Νεομάρτυρες του Εμφυλίου
[οι αδίκως παραγκωνισμένοι Άγιοι]
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
Εικόνα 1: Ο ιεροδιδάσκαλος Νικόλαος Καράπας από την Αλλάλη Εύβοιας. Δολοφονήθηκε από Κομουνιστές την 1.6.1944.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Ο μαρξισμός, οι ποικοιλώνυμοι ιδεολογικοί του απόγονοι και οι κάθε λογής “σέκτες” του, θεωρούν τη θρησκεία «όπιο του λαού», δηλ. πνευματικό ναρκωτικό, που εξαπατά τους ανθρώπους και συνεπώς πρέπει να εκλείψει απ’ τον κόσμο. Πρόκειται φυσικά για πλάνη, αφενός γιατί προϋποθέτει ως σίγουρο ότι δεν υπάρχει Θεός, περιφρονώντας ως ψεύδη τις εμπειρίες των αγίων, και, αφετέρου, γιατί ο χριστιανισμός έχει παρακινήσει χιλιάδες ανθρώπους ν’ αγωνιστούν με αυτοθυσία για τον πλησίον. Άλλωστε το αγιολόγιο της Ορθοδοξίας είναι γεμάτο τέτοιες περιπτώσεις. Εξαιτίας αυτής της πλάνης, όπου επικράτησε κομουνιστικό καθεστώς, ίσως με κάποιες εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ξέσπασε διωγμός κατά της θρησκείας, κάποτε ήπιος και άλλοτε ανελέητος. Αναρίθμητοι χριστιανοί μαρτύρησαν στη Ρωσία (ΕΣΣΔ), τη Ρουμανία, την Αλβανία, ιδιαίτερα από την ελληνική μειονότητα, κ.α.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Η Ελλάδα δεν ξέφυγε απ’ το γενικό κανόνα. Οι κομουνιστές αντάρτες, στον Εμφύλιο Πόλεμο (1945-1949), εξολόθρευαν συχνά ιερείς του Κυρίου. Ήταν φυσικό και επόμενο οι ιερείς, και γενικά οι πιστοί χριστιανοί, να θεωρήσουν τον κομουνισμό εχθρικό. Στην χώρα μας, βέβαια, είχαμε και έχουμε και πολλούς κομουνιστές που είναι και ορθόδοξοι πιστοί, καθώς και ιερείς που συμπαθούν την ευρύτερη αριστερά. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκουν στην ηθική του κομουνισμού κοινά στοιχεία με το χριστιανισμό και συνδυάζουν τα δύο. Αξίζει να σημειωθεί πως η Εκκλησία δεν προχώρησε σε αγιοκατάταξη κανενός μάρτυρα της περιόδου του Εμφυλίου για λόγους, ουσιαστικά, πολιτικούς: την ομόνοια των Ελλήνων. Βεβαιώς αυτό επιδέχεται τουλάχιστον συζήτηση, αν όχι κατακραυγή, αλλά δεν είναι αυτό εδώ το θέμα μας.
ΠΗΓΗ: Οι μαρτυρίες προέρχονται από το βιβλίο του π. Γρηγορίου, ηγουμένου της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, “Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας”, Σεπτέμβριος 2010, [σ. 149-166]. Είναι διηγήσεις για ανθρώπους, κυρίως ιερείς, που βασανίστηκαν(!) και θανατώθηκαν κατά τον Εμφύλιο εξαιτίας της χριστιανικής ή ιερατικής τους ιδιότητας. Γράφουμε κι εμείς γι΄αυτούς για λόγους πνευματικούς, χωρίς διάθεση πολιτικής σκοπιμότητας. Άλλωστε η αλήθεια δεν ταιριάζει με τη σκοπιμότητα. Μακάρι ο Θεός να συγχωρέσει και τους δήμιους, με τις πρεσβείες των μαρτύρων-θυμάτων τους. Ακόμη, μακάρι οι ιδεολογικοί τους επίγονοι, οιαδήποτε απόχρωσης, να έχουν θεία φώτιση στις επιλογές τους.
Εικόνα 2: Ο ιερέας Χρήστος Ζησούλης, μάρτυρας του εμφυλίου.
Α. Ο Π. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ: Την ιστορία αυτή1 διηγήθηκε η αδελφή του ιερέα, Αριάδνη, που έτυχε να συναντήσει σε κάποιο εστιατόριο έναν άνθρωπο, που φορούσε ρούχα που ανήκαν στον αδελφό της. Δηιγείται λοιπόν η Αριάδνη: “Κάθομαι στο τραπέζι απέναντί του. Το γκαρσόν φωνάζει: “Βάβω, δεν είναι αυτού η θέση σου”. Έκανα τον κουφό. Γεμίζω από θάρρος ανδρίκιο και του λέγω: “Ξένε, το κουστούμι, τα ρούχα που φοράς τα ’χω εγώ ραμμένα. Τα παρατήρησα καλά και είδα τις δαχτυλιές μου επάνω. Θα μου πεις πού τα βρήκες. Δεν θα μου κρύψεις τίποτες. Κι εγώ, σου υπόσχομαι στο Χριστό μου, δεν θα σε προδώσω. Αλλιώς, τούτη την ώρα θα κράξω και θα φωνάξω”. “Θα σου πω όλη τη αλήθεια”, απάντησε εκείνος “αλλά μη με καταδώσεις· κι εγώ διαταγές εκτελούσα.
Άκουε λοιπόν. Εκεί που μέναμε έφεραν έναν, μάλλον πρέπει να ήταν παπάς. Δεν είχε όμως καλυμμαύχι και δεν φορούσε ράσα. Δεμένος πισθάγκωνα, δέχτηκε κακοποιήσεις που δεν λέγονται. Ειρωνείες, κλωτσιές, σαν μπάλα τον έστελναν από τη μια μεριά στην άλλη. Μ’ ό,τι εύρισκαν τον χτυπούσαν στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στην κοιλιά. Εμένα πόνεσε η ψυχή μου και είπα να τον τελειώσω. Μου τον παρέδωσαν με τέσσερις άλλους να τον εκτελέσουμε. Τον σύραμε στο χείλος ενός λάκκου. Τον εγδύσαμε, τον πασσαλώσαμε σε τέσσερα παλούκια και με πρόσταξαν να τον γδάρω ζωντανό. Όταν έφθασα στα μπούτια, οι φωνές του και τα βογγητά του ήτανε πράγμα φοβερό. Δεν άντεχα να τον ακούω και του έδωσα με το τσεκούρι στο κεφάλι και τον πέταξα στα βρωμόνερα του λάκκου”. “Ο αδελφός μου ο παπα- Χρυσόστομος” πρόλαβα να του πω και συνήλθα στο νοσοκομείο των Τρικάλων. Να γιατί έχω την καρδιά μου και φορώ πάντα μαύρα και ποτέ δεν θα τα αποχωριστώ.” Ο συγγραφέας της είπε μήπως ήταν σατανική επήρεια όλη αυτή η συνάντηση μα η κυρα-Αριάδνη είπε: “Τα λες αυτά, παιδί μου, για να με παρηγορήσεις, αλλ’ ήταν άνθρωπος κυριευμένος από το διάβολο”. Τότε της απάντησε εκείνος: “Αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι μάρτυρας ο αδελφός σου, άγιος αληθινός!”.
Β. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ: Την ιστορία διηγήθηκε ένας ηλικιωμένος βοσκός έξω απ’ το ξωκλήσι του αγίου Δημητρίου, κοντά στη μονή Μυρτιάς, περιοχή Τριχωνίδας Αιτωλοακαρνανίας. “Ένα απομεσήμερο έφτασαν εδώ μπροστά που μιλούμε τώρα ομάδα ανταρτών. Είχαν μαζί τους ένα παπά. Το τι τον βασάνιζαν δεν μπορώ να σου περιγράψω... Μου ’ρθε να βάλω φωτιά στον τόπο, αλλά φοβήθηκα. Το πιο τρομερό απ’ όλα ήταν πως τα βασανιστήρια τα ’φτιαχναν γυναίκες!! Στο τέλος τον έγδυσαν, τον διαπόμπευσαν, τον έδεσαν κάτω στην αυλή του Αγίου Δημητρίου και οι άσπλαχνοι άντρες έκαναν χάζι. Μια σκύλα τού απέκοψε με τσεκούρι τα γεννητικά όργανα και έβαψε με το αίμα τους παραστάτες της εκκλησίας! Δεν είναι, παιδί μου, χρώμα αυτό που θωρείς. Είναι αίμα μαρτυρικό και μάλιστα λευϊτικό. Διάβασα όλους τους βίους των Αγίων εδώ που βόσκω τα πρόβατά μου. Τέτοιο μαρτύριο δεν βρήκα στα συναξάρια. Από τότε κανείς δεν άσπρισε ούτε έβγαλε αυτό το βάψιμο”. Ο αφηγητής άρχισε να κλαίει και άπειτα πρόσθεσε: “Δεν κλαίω τον μάρτυρα, αλλά τους ανθρώπους, που χωρίς το Θεό γίνονται των θηρίων αγριότεροι. Αλλά γιατί, δέσποτα, η Εκκλησία δεν τους τιμά τους μάρτυρες αυτούς ως Αγίους; Λένε: “Για να μην ανάβουν τα μίση”. Αυτοί άναψαν και έκαψαν και τώρα που θα δροσίσουν την Εκκλησία, αφήνουμε τη μαρτυρία και τα μαρτύρια και καταπιανόμαστε με χωρατά και παραμύθια; Αλλοίμονό μας, πάτερ, όποιος και να είσαι!”, είπε ο γέροντας κι έφυγε.
Γ. ΕΝΑΣ ΠΑΠΑ-ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΕ ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ: Αφηγητής εδώ είναι ένας παθών που επιβίωσε. Καταγράφηκε στην Παναγία την Προυσιώτισσα, όπου ο ιερέας αρνήθηκε να φιλοξενηθεί στο κελί όπου τον κρατούσαν φυλακισμένο οι αντάρτες το 1944, μαζί με άλλους, «χωροφύλακες, παπάδες και δασκάλους», μάλιστα πριν αρχίσει “επισήμως” ο εμφύλιος. Διηγήθηκε σχετικά στον συγγραφέα ο ιεροδιδάσκαλος: “Το καθημερινό μας φαγητό ήταν κολοκύθια ανάλαδα και ανάλατα. Ο ηγούμενος, παλιός γνώριμος, προσπαθούσε κάτι να μου προσφέρει. Οσάκις γινόταν αντιληπτό, ερχόντουσαν στο κελί μου και μου ’βγαζαν με την κάνη του όπλου τα δόντια. Όσες φορές με φίλεψε ο ηγούμενος, τόσα δόντια μου έβγαλαν και τόσες πληγές μου προξένησαν στα χείλη, που ακόμη δεν θεραπεύτηκαν. Ίσως αυτές οι πληγές μου κόψουν το νήμα της ζωής.” Πραγματικά, βεβαιώνει ο συγγραφέας, οι πληγές αυτές εξελίχθηκαν σε καρκίνο και πολύ γρήγορα μετέστη ο μαρτυρικός παπάς. Οι κρατούμενοι εκείνοι απελευθερώθηκαν όταν οι αντάρτες πληροφορήθηκαν πως πλησιάζει γερμανική φάλαγγα. Τους φόρτωσαν στην πλάτη από ένα γεμάτο τσουβάλι και τους έστειλαν στο χωριό Καστανιά. Όταν έφτασαν κι άνοιξαν τα τσουβάλια διαπίστωσαν πως περιείχαν τούβλα και παλιοσίδερα! Έλεγε ο παπα- δάσκαλος: “Δόξα τω Θεώ, τα ξεχάσαμε σήμερα και ζούμε και γελούμε και λέμε: “Κύριε, μη στήσης την αμαρτίαν αυτών”· δεν ξέρανε τι κάνανε”.
Δ. Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΗΣ Ο ΕΥΛΑΒΗΣ: Στα βόρεια του όρους Δίρφης της Κεντρικής Εύβοιας, στις απόκρημνες ακτές του νησιού, βρίσκονται κάποια χωριουδάκια, οικισμοί καλύτερα, νοτιοανατολικά από το Πήλι, προς το Σαρακήνικο και την Κύμη. Σ’ ένα από αυτά κατοικούσε κι ο μπαρμπα-Κωστής ο ευλαβής. Ζούσε φτωχικά με την οικογένειά του, ασχολούμενος με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της λιγοστής και σχετικά άγονης γης. Η τυραννισμένη ζωή του, το ξεροβόρι που τον θαλασσόδερνε, η νηστεία και η αγρυπνία τον έκαναν να μοιάζει ασκητικώτερος των ασκητών. Συχνά με το πρόσωπό του, στραμμένο στο Αιγαίο, πρατηρούσε τα καράβια ν’ αρμενίζουν στο ανοιχτό πέλαγος και προσευχόταν γι’ αυτά, να πιάσουν γρήγορα λιμάνι και να γυρίσουν, τα παλληκάρια σύντομα στις οικογένειές τους και ταα σπίτια τους. Ο μπαρμπα-Κωστής ήταν άλλωστε άνθρωπος της προσευχής. Όταν επρόκειτο να κοινωνήσει, διηγούνται οι γνωστοί του, όλη την νύχτα την έβγαζε στο δάσος προσευχόμενος. Την αυγή παρουσιαζόταν να φορέσει τα καλά του για την εκκλησιά και τη Θεία Κοινωνία. Ο γέρος, ακόμη, ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος σαν τον Αβραάμ. Το σπίτι του πάντα ανοιχτό για όλους. Ακόμη και τσιγγάνοι, που ο κόσμος τότε τους φοβόταν, στο δικό του κονάκι ακουμπούσαν να ξημερώσουν και να φάνε ψωμί. Καθόλου δεν φοβόταν μη τον κλέψουν ή τον σαϊτέψουν με τις μαγείες και τα ξόρκια τους. Είχε δηλαδή ο κυρ-Κωστής την τέλεια αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον που έδιωχνε κάθε φόβο. Συχνά τον ρωτούσαν οι γειτόνοι: “Δεν τους φοβάσαι τους τσιγγάνους, που έχουν μακριά χέρια και κουβαλούν δαιμονικά;” Κι εκείνος απαντούσε ήρεμα: “Όταν έχουμε τον Θεό μαζί μας, κανένας δεν μπορεί να μας κάνη κακό. “Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά” δεν λέμε στην προσευχή μας;”, και τους αποστόμωνε. Ο Κωστής ζούσε στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, που αδελφός σκότωνε αδελφό για το κόμμα και την ιδέα της “λαοκρατίας”. Παρ’ όλο που ποτέ δεν σύχναζε σε καφενέδες και ποτέ δεν έμπαινε σε συζητήσεις που εξάπτουν τα πάθη, κάποιος από το χωριό τον είχε στη “μπούκα”, επειδή είχε γιο που υπηρετούσε με θητεία την Πατρίδα του.
Έψαχνε λοιπόν ευκαιρία να τον βγάλει από τη μέση! Κάποια φορά που τον βρήκε μόνο του να βόσκει τα γίδια του, αφού τον τυράννησε με μύρια βασανιστήρια, στο τέλος, αφού τον έδεσε χειροπόδαρα και του κρέμασε μεγάλη πέτρα στον αγιασμένο του τράχηλο, μισολιπόθυμο τον γκρέμισε στη θάλασσα! Η θάλασσα, που τον συντρόφευε νύχτα και μέρα, δέχθηκε το μαρτυρικό του σώμα και ο καταγάλανος ουρανός άνοιξε τη στράτα του για την καθαρή του ψυχή προς το Δημιουργό. Η θάλασσα σεβάστηκε το σώμα του και δεν επέτρεψε να το καταπιεί η άβυσσος ούτε το ’δωσε τροφή στα ψάρια. Το έβγαλε στην παραλία, όχι όμως σύφωνα με τους φυσικούς όρους πλαγιασμένο, αλλά όρθιο φάνταζε από την μέση κι επάνω, όπως κάποτε το λείψανο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού στον ποταμό. Οι δικοί του και οι χωριανοί το εξέλαβαν ως θαύμα και το κήδευσαν με τιμές μάρτυρα. Μήπως άλλωστε δεν ήταν; Ο φονιάς του, πιεζόμενος από συγχωριανούς του κι από ελέγχους συνειδήσεως, από τον ίδιο γκρεμό έρριξε τον εαυτό του στην θάλασσα, σαν άλλος Ιούδας, και ετελεύτησε άδοξα το βίο του…
Ε. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΠΑΠΑ: Καταγράφηκε στο Άγιο Όρος το 2006, με αφηγητή ηλικιωμένο κτηνοτρόφο από το Μέτσοβο. “Τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, το ’47, με τα μικρότερα αδέλφια μου σε μια πλαγιά που ξεσαλαγίζαμε τα πρόβατα, τι να δούμε και πώς να το πούμε τώρα; Σε μια ελάτη είχαν δέσει ένα παπά. Τα ράσα και το καλυμαύχι του ήταν πιο πέρα πεταμένα και ποδοπατημένα, σαν να είχαν πάρει φωτιά και τα πάτησαν για να σβήσουν. Είχαν φτιάξει με ξύλα λόγχες και είχαν τρυπήσει τα μάτια του, τα αυτιά του, το στόμα του, τη φύση του [=τα γεννητικά του όργανα], την καρδιά του. Το σώμα του ολόκληρο είχε μπλαβιάσει σαν το συκώτι. Αυτές τις μέρες έλαχε το εγγονάκι μου να έχη μια εικόνα του μάρτυρα Σεβαστιανού με λογχευμένο το σώμα και θυμήθηκα τον άγνωστο παπά του ’47 στης Πίνδου τα βουνά, γι’ αυτό σας το διηγούμαι φρέσκο σαν να είναι αυτή η στιγμή που τον βλέπω μπροστά μου”.
Εικόνα 3: Ιερομάρτυρας π. Γεώργιος Σκρέκας.
ΣΤ. Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡ Π. ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ: [σταυρώθηκε Μ. Παρασκευή του 1947]. Την 27η Μαρτίου 1947, ο ιερέας Γιώργος Σκρέκας, εφημέριος του χωριού Μεγάρχης Τρικάλων, πληροφορήθηκε οτι οι εαμοκομμουνιστές Μεγάρχης έκαμανσυμβούλιο, στο οποίο αποφασίστηκε να τον απογυμνώσουν από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Πράγματι, τη νύχτα της 27ης προς 28η Μαρτίου μετέβηκαν οι λησταντάρτες στο σπίτι του και του αφαίρεσαν τα πάντα. Όμως, φαίνεται πως δεν τους έφτασαν όσα βρήκαν και αφού άδειασαν τους στάβλους από τα ζώα και ανάγκασαν τον πατέρα και τον θείο του ιερέα να τα πάνε στο χωριό Πρόδρομος μαζί με δύο συνοδούς λησταντάρτες, έκλεισαν τον ιερέα μέσα στον στάβλο και άρχισαν να τον δέρνουν άγρια, ζητώντας του κι άλλα χρήματα. Η γυναίκα του, ακούγοντας τις φωνές και τις κραυγές του άνδρα της, έτρεξε στον Αθανάσιο Ίτσιο, απο τα σπουδαιότερα στελέχη του ΚΚΕ, καθώς και σε άλλα μέλη της "αυτοάμυνας" Μεγάρχης. Ένδακρυς, τους εκλιπαρούσε να ελευθερώσουν τον σύζυγό της και να πάψουν να τον βασανίζουν. Δυστυχώς, εκείνος δε θέλησε να ακούσει τα παρακάλια της και δεν έκαναν τίποτα για τον συλληφθέντα. Την ίδια νύχτα παρέλαβαν τον λευίτη του Κυρίου παπά-Γιώργη, αιμόφυρτο, ημίγυμνο και ξυπόλητο και τον οδήγησαν στο χωριό Γοργογύριο. Ο μελλοθάνατος ζήτησε να δει τον εκεί ιερέα. Με δάκρυα στα μάτια είπε στον ιερέα που ήρθε να τον παρηγορήσει: "Ο Θεός γνωρίζει τι θ'απογίνω. Αν με το μαρτύριο με καλεί δίπλα Του, ας είναι ευλογημένο το όνομά Του, ας γίνει το θέλημά Του". Κατόπιν τον παρέλαβαν έφιπποι λησταντάρτες και τον έσυραν πεζό μέχρι την Τύρνα. Από εκεί, τον μετέφεραν σε άθλια πλέον κατάσταση ως το Νεραϊδοχώρι. Εκεί τον βασάνιζαν από τις 29/3, Σάββατο του Λαζάρου, μέχρι την Μ. Παρασκευή! Κάποιες αντάρτισσες τού έλεγαν: "γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;", ενώ οι δήμιοι μιλούσαν πιο ωμά: "Εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν Εκείνον την ίδια μέρα". Αυτό που έγινε στο Γολγοθά, επαναλήφθηκε στην Πίνδο. Μεγάλη Παρασκευή, και οι συμμορίτες έσυραν τον βασανισμένο ιερέα στον Σταυρικό θάνατο. Τον σταύρωσαν επάνω σε ένα έλατο που τα μεγαλύτερα κλαδιά της βάσης του είχαν το σχήμα σταυρού. Του τρύπησαν τη δεξιά πλευρά με ξιφολόγχη και άνοιξαν πληγές στο μέτωπο του με πηρούνια. Όταν ξεψύχησε, έριξαν το γυμνό σώμα του σε μια χαράδρα και το σκέπασαν με πέτρες και κλαδιά, για να κρύψουν το έγκλημά τους. Οταν απελευθερώθηκε το Νεραϊδοχώρι από τον Ελληνικό στρατό, ο αξιωματικός Νικόλαος Χόνδρος αναζήτησε και βρήκε το λείψανο του Μάρτυρα. Το μετέφερε στα Τρίκαλα, όπου έγινε πάνδημη κηδεία. Το φέρετρό του συνόδευαν 60 ιερείς, ψάλλοντας: "Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματί μου βαστάζω" [προς Γαλάτας]. Ο ιερέας Γεώργιος Σκρέκας, στα πλαίσια της "συμφιλίωσης" δεν ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία, μέχρι σήμερα.
Κακώς! Μακάρι από εκεί ψηλά, δίπλα στο θρόνο του Σταυρωμένου Αρνίου που βρίσκεται, να μας βοηθάει και να μας προστατεύει από τον Σατανά και τους οπαδούς του. Τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα επιβεβαιώνει και ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλώρινας Αυγουστίνος Καντιώτης: “Οταν ήμουν ιεροκήρυκας, έφθασα σ᾿ ένα χωριό των Γρεβενών. Βρίσκω τον ιερέα θλιμμένο, πονεμένο, κλαμένο. “Τί ἔχεις;”. “Το χωριό μου δὲν πιστεύει πια στο Χριστό”. “Μην απογοητεύεσαι”, λέω, “έχε θάρρος· κάτω από τη στάχτη υπάρχει η σπίθα κρυμμένη”. “Θέλεις να δεις;”, μου λέει, “έλα”.
Με πάει στο νεκροταφείο. Εκεί τα παιδιά του Μαρξ και του Λένιν, που κυριαρχούσαν τότε, είχαν ξερριζώσει όλους τους σταυρούς από τους τάφους και στη θέση τους είχαν βάλει σφυροδρέπανα και γροθιές! Μισούσαν το σταυρό. Και μόνο σε μια περίπτωση τὸν «θυμήθηκαν». Ενώ η σταύρωσις ως τρόπος θανατικής καταδίκης έχει πρὸ πολλού καταργηθεί, επὶ των ημερών μας τὴν ξαναχρησιμοποίησαν· σταύρωσαν άνθρωπο! Ήταν ένας ιερεὺς του ῾Υψίστου ευλαβής, πιστός και πολύτεκνος, ο π. Γεώργιος Σκρέκας εφημέριος του χωριού Μεγάρχη Τρικάλων. Άθεοι και άπιστοι τον άρπαξαν από την αγία τραπεζα που ιερουργούσε, τον οδήγησαν σαν άκακο αρνίο έξω απο το χωριό, κ᾿ εκεί τον σταυρωσαν πάνω σ᾿ ἕνα δέντρο· και ήταν Μεγάλη Παρασκευή, του ἔτους 1947"!
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο Θεός να αναπαύσει τους βασανιστές και δολοφόνους των αγίων, και εμάς. Οι άγιοι ας πρεσβεύουν για μας και γι' αυτούς. Ακόμη ο Κυριος ας συγχωρέσει εμάς που δεν τιμούμε τη μνήμη τους ως Αγίων μέσα στο νέφος των μαρτύρων της πίστης μας που διώχθηκαν από ποικιλώνυμο πλήθος τυράννων.
……………………………………………………………………………………………………
1. Καταγράφηκε από το συγγραφέα το Πάσχα του 1966 στο Μεγαλοχώρι των Τρικάλων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: π. Γρηγορίου, ηγουμένου της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, “Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας”, Σεπτέμβριος 2010, [σ. 149-166]
το είδαμε εδώ