Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απο την Λειτουργική Ζωή της Εκκλησίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απο την Λειτουργική Ζωή της Εκκλησίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαρτίου 04, 2017

Περὶ Ἀναθεμάτων

Ἰωσὴφ Βρυέννιος (1350-1431) - Οὐκ ἀρνησόμεθά σε

Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα.

Κ. Π. Καβάφης (1863-1933) - Οὐκ ἔγνως

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες - ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων: παροιμιακὴ ἔκφραση ἀπάντηση τοῦ Ἰουλιανοῦ σὲ ἐπιστολὴ ἐπισκόπων.
Ἡ ἀνταπάντηση ὅμως ποὺ ἔλαβε, ἐνδεχομένως μάλιστα ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο,
ἦταν ἐξ ἴσου παροιμιώδης: ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως. εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως.

Ἀπάντηση ἐπεξηγηματική περὶ Ἀναθεμάτων

Οἱ πλάνες τῶν φιλοσόφων

Ἴσως σὲ μερικοὺς νὰ φαίνεται ὑπερβολικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν ἀρχαίων σοφῶν ὡς μωρῶν. Τί θὰ λέγαμε ὅμως ἂν πληροφορούμασταν ὅτι πρὶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐξέφερε περὶ τῶν σοφῶν του προχριστιανικοῦ κόσμου αὐστηρότατη κρίση κάποιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ συγκαταλεχθεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ρήτορες τῆς εἰδωλολατρικῆς δύσεως;
Πρόκειται γιὰ τὸν Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ διακηρύξει ὅτι «δὲν ὑπάρχει παραλογισμός, ὁσονδήποτε χονδροειδής, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐγένετο παραδεκτὸς καὶ νὰ μὴ ἐδιδάχθη ὑπὸ τινὸς φολοσόφου» De divin. II 58, «Sed nescio quo tam absurde dici potest quod non dicatur ab aliquo philosophorum»

Ἀστοχίες τοῦ Πλάτωνος

Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε συγκεκριμένα ἀρχίζουμε ἀπὸ φιλόσοφο ποὺ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ὑγιέστερων ἀπὸ ὅλους τοὺς φιλοσοφοῦντες, τὸν Πλάτωνα δηλαδή. Ὅπως λοιπόν μας λέει γιὰ αὐτὸν ὁ Hittinger (Apologie..., τόμ. Β´, σελ. 71) κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν εἶχε κἂν ἰδέα περὶ δημιουργίας, ἢ τουλάχιστον δὲν μιλοῦσε γιὰ αὐτὴν κατὰ τρόπο σαφῆ καὶ συγκεκριμένο. Σὲ ἐπιβεβαίωση δὲ τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ ὁ Brandis (Ἱστορία τῆς Ἑλληνορωμαϊκῆς Φιλοσοφίας τόμ. ΙΙ, σελ. 36) ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀλήθεια περὶ ἀπολύτου δημιουργίας (δηλαδὴ ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ χωρὶς προϋπάρχουσας ὕλης δημιουργία τοῦ κόσμου) παρέμεινε ἄγνωστη σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ ἀρχαιότητα.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὁ Πλάτωνας παρουσιάζεται παραλογιζόμενος καὶ ἀνάξια πρὸς τὸν ἑαυτό του φερόμενος εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ καχεκτικὰ καὶ ἀσθενῆ βρέφη θὰ πρέπει νὰ ἀπορρίπτονται ἔκθετα, ἐκεῖ ποὺ συνιστᾷ οἱ γυναῖκες νὰ εἶναι κοινές, ὅπως καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐπιδοκιμάζει νὰ ἀποκαλεῖται βάρβαρος κάθε ξένος καὶ μὴ Ἕλληνας, προχωρώντας μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὁρίζει ἰδιαίτερη τάξη πολιτῶν στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ πλειοψηφία τους καὶ τοὺς ὁποίους καταδικάζει σὲ ἰσόβια καὶ ἀπεριόριστη δουλεία. Καὶ μὲ λίγα λόγια ἡ ἠθικὴ καὶ τὸ σύστημα τοῦ Πλάτωνος εἶναι κατ᾿ οὐσία ἀριστοκρατικὰ (δὲν μιλᾶμε κὰν γιὰ δημοκρατία), ἀπευθύνονται ἀποκλειστικὰ στοὺς διανοούμενους καὶ τοὺς ταλαντούχους τοῦ πνεύματος καὶ συνεπῶς δὲν ἀποτελοῦν κτῆμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλὰ μερίδας της μόνον.

Γενικοὶ χαρακτηρισμοὶ γιὰ τοὺς φιλοσόφους

Ἂς συνεχίσουμε ἀκολουθώντας τοῦ Κικέρωνα τοῦ ὁποίου τὴν δυσμενῆ κρίση προαναφέραμε καὶ τοῦ ὁποίου ἡ γνώμη ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, ὄχι τόσο ἐξ αἰτίας τῆς ἰδιότητάς του ὡς μεγάλου ρήτορος, ἀλλὰ λόγω τοῦ γεγονότος πὼς ἐπιδόθηκε ὅσο λίγοι σὲ φιλοσοφικὲς μελέτες, ἔτσι ὥστε νὰ παρουσιάζεται ἐνημερωμένος γιὰ τὶς φιλοσοφικὲς κινήσεις τῆς ἀρχαιότητας, ὅσο λίγοι. Τὰ συγγράμματα τοῦ παρέχουν πλήρη περίληψη ὅλων τῶν συστημάτων τῶν διαφόρων σχολῶν καὶ ἐμφανίζονται πλούσια σὲ πολυμάθεια. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὕστερα ἀπὸ μακρὰ ἔκθεση τῶν διαφόρων φιλοσοφικῶν θεωριῶν περὶ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, παρατηρεῖ γεμάτος ἀπογοήτευση: «Ἕνας Θεὸς μόνο, μπορεῖ νὰ διακρίνει ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς θεωρίες εἶναι ἡ ἀληθινή, εἶναι δὲ δύσκολο νὰ δείξει κανεὶς ἔστω καὶ τὴν πιθανότερη μόνο, ἀπὸ αὐτές» «Harum sententiarum quae vera est, Deus aliquis viderit, quae verisimilis, manga quaestio est» (Qu. Tuscul. I, 11, 23)
Ἀλλοῦ πάλι ὅταν ἐκθέτει τὶς περὶ θεῶν διάφορες φιλοσοφικὲς θεωρίες παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς: « Ἰδοὺ τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸ θέμα τῶν θεῶν, ὄχι ὅτι θέλω νὰ ἀρνηθῶ τὴν ὕπαρξή τους ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ κρίνετε ποιὸ σκοτάδι καὶ ποιὲς δυσκολίες καλύπτουν τὸ θέμα αὐτό» «Haec fere dicere habui de natura deorum, non ut eam tollerem, sed ut intelligeretis quam esse obscrura et quam difficilis explicates haberet» (De natura Deor. III 39. Πρβλ. αὐτόθ. I 13 καὶ III 40 καὶ I 6)
Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ πεῖ κανεὶς βάσει τῶν κρίσεων τοῦ Κικέρωνος ὅτι ὅλες οἱ ὑποθέσεις τῶν φιλοσόφων κατάληξαν σὲ τόσο πενιχρὸ καὶ ἀντιφατικὸ ἀποτέλεσμα, καὶ τόσο καταπληκτικὰ παράλογο, ὥστε κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου του Κικέρωνα ἀποτελοῦν «ὄνειρα παραληρούντων μᾶλλον παρὰ γνῶμες φιλοσόφων» «Exposui fer non philisiphorum jidicia, sed delirantium somnia» De natura Deor. I 16.
Στὴν συνέχεια παραθέτουμε ὁμολογίες σειρᾶς ὁλόκληρης παλαιῶν φιλοσόφων ποὺ παραπονοῦνται ἄλλοι μὲν γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, ἄλλοι δὲ ρητὰ ἀποφαίνονται ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι κάτι τὸ ἀσύλληπτο καὶ ἀκατάληπτο. Ἔτσι ὁ Ξενοφάνης παραπονεῖται γιὰ τὴν ἀβεβαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων διατινόμενος ὅτι κανεὶς ποτὲ δὲν γνώρισε τὴν ἀλήθεια, οὔτε πρόκειται νὰ γνωρίσει αὐτὴ εἴτε περὶ τοῦ Θεοῦ εἴτε περὶ τοῦ παντός. Καὶ ἐὰν ποτὲ κάποιος κατέληγε στὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ τὴν εἶχε καὶ πραγματικὰ γνωρίσει, γιατὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ γνώριζε δὲν θὰ ἦταν παρὰ προσωπικὴ γνώμη καὶ πιθανότητα, ὄχι ὅμως καὶ βέβαιη γνώση τῆς ἀλήθειας. Ὁ Παρμενίδης πάλι ἐκδηλώνεται μὲ μεγαλύτερη ἀκόμη ἀπογοήτευση ἀφοῦ χαρακτηρίζει τὴν γέννηση τῶν ἀνθρώπων ὡς πρᾶγμα θλιβερὸ καὶ θεωρεῖ ὅτι προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μὴν ἔρχονται αὐτοὶ στὴν ὕπαρξη, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπὸ τὸν ζυγὸ σκληροῦ πεπρωμένου νὰ παραμένει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Μάλιστα λέει ὅτι οἱ θνητοὶ ὁμοιάζουν μὲ τοὺς κουφοὺς καὶ τοὺς τυφλούς. Εἶναι γένος ἀμαθῶν καὶ ἀφρόνων. Ὁ Ἠράκλειτος ἐβεβαίωνε ὅτι ὁ ἄνθρωπος στερεῖται διανοίας καὶ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει νοῦ. Ἀπέναντι δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ πιὸ σοφὸς ἄνθρωπος εἶναι σὰν ἕνας τυχαῖος πίθηκος. Τέλος ὁ Ἀναξαγόρας διακήρυττε ὅτι λόγω τῆς ἀδυναμίας τῶν αἰσθήσεών μας ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν αἰτία τῶν ὄντων.

Πλῆθος φιλοσοφημάτων ἀλληλοαναιρούμενων

Ἐνῷ λοιπὸν ἀνεμπόδιστα μεταδιδόταν μεταξὺ τῶν φιλόσοφων τὸ φρόνημα ὅτι ἡ κατάκτηση τῆς ἀλήθειας μέσῳ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κάτι τὸ ἀκατόρθωτο, φαίνεται νὰ ἰσχύει ὡς κυρίαρχος νόμος σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Hegel ὅτι: «ἡ μονομανία τῆς ἐλεύθερης σκέψεως εἶναι νὰ δημιουργεῖ πάντοτε ὁ ἕνας κάτι ἀνοητότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο». Ὑλισμὸς περισσότερο ἢ λιγότερο παχυλὸς ἐπικρατεῖ πρὸς στιγμή, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀπὸ κάποια μορφὴ φυσιοκρατικοῦ ἢ πνευματοκρατικοῦ Πανθεϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του θὰ δώσει τὴν θέση του στὸν Ἀγνωστικισμὸ ἢ σὲ διάφορες μορφὲς ἄκρατης Πνευματοκρατίας ἢ τοῦ λεγόμενου Ὑπαρξισμοῦ ἢ τῆς Ἐξελιξιαρχίας καὶ τοῦ Μονισμοῦ καὶ γενικὰ τῆς ποικιλόμορφης Ἀρνήσεως ποὺ σύγχυση μᾶλλον καὶ σκοτισμὸ παρὰ φῶς φέρνουν στὴν ἔρευνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀλήθειας. Βλέποντας τὴν ἀντίφαση καὶ τὴν ἀντίθεση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων μεταξύ τους, τὴν διαρκῆ ἀπόρριψη καὶ ἐμφάνιση νέων, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὁ καθολικὸς φιλόσοφος νοῦς τῶν ἀνθρώπων σὰν ἀόρατος Κρόνος ἄπληστος καὶ ἀχόρταγος καταβροχθίζει τὸ ἕνα μετὰ τοῦ ἀλλοῦ τὰ ἴδια τὰ παιδιά του. Καὶ ὅπως λέει ὁ Hittenger κανένα ἀπὸ τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ ἐμφανίστηκαν μὲ διάφορες μορφές, εἴτε μιλᾶμε γιὰ τὸν Ὑλισμὸ εἴτε γιὰ τὸν Πανθεϊσμὸ εἴτε γιὰ τὴν Ἀρνητικὴ κριτικὴ καὶ τὴν Ἀμφιβολία, δὲν κατόρθωσε νὰ λύσει τὸ αἴνιγμα τῆς ὑπάρξεως καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμπληρώσει τὸ κενὸ ποὺ θὰ δημιουργοῦσε στὸν κόσμο ἡ ἐξαφάνιση τῆς θρησκευτικῆς πίστης.
Γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῶ θέλω νὰ τονίσω ὅτι δὲν ἀρνεῖται κανεὶς ὅτι οἱ πρὸ Χριστοῦ φιλόσοφοι ἀνέβηκαν σὲ ἀλήθειες λιγότερο ἢ περισσότερο ὑψηλές. Ἀλλὰ ὅμως οἱ ἀλήθειες αὐτὲς ἐκτὸς τοῦ ὅτι βρίσκονταν ἐγκατεσπαρμένες ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀνάμεσα στὶς συγγραφὲς καὶ τὶς φιλοσοφκὲς θεωρίες τους, ἦταν ἀρκετὰ συχνὰ ἀνακατεμένες μὲ ζοφερὲς πλάνες μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ παρουσιάζεται τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς θὰ πετύχαινε τὸ κατόρθωμα νὰ ξεδιαλύνει καὶ νὰ μαζέψει τὶς τόσο σκορπισμένες αὐτὲς ἀκτῖνες τὶς ἀλήθειας καὶ ἀφοῦ τὶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκουριὰ τοῦ ψεύδους νὰ τὶς ταιριάξει σὲ ἥλιο φωτεινό, ἀπαραίτητο γιὰ καρποφόρα καὶ ὑγιῆ θρησκευτικὴ ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν δὲν ἀντιτίθεται στοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ συγγραφεῖς, ἁπλὰ διατυπώνει καὶ αὐτὴ τὶς ἐπιφυλάξεις τῆς ὅπως πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴν τὶς διατύπωσαν ὁ Κικέρωνας, ὁ Ξενοφάνης, ὁ Παρμενίδης, ὁ Ἠράκλειτος, ὁ Ἀναξαγόρας καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἄλλωστε ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τὶς καὶ μεγάλοι Πατέρες, εἶχαν βαθιὰ γνώση τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος γιὰ παράδειγμα σπούδασε στὶς σχολὲς τὶς Ἀθήνας κάθε διδασκόμενη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐπιστήμη. Ὁ ἴδιος δὲ συμβουλεύει τὰ πνευματικὰ τοῦ παιδιὰ νὰ μελετᾶνε τὰ συγγράμματα τῶν προγόνων τοὺς φροντίζοντας βέβαια ὅπως οἱ μέλισσες νὰ παίρνουν ὅτι χρήσιμο καὶ ἀληθὲς καὶ νὰ πετᾶνε ὅτι ἄχρηστο ψευδὲς καὶ ἐπιβλαβές.
Αὐτά, ὡς εἰσαγωγικά.
Σὲ ὅτι ἀφορᾷ τώρα τὰ ἀναθέματα καὶ τὰ τρὶς ἀναθέματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προφανὲς γιὰ ὅποιον τὰ διάβασε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀναφέρεται στοὺς Ἕλληνες (γένος) ἀλλὰ στοὺς ἐθνικοὺς πολυθεϊστὲς εἰδωλολάτρες (θρησκεία). Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ καταλάβει κανεὶς εἶναι μία μετάφραση τῶν κείμενων, ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ νόημά τους ἀπὸ τὸ πρωτότυπο.

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἕλληνας»

ΕΛΛΗΝΑΣ. Ὅσοι ξέρουν καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἱστορία, καὶ συγκεκριμένα μὲ τὴν ἱστορία τῆς Γλώσσας, γνωρίζουν ὅτι οἱ πολλὲς λέξεις μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ἐξελίσσονται. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι σχετικὴ μὲ τὴν προφορὰ καὶ τὴν γραφὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χρήση καὶ τὴν σημασία τῆς λέξης καὶ εἶναι ἀποτέλεσμα διαφόρων πολιτιστικῶν ἐπιδράσεων.
Μία ἀπὸ τὶς λέξεις μὲ ἀξιοσημείωτη μακρὰ καὶ μεταβαλλόμενη πορεία εἶναι ἡ λέξη Ἕλλην. Δὲν θὰ ἀναφερθῶ σ᾿ ὅλη τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἑτοιμολογία τῆς τὴν ὁποία μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό. Ἁπλὰ θὰ σημειώσω ὅτι στοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς χρόνους ἡ ἔννοια τῆς λέξης ἔχει ἀλλάξει καὶ ἀπὸ δηλωτικὴ μίας ἐθνότητας γίνεται συνώνυμη μὲ τὴν ἔννοια πολυθεϊστὴς καὶ εἰδωλολάτρης ἀρχικά, καὶ στὴν συνέχεια δηλώνει τὸν μὴ Χριστιανὸ γενικά. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ λαμβάνουμε πάντα ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία μία λέξη χρησιμοποιεῖται καὶ τὴν ἔννοια ποὺ προσδίδεται τότε σ᾿ αὐτήν. Ἡ φράση π.χ. κατὰ Ἑλλήνων, ἂν εἰπωθεῖ σήμερα στρέφεται ἐναντίον μας ὡς ἔθνους ἐνῷ ἂν λέγεται κατὰ τὰ βυζαντινὰ χρόνια στρέφεται ἐναντίων τῶν μὴ Χριστιανῶν δηλαδὴ τῶν ἐθνικῶν εἰδωλολατρῶν.

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἀνάθεμα»

ΑΝΑΘΕΜΑ. Τὸ ἀνάθεμα σὰν λέξη, σήμερα χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς στὸν καθημερινὸ λόγο, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κατάρας. Μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται σὲ κάτι ποὺ μᾶς δυσαρεστεῖ ἢ ποὺ μᾶς προκαλεῖ ἔντονο μῖσος. Χρησιμοποιεῖται βέβαια καὶ σὲ ἄλλες περιστάσεις τοῦ καθημερινοῦ λόγου μὲ λιγότερο ἢ καὶ καθόλου ὑβριστικὴ σημασία, ὅπως μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό.
Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ παραπάνω χρήσεις τοῦ ὄρου, γιατὶ πέρα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὸ ἀνάθεμα εἶναι καὶ ἰδιαίτερος ἐκκλησιαστικὸς ὅρος μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ σημασία.
«.. 4. ΕΚΚΛΗΣ. Εἰδικὴ βαριὰ ποινὴ ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ ἑνὸς προσώπου ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: ρίχνω τὸ ἀνάθεμα σὲ κάποιον || παραδίδω κάποιον στὸ ἀνάθεμα || ἀπαγγέλλω τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον κάποιου..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ. Γενικά, συνώνυμο τοῦ καταριέμαι, ὅμως..
«.. 2. ΕΚΚΛΗΣ. Ἀποβάλlω (κάποιον) ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. ἀφορίζω, ἀποκηρύσσω, ἀποκόπτω..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ. Γενικά, σημαίνει κατάρα, ἀλλά...
«.. 2. ἡ ἀποκήρυξη ἑνὸς ἀτόμου ἀπὸ τὴν κοινότητα στὴν ὁποίαν ἀνήκει καὶ εἰδικότ. ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. Ἀφορισμός, ἀποβολή, ἀποκοπή.»
(Τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν εἶναι ἀπὸ τὸ «Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας», τοῦ Κέντρου Λεξικολογίας ὑπὸ τοῦ Καθηγητοῦ Γ. Δ. Μπαμπινιώτη)
Ἡ λέξη, ἔχει τὴ θεολογικὴ ἔννοια, «αὐτοῦ ποὺ ἀφήνεται στὸν διάβολο». Εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ τὴ λέξη: «ΑΝΑΘΗΜΑ», ποὺ σημαίνει: «Αὐτὸ ποὺ ἀφιερώνεται στὸν Θεό».
Ἀπὸ αὐτά, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «ἀνάθεμα» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ νομίζουν οἱ κατήγοροί της, ἀλλὰ μὲ δική της, θεολογικὴ σημασία. Ὅπως εἶναι γνωστὸ κάθε ἐπιστήμη κάθε ἐπάγγελμα καὶ κάθε ὀργανισμὸς προκειμένου νὰ περιγράψει λεπτομερῶς τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἐνδιαφέροντός του εἴτε δημιουργεῖ νέες λέξεις, εἴτε χρησιμοποιεῖ ἤδη ὑπάρχουσες ποὺ τοὺς προσδίδει ὅμως νέα ἐξειδικευμένη σημασία. Ὅταν π.χ. ὁ γιατρὸς μιλᾷ γιὰ κυκλοφορία δὲν ἐννοεῖ τὰ αὐτοκίνητα στοὺς δρόμους ἀλλὰ τὸ αἷμα στῆς φλέβες καὶ τὶς ἀρτηρίες.
Ὅταν λοιπὸν ἀναφερόμαστε σὲ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία καθὼς καὶ τὸ νόημα τῶν λέξεων ΓΙ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΙΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ, καὶ μάλιστα σὲ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ εἰπώθηκαν καὶ ὄχι στὴν σημερινή.
Τώρα πλέον, ἀφοῦ κάναμε μερικὲς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις περὶ τῆς ἀξίας τῆς φιλοσοφίας μέσα ἀπὸ κείμενα μὴ Χριστιανικά, περὶ τῆς ἔννοιας τῆς λέξεως Ἕλληνας στὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς χρήσης τῆς λέξης «ἀνάθεμα», μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ ἀποσπάσματα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοειδωλολάτρες ἀπὸ τὸ Τριῴδιον τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας.
Ἑρμηνεία ἀποσπάσματος τοῦ Συνοδικοῦ
Ἑπτὰ ἀναθέματα κατὰ τῶν ΕΛΛΗΝΩΝ ἀπὸ τὸ Τριώδιον τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, παρατίθενται καὶ ἐξηγοῦνται στὴ συνέχεια:
ΚείμενοἘξήγηση
Ἐπὶ τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστὴ γὰρ κατὰ τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν ἄκτιστον δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίζει οὐσίαν. Κἀντεῦθεν ἤδη κινδυνεύουσι εἰς θείαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμάτων λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμω τῶν χριστιανῶν πίστει προστριβομένοις. Μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἀνάθεμα τρίς.Τὸ κείμενο αὐτὸ ξεκάθαρα ἀναφέρεται σὲ ὅσους πιστεύουν πὼς οἱ ἐνέργειες καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ ἡ οὐσία του εἶναι κτιστὰ καὶ οὐσιαστικὰ μέρος τοῦ κόσμου καὶ ὄχι ἡ δημιουργικὴ καὶ τελικὴ αἰτία του ἡ ὁποία βρίσκεται ἔξω ἀπ᾿ τὸν κόσμο. Ἐναντίον αὐτῶν καταφέρεται τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα. Καὶ ἀντιπαραβάλλει τὴν εἰδωλολατρικὴ καὶ γενικὰ τὴ μὴ Χριστιανικὴ μυθολογία καὶ θεολογία γιὰ νὰ καταστήσει τὴν διαφορὰ ἀκόμη εὐκρινέστερη.
Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα, ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν ἀνενδοιάστως ἀνάθεμα τρίς.Αὐτὸ πάλι εἶναι ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν. Γιατὶ φανερώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀντιτίθεται στὴν μελέτη τῶν ἀρχαίων σοφῶν ἀλλὰ στὸ νὰ πιστεύουμε ὅτι ὅλα ὅσα εἶπαν εἶναι ἀληθῆ καὶ ἀλάνθαστα. Καὶ καλῶς κάνει τὴν διευκρίνιση αὐτὴ καὶ τὸ ἴδιο πίστευαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι.
Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἐφ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς ἀνάθεμα τρίς.Μερικὲς παθολογικὲς Πλατωνικὲς ἰδέες ἀναφέραμε ἤδη. Ἐδῶ παρουσιάζονται μερικὲς ἀκόμη. Ὅπως βλέπεις τὸ κείμενο κάνει σαφῆ διάκριση καὶ δὲν κατηγορεῖ τὸν Πλάτωνα οὔτε τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του ἀλλὰ διευκρινίζει ὅτι διαφωνεῖ μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ἰδέες του ποὺ εἶναι ἐσφαλμένες, ὅπως π.χ. «τὸ αὐθυπόστατο τῆς ὕλης».
Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδίδουσι τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε, καὶ παρέδοτο καὶ διὰ πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ἀνάθεμα τρίς.Ἐδῶ πάλι φαίνεται γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἐπιτίθεται ἐναντίων κανενὸς ἀλλὰ ἁπλὰ ὁριοθετεῖ τὴν πίστη της. Λέει λοιπὸν ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ διδασκαλία περὶ προΰπαρξης τῶν ψυχῶν εἶναι ἐσφαλμένη, συνεχίζει ὅμως λέγοντας ἐξ ἴσου ἐσφαλμένη εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία περὶ καταργήσεως τῆς κόλασης.Ἂς προσέξουμε ὅτι ἡ τελευταία αὐτὴ διδασκαλία δὲν εἶναι Ἀρχαιοελληνική, ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες δὲν πίστευαν σὲ κόλαση. Ἄρα Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΔΩ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΛΑ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ τὰ ὁποῖα ἔχουν παρεξηγήσει καὶ παραποιήσει τὴν διδασκαλία της.
Ἑπομένως καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν μεροληπτεῖ ἔναντι καμίας φυλῆς καὶ παραδόσεως. Μένει ὅμως ἄγρυπνη καὶ ὁποιαδήποτε πλαστογράφηση καὶ διαστροφὴ τοῦ πιστεύω τῆς τὴν καταγγέλλει χωρὶς νὰ ἔχει πρόβλημα, ἀπὸ ποιὸν χῶρο προέρχεται ἡ πλαστογράφηση αὐτή.
Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν ἀνάθεμα τρίς.Τὰ τῶν Ἑλλήνων δυσσεβῆ δόγματα.. Νομίζω ὅτι καταλαβαίνουμε ὅλοι τὸ νόημα τῆς φράσεως αὐτῆς. Δηλώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἁγία ἀντίληψη ποὺ ἔχει γιὰ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβαστεῖ μὲ χαμηλὲς περὶ θείου δοξασίες μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι γεμάτες οἱ πολυθεϊστικὲς μυθολογίες μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἑλληνική. Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ πρώτη ὁποῦ ἐκφράζει τέτοιες θέσεις. Πολὺ πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἵδρυσή της ὁ ΠΛΑΤΩΝ ἔλεγξε κάθε πάτρια ἰδέα περὶ θεοῦ καὶ ἔδειξε τὸ ἄτοπο αὐτῆς. Μάλιστα φυγάδευσε κυριολεκτικὰ τὸν Ὅμηρο ἀπὸ τὴν «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ὅτι οἱ ἀνήθικοι μῦθοι γιὰ τοὺς θεοὺς ἀποτελοῦν ἐπιζήμια πρότυπα γιὰ τοὺς νέους. Τόνισε ἐμφατικὰ ὅτι ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος ἔπλασαν ψευδεῖς καὶ ἀνάξιους μύθους γιὰ τοὺς θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Ἀρνήθηκε οὐσιαστικὰ τὴν πατρῴα εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ προσηλώθηκε στὴν δική του ἰδεατὴ θεότητα, τὸ «Ὄντως Ὄν».Ὁ Πλάτων ὅμως δὲν ἦταν ὁ μόνος. Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ τόλμησε νὰ ἀρνηθῇ τὴν κρατοῦσα εἰδωλολατρικὴ θρησκεία τῆς ἐποχῆς του καὶ νὰ διακηρύξῃ ἐπίσημα: «Εἷς Θεός, ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος οὔτε δέμας θνητοίσι ὅμοιος οὐδὲ νόημα». Ὅμως «πάντα θεοίσ᾿ ἀνέθηκαν Ὅμηρος θ´ Ἡσίοδος τε... ὄσσα παρ᾿ ἀνθρώποισιν ὀνείδεα καὶ ψόγος ἐστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν» (Ξενοφ. Ἀπ. 11)! Τοὺς θεοὺς θεωροῦσε ἐξ ὁλοκλήρου ΑΠΟΚΥΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΑΝΑΡΜΟΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ. Ὑποστήριζε μάλιστα πὼς ὅσοι πιστεύουν ὅτι οἱ θεοὶ γεννήθηκαν, ἀσεβοῦν τὸ ἴδιοι μὲ ὅσους λένε πὼς οἱ θεοὶ πεθαίνουν!
Τέλος ὁ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ὑποστήριζε πὼς ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος, ἀποδίδοντας στοὺς θεοὺς κακίες καὶ ἀνηθικότητες εἶχαν ὀλέθρια ἐπίδραση στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη στηλίτευσε τὸν ἀνόητο ἀνθρωπομορφισμό, τόνισε τὴν ἀπόλυτη διαφορὰ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Ἀποσπ. 88) καὶ ἀπειλοῦσε ὅσους ἔκαναν ἀνίερες τελετὲς (Βακχισμός, ἱερὰ ὄργια, ἱερὴ πορνεία κ.λπ.).
Δεν συνεχίζω. Τα παραπάνω δείχνουν την ορθότητα της Εκκλησίας όταν μιλά για δυσσεβή δόγματα.
Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν (στὸ σημεῖο αύτὸ οἱ Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= Ἑλλήνων») φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμοῦσι, καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις, καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ τοῦτο ἀνάστασιν, καὶ κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν ἀνάθεμα τρίς.Ἐδῶ πάλι δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὁ ὅρος Ἕλληνας ἀλλὰ προστίθεται ἐκ τῶν ὑστέρων! Ἂς εἴμαστε σοβαροί. Στὸ κάτω κάτω τὸ κείμενο ἀναφέρεται στὴν μετεμψύχωση καὶ σὲ ὅσους ἀρνοῦνται τὴν ἀνάσταση. Ἂν τώρα αὐτοὶ εἶναι Ἕλληνες, Ἰνδοί, Χριστιανοί, Πολυθεϊστὲς καὶ δὲν ξέρω ‘γὼ τί ἄλλο, δὲν ἔχει σημασία.
Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντας, ὡς ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν περιουσίαν κρείττονες εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει, καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἣ ἀγνόημα πλημμελησάντων ἀνάθεμα τρίς.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ. Ἐφόσον τὸ ἀνάθεμα σημαίνει ἀποκοπὴ καὶ ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐπιβολή του σὰν ποινὴ ἔχει νόημα μόνο ἐφ᾿ ὅσον ἐφαρμόζεται σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχει νόημα νὰ ἀναθεματιστεῖ κάποιος Μουσουλμᾶνος, Ἑβραῖος ἢ Δωδεκαθεϊστὴς ἀφοῦ δὲν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τί θὰ ἀποκοποῦνε ἀπὸ κάτι ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν ποτὲ συνδεδεμένοι; Ὄχι φυσικά.Ἑπομένως μὲ τὰ παραπάνω δείξαμε ὅτι τὸ ἀνάθεμα ἀναφέρεται σὲ ὅσους εἶναι ἤδη Χριστιανοὶ καὶ νοθεύουν τὴν πίστη τους μὲ δοξασίες ξένες πρὸς τὴν πίστη τοὺς ὅπως εἰδωλολατρικὲς ἢ οἱ αἱρετικές. ΤΑ ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ.
Ἕνα τροπάριο
Ναοὺς εἰδώλων (στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= ἑλληνικούς») καθείλετε ἀθλοῦντες, καὶ ἑαυτοὺς τῆς Τριάδος θείους ναοὺς ἐδομήσασθε, ἀθλοφόροι κυρίου ἀγγέλων συνόμιλοι.
Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὁ ὅρος «Ἑλληνικός» προστίθεται ἀπὸ ἔξω. Ὅπως εἶναι ἐμφανὲς ὅμως, στόχος τοῦ ὑμνογράφου δὲν εἶναι νὰ δείξει τὴν ἀντίθεση μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ (ἂν ὑπῆρχε αὐτή) ἀλλὰ μὲ τὰ εἴδωλα. Μποροῦσε κάλλιστα νὰ πεῖ «Ναοὺς Ἑλλήνων..» Καὶ οἱ δυὸ λέξεις ἔχουν ἴδιο ἀριθμὸ συλλαβῶν καὶ τονίζονται στὴν παραλήγουσα. Ἔτσι δὲν θὰ χαλοῦσε τὸ μέτρο οὔτε τὸ μουσικὸ μέλος. Γιατί λοιπὸν λέει εἰδώλων καὶ ὄχι Ἑλλήνων, ἂν αὐτὸ ὑπονοοῦσε;
Ἕνας μακαρισμός
Οἱ καλάμω τοῦ Σταυροῦ, ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας τοὺς λαοὺς ἀναγαγόντες Ἀπόστολοι, τὴν τῶν Ἑλλήνων πλάνην ἀπεμειώσατε ἀπὸ τῆς γῆς, ἀπλανεῖς σωτῆρες γενόμενοι τῶν πιστῶν, ἀληθῶς ὅθεν μακαρίζεσθε.
Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ πλάνη τῶν Ἑλλήνων; Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ διάθεσή τους καὶ ἡ δίψα τους γιὰ τὴν ἀλήθεια; Ὄχι, γιατὶ καὶ οἱ Πατέρες μελέτησαν καὶ ἔγιναν κοινωνοὶ αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης. Μήπως εἶναι οἱ ἐπιστῆμες τους; Μᾶλλον ὄχι, γιατὶ ὅπως εἶπα καὶ πρὶν οἱ Βυζαντινοί, θεματοφύλακες τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς ἦταν. Ἄλλωστε σὲ αὐτοὺς χρωστᾶμε τὴν διάσωση τῶν ἀρχαίων χειρογράφων καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν ἱστορική μας συνείδηση. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Βυζαντινοὶ ἀντιγραφεῖς, σήμερα τὸ ὄνομα τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Σωκράτη, τοῦ Περικλῆ καὶ τοῦ Θουκυδίδη ἂν δὲν εἶχε ἐξαφανιστεῖ θὰ σῳζόταν μέσα σὲ μυθολογικὴ ὁμίχλη. Ἑπομένως τὸ ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στὴν περὶ θεοῦ ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων ἡ ὁποία ἦταν ὄντως πλανεμένη.

Ἀναθέματα

(ὅπως παρατίθενται σὲ ἄρθρο ἐθνικῶν [δωδεκαθεϊστῶν])
  1. Ἐπὶ τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστὴ γὰρ κατὰ τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν ἄκτιστον δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίζει οὐσίαν. Κἀντεῦθεν ἤδη κινδυνεύουσι εἰς θείαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμάτων λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμω τῶν χριστιανῶν πίστει προστριβομένοις. Μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἀνάθεμα τρίς.
  2. Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα, ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν ἀνενδοιάστως ἀνάθεμα τρίς.
  3. Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἐφ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς ἀνάθεμα τρίς.
  4. Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδίδουσι τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε, καὶ παρέδοτο καὶ διὰ πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ἀνάθεμα τρίς.
  5. Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν ἀνάθεμα τρίς.
  6. Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμοῦσι, καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις, καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ τοῦτο ἀνάστασιν, καὶ κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν ἀνάθεμα τρίς.
  7. Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντας, ὡς ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν περιουσίαν κρείττονες εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει, καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἣ ἀγνόημα πλημμελησάντων ἀνάθεμα τρίς.
Τὰ ὡς ἄνω ἀναθέματα καταγράφονται στο «Τριώδιον», προέρχονται ὡστόσον ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας». Δηλαδή, ἀνάθεμα τρεῖς φορὲς εἰς τοὺς Ὀρφέα, Θαλῆ, Ἀναξίμανδρο, Ἀναξιμένη, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Ζήνωνα, Ἐμπεδοκλῆ, Ἠράκλειτο, Ἀναξαγόρα, Δημόκριτο, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.ἄ.
Ἀπὸ τὴν «Παρακλητικήν» λαμβάνονται ἐπίσης: α) ἕνα τροπάριο καὶ β) ἕνας μακαρισμός.
α) Ναοὺς εἰδώλων (= ἑλληνικούς) καθείλετε ἀθλοῦντες, καὶ ἑαυτοὺς τῆς Τριάδος θείους ναοὺς ἐδομήσασθε, ἀθλοφόροι κυρίου ἀγγέλων συνόμιλοι.
β) Οἱ καλάμῳ τοῦ Σταυροῦ, ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας τοὺς λαοὺς ἀναγαγόντες Ἀπόστολοι, τὴν τῶν Ἑλλήνων πλάνην ἀπεμειώσατε ἀπὸ τῆς γῆς, ἀπλανεῖς σωτῆρες γενόμενοι τῶν πιστῶν, ἀληθῶς ὅθεν μακαρίζεσθε.

Παρασκευή, Μαρτίου 03, 2017

Κυριακή της Ορθοδοξίας: Τι γιορτάζουμε;

Κυριακή της Ορθοδοξίας

Την προσεχή Κυριακή, 5 Μαρτίου, Α’ Κυριακή των Νηστειών, εορτάζεται πανορθοδόξως η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, η οποία καθιερώθηκε το 843 από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, τον υιό αυτής Μιχαήλ τον Γ’ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιο τον Ομολογητή.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζουμε την ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 – 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια.
Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια.
Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.
πηγή

Μικρὴ εἰσαγωγὴ στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Μιχαὴλ Βοσκοῦ 
Μία ἀπὸ τὶς λαοφιλέστερες ἀκολουθίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀναμφίβολα ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἤ, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται, ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου. Ἀκάθιστος Ὕμνος ἢ Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου ὀνομάζεται κατ’ ἀκρίβειαν τὸ Κοντάκιο, τὸ ὁποῖο ψάλλεται πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου κατὰ τὸν Ὄρθρο τοῦ Σαββάτου τῆς Ε' ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν καὶ ποὺ ἐπεκράτησε νὰ ψάλλεται τμηματικῶς κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου τὶς Παρασκευὲς τῶν τεσσάρων πρώτων ἑβδομάδων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀπὸ τὸ μοναδικοῦ ποιητικοῦ κάλλους Κοντάκιο αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀκολουθία Ἀκάθιστος Ὕμνος ἢ Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου. Ἡ Ἀκολουθία λοιπὸν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, στὴν ὁποία...
παρεμβάλλεται ἡ ψαλμωδία τοῦ Κανόνος “Ἀνοίξω τὸ στόμα μου” καὶ ἡ ψαλμωδία μιᾶς ἀπὸ τὶς τέσσερις στάσεις τοῦ Κοντακίου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου κατὰ τὶς Παρασκευὲς τῶν τεσσάρων πρώτων ἑβδομάδων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ὅλων μαζὶ τῶν στάσεων κατὰ τὴν Παρασκευὴ τῆς Ε’ ἑβδομάδος.

Ὅταν μιλοῦμε γιὰ Κοντάκιο ἀναφερόμαστε στὴν ποιητικὴ ἐκείνη σύνθεση ποὺ κατεῖχε δεσπόζουσα θέση στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Κανόνος. Μὲ τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐπικράτηση τῶν Κανόνων, ἐκτοπίστηκαν τὰ Κοντάκια ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Τὸ Κοντάκιο εἶναι μία σειρὰ ἀπὸ 20-30 τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἰσοσύλλαβους στίχους. Ἀποτελεῖται δὲ ἀπὸ δύο μέρη: ἀπὸ ἕνα τροπάριο στὴν ἀρχή, τὸ ὁποῖο λέγεται Προοίμιο, καὶ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα τροπάρια, ποὺ ὀνομάζονται Οἶκοι καὶ τὰ ὁποία ἐξυμνοῦν τὸ πρόσωπο ἢ τὸ γεγονός, στὸ ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο τὸ Κοντάκιο. Τὸ προοίμιο καὶ οἱ οἶκοι καταλήγουν σὲ κοινὸ Ἐφύμνιο.

Τὸ Κοντάκιο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι τὸ μόνο Κοντάκιο ποὺ παρέμεινε ἐν χρήσει στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα Κοντάκια ἀναγινώσκονται σήμερα μόνο τὸ Προοίμιο (ποὺ ὀνομάζεται στὰ λειτουργικὰ βιβλία Κοντάκιο) καὶ ὁ πρῶτος Οἴκος μεταξύ τῆς 6ης καὶ τῆς 7ης ὠδῆς τοῦ Κανόνος καὶ ἀμέσως πρὶν ἀπὸ τὸ Συναξάριο τῆς ἡμέρας. Τὸ ἀρχικὸ Προοίμιο τοῦ Κοντακίου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἦταν τὸ τροπάριο “Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς...”, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ εἰσαγωγὴ στὸ θέμα τοῦ Κοντακίου ποὺ εἶναι ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀργότερα προστέθηκε καὶ τὸ τροπάριο “Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ...”, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ ἱστορικὸ ἢ τὸ θεολογικὸ μέρος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ εὐχαριστία πρὸς τὴν «Ὑπέρμαχο Στρατηγό», ἡ ὁποία λύτρωσε τὴν Πόλη ἀπὸ τὰ δεινά.

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀποτελεῖται ἀπὸ 24 Οἴκους, οἱ ὁποῖοι φέρουν ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα. Οἱ Οἶκοι αὐτοὶ εἶναι δύο εἰδῶν: Οἱ μὲν περιττοὶ εἶναι ἐκτενέστεροι, ἀποτελοῦνται ἀπὸ 18 στίχους καὶ κατακλείονται μὲ τὸ Ἐφύμνιο “Χαῖρε Νύμφη Ἀνυμφευτε”, οἱ δὲ ἄρτιοι εἶναι συντομώτεροι, ἀποτελοῦνται ἀπὸ 6 μόνο στίχους καὶ κατακλείονται μὲ τὸ Ἐφύμνιο “Ἀλληλούϊα”. Οἱ 12 τελευταῖοι στίχοι τῶν περιττῶν Οἴκων ἀποτελοῦν τοὺς Χαιρετισμούς, οἱ ὁποῖοι ἀπευθύνονται πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν πάντοτε μὲ τὸ “Χαῖρε”. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στίχους πῆρε καὶ τὸ ὅλο Κοντάκιο, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη Ἀκολουθία τὴν ὀνομασία Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου.

Τὸ Κοντάκιο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι κατ’ οὐσίαν Κοντάκιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ ψαλμωδία του κατὰ τὶς Παρασκευὲς τῶν πέντε πρώτων ἑβδομάδων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀναπληρώνει τὴν ἀπουσία προεορτίων καὶ μεθεόρτων τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Θὰ μπορούσαμε νὰ διαιρέσουμε τὸν ὅλο Ὕμνο σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ ἱστορικὸ μέρος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς δώδεκα πρώτους Οἴκους (Α-Μ) καὶ τὸ ὁποῖο ἐξιστορεῖ τὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν μέχρι καὶ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (ἐπίσκεψη τῆς Παναγίας στὴν Ἐλισάβετ, Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ προσκύνηση τῶν ποιμένων, προσκύνηση τῶν Μάγων, φυγὴ στὴν Αἴγυπτο καὶ Ὑπαπαντή). Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ θεολογικὸ ἢ δογματικὸ μέρος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς δώδεκα τελευταίους Οἴκους (Ν-Ω) καὶ στὸ ὁποῖο ὁ ποιητὴς ἀναλύει μὲ θεολογικὴ ἐμβρίθεια τὴ σημασία τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναφέρεται στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό.

Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ὀνομασία Ἀκάθιστος Ὕμνος, τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίδει τὸ Συναξάριο τοῦ Σαββάτου τῆς Ε' ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ὀνομάζεται Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Σύμφωνα λοιπὸν μ’ αὐτὸ τὸ Συναξάριο κατὰ τὸ ἔτος 626 μ.Χ. ἡ Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε ἀπὸ τὸν στόλο τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Περσῶν, ἐνῶ ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἀπουσίαζε σὲ ἐκστρατεία στὴ Μικρὰ Ἀσία. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τότε μὲ ἐπικεφαλής τὸν Πατριάρχη Σέργιο, ἔχοντας τὶς ἐλπίδες τους μόνο στὸν Θεὸ καὶ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, λιτάνευσαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας γύρω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλης. Κι ἐκεῖ ποὺ ὅλα φαίνονταν δύσκολα καὶ τραγικά, ξαφνικὰ στὶς 8 Αὐγούστου τοῦ ἔτους ἐκείνου μετὰ ἀπὸ σφοδρὴ θύελλα ὁ στόλος τῶν ἐχθρῶν διασκορπίστηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἡ πόλη ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν πολιορκία. Ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀποδίδοντας τὴ σωτηρία τῆς πόλης στὴ Θεομήτορα, προσέτρεξε στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καὶ “ὁλονύκτιον τὸν Ὕμνον καὶ Ἀκάθιστον αὐτὴ ἐμελώδησαν, ὡς ὑπὲρ αὐτῶν ἀγρυπνησάση καὶ ὑπερφύει δυνάμει διαπραξαμένη τὸ κατὰ τῶν ἐχθρῶν τρόπαιον”. Ἔκτοτε, ὅταν ψάλλεται ὁ Ὕμνος αὐτός, ὅλοι οἱ πιστοὶ εἶναι ὄρθιοι, ἐνῶ στοὺς Οἴκους τῶν ἄλλων Κοντακίων “ἐξ ἔθους” κάθονταν.

Χωρὶς ἀμφιβολία ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος δὲν ἐγράφη τὴ μέρα ἐκείνη. Δὲν θὰ μποροῦσε ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ χρόνου νὰ γραφεῖ ἕνα τέτοιο μοναδικὸ ποιητικὸ ἀριστούργημα. Ἐξάλλου σὲ μία τέτοια περίπτωση θ’ ἀναφερόταν ὁ Ὕμνος καὶ στὸ γεγονὸς τῆς θαυμαστῆς λύσης τῆς πολιορκίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ θὰ ἦταν ἡ αἰτία τῆς συντάξεώς του. Ὅμως καμιὰ τέτοια ἀναφορὰ δὲν ὑπάρχει στὸ Κοντάκιο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Τὸ θέμα του εἶναι ἀποκλειστικὰ ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, προσεγγιζόμενη τόσο ἱστορικὰ ὅσο καὶ θεολογικά. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος προϋπῆρχε τῶν γεγονότων τοῦ Αὐγούστου τοῦ 626, ἔκτοτε δὲ καθιερώθηκε νὰ ψάλλεται πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ὅσο κι ἂν ἀκούγεται παράδοξο, ὁ ποιητὴς αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ ἀριστουργήματος τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας παραμένει μέχρι σήμερα ἄγνωστος. Πολλοὶ φέρονται ὡς ποιητές του, σὲ κανέναν ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ μὲ βεβαιότητα. Διαφιλονικούμενο μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν παραμένει καὶ τὸ θέμα τοῦ χρόνου συντάξεως τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Αὐτὰ τὰ προβλήματα ὡστόσο δὲν τὸν ἐμποδίζουν ἀπὸ τοῦ νὰ παραμένει τὸ λαοφιλέστερο ὑμνολογικὸ κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε καὶ χρησιμοποιεῖται στὴ λατρεία μας περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο ὑμνολογικὸ κείμενο. Στὰ Μοναστήρια ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀναγινώσκεται καθημερινὰ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τὸν γνωρίζουν ἀπὸ στήθους, ἐνῶ καὶ πολλοὶ εὐσεβεῖς λαϊκοὶ συνηθίζουν νὰ τὸν ἀναγινώσκουν καθημερινὰ μαζὶ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο καὶ κάποιοι ἐπίσης τὸν γνωρίζουν ἀπὸ στήθους. Μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ σωζόμενα Κοντάκια μόνο αὐτὸ παρέμεινε ἐν χρήσει στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, δείχνει πόσο ἀγαπητὸ ἦταν καὶ παραμένει στὸν ὀρθόδοξο λαό.

Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικὸ Ἔντυπο”, τεῦχος 6


Ἱ.Μ. Λεμεσοῦ   To είδαμε εδώ

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2017

Οἱ νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας





Ἡ νηστεία εἶναι, ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη. Ἡ πιὸ παλαιὰ ἀπὸ ὅλες. Τὴν ἔδωκε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν Παράδεισο.

Τὸ νόημά της εἶναι: Μὲ ὅπλο τὴν νηστεία νὰ συνηθίσωμε στὴν ὑπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Χριστός, ἐτόνισε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀξία τῆς νηστείας. Εἶπε: «Τὸ γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Δηλ. μὲ τὴν νηστεία πολεμᾶμε τὸν διάβολο καὶ τὸν νικᾶμε. Ὅταν δὲν νηστεύωμε, μᾶς νικάει.



α. Πῶς νηστεύουμε;

Νηστεία, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, δὲν εἶναι ἡ πλήρης ἀποχὴ ἀπὸ κάθε τροφή, ἀλλὰ ἡ ἀποφυγὴ ὡρισμένων τροφῶν μὲ βάση εἰδικὲς διατάξεις, ποὺ καθορίζουν, πότε τρῶμε καὶ πότε νηστεύομε· πότε τρῶμε εἰς δόξαν Θεοῦ· καὶ πότε νηστεύομε εἰς δόξαν Θεοῦ.

Στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται λόγος γιά:

* ξηροφαγία (= τρῶμε φυτικὲς οὐσίες ὠμές, χωρὶς λάδι)·

* νηστεία (= τρῶμε φαγητὸ νερόβραστο ἀπὸ φυτικὲς οὐσίες· χωρὶς λάδι)·

* κατάλυση ἰχθύος (= τρῶμε φυτικὲς οὐσίες καὶ ψάρια- φαγητὸ παρασκευασμένο μὲ φυτικὰ ἔλαια)

* κατάλυση σὲ αὐγὰ καὶ γάλα καὶ ὅλα τὰ προϊόντα τους·

* κατάλυση «εἰς πάντα» (= τρῶμε κάθε εἴδους φυτικὴ καὶ ζωικὴ τροφή· ἀκόμη καὶ κρέας).

Ἡ διάκριση τῶν φαγητῶν στὶς πέντες αὐτὲς κατηγορίες ἔγινε, προφανῶς, μὲ βάση τὴν ἡδύτητα (= νοστιμάδα) τῶν φαγητῶν. Δηλαδή: κριτήριο, μὲ τὸ ὁποῖο κατενεμήθησαν τὰ φαγητὰ στὶς πέντε αὐτὲς κατηγορίες, εἶναι ἡ νοστιμάδα τους.

Εἶναι φανερὸ ὅτι:

* τὰ πιὸ νόστιμα φαγητὰ γίνονται μὲ κρέας·

* ἀκολουθοῦν τὰ φαγητὰ ποὺ γίνονται μὲ αὐγά, τυρί, βούτυρο, γάλα καὶ τὰ προϊόντα τους·

* ἀκολουθοῦν τὰ φαγητὰ μὲ ψάρια·

* λιγότερο νόστιμα εἶναι τὰ λαχανικὰ καὶ τὰ ὄσπρια μὲ λάδι·

* ἀκόμη λιγώτερο νόστιμα εἶναι τὰ φαγητὰ τὰ ἀλάδωτα·

* καὶ ἀκόμη πιὸ λίγο νόστιμα τὰ ὠμὰ φυτικὰ φαγητά. Μὲ τὴν νηστεία ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται κάθε φορὰ ἀπὸ ὡρισμένα φαγητά. Τηρώντας τὶς νηστεῖες, μαθαίνει: νὰ μὴν εἶναι «κοιλιόδουλος», νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ τὸ τί κάθε φορὰ θὰ φάει· ἀλλὰ «Θεόδουλος», νὰ ποθεῖ νὰ πλουτίζει σὲ χαρίσματα καὶ ἀρετές.

Ἡ χρήση ἐλαίου στὸ φαγητὸ δὲν ἀποτελεῖ νηστεία. Γι᾿ αὐτό, τὶς ἡμέρες ποὺ τρῶμε λάδι, ἡ Ἐκκλησία μιλάει γιὰ κατάλυση. Ἀντίθετα, ὅταν τὸ τυπικὸ προβλέπει φαγητὸ ἀλάδωτο καὶ ξηροφαγία, ποτὲ δὲν γίνεται λόγος γιὰ κατάλυση.

Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ρυθμισθῇ καλὰ ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ μὴ γίνωνται ὑπερβολές, καθώρισε, τί πρέπει νὰ τρῶμε τὴν κάθε ἡμέρα καὶ ἐποχή. Ἔτσι ἔχομε:



β. Ἡμέρες αὐστηρῆς νηστείας:

Εἶναι ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ ὅλου του χρόνου καὶ ἰδιαίτερα τῶν περιόδων νηστείας (σαρακοστῶν). Νηστεία σημαίνει φαγητὸ χωρὶς λάδι.

Τὴν Παρασκευὴ νηστεύομε, ἐπειδὴ Παρασκευὴ ἐσταυρώθη ὁ Κύριος· σταυρώνομε μὲ τὴν νηστεία μας τὸν κακὸ ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσει τοὺς ἀναξίους, ὅπως ἐλέησε τὸν ἐσταυρωμένο εὐγνώμονα λῃστή.

Τὴν Τετάρτη ,γιὰ νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι ἕνας φίλος του Τὸν πρόδωσε ἡμέρα Τετάρτη, καὶ νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε ὅτι καὶ ἐμεῖς, παρ᾿ ὅτι εἴμαστε φίλοι του, εἶναι φυσικό, ἂν δὲν προσέχωμε καὶ δὲν ἀγωνιζώμεθα, νὰ Τὸν προδώσωμε.

Ὅταν τὶς ἡμέρες, ποὺ ἔχομε χρέος νὰ κάνωμε αὐστηρὴ νηστεία, συμπέσει κάποια ἑορτή, γίνεται «κατάλυση», δηλ. χαλάρωση τῆς νηστείας: ἂν εἶναι ἑορτὴ ἁγίου τρῶμε λάδι· ἂν εἶναι ἑορτὴ τῆς Παναγίας ἢ τοῦ Προδρόμου τρῶμε ψάρι.

Οἱ ἡμέρες Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο καὶ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρες καταλύσιμες, δήλ. τρῶμε ἀπ᾿ ὅλα ὅτι θέλομε, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς περιόδους νηστειῶν.

Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ δὲν ἐπιτρέπεται ποτὲ νὰ γίνει αὐστηρὴ νηστεία, δηλ. χωρὶς λάδι. Ὅλο τὸν χρόνο ἕνα μόνο Σάββατο νηστεύομε τὸ λάδι, δηλ. τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἐπειδὴ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς εἶναι σωματικὰ στὸν τάφο καὶ ἡ ψυχή Του ἔχει κατεβῇ στὸν ᾅδη νὰ ἀναστήσει τὸν προπάτορα Ἀδάμ.



γ. Σαρακοστὲς εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή:

Ἀρχίζει τὴν Καθαρὰ Δευτέρα καὶ τελειώνει τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἡ πιὸ αὐστηρὴ νηστεία ὅλου τοῦ χρόνου. Γίνεται πρὸς τιμὴν τοΰ Χριστοῦ καὶ ἰδίως τοῦ Πάθους Του γιὰ μᾶς. Κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ γίνονται οἱ ἑξῆς καταλύσεις:

Ὅποια μέρα καὶ ἂν πέσει τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τρῶμε ψάρι· καὶ τῶν ἁγίων 40 Μαρτύρων τρῶμε λάδι. Τὸ ἴδιο καὶ στὶς 26 Μαρτίου ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ.

2. Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων:

Ἀπὸ 15 Νοεμβρίου μέχρι καὶ 24 Δεκεμβρίου. Κατὰ τὴν νηστεία αὐτὴ τρῶμε ψάρι (ὅλες τὶς ἡμέρες πλὴν Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς) ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὶς 12 Δεκεμβρίου (τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος). Συνηθίζουν οἱ Χριστιανοὶ πολὺ ἀξιέπαινα καὶ δὲν τρῶνε ψάρι τὴν πρώτη ἑβδομάδα, γιὰ νὰ κοινωνήσουν τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας.

3. Ἡ νηστεία τῆς Παναγίας:

Ἀπὸ 1 Αὐγούστου μέχρι καὶ 14 Αὐγούστου. Νηστεύομε πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας. Ἐπειδὴ καὶ ἡ Παναγία ἐνήστεψε 15 ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν Κοίμησή της γιὰ τὴν ψυχή της. Ἂν ἐκείνη ἐνήστεψε γιὰ τὴν ψυχή της, τί πρέπει νὰ κάνωμε ἐμεῖς; Ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρή. Ψάρι τρῶμε μόνο τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρός μας (6 Αὐγούστου).

4. Ἡ νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων:

Ἀπὸ τὴν Δευτέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἅγιων Πάντων μέχρι τὶς 28 Ἰουνίου. Συνήθως ἡ νηστεία αὐτὴ εἶναι πολὺ μικρή. Νηστεύομε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες τρῶμε, ἂν θέλωμε, ψάρι μέχρι τὶς 24 Ἰουνίου (Γενέθλιον τοῦ Προδρόμου). Ἀπὸ 25 μέχρι 28 Ἰουνίου νηστεύομε αὐστηρότερα πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἂν ἡ ἑορτὴ τῆς Παναγίας (15 Αὐγούστου) καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου (29 Ἰουνίου) πέσουν ἡμέρα Τετάρτη καὶ Παρασκευή, τρῶμε μόνο ψάρι. Ἂν πέσουν ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τρῶμε ἀπὸ ὅλα.



δ. Αὐστηρὴ νηστεία κάνομε καὶ στὶς ἑξῆς ἡμέρες:

* 5 Ἰανουαρίου (παραμονὴ Θεοφανείων). Νηστεύομε γιὰ νὰ πιοῦμε τὴν ἑπομένη τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό, ὄχι βέβαια ὅπως ἡ Θεία Κοινωνία.

* 14 Σεπτεμβρίου (Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ), γιατὶ εἶναι κάτι τὸ ἀνάλογο μὲ τὴν Μεγάλη Παρασκευή.

* 29 Αὐγούστου (ἀποτομὴ τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου) σὲ ἔνδειξη πένθους γιὰ τὴν ἄδικη θανάτωση τοῦ ἁγιωτέρου ἀνθρώπου τῆς παγκόσμιας ἱστορίας· (ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Πρόδρομο εἶναι μόνο ἡ Παναγία).

Ἂν οἱ τρεῖς αὐτὲς ἡμέρες τύχουν Σάββατο ἢ Κυριακή, τρῶμε λάδι. Εἴπαμε: ἕνα Σάββατο νηστεύομε τὸ λάδι, τὸ Μ. Σάββατο. Καὶ καμμιὰ Κυριακή. Γιατὶ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἑορτὴ χαρμόσυνη: ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Περίοδοι Ἀπολυτές



Ἡ Ἐκκλησία δὲν καθώρισε μόνο περιόδους νηστείας. Καθώρισε καὶ περιόδους «ἀπολυτές», ποὺ τρῶμε ἀπὸ ὅλα ὅλες τὶς ἡμέρες, καὶ τὴν Τετάρτη, καὶ τὴν Παρασκευή. Τέτοιες περίοδοι εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Τὸ Δωδεκαήμερο, δηλ. ἀπὸ 25 Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τὶς 6 Ἰανουαρίου μὲ ἐξαίρεση τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, ποὺ νηστεύομε, γιὰ νὰ πιοῦμε τὸν Μεγάλο Ἁγιασμό.

2. Ἡ Διακαινήσιμος, δηλ. ἡ ἑβδομάδα τοῦ Πάσχα.

3. Ἡ ἑβδομάδα μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ (μέχρι τῶν ἁγίων Πάντων).

4. Οἱ τρεῖς ἑβδομάδες ποῦ προηγοῦνται τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (Ἀπόκριες). Κατὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἑβδομάδες ἔχομε μιὰ ποικιλία διατάξεων, ποῦ εἶναι οἱ ἑξῆς:

* Τὴν πρώτη ἑβδομάδα (τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου) τρῶμε ὅλες τὶς ἡμέρες ἀπὸ ὅλα.

* Τὴν δεύτερη ἑβδομάδα (ἀπὸ τοῦ Ἀσώτου μέχρι τῶν Ἀπόκρεω) τρῶμε ἀπὸ ὅλα, ἀλλὰ νηστεύομε τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ χωρὶς λάδι.

* Τὴν τρίτη ἑβδομάδα, τῆς Τυρινῆς, τρῶμε ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἐκτὸς ἀπὸ κρέας, ὅλες τὶς ἡμέρες, τρῶμε καὶ τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

H ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων

Ἰωάννη Φουντούλη
Mποροῦμε νά ὀνομάσουμε χωρίς ὑπερβολή τή Λειτουργία αὐτή, μαζί μέ τά λειτουργικά χειρόγραφα, «Λειτουργία τῆς Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς», γιατί πραγματικά ἀποτελεῖ τήν πιό χαρακτηριστική ἀκολουθία τῆς ἱερᾶς αὐτῆς περιόδου. Εἶναι δυστυχῶς ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἀπό τούς χριστιανούς ἀγνοοῦν τελείως τήν ὕπαρξί της, ἤ τήν ξεύρουν μόνο ἀπό τό ὄνομα, ἤ καί ἐλάχιστες φορές τήν ἔχουν παρακολουθήσει. Δέν πρόκειται νά τούς μεμφθοῦμε γι᾿ αὐτό.
Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων τελεῖται σήμερα στούς ναούς μας τό πρωί τῶν καθημερινῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡμερῶν δηλαδή ἐργασίμων, καί γι᾿ αὐτό λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν δεσμεύονται κατά τίς ὧρες αὐτές ἀπό τά ἐπαγγέλματα ἤ τήν ὑπηρεσία των. Τά τελευταῖα χρόνια γίνεται μιά πολύ ἐπαινετή προσπάθεια ἀξιοποιήσεώς της. Σέ πολλούς ναούς τελεῖται κάθε Τετάρτη ἀπόγευμα, σέ ὧρες πού πολλοί, ἄν ὄχι ὅλοι οἱ πιστοί, ἔχουν τή δυνατότητα νά παρευρεθοῦν στήν τέλεσί της.
Τό ὄνομά της ἡ Λειτουργία αὐτή τό πῆρε ἀπό τήν ἴδια τή φύση της. Εἶναι στήν κυριολεξία Λειτουργία «προηγιασμένων δώρων». Δέν εἶναι δηλαδή λειτουργία ὅπως οἱ ἄλλες γνωστές λειτουργίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στίς ὁποῖες ἔχομε προσφορά καί καθαγιασμό Τιμίων Δώρων. Τά Δῶρα εἶναι καθαγιασμένα, προηγιασμένα, ἀπό ἄλλη Λειτουργία, πού ἐτελέσθη σέ ἄλλη ἡμέρα. Τά προηγιασμένα δῶρα προτίθενται κατά τήν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων γιά νά κοινωνήσουν ἀπ᾿ αὐτά καί νά ἁγιασθοῦν οἱ πιστοί. Μέ ἄλλα λόγια ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων εἶναι μετάληψις, κοινωνία.
Γιά νά κατανοήσουμε τήν γενεσιουργό αἰτία τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων πρέπει νά ἀνατρέξωμε στήν ἱστορία της. Οἱ ρίζες της βρίσκονται στήν ἀρχαιοτάτη πράξη τῆς ‘Εκκλησίας μας. Σήμερα ἔχομε τή συνήθεια νά κοινωνοῦμε κατά ἀραιά χρονικά διαστήματα. Στούς πρώτους ὅμως αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς ‘Εκκλησίας οἱ πιστοί κοινωνοῦσαν σέ κάθε Λειτουργία, καί μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν ὑποπέσει σέ διάφορα σοβαρά ἁμαρτήματα ἀπεκλείοντο γιά ἕνα ὡρισμένο χρονικό διάστημα ἀπό τήν μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Κοινωνοῦσαν δηλαδή οἱ πιστοί ἀπαραιτήτως κάθε Κυριακή καί κάθε Σάββατο καί ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ὅσες φορές ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία, τακτικῶς ἤ ἐκτάκτως στίς ἑορτές πού ἐτύχαινε νά συμπέσουν ἐντός τῆς ἑβδομάδος. Ὁ Μέγας Βασίλειος μαρτυρεῖ ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς ἐποχῆς του κοινωνοῦσαν τακτικῶς τέσσερες φορές τήν ἑβδομάδα, δηλαδή τήν Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή (ἐπιστολή 93). Ἄν πάλι δέν ἦτο δυνατόν νά τελεσθῇ ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ἡ Θεία Λειτουργία, τότε οἰ πιστοί κρατοῦσαν μερίδες ἀπό τήν θεία κοινωνία τῆς Κυριακῆς καί κοινωνοῦσαν μόνοι τους ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος. Τό ἔθιμο αὐτό τό ἐπιδοκιμάζει καί ὁ Μέγας Βασίλειος.
Στά Μοναστήρια καί ἰδιαίτερα στά ἐρημικά μέρη, ὅπου οἱ μοναχοί δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά παρευρεθοῦν σέ ἄλλες λειτουργίες ἐκτός τῆς Κυριακῆς, ἔκαμαν ὅ,τι καί οἱ κοσμικοί. Κρατοῦσαν δηλαδή ἁγιασμένες μερίδες ἀπό τήν Κυριακή ἤ τό Σάββατο καί κοινωνοῦσαν κατ᾿ ἰδίαν. Οἱ μοναχοί ὅμως ἀποτελοῦσαν μικρές ἤ μεγάλες ὁμάδες καί ὅλοι ἔπρεπε νά προσέλθουν καί νά κοινωνήσουν κατά τίς ἰδιωτικές αὐτές κοινωνίες. Ἔτσι ἀρχίζει νά διαμορφώνεται μία μικρά ἀκολουθία. Ὅλοι μαζί προσηύχοντο πρό τῆς κοινωνίας καί ὅλοι μαζί εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό, πού τούς ἀξίωσε νά κοινωνήσουν. Ἄν ὑπῆρχε καί ἱερεύς, αὐτός τούς προσέφερε τήν θεία κοινωνία. Αὐτό ἐγίνετο μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ ἤ τῆς Θ’ ὥρας (3 μ.μ.), γιατί οἱ μοναχοί ἔτρωγαν συνήθως μιά φορά τήν ἡμέρα, μετά τόν ἑσπερινό. Σιγά -σιγά θέλησαν νά ἐντάξουν τήν κοινωνία τους αὐτή στά πλαίσια μιᾶς ἀκολουθίας, πού νά ὑπενθυμίζει τήν θεία λειτουργία.
Κατά τόν τρόπο αὐτόν διεμορφώθη ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν (δηλαδή κατά τόν τύπον τῆς Θείας Λειτουργίας), πρός τό τέλος τῆς ὁποίας κοινωνοῦσαν. Αὐτή εἶναι ἡ μητρική μορφή τῆς Προηγιασμένης.
Ἄς ἔλθωμε τώρα στήν Τεσσαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία κατά τήν περίοδο αὐτή ἐτελεῖτο μόνον κατά τά Σάββατα καί τίς Κυριακές. Παλαιό ἔθιμο ἐπικυρωμένο ἀπό ἐκκλησιαστικούς κανόνες ἀπηγόρευε τήν τέλεσι τῆς θείας λειτουργίας κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, γιατί αὐτές ἦσαν ἡμέρες νηστείας καί πένθους. Ἡ τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας ἦταν κάτι τό ἀσυμβίβαστο πρός τόν χαρακτῆρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Ἡ Λειτουργία εἶναι πασχάλιο μυστήριο, πού ἔχει ἔντονο τόν πανηγυρικό, τόν χαρμόσυνο, τόν ἐπινίκο χαρακτῆρα. Αὐτό ὅμως γεννοῦσε ἕνα πρόβλημα. Οἱ χριστιανοί ἔπρεπε νά κοινωνήσουν δύο φορές τοὐλάχιστον ἀκόμη κατά τήν ἑβδομάδα, τό ὀλιγώτερο δηλαδή κατά τίς ἐνδιάμεσες ἡμέρες, τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, πού μνημονεύει καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἡ λύσις ἤδη ὑπῆρχε: Οἱ πιστοί θά κοινωνοῦσαν ἀπό Προηγιασμένα Ἅγια. Οἱ ἡμέρες αὐτές ἦσαν ἡμέρες νηστείας. Νηστεία τήν ἐποχή ἐκείνη ἐσήμαινε πλήρη ἀποχή τροφῆς μέχρι τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Ἡ κοινωνία λοιπόν θά ἔπρεπε νά κατακλείσῃ τήν νηστεία, νά γίνῃ δηλαδή μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό συνδέεται ἡ ἱστορία μέ τήν σημερινή πρᾶξι. Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι σήμερα ἀκολουθία ἑσπερινοῦ, στήν ὁποία προστίθεται ἡ παράθεσις τῶν δώρων, οἱ προπαρασκευαστικές εὐχές, ἡ θεία κοινωνία καί ἡ εὐχαριστία ὕστερα ἀπό αὐτήν. Ἡ διαμόρφωσίς της μέσα στό ὅλο πλαίσιο τῆς Τεσσαρακοστῆς τῆς ἔδωσε ἕνα ἔντονο «πενθηρό»,, κατά τόν Θεόδωρο Στουδίτη, χαρακτῆρα (Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων). Μέ τόν ἑσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οἱ ἱερεῖς φέρουν πένθιμα ἄμφια, ἡ ἁγία τράπεζα καί τά τίμια δῶρα εἶναι σκεπασμένα μέ μαῦρα καλύμματα, οἱ εὐχές εἶναι γεμᾶτες ταπείνωσι καί συντριβή. «Μυστικώτερα εἰς πᾶν ἡ τελετή γίνεται», κατά τόν ἴδιο Πατέρα.
Καιρός νά ρίξουμε μιά ματιά σ᾿ αὐτήν τήν ἴδια τήν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, στή μορφή πού ὕστερα ἀπό μακρά ἐξέλιξη ἀποκρυσταλώθηκε καί κατά τήν ὁποία τελεῖται σήμερα στούς ναούς μας. Ἤδη ἐπισημάναμε τά δύο λειτουργικά στοιχεῖα πού τήν συνθέτουν: τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τήν Θεία Κοινωνία. Τό πρῶτο μέρος της ἀποτελεῖ ὁ συνήθης ἑσπερινός τῆς Τεσσαρακοστῆς μέ μικρές μόνο τροποποιήσεις.
 Ὁ ἱερεύς κατά τήν ψαλμωδία τῆς Θ’ ὥρας ἐνδύεται τήν ἱερατική του στολή καί θυμιᾷ. Ἡ ἔναρξις γίνεται μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» κατά τόν τύπο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀναγινώσκεται ὁ προοιμιακός, ὁ 103ος δηλαδή ψαλμός, πού περιγράφει τό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ· «Eὐλόγει, ἡ ψυχή μου τόν Κύριον Κύριε ὁ Θεός μου ἐμεγαλύνθης σφόδρα…». Εἶναι τό προοίμιο τοῦ ἑσπερινοῦ, ἀλλά καί ὅλης τῆς ἀκολουθίας τοῦ νυχθημέρου, πού ἀρχίζει, ὡς γνωστό, κατά τόν ἑβραϊκό τρόπο, ἀπό τήν ἑσπέρα· πρῶτο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου θεωρεῖται ἡ νύκτα. Ὕστερα ὁ διάκονος, ἤ ἐν ἀπουσίᾳ του ὁ ἱερεύς, θέτει στό στόμα τῶν πιστῶν τά αἰτήματα τῆς προσευχῆς· «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»,, τά εἰρηνικά. Ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ ΙΗ’ καθίσματος τοῦ Ψαλτηρίου· «Πρός Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καί εἰσήκουσέ μου…» (Ψαλμοί 119-133). Εἶναι τό τμῆμα τοῦ Ψαλτηρίου πού ἔχει καθορισθῇ νά ἀναγινώσκεται κατά τούς ἑσπερινούς τῆς Τεσσαρακοστῆς.
 Ὁ ἱερεύς ἐν τῷ μεταξύ ἑτοιμάζει στήν Πρόθεσι τά Προηγιασμένα -ἀπό τήν Λειτουργία τοῦ προηγουμένου Σαββάτου ἤ τῆς Κυριακῆς- Τίμια Δῶρα. Ἀποθέτει τόν Ἅγιο Ἄρτο στό Δισκάριο, κάμνει τήν ἕνωσι τοῦ οἴνου καί τοῦ ὕδατος στό Ἅγιο Ποτήριο καί τά καλύπτει. Ὁ ἑσπερινός συνεχίζεται μέ τήν ψαλμῳδία τῶν ψαλμῶν τοῦ λυχνικοῦ καί τῶν κατανυκτικῶν τροπαρίων τῶν ἑκάστοτε ἡμερῶν, πού περιλαμβάνονται στούς τελευταίους στίχους τῶν ψαλμῶν αὐτῶν καί γίνεται ἡ εἴσοδος. Διαβάζονται δύο ἀναγνώσματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἕνα ἀπό τήν Γένεσι καί ἕνα ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Θά σταθοῦμε γιά λίγο στήν κατανυκτική ψαλμῳδία τοῦ «Κατευθυνθήτω», τοῦ δευτέρου στίχου τοῦ 140οῦ ψαλμοῦ. Ψάλλεται μετά ἀπό τά ἀναγνώσματα ἕξ φορές, ἀπό τόν ἱερέα καί τούς χορούς, ἐνῶ ὁ ἱερεύς θυμιᾷ τήν Ἁγία Τράπεζα.
«Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου·
ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»..
Κατόπιν γίνεται ἡ ἐκτενής δέησις ὑπέρ τῶν τάξεων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Κατηχουμένων, τῶν ἑτοιμαζομένων διά τό ἅγιον Βάπτισμα, «τῶν πρός τό φώτισμα εὐτρεπιζομένων»,, καί τῶν πιστῶν. Καί μετά τήν ἀπόλυσι τῶν Κατηχουμένων ἔρχεται τό δεύτερο μέρος, ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων.
Τήν μεταφορά τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν Πρόθεσι στό Θυσιαστήριο, πού γίνεται μέ ἄκρα κατάνυξι, ἐνῷ οἱ πιστοί προσπίπτουν «μέχρις ἐδάφους» συνοδεύει ἡ ψαλμῳδία τοῦ ἀρχαίου ὕμνου «Νῦν αἱ δυνάμεις»:
«Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν
σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν·
ἰδού γάρ εἰσπορεύεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης.
Ἰδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορεῖται.
Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν,
ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενόμεθα.
Ἀλληλούϊα».
Ἡ προπαρασκευή γιά τήν Θεία Κοινωνία περιλαμβάνει κυρίως τήν Κυριακή προσευχή (Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς… τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον…», ἀκολουθεῖ ἡ Κοινωνία καί μετ᾿ αὐτήν ἡ εὐχαριστία. Καί ἡ Λειτουργία κλείνει μέ τήν κατανυκτική ὀπισθάμβωνο εὐχή. Εἶναι δέησις πού συνδέει τήν τέλεσι τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς Λειτουργίας πρός τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν. Ὁ πνευματικός ἀγών τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι σκληρός, ἀλλά καί ἡ νίκη κατἀ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν εἶναι βεβαία γιά τούς ἀγωνιζομένους τόν καλόν ἀγῶνα. Ἡ Ἀνάστασις δέν εἶναι μακράν. Ἄς τήν διαβάσωμε προσεκτικά. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα ἐκκλησιαστικά κείμενα:
«Δέσποτα παντοκράτορ, ὁ πᾶσαν τήν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας, ὁ διά τήν ἄφατόν σου πρόνοιαν καί πολλήν ἀγαθότητα ἀγαγών ἡμᾶς εἰς τά πανσέπτους ἡμέρας ταύτας, πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων, πρός ἐγκράτειαν παθῶν, πρός ἐλπίδα ἀναστάσεως· ὁ διά τεσσαράκοντα ἡμερῶν πλάκας χειρίσας τά θεοχάρακτα γράμματα τῷ θεράποντί σου Μωσεῖ, παράσχου καί ἡμῖν, ἀγαθέ, τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνίσασθαι, τόν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τήν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι, τάς κεφαλάς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι καί ἀκατακρίτως φθάσαι προσκυνῆσαι καί τήν ἁγίαν ἀνάστασιν».
Ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι μία ἀπό τίς ὡραιότερες καί κατανυκτικότερες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά συγχρόνως καί μία διαρκής πρόσκλησις γιά τήν συχνή κοινωνία τῶν θείων μυστηρίων. Μιά φωνή ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, ἀπό τήν ἀρχαία ζωντανή παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Φωνή πού λέγει ὅτι ὁ πιστός δέν μπορεῖ νά ζῇ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἄν δέν ἀνανεώνῃ διαρκῶς τήν ἕνωσί του μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ἡ ζωή ἡμῶν» (Κολοσ. 3, 4).
Ἀπό τό βιβλίο,
ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, ἐκδ. Ἀ. Δ.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2017

Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου σὲ ψηφιακὴ μορφὴ

Κάθε ἀπόγευμα τῶν ἡμερῶν
 Δευτέρας, Τρίτης,
 Τετάρτης καὶ Πέμπτης,
 ὁλόκληρης 
τῆς Τεσσαρακοστῆς
 μέχρι καὶ τὴν Μεγάλη Τρίτη, 
τελεῖται στοὺς Ἱεροὺς
 Ναοὺς 
ἡ Ἀκολουθία τοῦ 
Μεγάλου Ἀποδείπνου.
 Τὶς ἄλλες ἥμερες τοῦ χρόνου
 πλὴν τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος
 τελεῖται τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.
Λέγεται Ἀπόδειπνο, διότι εἶναι ἀκολουθία
 ποὺ γίνεται (κανονικὰ)
 μετὰ τὸ δεῖπνο, καὶ Μέγα, λόγω τῆς ἐκτάσεώς του ὥστε νὰ
 διακρίνεται ἀπὸ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.
Περιέχει 
α) Ψαλμοὺς ποὺ διαβάζονται,
 β) ὡραιότατα καὶ ποικίλα μικρὰ τροπάρια ποὺ ψάλλονται καὶ 
γ) εὐχὲς ποὺ ἀναγινώσκει ὀ Ιερέας. 
Εἶναι μία ὡραιότατη Ἀκολουθία ποὺ περιέχει καὶ τὸ
 γνωστότατο τροπάριο: 
«Κύριε τῶν Δυνάμεων μεθ' ἠμῶν γενοῦ ἄλλον
 γὰρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν,
 Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἐλέησον ἠμᾶς». 
Πρὸ τοῦ τέλους ἀναγιγνώσκεται ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἔφραιμ
 «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...».
Δεῖτε καὶ διαβάστε 
τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο
 σὲ ψηφιακὴ μορφή

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2017

Μεγάλη Τεσσαρακοστή: Οι αλλαγές στις ιερές ακολουθίες

ακολουθίες



Πολλές και σημαντικές είναι οι αλλαγές που πραγματοποιούνται κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής στις ιερές ακολουθίες.

Στις πέντε νηστίσιμες ημέρες της εβδομάδας, (Δευτέρα έως Παρασκευή), δεν εφαρμόζεται το καθιερωμένο τυπικό: Το πρωί ακολουθία του Μεσονυκτικού και Όρθρου με ή χωρίς Θεία Λειτουργία και το απόγευμα η ακολουθία του Εσπερινού. Αιτία των αλλαγών είναι οι νέες Ακολουθίες που προστίθενται στην περίοδο αυτή: Η Θ. Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, που συνήθως τελείται Τετάρτη και Παρασκευή, οι Χαιρετισμοί και το Μέγα Απόδειπνο. Έτσι παρουσιάζονται οι ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Το πρωί της Δευτέρας, Τρίτης και Πέμπτης τελούνται:
(1) Μεσονυκτικό και Όρθρος,
(2) Οι Ώρες (Α’, Γ’, ΣΤ’ και Θ’),
(3) Ο Εσπερινός του απογεύματος (στον οποίο, φυσικά, τιμάται ο Άγιος της επόμενης ημέρας).
β. Το πρωί της Τετάρτης και Παρασκευής τελούνται όλα τ’ ανωτέρω και στον Εσπερινό επισυνάπτεται και η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.
γ. Εάν η Προηγιασμένη πρόκειται να τελεσθεί το απόγευμα, τότε ή πρωινή ακολουθία αρχίζει κανονικά, σταματά όμως στην ΣΤ’ Ώρα και γίνεται απόλυση.
δ. Η Προηγιασμένη το απόγευμα αρχίζει με την Θ’ Ώρα, (κατά τη διάρκεια της οποίας ο Λειτουργός «παίρνει καιρό», με διαφορετικό τυπικό και ενδύεται πλήρη στολή) και μετά την απόλυση (της Θ’ Ώρας), συνεχίζει με το «Ευλογημένη ή Βασιλεία…» οπότε αρχίζει ο Εσπερινός με την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.
ε. Το απόγευμα των τεσσάρων πρώτων ημερών (Δεύτερα έως Πέμπτη), στη θέση του Εσπερινού τελείται το Μέγα Απόδειπνο.
στ. Εάν το απόγευμα της Τετάρτης τελεσθεί η Προηγιασμένη, το Μέγα Απόδειπνο τελείται συνήθως μετά τη Θ. Λειτουργία (των Προηγιασμένων Δώρων).
ζ. Το εσπέρας της Παρασκευής των πέντε πρώτων εβδομάδων, τελείται στους Ναούς ακόμη μία νέα Ακολουθία: η προσφιλής στο λαό μας ακολουθία των Χαιρετισμών της Παναγίας (« Άγγελος πρωτοστάτης…» – «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε») στο μέσο του Μικρού Αποδείπνου, κάθε φορά με μία «Στάση», και την πέμπτη εβδομάδα όλες οι Στάσεις μαζί – ολόκληρος ο Ακάθιστος Ύμνος.
Το πλήθος αυτό των Ακολουθιών εναρμονίζεται με το Ορθόδοξο λατρευτικό πνεύμα που θέλει τον πιστό επτάκις της ημέρας να αινεί τον Θεό (Ψαλμ. ριη’, 164), αλλά έρχεται στην καθημερινή πράξη και ζωή σ’ αντίθεση με το σύγχρονο πνεύμα του κόσμου, σύμφωνα με το όποιο ο άνθρωπος όχι μόνο δεν έχει ελεύθερο χρόνο, αλλ’ ούτε και την ανάλογη διάθεση… Υπάρχει δυστυχώς μεγάλη εκκοσμίκευση και σύγχυση στο μυαλό του.
Η Εκκλησία πάντως την περίοδο αυτή, γνωρίζοντας την κατάσταση του ανθρώπου, τον βοηθά να βρει το δρόμο του, προσφέροντας του τη λύση της συχνότερης συμμετοχής του στη λατρευτική ζωή. Όποτε ευκαιρεί και μπορεί να εξοικονομεί κάποιο χρόνο, να τον διαθέτει στον Θεό και να παρακολουθεί κάποια από τις πολλές Ακολουθίες. Έτσι και ο χρόνος θ’ αξιοποιείται καλύτερα και οι ευλογίες του Θεού θ’ αυξάνουν στους πιστούς που θα κάνουν τέτοιες θυσίες…
ΟΙ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ
Το απόγευμα της Κυριακής της Τυροφάγου τελείται ο κατανυκτικός Εσπερινός της Συγνώμης.
Κατανυκτικός λέγεται, διότι ψάλλονται κατανυκτικά τροπάρια από το Τριώδιο, που το περιεχόμενο τους διαποτίζεται από βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητας, πένθος, συντριβή, μετάνοια και θερμή ικεσία για άφεση αμαρτιών.
Εσπερινός Συγνώμης λέγεται, αυτός μόνον από τους κατανυκτικούς, διότι στο τέλος της Ακολουθίας ο λαός ασπάζεται το Ευαγγέλιο ζητώντας από τον Ιερέα συγγνώμη και στη συνέχεια και μεταξύ τους, ώστε συγχωρεμένοι να αρχίσουν τη Μεγ. Τεσσαρακοστή. Πρόκειται για μια ωραία συνήθεια, που καλό είναι να αναβιώσει.
Οι κατανυκτικοί Εσπερινοί τελούνται κάθε Κυριακή της Μεγ. Τεσσαρακοστής.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των Εσπερινών αυτών είναι ότι μετά την Είσοδο και το «Εσπέρας Προκείμενον», αλλάζει ο διάκοσμος της Αγίας Τραπέζης και η στολή του Ιερέως. Από πασχαλινή, λόγω της Κυριακής, μεταπίπτει σε πένθιμη, λόγω της Τεσσαρακοστής (αλλάζουν τα λευκά με πορφυρά -εφ’ όσον τον Χριστό δεν Τον πενθούμε ως άνθρωπο, αλλ’ ως Βασιλέα Θεό).
Στο τέλος του Εσπερινού ψάλλονται τα τροπάρια «Θεοτόκε Παρθένε…», «Βαπτιστά του Χριστού…» κ.λπ. και κατακλείονται με την ευχή του Αγίου Έφραίμ του Σύρου:
«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω. Ναι, Κύριε, Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα έμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον άδελφόν μου ότι εύλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Λέγοντας την, κάνουμε και τρεις μεγάλες μετάνοιες. Ακολουθούν δώδεκα μικρές, ενώ λέμε μυστικώς το: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» και στο τέλος επαναλαμβάνεται το: «Ναι Κύριε, Βασιλεύ…» κάνοντας και τέταρτη μεγάλη μετάνοια.
ΤΟ ΜΕΓΑ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ
Κάθε απόγευμα των ημερών Δευτέρας, Τρίτης, Τετάρτης και Πέμπτης, ολόκληρης της Τεσσαρακοστής μέχρι Μεγ. Τρίτη, τελείται στους Ι. Ναούς (ή στο σπίτι μας, εάν δε μεταβούμε στο Ναό), η Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου.
Τις άλλες ήμερες της εβδομάδας τελείται το Μικρό Απόδειπνο (και ολόκληρο το χρόνο, πλην της Διακαινήσιμης εβδομάδας): Την Παρασκευή, τελείται μαζί με τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, ενώ Σάββατο και Κυριακή το διαβάζουμε σπίτι μόνοι μας.
Λέγεται Απόδειπνο, διότι είναι ακολουθία που γίνεται (κανονικά) μετά το δείπνο, δηλ. είναι η βραδινή προσευχή του Χριστιανού και Μέγα, λόγω της εκτάσεως του και για να διακρίνεται από το Μικρό Απόδειπνο.
Περιέχει (1) Ψαλμούς που διαβάζονται, (2) ωραιότατα και ποικίλα μικρά τροπάρια που ψάλλονται και (3) ευχές που αναγινώσκει ο Ιερέας. Είναι μία ωραιότατη Ακολουθία που περιέχει και το γνωστότατο τροπάριο: «Κύριε των Δυνάμεων μεθ’ ημών γενού άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν, Κύριε των Δυνάμεων, έλέησον ημάς».
Προ του τέλους αναγινώσκεται η ευχή του Αγίου Έφραίμ «Κύριε καί Δέσποτα της ζωής μου…» .
Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΩΝ ΔΩΡΩΝ
Την καθαρά Τετάρτη και συνήθως κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, μόνο στη Μεγ. Τεσσαρακοστή, τελείται στους Ιερούς Ναούς η Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων για τον εξής λόγο:
Η Εκκλησία μας έχει σε χρήση τρεις Θείες Λειτουργίες κατά τις όποιες γίνεται θυσία. Τη Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Αγίου Βασιλείου και του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Η τρίτη γίνεται μία φορά το χρόνο, την ημέρα της εορτής του Αγίου, την 23η Οκτωβρίου. Του Αγ. Βασιλείου γίνεται δέκα φορές τον χρόνο: Την ήμερα της εορτής του (1η Ιανουαρίου), τις παραμονές Χριστουγέννων, Φώτων και Πάσχα, τις πέντε πρώτες Κυριακές της Μεγ. Τεσσαρακοστής και τη Μεγ. Πέμπτη. Τις άλλες ήμερες του έτους τελείται η Θ. Λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Όλες όμως αυτές οι Λειτουργίες έχουν πανηγυρικό και χαρμόσυνο χαρακτήρα. Επειδή η Μεγ. Τεσσαρακοστή είναι κατανυκτική και κάπως πένθιμη περίοδος, η Εκκλησία μας όρισε οι Λειτουργίες αυτές να τελούνται μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές της Μ. Σαρακοστής. Τις άλλες ημέρες της εβδομάδας δεν τελείται Θ. Λειτουργία.
Οι Χριστιανοί όμως τους πρώτους αιώνες είχαν τη συνήθεια να μεταλαμβάνουν τέσσερις και πέντε φορές την εβδομάδα, διότι εγνώριζαν ότι δεν ήταν δυνατόν να ζουν «εν Χριστώ» άνευ των Άχραντων Μυστηρίων, άνευ του Χριστού, που ο Ίδιος είπε ότι είναι «βρώσις και πόσις». «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. στ’, 54). Τότε, βέβαια, τα δισκοπότηρα μπορεί να ήταν «ξύλινα», αλλά οι Χριστιανοί ήταν «χρυσοί», με αγία ζωή. Σήμερα, παρότι, πολλές φορές, συμβαίνει το αντίθετο, οι Χριστιανοί μπορούν και πρέπει να κοινωνούν τακτικότερα, πάντοτε με άδεια του Πνευματικού τους, προσέχοντας πολύ τη ζωή τους.
Για να λυθεί λοιπόν το πρόβλημα της συχνής Θ. Κοινωνίας, η Εκκλησία καθόρισε να τελείται μόνο τη Μεγ. Τεσσαρακοστή η κατανυκτική Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Σ’ αυτή δε γίνεται πλήρης Θ. Λειτουργία, διότι ο Άρτος που θα χρησιμοποιηθεί καθαγιάζεται την προηγούμενη Κυριακή, εμποτίζεται στο Άγιο Αίμα του Κυρίου μας, φυλάσσεται στο Άγιο Αρτοφόριο της Αγίας Τραπέζης και προσφέρεται για Κοινωνία την ημέρα που τελείται η Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία.
Η Λειτουργία αυτή είναι, κανονικά, εσπερινή, γι’ αυτό είναι συνυφασμένη με Εσπερινό και οι Χριστιανοί, μέχρις ότου κοινωνήσουν, μένουν άσιτοι, δηλ. νηστικοί, από τα μεσάνυκτα μέχρι την ώρα της Θ. Κοινωνίας. Όσοι δεν μπορούν να κρατήσουν, πηγαίνουν στους Ναούς, που τελούν την Προηγιασμένη Λειτουργία πρωί, προς διευκόλυνση των πιστών, ή κοινωνούν Σάββατο ή Κυριακή.
Χαρακτηριστικά της Προηγιασμένης Λειτουργίας
α. Προηγείται της Προηγιασμένης, η ακολουθία της Θ’ Ώρας.
β. Με το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός…» αρχίζει η Θεία Λειτουργία, στην αρχή της οποίας επισυνάπτεται ο Εσπερινός της επόμενης ημέρας.
γ. Όταν αναγιγνώσκονται τα «Προς Κύριον…» (Ψαλτήρι σε τρεις Στάσεις), συνήθως στο τέλος ακούγονται από το Ιερό ήχοι θυμιατού, (η Ωραία Πύλη είναι κλειστή). Εκείνη τη στιγμή ο Ιερέας μεταφέρει το Σώμα και Αίμα του Κυρίου από την Αγία Τράπεζα, όπου φυλάχθηκε από την Κυριακή, στην Ιερά Πρόθεση και γι’ αυτό οι πιστοί πρέπει να σηκώνονται και να παρακολουθούν νοερά και λογικά τα τελούμενα.
δ. Στη Μεγάλη Είσοδο (που γίνεται από το συντομότερο δρόμο), επειδή ο Ιερέας μεταφέρει το προηγιασμένο Σώμα και Αίμα του Χριστού μας – τον ίδιο τον Χριστό – οι Χριστιανοί γονατίζουν λατρευτικώς, επαναλαμβάνοντας μυστικώς το: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών…».
ε. Στο τέλος, αναγιγνώσκονται οι δύο Ψαλμοί: «Ευλογήσω τον Κύριον…» (ο 33ος) και «Υψώσω σε ο Θεός μου…» (ο 144ος), κατά τη διάρκεια των οποίων ο Ιερέας μοιράζει το αντίδωρο και μετά απολύει η  Λειτουργία, με το «Δι’ ευχών…».
στ. Το αντίδωρο αυτό είναι το πρόσφορο από το οποίο ο Ιερεύς την Κυριακή έβγαλε τον Αμνό. Πολλοί αυτό το λένε «Παναγία» (επειδή από τα σπλάγχνα της βγήκε ο Χριστός). Γι’ αυτό το αντίδωρο στις Προηγιασμένες είναι συνήθως μικρό τεμάχιο).
ζ. Στις Προηγιασμένες Θ. Λειτουργίες δεν μνημονεύονται ονόματα ζώντων και τεθνεώτων, ούτε στην Ιερά Πρόθεση, ούτε στη Θεία Λειτουργία.
η. Στη Λειτουργία αυτή επίσης δεν τελούνται μνημόσυνα. Μπορούν να γίνουν μετά το «Δι’ ευχών…» Τρισάγια.
Μ’ αυτό τον ωραίο και σοφό τρόπο και διατηρώντας τον κατανυκτικό χαρακτήρα της περιόδου, έλυσε η Εκκλησία μας το ζήτημα της συχνής Θείας Κοινωνίας και ήδη οι πιστοί εκτιμώντας και «εκμεταλλευόμενοι» αυτή την πνευματική ευκαιρία, κατακλύζουν τους Ναούς, Τετάρτη και Παρασκευή, μεταλαμβάνοντας των Προηγιασμένων αυτών Θείων Δώρων.
Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
Τη Μεγ. Σαρακοστή, στις 4 πρώτες εβδομάδες, κάθε Παρασκευή βράδυ, στο μέσο του Μικρού Αποδείπνου, αντηχούν οι θαυμάσιοι και προσφιλέστατοι στο λαό μας Χαιρετισμοί της Παναγίας («Άγγελος πρωτοστάτης…» -«Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε»).
Ψάλλονται τμηματικά, κάθε φορά και μια «Στάση» από τον Ακάθιστο Ύμνο, μαζί με τον εξαίρετο «Κανόνα» του (τα Τροπάρια των Χαιρετισμών), που περιέχει οκτώ ωδές και αρχίζει με το Τροπάριο: «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος…».
Ολόκληρος ο Ακάθιστος Ύμνος ψάλλεται στον Όρθρο του Σαββάτου της Ε’ Κυριακής των Νηστειών, αλλά για ευκολία των πιστών τον ψάλλουμε αποβραδίς (την 5η Παρασκευή της Τεσσαρακοστής).
Οι Χαιρετισμοί συνδέθηκαν με τη Μεγ. Τεσσαρακοστή λόγω της μεγάλης Θεομητορικής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή η οποία δεν έχει μεθέορτα, εξ αιτίας του χαρακτήρα της Σαρακοστής. Αυτή την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακάθιστου Ύμνου.
Το υμνολογικό αυτό κείμενο χρησιμοποιείται στην Εκκλησία μας περισσότερο από κάθε άλλο. Εκτός από τα Μοναστήρια και τους Ναούς στους οποίους γίνεται Απόδειπνο, πολλοί λαϊκοί συνηθίζουν να διαβάζουν τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κάθε βράδυ μαζί με το Μικρό Απόδειπνο.
Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι «Κοντάκιο». Είναι δηλ. ύμνος ανάλογος προς τους «Κανόνες». Η ονομασία του οφείλεται μάλλον στο κοντό ξύλο στο οποίο η μεμβράνη με τον ύμνο ήταν τυλιγμένη. Το πρώτο τροπάριο του Ύμνου λέγεται «Προοίμιον»: «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει…» το όποιο αργότερα αντικαταστάθηκε με το πασίγνωστο: «Τη Ύπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…». Ακολουθούν οι 24 «Οίκοι» από το Α μέχρι το Ω. Κάθε έξι γράμματα (κάθε έξι «Οίκους») έχουμε μία «Στάση». Η τελευταία λέξη κάθε «Οίκου» πού επαναλαμβάνει ο λαός, σαν σύντομη ικεσία, λέγεται «εφύμνιον» και υπάρχουν δύο: Το «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» και το «Αλληλούια». Το πρώτο «εφύμνιον» για τους περιττούς «Οίκους» που περιλαμβάνουν 156 «Χαίρε» και το δεύτερο, για τους αρτίους.
Θέμα του Ακάθιστου Ύμνου:
Στο πρώτο μέρος (Α-Μ, στις δύο πρώτες «Στάσεις»), υμνείται η ενανθρώπιση του Κυρίου. Αρχίζει με τον Ευαγγελισμό της Παρθένου («Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω τω Χαίρε…»), συνεχίζει με τη σύλληψη του Χριστού από την Παναγία, την επίσκεψη της στην Ελισάβετ, τους λογισμούς του Ιωσήφ, την προσκύνηση των Ποιμένων και των Μάγων, τη φυγή στην Αίγυπτο και την Υπαπαντή του Κυρίου.
Στο δεύτερο μέρος (Ν-Ω) υμνείται ηή δυνατότητα θεώσεως του ανθρώπου χάρη στη σάρκωση του Κυρίου και η θεομητορική αξία της Παναγίας. Και όλα τ’ ανωτέρω με θαυμάσιες ποιητικές αποστροφές και εγκώμια που περιλαμβάνουν επιτυχέστατες αντιθέσεις και ωραιότατες θεολογικές εικόνες.
Ο «Ακάθιστος Ύμνος», σύμφωνα με την παράδοση, ονομάστηκε έτσι για τον έξης λόγο: Το έτος 626 ηή Κων/πολη πολιορκήθηκε συγχρόνως από τους Αβάρους (ξηρά) και τους Πέρσες (ξηρά και θάλασσα) για μήνες. Ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος απουσίαζε στην Ασία. Ο κίνδυνος πτώσεως της Πόλεως ήταν πολύ μεγάλος. Στην άμυνα πρωτοστάτησε ο Πατριάρχης Σέργιος. Έτσι οι λίγοι μαχητές, μαζί με τον κλήρο και το λαό, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού (με προσευχές και Παρακλήσεις) και στηρίζοντας τις ελπίδες τους στην Προστάτριά τους, την «Υπέρμαχο Στρατηγό», την Υπεραγία Θεοτόκο, αντιστέκονταν απεγνωσμένα. Και, ω του θαύματος, ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος κατέστρεψε τα πλοία των Περσών, με αποτέλεσμα να λυθεί η πολιορκία. Η Βασιλεύουσα εσώθη! (ήταν 8 Αυγούστου). Τότε «ορθοστάδην όλος ο λαός» έψαλλε τον Ύμνο αυτό, ο οποίος από τότε ονομάστηκε Ακάθιστος. Τα νικητήρια αποδόθηκαν στην Προστάτριά της Κωνσταντινουπόλεως, την Υπεραγία Θεοτόκο, που πάντα σκέπει και προστατεύει το έθνος μας.
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ
Την Τετάρτη απόγευμα, μεταξύ Δ’ και Ε’ Κυριακής των Νηστειών, ψάλλεται η ακολουθία του «Μεγάλου Κανόνος», στο μέσο του Μικρού Αποδείπνου. Κανονικά είναι ο Όρθρος της επομένης και μπορεί να τελείται αγρυπνία με Θ. Λειτουργία των Προηγιασμένων.
Κανόνες είναι μεγάλοι ύμνοι, οι οποίοι αποτελούνται από μικρότερες ενότητες που λέγονται Ωδές (από το ρήμα άδω). Κάθε ωδή αποτελείται από τον Ειρμό (την πρώτη δηλ. στροφή) και τα υπόλοιπα 3-4 συνήθως Τροπάρια (τρέπονται, δηλ. ψάλλονται όπως το πρώτο, ο ειρμός). Κανόνες υπάρχουν με διάφορο αριθμό ωδών. Υπάρχουν Κανόνες με δύο ωδές, με τρεις (τριώδιο), με τέσσερις, πέντε μέχρι εννέα ωδές (εννέα είναι και οι Βιβλικές Ωδές).
Ο Κανών αυτός λέγεται Μέγας, λόγω του πλήθους των τροπαρίων που περιέχουν οι εννέα ωδές του. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται σήμερα και τα τροπάρια που πρόσθεσαν μεταγενέστεροι υμνογράφοι: για την Οσία Μαρία και για τον ίδιο, τον Άγιο Ανδρέα. Έτσι στο σύνολο του ο Μέγας Κανών έχει 11 Ειρμούς, (η β’ και γ’ Ωδή έχουν από 2 Ειρμούς) και 250 Τροπάρια! (η β’ Ωδή έχει 41 Τροπάρια).
Συγγραφέας του Μ. Κανόνα είναι ο Άγιος Ανδρέας, ο Ιεροσολυμίτης. Ήταν Μοναχός της Ι. Μονής του Αγίου Σάββα. Εχρημάτισε γραμματέας του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, συμμετείχε στην ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο το 680 και μετά, αφού εξελίχθηκε στα διάφορα εκκλησιαστικά υπουργήματα, εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Συνέγραψε πολλούς κανόνες και διάφορα συγγράμματα. Το σπουδαιότερο υμνογραφικό του έργο είναι ο Μέγας Κανών που θεωρείται το «κύκνειο» του άσμα. Απέθανε γύρω στο 740, στη Λέσβο, όπου βρέθηκε, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη από την Κων/πολη, είτε εξόριστος, ως υποστηρικτής των Αγίων Εικόνων.
Περιεχόμενο του Μ. Κανόνα: Ανατρέχει σ’ όλα τα πρόσωπα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης προβάλλοντας τις πράξεις – καλές ή κακές -των δικαίων προς μίμηση και των αδίκων προς αποφυγή.
Η κεντρική ιδέα του Κανόνα είναι η μετάνοια. Αυτή θεωρεί ο Ποιητής θύρα του Παραδείσου. Εφ’ όσον δεν έχουμε καρπούς μετανοίας, ας προσφέρουμε στον Θεό τη συντετριμμένη καρδία μας και ας αναγνωρίσουμε την πνευματική μας πτωχεία.
Ολόκληρο το πένθιμο και κατανυκτικό περιεχόμενο του αριστουργήματος αυτού συνοψίζεται στο Τροπάριο: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τί καθεύδεις; το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι (πρόκειται να θορυβηθείς) ανάνηψον ούν, ίνα φείσηταί σου (σύνελθε λοιπόν για να σε λυπηθεί) Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ο Μ. Κανόνας ψάλλεται τμηματικά τις τέσσερις πρώτες ημέρες της «Καθαράς Εβδομάδος», (Δευτέρα έως Πέμπτη), μαζί με το Μέγα Απόδειπνο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...