέ, ποὺ δὲν στολίζεσαι μὲ χρυσάφι κι ἄψυχες πέτρες, ἀλλὰ λαμποκοπᾶς ἀντὶ χρυσάφι Ἅγιο Πνεῦμα· κι ἀντὶ γι᾿ ἄλλα ἀκριβὰ πετράδια ἔχεις τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, τὸν Χριστό, τὸν ἄνθρακα τῆς θεότητας.

Αὐτὸν παρακάλεσε ν᾿ ἀγγίξει τὰ χείλη μας, γιὰ νὰ μποροῦμε ἁγνισμένοι νὰ Τὸν ὑμνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνακράζοντας: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ», μία φύση τῆς θεότητας μὲ τρία πρόσωπα. Ἅγιος ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ποὺ εὐδόκησε μέσα σὲ σένα καὶ ἀπὸ σένα νὰ τελεσιουργηθεῖ τὸ μυστήριο, ποὺ εἶχε προκαθορίσει πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες. Ἅγιος ἰσχυρός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ὁ Μονογενής, ποὺ σήμερα ἐνεργεῖ τὴν γέννησή σου ἀπὸ στείρα μητέρα, γιὰ νὰ γεννηθεῖ αὐτὸς ποὺ ἦταν μονογενὴς ἀπὸ Πατέρα καὶ «πρωτογέννητος ἀπ᾿ ὁλόκληρη τὴν πλάση», μονογενὴς κι ἀπὸ σένα Παρθένο Μητέρα, πρωτογέννητος «ἀνάμεσά σε πολλὰ ἀδέλφια», ἴδιος μ᾿ ἐμᾶς, Κοινωνὸς χάρη σὲ Σένα στὴ «δική μας σάρκα καὶ στὸ δικό μας αἷμα».

Ὡστόσο δὲν σ᾿ ἄφησε νὰ γεννηθεῖς κι ἐσένα μόνο ἀπὸ πατέρα ἢ μόνο ἀπὸ μητέρα, γιὰ νὰ κρατήσει τὸ προνόμιο τῆς μοναδικῆς γεννήσεως, ὁ μοναδικὸς σ᾿ ὅλα του μονογενής. Αὐτὸς εἶναι στ᾿ ἀληθινὰ ὁ μοναδικὸς μόνο ἀπὸ Πατέρα καὶ μοναδικὸς μόνο ἀπὸ μητέρα. Ἅγιος ἀθάνατος, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ μὲ τὴ δροσιὰ τῆς θεότητάς Του σὲ κράτησε σώα ἀπὸ τὴν θεϊκὴ φωτιά. Γιατὶ αὐτὸ προέλεγε αἰνιγματικὰ ἡ βάτος τοῦ Μωυσῆ.

Χαῖρε, πύλη προβατική, ἱερώτατε ναὲ τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε, πύλη προβατική, προγονικὴ κατοικία τῆς βασίλισσας. Χαῖρε, πύλη προβατική, ποὺ ἤσουν κάποτε μαντρὶ τῶν προβάτων τοῦ Ἰωακείμ, τώρα ἡ οὐρανομίμητη Ἐκκλησία τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Πύλη, ποὺ κάποτε μία φορὰ τὸ χρόνο δεχόσουν τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ταράσσοντας τὸ νερό, ἔδινε σ᾿ ἕναν ἄρρωστο τὴ δύναμη καὶ τὸν γιάτρευε.

Τώρα ἔχεις στρατιὲς ἀπὸ δυνάμεις ἀγγέλων, ποὺ δοξολογοῦν μαζὶ μὲ μᾶς τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄβυσσο τῶν θαυμάτων, τὴ πηγὴ ποὺ γιατρεύει ὅλους τους ἀνθρώπους. Μητέρα Θεοῦ, ποὺ δέχθηκε ὄχι ἄγγελο ὑπηρέτη, ἀλλὰ τὸν Ἄγγελο τῆς μεγάλης βουλῆς, ποὺ κατέβηκε πάνω στὸ ἁπαλὸ μαλλὶ ἀθόρυβα σὰν ἄφθονη βροχὴ καλοσύνης, καὶ ξανάφερε σ᾿ ἀκλόνητη ὑγεία καὶ σ᾿ ἀγέραστη ζωὴ ὅλη τὴν ἀρρωστημένη μας φύση, ποὺ ὑποτάχθηκε στὴ φθορά. Χάρη σ᾿ Αὐτὸν ὁ παράλυτός σου ἔτρεξε πηδώντας σὰν ἐλάφι.

Χαῖρε, τίμια προβατικὴ κολυμβήθρα, ἡ χάρη σου ν᾿ αὐξάνει.

Χαῖρε, Μαρία, γλυκύτατη Κόρη τῆς Ἄννας. Σὲ σένα μὲ παρασύρει πάλι ἡ λαχτάρα τῆς ἀγάπης. Πῶς ν᾿ ἀναπαραστήσω τὸ ὅλο σεμνότητα βάδισμά σου; Πῶς τὸ ντύσιμό σου; Πῶς τὸ χαριτωμένο πρόσωπό σου; Τὸ γεροντικό σου φρόνημα στὸ νεαρό σου σῶμα; Σεμνὸ ντύσιμο χωρὶς πολυτέλεια καὶ μαλθακότητα. Βῆμα συγκρατημένο, χωρὶς βιασύνη καὶ χωρὶς νωθρότητα.

Τὸ σοβαρὸ ὕφος, ποὺ γλύκαινε κάποια ἱλαρότητα, κρατημένο πάντα μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄντρες. Κι ἀπόδειξη ὁ φόβος ποὺ ἔδειξες μὲ τὴν ἀπροσδόκητη προσφώνηση τοῦ ἀγγέλου. Πρόθυμη κι ὑπάκουη στοὺς γονεῖς σου· κρατοῦσες τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως στὶς πιὸ μεγάλες ἀποκαλύψεις. Τὰ λόγια σου καλοσυνάτα ἔβγαιναν ἀπὸ ἤρεμη ψυχή.

Καὶ τί χρειάζονται τὰ πολλὰ λόγια, ἄξια νὰ κατοικήσει μέσα σου ὁ Θεός! Μὲ τὸ δίκιο τους σὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές, ἐσένα τὴν πιὸ διαλεχτὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων. Καύχημα τῶν ἱερέων, ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν, στήριγμα βασιλιάδων, πολύκαρπη φυτὸ τῆς παρθενίας, γιατὶ ἀπὸ σένα ἁπλώθηκε πλατιὰ ἡ ὀμορφιὰ τῆς παρθενίας. «Ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες σὺ εἶσαι ἡ εὐλογημένη κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι σ᾿ ἀναγνωρίζουν Θεοτόκο, καὶ μένουν στὴν κατάρα ὅσοι σ᾿ ἀρνιοῦνται.

Ἱερὸ ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, δεχτεῖτε ἀπὸ μένα τούτη τὴν ὁμιλία στὴ γέννηση τῆς Μαρίας. Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας καὶ Δέσποινά μου, δέξου τὰ λόγια τοῦ ἁμαρτωλοῦ δούλου σου, ποὺ ὁ πόθος ὅμως τὸν καίει κι ἀπόκτησε Ἐσένα μοναδικὴ ἐλπίδα χαρᾶς, προστάτισσα τοῦ βίου του. Καὶ μεσίτριά του κοντὰ στὸν Υἱό σου καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴ σωτηρία του.

Σκόρπισε πέρα τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ διάλυσε τὸ σύννεφο, ποὺ μοῦ σκοτίζει τὸ μυαλὸ καὶ τὸ παχὺ στρῶμα τῆς ὕλης. Σταμάτησε τοὺς πειρασμοὺς καὶ κυβέρνησε μ᾿ ἐπιτυχία τὴ ζωή μου, καί, παίρνοντάς με ἀπ᾿ τὸ χέρι, ὁδήγησέ με ψηλὰ στὴν οὐράνια εὐτυχία, καὶ στὸν κόσμο σου δῶσε δῶρο τὴν εἰρήνη. Καὶ σ᾿ ὅλους τους κατοίκους τῆς πόλεώς μας, τέλεια τὴν χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία, μὲ τὶς παρακλήσεις τῶν γονιῶν σου κι ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς γίνει ἔτσι! Ἂς γίνει!

«Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μαζί σου, εὐλογημένη σὺ ἀνάμεσα σ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες, κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου», ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα μαζὶ καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...